Μαρία Καζαντζίδου (ΙΑΠΕ): Ο αφανισμός του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης
Συνέντευξη στους Χαράλαμπο Γάππα και Δημήτρη Μητσόπουλο
Κυρία Καζαντζίδου, στο πλαίσιο του συνεδρίου για τον ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης θα μπορούσατε να μας περιγράψετε τη κοινωνική διάρθρωση των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και κάποιους σταθμούς της ιστορίας, από το 1924 έως το 1964;
Σύμφωνα με τη πρώτη επίσημη απογραφή του 1927, στην Τουρκία ζούσανε 199.822 ελληνόφωνοι χριστιανοί ορθόδοξοι, εκ των οποίων οι 7.000 ήταν κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου και οι 15.666 ήταν Έλληνες υπήκοοι, που είχαν μεταναστεύσει στο παρελθόν από περιοχές της Ηπείρου της Στερεάς Ελλάδας και του Μωριά,για επαγγελματικούς και οικονομικούς λόγους. Οι 15.000 ζούσαν υπό το καθεστώς των εταμπλί ενώ οι 7.000 ήταν Ίμβριοι και Τενέδιοι. Οι υπόλοιποι ήταν Χριστιανοί ορθόδοξοι αλλά τούρκοι υπήκοοι. Το 1930 ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Μουσταφά Κεμάλ υπογράψανε το Σύμφωνο Ειρήνης και Φιλίας όπως ξέρουμε σύμφωνα με το οποίο, μπορούσανε και οι Έλληνες υπήκοοι να ζουν στη Τουρκία, πάντοτε υπό το καθεστώς των εταμπλί. Ωστόσο, εξετάζοντας την πορεία των ελληνορθόδοξων που ζούσαν στη Τουρκία, η περίοδος μετά το Σύμφωνο Φιλίας μόνο ειρηνική και φιλική προς τους Έλληνες δεν υπήρξε
Το τουρκικό κράτος στη προσπάθεια του να αποδυναμώσει το ελληνορθόδοξο στοιχείο κατά περιόδους έπαιρνε μέτρα, νομοθετούσε και έθετε περιορισμούς έτσι ώστε βαθμιαία να αποδυναμωθεί σιγά-σιγά το ελληνορθόδοξο στοιχείο. Υπάρχουν κάποιοι σταθμοί που δείχνουν τη βαθμιαία αποδυνάμωσή του. Ο πρώτος σταθμός είναι το 1932 με το Νόμο Περί Επαγγελμάτων. σύμφωνα με αυτόν απαγορεύονταν στους Έλληνες υπηκόους η άσκηση 20 επαγγελμάτων. Δεν αφορούσε εξειδικευμένα επαγγέλματα, αλλά αυτά που ασκούσε η μεσαία τάξη, όπως οι φωτογράφοι, κουρείς, ξεναγοί, πλανόδιοι πωλητές, κατασκευαστές ενδυμάτων, υποδημάτων, καπελών, εργαζόμενοι στην εστίαση ή στη βιομηχανία την ξυλουργεία τις οικοδομές κ.ά. Αυτό το μέτρο έπληξε περίπου 12.000 Έλληνες υπηκόους, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Τουρκία, μη έχοντας κάποιο επάγγελμα να ασκήσουν. Στη συνέχεια με τον Β΄ Π. Π το τουρκικό κράτος επιστράτευσε μη μουσουλμάνους (Εβραίους, Αρμένιους, Ελληνορθόδοξους) και έστειλε τους μεν μεγαλύτερους σε στρατόπεδα στα βάθη της Ανατολής, τους δε νεότερους σε περιοχές της Ανατολικής Θράκης. Επίσημα δεν είναι γνωστός ο λόγος της επιστράτευσης, αυτοί οι άνθρωποι έζησαν για 14 μήνες σε στρατόπεδα, κάνοντας καταναγκαστικά έργα, υπό άθλιες συνθήκες διαβίωσης, ενώ 2.000 έχασαν τη ζωή τους στα τάγματα εργασίας και αρκετοί πέθαναν, μετά την επιστροφή στις εστίες τους, λόγω της ταλαιπωρίας, που είχαν υποστεί.
Ένα ακόμη μέτρο, που έπληξε τους μη μουσουλμάνους, είναι το «βαρλίκ Βεργκισί», δηλαδή ο φόρος ευμάρειας ή περιουσίας, που αρχικά (1942) θεσπίστηκε για όλο τον πληθυσμό, αλλά τελικά εφαρμόστηκε μόνο στους μη μουσουλμάνους. Οι διαμαρτυρίες όμως της γαλλικής, της γερμανικής και της ιταλικής κοινότητας μέσω των πρεσβειών τους διαμαρτυρήθηκαν έντονα και πέτυχαν την εξαίρεση τους, από το φόρο αυτό. Τελικά ο φόρος αυτός έπληξε μόνο τους ελληνορθόδοξους, τους Εβραίους και τους Αρμένιους. O οφειλέτης έπρεπε μέσα σε 10 μέρες -και σε ορισμένες περιπτώσεις δίνονταν παράταση 5 ημερών- να πληρώσει το χρέος του. Σε περίπτωση μη πληρωμής εκποιούνταν η περιουσία του και αν και η εκποιημένη περιουσία του πάλι δεν επαρκούσε στο να «καλύψει» την οφειλή του, οδηγούταν σε εξορία στη «Σιβηρία» της Ανατολής στο Άσκαλε και το Κοπ Νταγί σε τάγματα εργασίας, με σκοπό να αποπληρώσει έτσι την οφειλή του προς 100 γρόσια τη μέρα. Συνολικά εξορίστηκαν 2.500 άτομα από τα οποία τα 25 έχασαν τη ζωή τους στην εξορία.
Μετά το πόλεμο πως είναι η ζωή των Ρωμιών και τι προβλήματα αντιμετώπιζαν;
Οι Ρωμιοί της Κωνσταντινούπολης ανήκαν στη μεσαία τάξη, ενώ ασχολούνταν με το εμπόριο και πολλοί ήταν ελεύθεροι επαγγελματίες, αποτελώντας ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της τουρκικής οικονομίας.

Η μελανότερη σελίδα για τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης γράφτηκε το Σεπτέμβρη του 1955, στις 6 προς 7 Σεπτεμβρίου. Κατά τη διάρκεια των ημερών αυτών έφτασαν στη Κωνσταντινούπολη φορτηγά από άλλες περιοχές της Τουρκίας στη Κωνσταντινούπολη, μεταφέροντας άτομα, ενώ ο δήμος τους εφοδίαζε με τσεκούρια, ρόπαλα και βαριοπούλες ενθαρρύνοντας τον όχλο αυτό να προβεί σε ξυλοδαρμούς κατά Ελλήνων και σε λεηλασίες και καταστροφές των επιχειρήσεων τους, των κατοικιών τους, των εκκλησιών. Αφορμή υπήρξε μια εμπρηστική ενέργεια στη Θεσσαλονίκη κατά του Τουρκικού Προξενείου, γεγονός που προκάλεσε ζημίες στο σπίτι του Μουσταφά Κεμάλ. . Σήμερα γνωρίζουμε όμως πως αυτό υπήρξε αφορμή και πως δράστης ήταν ένας φοιτητής από τη Κομοτηνή, ο Οκτάϊ Εγκίν, που ζούσε στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια στην Τουρκία απέκτησε και πολιτικά αξιώματα. Αρχειακές έρευνες από τους εκεί ερευνητές αποκαλύπτουν πως η όλη «επιχείρηση» οργανώθηκε από την Υπηρεσία Ανορθόδοξου Καθοριστική τομή υπήρξαν οι απελάσεις του 1964 όταν ο Ισμέτ Ινονού κατήγγειλε μονομερώς τη Συμβαση του 1930.
Οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης χαρακτηρίζονταν επιζήμιοι, επικίνδυνοι και ανεπιθύμητοι για το τουρκικό κράτος, με την κατηγορία ότι ασκούν εγκληματικές ενέργειες, όπως κατασκοπεία, πορνεία , διακίνηση ναρκωτικών και άλλες εγκληματικές πράξεις και έπρεπε να εγκαταλείψουν τη χώρα. Από το μέτρο αυτό επλήγησαν περίπου 12.500 Έλληνες, αλλά η φυγή Ελλήνων ξεπέρασε σε αριθμό τις 30.000 καθώς οι οικογένειες ήταν μεικτές και μπορούσε το ένα μέλος να έχει τούρκικη υπηκοότητα και τα υπόλοιπα ελληνική ή αντίστροφα. Συνολικά, ο ελληνικός πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης, μέσα σε 12 μήνες, μειώθηκε από 90.000 στις 30.000.
Η διαδικασία ήταν πολύ σύντομη και οδυνηρή. Έπρεπε να εγκαταλείψουν τη χώρα μέσα σε λίγα 24ωρα , ενώ το πληροφορούνταν από τις εφημερίδες ή την αστυνομία. Επιτάχθηκαν τα περιουσιακά τους στοιχεία, κινητά και ακίνητα, ενώ μπορούσαν να πάρουν μαζί τους μόνο μια βαλίτσα 20 κιλών και ένα ποσό, που αντιστοιχούσε στα 20 δολάρια. Αφού του ανακοινωνόταν η απέλαση του και από εκεί οδηγούνταν στο 4ο αστυνομικό τμήμα, υπέγραφε ένα έγγραφο, το οποίο δεν μπορούσε να διαβάσει, σύμφωνα με το οποίο ασκούσε εγκληματικές ενέργειες. Σε περίπτωση άρνησης του να υπογράψει οδηγούνταν στην απομόνωση, μέχρι να υπογράψει. Βέβαια, ήδη από το ’55 και μετά, πέρα από το επίσημο κράτος, υπήρξε μια συντονισμένη προσπάθεια για να συνδεθεί ο ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης με τα γεγονότα στη Κύπρο. Οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν τον αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α κατά των Ρωμιών, ενώ υπήρχε και ένα κίνημα «Πολίτη, μίλα τουρκικά!», που ανάγκαζε τους Ρωμίους της Πόλης να μιλάνε χαμηλόφωνα ή δεν μιλούσαν ελληνικά. Παράλληλα, φοιτητικές εθνικιστικές ομοσπονδίες προχώρησαν σε ανθελληνικές ενέργειες οικονομικού αποκλεισμού, τοιχοκολλώντας πινακίδες , που έγραφαν: «Πολίτη, μην ψωνίζεις από αυτό το κατάστημα, γιατί ο ιδιοκτήτης του είναι Έλληνας και κάθε γρόσι που του δίνεις γίνεται σφαίρα, για τον Έλληνα αδερφό μας στη Κύπρο». Κανένας δεν συνελήφθη και κανένας δεν τιμωρήθηκε για αυτές τις ενέργειες.
Τα τελευταία χρόνια συλλέγονται μαρτυρίες Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Αυτές θα παρουσιαστούν στο συνέδριο, με κάποιο τρόπο;
Τα τελευταία χρόνια εκπονήσαμε ένα ερευνητικό πρόγραμμα με σκοπό τη συλλογή μαρτυριών και αρχειακού υλικού από Έλληνες της Κωνσταντινούπολης. Καταφέραμε να συγκεντρώσουμε 70 μαρτυρίες και πλούσιο φωτογραφικό και αρχειακό υλικό, που αποτυπώνει την ζωή τους στην Πόλη. Στο συνέδριο υπάρχουν εισηγήσεις, που βασική πηγή άντλησης πληροφοριών είναι οι προφορικές μαρτυρίες, όπως αυτή της κα Αικατερίνης Πλίασα,¨Η τελευταία άλωση¨: Τα Σεπτεμβριανά μέσα από τις προφορικές μαρτυρίες των Κωνσταντινουπολιτών, του κ. Γιώργου Μαυρουδή, ¨Με μια Βαλίτσα στο χέρι¨. Οι απελάσεις του 1964-65 μέσα από τις προφορικές μαρτυρίες των Κωνσταντινουπολιτών, της κα Ευδοκίας Σαρρίδου, Μνήμη και λήθη: ο ρόλος της συλλογικής μνήμης, των Μαρία Καζαντζίδου – Ελένη Ιωαννίδου, Οι Ρωμιοί απελαθέντες της Κωνσταντινούπολης στη Θεσσαλονίκη και της Μαρία Καζαντζίδου,Μια ομάδα, μία κληρονομία. Ο Πανθεσσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών (1926-1979) ως φορέας συλλογικής μνήμης και κοινωνικής καταξίωσης.
Η κα. Μαρία Καζαντζίδου αποφοίτησε από το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Από το 1999, εργάζεται στο Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού του Δήμου Καλαμαριάς ως ιστορικός. Στα πλαίσια αυτά δραστηριοποιείται στον ερευνητικό τομέα με τη συλλογή προφορικών μαρτυριών, αρχειακού και φωτογραφικού υλικού καθώς και την αξιοποίηση αρχειακών τεκμηρίων δημόσιων φορέων και ιδιωτικών συλλογών. Συμμετείχε στην έρευνα, αξιοποίηση και συγγραφή των ιστορικών φωτογραφικών λευκωμάτων: “Η Καλαμαριά Γράφει Ιστορία. 1940 – 1967 Από την Επιβίωση στη Δημιουργία” και “Μια ζωή Απόλλων Μορφωτικός Γυμναστικός Σύλλογος Ο Απόλλων 1926 – 2006”. Διοργανώνει και συμμετέχει εκ μέρους του Ι.Α.Π.Ε. σε συνέδρια, ημερίδες διαλέξεις, παρουσιάσεις βιβλίων και εκπαιδευτικά προγράμματα. Επίσης άρθρα της υπάρχουν δημοσιευμένα στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο. Τα επιστημονικά και ερευνητικά της ενδιαφέροντα σχετίζονται με την κοινωνική και πολιτισμική ιστορία του προσφυγικού ελληνισμού στο σύνολό του (Πόντο, Μικρά Ασία, Ανατολική Θράκη) τους Ελληνοκύπριους πρόσφυγες του 1974 και των Ρωμιών της Κωνσταντινούπολης κατά τον 20ο αιώνα καθώς και η αποκατάστασή τους στην Ελλάδα