Κωστής Κορνέτης
Η «μακρά» δεκαετία του ’60
Η συνέντευξη δόθηκε στο προπτυχιακό φοιτητή του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας, του Α.Π.Θ, Δημήτρη Μητσόπουλο
Κύριε Κορνέτη, θα ήθελα να σας ρωτήσω, αν η δεκαετία του ’60 υπήρξε «σύντομη» ή «μακρά», καθώς βλέπουμε ότι στο βιβλίο σας προτείνετε τη δεύτερη εκδοχή, γεγονός και ερμηνεία, που δεν είναι συνηθισμένη στην Ελλάδα
Ένα σημαντικό στοιχείο που προτείνω στο βιβλίο έχει να κάνει με αυτό που στην ιστορία ονομάζουμε περιοδολόγηση– κοινώς πώς αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο. Το σχήμα που πρότειναν διάφοροι ιστορικοί για τη δεκαετία του 60 και που πιστεύω ταιριάζει και στην ελληνική περίπτωση, είναι πως ο καλύτερος τρόπος να εξεταστεί η δεκαετία του 1960 είναι να θεωρηθεί ως μια εκτενέστερη χρονολογικά περίοδος, η «μακρά δεκαετία του εξήντα», που ξεκινά το 1958 και φτάνει μέχρι τη διεθνή πετρελαϊκή κρίση του 1974. Ένα είδος χρονολόγησης τέτοιου τύπου θα είχε νόημα και για την Ελλάδα παρά τις επίμονες αντιρρήσεις αρκετών πολιτικών επιστημόνων στη χώρα μας. Στην Αθήνα πραγματοποιήθηκε το 2005 ένα ολόκληρο συνέδριο αφιερωμένο σε αυτή την περίοδο, παρουσιάζοντας την ελληνική δεκαετία του εξήντα ως «σύντομη δεκαετία», επειδή η πορεία της διακόπηκε βίαια με την επιβολή της δικτατορίας των Συνταγματαρχών το 1967. Κατά την άποψή μου, όμως, η προδικτατορική περίοδος είναι αξεδιάλυτα συνυφασμένη με τα ίδια τα χρόνια της Δικτατορίας. Δεν πρέπει να κατανοηθεί μόνο με βάση τις τομές, αλλά επίσης με βάση τις συνέχειες, και πρέπει να μελετηθεί με αυτό τον τρόπο.Η Χούντα, τέλος δεν κατάφερε να κλείσει εντελώς την στρόφιγγα επικοινωνίας με τον έξω κόσμο, όπως θεωρείται λανθασμένα, παροτι το προσπάθησε και παροτι θέλησε να καλλιεργήσει την πλήρη απομόνωση από τις διεθνείς εξελίξεις· δεν τα κατάφερε όμως
Πως καταλήξατε στη πολύ ενδιαφέρουσα διάκριση μεταξύ της γενιάς των Λαμπράκηδων, τη Γενιά Ζ, όπως την αποκαλείτε και τη Γενιά του Πολυτεχνείου;
Γενικά με ενδιαφέρει το ζήτημα της «γενιάς» – πώς ορίζεται, πώς διαμορφώνεται, ποια είναι τα στοιχεία που την καθορίζουν. Οι γενιές δεν είναι ορισμένες χρονικές περίοδοι, αλλά ηλικιακές ομάδες που υφίστανται εάν και μόνο εάν μοιράζονται μια κοινή ιστορική εμπειρία. Παρότι, λοιπόν, οι νέοι της «μακράς» δεκαετίας του 60 εντάσσονται στην ίδια βιολογική γενιά, αντέδρασαν με διαφορετικό τρόπο στα πολιτικά ερεθίσματα και τείνουν να αυτοαναπαριστάνονται διαφορετικά στις αφηγήσεις ζωής τους. Το έτος κλειδί για την πολιτική δράση των νέων πριν από τη δικτατορία ήταν το 1963. Η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, αποτέλεσμα της ανάδυσης ενός εκτεταμένου «παρακρατικού» μηχανισμού που βασιζόταν στη βία και την τρομοκράτηση των αριστερών, σημάδεψε τη γενιά αυτή νέων ανθρώπων, λειτουργώντας ως ενοποιητικό γεγονός και καταλύτης για την πολιτικοποίησή της. Ο νεκρός Λαμπράκης αναδείχθηκε σχεδόν ακαριαία σε σύμβολο του πρωτοποριακού κινήματος που συγκροτήθηκε στις αρχές του Ιουνίου του 1963 και πήρε το όνομά του, δηλαδή της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, που αργότερα ονομάστηκε «Νεολαία Λαμπράκη» ή απλά «Λαμπράκηδες». Επειδή ακριβώς ο Λαμπράκης αποτέλεσε καίρια φυσιογνωμία για τη συλλογική αναπαράσταση της αριστερής νεολαίας της εποχής, ονομάζω αυτή την ηλικιακή ομάδα «γενιά του Ζήτα», δανειζόμενος τον τίτλο του ομώνυμου βιβλίου του Βασιλικού.
Η γενιά του Ζήτα περιλάμβανε κυρίως νέους που γεννήθηκαν περίπου στο διάστημα από το 1944 μέχρι το 1949, με αποτέλεσμα η δεκαετία του 1940 να αποτελεί σημαντικό διαμορφωτικό άξονα για τις ιστορικές εμπειρίες της, το φαντασιακό και τη μνήμη των μελών της, τα οποία πολλές φορές αυτοπροσδιορίζονται ως άνθρωποι που δεν έζησαν πραγματικά νεανικά χρόνια. Ως εκ τούτου, τείνουν να αναπαριστούν τη δολοφονία του Λαμπράκη το 1963, αλλά και την επιβολή της δικτατορίας του 1967, ως γραμμική συνέχεια του ίδιου του εμφυλίου πολέμου. Σημείο-σταθμό για τη γενιά αυτή αποτελεί φυσικά η επιβολή της ίδιας της δικτατορίας. Η γενιά του Ζ έζησε τα πιο σκληρά χρόνια του καθεστώτος –τα πρώτα χρόνια της χούντας– με συνεχείς φυλακίσεις, λογοκρισία και στρατιωτικό νόμο σε πλήρη ισχύ. Με τα πανεπιστήμια να βρίσκονται σε καθεστώς τρόμου, μετά τη βίαιη διάλυση όλων των φοιτητικών παρατάξεων και συλλόγων, προσπάθησε να αντισταθεί στο καθεστώς μέσα από υπόγεια δίκτυα –τις αντιδικτατορικές οργανώσεις, που πετούσαν τρικάκια, τοποθετούσαν εκρηκτικά και γενικά προσπαθούσαν να κάνουν αισθητή την παρουσία αντίστασης. Έως το 1971, όμως, οργανώσεις όπως ο Ρήγας Φεραίος είχαν ήδη εντοπιστεί από το χουντικό καθεστώς και είχαν αποδεκατιστεί. Τα μέλη αυτής της «ιστορικής» γενιάς του φοιτητικού κινήματος βρέθηκαν από τα πρώτα στη φυλακή και βασανίστηκαν απάνθρωπα, αποκτώντας το κύρος εμβληματικών προσωπικοτήτων.
Ενόσω όμως η επιβολή της δικτατορίας και το σοκ που προκάλεσε καθόρισε τη φοιτητική και την εν γένει ζωή της πρώτης αυτής γενιάς, μια νεότερη γενιά βρισκόταν ακόμα στα εφηβικά της χρόνια. Οι έφηβοι αυτοί θα ενηλικιώνονταν κατά τη διάρκεια του δικτατορικού καθεστώτος και για τον λόγο αυτό θα κατανοούσαν καλύτερα τη λογική του, και θα εκμεταλλεύονταν τις πολιτικές ευκαιρίες που πρόσφερε άθελά της η ίδια η δικτατορία, προκειμένου να βαθύνουν την πολιτική ρήξη. Εξαιρετικής σημασίας ήταν το γεγονός πως ένα μεγάλο κομμάτι της δεύτερης αυτής γενιάς προερχόταν από αστικές οικογένειες και από τον πολιτικό χώρο της Δεξιάς –ενίοτε και από στρατιωτικούς κύκλους, άρα χωρίς τα οικογενειακά βιώματα και τις μνήμες του Εμφυλίου και όσα αυτός κληροδότησε στη χώρα, που κουβαλούσαν οι Λαμπράκηδες. Στις 21 Απριλίου 1967 η δεύτερη γενιά, που τη συνέθεταν κυρίως άτομα γεννημένα από το 1949 μέχρι το 1954, βρισκόταν ακόμα στην εφηβεία. Ήταν παιδιά που δεν διακατέχονταν από φόβο και δεν ήταν «στιγματισμένα», εφόσον δεν ανήκαν στους «επικίνδυνους πολίτες», για να δανειστώ τον δόκιμο όρο της ανθρωπολόγου Νένης Πανουργιά. Μια οργανωτική δομή καθοριστικής σημασίας, η Ελληνοευρωπαϊκή Κίνησις Νέων (ΕΚΙΝ), για παράδειγμα, ήταν απόρροια δικτύων που είχαν δημιουργηθεί σε περιβάλλοντα υπεράνω πάσης υποψίας, όπως τα ιδιωτικά σχολεία όπου είχαν φοιτήσει πολλά από τα πιο ενεργά στελέχη της, π.χ. η Λεόντειος Σχολή και το Αμερικάνικο Κολλέγιο.
Αυτές οι δύο υποομάδες, λοιπόν, παρότι εντάσσονται στην ίδια βιολογική γενιά, αντέδρασαν με διαφορετικό τρόπο στα πολιτικά ερεθίσματα που βρήκαν μπροστά τους. Όπως είναι φυσικό, τείνουν και να αυτοαναπαριστάνονται αλλιώτικα στις βιοαφηγήσεις τους σήμερα. Η γενιά του Ζ συχνά εκφράζει το παράπονο πως έχει επισκιαστεί σε επίπεδο μνήμης και δημόσιας ιστορίας από τη γενιά του Πολυτεχνείου. Ενώ ο κύκλος παράνομης δράσης στον οποίο η ίδια συμμετείχε δεν είχε απτά αποτελέσματα, μέλη της τονίζουν την καθοριστική συμβολική σημασία του στην ευαισθητοποίηση της επόμενης γενιάς μέσα από το παράδειγμά αλλά και τη μετάδοση της σκληρής εμπειρίας της.
Πως η «φιλελευθεροποίηση» , που επιχείρησε η Δικτατορία, επηρέασε το φοιτητικό κίνημα; Υπήρξε η θρυαλλίδα των κατοπινών εξελίξεων;
Η προσπάθεια της χούντας, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, να εισάγει ένα είδος «ελεγχόμενης φιλελευθεροποίησης» αποσκοπούσε στην ενίσχυση της λαϊκής υποστήριξης, στη σίγαση της κριτικής στο εξωτερικό και στην εξασφάλιση μακροζωίας για το καθεστώς, με δημοκρατικό πλέον προσωπείο. Η προσπάθειεα ομαλοποίησης είναι καθοριστικής σημασίας για την κατανόηση των νέων πολιτικών ευκαιριών που προσφέρθηκαν στους αντικαθεστωτικούς φοιτητές της δεύτερης γενιάς, καθώς αυτές αποδείχτηκαν σημαντικές όσον αφορά τις κοινωνικές κινητοποιήσεις. Η προληπτική λογοκρισία ειδικά εφαρμοζόταν μέχρι το 1969 και κανένα έντυπο δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει χωρίς την έγκριση της Υπηρεσίας Λογοκρισίας. Αυτό δημιουργούσε ένα κενό στους εναλλακτικούς διαύλους πληροφόρησης και πνευματικής καλλιέργειας, καθώς τα παράνομα έντυπα επιφορτίστηκαν με το βαρύ έργο να εκφράσουν την πολιτική αντίθεση. Αναπόφευκτα, μόλις το καθεστώς επέτρεψε ως ένα βαθμό την περιορισμένη ελευθερία της έκφρασης, ορισμένα τμήματα του τύπου άρχισαν να διατυπώνουν μια ήπια κριτική στον τρόπο διακυβέρνησης σπάζοντας το κυβερνητικό «μονοπώλιο πληροφορίας». Ο ημερήσιος και ο περιοδικός τύπος συνέβαλε καθοριστικά στη διάδοση της πληροφορίας και στη συνειδητοποίηση της πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα επί Χούντας. Εφόσον κάλυπτε εκτενώς την ακροαματική διαδικασία των στρατοδικείων και δημοσίευε τα πλήρη πρακτικά των δικών, έδινε στους φοιτητές της δευτερης γενιας την ευκαιρία να μάθουν για τις αντιστασιακές προσπάθειες. Οι απολογίες πρόσφεραν στους κατηγορούμενους τη δυνατότητα να υπερασπιστούν τις πράξεις τους καταδικάζοντας το καθεστώς και αναφέροντας ότι είχαν υποστεί βασανιστήρια. Ο τύπος πρόσφερε επίσης λεπτομερή, και πολλές φορές προκλητική, πλήρη κάλυψη των φοιτητικών κινητοποιήσεων. Άλλο τυπικό στοιχείο των εφημερίδων της εποχής ήταν πως παρουσίαζαν τις φοιτητικές ταραχές σε άλλες χώρες με πηχιαίους τίτλους, εκτενές φωτογραφικό υλικό και άμεσους υπαινιγμούς για την ελληνική κατάσταση, με τίτλους όπως «Νέες συγκρούσεις φοιτητών-αστυνομίας» ή «Η εξέγερσις των φοιτητών εξαπλούται», και θα πρόσθετε με μικρά γραμματάκια από κάτω «στην Ισπανία» ή «εις όλον τον κόσμον».
Η άρση της προληπτικής λογοκρισίας επέτρεψε και την εισαγωγή πολύτιμων πολιτισμικών ερεθισμάτων, παρόμοιων με αυτά στη Γαλλία, την Ιταλία και τη Γερμανία. Από τα τέλη του 1970 μέχρι τα τέλη του 1971 άνοιξαν 150 νέοι εκδοτικοί οίκοι, και τυπώθηκαν 2.000 νέοι τίτλοι. Η υπερπαραγωγή εκδόσεων είχε ως στόχο να ενθαρρύνει την κριτική σκέψη των νεαρών αναγνωστών, βοηθώντας τους να κατανοήσουν την υφιστάμενη πραγματικότητα. Χρειάζονταν βιβλία που θα πρότειναν μια «πρακτική προσέγγιση» ή έναν τρόπο διαφυγής από το πολιτικό αδιέξοδο. Ο Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν και ο Καρλ Μαρξ, μαζί με τον Μιχαήλ Μπακούνιν, τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Γκιόργκι Λούκατς εμφανίστηκαν στις προθήκες των βιβλιοπωλείων.
Το άλλο στοιχείο ήταν η επαναφορά του δικαιώματος του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι που παραχώρησε ζωτικό χώρο δράσης στο αναπτυσσόμενο φοιτητικό κίνημα, με τη δημιουργία της «Ελληνοευρωπαϊκής Κίνησης Νέων» (ΕΚΙΝ) που έγινε σημείο αναφορά και ζυμώσεων αλλά και των λεγόμενων τοπικών συλλόγων, που λειτούργησαν ως χώροι κινητοποίησης και επώασης ριζοσπαστισμού.
Ποια ήταν η σχέση της εμπειρίας της συμμετοχής στο αντιδικτατορικό κίνημα και του αστικό χώρου; Ειδικότερα, πως επηρεάζει έναν φοιτητή, που συμμετέχει στον αντιδικτατορικό αγώνα, το αν μένει στην Αθήνα ή στη Θεσσαλονίκη;
Ο αστικός χώρος πάντα διαμορφώνει τις συνθήκες εξέλιξης της κινηματικής δράσης,λόγω της δομής της πόλης – που ενίοτε ευνοεί ή δυσχεραίνει τις κινητοποιήσεις, παρέχει διεξόδους διαφυγής σε περιπτώσεις αστυνομικής καταστολής κτλ. Βασικό ρόλο παίζει φυσικά το ίδιο το πανεπιστήμιο, ο χώρος του, η τοποθεσία στην οποία βρίσκεται – κατά πόσο είναι ενταγμένο στον κεντρικό αστικό ιστό, ή εκτός πόλης κτλ. Στην περίπτωση της Αθήνας για παράδειγμα έπαιξε κεντρικό ρόλο το γεγονός πως και η Νομική και το Πολυτεχνείο βρίσκονται στον πυρήνα του κέντρου της πόλης. Ήταν αδύνατον να λάβει χώρα η κατάληψη της Νομικής στη Σόλωνος ή του Πολυτεχνείου στην Πατησίων χωρίς να γίνουν άμεσα αντιληπτές από χιλιάδες κόσμου. Ένα κεντρικό στοιχείο στο αφήγημα του βιβλίου έχει να κάνει με την κοινωνικοποίηση που αναπτύχθηκε και στους χώρους αναψυχής – εδώ κάνω λόγο για την σημασία, των μπουάτ αρχικά, της ταβέρνας αργότερα, που έπαιξαν τεράστιο ρόλο για την αλληλοαναγνώριση των μελών του κινήματος, της σύναψης φιλικών και ερωτικών σχέσεων και μέσα από την οποία, εν τέλει, σφυρηλατήθηκε η ενότητα του κινήματος. Και πάλι λοιπόν ο αστικός χώρος έπαιξε ένα κεντρικό ρόλο. Τέλος,ένα βασικό ζήτημα έχει να κάνει με την ίδια την κουλτούρα των πόλεων και το γεγονός πως η Θεσσαλονίκη – η λεγόμενη και «τραμπουκομάνα» – είχε γίνει μια συντηρητική και αστυνομοκρατούμενη πόλη, με έντονο παρελθόν πολιτικών δολοφονιών και ένα εκτεταμένο δίκτυο χαφιέδων και παρακρατικών που δυσχέραινε εξαιρετικά την όποια ανάληψη δράσης.
Τέλος, θα ήθελα, να σας θέσω μια πιο γενική ερώτηση: Ποία η σύνδεση του Πολυτεχνείου το ’73 με τα διεθνή κινήματα, κυρίως το ’68, ή τις διεθνείς εξελίξεις, όπως οι αναφορές στον Αλιέντε. Ήταν οι Έλληνες φοιτητές, τα «Παιδιά του Μαρξ και της Κόκα-Κόλα;»
Μέσα από τον εκδοτικό οργασμό, στον οποίο αναφέρθηκα, έχουμε τη δημιουργία μιας θεωρητικής εργαλειοθήκης για το φοιτητικό ξεσηκωμό που είχε ως σημείο αναφορά το 68. Μια πλειάδα «αιρετικών» διανοητών με τα κριτήρια της παλιάς αριστεράς, όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Ρεζίς Ντεμπρέ, ο Γκυ Ντε Μπωρ και ο Χέρμπερτ Μαρκούζε – όλοι διανοητές που συνδιαμόρφωσαν με την σκέψη τους το 68, συγκαταλέγονταν στους πιο πολυμεταφρασμένους συγγραφείς στην Ελλάδα της εποχής. Τα έργα τους, που αμφισβητούσαν την ορθόδοξη μαρξιστική προσέγγιση, έγιναν δημοφιλή στη Νέα Αριστερά και αποτέλεσαν πνευματικό ορόσημο για πολλούς φοιτητές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι και ο συλλογικός τόμος Φοιτητική δύναμη (1973). Σύμφωνα με όσα λέγονται στην εισαγωγή του, «οι φοιτητές αρνούνται σήμερα να περιμένουν μια από τα έξω σωτηρία από την κατάστασή τους» και άρα παιρνουν κατά κάποιο τρόπο τα πράγματα στα χέρια τους.Το ίδιο βέβαια συμβαίνει και μέσα από το πολιτικό σινεμά που μεταλαμπαδεύει την ριζοσπαστική εμπειρία του 68 μέσα από ταινίες ορόσημα, όπως οι «Φράουλες και Αίμα», για την κατάληψη του αμερικανικού πανεπιστήμια Κολούμπια. Βασικό ρόλο επίσης έπαιξαν τα φοιτητικά δίκτυα και το γεγονός πως ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων φοιτητών στο Παρίσι, στη Ρώμη και το Δ.Βερολίνο πηγαινοερχόταν μεταφέροντας την εμπειρία του από τα εκεί κινήματα.
Τέλος, ναι, εν μέρει ήταν τα «παιδιά του Μαρξ και της Κοκα-Κολα» στην Ελλάδα. Οι βασικοί πομποί της μαζικής κουλτούρας στο δυτικό κόσμο, δηλαδή οι τηλεοράσεις και τα πικάπ, έγιναν τυπικά καταναλωτικά αγαθά κάτα τη διάρκεια της δικτατορίας. Ενώ στα τέλη της δεκαετίας του 1960 η τηλεόραση παρέμενε πολυτέλεια, μία μόλις πενταετία αργότερα περίπου αποτελούσε τυπικό εξοπλισμό στα μισά νοικοκυριά της Ελλάδας. Σε μια συνέντευξή του το 1970 ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο κατ’εξοχήν ψυχογράφος της ελληνικής κοινωνίας, περιέγραψε τις ραγδαίες αλλαγές που επήλθαν στη μαζική κατανάλωση μετά την επιβολή της Δικτατορίας: «Έχω επτά χρόνια που έφυγα από τη Θεσσαλονίκη. […] Την τελευταία φορά που ανέβηκα, μου έκανε μεγάλη εντύπωση η αλλαγή. Ένα σωρό πράγματα, που ήταν απρόσιτα στις χαμηλότερες τάξεις, τώρα έχουν μπει παντού. Τα βρίσκεις και πουλιούνται σε κάθε γωνιά. Υπάρχουν σε ένα σωρό σπίτια: Ψυγεία, τηλεοράσεις, κουζίνες. Άσε πια τι γίνεται από πολυκατοικίες. Και όλο και πληθαίνουν οι νέοι με τα μακριά μαλλιά, που ντύνονται στην αμερικάνικη αγορά». Η ταχύτατη αύξηση της μαζικής κατανάλωσης υπήρξε ως ένα βαθμό αποτέλεσμα της εκρηκτικά αναπτυσσόμενης οικονομίας των πρώτων ετών της Δικτατορίας, αλλά και της τάσης των Δικτατόρων να εξαγοράζουν την πολιτική αντίθεση στο καθεστώς με αυξήσεις των κρατικών επιδομάτων και βοηθημάτων – να το θυμηθουμε και αυτο. Είναι μέσα στη Χούντα που φτάνει στην Ελλάδα και αυτό το εμβληματικό καταναλωτικό προϊόν, η Κόκα Κόλα – μέσα από συμφωνίες ανάμεσα στο καθεςτώς και τον μεγιστάνα της εποχής Τομ Πάπας. Παρά λοιπόν την ύπαρξη του δικτατορικού καθεστώτος –ή ίσως κι εξαιτίας του–, οι φοιτητές και οι φοιτήτριες μέσα στη χούντα που είχαν αριστερές και μαρξιστικά ανησυχίες, είχαν και μια έντονη επαφή με τον καταναλωτισμό. Άρα έχουμε αυτή την ιδιάζουσα σύζευξη που αναφέρει ο Γκοντάρ στην εμβληματική του ταινία «Αρσενικό-Θηλυκό» (1966), ανάμεσα στον Μαρξ, την Κόκα-Κόλα, αλλά και τη Χούντα των Συνταγματαρχών, όσο περίεργο κι αν ακούγεται.
Ο Κωστής Κορνέτης σπούδασε ιστορία και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Ludwig Maximilian’s του Μονάχου και War Studies και Modern Greek Studies στο Πανεπιστήμιο King’s College του Λονδίνου. Έκανε το μάστερ του πάνω στη σύγχρονη ιστορία στο University College του Λονδίνου και εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στο τμήμα Ιστορίας και Πολιτισμού του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου της Φλωρεντίας, με θέμα το φοιτητικό κίνημα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών.Έχει διατελέσει υπότροφος της ισπανικής κυβέρνησης στη Μαδρίτη, επισκέπτης ερευνητής στη Σορβόννη και Visiting Global Scholar στο New York University, όπου παρακολούθησε μαθήματα Film Studies με έμφαση στο ντοκιμαντέρ. Από το 2007 εργάστηκε ως επισκέπτης επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου Brown των ΗΠΑ. Άρθρα του σχετικά με τη σύγχρονη κοινωνική και πολιτισμική ιστορία έχουν δημοσιευτεί σε επιστημονικά περιοδικά της Ελλάδας και του εξωτερικού. Το βιβλίο του «Τα παιδία της δικτατορίας» απέσπασε το βραβείο «Edmund Keeley» το 2015. Αυτή τη περίοδο εργάζεται στο Πανεπιστήμιο της Carlos III της Μαδρίτης.