Skip to main content

 Κωνσταντίνος Ι. Αιλιανός: Η συνύπαρξη της διπλωματικής εμπειρίας με την ιστορική αναζήτηση  είναι κάτι το οποίο δημιουργήθηκε μέσα μου αυτόνομα και αυτόματα.

 Κωνσταντίνος Ι. Αιλιανός

  “Η συνύπαρξη της διπλωματικής εμπειρίας με την ιστορική αναζήτηση     είναι κάτι το οποίο δημιουργήθηκε μέσα μου αυτόνομα και αυτόματα”.

 

 

Κύριε Πρέσβυ, κατ’ αρχάς να σας ευχαριστήσουμε για την συνέντευξη που μας παραχωρείτε. Θυμίζουμε, πως η επίσκεψή σας στην Θεσσαλονίκη σχετίζεται με την παρουσίαση του πρόσφατου βιβλίου σας στην Διεθνή Έκθεση βιβλίου.  Αντικείμενο της μελέτης σας αυτής είναι η παρουσίαση πρωτογενούς υλικού σχετικά με την αλληλογραφία του Βασιλέως Γεωργίου Α’ με τον Πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κουμουνδούρο το 1867. Θα θέλατε να μας μιλήσετε για το ιστορικό αυτής τις έκδοσης, να μας περιγράψετε το περιεχόμενο και να μας πείτε τί σας έκανε να ασχοληθείτε με αυτό το θέμα;

Πρώτα απ’ όλα θέλω να σας ευχαριστήσω για την ιδέα σας να παραχωρήσω αυτήν την συνέντευξη στο πλαίσιο της παρουσίασης του βιβλίου μου ‘’Ανέκδοτες επιστολές του 1867’’.Μπορώ να πω πως σαν ερευνητής ήμουν τυχερός, υπό την έννοια του ότι προσωπικός μου φίλος είχε στην κατοχή του  ένα τετράδιο, όπου ο γραμματέας του Βασιλέως είχε αντιγράψει όλα τα κείμενα, τα οποία έστειλε ο Γεώργιος Α’ στον Κουμουνδούρο, κατά την διάρκεια της επτάμηνης απουσίας του από την Αθήνα, από τον Απρίλιο μέχρι τον Νοέμβριο. Ουδείς γνωρίζει πώς αυτό το τετράδιο περιήλθε στην κατοχή του παππού του φίλου μου, Θανάση Παπαλεξανδρή. Σημασία όμως έχει ότι το βρήκε, το ανέσυρε, και με παρακάλεσε αν ήθελα να το μελετήσω, να το σχολιάσω και να το δημοσιεύσω. Είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό τεκμήριο, υπό την έννοια του ότι δεν είναι γνωστές άλλες συλλογές ιδιόγραφων κειμένων από τον αρχηγό του κράτους προς τον πρωθυπουργό, επιστολές που να αφορούν τις μύχιες σκέψεις του Βασιλέως, επιστολές που να αφορούν αποκλειστικά τον Κουμουνδούρο, ως πρωθυπουργό, και οι οποίες δεν είχαν βγει ποτέ στην δημοσιότητα. Είναι, επομένως, ένα σύνολο υλικού άγνωστο με ιδιαίτερη αξία. Μπορώ να πω πως με πολύ σεβασμό αντιμετώπισα το εγχείρημα αυτό. Με ενεθάρρυναν διάφοροι φίλοι ότι έπρεπε να το κάνω, και ως εκ τούτου προέκυψε το βιβλίο που παρουσιάζεται σήμερα.

 Αυτές οι τριάντα τέσσερις επιστολές που περιλαμβάνονται στο βιβλίο, δεν έχουν ως αποκλειστικό αποδέκτη τον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο, αλλά απευθύνονται και προς άλλα πρόσωπα. Αλλά αυτό κυρίως που ήθελα να ρωτήσω, είναι εάν και κατά πόσο μπορούμε να υποστηρίξουμε πως αυτές οι επιστολές αποτελούν μια αυτοτελή ενότητα, αν έχουν, δηλαδή, να επιδείξουν μια πληρότητα;

Ασφαλώς μπορούμε να πούμε πως οι επιστολές αυτές έχουν να επιδείξουν μια πληρότητα και μια σφαιρικότητα, υπό την έννοια ότι απουσίαζε από την Ελλάδα τότε ο Γεώργιος, και ενώ η Κρητική Επανάσταση βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Και  φυσικά ένα μεγάλο τμήμα των επιστολών αυτών ασχολείται με την προώθηση και την προβολή της Κρητικής Επανάστασης, των δικαίων του κρητικού λαού, των βασάνων των Κρητών από τις πολεμικές επιχειρήσεις των Τούρκων. Από εκεί και πέρα, όμως, υπάρχει και μια άλλη ενότητα. Αυτή αφορά την κριτική του Βασιλέως Γεωργίου προς την Συνθήκη του Φεσλάου τον Αύγουστο του 1867, μεταξύ Ελλάδος και Σερβίας. Πρόκειται για μια δεύτερη ενότητα, που μπορώ να πω πως έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, αφού αποτελεί κάτι που θα απασχολούσε στο μέλλον καίρια την εξωτερική πολιτική της Ελλάδος.

Το νέο βιβλίου του Κωνσταντίνου Αιλιανού » Οι Ανέκδοτες Επιστολές του 1967″ από τις εκδόσεις ΕΥΡΑΣΙΑ

 Η περίοδος αυτή στο αρχείο του υπουργείου των Εξωτερικών είναι πολύ αποσπασματική, επομένως οι συγκεκριμένες επιστολές μπορούμε να πούμε πως καλύπτουν ένα κενό που υπάρχει στο αρχείο της Κεντρικής Υπηρεσίας. Επιπρόσθετα, έρχονται να συμπληρώσουν άλλες πρωτογενείς πηγές, όπως, λόγου χάριν, το αρχείο του Χαριλάου Τρικούπη;

Αναμφισβήτητα, καθώς αυτές οι επιστολές εκφράζουν τις προσωπικές, τις μύχιες σκέψεις του Βασιλέως, με τρόπο που  δεν ξέρω αν θα μπορούσε να αποτυπωθεί σε δημόσια έγγραφα. Μας προσφέρουν, συνεπώς, στοιχεία, τα οποία θα ήταν μάλλον αδύνατον να βρούμε αλλού. Παρόλο που πρόκειται περί επιστολών του Βασιλέως και μόνον και δεν υπάρχουν οι απαντήσεις ή οι πρωτόλειες επιστολές του Κουμουνδούρου, στις οποίες απαντά ο Βασιλεύς, μπορεί κάποιος εμμέσως να αντιληφθεί τί του έγγραφε ο Κουμουνδούρος. Κάτι επίσης σημαντικό, είναι πως από την επιστολογραφία του Βασιλέως στο τελευταίο τμήμα, καταδεικνύεται σαφώς, σε τί οφείλεται η παραίτηση της κυβερνήσεως Κουμουνδούρου. Και είναι αυτό σημαντικό κατά την γνώμη μου, διότι πολλές εικασίες έχουν προβληθεί μέχρι στιγμής, και αυτές οι επιστολές φωτίζουν και διασαφηνίζουν το όλο ζήτημα.

 Ποιοι ήταν, λοιπόν, οι λόγοι της παραίτησης; 

Απ’ ότι προκύπτει ο Κουμουνδούρος, ένας ήπιος άνθρωπος, είχε αποδεχθεί ορισμένες από τις θέσεις του Βασιλέως, τις οποίες εν συνεχεία ορισμένα μέλη του υπουργικού συμβουλίου  υιοθέτησαν και τον πίεσαν να αλλάξει θέση, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να υποβάλει ο Κουμουνδούρος στον Βασιλέα την παραίτησή του. Εν αντιθέσει με το πώς παρουσιάζουν πολλά βιβλία ότι ο Βασιλέας απέλυσε τον Κουμουνδούρο, γίνεται σαφές ότι ο Κουμουνδούρος άλλαξε στάση κατόπιν πιέσεων από το μέλη του υπουργικού συμβουλίου να υπαναχωρήσει από αυτά που είχε δεχθεί και συμφωνήσει νωρίτερα με τον Βασιλέα.

 Επομένως δεν έχουμε να κάνουμε με μια πρόωρη έκφανση του ματαγενέστερου φαινομένου του εθνικού διχασμού. Δηλαδή, έναν πρωθυπουργό ο οποίος χαίρει μιας άνετης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, αφού τότε ο Κουμουνδούρος έχαιρε ευρείας κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας, και μετά από διάσταση απόψεων ανάμεσα στις δύο κορυφές της πολιτικής και πολιτειακής ιεραρχίας, διάχυση στης διχογνωμίας στο χώρο της πολιτικής.

Είμαστε μακράν τούτου. Δεν νομίζω πως ισχύει κάτι τέτοιο, διότι είναι ένα, μείζον μεν στοιχείο της εξωτερικής πολιτικής, ωστόσο βρέθηκε λύση αφού παρητήθη η κυβέρνηση και οδηγηθήκαμε σε εκλογές. Αλλά, θα πρέπει να πω ότι στην αρχή της θητείας της κυβερνήσεως Κουμουνδούρου, από το 1866 και στις αρχές του 1867, διαπιστώνουμε πως υπήρξε μια σύγκληση απόψεων ανάμεσα στον Βασιλέα και τον Κουμουνδούρο, μια σύγκληση απόψεων, η οποία διερράγη από την παρέμβαση ορισμένων μελών της κυβερνήσεως.

 Εμείς οι ιστορικοί έχουμε το πλεονέκτημά της χρονικής απόστασης από το αντικείμενο, το οποίο πραγματευόμαστε , γεγονός που μας επιτρέπει να  είμαστε αποστασιοποιημένοι από αυτό. Πάραυτα, θεωρούμε πως μας λείπει μια πολύ σημαντική διάσταση· η βιωματική εμπειρία. Όταν μελετά κανείς ένα ιστορικό φαινόμενο, βάσει πρωτογενούς κυρίως υλικού, πολλές φορές καλείται να προσπαθήσει να διαβάσει πίσω από τις γραμμές. Σε αυτήν την περίπτωση, η προσωπικότητα η ψυχολογία και η αντίληψη των λειτουργών της πολιτικής ενός κράτους, είναι πάρα πολύ σημαντική παράμετρος για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε στο πλαίσιο της έρευνάς μας τί ακριβώς συμβαίνει. Εσείς έτυχε να συνδυάσετε δύο ιδιότητες· εκείνη του διπλωμάτη που  ασκήσατε επί δεκαετίες, και εκείνη του ιστορικού ερευνητή. Σε τι ποσοστό πιστεύετε πως αυτές οι δύο ιδιότητες αλληλοσυμπληρώνονται και σας επιτρέπουν να κινηθείτε και στους δύο τομείς της ενασχόλησής σας;

Θα ήθελα να πω πως η συγκεκριμένη είναι μια πολύ εύστοχη παρατήρηση, στην οποία, όμως, αναλογεί μία δύσκολη απάντηση, υπό την έννοια του ότι μπήκα πολύ νωρίς στο διπλωματικό σώμα και πλάστηκα με αυτήν την έννοια της διπλωματίας. Ως εκ τούτου, η συνύπαρξη της διπλωματικής εμπειρίας με την ιστορική αναζήτηση είναι κάτι το οποίο κατά κάποιον τρόπο δημιουργήθηκε μέσα μου αυτόνομα και αυτόματα, και είναι πραγματική πρόκληση, καθώς κάποιες φορές, όταν μελετώ διπλωματικά έγγραφα με το βλέμμα ενός ιστορικού, προσπαθώ να δω τι κρύβεται από πίσω, και τι υπονοείται κάθε φορά. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται, αν θέλετε,  ένα μεθοδολογικό πλεονέκτημα αυτού του βιβλίου. Ότι, δηλαδή, τα όσα, γράφει ο Βασιλεύς προς τον πρωθυπουργό, είναι πολύ πιο ευθεία και ξεκάθαρα. Οπότε δεν χρειάζεται να κάτσεις να αναλύσεις τι είχε κατά νου όταν έγραφε αυτά που έγραφε, όπως πολύ συχνά συμβαίνει με τα διπλωματικά έγγραφα. Και για έναν ερευνητή έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να καταφέρει να αποκρυπτογραφήσει το πνεύμα του συντάκτη  του κάθε εγγράφου, για να καταλάβει τι θέλει να πει, συνάμα όμως, και τι θέλει να κρύψει. Πρόκειται για κάτι, το οποίο, σε εμένα, εφόσον το επισημαίνετε, μπορώ να πω πως λειτούργησε  έμφυτα, χάρη στην προϋπάρχουσα παιδεία μου ως διπλωμάτη.

 

Ο Κωνσταντίνος Ι. Αιλιανός είναι Πρέσβυς ε.τ. Διετέλεσε, μεταξύ άλλων, επικεφαλής των πρεσβειών του Νέου Δελχί, της Βαρσοβίας και της Βόννης, Υπηρεσιακός Γενικός Γραμματεύς του Υπουργείου Εξωτερικών (1999-2000), Γενικός Γραμματεύς της Προεδρίας της Δημοκρατίας (2000-2005), Γενικός Γραμματεύς του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως (2006-2007). Είναι πρόεδρος της “Εταιρίας Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας” και μέλος του ΔΣ του Οργανισμού Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.

Η συνέντευξη δόθηκε στον Καθηγητή Σύγχρονης Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, Γιάννη Μουρέλο, στις 14.05.2017