Skip to main content

Βενιαμίν Καρακωστάνογλου: Αναμνήσεις από την Πρώην Γιουγκοσλαβία. Συνέντευξη στον Χαράλαμπο Γάππα

Βενιαμίν Καρακωστάνογλου: Αναμνήσεις από την Πρώην Γιουγκοσλαβία. Συνέντευξη στον Χαράλαμπο Γάππα

Βλέπουμε ότι τα Βαλκάνια επανέρχονται στο προσκήνιο των διεθνών σχέσεων, με αφορμή τις τελευταίες εξελίξεις, με τους Αλβανούς τόσο στην ΠΓΔΜ όσο κυρίως και στο Κόσσοβο. Θα μπορούσατε να μας μιλήσετε για την εμπειρία σας από την περιοχή αυτή τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90, κατά την διάρκεια του Γιουγκοσλαβικού Εμφυλίου Πολέμου;

Η εμπειρία μου από την διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας, βασίζεται, πέρα από την μελέτη και την έρευνά μου, κυρίως στην θητεία μου σε δύο αποστολές μακράς διαρκείας. Η πρώτη αποστολή έλαβε χώρα  το 1992-93 και ήταν υπό την αιγίδα της Διάσκεψης για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη (ΔΑΣΕ). Εκείνη η αποστολή   ήταν  ολιγομελής  και κατά την διάρκεια της  διέμεινα έναν χρόνο στο Κοσσυφοπέδιο και συγκεκριμένα  την Πρίστινα. Η δεύτερη αποστολή έλαβε χώρα  στην Βοσνία Ερζεγοβίνη, το 1996, από τον μετασχηματισθέντα σε διεθνή οργανισμό, Οργανισμό για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη(ΟΑΣΕ), δηλαδή την πρώην ΔΑΣΕ, η οποία  απέκτησε διεθνή υπόσταση στις αρχές του ’94.

Η Ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβία, όπως την ξέραμε μέχρι τα μέσα του 1991, βασιζόταν, παλαιότερα στην χαρισματική προσωπικότητα του στρατάρχη Τίτο, στην ενιαία έκφραση του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας και τις επιμέρους έξι κομματικές οργανώσεις, των έξι ομόσπονδων δημοκρατιών, που απάρτιζαν την χώρα. Τέλος, σημαντικοί πυλώνες της χώρας ήταν ο ισχυρός ομοσπονδιακός Γιουγκοσλαβικός στρατό και η ανθηρή οικονομία.

Ωστόσο, από την στιγμή που πεθαίνει ο Τίτο, το 1980, ο οποίος με την παρουσία του δεν επέτρεπε φαινόμενα αποδιάρθρωσης του κράτους το κράτος και η ενότητα αρχίζουν να υπονομεύονται. Επίσης, σε αυτό το γεγονός συνέβαλαν ο εκτροχιάσμός της οικονομίας  και το Σύνταγμα του ’74, το οποίο  ενισχύει τις αποσχιστικές διαθέσεις. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε πως με το Σύνταγμα του ’74, ο Τίτο προσπάθησε να συγκρατήσει τις φυγόκεντρες τάσεις, που είχαν παρουσιαστεί ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’60. Το Σύνταγμα εκείνο εξαιρετικά αποκεντρωμένο και αυξάνοντας τις αρμοδιότητες των επί μέρους δημοκρατιών προσπάθησε να ικανοποιήσει τα εθνικά και άλλα συμφέροντά  των επιμέρους εθνοτήτων της Γιουγκοσλαβίας. Επίσης, το Σύνταγμα αυτό έδωσε την δυνατότητα να δημιουργηθούν ισχυρές εθνοφυλακές σε κάθε μια από τις επί μέρους ομοσπονδίες, και στην συνέχεια να γίνουν σταδιακά δημοψηφίσματα, στα επί μέρους κράτη που οδήγησαν σε αποφάσεις για απόσχιση.

Το γιουγκοσλαβικό ομοσπονδιακό Σύνταγμα, όπως όλα τα Συντάγματα ομοσπονδιακού χαρακτήρα, συνήθως έχουν περίπλοκες και δύσκολες διαδικασίες, για να αποθαρρύνουνε τις αποσχίσεις. Ωστόσο, οι προβλεπόμενες διαδικασίες δεν τηρήθηκαν, οπότε οι Σέρβοι θεώρησαν ότι η τάση για αποσχίσεις ήταν παράνομη, άρα ενομιμοποιούντο να την αντιμετωπίσουν και με την ένοπλη βία, και επίσης δήλωσαν πως οι προσπάθειες εκείνες ήταν έξωθεν κατευθυνόμενες. Δημοσιογραφικές περισσότερο πληροφορίες αναφέρουν πώς και οι ΗΠΑ από ένα χρονικό σημείο και μετά, αλλά ιδίως η επανενοποιημένη Γερμανία, ήθελε να ελέγξει την Ανατολική Ευρώπη.

Σταδιακά, ο Μιλόσεβιτς απομονώθηκε ως το τελευταίο κομμουνιστικό σύστημα στην Ευρώπη, καθώς την περίοδο ’89-’91 τα άλλα κράτη πέρασαν σε μία φάση μεταβολών, όπου επί παραδείγματι στην Ρουμανία είχαν περισσότερη ένταση και ένοπλες συγκρούσεις, ενώ σε άλλες χώρες τα πράγματα εξελίχθηκαν πιο ήπια. Με την απομόνωση της Γιουγκοσλαβίας ξεκίνησαν οι αποσχίσεις, τις οποίες προσπάθησε ο Μιλόσεβιτς να ελέγξει με τον ομοσπονδιακό στρατό, τον οποίο ήλεγχαν σε ένα επίπεδο 70 τοις εκατό οι Σέρβοι, ως προς τα μόνιμα στελέχη, τους αξιωματικούς. Έτσι, οδηγηθήκαμε στους τρείς πολέμους του γιουγκοσλαβικού ευρύτερου εμφυλίου, πρώτα στην Σλοβενία, μετά στην Κροατία, και έπειτα η πιο σκληρή σύγκρουση στην Βοσνία. Στα Σκόπια δεν είχαμε κατάσταση ένοπλης βίας, ενώ το Μαυροβούνιο ακολούθησε την Δημοκρατία της Σερβίας, στην ένωση Σερβίας- Μαυροβουνίου, σε μικρότερης  διάστασης ομοσπονδιακό κράτος.

Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, τώρα, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι ξεκίνησε στο Κοσσυφοπέδιο. Με τον θάνατο του Τίτο, οι Αλβανοί άρχισαν απεργίες και διαδηλώσεις ζητώντας την αναβάθμιση του καθεστώτος αυτόνομης επαρχίας που είχε το Κοσσυφοπέδιο, με ισχυρότατη αυτονομία όπως την είχε ήδη αναβαθμίσει το Σύνταγμα του 1974, σε καθεστώς πλέον ισότιμης με τις άλλες έξι ομόσπονδης δημοκρατίας. Αντιστοίχως, στα βόρεια της Σερβικής Δημοκρατίας, υπήρχε και η αυτόνομη επαρχία της Βοϊβοδίνας. Η διαφορά αυτών των δύο έγκειτο στο γεγονός ότι η πληθυσμιακή παρουσία των Αλβανών στο Κόσοβο ήταν ισχυρότατη, αποτελώντας το 80 τοις εκατό του πληθυσμού, ενώ στην Βοϊβοδίνα, οι Ούγγροι ήταν κατά πολύ ολιγότεροι των Σέρβων, αποτελώντας περί το 18 τοις εκατό του πληθυσμού, και μάλιστα κατοικούσαν στα βόρεια σύνορα με την Ουγγαρία, γύρω από την ‘’πρωτεύουσά τους’’, την Σουμπότιτσα.

Η διεθνής κοινότητα ανέπτυξε διπλωματικές αποστολές διεθνών οργανισμών, υπό την αιγίδα της ΔΑΣΕ, σε τρείς περιοχές της Δημοκρατίας της Σερβίας, στα τέλη του πρώτου εξαμήνου του 1992. Ήταν αποστολές μακράς διαρκείας με σκοπό να μείνουν ως ότου αμβλυνθούν οι μειονοτικές συγκρούσεις. Το μείζον είναι πως αυτές οι διπλωματικές αποστολές εντάσσονταν στο πλαίσιο της λεγόμενης προληπτικής διπλωματίας. Μάλιστα ήταν  ίσως οι πρώτες αποστολές  προληπτικής διπλωματίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.  Η έδρα υπήρξε στο Βελιγράδι, με επί κεφαλής τον Τούρε Μπέγκ, έναν πρέσβη επί τιμή, Νορβηγό, ο οποίος ήταν ένας εξαιρετικά έμπειρος διπλωμάτης. Ενώ υπήρξαν τρείς επί μέρους αποστολές-γραφεία, το πρώτο και σημαντικότερο από άποψη εθνοτικής έντασης στην Πρίστινα του Κοσσόβου,   το δεύτερο στο Νόβι Πάζαρ, τη πρωτεύουσα της επαρχίας Σαντζακίου, όπου κατ’ ένα μεγάλο βαθμό διαβιούν μουσουλμάνοι του τύπου των μουσουλμάνων της Βοσνίας, και το τρίτο ήταν στην Σουμπότιτσα, δηλαδή  την ‘’πρωτεύουσα’’ των Ούγγρων της Βοϊβοδίνας. Αυτές οι τρείς αποστολές είχανε καθήκον, πρώτον να επιβλέπουν την κατάσταση σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις περιοχές αυτές, δεύτερον να εγκαταστήσουν  τον διάλογο μεταξύ των κυβερνητικών σερβικών αρχών και των εκπροσώπων των κατά περίπτωση μειονοτήτων, με σκοπό την ανάπτυξη αρμονικών σχέσεων, και τρίτον την  επίβλεψη της λειτουργίας των καθεστώτων αυτονομίας της Βοϊβοδίνας και του Κοσσόβου, τα οποία διατήρησε ο Μιλόσεβιτς από το 1989.

Ωστόσο, ο  Μιλόσεβιτς σε έναν εμπρηστικό του λόγο στην επέτειο των 600 ετών από την μάχη του Κοσόβου διακήρυξε ότι σταματά η ανοχή της βίας που ασκούσαν οι Αλβανοί του Κοσσόβου αξιοποιώντας καταχρηστικά τις ρυθμίσεις διευρυμένης αυτονομίας, και κατήργησε αμέσως μετά το καθεστώς αυτονομίας της περιοχής, περιορίζοντας την σε εδαφική αυτονομία. Το ίδιο συνέβη και στην Βοϊβοδίνα, το γεγονός όμως ότι οι Σέρβοι αποτελούσαν την μεγάλη πλειοψηφία στην Βοϊβοδίνα αποσοβούσε τις εθνοτικές συγκρούσεις, μολονότι και οι Ούγγροι παραπονούνταν για την μειονοτική τους διαχείριση. Μπορούμε να πούμε ότι ρόλο έπαιξε και η κουλτούρα των λαών, καθώς οι Ούγγροι, αν και Καθολικοί, είναι και αυτοί Χριστιανοί, ενώ οι Αλβανοί ακολουθούν το ισλαμικό δόγμα. Αν και βέβαια, δεν ήταν ιδιαίτερα πιστοί, το Ισλάμ, για τους Αλβανούς, είχε ταυτιστεί με την εθνική τους παράδοση και υπόσταση και στηρίζονταν σε αυτό για την διεκδίκηση των αιτημάτων τους.

Πιστεύω όμως ότι τα αλβανικά αιτήματα στηρίχθηκαν  στους εξής παράγοντες: Πρώτον στα αισθήματα προερχόμενα από το παρελθόν, που θεωρούσαν ότι  το Κόσσοβο κακώς ανήκει στην Σερβία. Δεύτερον στη τεράστια πληθυσμιακή υπεροχή. Τρίτον  στις επιρροές προερχόμενες από τα Τίρανα, ή από Ευρωπαϊκά και Αμερικανικά κέντρα ισχύος. Σε πρώτη φάση πάντως η διεθνής κοινότητα- και αυτήν την εντολή είχαμε εμείς- προωθούσε την διατήρηση του Κοσσόβου και των άλλων περιοχών που είχαμε αποστολές στην Σερβία, με ενδεχόμενη την επαναπόδοση του καθεστώτος ευρείας αυτονομίας.

Η κατάσταση στο Κόσοβο όταν πήγα ήταν η εξής˙ οι Αλβανοί έχοντας κάνει μακρές απεργιακές κινητοποιήσεις, λόγω των συνεχών απολύσεων από τον δημόσιο τομέα, υποχρεώθηκαν από τους Σέρβους μετά την απόλυση να υπογράψουν κείμενα πίστης στο σερβικό κράτος, πράγμα που αρνήθηκαν πολλοί Αλβανοί να το κάνουν. Επίσης, θα πρέπει να σημειώσουμε πως ο δημόσιος τομέας  ήταν κυρίαρχος στην οικονομία εκείνη την εποχή και σε εκείνο το σύστημα διακυβέρνησης. Ακολούθως, Οι Σέρβοι προσπάθησαν εποικίσουν την περιοχή με πληθυσμούς προερχόμενους  από την κυρίως Σερβία, για να στελεχώσουν τις θέσεις που άφηναν οι Αλβανοί. Ωστόσο, το εγχείρημα αυτό δεν είχε επιτυχία και δεν κατέστη δυνατός μίας ευρείας κλίμακας εποικισμός. Συνεπώς, στη περιοχή επικράτησε αναστάτωση και αναρχία, ενώ όλες οι υπηρεσίες και κυρίως οι κρατικοί τομείς της οικονομίας υπολειτουργούσαν. Η Σερβική οικονομία γενικά είχε ήδη αποδυναμωθεί από τις κυρώσεις που είχε δεχθεί, ειδικά από την ΕΕ, αλλά ιδίως στο Κόσοβο υπήρχε τεράστιο πρόβλημα. Στη συγκεκριμένη περιοχή η ιδιωτική οικονομία ελέγχονταν από του Αλβανούς. Έτσι οι Σέρβοι αναγκάζονταν να ψωνίζουν από τους Αλβανούς και τα ελάχιστα σέρβικα μαγαζιά, ενώ οι Αλβανοί μποϊκόταραν κάθε προϊόν προερχόμενο από τη Σερβία. Ως εκ τούτου,  οικονομικά οι Αλβανοί βρίσκονταν σε πολύ καλύτερη θέση από τους Σέρβους της επαρχίας.

Όταν  έφθασα  στην Πρίστινα, τον Ιούλιο του ‘92, βρήκα δύο ξένους διπλωμάτες, ο ένας ήταν ο μάλλον γερμανολιθουανικής καταγωγής διπλωμάτης του Καναδά, Φίλιπ Χαν και ο δεύτερος ήταν ο Γάλλος Ντανιέλ Ντρουλέρς, ο οποίος από ότι μου είχε πεί ήταν στο παρελθόν διοικητής των γαλλικών αποικιών στην Δυτική Αφρική. Δύο άνθρωποι αξιόλογοι, ο καθένας με την δική του κουλτούρα, από τους οποίους μπορώ να  δηλώσω πως  έμαθα την τέχνη της διπλωματίας.

Την περίοδο εκείνη είχαμε συνεχείς επαφές με το LDK, δηλαδή την Δημοκρατική Ένωση Κοσόβου, της οποίας επικεφαλής ήταν  ο γνωστός διανοούμενος, Ιμπραήμ Ρουγκόβα. Τους συναντούσαμε συνήθως τις Παρασκευές σε κάτι ταπεινά γραφεία, σε κάτι χαμόσπιτα δίπλα στο στάδιο της Πρίστινα και βρισκόμασταν σε συνεχείς διαβουλεύσεις μαζί τους,  ώστε να ακούμε τα αιτήματά τους, να καταγράφουμε τις καταγγελίες τους για τα ανθρώπινα δικαιώματα και να τους πείσουμε να ανοίξουν έναν διάλογο με την άλλη πλευρά. Το τελευταίο το αρνούνταν συνεχώς, διότι θεωρούσαν πως αν αρχίσουν να διαλέγονται με την παράνομη κατ’ αυτούς σερβική εξουσία, θα  την νομιμοποιούσαν.  Αντιστρόφως, βλέπαμε πολύ συχνά τον Σέρβο διοικητή της επαρχίας, ο οποίος δεν ήθελε άμεση επαφή με τον Ρουγκόβα και το συμβούλιό του, το οποίο υλοποιούσε τις παράλληλες δομές κρατικής εξουσίας που είχαν  αναπτύξει οι Αλβανοί στο τοπικό επίπεδο. Έτσι προσκρούαμε στην άρνηση και των δύο πλευρών να προσέλθουν στο διάλογο. 

Ωστόσο,   εξήλθαμε από το προαναφερθέν αδιέξοδο και στο σημείο αυτό ξεκινά και η ενεργή εμπλοκή και επιτυχία μου. Το καλοκαίρι του επομένου έτους, του ’93, σημειώθηκε μία μεγάλη κρίση στην περιοχή. Οι Σέρβοι τότε είχαν κρατικοποιήσει το μεγάλο εκδοτικό συγκρότημα, που είχε ιδρυθεί στα χρόνια της αυτονομίας στην Πρίστινα, και εξέδιδε την Αλβανική εφημερίδα Ριλίντια, η οποία όμως είχε σταματήσει να εκδίδεται. Εκδιδόταν όμως η αγροτική αλβανόφωνη εφημερίδα Μπούικου, στο ίδιο συγκρότημα, γεγονός που ανεχόντουσαν εώς τότε οι Σέρβοι, αν και από αγροτική εφημερίδα είχε εξελιχθεί σε διάδοχο της Ριλίντια και περιελάμβανε το αποσχιστικό αίτημα, το οποίο εντείνονταν στους Αλβανούς μετά και τις αποσχίσεις των άλλων ομόσπονδων δημοκρατιών. Το συγκρότημα της Ριλίντια  ήταν ένας ουρανοξύστης στο κέντρο της Πρίστινα, το οποίο οι Σέρβοι το μετέτρεψαν σε εταιρεία Πανοράμα, όπως το έλεγαν, με σερβική διοίκηση. Αν και επέτρεπαν στους Αλβανούς  την έκδοση από εκεί των εντύπων τους, εκείνοι  επιθυμούσαν να ελέγχουν την επιχείρηση οικονομικά και να καθορίζουν την εκδοτική πολιτική της. Οι Αλβανοί αντέδρασαν και οι δημοσιογράφοι τους κατέλαβαν τον 8ο όροφο και κατέβηκαν σε απεργία πείνας. Επικεφαλής τους ήταν ο Αλβανός διανοούμενος Αντέμ Ντεμάτσι, ο οποίος είχε μείνει 27 χρόνια στις γιουγκοσλαβικές φυλακές ως αντιφρονών. Μάλιστα, ο Ντεμάσι ήταν πολύ γνωστός στην Δύση και ως εκ τούτου υπήρξε μεγάλο διεθνές ενδιαφέρον.

Οι συνάδελφοί μου λοιπόν θεώρησαν πως ήταν υπερβολικό να εμπλακούμε εμείς, αλλά επειδή οι Σέρβοι είχαν περικυκλώσει με άρματα μάχης  και τεθωρακισμένα οχήματα της αστυνομίας το κτήριο και ετοίμαζαν επέμβαση, ανέλαβα εγώ τον ρόλο του διαμεσολαβητή. Εδώ ενέσκηπτε το θέμα ότι οι Σέρβοι είχαν να εφαρμόσουν τους νόμους τους σε μια επαρχία όπου ο πληθυσμός βρίσκονταν σε παθητική αντίσταση ήδη εδώ και τρίτα χρόνια. Βέβαια, ακόμη δεν υπήρχε η ένοπλη δράση του UCK, του Αλβανικού Απελευθερωτικού Στρατού.

Επί μία ολόκληρη εβδομάδα, φεύγοντας για λίγο το μεσημέρι για ένα σύντομο γεύμα και πολύ αργά το βράδυ για λίγη ξεκούραση, ανέλαβα τον ρόλο του διαμεσολαβητή μεταξύ των Σέρβων και των Αλβανών. Εκινούμην, λοιπόν με την νομιμοποίηση που είχα προς τους Σέρβους ως Έλλην ορθόδοξος, φίλος τους, και προς τους Αλβανούς ως ο άνθρωπός που είχε την διεθνή εντολή και ταυτόχρονα είχε δώσει δείγματα αμεροληψίας όσον αφορά την προστασία των δικαιωμάτων τους, που παραβιάζονταν από την σερβική καταστολή. Ανέλαβα λοιπόν, αφού ενημέρωνα τους συναδέλφους μου, την διαμεσολάβηση μεταξύ του 8ου ορόφου όπου βρίσκονταν 80 με 100 Αλβανοί απεργοί, με τον 16ο όροφο όπου είχε εγκατασταθεί η σερβική  νέα διοίκηση. Μετά από μία εβδομάδα αυτό που συνέβη ήταν το εξής: Εκπόνησα ένα κείμενο με την βοήθεια και των συναδέλφων μου όσον αφορά τις διατυπώσεις, και κατάφερα και υπεγράφη μια συμφωνία moratorium, η οποία προέβλεπε πως  η εφημερίδα Μπούικου θα συνεχίσει  να εκδίδεται με ανεξάρτητη πολιτική, ως προς το περιεχόμενο και εντός του σερβικού συστήματος θα συνέχιζαν να εργάζονται οι Αλβανοί δημοσιογράφοι και λοιποί εργαζόμενοι. Επίσης, προβλέπονταν και άλλες  τέτοιου τύπου ενδιάμεσες λύσεις. Ουσιαστικά, το κύριο,  γεγονός ήταν η αποφυγή της σερβικής επέμβασης, που θα συνοδευόταν από αιματοχυσία. Έτσι έληξε και η απεργία πείνας.

Αυτή ήταν η πρώτη και μόνη ως τότε προσπάθεια να έρθουν σε διάλογο οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Η πρώτη φορά, που εκπρόσωποι, όχι ασφαλώς ο Ρουγκόβα και ο Σέρβος διοικητής, αλλά οι άμεσοι εκπρόσωποί τους, κάθισαν στο ίδιο τραπέζι. Θυμάμαι ονόματα όπως ο Ναήμ Ζέκα, υπεύθυνος τύπου, και η Εντίτα Ταχίρι, που ήταν η σκιώδης υπουργός εξωτερικών τότε, από την αλβανική πλευρά, και από την άλλη Σέρβοι αξιωματούχοι. Ωστόσο,  επειδή ο ΟΑΣΕ απέβαλε την Μικρή Γιουγκοσλαβία από μέλος του, ο Μιλόσεβιτς στα τέλη το καλοκαιριού του ’93 έδωσε εντολή και έκλεισαν τα γραφεία των αποστολών και στις τρείς επαρχίες, και έτσι αποχωρήσαμε όλοι.

Το να υπογραφεί αυτή η συμφωνία και να αποφευχθεί η επαπειλούμενη κρίση ήταν εξαιρετικά δύσκολο, όπως είπε ο αρχηγός των αποστολών, όταν μετά από λίγες μέρες μας κάλεσε στο Βελιγράδι για μια διαβούλευση,  αποδίδοντας σε μένα, ως τον Έλληνα εκπρόσωπο τα εύσημα της επιτυχίας.

Το προαναφερθέν γεγονός κατά την προσωπική μου άποψη αποδείκνυε πως αν υπήρχε πολιτική βούληση και από τις δύο πλευρές θα μπορούσε η σύγκρουση να αποφευχθεί. Ωστόσο, οφείλω να δηλώσω πως η βούληση εκείνη θα έπρεπε να καταδειχθεί  κυρίως από τους Αλβανούς, οι οποίοι δεν έδειχναν διαθέσεις συμβιβασμού. Επίσης, ακόμα μια  προϋπόθεση για την αποφυγή της σύγκρουσης  ήταν να υπάρξει η διάθεση από την διεθνή κοινότητα να αναλώσει υψηλού επιπέδου διπλωματικό κεφάλαιο στο Κόσσοβο. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν υπήρχε εκείνη την στιγμή, αφού οι Σέρβοι τότε δεν μπορούσαν ακόμη να φανταστούν το σημείο που θα έφτανε η σύγκρουσή τους με την διεθνή κοινότητα από το ’95 και έπειτα, ώστε να δείξουν μεγαλύτερη διαλλακτικότητα. Αντιθέτως, οι Αλβανοί διαβάζοντας από πολύ νωρίς τους διεθνείς συσχετισμούς είχαν βάλει πλώρη για την πλήρη αυτονομία. Άλλωστε, και η διεθνής κοινότητα τους «έκλεινε το μάτι» λέγοντάς τους στο παρασκήνιο, να μην προχωρούν σε πράξεις αντεκδίκησης και παράλληλα να μη δεχθούν αυτά που του δίνουν οι Σέρβοι και να συνεχίσουν τον αγώνα τους. Οι Αλβανοί ήλπιζαν τελικώς ότι θα προκαλέσουν διεθνή επέμβαση σε δεύτερο στάδιο, κάτι που τελικώς δεν έγινε με την Συμφωνία του Ντέιτον το ’95, πράγμα που τους απογοήτευσε, διότι δεν υπήρχε ρήτρα για το Κόσσοβο. Έτσι, οδηγηθήκαμε στον UCK, που ήταν η ένοπλη απάντηση και στους Σέρβους, αλλά και στην διεθνή κοινότητα, η οποία κρατούσε το θέμα το επίπεδο και μόνο της επαναπόδοσης κάποιας αυτονομίας.

10931653_1539693152982036_7335370907547080622_o
O  κ. Βενιαμίν Καρακωνστάνογλου  είναι Διεθνολόγος & Λέκτορας Νομικής του Α.Π.Θ. Διδάσκει Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο και Ελληνική Εξωτερική Πολιτική. Έχει συγγράψει τη μοναδική στην Ελλάδα επιστημονική μονογραφία για την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) 600 σελίδων. Διετέλεσε Δικηγόρος Θεσσαλονίκης και Κοζάνης. Επίσης, διετέλεσε Επικεφαλής (2004-2008) του διεθνούς φορέα για την ανασυγκρότηση των Βαλκανίων υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (έδρα Θεσσαλονίκης). Υπήρξε μέλος και Διευθυντής Αποστολών Διεθνών Οργανισμών στο Κοσσυφοπέδιο, τη Βοσνία Ερζεγοβίνη και τα Σκόπια (1992-1996).