Skip to main content

Ανδρέας Ε. Γκουτζιουκώστας : Η Δικαιοσύνη στο Βυζάντιο

 

Ανδρέας Ε. Γκουτζιουκώστας

«Η Δικαιοσύνη στο Βυζάντιο»

 Η συνέντευξη δόθηκε στον υπ. διδάκτορα Βυζαντινής Ιστορίας του Α.Π.Θ Γιάννη Σαραντίδη 

Κύριε Καθηγητά θα ήθελα να μας πείτε ποιος απένειμε τη δικαιοσύνη στο Βυζάντιο;

Στο Βυζάντιο πηγή όλων των εξουσιών, κύριος του δικαίου και ανώτατoς δικαστής είναι ο αυτοκράτορας. Στο όνομα του αυτοκράτορα απονέμουν δικαιοσύνη οι επικεφαλής διοικητικών υπηρεσιών. Αυτό σημαίνει ότι στο Βυζάντιο δεν υπάρχει διάκριση των εξουσιών. Επομένως, τα εκτελεστικά όργανα είναι και φορείς απονομής του δικαίου. Αμιγώς δικαστικοί λειτουργοί δεν υφίστανται μέχρι τον 6ο αιώνα.

Η τομή γίνεται από τον Ιουστινιανό, που θεσμοθέτησε για πρώτη φορά τους δώδεκα «επαγγελματίες» δικαστές, που είχαν ως μόνη αρμοδιότητα την εκδίκαση υποθέσεων. Όσον αφορά τους υπολοίπους αξιωματούχους-δικαστικούς λειτουργούς, καθώς δεν αναμένεται από όλους να γνωρίζουν τους νόμους, η αδυναμία αυτή θεραπεύεται από την παρουσία των λεγομένων συνέδρων, παρέδρων, συμπόνων, συμβούλων ή assessores στο πλευρό των αρχόντων. Οι σύνεδροι προέρχονται ως επί το πλείστον από τους συνηγόρους, δηλαδή τους δικηγόρους, έχουν νομική κατάρτιση και συμβουλεύουν ως προς το νομικό σκέλος της υποθέσεως τους δικαστικούς άρχοντες.

Κύριε Καθηγητά ποια ήταν τα δικαιοδοτικά όργανα στο Βυζάντιο;

 Όπως είπα και προηγουμένως, εκτός από τον Αυτοκράτορα δικαιοσύνη απονέμουν και οι κρατικοί λειτουργοί. Συγκεκριμένα, στις επαρχίες αυτοί που κρίνουν υποθέσεις σε πρώτο βαθμό είναι οι επαρχιακοί άρχοντες.  Ωστόσο, αν κάποιος επιθυμεί να εφεσιβάλει την απόφασή τους, απευθύνεται στα δικαστήρια της πρωτεύουσας.  Κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο ο έπαρχος πραιτωρίων Ανατολής, ο επικεφαλής της μεγαλύτερης διοικητικής περιφέρειας του κράτους που περιελάμβανε τη Θράκη, τη Μ. Ασία, τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο, εδρεύει στην Κωνσταντινούπολη και είναι ένας από τους πιο υψηλόβαθμους δικαστές στο Βυζάντιο, μαζί με τον κοιαίστωρα του ιερού παλατίου,  o οποίος είναι υπεύθυνος για την υπαγόρευση των νόμων (leges dictandae). Οι δύο αυτοί λειτουργοί εξετάζουν πολλές από τις εφέσεις, που προέρχονται από τα επαρχιακά δικαστήρια. Από εκεί και πέρα στην πρωτεύουσα υπάρχουν σημαντικοί αξιωματούχοι, επικεφαλής μεγάλων υπηρεσιών, που ταυτόχρονα έχουν και δικαστικές αρμοδιότητες. Ένας από τους πιο σημαντικούς λειτουργούς στη πρωτεύουσα ήταν ο διοικητής της, ο έπαρχος της πόλεως, ο οποίος είχε δικαιοδοσία επί όλων των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης για οποιοδήποτε αδίκημα αστικής ή ποινικής φύσεως. Επίσης ο μάγιστρος των οφφικίων και οι δύο επικεφαλής των κεντρικών οικονομικών υπηρεσιών του κράτους (o κόμης των θείων θησαυρών και ο κόμης των ιδικών κτήσεων) εξέταζαν κυρίως υποθέσεις που αφορούσαν τους υφισταμένους τους. Τέλος, θα πρέπει να προσθέσουμε και δύο ακόμη αξιωματούχους που θεσμοθετήθηκαν από τον Ιουστινιανό. Ο ένας ήταν ο praetor plebis ή πραίτωρ του δήμου, που δημιουργήθηκε το 535 αντικαθιστώντας τον νυκτέπαρχο, προκειμένου να ανακουφίσει, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στη σχετική Νεαρά 13 του Ιουστινιανού, τον έπαρχο της πόλεως, από το φόρτο εργασίας του εκτελώντας αστυνομικά αλλά και δικαστικά καθήκοντα. Μάλιστα σε περίπτωση επεισοδίων, που ήταν συχνά στην Κωνσταντινούπολη από τους οπαδούς των ομάδων του ιπποδρόμου, και πυρπόλησης κτηρίων, ήταν υπεύθυνος για την κατάσβεση των πυρκαγιών και την προφύλαξη των περιουσιακών στοιχείων των υπηκόων από το πλιάτσικο που συνήθως ακολουθούσε. Η δεύτερη αρχή που εισήχθη από τον Ιουστινιανό λίγα χρόνια μετά, το 539, ήταν ο κοιαισίτωρ, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την ταχεία διεκπεραίωση των υποθέσεων των επαρχιωτών που κατέφθαναν στην Κωνσταντινούπολη είτε συντονίζοντας τα αρμόδια όργανα, τα οποία θα εκδίκαζαν αυτές τις υποθέσεις, είτε εκδικάζοντας ο ίδιος τις υποθέσεις σε περίπτωση καθυστέρησης ή ολιγωρίας των αρμόδιων αρχών. Βέβαια στη μέση περίοδο τα πράγματα αλλάζουν.

Κύριε Καθηγητά θα ήθελα να μας περιγράψετε το δικαστικό σύστημα κατά τις επόμενες περιόδους του Βυζαντίου και να μας διευκρινίσετε αν υπήρξαν αμιγώς δικαστικοί λειτουργοί;

Κατά την πρώιμη περίοδο το μόνο δικαστικό σώμα, που γνωρίζουμε από τις πηγές, όπως σας είπα, είναι οι δώδεκα δικαστές του Ιουστινιανού, στους οποίους μπορούσαν τόσο ο αυτοκράτορας όσο και οι κρατικοί λειτουργοί να παραπέμψουν την εξέταση υποθέσεων. Δηλαδή οι πολίτες δεν μπορούσαν να προσφύγουν απευθείας σε αυτούς τους δικαστές. Οι αλλαγές που γίνονται στη μέση βυζαντινή περίοδο στην περιφερειακή και κεντρική διοίκηση της αυτοκρατορίας επηρεάζουν και τη δικαιοσύνη, καθώς εξακολουθεί να μην υφίσταται ο σαφής διαχωρισμός μεταξύ διοίκησης και δικαιοσύνης. Εκείνη την περίοδο δημιουργούνται νέα διοικητικά όργανα, τα οποία ταυτόχρονα απονέμουν και δικαιοσύνη.  Παραμένουν όμως και κάποιοι κρατικοί αξιωματούχοι από την προηγούμενη περίοδο. Για παράδειγμα ο κοιαίστωρ του ιερού παλατίου και ο έπαρχος  της πόλεως, οι οποίοι κατά τη μέση περίοδο είναι οι πιο υψηλόβαθμοι δικαστικοί λειτουργοί, που εδρεύουν στη Κωνσταντινούπολη. Στη συνέχεια θα προστεθούν σε αυτούς ο επί των κρίσεων, ο δρουγγάριος της βίγλης που τέθηκε στο δεύτερο μισό του 11ου αιώνα στην κορυφή της δικαστικής ιεραρχίας, ο δικαιοδότης, ο πρωτοασηκρῆτις, που ήταν προηγουμένως μέλος της αυτοκρατορικής γραμματείας, και ο προκαθήμενος των δημοσιακών δικαστηρίων, που εξέταζε δημοσιονομικού περιεχομένου υποθέσεις. Φυσικά το αυτοκρατορικό δικαστήριο εξακολουθεί να λειτουργεί σε όλες τις περιόδους και ταυτίζεται πάντοτε με τον αυτοκράτορα. Είναι το ανώτατο δικαστήριο.

Όσον αφορά τις επαρχίες κατά τη μέση περίοδο έχουμε μια εντελώς διαφορετική οργάνωση. Από τις πρωτοβυζαντινές επαρχίες περνάμε στα θέματα, που από κινητές στρατιωτικές μονάδες μετεξελίχθηκαν σε στρατικοδιοικητικές περιφέρειες, τη ραχοκοκαλιά του συστήματος της περιφερειακής οργάνωσης κατά τη μέση περίοδο. Ωστόσο, στο σημείο αυτό θα πρέπει να περιγράψουμε τη συγκεκριμένη οργάνωση. Τα θέματα, λοιπόν, είναι μεγάλες στρατικοδιοικητικές περιφέρειες, με επικεφαλής έναν στρατηγό, ενώ παράλληλα υπάρχει και ένα σκέλος πολιτικής διοίκησης, στο οποίο ανήκει ο κριτής, δηλαδή ο δικαστής, του θέματος. Ο αξιωματούχος αυτός από το 10ο αιώνα αναδεικνύεται στον πραγματικό διοικητή του θέματος και αποκτά και οικονομικές αρμοδιότητες. Είναι ο κατ’ εξοχήν αρμόδιος για τη δικαστική διευθέτηση των υποθέσεων εντός του θέματος του. Οι αποφάσεις του εφεσιβάλλονται στα κεντρικά δικαστήρια της πρωτεύουσας. Εκεί εδρεύουν δύο ομάδες δικαστών λειτουργών, οι  κριτές επί του ιπποδρόμου και οι κριτές του βήλου, που είχαν ως μόνη αρμοδιότητα την εκδίκαση υποθέσεων και ασκούσαν το λειτούργημά τους στον μικρό σκεπαστό ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, ένα κτήριο εντός του συγκροτήματος του ιερού παλατίου που γειτνίαζε με τον μεγάλο ανοικτό ιππόδρομο, όπου λάμβαναν χώρα οι αρματοδρομίες. Σε αυτούς, κατά το πρότυπο της πρώιμης βυζαντινής περιόδου των δώδεκα δικαστών του Ιουστινιανού, παραπέμπονται υποθέσεις από τους ανώτερους κρατικούς-δικαστικούς λειτουργούς ή τον αυτοκράτορα και εν συνεχεία οι αποφάσεις τους εφεσιβάλλονται είτε ενώπιον του αυτοκρατορικού δικαστηρίου είτε ενώπιον αυτού που παρέπεμψε την υπόθεση σε αυτούς. Όλο αυτό το σύστημα επιβιώνει ως το 1204.

 Μετά το 1204, την Δ΄ Σταυροφορία και την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, το κέντρο εξουσίας μεταφέρεται στη Νίκαια  και την Ήπειρο, μέχρι την ανάκτηση της Πόλης από την αυτοκρατορία της Νίκαιας το 1261, οπότε επιχειρείται η συγκρότηση ενός κεντρικού δικαστηρίου στην πρωτεύουσα από τον πρώτο εκπρόσωπο της δυναστείας των Παλαιολόγων, τον Μιχαήλ Η΄.  Εκείνη ακριβώς την εποχή ανασυστήνεται το «σβεσθέν», όπως αναφέρεται στις πηγές, «σέκρετον», ένα ανώτατο και μόνιμο δικαστήριο στην πρωτεύουσα. Μάλιστα έχει σωθεί και μια εντυπωσιακή σφραγίδα, που απεικονίζει τον αυτοκράτορα στην εμπρόσθια όψη, να κρατά πάνω από το κεφάλι του μία κυκλική εικόνα της Παναγίας δεομένης, η οποία φέρει στο στήθος της τον Χριστό νήπιο, ενώ στον οπισθότυπο αναφέρεται ακριβώς η ίδρυση αυτού του σεκρέτου, του δικαστηρίου. Στη συνέχεια υπήρξαν δύο σημαντικές προσπάθειες για την αναδιοργάνωση της δικαιοσύνης. Η πρώτη γίνεται από τον Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο, ο οποίος θέσπισε το 1296 ένα δωδεκαμελές σώμα δικαστών, το οποίο φαίνεται ότι δεν μακροημέρευσε. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι η σύσταση αυτού του σώματος έγινε, μετά από ένα σεισμό, ο οποίος θεωρήθηκε ως θεϊκό σημάδι, λόγω της κατίσχυσης της αδικίας και γι’ αυτό, για να θεραπευτεί η αδικία έπρεπε να προβούν σε συγκεκριμένα μέτρα, όπως για παράδειγμα τη θέσπιση ενός ανώτατου μόνιμου δικαστηρίου. Εν συνεχεία, η δεύτερη μεταρρυθμιστική προσπάθεια γίνεται από τον Ανδρόνικο Γ΄ Παλαιολόγο, τον εγγονό του Ανδρόνικου Β΄, ο οποίος θεσπίζει τους τέσσερεις  καθολικούς κριτές των Ρωμαίων, ένα αμιγώς δικαστικό σώμα και αυτό, μετά από μία ήττα των Βυζαντινών στη Μ. Ασία το 1329, που επίσης θεωρήθηκε ως θεϊκή τιμωρία. Οι κριτές αυτοί εκδίκαζαν υποθέσεις σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας είτε ως πολυμελές είτε ως μονομελές όργανο. Πρέπει επίσης να σημειωθεί πως λίγο αργότερα το 1337 ορισμένοι από  τους καθολικούς κριτές κατηγορήθηκαν για δωροδοκία και τελικά αντικαταστάθηκαν. Ωστόσο ο συγκεκριμένος θεσμός διατηρήθηκε μέχρι την Άλωση και μάλιστα καθολικοί κριτές εκτός από την πρωτεύουσα εμφανίζονται και στις επαρχίες, όπως για παράδειγμα στη Λήμνο, τη Θεσσαλονίκη και το Μοριά, ενώ ο θεσμός πέρασε και στο μεσαιωνικό σερβικό κράτος. 

Κύριε Καθηγητά μας περιγράψαμε το ψηφιδωτό του συστήματος απονομής δικαιοσύνης στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αλλά θα ήθελα να σας ρωτήσω εάν ένας απλώς πολίτης της Αυτοκρατορίας μπορούσε να δικαιωθεί και να προστατευτεί από τις αδικίες των λεγόμενων Δυνατών;

Αρχικά,  πρέπει να τονιστεί ότι σύμφωνα με τις βυζαντινές πηγές μία από τις βασικές αρετές του Αυτοκράτορα είναι η απονομή του Δικαίου, «βασιλεία δικαιοσύνη ἐστὶ δι’ ἒργων κεκυρωµένη» σύμφωνα με τον ρήτορα του 4ου αιώνα Θεμίστιο. Επομένως δίνεται ιδιαίτερη σημασία στη Δικαιοσύνη και υπάρχει έστω και θεωρητικά το πλαίσιο, με βάση το οποίο μπορεί να βρει ο οποιοσδήποτε το δίκιο του. Γιατί «∆ικαιοσύνη ἐστὶ σταθηρὰ καὶ διηνεκὴς βούλησις ἑκάστῳ τὸ ἴδιον ἀπονέμουσα δίκαιον», όπως αναφέρεται στα Βασιλικά. Και βέβαια δεν είναι λίγα τα παραδείγματα που μας παραδίδουν οι πηγές για αυτοκράτορες που δικαιώνουν αδυνάμους έναντι των δυνατών, προκειμένου βέβαια να υπηρετηθεί η προβολή της συγκεκριμένης αρετής του εκάστοτε αυτοκράτορα. Και από τη στιγμή που υπάρχουν τακτικά δικαστήρια και ένα συγκροτημένο θεσμικό πλαίσιο  οποιοσδήποτε πολίτης έχει τη δυνατότητα να προσφύγει στα θεσπισμένα δικαστικά όργανα του Βυζαντίου και να δικαιωθεί, και αν δεν ικανοποιηθεί σε πρώτο βαθμό έχει τη δυνατότητα να ασκήσει έφεση.

Βέβαια υπάρχουν και κάποιες δυσκολίες. Για παράδειγμα μια παθογένεια του συστήματος είναι ότι η κοινωνική θέση κάποιου, η επιρροή του και οι διασυνδέσεις του με υψηλόβαθμους αξιωματούχους επηρεάζουν σε ένα βαθμό τους δικαστές και την απονομή του δικαίου. Επίσης, κάτι που θα πρέπει να τονιστεί είναι ότι για ορισμένους αξιωματούχους, συγκλητικούς, κρατικούς αξιωματούχους ή κρατικούς λειτουργούς προβλέπεται ένα καθεστώς ειδικής δωσιδικίας. Επί παραδείγματι, τα μέλη αυτών των ομάδων θα κριθούν όχι από τα κατά τόπους αρμόδια δικαστήρια, αλλά αν κάποιος είναι στρατιώτης από το στρατηγό του, αν είναι εκκλησιαστικός λειτουργός από τον επίσκοπο στον οποίο υπάγεται και αν πρόκειται για συγκλητικό από το δικαστήριο του επάρχου της πόλεως ή ακόμη και από τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Επομένως, στην πράξη παρακάμπτονται κάποια δικαστήρια ή δικαστικοί λειτουργοί, που κανονικά θα έπρεπε να κρίνουν τις υποθέσεις.  Επίσης, κατά τη φάση της εκδίκασης μίας υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό προκύπτουν και άλλα εμπόδια. Το πρώτο που πρέπει να αναλογιστούμε είναι πως αυτός που επιθυμεί να εφεσιβάλει μια πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να μετακινηθεί στον τόπο, στον οποίο εδρεύει το Εφετείο. Αν πρόκειται δηλαδή για κάποιον που κατοικεί στις επαρχίες, θα πρέπει να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη. Βεβαίως, αυτό επιφέρει μια μεγάλη οικονομική επιβάρυνση,  καθώς το άτομο αυτό θα πρέπει να μείνει για ένα χρονικό διάστημα στη Πόλη, τουλάχιστον μέχρι να τελεσιδικήσει η υπόθεση του. Το πρόβλημα επιτείνεται, όταν προέρχεται από μία απομακρυσμένη από την Κωνσταντινούπολη επαρχία. Ωστόσο, ορισμένοι αυτοκράτορες αναγνώρισαν το συγκεκριμένο πρόβλημα. Ο μεν Ιουστινιανός μέσω της σύστασης του κοιαισίτωρος, που αναφέραμε, προσπάθησε να διευθετούνται οι υποθέσεις των επαρχιωτών, όσο το δυνατόν γρηγορότερα, για να γυρίζουν πίσω στις εστίες τους. Βέβαια αυτό υπαγορεύεται και από έναν ακόμη σοβαρό λόγο, καθώς οι επαρχιώτες πρέπει να επιστρέψουν στον τόπο διαμονής τους, για να μην μένουν οι γαίες ακαλλιέργητες και να εξελίσσεται ομαλά  ο οικονομικός βίος στις επαρχίες, προκειμένου στη συνέχεια να καταβληθούν και οι απαραίτητοι για το κράτος φόροι.  Ο δε  Βασίλειος Α΄ ο Μακεδών προχώρησε ένα βήμα παραπέρα φροντίζοντας να πληρώνονται τα έξοδα διαμονής των επαρχιωτών στη Κωνσταντινούπολη, μέχρι να τελεσιδικήσουν οι υποθέσεις τους.

Κύριε Καθηγητά, ποιος εκπροσωπούσε τους πολίτες στα δικαστήρια, δηλαδή υπήρχαν δικηγόροι που αναλάμβαναν υποθέσεις ιδιωτών; 

Βεβαίως και υπήρχαν δικηγόροι, οι γνωστοί συνήγοροι. Επίσης, πολλοί από τους συνηγόρους, λόγω της νομικής τους εμπειρίας ακολουθούσαν σταδιοδρομία κρατικού λειτουργού και έχουμε πολλά τέτοια παραδείγματα. Έχει σημασία και ενδιαφέρον να αναφέρουμε ότι στα χρόνια του Μανουήλ Α’ Κομνηνού (1166) λαμβάνονται κάποια δικονομικά μέτρα, προκειμένου να απονέμεται ταχύτερα το δίκαιο. Σε μια εκ των Νεαρών που εκδίδει ο αυτοκράτορας, αναφέρεται ότι μια κακοδαιμονία του συστήματος είναι η εκκρεμοδικία υποθέσεων. Το αποτέλεσμα ήταν ορισμένοι από τους εμπλεκομένους σε μια υπόθεση να έχουν αποβιώσει πριν η υπόθεσή τους τελεσιδικήσει. Μεταξύ των δυσλειτουργιών του συστήματος αναφέρεται και η απεραντολογία των συνηγόρων, οι οποίοι με διάφορους τρόπους προσπαθούν να κερδίσουν χρόνο, με αποτέλεσμα να κωλυσιεργούν και να μην ολοκληρώνονται εγκαίρως οι υποθέσεις. Είναι λοιπόν ένα σημαντικό στοιχείο του συστήματος και οι συνήγοροι.

Προχωρώντας στην τελευταία ερώτηση πώς οι συνήγοροι αυτοί και οι δικαστές λαμβάνουν νομική παιδεία;

Πρέπει να πούμε ότι την εποχή του Ιουστινιανού λειτουργούν δυο σημαντικές νομικές σχολές, στη Βηρυτό και στην Κωνσταντινούπολη, στις οποίες διδάσκουν οι λεγόμενοι αντικήνσωρες. Από τον 7ο αιώνα όμως και μετά αρχίζει να αλλάζει το σύστημα. Τη διδασκαλία των αντικηνσώρων διαδέχεται εκείνη των σχολαστικών που προέρχονται ως επί το πλείστον από τις τάξεις των συνηγόρων, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στο ρητορική δεινότητα και λιγότερο στη νομική εξειδίκευση. Δεν υπάρχει έκτοτε μια κρατική δομή παροχής νομικών σπουδών. Η μόνη προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση έγινε αρκετά αργότερα από τον Κωνσταντίνο Θ’ Μονομάχο (1047), όταν δημιουργήθηκε μια σχολή, το διδασκαλεῖον τῶν νόμων, κατά ορισμένους ερευνητές μια ιδιωτική σχολή που χάρη στην αυτοκρατορική αρωγή και πατρωνία αναδείχθηκε σε ένα σημαντικό κρατικό ίδρυμα, με στόχο οι φοιτήσαντες να αποκτούν νομική παιδεία και οι απόφοιτοί της να διορίζονται στον κρατικό μηχανισμό.  Φανταστείτε αυτό το ίδρυμα ως μια  ανώτατη σχολή διοίκησης, αλλά με έμφαση στη νομική παιδεία. Πάντως η διάρκεια της σχολής αυτής ήταν βραχύβια. Από εκεί και πέρα, η παιδεία στο Βυζάντιο, και μάλιστα η νομική, κινείται σε ιδιωτικό πλαίσιο. Υπάρχουν ιδιώτες καθηγητές, πολλοί εκ των οποίων είναι κρατικοί λειτουργοί με νομική παιδεία, οι οποίοι παραδίδουν και μαθήματα. Επίσης, υπάρχουν οι συμβολαιογράφοι, οι γνωστοί ταβουλλάριοι, που  αποκτούν τη νομική τους κατάρτιση στο πλαίσιο της επαγγελματικής τους συσσωμάτωσης, δηλαδή της συντεχνίας, από τον λεγόμενο παιδοδιδάσκαλο της νομικής

Στο σημείο αυτό, κλείνοντας, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι το πλαίσιο παροχής της νομικής παιδείας στην Αυτοκρατορία καθορίζει ως ένα βαθμό τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται οι Βυζαντινοί το νόμο. Δεν σκέφτονται και δεν ενεργούν όπως οι σύγχρονοι νομικοί. Ένας δικαστής έχει πρώτα στο μυαλό του, ποιο είναι το ηθικό και το δίκαιο και στη συνέχεια επιχειρεί να θεμελιώσει την άποψή του αντλώντας επιχειρήματα από το γραπτό δίκαιο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν λαμβάνονται υπόψιν οι νόμοι. Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι το κωδικοποιημένο ρωμαϊκό δίκαιο και το νέο δίκαιο που παράγεται από τους νόμους που θεσπίζουν οι αυτοκράτορες αποτελούν τη βάση για την απονομή του δικαίου. Ωστόσο, υπάρχει αυτή η πιο χαλαρή αντίληψη των Βυζαντινών για το νόμο.

s200_andreas.gkoutzioukostas
Ο κ. Ανδρέας Ε. Γκουτζιουκώστας είναι Επίκουρος Καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας του Α.Π.Θ

Επιμέλεια – Απομαγνητοφώνηση: Μητσόπουλος Δημήτριος – Μισολίδης Νικόλαος