Skip to main content

Γιώργος Αντωνίου: Η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, το Ολοκαύτωμα και η σύγχρονη ιστοριογραφία

Γιώργος Αντωνίου: Η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, το Ολοκαύτωμα και η σύγχρονη ιστοριογραφία

 

Η συνέντευξη δόθηκε στον Δημήτριο Μητσόπουλο , προπτυχιακό φοιτητή του τμήματος Ιστορίας – Αρχαιολογίας ΑΠΘ

Ε: Κύρια καθηγητά, φέτος ιδρύθηκε ξανά η έδρα Εβραϊκών Σπουδών και θα ήθελα ,αν γίνεται , να μου περιγράψετε, την ιστορία της και ποία είναι η σημασία της και ο σκοπός της;

Α: Λοιπόν, η ιστορία της πηγαίνει αρκετά πίσω. Ήταν ένα αίτημα της Ισραηλιτικής Κοινότητας, ήδη από το Μεσοπόλεμο. Είχαν γίνει προσπάθειες και από την Ισπανική κυβέρνηση, να υπάρξει μια έδρα Ισπανικής Φιλολογίας. Ειδικός σε αυτό το θέμα είναι ο συνάδελφος στο πανεπιστήμιο, ο Γιώργος ο Αγγελόπουλος, ο οποίος κάνει μια σχετική έρευνα για την έδρα Εβραϊκών Σπουδών και όχι μόνο, η οποία έχει αποδώσει πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Αυτό το οποίο βγάζει η έρευνα του κυρίου Αγγελόπουλου είναι ότι ανήκε σε ένα σχήμα γενικότερα, θα λέγαμε, μιας βενιζελικής εκσυγχρονιστικής εκπαιδευτικής προσέγγισης, που προσπαθούσε να δει με νέους όρους εθνικής ομογενοποίησης αλλά και εκσυγχρονισμού την παιδεία, στα πανεπιστήμια, οπότε είναι μια –τότε- πρόταση εκσυγχρονισμού της παιδείας, με νέους όρους, Η έδρα υπήρξε, θα έλεγα, «κακότυχη», γιατί εξ’ αρχής αντιμετώπιζε κάποιες δυσκολίες, τότε. Ο κύριος Βελέλης, ο οποίος εκλέχθηκε, δεν εκλέχτηκε σε μόνιμη έδρα του Πανεπιστημίου, όπως ήταν τότε το σύστημα αλλά ήταν επικουρική διδασκαλία, για την οποία εκλέχτηκε, με αποτέλεσμα, κατά κάποιο τρόπο, να υποτιμηθεί η σημασία της ίδρυσης της εκείνη την εποχή. Όταν συνταξιοδοτήθηκε ο ίδιος, μετά από λίγο καιρό ήρθε η δικτατορία Μεταξά, που κατήργησε και την έδρα, στο πανεπιστήμιο. Οπότε, όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της ερώτησης ποια είναι η σημασία σήμερα, η σημασία είναι προφανής. Έχει να κάνει με το ιστορικό χρέος της πόλης απέναντι στην Ισραηλιτική Κοινότητα της, η οποία, όπως ξέρουμε υπήρξε από τις πλέον σημαντικές, αν όχι, η πλέον σημαντική εθνικό- θρησκευτική ομάδα της πόλης και με αυτό τον τρόπο είναι μια οφειλή και του πανεπιστημίου και του ελληνικού κράτους έναντι της εβραϊκής κοινότητας. Πολιτικά, μάλιστα, και επιστημονικά θα έλεγα ότι έχει πολλαπλά οφέλη η επανίδρυση της έδρας, με την έννοια ότι μπορεί να αποτελέσει ανάχωμα απέναντι σε προκαταλήψεις και στερεότυπα, που συνοδεύουν, δυστυχώς ακόμη, την ελληνική κοινωνία, σε σχέση με τους Έλληνες Εβραίους. Και φυσικά απέναντι σε φαινόμενα σύγχρονου φασισμού και νεοναζισμού. Επιστημονικά, ελπίζουμε ότι θα μπορέσει να αποτελέσει ένα πόλο έλξης και νέων επιστημόνων, αλλά και νέας έρευνας γύρω από το ζήτημα. Άλλωστε η μελέτη του ζητήματος βρίσκεται ακόμη, όχι σε αρχικό στάδιο, αλλά έχουμε ακόμη να μάθουμε πάρα πολλά

Ε: Πόσο έντονη υπήρξε η εβραϊκή παρουσία στη πόλη και πόσο έντονο το φαινόμενο του αντισημιτισμού στο Μεσοπόλεμο;

 Α: Η εβραϊκή παρουσία στη Θεσσαλονίκη, δεν πρέπει να αποτιμηθεί μόνο με όρους δημογραφικούς ή οικονομικούς, που είναι οι κατ’ εξοχήν από τους οποίους  το προσεγγίζουμε, ως επί το πλείστον, στις μελέτες μας. Φυσικά, αυτοί είναι οι βασικοί, από τους οποίους πρέπει να ξεκινήσει κανείς, αλλά σε ένα σοβαρό, παράλληλα, επίπεδο, του πολιτιστικού, που η συμβολή τους ήταν τεράστια, του εκπαιδευτικού, του εκσυγχρονιστικού και φυσικά αποτελούν την μεγαλύτερη απόδειξη, ενός διαφορετικού παρελθόντος, όπου διαφορετικές κοινότητες συνυπήρξαν, όχι πάντοτε ειρηνικά, αλλά συνυπήρχαν και κατάφερναν να προοδεύουνε. Όσον αφορά τη πιο συγκεκριμένη ερώτηση, για το Μεσοπόλεμο, είναι ένα πολύ μεγάλο ζήτημα, για το οποίο γνωρίζουμε πάρα πολλά πράγματα. Βέβαια, μένουν αρκετά σημεία ερμηνείας ανοιχτά. Αδιαμφισβήτητα, η προσάρτηση της Θεσσαλονίκης στην Ελλάδα αποτέλεσε έναν, ας πούμε, «σεισμό», για τα δεδομένα της πόλης, κοινωνικό, πολιτικό, πολιτισμικό με αποτέλεσμα η θέση της κοινότητας, να απειληθεί άμεσα, από τις νέες συνθήκες. Αν προσθέσουμε σε αυτό τις κοσμογονικές αλλαγές, που συνέβησαν σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, σε λιγότερο από μια δεκαετία, δηλαδή η προσάρτηση της Θεσσαλονίκης, η μεγάλη πυρκαγιά του ’17, που κατέστρεψε την κοινότητα όσον αφορά την τοπογραφία της και την έλευση των προσφύγων, που μέσα σε μια δεκαετία άλλαξε τα δημογραφικά δεδομένα της πόλης, εις βάρος των Εβραίων. Δημιούργησε ένα εκρηκτικό κοινωνικό προφίλ. Με αποτέλεσμα η μετανάστευση, η εβραϊκή να συμβεί ήδη κατ’ αυτή τη περίοδο. Ο αντισημιτισμός εκείνης της εποχής είναι αδιαμφισβήτητος, οι ερμηνείες είναι πολλές γύρω από το γεγονός. Ας αρκεστούμε μόνο να παρατηρήσουμε ότι λειτουργούσε σε πολλά επίπεδα, ένα ήταν, σε πρωτογενές επίπεδο, ο ανταγωνισμός των χαμηλότερων στρωμάτων, της προσφυγιάς αλλά και της εβραϊκής κοινότητας, όσον αφορά έναν φανταστικό ή υπαρκτό εργασιακό ανταγωνισμό. Η ίδια αντιπαλότητα ενδεχομένως είχε μεταφερθεί και στην εμπορική τάξη και φυσικά η διάσταση αυτή σχετίζεται  και με την προσπάθεια ταχείας ενσωμάτωσης των προσφυγικών πληθυσμών της πόλης στη νέα πατρίδα. Με άλλα λόγια, είχε  και κάποια λειτουργικά χαρακτηριστικά, που σύμφωνα με κατοπινές έρευνες, που κατά κάποιο τρόπο αποτελούσαν διαβατήριο, όσον αφορά την καλύτερη προσαρμογή των προσφυγικών στρωμάτων στην πόλη.

Ε: Κύριε Αντωνίου, όπως είναι γνωστό πριν 10 μέρες περίπου ήταν η επέτειος της αναχώρησης του πρώτου συρμού, με Θεσσαλονικείς Εβραίους, για το Αούσβιτς. Πως φτάσαμε στη καταστροφή του εβραϊκού ελληνισμού;

Α: Σε αυτό οφείλουν να απαντήσουνε πολλές διαφορετικές χώρες, από διαφορετικές ιστορικές συνθήκες, γιατί το Ολοκαύτωμα δεν αφορούσε μόνο την Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά είναι σημαντικό να επισημαίνουμε και τις ομοιότητες και τις διαφοροποιήσεις, από αντίστοιχες περιπτώσεις στο εξωτερικό. Το πώς φτάσαμε στην καταστροφή του Θεσσαλωνικιώτικου Εβραϊσμού είναι μια πολύ θλιβερή ιστορία η οποία σχετίζεται πρώτα από όλα με τη ναζιστική πολιτική, της εξόντωσης του εβραϊκού στοιχείου, όπου αυτό εντοπιζόταν. Όταν προκύπτει η εξόντωση του εβραϊσμού της Θεσσαλονίκης, ήδη, οι Ναζί έχουν τελειοποιήσει τις τεχνικές τους, έχουν τελειοποιήσει την τεχνολογία τους, έχουν τελειοποιήσει ακόμα και την ιδεολογία τους. Έχουν κατασταλάξει στην «Τελική Λύση», την έχουν εφαρμόσει επιτυχημένα σε άλλες περιοχές της ηπείρου μας και έρχονται προετοιμασμένοι, γνωρίζοντας ακριβώς τι λύσεις θα εφαρμόσουν, με ποια τακτική θα καταφέρουν να εφαρμόσουν τα καταστροφικά τους σχέδια και έχουν, δηλαδή, την  πλήρη τεχνογνωσία της καταστροφής και αυτό διευκολύνει πάρα πολύ τα πράγματα, και αυτή είναι η πρώτη και κυριότερη διάσταση της γενοκτονίας. Η θέληση των Ναζί για ολοκληρωτική, ολοσχερή καταστροφή του εβραϊκού στοιχείου. Από εκεί και πέρα, αυτό, που για εμάς, παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι και η τοπική διάσταση, αυτής της καταστροφής, με την έννοια ότι οι Ναζί δεν λειτουργούσαν σε ένα κοινωνικό κενό, λειτουργούσαν μέσα σε μια κοινωνία η οποία αντιδρούσε απέναντι σε αυτά τα σχέδια, είτε προσπαθώντας να τα καθυστερήσει, είτε προσπαθώντας ακόμη και να τα εξυπηρετήσει, για λόγους οπορτουνισμού ή για πολλούς άλλους λόγους. Άρα, πέρα από τη ναζιστική πολιτική, πέρα από τη περιγραφή της καταστροφής, ως ιστορικοί οφείλουμε να θέσουμε ερωτήματα σε σχέση, αν θέλετε, με το ποια ήταν η τοπική ιστορία ενός πανευρωπαϊκού φαινομένου.

Ε: Κύριε Καθηγητά, μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Εβραίοι επιστρέφουν στις  εστίες τους. Ποια κατάσταση βρίσκουν και πόσο εκτεταμένο υπήρξε το φαινόμενο της συνεργασίας με τους Ναζί, στη Θεσσαλονίκη;

Α: Το φαινόμενο της συνεργασίας στη Θεσσαλονίκη, με τους Ναζί, είναι επαρκώς τεκμηριωμένο ιστορικά από τις μελέτες του Στράτου Δορδανά και άλλων πολύ σημαντικών ερευνητών και θα λέγαμε ότι ήταν αρκετά εκτεταμένο, χωρίς αυτό να αφορά απαραίτητα ή μόνο Θεσσαλονικείς.  Επίσης, εδώ οφείλουμε να ξεχωρίσουμε διαφορετικά επίπεδα συνεργασίας. Η συνεργασία μπορεί να ήταν οικονομική, να αφορούσε,δηλαδή, οικονομικές συναλλαγές και τη «μαύρη αγορά», μπορούσε να είναι διοικητική, να αφορούσε τοπικές αρχές και τον μηχανισμό της δοσιλογικής κυβέρνησης, μπορούσε να είναι στρατιωτική, να αφορά, δηλαδή, τα τάγματα ασφαλείας και τους συνεργάτες των Γερμανών, στο πεδίο, θα λέγαμε, και μπορούσε να είναι και ιδεολογική, αφορούσε μια μάλλον μικρή πλειοψηφία αθεράπευτων οπαδών του ναζισμού και φιλογερμανών, οι οποίοι εκφράστηκαν πολύ θορυβωδώς, από τις πρώτες μέρες της κατοχής. Υπάρχουν πολλά διαφορετικά επίπεδα συνεργασίας και οφείλουμε, να τα διαχωρίζουμε όταν μιλάμε, για αυτά. Υπό αυτή την έννοια το στερεότυπο των λίγων προδοτών, που συνεργάστηκαν με του Ναζί, γνωρίζουμε ότι δεν στέκει στην ιστοριογραφία. Αν μελετήσουμε ένα επίπεδο βαθύτερα, και δούμε ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι θα δούμε επίσης και τα κίνητρα τους αλλά και η κοινωνική τους και η πολιτική τους υπόσταση. Άρα, όταν μιλάμε για δοσιλογισμό δεν μιλάμε για ένα ενιαίο φαινόμενο, μιλάμε για ένα φαινόμενο, που έχει πολλές αποχρώσεις, πολλές διαβαθμίσεις  και πολλά επίπεδα ανάλυσης. Αν με ρωτάτε, ποια είναι η συμβολή τους στην εξόντωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, είναι φυσικά καθοριστική. Και όσον αφορά την οικονομική εκμετάλλευση των περιουσιών, που άφησαν πίσω τους οι Εβραίοι, τόσο κινητής όσο και ακίνητης, όσο και στο ζήτημα της κινητοποίησης, αν θέλετε, των «χαμηλότερων» ενστίκτων της τοπικής κοινωνίας έναντι των Εβραίων. Δεν είναι απαραίτητο ότι αυτή η απόπειρα κινητοποίησης έφερε αποτελέσματα. Ίσα-ίσα υπάρχουν μαρτυρίες και για το αντίθετο, ότι ο ελληνικός πληθυσμός και ο τοπικός πληθυσμός μάλλον αδιάφορα αντιμετώπιζε την φανατική και συνεχή αντισημιτική προπαγάνδα των Ναζί και των συνεργατών τους. Παρ’ όλα αυτά οφείλουμε να εξετάσουμε και αυτή τη διάσταση, της επίδρασης , δηλαδή, αυτού του αντισημιτικού κλίματος και άλλωστε, όπως είπαμε, και της συνέχειας του στην κατοχή, όσον αφορά το Μεσοπόλεμο, στα γεγονότα της κατοχής. Δεν θα άλλαζε κάτι ενδεχομένως σημαντικά με την απουσία ή, αν θέλετε, την εντονότερη παρουσία, σχετικά με την έκβαση της «Τελικής Λύσης». Αυτό το αποδεικνύει η τύχη των περισσοτέρων κοινοτήτων, στην Ευρώπη. Παρ’ όλα αυτά, επειδή υπάρχουν σημαντικές διαβαθμίσεις, από κοινότητα σε κοινότητα, και όσον αφορά τα ποσοστά εξόντωσης και όσον αφορά τον τρόπο εξόντωσης, είναι ένας παράγοντας, τον οποίο πρέπει να λαμβάνουμε, σταθερά , υπόψη. Ξανά, λοιπόν, οι τοπικές και οικονομικές διαστάσεις αυτού του ζητήματος είναι πολλές, πολύπλοκες και πρέπει να μελετηθούν επαρκώς

Ε: Πως διαχειρίστηκε η μεταπολεμική Ευρώπη και η μεταπολεμική Θεσσαλονίκη, ειδικότερα, τη μνήμη του Ολοκαυτώματος;

Α: Αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο ζήτημα και θα έλεγα, ότι οι μεταπολεμικές κοινωνίες, με σημερινούς όρους έχουν να εξηγήσουν πολλά πράγματα, στις σημερινές γενιές. Και αυτό διότι ελάχιστες κοινωνίες φάνηκε να συνειδητοποιούν το μέγεθος  και τη σημασία της καταστροφής, των Εβραίων της Ευρώπης, για την ίδια την ύπαρξη, αυτών των κοινωνιών. Όχι μόνο για την εξέλιξη του παγκόσμιου εβραϊσμού και του εβραϊσμού στην Ευρώπη, αλλά και για τις ίδιες αυτές κοινωνίες. Αυτό δείχνει πολλά πράγματα, πρώτα από όλα δείχνει ότι η ανάγκη για ανοικοδόμηση, και αν θέλετε, «να κλείσουν οι λογαριασμοί του παρελθόντος» ήταν άμεση και επιτακτική. Οι κοινωνίες έπρεπε να ανοικοδομηθούν οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά ταχύτατα ώστε να μπορέσει, ας πούμε, να επουλωθεί η τεράστια πληγή του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Ταυτόχρονα, δείχνει και τα όρια, αν θέλετε, εκείνης της εποχής, όσον αφορά τη κατανόηση και την , θα λέγαμε, αλληλεγγύη των τοπικών κοινωνιών έναντι των εβραίων συμπολιτών τους. Φυσικά υπάρχουν τεράστιες διαβαθμίσεις, από περιοχή σε περιοχή, από χώρα σε χώρα και εδώ πρέπει να ‘μαστε πολύ προσεκτικοί και να μην γενικεύουμε εύκολα. Παρ’ όλα αυτά είναι γνωστό ότι σε όλες σχεδόν τις κοινωνίες επικράτησε μια σιωπή στο επίπεδο της δημόσιας σφαίρας η οποία με σημερινά δεδομένα μοιάζει ανεξήγητη. Η σιωπή αυτή, να υπενθυμίσω, δεν αφορά τις ίδιες εβραϊκές κοινότητες, οι οποίες άμεσα προσπαθούν να ενημερώσουν για το μέγεθος της καταστροφής και προσπαθούν να κάνουν τις κοινωνίες να συνειδητοποιήσουν το μέγεθος της καταστροφής. Δεν υπάρχει ένα φαινόμενο αυτολογοκρισίας ή σιωπής των ίδιων των εβραϊκών κοινοτήτων. Αντίθετα, αυτό που υπάρχει όμως είναι η έλλειψη κατανόησης των κοινωνιών και η έλλειψη θέλησης να ακούσω και να κατανοήσω τι συνέβη. Αυτό το ζήτημα είχε να κάνει με μια πρακτική διάσταση, την διασπάθιση των εβραϊκών περιουσιών σε ολόκληρη την Ευρώπη θα έλεγα. Ξανά, από περιοχή σε περιοχή, υπάρχουν διαβαθμίσεις οπότε ήταν πολύ δύσκολο η οποία, κατά κάποιο τρόπο, εκμεταλλεύθηκε οικονομικά το δράμα των συμπολιτών της ταυτόχρονα να τους τιμήσει και να επικαλεστεί, αν θέλετε, το δράμα τους, ως παράδειγμα, προς αποφυγήν.

Ε: Ποια είναι η ιστοριογραφική παραγωγή για το Ολοκαύτωμα, ποιες είναι οι τάσεις που κυριαρχούν σήμερα; Και υπάρχουν ανεξερεύνητα πεδία;

Α: Αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο ζήτημα, διεθνώς.  Η ιστοριογραφία πολύ συχνά ακολουθεί μόδες, ακολουθεί θέματα, τα οποία αναδεικνύονται, μέσα από ερωτήματα, που τίθενται σε νέες πηγές, που προκύπτουν και τις οποίες δεν γνωρίζαμε ή σε παλιό υλικό το οποίο ξαναεπισκπετόμαστε υπό μια διαφορετική οπτική γωνία. Άρα, υπ΄ αυτή την έννοια κανένα θέμα δεν κλείνει ποτέ, όσον αφορά τα ερωτήματα, τα οποία θέτουμε στο υλικό μας, για την ανάλυση του και την ερμηνεία του. Λέγοντας, αυτό πρέπει να πούμε ότι πραγματικά  η ιστοριογραφία για το Ολοκαύτωμα, διεθνώς, έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά, ας πούμε, μιας υπερπλήρους παραγωγής, πρόκειται για έναν ωκεανό παραγωγής μελετών, από τις πολιτισμικές, οικονομικές, πολιτικές, στρατιωτικές διαστάσεις της. Με άλλα λόγια είμαστε στο ευτυχές σημείο, που η γνώση μας βαθαίνει συνεχώς και ακατάπαυστα. Αυτά πρέπει να διευκρινίσω δεν ισχύουν για την ελληνική παραγωγή. Η ελληνική παραγωγή έχει εμπλουτιστεί τρομακτικά, θα έλεγα, τα τελευταία 10 χρόνια, και συνεχώς εμπλουτίζεται με δουλείες πολύ υψηλού επιπέδου. Απλώς είναι τόσα τα πράγματα, που δεν έχουν γίνει ακόμα, τόσες πηγές, που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ή δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμα, τόσες προσεγγίσεις περιμένουν, για να πραγματοποιηθούν, που θα λέγαμε, χωρίς να είμαστε στην αρχή, έχουμε ακόμη πάρα πολύ δρόμο να διανύσουμε, για να φτάσουμε στα διεθνή επίπεδα. Και ένα από αυτά τα ζητήματα έχει να κάνει με την σχετική εσωστρέφεια του πεδίου αυτού, όσον αφορά, αν θέλετε, να ξεκαθαρίσει κάποια ιστοριογραφικά ζητήματα, που αφορούν πρώτα, από όλα την ελληνική ιστοριογραφία και έτσι πρέπει να γίνει. Είναι ένα ζήτημα, που αφορά την ελληνική ιστοριογραφία, πρώτα από όλα. Ταυτόχρονα, όμως, είναι επιτακτική ανάγκη να επικοινωνήσουμε και με τη διεθνή  βιβλιογραφία, όσο το δυνατόν, πιο γρήγορα και σε αυτό ελπίζουμε ότι τα πράγματα θα βελτιωθούν πολύ, στο άμεσο μέλλον.

Ε: Στην Πολωνία γίνεται για ακόμη μια φορά έντονη συζήτηση, για τον JanGross. Θα μπορούσατε να μας το σχολιάσετε;

Π: Κοιτάξτε, είναι πολύ δύσκολο και πολύ εύκολο ταυτόχρονα, να σχολιάζει κάποιος τις ελλείψεις, μιας εθνικής ιστοριογραφίας, όταν δεν είναι η δική του. Είναι πολύ δύσκολο γιατί «έξω από το χορό, πολλά τραγούδια λένε», αλλά είναι και πολύ εύκολο –ταυτόχρονα-γιατί μπορούμε να είμαστε κριτικοί, με τα προβλήματα και τα ταμπού μιας άλλης ιστοριογραφίας, και πολύ δύσκολο με τη δική μας. Εδώ, πρέπει να πούμε ότι η Πολωνία αποτελεί κατά κάποιο τρόπο μια παραδειγματική περίπτωση ιστοριογραφικής διαμάχης, όπου συνυπάρχουνε σύγχρονες προσεγγίσεις, πολύ αιρετικές και πολύ κριτικές, με πολύ συντηρητικές και παραδοσιακές προσεγγίσεις, πολύ αμυντικές ,θα έλεγα, απέναντι στον ρόλο της ίδιας της πολωνικής κοινωνίας, στην πραγματοποίηση του Ολοκαυτώματος. Ο JanGross αποτελεί αδιαμφισβήτητα έναν από τους κορυφαίους μελετητές του ζητήματος, έχει αναγνωριστεί διεθνώς με πολλαπλά βραβεία. Αποτελεί έναν πρωτοπόρο ερευνητή ο οποίος διαλέγει και επιλέγει όμως να απευθυνθεί προς το κοινό, το ιστοριογραφικό της χώρας του, με έναν πολύ σκληρό τρόπο. Ακριβώς γιατί επιλέγει να σπάσει το ταμπού της ντροπής, προκαλώντας συζήτηση. Είναι μια μέθοδος, την οποίο ακολουθούν , πολλοί ερευνητές. Δεν είναι απαραίτητο ότι βρίσκεις σύμφωνους τους πάντες, ειδικά τους άμεσα θιγόμενους. Κατανοούμε λοιπόν γιατί δεν είναι καθόλου δημοφιλής στη χώρα του, αλλά πολύ δημοφιλής  στο εξωτερικό.

12899808_1150827451617714_1713825343_n

Ο Γιώργος Αντωνίου είναι επίκουρος καθηγητής στην έδρα Εβραϊκών Σπουδών, του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ.  Σπούδασε στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας ενώ από το ίδιο απέκτησε και το μεταπτυχιακό του δίπλωμα. Εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στο European University Institute, της Φλωρεντίας. Έχει εργαστεί στο Foundation for the Memory of Shoah, στο Παρίσι, ενώ υπήρξε επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Yale και στο Πανεπιστήμιο της Κύπρου. Είναι ακαδημαϊκός συνεργάτης του Διεθνούς Πανεπιστημίου Ελλάδας. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζουν στο Ολοκαύτωμα, στην μνήμη των συγκρούσεων, στη συλλογική μνήμη, στη δημόσια ιστορία, στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Ελληνικό Εμφύλιο και την Ιστοριογραφία. Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά, όπως το Journal of Peace Research, History and Theory, Memoria e Ricerca, και άλλα. Έχει επιμεληθεί το πρόσφατο ειδικό τεύχος του περιοδικού Ricerche Storiche για τη δημόσια ιστορία στην Ελλάδα και του περιοδικού Επιστήμη και Κοινωνία για τη μαζική βία και τα θύματα, ενώ έχει επιμεληθεί τον συλλογικό τόμο Εμφύλιος, πολιτισμικό τραύμα από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.

12910487_1150827848284341_1970559261_n
Δημήτριος Μητσόπουλος