Skip to main content

Αναστάσιος Πανουτσόπουλος: Η κρίση του Κονγκό, 1960-1964

Αναστάσιος Πανουτσόπουλος

Η κρίση του Κονγκό, 1960-1964

Η παραχώρηση ανεξαρτησίας στο βελγικό Κονγκό, τη μεγαλύτερη, πλουσιότερη και, ίσως, την πιο υπανάπτυκτη ευρωπαϊκή αποικία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς αποτέλεσε αφορμή για να προκληθεί μία μείζων διεθνής κρίση με σημαντικές επιπτώσεις στον ΟΗΕ και τις σχέσεις μεταξύ των δυτικών Συμμάχων. Παράλληλα όξυνε τον ανταγωνισμό των δύο υπερδυνάμεων, Ηνωμένων Πολιτειών και Σοβιετικής Ένωσης, και τράβηξε την προσοχή όχι μόνο των μικρότερων δυνάμεων του Ανατολικού συνασπισμού, αλλά και της Κίνας και της Κούβας, που από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 είχαν αρχίσει να βλέπουν ευκαιρίες στον Τρίτο Κόσμο για εξαγωγή του δικού τους κοινωνικού και οικονομικού μοντέλου.

Το βελγικό Κονγκό

Το Κονγκό υπήρξε το πιο σκοτεινό σύμβολο της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας. Μία σειρά από σημαίνοντες συγγραφείς και διανοούμενους, ακτιβιστές και ιεραποστόλους είχαν εξαπολύσει οξεία κριτική εναντίον του Βέλγων για τις εξαιρετικά βίαιες πρακτικές που ακολουθούσαν. Το Ελεύθερο Κράτος του Κονγκό, όπως αρχικά ονομαζόταν, είχε αποτελέσει προσωπική κτήση του βασιλιά Λεοπόλδου Β’ του Βελγίου από το 1885. Τον Αύγουστο του 1908 περιήλθε τελικά στην κυριαρχία του βελγικού κράτους, το οποίο ενδιαφέρθηκε σχεδόν αποκλειστικά για την εκμετάλλευση των φυσικών του πόρων και των ιθαγενών πληθυσμών, παραβλέποντας εντελώς την κοινωνική και πολιτική του ανάπτυξη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το βελγικό Κονγκό υπό την οπτική γωνία των Βρυξελλών.

Η σκληρότητα των Βέλγων αποικιοκρατών αποτυπώθηκε σε ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, την Καρδιά του Σκότους (Heart of Darkness) του Πολωνοβρετανού συγγραφέα Joseph Conrad που εκδόθηκε το 1899.1 Αποτέλεσε επίσης αντικείμενο εξέτασης και σκληρής κριτικής σε ένα από τα ιστορικά έργα ενός άλλου κορυφαίου συγγραφέα, του Σκωτσέζου Arthur Conan Doyle, ο οποίος το 1909 δημοσίευσε το Το Έγκλημα του Κονγκό (The Crime of the Congo). Στην εισαγωγή του βιβλίου, ο συγγραφέας δήλωνε «πεπεισμένος ότι ο λόγος για τον οποίο η κοινή γνώμη δεν έχει υπάρξει πιο ευαίσθητη ως προς το ζήτημα του Ελεύθερου Κράτους του Κονγκό είναι επειδή αυτή η τρομερή ιστορία δεν έχει γνωστοποιηθεί διεξοδικά στους ανθρώπους».2

Λίγο νωρίτερα, το 1905 ο Mark Twain είχε δημοσιεύσει το Μονόλογος του Βασιλιά Λεοπόλδου: Υπεράσπιση της Διακυβέρνησής του στο Κονγκό (King Leopold’s Soliloquy: A Defense of His Congo Rule). Οι τρεις αυτοί συγγραφείς αποτελούσαν μέλη της Ένωσης για τη Μεταρρύθμιση του Κονγκό (Congo Reform Association), μίας βρετανικής οργάνωσης που είχε ιδρυθεί το 1904 από τον E. D. Morel, έναν δημοσιογράφο και ακτιβιστή που είχε και αυτός ασχοληθεί με το ζήτημα αυτό, δημοσιεύοντας το ίδιο έτος μία εκτενή μελέτη, την Εξουσία του Βασιλιά Λεοπόλδου στην Αφρική (King Leopold’s Rule in Africa) που αποτελούσε σφοδρή κριτική για τη βελγική πολιτική στο Κονγκό. Για τον Morel, το σύστημα του Κονγκό ήταν «τόσο ανήθικο στη σύλληψη, όσο βάρβαρο είναι στην εκτέλεση, και καταστροφικό για το Ευρωπαϊκό γόητρο στις απώτερες συνέπειές του».3

Η αδυσώπητη πραγματικότητα.

The Atrocities of The Congo Free State

 

Μια πικρή ανεξαρτησία

Μετά από μία μακρά περίοδο υπό βελγική διοίκηση, στις 30 Ιουνίου του 1960, το Κονγκό γινόταν ανεξάρτητο κράτος μέσα από μία διαδικασία που είχε πλημμελώς σχεδιαστεί από το βελγικό κράτος. Το αίτημα για άμεση ανεξαρτησία της χώρας είχε αρχίσει να προβάλλεται παράλληλα με την ανάπτυξη του κονγκολικού εθνικισμού που κορυφωνόταν από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, οπότε και έσπαγε τα όρια της πολιτικής ελίτ και αποκτούσε απήχηση σε όλο και ευρύτερα ακροατήρια, συμπαρασύροντας τελικά το σύνολο του πληθυσμού. Ωστόσο, ο κονγκολικός εθνικισμός έκανε την εμφάνισή του αρκετά καθυστερημένα σε σύγκριση με την πλειονότητα των υπόλοιπων αφρικανικών αποικιών. Σε αυτό είχε συμβάλει το γεγονός ότι μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο απουσίαζε κάποια ελίτ που να είχε λάβει έστω δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με την εξαίρεση μόνο κάποιων κληρικών, το γεγονός ότι η ύπαρξη πολιτικών κομμάτων ήταν απαγορευμένη και η έννοια της πολιτικής εκπροσώπησης που είχε αρχίσει να αποκτά κάποια νομιμοποίηση στις βρετανικές και τις γαλλικές αποικίες ήταν ανύπαρκτη στο Κονγκό και, τέλος, το ότι ο πληθυσμός της χώρας ζούσε σε συνθήκες εξαιρετικής απομόνωσης, που του στερούσε τη δυνατότητα να κοινωνικοποιηθεί και να έρθει σε επαφή με τα εθνικιστικά ρεύματα που επικρατούσαν στην ήπειρο.4 Το αρχικό αίτημα για άμεση ανεξαρτησία ήρθε από το πρώτο πολιτικό κόμμα της χώρας, το ABAKO, υπό την ηγεσία του Joseph Kasavubu τo 1954. Δύο γεγονότα συνέβαλαν στην ταχεία κοινωνικοποίηση των κονγκολικών εθνικιστικών δυνάμεων και τις έφεραν σε άμεση επαφή με τις ιδεολογικές τάσεις της εποχές. Κατά έναν ειρωνικό τρόπο, το ένα ήταν το ταξίδι περίπου επτακοσίων Κονγκολέζων στη Διεθνή Έκθεση των Βρυξελλών, όπου ήρθαν σε επαφή Κονγκολέζοι από διαφορετικά τμήματα της βελγικής αντιαποικιακής αριστεράς, συνειδητοποιώντας το πρόβλημα και διαμορφώνοντας κοινή συνείδηση και δεύτερον τη συμμετοχή του Patrice Lumumba, ως επικεφαλής της αντιπροσωπείας του Κονγκό στο Παναφρικανικό Συνέδριο της Άκκρα τον Δεκέμβριο του 1958.5

Το 1956 ο Βέλγος καθηγητής Jef Van Bilsen δημοσίευσε ένα μανιφέστο, με τίτλο Τριακονταετές Πλάνο για την Πολιτική Χειραφέτηση της Βελγικής Αφρικής (Thirty-Year Plan for the Political Emancipation of Belgian Africa) που πρότεινε την παραχώρηση ανεξαρτησίας στο Κονγκό σε βάθος τριακονταετίας.6 Όμως ο δυναμικός εθνικισμός που κέρδιζε έδαφος στη χώρα ήταν αδύνατον να συγκρατηθεί για τα επόμενα τριάντα χρόνια. Το ABACO, που είχε αναχθεί σε βασικό μοχλό του αντιαποικιακού αγώνα, απαιτούσε άμεση ανεξαρτησία. Τα γεγονότα που ακολούθησαν εγκαινίασαν μία σειρά από βίαιες εξελίξεις που θα μάστιζαν τη χώρα για τις επόμενες δεκαετίες, ανάγοντας εκ νέου το Κονγκό σε ένα σκοτεινό σύμβολο.

Χάρτης του βελγικού Κονγκό.

Η βελγική πολιτική που στόχευε στο να προετοιμάσει το Κονγκό για την ανεξαρτησία απέτυχε παταγωδώς και εισήγαγε τη χώρα σε μία κρίση δεκαετιών, αφήνοντας τους θεσμούς και την οικονομία της κατεστραμμένη, ενώ οι προοπτικές ανάκαμψης ήταν εξαιρετικά απίθανες. Το 1962 ο Van Bilsen δημοσίευσε ένα ακόμα άρθρο στο περιοδικό International Affairs με τίτλο Ορισμένες Όψεις του Προβλήματος του Κονγκό (Some Aspects of the Congo Problem) το οποίο μπορεί να διαβαστεί και ως απολογία των Βέλγων για την αποτυχία του εγχειρήματος της ανεξαρτησίας.7 Στην κριτική ότι το Κονγκό έγινε ανεξάρτητο πρόωρα, αντέτασσε το επιχείρημα ότι ήταν η προετοιμασία που ξεκίνησε να σχεδιάζεται πολύ αργά. Το γεγονός ότι το Βέλγιο βρέθηκε αιφνιδιασμένο από το ξέσπασμα του εθνικισμού και το πιεστικό αίτημα για άμεση ανεξαρτησία το απέδιδε σε τρεις λόγους. Πρώτον, υποστηρίζει ο ίδιος, υπήρχε η αίσθηση ότι το υψηλό επίπεδο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης των ιθαγενών, που μοιράζονταν τις ίδιες συνθήκες διαβίωσης με τους Βέλγους της χώρας, θα προστάτευε την αποικία από τους τριγμούς που παρατηρούνταν σε άλλα τμήματα του αποικιακού συστήματος και ορισμένες μεταρρυθμίσεις θα επέτρεπαν την αδιάκοπη βελγική παρουσία. Δεύτερον, το Βέλγιο, ως μικρή χώρα χωρίς ιδιαίτερες «διεθνείς υποχρεώσεις» είχε αντιληφθεί σε μικρότερο βαθμό από τις «Μεγάλες Δυνάμεις» τις βαθιές αλλαγές που συνέβαιναν στον παγκόσμιο συσχετισμό ισχύος. Απόδειξη τούτου ήταν ότι λίγο μετά το Συνέδριο του Μπαντούνγκ, ο Βέλγος βασιλιάς Baudouin θα διακήρυσσε στην Léopoldville (σημερινή Kinshasa), ότι το Βέλγιο και το Κονγκό θα παρέμεναν ένα ενιαίο έθνος. Τρίτον, λόγω της απουσίας πνευματικών ελίτ δημιουργούσε στο Βέλγιο την εντύπωση ότι τα κινήματα ανεξαρτησίας στο Κονγκό ουδέποτε θα μπορούσαν να αποβούν επιτυχημένα.

Παρ’ όλη την καθυστέρηση, οι προετοιμασίες για την ανεξαρτησία προχωρούσαν κανονικά. Οι πρώτες δημοκρατικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στις 22 Μαΐου του 1960 ανέδειξαν πρωθυπουργό τον Patrice Lumumba του κόμματος MNC και πρόεδρο τον Joseph Kasavubu του ABAKO. Παράλληλα, οι δεσμοί με το Βέλγιο παρέμεναν αναγκαστικά ισχυροί. Το Κονγκό είχε υποχρεωθεί να υπογράψει ένα σύμφωνο φιλίας, βοήθειας και τεχνικής συνεργασίας με το Βέλγιο και να παραχωρήσει σε αυτό δύο στρατιωτικές βάσεις στο έδαφός του στην Καμίνα και την Κιτόνα, διαφυλάσσοντας έτσι σε ένα βαθμό την κυριαρχία της πρώην μητρόπολης.

Léopoldville, 29 Ιουνίου 1960. Η ιστορική φωτογραφία του Robert Lebeck, που έχει απαθανατίσει έναν νεαρό Κονγκολέζο να αφαιρεί από τον βασιλιά των Βέλγων Baudouin το ξίφος του και ενώ ο τελευταίος περιφερόταν με κάθε επισημότητα συνοδευόμενος από τον πρόεδρο Joseph Kasavubu την ημέρα της ανακήρυξης της ανεξαρτησίας του Κονγκό. Η φωτογραφία προσέλαβε πάραυτα διαστάσεις συμβολισμού του τέλους της αποικιοκρατίας στην Αφρική.

Ωστόσο, λίγο μετά την ανεξαρτησία της χώρας, στις 5 Ιουλίου ο στρατός (Force Publique), που επρόκειτο να αποτελέσει τον κορμό του νέου κράτους στασίασε, καθώς οι ελπίδες των μελών του για βελτίωση των αποδοχών του, εξέλιξη των αξιωματικών και απομάκρυνση των λευκών από το στράτευμα, διαψεύστηκαν σύντομα. Η ανταρσία αποτέλεσε το πρώτο πλήγμα στους νεοϊδρυθέντες κρατικούς θεσμούς, καθώς στερούσαν από την κυβέρνηση τον έλεγχο της χώρας, υπονομεύοντας έτσι την κεντρική διοίκηση. Τα γεγονότα που ακολούθησαν λειτούργησαν σα ντόμινο. Στις 12 Ιουλίου, ο Moise Tshombe προχώρησε, με τη στήριξη δυτικών μεταλλευτικών εταιριών (Union Miniere du Haut Katanga), στην κήρυξη της ανεξαρτησίας της πλούσιας σε φυσικούς πόρους επαρχίας της Κατάνγκα, με πρωτεύουσα την Elisabethville, που είχε αποτελέσει τη βάση της ισχύος του. Παράλληλα, ο ίδιος έκανε έκκληση στους Βέλγους για βοήθεια, οι οποίοι τελικά επενέβησαν παράνομα με πρόσχημα την προστασία των ομογενών τους, αποστέλλοντας αλεξιπτωτιστές και καταλαμβάνοντας την πρωτεύουσα Léopoldville, ενώ ο ίδιος έλαβε βοήθεια και από τους λευκούς αποίκους της βρετανικής ανατολικής Αφρικής. Λίγο αργότερα, στις 8 Αυγούστου, τμήμα της επαρχίας Κασάι, λίγο βορειότερα της Κατάνγκα, επίσης αποσχίστηκε από την κεντρική κυβέρνηση και κήρυξε την ανεξαρτησία της με πρόεδρο τον Albert Kalonji και την υποστήριξη της βελγικής μεταλλευτικής εταιρίας Forminière.

Τα παραπάνω ερμηνεύτηκαν από τους υπόλοιπους Αφρικανούς ηγέτες και την αριστερά στις χώρες της Δύσης ως εκδήλωση νεο-αποικιοκρατίας και προκάλεσαν σφοδρές αντιδράσεις, εγκαινιάζοντας έναν κύκλο διεθνών περιπλοκών που θα απειλούσαν την περιφερειακή ειρήνη και θα έθεταν ουσιαστικά για πρώτη φορά τον ειρηνευτικό μηχανισμό του ΟΗΕ σε δοκιμασία.8

Le début des évacuations – Documentaire sur la crise du Congo

Η διεθνοποίηση της κρίσης

Το ζήτημα απέκτησε και επίσημα διεθνείς διαστάσεις όταν στις αρχές Ιουλίου, ο πρόεδρος Kasavubu και ο πρωθυπουργός Lumumba, στράφηκαν στον ΟΗΕ, κάνοντας έκκληση αρχικά για τεχνική βοήθεια, οργάνωση και εξοπλισμό των δυνάμεων ασφαλείας, και στη συνέχεια για βοήθεια στην αντιμετώπιση της βελγικής επιθετικότητας. Η προσφυγή του Lumumba στα Ηνωμένα Έθνη αποτέλεσε την αρχή της δημιουργίας της μεγαλύτερης, ίσως, επιχείρησης του ΟΗΕ, ενός εγχειρήματος με πολύπλευρους στόχους, που ενέπλεξε σχεδόν είκοσι χιλιάδες ανθρώπους σε διάφορους ρόλους από ολόκληρο τον κόσμο.

Ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Dag Hammarskjöld αντέδρασε άμεσα στο αίτημα του Κονγκό. Κάνοντας χρήση του Άρθρου 99 9του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ συγκάλεσε το Συμβούλιο Ασφαλείας το απόγευμα της 13ης Ιουλίου 1960, για να θέσει υπ’ όψιν του ένα ζήτημα που «δύναται να απειλήσει τη διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης και ασφάλειας». 10Το Συμβούλιο Ασφαλείας ανταποκρίθηκε εκδίδοντας το ψήφισμα 143 στις 14 Ιουλίου του 1960 με το οποίο ζητούσε από την κυβέρνηση του Βελγίου να αποσύρει όλα της τα στρατεύματα από την επικράτεια του Κονγκό. Εξουσιοδοτούσε επίσης τον γενικό γραμματέα «να λάβει τα απαραίτητα μέτρα, κατόπιν διαβούλευσης με τη Δημοκρατία του Κονγκό, ώστε να παράσχει στην κυβέρνηση την απαραίτητη στρατιωτική βοήθεια μέχρι, μέσω των προσπαθειών της κυβέρνησης του Κονγκό, με την τεχνική βοήθεια των Ηνωμένων Εθνών, οι δυνάμεις εθνικής ασφαλείας να είναι ικανές, κατά τη γνώμη της κυβερνήσεως, να επιτελέσουν πλήρως τα καθήκοντά τους».11

Ο Patrice Lumumba στην έδρα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (24 Ιουλίου 1960).

Τα γεγονότα στο Κονγκό έθεσαν τον Hammarskjöld ενώπιον της πρώτης μεγάλης και τόσο περίπλοκης κρίσης που καλείτο να διαχειριστεί ο οργανισμός, που όχι μόνο ενέπλεκε τις δύο υπερδυνάμεις και τα μικρότερα μέλη των συνασπισμών, αλλά θα μπορούσε να αποτελέσει προηγούμενο στη διαχείριση ανάλογων κρίσεων εκ μέρους της διεθνούς κοινότητας, σε μία περίοδο όπου η μία μετά την άλλη, οι χώρες της Αφρικής γίνονταν ανεξάρτητες.

Το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας είχε τύχει της υποστήριξης αμφότερων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης, καλλιεργώντας αρχικά προσδοκίες για τη συνεργασία των κυρίαρχων δυνάμεων του διπολικού διεθνούς συστήματος. Ωστόσο, η διαδρομή δεν υπήρξε ομαλή. Ήδη από την πρώτη συνεδρίαση διαφαινόταν η σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων. Σε πρόταση της Σοβιετικής Ένωσης που ζητούσε να προσκληθεί ο αντιπρόσωπος του Κονγκό στις συνομιλίες- καθώς ο Βέλγος μόνιμος αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ είχε ζητήσει να παραστεί αυτοπροσώπως στις συνεδριάσεις- ο Αμερικανός αντιπρόσωπος Henry Cabot Lodge Jr. εξέφρασε την αντίθεσή του. Θεωρούσε ότι με τον ελιγμό αυτό η ίδια η Μόσχα επιχειρούσε να μιλήσει εξ ονόματος του Κονγκό που, ενώ είχε τη δυνατότητα, δεν είχε εκφράσει τέτοιο αίτημα.12 Αλλά και το ίδιο το πρόβλημα του Κονγκό οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση εκλάμβαναν με διαφορετικό τρόπο. Για τους Αμερικανούς, οι ρίζες του προβλήματος βρίσκονταν στις δομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο διοικητικός μηχανισμός και η οικονομία του Κονγκό. Ο Lodge υπενθύμιζε στο Συμβούλιο Ασφαλείας ότι η αμερικανική πλευρά, ήδη από τη στιγμή της εισδοχής του Κονγκό στα Ηνωμένα Έθνη μερικές εβδομάδες νωρίτερα, ήταν της άποψης πως ο Οργανισμός όφειλε να στηρίξει τη νεαρή δημοκρατία στην επίλυση των εκκρεμοτήτων που η τελευταία είχε κληρονομήσει από το παρελθόν.13 Ειδικότερα επέμενε ότι η Ουάσιγκτον θεωρούσε κομβική την αποχώρηση των ξένων τεχνικών από το Κονγκό, που είχε οδηγήσει στην κατάρρευση της ασφάλειας και των επικοινωνιών και είχε συντελέσει στο ξέσπασμα της πείνας και των ασθενειών που είχαν ακολουθήσει. Τα Ηνωμένα Έθνη όφειλαν να δράσουν γρήγορα, καθώς οποιαδήποτε καθυστέρηση θα επέτεινε τις συνθήκες με τις οποίες βρισκόταν αντιμέτωπος ο λαός της νεότευκτης δημοκρατίας. Σύμφωνα με τον Lodge, η αναζήτηση ευθυνών για τα πρόσφατα γεγονότα τη συγκεκριμένη στιγμή και η απόπειρα πολιτικής εκμετάλλευσης της όλης ρευστότητας ενείχε τον κίνδυνο να αποβεί καταστροφική. Επομένως, η άμεση δράση ήταν εκείνη που έπρεπε να προκριθεί.

Η προσέγγιση της Σοβιετικής Ένωσης διέφερε παρασάγγας. Παρά το γεγονός ότι ο μόνιμος αντιπρόσωπος στα Ηνωμένα Έθνη Arkady Soboleff καλούσε επίσης στην ανάληψη άμεσης δράσης στο Κονγκό, επιχειρούσε παράλληλα να τοποθετήσει το πρόβλημα σε ένα ευρύτερο πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο και να υποδείξει τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης ως συλλήβδην υπεύθυνα για την κατάσταση στον Κονγκό. Σε αντίθεση με τους Αμερικανούς, οι Σοβιετικοί δεν πίστευαν σε μία κοινή προσπάθεια αποκλιμάκωσης και υποστήριξης. Ο Soboleff αναπαρήγαγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας τις δηλώσεις της σοβιετικής κυβέρνησης της ίδιας ημέρας, οι οποίες ερμήνευαν τα γεγονότα στο Κονγκό με όρους ανταγωνισμού των δύο συνασπισμών. Στο πλαίσιο αυτό, η αποστολή βελγικών δυνάμεων στο Κονγκό αποτελούσε αποστολή δυνάμεων υπό «ΝΑΤΟϊκή διοίκηση», μία ακόμα ένδειξη για τον καταπιεστικό ρόλο του «ΝΑΤΟϊκού μπλοκ» κατά των Αφρικανών στον ρόλο του ως «διεθνούς χωροφύλακα».14 Αξίζει να σημειωθεί ότι η αναφορά στο ΝΑΤΟ ήταν έτσι κι αλλιώς λανθασμένη: το Κονγκό δεν ανήκε στη ΝΑΤΟϊκή περιοχή ευθύνης και θα ήταν αδιανόητο για τη συμμαχία να αναλάβει δράση εκεί. Αλλά η εμπλοκή του ονόματός της προσέβλεπε αλλού. Η απροθυμία των Βέλγων να αποσύρουν άμεσα τα στρατεύματα από τη χώρα κατέστησε εκρηκτική την όλη κατάσταση και όξυνε περαιτέρω την αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ.

Το Συμβούλιο Ασφαλείας συσκέπτεται για το ζήτημα του Κονγκό τον Ιούλιο του 1960.

Η μη ικανοποίηση των αιτημάτων του Lumumba από τον ΟΗΕ τον έκανε περισσότερο άκαμπτο, ενώ η εκδίωξη του δυτικού στοιχείου από τη χώρα και η κακοποίηση των Ευρωπαίων πολιτών του Κονγκό που ακολούθησε οδήγησε στην ταύτιση του Lumumba από την πλευρά της Δύσης με τη Σοβιετική Ένωση. Σε περιφερειακό επίπεδο, η προσλαμβανόμενη από τα αφρικανικά κράτη έλλειψη βούλησης εκ μέρους του ΟΗΕ οδήγησε με τη σειρά της στην υπονόμευση της αξιοπιστίας του Οργανισμού προκαλώντας τη μήνη των Αφρικανών εναντίον της Δύσης. Με τις προσδοκίες τους να διαψεύδονται ολοένα και εντονότερα, οι τελευταίοι έβλεπαν πλέον τον ΟΗΕ ως υποχείριο των ευρωπαϊκών αποικιακών δυνάμεων και όχι ως παγκόσμιο οργανισμό που είχε ως αποστολή, με βάση το διεθνές δίκαιο, τη διασφάλιση της ειρηνικής επίλυσης των διεθνών συγκρούσεων και την προώθηση της ειρήνης. Την οπτική αυτή των Αφρικανών επιχειρούσε συστηματικά να ενισχύσει η Σοβιετική Ένωση, η οποία από κοινού με τους δορυφόρους της, αλλά και συγγενείς δυνάμεις, όπως η Κούβα και η Αλβανία, υπονόμευαν την αξιοπιστία και το έργο του ΟΗΕ καθώς και του γενικού γραμματέα προσωπικά, εποφθαλμιώντας τον ρόλο του ως διαιτητή προκειμένου να κεφαλαιοποιήσουν κέρδη για τον εαυτό τους. Οι προσωπικές επιθέσεις του Nikita Khrushchev στον Hammarskjöld, στον οποίο χρέωνε καθυστέρηση ως προς την ανάληψη δράσης από τον ΟΗΕ, συνέβαλαν στην απονομιμοποίησή του στα μάτια της πλειοψηφίας των κρατών του Κινήματος των Αδεσμεύτων που αποτελούσε τότε ανερχόμενη δύναμη στους κόλπους της Γενικής Συνέλευσης.

Η κατάσταση αυτή, σε συνδυασμό με την άρνηση του Βελγίου να αποχωρήσει οριστικά από το Κονγκό επικαλούμενο διάφορα προσχήματα και τη συνεχιζόμενη ενίσχυση που παρείχε στο καθεστώς της Κατάνγκα, οδηγούσε σε όξυνση της κομμουνιστικής κριτικής προς τη Δύση συνολικά. Αυτή οδηγούσε, συνακόλουθα, στη συσπείρωση των Δυτικών δυνάμεων έναντι αυτού εκλάμβαναν ως σοβιετικό κίνδυνο.

Η αποπομπή του Lumumba από τον πρόεδρο της χώρας στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1960 προσέδωσε νέα δυναμική στην κρίση και οδήγησε λίγο αργότερα στη δημιουργία ενός τρίτου πόλου ισχύος. Εκτός από την κεντρική κυβέρνηση της Léopoldville και την αποσχιστική κυβέρνηση του Tshombe στην Elisabethville στην επαρχία της Κατάνγκα, τον Δεκέμβριο του 1960 ένας από τους κύριους συνεργάτες και αναπληρωτής του Lumumba, ο Antoine Gizenga, σχημάτισε κυβέρνηση στην Stanleyville στην Ανατολική Επαρχία (Province Orientale), που σύντομα κέρδισε την υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης, της Ανατολικής Γερμανίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Κούβας, του Ιράκ, της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας, της Γκάνας, της Γουινέας, του Μαρόκου, και της προσωρινής κυβέρνησης της Αλγερίας.15 Στο μεταξύ, η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω.
Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1960 ο Lumumba συνελήφθη από τις δυνάμεις του συνταγματάρχη Joseph Mobutu και τέθηκε υπό κράτηση.16 Τον Ιανουάριο του 1961 μεταφέρθηκε αεροπορικώς μαζί με δύο συνεργάτες του στην Κατάνγκα, που αποτελούσε τη βάση των αντιπάλων του, ενώ όσο βρισκόταν στον αέρα βασανίστηκε. Μετά την άφιξή του, ο βασανισμός από δυνάμεις της Κατάνγκα και των Βέλγων συνεχίστηκε, για να καταλήξει τελικά στην εκτέλεση αυτού και των συνεργατών του από απόσπασμα Βέλγων και Κονγκολέζων. Ο θάνατός του Lumumba έγινε γνωστός με καθυστέρηση, περίπου έναν μήνα αργότερα, παρά τις έντονες φήμες που κυκλοφορούσαν, συγκινώντας όμως βαθύτατα την παγκόσμια κοινή γνώμη. Το γεγονός αυτό θα τον ανήγαγε σε ένα σύμβολο του αντιαποικιακού αγώνα ή, μιλώντας με θρησκευτικούς όρους, σε έναν μάρτυρα του ιμπεριαλισμού, πλήττοντας ανεπανόρθωτα την εικόνα της Δύσης στην Αφρική. Ο σχηματισμός νέας κυβέρνησης υπό τον Cyrille Adoula τον Αύγουστο του 1961 καλλιέργησε προσωρινά αισιοδοξία για εξομάλυνση της κατάστασης μέσω της συμμετοχής του Gizenga και του Tshombe. Ωστόσο οι προσδοκίες θα διαψεύδονταν σύντομα.

Moise Tshombe.
O Patrice Lumumba δέσμιος, λίγο προτού εκτελεστεί.

 

Η άνοδος του J.F. Kennedy και η αλλαγή της αμερικανικής πολιτικής

Μετά τη δολοφονία του Lumumba τον Ιανουάριο του 1961, ο Kennedy στράφηκε προς την υποστήριξη μίας ευρείας κυβέρνησης στο Κονγκό, με την συμμετοχή του πρώην συνεργάτη του Lumumba, Gizenga, που εκείνη τη στιγμή παρέμενε επικεφαλής της αποσχιστικής κυβέρνησης στη Stanleyville και τον οποίο νωρίτερα τόσο ο υπουργός Εξωτερικών Dean Rusk, όσο και οι Γάλλοι και οι Βρετανοί απέρριπταν ως επικίνδυνο ριζοσπάστη.17 Από την άλλη πλευρά όμως, οι Σοβιετικοί απομακρύνονταν όλο και περισσότερο από μία συμβιβαστική λύση στο πλαίσιο του ΟΗΕ, τον οποίο στοχοποιούσαν με πρωτοφανή σφοδρότητα. Σε αντίθεση με τη συναίνεση που προωθούσαν οι ΗΠΑ, το Κρεμλίνο στρέφονταν πλέον προς την ιδέα μιας απευθείας παροχής βοήθειας μονομερώς προς την κυβέρνηση του Gizenga στη Stanleyville, που είχε σχηματιστεί τον Δεκέμβριο του 1960 και έχαιρε ευρείας υποστήριξης από κομμουνιστικά και ουδέτερα κράτη της Ασίας και της Αφρικής.

Ο J. F. Kennedy υποδέχεται τον Antoine Gizenga στον Λευκό Οίκο.

Στις αρχές του 1961, υπό τη σκιά της δολοφονίας του Lumumba, το Συμβούλιο Ασφαλείας συνεδρίασε εκ νέου. Από εκείνο το σημείο και πέρα η κρίση προσέλαβε νέα τροπή, καθώς εγκαινιάστηκε μία πιο αποφασιστική πολιτική που, με τη σειρά της, οδήγησε στην ανάληψη στρατιωτικής δράσης για τον τερματισμό της απόσχισης της Κατάνγκα. Στις 21 Φεβρουαρίου το Συμβούλιο Ασφαλείας υιοθέτησε το ψήφισμα 161 όπου, υπό τον φόβο του εμφυλίου, καλούσε στη λήψη μέτρων που θα απομάκρυναν όλους τους Βέλγους και άλλους ξένους στρατιωτικούς, παραστρατιωτικούς και «τεχνικούς συμβούλους» (που συχνά σήμαινε λευκούς μισθοφόρους) από το Κονγκό και θα ξεκινούσε η διερεύνηση της δολοφονίας του Lumumba.

Το κείμενο αλλά και η γενικότερη στάση που είχε τηρήσει ο ΟΗΕ δεν έδειχναν, ωστόσο, ιδιαίτερη αποφασιστικότητα, τουλάχιστον σε αρχική κλίμακα. Ο Βέλγος υπουργός Εξωτερικών Pierre Wigny εξέφρασε αργότερα- με έκδηλο σαρκασμό- την ικανοποίησή του, καθώς υποδεικνυόταν στο Βέλγιο με «αυτόν τον σουηδικό τρόπο που τόσο εκτιμώ» ότι οι Βέλγοι τεχνικοί έπρεπε να αποχωρήσουν.18 Ήταν εμφανές πως το ψήφισμα του Φεβρουαρίου είχε θεωρηθεί από τους Ευρωπαίους ότι είχε προχωρήσει πιο μακριά απ’ όσο έπρεπε. Αντιδρώντας στη νέα αμερικανική πολιτική, οι Βέλγοι είχαν αντιταχθεί ειδικά στα άρθρα που καλούσαν στην αποχώρηση των στρατιωτικών και «πολιτικών συμβούλων» τους από τη χώρα, ενώ η παρουσία των στρατευμάτων του ΟΗΕ θεωρούνταν καταστροφική για τα βελγικά συμφέροντα.19 Η βελγική κυβέρνηση, μάλιστα, απειλούσε με αποχώρηση από το ΝΑΤΟ.20 Αλλά και η κεντρική κυβέρνηση του Κονγκό, υπό τον πρόεδρο Kasavubu, δεν υποδέχθηκε καλύτερα το ψήφισμα, το οποίο ερμήνευσε ως παραβίαση της εθνικής κυριαρχίας.21

Οι δυνάμεις του ΟΗΕ εναντίον της Κατάνγκα

Μετά από μία μακρά περίοδο διαβουλεύσεων μεταξύ των μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας που διήρκεσε περισσότερο από έναν χρόνο, το καλοκαίρι του 1961 ο ΟΗΕ ανέλαβε πιο δυναμική δράση εναντίον του Tshombe. Στις 28 Αυγούστου του 1961 η ειρηνευτική αποστολή του ΟΗΕ ONUC (Opération des Nations Unies au Congo) πραγματοποίησε την πρώτη επιχείρηση εναντίον της Κατάνγκα, την Operation Rumpunch, η οποία είχε ως στόχο να προσφέρει τη δυνατότητα στην κεντρική κυβέρνηση να αφοπλίσει τον στρατό της Κατάνγκα, να εκδιώξει τον Tshombe και να τερματίσει την απόσχιση. Κατά την επιχείρηση, 338 μισθοφόροι και 443 σύμβουλοι συνελήφθησαν προκαλώντας σοκ στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Βέλγιο και τη Βρετανία.

Οι αποσχίσεις των επαρχιών Κατάνγκα και Κασάι.

Παρ΄ όλα αυτά η επιχείρηση ήταν αναποτελεσματική και προκάλεσε τις αντιδράσεις των Βρετανών και την οργή των ιθυνόντων της Κατάνγκα, που επιτίθεντο στον ΟΗΕ. Λίγες εβδομάδες αργότερα, στις 13 Σεπτεμβρίου, αποφασίστηκε η διεξαγωγή μίας ακόμα απόπειρας των Ηνωμένων Εθνών να δοθεί τέλος στην απόσχιση της Κατάνγκα. Επρόκειτο για την Επιχείρηση Morthor, η οποία είχε μάλιστα σχεδιαστεί υπό τον φόβο να στραφεί η χωροφυλακή της Κατάνγκα εναντίον του ευρωπαϊκού πληθυσμού ως αντίποινα. Η επιχείρηση, που δεν έχαιρε ευρείας υποστήριξης από τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, στέφθηκε και αυτή με αποτυχία, καθώς οι δυνάμεις του ΟΗΕ είχαν δεχθεί αποφασιστικά πλήγματα από την αεροπορία της Κατάνγκα και Ευρωπαίους μισθοφόρους που είχαν στελεχώσει τις δυνάμεις της επαρχίας από γειτονικά κράτη. Παράλληλα, η πλειοψηφία των μελών της κυβέρνησης Tshombe, για τους οποίους είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης, είχε καταφέρει να διαφύγει, ενόσω οι συγκρούσεις συνεχίζονταν επί οχτώ ημέρες. Επιπρόσθετα, ένα τάγμα Ιρλανδών αιχμαλωτίστηκε στην περιοχή Jadotville από τις δυνάμεις του Tshombe- γεγονός που έμεινε γνωστό στην ιστορία ως Πολιορκία της Jadotville και αποτέλεσε πηγή ντροπής για τον ΟΗΕ. Το επεισόδιο αυτό έχει πρόσφατα πραγματευθεί και μια αξιόλογη κινηματογραφική ταινία.22

Ιρλανδοί κυανόκρανοι στη διάρκεια της πολιορκίας της Jadotville.

Η ανάληψη πιο αποφασιστικής δράσης από τον ΟΗΕ, που θα επέβαλε τελικά τα αρχικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας καθυστερούσε. Εντός της πρώτης ημέρας από την έναρξη της Morthor, η Βρετανία είχε απειλήσει να αποσύρει πλήρως την υποστήριξή της αν ο Hammarskjold δεν κατάφερνε να παράσχει μία πειστική εξήγηση για το τι είχε συμβεί στην Κατάνγκα ή, έστω, διαβεβαιώσεις για τον άμεσο τερματισμό των εχθροπραξιών.23 Οι Βρετανοί κατηγορούσαν τον γενικό γραμματέα ότι είχε αθετήσει τον λόγο του για μη χρήση βίας, ενώ οι Βέλγοι υποστήριζαν ότι είχαν λάβει και εκείνοι παρόμοιες διαβεβαιώσεις. Υπήρχε όμως και μία άλλη διάσταση. Όπως γράφει ο ιστορικός John Kent, η ασυμβατότητα μεταξύ της υποστήριξης του ΟΗΕ προκειμένου να επιτευχθούν οι αμερικανικοί καπιταλιστικοί στόχοι σε ένα ενοποιημένο Κονγκό αφ’ ενός, και του μη τερματισμού της απόσχισης προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι καπιταλιστικοί στόχοι των Ευρωπαίων, αφ’ ετέρου, γινόταν ολοένα και πιο έντονη. Σε κάθε περίπτωση, και παρά τις έντονες ανησυχίες του, το State Department συνέχιζε να υποστηρίζει το έργο των Ηνωμένων Εθνών στο Κονγκό, κάτι που όξυνε περαιτέρω τις σχέσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Λονδίνου, αλλά και του τελευταίου με τον ΟΗΕ, καθώς ο τρόπος με τον οποίον προσλάμβαναν εκατέρωθεν τα ψηφίσματα του οργανισμού και την εφαρμογή τους διέφερε ριζικά. Απεναντίας, το αφροασιατικό μέτωπο τήρησε μία εξαιρετικά θετική στάση έναντι της επιχείρησης Morthor, καθώς αποτελούσε ένα σημαντικό βήμα για την επανένωση του Κονγκό.24 Το αδιέξοδο, στο οποίο είχε περιέλθει η κατάσταση επιχείρησε να λύσει ο γενικός γραμματέας προσωπικά. Στις 18 Σεπτεμβρίου 1961, ο Hammarskjold ξεκίνησε με προορισμό το Κονγκό προκειμένου να διαπραγματευτεί την κατάπαυση του πυρός μεταξύ της ONUC και των δυνάμεων του Tshombe στην Κατάνγκα. Το αεροπλάνο του κατέπεσε κοντά στη Ντόλα, στη Βόρεια Ροδεσία (σημερινή Ζάμπια), οδηγώντας στον θάνατο του ίδιο και το πλήρωμα. Τα αίτια του αεροπορικού δυστυχήματος παραμένουν μέχρι σήμερα ανεξιχνίαστα.

Dag Hammarskjold.
Τα συντρίμμια του αεροσκάφους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

The Mysterious Death of a UN Secretary-General

Τον Ιούνιο του 1962, το Κονγκό συμπλήρωσε δύο χρόνια ανεξαρτησίας και λίγο αργότερα η Κατάνγκα γιόρτασε τη δική της επέτειο. Στο μεταξύ, ελάχιστη πρόοδος είχε σημειωθεί στο ζήτημα του τερματισμού της απόσχισης, καθώς δεν είχε βρεθεί τρόπος να καμφθεί η αδιαλλαξία του Tshombe. Το αδιέξοδο προβλημάτιζε ιδιαίτερα τους Αμερικανούς, καθώς εξαιτίας της στασιμότητας, ο Adoula θα μπορούσε να αντικατασταθεί από έναν φιλοσοβιετικό ριζοσπάστη. Ταυτόχρονα, το αμερικανικό γόητρο θα υφίστατο σημαντικό πλήγμα σε περίπτωση που οι Σοβιετικοί αποκτούσαν και πάλι ερείσματα στη χώρα, ενώ την ίδια στιγμή οι διαθέσιμοι πόροι για την αποστολή των Ηνωμένων Εθνών εξαντλούνταν.

Τον Αύγουστο, ο νέος γενικός γραμματέας του ΟΗΕ U-Thant, υπό το βάρος του αυξανόμενου οικονομικού και πολιτικού κόστους που γινόταν αντιληπτό τόσο στον ΟΗΕ όσο και στο State Department, παρουσίασε ένα σχέδιο οριστικού τερματισμού της απόσχισης της Κατάνγκα. Το τελευταίο προέβλεπε την παροχή φόρων της UMHK όχι μόνο στην Κατάνγκα, αλλά και στην κεντρική κυβέρνηση της χώρας, ενώ η χωροφυλακή της επαρχίας θα ενσωματωνόταν στον εθνικό στρατό ANC. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρόσφεραν υποστήριξη στον Adoula, ενισχύοντάς τον έναντι των αντιστάσεων του Tshombe. Παράλληλα, προβλέπονταν οικονομικές κυρώσεις μέσω μποϋκοτάζ σε συγκεκριμένα προϊόντα της Κατάνγκα. Η αμερικανική οικονομική επίθεση στην Κατάνγκα προκάλεσε τις αντιδράσεις των Ευρωπαίων, όπως της Βρετανίας, του Βελγίου, της Γαλλίας και της Γερμανίας, ενώ ο Γερμανός καγκελάριος Konrad Adenauer κατηγορούσε τους Αμερικανούς ότι προσπαθούσαν «να μειώσουν τον ρόλο των Ευρωπαίων στη σκοτεινή ήπειρο».25

Παρ’ όλα αυτά, το φθινόπωρο του 1962 ο U-Thant ήταν αποφασισμένος να εφαρμόσει το σχέδιό του και να προχωρήσει στον τερματισμό της απόσχισης στην Κατάνγκα, ενώ, παρά τις βρετανικές αντιδράσεις, ο Kennedy δεν ήταν πρόθυμος να εμποδίσει τον γενικό γραμματέα.26 Στις 24 Δεκεμβρίου 1962 σημειώθηκαν νέες συγκρούσεις μεταξύ των δυνάμεων της Κατάνγκα και των στρατευμάτων του ΟΗΕ κοντά στην Elisabethville. Ο ΟΗΕ πραγματοποίησε τελικά την επιχείρηση Grandslam, καταλαμβάνοντας την επαρχία και εξαναγκάζοντας τον Tshombe σε φυγή.

Τελικά, η απόσχιση της Κατάνγκα τερματίστηκε τον Ιανουάριο του 1963, ως αποτέλεσμα μίας πιο ενεργού πολιτικής που είχε εγκαινιάσει ο Αμερικανός Πρόεδρος John F. Kennedy με την άνοδό του στην εξουσία το 1961 και ο Tshombe διέφυγε στο εξωτερικό, για να επιστρέψει τον Ιούλιο του 1964 ως νέος πρωθυπουργός της χώρας. Μετά τις εκλογές του 1965, ο Tshombe σχημάτισε κυβέρνηση συνεργασίας, για να εκδιωχθεί τον Οκτώβριο του ίδιου έτους από τον πρόεδρο Kasavubu. Ένα μήνα αργότερα, ο ίδιος ο Kasavubu ανατράπηκε με στρατιωτικό πραξικόπημα που είχε σχεδιάσει ο στρατηγός Joseph-Désiré Mobutu, και ο οποίος έμελλε να καταγραφεί από την ιστορία ως ένας από τους πιο στυγνούς δικτάτορες της Αφρικής.

Joseph-Désiré Mobutu Sese Seko.

Συμπεράσματα

Η κρίση του Κονγκό, έτσι όπως ξέσπασε το 1960 και εξελίχθηκε στα επόμενα χρόνια, ήγειρε μια σειρά από καινοφανείς προκλήσεις για το διεθνές σύστημα και ειδικά για την Αφρική που όδευε προς την ανεξαρτησία, έχοντας παράλληλα να αναμετρηθεί με την επιβίωση των ρατσιστικών καθεστώτων στο νότο (πορτογαλικές αποικίες, Νότια Αφρική και σύντομα το ρατσιστικό καθεστώς της Ροδεσίας).

Πρώτα, ανέκυπτε το πρόβλημα της διατήρησης της εδαφικής ακεραιότητας των χωρών της ηπείρου που αποκτούσαν την ανεξαρτησία τους. Οι πρώην ευρωπαϊκές αποικίες στην Αφρική δεν διέθεταν κατά κανόνα συμπαγείς εθνοτικά πληθυσμούς, δεν διέθεταν δηλαδή εθνικό κορμό. Αποτελούσαν την ανάδυση ως «έθνη-κράτη» περιοχών που οι Ευρωπαίοι είχαν διαμοιράσει μεταξύ τους χωρίς μέριμνα για την ομοιογένεια του πληθυσμού τους και συγκέντρωναν διαφορετικά τμήματα φυλών, συχνά ευρισκόμενα σε αντιπαλότητα μεταξύ τους. Το ερώτημα ήταν: θα μπορούσε ένα τέτοιο νέο κράτος να οδηγηθεί στη διάλυση; Είναι φανερό ότι η προοπτική αντιμετωπίστηκε με μεγάλη εχθρότητα από τις υπόλοιπες αφρικανικές χώρες που αποκτούσαν την ανεξαρτησία τους. Η βίαιη κατάπνιξη της εξέγερσης της Κατάνγκα ακολουθήθηκε από την εξ ίσου, αν όχι και περισσότερο, βίαιη αντιμετώπιση της εξέγερσης της Μπιάφρα στη Νιγηρία στα τέλη της ίδιας δεκαετίας. Το Κονγκό είχε, έτσι, εγείρει το μείζον ερώτημα της νομιμοποίησης μιας βίαιης απόσχισης στον μεταπολεμικό διεθνές σύστημα.

Δεύτερον, η ανεξαρτητοποίηση και η κρίση του Κονγκό αμέσως μετά, σε συνδυασμό με τις επεκτεινόμενες φιλοδοξίες της ΕΣΣΔ του Nikita Khrushchev στον Τρίτο Κόσμο, έφερνε στο προσκήνιο ένα στρατηγικό φόβο των Δυτικών: εκείνον της «σοβιετικής διείσδυσης» στην περιφέρεια, ειδικά στην Αφρική και ακόμη ειδικότερα σε περιοχές που διέθεταν ορυκτό πλούτο και πρώτες ύλες στρατηγικής σημασίας. Ως το 1960, οι ΗΠΑ διέκειντο ευμενώς έναντι των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, οσάκις αυτά δεν ελέγχονταν από κομμουνιστική ηγεσία. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τις περιπτώσεις της Ινδίας, της Ινδονησίας, της Αλγερίας, ακόμη και της Κύπρου. Μόνον όταν το αντιαποικιακό κίνημα βρισκόταν υπό κομμουνιστική καθοδήγηση, τάσσονταν οι ΗΠΑ υπέρ της αποικιακής δύναμης, όπως είχε συμβεί στην Ινδοκίνα και στη Μαλαισία. Τώρα όμως το πρόβλημα επρόκειτο να εμφανιστεί με διαφορετικούς όρους. Τι θα συνέβαινε αν, λόγω των εσωτερικών συγκρούσεων, αποκτούσαν εκ των υστέρων οι Σοβιετικοί πρόσβαση σε τέτοιες χώρες; Πόσο ασφαλής ήταν ο δυτικός έλεγχος της περιφέρειας; Το Κονγκό, επομένως, μετατράπηκε σε ένα (ίσως το πρώτο) ψυχροπολεμικό πεδίο μάχης στην υποσαχάρια Αφρική, όπου οι δύο επιρροές, δυτική και σοβιετική, αντιπαρατέθηκαν με ένταση και εκτός κάθε ορίου.

Τρίτον, σύντομα μετά την έναρξη του εμφυλίου και της ξένης επέμβασης στο Κονγκό, το μέλλον του τελευταίου θα συμπλεκόταν με τη νέα στρατηγική του «εκσυγχρονισμού» (modernization) του Τρίτου Κόσμου, την οποία προωθούσε η αμερικανική κυβέρνηση του John Kennedy από το 1961 και κατόπιν. Υπήρχε δίοδος ώστε με μια σταδιακή μεταρρυθμιστική πολιτική, να διατηρήσει η Δύση τη φιλία και συνεργασία αυτών των νέων κρατών; Οι εξελίξεις στο Κονγκό (όπως και στο Βιετνάμ λίγο αργότερα) δεν αποδείχθηκαν ιδιαίτερα θετικές για την αμερικανική εικόνα στον Τρίτο Κόσμο.

Τέταρτον, η εξ αρχής ανάμιξη του ΟΗΕ στην κρίση του Κονγκό έθετε και το θέμα των δικών του εξουσιών και αρμοδιοτήτων; Ο γενικός γραμματέας Hammarskjöld προσπάθησε να αναβιβάσει τον ΟΗΕ σε κέντρο λήψης αποφάσεων, δηλαδή περίπου σε αυτόνομο δρώντα στη διεθνή σκηνή; Ήταν αυτό αποδεκτό από τα κράτη-μέλη, ιδίως τις Μεγάλες Δυνάμεις; Η νομική φύση του ΟΗΕ ως διακυβερνητικού οργανισμού θα συνεπαγόταν ότι δεν ήταν.

Τα διακυβεύματα της κρίσης ήταν πολλά και αλληλοδιαπλεκόμενα. Το Κονγκό του 1960-64 δεν αποτελούσε μια από τις «μείζονες» ψυχροπολεμικές αναμετρήσεις – σε σύγκριση τουλάχιστον με την ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου το 1961 πόσο μάλλον με την κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962 ή με τον πόλεμο του Βιετνάμ από το 1964 και μετά. Ωστόσο, η κρίση του Κονγκό αφορούσε την δομή του διεθνούς συστήματος, σε ένα από τα πιο καινοφανή τμήματά του, τον αναδυόμενο Τρίτο Κόσμο.

Ο Αναστάσιος Πανουτσόπουλος, είναι Διδάκτωρ Ιστορίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Τζόζεφ Κόνραντ, Η Καρδιά του Σκότους, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 1999, μτφ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου.
  2. Arthur Conan Doyle, The Crime of the Congo, εκδ. Hutchinson & , Λονδίνο 1909 (4η έκδοση), σ. 3.
  3. Edmund Dene Morel, King Leopold’s Rule in Africa, εκδ. W Heinemann, Λονδίνο 1904, σ. xii.
  4. Crawford Young, Politics in the Congo, Decolonization and Independence, εκδ. Princeton University Press, Νιου Τζέρζι 1965, σσ. 279-281.
  5. A. A. J. Van Bilsen, «Some Aspects of the Congo Problem», ό.π.
  6. Jef Van Bilsen, Pour un plan de trente ans de l’ émancipation politique de l’Afrique belge. In : Revue nouvelle, Février 1956.
  7. A. A. J. Van Bilsen, «Some Aspects of the Congo Problem, International Affairs» (Royal Institute of International Affairs 1944-), Vol.38, No. 1 (January 1962), pp. 41-51.
  8. Για την « νεοαποικιοκρατική » πτυχή του ζητήματος βλ. John Kent (2017) The Neo-colonialism of Decolonisation: Katangan Secession and the Bringing of the Cold War to the Congo, The Journal of Imperial and Commonwealth History, 45:1, 93-130.
  9. «Ο Γενικός Γραμματέας μπορεί να επιστήσει την προσοχή του Συμβουλίου Ασφαλείας σε ζητήματα που κατά τη γνώμη του μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας», Καταστατικός Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών και Καταστατικό του Διεθνούς Δικαστηρίου, Κεφάλαιο 15, Άρθρο 99, https://digitallibrary.un.org/record/1318132, 15 Απριλίου 2021.
  10. UNSC, Letter Dated 13 July 1960 from the Secretary- General Addressed to the President of the Security Council, 13 Ιουλίου 1960, UN Doc. S/4381.
  11. UNSC Res 143 (14 Ιουλίου 1960) UN Doc S/4387(1960).
  12. UNSC, Security Council Official Records, Fifteenth Year, 873rd Meeting, 13/14 Ιουλίου 1960, UN Doc. S/PV.873, σ. 6.
  13. Ό.π, σ. 14.
  14. Ό.π, σ. 18.
  15. Ludo De Witte, The Assassination of Lumumba, εκδ. Verso, Λονδίνο – Νέα Υόρκη 2002, σ. 154.
  16. Emmanouel Gerard, Bruce Kuklick, Death in the Congo, Murdering Patrice Lumumba, εκδ. Harvard University Press, Καίμπρητζ 2015.
  17. Robert Rakove, Kennedy, Johnson, and the Nonaligned World, εκδ. Cambridge University Press, Νέα Υόρκη 2014, σ. 101.
  18. Belgium and the Congo”, Pierre Wigny, International Affairs (Royal Institute of International Affairs 1944-), 37, No.3 (Jul. 1961), pp. 273-284, σ. 279.
  19. Alanna O’ Malley, The diplomacy of decolonisation: America, Britain and the United Nations during the Congo crisis 1960-1964, εκδ. Manchester University Press, Μάντσεστερ 2019, σ. 79.
  20. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο Αβέρωφ θα έγραφε, λίγο υπερβολικά, ότι ήταν αυτός που είχε αποτρέψει τη αποχώρηση ων Βέλγων από τη συμμαχία: «Μνημόνιον Συνδιαλέξεως ΥΕΘΑ Ευ. Αβέρωφ με Γ.Γ ΝΑΤΟ Λουνς», 16 Ιουνίου 1974, ΠΑΕΑ 24/3.
  21. O’ Malley, ό.π, σ. 79.
  22. Richie Smith (σκηνοθ.), The Siege of Jadotville (Netflix, 2016).
  23. O’ Malley, ό.π, σσ. 95-100.
  24. John Kent, America, the UN and Decolonisation, Cold War conflict in the Congo, Routledge, εκδ. LSE International Studies Series, Νέα Υόρκη 2011, σσ.62-64 και 101.
  25. O’ Malley, ό.π, σσ. 144-145.
  26. O’ Malley, ό.π, σ. 154.