Skip to main content

Γεράσιμος Αλεξάτος: Οι Έλληνες του Γκαίρλιτς 1916 – 1919

Γεράσιμος Αλεξάτος

Οι Έλληνες του Γκαίρλιτς 1916 – 1919

 

Το καλοκαίρι του 1916 ‒μεσούντος του Μεγάλου Πολέμου‒ 7.000 Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί του Δ΄ Σώματος Στρατού –με έδρα την Καβάλα- μεταφέρθηκαν με δέκα αμαξοστοιχίες στη μικρή αλλά ιστορική πόλη της πάλαι ποτέ πρωσικής επαρχίας της Σιλεσίας το Γκαίρλιτς (Γκέρλιτς, Görlitz). Φθάνοντας εκεί ύστερα από ένα εξουθενωτικό ταξίδι δώδεκα ημερών, οι ταλαιπωρημένοι και ανίδεοι στρατιώτες έγιναν αντικείμενο μιας εντυπωσιακά οργανωμένης παλλαϊκής υποδοχής, που δεν επρόκειτο να ξεχάσουν σε όλη τους τη ζωή: στον σιδηροδρομικό σταθμό τους ανέμεναν σύσσωμες οι πολιτικές και στρατιωτικές αρχές της πόλης με επικεφαλής τον υπασπιστή του Κάιζερ, στρατιωτικά αγήματα και μπάντες που παιάνιζαν τον ελληνικό εθνικό ύμνο και χιλιάδες λαού, ενώ στην πύλη του ανακαινισμένου στρατοπέδου είχε αναρτηθεί στα ελληνικά μια μεγάλη, πλαισιωμένη από γιρλάντες επιγραφή: «ΧΑΙΡΕΤΕ».

Όμως, κατά μια παράδοξη ιστορική σύμπτωση, οι σχέσεις του Γκαίρλιτς με την Ελλάδα και τη νεότερη ιστορία της δεν σταματούν εκεί. Το 1949, μετά το τέλος του Εμφύλιου Πολέμου στην Ελλάδα, 14.000 πολιτικοί πρόσφυγες μαζί με τα παιδιά τους, κατέφυγαν στην ίδια ακριβώς πόλη. Το Γκαίρλιτς εν τω μεταξύ μετά το 1945 είχε διχοτομηθεί και οι ανατολικές συνοικίες του –εκεί όπου 30 χρόνια νωρίτερα βρισκόταν το ελληνικό στρατόπεδο‒ είχαν παραχωρηθεί στην Πολωνία με το όνομα Ζγκοζέλετς (Zgorzelec). Έτσι στη χωρισμένη στα δύο πόλη βρέθηκαν στις απέναντι όχθες του συνοριακού πλέον ποταμού Νάισε, Έλληνες δύο διαφορετικών γενεών –θύματα των μεγάλων συγκρούσεων του πρώτου μισού του 20ού αιώνα‒ που για πολλά χρόνια ούτε καν υποψιάζονταν την ύπαρξη συμπατριωτών τους στην αντίπερα όχθη.

Η είσοδος του στρατοπέδου του Γκαίρλιτς

Τα γεγονότα της Μακεδονίας

Τι είχε συμβεί το μοιραίο εκείνο καλοκαίρι στην Ανατολική Μακεδονία τρία μόλις χρόνια μετά την απελευθέρωσή της, πριν από τη σχεδόν αμαχητί εγκατάλειψή της στους συμμάχους των Γερμανών Βουλγάρους; Όλα ξεκίνησαν στις 18 Αυγούστου 1916, όταν βουλγαρικός στρατός, έχοντας εξασφαλίσει το πράσινο φως των Γερμανών συμμάχων του, εισέβαλε αιφνιδιαστικά στην Ανατολική Μακεδονία, με στόχο να περιορίσει–όπως διατεινόταν- τις κινήσεις των εχθρικών δυνάμεων του αντίπαλου στρατοπέδου, της  Αντάντ, που από έτους ήδη είχαν εγκατασταθεί στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Στην Αθήνα εκείνη την εποχή ο εκλεγμένος πρωθυπουργός  Ελευθέριος Βενιζέλος, από παλιά προσανατολισμένος προς τις «προστάτιδες δυνάμεις» της χώρας, είχε αποπεμφθεί από τα Ανάκτορα, επειδή είχε ταχθεί υπέρ της συμμετοχής της χώρας στον πόλεμο στο πλευρό των δυτικών συμμάχων της Αντάντ. Στην εξουσία ήταν η φιλοβασιλική παράταξη, η οποία αντιθέτως προέκρινε την πολιτική της ευνοϊκής προς τη Γερμανία και του συμμάχους της ουδετερότητας. Επικεφαλής της ήταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, απόφοιτος της Στρατιωτικής Ακαδημίας του Βερολίνου και γυναικαδελφός του Γερμανού αυτοκράτορα Γουλιέλμου (είχε παντρευτεί την αδελφή του Σοφία). Ηταν η απαρχή του Εθνικού Διχασμού.  Μόλις, λοιπόν, αμέσως μετά την εισβολή των Βουλγάρων, το Βερολίνο έδωσε επίσημες διαβεβαιώσεις[1] περί σεβασμού της ελληνικής κυριαρχίας και ακεραιότητας, υποσχόμενο ότι θα έφηνε άθικτες τις τρεις μεγαλύτερες πόλεις (Σέρρες, Δράμα, Καβάλα), το γερμανόφιλο κωνσταντινικό περιβάλλον καθησύχασε. Έτσι, το εκεί εγκατεστημένο και αποκομμένο από την υπόλοιπη Ελλάδα Δ΄ Σώμα Στρατού, αποδυναμωμένο μετά την επιβληθείσα από την Αντάντ αποστράτευση των  εφεδρειών του και με απούσα όλη την ανώτατη ηγεσία του (!), διατάχθηκε από το εθνικό κέντρο να μην προβάλει αντίσταση και  εγκαταλείποντας αμαχητί τα συνοριακά οχυρά, να αποσυρθεί στις έδρες των μεραρχιών του. Όταν οι ραγδαίες αυτές και απρόσμενες εξελίξεις έγιναν γνωστές στην Ελλάδα προκάλεσαν θύελλα αγανάκτησης, με αποτέλεσμα να εκδηλωθεί εσπευσμένα το φιλοβενιζελικό κίνημα της «Εθνικής Αμύνης» στη Θεσσαλονίκη και να αποκτήσει ο Εθνικός Διχασμός και γεωγραφική διάσταση.

Βούλγαροι στρατιώτες στο κάστρο της Καβάλας το 1917 (Πηγή: Imperial War Museum – Q 86239).

Τα γεγονότα όμως δεν εξελίχθηκαν σύμφωνα με τις βασιλικές προσδοκίες. Από την πρώτη στιγμή έγινε με οδυνηρό τρόπο αντιληπτό από τους κατοίκους και τους υπερασπιστές της περιοχής, ότι ο πραγματικός στόχος των εισβολέων δεν ήταν άλλος από την αιχμαλωσία του στρατού, την εκδίωξη του ελληνικού πληθυσμού και των τοπικών αρχών και τη μόνιμη εγκατάσταση τους σε μακεδονικά εδάφη[2]. Ο ασκών χρέη διοικητού του Σώματος συνταγματάρχης Ιωάννης Χατζόπουλος, με καθημερινές εκκλήσεις προς το κέντρο, αναζητούσε απεγνωσμένα τρόπους για να οργανώσει εκ των ενόντων την άμυνα και να εξασφαλίσει τρόφιμα στους στρατιώτες και τους κατοίκους, που πανικόβλητοι συνέρρεαν στην Καβάλα εγκαταλείποντας τις εστίες τους. Η Αθήνα όμως κώφευε προκλητικά. Η κατάσταση εν τω μεταξύ διαρκώς χειροτέρευε και ο κλοιός γύρω από την Καβάλα ήταν ασφυκτικός.

Η αιφνιδιαστική αυτή σκλήρυνση της βουλγαρικής στάσης δεν ήταν τυχαία. Οφειλόταν στην αλλαγή της στρατιωτικής ηγεσίας στο Βερολίνο και στην ανάληψη καθηκόντων από τους Χίντενμπουργκ και Λούντεντορφ. Το νέο πανίσχυρο επιτελείο θεωρούσε πλέον την Ελλάδα «χαμένη υπόθεση», δίνοντας το πράσινο φως για την κατάληψη της Καβάλας, αδιαφορώντας για τις προ τριών μόλις εβδομάδων παρασχεθείσες εγγυήσεις.[3] Πίεζαν τώρα αφόρητα τον Χατζόπουλο να εγκαταλείψει πάραυτα την πόλη, χωρίς καν να του επιτραπεί να συνεννοηθεί με τους προϊσταμένους του στην Αθήνα, απειλώντας ότι «σε περίπτωση άρνησης» θα ανοίγετο «αμέσως πυρ εναντίον της Καβάλας[4]».΄Οταν και από το άλλο στρατόπεδο οι εγκατεστημένοι στην απέναντι Θάσο Σύμμαχοι, απέκλεισαν το λιμάνι της Καβάλας και κατάσχεσαν την πιο κρίσιμη στιγμή -«για να μην πέσει στα χέρια του εχθρού»- τον μοναδικό ασύρματο της ελληνικής διοίκησης, η  θέση του πλήρως αποκομμένου Έλληνα διοικητή γινόταν τραγική. Τότε, για να αποφευχθεί πάση θυσία η επώδυνη και ατιμωτική  βουλγαρική αιχμαλωσία, απευθύνθηκε αυτοβούλως στον Γερμανό αρχιστράτηγο, ζητώντας τη μεταφορά του στρατού μαζί με τον οπλισμό του στη Γερμανία, όπου και θα παρέμενε ως ουδέτερο μέχρι το τέλος του πολέμου. Ταυτόχρονα, ύστερα από ομόφωνη απόφαση του πολεμικού συμβουλίου του Σώματος, επικοινώνησε και με τον στόλο των Αγγλογάλλων, ζητώντας την παράδοση στους Συμμάχους, θέτοντας όμως ως  προϋπόθεση –καθότι φιλομοναρχικός ο ίδιος- να μεταφερθούν οι μονάδες του σε λιμάνι της υπό κωνσταντινικό έλεγχο Παλαιάς Ελλάδας.[5]  Και ενώ οι μονάδες ήταν παραταγμένες στο λιμάνι της Καβάλας έχοντας εντολή επιβίβασης στα βρετανικά πλοία, την τελευταία στιγμή η επιχείρηση ματαιώθηκε εξ αιτίας της επιμονής των  Βρετανών πλοιάρχων να επιτρέπουν την αναχώρηση μόνο σε φιλοβενιζελικούς εθελοντές, απαγορεύοντας την επιβίβαση ακόμα και στον ίδιο τον σωματάρχη.[6] Ο φιλοβασιλικός Χατζόπουλος, ευρισκόμενος μπροστά στο δίλημμα να προσχωρήσει παρά τη θέλησή του στο κίνημα της Θεσσαλονίκης ή να παραδοθεί στους Γερμανούς, με ευνοικούς έστω όρους, προτίμησε το δεύτερο.Μετά τη θετική απάντηση του Γερμανού στρατάρχη, ξεκινούσε υπό αφόρητη χρονική πίεση – «για να μην υπάρξει περιθώριο επικοινωνίας»[7] η πορεία των μονάδων προς τη Δράμα, τον πρώτο σταθμό του μεγάλου ταξιδιού. Τη ίδια στιγμή η Αθήνα –ειδοποιημένη από τους Άγγλους- ξυπνούσε από τον λήθαργο και φοβούμενη εσωτερικές και διεθνείς επιπτώσεις διέτασσε, μέσω των Βρετανών, τη μεταγωγή των δυνάμεων στον Βόλο. Ήταν όμως, σύμφωνα με τον Χατζόπουλο, πολύ αργά. Η πορεία επρόκειτο άμεσα να ξεκινήσει.[8]

Οι στρατηγοί Χίντενμπουργκ και Λούντεντορφ.

Και ενώ οι 7000 στρατιωτικοί μεταφέρονταν εκόντες άκοντες ως «αιχμάλωτοι-φιλοξενούμενοι» στο στρατόπεδο του Γκαίρλιτς στη Γερμανία, στο εσωτερικό της χώρας ο διχασμός περνούσε σε παροξυντική φάση: Η Ελλάδα με την προσωρινή κυβέρνηση των Αμυνιτών της Θεσσαλονίκης κοβόταν στα δύο, τη στιγμή που οι κάτοικοι της Ανατολικής Μακεδονίας –όσοι δεν είχαν προλάβει να διαφύγουν με δικά τους μέσα στη Θάσο- εγκαταλείπονταν ανυπεράσπιστοι στο έλεος του εισβολέα. Για τα επόμενα δύο χρόνια θα είναι τα μεγάλα τραγικά θύματα της σωρείας των θλιβερών αποφάσεων των τότε κυβερνώντων.[9]

 

Ελληνογερμανική συνάντηση με συνέπειες

Η μεταφορά σε γερμανικό έδαφος ενός σημαντικού τμήματος του στρατού μιας ουδέτερης χώρας προκάλεσε τον αποτροπιασμό της Αντάντ και του ουδέτερου κόσμου, ενώ έγινε φυσικά αποδεκτή με διθυραμβικά σχόλια από το σύνολο του γερμανικού Τύπου. Η πρόταση του Χατζόπουλου τούς παρείχε ένα πολύτιμο πλεονέκτημα στον αμείλικτο πόλεμο της προπαγάνδας: μπορούσαν τώρα, τελείως ανέλπιστα, να εμφανίσουν τον εξαναγκασμό σε παράδοση ενός ουδέτερου στρατεύματος –και μάλιστα με φιλικώς προς τη Γερμανία προσκείμενη ηγεσία- ως γενναιόδωρη παραχώρηση «προστασίας» και «φιλοξενίας». Ο Λούντεντορφ- παρά την εκφρασμένη αντίθετη επιθυμία του Χατζόπουλου- έδωσε διαταγή για επίσημη παλλαϊκή υποδοχή. «Οι Έλληνες δεν θα πρέπει να έχουν την αίσθηση ότι είναι αιχμάλωτοι», έγραφε σε αναφορά του, «προκειμένου να διαδοθεί στην Ελλάδα κατανόηση και συμπάθεια για τη γερμανική υπόθεση».[10] Εντούτοις, στην πραγματικότητα, η εκεί παραμονή των Ελλήνων δεν έπαυσε να αποτελεί ένα είδος ιδιότυπης αιχμαλωσίας, καθώς σε κανέναν και για οποιονδήποτε λόγο δεν επετράπη να εγκαταλείψει το γερμανικό έδαφος καθ΄όλη τη διάρκεια του πολέμου.

Η τύχη το έφερε η ακούσια άφιξη χιλιάδων στρατευμένων να είναι η πρώτη στην ιστορία μαζική συνάντηση Ελλήνων και Γερμανών επί γερμανικού εδάφους. Με γνήσιο ενθουσιασμό υποδέχτηκαν τη χαρμόσυνη είδηση οι ισχυροί τότε κύκλοι των φιλελλήνων. «Ο πόλεμος έφερε την Ελλάδα αιφνίδια και ορμητικά στο επίκεντρο του γερμανικού ενδιαφέροντος»,[11] διαπίστωνε ο γνωστός τότε καθηγητής Άουγκουστ Χάιζενμπεργκ, πυροδοτώντας την αναβίωση ενός -βραχύβιου έστω- κλίματος φιλελληνισμού, έναν πραγματικό «μήνα του μέλιτος» στις ελληνογερμανικές σχέσεις.

H άφιξη του Δ΄ Σώματος Στρατού στον σιδηροδρομικό σταθμό του Γκαίρλιτς (αρχείο Γερ. Αλεξάτου).

Μεταξύ άλλων έκανε την εμφάνισή της και η πρώτη ημιεπίσημη οδηγία  – με τον ενδεικτικό τίτλο «Εμπρός για τη Ελλάδα»- υπέρ του ανύπαρκτου τότε ελληνικού τουρισμού![12] Κατακλύστηκε τότε η μικρή πόλη της Σιλεσίας από κορυφαίους καθηγητές, ελληνομαθείς διπλωμάτες και εμπόρους, που κατέφθαναν από όλα τα μήκη και πλάτη της Γερμανίας με ποικίλα κίνητρα και αποστολές.[13] Μοναδική ήταν η ευκαιρία για τη διενέργεια ερευνών σε ελληνικού ενδιαφέροντος αντικείμενα, καθώς για πρώτη φορά υπήρχε άφθονο έμψυχο υλικό, προερχόμενο από όλα τα κοινωνικά στρώματα και από όλον τον τότε ελληνικό κόσμο, συγκεντρωμένο και πρόθυμο στην υπηρεσία των αναπτυσσόμενων την εποχή εκείνη νεοελληνικών σπουδών. Έτσι –εν μέσω του φονικότερου έως τότε πολέμου- στο ελληνικό στρατόπεδο πραγματοποιήθηκαν μελέτες, διατριβές και μοναδικές ηχογραφήσεις μουσικής και διαλέκτων, που μόλις σήμερα βγαίνουν σταδιακά στο φως προκαλώντας επιστημονικό και ευρύτερο ενδιαφέρον. Μεταξύ αυτών και η πρώτη εγγραφή ρεμπέτικου με συνοδεία μπουζουκιού παγκοσμίως.[14]

Αξιόλογη και μακροχρόνια επίδραση είχαν τα μαθήματα γερμανικών για άξιωματικούς και για 700 εγγράμματους στρατιώτες, συγκροτημένα συστηματικά και με υψηλότατο επίπεδο διδασκαλίας, όπου συμμετείχε η αφρόκρεμα των νεοελληνιστών καθηγητών.[15] ΄Ενας από αυτούς, ο αρχαιολόγος Γιάκομπσταλ, σε περιοδεία του ανά την Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 20, έψαχνε παντού για «Γκορλιτσιώτες», όπως ονομάζονταν τότε οι επανακάμψαντες, προκειμένου να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι τους «πλούσιους καρπούς», που είχε αποδώσει η μακρόχρονη παραμονή του Σώματος και κυρίως το σχολείο γερμανικών στις αμοιβαίες σχέσεις. Βεβαίως, η επίσημα προβαλλόμενη εικόνα της Ελλάδας ήταν πάντα εξαιρετικά μονόπλευρη και επιλεκτική: Οι «φίλοι» μας κωνσταντινικοί από τη μια, και οι αγγλόφιλοι και γαλλόφιλοι «ραδιούργοι βενιζελικοί» από την άλλη. Εικόνα που επρόκειτο να διατηρηθεί αμετάβλητη επί πολλές δεκαετίες, μέχρι τη γερμανική κατοχή.[16] Το ξεχασμένο μέχρι πρόσφατα επεισόδιο του Γκαίρλιτς επηρέασε και διαμόρφωσε την εικόνα πολλών Ελλήνων για τη γερμανική κοινωνία της εποχής. Σ’ αυτό συνέβαλαν και οι λιγοστοί μεν αλλά εξαιρετικά φιλόδοξοι νεαροί Έλληνες καλλιτέχνες και διανοούμενοι, που βρέθηκαν τυχαία –ως απλοί στρατιώτες ή αξιωματικοί- στο απομονωμένο στρατόπεδο. Διάσημοι πολλοί από αυτούς αργότερα – όπως ο σπουδαίος άνθρωπος του θεάτρου Βασίλης Ρώτας- έδωσαν εκεί τα πρώτα δείγματα γραφής της τέχνης τους, δεχόμενοι ταυτόχρονα πολλαπλές επιρροές και επιδράσεις στη μετέπειτα πορεία τους.[17] Σημείο αναφοράς και χώρος συνάντησης: η μικρή ελληνική καθημερινή εφημερίδα («Τα Νέα του Görlitz» αρχικά, τα «Ελληνικά Φύλλα» στη συνέχεια).[18] Κυρίως το πρώτο διάστημα, προτού η εξέλιξη των γεγονότων στην Ελλάδα και το βάθεμα του διχασμού βάλει φρένο στη δημιουργική προσπάθεια.

Αριστερά: το σημειωματάριο-ημερολόγιο του Γ. Πεδιαδιτάκη. Δεξιά: ο λυράρης Μιχάλης Πολυχρονάκης πραγματοποιεί μια από τις παλαιότερες ηχογραφήσεις παγκοσμίως κρητικής μουσικής (αρχείο Γερ. Αλεξάτου).

Αμέτρητα ήταν τα νήματα που συνέδεσαν τότε τους δύο λαούς. Δύσκολη και αντιφατική ωστόσο η σχέση με τους απλούς ανθρώπους του Γκαίρλιτς, καθώς δύο κόσμοι ξένοι μεταξύ τους και τόσο διαφορετικοί, προσέγγιζαν για πρώτη φορά ο ένας τον άλλο υπό τις πλέον αντίξοες συνθήκες. Η παρουσία χιλιάδων νέων ανθρώπων σε μια πόλη των 90 χιλιάδων κατοίκων γινόταν ιδιαιτέρως αισθητή και της έδινε ασυνήθιστη ζωντάνια. Ωστόσο τα πράγματα πίσω από τη βιτρίνα δεν ήταν καθόλου ειδυλλιακά. Ο χειμώνας του 1916-1917 ήταν ο δριμύτερος των τελευταίων δεκαετιών, ενώ το φάσμα των στερήσεων και της πείνας θα κατατρέχει τους Έλληνες στρατιώτες καθ´ όλη τη διάρκεια της παραμονής τους. Το πολικό ψύχος (έως -22°) σε συνδυασμό με την ελλιπέστατη, μονόπλευρη και ασυμβίβαστη με ελληνικές γεύσεις διατροφή, προκάλεσε ανεπανόρθωτες βλάβες στην υγεία τους. Έτσι, παρά το ειρηνικό περιβάλλον, η μηνιγγίτιδα, η ισπανική γρίπη και κυρίως η φυματίωση, θέρισαν κυριολεκτικά τους εξασθενημένους άνδρες. 400 περίπου άφησαν εκεί την τελευταία τους πνοή, ενώ μετά το τέλος του πολέμου 150 βαρέως ασθενούντες, με ειδικά εξοπλισμένο ατμόπλοιο, επέστρεψαν στην πατρίδα ετοιμοθάνατοι. Μεγάλη ήταν εξάλλου η δυσαρέσκεια του τοπικού πληθυσμού, που έβλεπε με ανησυχία τους αξιωματικούς με τους μισθούς που εξακολουθούσαν να εισπράττουν να αδειάζουν τα καταστήματα από το λιγοστό εμπόρευμα, ανεβάζοντας τις τιμές στα ύψη. Αλλά και το βραδινό «σουλατσάρισμα» στους δρόμους, πριν από τις αθρόες αποστολές εργασίας, δεν δημιουργούσε πάντα φιλικά συναισθήματα. Το γεγονός όμως που δημιούργησε τις μεγαλύτερες συγκρούσεις και αντιζηλίες ήταν η εντυπωσιακή επιτυχία των Ελλήνων στον γυναικείο πληθυσμό. Σε καιρούς λειψανδρίας το αυξημένο ενδιαφέρον των γυναικών προς τους «εξωτικούς» τότε και ηλιοκαμένους νέους του νότου, εκδηλωνόταν ποικιλοτρόπως. Το ζήτημα έλαβε ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Γινόταν λόγος ακόμα και για αρνητικές επιπτώσεις στο ηθικό των Γερμανών στρατιωτών στο μέτωπο. Τίποτε δεν μπόρεσε ωστόσο να ανακόψει τη φυσιολογική πορεία των πραγμάτων. Μεγάλος ήταν ο αριθμός των αρραβώνων και γάμων και εκατοντάδες οι γυναίκες του Γκαίρλιτς, που όταν ήρθε η ώρα της επιστροφής, ήταν έτοιμες και αποφασισμένες να ζήσουν τον ελληνικό τους «μύθο». Οι δυσκολίες όμως που συνάντησαν στη γεμάτη μίσος εποχή στην πάμφτωχη τότε και αλληλοσπαρασσόμενη Ελλάδα ήταν ανυπέρβλητες. Οι περισσότερες γύρισαν πίσω αποκαρδιωμένες.[19]

Στιγμές καθημερινής ζωής στο Γκαιρλιτς (αρχείο Μαρίας Κατσαρού-Νασιάκου).

Ο Εθνικός Διχασμός στη Γερμανία

Με την εκθρόνιση του Κωνσταντίνου και την εγκατάστασή του στην Ελβετία (Ιούνιος του 1917) και την ταυτόχρονη επανάκαμψη του Βενιζέλου στην Αθήνα, η εποχή του σύντομου ελληνο-γερμανικού «μήνα του μέλιτος» παρήλθε οριστικά. Η επίσημη είσοδος της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, αλλά και η ύπαρξη ισχυρής μερίδας βενιζελικών στο Γκαίρλιτς, που άρχισαν πλέον να εκδηλώνονται, άλλαξαν άρδην τα δεδομένα και μετέτρεψαν την υπόθεση του «εχθρικού» πλέον στρατοπέδου σε διαρκή πονοκέφαλο για τους Γερμανούς ιθύνοντες. Οι διαμάχες και συγκρούσεις βενιζελικών-κωνσταντινικών αξιωματικών στο ελληνικό στρατόπεδο κορυφώθηκαν, ενώ οι έως τότε επαρχιακοί στρατώνες μεταβλήθηκαν σε πανευρωπαϊκής εμβέλειας κέντρο συνωμοσιών του εξόριστου βασιλικού περιβάλλοντος, που αδημονούσε για δράση. Μετά όμως την παταγώδη –και εν μέρει αιματηρή[20]– αποτυχία των βασιλικών σχεδίων, οι Γερμανοί ιθύνοντες απαίτησαν πλέον, προκειμένου να μην προβούν σε «κανονική» αιχμαλώτιση του Σώματος, την προσφορά παραγωγικής εργασίας, αλλά και εγγυήσεις για την πάταξη κάθε εχθρικής φιλοβενιζελικής δράσης.[21] Τα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν: 36  Έλληνες αξιωματικοί οδηγήθηκαν με την κατηγορία του «βενιζελικού προπαγανδιστή» σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στο Βερλ της Βεστφαλίας (Ιανουάριος 1918), ενώ 5.000 στρατιώτες, ενταγμένοι σε πολυάριθμες εργατικές αποστολές, διασκορπίστηκαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, προσφέροντας έναντι αμοιβής την εργατική τους δύναμη στην πολεμική κυρίως βιομηχανία μέχρι το τέλος του πολέμου. Ήταν, μπορούμε να πούμε, οι πρώτοι «Γκάσταρμπαιτερ» («φιλοξενούμενοι εργάτες»), που έγιναν δεκτοί με ασύγκριτα φιλικότερη διάθεση από ό,τι πενήντα χρόνια αργότερα οι συμπατριώτες τους στη δεκαετία του 60 και του 70.

Η κηδεία του Σωματάρχη Ι. Χατζόπουλου στο Γκαίρλιτς (Απρίλιος 1918).

Στα παράδοξα του Γκαίρλιτς ανήκει και η αθρόα συμμετοχή των Ελλήνων στρατιωτών στη γερμανική επανάσταση των σπαρτακιστών μετά τη γερμανική ήττα (Νοέμβριος του 1918), υπό την ηγεσία της Ρόζα Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λήμπκνεχτ. Η έντονη δυσαρέσκεια με φόντο τις στερήσεις, η πολλές φορές ωμή συμπεριφορά των βαθμοφόρων, αλλά κυρίως ο διακαής πόθος των στρατιωτών –πολλοί από αυτούς υπηρετούσαν ήδη θητεία τεσσάρων ή πέντε ετών – για άμεση επιστροφή στην πατρίδα, τους οδήγησε σε ρήξη με τους βασιλόφρονες κυρίως αξιωματικούς, που επεδίωκαν την αναβολή της επιστροφής μέχρι τη χορήγηση γενικής αμνηστίας. Μέσα στο διάχυτα ανατρεπτικό κλίμα, καθαίρεσαν τον διοικητή τους και, σύμφωνα με τα επαναστατικά πρότυπα της εποχής, εξέλεξαν στρατιωτικά συμβούλια («ελληνικά σοβιέτ του Γκαίρλιτς»[22] θα ονομαστούν αργότερα στην Ελλάδα), με κορυφαίο αίτημα την άμεση παλιννόστηση. Γεγονότα πρωτοφανή στα ελληνικά στρατιωτικά χρονικά, «φωτεινό παράδειγμα για τους φαντάρους, τους ναύτες και τους εργαζόμενους όλης της χώρας», θα γράψει ο Ριζοσπάστης 14 χρόνια αργότερα. Αλλά και γεγονότα, που μετά τη ρήξη με τις γερμανικές αρχές θα έχουν θλιβερή κατάληξη–υπήρξαν πέντε τουλάχιστον νεκροί από γερμανικές σφαίρες- οδηγώντας τον κύριο όγκο των ανδρών σε άτακτη και περιπετειώδη φυγή. Χιλιάδες άνδρες θα εγκαταλείψουν τους στρατώνες και τους τόπους εργασίας, πασχίζοντας να διαφύγουν με κάθε μέσο, ακόμη και με τα πόδια, ατομικά πια ο καθένας ή σε μικρές ομάδες, προς τα πλησιέστερα σύνορα και από εκεί με οποιονδήποτε τρόπο προς την Ελλάδα.[23]

 

Μετά την παλιννόστηση

Αλλά η «Οδύσσεια» των ανδρών του Σώματος δεν σταμάτησε εκεί. Μετά την πολυπόθητη παλιννόστηση, την εποχή εκείνη του μίσους και των πολιτικών παθών, βαρύς θα πέσει ο πέλεκυς των διώξεων επί δικαίων και αδίκων, οξύνοντας στο έπακρο τα πάθη κατά τη διάρκεια μάλιστα της Μικρασιατικής Εκστρατείας.[24] Ενώ στην αρχή εκδηλώθηκε έμπρακτα  κυβερνητικό ενδιαφέρον και φροντίδα για τον ομαλό επαναπατρισμό, δεν έλειψε ακόμα και κάποια προσπάθεια διαφοροποίησης στον καταμερισμό των ευθυνών, σύντομα η εμπάθεια  θα κυριαρχήσει και πάλι και η «υπόθεση Γκαίρλιτς» θα αποκτήσει -με τη συνδρομή και των ίδιων των παλιννοστούντων- μυθολογικές διαστάσεις, αποτυπώνοντας όσο λίγες άλλες τις εντάσεις του Εθνικού Διχασμού. Αθρόες αποστρατείες άμα τη αφίξει, εκ νέου εγκλεισμός όλων των ανδρών σε ειδικό στρατόπεδο στην Κρήτη, εκτοπίσεις, φυλακίσεις, εξορίες και αποτάξεις για τον κύριο όγκο των αξωματικών, ακόμα και οκτώ θανατικές καταδίκες, καθώς πολλοί κατηγορήθηκαν ως ριψάσπιδες.[25]

Τάφοι Ελλήνων στρατιωτών στο Γκαίρλιτς.

Παρά τις κατά καιρούς δικαιώσεις, αποκαταστάσεις και επανακαταδίκες –αναλόγως των πολιτικών εξελίξεων- ο μύθος του Γκαίρλιτς ως συνώνυμο προδοσίας, απεδείχθη μακροβιότατος, μειώνοντας ηθικά χιλιάδες ανθρώπους. «Στους άνδρες του Γκαίρλιτς και ακόμα και στους απογόνους τους», αναφέρει ο καθηγητής Χάγκεν Φλάισερ, «ήταν πάντα έκδηλος ο καημός της ηθικής αποκατάστασης σχετικά με την άδικη κατηγορία της προδοσίας».[26] Στις πραγματικές του διαστάσεις θα θέσει το θέμα, δέκα χρόνια μετά τα συμβάντα, ένας από τους φυλακισμένους στο Βερλ βενιζελικούς αξιωματικούς και κατοπινός στρατηγός και βουλευτής των Φιλελευθέρων ο Δημοσθένης Φλωριάς. Απαντώντας σε ανώνυμη επιστολή, που τον κατηγορούσε ότι προτίμησε τότε (το 1916) την αιχμαλωσία στη Γερμανία παρά τη διαφυγή στη Θεσσαλονίκη, σημείωνε: «Ευχαριστώ [τον ανώνυμο επιστολογράφο] για το όψιμο ενδιαφέρον του υπέρ του κινήματος της Θεσσαλονίκης…Οφείλει όμως να γνωρίζη ότι το Σώμα παρεδόθη και έπειτα εις το Βελιγράδι [καθ‘ οδόν προς το Γκαίρλιτς], εκεί δια πρώτην φοράν, εμάθαμεν ότι εξερράγη το Κίνημα…Δυνάμεθα αβιάστως να είπομεν ότι το εν Καβάλα Δ΄ΣΣ, άξιον πολύ καλυτέρας τύχης, υπήρξε και τούτο θύμα της ατασθαλίας των τότε κυβερνόντων την χώραν, όπως έπεσαν θύματα και οι κάτοικοι της Ανατολικής Μακεδονίας απάσης».[27]

Οι Έλληνες στο Γκαίρλιτς

 

Ο Γεράσιμος Αλεξάτος είναι Διπλωματούχος Μηχανικός και συγγραφέας. Το σύντομο ιστορικό βασίζεται στο βιβλίο του Οι Έλληνες του Γκαίρλιτς 1916-1919, Β΄ εμπλουτισμένη έκδοση, Θεσσαλονίκη 2015, Εκδόσεις Κυριακίδη.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Politisches Archiv Auswärtiges Amt (PAAA), φάκελος R22197, 14.8.1916.

[2] PAAA, φάκελος R22201, Aναφορά περί της αναχωρήσεως των ελληνικών στρατευμάτων από την Καβάλα…(αναφορά Χατζόπουλου), σ. 1. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η Ελλάς και ο πόλεμος εις τα Βαλκάνια, σσ. 323-325.

[3] PAAA, φάκελος R22201, 7.9.1916, 8.9.1916

[4] Ό.π., 8.9.1916.

[5] ΓΕΣ/ΔΙΣ, φάκελος 380/Δ/3, Πρωτόκολλον συνταχθέν εν Καβάλα 28.8/10.9.1916.

[6] ΓΕΣ/ΔΙΣ, Υπόμνημα υπολ. πυροβολικού Βακά Δημητρίου επί των γεγονότων παραδόσεως της Καβάλας και λοιπής Ανατολικής Μακεδονίας εις Γερμανοβουλγάρους, σ. 33. PAAA, R22201, Αναφορά Χατζόπουλου, σσ. 10-11. Κυρομάνος, Η ιστορία του Εθνικού Διχασμού, σσ. 306-311. Γεώργιος Βεντήρης, Η Ελλάς του 1910-1920, Αθήνα 1931, σσ. 191-195. Στρατηγού Παγκάλου, Απομνημονεύματα, τ. Β´, 1959, σσ. 114-115.

[7] PAAA, R22201, 8.9.1916.

[8] Leon George, Greece and the Great Powers, σ. 400. Chr. Theodoulou, Greece and the Entente, σ. 300.

[9] Όπως αναγράφεται στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (ΙΕΕ, τ. ΙΕ΄, σ. 82), ο ελληνικός πληθυσμός της Αν. Μακεδονίας διώχθηκε συστηματικά, προκειμένου να επιτευχθεί ο εκβουλγαρισμός της περιοχής. Ας αναφερθεί ότι από τους 36.000 άνδρες κάθε ηλικίας που εκτοπίστηκαν στη Βουλγαρία, μόνο 17.000 κατάφεραν να επιζήσουν. Τέλη του 1918, όταν ο πόλεμος τελείωσε, επανήλθαν, πραγματικά ράκη, στις εστίες τους.

[10] PAAA, R22201, 22.9.1916.

[11] August Heisenberg, Neugriechenland, Leipzig 1919, σ. 3.

[12]  Άρθρο με τίτλο „Nach Griechenland“ στην παγγερμανικής εμβέλειας εφημερίδα Vossische Zeitung, 22.9.1916.

[13] Εκτός από τους καθηγητές Χάιζενμπεργκ και Γιάκομπσταλ στο Γκαίρλιτς εγκαταστάθηκαν τότε ο αρχαιολόγος Κοχ, ο βυζαντινολόγος Ζόυτερ, ο Θεολόγος Βάινελ, ο ζωγράφος Σναϊντερφράνκεν και πολλοί άλλοι.

[14] Daniela Kratz, Griechen in Görlitz 1916-1919. Studien zu akustischen Aufnahmen des Lautarchivs der Humboldt-Universität Berlin, διπλωματική εργασία, 8.3.2005. Bayerische Akademie der Wissenschaften (BΑdW), VII 466, φύλλο 4, συμφωνία μεταξύ Ακαδημιών Επιστημών Μονάχου και Βερολίνου.

[15] PAAA, φάκελος 72678, φύλλο 5, Kommandatur Görlitz, Griechen-Unterkunft, 30 Ιουνίου 1917.

[16] Hagen Fleischer, „Post Bellum, Das deutsche Venizelos-Bild nach dem 1. Weltkrieg“ στο Gunnar Hering (εκδ.), Dimensionen griechischer Literatur und Geschichte, Φρανκφούρτη 2003, σσ. 210-211.

[17] Εκτός από τον Ρώτα μεταξύ των «αιχμαλώτων-φιλοξενουμένων» βρέθηκαν ο επίσης ποιητής και άνθρωπος του Θεάτρου Λέων Κουκούλας, ο αργότερα δημοφιλής ηθοποιός Βασίλης Αργυρόπουλος, ο διάσημος στην Ιταλία ζωγράφος Παύλος Ροδοκανάκης και άλλοι. Κατάλογος: Münchener Kunstausstellung, 1918, Kgl. Glaspalast, σ. 55.

[18] Στην έκδοση των εφημερίδων, αλλά και των φιλολογικού περιεχομένου Ημερολογίων και του δεκαπενθήμερου περιοδικού Εικονογραφημένη, καθοριστική ήταν η συμβολή του Λέοντα Κουκούλα, ο οποίος διεύρυνε εκεί σημαντικά τους μεταφραστικούς του ορίζοντες, εκδίδοντας και το πρώτο του δοκίμιο (Γράμματα από τη Γερμανία). Αλέξης Ζήρας (εισαγ.-επιμ.), Κωστής Μπαστιάς, Φιλολογικοί Περίπατοι, Αθήνα 1999, σσ. 114-121.

[19] Beck Chr. (εκδ.), „Die schönen Griechen von Görlitz“, στο Die Frau und die Kriegsgefangenen, Νυρεμβέργη 1919, τ. Β΄, σσ. 67-75.

[20] Τον Φεβρουάριο του 1918 απεστάλησαν μυστικά στην Ελλάδα δύο ζεύγη έμπιστων και προσεκτικά επιλεγμένων -από απεσταλμένο της Ελβετίας- αξιωματικών του Γκαίρλιτς, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στην Πελοπόννησο με γερμανικό υποβρύχιο. Αποστολή τους ήταν η μεταφορά οδηγιών του εξόριστου Κωνσταντίνου σε ανθρώπους του στο εσωτερικό και η συλλογή πληροφοριών. Η επιχείρηση όμως έληξε σύντομα και άδοξα. Το πρώτο ζεύγος συνελήφθη γρήγορα, καταδικάστηκε σε θάνατο επί κατασκοπία και εκτελέστηκε, ενώ οι άλλοι δύο κρύβονταν διαρκώς μέχρι τον Νοέμβριο του 1920. PΑΑΑ, R22198, 10.9.1917. Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, Η δόξα και ο διχασμός, 31992, σ. 706-724.

[21] Bundesarchiv Berlin Berlin-Zehlendorf (BArch), R901/86713, Αναφορά Γκρότε προς τους προϊσταμένους του, 2.7.1917.

[22] Έθνος, 17/30.12.1918.

[23] Ratsarchiv Görlitz (RatArch), Akten des Arbeiter- und Soldatenrates der Stadt Görlitz betr. 4. griechisches Armeekorps, nach Wenzel: S. 74 (Nr. 334), Rep. III, S. 219, Nr. 14, από αρ. φύλλου 1 (12.11.1918) έως αρ. 226 (10.12.1918). A. Stinas, Mémoires. Un révolutionaire dans la Grèce du XX. Siècle, Montreuil 1990, σ. 37. Εφημερίδα Ελληνικά Φύλλα, αρ. 241, 13.11.1918. Εφημερίδα Vorwärts, 20.11.1918.

[24] Όπως αναφέρει ο τότε ο στενός συνεργάτης του Βενιζέλου και διοικητής της μεραρχίας Σμύρνης στρατηγός Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν στα Απομνημονεύματά του (Αθήνα 1948, σσ. 267-268), μόλις πληροφορήθηκε ότι οι επανελθόντες αξιωματικοί του Γκαίρλιτς «εκρατούντο εις ένα ξερόνησον (στον Άγιο Γεώργιο Σαλαμίνας) υποφέροντες παντοειδείς στερήσεις», ζήτησε αμέσως να τους εντάξει στη μεραρχία του.΄Ομως δεν εισακούστηκε. Δέχθηκε μάλιστα παρατηρήσεις, επειδή είχε προβιβάσει «μερικούς οπλίτας, έχοντας τα νενομισμένα προσόντα, και οι οποίοι ανήκον εις το σώμα του Γκαίρλιτς. Ως εκεί έφθανε η εμπάθεια».

[25] Η δίκη των αξιωματικών του Γκαίρλιτς διήρκεσε οχτώ εβδομάδες (9/22.5 έως 30.6/13.7.1920) και έληξε με οχτώ θανατικές καταδίκες, οι οποίες όμως δεν εκτελέστηκαν εν όψει των επερχόμενων εκλογών του 1920. Βλ. καθημερινά δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής.

[26] Χάγκεν Φλάισερ, αδημοσίευτη εισήγηση στο Ινστιτούτο Γκαίτε Αθήνας, 2/10/2006.

[27] Εφημερίδα Μακεδονία, 28 Νοεμβρίου 1927.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Αρετή Τούντα-Φεργάδη: Τα Δάνεια της Ανεξαρτησίας: διεθνείς ανταγωνισμοί και οικονομικές διελκυστίνδες στον καιρό της Επανάστασης

 

Αρετή Τούντα-Φεργάδη

Τα Δάνεια της Ανεξαρτησίας: διεθνείς ανταγωνισμοί  και οικονομικές διελκυστίνδες στον καιρό της Επανάστασης

 

Στη σύγχρονη, ιστορική της πορεία, η Ελλάδα, από την εποχή της έναρξης του Αγώνα της Ανεξαρτησίας έως και τα μέρες μας, δεν ήταν ανεξάρτητη από εξωτερικές δεσμεύσεις τόσο πολιτικής όσο και οικονομικής φύσεως. Πολιτικές δεσμεύσεις και οικονομικές εξαρτήσεις, που προσδιόριζαν την υφή και τον χαρακτήρα της πολιτικής της, τόσο στο εσωτερικό πολιτικό τοπίο, όσο και στον τομέα των σχέσεών της με τα άλλα κράτη της διεθνούς κοινότητας. Πολιτικές δεσμεύσεις και οικονομικές εξαρτήσεις, οι οποίες αποκρυσταλλώνονταν στα όσα έγραφε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, τον Απρίλιο του 1927, προς τον Γεώργιο Καφαντάρη, υπουργό Οικονομικών στην κυβέρνηση Συνεργασίας, όπου σημείωνε: «κυβέρνησις δεν δύναται ευρεθή εις ανάγκην να αγωνισθή απεγνωσμένως προς περίσωσιν ανεξαρτησίας Ελλάδος δια τον απλούστατον λόγον ότι τοιαύτη ανεξαρτησία δεν υφίσταται σήμερον, ουδέν μικρόν κράτος είναι πράγματι ανεξάρτητον. Αλλά όταν το μικρόν κράτος ευρίσκεται εις το οικονομικόν κατάντημα της Ελλάδος και διατελεί υπό τον διαρκή φόβον ότι ο κανονικός πολιτικός βίος της δύναται να διακοπή από το ξίφος ενός φιλόδοξου στρατηγού, το κράτος τούτο πρέπει να βλέπη υπερβολικώς ρόδινα τα πράγματα δια να νομίση ότι είναι αληθώς ανεξάρτητον».

Ίσως, ως απαρχή αυτής της εξάρτησης δύνανται να θεωρηθούν τα δύο εξωτερικά δάνεια, που συνήψαν οι Έλληνες εμπόλεμοι με τη Βρετανία, στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, το 1824 και το 1825, δοθέντος ότι συνιστούν έναν από τους πλέον αξιόλογους σταθμούς της πορείας του Ελληνικού Έθνους προς την ίδρυση κράτους, ανεξάρτητου και κυρίαρχου. Παράλληλα, όμως, η παροχή χρημάτων από την Αγγλία θεωρείται, σε συνάρτηση με την αναγνώριση των Ελλήνων ως εμπολέμων από τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών, Γεώργιο Κάνιγκ, το 1823, ως το προοίμιο της Ελληνικής Ανεξαρτησίας.

 

Θεόδωρος Βρυζάκης, Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί τη σημαία της Επανάστασης, 1865, Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα.

Τα προηγούμενα χρόνια, από την εποχή που ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση έως το 1823, τα πράγματα εξελίσσονταν με δυσκολία, τόσο στο εσωτερικό πολιτικό και στρατιωτικό πεδίο του ελληνικού χώρου όσο και στον διεθνή περίγυρο.

Στο εσωτερικό πολιτικό τοπίο, η Επανάσταση είχε, εν πολλοίς, προετοιμαστεί από την Φιλική Εταιρεία, αλλά δεν υπήρχε κάποιο επιχειρησιακό σχέδιο για την πορεία του Αγώνα, «ουδέ γενική συμφωνία περί του χρόνου και του τόπου […] ουδέ τα στοιχειώδη οικονομικά μέσα, ουδέ κοινός αρχηγός. Υπήρχεν όμως κοινόν φρόνημα […]», που είχε επηρεάσει τον λαό, τον μετέβαλε «εις εύφλεκτον ύλην», η οποία πυροδοτήθηκε «εις τον κατάλληλον χρόνον». Λίγες μέρες μετά την 25η Μαρτίου του 1821, το επαναστατικό κύμα ξεπέρασε τον Μοριά και συμπαρέσυρε την Ήπειρο, την Στερεά Ελλάδα, τη Θεσσαλία και τη Μαγνησία, την Μακεδονία, Ανατολική και Κεντρική, το Άγιον Όρος, τη Χαλκιδική. Εν τω μεταξύ ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, απελευθέρωσαν την Καλαμάτα και σχημάτισαν την Μεσσηνιακή Γερουσία, το πρώτο πολιτικό σώμα, με περιορισμένη, τοπική εξουσία. Η άλωση της Τριπολιτσάς, τον Σεπτέμβριο του 1821, συγκαταλέγεται στις πρώτες επιτυχίες των αγωνιζομένων Ελλήνων κατά του Οθωμανού δυνάστη. Αξιοσημείωτη ήταν και η μετάδοση της Επανάστασης στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, καθώς και η συμβολή των νησιών, Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών, που διέθεσαν τα μικρά τους πλοία στην υπηρεσία του Έθνους.

Στο εξωτερικό πολιτικό τοπίο, οι αντιπαλότητες των Μεγάλων Δυνάμεων, αντιπαλότητες συνυφασμένες με την επιβολή της ισχύος τους και άρα και της εξυπηρέτησης των ίδιων συμφερόντων τους στον ευρύτερο, πλανητικό αλλά και στενότερο γεωγραφικό χώρο της Εγγύς Ανατολής και της Χερσονήσου του Αίμου, δυσχέραιναν την ευτυχή έκβαση του Αγώνα. Οι Δυνάμεις, αν και συνδεδεμένες, ορισμένες εξ αυτών ή και όλες, με συμβατικούς δεσμούς με προεξάρχον το κείμενο του Νοεμβρίου 1815, βάσει του οποίου είχε συσταθεί το σύστημα ισορροπίας, που έμεινε γνωστό ως Διευθυντήριο των Δυνάμεων και το οποίο λειτούργησε αρχικώς ως Τετραρχία και στη συνέχεια, ως Πενταρχία, ύστερα από την εισδοχή της Γαλλίας στους κόλπους των Δυνάμεων, το 1818, δεν ήταν δυνατόν να μην προσβλέπουν στην ικανοποίηση των στόχων της δικής τους εξωτερικής πολιτικής, γεγονός, που, αν συνέβαινε, θα συνεπέφερε τη μείωση της ισχύος τους σε περιφερειακό και πλανητικό επίπεδο.

Το ευρωπαϊκό Διευθυντήριο, αντίθετο σε κάθε επαναστατική κίνηση (π.χ. Ισπανία, Πεδεμόντιο), όπως και η Ιερά Συμμαχία, που απειλούσε να διαταράξει και να ανατρέψει την ισορροπία δυνάμεων, την οποία τόσο αριστοτεχνικά είχε επιβάλει με τις αποφάσεις του Συνεδρίου της Βιέννης, άρα και το εδαφικό status quo της Ευρώπης, είχε αντιδράσει, όταν εκδηλώθηκε το κίνημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη, τον Φεβρουάριο/Μάρτιο 1821, στη Μολδοβλαχία, το οποίο εναντιωνόταν στον σουλτάνο. Η αντίδρασή του εκφράστηκε στο Συνέδριο του Λάυμπαχ, όπου ο καγκελάριος, πλέον, της Αυστρίας, Κλέμενς φον Μέττερνιχ, έπεισε τους συνέδρους, κυρίως, τον τσάρο Αλέξανδρο, να προβούν στην καταδίκη της Επανάστασης. Η αυστηρή ουδετερότητα, που τήρησαν οι Δυνάμεις, έναντι της Επανάστασης και η αποφυγή στρατιωτικής επέμβασης στις επαναστατημένες περιοχές, με σκοπό την καταστολή οφειλόταν, εν πολλοίς, στους διπλωματικούς χειρισμούς του Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος εκπροσωπούσε τη Ρωσία στο Συνέδριο, μια και κατείχε πια τη θέση του υπουργού Εξωτερικών.

Έγγραφο της Φιλικής Εταιρείας υπογεγραμμένο από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στο Κισνόφ, τον Δεκέμβριο 1820 (Αρχείο Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος).

Ίδια ήταν και η αντίδραση των ευρωπαϊκών ανακτοβουλίων, όταν μαθεύτηκε πως στις 25 Μαρτίου/6 Απριλίου 1821, ξέσπασε και στον Μοριά η Ελληνική Επανάσταση, η οποία ακολούθησε τα γεγονότα του Φεβρουαρίου, εξέλιξη η οποία δεν ήταν δυνατόν ν’ αφήσει αδιάφορη την Ευρώπη. Ο τσάρος Αλέξανδρος, επιστρέφοντας στην Πετρούπολη μετά το Λάυμπαχ και έχοντας απομακρυνθεί από την επιρροή του δαιμόνιου Αυστριακού καγκελάριου, πιέζεται από την κοινή γνώμη, μετά τα αιματηρά γεγονότα της Κωνσταντινούπολης, ιδίως τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄, και λαμβάνει περιορισμένα μέτρα, τα οποία τείνουν στη διασφάλιση των συμφερόντων των Ορθοδόξων υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μια και η Ρωσία είχε αποκτήσει το δικαίωμα προστασίας τους, βάσει των άρθρων 7 και 17 της Συνθήκης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, του 1774, δικαίωμα το οποίο χρησιμοποίησε κατά το δοκούν, ώστε να ασκεί επεμβατική πολιτική στην Πύλη. Τηρώντας τη στάση αυτή, στη δεδομένη συγκυρία, εφάρμοζε πολιτικές προηγούμενων τσάρων. Επιπλέον, η κοινή γνώμη ασκούσε ιδιαίτερη πίεση στον Αλέξανδρο. Έτσι, δεν είναι παράδοξο το γεγονός, ότι ενέκρινε την επίδοση μιας διακοίνωσης στην Πύλη, την οποία συνέταξε ο Καποδίστριας.

Η τροπή, την οποία προσέλαβε η όλη κατάσταση, ήταν επόμενο να ανησυχήσει ολόκληρη την Ευρώπη. Οι υπόλοιπες Μεγάλες Δυνάμεις δεν ήταν δυνατό να παραμείνουν απλοί θεατές στην πολεμική αντιπαράθεση Ελλήνων και Τούρκων, διακυβεύοντας τα οικονομικά συμφέροντά τους, που ήταν άρρηκτα συνυφασμένα με το Ανατολικό Ζήτημα. αλλά και «την πολιτική ισορροπία, που ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αποκτηθεί σ’ αυτές τις περιοχές». Δεν έδειχναν καμία διάθεση να επιτρέψουν στον Αλέξανδρο Α΄ να διαχειριστεί μόνος του μια τόσο σοβαρή κρίση, στην Ανατολή.

Από το 1823, όμως, το τοπίο αρχίζει να μεταβάλλεται και τούτο οφείλεται στην μεταστροφή της βρετανικής πολιτικής απέναντι στον Αγώνα των Ελλήνων, αλλαγή η οποία είναι απότοκη εσωτερικών πιέσεων, που προέρχονται από τους οικονομικούς κύκλους του Λονδίνου, το Φιλελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου, το οποίο ιδρύθηκε το Νοέμβριο του 1823, αλλά και προωθημένων τάσεων, που εκδηλώνονται στο Φόρεϊν Όφις, ύστερα, κυρίως, από την ανάληψη της ηγεσίας του από τον Κάνιγκ, ο οποίος διαδέχθηκε τον Κάσλερη μετά την αυτοκτονία του. Ο νέος υπουργός Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, εφαρμόζοντας μια πιο φιλελεύθερη πολιτική, αλλά και περισσότερο διορατικός, ίσως, από τον προκάτοχό του, θέλει να εκμεταλλευθεί το κενό, που βλέπει να δημιουργείται από τον τρόπο, με τον οποίο ο τσάρος ασκεί την πολιτική του σε σχέση με το Ελληνικό Ζήτημα και, ταυτοχρόνως, θεωρεί πως θα είναι επωφελής για την χώρα του ο προσεταιρισμός των Ελλήνων σε περίπτωση, που η επαναστατική αντίδρασή τους εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα στεφόταν από επιτυχία. Επομένως, οι δύο αυτοί παράγοντες θα συμβάλουν στην περαιτέρω ισχυροποίηση και εδραίωση της βρετανικής, ναυτικής επιρροής και υπεροχής στη Μεσόγειο, η οποία είχε εγκαινιασθεί με τη Συνθήκη της Ουτρέχτης (1713) και, συγχρόνως, θα προσφέρουν εχέγγυα για την ευτυχή λύση του Ανατολικού Ζητήματος, μια λύση εξυπηρετική των βρετανικών συμφερόντων.

Δύο συγκεκριμένες κινήσεις του φαίνεται πως συμβάλουν στην επίτευξη των πιο πάνω στόχων. Η δήλωση, μέσω του Βρετανού πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη, Στράνγκφορντ, στην Υψηλή Πύλη, τον Φεβρουάριο του 1823, πως η διατήρηση αγαστών σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες θα ήταν δυνατή, εάν ο σουλτάνος σεβόταν και εφήρμοζε τις υποχρεώσεις, που είχε αναλάβει η Οθωμανική Αυτοκρατορία, βάσει ορισμένων συμβάσεων, και αφορούσαν στην καλή μεταχείριση των χριστιανών υπηκόων της. Ένα μήνα, περίπου, αργότερα στις 25 Μαρτίου 1823 ο Κάνιγκ προβαίνει σε μια ενέργεια θεμελιώδους σημασίας για τον απελευθερωτικό Αγώνα των Ελλήνων: ένα χρόνο νωρίτερα, στις 25 Μαρτίου 1822, η ελληνική επαναστατική κυβέρνηση είχε κηρύξει τον αποκλεισμό των οθωμανικών ακτών στο Ιόνιο Πέλαγος και το είχε γνωστοποιήσει στις Μεγάλες Δυνάμεις∙ τώρα, η Αγγλία ερχόταν να αναγνωρίσει αυτόν τον αποκλεισμό, προβαίνοντας έτσι σε μια διπλωματική κίνηση υψίστης πολιτικής και νομικής σημασίας, δεδομένου ότι αναγνώριζε τους Έλληνες ως εμπόλεμους. Το γεγονός αυτό σήμαινε, στην πραγματικότητα πως, πιεσμένος, ο Κάνιγκ, από το πρόβλημα της πειρατείας, που λυμαινόταν το Αιγαίο και προξενούσε ιδιαίτερες δυσκολίες στο διάπλου του βρετανικού στόλου, αναγνώριζε στους Έλληνες το δικαίωμα να προβαίνουν σε νηοψίες, επί ουδετέρων πλοίων, τα οποία βοηθούσαν τους Οθωμανούς στον αγώνα, που διεξαγόταν στην Ελλάδα και, υπό την κάλυψη της σημαίας τους, μετέφεραν ανενόχλητα στρατεύματα και πολεμοφόδια.

Η σπουδαία αυτή διπλωματική κίνηση του Κάνιγκ, έγινε σε περίοδο, κατά την οποία είχαν ξεκινήσει οι ενέργειες για την έκδοση του πρώτου δανείου της ανεξαρτησίας. Ο Λουριώτης και ο Edouard Blaquière, ο ιδρυτής της Φιλελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου, έφτασαν τον Απρίλιο του 1823 στην Τριπολιτσά, με σκοπό να ενημερώσουν την Προσωρινή Διοίκηση και να την πείσουν πως έπρεπε να προωθήσει τις διαδικασίες για τη σύναψη σύμβασης, σχετικής με το αγγλικό δάνειο.

Sir Thomas Lawrence, George Canning, c. 1825–1829, National Portrait Gallery, Λονδίνο.
Edouard Blaquière.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Στις εντολές, που έλαβαν, αργότερα, τα ορισθέντα μέλη της επιτροπής για το δάνειο, τόσο εγγράφως όσο και προφορικώς, περιλαμβανόταν και η συζήτηση για εκλογή βασιλιά, προοπτική, η οποία είχε αρχίσει να διαφαίνεται ήδη από το 1821, όταν ο Μαυροκορδάτος θέλησε να προτείνει τον Ευγένιο, θετό γιό του Μεγάλου Ναπολέοντα, για τον θρόνο της Ελλάδας, διακρινόμενο για τις πολιτικές και στρατιωτικές του δεινότητες. Η προσπάθεια προσέγγισης, που έγινε το 1823, έμεινε ατελέσφορη, λόγω του θανάτου του πρίγκιπα, το δε ενδιαφέρον του Μαυροκορδάτου εστράφη προς τον Λεοπόλδο. Σε μεταγενέστερο χρόνο, οι παραινέσεις του προς τα μέλη της ελληνικής επιτροπής του Δανείου για συνομιλίες με τον Άγγλο υπουργό Εξωτερικών, αποσκοπούσαν στο να αποσπάσουν τη συναίνεσή   του για την εκλογή του πρίγκιπα Λεοπόλδου, του μετέπειτα βασιλιά του Βελγίου. Σε άλλο έγγραφο, της 20ης Ιουνίου 1825, τις συμβουλές του Κάνιγκ, η κυβέρνηση, τις είχε χαρακτηρίσει ως «σωστικάς».

Η ανάμιξη της Μεγάλης Βρετανίας στην ελληνική υπόθεση δεν πρέπει να ξενίζει, δεδομένου ότι στις πρώτες προσπάθειες για εξωτερικό δάνειο εντάσσεται και η απόπειρα, που είχε σημειωθεί, όταν η τοπική κυβέρνηση, η αποκληθείσα Άρειος Πάγος, η οποία είχε προκύψει από τη συνέλευση της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, που είχε συγκαλέσει ο Θεόδωρος Νέγρης στην Άμφισσα, επιχείρησε να συνάψει δάνειο στο εξωτερικό. Παρόμοιες προσπάθειες έγιναν και το επόμενο χρονικό διάστημα αλλά η πρώτη σοβαρή απόφαση για προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό απαντάται στην Α΄ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου, η οποία κήρυττε, συν τοις άλλοις, και «την Ανεξαρτησία της Ελλάδας» και δικαίωνε την Επανάσταση, που την χαρακτήριζε ως ‘Εθνική Επανάσταση’, διακρίνοντάς την από τα ‘δημαγωγικά και στασιαστικά κινήματα’ της εποχής», διαφοροποιώντας την, κατ’ αυτόν τον τρόπο, και από τη Γαλλική επανάσταση του 1789. Στις 20 Δεκεμβρίου 1821, συγκεντρώθηκαν στο χωριό Πιάδα, πλησίον της αρχαίας Επιδαύρου, οι 60 «παραστάτες», οι οποίοι εκπροσωπούσαν τις περιοχές του ελλαδικού χώρου, που είχαν απελευθερωθεί από τον οθωμανικό ζυγό, ενώ δεν συμμετείχαν αντιπρόσωποι από τις Κυκλάδες, τις Νότιες Σποράδες (Δωδεκάνησος), τις Σποράδες, την Κρήτη και άλλα νησιά, γεγονός, που στερούσε από την Α΄ αυτή Εθνική Συνέλευση «τον χαρακτήρα ενός γενικού συναγερμού του Έθνους για τη ρύθμιση των πολιτειακών του ζητημάτων». Ας διευκρινισθεί πως λίγες μέρες πριν από την σύγκληση της Εθνοσυνέλευσης, όσοι κινούσαν τα νήματα, ιδίως ο Μαυροκορδάτος και ο Νέγρης, είχαν αρνηθεί κάθε αναφορά στη Φιλική Εταιρεία, καταργώντας τα σύμβολά της, παραμερίζοντας, έτσι, τον Δημήτριο Υψηλάντη. Σημαντικό είναι ότι την πρώτη μέρα οι συμμετέχοντες ψήφισαν τον Κανονισμό της Συνελεύσεως, ο οποίος περιλάμβανε είκοσι άρθρα. Την 1η Ιανουαρίου 1822, άρχιζαν οι εργασίες της Συνέλευσης υπό την προεδρία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, και η δωδεκαμελής επιτροπή, που είχε οριστεί από τη Συνέλευση, υπέβαλε το κείμενο του πρώτου Συντάγματος του επαναστατημένου Έθνους, το γνωστό ως Σύνταγμα της Επιδαύρου και το οποίο ονομάστηκε τότε Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος∙ ο όρος Προσωρινόν, υποδήλωνε την προσπάθεια των συντακτών του να μην «ενοχλήσουν» τις ευρωπαϊκές Δυνάμεις. Ύστερα από την ψήφιση της 1ης Ιανουαρίου, του Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος, στις 15 του μηνός, με θέσπισμα της Εθνικής Συνέλευσης, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος εξελέγη Πρόεδρος του Εκτελεστικού σώματος, ο δε Δημήτριος Υψηλάντης, Πρόεδρος του Βουλευτικού σώματος, «τιμής ένεκεν». Ο Υψηλάντης, είχε φτάσει στην Ελλάδα τον Ιούνιο του 1821, εκπροσωπώντας τον αδελφό του Αλέξανδρο Υψηλάντη, που ήταν φυλακισμένος στην Αυστρία και δεν παρέστη στην Εθνοσυνέλευση, λόγω της συμμετοχής του στην πολιορκία του Ακροκορίνθου, αλλά και επειδή τον είχαν παραγκωνίσει, λόγω της αντιπαράθεσής του με τους προκρίτους της Πελοποννήσου. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, απουσίαζε, επίσης.

Ήδη, από τις 20 Δεκεμβρίου, οι συνελθόντες στην Πιάδα (Νέα Επίδαυρο), αποφάσισαν πως η αναζήτηση χρημάτων από το εξωτερικό ήταν ένα «αίτημα πρωταρχικής σημασίας δια το Έθνος», γι’ αυτό και έπρεπε ειδικοί απεσταλμένοι να μεταβούν στην Ευρώπη, με σκοπό να διαπραγματευθούν την έκδοση εξωτερικού δανείου. Σημειωτέον, πως η προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό, όπως και στον εσωτερικό, που προηγήθηκε και συνεχίστηκε, δεν είχε να κάνει, εκείνη την περίοδο, με τις υποχρεώσεις του ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους, που ιδρύθηκε με το πρώτο από τα τρία Πρωτόκολλα του Λονδίνου, της 3ης Φεβρουαρίου 1830. Είχε άμεση σχέση, όπως σημειωνόταν στο Ψήφισμα της Γερουσίας της Δυτικής Ελλάδος, σχετικού με την έκδοση εσωτερικού ομολογιακού δανείου, το ποσό του οποίου ανερχόταν στα 300 χιλ. γρόσια καθώς και στον τρόπο εξόφλησης αυτού, με το «να προφθασθώσιν αι μεγάλαι χρείαι της Διοικήσεως» αφ’ ης στιγμής διαπίστωναν πως «εκ των δημοσίων εισοδημάτων κατά τας έκπαλαι συνηθείας των μερών τούτων και δια τας δυστυχίας τας οποίας επροξένησεν ο εσωτερικός πόλεμος αργοπορούσι να συναχθούν μετρητά εις το Δημόσιον Θησαυροφυλάκιον» και ανέκυπτε κατεπείγουσα η ανάγκη «του να οικονομηθώσι τα του πολέμου χρεώδη».

Η Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου.

Στις γενικότερες συζητήσεις, που διεξάγονταν όλο το προηγούμενο διάστημα, ανάμεσα σε ηγετικά στελέχη της Επανάστασης, για το εν γένει πολίτευμα της Ελλάδας και τους θεσμούς, που θα το διήπαν, δεν έλειπαν οι ανταγωνισμοί και οι έριδες ανάμεσα σ’ εκείνους, οι οποίοι προσπαθούσαν να στήσουν ένα οργανωμένο κρατικό μόρφωμα, ώστε να πετύχουν στην υλοποίηση των εθνικών τους ονείρων και επιδιώξεων, που θα αποκρυσταλλώνονταν στην αυτονομία ύπαρξής του. Επομένως, συμπεραίνεται πως η ανάγκη για εξεύρεση χρημάτων, που θα βοηθούσαν στην αίσια έκβαση του αγώνα των Ελλήνων εναντίον των Οθωμανών, ήταν επιτακτική και η προσφυγή στη δανειοδότηση των επαναστατημένων και από την αλλοδαπή ήταν απόρροια και της εσωτερικής διαμάχης.

Όντως, η ασυνεννοησία και ο «εσωτερικός πόλεμος» διακρίνονται και μέσα από την επιστολή, που έστειλε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης προς το Βουλευτικό σώμα, τον Οκτώβριο του 1823, με την οποία δήλωνε πως παραιτείται από την αντιπροεδρία του Εκτελεστικού σώματος, όπου έγραφε, μεταξύ άλλων, πως έβλεπε «τα εθνικά εισοδήματα διασκορπιζόμενα», «τον εχθρόν προχωρούντα πανταχόθεν εις την ελληνικήν γην» και «να εισβάλλη εις την Πελοπόννησον» και ότι αι διχόνοιαι και φατρίαι δεν αφίνουν να ενεργηθή τι των προς σωτηρίαν ως δει […]».

Διαπιστώνεται και από την επιστολή, που έστειλε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος προς τον Αδαμάντιο Κοραή, τον Μάρτιο του 1824, όπου τον παρακαλούσε και τον προσκαλούσε να κατέλθει στην πατρίδα και να αναλάβει ηγετικό ρόλο, ούτως ώστε να συμβάλει στην ευτυχή έκβαση του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνα. Μιλούσε για τις διασπαστικές τάσεις, που είχαν παρατηρηθεί στους αρχηγούς της Ελλάδας, οι οποίοι, όμως, αγωνίζονταν «την αυτονομίαν» και «ανεξαρτησίαν των»∙ πράγματα «ουσιώδη» και «δύσκολα, ως προς ημάς» και τη δυσκολία αυτή την απέδιδε στην τουρκική βαρβαρότητα και κακοήθεια, η οποία «είναι εισέτι πολλή εις ημάς εξ αιτίας της πολυχρονίου συναναστροφής μας με τους τυράννους. Της παιδείας αι ρίζαι είναι ακόμη και ολίγαι και αδύνατοι, και η επανάστασις πριν λάβη τέλος, εγέννησε την φιλαρχίαν και την φιλοπλουτίαν. Το φίλαρχον και το φιλόπλουτον τούτον θέλον να εμποδίση το έθνος, εις σύλλογον ήλθεν εις Επίδαυρον και Άστρος, και εις την πρώτην περίστασιν και εις την δευτέραν πάντοτε υπερίσχυσαν η ιδοτέλεια και αι φατρίαι».

Επομένως, εκτός από την πραγματική έλλειψη οικονομικών πόρων, που θα ενίσχυαν τις πολεμικές επιχειρήσεις και θα συνέβαλαν στην αίσια έκβαση του αγώνα, η «φιλαρχία» και η «φιλοπλουτία», συνιστούσαν στοιχεία διασπαστικά της όποιας συνεννόησης, ακόμα και στην περίπτωση εξεύρεσης χρημάτων.

Το Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος, της 1ης Ιανουαρίου 1822, βάσει του οποίου συστάθηκε το ενιαίο Νεοελληνικό κράτος, όριζε την Κόρινθο ως «κατοικία προσωρινή της Διοικήσεως» και η μετακίνηση της Διοικήσεως και των Υπουργείων από την Πιάδα (Νέα Επίδαυρο), στην Κόρινθο πραγματοποιήθηκε από τις 23 έως τις 31 Ιανουαρίου 1822. Η Κόρινθος, παρέμεινε ως Καθέδρα της Διοικήσεως ως τα τέλη Μαΐου, αρχές Ιουνίου 1822. Στο διάστημα κατά το οποίο το Εκτελεστικό Σώμα λειτουργούσε στην Κόρινθο εκδόθηκε μια σειρά Νόμων, που επικύρωναν Ψηφίσματα του Βουλευτικού, τα οποία αφορούν και δάνεια. Έτσι, εκδόθηκε ο νόμος υπ. αριθμ. 5, της 4ης Μαρτίου 1822, με τον οποίο το δάνειο, ύψους πέντε μιλλιουνίων γροσίων, της 18ης Ιανουαρίου 1822, κηρυσσόταν ως αναγκαστικό. Όπως παρατηρεί ο Δημακόπουλος, «έτσι ήρχισεν η ιστορία του χρονίου δανεισμού της Ελλάδος, εν συνεχεία επιδιώξεων από του προηγούμενου έτους». Ακόμα, ψηφίστηκε ο νόμος με αριθμό 7, της 9ης Μαρτίου 1822, που αφορούσε δάνειο ενός «μιλλιουνίου ισπανικών κολωνάτων ταλλήρων εκ του εξωτερικού». Αξιοσημείωτος ήταν και ο νόμος με αριθμό 9, της 5ης Απριλίου 1822, βάσει του οποίου αποφασιζόταν η συλλογή «των πολυτίμων ιερών σκευών ναών και μονών», που θα μετατρέπονταν σε νόμισμα, γεγονός που αποδείκνυε, βέβαια, και την άμεση ανάγκη των επαναστατημένων για εξεύρεση χρημάτων, με σκοπό τη χρηματοδότηση του αγώνα. Το χρηματικό ποσό, που προέκυψε από την πώληση των ιερών αντικειμένων ανήλθε στα 140.000 γρόσια.

Επιπροσθέτως, βάσει του νόμου της 9ης Μαρτίου 1822, η Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος, που έδρευε στην Κόρινθο, αποφάσιζε τη σύναψη δανείου «επί υποθήκη εθνικών γαιών» και «διακήρυττ[ε]», μέσω του Προέδρου του Εκτελεστικού, «Ότι το Βουλευτικόν εθεσπίσατο και το Εκτελεστικόν επεκύρωσε τάδε, επειδή η Διοίκησις έχει μεγίστην ανάγκην χρηματικών μέσων, επειδή από το Έθνος ολιγώτερα εκ του προχείρου ελπίζονται αφ’ όσα είναι άφευκτα: Αον. Να ληφθώσι 1.000.000 τάλλαρα κολωνάτα Ισπανίας έξωθεν της Επικρατείας δάνεια. Βον. Επί τόκω συμφεροτέρω. Γον. Πληρωτέα μετά τρεις ολοκλήρους ενιαυτούς. Δον. Ει δε χρεία και υποθήκης, το Εκτελεστικόν Σώμα θέλει προσδιορίσει την των εθνικών κτημάτων διπλήν του δανείου τούτου ποσότητα». Με τον ίδιο νόμο της 9ης Μαρτίου, που αφορούσε δάνειο από την αλλοδαπή, αποφασίστηκε και εγκρίθηκε η αποστολή στο Λιβόρνο, της Ιταλίας, του Ανδρέα Λουριώτη, όπου θα συνεργαζόταν με τον μητροπολίτη Ιγνάτιο, αλλά και με άλλους ομογενείς, οι οποίοι βρίσκονταν εκεί και δραστηριοποιούνταν, ώστε να επιτύχουν τον συγκεκριμένο σκοπό, δηλ., την παροχή δανείου στους επαναστατημένους Έλληνες, που είχαν συγκροτήσει έναν ιδιότυπο επαναστατικό οργανισμό, ο οποίος, ωστόσο, δεν παρείχε τα απαραίτητα εχέγγυα στους ξένους για τη διασφάλιση των χρημάτων τους. Ο Λουριώτης είχε εντολή να μεταβεί στην Ισπανία ή την Πορτογαλία ή τη Βρετανία, αν οι προσπάθειές του αποτύγχαναν στην Ιταλία. Παραλλήλως, όμως, η Συνέλευση επιφόρτισε και άλλη επιτροπή με τις ίδιες αρμοδιότητες, με σκοπό να διαβουλευθεί δάνειο με αρμόδιους παράγοντες της Ελβετίας και της Γερμανίας. Οι απεσταλμένοι, σ’ αυτή την περίπτωση, ήταν ο Μιχαήλ Σχινάς και ο Γουλιέλμος Δίττμαρ.

Υποσχετικό για την εξόφληση 1000 γροσίων εντόκως από το Εθνικό Ταμείο, σε τρία έτη (Συλλογή ΕΕΦ).

Οι συγκεκριμένες προσπάθειες δεν απέφεραν τους προσδοκώμενους καρπούς. Άλλες κινήσεις και συζητήσεις, που έλαβαν χώρα διαρκούντος του 1822 και του 1823, είχαν την ίδια τύχη. Ωστόσο, αξιομνημόνευτη και σημαντικότερη, ίσως, ήταν εκείνη, που σχετιζόταν με τους απεσταλμένους του Τάγματος των Ιπποτών της Ρόδου, Φίλιππο Σαστελαίν και Φίλιππο Ζουρνταίν, τον Νοέμβριο του 1823, στην Ύδρα, όπου πρότειναν στον Μαυροκορδάτο σύναψη δανείου στην Αγγλία, με σκοπό την απελευθέρωση της Ελλάδας, την οποία ήλπιζαν να συνδέσουν με την ανασύσταση του συγκεκριμένου Τάγματος, στον ελλαδικό χώρο. Οι προτεινόμενοι δυσμενείς όροι διευκόλυναν τον Μαυροκορδάτο να αφήσει το θέμα σε εκκρεμότητα, προσβλέποντας στη σύναψη δανείου με τους χρηματιστηριακούς κύκλους του Λονδίνου, όπου ήδη ελάμβαναν χώρα σχετικές συζητήσεις.

Είναι γεγονός, πως ο Μαυροκορδάτος, είχε αναλάβει τις εξωτερικές σχέσεις της Επανάστασης δίχως να διορισθεί στο αξίωμα του υπουργού Εξωτερικών, εφόσον στη θέση αυτή είχε τοποθετηθεί ο Θεόδωρος Νέγρης, τον πρώτο καιρό. Μάλιστα, κατά τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, «στην Συνέλευσιν», εννοώντας, προφανώς τη Β΄ Εθνική Συνέλευση, που είχε λάβει χώρα στο Άστρος, από τις 29 Μαρτίου έως τις 18 Απριλίου 1823, «έγεινε ψήφισμα ότι να μην βάλουν άλλους ξένους, ειμή τον Μαυροκορδάτον δια τα εξωτερικά».

Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του Συντάγματος του Άστρους.

Με τη λήξη των εργασιών της Β΄ Εθνοσυνέλευσης, η οποία είχε διακηρύξει και πάλι «την πολιτικήν των Ελλήνων ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν», άνοιγε η περίοδος της δεύτερης προσωρινής διοικήσεως, με έδρα την Τριπολιτσά. Τον Ιούνιο του 1823 το Εκτελεστικό Σώμα εξεδωσε Διαταγή, με την οποία παρείχε την άδεια στον Ιωάννη Ορλάνδο, τον Ιωάννη Ζαΐμη και τον Ανδρέα Λουριώτη «να πραγματευθώσιν Δάνειον μέχρι της ποσότητος τεσσάρων μιλλιουνίων Ταλλήρων Ισπανικών», την πληρεξουσιότητα «να ενεργήσωσι και φέρωσιν εις έκβασιν το ρηθέν Δάνειον, καθ’ ον κρίνωσιν συμφερώτερον τρόπον». Ας σημειωθεί πως ο Ορλάνδος είχε εκλεγεί πρόεδρος του Βουλευτικού, ύστερα από τη λήξη των εργασιών της Β΄ Εθνοσυνελεύσεως, θέση στην οποία παρέμεινε ως τις 20 Μαΐου. Ταυτοχρόνως, η Διοίκηση δεσμευόταν πως θα επικύρωνε τις συμφωνίες, που οι συγκεκριμένοι απεσταλμένοι θα υπέγραφαν, το δε δάνειο θα αναγνωριζόταν ως χρέος της Ελλάδας. Εάν απουσίαζε ο ένας εκ των τριών μελών, των ορισθέντων για τη διεξαγωγή των συζητήσεων, τα άλλα δύο μέλη θα είχαν την ίδια πληρεξουσιότητα. Στο τέλος, εντελλόταν ο Γενικός Γραμματέας «να ενεργήση την διαταγήν ταύτην». Η Διαταγή ανέφερε ως τόπο έκδοσης την Τρίπολη, έφερε ημερομηνία 2 Ιουνίου 1823(αωκγ΄) και την υπέγραφαν ο Πρόεδρος του Εκτελεστικού Σώματος, Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο Θ. Κολοκοτρώνης, ο Α. Ζαΐμης, ο Σ. Χαραλάμπης και ο Γενικός Γραμματέας, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος.

Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης.
Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Όντας, επομένως, ο Μαυροκορδάτος αρμόδιος για «τα εξωτερικά» είχε αναλάβει και τις ενέργειες, τις σχετιζόμενες με τις διαπραγματεύσεις, που αφορούσαν στο δάνειο από την αλλοδαπή. Δεν πρέπει, ωστόσο, να διαλάθει της προσοχής μας και το γεγονός πως οι καλές σχέσεις με τη Βρετανία, θα ενίσχυαν την αγγλόφιλη παράταξη, την οποία εκπροσωπούσε. Στις 24 Ιουνίου του 1823, ευρισκόμενος στην Τρίπολη, ύστερα από την Διαταγή του Εκτελεστικού, της 2ας Ιουνίου 1823, έστειλε επιστολή προς την τριμελή επιτροπή, όπου επισήμαινε πως η οικονομική σύνδεση με την Αγγλία στόχευε στην εξυπηρέτηση δύο σκοπών, εξίσου σημαντικών και των δύο: αφ’ ενός στην οικονομική ενίσχυση του Αγώνα και αφ’ ετέρου στο «να ενοχοποιήση ούτως ειπείν την Αγγλίαν εν τη εκβιάσει της ελληνικής επαναστάσεως», δίνοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο «την αφορμήν εις την έναρξιν αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ των δύο εθνών».

Στην επιστολή του εκείνη, περιλαμβανόταν ειδικό κεφάλαιο για τις σχέσεις των δύο χωρών. Για τις εμπορικές σχέσεις, ο Μαυροκορδάτος, προέτρεπε τα μέλη της επιτροπής να διαπραγματευθούν αλλά «ουχί αποκλειστικώς». Διευκρίνιζε πως η Αγγλία είχε μεταβάλει «σύστημα» και, ίσως, οι αιτίες αυτής της μεταβολής να ήταν: «η υποψία μήπως η Ρωσσία τρέφουσα σκοπούς να εκτανθή κατά το μέρος της Τουρκίας, εκτανθή και εις την Ελλάδα». Ακόμα, το γεγονός πως η μέχρι εκείνη τη στιγμή γενναία αντίσταση της Ελλάδας θα μπορούσε «να χρησιμεύση εις τους μελλοντικούς σκοπούς της Αγγλίας εναντίον των προόδων της Ρωσσίας». Η Ελλάδα είχε δικαίωμα να επωφεληθεί από την περίσταση και η Αγγλία να την βοηθήσει. Το ενδιαφέρον τους έπρεπε να επικεντρωθεί στους πραγματικούς σκοπούς της Αγγλίας, αν, όντως, επιθυμούσε την ανεξαρτησία της Ελλάδας, «εις ποία όρια φρονεί ότι θέλομεν σταθεί», να καταστήσουν γνωστή «την απόφασιν των Ελλήνων του ν’ αποκτήσουν εντελώς την εθνικήν ανεξαρτησίαν των, και όχι ποτέ να υποδουλωθούν εις άλλους». Η εκπλήρωση των ρωσικών σχεδίων δεν συνέφερε την Αγγλία, επομένως υπήρχε ταυτότητα συμφερόντων Ελλάδας-Αγγλίας, η οποία έπρεπε «να συντρέξη εις το να κατασταθή η Ελλάς όχι μόνον αυτόνομος, αλλά και ισχυρά», η κατάρρευση της οθωμανικής Διοίκησης ήταν «άφευκτο[ς]» ύστερα από τον κλονισμό, που είχε υποστεί.

Ο Μαυροκορδάτος, παρείχε την άδεια στους εντεταλμένους απεσταλμένους της ελληνικής Διοίκησης να προχωρήσουν σε συνομιλίες και σε συμφωνίες «περί βοηθείας δοθεισομένης εκ μέρους της Αγγλίας εις την Ελλάδα, χρείας τυχούσης, βοηθείας όμως χρηματικής, ή άλλων αναγκαίων, ουχί δε στρατιωτικής ποτέ∙». Οι συμφωνίες αυτές θα επικυρώνονταν από τη Διοίκηση. Το πλέον, ωστόσο, ουσιώδες σημείο της επιστολής έγκειτο, προφανώς, στα ακόλουθα γραφόμενα του Μαυροκορδάτου: «Επειδή δεν συμφέρει εις την Ελλάδα να γνωρισθή ότι πραγματεύεται περί οποιωνδήποτε πολιτικών σχέσεων με την Αγγλίαν, καθότι τούτο δύναται να κινήση την ζηλοτυπίαν των άλλων Δυνάμεων, θέλετε φροντίσει, όσον το δυνατόν, να γνωρισθή ως μόνος σκοπός της αποστολής ο του δανείου∙ εις τούτο απαιτείται να καταβάλετε όλην την δυνατήν προσοχήν».

Επομένως, από το περιεχόμενο της επιστολής του Μαυροκορδάτου συνάγεται πως η προσφυγή των επαναστατημένων Ελλήνων στην Αγγλία, για χρηματοδότηση, υποκινείτο από λόγους πολιτικούς, δίχως, βέβαια, τούτο να σημαίνει πως και τα χρήματα δεν ήταν υπέρ το δέον αναγκαία για την συνέχιση και την ευτυχή έκβαση του Αγώνα. Σε πολιτικούς λόγους πρέπει να αναζητηθούν και ορισμένα από τα αίτια της καθυστέρησης της έκδοσης του πρώτου δανείου. Αναφερόμαστε στους αδιάκοπους εσωτερικούς σπαραγμούς, όπως σημειώνει ο Ανδρεάδης, και στους δύο Εμφυλίους Πολέμους. Ο πρώτος, ξεκίνησε το 1823, είχε να κάνει με τις διαφορές, που εκδηλώθηκαν μεταξύ των προκρίτων της Πελοποννήσου και των οπλαρχηγών και τελείωσε, όταν, τον Ιούνιο του 1824, ο Κολοκοτρώνης παρέδωσε το Ναύπλιο στην κυβέρνηση. Λίγους μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 1824, ξεκινά ο δεύτερος Εμφύλιος, ο οποίος οφειλόταν στις διαφορές Στερεοελλαδιτών, Πελοποννησίων και νησιωτών και τελείωσε το 1825. Κατά τον Γεώργιο Κουντουριώτη, η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο, την άνοιξη του 1824, «το εθνικόν ταμείον […] δεν έχει δέκα γρόσια∙ στρατεύματα πολλά∙ σίτος διόλου∙ δύο ημέρας έχουσιν δίχως ψωμί τα στρατεύματα […] μ’ έναν λόγο ευρίσκεται η πατρίς εις τον έσχατον κίνδυνον […]».

Στο διεθνή στίβο οι ανταγωνισμοί των Δυνάμεων, αναφορικά με την ανατολική Μεσόγειο, διαμόρφωναν το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα μπορούσε να κινηθεί και να εξελιχθεί η ελληνική υπόθεση. Σημαντική ιστορική στιγμή, η οποία συνέβαλε στο να στραφεί περισσότερο η Ελλάδα προς την Αγγλία ήταν το ρωσικό Υπόμνημα, της 28 Δεκεμβρίου 1823/9ης Ιανουαρίου 1824, το οποίο έχει μείνει γνωστό ως «Σχέδιο των Τριών Τμημάτων». Στο σχέδιο αυτό, το οποίο, αν και μυστικό, δημοσιεύθηκε τον Μάιο, στην εφημερίδα Constitutionnel του Παρισιού, ο τσάρος Αλέξανδρος ο Α΄ πρότεινε την επίλυση του Ελληνικού ζητήματος, βασιζόμενη στο διοικητικό πρότυπο, που ίσχυε στη Μολδαβία και τη Βλαχία. Προέβλεπε την ίδρυση τριών ή τεσσάρων αυτόνομων ηγεμονιών, οι οποίες θα είχαν διευρυμένα όρια, αφού θα περιλάμβαναν η πρώτη τη Θεσσαλία, την Αττική και τη Βοιωτία, η δεύτερη την Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία, η τρίτη την Πελοπόννησο και την Κρήτη. Τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους θα υπάγονταν σ’ ένα καθεστώς διοικητικής αυτονομίας, ενώ ο σουλτάνος θα ήταν επικυρίαρχος των τριών ηγεμονικών. Στους Έλληνες θα αποδιδόταν η διοίκηση των ηγεμονιών και θα εκπροσωπούνταν στην Υψηλή Πύλη από τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Η όλη προσπάθεια του τσάρου ναυάγησε και εξαιτίας των ραδιουργιών του Μέτερνιχ, δεδομένου ότι οι ηγεμονίες, στην ουσία, θα ήταν υποχείριο της Ρωσίας. Ας σημειωθεί πως το ρωσικό Υπόμνημα δεν προέβλεπε την ανεξαρτησία της Ελλάδας, αλλά θα μπορούσε να εκληφθεί ως «μια πράξη γέννησης της Ελλάδας, αν και δεν είχε ακόμα αναγνωρισθεί», όπως παρατηρεί ο Driault, ή, όπως παρατηρεί ο ίδιος «είχε ως αποτέλεσμα να κλείνει περισσότερο η Ελλάδα προς την Αγγλία». Και ναι μεν δεν είχε, ακόμα, αναγνωρισθεί η ανεξαρτησία της Ελλάδας, αλλά το σχέδιο άνοιγε τον δρόμο για αλλαγή πλεύσης της βρετανικής, ιδίως, πολιτικής, έναντι του Ελληνικού Ζητήματος.

Δεν θα ήταν υπερβολή, επομένως, να υποστηρίξουμε πως μέσα σ’ αυτό το διεθνές πολιτικό και διπλωματικό περιβάλλον, η συνομολόγηση της σύμβασης για το πρώτο δάνειο της ανεξαρτησίας ήταν μια αναγκαιότητα επιτακτική, αλλά και επιβεβλημένη από τις περιστάσεις, εσωτερικές και εξωτερικές. Στο εσωτερικό πεδίο τα χρήματα δεν ήσαν απαραίτητα μόνο για την εξυπηρέτηση των αναγκών του πολέμου, που μεταφράζονταν σε πολεμοφόδια και στη σίτιση των στρατιωτών, αλλά και για τον λαό, ο οποίος, επίσης, λιμοκτονούσε. Ας αναφερθεί, ενδεικτικά πως την περίοδο κατά την οποία ο Ιμπραήμ είχε φτάσει στην Πελοπόννησο, οι περιγραφές για την πείνα αποτυπώνονται στα όσα ο Κολοκοτρώνης έγραφε στα Απομνημονεύματά του: «ο τόπος είχε ερημωθή, ο πολέμος δεν άφηνε να καλλιεργήται, ψωμί δεν ευρίσκαμεν, η Κυβέρνησι ήτον μόνον δια το όνομα, διότι δεν είχε κι’ εκείνη και δεν μας έστελνε». Την δε εποχή της πολιορκίας του Μεσολογγίου, ο φιλέλληνας, Ελβετός, Ιάκωβος Μάγερ, σημείωνε σε επιστολή του, του Μαρτίου 1826: «Καταντήσαμεν εις τοιαύτην ανάγκην, ώστε να τρεφόμεθα εδώ με ακάθαρτα ζώα». Η κατάσταση αυτή δεν ήταν καινούργια, κρατούσε χρόνια.

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η χρηματοδότηση του Αγώνα ήταν αναγκαία. Έτσι, στο Λονδίνο, την έκδοση του δανείου ανέλαβαν οι τραπεζίτες Loughman και υιοί, O’brien, Ellice και Σία και η σύμβαση υπογράφηκε στις 21 Φεβρουαρίου 1824. Το ονομαστικό κεφάλαιο του δανείου ήταν 800.000 λίρες προς 59%, με τόκο 5% και χρεολύσιο 1%. Από το αρχικό κεφάλαιο αφαιρέθηκαν διάφοροι τόκοι, χρεολύσια, μεσιτείες, προμήθειες, έξοδα, δαπανήθηκαν περί τις 10.000 λίρες για πολεμοφόδια. Αφαιρουμένων και διαφόρων άλλων ποσών στην Ελλάδα έφθασαν, τμηματικώς, 302.585.99 λίρες, μεταφραζόμενες σε 8.472.000 παλαιές δραχμές. Αυτό το ποσό αναγράφεται στον λογαριασμό, που επισύναψαν στην απολογία τους οι Λουριώτης και Ορλάνδος, το 1835, οι οποίοι κατηγορήθηκαν για διασπάθιση δημοσίου χρήματος.

Σημειωτέον πως στην υπόθεση του δανείου είχε παίξει ρόλο και το Ελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου, το οποίο ανέλαβε και την αποστολή των χρημάτων στην Ελλάδα. Με δική του πρωτοβουλία το προϊόν του δανείου θα στελνόταν στον λόρδο Βύρωνα και στον συνταγματάρχη Stanhope «δια να τα βαστάξουν αυτοί εις την θέλησιν της Βουλής προς ωφέλειαν του Γένους, χωρίς να τα οικειοποιηθούν οι κλέπται». Δεν είναι παράδοξο, επομένως, πως τα χρήματα στάλθηκαν με το πλοίο Φλώριντα στη Ζάκυνθο, η οποία ήταν βρετανικό έδαφος και κατατέθηκαν στις τράπεζες του Καίσαρα Λογοθέτη και του Σ. Βάρφ, Άγγλου υπηκόου, εμπόρου, με την εντολή να αποδοθούν στην ελληνική κυβέρνηση, μόνο αν συμφωνούσαν ο λόρδος Βύρων, ο Stanhope και ο Λάζαρος Κουντουριώτης. Στο μεταξύ, ο λόρδος Βύρων πέθανε, η κατάσταση περιπλέχθηκε και ήταν, πλέον, απαραίτητη καινούργια εντολή από το Λονδίνο.

Τα χρήματα του δανείου τα μετέφερε ο Edouard Blaquière. Αυτή πρέπει να ήταν η πρώτη δόση του δανείου, δεδομένου ότι τα χρήματα έφτασαν τμηματικώς, σε δόσεις, από τον Απρίλιο του 1824 ως τον Απρίλιο της επόμενης χρονιάς. Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, πως υπό τον μανδύα του φιλελληνισμού υποκρύπτονταν, σε κάποιες περιπτώσεις, οικονομικά συμφέροντα, πολιτικές φιλοδοξίες, στις οποίες εντάσσονταν και οι ελπίδες για έμμεση παρεμβολή και επιρροή αλλοδαπών κυβερνήσεων στα εσωτερικά πράγματα του κράτους, που ευελπιστούσαν πως θα αναδυόταν από την Επανάσταση. Επενδύοντας, λοιπόν, οι χρηματιστές του Λονδίνου, τα κεφάλαιά τους σε επισφαλείς επιχειρήσεις ήλπιζαν σε μεγάλα κέρδη, αν ο αγώνας είχε αίσια έκβαση. Όπως δε παρατηρεί ο Λιγνάδης, «το απεγνωσμένον του αγώνος ενός λαού, μη έχοντος άλλην περιουσίαν ει μη τα ‘χώματα’ των προγόνων του, παρείχε προϋποθέσεις συνάψεως συμφωνίας επί τη βάσει ληστρικών όρων».

Ωστόσο, οι ανάγκες του πολέμου στην Ελλάδα απαιτούσαν κι’ άλλα χρήματα, μια και το 1824 ήταν μια εξόχως δύσκολη περίοδος για τον Αγώνα, όπως προαναφέρθηκε. Ήδη, από τον Ιανουάριο του 1823, είχαν αρχίσει να γίνονται αισθητές οι ανησυχίες της Πύλης για τη συνέχεια των πολεμικών επιχειρήσεων και οι προθέσεις της για ενίσχυση των στρατιωτικών και ναυτικών της δυνάμεών από τον αντιβασιλέα της Αιγύπτου, Μωχάμετ ΄Αλη, του οποίου τη βοήθεια είχε ζητήσει ο σουλτάνος. Ο γιός του Αιγύπτιου ηγέτη, Ιμπραήμ, έφθασε στη Μεθώνη, τον Φεβρουάριο του 1825, ηγούμενος ενός αξιόμαχου στρατού και ικανού στόλου∙ και τα δύο σώματα διοικούνταν, κυρίως, από Γάλλους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς, τον δε Απρίλιο του 1825 άρχισε η πολιορκία του Μεσολογγίου, υπό τον Κιουταχή.

Thomas Phillips, Byron in Arnaout Dress, 1835, National Portrait Gallery, Λονδίνο.

Οι εν Ελλάδι κρατούντες, σ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων ενημέρωναν τα μέλη της επιτροπής, στο Λονδίνο, για την πορεία των πολεμικών επιχειρήσεων και τις ανάγκες, που προέκυπταν σε πολεμοφόδια. Όπως εξηγούσαν τα μέλη της επιτροπής στην απολογία τους, αρκετά χρόνια αργότερα, όταν κατηγορήθηκαν οι Λουριώτης και Ορλάνδος για διασπάθιση των χρημάτων των δανείων, ανέφεραν πως η «απόλυτος ανάγκη μεγαλητέρας δραστηριότητος, και πλειοτέρων πολεμικών βοηθημάτων, ικανών προς αντίκρουσιν των εχθρών, των οποίων η επιμονή και η δύναμις ηύξησαν τα μέγιστα εκ της συγκεντρώσεως των Αιγυπτίων και όλων των τότε Αφρικανών δυνάμεων του Σουλτάνου, μας έπεισαν ότι η Ελλάς είχεν ανάγκην και δευτέρου Δανείου».

Η απόλυτη αναγκαιότητα για την εκ νέου προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό επιβεβαιώνεται και από μεταγενέστερη της υπογραφής της σύμβασης του δεύτερου δανείου, από επιστολή της κυβέρνησης, της 13ης Μαρτίου 1825, όπου αναφέρεται, μεταξύ άλλων, «χωρίς το δεύτερον Δάνειον, μήτε φρεγάταις, μήτε κανόνια, δεν αγοράζονται». Άλλωστε, έπρεπε να εκσυγχρονίσουν και τα όπλα, που διέθεταν, όταν μιλούσαν για αλλαγή των ορειχάλκινων κανονιών με σιδερένια.

Έτσι, τα μέλη της Επιτροπής, που παρέμεναν στο Λονδίνο, είχαν προτείνει στους εν Ελλάδι κυβερνώντες να προχωρήσουν στη σύναψη και άλλου δανείου, συμβουλεύοντας, στις 27 Μαρτίου 1824, την κυβέρνηση να στείλει τα αναγκαία πληρεξούσια έγγραφα, θεωρώντας πως η εποχή ήταν κατάλληλη, δοθέντος ότι τα «ελληνικά κεφάλαια» (ομόλογα), εκείνη την εποχή, «ήσαν εν υπολήψει».

Μάλιστα, την 1η/13η Αυγούστου 1824 η «επιτροπή συνάψεως αγγλικού δανείου», έστελνε αναφορά προς την «Σεβαστήν Ελληνικήν Διοίκησιν», που έδρευε στο Ναύπλιο, όπου ενημέρωνε πως η Φλώριδα θα μετέφερε 40 ή 50 χιλιάδες λίρες. Στην αναφορά τους, προτείνονταν τρόποι, βάσει των οποίων θα μπορούσε να ενεργήσει η Διοίκηση. Αξιοπρόσεκτα ήταν και τα ακόλουθα, που δίνουν και μια χροιά των διαπραγματεύσεων: «Φρονούμεν όμως ότι και δια τον προδιορισμόν της γης ή δεν πρέπει να τον αποφασίση και θεσπίση η Σεβαστή Διοίκησις ή, αν τον θεσπίση, να θεσπίση τόπους ακάρπους, νοσώδεις και βουνά, εις μέρη ασήμαντα, με ονόματα όμως παλαιά και λαμπρά, δια να κάμουν εντύπωσιν εις αυτούς τους κομισαρίους. Αυτήν την απάτην την μερετάρει [καλύπτει] καλά, φαίνεταί μας, ο Χουμ, όστις επέμενεν ο μόνος εις αυτό το άρθρον, και με αυτήν η Διοίκησις εκληπαροί τα ζητήματα των καθ’ όλην την έκτασίν των».

Εν τω μεταξύ, στις 31 Ιουλίου 1824, το Βουλευτικό είχε αποφασίσει τα μέλη της Επιτροπής να αιτηθούν καινούργιο Δάνειο «[ε]πειδή ο πόλεμος χρήζει πολλών χρημάτων», τα οποία το Ελληνικό Έθνος, που πολεμούσε για την ανεξαρτησία του, χρειαζόταν, «δια να δυνηθή να υποστηρίξη την πολιτικήν ύπαρξιν». Το ποσό του καινούργιου δανείου οριζόταν στα δεκαπέντε «Μιλλιούνια Ταλλήρων Ισπανικών». Ο πρόεδρος του Εκτελεστικού, Γεώργιος Κουντουριώτης, επικύρωνε την απόφαση του Βουλευτικού και στις 14 Αυγούστου 1824, το Εκτελεστικό παρείχε στα τρία μέλη της Επιτροπής πλήρη πληρεξουσιότητα, για να διαπραγματευθούν ένα δεύτερο δάνειο, ύψους δεκαπέντε εκατομμυρίων ισπανικών ταλίρων, να τα ασφαλίσει με ομολογίες ίσης ποσότητας, βάζοντας ως εγγύηση τα εθνικά κτήματα.

Όταν έφτασε η απάντηση της κυβέρνησης, τα ελληνικά κεφάλαια ήταν «εις εκπεσμένας τιμάς». Γι’ αυτό, ο Λουριώτης, μετέβη «εις Παρίσια», με σκοπό να προχωρήσει σε συζητήσεις και με Γάλλους κεφαλαιούχους, σχετικά με το νέο Δάνειο, και εκφράζοντας τις προθέσεις και των άλλων δύο μελών της επιτροπής, είχε κατά νου να θέσει «εις άμιλλαν τα δύο έθνη», συζητώντας, παράλληλα και το ζήτημα του δούκα του Νεμούρ. Τελικώς, όμως, επικράτησαν οι διαπραγματεύσεις με τους επιχειρηματικούς κύκλους του Λονδίνου, δεδομένου ότι θεωρήθηκαν συμφερότεροι οι προσφερθέντες όροι τους. Η σύμβαση του δεύτερου δανείου υπογράφηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1825, το ύψος του ήταν 2.000.000 λιρών στερλινών, οι Έλληνες θα εισέπρατταν 816.000 και στην Ελλάδα έφτασαν οι 232.558 λίρες.

 

Αγγλική γελοιογραφία του 1826. Η Πίστη, η Ελπίδα και η Φιλανθρωπία γίνονται μηχανές που βγάζουν χρήμα για τις δυτικές κυβερνήσεις ενώ υποκριτικά μιλούν για το “Δίκαιο” του ελληνικού Αγώνα.

Στις 12 Φεβρουαρίου 1825, ο Ιωάννης Ζαΐμης μετακαλείτο και το Εκτελεστικό παρείχε στους άλλους δύο, τον Λουριώτη και τον Ορλάνδο, κάθε πληρεξουσιότητα, για να προχωρήσουν στη διαπραγμάτευση και στην υπογραφή συμβάσεως νέου δανείου. Σε περίπτωση, που απουσίαζε ο ένας εκ των δύο, ο έτερος θα είχε την ίδια πληρεξουσιότητα, για να προβεί μόνος του σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες. Αν, ωστόσο, η Επιτροπή είχε προχωρήσει τις διαπραγματεύσεις και είχε υπογράψει τη σύμβαση του καινούργιου δανείου, η μετάκληση του Ζαΐμη δεν θα επέφερε την ακύρωση της συμφωνίας. Ύστερα από τέσσερις μήνες, ο Ζαΐμης αντικαταστάθηκε από τον Γ. Σπανιολάκη, ο οποίος εστάλη, για να προσκομίσει επιστολή προς τον Κάνιγκ, αλλά αναμίχθηκε στη διαχείριση του δανείου και ήρθε σε αντιπαράθεση με τους Λουριώτη και Ορλάνδο, όταν κατηγορήθηκαν για διασπάθιση των χρημάτων των δύο δανείων. Ο Samuel Howe, βέβαια, υποστηρίζει πως, όταν έφτασε ο Σπανιολάκης στο Λονδίνο, βρήκε τα μέλη της Επιτροπής διαχείρισης του Δανείου και τους ομολογιούχους «να τρώγονται μεταξύ τους». Κλεψιές και καταχρήσεις ήταν στην πρώτη γραμμή και τα σχετικά δημοσιεύματα στον τύπο «ξεσκέπαζαν αισχρή παραμέληση του καθήκοντος» «από ανθρώπους που στο στόμα τους είχαν συνεχώς τη λέξη ελευθερία, πατριωτισμός, φιλανθρωπία, φιλελληνισμός».

Η διαχείριση των εκ του δευτέρου δανείου προελθόντων χρημάτων ανετέθη στους εκδότες του και σε φίλους τους, τους Hobhouse, Elliot και Burdett. Η αποκληθείσα, αργότερα, από τους Times, του Λονδίνου, «Τετραρχία» διαχειρίστηκε τα χρήματα κατά βούληση, αγνοώντας τους Έλληνες αντιπρόσωπους, μη στέλνοντας τα χρήματα, που έπρεπε να αποδοθούν στην Ελλάδα αλλά ούτε και τα πλοία, που παραγγέλθηκαν. Τα «όργια», όπως τα χαρακτηρίζει ο Ανδρεάδης, που σημειώθηκαν κατά τη χρήση του προϊόντος του δανείου, ήσαν πάμπολλα και αποτυπώνονται στα όσα έγραφαν οι Times, σε άρθρο δημοσιευμένο στις 26 Οκτωβρίου 1826: «Η Ελλάς απώλεσε πάντα τα πλεονεκτήματα, όσα εκ του δανείου προσεδόκα. Η ελληνική υπόθεσις προεδόθη, και προεδόθη εν Αγγλία. Θα εθριάμβευε σήμερον άνευ της Αγγλίας και του Αγγλικού Χρηματιστηρίου». Αποτυπώνονται και στα όσα έγραφε ο Εϋνάρδος στον Stanhope, υπογραμμίζοντας πως το Φιλελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου όφειλε να διερευνήσει τα της χρήσεως του δανείου, του οποίου η κακή διαχείριση των εξ αυτού προελθόντων χρημάτων «είχε φέρει την Ελλάδα εις τα πρόθυρα της καταστροφής, εν τούτοις όμως η Ελλάς κατηγορείτο ως σπαταλήσασα το δάνειον».

Η υπόθεση της ιστορίας των Δανείων της Ανεξαρτησίας δεν τελείωσε με την υπογραφή των συμβάσεων. Ορισμένοι από τους διαπραγματευτές των Δανείων, ενεπλάκησαν σε δικαστικές διαμάχες ή κατηγορήθηκαν. Το 1824, η ελληνική κυβέρνηση είχε δώσει οδηγίες στους Έλληνες αντιπροσώπους, που βρίσκονταν στο Λονδίνο, να φροντίσουν για την προμήθεια οκτώ φρεγατών, κάθε μία των οποίων θα έφερε 18 κανόνια. Οι αντιπρόσωποι θεώρησαν πως θα μπορούσαν να βρουν τα πλοία στις ΗΠΑ. Η υπόθεση δεν προχώρησε ομαλώς, οι Αμερικανοί ζητούσαν και άλλα χρήματα και, τελικώς, εστάλη στην Αμερική ο Α. Κοντόσταυλος, έμπορος, που ζούσε στο Λονδίνο, έχοντας ως αποστολή να συνάψει δάνειο, ούτως ώστε να ολοκληρωθεί η κατασκευή των δύο φρεγατών ή, έστω, της μιας. Ο Κοντόσταυλος συνάντησε δυσκολίες, έφτασε μέχρι του σημείου να ζητήσει ακρόαση από τον Αμερικανό πρόεδρο, James Adams, και αποτάθηκε και στον φιλελληνικό κύκλο της Ουάσιγκτον. Η όλη περιπέτεια είχε ως αποτέλεσμα η μια φρεγάτα να φτάσει στην Ελλάδα, στο Ναύπλιο, το Νοέμβριο του 1826. Οι ενέργειες του Κοντόσταυλου επικροτήθηκαν από την Κυβέρνηση, αργότερα, όμως, έγινε μάρτυρας «κακοβούλων νύξεων και παντοίων διαβολών».

Το ομόλογο του δεύτερου δανείου, Συλλογή ΕΕΦ.

Η Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις είχε αποφασίσει με Ψήφισμα, που εκδόθηκε στην Επίδαυρο, στις 13 Απριλίου 1826, να παύσει «την εν Λονδίνω Επιτροπήν του Δανείου» και να την αντικαταστήσει με άλλη, η οποία θα έπρεπε να παραλάβει ακριβή λογαριασμό από την πρώτη και να υποβάλει στην Επιθεώρηση της Γ΄ Εθνικής Συνελεύσεως «την καθαράν έκθεσιν των επεξεργασθέντων παρ’ αυτής λογαριασμών».

Οι Λουριώτης και Ορλάνδος παρέμειναν στο Λονδίνο ως τις 10 Ιουνίου 1827 και το 1835 κηρύχθηκαν «αλληλεγγύως καθαροί χρεώσται λιρών Στερλινών 28769—17—0 ή δραχμών 809.000:18». Ούτε ο Ζαΐμης, ο οποίος είχε αντικατασταθεί από τον Σπανιολάκη, ούτε ο τελευταίος περιλαμβάνονταν στην απόφαση. Για τη μη συμπερίληψη άλλου ατόμου στις κατηγορίες, δεν δινόταν καμία εξήγηση στο έγγραφο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της 14ης Ιανουαρίου 1835.

Ιωάννης Ορλάνδος, μέλος της ελληνικής αποστολής στο Λονδίνο.
Απολογία Ιωάννου Ορλάνδου και Ανδρέου Λουριώτου
εις την κατ’ αυτών απόφασιν του Ελεγκτικού Συνεδρίου περί των εν Λονδίνω διαπραγματευθέντων δύο ελληνικών δανείων κατά το 1824 και 1825.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τα πραγματικά χρήματα, που εισέπραξε η Ελλάδα ανέρχονταν σε 298.726 λίρες από το πρώτο δάνειο και σε 232.558 από το δεύτερο. Ο Μέντελσον Μπαρτόλδυ, παράλληλα, υποστηρίζει πως στην Ελλάδα έφτασαν οι 300.000 του πρώτου και οι 600.000 του δεύτερου. Με τα άλλα πληρώθηκαν μεσιτικά, τόκοι, χρεολύσια, προμήθεια «και όπως αλλιώς ονομάζονται συνήθως τα άτιμα μέσα με τα οποία οι τραπεζίτες καλύπτουν τα κέρδη τους και εκμεταλλεύονται την αμάθειαν του πλήθους». Ο Μάουρερ, ο ένας εκ των τριών μελών της Αντιβασιλείας, επί Όθωνος, μιλάει για «πρωτάκουστα ποσά για προμήθειες».

Είναι γεγονός πως τα Δάνεια της Ανεξαρτησίας επιβάρυναν την οικονομία του Ελληνικού κράτους, το οποίο ιδρύθηκε με το πρώτο από τα τρία πρωτόκολλα, που υπογράφηκαν στο Λονδίνο στις 3 Φεβρουαρίου 1830 και από τις Συνθήκες, που υπογράφηκαν το 1832. Ίσως, να μην ήταν δυνατόν να συμβεί το αντίθετο. Σ’ αυτό συνέτρεχαν δύο, κυρίως, λόγοι. Ο πρώτος, είχε να κάνει με το ερώτημα εάν δάνεια, που είναι προϊόν διαχείρισης διπλωματικών διαβουλεύσεων από εκπροσώπους επαναστατικών κυβερνήσεων, τις οποίες δεν έχουν αναγνωρίσει ξένα κράτη και συνάφθηκαν από αυτές, μπορούν να γίνουν απαιτητά από τους δανειστές και να βαρύνουν το νεοσύστατο κράτος, που είναι προϊόν της επανάστασης. Η απάντηση στο ερώτημα, που έχει δώσει ο διεθνολόγος Ν. Πολίτης, είναι κατηγορηματική: «Ότε μια κυβέρνησις, νόμω ή βία, εγκαθίσταται εν τη αρχή, και γίνεται δεκτή ή τουλάχιστον ανεκτή υπό του έθνους, αντιπροσωπεύει την χώραν και υποχρεοί αυτήν δια των πράξεων ας συνάπτει εν ονόματί της, αδιάφορον αν η κυβέρνησις αύτη είναι ή ου ανεγνωρισμένη διπλωματικώς υπό των άλλων Δυνάμεων». Ο δεύτερος ήταν συνυφασμένος με την αδυναμία αποπληρωμής των ποσών του δανείου από τους Έλληνες εμπολέμους, έστω και μέρος των δανείων, μια και τα οικονομικά τους μέσα ήταν, σχεδόν, ανύπαρκτα. Εκτός τούτου, τα χρήματα των συγκεκριμένων δανείων διασπαθίσθηκαν σε αλλότριους, εχθρικούς σκοπούς. Επιπλέον, τα χρήματα του πρώτου δανείου και όλα, σχεδόν, του δευτέρου, τα οποία μεταβιβάστηκαν στην Ελλάδα, μετά την εκκαθάριση, κατασπαταλήθηκαν «εις τον υπέρ ηγεμονίας και πρωτείων αγώνα, εχρησίμευσαν δε μόνον όπως περατωθώσιν οι εμφύλιοι πόλεμοι, ους αυτά ταύτα τα δάνεια κατά μέγα μέρος προεκάλεσαν».

Νεότεροι ιστορικοί (Λιγνάδης), έχουν χαρακτηρίσει τα πρώτα ελληνικά εξωτερικά δάνεια, τα οποία έχουν μείνει γνωστά στην Ιστορία, ως «Δάνεια της Ανεξαρτησίας», ως «θεμελιώδεις» συντελεστές της «εξαρτήσεως» του Ελληνικού κράτους από τους ξένους. Παλαιότεροι (Ανδρεάδης), ως «το προοίμιον της εθνικής υμών υποστάσεως». Και οι δύο, συγκαταλέγονται στους ιστορικούς, που ασχολήθηκαν περισσότερο επισταμένα με την πτυχή εκείνη της ελληνικής ιστορίας, που αφορά την προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό, για την εξυπηρέτηση των αναγκών του Αγώνα κατά των Οθωμανών, που διεξήγαν οι ηγέτες του υποτυπώδους κρατικού μορφώματος, το οποίο συνέστησαν οι επαναστατημένοι Έλληνες. Ο Λιγνάδης θεωρεί τα «επαναστατικά» δάνεια του 1824 και του 1825, ως την απαρχή για «την μέσω τρίτων ‘ευγενών’ φορέων οικονομικήν αποικιοποίησιν της Ελλάδος»∙ οικονομική αποικιοποίηση, την οποία διερευνά και εξετάζει έως τη δεκαετία του 1930, οπότε σημειώνεται η τέταρτη πτώχευση του Ελληνικού κράτους, οφειλόμενη, εν πολλοίς, στην προηγηθείσα παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929. Και τούτο θεμελιώνεται στα όσα αναλύει, όταν υποστηρίζει πως η διαπραγμάτευση των εν λόγω δανείων «περιέχει εν σπέρματι τους λόγους εκ των οποίων ερμηνεύονται αι διαδικασίαι, αι οδηγήσασαι το ελληνικόν κρατίδιον εις την πολιτικήν υποτέλειαν, την διήκουσαν καθ’ όλην την νεωτέραν και νεωτάτην ιστορικήν διαδρομήν αυτού. Η σύναψις των δύο δανείων συνετέλεσεν εις την συγκεκριμενοποίησιν της ελληνικής διχονοίας και των στόχων του εμφυλίου πολέμου, υπεβοήθησε τας πολιτικάς επιδιώξεις και βλέψεις του ξένου παράγοντος, υπήρξεν η μήτρα της κυήσεως των ξενοκίνητων κομματικών πυρήνων και κυρίως εδημιούργησεν την αφετηρίαν του περίφημου Χρέους της Ελλάδος, το οποίον εχρησιμοποίουν οι ξένοι, οσάκις ήθελον να εξαναγκασθή το Έθνος να κύπτη τον αυχένα εις τας επιθυμίας των. Το χρέος τούτο θα εξαναγκασθούν να αντιμετωπίζουν οι Έλληνες μετ’ αισθήματος εθνικής ενοχής επί ένα και πλέον αιώνα και η πλεγματικότης αύτη, η καταλλήλως εμφυτευθείσα έξωθεν, θα διαπλάση μίαν ‘παιδείαν’ χαρακτηρολογικής μειοδοσίας εις τας μετά των ξένων σχέσεις και δοσοληψίας».

Από τους σύγχρονους ιστορικούς, ο Γεώργιος Δερτιλής, υποστηρίζει πως τα δάνεια βοήθησαν στο να αποκτήσει η Βρετανία τον πολιτικό έλεγχο της Ελλάδας. Έναν έλεγχο, ο οποίος μαζί με συγκεκριμένες διατάξεις των Συνθηκών, που οδήγησαν στην εντελή ανεξαρτησία του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους και της Συνθήκης του 1864, απέβησαν το προοίμιο της επεμβατικής πολιτικής του Λονδίνου στην Ελλάδα, πολιτική την οποία εφάρμοσαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, οι εγγυήτριες της ελληνικής ανεξαρτησίας, υπό την κάλυψη της προστασίας της πολιτικής της ανεξαρτησίας και της εδαφικής της ακεραιότητας, πλείστες φορές στα χρόνια, που ακολούθησαν (π.χ. Κριμαϊκός πόλεμος). Τυπικώς, η επεμβατική αυτή πολιτική τερματίστηκε με τη Συνθήκη των Σεβρών, της 10 ης Αυγούστου 1920, στο Προοίμιο της οποίας οριζόταν η κατάργηση του καθεστώτος Προστασίας. Στην πραγματικότητα, όμως, η Βρετανία συνέχισε να θεωρεί την Ελλάδα ως δορυφόρο της, ως τα τέλη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν εξερχόμενη, εξουθενωμένη και αποδυναμωμένη, από την παγκόσμια, πολεμική αναμέτρηση παρέδωσε τα σκήπτρα στις ΗΠΑ.

Η τραγικότητα της προσφυγής στον εξωτερικό δανεισμό, εκ μέρους της Ελλάδας, είναι πως δεν σταμάτησε ποτέ. Πάντα οι αλλοδαποί φίλοι έβρισκαν την ευκαιρία, εκμεταλλευόμενοι, βέβαια, τις εσωτερικές διαμάχες και έριδες, να δημιουργούν καταστάσεις ανάγκης, τέτοιας φύσης, που δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις αναγκαστικής δανειοδότησης. Και ο δανεισμός από τις ξένες χρηματαγορές συνεπέφερε την πολιτική εξάρτηση, με ό, τι αυτό συνεπαγόταν. Βέβαιο, ωστόσο, είναι πως δίχως τα χρήματα από το εξωτερικό, αλλά και δίχως την πολιτική στήριξη των Δυνάμεων, η οποία εκδηλώθηκε, όταν ανέκυψαν οι μεταξύ τους ανταγωνισμοί για τον έλεγχο της περιοχής, ο Αγώνας, ίσως, να είχε μείνει ανολοκλήρωτος, ίσως, να μην είχε οδηγήσει τους επαναστάτες στην εν μέρει υλοποίηση των εθνικών τους ονείρων και στην πολυπόθητη ίδρυση πλήρως ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους.

Η Αρετή Τούντα-Φεργάδη είναι Ομότιμη Καθηγήτρια Ελληνικής Διπλωματικής Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστήμιου.

Οδηγός Βιβλιογραφίας

 

Πρωτογενείς Δημοσιευμένες Πηγές

Απολογία Ιωάννου Ορλάνδου και Ανδρέα Λουριώτου εις την κατ’ αυτών απόφασιν του Ελεγκτικού Συνεδρίου περί των εν Λονδίνω Διαπραγματευθέντων δύο Ελληνικών Δανείων κατά το 1824 και 1825, Εν Αθήναις 1839.

Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας 1821-1832. Αι Εθνικαί Συνελεύσεις. Τόμος Πρώτος. Εκδόσεις Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων, Αθήναι 1971.

Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας μέχρι της Εγκαταστάσεως της Βασιλείας. Τόμος Α΄. Πρώτη Βουλευτική Περίοδος 1822-1823. Επανέκδοσις υπό της Βιβλιοθήκης της Βουλής, Αθήναι 1971.

Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας 1821-1832. «Λυτά Έγγραφα» Α΄ και Β΄ Βουλευτικής Περιόδου. Τόμος Πρώτος, Εκδόσεις Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων. Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, Αθήναι 1976.

Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας 1821-1832. «Λυτά Έγγραφα» Α΄ και Β΄ Βουλευτικής Περιόδου. Τόμος Δεύτερος. Εκτελεστικόν. Αθήναι 1977.

Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας 1821-1832. «Λυτά Έγγραφα» Α΄ και Β΄ Βουλευτικής Περιόδου. Τόμος Τέταρτος, Βουλευτικόν Σώμα. Εκδόσεις Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων. Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, Αθήναι 1979.

Ελληνική Λευκή Βίβλος, An agreement with the Hellenic Government for the convention of the Greek loans of 1824 and 1825, London, 1878.

Εφημερίδες

 Ελληνικά Χρονικά (Μεσολόγγι), 15 Μαρτίου 1824.

Δευτερογενής Βιβλιογραφία

 Ανδρεάδης Ανδρέας, Ιστορία των Εθνικών Δανείων, Εν Αθήναις 1904.

Βερέμης Θάνος, Γιάννης Κολιόπουλος, Ιάκωβος Μιχαηλίδης, 1821. Η δημιουργία ενός έθνους-κράτους, Αθήνα 2018.

Γεωργής Γιώργος, Στις απαρχές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, Αθήνα 1995.

Γρηγόριος Δαφνής, Ιωάννης Α. Καποδίστριας. Η γένεση του ελληνικού κράτους, Αθήνα 2018².

Δερτιλής Γεώργιος, «Διεθνείς οικονομικές σχέσεις και πολιτική εξάρτηση: Η ελληνική περίπτωση, 1824-1878», Τα Ιστορικά, 1, (1), 1983, σ. 145-174.

Δερτιλής Γεώργιος, Ιστορία του Ελληνικού Κράτους, 1830-1920, τ. 1-2, τέταρτη έκδοση, Αθήνα 2006.

Δημακόπουλος Γεώργιος, «Κόρινθος «Καθέδρα (Πρωτεύουσα) του Νεοελληνικού Κράτους (Φεβρουάριος-Μάιος 1822)», στο Πρακτικά του Η΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (Κόρινθος 26-28 Σεπτεμβρίου 2008). Αφιέρωμα στην Αιώνια Κόρινθο, Ανάτυπον, Αθήναι 2010, σελ. 261-284.

Διβάνη Λένα, Η Εδαφική Ολοκλήρωση της Ελλάδας (Απόπειρα Πατριδογνωσίας), Αθήνα 1997.

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Η Ελληνική Επανάσταση και η ίδρυση του Ελληνικού κράτους (1821-1832), Τόμος ΙΒ΄, Αθήνα 1975.

Κλάψης Αντώνης, «Στο κλουβί της Ελλάδος της στενής μας κλεισμένοι». Πολιτική και διπλωματία της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης 1821-1923, Αθήνα 2019.

Λιγνάδης Τάσος, Το Πρώτον Δάνειον της Ανεξαρτησίας, Αθήναι 1970.

Του ίδιου, Η Ξενική Εξάρτησις κατά την Διαδρομήν του Νεοελληνικού Κράτους (1821-1945). Πολιτική Διαμόρφωσις-Εθνική Γη-Δανειοδότησις, Αθήναι 1975.

Παντελάκης Νίκος, Συμμαχικές Πιστώσεις. Κράτος και Εθνική Τράπεζα (1917-1928), Αθήνα 1988.

Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Ζ, Αθήναι χχε. Πρωτοψάλτης Εμμανουήλ, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, τευχ. Β΄, Αθήναι 1970.

Πρωτοψάλτης Εμμανουήλ, Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως 1821, Αθήναι 1977.

Σκληράκη Εύη, Τα Δάνεια της Εξάρτησης και της Χρεοκοπίας 1824-1940, Αθήνα 2015. Σβορώνος Νίκος, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, Αθήνα 1976.

Τούντα-Φεργάδη Αρετή, «Όψεις της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής από τα τέλη του 18ου αιώνα ώς το Συνέδριο της Βιέννης» στο 175 χρόνια Διπλωματικών Σχέσεων Ελλάδας-Ρωσίας (1828-2003), Αθήνα 2007, σελ. 77-101.

Της ίδιας, Η δανειακή ελληνική εξωτερική πολιτική. Η περίπτωση του δεύτερου προσφυγικού δανείου, 1926-1928, Αθήνα 2009.

Χριστοδουλίδης Θεόδωρος, Διπλωματική Ιστορία τριών αιώνων. Από τη Βιέννη στις Βερσαλλίες, τ. Β΄, Αθήνα 1997.

Dertilis Georgios, «Hiérarchies sociales, capitaux et retard économique en Grèce (XVIIIE- XXE siècle)», στο Actes du 11e Colloque International d’Histoire, T. II, Tirage à part, Athènes 1985, σελ. 302-332.

Driault Édouard et Lhéritier Michel, Histoire Diplomatique de la Grèce de 1821 à nos jours,

Tome Premier. L’Insurrection et l’Indépendance, par Édouard Driault, Paris 1925-1926.

Kofas J., Financial relations of Greece and the Great Powers, 1832-1862, East European Monographs, Νέα Υόρκη 1981

 

Ζήσης Φωτάκης: Διακλαδική Θεώρηση της Ελληνικής Επανάστασης του 1821

Ζήσης Φωτάκης

Διακλαδική Θεώρηση της Ελληνικής Επανάστασης του 1821

 

Το παρόν κείμενο παρουσιάζει ευσύνοπτα το ιστορικό πλαίσιο της Εθνεγερσίας του 1821 και την εξέλιξή της σε ναυτικό και στρατιωτικό επίπεδο, επιχειρώντας να αναδείξει σημαντικές πτυχές της. Η Επανάσταση του 1821 δεν υπήρξε ούτε η πρώτη ούτε η πιο εκτεταμένη επαναστατική προσπάθεια του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού. Αντίθετα, περί τα 30 επαναστατικά κινήματα έλαβαν χώρα κατά την Τουρκοκρατία, κινήματα που αγκάλιασαν κάποτε και τις δύο όχθες του Αιγαίου.[1] Οι επαναστάσεις αυτές εξέφραζαν, μεταξύ άλλων, την αγανάκτηση των Ελλήνων για την επαχθή διακυβέρνηση των Οθωμανών που κατείχαν, μεσοσταθμικά, έως και εικοσαπλάσια γαιοκτησία στην Ελλάδα συγκριτικά με τους Έλληνες κατοίκους της.[2] Η Επανάσταση του 1821 δεν ευνοήθηκε επίσης από την Ευρωπαïκή διπλωματία, όπως είχε συμβεί με παλαιότερες ελληνικές επαναστάσεις. Αν και βρήκε αντίθετη την επίσημη Ευρώπη κατά τα πρώτα κρίσιμα χρόνια της,[3] κατόρθωσε να αναδειχθεί ως η πλέον μακρόχρονη στη νεότερη Ευρωπαïκή ιστορία, απασχολώντας τη διπλωματία των Μεγάλων Δυνάμεων, όσο καμία άλλη εθνική επανάσταση τους τελευταίους δύο αιώνες.

Την παραμονή της έναρξης του Αγώνα της Ανεξαρτησίας, ο Ελληνισμός της Ανατολικής Μεσογείου είχε δημογραφικά διπλασιαστεί σε σχέση με το 1715. Η ναυτική ισχύς και η κεφαλαιακή συγκρότησή του είχαν επίσης πολλαπλασιαστεί, καθώς οι Έλληνες διεύρυναν την εμπορική σφαίρα επιρροής τους επωφελούμενοι από την ανανέωση του εμπορίου μεταξύ Αυστρίας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, από τους Αγγλο-γαλλικούς πολέμους του 18ου αιώνα και από την κατάλυση της Βενετίας, της Γένοβας και των Ιωαννιτών Ιπποτών της Μάλτας κατά τους Ναπολεόντειους Πολέμους. Την ίδια περίοδο εξασφάλισαν μεγάλα κέρδη επιδιδόμενοι σε κούρσο και σε λαθρεμπόριο. Επωφελήθηκαν επίσης οι Έλληνες από την συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) που τους κατέστησε μεταφορείς του ρωσικού σιτεμπορίου,[4] αλλά και από την επιτυχή, διαχρονική πρακτική τους να έχουν σκάφη σχετικώς μεγάλα, πληρώματα ολιγάριθμα αλλά εξησκημένα, μισθούς χαμηλούς και τροφή λιτή.[5] Τα σκάφη τους συχνά ναυπηγούνταν σε ναυπηγεία του εξωτερικού και στη συνέχεια λειτουργούσαν ως μοντέλα για την ντόπια ναυπηγική παραγωγή.

Αριστερά: Οθωμανός ναύτης. Δεξιά: Louis Dupré, Grec d’Hydra, Paris, Imprimerie Dondey-Dupré, 1825-1837.

Έτσι τα ελληνικά πλοία κατέστησαν σταδιακά πιο αξιόπλοα και απέκτησαν μεγαλύτερη πυροβολική ισχύ.[6] Επιπρόσθετα, χιλιάδες Έλληνες εκπαιδεύτηκαν στρατιωτικά, υπηρετώντας ως μισθοφόροι της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Ρωσίας κατά τους Ρωσο-Τουρκικούς και τους Ναπολεόντειους Πολέμους του μακρού ναυτικά 18ου αιώνα.[7] Η δυναμική του ελληνικού παράγοντα ανακόπηκε προσωρινά την επαύριο των Ναπολεόντειων Πολέμων, λόγω της πτώσης της κερδοφορίας της ελληνικής ναυτιλίας.[8] Η πτώση αυτή υπήρξε τόσο θεαματική, που ώθησε αρκετούς Έλληνες ναυτικούς να επιδιώξουν την απασχόλησή τους στο Οθωμανικό πολεμικό ναυτικό, ενισχύοντας έτσι την διαχρονική στελέχωση του στόλου αυτού με ελληνικά κατώτερα πληρώματα.[9]

Η αυξημένη στελέχωση του Οθωμανικού Ναυτικού από ελληνικά πληρώματα οδήγησε τη Φιλική Εταιρεία, στην υιοθέτηση της ιδέας της κατάληψης ή της πυρπόλησης του Οθωμανικού στόλου στο ορμητήριο του, στην Κωνσταντινούπολη. Κάτι τέτοιο όμως δεν πραγματοποιήθηκε λόγω της απόταξης της πλειοψηφίας των ελλήνων ναυτικών από τον Οθωμανικό στόλο και τη σφαγή αρκετών από αυτούς από τους Τούρκους την επαύριο της έναρξης του Αγώνα.[10]

Ο οθωμανικός στόλος παρατεταγμένος μπροστά από το τζαμί του Ορτάκιοϊ της Κωνσταντινούπολης.

Η έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης τον Μάρτιο του 1821 συνέπεσε σκόπιμα με ικανό αριθμό περισπασμών που αντιμετώπισε η Οθωμανική αυτοκρατορία, τη στιγμή που η κατάπτωση του σώματος των γενιτσάρων κατέστη τροχοπέδη στην προάσπιση της εδαφικής της ακεραιότητας.[11] Η καθυπόταξη του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και του Πασά της Πτολεμαΐδας, οι στασιαστικές τάσεις των Δρούζων, ο πόλεμος μεταξύ της Περσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1821-1823), η επανάσταση των Ελλήνων στη Μολδοβλαχία και η απειλητική στάση της Ρωσίας ανάγκασαν την Πύλη να διαιρέσει τις δυνάμεις της. Οι πενήντα από τους εκατό χιλιάδες άνδρες που μπορούσε να επιστρατεύσει η Υψηλή Πύλη εστάλησαν στη Μολδοβλαχία για να αντιμετωπιστεί το επαναστατικό κίνημα του Υψηλάντη και των Ρουμάνων συμμάχων του. Το υπόλοιπο τμήμα των Οθωμανικών δυνάμεων διατέθηκε κυρίως στις  Οθωμανικές επιχειρήσεις  κατά του Αλή Πασά καθώς και για την προστασία της Ανδριανούπολης από Ρωσικό αιφνιδιασμό.[12] Οι περισπασμοί αυτοί του Οθωμανικού στρατού, διευκόλυναν το έργο των χερσαίων δυνάμεων των ελλήνων επαναστατών που δεν υπερέβαιναν τους τριάντα χιλιάδες άνδρες στην Πελοπόννησο.[13]

Η επιλογή της κατάλληλης συγκυρίας για την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης δεν ήταν δυνατό να έχει μονιμότερα ευνοϊκά αποτελέσματα, αν η γεωμορφολογία και η γεωοικονομία του ελληνικού χώρου δεν προσέφεραν πρόσθετα πλεονεκτήματα για την ευόδωση της Ελληνικής Επανάστασης. Η Ελλάδα του 1821, όπως και κάθε χώρα της προβιομηχανικής Ευρώπης που η πυκνότητα του πληθυσμού της δεν ξεπερνούσε τους 35 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, δε μπορούσε να εξασφαλίσει στους εισβολείς της επαρκή ανεφοδιασμό. Επιπλέον, το έντονο γεωγραφικό ανάγλυφό της και οι πολλές κλεισούρες της καθιστούσαν εξαιρετικά κοπιώδη, δαπανηρή, αργή και ριψοκίνδυνη την προώθηση ανδρών και πολεμοφοδίων στα πολιορκούμενα τουρκικά κάστρα της Πελοποννήσου, της καρδιάς της Ελληνικής Επανάστασης.[14]

Πράγματι, η συγκρότηση Οθωμανικών εκστρατευτικών στρατευμάτων στη Βόρεια Ελλάδα διαρκούσε τουλάχιστον επτά μήνες. Η κάθοδός τους στην Πελοπόννησο, έπρεπε να λάβει χώρα μέσα από τις δύο κάθετες στενωπούς της Πίνδου οι οποίες είναι συνήθως κλειστές μεταξύ του Δεκεμβρίου και του Μαρτίου, λόγω της βαρυχειμωνιάς. Είχαν επίσης να αντιμετωπίσουν τον ελληνικό κλεπτοπόλεμο σε ένα περιβάλλον χαμηλής ορατότητας λόγω της οργιώδους βλάστησης των στενωπών αυτών. Το διάστημα που απέμενε στα εκστρατευτικά σώματα των Τούρκων για να ενισχύσουν τα τουρκικά κάστρα στην Πελοπόννησο αποδείχθηκε ότι δεν επαρκούσε,[15] καθώς οι Έλληνες επαναστάτες καθυστερούσαν επίσης σημαντικά την τουρκική προέλαση, ταμπουρωμένοι στις υπώρειες ορεινών όγκων, όπως είχαν ήδη παρόμοια πράξει και αντάρτες στη Γαλλία, στην Ιβηρική Χερσόνησο, στο Τυρόλο και αλλού. Οι αμυντικές επιτυχίες των Ελλήνων οφείλονταν και στο άκρατο επιθετικό πνεύμα των Τούρκων. Ενθαρρυμένοι από την αριθμητική τους υπεροχή και ποτισμένοι από θρησκευτικό φανατισμό και από μεγάλες δόσεις αλκοόλ πριν την μάχη, οι Τούρκοι στρατιώτες δεν λάμβαναν τις απαιτούμενες προφυλάξεις.[16]

Τα Πελοποννησιακά κάστρα βρίσκονταν σε άγονα εδάφη και συνδέονταν με την ενδοχώρα μέσω ενός υποτυπώδους, ημιορεινού οδικού δικτύου που επέτεινε την απομόνωση και την εξάρτησή τους από την εξωτερική βοήθεια. Ελλείψει αποτελεσματικής χερσαίας ενίσχυσης, η μόνη ουσιαστικά ατραπός διοικητικής μέριμνας που διέθεταν οι Τούρκοι ήταν η θαλάσσια.[17] Η Ελληνική Επανάσταση, όπως και η Αμερικανική Επανάσταση μισό αιώνα νωρίτερα, διέθετε ευμεγέθη εμπορικό στόλο και αξιόλογη ναυπηγική ικανότητα που αξιοποιήθηκε για την αποτελεσματική παρενόχληση των θαλασσίων επικοινωνιών του αντιπάλου.[18] Ο τρινήσιος ελληνικός στόλος (Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά) αριθμούσε μαζί με τα πλοία της Κάσου 180 περίπου μονάδες, σπάνια, όμως χρησιμοποιούνταν πάνω από 60-70 πλοία στις επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων εξαιτίας δημοσιονομικών περιορισμών.[19] Ενδεικτικά αναφέρεται ότι από τα 20 εκατομμύρια δραχμές που χρειάστηκαν για την συντήρηση του ελληνικού στόλου κατά την πρώτη τριετία του Αγώνα, μόνο το 1,4 εκατομμύρια προήλθαν από τον κρατικό ταμείο. Τα υπόλοιπα καλύφθηκαν κυρίως από ιδιωτικούς πόρους των τριών νήσων.[20] Το γεγονός ότι τα πλοία του Αγώνα αποτελούσαν συγγενικές συμπλοιοκτησίες που στελεχώνονταν από συγγενείς δυσχέραινε επίσης την πολεμική αξιοποίησή τους.[21]

Ομοίωμα ψαριανής γαλιότας, Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος, Πειραιάς.

Στις συγκρούσεις που ακολούθησαν με τους Τούρκους, η ελληνική ναυτική ισχύς θύμιζε σε πολλά την κατίσχυση των μικρών πλοίων του λόρδου Howard επί των πλοίων της γραμμής της Ισπανικής Αρμάδας του Φιλίππου Β΄ το 1588.[22] Όταν τα ελληνικά πλοία συναντούσαν εχθρική δύναμη που συνόδευε ή που ακολουθούνταν από φορτηγά ή μεταγωγικά, κτυπούσαν τα πολεμικά και όχι τα συνοδευόμενα πλοία. Με την τακτική αυτή ανάγκαζαν την εχθρική δύναμη να διασπαρεί καθιστώντας ευάλωτα τα συνοδευόμενα πλοία.[23] Έτσι επιβεβαίωσε ο ελληνικός στόλος την αρχή της ναυτικής ιστορίας που θέλει τα καταδρομικά να είναι εκείνα που ασκούν πραγματικά την κυριαρχία της θάλασσας και όχι τα πλοία της γραμμής.[24] Η αποτελεσματική παρενόχληση των Οθωμανικών θαλασσίων επικοινωνιών διευκόλυνε σημαντικά την παράδοση των κυριότερων κάστρων της Πελοποννήσου στους Έλληνες κατά την πρώτη τριετία του Αγώνα.

Η στρατηγική χρησιμότητα του Ελληνικού ναυτικού του ΄21 δεν εξαντλήθηκε στην επιτυχημένη παρενόχληση των θαλασσίων επικοινωνιών του αντιπάλου. Στο ξεκίνημα της Επανάστασης το ελληνικό ναυτικό ήταν αυτό που τη διέδωσε σε πολλά νησιά και ηπειρωτικές ακτές του Αιγαίου,[25] ενώ και πριν την Επανάσταση πολλοί καπεταναίοι είχαν διαδώσει το ιδανικά της Φιλικής Εταιρείας στα λιμάνια που επισκεπτόντουσαν.[26] Επίσης, το ελληνικό ναυτικό διασφάλισε τον εφοδιασμό των επαναστατών σε τρόφιμα και πολεμικό υλικό.[27] Διευκόλυνε ακόμη τη σύναψη δανείων με παράγοντες του εξωτερικού, καθώς η εμπορική πίστη των επαναστατημένων Ελλήνων συνέχισε να υφίσταται, λόγω της στήριξής τους από τις ελληνικές παροικίες και τα φιλελληνικά κομιτάτα της Ευρώπης.[28]

Ο τρινήσιος στόλος πιστώνεται επίσης με σημαντική προβολή ναυτικής ισχύος στο χερσαίο μέτωπο του αντιπάλου. Ήδη τον Απρίλιο του 1821, αξιοποιώντας τις κατάλληλες για καταδρομικές επιχειρήσεις γαλιότες τους αλλά και την σχετική πείρα τους από την εποχή των Ορλωφικών, Ψαριανοί υπό τον Νικολή Αποστόλη βύθισαν ένα τουρκικό πλοίο και αιχμαλώτισαν άλλα τέσσερα τουρκικά πλοία που ετοιμάζονταν να επιβιβάσουν κοντά στην Σμύρνη 3000 ετοιμοπόλεμους Τούρκους με τελικό προορισμό την Πελοπόννησο. Αφού λεηλάτησαν και τα μικρασιατικά παράλια μέχρι το ύψος της Λέσβου, επέστρεψαν στα Ψαρά.[29] Οι Ψαριανοί συνέχισαν την καταδρομική δράση τους εναντίον των Μικρασιατικών παραλίων έως την καταστροφή του νησιού τους το 1824, προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων από τους Τούρκους και τους Ευρωπαίους της περιοχής.[30] Προληπτικά πλήγματα και καταδρομικές επιχειρήσεις του ελληνικού ναυτικού έλαβαν χώρα όχι μόνο στην Μικρασιατική ακτογραμμή, αλλά και εναντίον Οθωμανικών θέσεων στον Λίβανο, στη Συρία και στην Αίγυπτο. Ο λιμένας της Αλεξάνδρειας δέχθηκε επίσης την «επίσκεψη» του Κανάρη, του Κόχραν και των Κασίων, ενώ και η Δαμιέτη υπέφερε από τις επιδρομές των Κασίων και των άλλων Ελλήνων.[31] Ακόμα και σε ακατοίκητη νησίδα ανοικτά της Βεγγάζης ιδρύθηκε ελληνική πειρατική βάση το 1826.[32]

Για να καλυφθούν οι οικονομικές ανάγκες του Αγώνα, αλλά και ως επιχειρηματική πρακτική, πολλοί Έλληνες ναυτικοί επιδόθηκαν στην πειρατεία, προκαλώντας σοβαρές ζημιές στους ευρωπαϊκούς εμπορικούς στόλους. Υπολογίστηκε από τον υποναύαρχο Δεριγνύ, τον Διοικητή του Γαλλικού στόλου της Ανατολικής Μεσογείου, ότι κατά την περίοδο 1821-1826 οι ζημιές που υπέστη η Αυστριακή ναυτιλία από την ελληνική πειρατεία στο Αιγαίο ανήλθαν σε 4 εκατομμύρια φράγκα, ενώ οι ζημιές που υπέστησαν η Αγγλική και η Γαλλική ναυτιλία ήταν αντίστοιχα 900.000 και 300.000 φράγκα.[33] Για να μειωθούν οι απώλειες της ναυτιλίας των ουδετέρων κρατών από την ελληνική πειρατεία εισήχθη ο σχηματισμός της νηοπομπής στο Αιγαίο το 1825 δεν μπόρεσε όμως να ανακόψει την πειρατική δράση των Ελλήνων, που επιτίθεντο και εναντίον των Ευρωπαϊκών νηοπομπών, όπως ήδη έκαναν με τις Οθωμανικές νηοπομπές. Τον Απρίλιο του 1826 ήταν αδύνατο να πλεύσει μεμονωμένο σκάφος έστω και 10 λεύγες στο Αιγαίο και να μην προσβληθεί από Έλληνες πειρατές, σύμφωνα με τον Δεριγνύ.[34] Η πειρατεία στις ελληνικές θάλασσες εντάθηκε περαιτέρω μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου, όταν η εξουδετέρωση του Τουρκο-αιγυπτιακού στόλου από τους Συμμάχους έδωσε τη δυνατότητα σε περισσότερους Έλληνες να στραφούν από τις πολεμικές επιχειρήσεις στην πειρατεία.[35] Εντάθηκε επίσης για να εξυπηρετηθεί η πολιτική βάση και η επιβίωση ελληνικών κυβερνήσεων -κυρίως της Αντικυβερνητικής Επιτροπής που μοίραζε αφειδώς διπλώματα καταδρομής για να προσεταιριστεί τους νησιώτες το 1827 και για να διατηρήσει το μόνο εισόδημα που ακόμα ήλεγχε, τις προσόδους από το Δικαστήριο των Λειών.[36] Υπολογίζεται ότι το 1828 έπλεαν στο Αιγαίο γύρω στα χίλια πειρατικά σκάφη και διέθεταν οχυρωμένες βάσεις στη Γραμβούσα, στην Αντίπαρο, στην Κάσο, στο Καστελόριζο και αλλού.[37] Επλήγησαν επίσης και τα εμπορικά συμφέροντα της Ρωσίας από τις τουρκικές αυθαιρεσίες, που εμπόδισαν πλήθος Ελληνικών πλοίων να μεταφέρουν Ρωσικά δημητριακά στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης.[38] Η θέληση των Ευρωπαίων να μην επιμηκυνθεί περαιτέρω η οικονομική βλάβη τους από την Ελληνική Επανάσταση συνέβαλε σημαντικά στη μεταστροφή της πολιτικής τους υπέρ των Ελλήνων μετά το 1826.

Ambroise-Louis Garneray, La Bataille de Navarin, c. 1831, Musée des Beaux-Arts, Narbonne.

Η προαναφερθείσα δράση του ελληνικού ναυτικού κατέστη δυνατή διότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν ανέλαβε την πρωτοβουλία στο πεδίο της ναυτικής στρατηγικής, αλλά περιορίστηκε σε αμυντικού χαρακτήρα παρεμβάσεις κατά την πρώτη τριετία του Αγώνα. Τον Απρίλιο του 1821, η Υψηλή Πύλη διέταξε τον Οθωμανικό στόλο να μετασταθμεύσει στην Τραπεζούντα, φοβούμενη Ρωσική επέμβαση υπέρ των Ελλήνων.[39] Η διακοπή των διπλωματικών σχέσεων της Ρωσικής με την Οθωμανική Αυτοκρατορία μεταξύ του Αυγούστου του 1821 και του Φεβρουαρίου του 1824, ενίσχυσε τη Ρωσοφοβία των Οθωμανών ιθυνόντων και περιόρισε τις ναυτικές δυνάμεις που μπορούσαν να διατεθούν εναντίον των Ελλήνων Επαναστατών.[40] Επιπλέον, για την εκκαθάριση του Οθωμανικού στόλου από τα ελληνικά πληρώματά του και για την «ἐκ τῶν ἐνόντων συμπλήρωσι τῶν τεραστίων κενῶν μέ τά διάφορα «κατακάθια» τῶν λιμένων τῆς Μεσογείου ἐπέρασαν δύο μῆνες. Κατά τό διάστημα δέ αὐτό κατέστη δυνατή ἡ ἐπέκτασις τῆς ἐπαναστατικῆς φλογός εἰς ὅλας τάς νήσους καί τάς παραλίους πόλεις τοῦ Αἰγαίου»,[41] όπως εύστοχα παρατηρεί ο ναύαρχος Αλεξανδρής. Επισημαίνει δε εξίσου εύστοχα ότι «Κατά περίεργον ἱστορικήν σύμπτωσιν, ἡ αὐτή παρετηρήθη ἀδράνεια, ἂν καί εἰς ἄλλους ὀφειλομένη λόγους, κατά τό πρῶτον δίμηνον τοῦ Α΄ Βαλκανικοῦ πολέμου, ἧς ἐπωφελήθη ὁ ναύαρχος Π. Κουντουριώτης διά τήν κατάληψιν τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου[42] Κινούμενη μακροϊστορικά η ναυτική σκέψη του Αλεξανδρή, αποδίδει στην αδράνεια της Οθωμανικής Ναυτικής Ισχύος το 1821 και το 1912 τη διευκόλυνση της επίτευξης της απελευθέρωσης της Ελλάδας το 1821 και την πραγματοποίηση της κατά προσέγγισης εθνικής ολοκλήρωσή της το 1912.

Μετά την επαναστελέχωσή του με κατώτερα πληρώματα, ο Οθωμανικός στόλος εμφανίστηκε στο Αιγαίο τον Μάιο του 1821. Την τριετία που ακολούθησε, διακατεχόμενος από «χερσαῖας» ἀντιλήψεις έθεσε ως άμεσο αντικειμενικό στόχο του «τόν ἀπό θαλάσσης ἐφοδιασμόν τῶν παραλίων φρουρίων Ναυπλίου, Μονεμβασίας, Μεθώνης, Κορώνης καί Πατρῶν, ἅτινα ἐπολιορκοῦντο ἀπό ξηρᾶς καί θαλάσσης παρά τῶν Ἐπαναστατῶν….. χωρίς καθόλου νά ἀσχοληθῇ εὐθύς ἐξ ἀρχῆς μέ τήν ἐξουδετέρωσιν τῶν ναυτικῶν βάσεων καί τήν καταστροφήν τῆς ναυτικῆς δυνάμεως τῶν Ἐπαναστατῶν[43] Ο Οθωμανικός Στόλος παρέμεινε προσηλωμένος στην αποστολή αυτή, η υλική του όμως ανωτερότητα έναντι του ελληνικού στόλου διευκόλυνε και την κατά καιρούς ανάληψη επιθετικού χαρακτήρα επιχειρήσεων εναντίον χερσαίων στόχων, όπως την καταστροφή του Γαλαξιδίου το 1821 και της Χίου το επόμενο έτος.[44]

Το παράλιο φρούριο της Μεθώνης.

Ο Οθωμανικός στόλος ήταν ένας κεντρικά διοικούμενος πολεμικός στόλος που αποτελούνταν, σύμφωνα με τον de la Graviere, από 17 πλοία τής γραμμής (4 τρίκροτα και 13 δίκροτα των 74 πυροβόλων), 7 φρεγάτες, 5 κορβέτες και κάποιους πάρωνες. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία έκανε επίσης χρήση του Αιγυπτιακού στόλου και μοιρών ελαφρών μονάδων από την Τυνησία και την Αλγερία. Τα ελληνικά πλοία, αν και όπως αναφέρθηκε ήταν αρκετά, δεν ήταν πολεμικά. Ήταν δίστηλα τα περισσότερα, με μέσο εκτόπισμα 250 τόνων και έφεραν 10 περίπου κανόνια παντός τύπου και προέλευσης. Τα κανόνια αυτά ήταν ακατάλληλα για εκ παρατάξεως ναυμαχία και ο χειρισμός τους γινόταν εμπειρικά, όχι με τις μεθόδους διεύθυνσης βολής των προηγμένων στόλων. Έλειπε επίσης το πνεύμα της συνεργασίας μεταξύ των επιμέρους τμημάτων του τρινήσιου στόλου, αλλά και το πνεύμα της πειθαρχίας σε όλες τις βαθμίδες της διοίκησής του. Δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο της εγκατάλειψης της θέσης μάχης από ελληνικά πλοία για να λαφυραγωγήσουν ή για να μεταφέρουν ασθενή ή τραυματία στη γενέτειρά του.[45]

Κωνσταντίνος Βολανάκης, Το κάψιμο της τουρκικής φρεγάτας, ιδιωτική συλλογή.

Η προφανής υλική και οργανωτική υπεροχή του Οθωμανικού στόλου θα μπορούσε να του είχε δώσει καθαρή και γρήγορη νίκη, αν δεν προσέπιπτε στην τεχνολογική και την οργανωτική καινοτομία των Ελλήνων επαναστατών. Το ελληνικό ναυτικό έδωσε νέα πνοή ζωής σε ένα πανάρχαιο ελληνικό όπλο, το πυρπολικό.[46] Αυτό παρέσχε στους Έλληνες ναυτικούς τη δύναμη πυρός που τόσο τους έλειπε, χωρίς να αντιμετωπίσουν ιδιαίτερη απειλή από το άστοχο οθωμανικό ναυτικό πυροβολικό.[47] Μέσα από την υιοθέτηση του καμφορέλαιου και του πετρελαίου στις εμπρηστικές ουσίες που χρησιμοποιούνταν στο πυρπολικό, καθώς και μέσα από την επιτάχυνση των μηχανισμών ανάφλεξης και διάδοσης του πυρός στο εσωτερικό του, το πυρπολικό κατέστη πυρφόρος ρομφαία στα χέρια του Κανάρη και των άλλων πυρπολητών.[48] Το πυρπολικό αξιοποιήθηκε τακτικά από τον Μιαούλη ως εργαλείο αιφνιδιασμού του αντιπάλου, στο πλαίσιο νυκτερινών προσβολών, τις οποίες συστηματικά απέφευγαν οι Οθωμανοί, αλλά και σε εκ παρατάξεως ημερινές ναυμαχίες,[49] αξιοποιώντας την αδιαμφισβήτητη υπεροχή του πυρπολικού σε ταχύτητα και ευελιξία.[50] Αξίζει δε να σημειωθεί ότι ο χειρισμός του πυρπολικού κατά την Επανάσταση του 1821 παρουσιάζει σημαντικές αναλογίες με την επιθετική, ηρωϊκή προκάλυψη των βαρέων μονάδων ενός στόλου από τις ελαφρές μονάδες του με στόχο την απαγκίστρωση από την αναμέτρηση με υπέρτερο αντίπαλο. Κάτι που συνέβη συχνά κατά τους δύο παγκόσμιους πολέμους του 20ου αιώνα.[51]

Τομή πυρπολικού, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα.

Προς το τέλος του 1824 ο Τουρκοαιγυπτιακός στόλος ανέπτυξε αντίμετρα που μείωσαν δραστικά την αποτελεσματικότητα του πυρπολικού.[52] Παρά την υπεροχή των Ελλήνων σε ναυτική ικανότητα και τόλμη, αναγκάστηκαν τότε, για να διατηρήσουν την κυριαρχία της θάλασσας σε κάθε περίπτωση και όχι μόνο σε ειδικές συνθήκες τόπου και χρόνου, να παραγγείλουν εκ κατασκευής πολεμικά πλοία που έφεραν καινοτόμα τεχνικά χαρακτηριστικά και ισχυρό πυροβολικό. Αφιέρωσαν δε σε αυτές τις παραγγελίες σημαντικό τμήμα των δανείων που είχε συνάψει η επαναστατημένη Ελλάδα στο City του Λονδίνου.[53]

Αφού εξετάστηκε η πρόταση ενός Ευρωπαίου τυχοδιώκτη για την χρηματοδότηση της κατασκευής ατμοκίνητου πολεμικού πλοίου στα Ψαρά το 1822, αλλά και Γάλλων φιλελλήνων που πρότειναν να ενταχθεί στον ελληνικό στόλο ένας πρώιμος τύπος υποβρυχίου, τελικά ακολουθήθηκαν οι συμβουλές του Βρετανού φιλέλληνα Hastings και του ομοεθνή του ναυάρχου Κόχραν. Αυτές προέβλεπαν την αγορά μιας ατμοκίνητης πολεμικής μοίρας της οποίας η αυτονομία κίνησης και τα καινοφανή στον ναυτικό πόλεμο, μεγάλου διαμετρήματος βλήματα με γόμωση πιθανόν να έκριναν το ναυτικό Αγώνα υπέρ των Ελλήνων. Με την ενέργειά του αυτή το ελληνικό επαναστατικό ναυτικό βρέθηκε στην παγκόσμια ναυτική πρωτοπορία. Μόνο η βρετανική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών είχε χρησιμοποιήσει ατμόπλοιο σε ναυτική επιχείρηση στη Βιρμανία λίγους μήνες νωρίτερα. Το πρώτο πλοίο της μοίρας αυτής, το Καρτερία, πέτυχε καταπληκτικά αποτελέσματα στον Πειραιά, στην Ιτέα στον Βόλο και στο Μεσολόγγι γοργά εκμηδενίζοντας εχθρικές μοίρες, αιχμαλωτίζοντας τα μεταγωγικά τους, θέτοντας εκτός μάχης την τουρκική παράκτια άμυνα και υποστηρίζοντας αποτελεσματικά αποβατικές ενέργειες των ελλήνων επαναστατών. Μια σειρά πάντως από τεχνικά, οικονομικά και πολιτικά ζητήματα εμπόδισαν την επαναστατημένη Ελλάδα να αποκτήσει την ατμοκίνητη μοίρα στην οποία τόσα όνειρα και πόρους επένδυσε μεταξύ του 1825 και του 1828.[54]

Καρτερία, το πρώτο ατμοκίνητο πολεμικό πλοίο του ελληνικού ναυτικού.

Η τελική ευόδωση του επαναστατικού αγώνα κινδύνεψε από το προγεφύρωμα που εγκατέστησε ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο τον χειμώνα του 1825, αξιοποιώντας τη δυνατότητα σε χειμερινούς πλόες που του πρόσφερε το μεγάλο εκτόπισμα των πλοίων του. Είχαν προηγηθεί οι ναυτικές ήττες που υπέστη ο στόλος του κατά το 1824, ιδιαίτερα δε ο κίνδυνος που ο ίδιος διέτρεξε να αιχμαλωτιστεί κατά τη Ναυμαχία του Γέροντα, όταν το πλοίο του βρέθηκε μεταξύ ελληνικών πλοίων, αποκομμένο από τον υπόλοιπο Τουρκο-αιγυπτιακό στόλο.[55] Το προγεφύρωμα αυτό σύντομα διευρύνθηκε με την κατοχή του μεγαλύτερου και κεντρικότερου τμήματος της Πελοποννήσου από τους άνδρες του Ιμπραήμ. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι Έλληνες δεν μπορούσαν να συγκεντρώσουν εναντίον των Αιγυπτίων πάνω από 15.000 ατάκτους. Η αριθμητική και κυρίως η ποιοτική υστέρηση των ατάκτων αυτών έναντι των γαλλο-εκπαιδευμένων και πολυπληθών τακτικών στρατευμάτων του Ιμπραήμ υπήρξε προφανής. Τελικά η Επανάσταση σώθηκε και πάλι, ως ένα βαθμό, από το ερευνητικό πνεύμα των Ελλήνων επαναστατών. Όπως απέδειξε ο στρατηγός Μακρυγιάννης στη μάχη στους Μύλους της Αργολίδας, η κατά προτεραιότητα εξουδετέρωση των Αιγύπτιων αξιωματικών είχε δυσανάλογα βαριά επίπτωση στο στράτευμα του Ιμπραήμ, όπως και σε κάθε, άλλωστε, τακτικό στράτευμα της εποχής εκείνης.[56] Συνάμα, οι ωμότητες των Αιγυπτίων εναντίον των Ελλήνων επαναστατών, όπως και οι σφαγές Ελλήνων αμάχων από τους Τούρκους μετά το 1821, ώθησαν τη Ρωσία και αργότερα τη Βρετανία και τη Γαλλία να παρέμβουν δυναμικά στο Ελληνικό Ζήτημα το 1827.[57]

Στο πλαίσιο αυτό, έλαβε χώρα η Ναυμαχία του Ναυαρίνου που μείωσε δραστικά τη ναυτική ισχύ των Τουρκο-Αιγυπτίων.[58] Η υπαναχώρηση της Αγγλικής πολιτικής στο Ελληνικό Ζήτημα, όταν ανέλαβε την Πρωθυπουργία της Αγγλίας ο Wellington τον Ιανουάριο του 1828, ενίσχυσε την τουρκική αδιαλλαξία, εξωθώντας τη Ρωσία σε πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία τον Απρίλιο του ίδιου έτους. Το ενδεχόμενο της αναβάθμισης της Ρωσικής παρουσίας στην Ανατολική Μεσόγειο, η Οθωμανική ήττα στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1829 και στη Συρία το 1831, η έξυπνη διπλωματία του Καποδίστρια και νέοι περισπασμοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Βοσνία και αλλού, διευκόλυναν την ανάδυση ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους το 1832, μετά από μια δεκαετία πολύνεκρων αγώνων.[59]

Συμπερασματικά, η Επανάσταση του 1821 αποτέλεσε την ωρίμανση μιας πολύχρονης διαδικασίας κατά την οποία ο Ελληνισμός διήλθε από την έσχατη εξουθένωση στην σημαντική ενδυνάμωσή του. Η εύστοχη επιλογή της συγκυρίας για την έναρξη της Επανάστασης, οι τουρκικές αδυναμίες σε ξηρά και θάλασσα, που εντάθηκαν από τη δυσμενή γεωοικονομία και γεωμορφολογία του ελληνικού χώρου, αλλά και η οργανωτική και τεχνολογική καινοτομία της πολεμικής προσπάθειας των Ελλήνων, επιμήκυναν τον Αγώνα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας. Εκβίασαν επίσης την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων στο Ελληνικό Ζήτημα, οδηγώντας στη δημιουργία του πρώτου ανεξάρτητου εθνικού κράτους από τη Βαλτική ως το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος.

Ο Ζήσης Φωτάκης είναι μόνιμος Επίκουρος Καθηγητής Ναυτικής Ιστορίας της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Για τα προεπαναστατικά κινήματα δες Χασιώτης, Ι., «Πολεμικές συγκρούσεις στον Ελληνικό Χώρο και η Συμμετοχή των Ελλήνων», στο Χριστόπουλος Γ. & Μπάστιας Ι., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Ο Ελληνισμός υπό Ξένη Κυριαρχία, Τουρκοκρατία – Λατινοκρατία (περίοδος 1453-1669), (Αθήνα, 1974), σελ. 311-312, και Παπαδόπουλος, Στ., «Επαναστατικές ζυμώσεις και ανταρσίες των Ελλήνων κατά τα τέλη του 16ου και τις αρχές του 17ου αιώνα», στο Χριστόπουλος Γ. & Μπάστιας Ι., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Ο Ελληνισμός υπό Ξένη Κυριαρχία, Τουρκοκρατία – Λατινοκρατία (περίοδος 1453-1669), σελ. 322-333 και Παπαδόπουλος, Στ., Η Ελληνική Επανάσταση του 1770 και ο αντίκτυπός της στις Ελληνικές χώρες» στο Χριστόπουλος Γ. & Μπάστιας Ι., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Ο Ελληνισμός υπό Ξένη Κυριαρχία, Τουρκοκρατία – Λατινοκρατία (περίοδος 1669-1821), (Αθήνα, 1975), σελ. 58-85. Βακαλόπουλος, Α., «Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1787-1792 και οι Έλληνες. Οι Αγώνες των Σουλιωτών και η δράση του Λάμπρου Κατσώνη», στο Χριστόπουλος Γ. & Μπάστιας Ι., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Ο Ελληνισμός υπό Ξένη Κυριαρχία, Τουρκοκρατία – Λατινοκρατία (περίοδος 1669-1821), (Αθήνα, 1975), σελ. 86-97.

[2] Stavrianos, S., The Balkans since 1500 (New York, 1958), 280.

[3] Δεσποτόπουλος, Α., «Η στάση της Ρωσίας και των άλλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση ως το τέλος του 1821» στο Χριστόπουλος, Γ. & Μπάστιας, Ι, Ιστορία του ελληνικού έθνους. Η ελληνική επανάσταση και η ίδρυση του ελληνικού κράτους (1821-1832) (Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975), 204-211, 286-288.

[4] Stavrianos, ό.π., 274-276, 281-282. Χαρλαύτη, Τζ., Ιστορία της Ελληνόκτητης Ναυτιλίας 19ος-20ος αιώνας (Αθήνα, 2001), 66-69, 74-75, 81-82, 86-91. Αλεξανδρής, K., Το Ναυτικό του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος του 1821-1829 και η δράσις των πυρπολικών (Αθήνα, 1968), 17-18. Σίμψας, M., Το Ναυτικό στην Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 3, (Αθήνα, 2006), 204. Αλεξανδρής, Κ., Η Αναβίωσις της Θαλασσίας μας Δυνάμεως κατά την Τουρκοκρατίαν, (Αθήνα, 1960), 199-200.

[5] Αλεξανδρής, Κ., Η Αναβίωσις της Θαλασσίας μας Δυνάμεως κατά την Τουρκοκρατίαν, 154.

[6]  Στο ίδιο, 246.

[7] Stavrianos, ό.π., 213.

[8] Κωνσταντινίδης, Τρ., Καράβια, Καπετάνιοι και Συντροφοναύται 1800-1830 Εισαγωγή εις την Ιστορίαν των Ναυτικών Επιχειρήσεων του Αγώνος (Αθήνα, 1954), 65.

[9]Αλεξανδρής, Κ., Αι Ναυτικαί Επιχειρήσεις του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος 1821-29 (Αθήνα, 1930), 4, 6,10.

[10] Σίμψας, Μ.., Το Ναυτικό στην Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 3, Αλεξανδρής, Το Ναυτικό του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, 37.

[11] Stavrianos, ό.π., 300-303.

[12] Stavrianos, L.S., The World since 1500. A Global History (Englewood Cliffs N.J., 1971), 307. Stavrianos, The Balkans since 1500, 282-283, 301. Κωνσταντινίδης, ό.π., 372. de la Graviere, J., Ιστορία του υπέρ ανεξαρτησίας των Ελλήνων αγώνος: κυρίως υπέρ του Ναυτικού (Αθήνα, 1894), 55. Παπασωτηρίου, Χ., Ο Αγώνας για την Ελληνική Ανεξαρτησία. Πολιτική και Στρατηγική των Ελλήνων και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, 1821-1832 (Αθήνα, 1996), 88.

[13] Graviere, ό.π., 80.

[14] Strachan, Η., European Armies and the Conduct of War (London and New York, 1983), σελ. 10. Η χαρακτηριστική περίπτωση της στρατιάς του Δράμαλη επιβεβαιώνει τις δυσκολίες διοικητικής μέριμνας που αντιμετώπιζαν μεγάλες εισβάλλουσες στρατιές στ Νότια Ελλάδα. Graviere, ό.π., 111. Jelavich, B., Russia’s Balkan Entaglements, 1806-1914 (Cambridge, 2004),

[15] Dakin, D., Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923 (Αθήνα, 2012), 82. Graviere, ό.π., 55. Stavrianos, The Balkans since 1500, Βακαλόπουλος, Α.Ε., Τα Ελληνικά Στρατεύματα του 1821. Οργάνωση, Ηγεσία, Ήθη, Τακτική, Ψυχολογία (Θεσσαλλονίκη, 1991), 138-141.

[16] Βακαλόπουλος, ό.π., 146-149.

 [17] Σίμψας, , Το Ναυτικό στην Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 4, (Αθήνα, 2006), 9.

[18] Baugh, D. & Rodger, N. ,“The War for America, 1775-1783” στο Hattendorf, J.B. (ed.), Maritime History. The Eighteenth Century and the Classic Age of Sail (Malabar Florida, 1997), 200, 204.

[19] Κωνσταντινίδης, ό.π., 319.

[20] Αλεξανδρής, Αι Ναυτικαί Επιχειρήσεις του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, 9.

[21] Κωνσταντινίδης, ό.π., 338.

[22] Στο ίδιο, 387.

[23] Σίμψας, Το Ναυτικό στην Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 3, 178.

[24] Baugh, , “Elements of Naval Power in the Eighteenth Century” στο Hattendorf, J.B. (ed.), Maritime History. The Eighteenth Century and the Classic Age of Sail (Malabar Florida, 1997), 133.

[25] Διαμαντούρου, Ι., «Εξάπλωση της Επαναστάσεως κατά τον Απρίλιο και τον Μάϊο. Επέκταση και ένταση των πολεμικών συγκρούσεων» στο Χριστόπουλος, Γ. & Μπάστιας, Ι, Ιστορία του ελληνικού έθνους. Η ελληνική επανάσταση και η ίδρυση του ελληνικού κράτους (1821-1832) (Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975), 124.

[26] Σίμψας, Το Ναυτικό στην Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 3, 204.

[27] Αλεξανδρής, Αι Ναυτικαί Επιχειρήσεις του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, 14.

[28] Στο ίδιο, 149-150.

[29] Διαμαντούρου, ό.π., 109. Αλεξανδρής, Το Ναυτικό του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, 51.

[30] Κούκκου, Ε., «Τα Πολεμικά Γεγονότα ως τον Ιούνιο, στο Χριστόπουλος, Γ. & Μπάστιας, Ι, Ιστορία του ελληνικού έθνους. Η ελληνική επανάσταση και η ίδρυση του ελληνικού κράτους (1821-1832) (Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975), 349.

[31] Διαμαντούρου, ό.π., 125. Κωνσταντινίδης, ό.π., 514-521, 525. Σίμψας, Το Ναυτικό στην Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 4, 39. Βακαλόπουλος, Α., «Η Επανάσταση κατά το 1825» στο Χριστόπουλος, Γ. & Μπάστιας, Ι, Ιστορία του ελληνικού έθνους. Η ελληνική επανάσταση και η ίδρυση του ελληνικού κράτους (1821-1832) (Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975), 392-393. Δημητρακόπουλος, Ο., «Πολεμικά Γεγονότα» στο Χριστόπουλος, Γ. & Μπάστιας, Ι, Ιστορία του ελληνικού έθνους. Η ελληνική επανάσταση και η ίδρυση του ελληνικού κράτους (1821-1832) (Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975), 456.

[32] Κωνσταντινίδης, ό.π., 490.

[33] Graviere, ό.π., 187.

[34] Κωνσταντινίδης, ό.π., 532.

[35] Στο ίδιο, 537.

[36] Στο ίδιο, 492.

[37] Αλεξανδρής, Κ., Αι Ναυτικαί Επιχειρήσεις του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, 143.

[38] Jelavich, ό.π., 57, 66. Sparo, O. και Asoura, G., Η Απελευθέρωσης της Ελλάδας και η Ρωσία, 1821-1829, (Warszawa: Wydawnictwa Szkolne i Pedagogiczne, 1982), 87-91, 130-31, 158.

[39] Σίμψας, Το Ναυτικό στην Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 3, 263.

[40] Κωνσταντινίδης, ό.π., 373. Jelavich, ό.π., 72.

[41] Αλεξανδρής, Το Ναυτικό του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, 43.

[42] Στο ίδιο, 50.

[43] Στο ίδιο, 50-51.

[44] Στο ίδιο, 52-53. Σφυρόερας, Β., «Σταθεροποίηση της Επαναστάσεως 1822-1823» στο Συλλογικό έργο Ιστορία του ελληνικού έθνους. Η ελληνική επανάσταση και η ίδρυση του ελληνικού κράτους (1821-1832) (Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975), 244-246.

[45] Αλεξανδρής, Κ., Αι Ναυτικαί Επιχειρήσεις του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, 2. Κωνσταντινίδης, ό.π., 334-335.

[46] Rodgers, L., Greek and Roman Naval Warfare (Annapolis, 1937), 167.

[47] Κωνσταντινίδης, ό.π., 424.

[48] Αλεξανδρής, Το Ναυτικό του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, Κωνσταντινίδης, Τρ., «Τα πυρπολικά και αι παραδοξολογίαι των Φιλελλήνων», Ναυτική Επιθεώρησις, 211, (1948) 313-315. Αλεξανδρής, Αι Ναυτικαί Επιχειρήσεις του Υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, 20.

[49] Αλεξανδρής, Το Ναυτικό του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, 56-57, 64-69, 73-77, 82-87. Κωνσταντινίδης, ό.π., 427

[50] Αλεξανδρής, Αι Ναυτικαί Επιχειρήσεις του Υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, 156.

[51] Κωνσταντινίδης, ό.π., 415.

[52] Αλεξανδρής, Αι Ναυτικαί Επιχειρήσεις του Υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, 103

[53] Στο ίδιο, 156-157.

[54] Κωνσταντινίδης, ό.π., 188-208, William St. Clair, That Greece might still be free (London 1972), 297, 307-310, 313.

[55] Σίμψας, Το Ναυτικό στην Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 4, 45-50. Κωνσταντινίδης, ό.π., 302.

[56] Παπασωτηρίου, ό.π., 160-167.

[57] Δοντά, Β.Δ., Ανατολική Μεσόγειος Πολιτική και Οικονομική Σημασία μιας θάλασσας (1815-1914) (Αθήνα-Κομοτηνή, 2005), 93-97.

[58] Παπασωτηρίου, ό.π., 244, 288-289, 294-299.

[59] Anderson, C., Naval Wars in the Levant, 1559-1853 (Liverpool, 1952), 532.

Αναστάσιος Πανουτσόπουλος: Η κρίση του Κονγκό, 1960-1964

Αναστάσιος Πανουτσόπουλος

Η κρίση του Κονγκό, 1960-1964

Η παραχώρηση ανεξαρτησίας στο βελγικό Κονγκό, τη μεγαλύτερη, πλουσιότερη και, ίσως, την πιο υπανάπτυκτη ευρωπαϊκή αποικία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς αποτέλεσε αφορμή για να προκληθεί μία μείζων διεθνής κρίση με σημαντικές επιπτώσεις στον ΟΗΕ και τις σχέσεις μεταξύ των δυτικών Συμμάχων. Παράλληλα όξυνε τον ανταγωνισμό των δύο υπερδυνάμεων, Ηνωμένων Πολιτειών και Σοβιετικής Ένωσης, και τράβηξε την προσοχή όχι μόνο των μικρότερων δυνάμεων του Ανατολικού συνασπισμού, αλλά και της Κίνας και της Κούβας, που από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 είχαν αρχίσει να βλέπουν ευκαιρίες στον Τρίτο Κόσμο για εξαγωγή του δικού τους κοινωνικού και οικονομικού μοντέλου.

Το βελγικό Κονγκό

Το Κονγκό υπήρξε το πιο σκοτεινό σύμβολο της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας. Μία σειρά από σημαίνοντες συγγραφείς και διανοούμενους, ακτιβιστές και ιεραποστόλους είχαν εξαπολύσει οξεία κριτική εναντίον του Βέλγων για τις εξαιρετικά βίαιες πρακτικές που ακολουθούσαν. Το Ελεύθερο Κράτος του Κονγκό, όπως αρχικά ονομαζόταν, είχε αποτελέσει προσωπική κτήση του βασιλιά Λεοπόλδου Β’ του Βελγίου από το 1885. Τον Αύγουστο του 1908 περιήλθε τελικά στην κυριαρχία του βελγικού κράτους, το οποίο ενδιαφέρθηκε σχεδόν αποκλειστικά για την εκμετάλλευση των φυσικών του πόρων και των ιθαγενών πληθυσμών, παραβλέποντας εντελώς την κοινωνική και πολιτική του ανάπτυξη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το βελγικό Κονγκό υπό την οπτική γωνία των Βρυξελλών.

Η σκληρότητα των Βέλγων αποικιοκρατών αποτυπώθηκε σε ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, την Καρδιά του Σκότους (Heart of Darkness) του Πολωνοβρετανού συγγραφέα Joseph Conrad που εκδόθηκε το 1899.1 Αποτέλεσε επίσης αντικείμενο εξέτασης και σκληρής κριτικής σε ένα από τα ιστορικά έργα ενός άλλου κορυφαίου συγγραφέα, του Σκωτσέζου Arthur Conan Doyle, ο οποίος το 1909 δημοσίευσε το Το Έγκλημα του Κονγκό (The Crime of the Congo). Στην εισαγωγή του βιβλίου, ο συγγραφέας δήλωνε «πεπεισμένος ότι ο λόγος για τον οποίο η κοινή γνώμη δεν έχει υπάρξει πιο ευαίσθητη ως προς το ζήτημα του Ελεύθερου Κράτους του Κονγκό είναι επειδή αυτή η τρομερή ιστορία δεν έχει γνωστοποιηθεί διεξοδικά στους ανθρώπους».2

Λίγο νωρίτερα, το 1905 ο Mark Twain είχε δημοσιεύσει το Μονόλογος του Βασιλιά Λεοπόλδου: Υπεράσπιση της Διακυβέρνησής του στο Κονγκό (King Leopold’s Soliloquy: A Defense of His Congo Rule). Οι τρεις αυτοί συγγραφείς αποτελούσαν μέλη της Ένωσης για τη Μεταρρύθμιση του Κονγκό (Congo Reform Association), μίας βρετανικής οργάνωσης που είχε ιδρυθεί το 1904 από τον E. D. Morel, έναν δημοσιογράφο και ακτιβιστή που είχε και αυτός ασχοληθεί με το ζήτημα αυτό, δημοσιεύοντας το ίδιο έτος μία εκτενή μελέτη, την Εξουσία του Βασιλιά Λεοπόλδου στην Αφρική (King Leopold’s Rule in Africa) που αποτελούσε σφοδρή κριτική για τη βελγική πολιτική στο Κονγκό. Για τον Morel, το σύστημα του Κονγκό ήταν «τόσο ανήθικο στη σύλληψη, όσο βάρβαρο είναι στην εκτέλεση, και καταστροφικό για το Ευρωπαϊκό γόητρο στις απώτερες συνέπειές του».3

Η αδυσώπητη πραγματικότητα.

The Atrocities of The Congo Free State

 

Μια πικρή ανεξαρτησία

Μετά από μία μακρά περίοδο υπό βελγική διοίκηση, στις 30 Ιουνίου του 1960, το Κονγκό γινόταν ανεξάρτητο κράτος μέσα από μία διαδικασία που είχε πλημμελώς σχεδιαστεί από το βελγικό κράτος. Το αίτημα για άμεση ανεξαρτησία της χώρας είχε αρχίσει να προβάλλεται παράλληλα με την ανάπτυξη του κονγκολικού εθνικισμού που κορυφωνόταν από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, οπότε και έσπαγε τα όρια της πολιτικής ελίτ και αποκτούσε απήχηση σε όλο και ευρύτερα ακροατήρια, συμπαρασύροντας τελικά το σύνολο του πληθυσμού. Ωστόσο, ο κονγκολικός εθνικισμός έκανε την εμφάνισή του αρκετά καθυστερημένα σε σύγκριση με την πλειονότητα των υπόλοιπων αφρικανικών αποικιών. Σε αυτό είχε συμβάλει το γεγονός ότι μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο απουσίαζε κάποια ελίτ που να είχε λάβει έστω δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με την εξαίρεση μόνο κάποιων κληρικών, το γεγονός ότι η ύπαρξη πολιτικών κομμάτων ήταν απαγορευμένη και η έννοια της πολιτικής εκπροσώπησης που είχε αρχίσει να αποκτά κάποια νομιμοποίηση στις βρετανικές και τις γαλλικές αποικίες ήταν ανύπαρκτη στο Κονγκό και, τέλος, το ότι ο πληθυσμός της χώρας ζούσε σε συνθήκες εξαιρετικής απομόνωσης, που του στερούσε τη δυνατότητα να κοινωνικοποιηθεί και να έρθει σε επαφή με τα εθνικιστικά ρεύματα που επικρατούσαν στην ήπειρο.4 Το αρχικό αίτημα για άμεση ανεξαρτησία ήρθε από το πρώτο πολιτικό κόμμα της χώρας, το ABAKO, υπό την ηγεσία του Joseph Kasavubu τo 1954. Δύο γεγονότα συνέβαλαν στην ταχεία κοινωνικοποίηση των κονγκολικών εθνικιστικών δυνάμεων και τις έφεραν σε άμεση επαφή με τις ιδεολογικές τάσεις της εποχές. Κατά έναν ειρωνικό τρόπο, το ένα ήταν το ταξίδι περίπου επτακοσίων Κονγκολέζων στη Διεθνή Έκθεση των Βρυξελλών, όπου ήρθαν σε επαφή Κονγκολέζοι από διαφορετικά τμήματα της βελγικής αντιαποικιακής αριστεράς, συνειδητοποιώντας το πρόβλημα και διαμορφώνοντας κοινή συνείδηση και δεύτερον τη συμμετοχή του Patrice Lumumba, ως επικεφαλής της αντιπροσωπείας του Κονγκό στο Παναφρικανικό Συνέδριο της Άκκρα τον Δεκέμβριο του 1958.5

Το 1956 ο Βέλγος καθηγητής Jef Van Bilsen δημοσίευσε ένα μανιφέστο, με τίτλο Τριακονταετές Πλάνο για την Πολιτική Χειραφέτηση της Βελγικής Αφρικής (Thirty-Year Plan for the Political Emancipation of Belgian Africa) που πρότεινε την παραχώρηση ανεξαρτησίας στο Κονγκό σε βάθος τριακονταετίας.6 Όμως ο δυναμικός εθνικισμός που κέρδιζε έδαφος στη χώρα ήταν αδύνατον να συγκρατηθεί για τα επόμενα τριάντα χρόνια. Το ABACO, που είχε αναχθεί σε βασικό μοχλό του αντιαποικιακού αγώνα, απαιτούσε άμεση ανεξαρτησία. Τα γεγονότα που ακολούθησαν εγκαινίασαν μία σειρά από βίαιες εξελίξεις που θα μάστιζαν τη χώρα για τις επόμενες δεκαετίες, ανάγοντας εκ νέου το Κονγκό σε ένα σκοτεινό σύμβολο.

Χάρτης του βελγικού Κονγκό.

Η βελγική πολιτική που στόχευε στο να προετοιμάσει το Κονγκό για την ανεξαρτησία απέτυχε παταγωδώς και εισήγαγε τη χώρα σε μία κρίση δεκαετιών, αφήνοντας τους θεσμούς και την οικονομία της κατεστραμμένη, ενώ οι προοπτικές ανάκαμψης ήταν εξαιρετικά απίθανες. Το 1962 ο Van Bilsen δημοσίευσε ένα ακόμα άρθρο στο περιοδικό International Affairs με τίτλο Ορισμένες Όψεις του Προβλήματος του Κονγκό (Some Aspects of the Congo Problem) το οποίο μπορεί να διαβαστεί και ως απολογία των Βέλγων για την αποτυχία του εγχειρήματος της ανεξαρτησίας.7 Στην κριτική ότι το Κονγκό έγινε ανεξάρτητο πρόωρα, αντέτασσε το επιχείρημα ότι ήταν η προετοιμασία που ξεκίνησε να σχεδιάζεται πολύ αργά. Το γεγονός ότι το Βέλγιο βρέθηκε αιφνιδιασμένο από το ξέσπασμα του εθνικισμού και το πιεστικό αίτημα για άμεση ανεξαρτησία το απέδιδε σε τρεις λόγους. Πρώτον, υποστηρίζει ο ίδιος, υπήρχε η αίσθηση ότι το υψηλό επίπεδο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης των ιθαγενών, που μοιράζονταν τις ίδιες συνθήκες διαβίωσης με τους Βέλγους της χώρας, θα προστάτευε την αποικία από τους τριγμούς που παρατηρούνταν σε άλλα τμήματα του αποικιακού συστήματος και ορισμένες μεταρρυθμίσεις θα επέτρεπαν την αδιάκοπη βελγική παρουσία. Δεύτερον, το Βέλγιο, ως μικρή χώρα χωρίς ιδιαίτερες «διεθνείς υποχρεώσεις» είχε αντιληφθεί σε μικρότερο βαθμό από τις «Μεγάλες Δυνάμεις» τις βαθιές αλλαγές που συνέβαιναν στον παγκόσμιο συσχετισμό ισχύος. Απόδειξη τούτου ήταν ότι λίγο μετά το Συνέδριο του Μπαντούνγκ, ο Βέλγος βασιλιάς Baudouin θα διακήρυσσε στην Léopoldville (σημερινή Kinshasa), ότι το Βέλγιο και το Κονγκό θα παρέμεναν ένα ενιαίο έθνος. Τρίτον, λόγω της απουσίας πνευματικών ελίτ δημιουργούσε στο Βέλγιο την εντύπωση ότι τα κινήματα ανεξαρτησίας στο Κονγκό ουδέποτε θα μπορούσαν να αποβούν επιτυχημένα.

Παρ’ όλη την καθυστέρηση, οι προετοιμασίες για την ανεξαρτησία προχωρούσαν κανονικά. Οι πρώτες δημοκρατικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στις 22 Μαΐου του 1960 ανέδειξαν πρωθυπουργό τον Patrice Lumumba του κόμματος MNC και πρόεδρο τον Joseph Kasavubu του ABAKO. Παράλληλα, οι δεσμοί με το Βέλγιο παρέμεναν αναγκαστικά ισχυροί. Το Κονγκό είχε υποχρεωθεί να υπογράψει ένα σύμφωνο φιλίας, βοήθειας και τεχνικής συνεργασίας με το Βέλγιο και να παραχωρήσει σε αυτό δύο στρατιωτικές βάσεις στο έδαφός του στην Καμίνα και την Κιτόνα, διαφυλάσσοντας έτσι σε ένα βαθμό την κυριαρχία της πρώην μητρόπολης.

Léopoldville, 29 Ιουνίου 1960. Η ιστορική φωτογραφία του Robert Lebeck, που έχει απαθανατίσει έναν νεαρό Κονγκολέζο να αφαιρεί από τον βασιλιά των Βέλγων Baudouin το ξίφος του και ενώ ο τελευταίος περιφερόταν με κάθε επισημότητα συνοδευόμενος από τον πρόεδρο Joseph Kasavubu την ημέρα της ανακήρυξης της ανεξαρτησίας του Κονγκό. Η φωτογραφία προσέλαβε πάραυτα διαστάσεις συμβολισμού του τέλους της αποικιοκρατίας στην Αφρική.

Ωστόσο, λίγο μετά την ανεξαρτησία της χώρας, στις 5 Ιουλίου ο στρατός (Force Publique), που επρόκειτο να αποτελέσει τον κορμό του νέου κράτους στασίασε, καθώς οι ελπίδες των μελών του για βελτίωση των αποδοχών του, εξέλιξη των αξιωματικών και απομάκρυνση των λευκών από το στράτευμα, διαψεύστηκαν σύντομα. Η ανταρσία αποτέλεσε το πρώτο πλήγμα στους νεοϊδρυθέντες κρατικούς θεσμούς, καθώς στερούσαν από την κυβέρνηση τον έλεγχο της χώρας, υπονομεύοντας έτσι την κεντρική διοίκηση. Τα γεγονότα που ακολούθησαν λειτούργησαν σα ντόμινο. Στις 12 Ιουλίου, ο Moise Tshombe προχώρησε, με τη στήριξη δυτικών μεταλλευτικών εταιριών (Union Miniere du Haut Katanga), στην κήρυξη της ανεξαρτησίας της πλούσιας σε φυσικούς πόρους επαρχίας της Κατάνγκα, με πρωτεύουσα την Elisabethville, που είχε αποτελέσει τη βάση της ισχύος του. Παράλληλα, ο ίδιος έκανε έκκληση στους Βέλγους για βοήθεια, οι οποίοι τελικά επενέβησαν παράνομα με πρόσχημα την προστασία των ομογενών τους, αποστέλλοντας αλεξιπτωτιστές και καταλαμβάνοντας την πρωτεύουσα Léopoldville, ενώ ο ίδιος έλαβε βοήθεια και από τους λευκούς αποίκους της βρετανικής ανατολικής Αφρικής. Λίγο αργότερα, στις 8 Αυγούστου, τμήμα της επαρχίας Κασάι, λίγο βορειότερα της Κατάνγκα, επίσης αποσχίστηκε από την κεντρική κυβέρνηση και κήρυξε την ανεξαρτησία της με πρόεδρο τον Albert Kalonji και την υποστήριξη της βελγικής μεταλλευτικής εταιρίας Forminière.

Τα παραπάνω ερμηνεύτηκαν από τους υπόλοιπους Αφρικανούς ηγέτες και την αριστερά στις χώρες της Δύσης ως εκδήλωση νεο-αποικιοκρατίας και προκάλεσαν σφοδρές αντιδράσεις, εγκαινιάζοντας έναν κύκλο διεθνών περιπλοκών που θα απειλούσαν την περιφερειακή ειρήνη και θα έθεταν ουσιαστικά για πρώτη φορά τον ειρηνευτικό μηχανισμό του ΟΗΕ σε δοκιμασία.8

Le début des évacuations – Documentaire sur la crise du Congo

Η διεθνοποίηση της κρίσης

Το ζήτημα απέκτησε και επίσημα διεθνείς διαστάσεις όταν στις αρχές Ιουλίου, ο πρόεδρος Kasavubu και ο πρωθυπουργός Lumumba, στράφηκαν στον ΟΗΕ, κάνοντας έκκληση αρχικά για τεχνική βοήθεια, οργάνωση και εξοπλισμό των δυνάμεων ασφαλείας, και στη συνέχεια για βοήθεια στην αντιμετώπιση της βελγικής επιθετικότητας. Η προσφυγή του Lumumba στα Ηνωμένα Έθνη αποτέλεσε την αρχή της δημιουργίας της μεγαλύτερης, ίσως, επιχείρησης του ΟΗΕ, ενός εγχειρήματος με πολύπλευρους στόχους, που ενέπλεξε σχεδόν είκοσι χιλιάδες ανθρώπους σε διάφορους ρόλους από ολόκληρο τον κόσμο.

Ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Dag Hammarskjöld αντέδρασε άμεσα στο αίτημα του Κονγκό. Κάνοντας χρήση του Άρθρου 99 9του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ συγκάλεσε το Συμβούλιο Ασφαλείας το απόγευμα της 13ης Ιουλίου 1960, για να θέσει υπ’ όψιν του ένα ζήτημα που «δύναται να απειλήσει τη διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης και ασφάλειας». 10Το Συμβούλιο Ασφαλείας ανταποκρίθηκε εκδίδοντας το ψήφισμα 143 στις 14 Ιουλίου του 1960 με το οποίο ζητούσε από την κυβέρνηση του Βελγίου να αποσύρει όλα της τα στρατεύματα από την επικράτεια του Κονγκό. Εξουσιοδοτούσε επίσης τον γενικό γραμματέα «να λάβει τα απαραίτητα μέτρα, κατόπιν διαβούλευσης με τη Δημοκρατία του Κονγκό, ώστε να παράσχει στην κυβέρνηση την απαραίτητη στρατιωτική βοήθεια μέχρι, μέσω των προσπαθειών της κυβέρνησης του Κονγκό, με την τεχνική βοήθεια των Ηνωμένων Εθνών, οι δυνάμεις εθνικής ασφαλείας να είναι ικανές, κατά τη γνώμη της κυβερνήσεως, να επιτελέσουν πλήρως τα καθήκοντά τους».11

Ο Patrice Lumumba στην έδρα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (24 Ιουλίου 1960).

Τα γεγονότα στο Κονγκό έθεσαν τον Hammarskjöld ενώπιον της πρώτης μεγάλης και τόσο περίπλοκης κρίσης που καλείτο να διαχειριστεί ο οργανισμός, που όχι μόνο ενέπλεκε τις δύο υπερδυνάμεις και τα μικρότερα μέλη των συνασπισμών, αλλά θα μπορούσε να αποτελέσει προηγούμενο στη διαχείριση ανάλογων κρίσεων εκ μέρους της διεθνούς κοινότητας, σε μία περίοδο όπου η μία μετά την άλλη, οι χώρες της Αφρικής γίνονταν ανεξάρτητες.

Το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας είχε τύχει της υποστήριξης αμφότερων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης, καλλιεργώντας αρχικά προσδοκίες για τη συνεργασία των κυρίαρχων δυνάμεων του διπολικού διεθνούς συστήματος. Ωστόσο, η διαδρομή δεν υπήρξε ομαλή. Ήδη από την πρώτη συνεδρίαση διαφαινόταν η σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων. Σε πρόταση της Σοβιετικής Ένωσης που ζητούσε να προσκληθεί ο αντιπρόσωπος του Κονγκό στις συνομιλίες- καθώς ο Βέλγος μόνιμος αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ είχε ζητήσει να παραστεί αυτοπροσώπως στις συνεδριάσεις- ο Αμερικανός αντιπρόσωπος Henry Cabot Lodge Jr. εξέφρασε την αντίθεσή του. Θεωρούσε ότι με τον ελιγμό αυτό η ίδια η Μόσχα επιχειρούσε να μιλήσει εξ ονόματος του Κονγκό που, ενώ είχε τη δυνατότητα, δεν είχε εκφράσει τέτοιο αίτημα.12 Αλλά και το ίδιο το πρόβλημα του Κονγκό οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση εκλάμβαναν με διαφορετικό τρόπο. Για τους Αμερικανούς, οι ρίζες του προβλήματος βρίσκονταν στις δομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο διοικητικός μηχανισμός και η οικονομία του Κονγκό. Ο Lodge υπενθύμιζε στο Συμβούλιο Ασφαλείας ότι η αμερικανική πλευρά, ήδη από τη στιγμή της εισδοχής του Κονγκό στα Ηνωμένα Έθνη μερικές εβδομάδες νωρίτερα, ήταν της άποψης πως ο Οργανισμός όφειλε να στηρίξει τη νεαρή δημοκρατία στην επίλυση των εκκρεμοτήτων που η τελευταία είχε κληρονομήσει από το παρελθόν.13 Ειδικότερα επέμενε ότι η Ουάσιγκτον θεωρούσε κομβική την αποχώρηση των ξένων τεχνικών από το Κονγκό, που είχε οδηγήσει στην κατάρρευση της ασφάλειας και των επικοινωνιών και είχε συντελέσει στο ξέσπασμα της πείνας και των ασθενειών που είχαν ακολουθήσει. Τα Ηνωμένα Έθνη όφειλαν να δράσουν γρήγορα, καθώς οποιαδήποτε καθυστέρηση θα επέτεινε τις συνθήκες με τις οποίες βρισκόταν αντιμέτωπος ο λαός της νεότευκτης δημοκρατίας. Σύμφωνα με τον Lodge, η αναζήτηση ευθυνών για τα πρόσφατα γεγονότα τη συγκεκριμένη στιγμή και η απόπειρα πολιτικής εκμετάλλευσης της όλης ρευστότητας ενείχε τον κίνδυνο να αποβεί καταστροφική. Επομένως, η άμεση δράση ήταν εκείνη που έπρεπε να προκριθεί.

Η προσέγγιση της Σοβιετικής Ένωσης διέφερε παρασάγγας. Παρά το γεγονός ότι ο μόνιμος αντιπρόσωπος στα Ηνωμένα Έθνη Arkady Soboleff καλούσε επίσης στην ανάληψη άμεσης δράσης στο Κονγκό, επιχειρούσε παράλληλα να τοποθετήσει το πρόβλημα σε ένα ευρύτερο πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο και να υποδείξει τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης ως συλλήβδην υπεύθυνα για την κατάσταση στον Κονγκό. Σε αντίθεση με τους Αμερικανούς, οι Σοβιετικοί δεν πίστευαν σε μία κοινή προσπάθεια αποκλιμάκωσης και υποστήριξης. Ο Soboleff αναπαρήγαγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας τις δηλώσεις της σοβιετικής κυβέρνησης της ίδιας ημέρας, οι οποίες ερμήνευαν τα γεγονότα στο Κονγκό με όρους ανταγωνισμού των δύο συνασπισμών. Στο πλαίσιο αυτό, η αποστολή βελγικών δυνάμεων στο Κονγκό αποτελούσε αποστολή δυνάμεων υπό «ΝΑΤΟϊκή διοίκηση», μία ακόμα ένδειξη για τον καταπιεστικό ρόλο του «ΝΑΤΟϊκού μπλοκ» κατά των Αφρικανών στον ρόλο του ως «διεθνούς χωροφύλακα».14 Αξίζει να σημειωθεί ότι η αναφορά στο ΝΑΤΟ ήταν έτσι κι αλλιώς λανθασμένη: το Κονγκό δεν ανήκε στη ΝΑΤΟϊκή περιοχή ευθύνης και θα ήταν αδιανόητο για τη συμμαχία να αναλάβει δράση εκεί. Αλλά η εμπλοκή του ονόματός της προσέβλεπε αλλού. Η απροθυμία των Βέλγων να αποσύρουν άμεσα τα στρατεύματα από τη χώρα κατέστησε εκρηκτική την όλη κατάσταση και όξυνε περαιτέρω την αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ.

Το Συμβούλιο Ασφαλείας συσκέπτεται για το ζήτημα του Κονγκό τον Ιούλιο του 1960.

Η μη ικανοποίηση των αιτημάτων του Lumumba από τον ΟΗΕ τον έκανε περισσότερο άκαμπτο, ενώ η εκδίωξη του δυτικού στοιχείου από τη χώρα και η κακοποίηση των Ευρωπαίων πολιτών του Κονγκό που ακολούθησε οδήγησε στην ταύτιση του Lumumba από την πλευρά της Δύσης με τη Σοβιετική Ένωση. Σε περιφερειακό επίπεδο, η προσλαμβανόμενη από τα αφρικανικά κράτη έλλειψη βούλησης εκ μέρους του ΟΗΕ οδήγησε με τη σειρά της στην υπονόμευση της αξιοπιστίας του Οργανισμού προκαλώντας τη μήνη των Αφρικανών εναντίον της Δύσης. Με τις προσδοκίες τους να διαψεύδονται ολοένα και εντονότερα, οι τελευταίοι έβλεπαν πλέον τον ΟΗΕ ως υποχείριο των ευρωπαϊκών αποικιακών δυνάμεων και όχι ως παγκόσμιο οργανισμό που είχε ως αποστολή, με βάση το διεθνές δίκαιο, τη διασφάλιση της ειρηνικής επίλυσης των διεθνών συγκρούσεων και την προώθηση της ειρήνης. Την οπτική αυτή των Αφρικανών επιχειρούσε συστηματικά να ενισχύσει η Σοβιετική Ένωση, η οποία από κοινού με τους δορυφόρους της, αλλά και συγγενείς δυνάμεις, όπως η Κούβα και η Αλβανία, υπονόμευαν την αξιοπιστία και το έργο του ΟΗΕ καθώς και του γενικού γραμματέα προσωπικά, εποφθαλμιώντας τον ρόλο του ως διαιτητή προκειμένου να κεφαλαιοποιήσουν κέρδη για τον εαυτό τους. Οι προσωπικές επιθέσεις του Nikita Khrushchev στον Hammarskjöld, στον οποίο χρέωνε καθυστέρηση ως προς την ανάληψη δράσης από τον ΟΗΕ, συνέβαλαν στην απονομιμοποίησή του στα μάτια της πλειοψηφίας των κρατών του Κινήματος των Αδεσμεύτων που αποτελούσε τότε ανερχόμενη δύναμη στους κόλπους της Γενικής Συνέλευσης.

Η κατάσταση αυτή, σε συνδυασμό με την άρνηση του Βελγίου να αποχωρήσει οριστικά από το Κονγκό επικαλούμενο διάφορα προσχήματα και τη συνεχιζόμενη ενίσχυση που παρείχε στο καθεστώς της Κατάνγκα, οδηγούσε σε όξυνση της κομμουνιστικής κριτικής προς τη Δύση συνολικά. Αυτή οδηγούσε, συνακόλουθα, στη συσπείρωση των Δυτικών δυνάμεων έναντι αυτού εκλάμβαναν ως σοβιετικό κίνδυνο.

Η αποπομπή του Lumumba από τον πρόεδρο της χώρας στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1960 προσέδωσε νέα δυναμική στην κρίση και οδήγησε λίγο αργότερα στη δημιουργία ενός τρίτου πόλου ισχύος. Εκτός από την κεντρική κυβέρνηση της Léopoldville και την αποσχιστική κυβέρνηση του Tshombe στην Elisabethville στην επαρχία της Κατάνγκα, τον Δεκέμβριο του 1960 ένας από τους κύριους συνεργάτες και αναπληρωτής του Lumumba, ο Antoine Gizenga, σχημάτισε κυβέρνηση στην Stanleyville στην Ανατολική Επαρχία (Province Orientale), που σύντομα κέρδισε την υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης, της Ανατολικής Γερμανίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Κούβας, του Ιράκ, της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας, της Γκάνας, της Γουινέας, του Μαρόκου, και της προσωρινής κυβέρνησης της Αλγερίας.15 Στο μεταξύ, η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω.
Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1960 ο Lumumba συνελήφθη από τις δυνάμεις του συνταγματάρχη Joseph Mobutu και τέθηκε υπό κράτηση.16 Τον Ιανουάριο του 1961 μεταφέρθηκε αεροπορικώς μαζί με δύο συνεργάτες του στην Κατάνγκα, που αποτελούσε τη βάση των αντιπάλων του, ενώ όσο βρισκόταν στον αέρα βασανίστηκε. Μετά την άφιξή του, ο βασανισμός από δυνάμεις της Κατάνγκα και των Βέλγων συνεχίστηκε, για να καταλήξει τελικά στην εκτέλεση αυτού και των συνεργατών του από απόσπασμα Βέλγων και Κονγκολέζων. Ο θάνατός του Lumumba έγινε γνωστός με καθυστέρηση, περίπου έναν μήνα αργότερα, παρά τις έντονες φήμες που κυκλοφορούσαν, συγκινώντας όμως βαθύτατα την παγκόσμια κοινή γνώμη. Το γεγονός αυτό θα τον ανήγαγε σε ένα σύμβολο του αντιαποικιακού αγώνα ή, μιλώντας με θρησκευτικούς όρους, σε έναν μάρτυρα του ιμπεριαλισμού, πλήττοντας ανεπανόρθωτα την εικόνα της Δύσης στην Αφρική. Ο σχηματισμός νέας κυβέρνησης υπό τον Cyrille Adoula τον Αύγουστο του 1961 καλλιέργησε προσωρινά αισιοδοξία για εξομάλυνση της κατάστασης μέσω της συμμετοχής του Gizenga και του Tshombe. Ωστόσο οι προσδοκίες θα διαψεύδονταν σύντομα.

Moise Tshombe.
O Patrice Lumumba δέσμιος, λίγο προτού εκτελεστεί.

 

Η άνοδος του J.F. Kennedy και η αλλαγή της αμερικανικής πολιτικής

Μετά τη δολοφονία του Lumumba τον Ιανουάριο του 1961, ο Kennedy στράφηκε προς την υποστήριξη μίας ευρείας κυβέρνησης στο Κονγκό, με την συμμετοχή του πρώην συνεργάτη του Lumumba, Gizenga, που εκείνη τη στιγμή παρέμενε επικεφαλής της αποσχιστικής κυβέρνησης στη Stanleyville και τον οποίο νωρίτερα τόσο ο υπουργός Εξωτερικών Dean Rusk, όσο και οι Γάλλοι και οι Βρετανοί απέρριπταν ως επικίνδυνο ριζοσπάστη.17 Από την άλλη πλευρά όμως, οι Σοβιετικοί απομακρύνονταν όλο και περισσότερο από μία συμβιβαστική λύση στο πλαίσιο του ΟΗΕ, τον οποίο στοχοποιούσαν με πρωτοφανή σφοδρότητα. Σε αντίθεση με τη συναίνεση που προωθούσαν οι ΗΠΑ, το Κρεμλίνο στρέφονταν πλέον προς την ιδέα μιας απευθείας παροχής βοήθειας μονομερώς προς την κυβέρνηση του Gizenga στη Stanleyville, που είχε σχηματιστεί τον Δεκέμβριο του 1960 και έχαιρε ευρείας υποστήριξης από κομμουνιστικά και ουδέτερα κράτη της Ασίας και της Αφρικής.

Ο J. F. Kennedy υποδέχεται τον Antoine Gizenga στον Λευκό Οίκο.

Στις αρχές του 1961, υπό τη σκιά της δολοφονίας του Lumumba, το Συμβούλιο Ασφαλείας συνεδρίασε εκ νέου. Από εκείνο το σημείο και πέρα η κρίση προσέλαβε νέα τροπή, καθώς εγκαινιάστηκε μία πιο αποφασιστική πολιτική που, με τη σειρά της, οδήγησε στην ανάληψη στρατιωτικής δράσης για τον τερματισμό της απόσχισης της Κατάνγκα. Στις 21 Φεβρουαρίου το Συμβούλιο Ασφαλείας υιοθέτησε το ψήφισμα 161 όπου, υπό τον φόβο του εμφυλίου, καλούσε στη λήψη μέτρων που θα απομάκρυναν όλους τους Βέλγους και άλλους ξένους στρατιωτικούς, παραστρατιωτικούς και «τεχνικούς συμβούλους» (που συχνά σήμαινε λευκούς μισθοφόρους) από το Κονγκό και θα ξεκινούσε η διερεύνηση της δολοφονίας του Lumumba.

Το κείμενο αλλά και η γενικότερη στάση που είχε τηρήσει ο ΟΗΕ δεν έδειχναν, ωστόσο, ιδιαίτερη αποφασιστικότητα, τουλάχιστον σε αρχική κλίμακα. Ο Βέλγος υπουργός Εξωτερικών Pierre Wigny εξέφρασε αργότερα- με έκδηλο σαρκασμό- την ικανοποίησή του, καθώς υποδεικνυόταν στο Βέλγιο με «αυτόν τον σουηδικό τρόπο που τόσο εκτιμώ» ότι οι Βέλγοι τεχνικοί έπρεπε να αποχωρήσουν.18 Ήταν εμφανές πως το ψήφισμα του Φεβρουαρίου είχε θεωρηθεί από τους Ευρωπαίους ότι είχε προχωρήσει πιο μακριά απ’ όσο έπρεπε. Αντιδρώντας στη νέα αμερικανική πολιτική, οι Βέλγοι είχαν αντιταχθεί ειδικά στα άρθρα που καλούσαν στην αποχώρηση των στρατιωτικών και «πολιτικών συμβούλων» τους από τη χώρα, ενώ η παρουσία των στρατευμάτων του ΟΗΕ θεωρούνταν καταστροφική για τα βελγικά συμφέροντα.19 Η βελγική κυβέρνηση, μάλιστα, απειλούσε με αποχώρηση από το ΝΑΤΟ.20 Αλλά και η κεντρική κυβέρνηση του Κονγκό, υπό τον πρόεδρο Kasavubu, δεν υποδέχθηκε καλύτερα το ψήφισμα, το οποίο ερμήνευσε ως παραβίαση της εθνικής κυριαρχίας.21

Οι δυνάμεις του ΟΗΕ εναντίον της Κατάνγκα

Μετά από μία μακρά περίοδο διαβουλεύσεων μεταξύ των μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας που διήρκεσε περισσότερο από έναν χρόνο, το καλοκαίρι του 1961 ο ΟΗΕ ανέλαβε πιο δυναμική δράση εναντίον του Tshombe. Στις 28 Αυγούστου του 1961 η ειρηνευτική αποστολή του ΟΗΕ ONUC (Opération des Nations Unies au Congo) πραγματοποίησε την πρώτη επιχείρηση εναντίον της Κατάνγκα, την Operation Rumpunch, η οποία είχε ως στόχο να προσφέρει τη δυνατότητα στην κεντρική κυβέρνηση να αφοπλίσει τον στρατό της Κατάνγκα, να εκδιώξει τον Tshombe και να τερματίσει την απόσχιση. Κατά την επιχείρηση, 338 μισθοφόροι και 443 σύμβουλοι συνελήφθησαν προκαλώντας σοκ στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Βέλγιο και τη Βρετανία.

Οι αποσχίσεις των επαρχιών Κατάνγκα και Κασάι.

Παρ΄ όλα αυτά η επιχείρηση ήταν αναποτελεσματική και προκάλεσε τις αντιδράσεις των Βρετανών και την οργή των ιθυνόντων της Κατάνγκα, που επιτίθεντο στον ΟΗΕ. Λίγες εβδομάδες αργότερα, στις 13 Σεπτεμβρίου, αποφασίστηκε η διεξαγωγή μίας ακόμα απόπειρας των Ηνωμένων Εθνών να δοθεί τέλος στην απόσχιση της Κατάνγκα. Επρόκειτο για την Επιχείρηση Morthor, η οποία είχε μάλιστα σχεδιαστεί υπό τον φόβο να στραφεί η χωροφυλακή της Κατάνγκα εναντίον του ευρωπαϊκού πληθυσμού ως αντίποινα. Η επιχείρηση, που δεν έχαιρε ευρείας υποστήριξης από τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, στέφθηκε και αυτή με αποτυχία, καθώς οι δυνάμεις του ΟΗΕ είχαν δεχθεί αποφασιστικά πλήγματα από την αεροπορία της Κατάνγκα και Ευρωπαίους μισθοφόρους που είχαν στελεχώσει τις δυνάμεις της επαρχίας από γειτονικά κράτη. Παράλληλα, η πλειοψηφία των μελών της κυβέρνησης Tshombe, για τους οποίους είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης, είχε καταφέρει να διαφύγει, ενόσω οι συγκρούσεις συνεχίζονταν επί οχτώ ημέρες. Επιπρόσθετα, ένα τάγμα Ιρλανδών αιχμαλωτίστηκε στην περιοχή Jadotville από τις δυνάμεις του Tshombe- γεγονός που έμεινε γνωστό στην ιστορία ως Πολιορκία της Jadotville και αποτέλεσε πηγή ντροπής για τον ΟΗΕ. Το επεισόδιο αυτό έχει πρόσφατα πραγματευθεί και μια αξιόλογη κινηματογραφική ταινία.22

Ιρλανδοί κυανόκρανοι στη διάρκεια της πολιορκίας της Jadotville.

Η ανάληψη πιο αποφασιστικής δράσης από τον ΟΗΕ, που θα επέβαλε τελικά τα αρχικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας καθυστερούσε. Εντός της πρώτης ημέρας από την έναρξη της Morthor, η Βρετανία είχε απειλήσει να αποσύρει πλήρως την υποστήριξή της αν ο Hammarskjold δεν κατάφερνε να παράσχει μία πειστική εξήγηση για το τι είχε συμβεί στην Κατάνγκα ή, έστω, διαβεβαιώσεις για τον άμεσο τερματισμό των εχθροπραξιών.23 Οι Βρετανοί κατηγορούσαν τον γενικό γραμματέα ότι είχε αθετήσει τον λόγο του για μη χρήση βίας, ενώ οι Βέλγοι υποστήριζαν ότι είχαν λάβει και εκείνοι παρόμοιες διαβεβαιώσεις. Υπήρχε όμως και μία άλλη διάσταση. Όπως γράφει ο ιστορικός John Kent, η ασυμβατότητα μεταξύ της υποστήριξης του ΟΗΕ προκειμένου να επιτευχθούν οι αμερικανικοί καπιταλιστικοί στόχοι σε ένα ενοποιημένο Κονγκό αφ’ ενός, και του μη τερματισμού της απόσχισης προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι καπιταλιστικοί στόχοι των Ευρωπαίων, αφ’ ετέρου, γινόταν ολοένα και πιο έντονη. Σε κάθε περίπτωση, και παρά τις έντονες ανησυχίες του, το State Department συνέχιζε να υποστηρίζει το έργο των Ηνωμένων Εθνών στο Κονγκό, κάτι που όξυνε περαιτέρω τις σχέσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Λονδίνου, αλλά και του τελευταίου με τον ΟΗΕ, καθώς ο τρόπος με τον οποίον προσλάμβαναν εκατέρωθεν τα ψηφίσματα του οργανισμού και την εφαρμογή τους διέφερε ριζικά. Απεναντίας, το αφροασιατικό μέτωπο τήρησε μία εξαιρετικά θετική στάση έναντι της επιχείρησης Morthor, καθώς αποτελούσε ένα σημαντικό βήμα για την επανένωση του Κονγκό.24 Το αδιέξοδο, στο οποίο είχε περιέλθει η κατάσταση επιχείρησε να λύσει ο γενικός γραμματέας προσωπικά. Στις 18 Σεπτεμβρίου 1961, ο Hammarskjold ξεκίνησε με προορισμό το Κονγκό προκειμένου να διαπραγματευτεί την κατάπαυση του πυρός μεταξύ της ONUC και των δυνάμεων του Tshombe στην Κατάνγκα. Το αεροπλάνο του κατέπεσε κοντά στη Ντόλα, στη Βόρεια Ροδεσία (σημερινή Ζάμπια), οδηγώντας στον θάνατο του ίδιο και το πλήρωμα. Τα αίτια του αεροπορικού δυστυχήματος παραμένουν μέχρι σήμερα ανεξιχνίαστα.

Dag Hammarskjold.
Τα συντρίμμια του αεροσκάφους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

The Mysterious Death of a UN Secretary-General

Τον Ιούνιο του 1962, το Κονγκό συμπλήρωσε δύο χρόνια ανεξαρτησίας και λίγο αργότερα η Κατάνγκα γιόρτασε τη δική της επέτειο. Στο μεταξύ, ελάχιστη πρόοδος είχε σημειωθεί στο ζήτημα του τερματισμού της απόσχισης, καθώς δεν είχε βρεθεί τρόπος να καμφθεί η αδιαλλαξία του Tshombe. Το αδιέξοδο προβλημάτιζε ιδιαίτερα τους Αμερικανούς, καθώς εξαιτίας της στασιμότητας, ο Adoula θα μπορούσε να αντικατασταθεί από έναν φιλοσοβιετικό ριζοσπάστη. Ταυτόχρονα, το αμερικανικό γόητρο θα υφίστατο σημαντικό πλήγμα σε περίπτωση που οι Σοβιετικοί αποκτούσαν και πάλι ερείσματα στη χώρα, ενώ την ίδια στιγμή οι διαθέσιμοι πόροι για την αποστολή των Ηνωμένων Εθνών εξαντλούνταν.

Τον Αύγουστο, ο νέος γενικός γραμματέας του ΟΗΕ U-Thant, υπό το βάρος του αυξανόμενου οικονομικού και πολιτικού κόστους που γινόταν αντιληπτό τόσο στον ΟΗΕ όσο και στο State Department, παρουσίασε ένα σχέδιο οριστικού τερματισμού της απόσχισης της Κατάνγκα. Το τελευταίο προέβλεπε την παροχή φόρων της UMHK όχι μόνο στην Κατάνγκα, αλλά και στην κεντρική κυβέρνηση της χώρας, ενώ η χωροφυλακή της επαρχίας θα ενσωματωνόταν στον εθνικό στρατό ANC. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρόσφεραν υποστήριξη στον Adoula, ενισχύοντάς τον έναντι των αντιστάσεων του Tshombe. Παράλληλα, προβλέπονταν οικονομικές κυρώσεις μέσω μποϋκοτάζ σε συγκεκριμένα προϊόντα της Κατάνγκα. Η αμερικανική οικονομική επίθεση στην Κατάνγκα προκάλεσε τις αντιδράσεις των Ευρωπαίων, όπως της Βρετανίας, του Βελγίου, της Γαλλίας και της Γερμανίας, ενώ ο Γερμανός καγκελάριος Konrad Adenauer κατηγορούσε τους Αμερικανούς ότι προσπαθούσαν «να μειώσουν τον ρόλο των Ευρωπαίων στη σκοτεινή ήπειρο».25

Παρ’ όλα αυτά, το φθινόπωρο του 1962 ο U-Thant ήταν αποφασισμένος να εφαρμόσει το σχέδιό του και να προχωρήσει στον τερματισμό της απόσχισης στην Κατάνγκα, ενώ, παρά τις βρετανικές αντιδράσεις, ο Kennedy δεν ήταν πρόθυμος να εμποδίσει τον γενικό γραμματέα.26 Στις 24 Δεκεμβρίου 1962 σημειώθηκαν νέες συγκρούσεις μεταξύ των δυνάμεων της Κατάνγκα και των στρατευμάτων του ΟΗΕ κοντά στην Elisabethville. Ο ΟΗΕ πραγματοποίησε τελικά την επιχείρηση Grandslam, καταλαμβάνοντας την επαρχία και εξαναγκάζοντας τον Tshombe σε φυγή.

Τελικά, η απόσχιση της Κατάνγκα τερματίστηκε τον Ιανουάριο του 1963, ως αποτέλεσμα μίας πιο ενεργού πολιτικής που είχε εγκαινιάσει ο Αμερικανός Πρόεδρος John F. Kennedy με την άνοδό του στην εξουσία το 1961 και ο Tshombe διέφυγε στο εξωτερικό, για να επιστρέψει τον Ιούλιο του 1964 ως νέος πρωθυπουργός της χώρας. Μετά τις εκλογές του 1965, ο Tshombe σχημάτισε κυβέρνηση συνεργασίας, για να εκδιωχθεί τον Οκτώβριο του ίδιου έτους από τον πρόεδρο Kasavubu. Ένα μήνα αργότερα, ο ίδιος ο Kasavubu ανατράπηκε με στρατιωτικό πραξικόπημα που είχε σχεδιάσει ο στρατηγός Joseph-Désiré Mobutu, και ο οποίος έμελλε να καταγραφεί από την ιστορία ως ένας από τους πιο στυγνούς δικτάτορες της Αφρικής.

Joseph-Désiré Mobutu Sese Seko.

Συμπεράσματα

Η κρίση του Κονγκό, έτσι όπως ξέσπασε το 1960 και εξελίχθηκε στα επόμενα χρόνια, ήγειρε μια σειρά από καινοφανείς προκλήσεις για το διεθνές σύστημα και ειδικά για την Αφρική που όδευε προς την ανεξαρτησία, έχοντας παράλληλα να αναμετρηθεί με την επιβίωση των ρατσιστικών καθεστώτων στο νότο (πορτογαλικές αποικίες, Νότια Αφρική και σύντομα το ρατσιστικό καθεστώς της Ροδεσίας).

Πρώτα, ανέκυπτε το πρόβλημα της διατήρησης της εδαφικής ακεραιότητας των χωρών της ηπείρου που αποκτούσαν την ανεξαρτησία τους. Οι πρώην ευρωπαϊκές αποικίες στην Αφρική δεν διέθεταν κατά κανόνα συμπαγείς εθνοτικά πληθυσμούς, δεν διέθεταν δηλαδή εθνικό κορμό. Αποτελούσαν την ανάδυση ως «έθνη-κράτη» περιοχών που οι Ευρωπαίοι είχαν διαμοιράσει μεταξύ τους χωρίς μέριμνα για την ομοιογένεια του πληθυσμού τους και συγκέντρωναν διαφορετικά τμήματα φυλών, συχνά ευρισκόμενα σε αντιπαλότητα μεταξύ τους. Το ερώτημα ήταν: θα μπορούσε ένα τέτοιο νέο κράτος να οδηγηθεί στη διάλυση; Είναι φανερό ότι η προοπτική αντιμετωπίστηκε με μεγάλη εχθρότητα από τις υπόλοιπες αφρικανικές χώρες που αποκτούσαν την ανεξαρτησία τους. Η βίαιη κατάπνιξη της εξέγερσης της Κατάνγκα ακολουθήθηκε από την εξ ίσου, αν όχι και περισσότερο, βίαιη αντιμετώπιση της εξέγερσης της Μπιάφρα στη Νιγηρία στα τέλη της ίδιας δεκαετίας. Το Κονγκό είχε, έτσι, εγείρει το μείζον ερώτημα της νομιμοποίησης μιας βίαιης απόσχισης στον μεταπολεμικό διεθνές σύστημα.

Δεύτερον, η ανεξαρτητοποίηση και η κρίση του Κονγκό αμέσως μετά, σε συνδυασμό με τις επεκτεινόμενες φιλοδοξίες της ΕΣΣΔ του Nikita Khrushchev στον Τρίτο Κόσμο, έφερνε στο προσκήνιο ένα στρατηγικό φόβο των Δυτικών: εκείνον της «σοβιετικής διείσδυσης» στην περιφέρεια, ειδικά στην Αφρική και ακόμη ειδικότερα σε περιοχές που διέθεταν ορυκτό πλούτο και πρώτες ύλες στρατηγικής σημασίας. Ως το 1960, οι ΗΠΑ διέκειντο ευμενώς έναντι των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, οσάκις αυτά δεν ελέγχονταν από κομμουνιστική ηγεσία. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τις περιπτώσεις της Ινδίας, της Ινδονησίας, της Αλγερίας, ακόμη και της Κύπρου. Μόνον όταν το αντιαποικιακό κίνημα βρισκόταν υπό κομμουνιστική καθοδήγηση, τάσσονταν οι ΗΠΑ υπέρ της αποικιακής δύναμης, όπως είχε συμβεί στην Ινδοκίνα και στη Μαλαισία. Τώρα όμως το πρόβλημα επρόκειτο να εμφανιστεί με διαφορετικούς όρους. Τι θα συνέβαινε αν, λόγω των εσωτερικών συγκρούσεων, αποκτούσαν εκ των υστέρων οι Σοβιετικοί πρόσβαση σε τέτοιες χώρες; Πόσο ασφαλής ήταν ο δυτικός έλεγχος της περιφέρειας; Το Κονγκό, επομένως, μετατράπηκε σε ένα (ίσως το πρώτο) ψυχροπολεμικό πεδίο μάχης στην υποσαχάρια Αφρική, όπου οι δύο επιρροές, δυτική και σοβιετική, αντιπαρατέθηκαν με ένταση και εκτός κάθε ορίου.

Τρίτον, σύντομα μετά την έναρξη του εμφυλίου και της ξένης επέμβασης στο Κονγκό, το μέλλον του τελευταίου θα συμπλεκόταν με τη νέα στρατηγική του «εκσυγχρονισμού» (modernization) του Τρίτου Κόσμου, την οποία προωθούσε η αμερικανική κυβέρνηση του John Kennedy από το 1961 και κατόπιν. Υπήρχε δίοδος ώστε με μια σταδιακή μεταρρυθμιστική πολιτική, να διατηρήσει η Δύση τη φιλία και συνεργασία αυτών των νέων κρατών; Οι εξελίξεις στο Κονγκό (όπως και στο Βιετνάμ λίγο αργότερα) δεν αποδείχθηκαν ιδιαίτερα θετικές για την αμερικανική εικόνα στον Τρίτο Κόσμο.

Τέταρτον, η εξ αρχής ανάμιξη του ΟΗΕ στην κρίση του Κονγκό έθετε και το θέμα των δικών του εξουσιών και αρμοδιοτήτων; Ο γενικός γραμματέας Hammarskjöld προσπάθησε να αναβιβάσει τον ΟΗΕ σε κέντρο λήψης αποφάσεων, δηλαδή περίπου σε αυτόνομο δρώντα στη διεθνή σκηνή; Ήταν αυτό αποδεκτό από τα κράτη-μέλη, ιδίως τις Μεγάλες Δυνάμεις; Η νομική φύση του ΟΗΕ ως διακυβερνητικού οργανισμού θα συνεπαγόταν ότι δεν ήταν.

Τα διακυβεύματα της κρίσης ήταν πολλά και αλληλοδιαπλεκόμενα. Το Κονγκό του 1960-64 δεν αποτελούσε μια από τις «μείζονες» ψυχροπολεμικές αναμετρήσεις – σε σύγκριση τουλάχιστον με την ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου το 1961 πόσο μάλλον με την κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962 ή με τον πόλεμο του Βιετνάμ από το 1964 και μετά. Ωστόσο, η κρίση του Κονγκό αφορούσε την δομή του διεθνούς συστήματος, σε ένα από τα πιο καινοφανή τμήματά του, τον αναδυόμενο Τρίτο Κόσμο.

Ο Αναστάσιος Πανουτσόπουλος, είναι Διδάκτωρ Ιστορίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Θεοδόσης Πυλαρινός: Το ιστορικό συμβάν ως υπόβαθρο του λογοτεχνικού κειμένου και η Λογοτεχνία ως “κριτής” της Ιστορίας

Θεοδόσης Πυλαρινός 

Το ιστορικό συμβάν ως υπόβαθρο του λογοτεχνικού κειμένου

και η Λογοτεχνία ως “κριτής” της Ιστορίας

 

Eίναι εμφανές, καταρχάς, στον τίτλο της εργασίας μου ότι θα επιχειρήσω να δείξω, σύμφωνα με το πρώτο σκέλος του, πως η Ιστορία αποτελεί πολλές φορές ερέθισμα για τη σύνθεση ενός λογοτεχνικού κειμένου, ενώ, σύμφωνα με το δεύτερο, ότι η Λογοτεχνία καταλήγει να κρίνει και να προεκτείνει την ιστορική αφορμή. Έπειτα, οφείλω να διευκρινίσω ότι στόχος μου είναι η αξιοποίηση του λογοτεχνικού κειμένου ως εποικοδομητικού μέσου για τη διαμόρφωση αντικειμενικής εικόνας της πραγματικότητας και σύναψης της παράδοσης με το παραγωγικό παρόν, καθώς και ότι η προσέγγιση οποιουδήποτε επιστημονικού πεδίου προϋποθέτει γνώσεις και ορθή αξιοποίηση των υπαρχουσών τεχνικών και εργαλείων, που θα οδηγήσουν σταδιακά στο ξεκλείδωμα, στην ουσιαστική ανάγνωση και ακολούθως στην αισθητική συγκίνηση, η οποία και αποζημιώνει τον αναγνώστη∙ επίσης, ότι η εστίαση και οι εφαρμογές μου γίνονται στον ποιητικό λόγο, και επειδή η συντομία των ποιημάτων ενδείκνυται σε τέτοιου είδους εργασίες, αλλά και διότι παρέχει περισσότερες ερμηνευτικές προσεγγίσεις η ποίηση λόγω της εγγενούς δυσκολίας της, όντας συνήθως πυκνή, κρυπτική ή υπαινικτική.

 

Η ιστορία είτε η γεγονοτολογική, πολιτική και κοινωνική, είτε η μικροϊστορία αποτελεί υπόστρωμα του ποιητικού κειμένου, άλλοτε εμφανώς, άλλοτε δυσδιάκριτα, άλλοτε υπογειωμένα. Μεγάλα ιστορικά γεγονότα που χάραξαν εγκαυστικά την πορεία της ανθρωπότητας, ηρωικές πράξεις, προσωπικές περιπτώσεις με εμβληματικό περιεχόμενο πυροδότησαν και πυροδοτούν την έμπνευση των ποιητών. Γεγονότα του καθημερινού βίου, επικαιρικά ή διαχρονικής σημασίας, με πρωταρχικά τη ζωή, τον θάνατο, τον έρωτα, την ανθρωπιά, κατέστησαν συμβολικά και εποικοδομητικά παραδείγματα, με διδακτικό χαρακτήρα, τον οποίο ενισχύει ο αισθητικός τρόπος απόδοσης, που υπερβαίνει την απλή περιγραφή και, χάρη στον ποιητικό τρόπο εκφοράς, τις απεριόριστες δυνατότητες της γλώσσας και τον σχηματικό τρόπο αποτύπωσης, δίνουν την αίσθηση της πραγματικότητας, ώστε ο αναγνώστης να συμμετέχει συμπάσχοντας, αφού η λογοτεχνία φλογίζει τα ανθρώπινα πάθη και οδηγεί στην κάθαρση.

Αριστερά: Charles Meynier, Καλιόπη, η Μούσα της Επικής Ποίησης και της Ρητορικής (1798), Cleveland Museum of Art. Δεξιά: Charles Meynier, Κλειώ, η Μούσα της Ιστορίας (1800), Cleveland Museum of Art.

Θα επικαλεστώ όσον αφορά στη σύμπραξη καρδιάς και νου στο λογοτεχνικό έργο τη σολωμική θέση, «πρέπει πρώτα με δύναμη να συλλάβει ο νους κι έπειτα η καρδιά θερμά να αισθανθεί ό,τι ο νους εσυνέλαβε», η οποία και αναφέρεται στον δημιουργό ποιητή. Θα την αντιστρέψω, λέγοντας ότι όσα έγιναν αιτία στιγμιαίας συγκίνησης, για να θησαυριστούν από τον άνθρωπο, πρέπει να διερευνηθούν στην πηγή τους, να αναζητηθούν οι πρώτες αρχές τους, ο πυρήνας και οι επιμέρους πτυχές τους, ο τρόπος διατύπωσής τους, η ουσία και ευελιξία της γλώσσας, με την οποία αποδόθηκαν.

Στο σημείο αυτό θα αναφερθώ εν τάχει στα βοηθητικά στοιχεία, τα οποία έρχονται αρωγά στην εξιχνίαση και την ανακάλυψη τόσο του αρχικού ερεθίσματος, όσο και των πτυχών του, και εννοώ αυτό που όλοι επιχειρούμε και σ’ αυτό πρέπει να μυούμε τους μαθητές μας: την αξιοποίηση του συγκείμενου, του διακείμενου και του περικειμενικού υλικού. Πρόκειται για ένα είδος έρευνας, τα πορίσματα της οποίας, προστιθέμενα και συνδεόμενα μεταξύ τους, οδηγούν σταδιακά στην εμβάθυνση και κατανόηση του κειμένου. Είναι αντικλείδια, για να το πω πιο παραστατικά, τα οποία μπορεί να συντελέσουν στην αποκάλυψη όσων λανθάνουν. Το ποιητικό σώμα καθαυτό αποκαλύπτει, λιγότερο ή περισσότερο, την ιστορική βάση του, την περίοδο εκτύλιξης της δράσης, τα κοινωνικά δεδομένα και άλλα βοηθητικά στοιχεία για τη συναρμολόγηση του εκάστοτε πλαισίου. Το διακειμενικό υλικό, τα δεδομένα δηλαδή που παραπέμπουν σε πρότερα ποιητικά ή άλλα πρότυπα, που εντάσσουν το νέο δημιούργημα στο γραμματολογικό σώμα χάρη στην εγκυρότητα της παράδοσης, αλλά και το περικείμενο, όσα στοιχεία δηλαδή μπορεί να αντληθούν από μαρτυρίες εκτός βασικού κειμένου (όπως ο τίτλος, ο υπότιτλος, τα μότο, οι αφιερώσεις, οι τοποχρονολογίες), συντελούν στην εξιχνίαση του χώρου και του χρόνου, και από κοινού με το βασικό περιεχόμενο οδηγούν στην κατανόηση του κειμένου.

Επανέρχομαι στην ιστορική βάση των ποιημάτων, καταγράφοντας ενδεικτικά ορισμένες από τις βασικότερες κατηγορίες. Ξεκινώ από τα επικαιρικού ερεθίσματος ποιήματα, η προσπέλαση των οποίων δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες στην επισήμανση του ιστορικού γεγονότος-ερεθίσματος. Εύκολα στην περίπτωση αυτή μπορεί να ανατρέξει κανείς στην αφετηρία της έμπνευσης. Ως παράδειγμα θα αναφέρω στροφές από το ποίημα του Άγγελου Σικελιανού «Ηχήστε οι σάλπιγγες». Το απήγγειλε ο ποιητής, το βροντοφώναξε ορθότερα, μπροστά από το φέρετρο του Κωστή Παλαμἀ, που πέθανε στις 27.2.1943, στην  καρδιά της γερμανικής κατοχής. Η κηδεία αποτέλεσε ευκαιρία να εκδηλώσει ο λαός των Αθηνών τα πατριωτικά και αντιφασιστικά αισθήματά του. Το ιστορικό πλαίσιο είναι σαφές, η μνεία του ονόματος του νεκρού ποιητή αποκαλυπτική του συμβάντος, οι δε διακειμενικές νύξεις οδηγούν στη σύνδεση με την αρχαιότητα και τη μακρά ποιητική μας παράδοση, με πρόσφατο σταθμό προ του Παλαμά τον Σολωμό:

Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!

 

Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!

Ένα βουνό με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιον κλει, τι κι αν το πει η δικιά μου γλώσσα;

Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ’ αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ’ τον στα χέρια

γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ’ ένα μόνο ανασασμόν: «Ο Παλαμάς!»,
ν’ αντιβογκήσει τ’ όνομά του η οικουμένη!

Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
[…]

Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,

που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.

 

Ο Άγγελος Σικελιανός σηκώνει στους ώμους το φέρετρο του μεγάλου ποιητή.

Η αποθέωση του Παλαμά είναι συγκινησιακά φορτισμένη. Ο θάνατος ενός ποιητή-ψάλτη του προορισμού της ελληνικής φυλής εξάπτει την σφοδρή αντίθεση μεταξύ ελευθερίας και μαύρης σκλαβιάς, μεταξύ καταδυναστευόμενου λαού και Γερμανών κατακτητών. Το ιστορικό αυτό πλαίσιο εμπλουτίζεται με διακειμενικές αναφορές, με σημαντικούς σταθμούς του ελληνικού πνεύματος από την αρχαιότητα και την κορυφαία μορφή του νεότερου ελληνισμού, τον Σολωμό, διαμορφώνοντας στην ψυχή του αναγνώστη την αίσθηση ότι το ελεύθερο πνεύμα συγκρούεται τη στιγμή της κηδείας με το φασιστικό σκοτάδι, υπερβαίνοντας δηλαδή την επικαιρική αρχική αφόρμηση, με τη μετάγγιση του μηνύματος στον χώρο της πνευματικότητας, στην αξιοποίηση του συμβάντος ανθρωπιστικά και υπαρξιακά, πατριωτικά και απελευθερωτικά.

Η κηδεία του Κωστή Παλαμά, Αθήνα, 28/2/1943

 

Θα φέρω ως δεύτερο παράδειγμα ένα δίστιχο επίγραμμα του προσολωμικού Αντωνίου Μαρτελάου, δύσβατης εκ πρώτης όψεως στην ανεύρεση της ιστορικής του βάσης. Στην περίπτωση αυτή το περικείμενο, ο τίτλος συγκεκριμένα «Επίγραμμα εις τον Φώσκολον», και ως επιβεβαίωση η «παραλλαγμένη» (για χάρη του μέτρου) αναφορά της λέξης «Μνήματα», διακειμενική μαρτυρία αυτή, οδηγούν στην αποκρυπτογράφηση και την ιστορική τοποθέτησή του:

Του κάκου Φράγκο θέλουν να σε κάμουνε∙

που είσ’ Έλληνας τα «Μνήματα» φωνάζουνε.

Προτομή του Αντωνίου Μαρτελάου εμπρός από την εκκλησία της Αναλήψεως στην πόλη της Ζακύνθου.

Ο Μαρτελάος, δάσκαλος του Ζακύνθιου την καταγωγή Φώσκολου, αρνείται στο επίγραμμά του την προσγραφή του ποιητή μαθητή του στον ιταλικό Παρνασσό (είναι έντονη η αντίστιξη ανάμεσα στις λέξεις «Φράγκος» και «Έλληνας»), τονίζοντας την ελληνικότητά του, την οποία διακρίνει στο ήθος και το ύφος του έργου του Οι Τάφοι (ως «Μνήματα» τους αποδίδει), καίτοι συντεθειμένου στην ιταλική γλώσσα. Ο προσεκτικός αναγνώστης, αν θελήσουμε να ερμηνεύσουμε εποχές, θα διακρίνει εν προκειμένω το μεταίχμιο προς την παγίωση μιας ποίησης εθνικής, όπως την διαμόρφωσε ο Σολωμός με το ελληνόγλωσσο έργο του.

Θα συνεχίσω με μία άλλη εκδοχή, στην οποία τιμάται συγκεκριμένο πρόσωπο, εξάγεται όμως μέσω αυτού διαρκές ιστορικό δίδαγμα. Τίτλος «Σταλμένο του ποιητή Λ. Μαβίλη» (περικείμενο εύγλωττο και βοηθητικό για την ανίχνευση του γεγονότος). Είναι ποίημα του Κωστή Παλαμά, γραμμένο το 1896, πολύ πριν από τον ηρωικό θάνατο στον Δρίσκο του εν λόγω Επτανήσιου ποιητή. Σημειώνουμε ότι το 1896 ο Μαβίλης πολέμησε στα κρητικά βουνά στο πλευρό των επαναστατημένων ανδρών του νησιού:

 

Στη σιγαλιά η ψυχή σου είναι φευγάτη,

μόνη∙ μισείς το στόμα που γαυγίζει,

αλλ’ ω του αρχοντικού σονέττου εργάτη,

της πατρίδας η αγάπη σε φλογίζει.

 

Σ’ αλαβαστρένια γάστρα ολογιομάτη

απ’ αγνή ντόπια γη μοσκομυρίζει

και τρέμει ένα λουλούδι ονείρου, κάτι

που δύσκολα ο καθείς το ξεχωρίζει.

 

Γάστρα είν’ ο στίχος, και λουλούδι ο νους σου.

Μα τη γάστρα τη σύντριψ’ ένα χέρι,

κ’ η γαλανή ομορφιά του λουλουδιού σου

 

τον καπνό της μπαρούτης ηύρε ταίρι

στην Κρήτη, στην κορώνα του πελάγου,

μάννα της ρίμας και του τουρκοφάγου.

 

Λορέντζος Μαβίλης.
Κωστής Παλαμάς.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μέσα από τον χαρακτήρα του μοναχικού ποιητή στην αρχή του ποιήματος, μέσα από την επίδοσή του στο είδος του σονέτου, μέσα από τη μοναξιά του οραματιστή Μαβίλη και την ταύτιση στο πρόσωπό του θεωρίας και πράξης (στην αναφερόμενη Κρήτη πολέμησε για την ελευθερία της), προβάλλει ο γνήσιος πατριωτισμός του ποιητή, η άδολη φιλοπατρία. Πολυσήμαντο το ποίημα του Παλαμά, αποτελεί εκτός των άλλων καθρέπτη μακράς εποχής αλυτρωτικών αγώνων και ιστορικό αποτύπωμα με γραμματολογικό ενδιαφέρον (ο Μαβίλης είναι ο κατεξοχήν εκπρόσωπος του σονέτου, είδους, το οποίο συνειδητά πρόκρινε να χρησιμοποιήσει ο Παλαμάς και στο δικό του αφιερωματικό ποίημα, τιμώντας και με αυτόν τον τρόπο τον ομότεχνό του). Μάλιστα, το ποίημα αυτό συνομιλεί με το σονέτο «Κρήτη» του Μαβίλη (είναι ενδεικτικός και ο σονετογραφικός αυτός διάλογος των δύο ποιητών), το οποίο διδακτικά είναι αξιοποιήσιμο για τις πληροφορίες του:

 

Σειρήνα πρασινόχρυση, με μάτι

σαν της αγάπης, με λαχτάρας χείλια,

αχτιδομάλλα, ορθοβύζα, με χίλια

μύρια καμάρια και λέπια γεμάτη,

 

τραγούδι τραγουδάς μες στη ροδάτη

κατάχνια του πελάου, και στην προσήλια

του αγέρος πλατωσιά και στα βασίλεια

της γης πνοή το σέρνει μυρωδάτη:

 

«Σαν το γάλα της αίγας Αμαλθείας

θρέφει θεούς και το φιλί μου εμένα.

Ελάτε να χαρείτε μες στης θείας

 

αγκαλιάς μου το σφίξιμο ενωμένα,

πρόσφυγες της Ζωής, δώρα άγια τρία:

θάνατο, αθανασία κι ελευθερία».

 

Το τραγούδι της Κρήτης, μήνυμα ελευθερίας ανά τον κόσμο, αποτελεί την κορύφωση του παραπάνω σονέτου, αφού πρώτα δόθηκαν τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά της Κρήτης, ως γοργόνας στη μέση του πελάγους (γεωγραφική τοποθέτηση αλλά και υπαινιγμός στην κατεξοχήν γοργόνα της ελληνικής μυθολογίας) γεμάτης υγεία, ομορφιά και ερωτισμό, καθώς και η μυθιστορική της προέλευση, ο μύθος της ως τροφού του Δία στο Ιδαίο άντρο, τη σπηλιά του Ψηλορείτη.

Κρήτες εξεγερθέντες του 1897, με τη σημαία της Ένωσης.

Σε πολλές όμως περιπτώσεις, για να μεταβώ σε μια άλλη εκδοχή, το ιστορικό πλαίσιο ή η ιστορική αφόρμηση είναι πολύ δυσδιάκριτα ή και αφανή με πρώτη ματιά. Το περικειμενικό και διακειμενικό υλικό αποτελεί την πρώτη καταφυγή μας, πολύ περισσότερο τώρα∙ έπειτα, οι πολιτικές, οι κοινωνικές, οι βιογραφικές ή οι αυτοβιογραφικές ενδείξεις του κειμένου. Και ακόμη, η προσφυγή σε ειδολογική βοήθεια (τα υπερρεαλιστικά έργα, λ.χ., κρύβουν τα ερμηνευτικά κλειδιά τους στις ιδιομορφίες και τα χαρακτηριστικά του είδους τους, η γνώση των οποίων οδηγεί σε ξέφωτα). Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η ποίηση ναι μεν αξιοποιεί την ιστορία, αλλά δεν είναι ιστορία∙ προεκτείνει ή συμπυκνώνει το ιστορικό γεγονός, αφορμάται, αλλά δεν εξαρτάται από αυτό, θηρεύοντας το γενικό και όχι τα επί μέρους.

Το «Ποιμενικό», ποίημα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη αυτό, θα ήταν δυσεξήγητο, αν δεν υπήρχε –γι’ αυτό άλλωστε και υπάρχει– η περικειμενική ένδειξη «μνήμη για πέντε αγνοούμενους περιπλανώμενους», η αόριστη περιπλάνηση των οποίων ιστορικά είναι άνευ ιδιαίτερης ιστορικής σήμανσης, ώστε να αξιολογηθεί βάσιμα. Όμως, παραπέμπει σαφώς σε αγνοούμενους μετά την τουρκική εισβολή (η καταγωγή του ποιητή έχει τη σημασία της). Το επιμύθιο, το πείσμα του ελληνισμού να υπάρξει, εκφεύγει πολύ από την ασήμαντη αφόρμηση, μεταβολίζοντας στοιχεία μύθου σ’ αυτήν και με τον τρόπο αυτόν αναβαθμίζοντάς την. Είναι η μικροϊστορία, εν προκειμένω, που προσλαμβάνει μείζονες ή μέγιστες διαστάσεις:

 

Πέντε ρακένδυτοι σε κείνα τα βουνά

με φαγωμένα του ήλιου τα φτερά

τη λίγη τυραγνούν που τους απόμεινεν ελπίδα.

 

Και κάποιοι εκεί βοσκοί που τη σκιά

θωρούν να τρεμοσβήνει ροβολάν.

 

Τους ομιλούν σε γλώσσα κουρδική,

τους είπαν οι άλλοι «γεια σας» σε γλώσσα ελληνική,

για ν’ αληθέψει ο λόγος του Καβάφη:

 

«Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά

ως μέσα στην Βακτριανήν την πήγαμεν»

ξανά.

Πολυστρωματικό το εν λόγω ποίημα, διακρίνεται για τα εναλλασσόμενα επίπεδά του, τις αλληλοδιάδοχες διαστρωματώσεις του. Η πρώτη, το αναγκαίο ιστορικό της υπόθεσης, διαπερνάται σκόπιμα από αοριστία (σε κείνα τα βουνά, κάποιοι βοσκοί). Το δεύτερο προσεγγίζει το ζητούμενο (η ελληνική γλώσσα και η διαχρονική διαπολιτισμική σημασία της αλλά και η κουρδική, σαφής τοπικός προσδιορισμός αυτή). Η διακειμενική ανάκληση των καβαφικών στίχων από το ποίημα «Στα 200 π.Χ.» έρχεται ως επιβεβαίωση της προσδοκίας, στηριγμένη στην πίστη για την αντοχή του ελληνικού πνεύματος, με την ευλογία του Αλεξανδρινού ποιητή. Το ότι το ποίημα αυτό περιέχεται στη συλλογή του Χαραλαμπίδη Μεθιστορία προσεπιβεβαιώνει τη μετάβαση από το ιστορικό συμβάν στην υπεριστορική αξιοποίησή του. Θα σημειώσουμε, με αφορμή τα ποιήματα της κατηγορίας αυτής, ότι ο Χαραλαμπίδης συστηματικά, αλλά και πολλοί σύγχρονοι ποιητές που ακολουθούν τη νεωτερική γραφή, έχουν καθιερώσει την παράθεση σημειώσεων, πολύ βοηθητικών ερμηνευτικά στα ποιήματά τους. Και θα προσθέσουμε ότι η ποίηση με τον πλουραλισμό του ανοιχτού της ορίζοντα δίνει ποικίλες όψεις και θεωρήσεις του ιστορικού γεγονότος, υπονομεύοντας το μονοδιάστατο, το υποκειμενικό και το ψυχρό της ιστορικής αφήγησης, και αναδεικνύοντας σημαντικότερη την αξία της ζωής ενός μόνου ανθρώπου σε αντίθεση με το παγερό πέρασμα των χιλιάδων νεκρών ενός πολέμου σε μια απλή ιστορική καταγραφή.

Κυριάκος Χαραλαμπίδης

Μία ακόμη εκδοχή: H επιστράτευση ενός ιστορικού συμβάντος και η εν συνεχεία αποστασιοποίηση από αυτό με την αξιοποίηση των επιπτώσεων κατατείνει στη δημιουργία μιας κατηγορίας μετά την ιστορία. Οι μύθοι, για παράδειγμα, στους οποίους προφανώς υπάρχει ιστορικό έρμα, χάνουν την επαφή με την πρώτη αρχή τους, αποκτούν αυτόνομη οντότητα, προσλαμβάνουν νέο ιστορικό χαρακτήρα. Έτσι, το νέο κατασκεύασμα ακυρώνει την όποια ιστορική αξία του σπέρματος από το οποίο προήλθε. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ένα άλλο ποίημα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, «Η Αγία Ελένη στην Κύπρο». Ιστορικές μαρτυρίες για την έλευση της αγίας στην Κύπρο δεν υπάρχουν, αντιθέτως ελέγχεται επιστημονικά αυτή. Όμως, από φήμη ή παρανόηση ο απλός λαός, συγχέοντας τον τάφο μιας μοναχής, Ελένης το όνομα, με την αγία, τρέφει βαθιά την πίστη ότι πρόκειται πράγματι για την Αγία Ελένη. Πρόκειται δηλαδή για την κατασκευή μιας ιστορίας, οι επιπτώσεις της οποίας κυρώνονται ως αληθινές, για τον λόγο ακριβώς ότι ως δοξασία, ως ζώσα παράδοση, συνιστά πλέον ιστορική πραγματικότητα, κινητήρια δύναμη όσων πιστεύουν σ’ αυτή:

 

Όσο η ψυχή μου γέμει με σταυρούς

αδυνατώ να το πιστέψω: Αγία Ελένη,

λένε, το πόδι της δεν πάτησε την Κύπρο –

«ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία»,

θα έλεγε κι η ωραία λοιπόν Ελένη,

«αλλ’ είναι ψέματα όλα, πίστεψέ με».

 

Προς τι ο Βασιλοπόταμος, αγαπητοί,

προς τι το Σταυροβούνι μα κι οι μύθοι

που θρέφουν χίλια εξακόσια χρόνια

ένα λαό; Εξόν κι αν δεν υπάρχει

αυτός ο λαός. Τότε να τον πετάξεις

με δάχτυλα μπαρόκ, νύχια από βράχο.

Ποιο παραθύρι θα δεχτεί το θάμα

να πέσει από ψηλά; κι αν έβγει πάλι φως;

ένα δεμάτι χόρτο που γίνεται πυρσός;

 

Καλύτερ’ ανιστόρητα να το δεχτούμε

σαν προσταγή της μοίρας – πέρασε από δω,

να και τον τάφο της: «Ελένη μοναχή

ετών ογδόντα πέντε» στον περίβολο

τ’ αρχαίου μοναστηριού. Της αρεσκιάς της

θα βρήκε την αυλή, κι όντας φιλόδωρη,

τ’ αφήνει ζωντανό σταυρό για να σκεπάζει

την Κύπρον όλη∙ παντιμίως μια λάμψη.

Ιερά Μονή Σταυροβουνίου Κύπρου, ένας από τους τόπους, στους οποίους υπάρχει τεμάχιο του Τιμίου Σταυρού. Κτίτωρ της Ιεράς Μονής είναι η Αγία Ελένη η Ισαπόστολος.

Ο ποιητής ποικίλλει τεχνηέντως με διακειμενικά στοιχεία το ποίημα, με ισχυρές έξωθεν μαρτυρίες  για το δυνατόν της «ανιστόρητης αυτής ιστορικότητας», η πιθανή ανασκευή ή η αναίρεση της οποίας θα αφανίσει την ιστορική ύπαρξη ολόκληρου λαού. Εξόν κι αν δεν υπάρχει αυτός ο λαός, αυτό το δίλημμα θέτει, επικυρώνοντας την ανατροπή και την ιστορική καθιέρωση του μύθου ο ποιητής. Ως προς το διακείμενο, αναφέρεται, προς ενίσχυση, σε ένα γνωστό παράλληλο, στην περίπτωση της ωραίας Ελένης, που ο μύθος, σύμφωνα με το Ελένης εγκώμιον του Γοργία και την Ελένη του Ισοκράτη, θέλει να μην πήγε ποτέ στην Τροία η ίδια∙ το είδωλό της ήταν αυτό που ακολούθησε τον Πάρη. Είναι μια παραβολική διακειμενική αναφορά. Θα αξιοποιήσω ένα στίχο του ποιητή Σωτήρη Σαράκη, από το ποίημα «Το θαύμα», ο οποίος συμποσώνει επιγραμματικά ό,τι ανάφερα για το ποίημα του Χαραλαμπίδη, σημειώνοντας ότι Θαύμα που όλοι το πιστεύουν είναι θαύμα.

Θα κλείσω με τα βιωματικά ποιήματα, τα οποία και αποτελούν άτυπες αυτοβιογραφικές στιγμές. Και αυτά εμπεριέχουν ιστορικής φύσεως υλικό, το οποίο σχετίζεται με εποχές, τόπους και πράξεις, ασχέτως αν το  προσωπικό στοιχείο αποτελεί απλή πυροδότηση της έμπνευσης. Είναι στιγμιότυπα συγκινησιακά φορτισμένα, τα οποία αποδίδονται κρυπτικά, χωρίς να φαίνεται ανάγλυφα η ταυτοτική  σχέση του ομιλούντος υποκειμένου με τον ποιητή. Και στην περίπτωση αυτή, ενδιαφέρει η αναγωγή από το μερικό και προσωπικό στο οικουμενικό και πανανθρώπινο. Ένα πεντάστιχο ποίημα του Αντώνη Φωστιέρη, με τίτλο «Εκεί που είσαι», γραμμένο για τον θάνατο προσφιλούς προσώπου, μάλλον του πατέρα του, δείχνει το κράτος του θανάτου (κάνει λόγο μετωνυμικά για χώμα)∙ παράλληλα, τονίζει την τραγική μοναξιά ως μοίρα του ανθρώπου. Η τρυφερότητα συμβαδίζει και εναλλάσσεται με τη σκληρότητα, σε μια προβολή των μεγάλων αντιθέσεων που μας ταλανίζουν, οι οποίες εν τέλει λειτουργούν ως φαύλος κύκλος ή ως σύνθεση των αντιφάσεων της ζωής:

Μαθαίνω κάνει πάντα παγωνιά.

Κι εσύ δεν πήρες φεύγοντας

Ούτε κουβέρτα.

 

Να σκεπάζεσαι καλά

Με το χώμα σου.

Μετά την εξέταση του ιστορικού πυρήνα που υπάρχει στα λογοτεχνήματα, έρχομαι τώρα στο δεύτερο σκέλος της παρουσίασής μου, στην κριτική και φιλόσοφη ματιά, με την οποία η Λογοτεχνία αναγομώνει την Ιστορία.  Όπως φάνηκε, ο ρόλος της ιστορίας περιορίζεται στην τοποθέτηση του ποιητικού λόγου στον τόπο και τον χρόνο, στα μεγέθη εκείνα, τα οποία δίνουν την αίσθηση της απτής πραγματικότητας. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι το ιστορικό γεγονός προσλαμβάνεται διαφορότροπα ανάλογα με τον αποδέκτη και η υποκειμενική θεώρηση το διαπερνά. Θα υπενθυμίσω επ’ αυτού την αριστοτελική ρήση, Φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν. Ἡ μὲν γὰρ ποίησις μᾶλλον τὰ καθόλου, ἡ δὲ ἱστορία τὰ καθ’ ἕκαστον λέγει. (Αριστοτέλους, Περί ποιητικής, 9, 1451a 36-1451b 7). Η ποίηση, με απλά λόγια, δεν θεωρεί μονόχνωτα το ιστορικό συμβάν, δεν το εξετάζει μόνο πραγματιστικά και αποκομμένα, καθ’ έκαστον. Αντίθετα, εισχωρεί στα ενδότερα, στον πυρήνα του, μελετά τις επιδράσεις και τις επιπτώσεις του στον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου, διανοίγεται υπαρξιακά, κινείται οραματικά, αναλύεται στην προσπάθεια ερμηνείας του ανερμήνευτου, της αρχής του φωτός που λέγεται ζωή, και του σκότους του τέλους, που ακούει στο όνομα θάνατος, σε μια απόπειρα γεφυρώματος αυτού του πλασματικού δίπολου, αυτής της φυσικής νομοτέλειας, την οποία ο ανθρώπινος νους, μη μπορώντας να την εξηγήσει, την αρνείται – είναι αυτά που αποδίδει ως τα καθόλου ο Αριστοτέλης.

Αντώνης Φωστιέρης.

Θα κλείσω με ένα ποίημα επίσης του Αντώνη Φωστιέρη, την «Ανταπόδοση». Το ιστορικό βάθρο του φαίνεται ασαφές, παρότι απεικονίζει την πιο πικρή ιστορική αλήθεια, τον ορισμό της ανθρώπινης ζωής, η οποία αποτελεί το κεντρικό νόημα αλλά και το μεγάλο και αναπάντητο ερώτημα για κάθε λογικό ον. Η ιστορία εν προκειμένω είναι αχρείαστη, περιττεύει, αφού η ιστορικότητα είναι δημιούργημα του κόσμου τούτου. Παρά ταύτα,  η πιο τραγική ιστορία καταγράφεται στο ποίημα αυτό, που δεν έχει ανάγκη τοποχρονολογήσεων ή γεγονοτολογικών υποδείξεων:

 

Δες πόσο μίζερη καμιά φορά η γλώσσα

Πόσο αχάριστη.

 

Το πιο μεγάλο δώρο

Το ανταπέδωσε

Με το μικρότερο

Μικρό της ρήμα:

«Ζω».

 

Επανέρχομαι εκεί από όπου ξεκίνησα: η πρόσβαση στο λογοτεχνικό έργο προϋποθέτει γνώσεις και μύηση σε συγκεκριμένο τρόπο σκέψης. Δεν υπάρχει γνωστικό αντικείμενο που να προσεγγίζεται μαγικά. Η διάδοση της πληροφορίας, όπως έχει εξελιχθεί στις μέρες μας, αποτελεί γρήγορη και εύκολη πρόσβαση στη γνώση, αρκεί να μη γίνεται μηχανιστικά, αλλά με συνείδηση ότι η πρόσκτηση δεν γίνεται εφάπαξ, αλλά σταδιακά, δηλαδή προσθετικά. Όμως, η ιστορική τοποθέτηση μπορεί να βοηθάει στην κατανόηση, αλλά δεν αποτελεί με κανένα τρόπο αξιολογικό κριτήριο. Μάλιστα, θα έλεγα το αντίθετο, ότι η Λογοτεχνία συμβάλλει συχνά στην κατανόηση και τον εμπλουτισμό της Ιστορίας, ακόμη και με ιστορικές πληροφορίες του απώτερου και απώτατου παρελθόντος που σώζονται μέσω των ποιημάτων (π.χ. ας φέρουμε στη σκέψη πόσα ιστορικά στοιχεία μάς διέσωσε ο Όμηρος, τα οποία αλλιώς δεν θα τα μαθαίναμε ποτέ).

Ο Θεοδόσης Πυλαρινός εργάστηκε στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών και στα Τμήματα Ιστορίας και Αρχειονομίας, Βιβλιοθηκονομίας και Μουσειολογίας του Ιονίου Πανεπιστημίου, από το οποίο αφυπηρέτησε στη βαθμίδα του Καθηγητή.Διετέλεσε αντιπρόεδρος της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ  ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αναστασία Παπαδία-Λάλα: Τα μετά το 1204. Ιστορικές πραγματικότητες και ιδεολογικές κατευθύνσεις στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας (13ος-18ος αι.)

Αναστασία Παπαδία-Λάλα

Τα μετά το 1204. Ιστορικές πραγματικότητες και ιδεολογικές κατευθύνσεις στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας (13ος-18ος αι.)

 

Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους Σταυροφόρους και τους Βενετούς, τον Απρίλιο του 1204, σηματοδότησε την πλήρη ανακατάταξη του πολιτικού χάρτη στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Με την Partitio Terrarum Imperii Romaniae, τη συνθήκη διανομής της βυζαντινής αυτοκρατορίας μεταξύ των νικητών, στον παραδοσιακό ελληνικό χώρο εγκαινιάζεται η μακρά περίοδος της λατινοκρατίας και εγκαθιδρύονται πολυάριθμες, βραχύβιες και εναλλασσόμενες δυτικές κυριαρχίες. Στη νέα ιστορική πραγματικότητα, η Βενετία απέκτησε δεσπόζουσα θέση. Σύμφωνα με την Partitio, απέσπασε, μεταξύ άλλων θέσεων, μεγάλο τμήμα της σημερινής παράκτιας και νησιωτικής Ελλάδας, ενώ τον Αύγουστο του 1204, μετά από συμφωνία με τον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό, στην επικράτειά της ενσωματώθηκε και η Κρήτη.

Η Βενετία από τον Μπολονίνο Ζαλτιέρι, 1565.

Με τον τρόπο αυτό, η Γαληνοτάτη Δημοκρατία του αγίου Μάρκου, πόλη-κράτος, που κατά τη μεσαιωνική περίοδο τυπικά ήταν υποτελής στον βυζαντινό αυτοκράτορα και από αιώνες διατηρούσε στενές εμπορικές σχέσεις με την Ανατολή, εγκατέστησε σε άλλοτε βυζαντινά εδάφη την πολιτική εξουσία της. Κατά τη μακρά χρονική περίοδο της βενετικής επιβολής, η ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου διατέλεσε συγχρόνως ή διαδοχικώς κάτω και από άλλες αρχές: τη βυζαντινή –από το 1261, όταν ανασυστάθηκε η βυζαντινή αυτοκρατορία, κατά ένα τμήμα της, έως το 1453–, διάφορες δυτικές και την οθωμανική. Στον ταραγμένο αυτό ιστορικό περίγυρο, το βενετικό «Κράτος της Θάλασσας» (Stato da Mar) αποδείχθηκε το μακροβιότερο από τα δυτικά κράτη της Ανατολής και διατηρήθηκε έως το 1797, όταν η ίδια η Βενετία και, ακολούθως, οι ολιγάριθμες πλέον κτήσεις της στον ελληνικό χώρο παραδόθηκαν στα γαλλικά στρατεύματα του Ναπολέοντα. Ωστόσο, τα γεωγραφικά όριά του δεν υπήρξαν σταθερά και μεταβλήθηκαν επανειλημμένα ως απόρροια του περίπλοκου ιστορικού περιγύρου αλλά και των μεταβαλλόμενων ιδεολογικών θέσεων των εγχώριων, ελληνορθόδοξων πληθυσμών.

Ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του 13ου αιώνα, μέσα σε έντονα αντιβενετικό και γενικότερα αντιδυτικό κλίμα, η Βενετία είχε περιορισθεί στην Κρήτη και στις πελοποννησιακές εμπορικές βάσεις της Μεθώνης και της Κορώνης.

Αγνώστου, Το Ρέθυμνο κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας, 17ος αιώνας, Δημαρχείο Ρεθύμνου.

Η θέση της, ακόμη και στην εδαφικά συρρικνωμένη αυτή επικράτεια, εμφανιζόταν επισφαλής. Η Κρήτη, επί μακρό χρόνο (13ος αιώνας – μέσα 14ου αιώνα), συνταράχθηκε από επαναστατικές κινήσεις, υπό την αρχηγία παλαιών αρχοντικών οικογενειών του νησιού, με βυζαντινές ρίζες (Αγιοστεφανίτες, Σκορδίληδες, Μελισσηνοί, Βαρούχες, Χορτάτσηδες, Καλλέργηδες κ.ά.), ενώ στο επαναστατικό αυτό κλίμα ιδιαίτερη είναι η σημασία της γνωστής, αποτυχημένης «αποστασίας του Αγίου Τίτου» (1363-1364/6), με πρωτεργάτες βενετικής και ελληνικής καταγωγής, εγχώριους φεουδάρχες. Παράλληλα, τόσο η ανασυγκροτημένη από το 1261 βυζαντινή αυτοκρατορία όσο και άλλες δυτικές δυνάμεις πρόβαλλαν ισχυρές διεκδικήσεις επί των βενετικών εδαφών.

Νέοι όροι εμπέδωσης αλλά και επέκτασης της βενετικής κυριαρχίας άρχισαν να διαμορφώνονται κατά το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα, λόγω της τουρκικής προέλασης στην ανατολική Μεσόγειο και τη Βαλκανική. Στην Κρήτη, οι τοπικοί άρχοντες, σχεδόν στο σύνολό τους, είχαν συνθηκολογήσει με τις βενετικές αρχές, έλαβαν γαίες και τίτλους ευγενείας και μετατράπηκαν σε σταθερά φιλοβενετικά στοιχεία. Την ίδια εποχή, ενώ είχε προηγηθεί η προσάρτηση του θεσσαλικού κάστρου του Πτελεού (1322) και των Κυθήρων (1363), εγκαινιάζεται νέα περίοδος της βενετοκρατίας στην Ανατολή. Προ του τουρκικού κινδύνου, με την ανοχή ή και την πρόσκληση των κατοίκων τους, στο βενετικό κράτος ενσωματώθηκαν πολλές περιοχές, είτε βυζαντινές είτε φραγκοκρατούμενες: η Κέρκυρα και το ηπειρωτικό της εξάρτημα, ο Βουθρωτός (1386), το Ναύπλιο και το Άργος (1389 και 1394, αντίστοιχα), η Εύβοια, η Τήνος και η Μύκονος (1390), η Πάργα (1401), η Ναύπακτος (1407), το Ναβαρίνο (1423). Επιπλέον, στο πρώτο μισό του 15ου αιώνα βραχύχρονη βενετική κυριαρχία γνώρισαν η Πάτρα (1408-1413, 1417-1419) και η Θεσσαλονίκη (1423-1430), ενώ από τον 14ο έως τον 16ο αιώνα σποραδικά και για περιορισμένα χρονικά διαστήματα σημειώνεται άμεση υπαγωγή στη βενετική πολιτεία νησιών του Αιγαίου, που εξουσιάζονταν από δυτικής καταγωγής ηγεμόνες (Αμοργός, Άνδρος, Νάξος, Πάρος).

Το ενετικό κάστρο της Μεθώνης (13ος-15ος αιώνας).

Κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, το 1453, οι Βενετοί στάθηκαν στο πλευρό των Βυζαντινών, όμως, το 1454, ένα σχεδόν χρόνο μετά την Άλωση, έσπευσαν να συνάψουν νέα εμπορική συνθήκη με τους Οθωμανούς. Την ίδια περίοδο, περί τα μέσα του 15ου αιώνα, στην επικράτειά τους εντάχθηκαν ειρηνικά η Αίγινα (1451), η Σκύρος, η Σκιάθος και η Σκόπελος (1454), η Μονεμβασία (1463).

Τέλος, το βενετικό κράτος στην Ανατολή γνώρισε ποικίλες αυξομειώσεις ως συνέχεια των επτά βενετοτουρκικών πολέμων (δεύτερο μισό 15ου αιώνα – αρχές 18ου αιώνα.). Ο πρώτος βενετοτουρκικός πόλεμος (1463-1479), παρά τις περιστασιακές βενετικές επιτυχίες, όπως η προσωρινή κατάληψη ορισμένων πελοποννησιακών θέσεων, της Λήμνου και άλλων νησιών του βόρειου Αιγαίου, είχε ως κατάληξη την απώλεια για τους Βενετούς του Άργους (1463), της βίαια κατακτημένης το 1470 από τα τουρκικά στρατεύματα Χαλκίδας –του βενετικού Negroponte– και, συνακολούθως, ολόκληρης της Εύβοιας, καθώς και του Πτελεού. Την ίδια εποχή, το βενετικό κράτος επεκτάθηκε με την προσάρτηση της Ζακύνθου, υπό τον όρο της καταβολής στους Οθωμανούς φόρου υποτελείας (1484), και με την παραχώρηση της Κύπρου στη Βενετία από την τελευταία βασίλισσά της, τη Βενετή Αικατερίνη Cornaro (1489). Σημαντικές υπήρξαν οι εδαφικές απώλειες των Βενετών κατά τον δεύτερο βενετοτουρκικό πόλεμο (1499-1503). Με τη συνθήκη του 1503 αποδόθηκαν στους Οθωμανούς οι ήδη κατειλημμένες βενετικές βάσεις της Ναυπάκτου στη Στερεά Ελλάδα, καθώς και της Μεθώνης, της Κορώνης και του Ναβαρίνου στην Πελοπόννησο. Σε αντιστάθμισμα, οι Βενετοί επισημοποίησαν την κατοχή τους στη Ζάκυνθο και απέσπασαν την Κεφαλονιά και την Ιθάκη. Με τον τρόπο αυτό, όλα τα νησιά του Ιονίου, εκτός από τη Λευκάδα, πέρασαν στη βενετική κυριαρχία και ο χώρος απέκτησε ιδεατή ενότητα. Κατά τον τρίτο βενετοτουρκικό πόλεμο (1537-1540), στο πλαίσιο της «Ιεράς Συμμαχίας» (Santa Lega), οι Βενετοί υποχρεώθηκαν να παραχωρήσουν και επίσημα στους Οθωμανούς τα τελευταία εδάφη τους στην Πελοπόννησο –το Ναύπλιο και τη Μονεμβασία–, την Αίγινα, τη Σκύρο, τη Σκιάθο και τη Σκόπελο, ενώ στις Κυκλάδες μοναδική βενετική κτήση παρέμεινε η Τήνος. Τρεις δεκαετίες αργότερα κηρύχθηκε ο τέταρτος βενετοτουρκικός πόλεμος (1570-1573), κατά τη διάρκεια του οποίου οι οθωμανικές δυνάμεις κατέλαβαν την Κύπρο (1570-1571). Οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι των Βενετών, στο πλαίσιο του νέου «Ιερού Συνασπισμού» (Sacra Liga), καθυστέρησαν να τους προσφέρουν τη βοήθειά τους, λόγω των εσωτερικών αντιθέσεών τους, και δεν κατόρθωσαν να εκμεταλλευθούν τη μεγάλη κοινή νίκη τους επί των Οθωμανών κατά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571), στην οποία έλαβαν μέρος στο πλευρό των χριστιανικών στρατευμάτων πολλοί Έλληνες από τις βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές.

Η μακρά περίοδος ειρήνης που ακολούθησε στον μεσογειακό χώρο διακόπηκε με την έκρηξη του πολυετούς Κρητικού Πολέμου (1645-1669). Η λήξη του, με τη συνθήκη παράδοσης του Χάνδακα (1669), σήμανε για τη Βενετία την οριστική απώλεια ολόκληρης της Κρήτης, εκτός από τις στρατιωτικές βάσεις της Σούδας, της Σπιναλόγκας και της Γραμβούσας. Είχαν προηγηθεί οι διαδοχικές καταλήψεις από τους Οθωμανούς των Χανιών (1645), του Ρεθύμνου (1646), της Σητείας (1651) και η υπερεικοσαετής πολιορκία του Χάνδακα (1648-1669).

Γκραβούρα ανώνυμου Γερμανού με θέμα την πολιορκία του Χάνδακα, 1669.

Λίγα χρόνια αργότερα, η Βενετία, με τη συμμετοχή της στον «Ιερό Συνασπισμό του Linz» (1684), έλαβε μέρος στον νέο πόλεμο των ευρωπαϊκών δυνάμεων κατά των Οθωμανών (1684-1699), πέτυχε σημαντικές στρατιωτικές νίκες και, με τη συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699), εξασφάλισε και επίσημα την κυριαρχία της στις ήδη κατακτημένες περιοχές της Πελοποννήσου, της Λευκάδας και της Αίγινας, υποχρεώθηκε, ωστόσο, να παραχωρήσει τη Γραμβούσα. Οι νικηφόρες εκστρατείες των Βενετών αμαυρώθηκαν από την καταστροφή που επέφεραν στα μνημεία της Ακρόπολης οι σφοδροί βομβαρδισμοί των βενετικών στρατευμάτων υπό τον Francesco Morosini (1687). Η δεύτερη βενετοκρατία στην Πελοπόννησο έληξε κατά τη διάρκεια του τελευταίου βενετοτουρκικού πολέμου (1714-1718) και η προσάρτηση της περιοχής, όπως και της Τήνου, της Αίγινας, της Σούδας και της Σπιναλόγκας στην οθωμανική αυτοκρατορία, επικυρώθηκε με τη συνθήκη του Πασσάροβιτς (1718). Από την άλλη πλευρά, οι Βενετοί, έως και τα τέλη του 18ου αι., παρέμειναν κύριοι των Ιόνιων Νησιών και των ηπειρωτικών εξαρτημάτων τους (Βουθρωτός, Πάργα, Πρέβεζα, Βόνιτσα). Κατά την τελευταία περίοδο της βενετοκρατίας, κυρίαρχο ρόλο στον αντιτουρκικό αγώνα και στα εθνικοαπελευθερωτικά, πλέον, σχέδια ολόκληρου του ελληνικού κόσμου διαδραμάτιζε η ορθόδοξη Ρωσία. Ειδικά στα Ιόνια Νησιά, παρά τις μάταιες προσπάθειες των Βενετών να τηρήσουν στάση ουδετερότητας, αναπτύχθηκε ισχυρό ρωσοφιλικό ρεύμα, ενώ πολλοί από τους κατοίκους τους μετείχαν στους ρωσοτουρκικούς πολέμους και εκμεταλλεύθηκαν τις οικονομικές ευκαιρίες που προσέφερε η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774). Η περιορισμένη αυτή βενετική επικράτεια στον ελληνικό χώρο διατηρήθηκε έως την κατάλυση της βενετικής πολιτείας από τις γαλλικές δυνάμεις, το 1797. Το ίδιο έτος, γαλλικά στρατεύματα αποβιβάσθηκαν στα Ιόνια Νησιά, με την ενθουσιώδη αποδοχή του μεγαλύτερου τμήματος των κατοίκων τους, θέτοντας, έτσι, τέλος στη μακραίωνη περίοδο της βενετοκρατίας στον ελληνικό χώρο.

Η βενετική κυριαρχία στις ελληνικές περιοχές συνεπέφερε ριζικές αλλαγές σε όλο το φάσμα της εσωτερικής τους ζωής και συνέβαλε στην ανάδυση νέων ιστορικών πραγματικοτήτων, που είτε επιβλήθηκαν από τους Βενετούς είτε διαμορφώθηκαν σταδιακά, με τη συναίρεση παραδοσιακών, βυζαντινών – τοπικών στοιχείων και δυτικοευρωπαϊκών θεσμών: επιβολή της λατινικής Εκκλησίας, παράλληλα με την κεντρική θέση της ορθόδοξης Εκκλησίας, υιοθέτηση του βενετικού διοικητικού συστήματος, της μεσαιωνικής κοινωνικής οργάνωσης και των φεουδαρχικών θεσμών, ανάπτυξη, περιορισμένων έστω, σε σχέση με την κυρίαρχη αγροτική οικονομία, αστικών οικονομικών δραστηριοτήτων, εκδήλωση σημαντικών πολιτισμικών φαινομένων στη λογοτεχνία, την τέχνη και τη μουσική, με κορυφαίες εκφάνσεις την κρητική λογοτεχνία και την κρητική ζωγραφική.

Θεμελιακές υπήρξαν οι ανατροπές στην προηγούμενη εκκλησιαστική τάξη. Ο ευρύτερα πολιτικός ρόλος που διαδραμάτιζε η ορθόδοξη Εκκλησία για τους ελληνορθόδοξους υπηκόους της και η καχυποψία με την οποία η Βενετία αντιμετώπιζε το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, πριν και μετά το 1453, επέδρασαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση της βενετικής πολιτικής στο εκκλησιαστικό πεδίο. Στο πλαίσιο αυτό, παρά τη γνωστή –ανεξάρτητη έναντι του πάπα– πολιτική της, η Γαληνοτάτη στις νέες κτήσεις της απέδωσε στη λατινική Εκκλησία περίοπτη θέση. Στον χώρο ιδρύθηκαν λατινικές αρχές, αρχιεπισκοπή και επισκοπές, λειτούργησαν λατινικά μοναστήρια και έδρασαν μοναχικά τάγματα (Φραγκισκανοί, Βενεδικτίνοι, Ιησουίτες). Η απήχησή της, πάντως, υπήρξε περιορισμένη και στην όψιμη βενετοκρατία η λατινική Εκκλησία παρουσίαζε εικόνα παρακμής, με ποιμενάρχες που δεν ανταποκρίνονταν πάντοτε στον πνευματικό ρόλο τους, ολιγάριθμο ποίμνιο, πλημμελή διαχείριση της περιουσίας της. Από την άλλη πλευρά, η πολιτική των Βενετών απέναντι στην ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπήρξε ενιαία και καθορίσθηκε από τη στάση των κατοίκων κάθε κτήσης.

Χαρακτηριστικά στην Κρήτη, που από τα πρώτα χρόνια της βενετικής εγκατάστασης δοκιμάσθηκε από αντιβενετικές κινήσεις, οι ανώτερες ορθόδοξες αρχές εκδιώχθηκαν, η αρχιεπισκοπή και οι επισκοπές καταργήθηκαν, η περιουσία της ορθόδοξης Εκκλησίας αφαιρέθηκε. Η χειροτονία των ορθόδοξων ιερέων γινόταν έξω από το νησί, σε βενετικές και μη βενετικές περιοχές, όπου έδρευαν ορθόδοξοι επίσκοποι, με χρονοβόρες και περίπλοκες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Προϊστάμενοι του ορθόδοξου κλήρου ορίσθηκαν οι λεγόμενοι πρωτοπαπάδες και πρωτοψάλτες, φιλενωτικών τάσεων, που διορίζονταν και μισθοδοτούνταν από την πολιτεία. Αντίστοιχα στην Κέρκυρα, επικεφαλής του ορθόδοξου κλήρου ήταν ο μέγας πρωτοπαπάς, που εκλεγόταν από σώμα 32 κληρικών και λαϊκών από την τάξη των τοπικών ευγενών.

Οι ορθόδοξες επισκοπές εξακολούθησαν να λειτουργούν σε περιοχές, όπου η βενετική επιβολή συνέβη ομαλά (Μεθώνη – Κορώνη, Σκύρος, Σκιάθος, Μονεμβασία, Κύπρος, Ζάκυνθος – Κεφαλονιά, Λευκάδα, Πελοπόννησος κατά τη δεύτερη βενετοκρατία).

Η ορθόδοξη Μονή Αρκαδίου σήμερα.

Κατά τους τελευταίους αιώνες της βενετικής κυριαρχίας στην Ανατολή, στο πλαίσιο μιας γενικότερης πολιτικής προσέγγισης, οι Βενετοί αντιμετώπισαν τους ορθόδοξους υπηκόους τους με ηπιότητα· τους προστάτευσαν από τις ποικίλες πιέσεις της λατινικής Εκκλησίας σε ζητήματα όπως οι μικτοί γάμοι μεταξύ Καθολικών και Ορθοδόξων ή στην τελικά αποτυχημένη προσπάθεια των Καθολικών να επιβάλουν και στην Ανατολή το γρηγοριανό ημερολόγιο, ενώ οι κάτοικοι των κτήσεων, ιδιαίτερα της Κρήτης, συνέβαλαν στρατιωτικά και οικονομικά στον αγώνα της βενετικής πολιτείας κατά της Αγίας Έδρας (αρχές 17ου αιώνα). Εξάλλου, ενδιαφέρον επέδειξε η Βενετία για την εξύψωση του ηθικού και μορφωτικού επιπέδου του ορθόδοξου όπως και του καθολικού κλήρου, καθώς και για τη διευθέτηση κρίσεων στο εσωτερικό της ορθόδοξης Εκκλησίας.

Στο κλίμα αυτό, στην Κρήτη μετά τον 15ο αι. σημειώνεται άνθηση των ορθόδοξων μοναστηριών, συνολικά στις βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές παρατηρείται άμβλυνση των αντιθέσεων Ορθοδόξων Καθολικών, που, μεταξύ άλλων, εκδηλώθηκε με συλλειτουργίες, συμμετοχή σε κοινές γιορτές και λιτανείες, συστέγαση των δυο δογμάτων σε κοινούς χώρους, αποδοχή αγίων του άλλου δόγματος, με χαρακτηριστική περίπτωση τη λατρεία του αγίου Φραγκίσκου από τους ορθόδοξους Κρητικούς.

Στο διοικητικό πεδίο, οι Βενετοί εισήγαγαν στον ελληνικό χώρο στοιχεία του βενετικού διοικητικού συστήματος. Πρόκειται για σύστημα, που, σε αντίθεση με το παράδειγμα του βυζαντινού αλλά και του δυτικοευρωπαϊκού κόσμου της ίδιας εποχής, δεν γνώριζε την κληρονομική διαδοχή. Οι Βενετοί αξιωματούχοι εκλέγονταν στο σύνολό τους σε αξιώματα μη μεταβιβάσιμα, με θητεία είτε βραχύχρονη είτε, στην περίπτωση του δόγη, ισόβια. Παράλληλα, το δικαίωμα συμμετοχής στην άσκηση της βενετικής διοίκησης περιοριζόταν στις ευάριθμες ευγενείς οικογένειες, που απάρτιζαν το βενετικό Μείζον Συμβούλιο (Maggior Consiglio), με αποτέλεσμα το καθεστώς να εμφανίζει αριστοκρατικό χαρακτήρα. Το διοικητικό αυτό σχήμα, με διάφορες τοπικές παραλλαγές, μεταφυτεύθηκε και στις βενετικές κτήσεις στην Ανατολή.

Η διοίκηση χωρίσθηκε σε δύο επίπεδα, στη βενετική και την εγχώρια. Τα ανώτερα αξιώματα καταλάμβαναν βενετοί ευγενείς, που αποστέλλονταν από τη Μητρόπολη, με ολιγόχρονη θητεία, μεταξύ των δύο και τεσσάρων ετών. Οι αρμοδιότητές τους ήταν προσδιορισμένες σε γενικά κείμενα, τα λεγόμενα καπιτουλάρια, και εξειδικεύονταν με τις εντολές (commisiones), που λάμβαναν κατά την αναχώρησή τους, ενώ μετά το πέρας της θητείας τους υπέβαλλαν στη βενετική Σύγκλητο γραπτές εκθέσεις (relazioni). Στις μεγάλες περιφέρειες τη διοίκηση ασκούσαν τριμελή όργανα (Reggimenti), με εξουσίες πολιτικές, στρατιωτικές και δικαστικές. Οι επικεφαλής των τοπικών Διοικήσεων περιβάλλονταν από δύο συμβούλους και εμφανίζουν διάφορη κατά περιοχές τιτλοφορία: δούκας στον Χάνδακα και ρέκτορας στο Ρέθυμνο και στα Χανιά, βάιλος στην Κέρκυρα και στην Εύβοια, τοποτηρητής (locotenente) στην Κύπρο, προνοητής (provveditore) στη Ζάκυνθο και στην Κεφαλονιά. Τον τίτλο του προνοητή έφεραν οι επικεφαλής των τεσσάρων διαμερισμάτων (provincie) της Πελοποννήσου κατά τη δεύτερη βενετοκρατία, υπό τον ανώτερο διοικητή της περιοχής, τον γενικό προνοητή (Provveditor General dell’Armi in Regno di Morea), και τη Λευκάδα διοικούσαν ο έκτακτος και ο τακτικός προνοητής (provveditor estraordinario και provveditor ordinario). Στις μικρότερες κτήσεις (Μεθώνη, Κορώνη, Κύθηρα Άργος, Ναύπλιο, Τήνος – Μύκονος, Ναύπακτος, Αίγινα, Σκύρος, Σκιάθος, Σκόπελος, Μονεμβασία) τη διοίκηση ασκούσαν –άλλοτε μόνοι και άλλοτε με τη συνεργασία συμβούλων– αξιωματούχοι με τις διάφορες και, κάποτε εναλλασσόμενες, επωνυμίες τoυ φρουράρχου (castellan), του προνοητή, του ποτεστάτου, του ρέκτορα. Ιδιαίτερη θέση στη διοικητική ιεραρχία είχαν οι επικεφαλής των οικονομικών υπηρεσιών (camere), οι λεγόμενοι camerarii-camerlenghi και οι επικεφαλής των τοπικών γραμματειών (cancellieri).

Στην Κρήτη, από τα μέσα του 16ου αιώνα, μετά τον περιορισμό της εξουσίας του δούκα στο ανατολικό τμήμα της, ανώτερος διοικητής του νησιού αναδείχθηκε ο γενικός προνοητής (provveditor general), έκτακτο αξίωμα, που από το 1569 και στο εξής μετατράπηκε σε τακτικό, λόγω των εξωτερικών κινδύνων. Την ίδια περίοδο στα Ιόνια Νησιά αυξημένες αρμοδιότητες απέκτησε ο γενικός προνοητής της Θάλασσας και, αργότερα, της Ανατολής (provveditor general da Mar / del Levante).

Τέλος, εποπτικές λειτουργίες ασκούσαν ανώτεροι Βενετοί αξιωματούχοι, που κατά διαστήματα περιόδευαν στις κτήσεις, όπως οι σύνδικοι ανακριτές της Ανατολής (sindici inquisitori in Levante).

Από την άλλη πλευρά, συμμετοχή στην κατώτερη διοίκηση ως δικαστές, αγορανόμοι, υγειονόμοι, διευθυντές ευαγών ιδρυμάτων, αλλά και διοικητές μικρών περιφερειών, είχαν οι εγχώριοι, μέλη των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων και των κατά περιοχές αστικών συμβουλίων. Από τα τοπικά αξιώματα άλλα ήταν έμμισθα και άλλα άμισθα και τιμητικά. Επιπλέον, μια δεύτερη κατηγορία αξιωμάτων, ιεραρχικά υποδεέστερων, αλλά και υπαλληλικές θέσεις καταλαμβάνονταν από τα αποκλεισμένα από τα τοπικά συμβούλια αστικά στρώματα.

Το διοικητικό αυτό σχήμα σχετιζόταν άμεσα με το δυτικοευρωπαϊκό σύστημα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, που επέβαλαν οι Βενετοί, μεταφέροντας στον ελληνικό χώρο θεσμικές πραγματικότητες, άγνωστες και κατά την προγενέστερη βυζαντινή εποχή αλλά και σε μεταγενέστερους χρόνους.

Στην ανώτερη κοινωνική βαθμίδα, που σταδιακά ταυτίσθηκε με τα μέλη των κοινοτικών συμβουλίων, ανήκαν στη μεν Κρήτη οι ευγενείς, Βενετοί και Κρητικοί, στις δε υπόλοιπες περιοχές οι πολίτες (cittadini). Στην περίπτωση της Κρήτης προϋπόθεση της συμμετοχής στα κοινοτικά συμβούλια αποτελούσε η κατοχή της ιδιότητας της ευγένειας. Σε άλλες περιοχές οι τοπικές κοινότητες απαρτίσθηκαν κατά την πρώιμη ιστορία τους από το σύνολο του αστικού πληθυσμού, αρχικά του λατινικού, ακολούθως δε και του ελληνικού. Από τον 15ο αιώνα και στο εξής, με πρότυπο τo «κλείσιμο του Μείζονος Συμβουλίου» (serrata del Maggior Consiglio) της Μητρόπολης (1297), σε όλες τις βενετικές κτήσεις στην Ανατολή σημειώθηκαν ανάλογες κινήσεις προς αποκλεισμό  από τις κοινοτικές διαδικασίες των κατώτερων αστικών στρωμάτων. Οι διεργασίες αυτές εκδηλώθηκαν σε ολοκληρωμένη μορφή στα Ιόνια Νησιά, και μάλιστα στην Κέρκυρα και στη Ζάκυνθο, όπου από το δεύτερο μισό του 16ου αι. παρατηρείται το σταδιακό «κλείσιμο» των τοπικών συμβουλίων, με βάση  σωρευτικά κριτήρια αστικότητας, που όφειλε να πληροί κάθε μέλος τους (σχέση με την πόλη, εντοπιότητα, τρεις βαθμοί της αστικότητας, δηλαδή μη άσκηση χειρωνακτικής τέχνης επί τρεις γενεές, γέννηση από νόμιμο γάμο, ευυπόληπτος τρόπος ζωής). Oι κάτοχοι των αστικών κριτηρίων, με την επωνυμία των πολιτών (και αργότερα των ευγενών στην περίπτωση της Κέρκυρας και της Ζακύνθου), καταγράφονταν σε ειδικά μητρώα, τις τοπικές Χρυσές Βίβλους (Libri d’Oro), και αποτελούσαν, ισόβια και κληρονομικά, μέλη των συμβουλίων.

Ιωάννου Κοράη, Η λιτανεία του λειψάνου του Αγίου Χαραλάμπη, Μουσείο Ζακύνθου.

Στο γενικό αυτό σχήμα ιδιόμορφη υπήρξε η περίπτωση της κοινοτικής οργάνωσης στην Κεφαλονιά, ενώ, κατά την ύστερη βενετοκρατία, στη Λευκάδα, την Πελοπόννησο, την Πρέβεζα, τη Βόνιτσα επιχειρήθηκε η επιβολή κλειστών, αστικών κοινοτήτων, με μικρό, εξαρχής προσδιορισμένο αριθμό μελών και αυστηρά προσόντα εισαγωγής. Σε όλες τις περιπτώσεις, τα μέλη των κοινοτήτων, ως απόρροια του προνομιακού κοινωνικού καθεστώτος που απολάμβαναν, είχαν το δικαίωμα να αποστέλλουν ως σώμα πρεσβείες στη Μητρόπολη και να μετέχουν στην τοπική διοίκηση.

Το δεύτερο κοινωνικό στρώμα αντιστοιχούσε σε μια ρευστή κοινωνική κατηγορία, με ελληνική κυρίως καταγωγή, τους πολίτες / αστούς (cittadini) στην Κρήτη ή αστικούς (civili) στην Κέρκυρα και στη Ζάκυνθο, που διακρίνονταν μεταξύ των υπόλοιπων κατοίκων των πόλεων για την εξέχουσα κοινωνικοοικονομική θέση τους και καταλάμβαναν ορισμένα αξιώματα στην τοπική υπαλληλία, ωστόσο ήταν αποκλεισμένοι από τα κοινοτικά συμβούλια. Στην τρίτη βαθμίδα, του λαού ή όχλου (popolo – plebe), ανήκαν τα κατώτερα, επίσης σχεδόν συνολικά ελληνικής καταγωγής, στρώματα των κατοίκων των πόλεων, όπως τεχνίτες και μικρέμποροι, συχνά οργανωμένοι σε συντεχνιακές ενώσεις. Τέλος, το πιο πολυάριθμο τμήμα των εγχώριων πληθυσμών απαρτιζόταν από τους ελληνορθόδοξους αγρότες, τους προσαρτημένους στα φέουδα βιλλάνους και τους ελεύθερους, κατόχους γης και, κυρίως, ακτήμονες. Η αυστηρή κοινωνική διαστρωμάτωση γέννησε κοινωνικές αντιθέσεις, που κάποτε εκδηλώνονταν με τη μορφή της ένοπλης σύρραξης και καταπνίγονταν βιαίως από τους Βενετούς. Αγροτικό χαρακτήρα είχαν οι ταραχές στη δυτική Κρήτη, οι γνωστές ως «επανάσταση» του Γεωργίου Γαδανολέου – Λυσσογιώργη (1508-1528), στην Κύπρο τη δεκαετία του 1560, στην Κέρκυρα περί τα μέσα του 17ου αιώνα. Από την άλλη πλευρά, έντονες κοινωνικές συγκρούσεις προκάλεσαν οι αποκλεισμοί από τις αστικές κοινότητες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το λεγόμενο Ρεμπελιό των Ποπολάρων στη Ζάκυνθο (1628).

Το σύστημα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης σε μεγάλο βαθμό απέρρεε από τη γαιοκτησία. Οι Βενετοί, καίτοι οι ίδιοι δεν γνώριζαν τους φεουδαρχικούς θεσμούς, επέβαλαν στις κτήσεις τους τη φεουδαρχία, με στόχο την αποτελεσματική οργάνωση της άμυνας και της οικονομίας. Η ισχυρή συγκεντρωτικότητα της βενετικής διοίκησης αφαίρεσε από το σύστημα τα αμιγώς φεουδαρχικά χαρακτηριστικά, αλλά διατήρησε στοιχεία που αντιστοιχούσαν στις σύγχρονες ευρωπαϊκές πραγματικότητες. Αρχικά το φεουδαρχικό σύστημα εφαρμόσθηκε στην Κρήτη. Οι πρώτοι φεουδάρχες ήταν Βενετοί άποικοι, που εγκαταστάθηκαν στο νησί με τους διαδοχικούς αποικισμούς των ετών 1211, 1222, 1233, 1252. Αργότερα, τόσο στην Κρήτη όσο και στις υπόλοιπες κτήσεις, στο σύστημα εντάχθηκαν και εγχώριοι. Ανάλογα με τον κάτοχο, τα φέουδα διακρίθηκαν σε δημόσια, εκκλησιαστικά και ιδιωτικά. Αντίστοιχα, οι καλλιεργητές, παράλληλα με τη βυζαντινή επωνυμία των παροίκων, παρουσιάζονται ως βιλλάνοι (του Δημοσίου, της Εκκλησίας και των ιδιωτών). Σε πολλές περιοχές το φεουδαρχικό σύστημα λειτουργούσε με βάση τον φεουδαρχικό κώδικα των Ασσιζών της Ρωμανίας και, ειδικά στην Κύπρο, των Ασσιζών των Ιεροσολύμων. Στο πλαίσιο της φεουδαρχικής κοινωνίας καθιερώθηκαν τίτλοι ευγενείας (κόμητες ή βαρώνοι) και οι θεσμοί περιβλήθηκαν με τελετουργικά στοιχεία, όπως η περιβολή (investitura), η τελετή κατάληψης του φεούδου από τον νέο φεουδάρχη. Μέρος του συστήματος αποτέλεσαν η ετήσια γενική επίδειξη των τοπικών φεουδαρχών, η mostra generale, αλλά και οι ιπποτικές κονταρομαχίες, οι γραφικές γκιόστρες. Το φεουδαρχικό σύστημα στην όψιμη βενετοκρατία παρουσίασε έκδηλα δείγματα αποσύνθεσης. Στην Κρήτη τα φέουδα έχασαν τον αρχικό στρατιωτικό τους χαρακτήρα και κατανεμήθηκαν σε πολλούς κατόχους, ενώ στα Ιόνια Νησιά ο αριθμός τους παρουσίασε σταδιακή μείωση.

Η Βενετία άσκησε ισχυρές παρεμβάσεις στην τοπική οικονομία, με τη χάραξη μιας συγκεντρωτικής οικονομικής πολιτικής, που αποφασιζόταν από το μητροπολιτικό κέντρο. Αρχικά οι βενετικές κτήσεις είχαν ως αποστολή την εξυπηρέτηση του βενετικού εμπορίου, λειτουργώντας ως εμπορικοί σταθμοί και βάσεις ανεφοδιασμού για τα βενετικά πλοία. Από τον 14ο αιώνα, μετά την ειρήνευση της Κρήτης και τις νέες εδαφικές προσαρτήσεις, οι Βενετοί επιδόθηκαν στην οικονομική αξιοποίηση της επικράτειάς τους στην Ανατολή.

Κυρίαρχη μορφή της οικονομίας υπήρξε η αγροτική. H γεωργική παραγωγή στηριζόταν στα μεσογειακά προϊόντα (δημητριακά, λάδι, κρασί, οπωροκηπευτικά), και λιγότερο στη ζάχαρη και στο βαμβάκι της Κύπρου. Ανάπτυξη γνώρισαν και η κτηνοτροφία, η μελισσοκομία, η υλοτομία, η εκμετάλλευση των αλυκών. Στον 16ο αιώνα, και ιδιαίτερα μετά την απώλεια και της Κύπρου, πάγιο πρόβλημα αποτέλεσε η σιτάρκεια, καθώς η σιτοκαλλιέργεια υποχώρησε υπέρ αποδοτικότερων καλλιεργειών, που εξελίχθηκαν σχεδόν σε μονοκαλλιέργειες: των αμπελιών στην Κρήτη, της ελιάς στην Κέρκυρα, της σταφίδας στη Ζάκυνθο και την Κεφαλονιά.

Η αύξηση της αγροτικής παραγωγής, καθώς και η σύνδεση της υπαίθρου με τις αναπτυσσόμενες πόλεις, συνέβαλαν στην άνθηση των εμπορικών δραστηριοτήτων. Οι εξαγωγές περιλάμβαναν κυρίως αγροτικά προϊόντα. Το κρασί της Κρήτης έφθανε μέχρι τις αγορές της Αγγλίας και της Φλάνδρας, η σταφίδα της Ζακύνθου και της Κεφαλονιάς ήταν περιζήτητη από την αγγλική αγορά και το λάδι της Κέρκυρας εξαγόταν στην ίδια τη Βενετία. Αντίστοιχα, οι εισαγωγές κάλυπταν τις ανάγκες των τοπικών αγορών σε μεταποιημένα και πολυτελή είδη, ενισχύοντας, έτσι, την εικόνα μιας περιφερειακής οικονομίας. Το εξαγωγικό – εισαγωγικό εμπόριο ελεγχόταν από τους Βενετούς, σταδιακά, όμως, σημειώνεται η διείσδυση και άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Στον 16ο αιώνα στην Κρήτη έδρευε Άγγλος πρόξενος, ενώ από το 1583 η Ζάκυνθος αποτέλεσε την έδρα της αγγλικής Εταιρείας της Ανατολής (Levant Company). Επιπλέον, από την πρώιμη ήδη βενετοκρατία μαρτυρείται η ενεργός συμμετοχή στο εμπόριο και στη ναυτιλία εγχωρίων, από τη Μεθώνη, την Κορώνη, την Εύβοια. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται για τη δραστηριότητα των Κρητικών ως εμπόρων, πλοιοκτητών, κυβερνητών πλοίων, ναυπηγών, ενώ ανάλογη εικόνα παρουσιάζεται στον 18ο αιώνα στα Ιόνια Νησιά. Οι πειρατικές επιδρομές καθώς και το λαθρεμπόριο της σταφίδας και του λαδιού συνέβαλαν στη συσσώρευση κεφαλαίων, που, μεταξύ άλλων, επενδύθηκαν στην αναπτυσσόμενη ναυτιλία του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία για τον ακμαίο εμπορικό στόλο της Κεφαλονιάς, που στα τέλη του 18ου αιώνα ανερχόταν σε 200 περίπου πλοία και πολυάριθμα πλοιάρια.

Κεντημένος επιτάφιος του 13ου αιώνα στο Αιτωλικό.

Περιορισμένες υπήρξαν οι βιοτεχνικές δραστηριότητες, κυρίως στο πλαίσιο της συντεχνιακής οργάνωσης, με κύριο στόχο την εξυπηρέτηση των τοπικών αγορών. Μεταξύ των λιγοστών αναπτυγμένων κλάδων μαρτυρούνται η βυρσοδεψία, η βαρελοποιία, η κατασκευή φορητών εικόνων και ξυλογλύπτων στην Κρήτη αλλά και χρυσοΰφαντων μεταξωτών και καμηλωτών στην Κύπρο.

Οι βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές υπήρξαν χώροι ανάδυσης σημαντικών πολιτισμικών φαινομένων, που χαρακτηρίσθηκαν από τη σύνθεση βυζαντινών και δυτικών στοιχείων. Αρχικά στην Κρήτη και ακολούθως στα Ιόνια Νησιά μεταφυτεύθηκε ο δυτικός θεσμός των Ακαδημιών, με πρότυπο την Πλατωνική Ακαδημία. Οι Ακαδημίες, φιλολογικοί σύλλογοι, με μέλη Βενετούς και Έλληνες από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα των πόλεων, συνέβαλαν στην προαγωγή της εγχώριας πνευματικής ζωής. Η πρώτη γνωστή Ακαδημία, με την επωνυμία των «Ζωντανών» (Vivi), ιδρύθηκε στο Ρέθυμνο το 1562 από τον βενετοκρητικό λόγιο Φραγκίσκο Barozzi, ενώ σημαντική δραστηριότητα ανέπτυξε σε δύο χρονικές φάσεις (τέλη 16ου αιώνα και περί τα μέσα του 17ου αιώνα) η Ακαδημία των «Αλλοκότων» (Stravaganti) στον Χάνδακα, με ιδρυτή τον ισχυρό βενετό ευγενή και λόγιο Ανδρέα Κορνάρο. Ιδιαίτερη είναι η περίπτωση της «Αγροτικής Ακαδημίας» της Κεφαλονιάς, που ιδρύθηκε το 1791, με στόχο την επιστημονική ανάπτυξη της γεωργίας.

Παρότι στον βενετοκρατούμενο ελληνικό χώρο δεν λειτούργησε τυπογραφείο, είναι γνωστή η διάδοση του έντυπου βιβλίου και η ύπαρξη βιβλιοθηκών, μοναστηριακών και ιδιωτικών. Τα βιβλία, ελληνικά και δυτικά, θρησκευτικά, επιστημονικά, λογοτεχνικά, προέρχονταν από τη Δύση, και, σε μεγάλο μέρος, από τα ελληνικά τυπογραφεία της Βενετίας. Παράλληλα, στις πιο αναπτυγμένες από τις βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές σημειώνεται έντονη εκπαιδευτική δραστηριότητα. Οι νέοι των αστικών, κατά βάση, κέντρων είχαν τη δυνατότητα να διδαχθούν την ελληνική, λατινική ή ιταλική γλώσσα, αλλά και ποικίλους τομείς των τεχνών και της επιστήμης. Η διδασκαλία γινόταν κυρίως μέσω ιδιωτικών διδασκάλων, όπως μαρτυρούν πολυάριθμες συμβάσεις μαθητείας, καθώς και στα δημόσια και ιδιωτικά σχολεία, που λειτούργησαν κατά καιρούς. Ενδεικτικά, μνημονεύονται η ελληνική σχολή του Ιακώβου Διασσωρινού στην Κύπρο, στη δεκαετία του 1560, που συνδέθηκε με την αντιβενετική δράση του ιδρυτή της, το διδακτήριο του Βικεντίου Δαμοδού στην Κεφαλονιά (πρώτο μισό 17ου αιώνα) και το βραχύβιο «Κοινό Φροντιστήριο» του Νικηφόρου Θεοτόκη στην Κέρκυρα (μέσα 18ου αιώνα), όπου έμφαση δόθηκε στη διδασκαλία τόσο των κλασικών γραμμάτων όσο και των φυσικών επιστημών. Επιπλέον, πολλοί Έλληνες, από τα ανώτερα ιδιαίτερα στρώματα, συνέχιζαν τις σπουδές στη Δύση, και μάλιστα στο Πανεπιστήμιο της βενετικής επικράτειας, στην Πάδοβα, στους κλάδους της ιατρικής, της φιλοσοφίας και της νομικής.

Στο γόνιμο πνευματικό κλίμα των αναπτυσσόμενων αστικών κέντρων, εκδηλώθηκε το φαινόμενο της «Κρητικής Λογοτεχνίας». Στην πρώιμη φάση (14ος αιώνας – μέσα 16ου αιώνα) εγγράφονται τα ηθικοδιδακτικά, σατιρικά, θρησκευτικά ποιητικά έργα των Στέφανου Σαχλίκη, Λεονάρδου Ντελλαπόρτα, Μαρίνου Φαλιέρου, Ιωάννη Πικατόρου, Μπεργαδή και άλλων επώνυμων και ανώνυμων δημιουργών. Η ώριμη φάση της Κρητικής Λογοτεχνίας (μέσα 16ου – μέσα 17ου αιώνα) κυριαρχείται από την πλούσια, ποιοτική θεατρική παραγωγή, με κυριότερο εκπρόσωπο τον Γεώργιο Χορτάτση, ο οποίος καλλιέργησε εξίσου την τραγωδία (Ερωφίλη), την κωμωδία (Κατσούρμπος) και το ποιμενικό δράμα (Πανώρια ή Γύπαρης). Κορυφαίο έργο της Κρητικής Λογοτεχνίας είναι το έμμετρο ιπποτικό μυθιστόρημα Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου, στον οποίο παλαιότερα αποδιδόταν και το θρησκευτικό δράμα Η Θυσία του Αβραάμ. Στην πλούσια λογοτεχνική παραγωγή της περιόδου ανήκουν, μεταξύ άλλων, η Βοσκοπούλα, ανωνύμου, και το ιστορικό έργο Ο Κρητικός Πόλεμος του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή. Τα έργα της Κρητικής Λογοτεχνίας έχουν χαρακτήρα έντεχνο και πρότυπα δυτικά, τα οποία, όμως, προσαρμόζουν στην τοπική παράδοση και αναπλάθουν με γόνιμο τρόπο, ξεπερνώντας τα συχνά σε δημιουργική έμπνευση. Οι συγγραφείς τους, ορθόδοξοι και καθολικοί, ελληνικής και βενετικής καταγωγής, προέρχονταν από τα ανώτερα και λόγια κοινωνικά στρώματα, αλλά η διάδοσή τους στο κοινωνικό σύνολο υπήρξε ευρύτατη.

Μετά την παράδοση του Χάνδακα (1669), πολλοί Κρητικοί κατέφυγαν ως πρόσφυγες στα Ιόνια Νησιά και μετέφεραν στις νέες πατρίδες τους το πνευματικό κλίμα της Κρήτης. Στον 18ο αιώνα ο χώρος του Ιονίου σηματοδοτήθηκε από την καλλιέργεια των επιστημών, την υποδοχή των δυτικών διαφωτιστικών ιδεών και την αφομοίωση των αξιών του δυτικού πολιτισμού.

Σημαντική ανάπτυξη γνώρισε στην Κρήτη η τέχνη, στους τομείς της αρχιτεκτονικής, της γλυπτικής και της μικροτεχνίας. Ωστόσο, η καλλιτεχνική δημιουργία στην κορυφαία της έκφανση, προϊόν σύνθεσης της βυζαντινής παράδοσης με δυτικά στοιχεία, εμφανίζεται στο πεδίο της ζωγραφικής, θρησκευτικής και κοσμικής, και μάλιστα της φορητής εικόνας. Σύμφωνα με πρόσφατες αρχειακές έρευνες, οι Κρητικοί ζωγράφοι, που ανέρχονταν σε εκατοντάδες, ήταν οργανωμένοι στη συντεχνία του Αγίου Λουκά και ζωγράφιζαν τις θρησκευτικές εικόνες τους εξίσου alla greca και alla latina, ανάλογα με τις απαιτήσεις του αγοραστικού κοινού. Στην Κρήτη εργάζονταν και Δυτικοί καλλιτέχνες. Μεταξύ των σημαντικών Κρητικών ζωγράφων του 16ου αιώνα συγκαταλέγονταν οι Θεοφάνης Στρελίτζας, λεγόμενος Μπαθάς, Γεώργιος Κλόντζας, Μιχαήλ Δαμασκηνός. Στο κλίμα αυτό ανδρώθηκε καλλιτεχνικά ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, αναγνωρισμένος ήδη ζωγράφος στην Κρήτη, πριν από τη μετάβασή του στην Ιταλία και εν συνεχεία στην Ισπανία, όπου και δημιούργησε το έργο που τον ανέδειξε σε έναν από τους κορυφαίους Ευρωπαίους ζωγράφους.

Μετά το 1669 η κρητική τέχνη μεταφέρθηκε στα Ιόνια Νησιά από Κρητικούς πρόσφυγες και άσκησε ισχυρή επίδραση στην τοπική καλλιτεχνική δημιουργία, που σταδιακά απέκτησε αυτοτέλεια, χωρίς, ωστόσο, να κατορθώσει να υπερβεί την Κρητική Σχολή στην ακτινοβολία της.

Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, Η Προσκύνηση των Μάγων, 1565-1567, Συλλογή Μουσείου Μπενάκη.

Αξιόλογη δραστηριότητα, αρχικά στην Κρήτη και ακολούθως στα Ιόνια Νησιά, εμφανίζεται και στον τομέα της μουσικής, βυζαντινής, παραδοσιακής και δυτικής, κοσμικής και εκκλησιαστικής. Από τους πολυάριθμους μουσικούς που μνημονεύονται στις πηγές, ιδιαίτερη θέση κατέχει ο Κρητικός μουσικοσυνθέτης Φραγκίσκος Λεονταρίτης (πρώτο μισό του 16ου αιώνα), ο οποίος έδρασε στην Κρήτη αλλά και στη δυτική Ευρώπη και συνέθεσε έργα που εντάσσονται στη δυτικοευρωπαϊκή μουσική παράδοση.

Κατά τη μακραίωνη κυριαρχία της Βενετίας στον ελληνικό χώρο, μέσα από περίπλοκες ιστορικές διαδρομές αναδεικνύεται ένα νέο, σύνθετο ιδεολογικό τοπίο, που διαμορφώθηκε αφενός από τη διεκδικητική παρουσία στον ίδιο χώρο Βυζαντινών, άλλων Δυτικών και Οθωμανών, και αφετέρου από τις ιδεολογικές θέσεις των εγχώριων πληθυσμών απέναντι στη «Δύση». Πρόκειται για σχήμα με κυρίαρχα εθνοτικοθρησκευτικά γνωρίσματα, που, παράλληλα, καθορίσθηκε από το αυστηρά διαστρωματωμένο κοινωνικό σύστημα των βενετικών κτήσεων.

Σε πρώτο επίπεδο, το ιδεολογικό κλίμα προσδιοριζόταν από μια υποβόσκουσα εσωτερική σύγκρουση με πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Οι κάτοικοι των βενετοκρατούμενων ελληνικών περιοχών, με κριτήριο την ιστορική παράδοση, τη γεωγραφική θέση, το πολιτικό καθεστώς των τόπων τους, εντάσσονταν οργανικά στη σύγχρονη ευρωπαϊκή, και μάλιστα δυτικοευρωπαϊκή, κοινότητα, παράλληλα, όμως, διαχωρίζονταν από αυτήν λόγω της μακροχρόνιας αντιπαράθεσης του καθολικού δυτικού κόσμου με τον ορθόδοξο ανατολικό. Στο πλαίσιο αυτό, η δυτικοευρωπαϊκή Βενετία, εκπροσωπώντας κατά την πρώτη περίοδο της λατινοκρατίας στην Ανατολή τις πολιτικές – εκκλησιαστικές δυνάμεις που είχαν καταλύσει τη βυζαντινή αυτοκρατορία, συγκέντρωνε την αντίδρασή τους. Η τουρκική προέλαση από τα μέσα του 14ου αιώνα άλλαξε τα δεδομένα. Το δογματικό ζήτημα παρέμενε το καίριο σημείο διαχωρισμών Ελλήνων – Λατίνων και η ανεκτική στάση των Οθωμανών απέναντι στην ορθόδοξη Εκκλησία επέτεινε την ιδεολογική σύγχυση. Ωστόσο, η σταδιακή στροφή προς τις δυτικές δυνάμεις, μεταξύ των οποίων η Βενετία μέχρι το 18ο αιώνα είχε κεντρική θέση, αποτέλεσε μια νέα, ισχυρή πραγματικότητα, που εμπεδώθηκε όχι μόνο στον βενετοκρατούμενο αλλά και στον τουρκοκρατούμενο ελληνικό χώρο και συνδέθηκε με τις πολυάριθμες αντιτουρκικές κινήσεις των Ελλήνων στη δύσβατη διαδρομή προς την εθνική αυτοσυνειδησία.

Από την άλλη πλευρά, στο εσωτερικό των βενετικών κτήσεων σε όλη την περίοδο της βενετοκρατίας η στάση των υποτελών ελληνορθόδοξων πληθυσμών απέναντι στη βενετική κυριαρχία δεν υπήρξε ενιαία και καθορίσθηκε από τις οξείες κοινωνικοοικονομικές διαφορές τους. Γενικευτικά, μπορεί να υποστηριχθεί ότι τα ανώτερα και αστικά κοινωνικά στρώματα στις βενετικές κτήσεις στην Ανατολή είχαν ταυτισθεί με τη βενετική πολιτική και τήρησαν, με ελάχιστες εξαιρέσεις, σταθερή φιλοβενετική στάση, ενισχύοντας παντοιοτρόπως τους βενετικούς αγώνες. Αντίθετα, οι ελληνορθόδοξοι αγροτικοί πληθυσμοί, βιώνοντας ένα πιεστικό κοινωνικοοικονομικό καθεστώς, σε κρίσιμες για τη Βενετία συγκυρίες αντιμετώπισαν παθητικά μια ενδεχόμενη οθωμανική κυριαρχία, παράλληλα, όμως, σε αρκετές περιπτώσεις κατά τις βενετοτουρκικές συγκρούσεις αγωνίσθηκαν στο πλευρό των ομόθρησκων Βενετών, με σημαία τη χριστιανική πίστη.

Κατά τους έξι αιώνες της βενετοκρατίας οι ελληνικές περιοχές σταδιακά λειτούργησαν ως γέφυρα μεταξύ της δυτικής, καθολικής και της ανατολικής, ορθόδοξης Ευρώπης. Ανήκαν στην «Ανατολή», αλλά επί αιώνες διετέλεσαν τμήμα μιας δυτικής δύναμης, αναδέχθηκαν θεσμούς και πολιτισμικά ρεύματα της δυτικής Ευρώπης, που, σε πολλές περιπτώσεις, σε σύζευξη με τα στοιχεία της τοπικής παράδοσης, μεταπλάσθηκαν δημιουργικά σε κοινά σχήματα.

Ο ναός του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων (San Giorgio dei Greci) και η Φλαγγίνειος Σχολή, σημερινή έδρα του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών Σπουδών Βενετίας.

Από την άλλη πλευρά, η Δύση ήρθε σε άμεση επαφή με την Ανατολή όχι μόνο μέσα από την αρχαία κληρονομιά της αλλά και από τη σύγχρονη ιστορία της. Η αναγκαστική συμβίωση των δύο κοινοτήτων συνετέλεσε, παρά τις ποικίλες αντιξοότητες, στη γνωριμία, στην κατανόηση και, τελικά, στη δυνατότητα έκφρασης ενός κοινού λόγου σε διάφορα πεδία, ενώ η Γαληνοτάτη Δημοκρατία του αγίου Μάρκου σταδιακά εξελισσόταν για τους Έλληνες σε χώρο φιλικό, που έδιδε ευκαιρίες πνευματικού και υλικού πλουτισμού και ταυτιζόταν μαζί τους σε ευρύτερες πολιτικές επιδιώξεις. Το σύνθετο αυτό περιβάλλον ο αναπαραστατικός συμβολικός λόγος αποκτούσε τη δική του δυναμική, μετατρέποντας στην ελληνική συνείδηση την εχθρική, κατακτητική δύναμη του 1204 στη «φουμιστή» Βενετία των τρυφερών νανουρισμάτων, των οραμάτων και των προσδοκιών.

 


Η Αναστασία Παπαδία-Λάλα είναι Ομότιμη Καθηγήτρια του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

Πρώτη δημοσίευση του παρόντος άρθρου στον συλλογικό τόμο: H Τέταρτη Σταυροφορία και ο ελληνικός κόσμος, Ν. Γ. Μοσχονάς (επιστημονική επιμέλεια), Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Αθήνα 2008, σ. 365-381. Το κυρίως κείμενο αναδημοσιεύεται αυτούσιο. Αλλαγές, που συμπεριλαμβάνουν και πρόσφατες εκδόσεις, έχουν επέλθει στη βιβλιογραφία.

 

ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

Αρβανιτάκης Δ. Δ., Κοινωνικές αντιθέσεις στην πόλη της Ζακύνθου. Το Ρεμπελιό των Ποπολάρων (1628), Αθήνα 2001.

Arbel Β., «Venice’s Maritime Empire in the Early Modern Period», A Companion to Venetian History, 1400-1797, επιμ. E. R. Dursteler, Λέιντεν – Βοστώνη 2013, σ. 125-253.

Γάσπαρης Χ., Η γη και οι αγρότες στη Μεσαιωνική Κρήτη. 13ος-14ος αι., Αθήνα 1997.

Georgopoulou Maria, Venice’s Mediterranean Colonies. Architecture and Urbanism, Cambridge 2001.

Karapidakis Ν., Civis fidelis: L’avènement et l’affirmation de la citoyenneté corfiote (XVIème-XVIIème siècles), Φραγκφούρτη 1992.

Κωνσταντινίδου Κατερίνα, «Το κακό οδεύει έρποντας…» Οι λοιμοί της πανώλης στα Ιόνια Νησιά (17ος-18ος αι.), Βενετία 2007.

Λαμπρινός Κ.Ε., Οι cittadini στη βενετική Κρήτη. Κοινωνικο-πολιτική και γραφειοκρατική εξέλιξη (15ος-17ος αι.), Αθήνα 2015.

Lane F. C., Βενετία, η θαλασσοκράτειρα, μετάφρ. Κ. Κουρεμένος, επιστ. επιμ. Γ. Παγκράτης, Αθήνα 2007.

Μάλλιαρης Α.Μ., Η Πάτρα κατά τη βενετική περίοδο, 1687-1715: γη, πληθυσμοί, κοινωνία στη Β.Δ. Πελοπόννησο, Βενετία 2008.

Μαλτέζου Χρύσα (επιμ.), Όψεις της ιστορίας του βενετοκρατούμενου Ελληνισμού. Αρχειακά τεκμήρια, Αθήνα 1993.

Μαλτέζου Χρύσα (επιμ.), Βενετοκρατούμενη Ελλάδα. Προσεγγίζοντας την ιστορία της, επιμ. κειμένων, Δέσποινα Βλάσση – Αγγελική Τζαβάρα, τ. 1-2, Αθήνα – Βενετία 2010.

Ντόκος Κ. – Γ. Παναγόπουλος Γ., Το βενετικό κτηματολόγιο της Βοστίτσας, πρόλογος: B. Παναγιωτόπουλος, Αθήνα 1993.

Παναγιωτάκης Ν. Μ., Ο ποιητής του «Ερωτοκρίτου» και άλλα βενετοκρητικά μελετήματα, Ηράκλειο 1989.

Παναγιωτόπουλος Β., Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου. 13ος-18ος αιώνας, μετάφρ. Χριστίνα Αγριαντώνη, Αθήνα 1985.

Πανοπούλου Αγγελική, Συντεχνίες και θρησκευτικές αδελφότητες στη βενετοκρατούµενη Κρήτη, Αθήνα – Βενετία 2012.

Παπαδία-Λάλα Αναστασία, Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο της βενετοκρατίας (13ος-18ος αι.). Μια συνθετική προσέγγιση, Βενετία ²2008.

Thiriet F, La Romanie Vénitienne au Moyen Age. Le développement et l’exploitation du domaine colonial vénitien (XIIe-XVe siècles), Παρίσι ²1975.

Τζιβάρα Παναγιώτα, Σχολεία και δάσκαλοι στη βενετοκρατούµενη Κέρκυρα (16ος-18ος αι.), Αθήνα 2003.

Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος: Η Εξωτερική Πολιτική και η Υψηλή Στρατηγική των ΗΠΑ στον Ψυχρό Πόλεμο

Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος

Η Εξωτερική Πολιτική και η Υψηλή Στρατηγική των ΗΠΑ στον Ψυχρό Πόλεμο1

Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι σήμερα η μόνη υπερδύναμη του πλανήτη. Αν και δεν έχουν μακραίωνη ιστορία, είναι το αρχαιότερο ομοσπονδιακό κράτος παγκοσμίως, καθώς ιδρύθηκε το 1776. Επίσης, είναι μία από τις μεγαλύτερες χώρες σε έκταση και πληθυσμό. Έχει μία πολύ ισχυρή οικονομία, η πορεία της οποίας επηρεάζει όλο τον πλανήτη. Στο παρόν άρθρο, θα εξεταστεί η εξωτερική πολιτική και η υψηλή στρατηγική της από την επαύριο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (όταν ήταν η μία εκ των δύο υπερδυνάμεων του πλανήτη), το 1949 έως την πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, το 1989.

Ο όρος «στρατηγική» προέρχεται από την αρχαία ελληνική γραμματεία (στρατός + ηγούμαι). Αν και χρησιμοποιείται ευρέως, τυγχάνει διαφορετικών ερμηνειών. Δεν θα γίνει, όμως, αναφορά σε όλες τις εκδοχές ή τις θεωρίες που αναλύονται ή βασίζονται στην στρατηγική. Κατ’ ουσίαν, πρόκειται για το σχέδιο δράσεως, στο οποίο αναλύονται οι μέθοδοι και οι τακτικές που θα χρησιμοποιηθούν προς επίτευξη ενός σκοπού. Φυσικά, δεν εφαρμόζεται μόνο στο πολεμικό πεδίο αλλά και σε διάφορες άλλες περιπτώσεις (πολιτική, οικονομία, εμπόριο, παιχνίδια, τεχνολογία, κ.α.), μολονότι αρχικά είχε καθαρά στρατιωτική έννοια.

Η ερμηνεία αλλά και το περιεχόμενο της επονομαζόμενης «Υψηλής Στρατηγικής», που είναι η ελληνική απόδοση του όρου «grand strategy», αποτελεί ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο των στρατηγικών σπουδών. Σύμφωνα με τον Βρεταννό αξιωματικό και συγγραφέα Σερ Μπέηζιλ Λίντελλ Χαρτ (Sir Basil Henry Lidell Hart), ο ρόλος της Υψηλής Στρατηγικής είναι «… να συντονίζει και διευθύνει όλες τις πηγές ενός έθνους ή ομάδας εθνών προς την κατεύθυνση επιτεύξεως του πολιτικού σκοπού του πολέμου: του σκοπού που καθορίζεται από την θεμελιώδη πολιτική. Η Υψηλή Στρατηγική πρέπει να υπολογίζει και να αναπτύσσει τους οικονομικούς πόρους και το ανθρώπινο δυναμικό των εθνών για να υποστηρίζει τα μαχόμενα στρατεύματα. Επίσης, και τις ηθικές δυνάμεις, γιατί για να αναπτυχθεί το πνεύμα και η θέληση του λαού, συχνά οι ηθικές δυνάμεις είναι εξ ίσου σπουδαίος παράγοντας όσο και η κατοχή πιο συγκεκριμένων μορφών ισχύος».

Επομένως, το επίκεντρο του ενδιαφέροντος πρέπει να είναι α) στη σημασία της διαχειρίσεως και του εναρμονισμού των εθνικών πόρων προς επίτευξη της ισορροπίας μεταξύ μέσου και σκοπού, β) στη διπλωματία, ο ζωτικός ρόλος της οποίας στην προσπάθεια της θέσεως του έθνους και της επιτεύξεως επιτυχίας μέσα στο πλαίσιο μίας συμμαχίας είναι καθοριστικός προκειμένου να εκμηδενισθεί ο εν δυνάμει εχθρός και γ) στο ηθικό του λαού και στην καλλιέργεια πολιτικής κουλτούρας προκειμένου να καταστεί εφικτή η υποστήριξη τόσο της πολεμικής προσπάθειας όσο και υψηλών εξοπλιστικών προγραμμάτων εν καιρώ ειρήνης.2

Ο επίσης Βρεταννός ιστορικός και συγγραφέας Έντουαρντ Λούτβακ (Edward Luttwak) θεωρεί ότι «όλα τα κράτη έχουν μία Υψηλή Στρατηγική», την οποία ορίζει ως «την εφαρμογή της μεθόδου και της ευφυΐας στην χρήση τόσο της πειθούς όσο και της ισχύος – δηλαδή την στρατηγική σε όλες τις πτυχές της, από την υψηλότερη πολιτειακή οργάνωση μέχρι τις στρατιωτικές τακτικές». Ο προσδιορισμός της έννοιας της Υψηλής Στρατηγικής έχει απασχολήσει και Έλληνες θεωρητικούς. Ενδεικτικώς, αναφέρεται ο Αθανάσιος Πλατιάς, ο οποίος εκτιμά ότι η Υψηλή Στρατηγική ορίζεται «ως η χρήση όλων των διαθέσιμων μέσων που ένα κράτος μπορεί να χρησιμοποιήσει προκειμένου να επιτύχει τους μακροπρόθεσμους πολιτικούς του στόχους, ενόψει πραγματικής ή ενδεχόμενης σύγκρουσης». Τέλος, ο Κωνσταντίνος Κολιόπουλος έγραψε ότι στρατηγική «είναι η σύζευξη μέσων και σκοπών υπό το πρίσμα πραγματικής ή ενδεχόμενης σύγκρουσης» και Υψηλή Στρατηγική είναι το ανώτερο επίπεδο στρατηγικής ενός κράτους, κατά το οποίο «χρησιμοποιούνται όλα τα διαθέσιμα μέσα όπως διπλωματικά, οικονομικά και στρατιωτικά για την επίτευξη ενός πολιτικού αντικειμενικού σκοπού ενόψει πραγματικής ή ενδεχόμενης σύγκρουσης».3

Μετά τον θάνατο του Προέδρου Φραγκλίνου Ρούσβελτ (Franklin Delano Roosevelt)4, την 12η Απριλίου 1945, τα ηνία της χώρας ανέλαβε ο έως τότε Αντιπρόεδρος Χάρρυ Τρούμαν (Harry S. Truman). O νέος Πρόεδρος ήταν παντελώς άπειρος ως προς τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής. Ο Τρούμαν συγκρότησε τάχιστα μία ομάδα συμβούλων,5στους οποίους δεν συγκαταλέγονταν άτομα του περίφημου «περιβάλλοντος Ρούσβελτ» και ενημερώθηκε επί των τεκταινομένων. Εξ αρχής, φάνηκε διατεθειμένος να μην επαναλάβει τα σφάλματα του προκατόχου του και δήλωνε αποφασισμένος να επιδείξει μία σθεναρότερη στάση έναντι των Σοβιετικών. Στην Ευρώπη, ο πόλεμος τελείωσε πριν συμπληρωθεί ένας μήνας από την ημέρα αναλήψεως των καθηκόντων από τον νέο Αμερικανό Πρόεδρο. Εντούτοις, ο Τρούμαν θα είχε μία λαμπρή ευκαιρία να επιδείξει το νέος «ύφος» της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής κατά τη διάρκεια των εργασιών της Συνδιασκέψεως στο Πότσνταμ της Γερμανίας (17/7/1945-2/8/1945).6 Σε αυτήν συμμετείχαν, εκτός από τον Τρούμαν, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μπερνς, οι ηγέτες της Μεγ. Βρεταννίας και της Σοβ. Ενώσεως Ουΐνστον Τσώρτσιλ (Winston Spencer Churchill) και Ιωσήφ Στάλιν (Joseph Stalin), με τους υπουργούς Εξωτερικών των δύο χωρών Άντονυ Ήντεν (Anthony Eden)7και Βιατσεσλάβ Μολότωφ (Vyacheslav Mikhaylovich Molotov), αντιστοίχως.

Η Συνδιάσκεψη του Πότσνταμ πριν και μετά την εκλογική ήττα του Ουΐνστον Τσώρτσιλ η οποία έλαβε χώρα ενόσω οι εργασίες βρίσκονταν σε εξέλιξη.

Βασικό αντικείμενο των εργασιών της συγκεκριμένης συνδιασκέψεως αποτελούσε η υπογραφή της ειρήνης με τη Γερμανία και τα συμμαχικά με αυτήν κράτη στην Ευρώπη αλλά και η γενικότερη διευθέτηση των υποθέσεων της γηραιάς ηπείρου. Οι Σοβιετικοί αντιμετώπισαν για πρώτη φορά την αντίδραση των Δυτικών σχετικά με την πολιτική τους στην κεντρική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, ενώ απερρίφθη κάθε ιδέα για έλεγχο των Στενών των Δαρδανελίων από αυτούς. Ο Τρούμαν είχε καταφέρει να κάνει αισθητή την παρουσία του και να εκφράσει τη νέα αμερικανική προσέγγιση των διεθνών υποθέσεων. Πάντως, ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος συνέχισε και ολοκλήρωσε τα σχέδια του προκατόχου του για τη σύσταση ενός νέου διεθνούς οργανισμού, ο οποίος θα αντικαθιστούσε την, για πολλούς αποτυχημένη, Κοινωνία των Εθνών. Ο καταστατικός χάρτης του νέου οργανισμού (ο οποίος ονομάστηκε Ο.Η.Ε. – Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών) υπεγράφη την 26η Ιουνίου 1945 και τέθηκε σε ισχύ την 24η Οκτωβρίου του ιδίου έτους.

Είναι βέβαιον ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες εισήλθαν και στις δύο παγκόσμιες συρράξεις, έχοντας σαφή γεωπολιτική αντίληψη των επικειμένων επιπτώσεων στην αμερικανική ασφάλεια, αλλά και συνείδηση των ιδίων δυνατοτήτων εθνικής ισχύος. Αν και έως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η αμερικανική εξωτερική πολιτική χαρακτηρίζεται από ιδεολογική αμφιθυμία (στρεφόμενη άλλοτε προς τον παρεμβατισμό και άλλοτε προς την αναδίπλωση), μετά το 1917 και ιδιαίτερα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αυξημένη ισχύς των Ηνωμένων Πολιτειών σε συνδυασμό με τα γεγονότα στη διεθνή σκηνή κατέστησαν αναπόφευκτη την ουσιαστική συμμετοχή της χώρας στις εξελίξεις.

Η κρίση του Βερολίνου και η παραβίαση των συμπεφωνημένων από σοβιετικής πλευράς οδήγησαν τον Τρούμαν στην απόφαση να εξαγγείλει ένα νέο δόγμα στην εξωτερική πολιτική, τον Μάρτιο του 1947. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν πλέον μία χώρα με τεράστιο πλούτο, η οποία ουδεμία πρόθεση είχε να επιτρέψει στη Σοβ. Ένωση όπως κυριαρχήσει είτε στην Ευρώπη είτε στη βορειοανατολική Ασία. Σύμφωνα με το Δόγμα Τρούμαν,8 η εξωτερική πολιτική εγκατέλειπε την ιδέα του άβατου αμερικανικού «κάστρου» του Δόγματος Μονρόε και υιοθετούσε μία παγκόσμια παρουσία.

Η εξαγγελία του Δόγματος Τρούμαν (12 Μαρτίου 1947).

Η εντύπωση, η οποία προκλήθηκε ξεπέρασε τα όρια των Ηνωμένων Πολιτειών. Το Δόγμα Τρούμαν πιστοποιούσε την οριστική διάσπαση του μετώπου των Συμμάχων, που επεκράτησαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επιπλέον, το δόγμα αυτό αποτελούσε μία ριζική αλλαγή (ή μάλλον ανατροπή) της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί από τον Πρόεδρο Ρούσβελτ κατά τη διάρκεια του πολέμου. Τέλος, η Ουάσινγκτον τοποθετούσε τον εαυτό της στην ηγετική θέση του Δυτικού κόσμου στον αγώνα εναντίον του σοβιετικού επεκτατισμού. Ο αγώνας αυτός αποκτούσε και ιδεολογική χροιά και προσδιοριζόταν ως διαπάλη της ελευθερίας (την οποία αντιπροσώπευαν προφανώς οι Ηνωμένες Πολιτείες) κατά της δικτατορίας του προλεταριάτου. Η σπουδαιότητα της εξαγγελίας της 12ης Μαρτίου 1947 έγινε αμέσως αντιληπτή από τα αμερικανικά Μέσα Μαζικής Ενημερώσεως και τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Έγραψε χαρακτηριστικά η εφημερίδα Washington Post (στις 13/3/47): «Η τελευταία ομιλία του Προέδρου Τρούμαν στο Κογκρέσο είναι αναμφισβήτητα μία από τις σημαντικότερες που εκφωνήθηκαν ποτέ από επικεφαλής της αμερικανικής εκτελεστικής εξουσίας».

Άλλες εφημερίδες δεν αρκέστηκαν στο να επισημάνουν τη σημασία του νέου δόγματος αλλά τάχθηκαν αναφανδόν υπέρ της πλήρους εφαρμογής του. Πιο συγκεκριμένα, οι New York Times έγραψαν (στις 12/3/47) ότι είχε πλέον τερματιστεί η εποχή της απομονώσεως και των επιλεκτικών παρεμβάσεων στις διεθνείς εξελίξεις. Είχε ανατείλει η εποχή της αναλήψεως των ευθυνών από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σκοπός όλων των Αμερικανών έπρεπε να είναι η δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών, υπό τις οποίες τόσο ο Ο.Η.Ε. όσο και οι αμερικανικές αξίες θα είχαν πιθανότητες επιτυχίας. Στο δε φύλλο της επομένης ημέρας (13/3/47), η εφημερίδα σημείωνε ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος ζήτησε δράση, η οποία θα επέτρεπε στη χώρα την άσκηση μίας νέας εξωτερικής πολιτικής αναλήψεως παγκόσμιων ευθυνών για τη διασφάλιση της ειρήνης και την τήρηση της τάξεως. Είναι αξιοσημείωτο ότι η πλέον φιλελεύθερη εφημερίδα της χώρας χρησιμοποιούσε μία φρασεολογία, η οποία παρέπεμπε ευθέως στην υιοθέτηση της πολιτικής του «παγκόσμιου χωροφύλακα» (κατά τη Μόσχα). Αντιθέτως, η πιο μετριοπαθής Washington Daily News έδωσε μία ιδεολογική διάσταση στο νέο δόγμα, σημειώνοντας (στις 14/3/47): «Οι Ηνωμένες Πολιτείες έδειξαν πάντα ένα ζωηρό ενδιαφέρον για τα έθνη, τα οποία αγωνίζονται για την ελευθερία τους, τη διασφάλιση των ατομικών ελευθεριών των πολιτών τους, τη διεξαγωγή αδιάβλητων εκλογών…».

Εντούτοις, η αμερικανική κοινή γνώμη μάλλον δεν συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό του Τύπου για το Δόγμα Τρούμαν. Την 20η Μαρτίου 1947, διεξήχθησαν δύο σφυγμομετρήσεις σχετικά με τις απόψεις των πολιτών επί του θέματος. Η μεγάλη πλειοψηφία των Αμερικανών συμφωνούσε με την υιοθέτηση μίας δυναμικότερης εξωτερικής πολιτικής και πολλοί ήταν αυτοί, οι οποίοι επικροτούσαν την οικονομική στήριξη της Ελλάδος. Η πλειοψηφία των Αμερικανών πολιτών, όμως, δεν ενέκρινε την παροχή στρατιωτικής βοήθειας προς την Αθήνα υπό τον φόβο της προκλήσεως ρωσσικών αντιδράσεων, οι οποίες θα καθιστούσαν πιθανότερο το ξέσπασμα ενός νέου πολέμου, ενώ πολλοί υπεστήριζαν την άποψη ότι η επίλυση του προβλήματος έπρεπε να ανατεθεί στα Ηνωμένα Έθνη. Αντιθέτως, ιδιαιτέρως θετικά για το Δόγμα Τρούμαν εξεφράσθη ο Ρεπουμπλικανός Πρόεδρος της Επιτροπής Διεθνών Υποθέσεων της αμερικανικής Γερουσίας Άρθουρ Βάντενμπεργκ (Arthur H. Vandenberg), πρώην οπαδός του απομονωτισμού. Η στάση του τελευταίου επηρέασε καθοριστικά μεγάλο αριθμό Ρεπουμπλικανών μελών του Κογκρέσου. Τέλος, πολύ θετική στάση επέδειξαν διάφορες θρησκευτικές και κοινωνικές οργανώσεις, όπως η Ομοσπονδία του Συμβουλίου των Εκκλησιών και η Κοινωνική Δημοκρατική Ομοσπονδία.

Το νέο δόγμα, όμως, συγκέντρωσε τα πυρά των δύο άκρων του πολιτικού φάσματος, αφ’ ενός των οπαδών της συνδιαλλαγής με τη Σοβ. Ρωσία, οι οποίοι ανήκαν στην αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών και αφ’ ετέρου των Ρεπουμπλικανών υποστηρικτών του απομονωτισμού. Κύριοι εκφραστές των απόψεων της πρώτης ομάδας ήταν οι πολιτικοί Λοτζ και Ουάλας (Wallace). Ο πρώτος θεωρούσε την Ελλάδα την πλέον αντιδραστική μοναρχία της Ευρώπης, η οποία δεν έπρεπε να ενισχυθεί με χρήματα των Αμερικανών φορολογουμένων τουλάχιστον προτού εξυγιανθεί πλήρως το δημοσιονομικό της σύστημα. Ο δεύτερος υπεστήριζε ότι η υπόθεση έπρεπε να ανατεθεί στον Ο.Η.Ε. και οι Ηνωμένες Πολιτείες ουδεμία πρωτοβουλία να αναλάβουν, η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει την αντίδραση των Σοβιετικών. Επίσης, ο Ουάλας πίστευε ότι έπρεπε να καταλαγιάσουν τα πάθη στην Ελλάδα, να δοθεί γενική αμνηστία και να σχηματιστεί οικουμενική κυβέρνηση στη χώρα. Ταυτόχρονα, έντονη κριτική δεχόταν το νέο δόγμα και από τους απομονωτιστές, οι οποίοι διεκήρυτταν ότι τυχόν εφαρμογή του θα υπέσκαπτε την οικονομική ευμάρεια της χώρας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έπρεπε να εμπλακούν εκ νέου στις ευρωπαϊκές υποθέσεις. Οι θεωρίες των απομονωτιστών ήταν πλέον ξεπερασμένες από τα πράγματα και γι’ αυτό συγκέντρωναν ελάχιστη υποστήριξη.

Η πλέον τεκμηριωμένη κριτική του «δόγματος Τρούμαν» στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών προήλθε από τον καθηγητή και αρθρογράφο της εφημερίδος New York Times Γκίλμπερτ Mάκμπεθ (Gilbert Macbeth), ο οποίος έκανε λόγο «για τεχνητή κατάσταση ανάγκης στην Ελλάδα». Αυτός θεωρούσε ότι δεν συνέβαινε κάτι το εξαιρετικό στη χώρα μας πέραν των συνήθων πολιτικών αντιπαραθέσεων. Η δράση του «Δημοκρατικού Στρατού» δεν αποτελούσε μέρος μίας ευρύτερης σοβιετικής επιθετικής πολιτικής και σε κάθε περίπτωση η υπόθεση έπρεπε να παραπεμφθεί στον Ο.Η.Ε.. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του οργανισμού ήταν σε συνεχή λειτουργία για τον χειρισμό μειζόνων κρίσεων. Σε αυτό, θα εκτίθονταν όλες οι απόψεις και θα γίνονταν γνωστές όλες οι παράμετροι της υποθέσεως. Ακόμα και αν η Μόσχα προέβαλε βέτο, η παγκόσμια κοινή γνώμη θα επεκροτούσε τις αμερικανικές απόψεις, εάν και εφ’ όσον αυτές ήταν δίκαιες, και ως εκ τούτου η Ουάσινγκτον θα νομιμοποιούταν να δράσει μονομερώς.

Η εξαγγελία του Δόγματος Τρούμαν στον αμερικανικό ημερήσιο Τύπο.

Στο εξωτερικό, η εξαγγελία του νέου αμερικανικού δόγματος προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη φοβόταν μία επιδείνωση της καταστάσεως και το ξέσπασμα ενός νέου πολέμου, ο οποίος θα διεξαγόταν πρωτίστως στη γηραιά ήπειρο. Αντιθέτως, οι κομματικοί σχηματισμοί τοποθετήθηκαν αναλόγως της ιδεολογίας τους, δηλαδή οι αντικομμουνιστές υπέρ και οι κομμουνιστές κατά. Πιο συγκεκριμένα, στη Μεγ. Βρεταννία οι Συντηρητικοί της αντιπολιτεύσεως ήταν θετικά διακείμενοι, αν και ορισμένοι εξ αυτών δεν έκρυβαν τον φθόνο τους για τη μετεξέλιξη των Ηνωμένων Πολιτειών σε παγκόσμια υπερδύναμη. Η κυβέρνηση των Εργατικών κράτησε εφεκτική στάση, αν και το Εργατικό κόμμα επέκρινε την εξαγγελία του Αμερικανού Προέδρου. Στη Γαλλία, το κύριο γνώρισμα ήταν η οξεία αντίδραση των κομμουνιστών, ενώ στη Γερμανία σχολιάστηκε η διαίρεση του Συμμαχικού στρατοπέδου και η ανακολουθία λόγων και έργων των Συμμάχων. Στην Ιταλία, η πλειοψηφία του λαού και των πολιτικών φαίνεται ότι ετάχθησαν υπέρ του δόγματος. Το τοπικό Κ.Κ. ήταν πολύ ισχυρό και τα πολιτικά πάθη οξυμένα. Επίσης, οι Ιταλοί χαιρέτιζαν την αναβάθμιση του ρόλου της Μεσογείου στις διεθνείς εξελίξεις. Τέλος, στην Ελλάδα η εξαγγελία του νέου δόγματος προκάλεσε «κύματα ενθουσιασμού» στους βασιλόφρονες και στους συντηρητικούς του Κέντρου. Αντιθέτως, οι φανατικοί αντιμοναρχικοί του Κέντρου (οι οποίοι εξέλαβαν την εφαρμογή του δόγματος ως ενίσχυση του βασιλικού θεσμού), καθώς και οι κομμουνιστές το επέκριναν με δριμύτητα.

Η σφοδρότερη αντίδραση στο Δόγμα Τρούμαν προήλθε από τη Μόσχα, όπως ήταν φυσικό. Η τελευταία κατηγόρησε την Ουάσινγκτον ότι απέβλεπε στην εξασφάλιση της παγκόσμιας κυριαρχίας, μιμούμενη τον ιταλικό φασισμό και τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό. Ο σοβιετικός Τύπος έγραψε ότι ήταν η πρώτη φορά στα χρονικά της παγκοσμίου ιστορίας, που μία τέτοια επιδίωξη δηλωνόταν επισήμως και με τόσο απροκάλυπτο τρόπο. Οι Αμερικανοί απέβλεπαν στη δημιουργία περιφερειακών βάσεων για την επέκταση της επιρροής τους και τον έλεγχο των οδών του εμπορίου και του πετρελαίου. Στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου, η Ελλάδα ήταν απαραίτητη για την εφαρμογή των σχεδίων της Ουάσινγκτον και γι’ αυτό η τελευταία στήριζε με κάθε τρόπο τον «ελληνικό μοναρχοφασισμό». Ο Τρούμαν ανέβασε τους τόνους με σκοπό να συσπειρώσει τα ελεγχόμενα από τους Δυτικούς κράτη και να επιβεβαιώσει την κυρίαρχη θέση των Ηνωμένων Πολιτειών ως διαδόχου της Μεγ. Βρεταννίας στη θέση της ιμπεριαλιστικής δυνάμεως. Ο Ο.Η.Ε. θα ετίθετο υπό τον αμερικανικό έλεγχο ή θα εκμηδενιζόταν, υπεστήριζαν οι Σοβιετικοί.

Πάντως, το Δόγμα Τρούμαν απετέλεσε τη δυναμικότερη έκφραση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και επηρέασε άμεσα τις εξελίξεις στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Οι πρώτοι πολιτικοί σκοποί των Ηνωμένων Πολιτειών, που προωθήθηκαν στο πλαίσιο του δόγματος αυτού (και του επακόλουθου Σχεδίου Mάρσαλ), ήταν: α) η παροχή βοήθειας στην Ελλάδα, την Τουρκία και την Περσία για να αντέξουν τη σοβιετική πίεση και β) η απαγόρευση, από κοινού με τη Μεγ. Βρεταννία, υλοποιήσεως των σχεδίων της Μόσχας στον χώρο της Μ. Ανατολής και της ανατολικής Μεσογείου γενικότερα.

Αυτό εσήμαινε ότι η σύμμαχος στον πόλεμο κατά του Άξονα Σοβ. Ένωση ήταν η μελλοντική αντίπαλος στην ψυχροπολεμική Ευρώπη αλλά και στον αγώνα για την απόκτηση σφαιρών επιρροής στον υπόλοιπο κόσμο. Η σκέψη της αμερικανικής διοικήσεως9είχε σαν βασικό γνώμονα ότι μία Ευρώπη υπό γερμανική κυριαρχία ήταν εξίσου απευκταία με μία Ευρώπη τελούσα υπό σοβιετική ηγεμονία. Άλλωστε, ο διάδοχος του Ρούσβελτ στον Λευκό Οίκο δεν είχε βιώσει την συνεργασία με τους Σοβιετικούς στον πόλεμο, ενώ τους αντιμετώπιζε πάντα με καχυποψία.

Κατά την εκδήλωση της γερμανικής επιθέσεως εναντίον της Σοβ. Ενώσεως, θεωρούσε τις δύο χώρες ηθικά ισοδύναμες και πίστευε ότι η Αμερική έπρεπε να τις ενθαρρύνει όπως πολεμήσουν μέχρι τελικής πτώσεως. Εκείνη την εποχή, ο Τρούμαν ήταν μέλος της Γερουσίας και είχε δηλώσει: «Εάν δούμε ότι κερδίζει η Γερμανία, θα πρέπει να βοηθήσουμε τη Ρωσσία και εάν κερδίζει η Ρωσσία, θα πρέπει να βοηθήσουμε τη Γερμανία και με αυτόν τον τρόπο θα τους αφήσουμε να σκοτώσουν όσους περισσότερους μπορούν, αν και δεν θα ήθελα να δω τον Χίτλερ νικητή υπό οιεσδήποτε συνθήκες».10

Η προσπάθεια του Σχεδίου Mάρσαλ κατευθυνόταν πρώτιστα στην οικονομική και πολιτική ανόρθωση της Δυτ. Γερμανίας, χωρίς τη σύμπραξη της οποίας το δυτικό αμυντικό οικοδόμημα (ενόψει μάλιστα και των φυγόκεντρων τάσεων της Γκωλικής Γαλλίας) δεν θα είχε την απαιτούμενη συνοχή. Αργότερα, ο Τρούμαν δήλωσε ότι το σημαντικότερο επίτευγμά του στον χώρο της εξωτερικής πολιτικής ήταν ότι οι Αμερικανοί νίκησαν τους εχθρούς τους και τους ανάγκασαν να παραδοθούν. «Και έπειτα τους βοηθήσαμε να συνέλθουν, να γίνουν δημοκράτες και να επιστρέψουν στην κοινότητα των εθνών. Μόνον η Αμερική θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο».11

Ο αποκλεισμός του Βερολίνου και ο πόλεμος της Κορέας παγίωσαν την άποψη της αμερικανικής ηγεσίας για τις προθέσεις της Μόσχας, ενώ και η αμερικανική κοινή γνώμη πίστευε ότι σκοπός του Στάλιν ήταν η παγκόσμια κυριαρχία.12Η Ουάσινγκτον έβλεπε να ξεδιπλώνεται μία σοβιετική στρατηγική που ήθελε να παρασύρει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μακρινές συγκρούσεις για να γίνει ευκολότερη μία επίθεση της Μόσχας στη δυτική Ευρώπη. Έχει γραφεί ότι επρόκειτο περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των δυνατοτήτων των Σοβιετικών και των προθέσεων του Στάλιν προσωπικά.13

Ο αποκλεισμός του Βερολίνου (24 Ιουνίου 1948 – 12 Μαΐου 1949) και ο πόλεμος της Κορέας (25 Ιουνίου 1950 – 27 Ιουλίου 1953).

Πάντως, και ο τελευταίος δεν είχε αντιληφθεί ότι για τους Αμερικανούς ηγέτες η ηθική έπαιζε ρόλο και είχαν σκοπό να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους. Σύμφωνα με τον Χένρυ Κίσινγκερ (Henry Alfred Kissinger), ο Σοβιετικός ηγέτης διέπραξε το ίδιο λάθος με αυτό που είχε κάνει το 1945. Τότε, δεν είχε δώσει μεγάλη σημασία στην καλή θέληση της Ουάσινγκτον. «Το 1952, υπετίμησε τις αντιδράσεις που είχαν προκαλέσει οι πράξεις του στο ενδιάμεσο διάστημα. Από το 1945 έως το 1948, οι Αμερικανοί ηγέτες ανυπομονούσαν να επιτύχουν κάποιον διακανονισμό με τη Σοβ. Ένωση αλλά δεν είχαν ούτε την διάθεση ούτε την ικανότητα να υπολογίσουν αθροιστικά τις πιέσεις που θα έπαιρνε στα σοβαρά ο Στάλιν. Το 1952, είχε αρχίσει να τις παίρνει αρκετά στα σοβαρά αλλά στο μεταξύ είχε κατορθώσει με το παραπάνω να πείσει τους Αμερικανούς ηγέτες για την κακή του προαίρεση».14

Πάντως, ο απολογισμός της προεδρίας Τρούμαν στον χειρισμό των εξωτερικών θεμάτων δεν συγκέντρωσε μόνον θετικά σχόλια. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι αν και αρχικώς ήταν άπειρος ως προς τον χειρισμό των εξωτερικών υποθέσεων, επέδειξε μία έντονη δραστηριότητα και έναν αξιοσημείωτο δυναμισμό. Εντούτοις, ο εμφύλιος πόλεμος στην Κίνα βρήκε την ηγετική ομάδα στην Ουάσινγκτον απροετοίμαστη. Ο Πρόεδρος έστειλε τον Μάρσαλ στην Κίνα15 αλλά αυτός δεν μπόρεσε να συμβιβάσει τους δύο αντιπάλους. Μετά την επιστροφή του, ενημέρωσε τον Τρούμαν πως οι εθνικιστές θα κέρδιζαν μόνον εάν είχαν την αμέριστη και πολύπλευρη αμερικανική υποστήριξη, ενδεχόμενο όμως που ενδεχομένως να εξασθένιζε το Δυτικό στρατόπεδο στην Ευρώπη. Τελικώς, οι κομμουνιστές του Μάο Τσε Τουνγκ (Mao Zedong) επεκράτησαν16και ο Τρούμαν κατηγορήθηκε σφόδρα για την «απώλεια» της Κίνας.

Η επικράτηση των Κομμουνιστών στην Κίνα. Προπαγανδιστική αφίσα.

Την 4η Νοεμβρίου 1952, ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών Στρατηγός Ντουάϊτ Αϊζενχάουερ (Dwight David «Ike» Eisenhower) κέρδισε τις προεδρικές εκλογές. Εξ αρχής, έδειξε ότι είχε μία άλλη ματιά για τα διεθνή ζητήματα από τους προκατόχους του. Η εξωτερική πολιτική θα βασιζόταν (ιδίως κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του στον Λευκό Οίκο, 1952-1956) σε τέσσερις πυλώνες: α. την ενίσχυση της οικονομίας, προκειμένου η Ουάσινγκτον να είναι εις θέσιν όπως διατηρεί αξιόμαχες ένοπλες δυνάμεις, ασκώντας παράλληλα μία παρεμβατική πολιτική στη διεθνή αρένα, β. την ανάπτυξη των πυρηνικών όπλων, γ. την «αξιοποίηση» της CIA για τη διεξαγωγή επιχειρήσεων εναντίον κυβερνήσεων ή ηγετών που ευρίσκοντο υπό κομμουνιστικό έλεγχο ή «φλέρταραν» με τη Μόσχα17 και δ. την παροχή βοήθειας στους συμμάχους της Δύσεως και τον προσεταιρισμό των ουδετέρων κρατών.

Ο θάνατος του Στάλιν (τον Μάρτιο του 1953) ώθησε τον Αμερικανό Πρόεδρο να εκφωνήσει μία ομιλία, που έμεινε στην ιστορία υπό τον τίτλο «Ας δώσουμε στην ειρήνη μία ευκαιρία». Η ομιλία του έλαβε χώρα στην Αμερικανική Ένωση Εκδοτών Τύπου, την 16η Απριλίου 1953, μόλις τρεις μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του. Ήταν μία εποχή κατά την οποία ο πόλεμος στην Κορέα τελείωνε, όλοι γνώριζαν ότι η Μόσχα διέθετε και αυτή ατομική βόμβα, ενώ πολλοί θεωρούσαν ότι η Ουάσινγκτον κινδύνευε να απωλέσει το προβάδισμα στο στρατιωτικό πεδίο. Πλήθαιναν, λοιπόν, οι φωνές, που ζητούσαν την ενίσχυση της χρηματοδοτήσεως των στρατιωτικών δαπανών και την άσκηση μίας πιο δυναμικής πολιτικής έναντι της Σοβ. Ενώσεως.

Ο Αϊζενχάουερ απεφάσισε να εκμεταλλευθεί το πολιτικό κενό που είχε προκύψει αιφνιδίως στη σοβιετική πολιτική ηγεσία, επιχειρώντας να προσεγγίσει την νέα κατάσταση, προτείνοντας την μείωση των στρατιωτικών δαπανών.18 Εντούτοις, οι Σοβιετικοί ηγέτες είχαν αποδυθεί σε έναν αγώνα αλληλοεξοντώσεως και ουδεμία πρόθεση υιοθετήσεως μίας πολιτικής που θα τους «εξέθετε» στα μάτια φίλων και αντιπάλων ως ουδέτερους είχαν. Κατά συνέπεια, ο Ψυχρός Πόλεμος εξέλαβε νέες διαστάσεις επί των ημερών της προεδρίας του, ενώ ο προϋπολογισμός των στρατιωτικών δαπανών ανήλθε σε μεγάλα ύψη, που παρέμειναν αναλλοίωτα έως τα τέλη του Ψυχρού Πολέμου.19

O Αμερικανός Πρόεδρος δεν απογοητεύτηκε. Τον Νοέμβριο του 1955, η Σοβιετική Ένωση δοκίμασε με επιτυχία μία βόμβα υδρογόνου. Ο Αϊζενχάουερ παρήκουσε τις συμβουλές στενών συνεργατών του (όπως ο υπουργός Εξωτερικών Τζων Φόστερ Ντάλλες – John Foster Dulles) και υπέβαλε στους Σοβιετικούς μία πρόταση αφοπλισμού προκειμένου οι δύο υπερδυνάμεις να αφιερώσουν τις έρευνές τους σχετικά με το σχάσιμο υλικού μόνο για ειρηνικές χρήσεις (π.χ. για την παραγωγή ενέργειας) και όχι για την κατασκευή ακόμη πιο φονικών όπλων.20

RDS-37 Soviet H-bomb test 1955 / РДС-37

Η Μόσχα δεν ανταποκρίθηκε θετικά, καθώς ήταν πεπεισμένη ότι η Ουάσινγκτον υπερτερούσε σημαντικά σε αποθέματα πυρηνικών όπλων. Αυτό ώθησε τον Αϊζενχάουερ να διαθέσει περισσότερα χρήματα για τα πυρηνικά όπλα (και την Πολεμική Αεροπορία), μειώνοντας τις δαπάνες για τον Στρατό Ξηράς.21 Οι Αμερικανοί υιοθέτησαν την αρχή της ακρίβειας πυρός, την ιδία ώρα που οι Ρώσσοι διαχρονικά επικεντρώνονται στην μάζα πυρός. Οι κινήσεις αυτές σηματοδοτούσαν την νέα αντίληψη του Προέδρου για την αμερικανική εξωτερική πολιτική και τον σχεδιασμό της εθνικής αμύνης. Επιπλέον, επικεντρώθηκε στην προσπάθεια ελέγχου του πυρηνικού οπλοστασίου και όχι αφοπλισμού. Εντούτοις, αυτό ήταν μάλλον ανέφικτο να πραγματοποιηθεί, καθώς και οι δύο υπερδυνάμεις εμφανίζονταν διστακτικές να δεχθούν έλεγχο του πυρηνικού οπλοστασίου τους.

Το πυρηνικό δόγμα της εποχής βασιζόταν στην θεωρία της αποτροπής. Συνίστατο αφ’ ενός στη διατήρηση της ανταποδοτικής ικανότητος (second strike capacity) και αφ’ ετέρου στη «μαζική ανταπόδοση» (massive retaliation). Προς τούτο, απαιτείτο όχι απλώς η κατοχή αλλά και η συνεχής αναβάθμιση του πυρηνικού οπλοστασίου, γεγονός που οδήγησε σε κούρσα εξοπλισμών με τη Σοβ. Ένωση.

Το 1957, διατυπώθηκε ένα νέο δόγμα εξωτερικής πολιτικής από τον Αϊζενχάουερ. Είχαν μεσολαβήσει η έναρξη της αποσαθρώσεως του αποικιακού συστήματος της Γαλλίας και της Μεγ. Βρεταννίας, η αδυναμία των οποίων είχε πιστοποιηθεί περίτρανα κατά την κρίση του Σουέζ, το 1956.22 Επίσης, η Μόσχα είχε στείλει στρατεύματα για να επαναφέρει στην «κομμουνιστική  ορθοδοξία» την Ουγγαρία, ενώ παρενέβαινε απροκάλυπτα στα εσωτερικά των κρατών της ανατ. Ευρώπης, όπως είχε πράξει στην Ανατ. Γερμανία (το 1953) και την Πολωνία (τον Ιούνιο του 1956).

Το νέο αμερικανικό δόγμα ήταν μία επιθετική και καθαρά στρατιωτική εκδοχή του Δόγματος Tρούμαν. Το Δόγμα Αϊζενχάουερ προέβλεπε τη δραστηριοποίηση στον αγώνα εναντίον του κομμουνισμού σε όλη την υφήλιο, η οποία «διαιρέθηκε» σε φίλιες και εχθρικές δυνάμεις. Η Αμερική θα ενίσχυε διπλωματικά και στρατιωτικά τους συμμάχους της, ενώ θα χρησιμοποιούσε όλα τα διαθέσιμα μέσα για να ανακόψει την αύξηση της κομμουνιστικής επιρροής. Στο πλαίσιο της πολιτικής περί ανασχέσεως του κομμουνισμού23 και της θεωρίας του ντόμινο, βάσει της οποίας εάν ένα κράτος γινόταν κομμουνιστικό θα ακολουθούσαν και άλλα στην ιδία περιοχή,24 οι Ηνωμένες Πολιτείες ανεμείχθησαν στον πόλεμο του Βιετνάμ, 25 διαπράττοντας το ίδιο λάθος για το οποίο κατηγορούσαν τους Γάλλους έως τότε.

Επίσης, η Ουάσινγκτον υπέγραψε μία σειρά συμφωνιών με τρίτα κράτη (π.χ. με την Εθνικιστική Κίνα, την Ιαπωνία, την Νότια Κορέα, τις Φιλιππίνες κ.α.) με σκοπό την περικύκλωση της Μόσχας, ενώ προχώρησε στην ίδρυση οργανισμών (όπως ο SEATO26) για την ανάσχεση της κομμουνιστικής επιρροής σε συγκεκριμένες περιοχές του πλανήτη. Το 1954 και το 1958, οι Ηνωμένες Πολιτείες στάθηκαν σθεναρά στο πλευρό της Εθνικιστικής Κίνας, ορισμένες νήσοι της οποίας ευρέθησαν στο στόχαστρο του Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.

Το Δόγμα Αϊζενχάουερ του 1957.

Σημειωτέον ότι το συγκεκριμένο δόγμα διατυπώθηκε για πρώτη φορά στην ομιλία του Προέδρου στο Κογκρέσο για την κατάσταση στην Μ. Ανατολή, τον Ιανουάριο του 1957. Στην ομιλία αυτή, ο Αϊζενχάουερ ξεκαθάρισε ότι θα βοηθούσε οιαδήποτε χώρα του το ζητούσε για να αποκρούσει μία επίθεση στον χώρο της Μ. Ανατολής.27 Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεσμεύονταν να προστατέψουν την εδαφική ακεραιότητα των κρατών της περιοχής, που θα εδέχοντο επίθεση από οιαδήποτε χώρα ελεγχόταν από τον διεθνή κομμουνισμό. Επομένως, ο επιτιθέμενος μπορούσε να μην είναι η Σοβ. Ένωση αλλά μία άλλη κομμουνιστική χώρα.

Σκοπός του Αμερικανού Προέδρου ήταν να σταθεροποιήσει τα ευάλωτα αραβικά καθεστώτα και να τα απομακρύνει από την επιρροή της Αιγύπτου, που τελούσε υπό την χαρισματική ηγεσία του Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ (Gamal Abdel Nasser).28 Σε αυτό, απέτυχε παταγωδώς, καθώς η δημοφιλία του Αιγύπτιου ηγέτη γνώρισε αλματώδη άνοδο και σύντομα έγινε ευρέως αποδεκτός ως ο ενσαρκωτής των ελπίδων και των πόθων πολλών Αράβων, ανεξαρτήτως του κράτους στο οποίο διαβιούσαν.

Το συγκεκριμένο δόγμα χρησιμοποιήθηκε ως δικαιολογία για την πραγματοποίηση της πρώτης στρατιωτικής επεμβάσεως των Ηνωμένων Πολιτειών στον χώρο της Μ. Ανατολής, στον Λίβανο τον Ιούλιο του 1958.29 Επρόκειτο για την επιχείρηση «Blue bat» (Μπλε ρόπαλο). Επιπλέον, η Αμερική «έσπασε» τη διπλωματική απομόνωση της Ισπανίας, υπογράφοντας μαζί της μία σειρά συμφωνιών, τον Σεπτέμβριο του 1953.30 Τέλος, αξιοσημείωτη ήταν η ένταση στις γαλλο-αμερικανικές σχέσεις εξ αιτίας της αρνήσεως του γαλλικού Κοινοβουλίου να επικυρώσει τη Συνθήκη των Παρισίων του 1952 για τη δημιουργία Κοινής Ευρωπαϊκής Αμύνης. Το γεγονός αυτό ώθησε τον Αϊζενχάουερ να εντάξει τη Δυτ. Γερμανία στο ΝΑΤΟ ως πλήρες μέλος, τον Μάϊο του 1955.31

Επί προεδρίας Αϊζενχάουερ, το ΝΑΤΟ κατέστη η κυρίαρχη στρατιωτική δύναμη στη δυτική Ευρώπη, ενώ ανέλαβε ενεργό ρόλο και στα τεκταινόμενα σε άλλες γωνιές του πλανήτη. Αλλά και οι επόμενοι δύο πρόεδροι που προήρχοντο από το Δημοκρατικό κόμμα – ο Τζων Φιτζέραλντ Κέννεντυ (John Fitzgerald «Jack» Kennedy) και ο Λύντον Τζόνσον (Lyndon B. Johnson) έδωσαν προτεραιότητα στον ρόλο του ΝΑΤΟ. Ο πρώτος επικεντρώθηκε στην προσπάθεια ανασχέσεως του κομμουνισμού στην κεντρική και τη Λατινική Αμερική (εξαιτίας της επαναστάσεως του Φιντέλ Κάστρο – Fidel Castro στην Κούβα, το 1959), αλλά και στον περιορισμό της επεκτάσεως της επιρροής του στη δυτική Ευρώπη.

Tην 20η Ιανουαρίου 1961, κατά την ημέρα της ορκωμοσίας του, ο Κέννεντυ, είπε μεταξύ άλλων, τα εξής: «Ενημερώστε κάθε έθνος… ότι θα πληρώσουμε οποιοδήποτε τίμημα, θα φέρουμε οποιοδήποτε βάρος, θα αντιμετωπίσουμε οποιαδήποτε δυσκολία, θα υποστηρίξουμε οποιονδήποτε φίλο, θα αντιταχθούμε σε οποιονδήποτε εχθρό, προκειμένου να διασφαλίσουμε την επιβίωση και την επιτυχία της ελευθερίας». Επίσης, ζήτησε απ’ όλους να συστρατευθούν στον αγώνα κατά των εχθρών της ανθρωπότητος, δηλ. της τυραννίας, της φτώχειας, των ασθενειών και του πολέμου.

Το δόγμα που φέρει το όνομά του ήταν ουσιαστικά μία προέκταση των απόψεων για την εξωτερική πολιτική των προηγούμενων προέδρων, Αϊζενχάουερ και Tρούμαν, καθώς βασίστηκε στους ίδιους στόχους. Ο Κέννεντυ, όμως, δεν είχε αντίρρηση, όπως το τελικό αποτέλεσμα επιτευχθεί, ανεξαρτήτως κόστους. Οι επικλήσεις για την χρήση στρατιωτικής ισχύος και την ομοφωνία στον αγώνα κατά του κομμουνισμού ισορροπήθηκαν με ελπίδες για τον αφοπλισμό και παγκόσμια συνεργασία. Επιπλέον, άλλαξαν οι βασικές γεωγραφικές προτεραιότητες της Ουάσινγκτον, που ήθελε να κυριαρχήσει πρωτίστως στο δυτικό ημισφαίριο, επιστρέφοντας στο Δόγμα Μονρόε. Προς τούτο, ο Κέννεντυ ζήτησε να συναφθεί μία «Συμμαχία για την Πρόοδο» μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των κρατών της περιοχής, σε ομιλία του την 13η Αυγούστου 1961.

Η εξωτερική πολιτική του Κέννεντυ έμεινε στην ιστορία για την σθεναρή στάση, που τήρησε στην κρίση των πυραύλων στην Κούβα (τον Οκτώβριο του 1962)32 και την ομιλία του στο δυτ. Βερολίνο, την 26η Ιουνίου 1963. Σε αυτήν, επανέλαβε την αμερικανική δέσμευση έναντι της Γερμανίας και επέκρινε τον κομμουνισμό, κερδίζοντας το χειροκρότημα περίπου 1.000.000 Βερολινέζων.33 Ανέφερε την κατασκευή του Τείχους του Βερολίνου ως παράδειγμα των αποτυχιών του κομμουνισμού: «Η ελευθερία έχει πολλές δυσκολίες και η δημοκρατία δεν είναι τέλεια. Αλλά ποτέ δεν χρειάστηκε να υψώσουμε ένα τείχος για να κρατήσουμε τους ανθρώπους μας, για να τους αποτρέψουμε να φύγουν από εμάς», δήλωσε χαρακτηριστικά. Η ομιλία είναι γνωστή για την καταληκτική φράση «Ich bin ein Berliner» (Είμαι και εγώ ένας Βερολινέζος). Αργότερα, ο Αμερικανός Πρόεδρος δήλωσε ενθουσιασμένος: «Δεν θα έχουμε ποτέ άλλη μέρα σαν αυτή, όσο ζούμε».34 Ο Κέννεντυ δολοφονήθηκε στο Ντάλλας του Τέξας, την 22α Νοεμβρίου 1963 και τον διαδέχθηκε ο έως τότε Αντιπρόεδρος Τζόνσον.

Ο αποκλεισμός (επισήμως “καραντίνα”) της Κούβας κατά τη διάρκεια της κρίσης των πυραύλων.

Το δόγμα του Προέδρου Τζόνσον αποτελούσε παραλλαγή του Δόγματος Mονρόε. Το 1965, οι Ηνωμένες Πολιτείες επενέβησαν στρατιωτικά στη Δομινικανή Δημοκρατία για την προάσπιση των συμφερόντων τους, που απειλούντο από την ισχυροποίηση των τοπικών σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κομμάτων. Τότε, ο Τζόνσον δήλωσε ότι οι τοπικές επαναστάσεις στο δυτικό ημισφαίριο δεν είχαν αποκλειστικώς και μόνον τοπικό χαρακτήρα αλλά παγκόσμιο, καθώς ο στόχος τους ήταν η επιβολή της κομμουνιστικής δικτατορίας. Επομένως, η Αμερική είχε κάθε δικαίωμα να επεμβαίνει, καθώς οι χώρες των δύο αμερικανικών ηπείρων δεν θα επέτρεπαν την εγκαθίδρυση κομμουνιστικών καθεστώτων στο έδαφός τους.

Βεβαίως, η προεδρία του στιγματίστηκε από την ενεργό ανάμειξη των Ηνωμένων Πολιτειών στον πόλεμο του Βιετνάμ.35 Την ημέρα που ανέλαβε τα καθήκοντα του προέδρου, υπήρχαν 16.000 στρατιωτικοί στο Βιετνάμ προς υποστήριξη των αντικομμουνιστικών δυνάμεων. Αμέσως, ακύρωσε την απόφαση του προκατόχου του για απόσυρση 1.000 ανδρών μέχρι το τέλος του έτους εκείνου και σταδιακά έστειλε εκατοντάδες χιλιάδες Αμερικανούς για να πολεμήσουν (και να σκοτωθούν) στην περιοχή.36 Γενικά, η διοίκηση Τζόνσον χαρακτηρίστηκε από μία τάση στρατιωτικής επιλύσεως των προβλημάτων εξωτερικής πολιτικής, χωρίς τη θεώρηση εναλλακτικών πολιτικών επιλογών.

H κλιμάκωση της αμερικανικής εμπλοκής στον πόλεμο του Βιετνάμ επί προεδρίας Τζόνσον.

Σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση κινήθηκε το Δόγμα Νίξον, το οποίο διατυπώθηκε την 25η Ιουλίου του 1969 (απεκλήθη Δόγμα του Γκουάμ) και άρχισε να υλοποιείται το 1971. Είχε δύο σκέλη: το πρώτο αφορούσε στην στρατιωτική απεμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών από τα τοπικά προβλήματα των συμμάχων χωρών, τα οποία θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται από τις δικές τους στρατιωτικές δυνάμεις. Η Ουάσινγκτον θα τους εξασφάλιζε αντιπυρηνική προστασία αλλά θα βοηθούσε μόνον χώρες, η ασφάλεια των οποίων αφορά ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα, όπως το Ισραήλ. Εφαρμόστηκε κατ’ εξοχήν στο Βιετνάμ, αλλά και στην Καμπότζη, την Νότια Κορέα κ.α. Υπενθυμίζεται ότι οι Αμερικανοί θρηνούσαν 300 νεκρούς κάθε βδομάδα στο Βιετνάμ, όταν ο Νίξον ανέλαβε τα καθήκοντα του Προέδρου. Προφανώς, το προαναφερθέν δόγμα διαφοροποιούσε την Υψηλή Στρατηγική της Ουάσινγκτον. Αυτή βασιζόταν στην έλλειψη οιασδήποτε συμβατικής δεσμεύσεως παροχής βοηθείας προς τα κράτη αυτά και απέβλεπε μακροπρόθεσμα στη μείωση της εντάσεως με τον ανατολικό συνασπισμό.

Το δεύτερο σκέλος (που ήταν εν μέρει απόρροια του πρώτου) αφορούσε στην «Ύφεση» (Detente)37 των σχέσεων με τη Σοβιετική Ένωση,38 που οδήγησε στην υπογραφή της πρώτης Strategic Arms Limitation Αgreement (περισσότερο γνωστή ως SALT I).39 Μάλιστα, ο Νίξον είχε την τόλμη να δηλώσει πως «εάν η συνεργασία με κομμουνιστικές χώρες προωθεί την παγκόσμια σταθερότητα, είναι αποδεκτή». Απτό αποτέλεσμα της εφαρμογής του δόγματος αυτού υπήρξε η στρατιωτική απεμπλοκή από τον «βούρκο» του Βιετνάμ και τα τολμηρά ανοίγματα προς την Κίνα. Σημειωτέον ότι ο Νίξον θεωρείται (και είναι) ο εμπνευστής της λεγομένης «τριγωνικής διπλωματίας» (Ουάσινγκτον-Μόσχα-Πεκίνο).40

Αρχικώς, άνοιξε διαύλους με την κινεζική ηγεσία μέσω Ρουμανίας και Πακιστάν, ενώ έστειλε στο Πεκίνο τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας και μετέπειτα υπουργό Εξωτερικών Κίσινγκερ.41 Ακολούθησε η ανταλλαγή επισκέψεων αθλητών και στο τέλος πήγε ο ίδιος ο Αμερικανός Πρόεδρος στην κινεζική πρωτεύουσα (την 21η Φεβρουαρίου 1972). Υιοθέτησε το ρητό «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου», θέλοντας να βαθύνει το ρήγμα στο κομμουνιστικό μπλοκ.42 Η Ουάσινγκτον άρχισε να απομακρύνεται από την Εθνικιστική Κίνα (Φορμόζα), δίχως να την εγκαταλείπει φανερά. Η πολιτική του συνεχίστηκε και από τον διάδοχό του Τζέραλντ Φορντ (Gerald Rudolph Ford).

Ο τελευταίος μετέβη αυτοπροσώπως στην Κίνα για να ενισχύσει την σχέση που θεμελίωσε ο προκάτοχός του, ενώ συμμετείχε στην υπογραφή της Τελικής Πράξεως του Ελσίνκι, στο πλαίσιο της Διασκέψεως για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΔΑΣΕ), τον Αύγουστο του 1975. Σημειωτέον ότι χρειάστηκαν δύο χρόνια προετοιμασίας, περισσότερες από 3.000 διαβουλεύσεις και η υπογραφή 40 τόννων επίσημων εγγράφων, προτού καταστεί δυνατή η συνάθροιση των εκπροσώπων των 15 χωρών – μελών του ΝΑΤΟ, των επτά χωρών – μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας και των 13 ουδέτερων κρατών.

John Adams, Nixon in China, Banquet Scene, Metropolitan Opera New York, 31.01.2011

Πάντως, η υπογραφή της Τελικής Πράξεως αντιμετωπίστηκε τότε από τα δυτικά ΜΜΕ ως μία υποχώρηση της Δύσεως απέναντι στις απαιτήσεις της Σοβιετικής Ενώσεως για έλεγχο των εξοπλισμών και ως παγίωση του status quo στην Ευρώπη, χωρίς να υπάρχουν αντίστοιχα εγγυήσεις για τη βελτίωση της καταστάσεως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα κράτη του ανατολικού συνασπισμού.

Επόμενος Πρόεδρος ήταν ο Τζίμυ Κάρτερ (James Earl «Jimmy» Carter Jr). Είχε επιτύχει οριακή νίκη στις εκλογές και είχε αναλάβει καθήκοντα την επαύριο της αποχωρήσεως των αμερικανικών στρατευμάτων από το Βιετνάμ. Στην εναρκτήρια ομιλία του, δήλωσε ότι «το έθνος μας έχει τα αναγνωρισμένα του όρια (ισχύος) και δεν μπορούμε ούτε να ανταποκρινόμαστε σε όλες τις προκλήσεις, ούτε να λύσουμε όλα τα προβλήματα». Επρόκειτο για ένα σημείο καμπής, αναφορικά με τα απεριόριστα όρια του Δόγματος Tρούμαν. Μολαταύτα, δεν ήθελε να αφήσει ελεύθερο το πεδίο για αμφισβήτηση της αμερικανικής ισχύος. Ως εκ τούτου, έστειλε στη Μόσχα μία «τελεσιγραφική» προειδοποίηση σχετικά με τα ζωτικά ενδιαφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών στην Μ. Ανατολή, μετά την εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν (τον Δεκέμβριο του 1979) και την απειλητική – όπως χαρακτηρίστηκε – προσέγγισή τους στην περιοχή του Περσικού κόλπου.

Η υπογραφή της Συμφωνίας του Καμπ Ντέηβιντ μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ, 17 Σεπτεμβρίου 1978.

Πιο συγκεκριμένα, την 23η Ιανουαρίου 1980 δήλωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα χρησιμοποιούσαν στρατιωτική δύναμη εάν ήταν απαραίτητο για να υπερασπιστούν τα εθνικά τους συμφέροντα στην περιοχή του Περσικού Κόλπου. Το δόγμα του είχε ως στόχο να αποτρέψει τη Μόσχα από το να κατακτήσει μία ηγεμονική θέση στη συγκεκριμένη περιοχή43 Επικέντρωσε την προσοχή του στον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο και είχε συχνές επαφές με ηγέτες του. Στα θετικά του Κάρτερ πιστώνεται αναμφίβολα η Συμφωνία του Καμπ Ντέηβιντ μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ, τον Σεπτέμβριο του 1978.44 Πάντως, η θητεία του σημαδεύτηκε από την κατάληψη της αμερικανικής πρεσβείας στην Τεχεράνη από Ιρανούς και την αιχμαλωσία του προσωπικού της, μετά την τοπική εξέγερση κατά του Σάχη.45 Οι εσφαλμένοι χειρισμοί του και οι διαψεύσεις των προσδοκιών που είχε καλλιεργήσει (και στους Ελληνοαμερικανούς)46 επέφεραν την ήττα του από τον Ρέηγκαν, στις εκλογές του 1980.

Ο τελευταίος ήταν αποφασισμένος να ανυψώσει το τρωθέν αμερικανικό γόητρο και να σταματήσει την ανάπτυξη του κομμουνισμού στον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο. Ακολούθησε μία πραγματικά πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, υπογράφοντας μία σειρά συμφωνιών με τη Σοβ. Ένωση. Από την άλλη πλευρά, εφήρμοσε μία επιθετική πολιτική έναντι της Μόσχας ασκώντας της τη μέγιστη δυνατή πίεση (Δόγμα Ρέηγκαν),47 παρέχοντας στρατιωτική υποστήριξη στις αντι-κομμουνιστικές ανταρτικές ομάδες (Νικαράγουα, Αγκόλα, Μοζαμβίκη, Καμπότζη, Αφγανιστάν) και υποχρεώνοντας τους Σοβιετικούς σε μία αμυντική πολιτική στις χώρες του Τρίτου Κόσμου.48 Ήταν σφόδρα αντίθετος με την πολιτική της «Υφέσεως», την οποία επέκρινε προσωπικά από την εποχή που ήταν κυβερνήτης της Καλιφόρνιας. Την τερμάτισε και αφοσιώθηκε σε μία σταυροφορία για την οριστική κατανίκηση της Σοβ. Ενώσεως.49 Ήταν δε ο πρώτος Αμερικανός πρόεδρος μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που έλαβε επιθετική θέση τόσο ιδεολογικά όσο και γεωστρατηγικά.50 Ταυτόχρονα, όμως, είχε το θάρρος να στείλει προσωπικές επιστολές σε δύο σοβιετικούς ηγέτες – Λεονίντ Μπρέζνιεφ (Leonid Ilyich Brezhnev) και Γιούρι Αντρόπωφ (Yuri Vladimirovich Andropov)-, με τις οποίες τους διαβεβαίωνε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν επιθετικές προθέσεις.51 Τέλος, δεν εδίστασε να αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα από τον Λίβανο, μετά από τρομοκρατική επίθεση εναντίον πεζοναυτών στη Βηρυττό (τον Οκτώβριο του 1983).52

«Berlin Wall» Speech – President Reagan’s Address at the Brandenburg Gate – 6/12/87

Οι εχθροί του τού κατελόγισαν το Ιράν-γκέητ,53 αλλά η δημοφιλία του παρέμεινε στα ύψη. Άλλωστε, είναι ο μοναδικός υποψήφιος στην ιστορία των αμερικανικών εκλογών που κατόρθωσε να κερδίσει 49/50 πολιτείες (το 1984). Το σχέδιό του για τον πόλεμο των άστρων οδήγησε την παρηκμασμένη Σοβ. Ένωση σε μία κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών, στην οποία αδυνατούσε να ανταπεξέλθει. Επίσης, δημιούργησε ένα πλέγμα συμμαχιών προκειμένου να ανασχέσει την επέκταση της σοβιετικής επιρροής στο εξωτερικό, ενώ ήρθε σε συνεννόηση με ισχυρά πετρελαιοπαραγωγά κράτη (όπως τη Σαουδική Αραβία) προκείμενου να μείνει χαμηλά η τιμή του «μαύρου χρυσού». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, στέρησε από τη Μόσχα κρίσιμους για την οικονομία της πόρους. Τέλος, υπονόμευσε την εσωτερική νομιμοποίηση του σοβιετικού καθεστώτος, καθώς και των αντίστοιχων καθεστώτων των φιλικών προς αυτό κρατών της ανατ. Ευρώπης μέσω της ενίσχυσης των πάσης φύσεως αντιπολιτευτικών φωνών. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την πλήρη αποσύνθεση της Σοβ. Ενώσεως λίγο μετά το τέλος της θητείας του Ρέηγκαν. Αν και είχε μονίμως απέναντί του τα ΜΜΕ, έμεινε στην ιστορία ως ο Αμερικανός Πρόεδρος που κατέδειξε το σαθρό υπόβαθρο του ανατολικού συνασπισμού.54

Ο Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος είναι Νομικός-Διεθνολόγος Δρ. Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Αγγελική Καρδαρά: Η εγκληματολογική και κοινωνιολογική προσέγγιση της «Φόνισσας» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ως «ιδεοληπτικής ανθρωποκτόνου»

Αγγελική Καρδαρά

         Η εγκληματολογική και κοινωνιολογική προσέγγιση της «Φόνισσας» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ως «ιδεοληπτικής ανθρωποκτόνου»

 

Στο παρόν άρθρο εξετάζονται οι ιδεοληψίες ως κίνητρο εγκληματικής δράσης και επιχειρείται η σκιαγράφηση του εγκληματικού προφίλ της Φόνισσας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ως «ιδεοληπτικής ανθρωποκτόνου», καθώς και των κοινωνικών προεκτάσεων των φόνων που διαπράττει. Η Φόνισσα αποτελεί κορυφαίο μυθιστόρημα, όχι μόνον για την ελληνική, αλλά και για την παγκόσμια λογοτεχνία. Είναι, επίσης, αξιοσημείωτο ότι ο Παπαδιαμάντης στο συγκεκριμένο έργο του διεισδύει στα μύχια της γυναικείας ψυχής και μάλιστα της γυναίκας που φτάνει στα άκρα και διαπράττει το πιο φρικτό έγκλημα, που, μέχρι σήμερα, πέρα από την ποινική απαξία της εγκληματικής πράξης, προκαλεί ισχυρές κοινωνικές αντιδράσεις: την ανθρωποκτονία μικρών παιδιών.

Η πρωταγωνίστρια μπορεί να χαρακτηριστεί «ιδεοληπτική εγκληματίας», γιατί σκοτώνει για ιδεοληπτικούς λόγους. Διέπεται από θρησκευτικές εμμονές, φτάνοντας στο πιο ακραίο σημείο να πιστέψει ότι λειτουργεί ως το χέρι του Θεού. Θέλει να απαλλάξει τα κορίτσια από βάσανα που κατατρέχουν το γυναικείο φύλο, από την ύπαρξή του, καθιστώντας τη ζωή της γυναίκας, ειδικά στην κλειστή τοπική κοινότητα της παραδοσιακής κοινωνίας, δύσκολη, σκληρή έως και ανυπόφορη. Υπό αυτή την έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η δολοφονία των ανήλικων κοριτσιών λειτουργεί σε ένα συμβολικό επίπεδο για την Φόνισσα, ασκώντας ισχυρές επιδράσεις στη δική της ψυχοσύνθεση, καθώς την «λυτρώνουν» από τα δεινά που τελικά και η ίδια βίωσε πολύ έντονα λόγω φύλου -ως γυναίκα, ως κόρη και αργότερα ως σύζυγος και μητέρα- σε μια συντηρητική και κλειστή κοινωνία, η οποία θεμελιώθηκε πάνω στα κοινωνικά στερεότυπα.

Η Φόνισσα συνεπώς απαντά ακραία και βίαια σε μια μεγάλη κοινωνική αδικία και διαπράττει, κατ’ επανάληψη, το πιο ειδεχθές έγκλημα. Ένα έγκλημα όμως που, σε συμβολικό επίπεδο, διαπράττεται τελικά σε βάρος του ίδιου της του εαυτού και στη συνέχεια σε βάρος ολόκληρου  του γυναικείου φύλου, το οποίο η ηρωίδα του μυθιστορήματος θέλει να «αφανίσει» για να του δώσει ίσως την «ευκαιρία» να αναγεννηθεί από τις στάχτες του. Με άλλα λόγια, η Φόνισσα μέσα από το μεγάλο κακό που διαπράττει, αποσκοπεί στη «λύτρωση» του γυναικείου φύλου από τα δεινά του. Είναι σαφές ότι η ζωή της γυναίκας στην κλειστή τοπική κοινωνία διαφοροποιείται από την αντίστοιχη των ανδρών. Στο μυαλό της Φόνισσας είναι αφόρητη. Γι’ αυτό, μέσω του πνιγμού των ανήλικων κοριτσιών και τελικά του δικού της, φαίνεται ότι αναζητεί απεγνωσμένα μια ελεύθερη ζωή, απαλλαγμένη από τα δυσβάσταχτα κοινωνικά «πρέπει» και τα στερεότυπα, με τα οποία γαλουχήθηκαν γενιές και γενιές, αρκετά εκ των οποίων με θλίψη διαπιστώνεται ότι δεν έχουν μέχρι σήμερα καταπολεμηθεί και ως εκ τούτου συνεχίζονται οι αγώνες και οι διεκδικήσεις  για την επίτευξη της ισότητας -στην πράξη- των φύλων. Εν τούτοις, η ζωή που ονειρεύεται η Φόνισσα για το γυναικείο φύλο δεν μπορεί να πραγματωθεί στο πλαίσιο της κλειστής κοινωνίας στο οποίο ζει, παρά μόνο -στο δικό της μυαλό- μέσω του «αφανισμού» του.

Θα ξεκινήσουμε την ανάλυσή μας με ορισμένες σκέψεις για την πολυσήμαντη έννοια του «εγκλήματος» και του επιστημονικού κλάδου της Εγκληματολογίας και ακολούθως θα εξετάσουμε επισταμένως τα εγκλήματα της Φόνισσας, επιχειρώντας τη σκιαγράφηση πτυχών του ψυχο-εγκληματικού προφίλ της. Ένα πρώτο αξιοσημείωτο στοιχείο για τις υπό διερεύνηση έννοιες συνίσταται στο ότι, παρόλο που η έννοια του εγκλήματος είναι πανάρχαια, η επιστήμη της Εγκληματολογίας είναι κατά πολύ νεότερη. Συμβατικά τοποθετείται στο έτος 1876, τη χρονιά δηλαδή που ο Cesare Lombroso, δημοσίευσε το έργο του Ο εγκληματίας άνθρωπος.1

Ο πρώτος Καθηγητής της Εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνος Γαρδίκας (1864-1984), όρισε την Εγκληματολογία ως την επιστήμη που σπουδάζει το έγκλημα ως πραγματικό, δηλαδή ως φυσικό και ψυχικό γεγονός, καθώς και τα μέσα καταπολέμησής του. Σύμφωνα με τον Léauté, η Εγκληματολογία είναι η επιστημονική μελέτη του συνόλου του εγκληματικού φαινομένου. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν συγγραφείς, οι οποίοι έχουν χρησιμοποιήσει περιγραφικούς ορισμούς, όπως ο Αμερικανός Sutherland (1833-1950) και ο Γερμανός Kaiser. Ειδικότερα,  ο Sutherland όρισε την Εγκληματολογία ως το σώμα των γνώσεων, οι οποίες αναφέρονται στην παράβαση και στο έγκλημα ως κοινωνικά φαινόμενα. Ο Kaiser διατύπωσε την άποψη ότι η Εγκληματολογία αποτελεί ένα ταξινομημένο σύνολο εμπειρικών γνώσεων,  οι οποίες αναφέρονται στο έγκλημα, στον παραβάτη, στις αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις και στον έλεγχο συναφούς συμπεριφοράς.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Στο σημείο αυτό πρέπει, ασφαλώς, να υπογραμμισθεί ότι σε όλες τις κοινωνίες και τις εποχές έχουν διατυπωθεί διάφοροι ορισμοί για την Εγκληματολογία. Αυτή η ποικιλία, αλλά και η ανομοιογένεια των προτεινόμενων ορισμών, δύναται να ερμηνευθούν με δύο τρόπους. Βάσει της πρώτης ερμηνείας, η Εγκληματολογία αποτελεί τη συνισταμένη τμημάτων αρκετών κλάδων, όπως είναι η Ψυχολογία, η Κοινωνιολογία, η Ανθρωπολογία, η Ψυχιατρική, το Ποινικό Δίκαιο κ.λπ. Βάσει της δεύτερης, δεν υπάρχει μία Εγκληματολογία αλλά πολλές, η καθεμία εκ των οποίων ασχολείται με ένα συγκεκριμένο αντικείμενο. Η Εγκληματολογία δεν υποκαθιστά τις ποινικές-νομικές επιστήμες, αλλά αποτελεί έναν διεπιστημονικό, διακριτό και αυτόνομο κλάδο.2 Ωστόσο, παρά την πληθώρα των ορισμών και των ερμηνειών που κατά καιρούς έχουν δει το φως της δημοσιότητας, η Εγκληματολογία διέπεται από κάποια πρωταρχικά χαρακτηριστικά, τα οποία μπορούν να συνεχιστούν στο εξής σημείο: κύρια ενασχόλησή της είναι ο άνθρωπος και γενικότερα το σύνολο της ανθρώπινης κοινωνίας. Ένα από τα κύρια αντικείμενα που εξετάζει η Εγκληματολογία, όπως άλλωστε αποκαλύπτεται και από την ετυμολογία της λέξεως (λόγος περί εγκλήματος), είναι το έγκλημα.

Η έννοια του «εγκλήματος» περιλαμβάνει τόσο το νομικό όσο και το πραγματικό έγκλημα. Ειδικότερα, το έγκλημα, ως αυτοτελές αντικείμενο έρευνας και μελέτης, απασχολεί πρωτίστως το (ουσιαστικό) Ποινικό Δίκαιο και τη (θεωρητική) Εγκληματολογία. Για το Ποινικό Δίκαιο, το έγκλημα είναι  μια νομική κατασκευή. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι ό,τι ορίζει ο ποινικός νομοθέτης σε μια αφηρημένη διάταξη του (ποινικού) νόμου, απειλώντας ποινή για την περίπτωση παραβίασης των ορισμών του. Στο σημερινό στάδιο εξέλιξης του Ποινικού Δικαίου τα (νομικά) εγκλήματα καθορίζονται στον νόμο περιπτωσιολογικά, δηλαδή για κάθε έγκλημα προβλέπεται ιδιαίτερη διάταξη νόμου. Επομένως, διαπιστώνεται ότι η έννοια του (νομικού) εγκλήματος είναι έννοια τυπική, με μοναδικό της κριτήριο την υπαγόρευση του ποινικού νόμου, ανεξαρτήτως της ουσίας αυτής. Από την δική της πλευρά, η Εγκληματολογία απεικονίζει το «έγκλημα» με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο. Πιο συγκεκριμένα, για την Εγκληματολογία που είναι άλλωστε μια θετική επιστήμη, το έγκλημα δεν αποτελεί μια αφηρημένη έννοια κάποιας διάταξης ενός νόμου, αλλά είναι ένα πραγματικό πρόβλημα της καθημερινής ζωής, ένα κοινωνικό γεγονός με απτές διαστάσεις. Αυτή η επιστημονική θεώρηση του προβλήματος οδήγησε στη σύλληψη της εικόνας του εγκλήματος ως κοινωνικού φαινομένου με πραγματικό περιεχόμενο. Αυτό σημαίνει ότι το πραγματικό έγκλημα αποτέλεσε το επίκεντρο του ενδιαφέροντος της Εγκληματολογίας. Στη συνέχεια, η συνειδητοποίηση της ανάγκης για τη μελέτη του προβλήματος του εγκλήματος, ως κοινωνικού φαινομένου με πραγματικό περιεχόμενο, έθεσε το θεμέλιο για την οικοδόμηση του επιστημονικού κλάδου της Εγκληματολογίας. Μάλιστα με τη συζήτηση του εν λόγω θέματος ξεκινάει το βιβλίο του Raffaele Garofalo Εγκληματολογία (Criminologia, Τορίνο 1885), που έδωσε και το όνομα στον τότε νεότευκτο επιστημονικό κλάδο.3

Συνοψίζοντας, υφίστανται ορισμένα τυποποιημένα γνωρίσματα, δηλαδή στοιχεία που απαντώνται στερεοτύπως σε κάθε εγκληματική συμπεριφορά, ανεξαρτήτως της ιδιαίτερης φύσης της. Σε μια προσπάθεια να συνοψισθούν όλα αυτά τα στοιχεία καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι κάθε έγκλημα στην ουσία του:

  • Αποτελεί φαινόμενο της ζωής.
  • Είναι ανθρώπινη εκδήλωση και ειδικότερα πράξη.
  • Ενέχει αντικοινωνικότητα. Η αντικοινωνικότητα του εγκλήματος έγκειται στο ότι συνιστά, ή εμπεριέχει το στοιχείο της προσβολής της σχέσεως κοινωνίας, η οποία συνδέει το υποκείμενο του εγκλήματος με άλλους φορείς εξουσίας, όπως είναι τα άτομα, τα σύνολα ατόμων, τα κοινόβια ή τα σύνολα κοινοβίων με την καθολική υπερατομική διυποκειμενική ένωση, δηλαδή την ανθρωπότητα στο σύνολό της.
  • Ενέχει αντεκπολιτιστικό χαρακτήρα, ο οποίος εκδηλώνεται είτε με τη μορφή απλής αναστολής του εκπολιτισμού, είτε με τη μορφή εκπολιτιστικής οπισθοδρόμησης.
  • Προκαλεί πολύπλευρη ζημία στο σύνολο της ανθρώπινης κοινωνίας.
  • Συνιστά μια οριακή κατάσταση. Με αυτήν τη διαπίστωση αγγίζουμε τον χώρο του μεταφυσικού. Το γεγονός αυτό ερμηνεύεται από το ότι ο άνθρωπος, ως προσωπικότητα, ανήκει και στον χώρο αυτό.4

Αναμφίβολα, το πρόβλημα της αιτιολόγησης του εγκλήματος -των γενεσιουργών, δηλαδή, αιτίων του- αποτελεί κυρίαρχο θέμα της εγκληματολογικής θεωρίας. Η σημασία αυτού του ζητήματος εντοπίζεται στο γεγονός ότι από τη λύση του εξαρτώνται τα μέτρα που λαμβάνονται για την καταπολέμηση του εγκλήματος, ο τρόπος της ποινικής και σωφρονιστικής μεταχείρισης των εγκληματιών και μια σειρά άλλων καίριων θεμάτων. Πολλοί συγγραφείς αναφερόμενοι στην εγκληματική δράση κάνουν λόγο για αίτια (causes), ενώ άλλοι αναφέρονται σε παράγοντες (factors). Οι δύο όροι διαφοροποιούνται μεταξύ τους, καθώς όταν μιλάμε για «αίτια του εγκλήματος», εννοούμε τους χρονικά προηγούμενους όρους ή συνθήκες, των οποίων η ύπαρξη θεωρείται ότι παράγει το έγκλημα. Από την άλλη πλευρά, οι «παράγοντες» αποτελούν τους όρους εκείνους που με τη δράση τους διευκολύνουν σε μεγάλο βαθμό την εμφάνιση του εγκλήματος. Η ουσιώδης διαφορά μεταξύ αιτιών και παραγόντων είναι ότι οι παράγοντες δεν προκαλούν, όπως οι αιτίες, το έγκλημα, αλλά δημιουργούν το κατάλληλο έδαφος για την εμφάνιση και εξάπλωσή του.

Η αιτιολογική προσέγγιση του εγκλήματος περιλαμβάνει δύο μεγάλες κατηγορίες θεωριών:

  1. Μονο-παραγοντικές θεωρίες, οι οποίες αποδίδουν το έγκλημα αποκλειστικά σε ενιαία ή ομοιογενή αίτια, δηλαδή είτε βιολογικά, είτε ψυχολογικά, είτε κοινωνικά.
  2. Πολύ-παραγοντικές θεωρίες, οι οποίες θεμελιώνονται στην άποψη ότι σε κάθε περίπτωση διάπραξης εγκλήματος συντρέχουν από κοινού, με διαφορετικό βέβαια βαθμό επίδρασης, στοιχεία τόσο από τον ανθρώπινο σωματικό-ψυχολογικό οργανισμό, όσο και από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον.

Οι θεωρίες που ανήκουν στην αιτιολογική προσέγγιση είναι, κατά τη χρονολογική σειρά εμφάνισής τους, οι ακόλουθες:

  • Οργανικές
  • Ψυχολογικές
  • Κοινωνιολογικές

Αυτό, ωστόσο, που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι, παρά τον επιστημονικά τεκμηριωμένο χαρακτήρα όλων αυτών των θεωριών περί εγκλήματος, το πρόβλημα της αιτιολογίας, δηλαδή της εγκληματογένεσης, όπως αποκαλείται από ορισμένους συγγραφείς, παραμένει μέχρι σήμερα αντικείμενο επισταμένης μελέτης. Η αναζήτηση των αιτιών του εγκλήματος δεν μπορεί να εστιάσει μόνο στα κίνητρα της ανθρώπινης ψυχής. Γι’ αυτόν το λόγο διατυπώθηκαν από την άλλη πλευρά και νέες θεωρίες, οι οποίες προσπάθησαν να εξηγήσουν το έγκλημα με τέτοιο τρόπο που δεν στηρίζεται, ή δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκη, την ύπαρξη γενεσιουργών αιτιών ή παραγόντων. Οι θεωρίες της αλληλεπίδρασης ή του στιγματισμού και οι θεωρίες των συστημάτων εντάσσονται στις παραπάνω κατηγορίες θεωριών.5

Μια εξίσου σημαντική έννοια που μας απασχολεί είναι η έννοια της «εγκληματικότητας». Η εγκληματικότητα αποτελεί ένα πολύπλοκο κοινωνικό φαινόμενο που συντίθεται από το σύνολο των εγκλημάτων, τα οποία διαπράττονται σε συγκεκριμένη τοπικά και χρονικά κοινωνική ομάδα. Αυτό, όμως, που πρέπει να τονισθεί, είναι ότι σε καμία χώρα και σε καμία εποχή δεν έχει δημιουργηθεί ένα επαρκές σύστημα καταγραφής όλων των διαπραττομένων εγκληματικών ενεργειών. Κατά συνέπεια, η εγκληματικότητα διακρίνεται σε δύο μεγάλα τμήματα: στην εμφανή και στην αφανή, ή αλλιώς λανθάνουσα εγκληματικότητα, δηλαδή στο τμήμα που δεν μπορούμε να μετρήσουμε. 6 Προκειμένου να καταστεί απολύτως σαφής η συσχέτιση μεταξύ Eγκληματολογίας και εγκληματία, αξίζει να υπογραμμισθεί ότι η Eγκληματολογία εντάχθηκε στους επιστημονικούς κλάδους από τότε που η μελέτη του εγκληματία έγινε αντικείμενό της και προσέδωσε τον χαρακτήρα αυτόνομης θετικής επιστήμης. Η διερεύνηση της εικόνας του εγκληματία άσκησε τόσο έντονες επιδράσεις στην εγκληματολογική σκέψη και την εξελικτική της θεωρία, ώστε ανάλογα με τον τρόπο εξέτασής της διαμορφωνόταν κάθε φορά και ο αντίστοιχος εγκληματολογικός κλάδος ή κατεύθυνση, όπως είναι η εγκληματολογική βιολογία, η εγκληματολογική ψυχολογία, η εγκληματολογική ψυχοπαθολογία κ.λπ. Όσον αφορά, τέλος, στη σχέση εγκλήματος και εγκληματικού φαινομένου με τα ΜΜΕ, αυτή είναι πέραν πάσης αμφιβολίας στενή. Το έγκλημα άλλωστε είναι μία είδηση omnibus, αφορά δηλαδή τους πάντες.7

Μετά την ανάλυση των όρων και εννοιών που σχετίζονται με το έγκλημα και το εγκληματικό φαινόμενο, θα αναφερθούμε στην έννοια των «ιδεοληψιών», δεδομένου ότι, όπως εξαρχής τονίσθηκε, κρίνουμε πως αποτελούν κίνητρο της εγκληματικής δράσης της Φόνισσσας. Οι ιδεοληψίες, ή αλλιώς εμμονές, είναι σκέψεις ή νοητές εικόνες, οι οποίες προκαλούν έντονη ανησυχία σε ένα άτομο. Προκαλούν άγχος και δυσφορία στο άτομο σε τέτοιο βαθμό ώστε να αδυνατεί να διαχειριστεί αυτά τα συναισθήματα, τα οποία το καταβάλουν ψυχικά. Όλες αυτές οι δυσάρεστες σκέψεις έρχονται στο μυαλό χωρίς τη θέληση του ατόμου, με αποτέλεσμα να του προκαλούν αιφνιδιασμό και ταραχή. Οι ιδεοληψίες πολλές φορές συνοδεύονται από καταναγκασμούς, ή ακόμα και τελετουργικές πράξεις, προκειμένου να μειωθεί το άγχος. Είναι αξιοσημείωτο ότι όλοι μας ενδέχεται να έχουμε ζήσει την εμπειρία της ιδεοληψίας, ωστόσο, η βασική διαφορά βρίσκεται στη συχνότητα και την αξιολόγηση του περιεχομένου της σκέψης μας.

Ο ιδεοληπτικός εγκληματίας, συνεπώς, υποφέρει από επαναλαμβανόμενες σκέψεις που του προκαλούν έντονο άγχος και δυσφορία. Το κίνητρο της εγκληματικής του δράσης είναι η θεωρούμενη για τον ίδιο «μεγάλη ιδέα», η οποία τον βασανίζει, καθώς του έχει γίνει εμμονή. Αυτή η έμμονη ιδέα μπορεί για παράδειγμα να αφορά την επιθυμία του να «σώσει» τον κόσμο από τον «εχθρό» που, κατά τη δική του διαστρεβλωμένη κρίση, μπορεί να είναι οι μετανάστες ή οι εκδιδόμενες γυναίκες ή οι ομοφυλόφιλοι ή οποιανδήποτε άλλη ομάδα πληθυσμού θεωρεί εχθρική απέναντί του και, τελικά, απέναντι σε ολόκληρη την κοινωνία. Αυτή η ιδέα κυριαρχεί στο μυαλό του και δεν τον αφήνει να ησυχάσει μέχρι να κάνει τη σκέψη του πράξη. Έτσι, λοιπόν, ωθείται στο έγκλημα, μέσα από το οποίο λαμβάνει τελικά ικανοποίηση, δεδομένου ότι μέσα από το έγκλημα ή τα εγκλήματα που διαπράττει, «λυτρώνεται» και ο ίδιος από τις έμμονες ιδέες του και φτάνει στο σημείο να πιστέψει ότι είναι «σωτήρας της κοινωνίας», καθώς θεωρεί ότι την έχει απαλλάξει από ανθρώπους που δεν αξίζει να ζουν.

Είναι πολύ σημαντικό να τονίσουμε ότι οι ιδεοληπτικοί εγκληματίες δεν στοχεύουν την εγκληματική τους δράση εναντίον ενός συγκεκριμένου προσώπου, αλλά στο πρόσωπο του ατόμου που σκοτώνουν βλέπουν μία ολόκληρη ομάδα πληθυσμού. Για παράδειγμα, δολοφονώντας μία εκδιδόμενη γυναίκα, θεωρούν ότι «σκοτώνουν» όλες τις εκδιδόμενες γυναίκες, δολοφονώντας ένα μετανάστη, θεωρούν ότι «δολοφονούν» όλους τους μετανάστες και μάλιστα όχι απλώς ότι δολοφονούν, αλλά ότι «εξαγνίζουν» ολόκληρη την κοινωνία. Δυστυχώς, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, έχουν διαπραχθεί εγκλήματα που έχουν ως κύριο κίνητρο εγκληματικής δράσης την ιδεοληψία και μας έχουν απασχολήσει εκτενώς σε ερευνητικό επίπεδο.8

 

Σκιαγράφηση πτυχών του ψυχο-εγκληματικού προφίλ της Φόνισσας του Αλ. Παπαδιαμάντη

Η απεικόνιση των ιδεοληψιών ως κίνητρο εγκληματικής δράσης έχει καταγράφει όμως και στη λογοτεχνία. Η Φόνισσα, το κεντρικό πρόσωπο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, αποτελεί μία «ιδεοληπτική εγκληματία». Η Φόνισσα, να σημειωθεί ότι γράφτηκε το 1902, δηλαδή εννέα χρόνια πριν από τον θάνατο του δημιουργού της και δημοσιεύτηκε το 1903 σε συνέχειες στην εφημερίδα Ακρόπολη. Πρόκειται, αναμφισβήτητα, για το κορύφωμα του παπαδιαμαντικού έργου, για ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα με συμβολικές διαστάσεις, που μέχρι σήμερα αποτελεί αντικείμενο μελέτης αξιόλογων ερευνητών, προερχόμενων μάλιστα από ένα ευρύ φάσμα επιστημόνων (φιλοσόφων, ψυχολόγων, κοινωνιολόγων, ψυχιάτρων, εγκληματολόγων, νομικών κ.λ.π.). Το έργο μπορεί να ενταχθεί στο είδος του «κοινωνικού μυθιστορήματος» -αυτός άλλωστε είναι και ο χαρακτηρισμός που αποδίδει ο ίδιος ο δημιουργός- όπως για παράδειγμα στην αντίστοιχη ξενόγλωσση πνευματική δημιουργία κατατάσσονται τα μυθιστορήματα του Εμίλ Ζολά.9

Οι φόνοι που διαπράττει η Φόνισσα μπορούν να χαρακτηριστούν ιδεο-συμβολικοί, με την έννοια ότι δεν υποκινείται από κάποιο τυφλό πάθος, ούτε από οικονομικό κίνητρο, ή κάποιο ταπεινό συμφέρον, αλλά διαπράττει τα ειδεχθή εγκλήματα κινούμενη από μία ιδέα: την ιδέα της λύτρωσης των μικρών κοριτσιών, των οικογενειών τους και κατ’ επέκταση ολόκληρης της κοινωνίας από τον πόνο και τη δυστυχία. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις της ίδιας της Φόνισσας για τη ζωή, τα εγκλήματά της είναι ανιδιοτελή, ενώ είναι αξιοσημείωτο ότι θέτει τη ζωή της σε κίνδυνο χωρίς να έχει κανένα προσωπικό όφελος.10 Η ιδεοληψία της Φόνισσας δυστυχώς εντείνεται από τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής που καθιστούσαν τη ζωή των κοριτσιών και γυναικών πολύ δύσκολη. Αυτό είναι ένα στοιχείο που πρέπει να υπογραμμίσουμε και να αναδείξουμε, γιατί καταδεικνύει τον επιβαρυντικό ρόλο που διαδραματίζουν τα στερεότυπα, από εποχή σε εποχή και από κοινωνία σε κοινωνία. Η βεβαιότητα και η γνώση των ταλαιπωριών που θα ήταν αναγκασμένα να υποστούν και ταυτόχρονα θα επέβαλαν στους άλλους, τα κοριτσάκια συνιστούν για εκείνη την ηθική δικαίωση για την πράξη της. Σκοτώνει για να ελευθερώσει. Έχει την πεποίθηση ότι με τους φόνους διορθώνει τις αδικίες της φύσης και λυτρώνει τους φτωχούς, στους οποίους άλλωστε και η ίδια ανήκει, από την κακή τύχη που είχαν να φέρουν στη ζωή θηλυκά, δεδομένου ότι εκείνη την εποχή η γέννηση κοριτσιών ήταν «βάρος», καθώς ισοδυναμούσε με την εξασφάλιση προίκας. Πιστεύει, συνεπώς, ότι προσφέρει μεγάλη βοήθεια στους συνανθρώπους της, διορθώνοντας οριστικά τους άδικους νόμους, τα στερεότυπα και τις συνήθειες μιας στενόμυαλης κοινωνίας.11

Άποψη της Σκιάθου.

Η Φόνισσα θεωρεί ότι είναι δοσμένη σε ένα μεγάλο έργο. Το αξιοσημείωτο είναι ότι δεν νιώθει μόνη στην πραγμάτωση του ιερού σκοπού της, αφού κατά την άποψή της έχει την αμέριστη συμπαράσταση του Θεού. Ο Guy Saunier χαρακτηρίζει «εωσφορική» τη στάση της. Η Φόνισσα παρερμηνεύει τον θείο λόγο και καταλήγει να πιστεύει ότι είναι πλέον στη μοίρα της να σκοτώνει και ότι ο Θεός τής στέλνει το μήνυμα να συνεχίσει την εγκληματική της δράση. Αυτή ακριβώς η διαστρεβλωμένη σκέψη την οδηγεί στη διάπραξη του πρώτου φόνου. Είναι ενδεικτική η φράση που διατυπώνεται στο κείμενο: «όποιος αγαπά την ψυχήν του, θα την χάση». Είναι επίσης άξια σχολιασμού η έμμεση ταύτιση της Φόνισσας με τον Θεό, η οποία καθίσταται εμφανής στην ακόλουθη φράση που διατυπώνει για το νεογέννητο κοριτσάκι του Λυρίγκου: «Και τι ξαλάφρωμα θα ήτον τώρα γι’ αυτόν…να του το έπαιρνε τώρα ο Μεγαλοδύναμος». Λίγο αργότερα ο Μεγαλοδύναμος, με τη μορφή της Φόνισσας, θα αφαιρέσει από το βρέφος την πνοή της ζωής. Με αυτό τον τρόπο, πέρα από τον σφετερισμό της ταυτότητας του Θεού, προβαίνει σε ακραία πρόκληση και αποφασίζει ακόμα και για τη μεταθανάτια τύχη των θυμάτων της. Μάλιστα προκαλεί δέος ότι «αισθάνεται αγρίαν χαράν καθώς πνίγει το αβάπτιστο μωρό».12

Παράλληλα, η Φόνισσα παρουσιάζει ορισμένα κοινά στοιχεία με τους κατ’ εξακολούθηση ανθρωποκτόνους, τους ευρέως γνωστούς ως serial killers. Η ομοιότητα εντοπίζεται στο γεγονός ότι δολοφονεί κοριτσάκια διαδοχικά. Μετά τον πρώτο φόνο που διαπράττει, μπαίνει σε εφαρμογή ένας φαύλος κύκλος που κλείνει μέσα του μία «αλυσίδα δολοφονιών», όπως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Ο κύκλος αυτός θα εξακολουθήσει να υφίσταται μέχρι τη στιγμή του θανάτου της ίδιας της δημιουργού των αποτρόπαιων πράξεων. Οι διαφορές, ωστόσο, ανάμεσα στους serial killers και τη Φόνισσα είναι αρκετές. Η σημαντικότερη συνίσταται στα κίνητρα που κατά κανόνα διέπουν τους πρώτους. Το πρωταρχικό κίνητρο των γυναικών που διαπράττουν διαδοχικές δολοφονίες είναι το οικονομικό όφελος. Άλλα κίνητρα δράσης είναι η ζήλια, η εκδίκηση, η εξολόθρευση εχθρών, η εξασφάλιση ναρκωτικών ουσιών, η ικανοποίηση συναισθημάτων ανεπάρκειας, η σφοδρή επιθυμία ελέγχου και η ικανοποίηση άγριων σεξουαλικών ορέξεων. Τα κίνητρα που ωθούν τη Φόνισσα στην εγκληματική της δράση δεν έχουν καμία σχέση με οικονομικά οφέλη και συμφέροντα, αλλά ούτε και με κάποια από τις προαναφερθείσες κατηγορίες. Άλλη σημαντική διαφορά είναι ότι η Φόνισσα, εν αντιθέσει με τους κατά συρροή δολοφόνους, δεν σχεδιάζει προσεκτικά τα εγκλήματά της. Μολονότι πρωταρχική επιδίωξή της είναι να δει νεκρά τα κοριτσάκια, η ίδια δεν οργανώνει με μεθοδικότητα κάποιο εγκληματικό σχέδιο δράσης προκειμένου να τα εξοντώσει.

Συνοψίζοντας, η Φόνισσα προβαίνει στα αποτρόπαια εγκλήματά της προκειμένου να λυτρώσει πρωτίστως το γυναικείο φύλο, που και η ίδια εκπροσωπεί, αλλά και ολόκληρη την κοινωνία από μία ζωή γεμάτη βάσανα και εξευτελισμούς. Υπό αυτή την έννοια, ασφαλώς πρέπει να τονίσουμε ότι οι προθέσεις της δεν είναι δόλιες, αφού πιστεύει ότι αγωνίζεται για την υλοποίηση ενός ανώτερου σκοπού, τον οποίο μάλιστα κατά την άποψή της, της τον «επέβαλε» ο Θεός. Ωστόσο, το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό τόσο για τις αθώες ψυχές που σκοτώνει, όσο και για την ίδια. Η Φόνισσα, επίσης, θα μπορούσε να συσχετιστεί με πραγματικές περιπτώσεις γυναικών που σκοτώνουν τα παιδιά τους, ή άλλα προσφιλή τους πρόσωπα, για να τα λυτρώσουν από πραγματικό ή εικονικό πόνο. Μολονότι δεν σκοτώνει τα δικά της παιδιά, που αποτελεί μία σημαντική διαφοροποίηση, τα κίνητρα δράσης και το ψυχο- εγκληματικό προφίλ της παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με πραγματικές υποθέσεις γυναικείας εγκληματικότητας που έχουν απασχολήσει τα ΜΜΕ με εκτενή ρεπορτάζ.

Η οικία Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο.

Συμπερασματικά, οι ιδεοληψίες, που δυστυχώς όπως παρατηρούμε διογκώνονται από τις επικρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις και τα στερεότυπα που διαχρονικά έχουν λειτουργήσει επιβαρυντικά σε βάρος του γυναικείου φύλου, στο μυαλό ατόμων με μια «εύθραυστη», όπως θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε, ψυχοσύνθεση, αντίστοιχη της Φόνισσας, δύναται να αποβούν θανατηφόρες. Επίσης, δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι, ειδικά σε εποχές κρίσεων, δύναται να αποτελέσουν κίνητρο ακραίων εγκληματικών ενεργειών σε βάρος όχι μεμονωμένων ατόμων, αλλά και ολόκληρων ομάδων πληθυσμού. Στην εποχή της ραγδαίας ανάπτυξης της τεχνολογίας, μάλιστα, είναι πολύ εύκολο να αξιοποιηθούν από τους ιδεοληπτικούς εγκληματίες όλα τα διαθέσιμα μέσα της τεχνολογίας προκειμένου να επιτύχουν τους σκοπούς τους και σαφώς τα πιο ευάλωτα θύματα είναι τα παιδιά και οι έφηβοι. Σημαντικό, τέλος, πρέπει να τονισθεί ότι η λογοτεχνία προσφέρει πάντοτε πολύτιμα μαθήματα που μπορούν να αξιοποιηθούν με τον καλύτερο τρόπο ακόμα και από τους εγκληματολόγους, τόσο σε διδακτικό όσο και σε ερευνητικό επίπεδο.

 

Η Αγγελική Καρδαρά είναι Διδάκτωρ του Τμήματος Επικοινωνίας & ΜΜΕ του ΕΚΠΑ, Φιλόλογος-Συγγραφέας και Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕΜΕ).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Σ. Αλεξιάδης, Εγκληματολογία, 4η έκδ., Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σακκουλας, 2004.

Α. Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 1984.

Ι. Δασκαλόπουλος, Στοιχεία Εγκληματολογίας, τομ. Α’, Αθήνα: Αδελφοί Τζάκα, 1972.

Α. Καρδαρά, Νέοι Παγιδευμένοι στα Παιχνίδια της Βίας: Εγκλήματα με Δράστες και Θύματα Νέους, Αθήνα: Παπαζήσης, 2021.

Α. Καρδαρά, Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας για τον Αστυνομικό και Δικαστικό Συντάκτη, Αθήνα: Παπαζήσης, 2017.

Γ.    Πανούσης, Καθ’    Υπερβολήν   Χρήσεις   και   Καταχρήσεις: Νόμοι, Αριθμοί    &       Εικόνες Κατασκευής Φόβων, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 2008.

Γ.     Πανούσης, Ο     Εγκληματίας    στο    έργο    του    Ντοστογιέφσκι:    Υπο-χθόνιος    ή        υπερ- άνθρωπος, Νομική Βιβλιοθήκη: Αθήνα, 2012.

Σπινέλλη Κ. Δ., Εγκληματολογία: σύγχρονες και παλαιότερες κατευθύνσεις, Πανεπιστημιακές παραδόσεις, 3η έκδ., Αθήνα-Κομοτηνή, Σάκκουλας, 2014.

Συλλογικό, Η Κοινωνική Διάσταση του Έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Οδυσσέας: Αθήνα, 2000.

Συλλογικό, Μνήμη Ν. Βερβεσού, Αθήνα-Κομοτηνή: Σάκκουλας, 1991.

Συλλογικό, Πρακτικά Β’ Διεθνούς Συνεδρίου για Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Αθήνα: Δόμος, 2002.

Συλλογικό, Εγκληματολογία: Περίβλεπτον Αλεξίφωτον; Τιμητικός τόμος για τον ομότιμο καθηγητή Γιάννη Πανούση, Αθήνα: Ι. Σιδέρης, 2020.

Συλλογικό, Φώτα Ολόφωτα: ένα αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη και τον κόσμο του, 2η έκδ., Αθήνα: Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, 2001

Cusson, Σύγχρονη Εγκληματολογία, μτφ. Η. Σαγκουνίδου-Δασκαλάκη, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 2002.

R.A Duff & Garland D. (επιμ.), A Reader on Punishment, Oxford: Oxford University Press, 1994.

C.A. Davis, Women who kill: profiles of female serial killers, London: Allison & Busby Limited, 2002.

G. Saunier, Εωσφόρος και Άβυσσος: ο προσωπικός μύθος του Παπαδιαμάντη, Αθήνα: Άγρα, 2001.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Αντώνης Κλάψης: Η Σύμβαση της Λωζάννης για την Ανταλλαγή των Ελληνοτουρκικών Πληθυσμών

100 χρόνια από τότε

Αντώνης Κλάψης

Η Σύμβαση της Λωζάννης για την Ανταλλαγή των Ελληνοτουρκικών Πληθυσμών

 

Το προσφυγικό κύμα

Ένα από τα πλέον φλέγοντα ζητήματα, τα οποία κλήθηκε να αντιμετωπίσει η Ελλάδα αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ήταν η συρροή στα ελληνικά εδάφη εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων προσφύγων, οι οποίοι είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν, καταδιωκόμενοι από τις κεμαλικές δυνάμεις, τις πατρογονικές τους εστίες. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, ένα πρωτοφανές για τα ελληνικά δεδομένα προσφυγικό ρεύμα είχε δημιουργηθεί. Ήδη από τις αρχές Σεπτεμβρίου, οι πρόσφυγες που είχαν βρει καταφύγιο στην Ελλάδα υπολογίζονταν από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές σε περίπου 200 χιλιάδες.[1] Η ροή προσφύγων ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο ως αποτέλεσμα της υπογραφής της Ανακωχής των Μουδανιών, η οποία προέβλεπε την παράδοση της Ανατολικής Θράκης στην Τουρκία. Μέσα σε λίγες εβδομάδες πάνω από 250 χιλιάδες Έλληνες της περιοχής την εγκατέλειψαν, διαβαίνοντας τον ποταμό Έβρο, ο οποίος επρόκειτο να αποτελέσει το χερσαίο ελληνοτουρκικό σύνορο. Την ίδια ώρα, ακόμα περισσότεροι πρόσφυγες από την Ανατολία συνέρρεαν στην Ελλάδα. Τον Νοέμβριο, περίπου 900 χιλιάδες πρόσφυγες βρίσκονταν διάσπαρτοι σε διάφορα σημεία της ελληνικής επικράτειας.[2]

Η κατάσταση των προσφύγων ήταν απελπιστική. Δεν διέθεταν στέγη, αλλά ούτε τα στοιχειώδη μέσα επιβίωσης. Επιπλέον, μαστίζονταν από κάθε λογής μολυσματική ασθένεια. Το ποσοστά θνησιμότητας ήταν συγκλονιστικά, ιδίως ανάμεσα στα μικρότερης ηλικίας παιδιά και στα βρέφη. Κάπως καλύτερα ήταν τα πράγματα μόνο για τους Ανατολικοθρακιώτες, οι οποίοι είχαν εκκενώσει την ιδιαίτερη πατρίδα τους κάτω από την κάλυψη του ελληνικού στρατού, δίχως να υποστούν σφαγή από τα κεμαλικά στρατεύματα. Την τραγική εικόνα των προσφύγων περιέγραφε με γλαφυρό τρόπο ο ύπατος αρμοστής της Κοινωνίας των Εθνών για τους πρόσφυγες Φρίντγιοφ Νάνσεν:[3]

[…] οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία εγκατέλειψαν τα σπίτια τους με τόση σπουδή ώστε δεν διαθέτουν τίποτε άλλο στην κατοχή τους παρά μόνο το ελαφρά καλοκαιρινά ρούχα που φορούν. Χρειάζονται επειγόντως όχι μόνο στέγη αλλά επίσης χειμερινά ρούχα και κουβέρτες που θα τους επιτρέψουν να αντιμετωπίσουν τη δριμύτητα του επερχόμενου χειμώνα˙ επίσης δεν διαθέτουν καθόλου χρήματα για την προμήθεια φαγητού.

[…]

Ακόμα κι αν το πρόβλημα του επισιτισμού λυθεί για τους αμέσως προσεχείς μήνες, υπάρχουν κι άλλες δυσκολίες που πρέπει να αντιμετωπιστούν, οι οποίες δεν είναι λιγότερο σημαντικές. Εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες δεν διαθέτουν κατάλληλη στέγη. Η προμήθεια σκηνών, αντίσκηνων και στοιχειωδών οικοδομικών υλικών (ξύλα και στέγαστρα) είναι απολύτως επείγουσα […].

Επιπρόσθετα, μεγάλη ποσότητα ρουχισμού και κουβερτών είναι απαραίτητη έτσι ώστε να μπορέσουν οι πρόσφυγες να ανταποκριθούν στις δυσκολίες των χειμερινών μηνών. Εάν δεν υπάρξει άμεση και σε μεγάλη ποσότητα προμήθεια αυτών των ειδών, είναι βέβαιο ότι πάρα πολλές μητέρες και μικρά παιδιά θα πεθάνουν. Η θνησιμότητα των βρεφών και των μητέρων, των οποίων τα παιδιά έχουν γεννηθεί σε στρατόπεδα προσφύγων τους τελευταίους μήνες, είναι εξαιρετικά μεγάλη.

Επιπλέον, η παρουσία αυτού του μεγάλου αριθμού προσφύγων σε προσωρινούς καταυλισμούς αυξάνει τον κίνδυνο εκδήλωσης σοβαρών επιδημιών. Σε ορισμένους καταυλισμούς έχει ήδη εμφανιστεί ευλογιά. Σε όλους η δυσεντερία είναι λίγο-πολύ κοινή. Τυφοειδής [πυρετός], χολέρα, και πάνω απ’ όλα, τύφος πρέπει να αναμένονται.

Άφιξη προσφύγων σε κάποιο ελληνικό λιμάνι.

Υπήρχε ακόμα μια προφανής δυσαναλογία ανάμεσα στον πληθυσμό ανδρών και γυναικών στις παραγωγικές ηλικίες, καθώς πολλοί από τους άνδρες μεταξύ  18 και 45 ετών είχαν συλληφθεί από τις κεμαλικές δυνάμεις και είχαν σταλεί σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Αυτό σήμαινε ότι η επιβίωση του προσφυγικού πληθυσμού καθίστατο ακόμα δυσκολότερη, καθώς από πολλές οικογένειες έλειπαν εκείνοι που μπορούσαν ευκολότερα να εργαστούν και να υποστηρίξουν οικονομικά τα υπόλοιπα συγγενικά τους πρόσωπα.

 

Η απόφαση για την ανταλλαγή των πληθυσμών

Στις αρχές Νοεμβρίου του 1922 ξεκίνησαν στη Λωζάννη οι εργασίες της διεθνούς συνδιάσκεψης, η οποία είχε στόχο την κατάληξη σε μια συμφωνία που θα αντικαθιστούσε τη Συνθήκη Ειρήνης των Σεβρών. Επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας τέθηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ως προς το προσφυγικό ζήτημα, δεν είχε αυταπάτες. Ήταν πεπεισμένος ότι οι Έλληνες πρόσφυγες δεν επρόκειτο ποτέ να επιστρέψουν στις ιδιαίτερες πατρίδες του, καθώς αυτή ήταν η διακηρυγμένη απόφαση της κεμαλικής κυβέρνησης.[4] Ακόμα χειρότερα, ήταν βέβαιο ότι τον δρόμο της προσφυγιάς θα ακολουθούσαν, αργά ή γρήγορα, και εκείνοι οι ελληνικοί πληθυσμοί που δεν είχαν ακόμα αναγκαστεί να εκπατριστούν από τα εδάφη που θα παρέμεναν στα τουρκικά χέρια – περίπου 200 χιλιάδες ψυχές, κυρίως από περιοχές που δεν είχαν αποτελέσει θέατρα πολεμικών επιχειρήσεων κατά την περίοδο 1919-1922. Έτσι, κάτω από την επίδραση των τετελεσμένων γεγονότων που ασφαλώς ευνοούσαν την τουρκική πλευρά, ο Βενιζέλος γρήγορα συνέλαβε την ιδέα της σύναψης μιας συμφωνίας για την ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία.[5]

Τις σκέψεις του αυτές ο Βενιζέλος τις διατύπωσε σε επιστολή που απέστειλε στα μέσα Οκτωβρίου του 1922 –πριν την έναρξη των εργασιών της Συνδιάσκεψης Ειρήνης της Λωζάννης και ενώ ο ίδιος βρισκόταν στο Λονδίνο– στον Νάνσεν. Πρότεινε μάλιστα η έναρξη της διαδικασίας μετακίνησης των πληθυσμών που επρόκειτο να υπαχθούν στη διαδικασία της ανταλλαγής να πραγματοποιούνταν πριν την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης.[6] Πράγματι, ο Νάνσεν, αφενός επηρεασμένος από τις προτάσεις του Βενιζέλου, αφετέρου απογοητευμένος από την αρνητική στάση που επιδείκνυε η Άγκυρα αρνούμενη ουσιαστικά όλες τις διαμεσολαβητικές του πρωτοβουλίες,[7] εισηγήθηκε την ανταλλαγή των ελληνοτουρκικών πληθυσμών, η οποία, όπως πίστευε, ανταποκρινόταν στα συμφέροντα τόσο της Ελλάδας όσο και της Τουρκίας. Η ανακοίνωση των συμπερασμάτων του Νάνσεν από τον λόρδο Κώρζον στην Επιτροπή Εδαφικών και Στρατιωτικών Υποθέσεων της Συνδιάσκεψης της Λωζάννης την 1η Δεκεμβρίου 1922, επισημοποίησε την ιδέα της ανταλλαγής, την οποία άλλωστε  είχαν ήδη αποδεχθεί, πέραν των δύο άμεσα εμπλεκόμενων μερών, και οι Μεγάλες Δυνάμεις της Αντάντ.[8]

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Fridtjof Nansen και η κλασσική πραγματεία του Κων/τίνου Σβολόπουλου για την πατρότητα της ιδέας περί Ανταλλαγής των Πληθυσμών.

Η προοπτική της ανταλλαγής δημιούργησε ισχυρές αντιδράσεις στους κόλπους της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία είχε συγκροτηθεί μετά την επικράτηση της «Επανάστασης του Στρατού και του Στόλου». Ο συνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας, για παράδειγμα, ισχυρός άνδρας της Επανάστασης, διατύπωνε ευθέως τις επιφυλάξεις του σε επιστολή που απηύθυνε προς τον Βενιζέλο [9]

Πρέπει να έχητε υπ’ όψιν, κ. Πρόεδρε, ότι αν δεν εξασφαλισθή η παλινόστησις των προσφύγων εις τας εστίας των, είναι αδύνατον να υπάρξη ησυχία εν Ελλάδι και μετά πεποιθήσεως λέγω ότι εντός ολίγων ετών θα αποσυντεθώμεν ως κράτος και θα καταντήσωμεν οι περίγελοι του κόσμου. Συνεπώς επ’ ουδενί λόγω πρέπει να συγκατατεθώμεν να υπογράψωμεν ανταλλαγήν πληθυσμών».

Έντονες αντιρρήσεις, εξάλλου, προβλήθηκαν και από την πλευρά των Ελλήνων προσφύγων.[10] Την ίδια στιγμή, τη δυσαρέσκειά τους απέναντι στη μελετώμενη ανταλλαγή εξέφραζαν και αρκετοί Μουσουλμάνοι της Ελλάδας, οι οποίοι επρόκειτο να υπαχθούν σε αυτή τη διαδικασία: «Επί μελετωμένη υπό Διασκέψεως Λωζάννης ανταλλαγή ημών μετά προσφύγων Ελλήνων Θράκης και Μικράς Ασίας», σημείωναν χαρακτηριστικά σε τηλεγράφημά τους προς το ελληνικό Υπουργείο Εσωτερικών οι μουσουλμάνοι κάτοικοι του Ζυρνόβου του Νομού Δράμας, «διαμαρτυρόμεθα εντόνως κατά τοιαύτης αδικίας μη στέργοντες να εγκαταλείψωμεν την ελληνικήν πατρίδαν υπό την οποίαν εγνωρίσαμεν την προστασίαν της τιμής και της περιουσίας ημών».[11] Ο ίδιος ο Βενιζελος, ωστόσο, όχι μόνο δεν πτοούνταν, αλλά εμφανιζόταν πεπεισμένος για την ανάγκη εφαρμογής της ανταλλαγής των ελληνοτουρκικών πληθυσμών, αφού, όπως πίστευε, παρείχε δύο σημαντικά πλεονεκτήματα στην Ελλάδα: αφενός την απαλλαγή από περίπου 350 χιλιάδες Τούρκους που κατοικούσαν κυρίως στη Μακεδονία, αφετέρου τη διευκόλυνση της εγκατάστασης μεγάλου αριθμού Ελλήνων προσφύγων (πρωτίστως αγροτών) στα σπίτια και στα κτήματα των ανταλλάξιμων Τούρκων.[12]

 

Η Σύμβαση περί Ανταλλαγής

Η Σύμβαση περί ανταλλαγής των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών υπογράφηκε τελικά από τους εκπροσώπους της ελληνικής και της τουρκικής κυβέρνησης στη Λωζάννη στις 17/30 Ιανουαρίου 1923, δηλαδή έξι μήνες πριν από την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης, που υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου του ίδιου έτους.[13] Βάσει του πρώτου άρθρου της Σύμβασης, επιβαλλόταν «από της 1ης Μαΐου 1923 […] η υποχρεωτική ανταλλαγή των Τούρκων υπηκόων, ελληνικού ορθοδόξου θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των τουρκικών εδαφών, και των Ελλήνων υπηκόων, μουσουλμανικού θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των ελληνικών εδαφών»,[14] με την πρόσθετη πρόβλεψη ότι οι ανταλλάξιμοι δεν θα είχαν το δικαίωμα επανεγκατάστασης στην Ελλάδα ή στην Τουρκία χωρίς την άδεια της ελληνικής ή της τουρκικής κυβέρνησης, αντίστοιχα. Στην κατηγορία των ανταλλάξιμων συμπεριελήφθησαν και όσα άτομα είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους μετά την 18η Οκτωβρίου 1912,[15] ημερομηνία έναρξης του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου.

Η ιδέα της αμοιβαίας ανταλλαγής των πληθυσμών δεν ήταν καινούργια. Ήδη από το 1914 η κυβέρνηση Βενιζέλου είχε αποδεχθεί ανάλογες τουρκικές προτάσεις, σε μια προσπάθεια προστασίας του διωκόμενου ελληνικού στοιχείου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.[16] Σε σύγκριση με τα όσα συμφωνήθηκαν στη Λωζάννη, ωστόσο, υπήρχε μια καθοριστικής σημασίας διαφορά: το 1914 η ανταλλαγή θα είχε το χαρακτήρα εθελούσιας μετανάστευσης, ενώ αντίθετα το άρθρο 1 της Σύμβασης της Λωζάννης καθιστούσε την ανταλλαγή των ελληνοτουρκικών πληθυσμών υποχρεωτική. Η διαφοροποίηση αυτή υπήρξε ασφαλώς αποτέλεσμα της τραγικής πραγματικότητας, καθώς για την πλειοψηφία των χριστιανών κατοίκων της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης, η «ανταλλαγή» είχε ήδη πραγματοποιηθεί πριν από τη συνομολόγηση της σχετικής Σύμβασης.[17] Αντίθετα, οι περισσότεροι μουσουλμάνοι της Ελλάδας που τελικά περιλήφθηκαν στην κατηγορία των ανταλλάξιμων, εξακολουθούσαν να διαμένουν στις εστίες τους και αναγκάστηκαν να τις εγκαταλείψουν όχι ως συνέπεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων ή άλλων εις βάρος τους διώξεων, αλλά δυνάμει των συμφωνηθέντων στη Λωζάννη.[18] Στις δεδομένες συνθήκες, πάντως, η ανταλλαγή εξυπηρετούσε και μια επείγουσα πρακτική ανάγκη της ελληνικής κυβέρνησης, καθώς η περίθαλψη και η μετεγκατάσταση των εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων προσφύγων θα διευκολυνόταν αποφασιστικά από την περίπου ταυτόχρονη αποχώρηση των μουσουλμάνων από τα ελληνικά εδάφη, έστω κι αν οι πρώτοι σαφώς υπερτερούσαν αριθμητικά των τελευταίων.[19]

Για την επίβλεψη της εφαρμογής της ανταλλαγής, η Σύμβαση προέβλεπε τη σύσταση Μικτής Επιτροπής, αποτελούμενης από τέσσερις Έλληνες, τέσσερις Τούρκους και τρία ουδέτερα μέλη, τα οποία θα επιλέγονταν από το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών μεταξύ των υπηκόων των κρατών που δεν συμμετείχαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τα οποία θα ασκούσαν εναλλάξ και την προεδρία της Επιτροπής.[20] Στη Μικτή Επιτροπή παραχωρούνταν ευρύτατες αρμοδιότητες, καθώς με ρητή διάταξη του δωδέκατου άρθρου της Σύμβασης, η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να λαμβάνει –με απλή πλειοψηφία του συνόλου των μελών της– οποιοδήποτε μέτρο και να επιλύει οποιαδήποτε ζήτημα πρόκυπτε από την εφαρμογή της Σύμβασης.

Ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών λόρδος Curzon και οι πρωθυπουργοί της Ιταλίας και της Γαλλίας, Benito Mussolini και Raymond Poincaré στο προαύλιο του ξενοδοχείου Beau Rivage της Λωζάννης (πηγή: Gallica/Bibliothèque Nationale de France).

Στις αρμοδιότητες της Μικτής Επιτροπής συμπεριλαμβανόταν η εκκαθάριση της κινητής και ακίνητης περιουσίας των εκατέρωθεν ανταλλάξιμων,[21] καθώς σύμφωνα με το άρθρο 5 της Σύμβασης οι τελευταίοι διατηρούσαν ακέραιο το δικαίωμα της ιδιοκτησίας τους. Για την εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού, η Επιτροπή είχε το δικαίωμα, αφού προηγουμένως εξέταζε τους ενδιαφερόμενους, να διατάξει την εκτίμηση της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους που τελούσε υπό εκκαθάριση[22]. Σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 14 διαδικασία, η Επιτροπή όφειλε να παραδώσει σε κάθε ενδιαφερόμενο ιδιοκτήτη δήλωση «[…] αναγράφουσαν το εις αυτόν οφειλόμενον ποσόν εκ της στερήσεως της περιουσίας του, ήτις περιουσία θέλει παραμείνη εις την διάθεσιν της Κυβερνήσεως επί του εδάφους της οποίας αυτή κείται». Παράλληλα, διασφαλιζόταν το δικαίωμα των ανταλλάξιμων να λάβουν από τη χώρα προορισμού τους περιουσία της ίδιας αξίας και φύσεως με αυτήν που είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν. Τέλος, το ίδιο άρθρο προέβλεπε ότι εάν κατά τη γενική εκκαθάριση δεν υφίστατο ισοτιμία μεταξύ των αμοιβαίως οφειλόμενων ποσών, η κυβέρνηση που θα βρισκόταν οφειλέτρια θα έπρεπε να καταβάλει στην άλλη τη χρηματική διαφορά. Δεδομένης της οικονομικής ευρωστίας των Ελλήνων ανταλλαξίμων, αλλά και της αριθμητικής υπεροχής τους έναντι των αντίστοιχων Τούρκων, δημιουργήθηκε στην ελληνική πλευρά η ελπίδα ότι τελικώς θα ελάμβανε από την Τουρκία ένα σημαντικό χρηματικό ποσό ως χρεωστικό υπόλοιπο.[23]

 

 Η Ένατη Δήλωση

Ειδικά ως προς το ζήτημα των περιουσιών, η ελληνική αντιπροσωπεία στη Λωζάννη προέβη σε ειδική Δήλωση την ημέρα της υπογραφής της Συνθήκης Ειρήνης («Δήλωσις περί των εν Ελλάδι μουσουλμανικών κτημάτων», 24 Ιουλίου 1923),[24] σύμφωνα με την οποία τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των Μουσουλμάνων, οι οποίοι δεν αναφέρονταν στις διατάξεις της Σύμβασης της Ανταλλαγής, και οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει την Ελλάδα, «συμπεριλαμβανομένης της νήσου Κρήτης», πριν από τις 18 Οκτωβρίου 1912 ή διέμεναν ανέκαθεν εκτός της ελληνικής επικράτειας, παρέμεναν άθικτα. Στα άτομα αυτά αναγνωριζόταν επίσης το δικαίωμα της ελεύθερης διάθεσης της ιδιοκτησίας τους, ενώ η ελληνική κυβέρνηση αναλάμβανε τη ρητή δέσμευση να άρει οποιοδήποτε έκτακτο μέτρο είχε εφαρμοσθεί επί των συγκεκριμένων περιουσιών, όπως επίσης και να επιστρέψει στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους τις προσόδους που τυχόν είχε εισπράξει από την εκμετάλλευση των περιουσιών στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα.

Αναγκαστικές εκτοπίσεις πληθυσμών ως επακόλουθο της διενέργειας του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

Μολονότι η Ένατη Δήλωση, όπως έμεινε γνωστή, έγινε στη βάση της αμοιβαιότητας (με άλλα λόγια αντίστοιχα ευεργετικά μέτρα θα εφαρμόζονταν και στους Έλληνες που είχαν εγκαταλείψει την Τουρκία πριν από την 18η Οκτωβρίου 1912 ή κατοικούσαν πάντα εκτός Τουρκίας), στην πραγματικότητα ενδιέφερε περισσότερο την τουρκική πλευρά, δεδομένου ότι αναφερόταν κυρίως σε κτήματα της Θεσσαλίας και της Κρήτης. Αυτός ήταν προφανώς ο λόγος που στη Δήλωση συμπεριλήφθηκε ρητώς και η Κρήτη, περιοχή που τυπικά δεν αποτελούσε μέρος της ελληνικής επικράτειας πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους. Παρά το γράμμα της διατύπωσης, ωστόσο, έγινε δεκτό, κατόπιν της επιμονής της Τουρκίας, ότι η εφαρμογή της Ένατης Δήλωσης επεκτεινόταν σε ολόκληρη την Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων και των λεγομένων «νέων χωρών» (Μακεδονία, Ήπειρος, νησιά βορειοανατολικού Αιγαίου).

Όταν άρχισε η λειτουργία της Μικτής Επιτροπής, οι Τούρκοι επεδίωξαν και τελικά κατόρθωσαν, εν μέρει εξαιτίας και της πλημμελούς αντιμετώπισης του όλου ζητήματος από την ελληνική πλευρά, να αναγνωρισθούν ως δικαιούχοι της Ένατης Δήλωσης ορισμένοι από τους –τουρκικής καταγωγής– μεγαλύτερους κτηματίες τόσο της «παλιάς» όσο και της «νέας» Ελλάδας. Επρόκειτο συνολικά για 119 άτομα, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονταν και πρόσωπα που αναμφισβήτητα έπρεπε να θεωρηθούν ως ανταλλάξιμα και κατά συνέπεια μη δυνάμενα να επωφεληθούν από τις ευεργετικές διατάξεις της Ένατης Δήλωσης.[25] Η κατάσταση περιπλεκόταν ακόμα περισσότερο αφενός από την αδυναμία της ελληνικής κυβέρνησης να αποδώσει πολλά από τα κτήματα που καλύπτονταν από τις διατάξεις της Ένατης Δήλωσης, αφού αυτά είχαν διατεθεί για την αποκατάσταση των προσφύγων, αφετέρου από το γεγονός ότι τα δικαιώματα αρκετών από τους Τούρκους ωφελούμενους της Ένατης Δήλωσης είχαν εξαγοραστεί –συνήθως έναντι ευτελούς αντιτίμου– από κερδοσκόπους στην Τουρκία, οι οποίοι διατηρούσαν στενές επαφές με πολιτικά πρόσωπα, με αποτέλεσμα να ασκούν πίεση στην τουρκική κυβέρνηση, συμβάλλοντας έτσι στην περαιτέρω ενίσχυση της αδιαλλαξίας της Άγκυρας.[26]

 

Οι εξαιρέσεις από την ανταλλαγή

Η Σύμβαση της Ανταλλαγής καθιέρωνε δύο σημαντικές εξαιρέσεις από τον γενικό κανόνα της υποχρεωτικής μετανάστευσης των ελληνοτουρκικών πληθυσμών. Έτσι, βάσει του άρθρου 2, στην προβλεπόμενη ανταλλαγή δεν συμπεριλαμβάνονταν αφενός οι Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, αφετέρου οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης. Σύμφωνα πάντα με το ίδιο άρθρο, διευκρινιζόταν ότι ως Έλληνες της Κωνσταντινούπολης θεωρούνταν όλοι οι Έλληνες που είχαν εγκατασταθεί πριν από τις 30 Οκτωβρίου 1918 στην περιφέρεια της νομαρχίας Κωνσταντινούπολης, όπως αυτή καθοριζόταν διά σχετικού νόμου του 1912, ενώ στην κατηγορία των μη ανταλλαξίμων μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης συμπεριλαμβάνονταν όλοι οι μουσουλμάνοι οι εγκατεστημένοι στην περιοχή που βρισκόταν ανατολικά της μεθοριακής γραμμής  η οποία είχε καθορισθεί από τη Συνθήκη Ειρήνης του Βουκουρεστίου (10 Αυγούστου 1913).[27] Ταυτόχρονα, η Σύμβαση διασφάλιζε το δικαίωμα όσων περιλαμβάνονταν σε αυτές τις δύο κατηγορίες να παραμείνουν ή να επιστρέψουν στις εστίες τους και να διαχειριστούν ελεύθερα τις περιουσίες τους (άρθρο 16).[28]

Αν και αρχικά η τουρκική αντιπροσωπεία στη Λωζάννη είχε προτείνει την απομάκρυνση όλων των Ελλήνων από την Κωνσταντινούπολη, επιμένοντας ταυτόχρονα στην παραμονή όλων των μουσουλμάνων στη Δυτική Θράκη, υποχρεώθηκε τελικά, υπό τη συντονισμένη πίεση των δυτικών Δυνάμεων αλλά και των βαλκανικών κρατών, να υποχωρήσει ως προς το πρώτο ζήτημα.[29] Ωστόσο, προκειμένου να αμβλύνει τα αποτελέσματα αυτής της μεταστροφής στην πολιτική της, η Τουρκία επέμεινε, και τελικά πέτυχε, να υιοθετηθεί η αρχή της αριθμητικής ισορροπίας μεταξύ των δύο μειονοτήτων, με συνέπεια να αυξηθεί κατά πολύ ο αριθμός των Κωνσταντινουπολιτών που θεωρήθηκαν ανταλλάξιμοι. Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας υπήρξε η δραματική μείωση των Ελλήνων που τελικά παρέμειναν στην Κωνσταντινούπολη: από τους 300.000 πριν από το 1922, μόλις λίγοι περισσότεροι από 100.000 έλαβαν τελικά από τη Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής των Πληθυσμών πιστοποιητικά εγκατάστασης που επισημοποιούσαν την μη ανταλλαξιμότητά τους, από τους οποίους, μάλιστα, περίπου 30.000 ήταν Έλληνες υπήκοοι.[30]

Παρά την –τεχνητώς καθορισθείσα– αριθμητική τους ισορροπία, οι δύο μειονότητες διέφεραν ουσιωδώς ως προς τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά, γεγονός που έμελλε να αποδειχθεί ιδιαίτερα σημαντικό από την ιστορική εξέλιξη των γεγονότων. Οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης ήταν ένας αμιγώς αστικός πληθυσμός, αποτελούμενος σε μεγάλο ποσοστό από εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες, οικονομικά ανθηρός, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και εύπορα κοινοτικά ιδρύματα κάθε μορφής (εκπαιδευτήρια, νοσοκομεία, ορφανοτροφεία, γηροκομεία κ.ο.κ.). Αντίθετα, οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης ήταν σχεδόν αποκλειστικά αγρότες, στενά συνδεδεμένοι με τη γη τους, χωρίς κανένα από τα επιμέρους στοιχεία της ελληνικής μειονότητας. Έτσι, παρά το γεγονός ότι η ελληνική μειονότητα εμφάνιζε έναν πολύ μεγαλύτερο δυναμισμό από την αντίστοιχη μουσουλμανική, ήταν ταυτόχρονα πολύ πιο ευάλωτη σε ποικίλες άμεσες και έμμεσες πιέσεις (φορολογικές, εκπαιδευτικές, αγορανομικές κλπ.) της τουρκικής διοίκησης, με αποτέλεσμα να αποτελεί εύκολο στόχο.

Μειονοτικό σχολείο στην Ξάνθη

Η ιδιαιτερότητα της θέσης της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης υπογραμμιζόταν από έναν ακόμη παράγοντα: την εκεί παρουσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το ζήτημα του Πατριαρχείου απασχόλησε τη Συνδιάσκεψη της Λωζάννης, είναι δε χαρακτηριστικό ότι μονοπώλησε το ενδιαφέρον στις 20 από τις συνολικά 26 συνεδριάσεις της Υποεπιτροπής Ανταλλαγής των Πληθυσμών. Η τουρκική αντιπροσωπεία στην ελβετική πόλη εμφανίστηκε αποφασισμένη να επιμείνει στην απομάκρυνση του οικουμενικού θρόνου από την ιστορική του έδρα, προβάλλοντας μεταξύ άλλων το επιχείρημα ότι τα ειδικά προνόμια που το Πατριαρχείο απολάμβανε εντός του πλαισίου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν ήταν δυνατόν να συνεχίζουν να του αναγνωρίζονται από τη σεκουλαριστική κεμαλική Τουρκία. Τελικά, με δεδομένη την αντίθεση όλων των υπολοίπων αντιπροσωπειών, η Άγκυρα υποχρεώθηκε σε αναδίπλωση, δεσμευόμενη να διατηρήσει το Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη, υπό τον όρο όμως ότι το τελευταίο θα απέβαλε όλες τις μη εκκλησιαστικές αρμοδιότητες που έως τότε διατηρούσε.[31] Είναι, πάντως, χαρακτηριστικό της αδύναμης διαπραγματευτικής θέσης της Ελλάδας το γεγονός ότι η προφορική τουρκική υπόσχεση δεν αποτυπώθηκε και γραπτώς ούτε στη Σύμβαση της Ανταλλαγής, ούτε στη μεταγενέστερη Συνθήκη Ειρήνης.[32]

Αν και σιωπούσε ως προς το ιδιαίτερο ευαίσθητο –τουλάχιστον από συναισθηματική  και συμβολική άποψη– ζήτημα του Πατριαρχείου, η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923) περιέλαβε ορισμένες σημαντικές ρυθμίσεις σχετικά με τις μη μουσουλμανικές μειονότητες που θα εξακολουθούσαν να διαμένουν εντός των ορίων της τουρκικής επικράτειας. Οι προβλέψεις αυτές, που ενσωματώθηκαν στα άρθρα 37–44, αποτέλεσαν το νομικό πλαίσιο προστασίας των εν λόγω μειονοτήτων,[33] και ειδικότερα της ελληνικής, δεδομένου μάλιστα του γεγονότος ότι η Σύμβαση της Ανταλλαγής δεν έθιξε αυτά τα θέματα. Είναι δε ιδιαίτερα σημαντικό ότι το πλέγμα προστασίας των μειονοτήτων που καθιερωνόταν από τη Συνθήκη της Λωζάννης τελούσε υπό την εγγύηση της Κοινωνίας των Εθνών (άρθρο 44).[34]

 

Τα Σεπτεμβριανά του 1955. Ολέθρια δοκιμασία για την ελληνική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης.

Επίλογος

Η Σύμβαση της Ανταλλαγής ουσιαστικά επικύρωσε το οδυνηρό τετελεσμένο του ξεριζωμού εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης, δίνοντας παράλληλα το έναυσμα για την αναγκαστική μετακίνηση ακόμα 190 χιλιάδων, οι οποίοι μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαν αποφύγει τον εκπατρισμό.[35] Έτσι, συνολικά περισσότεροι από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες βρήκαν τελικά καταφύγιο στην Ελλάδα,[36] παίρνοντας τη θέση των περίπου 355 χιλιάδων μουσουλμάνων που εγκατέλειψαν τα ελληνικά εδάφη με προορισμό την Τουρκία.[37] Το –αναμφίβολα σκληρό για όσους υπάχθηκαν σε αυτή– μέτρο της υποχρεωτικής ανταλλαγής άλλαξε οριστικά την ανθρωπογεωγραφία στις δύο πλευρές του Αιγαίου.[38] Για την Ελλάδα, η ανταλλαγή είχε μία ακόμα σημαντική συνέπεια: συνέβαλε αποφασιστικά στην εθνική ομογενοποίηση των βόρειων ελληνικών επαρχιών. Η εγκατάσταση στη Μακεδονία και στη Δυτική Θράκη μεγάλου αριθμού προσφύγων από  τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη πύκνωσε κατά πολύ το ελληνικό στοιχείο: η συνεισφορά τους έκτοτε σε όλους τους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής της χώρας υπήρξε καθοριστική. Από την άλλη, η υπογραφή της Σύμβασης της Λωζάννης δεν αποτέλεσαν παρά μόνο την αρχή μιας άλλης κολοσσιαίων διαστάσεων διαδικασίας: της αποκατάστασης των προσφύγων στις νέες τους πατρίδες.

Η ίδια η εφαρμογή της Σύμβασης προσέκρουσε σε αρκετά εμπόδια, πρωτίστως ως προς ζητήματα που άπτονταν αφενός των ανταλλάξιμων περιουσιών, αφετέρου του προσδιορισμού των ατόμων που υπάγονταν στις εξαιρέσεις της ανταλλαγής (Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, Ίμβρου και Τενέδου και οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης). Ήδη από τις αρχές του 1924 ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία με σκοπό τη διευθέτηση των εκκρεμοτήτων. Ωστόσο, η επίλυση των προβλημάτων αποδείχθηκε διαδικασία περίπλοκη και χρονοβόρα. Τελικά, μόλις τον Ιούνιο του 1930 κατέστη δυνατή η κατάληξη σε οριστική συμφωνία, η οποία έκλεισε τον κύκλο των εκατέρωθεν αμφισβητήσεων.[39]

 

Ο Αντώνης Κλάψης είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Διπλωματικό και Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας [στο εξής: ΔΙΑΥΕ], 1922, ΚΤΕ/1.2, Γιαννόπουλος προς Στρέιτ, αρ. 65276, Αθήνα, 9 Σεπτεμβρίου 1922.

[2] League of Nations, Official Journal, Ιανουάριος 1923, σ. 133.

[3] Στο ίδιο, σ. 133-134.

[4] Βλ. ενδεικτικά Αρχείο Ελευθέριου Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη) [στο εξής: ΑΕΒ], 173/φάκ. 269, Βενιζέλος προς Κεπετζή, Λωζάννη, 14 Ιανουαρίου 1923. Για την άρνηση της τουρκικής κυβέρνησης να επιτρέψει την επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους βλ. επίσης Αρχείο Ιωάννη Πολίτη (Μουσείο Μπενάκη) [στο εξής: ΑΙΠ], 228/φάκ. 12, «Παρατηρήσεις επί του Υπομνήματος της Τουρκικής Αντιπροσωπείας της 20στής Ιανουαρίου 1923, του αφορώντος εις τας πολεμικάς ζημίας», [Λωζάννη], [25 (;) Ιανουαρίου 1923]· «Υπόμνημα επί των πολεμικών ζημιών Ελλάδος – Τουρκίας», Λωζάννη, 20 Δεκεμβρίου 1923.

[5] Γενικότερα για την ανταλλαγή των πληθυσμών βλ. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Ελευθέριος Βενιζέλος. 12 μελετήματα (Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1999), σ. 93-120· Τh. P. Kiosseoglou, L’échange forcé des Mmnorités daprès le Traité de Lausanne (Νανσύ: Imprimmerie Nancéienne, 1926)· Alexandre Emm. Deved, L’échange obligatoire des minorités grecques et turques en vertu de la Convention de Lausanne (Παρίσι: Pierre Bossuet, 1929)· Kalliopi K. Koufa & Constantinos Svolopoulos, «The compulsory exchange of populations between Greece and Turkey: the Settlement of Minority Questions at the Conference of Lausanne, 1923, and its Impact on Greek–Turkish Relations», στο: P. Smith, K. Koufa & A. Seppan (επιμ.), Ethnic Groups in International Relations (Νέα Υόρκη: European Science Foundation – New York University Press, 1991), σ. 275-308 · J. A. Petropoulos, «The compulsory exchange of populations. Greek-Turkish Peacemaking, 1922-1930», Byzantine and Modern Greek Studies, 2 (1976), σ. 135-160· Γιάννης Πετρόπουλος, «Η υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών. Eλληνοτουρκικές ειρηνευτικές διευθετήσεις, 1922-1930», στο: Θ. Βερέμης & Γ. Γουλιμή (επιμ.), Ελευθέριος Βενιζέλος. Κοινωνία – Οικονομία – Πολιτική στην εποχή του (Αθήνα: Γνώση, 1989), σ. 439–473. Για μία νομική θεώρηση της διαδικασίας ανταλλαγής βλ. Stélio Séfériades, «L’échange des populations», Académie de Droit International, Recueil des Cours, 4 (1928), σ. 311-437.

[6] ΑΕΒ, 173/φάκ. 268, Βενιζέλος προς Νάνσεν, [Λονδίνο], 17 Οκτωβρίου 1922.

[7] Τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο Νάνσεν στη συνεννόηση με τις κεμαλικές Αρχές περιέγραφε ο ίδιος σε λεπτομερή έκθεση που συνέταξε στις 15 Νοεμβρίου 1922˙ βλ. League of Nations, Official Journal, Ιανουάριο 1923, σ. 126-129.

[8] Stephen P. Ladas, The exchange of minorities. Bulgaria, Greece and Turkey (Νέα Υόρκη: Macmillan, 1932), σ. 335-344. Ειδικότερα για τις πρωτοβουλίες του Νάνσεν βλ. League of Nations, Official Journal, Ιανουάριος 1923, σ. 126-132· League of Nations, Official Journal, Μάρτιος 1923, σ. 383-384.

[9] ΑΕΒ, 173/φάκ. 319, Πλαστήρας προς Βενιζέλο, Αθήνα, 30 Δεκεμβρίου 1922.

[10] Βλ. ενδεικτικά ΑΕΒ, 173/φάκ. 320, Συνεφιάς, Ψαλτώφ, Αργυρόπουλος, Δαμασκηνός, Πουλίδης, Χατζηιωάννου, Μάρκελλος, Σπυρίδης, Κωνσταντιλιέρης, Κυριακίδης, Τενεκίδης, Σαΐντ, Χασσάν και Σιβασλί προς Βενιζέλο, Αθήνα, 22 Ιανουαρίου 1922· ΑΕΒ, 173/φάκ. 320, Κυριακίδης προς Βενιζέλο (επιστολή), Αθήνα, 26 Ιανουαρίου 1922· ΑΕΒ, 173/φάκ. 320, Επιτροπή Μικρασιατών Προσφύγων προς Βενιζέλο, Αθήνα, 29 Ιανουαρίου 1922· ΑΕΒ, 173/φάκ. 320, Κυριακίδης προς Βενιζέλο, Αθήνα, 3/16 Φεβρουαρίου 1923.

[11] ΔΙΑΥΕ, 1923, 18.4, Επιτροπή Οθωμανών Περιφερείας Υποδιοικήσεως Ζυρνόβου προς Υπουργείο Εσωτερικών, Προσοτσάνη, [Ιανουάριος 1923]

[12] ΑΕΒ, 173/φάκ. 269, Βενιζέλος προς Κυριακίδη (επιστολή), Λωζάννη, 26 Ιανουαρίου 1923. Πρβλ. Στέφανος Ι. Στεφάνου (επιμ.), Ελευθερίου Βενιζέλου. Τα κείμενα, τ. 3 (Αθήναι: Λέσχη Φιλελευθέρων, 1981), σ. 285-286.

[13] Η Σύμβαση της Ανταλλαγής, εξάλλου, διαφοροποιούνταν από τη Συνθήκη Ειρήνης και από την άποψη των συμβαλλομένων μερών: η μεν πρώτη ήταν διμερής, με μοναδικούς συμβαλλόμενους την Ελλάδα και την Τουρκία, η δε δεύτερη πολυμερής. Το πλήρες κείμενο της Σύμβασης της Ανταλλαγής παρατίθεται στην έκδοση του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, Πράξεις υπογραφείσαι εν Λωζάννη τη 30 Ιανουαρίου και τη 24 Ιουλίου 1923 (Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο, 1923), σ. 65-69.

[14] Δεδομένου, πάντως, ότι η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης δεν υπογράφηκε παρά μόνο στις 24 Ιουλίου 1923, Ελλάδα και Τουρκία συμφώνησαν ότι η διαδικασία της ανταλλαγής που προβλεπόταν από το άρθρο 1 της σχετικής Σύμβασης της Λωζάννης, θα ξεκινούσε την 1η Μαΐου του 1924, αν και –για διάφορους λόγους– υπήρξαν περιπτώσεις ατόμων και από τις δύο πλευρές που ανταλλάχθηκαν πριν από αυτή την ημερομηνία (εννοείται ότι στην κατηγορία αυτή δεν συμπεριλαμβάνονται όσοι Έλληνες της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης είχαν ήδη –υπό ανώμαλες συνθήκες– καταστεί πρόσφυγες)· βλ. Ladas, The exchange of minorities, σ. 420, 424-428.

[15] Άρθρο 3.

[16] Yannis G. Mourelos, «The 1914 persecutions and the first attempt at an exchange of minorities between Greece and Turkey», Balkan Studies, 26 (1985), σ. 389-413· Ladas, The exchange of minorities, σ. 20-23· Dimitri Pentzopoulos, The Balkan exchange of minorities and its impact on Greece (Λονδίνο: Hurst, 2002), σ. 55-56.

[17] Το γεγονός αυτό επιβεβαίωνε με δηλώσεις του ο ίδιος ο Βενιζέλος· βλ. Le Messager d’Athènes, 6 Ιουλίου 1923.

[18] ΑΙΠ, 228/φάκ. 14, Πολίτης προς Ρέντη, αρ. 7212, [Κωνσταντινούπολη], 14 Οκτωβρίου 1925.

[19] Στην επιστολή που απηύθυνε στον Νάνσεν στις 17 Οκτωβρίου 1922, ο Βενιζέλος επισήμαινε χαρακτηριστικά: «Το έργον της αμέσου και προχείρου στεγάσεως τόσων μυριάδων προσφύγων είναι ίσως το πλέον δυσεπίλυτον. Η άμεσος ανταλλαγή των πληθυσμών τούτων προς τους εν Ελλάδι οικούντας Τούρκους, ανερχομένους εις 350.000 περίπου θα μετριάση αισθητώς την δυσχέρειαν του προβλήματος τούτου. Είναι λοιπόν ανάγκη να πεισθή ο Μ[ουσταφά] Κεμάλ όπως συναινέση από τούδε εις την άμεσον μεταφοράν των εν Ελλάδι Τούρκων. […] Εις τας οικίας των εν Ελλάδι Μουσουλμάνων θα ειμπορέσουν να εγκατασταθούν προσωρινώς τουλάχιστον με πολλύν βέβαια συνωστισμόν πλέον του ημίσεως εκατομμυρίου Χριστιανών προσφύγων»· βλ. ΑΕΒ, 173/φάκ. 268, Βενιζελος προς Νάνσεν, [Λονδίνο], 17 Οκτωβρίου 1922. Πρβλ. ΔΙΑΥΕ, 1922, 88.2, Βενιζέλος προς Υπουργείο Εξωτερικών, αρ. 3435, Λονδίνο, 17 Οκτωβρίου 1922· ΔΙΑΥΕ, 1923, 2.2, Βενιζέλος προς Υπουργείο Εξωτερικών, αρ. 375, Λωζάννη, 25 Νοεμβρίου/3 Δεκεμβρίου 1922·  ΔΙΑΥΕ, 1923, 2.2, Βενιζέλος προς Υπουργείο Εξωτερικών, άν. αρ., Λωζάννη, 9/22 Ιανουαρίου 1923. Βλ. επίσης Υπουργείο Εξωτερικών, Ελληνικά διπλωματικά έγγραφα, 1919-1940, τ. 3 (Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο, 1994), σ. 242, Βενιζέλος προς Οικουμενικό Πατριάρχη Μελέτιο, αρ. 344/6204, Λωζάννη, 24 Νοεμβρίου/7 Δεκεμβρίου 1922, όπου ο Βενιζέλος σημείωνε χαρακτηριστικά: «Διαπραγματευόμενον μέτρον [ανταλλαγής πληθυσμών] αποσκοπεί την δι’ απομακρύνσεως Οθωμανών από λοιπά μέρη Ελλάδος εξεύρεσιν εστιών διά Έλληνας Μικράς Ασίας και Θράκης άλλως τε εξωσθέντας ή μεταναστεύσαντας ήδη». Ως προς το ίδιο θέμα βλ. ακόμα ΑΕΒ, 173/φάκ. 269, Βενιζέλος προς Κυριακίδη (επιστολή), Λωζάννη, 26 Ιανουαρίου 1923. Πρβλ. Στεφάνου, Ελευθερίου Βενιζέλου, σ. 286. Τις διαπιστώσεις αυτές επιβεβαίωνε λίγα χρόνια αργότερα και πάλι ο Κρητικός πολιτικός, ο οποίος δήλωνε στις 12 Οκτωβρίου 1930: «Συνήψαμεν την συνθήκην της Λωζάννης και μη δυνάμενοι να κάμωμεν άλλως εδέχθημεν και την επιβληθείσαν έξωσιν του ελληνικού στοιχείου, ζητήσαντες μόνον ως αντάλλαγμα ν’ απομακρυνθή και το τουρκικόν στοιχείον από την Ελλάδα, όχι διότι είχομεν παράπονα κατ’ αυτού, αλλά διά να διευκολυνθή η αποκατάστασις των μυριάδων του προσφυγικού κόσμου, ο οποίος ήλθεν εις την Ελλάδα»· βλ. Ελεύθερον Βήμα, 13 Οκτωβρίου 1930. Η σημασία που απέδιδε ο Βενιζέλος στο ζήτημα της όσο το δυνατόν ταχύτερης απομάκρυνσης των μουσουλμάνων από την Ελλάδα ως μέσο για την επιτάχυνση της προσφυγικής αποκατάστασης, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι δεν απέκλειε την ανάληψη μονομερούς –σε περίπτωση αποτυχίας κατάληξης σε συμφωνία με την Άγκυρα– δράσης εκ μέρους της Αθήνας προκειμένου να την εφαρμόσει στην πράξη, όπως αποκάλυπτε στον ίδιο τον Νάνσεν: «Ίσως εν αποτυχία των λοιπών ανωτέρας τάξεως επιχειρημάτων σας, θα ηδύνασθε να υποδείξετε εις Μ[ουσταφά] Κεμάλ ότι αν δεν συναινέση εις την μετανάστευσιν ταύτην των εν Ελλάδι Τούρκων, η Ελληνική Κυβέρνησις υπό την πίεσιν της αδηρίτου ανάγκης θα αναγκασθή πιθανώς να επιβάλη εις τους επί του εδάφους [της] Τούρκους την μετανάστευσιν ταύτην»· βλ. ΑΕΒ, 173/φάκ. 268, Βενιζελος προς Νάνσεν, [Λονδίνο], 17 Οκτωβρίου 1922. Πρβλ. ΔΙΑΥΕ, 1922, 88.2, Βενιζέλος προς Υπουργείο Εξωτερικών, αρ. 3435, Λονδίνο, 17 Οκτωβρίου 1922.

[20] Άρθρο 11. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις 7 Ιουλίου 1927, μετά από κοινή μεταξύ τους συμφωνία, η ελληνική και η τουρκική κυβέρνηση αποφάσισαν τη μείωση των αντιπροσώπων τους στη Μικτή Επιτροπή από τέσσερα σε δύο άτομα για κάθε χώρα. Έτσι, από εκείνη την ημέρα  η Μικτή Επιτροπή περιλάμβανε συνολικά επτά (δύο Έλληνες, δύο Τούρκους και τρεις ουδέτερους) και όχι ένδεκα μέλη όπως προέβλεπε η Σύμβαση της Λωζάννης· βλ. Ladas, The exchange of minorities, σ. 356.

[21] Άρθρο 12.

[22] Άρθρο 13.

[23] Την προσδοκία αυτή περιέγραφε με γλαφυρό τρόπο λίγα χρόνια αργότερα ο έγκριτος αντιβενιζελικός δημοσιογράφος και εκδότης της Καθημερινής, Γεώργιος Βλάχος: «Προχείρως όμως ηδύνατο και από τον πλέον αναρμόδιον άνθρωπον να γίνη μία εκτίμησις των εγκαταλειφθεισών περιουσιών: Όταν από ένα τόπον φεύγουν εν και ήμισυ εκατομμύριον άνθρωποι και καταλείπουν εκεί τας περιουσίας των και από ένα άλλον τόπον φεύγουν τριακόσιαι χιλιάδες άνθρωποι και κάμνουν το ίδιον, ποίων αι περιουσίαι θα είνε εν συνόλω ανώτεραι; των τριακοσίων χιλιάδων ή του ενός και ημίσεος εκατομμυρίου; Φυσικά, των δευτέρων. Ετέθη λοιπόν ως τι αναντίρρητον και ακλόνητον ότι αι ελληνικαί περιουσίαι ήσαν –και ήσαν– ασυγκρίτως μεγαλείτεραι από τας Τουρκικάς και ότι όταν ποτέ γίνη η διπλή εκκαθάρισις θα λάβωμεν ημείς, διά να δώσωμεν εις τους πρόσφυγας, το υπόλοιπον από την Τουρκίαν»· βλ. Η Καθημερινή, 15 Ιουνίου 1930. Ανάλογη εκτίμηση διατυπώνεται σε έγγραφο που σώζεται στο ΑΙΠ, 228/φάκ. 14: «Οπωσδήποτε και αν εκτιμηθούν αι ανταλλάξιμοι κινηταί και ακίνηται περιουσίαι η υπέρ ημών διαφορά θα είναι μεγίστη. Τούτο καταφαίνεται πρώτον εκ του πενταπλασίου και πλέον αριθμού του πληθυσμού των ανταλλαξίμων Ελλήνων απέναντι των ανταλλαξίμων Τούρκων, δεύτερον εκ της μεγαλειτέρας οικονομικής ανθηρότητος των Ελλήνων, τρίτον εκ της μεγάλης αξίας και των εγκαταλειφθεισών συνάμα κινητών ελληνικών περιουσιών, οίας οι τούρκοι δεν εγκατέλειψαν εν Ελλάδι, και τέταρτον εκ της ελλείψεως γαιών και οικημάτων προς εγκατάστασιν των ελλήνων προσφύγων και της δαπάνης δεκάδων εκατομμυρίων λιρών στερλινών υπό του Ελλ. Κράτους προς εγκατάστασιν τούτων, ενώ η Τουρκική Κυβέρνησις ου μόνον ουδεμίαν δαπάνην υπέστη διά την εγκατάστασιν των Τούρκων προσφύγων ένεκα της αφθονίας των εγκαταλειφθεισών εν Τουρκία ελληνικών κτημάτων αλλά και πολλά τούτων κατεδαφίζουν, άλλα πωλεί και ενθυλακώνει το αντίτιμον και άλλα εσφετερίσθησαν οι κατά τόπους και χωρία Τούρκοι προύχοντες, τας δε κινητάς ελληνικάς περιουσίας πάσας: εμπορεύματα, έπιπλα, πολύτιμα αντικείμενα κλπ. αξίας πολλαπλασίας της των ελληνικών κτημάτων εσφετερίσθη προς όφελός της»· βλ. ΑΙΠ, 228/φάκ. 14, Νεόφυτος, «Ο απολογισμός των εργασιών της Μικτής Ελληνοτουρκικής Επιτροπής και η εκ τούτου ενδεικνυομένη πορεία» Αθήνα, 16 Αυγούστου 1927. Στο ίδιο έγγραφο, πάντως, σημειωνόταν ότι προκειμένου η διαφορά των εκατέρωθεν περιουσιών να είναι πράγματι σημαντικά μεγαλύτερη υπέρ της Ελλάδας θα έπρεπε να υπολογιστεί οπωσδήποτε η αξία των κινητών που ανήκαν σε Έλληνες ανταλλάξιμους.

[24] Υπουργείο Εξωτερικών, Πράξεις υπογραφείσαι εν Λωζάννη, σ. 75.

[25] ΔΙΑΥΕ, 1929, Β/68, Τσαμαδός, «Εγκύκλιος προς απάσας τας Πρεσβείας», αρ. 13076, Αθήνα, 14 Νοεμβρίου 1929· ΔΙΑΥΕ, 1929-1930, Β/68/Ι, Τσαμαδός προς Μιχαλακόπουλο, [Αθήνα], 20 Νοεμβρίου 1929. Για το γεγονός ότι η Μικτή Επιτροπή αποδέχθηκε την επέκταση της εφαρμογής της Ένατης Δήλωσης σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια και όχι μόνο στα εδάφη που συμπεριλαμβάνονταν στο ελληνικό κράτος πριν τον Οκτώβριο του 1912 βλ. ΑΙΠ, 228/φάκ. 14, Πολίτης προς Ρέντη, αρ. 7072, [Κωνσταντινούπολη], 24 Σεπτεμβρίου 1925. Πρβλ. ΔΙΑΥΕ, 1926, 60.1, Πολίτης προς Ρούφο (έκθεση), Αθήνα, 19 Μαρτίου 1926. Αντίγραφο του ίδιου εγγράφου υπάρχει στο ΑΙΠ, 228/φάκ. 14.

[26] Foreign Office (Public Record Office), 371/14391, C 5972/5972/19, Ράμσαιη προς Χέντερσον, «Annual Report, 1929», αρ. 77, Αθήνα, 16 Ιουλίου 1930.

[27] Από την ανταλλαγή εξαιρέθηκαν με βάση το άρθρο 14 της μεταγενέστερης Συνθήκης Ειρήνης και οι Έλληνες της Ίμβρου και της Τενέδου, στους οποίους, μάλιστα, παραχωρήθηκε ειδικό καθεστώς ευρείας τοπικής αυτονομίας, το οποίο, ωστόσο, ουδέποτε εφαρμόσθηκε στην πράξη από τουρκικής πλευράς. Για το ιστορικό των κατοπινών εξελίξεων στα δύο νησιά βλ. Alexis Alexandris, «Imbros and Tenedos: A study of Turkish attitudes toward two ethnic Greek island communities since 1923», Journal of the Hellenic Diaspora, 7 (1980), σ. 5-21.

[28] Οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 16 της Σύμβασης της Ανταλλαγής είχαν ως εξής: «Ουδέν εμπόδιον θέλει παρεμβληθή διά την παρά των κατοίκων, των δυνάμει του άρθρου 2 εξαιρουμένων της ανταλλαγής περιοχών, ελευθέραν άσκησιν του δικαιώματος αυτών όπως παραμείνωσιν εκεί ή επιστρέψωσιν και απολαμβάνωσιν ακωλύτως της ελευθερίας των και των δικαιωμάτων αυτών ιδιοκτησίας εν Τουρκία και εν Ελλάδι».

[29] Alexis Alexandris, The Greek minority of Istanbul and Greek-Turkish relations, 1918-1974 (Αθήνα: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, 21992), σ. 86. Παράλληλα, απορρίφθηκε και η τουρκική απαίτηση διεξαγωγής τοπικού δημοψηφίσματος στη Δυτική Θράκη· βλ. Γιάννης Ν. Γιανουλόπουλος, «Η ευγενής μας τύφλωσις…». Εξωτερική πολιτική και «εθνικά θέματα» από την ήττα του 1897 έως τη Μικρασιατική Καταστροφή (Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2001), σ. 306, και Μιράντα Παξιμαδοπούλου-Σταυρινού, Η Δυτική Θράκη στην εξωτερική πολιτική της Βουλγαρίας. Το ζήτημα της βουλγαρικής οικονομικής διεξόδου στο Αιγαίο, 1919-1923 (Αθήνα: Gutenberg, 1997), σ. 211-212. Αξίζει να σημειωθεί ότι απαντώντας στο τουρκικό αίτημα, ο Βενιζέλος τόνισε μεταξύ άλλων ότι η εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού της εν λόγω περιοχής είχε μεταβληθεί σημαντικά μετά την εισροή χιλιάδων Ελλήνων προσφύγων από την Ανατολική Θράκη, με αποτέλεσμα οι Έλληνες να υπερτερούν αριθμητικά στη Δυτική Θράκη· βλ. Παξιμαδοπούλου-Σταυρινού, Η Δυτική Θράκη, σ. 212 (υποσημ. 8). Πρβλ. Στεφάνου, Ελευθερίου Βενιζέλου, σ. 259.

[30] Αλέξης Αλεξανδρής, «Το ιστορικό πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, 1925-1955», στο: Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, 1923-1987 (Αθήνα: Γνώση, 1988) σ. 38-39.

[31] Για τις διαπραγματεύσεις της Λωζάννης σχετικά με το ζήτημα του Πατριαρχείου βλ. αναλυτικότερα Alexandris, The Greek minority, σ. 87-95· Χαράλαμπος Ι. Ψωμιάδης, Η τελευταία φάση του Ανατολικού Ζητήματος. Συμβολή στη μελέτη των ελληνοτουρκικών διπλωματικών σχέσεων (Αθήνα: Έφεσος, 2004), σσ. 125-130. Ειδικότερα για τις τουρκικές θέσεις και τη μεταστροφή τους λόγω των διεθνών πιέσεων που ασκήθηκαν στην Άγκυρα βλ. Υπουργείο Εξωτερικών, Ελληνικά διπλωματικά έγγραφα, σ. 263-264, Κακλαμάνος προς Αλεξανδρή, αρ. 471/14167, Λωζάννη, 2/15 Δεκεμβρίου 1922· σ. 268-269, Κακλαμάνος προς Αλεξανδρή, αρ. 496/14211, Λωζάννη, 4/17 Δεκεμβρίου 1922· σ. 352-353, Κακλαμάνος προς Αλεξανδρή, αρ. 790/15153, Λωζάννη, 28 Δεκεμβρίου 1922/10 Ιανουαρίου 1923. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στη Λωζάννη, ο Βενιζέλος, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση της Τουρκίας για την παραμονή του Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη, δεσμεύτηκε προφορικά ενώπιον του Ισμέτ ότι η ελληνική κυβέρνηση θα φρόντιζε να απομακρυνθεί από τον Οικουμενικό Θρόνο ο εν ενεργεία από το Δεκέμβριο του 1921 Πατριάρχης Μελέτιος Δ΄ (κατά κόσμο Μεταξάκης), τον οποίο η Άγκυρα θεωρούσε ανεπιθύμητο εξαιτίας της δράσης του κατά τη διάρκεια της διασυμμαχικής κατοχής της Κωνσταντινούπολης. Παρά τις αρχικές του αντιρρήσεις, ο Μελέτιος αναγκάστηκε τελικά τον Ιούλιο του 1923 να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη με προορισμό το Άγιο Όρος, ενώ τον Οκτώβριο του ίδιου έτους ανακοίνωσε επίσημα την παραίτησή του, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για τη διαδοχή του, η οποία θα πραγματοποιηθεί δύο μήνες αργότερα με την εκλογή ως νέου Πατριάρχη του Γρηγόριου Ζ΄ (κατά κόσμο Ζερβουδάκη).

[32] Για τη θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης βλ. εν συντομία Th. Agnides, The Ecumenical Patriarchate of Constantinople in the light of the Treaty of Lausanne (Νέα Υόρκη: χ.ε., 1964).

[33] Βάσει αυτών των διατάξεων, η τουρκική κυβέρνηση αναλάμβανε την υποχρέωση να παρέχει σε όλους τους κατοίκους της χώρας πλήρη και απόλυτη προστασία της ζωής και της ελευθερίας τους «[…] αδιακρίτως γεννήσεως, εθνικότητος, γλώσσης, φυλής ή θρησκείας» (άρθρο 38). Ταυτόχρονα, διασφαλιζόταν η ανεξιθρησκία (άρθρο 38), η ισότητα των πολιτών –ανεξαρτήτως θρησκεύματος– έναντι του νόμου (άρθρο 39), η ακώλυτη χρησιμοποίηση των μειονοτικών γλωσσών (άρθρο 39), καθώς και το δικαίωμα των μειονοτήτων να συντηρούν σχολεία και κάθε είδος φιλανθρωπικό, θρησκευτικό ή κοινωφελές ίδρυμα (άρθρο 40). Επιπλέον, η τουρκική κυβέρνηση δεσμευόταν να διευκολύνει τη διδασκαλία των μειονοτικών γλωσσών (άρθρο 41), να λάβει τα κατάλληλα μέτρα έτσι ώστε τα ζητήματα που αφορούσαν στην οικογενειακή ή προσωπική κατάσταση των ατόμων που ανήκαν σε μειονότητες να διευθετούνται σύμφωνα με τα έθιμα αυτών των μειονοτήτων (άρθρο 42), να παρέχει προστασία στα μειονοτικά θρησκευτικά ιδρύματα και να μην παρεμποδίζει την ίδρυση ανάλογων ιδρυμάτων –συμπεριλαμβανομένων και των φιλανθρωπικών– (άρθρο 42), ενώ τέλος τα μέλη των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων απαλλάσσονταν από την εκτέλεση οποιασδήποτε πράξης που αποτελούσε παράβαση της πίστης ή των θρησκευτικών τους εθίμων (άρθρο 43). Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι με ρητή διάταξη του άρθρου 45, όλα τα δικαιώματα  που αναγνωρίζονταν στις μη μουσουλμανικές μειονότητες που διαβιούσαν στην Τουρκία, αναγνωρίζονταν επίσης και από την Ελλάδα στις μουσουλμανικές μειονότητες που περιλαμβάνονταν στην ελληνική επικράτεια.

[34] Γενικότερα για το ζήτημα της προστασίας των μειονοτήτων στα πλαίσια της Κοινωνίας των Εθνών βλ. La S.D.N. et la protection des minorités de race, de langue et de religion (Γενεύη: Éditions de la S.D.N., 1927), και P. de y Florez Αzcarate, League of Nations and National Minorities (Ουάσιγκτον: Carnegie Endowment for International Peace, 1945). Bλ. ακόμα Jacques Fouques-Duparc, La protection des minorités de race, de langue et de religion (Παρίσι: Librairie Dalloz, 1922), και Athanase Moskov, La garantie internationale en droit des minorités (Παρίσι: χ.ε., 1936).

[35] Σύμφωνα με τα στοιχεία της Μικτής Επιτροπής, ο αριθμός των Ελλήνων που μετακινήθηκαν μετά την υπογραφή και την εφαρμογή της Σύμβασης της Ανταλλαγής ανήλθε σε 189.916 και αναλυόταν ως εξής:

Με τη φροντίδα της Υποεπιτροπής της Μερσίνας (1924-1925)

 

50.124

 

Με τη φροντίδα της Υποεπιτροπής της Σαμψούντας (1924)

 

38.164

 

Από τη Σμύρνη χωρίς την παρέμβαση της Μικτής Επιτροπής

 

2.500

 

Από τις Σαράντα Εκκλησιές

 

1.117

 

Σύνολο

 

189.916

 

Βλ. Ladas, The exchange of minorities, σ. 438.

[36] Σύμφωνα με τα στοιχεία της γενικής απογραφής πληθυσμού που διενεργήθηκε τον Μάιο του 1928, ο αριθμός των προσφύγων που είχαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ανερχόταν σε 1.017.794. Υπήρχαν ακόμα 86.422 πρόσφυγες που είχαν φτάσει στην Ελλάδα πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Έτσι, ο συνολικός αριθμός των προσφύγων ήταν 1.104.216:

Τόπος προέλευσης

 

Πριν από τη

Μικρασιατική Καταστροφή

 

Μετά τη

Μικρασιατική Καταστροφή

Σύνολο

 

Μικρά Ασία

 

37.728

589.226

626.954

 

Πόντος

 

17.528

164.641

182.169

 

Ανατολική Θράκη

 

27.057

229.578

256.635

Κωνσταντινούπολη

 

4.109

34.349

38.458

 

Σύνολο

 

86.422

1.017.794

1.104.216

 

Βλ. Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Στατιστικά αποτελέσματα της απογραφής του πληθυσμού της Ελλάδος της 15-16 Μαΐου 1928. Ι. Πραγματικός και νόμιμος πληθυσμός – Πρόσφυγες (Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο, 1935), σ. μστ΄.

[37] Σύμφωνα με τα στοιχεία της Μικτής Επιτροπής, ο αριθμός των μουσουλμάνων που μετακινήθηκαν μετά την υπογραφή και την εφαρμογή της Σύμβασης της Ανταλλαγής ανήλθε σε 355.635 και αναλυόταν ως εξής:

 

Με τη φροντίδα της Υποεπιτροπής της Θεσσαλονίκης (1923-1924) 109.577

 

Με τη φροντίδα της Υποεπιτροπής του Ρεθύμνου (1923-1924) 13.797

 

Με τη φροντίδα της Υποεπιτροπής των Χανίων (1923-1924) 8.142

 

Με τη φροντίδα της Υποεπιτροπής της Δράμας (1923-1924) 76.047

 

Με τη φροντίδα της Υποεπιτροπής της Καβάλας (1923-1924) 45.527

 

Με τη φροντίδα της Υποεπιτροπής της Κοζάνης (1923-1924) 26.623

 

Από την Κοζάνη και την Πτολεμαΐδα (1924) 34.653

 

Με τη φροντίδα της Υποεπιτροπής της Ηγουμενίτσας (1925) 2.989

 

Από τη Λέσβο χωρίς την παρέμβαση της Μικτής Επιτροπής 7.500

 

Σύνολο 355.635

Βλ. Ladas, The exchange of minorities, σ. 438-439.

[38] Antonis Klapsis, «Violent Uprooting and Forced Migration: A Demographic Analysis of the Greek Populations of Asia Minor, Pontus and Eastern Thrace», Middle Eastern Studies, 50.4 (2014), σ. 622-639.

[39] Αντώνης Κλάψης, Το ελληνοτουρκικό Οικονομικό Σύμφωνο της 10ης Ιουνίου 1930: ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η διευθέτηση των εκκρεμοτήτων της Σύμβασης της Λωζάννης για την Ανταλλαγή των Πληθυσμών (Χανιά/Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Μελετών και Ερευνών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» – Ι. Σιδέρης, 2010).

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Frédéric Guelton Ο Πόλεμος του Περσικού Κόλπου Μέρος B΄: Επιχείρηση “Καταιγίδα της Ερήμου” (17 Ιανουαρίου – 28 Φεβρουαρίου 1991)

Frédéric Guelton

Ο Πόλεμος του Περσικού Κόλπου

Μέρος B΄: Επιχείρηση “Καταιγίδα της Ερήμου”

(17 Ιανουαρίου – 28 Φεβρουαρίου 1991)

 

Ο συσχετισμός των δυνάμεων στις 15 Ιανουαρίου

Με την εκπνοή της προθεσμίας του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (15 Ιανουαρίου 1991) και ενώ τα στρατεύματα του συμμαχικού συνασπισμού βρίσκονταν επί ποδός πολέμου, ο συσχετισμός των δυνάμεων στο επιχειρησιακό θέατρο ήταν εμφανώς ευνοϊκός γι’ αυτά. Έμελλε να βελτιωθεί παραπάνω στη διάρκεια της φάσης των αεροπορικών επιδρομών, καθότι στόχος των τελευταίων ήταν η μείωση κατά 50% της μαχητικής ετοιμότητας των ιρακινών δυνάμεων κατοχής του Κουβέιτ. Η μέση αναλογία υπέρ του συνασπισμού ήταν της τάξεως του 1,6 προς 1. Κατά περίπτωση, ωστόσο, παρουσίαζε διακυμάνσεις (2,7 προς 1 προς όφελος του αμερικανικού 7ου Σώματος Στρατού, επιφορτισμένου με την αποστολή της εξουδετέρωσης της ιρακινής Προεδρικής Φρουράς, 1,3 προς 1 σε βάρος των μονάδων του κεντρικού τομέα, οι οποίες και θα αναλάμβαναν την επίθεση προς βορρά). Οι παραπάνω αναλογίες είναι σχετικές στο ποσοστό που δεν αντικατοπτρίζουν τις μεγάλες διαφορές μεταξύ των εμπολέμων.

Την παραμονή της έναρξης των εχθροπραξιών, ο ιρακινός στρατός παρέμενε υπολογίσιμος. Οι αμερικανικές στρατιωτικές υπηρεσίες πληροφοριών (Defense Intelligence Agency – DIA) εκτιμούσαν ότι οι δυνάμεις κατοχής του Κουβέιτ ανέρχονταν σε 540.000 άνδρες, 4.200 άρματα μάχης, 2.800 τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού και 3.100 πυροβόλα.[1] Διέθεταν, τόσο επιτόπου όσο και στο νότιο Ιράκ, αποθέματα για έναν μήνα σφοδρών συγκρούσεων. Οι συστοιχίες των πυραύλων Scud αποτελούσαν μόνιμη απειλή καθότι ήταν μετακινούμενες και δύσκολα εντοπιζόμενες, το δε βεληνεκές τους ήταν σε θέση να πλήξει στόχους εντός του εδάφους της Σαουδικής Αραβίας και του Ισραήλ. Σε αντίθεση με τα παραπάνω, η ιρακινή αεροπορία απαρτιζόταν, σε μεγάλο ποσοστό, από παλαιά αεροσκάφη και άπειρους χειριστές. Το ηθικό ήταν χαμηλό εξαιτίας του φαινομένου μιας μαζικής λιποταξίας, το μέγεθος της οποίας ήταν αδύνατο να εκτιμηθεί. Η εικασία, βάσει της οποίας οι ιρακινές αρχές είχαν συγκροτήσει ειδικές μονάδες, επιφορτισμένες με τον εντοπισμό και την εκτέλεση των λιποτακτών επιβεβαιώθηκε έπειτα από το πέρας των εχθροπραξιών.[2]

Τοιχογραφία σε κωμόπολη του βορείου Ιρακ με θέμα τους πυραύλους Scud του Saddam Hussein.

Οι χερσαίες δυνάμεις του συμμαχικού συνασπισμού, οι οποίες προορίζονταν για την επίθεση, αριθμούσαν εννέα αμερικανικές Μεραρχίες, έξι αραβο-μουσουλμανικές,[3] μια βρετανική τεθωρακισμένη Μεραρχία και άλλη μια γαλλική. Το αεροπορικό δυναμικό ξεπερνούσε τα 2.500 αεροσκάφη, κυρίως αμερικανικά. Στα νερά του Περσικού Κόλπου και της Ερυθράς Θάλασσας ναυλοχούσε ένας πανίσχυρος στόλος, αποτελούμενος, μεταξύ άλλων, από 6 αεροπλανοφόρα, δυο θωρηκτά, ικανό αριθμό υποβρυχίων εξοπλισμένων με πυραύλους Cruise και ένα σώμα 17.000 πεζοναυτών έτοιμο να αποβιβαστεί ανά πάσα στιγμή στις ακτές του Κουβέιτ. Συνολικά, άνω των 540.000 ανδρών από 31 διαφορετικές χώρες συμμετείχαν, με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, στην επιχείρηση “Καταιγίδα της Ερήμου”. Οι στρατιωτικές δυνάμεις 17 εξ αυτών ετοιμάζονταν να απελευθερώσουν το εμιράτο.

 

Η εναέρια επίθεση “Instant Thunder

Αποστολή της εναέριας επιχείρησης “Στιγμιαίος Κεραυνός” (Instant Thunder) ήταν η καταφορά, ευθύς εξ αρχής, καίριων πληγμάτων εις βάρος των υποδομών του αντιπάλου. Η επιχείρηση ξεκίνησε τα απόγευμα της 16ης Ιανουαρίου και ενώ η υφήλιος ολόκληρη ανέμενε θεαματικές εξελίξεις αμέσως μετά την εκπνοή του τελεσιγράφου του ΟΗΕ. Περί τα 160 αεροσκάφη αναγνώρισης, ανεφοδιασμού και καθοδήγησης έθεσαν υπό παρακολούθηση τον εναέριο χώρο της ευρύτερης περιοχής. Μια δύναμη 12 ελικοπτέρων κατέστρεψε εντός του ιρακινού εδάφους τα σημαντικότερα κέντρα ραδιοεντοπισμού (ραντάρ) της χώρας, καθιστώντας αδύνατη την ανίχνευση και παρακολούθηση στόχων ευρισκομένων σε μεγάλη απόσταση. Κατόπιν τούτου, επλήγησαν στρατηγικοί στόχοι στο κέντρο της Βαγδάτης από αμερικανικά βομβαρδιστικά τύπου Β-52, τα οποία είχαν απογειωθεί από τη βάση Barksdale της Λουιζιάνας, από “αόρατα” βομβαρδιστικά F-117 τεχνολογίας Stealth και από πυραύλους Tomahawk, που εκτοξεύτηκαν από τα πλοία του στόλου. Ο συνδυασμός των παραπάνω έθεσε εκτός λειτουργίας το σύνολο της ιρακινής αεράμυνας. Την επόμενη νύκτα, περί τα 700 αεροσκάφη επιδόθηκαν στη συστηματική καταστροφή 250 προεπιλεγμένων στόχων, 50 περίπου εκ των οποίων βρίσκονταν στο κέντρο και πέριξ της Βαγδάτης. Με τη συμπλήρωση του πρώτου 24ώρου, το καθεστώς του Saddam Hussein αιφνιδιασμένο και αποκομμένο από τον έξω κόσμο, εξέπεμπε  σημεία παράλυσης.

Στις 17 Ιανουαρίου επλήγησαν με τη σειρά τους τα στρατεύματα κατοχής του Κουβέιτ από μια δύναμη 200 αεροσκαφών. Το ίδιο βράδυ, διαπιστώθηκε πως μέχρι στιγμής μοναδική απώλεια ήταν ένα αγνοούμενο αεροσκάφος της αεροπορίας ναυτικού, τη στιγμή που οι πλέον αισιόδοξοι υπολογισμοί λίγο πριν από την εκδήλωση της επιχείρησης έκαναν λόγο για απώλειες της τάξεως του 10%!

Αεροσκάφη της αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας υπερίπτανται των φλεγομένων πετρελαιοπηγών του Κουβέιτ.

Κατά τη δεύτερη εβδομάδα των εναερίων επιχειρήσεων, μεταξύ 24 και 30 Ιανουαρίου, η κυριαρχία στους αιθέρες ήταν πλήρης με απώλεια τριών, μόλις, αεροσκαφών. Μπορούσαν πλέον να πληγούν όλοι περίπου οι στόχοι δίχως  την απειλή της ιρακινής αεροπορίας, τα 120 αεροσκάφη της οποίας είχαν καταφύγει στο γειτονικό Ιράν! Η απομόνωση από αέρος του πεδίου των εχθροπραξιών ολοκληρώθηκε με την καταστροφή των γεφυρών των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη, καθώς και με εκείνη των κυριότερων υποδομών εφοδιασμού και μεταφορών. Από τις 4 Φεβρουαρίου και κατόπιν, ο ανεφοδιασμός των στρατευμάτων κατοχής του Κουβέιτ ήταν πρακτικά αδύνατος.[4]

Εν συνεχεία, η δραστηριότητα της συμμαχικής αεροπορίας επικεντρώθηκε ενάντια στα ιρακινά τεθωρακισμένα, θαμμένα συχνά κάτω από την επιφάνεια της ερήμου και με προσανατολισμό πάντοτε προς τον Νότο. Η τακτική αυτή, απόρροια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αποδείχθηκε μοιραία για τους αμυνόμενους από τη στιγμή που, έπειτα από μια ηλιόλουστη ημέρα, η θερμοκρασία της ερήμου έπεφτε ταχύτερα από εκείνη της θωράκισης των αρμάτων μάχης, με αποτέλεσμα τα τελευταία να εντοπίζονται εύκολα από τηλεκατευθυνόμενους με υπέρυθρη καθοδήγηση πυραύλους. Έτσι, άλλωστε, εξηγείται η χρήση μεγάλου αριθμού (5.000) πυραύλων Maverick, οι οποίοι κατέστρεψαν το 90% περίπου των ιρακινών τεθωρακισμένων.

Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΙΡΑΚΙΝΩΝ ΑΡΜΑΤΩΝ ΜΑΧΗΣ ΣΤΟ ΚΟΥΒΕΙΤ

(Εκτιμήσεις του United States Central Command-CENTOM κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων)

Μεταξύ της 17ης Ιανουαρίου και της 20ής Φεβρουαρίου, ήταν εμφανές ότι οι αρχικοί στόχοι είχαν ξεπεραστεί κατά πολύ. Ο Saddam Hussein δεν διοικούσε πλέον τη χώρα του, έχοντας ταυτόχρονα απωλέσει τον έλεγχο των ενόπλων δυνάμεων. Το ηθικό των τελευταίων είχε καταρρακωθεί έπειτα από την εξουδετέρωση κατά το ήμισυ των ιρακινών δυνάμεων κατοχής του Κουβέιτ. Μετά το πέρας του πολέμου, ένας ανώτατος αξιωματικός εκμυστηρεύτηκε πως εκείνο που φοβόταν περισσότερο ήταν “οι αρνητικές συνέπειες των αεροπορικών βομβαρδισμών σε βάρος του ηθικού των ανδρών του”.[5]

First Strike Gulf War Air Campaign 1991

 

Η χερσαία επίθεση

Το κλειδί της επιτυχίας για τα κράτη του συνασπισμού ήταν η μετάθεση του κέντρου βάρους της επίθεσης στο αριστερό (δυτικό) άκρο της διάταξης των δυνάμεών τους. Το όλο σκεπτικό δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας. Στόχος ήταν η παραπλάνηση του αντιπάλου με ενέργειες αντιπερισπασμού και η καταφορά καίριων πληγμάτων αξιοποιώντας στο έπακρο το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Η μαζική αεροπορική επίθεση της 17ης Ιανουαρίου και των εβδομάδων που ακολούθησαν αποπροσανατόλισαν τους Ιρακινούς και απέσπασαν την προσοχή τους από τις κινήσεις των χερσαίων δυνάμεων. Όταν η επιχείρηση  Instant Thunder τερματίστηκε στις 24 Φεβρουαρίου, δυο Σώματα Στρατού (περί τους 270.000 άνδρες) είχαν μετακινηθεί δίχως να έχουν σχεδόν γίνει αντιληπτά σε μια ακτίνα 250 έως 420 χιλιομέτρων.

Στις 25 Φεβρουαρίου, οι χερσαίες δυνάμεις είχαν αναπτυχθεί με κατεύθυνση από Δυσμάς προς Ανατολάς ως εξής, συγκροτώντας πέντε μεγάλες ομάδες: ένα αμερικανικό Σώμα Στρατού και μια γαλλική Μεραρχία, ένα δεύτερο αμερικανικό Σώμα Στρατού και μια βρετανική Τεθωρακισμένη Μεραρχία, ένα πρώτο μέρος των αραβομουσουλμανικών στρατευμάτων, ένα εκστρατευτικό Σώμα Αμερικανών Πεζοναυτών, τέλος, το υπόλοιπο των αραβομουσουλμανικών στρατευμάτων.

Η διάταξη των αντιπάλων.

Στο απέναντι στρατόπεδο, οι Ιρακινοί, μη γνωρίζοντας την ακριβή θέση των αντιπάλων, είχαν οργανώσει μια a priori αμυντική διάταξη  ανάλογη με εκείνη που τους είχε εξασφαλίσει επιτυχίες στη διάρκεια του πολέμου με το Ιράν. Ωστόσο, η διάταξη αυτή παρουσίαζε δυο μειονεκτήματα μείζονος σημασίας. Το πρώτο από αυτά ήταν η πρόσληψη του αντιπάλου. Τα στρατεύματα του συνασπισμού είχαν ελάχιστα κοινά γνωρίσματα με τον ιρανικό στρατό. Πρόκειται για μια διαπίστωση, η οποία δεν είχε να κάνει με την ανδρεία των μαχητών, όσο με τη μέθοδο, η οποία ήταν εκ διαμέτρου διαφορετική. Ο πόλεμος Ιράν-Ιράκ και ο στατικός τρόπος με τον οποίο είχε διεξαχθεί, παρέπεμπε σε τακτικές τύπου Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Αντίθετα, στην περίπτωση του Πολέμου του Περσικού, τα στρατεύματα του συνασπισμού είχαν να επιδείξουν όλα τα διακριτικά γνωρίσματα της μετα-βιομηχανικής εποχής. Στηρίζονταν στην απόλυτη κυριαρχία του ραδιοηλεκτρικού χώρου, στην ταχύτητα των μετακινήσεων, στην ισχύ και ακρίβεια της δύναμης πυρός, στη νυχθημερόν ακατάπαυστη διενέργεια των επιχειρήσεων, τέλος, στη χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας.

Το δεύτερο μεγάλο μειονέκτημα του σχεδίου των Ιρακινών συνίστατο στην εσφαλμένη αντίληψη που είχαν σχετικά με το πεδίο των εχθροπραξιών. Προετοιμάζονταν συστηματικά για την απόκρουση μιας κατά μέτωπο επίθεσης προερχόμενης από το Νότο. Αυτό, άλλωστε, πρόδιδε και η διάταξη του αμυντικού τους συστήματος, προσανατολισμένη εξ ολοκλήρου προς την παραπάνω κατεύθυνση, σε μια στιγμή που ο αντίπαλος είχε επιλέξει την πλευροκόπηση από Δυσμάς.

Εντός του εδάφους του Κουβέιτ, τα ιρακινά στρατεύματα είχαν συμπτυχθεί πίσω από δυο αμυντικές γραμμές. Η πρώτη, σε μικρή απόσταση από τη μεθόριο του εμιράτου με τη Σαουδική Αραβία, απαρτιζόταν από ναρκοπέδια, αντιαρματικά εμπόδια και από χαρακώματα γεμάτα πετρέλαιο, το οποίο, φλεγόμενο, θα καθοδηγούσε τη συμμαχική προέλαση σύμφωνα με τις επιδιώξεις των Ιρακινών.[6] Το όλο παραπάνω σύστημα παθητικής άμυνας διέθετε την υποστήριξη ισχυρού πυροβολικού. Η δεύτερη γραμμή άμυνας, καμμιά εικοσαριά χιλιόμετρα εντός της ενδοχώρας, είχε εντελώς διαφορετική υφή. Πέρα από ανάλογες υποδομές παθητικής άμυνας, αποτελούσε μια πραγματική γραμμή ανάσχεσης μιας εχθρικής προέλασης. Υποστηριζόταν από ένα σύστημα Μεραρχιών που αλληλοκαλύπτονταν, ικανό να κομματιάσει οποιαδήποτε επίθεση. Συγκεντρωμένες στα μετόπισθεν, οι τεθωρακισμένες μονάδες αντεπίθεσης, ανήκουσες στην πλειοψηφία τους στην Προεδρική Φρουρά, θα εξουδετέρωναν επιτόπου οποιαδήποτε μονάδα του αντιπάλου κατόρθωνε να διασπάσει τις δυο αμυντικές γραμμές.[7]

Η χερσαία επίθεση εκδηλώθηκε στις 24 Φεβρουαρίου, κάτω από δυσμενείς μετεωρολογικές συνθήκες για τους επιτιθέμενους. Συχνή βροχόπτωση, συνοδευόμενη από ισχυρές αμμοθύελλες κάλυπταν το σύνολο του μελλοντικού πεδίου επιχειρήσεων. Βορειότερα, μαύρος και παχύς καπνός αναδυόταν από τις φλεγόμενες, κατόπιν εντολής του Saddam Hussein, 508 πετρελαιοπηγές του Κουβέιτ, παρακωλύοντας τις πτήσεις σε χαμηλό ύψος των αεροσκαφών.[8] Στις 4.00 τα ξημερώματα, οι προφυλακές του αριστερού άκρου των δυνάμεων του συνασπισμού εισήλθαν εντός του εδάφους του Κουβέιτ. Δυο ώρες αργότερα, ο πρόεδρος Bush ανακοίνωσε δημόσια την έναρξη της επιχείρησης απελευθέρωσης του εμιράτου. Στις 7.00, ήταν η σειρά της 101ης αμερικανικής αερομεταφερόμενης Μεραρχίας να εμπλακεί, σηματοδοτώντας την μεγαλύτερη επιχείρηση μεταφοράς με ελικόπτερα της Ιστορίας. Χάρη στον εντυπωσιακό αριθμό άνω των 300 εξόδων, μεταφέρθηκε σε βάθος 130 χιλιομέτρων εντός του ιρακινού πλέον εδάφους μια ολόκληρη Ταξιαρχία με το σύνολο της υποστήριξής της. Σκοπός ήταν η δημιουργία μιας προκεχωρημένης βάσης (ονόματι Cobra) από όπου θα ήταν εφικτή η καταφορά πληγμάτων εντός του συνόλου της κοιλάδας του Ευφράτη. Ταυτόχρονα, τα επιθετικά ελικόπτερα, χάρη στην ισχύ πυρός που διέθεταν, καθιστούσαν αδύνατη μια συντεταγμένη υποχώρηση των Ιρακινών.

Η γιγαντιαία επιχείρηση μετακίνησης της 101ης Αερομεταφερόμενης Μεραρχίας εντός της ιρακινής ενδοχώρας.

Έξι ώρες έπειτα από την εκδήλωση της χερσαίας επίθεσης ο Schwarzkopf διαπίστωσε ότι τα μέχρι τότε αποτελέσματα είχαν ξεπεράσει κάθε προσδοκία. Το κυρίαρχο ζήτημα στο συγκεκριμένο στάδιο των επιχειρήσεων ήταν η ακριβής ώρα της επίθεσης των 1.600 αρμάτων μάχης του 7ου Σώματος Στρατού. Μπορεί μεν η απελευθέρωση του Κουβέιτ να εθεωρείτο εφικτή, ωστόσο έπρεπε να εξουδετερωθεί η ιρακινή Προεδρική Φρουρά, ικανή να γλιστρήσει έξω από το δίκτυ, το οποίο είχε ήδη αρχίσει να απλώνεται γύρω από αυτήν. Λίγο πριν από το μεσημέρι, στο συμμαχικό στρατηγείο έφτασαν πληροφορίες περί εκκένωσης της πρωτεύουσας του εμιράτου από την Προεδρική Φρουρά, γεγονός, το οποίο άφηνε ανοικτό το ενδεχόμενο μιας συντεταγμένης γενικής υποχώρησης πριν από την άφιξη των στρατευμάτων του συνασπισμού. Για τον λόγο αυτό, το τελευταίο αποφάσισε να ρίξει στη μάχη τα τεθωρακισμένα 15 ώρες νωρίτερα από ό,τι προέβλεπε το σχέδιο. Υπό συνθήκες σφοδρής  αμμοθύελλας, η αμερικανική 24η Μηχανοκίνητη Μεραρχία προήλασε με ταχείς ρυθμούς, με αποτέλεσμα μέχρι να μεσάνυκτα να έχει καταφέρει να εισέλθει εντός του ιρακινού εδάφους.[9] Η κύρια δύναμη των τεθωρακισμένων δυνάμεων (7ο ΣΣ) καθυστέρησε εξαιτίας των εμποδίων παθητικής άμυνας (ναρκοπέδια, συρματοπλέγματα κλπ.).

Το βράδι της 24ης Φεβρουαρίου είχε καταστεί πλέον σαφές πως ο ιρακινός στρατός, ευρισκόμενος σε κατάσταση πλήρους αποδιοργάνωσης, ήταν ανίκανος να αντισταθεί στη συμπαγή και καλά οργανωμένη επίθεση των δυνάμεων του συνασπισμού. Την ίδια στιγμή, ο ραδιοφωνικός σταθμός της Βαγδάτης ανακοίνωσε πως ο Saddam Hussein είχε διατάξει την πλήρη εκκένωση του Κουβέιτ. Μέχρι στιγμής, οι απώλειες των συμμάχων ανέρχονταν μόλις σε 8 νεκρούς και 27 τραυματίες. Στο αντίπαλο στρατόπεδο είναι αδύνατο να καταμετρήσει κανείς τις απώλειες αλλά και τον ακριβή αριθμό των αιχμαλώτων, ο οποίος ξεπερνούσε ήδη τις 15.000.

February 1991: Gulf War Military Action on Saudi Arabian Frontline, Saudi/Kuwait Border

 

Την επομένη (25 Φεβρουαρίου) η προέλαση συνεχίστηκε με ανάλογους ρυθμούς δίχως κάποια αξιόλογη αντίσταση, πέρα από εκείνη της 26ης Μεραρχίας Πεζικού, η οποία εξολοθρεύτηκε μέσα σε λίγα λεπτά. Την ίδια στιγμή, στη Βαγδάτη, αναμεταδόθηκε διάγγελμα του Saddam Hussein, με το οποίο ανακοίνωνε επίσημα την απόσυρση των ιρακινών στρατευμάτων από το Κουβέιτ, διατηρώντας ωστόσο την νομιμότητα των ιστορικών, όπως εμφατικά δήλωσε, διεκδικήσεων της χώρας του επί της περιοχής. Με το πέρας του διαγγέλματος ξεκίνησε μια άτακτη φυγή των ιρακινών στρατευμάτων από το εμιράτο και την πρωτεύουσά του. Οχήματα πάσης φύσεως γεμάτα στρατιώτες και τα πλέον απίθανα αντικείμενα άρχισαν να κατευθύνονται προς τα σύνορα με το Ιράκ, προτού εξαϋλωθούν τελικά από τις αεροπορικές επιδρομές. Με γνώμονα την εξέλιξη των επιχειρήσεων, άμεση προτεραιότητα του Schwarzkopf ήταν πλέον η καταστροφή του μεγαλύτερου μέρους του στρατιωτικού υλικού το ταχύτερο δυνατόν, προτού προλάβει να συνομολογηθεί οποιαδήποτε κατάπαυση του πυρός.[10]

Οι επιχειρήσεις της 26ης Φεβρουαρίου σηματοδοτήθηκαν από σφοδρές μάχες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η αντίσταση, την οποία προέβαλε η Μεραρχία Tawakalna της Προεδρικής Φρουράς.[11] Τις πρώτες απογευματινές ώρες, ένα αμερικανικό Σύνταγμα (2ο Σύνταγμα Τεθωρακισμένου Ιππικού –  2nd ACR) βρέθηκε αντιμέτωπο με τα τεθωρακισμένα της Μεραρχίας  Tawakalna. Η σύγκρουση διεξήχθη υπό σφοδρή αμμοθύελλα. Οι Αμερικανοί, χάρη στον εξοπλισμό νυκτερινής όρασης, τον οποίο αναγκάστηκαν να θέσουν σε λειτουργία, αν και υστερώντας σε αριθμό, κατάφεραν να καταστρέψουν τα εχθρικά άρματα το ένα μετά το άλλο, παραμένοντας οι ίδιοι εκτός βεληνεκούς του εχθρού. Πρόκειται για την επονομαζόμενη Μάχη του Τετραγώνου 73-ανατολικά (Battle of 73 Easting).[12] Η χρήση της τεχνολογίας ισοσκέλισε την αριθμητική κατωτερότητα, καθώς καταστράφηκαν περί τα 30 εχθρικά άρματα και αιχμαλωτίστηκαν 1.300 αντίπαλοι δίχως την παραμικρή ανθρώπινη απώλεια.

Battle Of 73 Easting: Brutal Tank Combat For The Gulf | Greatest Tank Battles | Timeline

 

Στους υπόλοιπους τομείς του μετώπου η προέλαση συνεχίστηκε δίχως αξιόλογη αντίσταση. Με τη δύση του ηλίου, ο συνολικός αριθμός των αιχμαλώτων είχε ξεπεράσει τους 30.000. Σύμφωνα με υπολογισμούς των Υπηρεσιών Πληροφοριών, 26 Μεραρχίες του ιρακινού στρατού είχαν τεθεί εκτός μάχης μέσα σε χρονικό διάστημα τριών, μόλις, ημερών.

Στις 27 Φεβρουαρίου, τα παναραβικά στρατεύματα, με την υποστήριξη αμερικανικών ειδικών μονάδων, απελευθέρωσαν την πόλη του Κουβέιτ μέσα σε ατμόσφαιρα γενικής ευφορίας. Την ίδια ώρα, συνεχιζόταν η συστηματική εξολόθρευση της Προεδρικής Φρουράς.[13] Κατόπιν τούτων, οι εξελίξεις προσέλαβαν καταιγιστικούς ρυθμούς. Στη Βαγδάτη, ο αναπληρωτής πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών Tarek Aziz ενημέρωσε το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ότι το Ιράκ “αποδέχεται να συμμορφωθεί πλήρως με την απόφαση 660 και οποιαδήποτε άλλη απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας”. Ο πρόεδρος Bush, σε διάγγελμα προς το Έθνος δήλωσε πως “[…] με χαρά ήταν σε θέση να ανακοινώσει ότι τα μεσάνυκτα, 100 ώρες έπειτα από την έναρξη των χερσαίων επιχειρήσεων και 6 εβδομάδες έπειτα από την έναρξη της Καταιγίδας της Ερήμου, το σύνολο των αμερικανικών δυνάμεων και εκείνων των υπολοίπων κρατών του συνασπισμού θα αναστείλουν πάσης φύσεως επιθετικές επιχειρήσεις”.[14] Στις 28 Φεβρουαρίου στις 8.00 π.μ. τοπική ώρα, οι επιχειρήσεις ανεστάλησαν ενώ είχε εκδιωχθεί από το Κουβέιτ το σύνολο των ιρακινών στρατευμάτων.[15] Σε χρονικό διάστημα 100 ωρών, τα στρατεύματα του συνασπισμού είχαν καταστρέψει 3.900 άρματα μάχης, 1.400 τεθωρακισμένα οχήματα και 3.000 πυροβόλα.

Οι επιχειρήσεις της 26ης Φεβρουαρίου 1991.

Το ζήτημα των πυραύλων Scud

Οι ιρακινοί πύραυλοι Scud ήταν ένα όπλο ψυχολογικού πολέμου με μείζονα πολιτική και ελάχιστη στρατιωτική αξία. Η αποτελεσματικότητά τους ήταν, όπως αποδείχθηκε, αμελητέα (για μια απόσταση 600 χιλιομέτρων είχαν απόκλιση της τάξεως των 3 χιλιομέτρων). Αντίθετα, ο πολιτικός και ψυχολογικός αντίκτυπος ενός βομβαρδισμού πόλεων όπως το Ριάντ ή το Τελ Αβίβ με πυραύλους του είδους αυτού, οπλισμένων πιθανότατα με χημικές κεφαλές, ήταν ανυπολόγιστος, σε θέση να επιφέρει ακόμα και τη διάλυση αυτού καθαυτού του συνασπισμού. Οι Ιρακινοί είχαν απόλυτη επίγνωση του θέματος όταν, την Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 1991, εκτόξευσαν επτά πυραύλους εναντίον του Ισραήλ. Ακολούθησε μεγάλη ανησυχία παρά το γεγονός ότι καταμετρήθηκαν μόνο 12 τραυματίες. Την επομένη, άλλοι τρεις πύραυλοι κτύπησαν το Ισραήλ. Είναι χαρακτηριστικό το γενικότερο πνεύμα, έτσι όπως αναδύεται από το Ημερολόγιο του Schwarzkopf: “Σάββατο πρωί, έφτασε στα χέρια μου ένα μήνυμα της ανώτατης στρατιωτικής ηγεσίας [Joint Chiefs of Staff]. Οι Ισραηλινοί προτίθενται να εξαπολύσουν μια μαζική αντεπίθεση κατά του δυτικού Ιράκ: 100 αεροσκάφη αύριο το πρωί,  άλλα τόσα το απόγευμα, επιδρομές με ελικόπτερα Apache στη διάρκεια της νύκτας, επιδρομές κομμάντος, κάνοντας χρήση του εναερίου χώρου της Σαουδικής Αραβίας για όλα τα παραπάνω”. Η Σαουδική Αραβία ήταν αποφασισμένη να μην επιτρέψει κάτι τέτοιο, για λόγους που σχετίζονταν με την  παραδοσιακή αραβοϊσραηλινή διένεξη. Ευτυχώς για τον συνασπισμό, η κυβέρνηση του Itzhak Shamir επέλεξε τελικά την οδό της αυτοσυγκράτησης. Σε αντιστάθμισμα, μια αναπροσαρμογή των σχεδίων έλαβε χώρα την ύστατη στιγμή: αποφασίστηκε ο εντοπισμός και η καταστροφή των βάσεων εκτόξευσης εντός του ιρακινού εδάφους και η κατεπείγουσα αποστολή, ήδη από τις 19 Ιανουαρίου, στο Ισραήλ έξι συστοιχιών αντιβαλλιστικών πυραύλων Patriot με το αντίστοιχο προσωπικό. Συνολικά, 39 πύραυλοι Scud εκτοξεύθηκαν εναντίον του Ισραήλ προκαλώντας τον θάνατο 3 ατόμων και τον τραυματισμό 304 και άλλοι 26  με στόχο τη Σαουδική Αραβία και απολογισμό έναν νεκρό και 50 τραυματίες.

Συνοικία του Τελ Αβίβ πληγείσα από πύραυλο Scud.

 

Η λήξη των εχθροπραξιών

Μέσα στις επόμενες μέρες ο Schwarzkopf επιδόθηκε στην προετοιμασία των διαπραγματεύσεων και τους στρατιωτικούς όρους που ο συνασπισμός σκόπευε να επιβάλλει στους Ιρακινούς προκειμένου η κατάπαυση του πυρός να μπορέσει να εφαρμοστεί σε μακροπρόθεσμη κλίμακα. Οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν στις 3 Μαρτίου 1991, στην παλαιά αεροπορική βάση Safwan,[16] σε μικρή απόσταση από τη μεθόριο μεταξύ του Κουβέιτ και του Ιράκ, εντός του εδάφους του τελευταίου.[17] Η εσκεμμένα ολιγομελής αντιπροσωπεία του συνασπισμού απαρτιζόταν από τον Schwarzkopf, τον πρίγκιπα Khaled και έναν διερμηνέα. Το Ιράκ εκπροσωπήθηκε από τους στρατηγούς  Sultan Hashim Ahmed, υπαρχηγό του Γενικού Επιτελείου, Salah Abud Mahmoud, διοικητή του 3ου Σώματος Στρατού το οποίο είχε στο μεταξύ εξαϋλωθεί από τους Αμερικανούς και έναν διερμηνέα. Επιγραμματικά, οι όροι της συνθηκολόγησης είχαν ως εξής[18]:

  • άμεση πρόσβαση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στους αιχμαλώτους πολέμου, οι οποίοι κρατούνταν στο Ιράκ,
  • απελευθέρωση των αιχμαλώτων πολέμου,
  • επαναπατρισμός των υπηκόων του Κουβέιτ, οι οποίοι κρατούνταν στο Ιράκ,
  • αναζήτηση και ταυτοποίηση των αγνοουμένων,
  • επιστροφή των σορών των νεκρών στα πεδία των μαχών,
  • εντοπισμός του συνόλου των ναρκοπεδίων,
  • εντοπισμός των αποθηκών μη συμβατικού υλικού πολέμου,
  • χάραξη διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στις ένοπλες δυνάμεις των εμπολέμων.
Οι διαπραγματεύσεις στην αεροπορική βάση Safwan.

Όταν εθίγη το κρίσιμο ζήτημα των αιχμαλώτων πολέμου, ο στρατηγός Ahmed δήλωσε: “Έχουμε ένα σύνολο 41 […], 17 Αμερικανούς, 2 Ιταλούς, 12 Βρετανούς, 1 με προέλευση από το Κουβέιτ και 9 Σαουδάραβες”.[19] Ο Schwarzkopf απάντησε πως ο συνασπισμός κρατούσε περί τους 60.000 αιχμαλώτους πολέμου. Στο άκουσμα του αριθμού, ο στρατηγός Ahmed έμεινε άφωνος και στράφηκε προς τον στρατηγό Mahmoud για επιβεβαίωση. Ο τελευταίος στάθηκε ανίκανος να το πράξει.[20] Η έκπληξη των Ιρακινών παρέμεινε και όταν ο Schwarzkopf τους ενημέρωσε για την διαχωριστική γραμμή. Ο στρατηγός Ahmed διερωτήθηκε για ποιο λόγο η γραμμή αυτή βρισκόταν πίσω από τις θέσεις των ιρακινών στρατευμάτων, έτσι όπως ο ίδιος τις εκτιμούσε, για να λάβει την απάντηση πως η γραμμή αυτή αποτύπωνε την προέλαση των στρατευμάτων του συνασπισμού. Κατόπιν τούτου, οι πάντες υπέγραψαν, σηματοδοτώντας επίσημα την λήξη των εχθροπραξιών.

 

Απολογισμός του πολέμου

Ήδη από τον Αύγουστο του 1990 τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον συνεισφέροντας στη θεατροποίηση του πολέμου μεταλλάσσοντας τον τελευταίο σε πραγματικό τηλεοπτικό θέαμα, τα επεισόδια του οποίου μεταδίδονταν στα βραδινά δελτία ειδήσεων ολόκληρου του πλανήτη. Από την άλλη πλευρά, καθιέρωσαν ένα νέο πολεμικό λεξιλόγιο με την εκτενή χρήση  όρων όπως “χειρουργικό κτύπημα” ή “καθαρός πόλεμος” υποβαθμίζοντας το γεγονός ότι, όπως σε κάθε πόλεμο, έτσι και στον συγκεκριμένο, ο θάνατος καραδοκούσε σε κάθε γωνία. Είτε συνειδητά είτε όχι, δεν αντιλαμβάνονταν ούτε και προσμετρούσαν τις ψυχολογικές προεκτάσεις του συγκεκριμένου λεξιλογίου, το οποίο με τη σειρά του δεν επέτρεπε να αναδυθεί στην επιφάνεια μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα: εκείνη της δυσαναλογίας των απωλειών, τη στιγμή, κατά την οποία εκείνες των Ιρακινών, δύσκολο ακόμα και σήμερα να προσδιοριστούν, ξεπερνούσαν τον αριθμό των 100.000 νεκρών, τη στιγμή που εκείνες του συνασπισμού ήταν κατώτερες των 1.000.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι Tucker και Hendrickson, στις ΗΠΑ, οι διάφοροι σχολιαστές ούτε καν έθιγαν το επίμαχο ζήτημα.[21] Ο καλύτερος τρόπος να αποφύγει κανείς ένα λεπτό θέμα είναι να αγνοήσει πλήρως την ύπαρξή του, ούτως ώστε να μην είναι υποχρεωμένος να το σχολιάσει. Παρά ταύτα, οι δυο εν λόγω συγγραφείς αποκαλύπτουν τα ακόλουθα στοιχεία σχετικά με τις απώλειες των Ιρακινών:

  • ανεπίσημη πηγή του Πενταγώνου: 100.000 νεκροί στη διάρκεια των αεροπορικών βομβαρδισμών που προηγήθηκαν της έναρξης της χερσαίας επίθεσης,
  • DIA (Defense Intelligence Agency): 100.000 νεκροί σε ολόκληρη τη διάρκεια του πολέμου (με ποσοστό σφάλματος 50%) και 300.000 τραυματίες,
  • άλλοι παρατηρητές κάνουν λόγο για 100.000 – 150.000 νεκρούς,
  • άμαχος πληθυσμός, θύμα των βομβαρδισμών: κάτω των 5.000.[22]

Η Brigitte Stern επιβεβαιώνει με τη σειρά της την ηθελημένη αδιαφορία της Δύσης για τις απώλειες των Ιρακινών. Προσθέτει, επικαλούμενη τον αναπληρωτή πρωθυπουργό του Ιράκ Saadoun Hammadi, ότι 91 στρατιωτικοί και 20.000 άμαχοι έχασαν τη ζωή τους από τους αεροπορικούς  βομβαρδισμούς και άλλοι 60.000 τραυματίστηκαν.[23] Από όσο γνωρίζουμε, δεν υφίσταται από ιρακινής πλευράς κάποιος υπολογισμός, έστω και κατά προσέγγιση, των θυμάτων της χερσαίας επίθεσης.

Στην αντίπερα όχθη, οι απώλειες του συνασπισμού παρουσιάζονται με κρυστάλλινη διαύγεια, απόλυτη ακρίβεια και σχεδόν θριαμβευτικό ύφος. Οι επίσημοι αριθμοί για τις ΗΠΑ ανέρχονται σε 613 άνδρες (146 νεκροί – εκ των οποίων 35 από φίλια πυρά – και 467 τραυματίες εκ των οποίων 21 γυναίκες και 72 από φίλια πυρά).[24] Η Τελική Έκθεση προς το Κογκρέσο ( Final Report to Congress) κάνει λόγο, για την περίοδο από τις 3 Αυγούστου 1990 έως τις 15 Δεκεμβρίου 1991, για 390 Αμερικανούς νεκρούς (εκ των οποίων 5 γυναίκες).[25] Καταμετρά επίσης 21 αιχμαλώτους (2 γυναίκες).[26] Οι Γάλλοι είχαν 2 νεκρούς και 25 τραυματίες, άπαντες στη μάχη για την κατάληψη της στρατηγικής θέσης  As Salman, όπου έδρευε το στρατηγείο της ιρακινής 45ης Μεραρχίας Πεζικού. Οι Βρετανοί έχασαν 36 άνδρες (συν 30 περίπου τραυματίες). Οι απώλειες των Σαουδαράβων ανέρχονταν σε 20-30 νεκρούς και 40 περίπου τραυματίες. Οι υπόλοιποι συμμετέχοντες καταμέτρησαν συνολικά λιγότερο από 100 νεκρούς και τραυματίες μαζί.

Δεσπόζουσα θέση στο κεφάλαιο περί απωλειών (με την παραδοσιακή ερμηνεία του όρου)[27] κατέχει, αναμφίβολα, το ζήτημα των αιχμαλώτων πολέμου με την αριθμητική δυσαναλογία και την εκ διαμέτρου διαφορετική διαχείριση εκ μέρους των εμπολέμων. Εντύπωση προκαλεί και ο ταχύτατος ρυθμός της αιχμαλωσίας ή παράδοσης των Ιρακινών καθώς και η μετέπειτα μεταχείρισή τους. Οι περισσότερες εκτιμήσεις υπολογίζουν τους τελευταίους σε 87.000 περίπου. Είναι ο αριθμός που δημοσίευσε στο περιοδικό Newsday της 24 Ιανουαρίου 1992 ο Patrick J. Sloyan. Αποκλίνει ελάχιστα από τις επίσημες εκτιμήσεις (86.743). Ο εντυπωσιακός παραπάνω αριθμός θέτει αυτόματα το εύλογο ερώτημα κατά πόσο τα κράτη του συνασπισμού ήταν προετοιμασμένα για την διαχείριση ενός παρομοίου αριθμητικού μεγέθους.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΡΑΚΙΝΩΝ AΙΧΜΑΛΩΤΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ

 

Οι Αμερικανοί προσέγγισαν το σοβαρό αυτό πρόβλημα υπό διπλή οπτική. Σε ένα πρώτο στάδιο,  παρέμειναν πιστά προσηλωμένοι στις επιταγές των διεθνών πράξεων που ορίζουν την μεταχείριση των αιχμαλώτων πολέμου (Συμβάσεις της Γενεύης του 1949 περί αιχμαλώτων και προστασίας των αμάχων πληθυσμών εν καιρώ πολέμου).[28] Σε ένα δεύτερο στάδιο, αξιοποίησαν τα διδάγματα του πολέμου του Βιετνάμ.

Επί του πρακτέου, επιστράτευσαν από νωρίς την 80ή Ταξιαρχία Στρατονομίας (7.300 άνδρες), η οποία ήταν σε θέση να διαχειριστεί περί τους 40.000 αιχμαλώτους, κατανεμημένους σε 5 ξεχωριστά στρατόπεδα, μέσα στους 6 πρώτους μήνες των εχθροπραξιών. Άλλες εκτιμήσεις ανεβάζουν σε 100.000 τον αριθμό κατά την πρώτη, μόλις, εβδομάδα. Η παραπάνω πρόβλεψη, αν και κατά προσέγγιση, παρουσιάζει ενδιαφέρον καθότι κινείται πλησίον της πραγματικότητας. Αν μη τι άλλο, υποδηλώνει πως το χαμηλό ηθικό των ιρακινών στρατευμάτων ήταν εν γνώσει των Αμερικανών προτού ακόμα  ξεσπάσουν οι εχθροπραξίες. Οι Σαουδάραβες κατασκεύασαν 4 επιπρόσθετα στρατόπεδα χωρητικότητας 24.000 αιχμαλώτων το καθένα, οι Βρετανοί και οι Γάλλοι από ένα, χωρητικότητας 5.000 και 500 ατόμων αντίστοιχα. Με τον εγκλεισμό των αιχμαλώτων στα στρατόπεδα, οι Αμερικανοί προχώρησαν σε ακριβή καταμέτρηση, οι δε υπηρεσίες πληροφοριών τούς υπέβαλαν σε ανάκριση. Η έλλειψη ικανού αριθμού διερμηνέων είχε ως συνέπεια να ανακριθούν μόνο λίγες εκατοντάδες, μεταξύ των οποίων 13 στρατηγοί.[29] Από τις ανακρίσεις επιβεβαιώθηκε περίτρανα η κατάρρευση του ηθικού και οι καταστρεπτικές ψυχολογικές επιπτώσεις ως αποτέλεσμα του συστηματικού βομβαρδισμού από τα Β-52.

Φάλαγγα Ιρακινών αιχμαλώτων μπροστά από τις φλεγόμενες πετρελαιοπηγές.

Δυο μαρτυρίες απεικονίζουν εύγλωττα την άθλια κατάσταση του ιρακινού στρατού. Η πρώτη προέρχεται από τις τάξεις της 80ής Ταξιαρχίας Στρατονομίας: “Σε πάμπολλες περιπτώσεις, οι αιχμάλωτοι βιάζονταν τόσο πολύ να ενταχθούν στα στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου, ώστε προθυμοποιούνταν εθελοντικά να οδηγήσουν τα οχήματα διευκολύνοντας με τον τρόπο αυτό το δυσχερές έργο της μεταφοράς […]”.[30] Τη δεύτερη μαρτυρία απέσπασε ο γράφων από έναν Γάλλο αξιωματικό του γαλλικού στρατοπέδου αιχμαλώτων πολέμου της Rafha. Στη μαρτυρία περιγράφεται το ακόλουθο περιστατικό: με την άφιξη μιας ιρακινής μονάδας στο στρατόπεδο, ακολούθησε, σύμφωνα με τους όρους της Σύμβασης της Γενεύης, διαχωρισμός ανάμεσα σε αξιωματικούς και στρατιώτες. Αίφνης, μια έκφραση πανικού ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο ενός αξιωματικού, ο οποίος θεώρησε πως ο διαχωρισμός αυτός ήταν προοίμιο της εκτέλεσής του.

Διαφορετική υπήρξε η μεταχείριση των αιχμαλώτων, οι οποίοι είχαν πέσει στα χέρια των Ιρακινών. Όλες οι πηγές επιβεβαιώνουν ότι υπήρξε σωρεία κατάφορων παραβιάσεων των διατάξεων της Σύμβασης της Γενεύης. Σε ένα πρώτο στάδιο, σύμφωνα με αμερικανικές πηγές, τα πράγματα κυλούσαν σχεδόν ομαλά. Οι αιχμάλωτοι ανακρίνονταν στις εγκαταστάσεις της Διεύθυνσης των Στρατιωτικών Υπηρεσιών Πληροφοριών. Κατόπιν, κρατούνταν σε διάφορες φυλακές στην ευρύτερη περιοχή της Βαγδάτης. Τα δικαιώματά τους καταπατούνταν με προκλητικό τρόπο, από στέρηση τροφής και νερού μέχρι διενέργεια βασανιστηρίων, προκειμένου να υπογράψουν δηλώσεις, οι οποίες υπαγορεύονταν από τις αρχές. Μέχρι την συνομολόγηση της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός και παρά τις συνεχείς εκκλήσεις, απαγορευόταν ρητά η πρόσβαση στις φυλακές αντιπροσωπείας του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Παρά ταύτα, η μαρτυρία ενός Αμερικανού πιλότου ο οποίος καταρρίφθηκε στο αρχικό στάδιο των αεροπορικών επιδρομών, αποκαλύπτει πως δέχθηκε επαρκή νοσοκομειακή περίπτωση και ότι ο μεγαλύτερος φόβος του σχετιζόταν με τους εναέριους βομβαρδισμούς του συνασπισμού. Στάθηκε τυχερός, καθώς καταστράφηκαν ολοσχερώς όλα τα γύρω κτήρια, όχι όμως η φυλακή, στην οποία ο ίδιος βρισκόταν έγκλειστος.

Περισσότερο άτυχοι υπήρξαν οι προερχόμενοι από το Κουβέιτ αιχμάλωτοι.[31] Σύμφωνα με υπολογισμούς του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, έπειτα από το τέλος του πολέμου επαναπατρίστηκαν 4.219 άτομα. Αντίθετα, ο ακριβής προσδιορισμός των πολιτών που συνελήφθησαν και εκτοπίστηκαν ακολούθως στο Ιράκ, αποδείχθηκε αδύνατος. Το μέγεθος υπολογίζεται γύρω στα 3.000 άτομα, 1.000 εκ των οποίων αγνοείται μέχρι σήμερα η τύχη.

 

Πόλεμος και εικόνα του πολέμου

Ενόσω προετοιμάζονταν και διεξάγονταν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, γενική υπήρξε η αίσθηση ότι η υφήλιος ήταν μάρτυρας του πρώτου “καθαρού πολέμου” στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ωστόσο, η τεχνολογία δεν μετέβαλε τα συστατικά στοιχεία του πολέμου. Αλλοίωσε απλώς την εξωτερική εικόνα του τελευταίου, μετατρέποντας τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης σε όπλο, όπως συνέβαινε τον Μεσαίωνα με το ανάθεμα ή τον αφορισμό. Λίγοι είναι εκείνοι που το θυμούνται και ακόμα λιγότεροι εκείνοι που το παραδέχονται. Ο στρατηγός Schwarzkopf κατάφερε να αξιοποιήσει στο έπακρο το όπλο αυτό, όπως άλλωστε εκμυστηρεύεται στα Απομνημονεύματά του: “Στην αρχή του πολέμου, ένας Αμερικανός δημοσιογράφος με ρώτησε αν θα χρειάζονταν ακόμα πολλές εβδομάδες προετοιμασίας έως ότου είμαστε σε θέση να αποκρούσομε μια χερσαία επίθεση του ιρακινού στρατού. Του απάντησα ότι οι Ιρακινοί θα πλήρωναν ακριβά το τίμημα μιας τέτοιας πρωτοβουλίας. Ήταν το μόνο που μπορούσα να πω, περιστοιχισμένος από τηλεοπτικές κάμερες που βούιζαν και γνωρίζοντας πως δεν απευθυνόμουν μόνο σε φίλους. Ο Saddam και οι συνεργάτες του με άκουγαν και εκείνοι καθισμένοι αναπαυτικά στο στρατηγείο τους και παρακολουθώντας το CNN. Αυτούς είχε ως αποδέκτες το μήνυμά μου”.[32]

Άραγε, ο Πόλεμος του Περσικού Κόλπου, τον οποίο παρακολούθησε και βίωσε από μακριά ολόκληρος ο πλανήτης, σηματοδότησε, όπως πολλοί πίστευαν, την απαρχή μιας νέας, περισσότερο ελπιδοφόρας, εποχής; Οι συνθήκες προσφέρονταν πράγματι για κάτι τέτοιο. Ωστόσο, δεν αξιοποιήθηκαν. Οι ΗΠΑ επανήλθαν γρήγορα στις παλιές χίμαιρές τους, τις οποίες συνεχίζουν να ακολουθούν μέχρι σήμερα, εκθέτοντας σε ολοένα και μεγαλύτερους κινδύνους την Ανθρωπότητα.

The Gulf Conflict – The Liberation of Kuwait

 

O Frédéric Guelton είναι συνταγματάρχης (ε.α) και διδάκτωρ Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Σορβόννης. Διετέλεσε διευθυντής των Στρατιωτικών Αρχείων της Γαλλίας (Service Historique de la Défense – Section Armée de Terre). Είναι μέλος της Διεθνούς Επιτροπής Μνήμης των 100 ετών του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Mission Centenaire 1914 – 1918).

                                          

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ Β΄ ΜΕΡΟΥΣ       

16 Ιανουαρίου 1991

Η Γαλλική Εθνοσυνέλευση, η έκτακτη σύνοδος της οποίας πραγματοποιήθηκε 24 ώρες νωρίτερα από την προγραμματισθείσα ημερομηνία, με 523 ψήφους υπέρ με 43 κατά, στηρίζει την κυβέρνηση στους χειρισμούς της κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων. Διάγγελμα του προέδρου François Mitterrand.

17 Ιανουαρίου

Έναρξη της επιχείρησης Καταιγίδα της Ερήμου.

18 Ιανουαρίου

Εκτόξευση 7 ιρακινών πυραύλων Scud εναντίον του Ισραήλ (Τελ Αβίβ και Χάιφα) και ενός επιπρόσθετου κατά του Νταχράν (Σαουδική Αραβία). Ο τελευταίος εξουδετερώθηκε από την  αεράμυνα. Έκκληση του προέδρου George Bush προς την κυβέρνηση του Ισραήλ για επίδειξη αυτοσυγκράτησης.

19-20 Ιανουαρίου

Άφιξη και εγκατάσταση στο Ισραήλ συστοιχιών αντιβαλλιστικών πυραύλων Patriot,  προερχομένων από τη Γερμανία. Νέα εκτόξευση πυραύλων Scud σε βάρος του Ισραήλ με 10 τραυματίες.    

21-22 Ιανουαρίου

Εκτόξευση 10 πυραύλων Scud κατά της Σαουδικής Αραβίας. Οι 9 εξουδετερώθηκαν από την αεράμυνα. Απολογισμός, 7 ελαφρά τραυματίες.

24 Ιανουαρίου

Οι Ιρακινοί πυρπολούν τις πετρελαιοπηγές του Κουβέιτ.

25 Ιανουαρίου                                           

Εκτόξευση 7 πυραύλων Scud κατά του Ισραήλ. Οι 6 εξουδετερώνονται. Ο έβδομος πέφτει στο Τελ-Αβίβ με αποτέλεσμα έναν νεκρό και 19 τραυματίες.

30 Ιανουαρίου

Κοινή δήλωση των κυβερνήσεων Ουάσινγκτον και Μόσχας, σύμφωνα με την οποία οι στρατιωτικές επιχειρήσεις θα διακόπτονταν εφόσον το Ιράκ δεσμευόταν να εκκενώσει τα στρατεύματά του από το Κουβέιτ.

5 Φεβρουαρίου

Ο ραδιοφωνικός σταθμός της Βαγδάτης αναγγέλλει την επικείμενη διενέργεια τρομοκρατικών ενεργειών σε βάρος των χωρών του συνασπισμού.

11 Φεβρουαρίου

Παράταση της προθεσμίας των αεροπορικών βομβαρδισμών κατ’ εντολή του προέδρου Bush.

13 Φεβρουαρίου

Αεροπορική επιδρομή κατά της Βαγδάτης με εκατοντάδες νεκρούς.

24 Φεβρουαρίου

Έναρξη των χερσαίων επιχειρήσεων.

27 Φεβρουαρίου

Απεέυθέρωση της πόλης του Κουβέιτ. Οι συγκρούσεις Αμερικανών και Βρετανών με την ιρακινή Προεδρική Φρουρά συνεχίζονται.

28 Φεβρουαρίου

Το Ιράκ αποδέχεται άνευ όρων τις 12 αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Δημόσια δήλωση του προέδρου Bush: “Ο πόλεμος τερματίστηκε”. Κατάπαυση των εχθροπραξιών από τις 8.00 π.μ. (ώρα Ριάντ).

 

ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΙΣ ΠΗΓΕΣ

Αρχεία της 24ης αμερικανικής Μηχανοκίνητης Μεραρχίας, Operation Desert Storm, Attack Plan, Oplan 91-3, Library of Congress, catalog card Plan 92-060114.

Historical Reference Book, A collection of historical letters, briefings, orders and other miscellanous documents pertaining to the Defense of Saudi Arabia and the attack to free Kuwait, Library of Congress, catalog card Plan 92-060115.

 

ΕΠΙΣΗΜΑ ΤΕΚΜΗΡΙΑ

Συλλογικό, (Congressional Research Service), U. N. Security Council resolutions on Iraq : compliance and implementation, Washington, Government Printing Office, 1992, 76 σελ.

Deniau H., Guise P., Calvez A., Clarenne P., L’Après-Golfe, Rapport de l’IHEDN, 1992, σελ p.

Department of Defense, Conduct of the Persian Gulf Conflict : an Interim Report to Congress, DOD, 1991, 100 σελ.

Department of Defense, Conduct of the Persian Gulf Conflict  : Final Report to Congress, DOD, April  1992, 418 σελ. + 19 θεματικά παραρτήματα.

Field Manual 101-10-2, Chapter 15, TOE 20-17, The Military History Detachment Mission.

Kamiya (major Jason K.), A History of the 24th mechanized infantry division combat team during Operation Desert Storm,The attack to free Kuwait, January through March 1991), Fort Stewart, Georgia, 1991, 62 pages.(Library of Congress reference, 91-78085.

Sénat, Commission des Affaires étrangères, de la Défense et des Forces armées du Sénat, Rapport d’information sur quelques enseignements immédiats de la crise du Golfe quant aux exigences nouvelles en matière de défense, in Journal officiel, documents Sénat, n° 303, 1991, σελ. 1-152.

The Association of the U.S. Army, 1991 Green Book, The Year of Desert Storm, Οκτώβριος 1991, 328 σελ.

Union de l’Europe Occidentale, Rapport de la Commission technique et aérospatiale, Assemblée de l’U.E.O., 1991, 28 σελ.

 

ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Al-Khalil (S.), Irak, la machine infernale, J.-C. Lattès, 1991, 368 σελ.

Blackwell J. Thunder in the Desert. The strategy and tactics of the Persian gulf war, New-York, Bantam Books, 1991, 285 σελ.

Bulloch (J.) et Darwish (A.), Water Wars, coming conflicts in the Middle East, Londres, Victor Gollancz, 1993, 224 σελ.

Camau M. (sous la direction de), Crise du Golfe et ordre politique au Moyen-Orient, Institut de recherches et d’études sur le monde arabe et musulman, 1993, 343 σελ.

Chaoul M., La Sécurité dans le golfe Arabo-Persique, les Septs Epées, 1978, 146 σελ.

Cordesman A. H., After the storm, the changing military balance in the Middle East, Londres, Westview Press-Mansell Publishing Limited, 1993, 811 σελ.

Davies C., After the war : Iran, Iraq and the Arab Gulf, Carden Publications limited, 1990, 446 σελ.

Dunnigan J. F., Bay A., From shield to storm. High-tech weapons, military strategy and coalition warfare in the Persian gulf, New York, William Morrow and Company, Inc. 512 σελ.

Fleury-Vilatte B., (επιμ.), Les Médias et la guerre du Golfe, Presses universitaires de Nancy, 1992, 155 σελ.

Friedman N., Desert victory. The war for Kuwait, Annapolis, US Naval Institute, 1991, 435 σελ.

Jeandet N., Un Golfe pour trois rêves,  L’Harmattan, 1993, 126 σελ.

Kodmani Darwish B., Chartouni Dubarry M., Golfe et Moyen-Orient. Les conflits, Dunod, 1991, 154 σελ.

Laurent E., Tempête du désert, les secrets de la maison Blanche, Olivier Orban, 1991, 283 σελ.

Le Borgne C., Un discret massacre. L’Orient, la guerre et après, Editions François Bourin, 1992, 234 σελ.

Le Pichon Y., Guerre éclair dans le Golfe, Jean-Claude Lattès/ADDIM, 1991, 215 σελ.

Lyautey Pierre., Proche-Orient : La guerre de demain ?, Julliard, 1971, 221 σελ.

Primakov E., Missions à Bagdad, Seuil, 1991, 196 σελ.

Rouseau C. (επιμ.), La Crise du Golfe, de l’interdiction à l’autorisation du recours à la force, L.G.D.J., 1993, 544 σελ.

Schmitt M., De Dien Bien Phu à Koweït City, Grasset, 1992, 309 σελ.

Schwarzkopf (général H. N.), Mémoires, Plon, 1992, 572 σελ.

Stern B., Guerre du Golfe, le dossier d’une crise internationale, 1990-1992, La Documentation française, 1993, 626 σελ.

Sumers (colonel Harry G.) On strategy II, A critical analysis of the Gulf war, Dell Publishing Group, Inc., New York, 1992, 302 σελ.

Tavernier P., Aspects de la guerre du Golfe, Grenoble, Centre d’études de la défense et de sécurité internationale (CEDSI), 1990, 74 σελ.

Tucker R.W., Hendrickson D. C., The Imperial Temptation, The new world order and America’s purpose, Council on Foreign relations press, New-York, 1992, 228 σελ.

Wolton D., War game : l’information et la guerre, Flammarion, 1991, 290 σελ.

Woodward (B.), Chefs de guerre, Calmann-Lévy, 1991, 393 σελ.

Zorgbibe (Charles), Nuages de guerre sur les Emirats du Golfe, Publications de la Sorbonne, 1984, 173 σελ.

                                                  

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ B΄ ΜΕΡΟΥΣ

[1] Ο Patrick J. Sloyan, σε ένα άρθρο, το οποίο δημοσίευσε στο περιοδικό Newsday της 24.01.1992, υπολογίζει ότι τη στιγμή της έναρξης των εναερίων επιχειρήσεων τα ιρακινά στρατεύματα κατοχής αριθμούσαν 380.000 άνδρες. Όταν εξαπολύθηκε η χερσαία επίθεση είχαν μειωθεί σε 200.000 άνδρες.

[2] Οι ιρακινές στρατιωτικές αρχές αναλώθηκαν σε μια εκστρατεία εκφοβισμού με στόχο τον αποπροσανατολισμό των κληρωτών. Συνίστατο στο σύνθημα ότι τα μη αραβικά στρατεύματα του συμμαχικού συνασπισμού επρόκειτο να προχωρήσουν στην εκτέλεση των αιχμαλώτων, μεταξύ των οποίων και πολλών λιποτακτών. Η εκστρατεία αυτή επιβεβαιώθηκε από μεγάλο αριθμό προφορικών μαρτυριών δίχως να καταστεί δυνατό να αξιολογηθεί επακριβώς ο πραγματικός της αντίκτυπος.

[3] Δυο από την Αίγυπτο, μια από τη Συρία, μια από το Κουβέιτ και ικανός αριθμός Ταξιαρχιών από τη Σαουδική Αραβία.

[4] Ένας αιχμάλωτος Ιρακινός ανώτερος αξιωματικός ομολόγησε πως ο ανεφοδιασμός των στρατευμάτων κατοχής είχε διακοπεί ήδη από την πρώτη εβδομάδα των εχθροπραξιών.

[5] Final Report…, Παράρτημα J, σελ. J-10.

[6] Οι Αμερικανοί εξουδετέρωσαν το σύνολο των ναρκοπεδίων και της εν γένει αμυντικής υποδομής στο Κουβέιτ. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποίησαν βαρέα βομβαρδιστικά Β-52, καθώς και αεροσκάφη Lockheed MC-130, τα οποία, με τη ρίψη βομβών 7.500 κιλών, προκαλούσαν ωστικό κύμα που με τη σειρά του ανατίναζε τις νάρκες. Έγινε επίσης ρίψη εμπρηστικών βομβών Νapalm, ενώ τα “αόρατα”, τεχνολογίας Stealth, βομβαρδιστικά F-117 κατηύθυναν τις βόμβες τους με χρήση λέιζερ σε βάρος συστημάτων άντλησης, προορισμένων να σκεπάσουν τα χαρακώματα με πετρέλαιο.

[7] Πρόκειται για μια μέθοδο ανάλογη με εκείνη που είχαν χρησιμοποιήσει αντίστοιχα στη Γαλλία το 1917 και 1918 οι στρατηγοί Ludendorff και Pétain.

[8] Υπολογίζεται πως το περιεχόμενο 7 έως 9 εκατομμυρίων βαρελιών χύθηκε στα νερά του Περσικού Κόλπου.

[9] Βλ.σχετικά Kamiya (major Jason K.), A History of the 24th Mechanized Infantry Division Combat Team during Operation Desert Storm, Fort Stewart, Georgia, 1991 και 24th Mechanized Infantry Division Combat Team, Historical Reference Book, Fort Stewart, Georgia, 1991, όπου παρατίθενται περί τα 500 αποχαρακτηρισμένα αρχειακά έγγραφα.

[10] Πόσο μάλλον που οι Σοβιετικοί, λειτουργώντας ως μεσάζοντες με το Ιράκ, ζήτησαν την έκτακτη σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.

[11] Αποστολή της Μεραρχίας Tawakalna ήταν η κάλυψη της υποχώρησης των άλλων δυο Μεραρχιών της Προεδρικής Φρουράς Medina και Hammurabi προς τη Βασόρα.

[12] Η ονομασία της μάχης προέκυψε από τον τετραγωνισμό των επιτελικών χαρτών.

[13] Στη διάρκεια των επιχειρήσεων, ένα αμερικανικό αεροσκάφος κατέστρεψε εκ παραδρομής δυο βρετανικά τεθωρακισμένα οχήματα, με αποτέλεσμα τα πληρώματα των τελευταίων να απωλέσουν τη ζωή τους.

[14] Αναφέρεται στο Stern (Brigitte), op. cit., σελ. 346.

[15] Schwarzkopf, op. cit., σελ. 521. Από την ανακοίνωση κατάπαυσης του πυρός προηλθε ο χαρακτηρισμός των χερσαίων επιχειρήσεων ως Πόλεμος των εκατό ωρών. Η επιλογή της ώρας (8.00 π.μ. τοπική ώρα – μεσάνυκτα ώρα Ουάσινγκτον) υπήρξε ηθελημένη για τον σκοπό αυτό. Την προηγούμενη μέρα, ο Schwarzkopf είχε προκρίνει, δίχως επιτυχία, τον χαρακτηρισμό Πόλεμος των πέντε ημερών.

[16] Η οργάνωση των διαπραγματεύσεων ανατέθηκε στον ελληνικής καταγωγής στρατηγό William Pagonis, σύμβουλο του  Schwarzkopf για θέματα λογιστικής. Ο Pagonis προέβλεψε έπειτα από το πέρας των συνομιλιών, η τράπεζα των διαπραγματεύσεων να δωρηθεί στο Ίδρυμα Smithsonian ως ιστορικό, πλέον, κειμήλιο.

[17] Για την πορεία των διαπραγματεύσεων βλ. Schwarzkopf, op. Cit., σελ. 525-540.

[18] Οι όροι αποτελούν ουσιαστικά μια παραλλαγή των απαιτήσεων του George Bush, έτσι όπως τους είχε απαριθμήσει στο διάγγελμά του της 28ης Φεβρουαρίου.

[19] Schwarzkopf, op. cit., σελ. 540.

[20] Final Report…, op. cit., σελ. 215.

[21] At the time of the war, public comments by U.S. civilian and military officials stressed their disinterest in the question of Iraqi casualties.»Tucker (Robert W.), Hendrickson (David C.), op. cit., σελ. 75.

[22] Tucker (Robert W.), Hendrickson (David C.), op. cit., σελ. 74 και επόμενες.

[23] Ibid.

[24] Οι απώλειες από φίλια πυρά οφείλονται σε δυσχερείς οπτικές συνθήκες εξαιτίας αμμοθύελλας και πυκνού καπνού από τις φλεγόμενες από τους Ιρακινούς πετρελαιοπηγές του Κουβέιτ. Οι ιλιγγιώδεις ρυθμοί των επιχειρήσεων πολλαπλασιάζουν εκ των πραγμάτων τη σύγχυση, όπως και η πολυεθνική σύνθεση των στρατευμάτων του συνασπισμού και η συγκέντρωση μεγάλου αριθμού οχημάτων δύσκολα αναγνωρίσιμων.

[25] Σε σύνολο 37.000 Αμερικανίδων που ήταν παρούσες στον Περσικό Κόλπο.

[26] Final Report …, op. cit., σελ. A-5 έως A-13.

[27] Φονευθέντες, τραυματίες, αγνοούμενοι, ασθενείς, αιχμάλωτοι και γενικότερα όσοι τέθηκαν εκτός μάχης.

[28] Χαρακτηριστική είναι η μνεία της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού τον Απρίλιο του 1991: “Ουδέποτε στο παρελθόν δεν εφαρμόστηκαν τόσα πιστά οι διατάξεις της Σύμβασης της Γενεύης, από όσο από τους Αμερικανούς έναντι των Ιρακινών αιχμαλώτων πολέμου”.

[29] Final Report…, op. cit., παράρτημα L, σελ. L-19.

[30] Final Report…, op.cit., παράρτημα L, σελ. L-13.

[31] Βλ. σχετικά την έκθεση του ειδικού εισηγητή της Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Walter Kälin Rapport préliminaire sur la situation des droits de lhomme dans le Koweït sous loccupation irakienne, OHE, A/46/544, Οκτώβριος 1991, 30 σελ. Αναφορές υπάρχουν και στο Stern, op. cit., σελ. 589-594.

[32] Schwarzkopf, op. cit., σελ. 392.

 

Μετάφραση από το πρωτότυπο: Γιάννης Μουρέλος