Σπύρος Πλουμίδης: Από την Μικρασιατική καταστροφή, στον Αγροτισμό του Μεσοπολέμου
Η συνέντευξη δόθηκε στο μεταπτυχιακό φοιτητή του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας, του Α.Π.Θ, Χαράλαμπο Γάππα
Κατ’ αρχάς κύριε Καθηγητά θα ήθελα να μας μιλήσετε για το πώς εμφανίζονταν η προοπτική της διαχείρισης της Μικράς Ασίας, από τις ελληνικές κυβερνήσεις;
Η πολιτική διαχείριση ήταν κάτι το οποίο προέκυψε ως επιτακτική ανάγκη την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1914 όταν κατέφθασαν εσπευσμένα στην Ελλάδα 150.000 περίπου πρόσφυγες από τη δυτική Μικρά Ασία. Η απάντηση του Βενιζέλου σε αυτή τη κρίση, η πρώτη λύση που σκέφτηκε, ήταν η αμοιβαία ανταλλαγή ανθρώπων και κτημάτων, μεταξύ των Ελλήνων Ορθοδόξων της Μικράς Ασίας και συγκεκριμένα των αγροτικών πληθυσμών και των μουσουλμανικών πληθυσμών της ελληνικής Μακεδονίας και της ελληνικής Ηπείρου. Ο λόγος ήταν ότι η Ελλάδα εκείνη τη στιγμή, μέχρι το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου, δεν είχε, θεωρητικά, τις δυνατότητες να προχωρήσει σε πόλεμο με την Τουρκία, προκειμένου να την αναγκάσει να αποδεχτεί πίσω τους εκτοπισμένους ελληνικούς πληθυσμούς. Ο Α΄Π.Π, που προέκυψε, χρησιμοποιώντας μια «τραγικά ειρωνική έκφραση», ως «από μηχανής θεός», για την Ελλάδα, αποσόβησε, πρώτον ένα πόλεμο ρεβάνς της Τουρκίας εναντίον της Ελλάδας, καθώς στο Αιγαίο πλέον έπλεε αγγλικός στόλος, ενώ από τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς, η Βρετανία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία είναι εχθροί, ενώ παράλληλα προσφέρονταν η ευκαιρία η Ελλάδα, να εξέλθει στο πόλεμο και να συμμετάσχει πλάι σε Μεγάλους Συμμάχους, όπως η Βρετανία και η Γαλλία. Άλλωστε ο Βενιζέλος ήδη από τον Αύγουστο του ’14 πρότεινε την είσοδο της Ελλάδας στο πόλεμο, στο πλευρό της Ανταντ, πρόταση όμως που δεν έγινε αποδεκτή.
Σε αυτή την πρόταση επανήλθε ο Βενιζέλος τον Ιανουάριο του 1915 και μετά από συγκεκριμένη πρόταση του Foreign Office. Και στα 3 υπομνήματα του Βενιζέλου προς τον βασιλιά Κωνσταντίνο αιτιολογία είναι το ζήτημα της Μικράς Ασίας και της επιστροφής των προσφύγων στις εστίες τους καθώς και η ασφαλής τους παρουσία εκεί, με εγγυητή τον ελληνικό στρατό. Όταν χάθηκε αυτή η ευκαιρία, αυτή η μοναδική ευκαιρία, για τα χρονικά δεδομένα, από εκεί και πέρα το μικρασιατικό ζήτημα σημείωσε μια κάμψη μέχρι την επάνοδο του Βενιζέλου στην εξουσία το ’17. Οι προτάσεις των συμμάχων προς την Ελλάδα, για παραχώρηση εδαφικών εκτάσεων στη Δυτική Μικρά Ασία, επανήλθαν και πραγματώθηκαν με την αποβίβαση του ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη τον Μάιο του 1919. Η διαχείριση του Μικρασιατικού ζητήματος δεν έληξε όμως, καθώς είχε έντονη στρατιωτική όψη και η Ελλάδα δεν παρέμεινε ανενόχλητη στη ζώνη της Σμύρνης, αλλά αντιμετώπισε έντονη τουρκική αντίσταση, ήδη από το Σεπτέμβρη του ’19, με συνέπεια να εμπλακεί όλο και εντονότερα στο μέτωπο της Μικράς Ασίας. Το ζήτημα αυτό είχε δύο διαστάσεις, ως προς την διαχείριση του: την βενιζελική και την αντιβενιζελική. Ο Βενιζέλος έβλεπε ως μόνη λύση του ζητήματος την συμπαράταξη της Ελλάδας με τις Μεγάλες Δυνάμεις, ενώ οι αντίπαλοι του δεν αντιλαμβάνονταν το ζήτημα των Δυνάμεων, αλλά προέβαλαν την ανεξάρτητη Ελλάδα, που δια της λόγχης θα αντιμετωπίσει τους κεμαλικούς. Αποδείχθηκε ότι ο Βενιζέλος είχε δίκιο και ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να σηκώσει μόνη της το βάρος και ότι οι αντίπαλοι του δεν ήταν τόσο καλοί σε διπλωματία και διεθνείς σχέσεις. Η Καταστροφή θα οδηγήσει στη έξοδο του Μικρασιατικού ελληνισμού, ο οποίος πρίν τον πόλεμο αντιστοιχούσε στο ¼ του ελληνισμού στα Βαλκάνια και την Εγγύς Ανατολή. Περίπου ενάμιση εκατομμύριο πρόσφυγες θα φθάσουν τελικά στην Ελλάδα, και θα την μεταμορφώσουν πληθυσμιακά, οικονομικά και κοινωνικά.
Στον ελληνικό Μεσοπόλεμο εμφανίζεται ο επονομαζόμενος «αγροτικός εθνικισμός» ως μια νέα μορφή εθνικισμού. Θα μπορούσατε να μας τον περιγράψετε;
Ο αγροτικός εθνικισμός δεν απευθύνονταν στους πρόσφυγες και κακώς τους έχουμε τοποθετήσει ιστοριογραφικά σαν μια εντελώς ξεχωριστή και διακριτή πληθυσμιακή ομάδα, εντός της ελληνικής επικράτειας. Οι πρόσφυγες και οι φορείς υποδοχής, εξ’ αρχής επεδίωξαν την ταχεία κοινωνική, οικονομική και παραγωγική ενσωμάτωση. Ο γεωργικός εθνικισμός ήταν μια ιδεολογική τοποθέτηση κατ’ αρχάς απέναντι στην οικονομική αγροτική κρίση του 1924 και την κορύφωση της το 1928, που οδηγούσε τους αγρότες σε μαζική μετακίνηση, προς τα αστικά κέντρα. Στην Ελλάδα βέβαια όταν μιλάμε για πόλεις εννοούμε την Αθήνα, το Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη.
Για να ενισχυθεί το εισόδημα των αγροτών αλλά και να περιοριστεί το φαινόμενο της αστυφιλίας η Ελλάδα πήρε πολλά πρακτικά μέτρα, όπως η συγκέντρωση των σιτηρών, από το 1928, μέσω ενός κεντρικού φορέα και αφετέρου μέσω της προπαγάνδας, που σκοπό είχε να πείσει, με αφελή θα λέγαμε σήμερα τρόπο, τους αγρότες για την χρησιμότητα του επαγγέλματος τους καθώς και την ανάγκη να παραμείνουν στην γη τους και να την καλλιεργήσουν, ενώ στιγμάτιζαν αρνητικά τον αστικό τρόπο ζωής. Αυτός ο «αγροτισμός» που έλαβε ριζοσπαστικές μορφές κυρίως από το ’27 και μετά, όταν ελήφθησαν τα πρώτα μέτρα προστασίας των αγροτών, ενώ φορείς του είναι κυρίως οι γεωπόνοι και τα αγροτικά περιοδικά, που εξέδιδαν, όπως η «Αγροτική Ζωή», ο «Αγροτικός Ταχυδρόμος», τα Δελτία Τύπου του Υπουργείου Γεωργίας, της Ελληνικής Γεωργικής Εταιρείας και άλλα έντυπα μέσα της εποχής, όπως τα περιοδικά «Εργασία» και «Πολιτεία» , όπου εκεί βρίσκουμε πολλά άρθρα, που πέρα από το τεχνοκρατικό περιεχόμενο τους, βρίσκει κανείς και πολιτικό περιεχόμενο. Και όσο περνάει ο χρόνος, ο λόγος, γίνεται ακόμη πιο πολιτικός και ακόμη πιο εθνικιστικός, με έντονες αναφορές στο έθνος και το επάγγελμα του αγρότη ταυτίζεται με το λειτούργημα του στρατιώτη και η καλλιέργεια της γης με την άσκηση της εθνικής κυριαρχίας. Αυτός ο εθνικιστικός αγροτιστικός λόγος προβάλλεται έντονα και επίσημα με το καθεστώς Μεταξά. Το 1937 σε μια ομιλία του ο Κωνσταντίνος Νέβρος , εξ ονόματος του Υπουργού Γεωργίας, Γεωργίου Κυριακού, εντός της Ακαδημίας Αθηνών, υπάρχει ταύτιση αγροτών και έθνους. Οι αγρότες είναι ό, τι καλύτερο υπήρχε εντός της ελληνικής κοινωνίας. Από το 1936 έως το 1941 αυτή η εικόνα των αγροτών, ως φυλάκων των συνόρων, προβάλλεται μέσα από τις στήλες του «Νέου Κράτους», της «Νεολαίας» αλλά και όλων των έντυπων μέσων, του περιοδικού «Εργασία», του «Μέλλοντος». Ο γεωργικός εθνικισμός έτσι έλαβε μια πολύ επίσημη μορφή. Είναι δύσκολο κανείς να αποδείξει την δημοφιλία αυτής της ιδεολογίας, αλλά σίγουρα αυτή η φιλοαγροτική εκστρατεία σε συνδυασμό με πληθώρα μέτρων και το προπαγανδιστικό σκέλος είχε πρακτικό αποτέλεσμα καθώς το ρεύμα της αστυφιλίας αναχαιτίστηκε. Η έκρηξη του ρεύματος τη δεκαετία του ΄20, από την ύπαιθρο στις πόλεις, με 500.000 ανθρώπους, στη δεκαετία του ’30 μιλάμε για περίπου 200.000 ψυχές, δηλαδή λιγότερο από μισό. Άρα, σίγουρα υπάρχει αντίκρισμα σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες.
Τέλος, ποια η θέση των αγροτών στο καθεστώς Μεταξά;
Μεταπολεμικά, στην ιστοριογραφία απομονώσαμε τους πρόσφυγες και τους θεωρήσαμε κάτι εντελώς διακριτό και ξεχωριστό, κάτι που δεν ισχύει τόσο. Δεν είναι τόσο έντονες οι αναφορές σε αυτούς εκείνη τη περίοδο, και αυτό ισχύει και για το καθεστώς Μεταξά. Δεν υπήρξαν οπαδοί του Μεταξά, άλλωστε η συντριπτική πλειοψηφία ήταν βενιζελικοί, λάτρεις του Νικολάου Πλαστήρα. Σε κάθε προσφυγικό σπίτι δίπλα στη Παναγία υπήρχαν εικόνες του Πλαστήρα και του Βενιζέλου, γεγονός, που ισχύει και μεταπολεμικά. Δεν έτυχαν κάποιας ιδιαίτερης μεταχείρισης ή κάποιας διάκρισης. Μια διαπίστωση είναι ότι η αγροτική προπαγάνδα του Μεταξά είχε μεγαλύτερη απήχηση στην Πελοπόννησο, από ότι στις Νέες Χώρες. Δεν μπόρεσαν να δημιουργηθούν οι «Οίκοι του Αγρότου», που εφαρμόστηκαν πειραματικά μόνο στη Πελοπόννησο. Δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τους πρόσφυγες ως «πελατεία» του Ιωάννη Μετάξα ή ως εχθρούς του. Γενικά, δεν μπορούμε να διακρίνουμε τους πρόσφυγες από την υπόλοιπη ελληνική κοινωνία.
Ο Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης γεννήθηκε στα Ιωάννινα το 1974. Το 1996 αποφοίτησε από το Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Το 2000 έλαβε Master’s απότο School of Slavonic and East European Studies. Το 2004 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ από το Department of Byzantine and Modern Greek Studies του King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου.Το 2009 αναγορεύτηκε λέκτορας της Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας – Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από τον Μάρτιο του 2015 υπηρετεί ως Επίκουρος Καθηγητής της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.