Αντώνης Κλάψης
Η Συνθήκη της Λωζάννης είναι αντίστροφη πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδέας
Πως προσέλαβε η ελληνική κοινωνία, τόσο ο λαός, όσο και ο πολιτικός κόσμος τη Συνθήκη της Λωζάννης(1923);
Η διαπραγμάτευση της Λωζάννης προέκυψε μετά από μια μεγάλη ελληνική ήττα στη Μικρά Ασία, η οποία συναρτάται με την εκδίωξη ενός τεράστιου αριθμού Ελλήνων της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης. Έτσι πάνω από 1.000.000 άνθρωποι ήρθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα. Κάποιοι εκδιωγμένοι άμεσα λόγω της Καταστροφής, κάποιοι αργότερα λόγω της ανταλλαγής των πληθυσμών.
Ο διακανονισμός της Λωζάννης έχει δυο σκέλη:
Το πρώτο σκέλος είναι η Σύμβαση περί Ανταλλαγής Πληθυσμών, που υπογράφεται πρώτη κατά σειρά στις 30 Ιανουαρίου του 1923, και το δεύτερο η Συνθήκη Ειρήνης, η οποία υπογράφεται στις 24 Ιουλίου 1923, άρα υπάρχει μια εξάμηνη διαφορά ανάμεσα στα δύο σκέλη. Ως προς το πρώτο, βασικοί ενδιαφερόμενοι ήταν όσοι είχαν καταστεί πρόσφυγες και οι ανταλλάξιμοι. Αλλά, στην Ελλάδα είχαν εισρεύσει ούτως ή άλλως μερικές εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες και η επικείμενη υπογραφή προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις στους κόλπους των προσφύγων. Ο Βενιζέλος, που ηγείτο της ελληνικής αντιπροσωπείας κατά τις εργασίες της Συνδιάσκεψης, λάμβανε επιστολές και ψηφίσματα από προσφυγικούς συλλόγους και οργανώσεις που του ζητούσαν να μην υπογράψει τη Σύμβαση Ανταλλαγής και να ζητήσει την επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους. Κάτι τέτοιο προφανώς δεν έγινε, διότι απλούστατα ήταν πρακτικά αδύνατο να γίνει. Η Σύμβαση τοποθετούσε ταφόπλακα στην προοπτική της επιστροφής των προσφύγων στον τόπο τους και άνοιγε την πόρτα για την μετακίνηση μερικών εκατοντάδων χιλιάδων ακόμη ανθρώπων. Σημειωτέον, κατ’ εφαρμογή της Σύμβασης μετακινήθηκαν ακόμη 180 χιλιάδες Έλληνες από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας, πιο συγκεκριμένα από περιοχές που δεν είχαν ενταχθεί στη ζώνη των πολεμικών επιχειρήσεων.

Οι πρόσφυγες εξέλαβαν τη Σύμβαση περί Ανταλλαγής ως πραγματική κατάρα. Στο εσωτερικό της χώρας όμως η Σύμβαση αυτή αφορούσε και ένα ακόμη κομμάτι Ελλήνων υπηκόων, που πέρα από το αν είχαν ελληνική εθνική συνείδηση κατοικούσαν στην Ελλάδα. Περίπου, 350.000 Έλληνες μουσουλμάνοι θα υπάγονταν στην Ανταλλαγή και προφανώς και αυτοί δεν είδαν θετικά την προοπτική εφαρμογής της Σύμβασης, και προσπάθησαν να πείσουν τις ελληνικές αρχές να μην την υπογράψουν. Υπάρχουν περιπτώσεις μουσουλμάνων που προσπάθησαν να πείσουν τις αρχές να τους εξαιρέσουν της Ανταλλαγής ή και άλλοι που θέλησαν να βαπτιστούν χριστιανοί προκειμένου να μην εγκαταλείψουν την ελληνική επικράτεια. Όπως γνωρίζετε, ούτε και αυτό κατέστη δυνατόν.
Στο δεύτερο σκέλος τώρα, τη Συνθήκη του Ιουλίου, αυτή αφ’ ενός έβαζε τέλος στον ελληνοτουρκικό πόλεμο, αλλά παράλληλα ήταν και ταφόπλακα της Μεγάλης Ιδέας. Ωστόσο, η υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης έγινε δεκτή, εν πολλοίς με ανακούφιση, από μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης, γιατί χάρη σε αυτήν, έκλεινε μια μεγάλη εκκρεμότητα, με έναν μάλλον έντιμο τρόπο. Οι Έλληνες πολύ γρήγορα συμβιβάστηκαν με την ιδέα της ήττας, και την ιδέα του τέλους της Μεγάλης Ιδέας, παρόλο που γενεές επί γενεών είχαν γαλουχηθεί με αυτό το όραμα. Βέβαια, υπήρξαν κάποιοι που είδαν τη Συνθήκη σχεδόν ως προδοσία, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Θεόδωρο Πάγκαλο. Ενός επιφανούς στελέχους της ‘’Επαναστατικής’’ κυβέρνησης που είχε προκύψει από το κίνημα του στρατού και του στόλου, ο οποίος χαρακτήρισε την Συνθήκη, «Ανταλκίδειο Ειρήνη». Ο Πάγκαλος ήταν και ο μόνος ο οποίος και στην συνέχεια υπήρξε ο κύριος εκφραστής της ιδέας της αναβίωσης της Μεγάλης Ιδέας. Όταν επέβαλε την δικτατορία του προσπάθησε να ανατρέψει την συνθήκη της Λωζάννης, αλλά βέβαια απέτυχε.
Αν θεωρήσουμε λοιπόν πως η Μικρασιατική Καταστροφή ήταν ο θάνατος της Μεγάλης Ιδέας, τότε η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης υπήρξε η ληξιαρχική πράξη θανάτου της. Μετά τη Συνθήκη Ειρήνης η Ελλάδα έκανε μια μεγάλη στροφή στην εξωτερική της πολιτική. Μέχρι το 1923 ήταν μια χώρα αναθεωρητική, που επιθυμούσε μεταβολή των συνόρων με την λογική της επέκτασης, ενώ από εκείνο το σημείο και μετά μετεξελίχθηκε σε μια χώρα υπέρμαχο του status quo, και της διατήρησης των κεκτημένων. Η Ελλάδα ασφαλώς είχε εδαφικές διεκδικήσεις- Δωδεκάνησα, Κύπρος Β.Ήπειρος- αλλά αυτές ήταν οριακές, με πολύ συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς, και δεν τις προέβαλε άμεσα μετά την Συνθήκη. Τέτοιου είδους διεκδικήσεις θα τις επανάφερε μόνο μετά από ένα καταλυτικό γεγονός, τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, που επέφερε μια ανακατανομή εδαφών.
Άρα η Συνθήκη της Λωζάννης είναι μια τομή στην ελληνική ιστορία, τόσο σε ότι αφορά την εσωτερική όσο και στην εξωτερική πολιτική. Άλλαξε τον προσανατολισμό ενός ολόκληρου έθνους. Από μια αντεστραμμένη άποψη η Συνθήκη της Λωζάννης είναι αντίστροφη πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδέας. Δεν είναι το κράτος πλέον που μεγαλώνει και επεκτείνεται για να συμπεριλάβει το έθνος, αλλά συρρικνώνεται το έθνος, ώστε να ταυτιστεί με το κράτος.

Πως ρύθμισε το καθεστώς των μουσουλμάνων της Δ.Θράκης και των ελληνορθόδοξων της Πόλης το Σύμφωνο του ’30;
Με βάση τη Σύμβαση περί Ανταλλαγής των Πληθυσμών του Ιανουαρίου 1923 επιβλήθηκε υποχρεωτική ανταλλαγή μεταξύ όλων των ελληνορθοδόξων υπηκόων της Τουρκίας και των Ελλήνων υπηκόων μουσουλμάνων στο θρήσκευμα. Μάλιστα, πέρα από τον υποχρεωτικό χαρακτήρα, η ισχύς της ήταν και αναδρομική, με χρονική αφετηρία τον Οκτώβριο του 1912. Έτσι αθροιστικά ο πληθυσμός που κάλυπτε η Σύμβαση έφτανε τα 2.000.000 ανθρώπους. Όμως υπήρχαν δυο μεγάλες εξαιρέσεις. Οι Έλληνες ορθόδοξοι της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου και οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης. Στην πράξη, τα δύο μεγέθη περίπου εξισώθηκαν, και κάπου 100 με 120 χιλιάδες άνθρωποι εξαιρέθηκαν από την κάθε πλευρά. Παράλληλα, η Συνθήκη Ειρήνης περιέγραφε τα μειονοτικά τους δικαιώματα. Το καθεστώς που επιβλήθηκε στους πληθυσμούς ήταν ένας καθεστώς εξαίρεσης από την διαδικασία της Ανταλλαγής, και διαφύλαξης των μειονοτικών, θρησκευτικών και εκπαιδευτικών κυρίως, δικαιωμάτων. Ωστόσο, οι δύο πληθυσμοί ήταν διαφορετικοί, παρά την ομοιότητα μεγέθους. Οι Έλληνες ορθόδοξοι της Πόλης ήταν κατά βάσιν αστικός πληθυσμός και ασχολιόνταν με τον δευτερογενή και τριτογενή τομέα της οικονομίας, ενώ οι μουσουλμάνοι της Θράκης ήταν σχεδόν αμιγώς αγροτικός, με ενασχόληση με τον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα. Η μειονότητα της Κωνσταντινούπολης είχε και μια άλλη ιδιαιτερότητα. Συνδεόταν άμεσα με την εκεί παρουσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, και αυτός ήταν ένας θεμελιώδης λόγος, για τον οποίο η Ελλάδα επιδίωξε την παραμονή της μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη. Για την παραμονή της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη πίεσε πάρα πολύ η τουρκική αντιπροσωπεία στη Λωζάννη, που αρχικά ζητούσε δημοψήφισμα για την περιοχή. Με δεδομένο ότι εκεί ο μουσουλμανικός πληθυσμός αποτελούσε πλειοψηφία, θεωρείτο ότι θα επέλεγε την προσχώρηση στην Τουρκία. Βέβαια, αυτό το αίτημα απορρίφθηκε και από τους Έλληνες αλλά και οι υπόλοιπες αντιπροσωπείες. Υπήρχε ακόμη ένας μειονοτικός ελληνικός πληθυσμός, αυτός της Ίμβρου και της Τενέδου, που υπαγόταν σε διαφορετικό καθεστώς από εκείνο των Ελλήνων της Πόλης, με πολύ ευρύτερα μειονοτικά δικαιώματα, δηλαδή καθεστώς ευρύτατης τοπικής αυτονομίας. Μάλιστα τόσο ευρείας που ακόμη και οι δυνάμεις της χωροφυλακής θα έπρεπε να στρατολογούνται από τον ντόπιο πληθυσμό. Βέβαια, ουδέποτε εφαρμόστηκε αυτό το καθεστώς από την πλευρά του τουρκικού κράτους.
Η Σύμβαση περί Ανταλλαγής προέβλεπε συγκεκριμένη διαδικασία, ως προς την διαπίστωση του ποιος θα εξαιρείτο από την ανταλλαγή και ποιος όχι. Δημιουργήθηκε λοιπόν μια μικτή επιτροπή, από 3 ουδέτερους, 4 Έλληνες και 4 Τούρκους, αργότερα όμως οι Έλληνες και οι Τούρκοι μειώθηκαν σε 2, και έτσι από 11μελής έγινε 7μελής. Μια από τις αρμοδιότητες ήταν η έκδοση των πιστοποιητικών μη ανταλλαξιμότητας. Αυτή η διαδικασία δεν ήταν απλή. Για παράδειγμα η τουρκική αντιπροσωπεία προσπάθησε να εισαγάγει έναν ορισμό για το ποιος μπορεί να θεωρηθεί κάτοικος της Κωνσταντινούπολης. Προϋπόθεση ήταν να προσκομίσει ένα πιστοποιητικό από τον δήμο της Κωνσταντινούπολης, προκειμένου να αποδείξει ότι είναι κάτοικος της Κωνσταντινούπολης και να αποκτήσει πιστοποιητικό μη ανταλλαξιμότητας. Όμως αυτό ήταν ένας ελιγμός της τουρκικής πλευράς, καθώς μέχρι το 1923 οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης δεν συνήθιζαν να γράφονται στα δημοτολόγια, αλλά στα μητρώα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά συνέπεια ένας τεράστιος αριθμός των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, σχεδόν το 1/4 , ίσως και το 1/3, δεν ήταν Τούρκοι υπήκοοι, αλλά Έλληνες υπήκοοι και κατοικούσαν στην Πόλη ως αλλοδαποί, επομένως έπρεπε να απελαθούν. Πέραν αυτού υπήρχε και ακόμη μια κατηγορία. Κάπου 30.000-40.000 Έλληνες εγκατέλειψαν άρον -άρον την Κωνσταντινούπολη, μετά τη λήξη του διασυμμαχικού ελέγχου και την επικείμενη είσοδο του τουρκικού στρατού, φοβούμενοι την επανάληψη των εκτρόπων της Σμύρνης. Αυτοί έφυγαν με διάφορα ταξιδιωτικά έγγραφα, άλλος με ελληνικό διαβατήριο, άλλος με οθωμανικό, άλλος με κάποιο συμμαχικό, άλλος και χωρίς. Σε όλους αυτούς, οι τουρκικές αρχές απαγόρεψαν την επάνοδο τους και τους χαρακτήρισαν φυγάδες, δημεύοντας τις περιουσίες του. Έτσι, προέκυψε ένα μεγάλο ζήτημα, για το αν θα επέστρεφαν ή όχι.
Αντίθετα, οι μουσουλμάνοι της Δ. Θράκης ήταν όλοι Έλληνες υπήκοοι. Από νομικής απόψεως είχαν ότι δικαίωμα είχε και ο κάθε Έλληνας υπήκοος. Αυτή η διαφορά ήταν εξαιρετικά σημαντική. Υπήρξαν μακρές διαπραγματεύσεις για να λύσουν τα αυτού του είδους τα προβλήματα· δηλαδή ποιοι θα θεωρούνταν ανταλλάξιμοι και ποιοι όχι, το καθεστώς όλων αυτών και η θέση τους. Ως κατάληξη των διαπραγματεύσεων αυτών θεωρείται η υπογραφή του περιώνυμου Οικονομικού Συμφώνου της 10ης Ιουνίου του 1930. Το αντικείμενο των διαπραγματεύσεων από το ’24 έως το ’30 μπορεί να καθοριστεί σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Πρώτον οι περιουσίες των ανταλλάξιμων· πως θα υπολογιστούν, κλπ. Και δεύτερον τα μειονοτικά ζητήματα· ποιοι φεύγουν, ποιοι μένουν κλπ.
Όσον αφορά τις περιουσίες η Σύμβαση της Λωζάννης προέβλεπε ότι οι περιουσίες των ανταλλάξιμων θα περιέρχονταν στην κυριότητα του κράτους αναχώρησης, ενώ στη συνέχεια η κάθε πλευρά θα υπολόγιζε την αξία των περιουσιών, ώστε τελικά να καταβληθεί η διαφορά στην κυβέρνηση που τη δικαιούνταν. Αυτή ακριβώς η εκτίμηση της αξίας των περιουσιών των ανταλλαξίμων συγκροτούσε την αποστολή της μικτής επιτροπής. Αν και το παραπάνω ακούγεται ωραίο και εύκολο ήταν στη πραγματικότητα απίστευτα δύσκολο. Κατ’ αρχάς δημιουργήθηκε στην ελληνική πλευρά, στον προσφυγικό κόσμο, μια αυταπάτη, η οποία καλλιεργήθηκε και από του λεγόμενους προσφυγοπατέρες, ότι δηλαδή θα αποζημιώνονταν στο ακέραιο για την περιουσία τους. Όμως, κάτι τέτοιο δεν προέβλεπε η Συνθήκη. Η οποία ουσιαστικά έλεγε ότι θα λάβουν περιουσία ίσης αξίας με αυτές που είχαν εγκαταλείψει στη γενέτειρά τους. Βέβαια, και αυτή η αποζημίωση, αν διαβάσει κανείς με προσοχή τις σχετικές διατάξεις, θα δίνονταν κατ’ αρχήν, in principle, άρα συνέτρεχε κίνδυνος να μη δοθεί.
Ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα αποδείχθηκε η διαδικασία εκτίμησης, καθώς οι διασταυρώσεις στοιχείων και πληροφοριών απέδειξαν ότι πολλές εκτιμήσεις των ανταλλάξιμων ήταν υπερβολικές, αφού πρακτικά ο καθένας δήλωνε ότι ήθελε. Ζήτημα επίσης αποτελούσε και η τιμή με την οποία θα γίνονταν ο υπολογισμός. Η τιμή δηλαδή θα υπολογίζοντα βάσει της αξίας που είχε η περιουσία όταν εγκαταλείφθηκε, ή βάσει της αξίας που είχε τον καιρό υπογραφής της συμφωνίας. Ακόμα και σε πιο απλά ζητήματα υπήρχαν διαφορές. Όπως, τι θεωρούταν κινητή και τι ακίνητη περιουσία. Το ζήτημα αυτό τέθηκε κατ’ επανάληψη στην μικτή επιτροπή. Για παράδειγμα, οι μη συναποκομισθείσες σοδειές, και διάφορα άλλα. Όλα αυτά τα θέματα καθιστούσαν πρακτικά αδύνατη την εκτίμηση. Επιπλέον, με τον καιρό αποδείχθηκε ότι ήταν αυταπάτη η αντίληψη της ελληνικής πλευράς ότι οι ελληνικές περιουσίες θα είχαν μεγαλύτερη αξία από τις τουρκικές, διότι οι ελληνικές περιουσίες ήταν κατά κύριο λόγο κινητές, ενώ οι αντίστοιχες μουσουλμανικές ήταν ακίνητες περιουσίες, χωράφια, άρα εύκολο να αποδειχθούν. Τα ζητήματα αυτά διευθετήθηκαν με το Οικονομικό Σύμφωνο του 1930, με τη λογική του Γόρδιου Δεσμού. Ότι δεν λύνεται, κόβεται. Πρόκειται για την αρχή του αποσβεστικού συμψηφισμού της αξίας των περιουσιών. Με βάση τις διατάξεις του Συμφώνου του Ιουνίου 1930 προσδιορίζεται κατά έναν τρόπο καταπληκτικό και εντελώς αυθαίρετο πως οι δύο περιουσίες εκτιμήθηκαν και βρέθηκαν ισόποσες. Με άλλα λόγια, η ελληνική πλευρά αποποιήθηκε την είσπραξη της διαφοράς, η οποία θα προέκυπτε από την εκτίμηση της αξίας των περιουσιών, δικαίωμα που της παρείχε η Σύμβαση περί Ανταλλαγής του 1923. Πρόκειται για μια θυσία στο βωμό της ελληνοτουρκικής φιλίας. Αν κάποιος διαβάσει πιο προσεκτικά θα παρατηρήσει πως η Ελλάδα πλήρωσε επιπλέον περί τις 440 χιλιάδες αγγλικές λίρες, προς αποζημίωση κάποιων Ελλήνων ή Τούρκων υπηκόων. Η ίδια λογική ίσχυσε και για τους ανταλλάξιμους. Έτσι, όποιος ήταν στο τόπο του, την ημέρα της υπογραφής, έμενε, χωρίς να χρειαστεί να προσκομίσει κάποιο έγγραφο μη ανταλλαξιμότητος. Όποιος, δεν ήταν, κακώς δεν ήταν, γιατί δεν μπορούσε να επιστρέψει πια. Με τον τρόπο αυτό διευθετήθηκαν τα εκκρεμή ζητήματα.
Πάνω σε ποιους άξονες στηρίχθηκε η ελληνική εξωτερική πολιτική μετά τη Λωζάννη;
Όπως ανέφερα νωρίτερα, η Συνθήκη της Λωζάννης ήταν η ταφόπλακα της Μεγάλης Ιδέας. Αυτό έγινε δεκτό από το σύνολο του ελληνικού κόσμου. Είναι αξιοθαύμαστο αν το μελετήσει κανείς πως η ελληνική εξωτερική πολιτική, όσο απίστευτο και αν φαίνεται, έχει μεγάλη σταθερότητα και δεν επηρεάζεται από την αλλαγή των κυβερνήσεων, πράγμα, που ίσχυε και στον Μεσοπόλεμο, και ισχύει σε μεγάλο βαθμό μέχρι και σήμερα. Οι ελληνικές πολιτικές δυνάμεις του Μεσοπολέμου δέχτηκαν αμέσως τη συνθήκη της Λωζάννης ως οριστική και προσαρμόστηκαν σε μια εξωτερική πολιτική διατήρησης των κεκτημένων. Πλέον οι άξονες ήταν η διατήρηση του status quo και η ασφάλεια, ενώ ο φόβος δεν ήταν πλέον η Τουρκία, αλλά η Βουλγαρία, και ίσως δευτερευόντως η Γιουγκοσλαβία. Η ελληνική εξωτερική πολιτική ήθελε να δημιουργήσει ένα διπλωματικό αντίβαρο στο βουλγαρικό αναθεωρητισμό και επεκτατισμό, που δεν δεχόταν την απώλεια της Δυτικής Θράκης, και ήθελε έξοδο στο Αιγαίο. Επιπλέον, η Ελλάδα στόχευε στη βελτίωση των σχέσεων της με Τουρκία και Γιουγκοσλαβία, κυρίως και δευτερευόντως, με Αλβανία και Βουλγαρία. Τρίτον, η βελτίωση των σχέσεων με την Ιταλία, λόγω της εγγύτητας αλλά και της ισχύος της. Και ταυτόχρονα, η Ελλάδα επιδίωκε να μείνει εκτός της συμμετοχής στους νέους υπό εκκόλαψη ευρωπαϊκούς διεθνείς συνασπισμούς, ώστε να εξασφαλίσει την ουδετερότητα της σε έναν ίσως επικείμενο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η εμπειρία του Α΄Π.Π ήταν πολύ τραυματική και αφού προοπτική σημαντικής εδαφικής επέκτασης δεν υπήρχε, πλέον, η Ελλάδα κατά συνέπεια δεν στόχευε στην εμπλοκή σε ένα νέο πόλεμο.
Τα πρώτα χρόνια μετά τη Λωζάννη η Ελλάδα αντιμετώπιζε ένα αντικειμενικό πρόβλημα, ήταν διεθνώς απομονωμένη. Παράλληλα αντιμετώπιζε και εσωτερικά ζητήματα. Πρώτο και κύριο ήταν το ότι έπρεπε να στεγάσει και να αποκαταστήσει ένα εκατομμύριο πρόσφυγες. Κατά συνέπεια η εσωτερική πολιτική ήταν μια προτεραιότητα, ειδικά με την αναμόχλευση των παθών του διχασμού στον Μεσοπόλεμο, η πολιτική όξυνση έχει μεγαλώσει, έτσι το 1924 έχουμε την κατάργηση της μοναρχίας. Ένα χρόνο αργότερα, το καλοκαίρι το 1925 θα προκύψει και μια ακόμη εσωτερική αναταραχή με μεγάλη επίδραση στην εξωτερική πολιτική· η δικτατορία του Παγκάλου, που θα διαρκέσει 14 μήνες. Ο Πάγκαλος ήταν η μόνη εξαίρεση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στο Μεσοπόλεμο, καθώς επιδίωκε την αναβίωση της Μεγάλης Ιδέας, δεν δέχεται την ήττα και προσπαθεί να αναθεωρήσει την συνθήκη της Λωζάννης επιδιώκοντας ένα νέο πόλεμο με την Τουρκία. Για αυτό άλλωστε προσέγγισε αρχικά την Ιταλία του Μουσολίνι, η οποία έχει εκφράσει αναθεωρητικές τάσεις. Όταν η προσέγγιση αυτή δεν θα ευδοκημίσει θα στραφεί προς την Γιουγκοσλαβία, με σκοπό να καλύψει τα νώτα του στον πόλεμο που ετοιμάζει με την Τουρκία και θα υπογράψει τις λεγόμενες παγκαλικές συμφωνίες. Οι παγκαλικές συμφωνίες ήταν εξαιρετικά επαχθείς για την Ελλάδα, λόγω των πλεονεκτημάτων που εκχωρούσαν στη Γιουγκοσλαβία σχετικά με το λιμάνι της Θεσσαλονίκης και τον σιδηρόδρομο προς την Γευγελή, καθώς επίσης και λόγω του γεγονότος ότι η Ελλάδα καλείτο να αναγνωρίσει ύπαρξη Σερβικής μειονότητας στα εδάφη της. Αυτές οι συμφωνίες υπήρξαν και η αφορμή της κατάρρευσης του δικτατορικού καθεστώτος.

Όμως ο Πάγκαλος ήταν εξαίρεση σε αυτό το πλαίσιο, καθώς όλη η υπόλοιπη ελληνική εξωτερική πολιτική υπήρξε σταθερή. Πλέον βασικός στόχος είναι η συνεννόηση με τα γειτονικά κράτη, με σκοπό την σταθερότητα στα κεκτημένα. Σε αυτό κορυφαίο παράδειγμα συνιστά η εξωτερική πολιτική του Βενιζέλου μεταξύ των ετών 1928 και 1932. Τα θεμέλια αυτής της πολιτικής θα τεθούν νωρίτερα κατά την φάση της λεγόμενης Οικουμενικής Κυβέρνησης του Ζαΐμη, με υπουργό Εξωτερικών τον Ανδρέα Μιχαλακόπουλο, οπότε η Ελλάδα προσπαθεί να επανακάμψει στο διεθνές στερέωμα. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής θα υπογραφεί κατά την τετραετή διακυβέρνηση της χώρας από τον Βενιζέλο το Σύμφωνο Φιλίας με την Ιταλία, το Σύμφωνο Φιλίας με την Γιουγκοσλαβία, με αποκορύφωμα, βεβαίως, το Σύμφωνο Ελλάδας-Τουρκίας, το 1930, που θα αποτελέσει τον άξονα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής μέχρι τον Β’ ΠΠ. Έχει ενδιαφέρον ότι τη πολιτική του Βενιζέλου ακολούθησαν και την επέκτειναν οι πολιτικοί του αντίπαλοι. Το 1933 ο Τσαλδάρης θα υπογράψει την λεγόμενη Εγκάρδια Συνεννόηση με την Τουρκία, το 1938 ο Μεταξάς θα υπογράψει την λεγόμενη Συμπληρωματική Συνθήκη επίσης με την Τουρκία, η οποία θα επεκτείνει ακόμη περισσότερο το πεδίο της διμερούς συνεργασίας.

H υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης
Πηγή: British Pathe