Skip to main content

Πέτρος Παπαπολυβίου: Λύση του Κυπριακού δεν είναι η «όποια λύση»

Πέτρος Παπαπολυβίου: Λύση του Κυπριακού δεν είναι η «όποια λύση»

Κύριε Καθηγητά,  θα ήθελα να μας μιλήσετε για τον τελευταίο ενωτικό αγώνα των Κυπρίων και τις σύγχρονες προεκτάσεις του. Επίσης, θα θέλαμε να μας πείτε πώς ο αγώνας αυτός επηρεάζει τη κυπριακή κοινωνία και πολιτική ζωή;

Ουσιαστικά, ο ενωτικός αγώνας των Κυπρίων και η ένοπλη φάση του (1955-1959) αποτελεί την τελευταία νεοελληνική επανάσταση. Κατά την άποψή μου ήταν η κορύφωση του μαζικότερου αλυτρωτικού κινήματος της νεοελληνικής ιστορίας. Ήταν ένας αγώνας, ο οποίος  έγινε με πρωτοβουλία των Κυπρίων και  διεξήχθη αποκλειστικά από Κυπρίους αγωνιστές. Παράλληλα, θα πρέπει να τονίσουμε πως ο αγώνας αυτός πραγματοποιήθηκε σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες για την μητροπολιτική Ελλάδα, καθώς έλαβε χώρα κατά τα μεταπολεμικά και μετεμφυλιακά χρόνια. Μολαταύτα, κατάφερε και συνένωσε ψυχικά τους Έλληνες, που έβγαιναν από αυτή τη τραυματική δεκαετία.  Ο κυπριακός αγώνας κατάφερε να βγάλει για πρώτη φορά  τους Έλληνες στη μητροπολιτική Ελλάδα μαζικά στους δρόμους, για ένα στόχο, που αρχικά φαινόταν απλός και εύκολος, καθώς  το αίτημα απευθυνόταν σε μια παραδοσιακή σύμμαχο της Ελλάδος τη Μεγάλη Βρετανία, η οποία τόσο κατά τον 19ο αιώνα όσο και στους δύο αλλεπάλληλους παγκοσμίους πολέμους έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη πορεία της χώρας. 

Το αποτέλεσμα του αγώνα των Κυπρίων ήταν η ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Το γεγονός αυτό ήταν  μια θετική έκβαση για εμάς, τους Κυπρίους, καθώς  για πρώτη φορά μετά από αιώνες, η Κύπρος γινόταν ένα ανεξάρτητο κράτος. Ωστόσο, το νεοσύστατο κυπριακό κράτος ήταν δέσμιο, των συνθηκών εντός των οποίων γεννήθηκε και ενός πολύπλοκου συντάγματος, με περίπλοκους θεσμούς, όπως τελικά  αποδείχθηκαν και στην πράξη. Επίσης οι συνθήκες αυτές (Ζυρίχης- Λονδίνου) δεν οδήγησαν στην ένωση, που ήταν ο στόχος των Ελλήνων της Κύπρου, της πλειοψηφίας του νησιού.  Επιπλέον, θα πρέπει να τονίσουμε ότι το γεγονός, αυτό  δεν έγινε αμέσως κατανοητό και αποδεκτό. Ήταν το τέλος ενός αγώνα που διήρκησε δεκαετίες και δεν είναι εύκολο στην Iστορία απλώς να κλείνεις μια πόρτα ή ένα βιβλίο και να ξεκινάς το επόμενο. Αντίστοιχα, στην τουρκική κοινότητα, που αντιπροσώπευε το  18% του πληθυσμού, δόθηκαν ορισμένα υπέρ-προνόμια. Η ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας είχε τις δικές της επιδιώξεις, οι οποίες αρχικά ήταν  η ένταξη στη Τουρκία, στη συνέχεια ήταν η διχοτόμηση και τελικώς δειλά- δειλά  εμφανίστηκε η  λέξη «ομοσπονδία».

Στο πλαίσιο αυτών των συνθηκών η Κυπριακή Δημοκρατία άρχισε να κάνει τα πρώτα βήματά της. Ωστόσο,  εκείνα τα βήματα σταμάτησαν τον Δεκέμβρη του 1963.  Ο πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, που είχε ηγηθεί και του ενωτικού αγώνα (1955-1959), υπέβαλε τότε τα 13 σημεία για αναθεώρηση του Συντάγματος. Η πρόταση του Μακαρίου ήταν απολύτως λογική και είχε ως στόχο να θεραπεύσει κάποιες δυσλειτουργίες. Ωστόσο, η πρόταση αυτή δεν έγινε αποδεκτή από τη Τουρκία και τους Τουρκοκύπριους.  Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε ήταν μια δύσκολη εποχή για την Ελλάδα, καθώς η χώρα βρισκόταν σε προεκλογική περίοδο.  Η παραίτηση της Κυβέρνησης Καραμανλή και οι δύο διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις έφεραν στη Κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου την ίδια ώρα που η κατάσταση στη Κύπρο παρουσίαζε επιδείνωση και είχαν γίνει οι πρώτες συγκρούσεις. Στη συνέχεια, έγινε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου το 1967, που είναι μια καθοριστική τομή  στην ελληνική ιστορία αλλά είχε  και τραγικές συνέπειες για το Κυπριακό.

Τον Ιούλιο του 1974, η σοβούσα αντιπαράθεση μεταξύ Αθηνών και Λευκωσίας, η υπονόμευση  του Μακαρίου από το καθεστώς των Συνταγματαρχών και ιδιαίτερα την χούντα Ιωαννίδη οδήγησε το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου. Μόλις 5 ημέρες μετά, ξεκίνησε η τουρκική εισβολή στο νησί. Η περίοδος αυτή είναι εξαιρετικά σκοτεινή, καθώς δεν έχει μελετηθεί ακόμη από την ελληνική ιστοριογραφία. Επίσης θα πρέπει να τονίσουμε πως η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από τις τεράστιες ελλείψεις στις αρχειακές διαθεσιμότητες. Είναι κάτι τραγικό. Πρέπει να το λέμε, είναι τραγικό τα διπλωματικά αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών για την ιστορία του Κυπριακού να παραμένουν κλειστά για τους ερευνητές. Αυτό το πολύτιμο αρχειακό υλικό είναι απροσπέλαστο ακόμα και για τους φακέλους της δεκαετίας του 1950, πόσο μάλλον για τα γεγονότα του 1974 ή ακόμη για  εκείνα του 1967.

 Η Κύπρος από το 1974 είναι σε συνθήκες ημικατοχής. Οι επαρχίες της Αμμοχώστου, της Κερύνειας  και της Μόρφου βρίσκονται κάτω από τουρκική κατοχή.  Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια νέα προσφυγιά, δεκάδων χιλιάδων Κυπρίων, μπορούμε να μιλήσουμε για  μια νέα Μικρασιατική Καταστροφή. Ωστόσο, αντίθετα με τη Μικρασιατική Καταστροφή, που έκλεισε – όσο μπορούμε να πούμε πως έκλεισε τον κύκλο των ελληνοτουρκικών συγκρούσεων – με τη  Συνθήκης της Λοζάνης, το Κυπριακό παραμένει μια ανοικτή πληγή. Το Κυπριακό Ζήτημα πληγώνει όσους έχασαν ανθρώπους, περιουσίες, όσους έχουν αγνοούμενους,  όσους αντιλαμβάνονται τι χάθηκε στη Κύπρο το 1974. Εδώ και 42 χρόνια παρακολουθούμε τις ατέρμονες συζητήσεις και σχέδια για τη  λύση του προβλήματος, που να μην ξεχνάμε, είναι μια από τις τελευταίες «ουρές» του Ανατολικού ζητήματος.

 

Tο Κυπριακό σήμερα  διχάζει ή ενώνει την κυπριακή κοινωνία;

Κοιτάξτε, μόλις πριν 12 χρόνια έγινε ένα δημοψήφισμα, για το Σχέδιο Ανάν, όπου το 76% των Ελλήνων της Κύπρου το απέρριψε. Εκείνο το δημοψήφισμα συνεχίζει να διχάζει, με την έννοια ότι προκαλεί συζητήσεις. Δεν είμαστε σε περίοδο πολωτικού διχασμού, προφανώς όμως υπάρχουν διαφορετικές σχολές για την αντιμετώπιση και τη λύση του Κυπριακού ζητήματος. Θα προσέθετα πως κάτι ανάλογο συμβαίνει και με αυτούς που ασχολούνται με το ζήτημα στη μητροπολιτική Ελλάδα.

Κύριε Καθηγητά, παίρνοντας τη τελευταία σας φράση για τη μητροπολιτική Ελλάδα, εδώ και δεκαετίες οι Έλληνες πολιτικοί, κυρίως της συντηρητικής παράταξης, μιλούν για μια σειρά διαρκώς χαμένων ευκαιριών σχετικά με τη λύση του Κυπριακού. Ποια είναι η γνώμη σας; Ισχύει αυτή η άποψη ή είναι προσπάθεια των Ελλαδιτών να βρουν άλλοθι για όσα έγιναν στη Κύπρο;

Κατά την άποψη μου, η μόνη χαμένη ευκαιρία για την Κύπρο ήταν  το 1915, όταν η  κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη  απέρριψε την προσφορά της Κύπρου, από την Μ. Βρετανία. Μέχρι το 1960, ο εθνικός στόχος ήταν η ένωση της Κύπρου με την μητροπολιτική Ελλάδα, στις αρχές της αυτοδιάθεσης. Το Κυπριακό ήταν ένα ξεκάθαρο ζήτημα, το οποίο άρχισε να περιπλέκεται, όταν οι Βρετανοί δέχονται επίσημα τον Δεκέμβριο του 1956, τη «διπλή αυτοδιάθεση», με τις δηλώσεις τoυ Βρετανού υπουργού Lennox-Boyd, της κυβέρνησης Ήντεν. Ήταν μια μέθοδος που εφαρμόστηκε ήδη σε κάποιες αποικίες, αλλά στη περίπτωση της Κύπρου, η «μέθοδος» αυτή  άνοιξε το Κουτί της Πανδώρας. Το 18% του πληθυσμού  αποκτά δικαίωμα λόγου, που εξισώνεται, με αυτό που κατέχει και δικαιούται το 80%. Ουσιαστικά, αυτό το είδαμε και στην πράξη και το 2004, στο τελευταίο δημοψήφισμα. Αποδεχτήκαμε την πρακτική του. Από εκεί και πέρα, υπάρχει η λογική, που ορίζει πως κάθε σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού έχει  πρόνοιες, που είναι χειρότερες από το προηγούμενο. Αυτό οφείλεται και στο  γεγονός ότι λίγο πολύ επαναλαμβάνονται όλα τα σχέδια επίλυσης του Κυπριακού, από τη δεκαετία του ’50 μέχρι σήμερα.  Αν δει κανείς τα σχέδια λύσης, βρίσκει τεράστιες ομοιότητες, σε επίπεδα αντιγραφής. Οπότε, το «κάθε πέρσι και καλύτερα» μας κάνει  επιφυλακτικούς σε κάθε καινούρια πρόταση «λύσης», καθώς υπάρχει  η αγωνία, για το αύριο, ο φόβος και η αβεβαιότητα. Είμαστε καχύποπτοί τόσο για τα μικρά γράμματα, που εκεί κρύβεται ο διάβολος, όσο και για τις γενικές γραμμές, στην απόδοση ενός όσο το δυνατόν βιώσιμου και δημοκρατικού συντάγματος.

 

Θα ήθελα να πάμε λίγο στο τώρα. Κατά τη γνώμη σας θα βοηθήσει η λύση του Κυπριακού στην εμπέδωση της ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο;  Αντίστοιχα,  πιστεύετε ότι μια οποιαδήποτε λύση  θα εντείνει τις διαμάχες και θα πυροδοτήσει μια νέα κρίση στην πολύπαθη περιοχή; Επίσης, θα ήθελα να σας ρωτήσω αν επί του παρόντος θα ήταν προς όφελος τόσο της Ελλάδος όσο και της Κύπρου μια λύση του ζητήματος, λαμβάνοντας υπόψιν πως  η Κύπρος εξέρχεται, από μια μεγάλη οικονομική κρίση, ενώ η Ελλάδα είναι ακόμη βυθισμένη στη χειρότερη μεταπολεμική κρίση;

 Οπωσδήποτε η λύση του Κυπριακού  θα βοηθήσει στην οικοδόμηση ενός πλαισίου ασφαλείας στη περιοχή και αυτή την άποψη επαναλάμβανε, η ελληνική διανόηση στην Αθήνα τη δεκαετία του ’50, σε μια εποχή που οι δικοί μας διανοούμενοι, στη Κύπρο, ήταν πολύ λίγοι. Αν δει κανείς κείμενα Ελλαδιτών διανοούμενων, θα διαπιστώσει ότι έλεγαν αυτό ακριβώς που  είπατε στην ερώτηση σας δηλαδή ότι η λύση του Κυπριακού, με την ένωση στην Ελλάδα, θα φέρει τη σταθερότητα και θα βοηθήσει στην εμπέδωση της ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο. Ειδικότερα, θα βοηθήσει και στη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ωστόσο, θα πρέπει να τονίσουμε πως  το 1950 συζητούσαμε  για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα  ή τέλος πάντων την αυτοδιάθεση του κυπριακού λαού. Και βέβαια πάντοτε στην  τότε ελληνική σκέψη υπήρχε η διάθεση παραχώρησης ενός συνόλου εγγυήσεων ασφαλείας στη μειονότητα των Τούρκων Κυπρίων του 18%.

Σήμερα, είναι καίριο να δούμε τα επίθετα, που συνοδεύουν από το 1974 και μετά, τη λέξη «λύση». Ξεκινήσαμε με το «δίκαιη» και το «βιώσιμη» και έκτοτε καταλήξαμε στην οριστικοποίηση, του «μια λύση», δηλαδή την «όποια λύση». Αυτό είναι τραγικό. Τα τελευταία χρόνια έχει εισαχθεί η θεωρία του winwin, του «κερδίζουμε και εμείς, κερδίζουν και αυτοί», και το «κέρδος» πέφτει στο τραπέζι με τη μορφή εκατοντάδων εκατομμυρίων, είτε εξαιτίας του φυσικού αερίου, είτε εξαιτίας των αναμενόμενων επενδύσεων είτε εξαιτίας της σύνδεσης της ενιαίας Κύπρου  με τα κεφάλαια της αναδυόμενης τουρκικής αγοράς, δηλαδή της μητροπολιτικής Τουρκίας. Είναι ζητήματα, τα οποία θα αντιμετωπίσουμε. Βάσει των  συνομιλιών και όσων θα προκύψουν, θα κληθεί ο κυπριακός λαός να αποφασίσει. Βέβαια, με το καθεστώς Ερντογάν, τα τελευταία χρόνια, δεν είναι σίγουρο πού οδηγείται η Τουρκία. Και εδώ ας υπενθυμίσουμε μια εκπληκτική πρόνοια που συνόδευε το σχέδιο Ανάν, σε ένα από τα πρώτα άρθρα, που προέβλεπε πως  η «Νέα Κύπρος»  θα ήταν η πρώτη, που θα συνηγορούσε  στην ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε….

Αντίστοιχα, το 1959 οι συνθήκες ανεξαρτησίας ήταν απόλυτα συνυφασμένες με την εσαεί ελληνοτουρκική συνεννόηση (στα πλαίσια του ΝΑΤΟ). Δηλαδή, η Κύπρος ήταν ένας τομέας, που  διεξάγονταν δοκιμές και συνταγματικά πειράματα για την επιβίωση της ελληνοτουρκικής συνεργασίας.  Όλα αυτά ακούγονται πολύ «καλά» και «ρομαντικά» για την υπάρχουσα κατάσταση. Όμως, επειδή ακριβώς είναι ρομαντικές όλες αυτές οι θεωρίες, υπάρχουν πολλά ζητήματα που πρέπει πρώτα να επιλυθούν. Μην σκεφτόσαστε μόνο τις  περιουσίες, μόνο τις αποζημιώσεις, επειδή είναι μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ ή δολάρια. Τα μείζονα είναι το θέμα της ασφάλειας, είναι το θέμα της απόσυρσης του τουρκικού στρατού και των εποίκων, της συνύπαρξης με την Τουρκία, όπως είναι σήμερα.

 Κανένας Έλληνας της Κύπρου, είτε στις πολιτικές δυνάμεις, είτε στον απλό λαό δεν έχει να αντιπαραβάλει  οτιδήποτε με τον απλό Τούρκο της Κύπρου. Έχουν περάσει όμως 42 ολόκληρα χρόνια διαχωρισμού και παγίωσης αρκετών καταστάσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και σε αυτήν τη περίοδο, που ηγέτης της τουρκοκυπριακής κοινότητας είναι ο Μουσταφά Ακιντζί, ένας κατ’ εξοχήν μετριοπαθής πολιτικός, συνεχίζεται αμείωτη η προσπάθεια κατάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πρόσφατο παράδειγμα, αυτό που έγινε προχθές στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Μουσταφά Ακιντζί προσκλήθηκε από τον Ερντογάν, μυστικά από τον Πρόεδρο της Κύπρου, Νίκο Αναστασιάδη για να παρευρεθεί σε ένα δείπνο με αρχηγούς κρατών και την ηγεσία του ΟΗΕ.

Ο σκοπός του δείπνου αυτού και η μυστικότητα του, μας οδηγεί στο συμπέρασμα, πως η Τουρκία δίνει τη γραμμή στο Κυπριακό και ο Ακιντζί πήγε να πάρει οδηγίες;

Ο Ακιντζί πήγε όχι μόνο για να επιβεβαιώσει τη γραμμή,  αλλά και να νομιμοποιηθεί  η ύπαρξη του ψευδοκράτους, γεγονός που αντιβαίνει και παραβιάζει κατάφωρα την απόφαση του ΟΗΕ της 18ης Νοεμβρίου 1983.  Η τουρκική πλευρά συνεχίζει να υπονομεύει την Κυπριακή Δημοκρατία. Είναι ένα παράδειγμα των τεράστιων δυσκολιών που υπάρχουν, ακόμη και σε αυτές τις θεωρητικά «ιδανικές συνθήκες» και της έλλειψης εμπιστοσύνης. Είναι προφανές ότι αν η λεγόμενη «λύση» στηριχθεί σε τέτοιο υπόβαθρο, θα καταρρεύσει. Θα ήθελα να τονίσω, όμως, με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, ότι όλοι εμείς που καταγόμαστε από προσφυγικές οικογένειες, μας λείπει ο τόπος μας. Δεν ισχύει το ότι όσοι καταψήφισαν το 2004 το «Σχέδιο Ανάν», «δεν ήθελαν λύση». Δεν υπάρχει Κύπριος, που να μην θέλει τη λύση του Κυπριακού. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι θα δεχθούμε κάθε «λύση», η οποία με την πάροδο μηνών ή χρόνων, θα δημιουργήσει ένα νέο πρόβλημα  και θα  τρέχουμε κατόπιν εορτής  να βρούμε νέα «βιώσιμη» λύση.

Κύριε Καθηγητά η  κυπριακή διπλωματία τα έχει καταφέρει αρκετά καλά την τελευταία δεκαετία, από το 2004 μέχρι σήμερα, και έχει δημιουργήσει συμμάχους, τους οποίους δεν θα φανταζόμασταν πριν μερικά χρόνια. Ένας από τους βασικούς παράγοντες στη πολιτική της Ανατολικής Μεσογείου είναι το Ισραήλ και βλέπουμε ότι το Ισραήλ, υποστηρίζει σθεναρά τη Κύπρο. Πιστεύετε ότι το Ισραήλ είναι ένας σημαντικός σύμμαχος, ένα αντίβαρο, που ίσως αντισταθμίσει την απώλεια της Ελλάδος, η οποία βρίσκεται επί του παρόντος βρίσκεται σε δεινή θέση τόσο οικονομικά όσο και ως διεθνής παράγων. 

 Το πόσο σημαντικός σύμμαχος είναι το Ισραήλ θα το δείξει το μέλλον. Αλλά αυτό εξαρτάται και από τη δική μας πολιτική.  Η άποψή μου είναι ότι και για στρατηγικούς λόγους,  ο μόνος αξιόπιστος σύμμαχος  της Κύπρου είναι η Ελλάδα, σε όποια θέση και αν βρίσκεται η Αθήνα και η Λευκωσία. Όπως ξέρετε πολύ καλά ο  παραδοσιακός γεωστρατηγικός σύμμαχος, για την Ελλάδα και την Κύπρο ήταν ο αραβικός κόσμος, οι χώρες περιφερειακά της Κύπρου, η Αίγυπτος, η Συρία ακόμα και  η Λιβύη. Τα όσα εξελίσσονταν τα τελευταία χρόνια με την πολιτική του Ισραήλ και  της Ρωσίας δείχνουν πόσο σύνθετη πρέπει να είναι η ελληνική πολιτική στο Κυπριακό. Δυστυχώς, η  τουρκική επεκτατικότητα  είναι μια πραγματικότητα  είτε μας αρέσει να το ομολογούμε είτε όχι.  Τη σημασία του Ισραήλ για την Κύπρο την τονίζουν πολλοί ήδη από την δεκαετία του 1970. Προφανώς, σε αυτή την περίοδο το Ισραήλ διαπίστωσε ότι έπρεπε να αναπτύξει σχέσεις με νέους συμμάχους, μεταξύ αυτών και η Κύπρος. Το πώς θα το αξιοποιήσει αυτό η Ελλάδα και η Κύπρος θα το δούμε.

197
Ο Πέτρος Παπαπολυβίου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Κύπρου. Το πλήρες βιογραφικό  του κ. Παπαπολυβίου μπορείτε να το βρείτε  εδώ

Η συνέντευξη δόθηκε στον υπ. διδάκτορα Σύγχρονης Ιστορίας του Α.Π.Θ Νικόλαο Μισολίδη. 

Ευχαριστούμε θερμά τη Βιβλιοθήκη της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών για τη παραχώρηση του χώρου όπου πραγματοποιήθηκε  η συνέντευξη. 

Επιμέλεια – Απομαγνητοφώνηση: Δημήτρης Μητσόπουλος