Skip to main content

Αναστάσιος Πανουτσόπουλος: Η κρίση του Κονγκό, 1960-1964

Αναστάσιος Πανουτσόπουλος

Η κρίση του Κονγκό, 1960-1964

Η παραχώρηση ανεξαρτησίας στο βελγικό Κονγκό, τη μεγαλύτερη, πλουσιότερη και, ίσως, την πιο υπανάπτυκτη ευρωπαϊκή αποικία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς αποτέλεσε αφορμή για να προκληθεί μία μείζων διεθνής κρίση με σημαντικές επιπτώσεις στον ΟΗΕ και τις σχέσεις μεταξύ των δυτικών Συμμάχων. Παράλληλα όξυνε τον ανταγωνισμό των δύο υπερδυνάμεων, Ηνωμένων Πολιτειών και Σοβιετικής Ένωσης, και τράβηξε την προσοχή όχι μόνο των μικρότερων δυνάμεων του Ανατολικού συνασπισμού, αλλά και της Κίνας και της Κούβας, που από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 είχαν αρχίσει να βλέπουν ευκαιρίες στον Τρίτο Κόσμο για εξαγωγή του δικού τους κοινωνικού και οικονομικού μοντέλου.

Το βελγικό Κονγκό

Το Κονγκό υπήρξε το πιο σκοτεινό σύμβολο της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας. Μία σειρά από σημαίνοντες συγγραφείς και διανοούμενους, ακτιβιστές και ιεραποστόλους είχαν εξαπολύσει οξεία κριτική εναντίον του Βέλγων για τις εξαιρετικά βίαιες πρακτικές που ακολουθούσαν. Το Ελεύθερο Κράτος του Κονγκό, όπως αρχικά ονομαζόταν, είχε αποτελέσει προσωπική κτήση του βασιλιά Λεοπόλδου Β’ του Βελγίου από το 1885. Τον Αύγουστο του 1908 περιήλθε τελικά στην κυριαρχία του βελγικού κράτους, το οποίο ενδιαφέρθηκε σχεδόν αποκλειστικά για την εκμετάλλευση των φυσικών του πόρων και των ιθαγενών πληθυσμών, παραβλέποντας εντελώς την κοινωνική και πολιτική του ανάπτυξη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το βελγικό Κονγκό υπό την οπτική γωνία των Βρυξελλών.

Η σκληρότητα των Βέλγων αποικιοκρατών αποτυπώθηκε σε ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, την Καρδιά του Σκότους (Heart of Darkness) του Πολωνοβρετανού συγγραφέα Joseph Conrad που εκδόθηκε το 1899.1 Αποτέλεσε επίσης αντικείμενο εξέτασης και σκληρής κριτικής σε ένα από τα ιστορικά έργα ενός άλλου κορυφαίου συγγραφέα, του Σκωτσέζου Arthur Conan Doyle, ο οποίος το 1909 δημοσίευσε το Το Έγκλημα του Κονγκό (The Crime of the Congo). Στην εισαγωγή του βιβλίου, ο συγγραφέας δήλωνε «πεπεισμένος ότι ο λόγος για τον οποίο η κοινή γνώμη δεν έχει υπάρξει πιο ευαίσθητη ως προς το ζήτημα του Ελεύθερου Κράτους του Κονγκό είναι επειδή αυτή η τρομερή ιστορία δεν έχει γνωστοποιηθεί διεξοδικά στους ανθρώπους».2

Λίγο νωρίτερα, το 1905 ο Mark Twain είχε δημοσιεύσει το Μονόλογος του Βασιλιά Λεοπόλδου: Υπεράσπιση της Διακυβέρνησής του στο Κονγκό (King Leopold’s Soliloquy: A Defense of His Congo Rule). Οι τρεις αυτοί συγγραφείς αποτελούσαν μέλη της Ένωσης για τη Μεταρρύθμιση του Κονγκό (Congo Reform Association), μίας βρετανικής οργάνωσης που είχε ιδρυθεί το 1904 από τον E. D. Morel, έναν δημοσιογράφο και ακτιβιστή που είχε και αυτός ασχοληθεί με το ζήτημα αυτό, δημοσιεύοντας το ίδιο έτος μία εκτενή μελέτη, την Εξουσία του Βασιλιά Λεοπόλδου στην Αφρική (King Leopold’s Rule in Africa) που αποτελούσε σφοδρή κριτική για τη βελγική πολιτική στο Κονγκό. Για τον Morel, το σύστημα του Κονγκό ήταν «τόσο ανήθικο στη σύλληψη, όσο βάρβαρο είναι στην εκτέλεση, και καταστροφικό για το Ευρωπαϊκό γόητρο στις απώτερες συνέπειές του».3

Η αδυσώπητη πραγματικότητα.

The Atrocities of The Congo Free State

 

Μια πικρή ανεξαρτησία

Μετά από μία μακρά περίοδο υπό βελγική διοίκηση, στις 30 Ιουνίου του 1960, το Κονγκό γινόταν ανεξάρτητο κράτος μέσα από μία διαδικασία που είχε πλημμελώς σχεδιαστεί από το βελγικό κράτος. Το αίτημα για άμεση ανεξαρτησία της χώρας είχε αρχίσει να προβάλλεται παράλληλα με την ανάπτυξη του κονγκολικού εθνικισμού που κορυφωνόταν από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, οπότε και έσπαγε τα όρια της πολιτικής ελίτ και αποκτούσε απήχηση σε όλο και ευρύτερα ακροατήρια, συμπαρασύροντας τελικά το σύνολο του πληθυσμού. Ωστόσο, ο κονγκολικός εθνικισμός έκανε την εμφάνισή του αρκετά καθυστερημένα σε σύγκριση με την πλειονότητα των υπόλοιπων αφρικανικών αποικιών. Σε αυτό είχε συμβάλει το γεγονός ότι μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο απουσίαζε κάποια ελίτ που να είχε λάβει έστω δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με την εξαίρεση μόνο κάποιων κληρικών, το γεγονός ότι η ύπαρξη πολιτικών κομμάτων ήταν απαγορευμένη και η έννοια της πολιτικής εκπροσώπησης που είχε αρχίσει να αποκτά κάποια νομιμοποίηση στις βρετανικές και τις γαλλικές αποικίες ήταν ανύπαρκτη στο Κονγκό και, τέλος, το ότι ο πληθυσμός της χώρας ζούσε σε συνθήκες εξαιρετικής απομόνωσης, που του στερούσε τη δυνατότητα να κοινωνικοποιηθεί και να έρθει σε επαφή με τα εθνικιστικά ρεύματα που επικρατούσαν στην ήπειρο.4 Το αρχικό αίτημα για άμεση ανεξαρτησία ήρθε από το πρώτο πολιτικό κόμμα της χώρας, το ABAKO, υπό την ηγεσία του Joseph Kasavubu τo 1954. Δύο γεγονότα συνέβαλαν στην ταχεία κοινωνικοποίηση των κονγκολικών εθνικιστικών δυνάμεων και τις έφεραν σε άμεση επαφή με τις ιδεολογικές τάσεις της εποχές. Κατά έναν ειρωνικό τρόπο, το ένα ήταν το ταξίδι περίπου επτακοσίων Κονγκολέζων στη Διεθνή Έκθεση των Βρυξελλών, όπου ήρθαν σε επαφή Κονγκολέζοι από διαφορετικά τμήματα της βελγικής αντιαποικιακής αριστεράς, συνειδητοποιώντας το πρόβλημα και διαμορφώνοντας κοινή συνείδηση και δεύτερον τη συμμετοχή του Patrice Lumumba, ως επικεφαλής της αντιπροσωπείας του Κονγκό στο Παναφρικανικό Συνέδριο της Άκκρα τον Δεκέμβριο του 1958.5

Το 1956 ο Βέλγος καθηγητής Jef Van Bilsen δημοσίευσε ένα μανιφέστο, με τίτλο Τριακονταετές Πλάνο για την Πολιτική Χειραφέτηση της Βελγικής Αφρικής (Thirty-Year Plan for the Political Emancipation of Belgian Africa) που πρότεινε την παραχώρηση ανεξαρτησίας στο Κονγκό σε βάθος τριακονταετίας.6 Όμως ο δυναμικός εθνικισμός που κέρδιζε έδαφος στη χώρα ήταν αδύνατον να συγκρατηθεί για τα επόμενα τριάντα χρόνια. Το ABACO, που είχε αναχθεί σε βασικό μοχλό του αντιαποικιακού αγώνα, απαιτούσε άμεση ανεξαρτησία. Τα γεγονότα που ακολούθησαν εγκαινίασαν μία σειρά από βίαιες εξελίξεις που θα μάστιζαν τη χώρα για τις επόμενες δεκαετίες, ανάγοντας εκ νέου το Κονγκό σε ένα σκοτεινό σύμβολο.

Χάρτης του βελγικού Κονγκό.

Η βελγική πολιτική που στόχευε στο να προετοιμάσει το Κονγκό για την ανεξαρτησία απέτυχε παταγωδώς και εισήγαγε τη χώρα σε μία κρίση δεκαετιών, αφήνοντας τους θεσμούς και την οικονομία της κατεστραμμένη, ενώ οι προοπτικές ανάκαμψης ήταν εξαιρετικά απίθανες. Το 1962 ο Van Bilsen δημοσίευσε ένα ακόμα άρθρο στο περιοδικό International Affairs με τίτλο Ορισμένες Όψεις του Προβλήματος του Κονγκό (Some Aspects of the Congo Problem) το οποίο μπορεί να διαβαστεί και ως απολογία των Βέλγων για την αποτυχία του εγχειρήματος της ανεξαρτησίας.7 Στην κριτική ότι το Κονγκό έγινε ανεξάρτητο πρόωρα, αντέτασσε το επιχείρημα ότι ήταν η προετοιμασία που ξεκίνησε να σχεδιάζεται πολύ αργά. Το γεγονός ότι το Βέλγιο βρέθηκε αιφνιδιασμένο από το ξέσπασμα του εθνικισμού και το πιεστικό αίτημα για άμεση ανεξαρτησία το απέδιδε σε τρεις λόγους. Πρώτον, υποστηρίζει ο ίδιος, υπήρχε η αίσθηση ότι το υψηλό επίπεδο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης των ιθαγενών, που μοιράζονταν τις ίδιες συνθήκες διαβίωσης με τους Βέλγους της χώρας, θα προστάτευε την αποικία από τους τριγμούς που παρατηρούνταν σε άλλα τμήματα του αποικιακού συστήματος και ορισμένες μεταρρυθμίσεις θα επέτρεπαν την αδιάκοπη βελγική παρουσία. Δεύτερον, το Βέλγιο, ως μικρή χώρα χωρίς ιδιαίτερες «διεθνείς υποχρεώσεις» είχε αντιληφθεί σε μικρότερο βαθμό από τις «Μεγάλες Δυνάμεις» τις βαθιές αλλαγές που συνέβαιναν στον παγκόσμιο συσχετισμό ισχύος. Απόδειξη τούτου ήταν ότι λίγο μετά το Συνέδριο του Μπαντούνγκ, ο Βέλγος βασιλιάς Baudouin θα διακήρυσσε στην Léopoldville (σημερινή Kinshasa), ότι το Βέλγιο και το Κονγκό θα παρέμεναν ένα ενιαίο έθνος. Τρίτον, λόγω της απουσίας πνευματικών ελίτ δημιουργούσε στο Βέλγιο την εντύπωση ότι τα κινήματα ανεξαρτησίας στο Κονγκό ουδέποτε θα μπορούσαν να αποβούν επιτυχημένα.

Παρ’ όλη την καθυστέρηση, οι προετοιμασίες για την ανεξαρτησία προχωρούσαν κανονικά. Οι πρώτες δημοκρατικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στις 22 Μαΐου του 1960 ανέδειξαν πρωθυπουργό τον Patrice Lumumba του κόμματος MNC και πρόεδρο τον Joseph Kasavubu του ABAKO. Παράλληλα, οι δεσμοί με το Βέλγιο παρέμεναν αναγκαστικά ισχυροί. Το Κονγκό είχε υποχρεωθεί να υπογράψει ένα σύμφωνο φιλίας, βοήθειας και τεχνικής συνεργασίας με το Βέλγιο και να παραχωρήσει σε αυτό δύο στρατιωτικές βάσεις στο έδαφός του στην Καμίνα και την Κιτόνα, διαφυλάσσοντας έτσι σε ένα βαθμό την κυριαρχία της πρώην μητρόπολης.

Léopoldville, 29 Ιουνίου 1960. Η ιστορική φωτογραφία του Robert Lebeck, που έχει απαθανατίσει έναν νεαρό Κονγκολέζο να αφαιρεί από τον βασιλιά των Βέλγων Baudouin το ξίφος του και ενώ ο τελευταίος περιφερόταν με κάθε επισημότητα συνοδευόμενος από τον πρόεδρο Joseph Kasavubu την ημέρα της ανακήρυξης της ανεξαρτησίας του Κονγκό. Η φωτογραφία προσέλαβε πάραυτα διαστάσεις συμβολισμού του τέλους της αποικιοκρατίας στην Αφρική.

Ωστόσο, λίγο μετά την ανεξαρτησία της χώρας, στις 5 Ιουλίου ο στρατός (Force Publique), που επρόκειτο να αποτελέσει τον κορμό του νέου κράτους στασίασε, καθώς οι ελπίδες των μελών του για βελτίωση των αποδοχών του, εξέλιξη των αξιωματικών και απομάκρυνση των λευκών από το στράτευμα, διαψεύστηκαν σύντομα. Η ανταρσία αποτέλεσε το πρώτο πλήγμα στους νεοϊδρυθέντες κρατικούς θεσμούς, καθώς στερούσαν από την κυβέρνηση τον έλεγχο της χώρας, υπονομεύοντας έτσι την κεντρική διοίκηση. Τα γεγονότα που ακολούθησαν λειτούργησαν σα ντόμινο. Στις 12 Ιουλίου, ο Moise Tshombe προχώρησε, με τη στήριξη δυτικών μεταλλευτικών εταιριών (Union Miniere du Haut Katanga), στην κήρυξη της ανεξαρτησίας της πλούσιας σε φυσικούς πόρους επαρχίας της Κατάνγκα, με πρωτεύουσα την Elisabethville, που είχε αποτελέσει τη βάση της ισχύος του. Παράλληλα, ο ίδιος έκανε έκκληση στους Βέλγους για βοήθεια, οι οποίοι τελικά επενέβησαν παράνομα με πρόσχημα την προστασία των ομογενών τους, αποστέλλοντας αλεξιπτωτιστές και καταλαμβάνοντας την πρωτεύουσα Léopoldville, ενώ ο ίδιος έλαβε βοήθεια και από τους λευκούς αποίκους της βρετανικής ανατολικής Αφρικής. Λίγο αργότερα, στις 8 Αυγούστου, τμήμα της επαρχίας Κασάι, λίγο βορειότερα της Κατάνγκα, επίσης αποσχίστηκε από την κεντρική κυβέρνηση και κήρυξε την ανεξαρτησία της με πρόεδρο τον Albert Kalonji και την υποστήριξη της βελγικής μεταλλευτικής εταιρίας Forminière.

Τα παραπάνω ερμηνεύτηκαν από τους υπόλοιπους Αφρικανούς ηγέτες και την αριστερά στις χώρες της Δύσης ως εκδήλωση νεο-αποικιοκρατίας και προκάλεσαν σφοδρές αντιδράσεις, εγκαινιάζοντας έναν κύκλο διεθνών περιπλοκών που θα απειλούσαν την περιφερειακή ειρήνη και θα έθεταν ουσιαστικά για πρώτη φορά τον ειρηνευτικό μηχανισμό του ΟΗΕ σε δοκιμασία.8

Le début des évacuations – Documentaire sur la crise du Congo

Η διεθνοποίηση της κρίσης

Το ζήτημα απέκτησε και επίσημα διεθνείς διαστάσεις όταν στις αρχές Ιουλίου, ο πρόεδρος Kasavubu και ο πρωθυπουργός Lumumba, στράφηκαν στον ΟΗΕ, κάνοντας έκκληση αρχικά για τεχνική βοήθεια, οργάνωση και εξοπλισμό των δυνάμεων ασφαλείας, και στη συνέχεια για βοήθεια στην αντιμετώπιση της βελγικής επιθετικότητας. Η προσφυγή του Lumumba στα Ηνωμένα Έθνη αποτέλεσε την αρχή της δημιουργίας της μεγαλύτερης, ίσως, επιχείρησης του ΟΗΕ, ενός εγχειρήματος με πολύπλευρους στόχους, που ενέπλεξε σχεδόν είκοσι χιλιάδες ανθρώπους σε διάφορους ρόλους από ολόκληρο τον κόσμο.

Ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Dag Hammarskjöld αντέδρασε άμεσα στο αίτημα του Κονγκό. Κάνοντας χρήση του Άρθρου 99 9του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ συγκάλεσε το Συμβούλιο Ασφαλείας το απόγευμα της 13ης Ιουλίου 1960, για να θέσει υπ’ όψιν του ένα ζήτημα που «δύναται να απειλήσει τη διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης και ασφάλειας». 10Το Συμβούλιο Ασφαλείας ανταποκρίθηκε εκδίδοντας το ψήφισμα 143 στις 14 Ιουλίου του 1960 με το οποίο ζητούσε από την κυβέρνηση του Βελγίου να αποσύρει όλα της τα στρατεύματα από την επικράτεια του Κονγκό. Εξουσιοδοτούσε επίσης τον γενικό γραμματέα «να λάβει τα απαραίτητα μέτρα, κατόπιν διαβούλευσης με τη Δημοκρατία του Κονγκό, ώστε να παράσχει στην κυβέρνηση την απαραίτητη στρατιωτική βοήθεια μέχρι, μέσω των προσπαθειών της κυβέρνησης του Κονγκό, με την τεχνική βοήθεια των Ηνωμένων Εθνών, οι δυνάμεις εθνικής ασφαλείας να είναι ικανές, κατά τη γνώμη της κυβερνήσεως, να επιτελέσουν πλήρως τα καθήκοντά τους».11

Ο Patrice Lumumba στην έδρα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (24 Ιουλίου 1960).

Τα γεγονότα στο Κονγκό έθεσαν τον Hammarskjöld ενώπιον της πρώτης μεγάλης και τόσο περίπλοκης κρίσης που καλείτο να διαχειριστεί ο οργανισμός, που όχι μόνο ενέπλεκε τις δύο υπερδυνάμεις και τα μικρότερα μέλη των συνασπισμών, αλλά θα μπορούσε να αποτελέσει προηγούμενο στη διαχείριση ανάλογων κρίσεων εκ μέρους της διεθνούς κοινότητας, σε μία περίοδο όπου η μία μετά την άλλη, οι χώρες της Αφρικής γίνονταν ανεξάρτητες.

Το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας είχε τύχει της υποστήριξης αμφότερων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης, καλλιεργώντας αρχικά προσδοκίες για τη συνεργασία των κυρίαρχων δυνάμεων του διπολικού διεθνούς συστήματος. Ωστόσο, η διαδρομή δεν υπήρξε ομαλή. Ήδη από την πρώτη συνεδρίαση διαφαινόταν η σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων. Σε πρόταση της Σοβιετικής Ένωσης που ζητούσε να προσκληθεί ο αντιπρόσωπος του Κονγκό στις συνομιλίες- καθώς ο Βέλγος μόνιμος αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ είχε ζητήσει να παραστεί αυτοπροσώπως στις συνεδριάσεις- ο Αμερικανός αντιπρόσωπος Henry Cabot Lodge Jr. εξέφρασε την αντίθεσή του. Θεωρούσε ότι με τον ελιγμό αυτό η ίδια η Μόσχα επιχειρούσε να μιλήσει εξ ονόματος του Κονγκό που, ενώ είχε τη δυνατότητα, δεν είχε εκφράσει τέτοιο αίτημα.12 Αλλά και το ίδιο το πρόβλημα του Κονγκό οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση εκλάμβαναν με διαφορετικό τρόπο. Για τους Αμερικανούς, οι ρίζες του προβλήματος βρίσκονταν στις δομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο διοικητικός μηχανισμός και η οικονομία του Κονγκό. Ο Lodge υπενθύμιζε στο Συμβούλιο Ασφαλείας ότι η αμερικανική πλευρά, ήδη από τη στιγμή της εισδοχής του Κονγκό στα Ηνωμένα Έθνη μερικές εβδομάδες νωρίτερα, ήταν της άποψης πως ο Οργανισμός όφειλε να στηρίξει τη νεαρή δημοκρατία στην επίλυση των εκκρεμοτήτων που η τελευταία είχε κληρονομήσει από το παρελθόν.13 Ειδικότερα επέμενε ότι η Ουάσιγκτον θεωρούσε κομβική την αποχώρηση των ξένων τεχνικών από το Κονγκό, που είχε οδηγήσει στην κατάρρευση της ασφάλειας και των επικοινωνιών και είχε συντελέσει στο ξέσπασμα της πείνας και των ασθενειών που είχαν ακολουθήσει. Τα Ηνωμένα Έθνη όφειλαν να δράσουν γρήγορα, καθώς οποιαδήποτε καθυστέρηση θα επέτεινε τις συνθήκες με τις οποίες βρισκόταν αντιμέτωπος ο λαός της νεότευκτης δημοκρατίας. Σύμφωνα με τον Lodge, η αναζήτηση ευθυνών για τα πρόσφατα γεγονότα τη συγκεκριμένη στιγμή και η απόπειρα πολιτικής εκμετάλλευσης της όλης ρευστότητας ενείχε τον κίνδυνο να αποβεί καταστροφική. Επομένως, η άμεση δράση ήταν εκείνη που έπρεπε να προκριθεί.

Η προσέγγιση της Σοβιετικής Ένωσης διέφερε παρασάγγας. Παρά το γεγονός ότι ο μόνιμος αντιπρόσωπος στα Ηνωμένα Έθνη Arkady Soboleff καλούσε επίσης στην ανάληψη άμεσης δράσης στο Κονγκό, επιχειρούσε παράλληλα να τοποθετήσει το πρόβλημα σε ένα ευρύτερο πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο και να υποδείξει τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης ως συλλήβδην υπεύθυνα για την κατάσταση στον Κονγκό. Σε αντίθεση με τους Αμερικανούς, οι Σοβιετικοί δεν πίστευαν σε μία κοινή προσπάθεια αποκλιμάκωσης και υποστήριξης. Ο Soboleff αναπαρήγαγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας τις δηλώσεις της σοβιετικής κυβέρνησης της ίδιας ημέρας, οι οποίες ερμήνευαν τα γεγονότα στο Κονγκό με όρους ανταγωνισμού των δύο συνασπισμών. Στο πλαίσιο αυτό, η αποστολή βελγικών δυνάμεων στο Κονγκό αποτελούσε αποστολή δυνάμεων υπό «ΝΑΤΟϊκή διοίκηση», μία ακόμα ένδειξη για τον καταπιεστικό ρόλο του «ΝΑΤΟϊκού μπλοκ» κατά των Αφρικανών στον ρόλο του ως «διεθνούς χωροφύλακα».14 Αξίζει να σημειωθεί ότι η αναφορά στο ΝΑΤΟ ήταν έτσι κι αλλιώς λανθασμένη: το Κονγκό δεν ανήκε στη ΝΑΤΟϊκή περιοχή ευθύνης και θα ήταν αδιανόητο για τη συμμαχία να αναλάβει δράση εκεί. Αλλά η εμπλοκή του ονόματός της προσέβλεπε αλλού. Η απροθυμία των Βέλγων να αποσύρουν άμεσα τα στρατεύματα από τη χώρα κατέστησε εκρηκτική την όλη κατάσταση και όξυνε περαιτέρω την αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ.

Το Συμβούλιο Ασφαλείας συσκέπτεται για το ζήτημα του Κονγκό τον Ιούλιο του 1960.

Η μη ικανοποίηση των αιτημάτων του Lumumba από τον ΟΗΕ τον έκανε περισσότερο άκαμπτο, ενώ η εκδίωξη του δυτικού στοιχείου από τη χώρα και η κακοποίηση των Ευρωπαίων πολιτών του Κονγκό που ακολούθησε οδήγησε στην ταύτιση του Lumumba από την πλευρά της Δύσης με τη Σοβιετική Ένωση. Σε περιφερειακό επίπεδο, η προσλαμβανόμενη από τα αφρικανικά κράτη έλλειψη βούλησης εκ μέρους του ΟΗΕ οδήγησε με τη σειρά της στην υπονόμευση της αξιοπιστίας του Οργανισμού προκαλώντας τη μήνη των Αφρικανών εναντίον της Δύσης. Με τις προσδοκίες τους να διαψεύδονται ολοένα και εντονότερα, οι τελευταίοι έβλεπαν πλέον τον ΟΗΕ ως υποχείριο των ευρωπαϊκών αποικιακών δυνάμεων και όχι ως παγκόσμιο οργανισμό που είχε ως αποστολή, με βάση το διεθνές δίκαιο, τη διασφάλιση της ειρηνικής επίλυσης των διεθνών συγκρούσεων και την προώθηση της ειρήνης. Την οπτική αυτή των Αφρικανών επιχειρούσε συστηματικά να ενισχύσει η Σοβιετική Ένωση, η οποία από κοινού με τους δορυφόρους της, αλλά και συγγενείς δυνάμεις, όπως η Κούβα και η Αλβανία, υπονόμευαν την αξιοπιστία και το έργο του ΟΗΕ καθώς και του γενικού γραμματέα προσωπικά, εποφθαλμιώντας τον ρόλο του ως διαιτητή προκειμένου να κεφαλαιοποιήσουν κέρδη για τον εαυτό τους. Οι προσωπικές επιθέσεις του Nikita Khrushchev στον Hammarskjöld, στον οποίο χρέωνε καθυστέρηση ως προς την ανάληψη δράσης από τον ΟΗΕ, συνέβαλαν στην απονομιμοποίησή του στα μάτια της πλειοψηφίας των κρατών του Κινήματος των Αδεσμεύτων που αποτελούσε τότε ανερχόμενη δύναμη στους κόλπους της Γενικής Συνέλευσης.

Η κατάσταση αυτή, σε συνδυασμό με την άρνηση του Βελγίου να αποχωρήσει οριστικά από το Κονγκό επικαλούμενο διάφορα προσχήματα και τη συνεχιζόμενη ενίσχυση που παρείχε στο καθεστώς της Κατάνγκα, οδηγούσε σε όξυνση της κομμουνιστικής κριτικής προς τη Δύση συνολικά. Αυτή οδηγούσε, συνακόλουθα, στη συσπείρωση των Δυτικών δυνάμεων έναντι αυτού εκλάμβαναν ως σοβιετικό κίνδυνο.

Η αποπομπή του Lumumba από τον πρόεδρο της χώρας στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1960 προσέδωσε νέα δυναμική στην κρίση και οδήγησε λίγο αργότερα στη δημιουργία ενός τρίτου πόλου ισχύος. Εκτός από την κεντρική κυβέρνηση της Léopoldville και την αποσχιστική κυβέρνηση του Tshombe στην Elisabethville στην επαρχία της Κατάνγκα, τον Δεκέμβριο του 1960 ένας από τους κύριους συνεργάτες και αναπληρωτής του Lumumba, ο Antoine Gizenga, σχημάτισε κυβέρνηση στην Stanleyville στην Ανατολική Επαρχία (Province Orientale), που σύντομα κέρδισε την υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης, της Ανατολικής Γερμανίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Κούβας, του Ιράκ, της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας, της Γκάνας, της Γουινέας, του Μαρόκου, και της προσωρινής κυβέρνησης της Αλγερίας.15 Στο μεταξύ, η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω.
Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1960 ο Lumumba συνελήφθη από τις δυνάμεις του συνταγματάρχη Joseph Mobutu και τέθηκε υπό κράτηση.16 Τον Ιανουάριο του 1961 μεταφέρθηκε αεροπορικώς μαζί με δύο συνεργάτες του στην Κατάνγκα, που αποτελούσε τη βάση των αντιπάλων του, ενώ όσο βρισκόταν στον αέρα βασανίστηκε. Μετά την άφιξή του, ο βασανισμός από δυνάμεις της Κατάνγκα και των Βέλγων συνεχίστηκε, για να καταλήξει τελικά στην εκτέλεση αυτού και των συνεργατών του από απόσπασμα Βέλγων και Κονγκολέζων. Ο θάνατός του Lumumba έγινε γνωστός με καθυστέρηση, περίπου έναν μήνα αργότερα, παρά τις έντονες φήμες που κυκλοφορούσαν, συγκινώντας όμως βαθύτατα την παγκόσμια κοινή γνώμη. Το γεγονός αυτό θα τον ανήγαγε σε ένα σύμβολο του αντιαποικιακού αγώνα ή, μιλώντας με θρησκευτικούς όρους, σε έναν μάρτυρα του ιμπεριαλισμού, πλήττοντας ανεπανόρθωτα την εικόνα της Δύσης στην Αφρική. Ο σχηματισμός νέας κυβέρνησης υπό τον Cyrille Adoula τον Αύγουστο του 1961 καλλιέργησε προσωρινά αισιοδοξία για εξομάλυνση της κατάστασης μέσω της συμμετοχής του Gizenga και του Tshombe. Ωστόσο οι προσδοκίες θα διαψεύδονταν σύντομα.

Moise Tshombe.
O Patrice Lumumba δέσμιος, λίγο προτού εκτελεστεί.

 

Η άνοδος του J.F. Kennedy και η αλλαγή της αμερικανικής πολιτικής

Μετά τη δολοφονία του Lumumba τον Ιανουάριο του 1961, ο Kennedy στράφηκε προς την υποστήριξη μίας ευρείας κυβέρνησης στο Κονγκό, με την συμμετοχή του πρώην συνεργάτη του Lumumba, Gizenga, που εκείνη τη στιγμή παρέμενε επικεφαλής της αποσχιστικής κυβέρνησης στη Stanleyville και τον οποίο νωρίτερα τόσο ο υπουργός Εξωτερικών Dean Rusk, όσο και οι Γάλλοι και οι Βρετανοί απέρριπταν ως επικίνδυνο ριζοσπάστη.17 Από την άλλη πλευρά όμως, οι Σοβιετικοί απομακρύνονταν όλο και περισσότερο από μία συμβιβαστική λύση στο πλαίσιο του ΟΗΕ, τον οποίο στοχοποιούσαν με πρωτοφανή σφοδρότητα. Σε αντίθεση με τη συναίνεση που προωθούσαν οι ΗΠΑ, το Κρεμλίνο στρέφονταν πλέον προς την ιδέα μιας απευθείας παροχής βοήθειας μονομερώς προς την κυβέρνηση του Gizenga στη Stanleyville, που είχε σχηματιστεί τον Δεκέμβριο του 1960 και έχαιρε ευρείας υποστήριξης από κομμουνιστικά και ουδέτερα κράτη της Ασίας και της Αφρικής.

Ο J. F. Kennedy υποδέχεται τον Antoine Gizenga στον Λευκό Οίκο.

Στις αρχές του 1961, υπό τη σκιά της δολοφονίας του Lumumba, το Συμβούλιο Ασφαλείας συνεδρίασε εκ νέου. Από εκείνο το σημείο και πέρα η κρίση προσέλαβε νέα τροπή, καθώς εγκαινιάστηκε μία πιο αποφασιστική πολιτική που, με τη σειρά της, οδήγησε στην ανάληψη στρατιωτικής δράσης για τον τερματισμό της απόσχισης της Κατάνγκα. Στις 21 Φεβρουαρίου το Συμβούλιο Ασφαλείας υιοθέτησε το ψήφισμα 161 όπου, υπό τον φόβο του εμφυλίου, καλούσε στη λήψη μέτρων που θα απομάκρυναν όλους τους Βέλγους και άλλους ξένους στρατιωτικούς, παραστρατιωτικούς και «τεχνικούς συμβούλους» (που συχνά σήμαινε λευκούς μισθοφόρους) από το Κονγκό και θα ξεκινούσε η διερεύνηση της δολοφονίας του Lumumba.

Το κείμενο αλλά και η γενικότερη στάση που είχε τηρήσει ο ΟΗΕ δεν έδειχναν, ωστόσο, ιδιαίτερη αποφασιστικότητα, τουλάχιστον σε αρχική κλίμακα. Ο Βέλγος υπουργός Εξωτερικών Pierre Wigny εξέφρασε αργότερα- με έκδηλο σαρκασμό- την ικανοποίησή του, καθώς υποδεικνυόταν στο Βέλγιο με «αυτόν τον σουηδικό τρόπο που τόσο εκτιμώ» ότι οι Βέλγοι τεχνικοί έπρεπε να αποχωρήσουν.18 Ήταν εμφανές πως το ψήφισμα του Φεβρουαρίου είχε θεωρηθεί από τους Ευρωπαίους ότι είχε προχωρήσει πιο μακριά απ’ όσο έπρεπε. Αντιδρώντας στη νέα αμερικανική πολιτική, οι Βέλγοι είχαν αντιταχθεί ειδικά στα άρθρα που καλούσαν στην αποχώρηση των στρατιωτικών και «πολιτικών συμβούλων» τους από τη χώρα, ενώ η παρουσία των στρατευμάτων του ΟΗΕ θεωρούνταν καταστροφική για τα βελγικά συμφέροντα.19 Η βελγική κυβέρνηση, μάλιστα, απειλούσε με αποχώρηση από το ΝΑΤΟ.20 Αλλά και η κεντρική κυβέρνηση του Κονγκό, υπό τον πρόεδρο Kasavubu, δεν υποδέχθηκε καλύτερα το ψήφισμα, το οποίο ερμήνευσε ως παραβίαση της εθνικής κυριαρχίας.21

Οι δυνάμεις του ΟΗΕ εναντίον της Κατάνγκα

Μετά από μία μακρά περίοδο διαβουλεύσεων μεταξύ των μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας που διήρκεσε περισσότερο από έναν χρόνο, το καλοκαίρι του 1961 ο ΟΗΕ ανέλαβε πιο δυναμική δράση εναντίον του Tshombe. Στις 28 Αυγούστου του 1961 η ειρηνευτική αποστολή του ΟΗΕ ONUC (Opération des Nations Unies au Congo) πραγματοποίησε την πρώτη επιχείρηση εναντίον της Κατάνγκα, την Operation Rumpunch, η οποία είχε ως στόχο να προσφέρει τη δυνατότητα στην κεντρική κυβέρνηση να αφοπλίσει τον στρατό της Κατάνγκα, να εκδιώξει τον Tshombe και να τερματίσει την απόσχιση. Κατά την επιχείρηση, 338 μισθοφόροι και 443 σύμβουλοι συνελήφθησαν προκαλώντας σοκ στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Βέλγιο και τη Βρετανία.

Οι αποσχίσεις των επαρχιών Κατάνγκα και Κασάι.

Παρ΄ όλα αυτά η επιχείρηση ήταν αναποτελεσματική και προκάλεσε τις αντιδράσεις των Βρετανών και την οργή των ιθυνόντων της Κατάνγκα, που επιτίθεντο στον ΟΗΕ. Λίγες εβδομάδες αργότερα, στις 13 Σεπτεμβρίου, αποφασίστηκε η διεξαγωγή μίας ακόμα απόπειρας των Ηνωμένων Εθνών να δοθεί τέλος στην απόσχιση της Κατάνγκα. Επρόκειτο για την Επιχείρηση Morthor, η οποία είχε μάλιστα σχεδιαστεί υπό τον φόβο να στραφεί η χωροφυλακή της Κατάνγκα εναντίον του ευρωπαϊκού πληθυσμού ως αντίποινα. Η επιχείρηση, που δεν έχαιρε ευρείας υποστήριξης από τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, στέφθηκε και αυτή με αποτυχία, καθώς οι δυνάμεις του ΟΗΕ είχαν δεχθεί αποφασιστικά πλήγματα από την αεροπορία της Κατάνγκα και Ευρωπαίους μισθοφόρους που είχαν στελεχώσει τις δυνάμεις της επαρχίας από γειτονικά κράτη. Παράλληλα, η πλειοψηφία των μελών της κυβέρνησης Tshombe, για τους οποίους είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης, είχε καταφέρει να διαφύγει, ενόσω οι συγκρούσεις συνεχίζονταν επί οχτώ ημέρες. Επιπρόσθετα, ένα τάγμα Ιρλανδών αιχμαλωτίστηκε στην περιοχή Jadotville από τις δυνάμεις του Tshombe- γεγονός που έμεινε γνωστό στην ιστορία ως Πολιορκία της Jadotville και αποτέλεσε πηγή ντροπής για τον ΟΗΕ. Το επεισόδιο αυτό έχει πρόσφατα πραγματευθεί και μια αξιόλογη κινηματογραφική ταινία.22

Ιρλανδοί κυανόκρανοι στη διάρκεια της πολιορκίας της Jadotville.

Η ανάληψη πιο αποφασιστικής δράσης από τον ΟΗΕ, που θα επέβαλε τελικά τα αρχικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας καθυστερούσε. Εντός της πρώτης ημέρας από την έναρξη της Morthor, η Βρετανία είχε απειλήσει να αποσύρει πλήρως την υποστήριξή της αν ο Hammarskjold δεν κατάφερνε να παράσχει μία πειστική εξήγηση για το τι είχε συμβεί στην Κατάνγκα ή, έστω, διαβεβαιώσεις για τον άμεσο τερματισμό των εχθροπραξιών.23 Οι Βρετανοί κατηγορούσαν τον γενικό γραμματέα ότι είχε αθετήσει τον λόγο του για μη χρήση βίας, ενώ οι Βέλγοι υποστήριζαν ότι είχαν λάβει και εκείνοι παρόμοιες διαβεβαιώσεις. Υπήρχε όμως και μία άλλη διάσταση. Όπως γράφει ο ιστορικός John Kent, η ασυμβατότητα μεταξύ της υποστήριξης του ΟΗΕ προκειμένου να επιτευχθούν οι αμερικανικοί καπιταλιστικοί στόχοι σε ένα ενοποιημένο Κονγκό αφ’ ενός, και του μη τερματισμού της απόσχισης προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι καπιταλιστικοί στόχοι των Ευρωπαίων, αφ’ ετέρου, γινόταν ολοένα και πιο έντονη. Σε κάθε περίπτωση, και παρά τις έντονες ανησυχίες του, το State Department συνέχιζε να υποστηρίζει το έργο των Ηνωμένων Εθνών στο Κονγκό, κάτι που όξυνε περαιτέρω τις σχέσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Λονδίνου, αλλά και του τελευταίου με τον ΟΗΕ, καθώς ο τρόπος με τον οποίον προσλάμβαναν εκατέρωθεν τα ψηφίσματα του οργανισμού και την εφαρμογή τους διέφερε ριζικά. Απεναντίας, το αφροασιατικό μέτωπο τήρησε μία εξαιρετικά θετική στάση έναντι της επιχείρησης Morthor, καθώς αποτελούσε ένα σημαντικό βήμα για την επανένωση του Κονγκό.24 Το αδιέξοδο, στο οποίο είχε περιέλθει η κατάσταση επιχείρησε να λύσει ο γενικός γραμματέας προσωπικά. Στις 18 Σεπτεμβρίου 1961, ο Hammarskjold ξεκίνησε με προορισμό το Κονγκό προκειμένου να διαπραγματευτεί την κατάπαυση του πυρός μεταξύ της ONUC και των δυνάμεων του Tshombe στην Κατάνγκα. Το αεροπλάνο του κατέπεσε κοντά στη Ντόλα, στη Βόρεια Ροδεσία (σημερινή Ζάμπια), οδηγώντας στον θάνατο του ίδιο και το πλήρωμα. Τα αίτια του αεροπορικού δυστυχήματος παραμένουν μέχρι σήμερα ανεξιχνίαστα.

Dag Hammarskjold.
Τα συντρίμμια του αεροσκάφους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

The Mysterious Death of a UN Secretary-General

Τον Ιούνιο του 1962, το Κονγκό συμπλήρωσε δύο χρόνια ανεξαρτησίας και λίγο αργότερα η Κατάνγκα γιόρτασε τη δική της επέτειο. Στο μεταξύ, ελάχιστη πρόοδος είχε σημειωθεί στο ζήτημα του τερματισμού της απόσχισης, καθώς δεν είχε βρεθεί τρόπος να καμφθεί η αδιαλλαξία του Tshombe. Το αδιέξοδο προβλημάτιζε ιδιαίτερα τους Αμερικανούς, καθώς εξαιτίας της στασιμότητας, ο Adoula θα μπορούσε να αντικατασταθεί από έναν φιλοσοβιετικό ριζοσπάστη. Ταυτόχρονα, το αμερικανικό γόητρο θα υφίστατο σημαντικό πλήγμα σε περίπτωση που οι Σοβιετικοί αποκτούσαν και πάλι ερείσματα στη χώρα, ενώ την ίδια στιγμή οι διαθέσιμοι πόροι για την αποστολή των Ηνωμένων Εθνών εξαντλούνταν.

Τον Αύγουστο, ο νέος γενικός γραμματέας του ΟΗΕ U-Thant, υπό το βάρος του αυξανόμενου οικονομικού και πολιτικού κόστους που γινόταν αντιληπτό τόσο στον ΟΗΕ όσο και στο State Department, παρουσίασε ένα σχέδιο οριστικού τερματισμού της απόσχισης της Κατάνγκα. Το τελευταίο προέβλεπε την παροχή φόρων της UMHK όχι μόνο στην Κατάνγκα, αλλά και στην κεντρική κυβέρνηση της χώρας, ενώ η χωροφυλακή της επαρχίας θα ενσωματωνόταν στον εθνικό στρατό ANC. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρόσφεραν υποστήριξη στον Adoula, ενισχύοντάς τον έναντι των αντιστάσεων του Tshombe. Παράλληλα, προβλέπονταν οικονομικές κυρώσεις μέσω μποϋκοτάζ σε συγκεκριμένα προϊόντα της Κατάνγκα. Η αμερικανική οικονομική επίθεση στην Κατάνγκα προκάλεσε τις αντιδράσεις των Ευρωπαίων, όπως της Βρετανίας, του Βελγίου, της Γαλλίας και της Γερμανίας, ενώ ο Γερμανός καγκελάριος Konrad Adenauer κατηγορούσε τους Αμερικανούς ότι προσπαθούσαν «να μειώσουν τον ρόλο των Ευρωπαίων στη σκοτεινή ήπειρο».25

Παρ’ όλα αυτά, το φθινόπωρο του 1962 ο U-Thant ήταν αποφασισμένος να εφαρμόσει το σχέδιό του και να προχωρήσει στον τερματισμό της απόσχισης στην Κατάνγκα, ενώ, παρά τις βρετανικές αντιδράσεις, ο Kennedy δεν ήταν πρόθυμος να εμποδίσει τον γενικό γραμματέα.26 Στις 24 Δεκεμβρίου 1962 σημειώθηκαν νέες συγκρούσεις μεταξύ των δυνάμεων της Κατάνγκα και των στρατευμάτων του ΟΗΕ κοντά στην Elisabethville. Ο ΟΗΕ πραγματοποίησε τελικά την επιχείρηση Grandslam, καταλαμβάνοντας την επαρχία και εξαναγκάζοντας τον Tshombe σε φυγή.

Τελικά, η απόσχιση της Κατάνγκα τερματίστηκε τον Ιανουάριο του 1963, ως αποτέλεσμα μίας πιο ενεργού πολιτικής που είχε εγκαινιάσει ο Αμερικανός Πρόεδρος John F. Kennedy με την άνοδό του στην εξουσία το 1961 και ο Tshombe διέφυγε στο εξωτερικό, για να επιστρέψει τον Ιούλιο του 1964 ως νέος πρωθυπουργός της χώρας. Μετά τις εκλογές του 1965, ο Tshombe σχημάτισε κυβέρνηση συνεργασίας, για να εκδιωχθεί τον Οκτώβριο του ίδιου έτους από τον πρόεδρο Kasavubu. Ένα μήνα αργότερα, ο ίδιος ο Kasavubu ανατράπηκε με στρατιωτικό πραξικόπημα που είχε σχεδιάσει ο στρατηγός Joseph-Désiré Mobutu, και ο οποίος έμελλε να καταγραφεί από την ιστορία ως ένας από τους πιο στυγνούς δικτάτορες της Αφρικής.

Joseph-Désiré Mobutu Sese Seko.

Συμπεράσματα

Η κρίση του Κονγκό, έτσι όπως ξέσπασε το 1960 και εξελίχθηκε στα επόμενα χρόνια, ήγειρε μια σειρά από καινοφανείς προκλήσεις για το διεθνές σύστημα και ειδικά για την Αφρική που όδευε προς την ανεξαρτησία, έχοντας παράλληλα να αναμετρηθεί με την επιβίωση των ρατσιστικών καθεστώτων στο νότο (πορτογαλικές αποικίες, Νότια Αφρική και σύντομα το ρατσιστικό καθεστώς της Ροδεσίας).

Πρώτα, ανέκυπτε το πρόβλημα της διατήρησης της εδαφικής ακεραιότητας των χωρών της ηπείρου που αποκτούσαν την ανεξαρτησία τους. Οι πρώην ευρωπαϊκές αποικίες στην Αφρική δεν διέθεταν κατά κανόνα συμπαγείς εθνοτικά πληθυσμούς, δεν διέθεταν δηλαδή εθνικό κορμό. Αποτελούσαν την ανάδυση ως «έθνη-κράτη» περιοχών που οι Ευρωπαίοι είχαν διαμοιράσει μεταξύ τους χωρίς μέριμνα για την ομοιογένεια του πληθυσμού τους και συγκέντρωναν διαφορετικά τμήματα φυλών, συχνά ευρισκόμενα σε αντιπαλότητα μεταξύ τους. Το ερώτημα ήταν: θα μπορούσε ένα τέτοιο νέο κράτος να οδηγηθεί στη διάλυση; Είναι φανερό ότι η προοπτική αντιμετωπίστηκε με μεγάλη εχθρότητα από τις υπόλοιπες αφρικανικές χώρες που αποκτούσαν την ανεξαρτησία τους. Η βίαιη κατάπνιξη της εξέγερσης της Κατάνγκα ακολουθήθηκε από την εξ ίσου, αν όχι και περισσότερο, βίαιη αντιμετώπιση της εξέγερσης της Μπιάφρα στη Νιγηρία στα τέλη της ίδιας δεκαετίας. Το Κονγκό είχε, έτσι, εγείρει το μείζον ερώτημα της νομιμοποίησης μιας βίαιης απόσχισης στον μεταπολεμικό διεθνές σύστημα.

Δεύτερον, η ανεξαρτητοποίηση και η κρίση του Κονγκό αμέσως μετά, σε συνδυασμό με τις επεκτεινόμενες φιλοδοξίες της ΕΣΣΔ του Nikita Khrushchev στον Τρίτο Κόσμο, έφερνε στο προσκήνιο ένα στρατηγικό φόβο των Δυτικών: εκείνον της «σοβιετικής διείσδυσης» στην περιφέρεια, ειδικά στην Αφρική και ακόμη ειδικότερα σε περιοχές που διέθεταν ορυκτό πλούτο και πρώτες ύλες στρατηγικής σημασίας. Ως το 1960, οι ΗΠΑ διέκειντο ευμενώς έναντι των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, οσάκις αυτά δεν ελέγχονταν από κομμουνιστική ηγεσία. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τις περιπτώσεις της Ινδίας, της Ινδονησίας, της Αλγερίας, ακόμη και της Κύπρου. Μόνον όταν το αντιαποικιακό κίνημα βρισκόταν υπό κομμουνιστική καθοδήγηση, τάσσονταν οι ΗΠΑ υπέρ της αποικιακής δύναμης, όπως είχε συμβεί στην Ινδοκίνα και στη Μαλαισία. Τώρα όμως το πρόβλημα επρόκειτο να εμφανιστεί με διαφορετικούς όρους. Τι θα συνέβαινε αν, λόγω των εσωτερικών συγκρούσεων, αποκτούσαν εκ των υστέρων οι Σοβιετικοί πρόσβαση σε τέτοιες χώρες; Πόσο ασφαλής ήταν ο δυτικός έλεγχος της περιφέρειας; Το Κονγκό, επομένως, μετατράπηκε σε ένα (ίσως το πρώτο) ψυχροπολεμικό πεδίο μάχης στην υποσαχάρια Αφρική, όπου οι δύο επιρροές, δυτική και σοβιετική, αντιπαρατέθηκαν με ένταση και εκτός κάθε ορίου.

Τρίτον, σύντομα μετά την έναρξη του εμφυλίου και της ξένης επέμβασης στο Κονγκό, το μέλλον του τελευταίου θα συμπλεκόταν με τη νέα στρατηγική του «εκσυγχρονισμού» (modernization) του Τρίτου Κόσμου, την οποία προωθούσε η αμερικανική κυβέρνηση του John Kennedy από το 1961 και κατόπιν. Υπήρχε δίοδος ώστε με μια σταδιακή μεταρρυθμιστική πολιτική, να διατηρήσει η Δύση τη φιλία και συνεργασία αυτών των νέων κρατών; Οι εξελίξεις στο Κονγκό (όπως και στο Βιετνάμ λίγο αργότερα) δεν αποδείχθηκαν ιδιαίτερα θετικές για την αμερικανική εικόνα στον Τρίτο Κόσμο.

Τέταρτον, η εξ αρχής ανάμιξη του ΟΗΕ στην κρίση του Κονγκό έθετε και το θέμα των δικών του εξουσιών και αρμοδιοτήτων; Ο γενικός γραμματέας Hammarskjöld προσπάθησε να αναβιβάσει τον ΟΗΕ σε κέντρο λήψης αποφάσεων, δηλαδή περίπου σε αυτόνομο δρώντα στη διεθνή σκηνή; Ήταν αυτό αποδεκτό από τα κράτη-μέλη, ιδίως τις Μεγάλες Δυνάμεις; Η νομική φύση του ΟΗΕ ως διακυβερνητικού οργανισμού θα συνεπαγόταν ότι δεν ήταν.

Τα διακυβεύματα της κρίσης ήταν πολλά και αλληλοδιαπλεκόμενα. Το Κονγκό του 1960-64 δεν αποτελούσε μια από τις «μείζονες» ψυχροπολεμικές αναμετρήσεις – σε σύγκριση τουλάχιστον με την ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου το 1961 πόσο μάλλον με την κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962 ή με τον πόλεμο του Βιετνάμ από το 1964 και μετά. Ωστόσο, η κρίση του Κονγκό αφορούσε την δομή του διεθνούς συστήματος, σε ένα από τα πιο καινοφανή τμήματά του, τον αναδυόμενο Τρίτο Κόσμο.

Ο Αναστάσιος Πανουτσόπουλος, είναι Διδάκτωρ Ιστορίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Θεοδόσης Πυλαρινός: Το ιστορικό συμβάν ως υπόβαθρο του λογοτεχνικού κειμένου και η Λογοτεχνία ως “κριτής” της Ιστορίας

Θεοδόσης Πυλαρινός 

Το ιστορικό συμβάν ως υπόβαθρο του λογοτεχνικού κειμένου

και η Λογοτεχνία ως “κριτής” της Ιστορίας

 

Eίναι εμφανές, καταρχάς, στον τίτλο της εργασίας μου ότι θα επιχειρήσω να δείξω, σύμφωνα με το πρώτο σκέλος του, πως η Ιστορία αποτελεί πολλές φορές ερέθισμα για τη σύνθεση ενός λογοτεχνικού κειμένου, ενώ, σύμφωνα με το δεύτερο, ότι η Λογοτεχνία καταλήγει να κρίνει και να προεκτείνει την ιστορική αφορμή. Έπειτα, οφείλω να διευκρινίσω ότι στόχος μου είναι η αξιοποίηση του λογοτεχνικού κειμένου ως εποικοδομητικού μέσου για τη διαμόρφωση αντικειμενικής εικόνας της πραγματικότητας και σύναψης της παράδοσης με το παραγωγικό παρόν, καθώς και ότι η προσέγγιση οποιουδήποτε επιστημονικού πεδίου προϋποθέτει γνώσεις και ορθή αξιοποίηση των υπαρχουσών τεχνικών και εργαλείων, που θα οδηγήσουν σταδιακά στο ξεκλείδωμα, στην ουσιαστική ανάγνωση και ακολούθως στην αισθητική συγκίνηση, η οποία και αποζημιώνει τον αναγνώστη∙ επίσης, ότι η εστίαση και οι εφαρμογές μου γίνονται στον ποιητικό λόγο, και επειδή η συντομία των ποιημάτων ενδείκνυται σε τέτοιου είδους εργασίες, αλλά και διότι παρέχει περισσότερες ερμηνευτικές προσεγγίσεις η ποίηση λόγω της εγγενούς δυσκολίας της, όντας συνήθως πυκνή, κρυπτική ή υπαινικτική.

 

Η ιστορία είτε η γεγονοτολογική, πολιτική και κοινωνική, είτε η μικροϊστορία αποτελεί υπόστρωμα του ποιητικού κειμένου, άλλοτε εμφανώς, άλλοτε δυσδιάκριτα, άλλοτε υπογειωμένα. Μεγάλα ιστορικά γεγονότα που χάραξαν εγκαυστικά την πορεία της ανθρωπότητας, ηρωικές πράξεις, προσωπικές περιπτώσεις με εμβληματικό περιεχόμενο πυροδότησαν και πυροδοτούν την έμπνευση των ποιητών. Γεγονότα του καθημερινού βίου, επικαιρικά ή διαχρονικής σημασίας, με πρωταρχικά τη ζωή, τον θάνατο, τον έρωτα, την ανθρωπιά, κατέστησαν συμβολικά και εποικοδομητικά παραδείγματα, με διδακτικό χαρακτήρα, τον οποίο ενισχύει ο αισθητικός τρόπος απόδοσης, που υπερβαίνει την απλή περιγραφή και, χάρη στον ποιητικό τρόπο εκφοράς, τις απεριόριστες δυνατότητες της γλώσσας και τον σχηματικό τρόπο αποτύπωσης, δίνουν την αίσθηση της πραγματικότητας, ώστε ο αναγνώστης να συμμετέχει συμπάσχοντας, αφού η λογοτεχνία φλογίζει τα ανθρώπινα πάθη και οδηγεί στην κάθαρση.

Αριστερά: Charles Meynier, Καλιόπη, η Μούσα της Επικής Ποίησης και της Ρητορικής (1798), Cleveland Museum of Art. Δεξιά: Charles Meynier, Κλειώ, η Μούσα της Ιστορίας (1800), Cleveland Museum of Art.

Θα επικαλεστώ όσον αφορά στη σύμπραξη καρδιάς και νου στο λογοτεχνικό έργο τη σολωμική θέση, «πρέπει πρώτα με δύναμη να συλλάβει ο νους κι έπειτα η καρδιά θερμά να αισθανθεί ό,τι ο νους εσυνέλαβε», η οποία και αναφέρεται στον δημιουργό ποιητή. Θα την αντιστρέψω, λέγοντας ότι όσα έγιναν αιτία στιγμιαίας συγκίνησης, για να θησαυριστούν από τον άνθρωπο, πρέπει να διερευνηθούν στην πηγή τους, να αναζητηθούν οι πρώτες αρχές τους, ο πυρήνας και οι επιμέρους πτυχές τους, ο τρόπος διατύπωσής τους, η ουσία και ευελιξία της γλώσσας, με την οποία αποδόθηκαν.

Στο σημείο αυτό θα αναφερθώ εν τάχει στα βοηθητικά στοιχεία, τα οποία έρχονται αρωγά στην εξιχνίαση και την ανακάλυψη τόσο του αρχικού ερεθίσματος, όσο και των πτυχών του, και εννοώ αυτό που όλοι επιχειρούμε και σ’ αυτό πρέπει να μυούμε τους μαθητές μας: την αξιοποίηση του συγκείμενου, του διακείμενου και του περικειμενικού υλικού. Πρόκειται για ένα είδος έρευνας, τα πορίσματα της οποίας, προστιθέμενα και συνδεόμενα μεταξύ τους, οδηγούν σταδιακά στην εμβάθυνση και κατανόηση του κειμένου. Είναι αντικλείδια, για να το πω πιο παραστατικά, τα οποία μπορεί να συντελέσουν στην αποκάλυψη όσων λανθάνουν. Το ποιητικό σώμα καθαυτό αποκαλύπτει, λιγότερο ή περισσότερο, την ιστορική βάση του, την περίοδο εκτύλιξης της δράσης, τα κοινωνικά δεδομένα και άλλα βοηθητικά στοιχεία για τη συναρμολόγηση του εκάστοτε πλαισίου. Το διακειμενικό υλικό, τα δεδομένα δηλαδή που παραπέμπουν σε πρότερα ποιητικά ή άλλα πρότυπα, που εντάσσουν το νέο δημιούργημα στο γραμματολογικό σώμα χάρη στην εγκυρότητα της παράδοσης, αλλά και το περικείμενο, όσα στοιχεία δηλαδή μπορεί να αντληθούν από μαρτυρίες εκτός βασικού κειμένου (όπως ο τίτλος, ο υπότιτλος, τα μότο, οι αφιερώσεις, οι τοποχρονολογίες), συντελούν στην εξιχνίαση του χώρου και του χρόνου, και από κοινού με το βασικό περιεχόμενο οδηγούν στην κατανόηση του κειμένου.

Επανέρχομαι στην ιστορική βάση των ποιημάτων, καταγράφοντας ενδεικτικά ορισμένες από τις βασικότερες κατηγορίες. Ξεκινώ από τα επικαιρικού ερεθίσματος ποιήματα, η προσπέλαση των οποίων δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες στην επισήμανση του ιστορικού γεγονότος-ερεθίσματος. Εύκολα στην περίπτωση αυτή μπορεί να ανατρέξει κανείς στην αφετηρία της έμπνευσης. Ως παράδειγμα θα αναφέρω στροφές από το ποίημα του Άγγελου Σικελιανού «Ηχήστε οι σάλπιγγες». Το απήγγειλε ο ποιητής, το βροντοφώναξε ορθότερα, μπροστά από το φέρετρο του Κωστή Παλαμἀ, που πέθανε στις 27.2.1943, στην  καρδιά της γερμανικής κατοχής. Η κηδεία αποτέλεσε ευκαιρία να εκδηλώσει ο λαός των Αθηνών τα πατριωτικά και αντιφασιστικά αισθήματά του. Το ιστορικό πλαίσιο είναι σαφές, η μνεία του ονόματος του νεκρού ποιητή αποκαλυπτική του συμβάντος, οι δε διακειμενικές νύξεις οδηγούν στη σύνδεση με την αρχαιότητα και τη μακρά ποιητική μας παράδοση, με πρόσφατο σταθμό προ του Παλαμά τον Σολωμό:

Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!

 

Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!

Ένα βουνό με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιον κλει, τι κι αν το πει η δικιά μου γλώσσα;

Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ’ αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ’ τον στα χέρια

γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ’ ένα μόνο ανασασμόν: «Ο Παλαμάς!»,
ν’ αντιβογκήσει τ’ όνομά του η οικουμένη!

Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
[…]

Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,

που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.

 

Ο Άγγελος Σικελιανός σηκώνει στους ώμους το φέρετρο του μεγάλου ποιητή.

Η αποθέωση του Παλαμά είναι συγκινησιακά φορτισμένη. Ο θάνατος ενός ποιητή-ψάλτη του προορισμού της ελληνικής φυλής εξάπτει την σφοδρή αντίθεση μεταξύ ελευθερίας και μαύρης σκλαβιάς, μεταξύ καταδυναστευόμενου λαού και Γερμανών κατακτητών. Το ιστορικό αυτό πλαίσιο εμπλουτίζεται με διακειμενικές αναφορές, με σημαντικούς σταθμούς του ελληνικού πνεύματος από την αρχαιότητα και την κορυφαία μορφή του νεότερου ελληνισμού, τον Σολωμό, διαμορφώνοντας στην ψυχή του αναγνώστη την αίσθηση ότι το ελεύθερο πνεύμα συγκρούεται τη στιγμή της κηδείας με το φασιστικό σκοτάδι, υπερβαίνοντας δηλαδή την επικαιρική αρχική αφόρμηση, με τη μετάγγιση του μηνύματος στον χώρο της πνευματικότητας, στην αξιοποίηση του συμβάντος ανθρωπιστικά και υπαρξιακά, πατριωτικά και απελευθερωτικά.

Η κηδεία του Κωστή Παλαμά, Αθήνα, 28/2/1943

 

Θα φέρω ως δεύτερο παράδειγμα ένα δίστιχο επίγραμμα του προσολωμικού Αντωνίου Μαρτελάου, δύσβατης εκ πρώτης όψεως στην ανεύρεση της ιστορικής του βάσης. Στην περίπτωση αυτή το περικείμενο, ο τίτλος συγκεκριμένα «Επίγραμμα εις τον Φώσκολον», και ως επιβεβαίωση η «παραλλαγμένη» (για χάρη του μέτρου) αναφορά της λέξης «Μνήματα», διακειμενική μαρτυρία αυτή, οδηγούν στην αποκρυπτογράφηση και την ιστορική τοποθέτησή του:

Του κάκου Φράγκο θέλουν να σε κάμουνε∙

που είσ’ Έλληνας τα «Μνήματα» φωνάζουνε.

Προτομή του Αντωνίου Μαρτελάου εμπρός από την εκκλησία της Αναλήψεως στην πόλη της Ζακύνθου.

Ο Μαρτελάος, δάσκαλος του Ζακύνθιου την καταγωγή Φώσκολου, αρνείται στο επίγραμμά του την προσγραφή του ποιητή μαθητή του στον ιταλικό Παρνασσό (είναι έντονη η αντίστιξη ανάμεσα στις λέξεις «Φράγκος» και «Έλληνας»), τονίζοντας την ελληνικότητά του, την οποία διακρίνει στο ήθος και το ύφος του έργου του Οι Τάφοι (ως «Μνήματα» τους αποδίδει), καίτοι συντεθειμένου στην ιταλική γλώσσα. Ο προσεκτικός αναγνώστης, αν θελήσουμε να ερμηνεύσουμε εποχές, θα διακρίνει εν προκειμένω το μεταίχμιο προς την παγίωση μιας ποίησης εθνικής, όπως την διαμόρφωσε ο Σολωμός με το ελληνόγλωσσο έργο του.

Θα συνεχίσω με μία άλλη εκδοχή, στην οποία τιμάται συγκεκριμένο πρόσωπο, εξάγεται όμως μέσω αυτού διαρκές ιστορικό δίδαγμα. Τίτλος «Σταλμένο του ποιητή Λ. Μαβίλη» (περικείμενο εύγλωττο και βοηθητικό για την ανίχνευση του γεγονότος). Είναι ποίημα του Κωστή Παλαμά, γραμμένο το 1896, πολύ πριν από τον ηρωικό θάνατο στον Δρίσκο του εν λόγω Επτανήσιου ποιητή. Σημειώνουμε ότι το 1896 ο Μαβίλης πολέμησε στα κρητικά βουνά στο πλευρό των επαναστατημένων ανδρών του νησιού:

 

Στη σιγαλιά η ψυχή σου είναι φευγάτη,

μόνη∙ μισείς το στόμα που γαυγίζει,

αλλ’ ω του αρχοντικού σονέττου εργάτη,

της πατρίδας η αγάπη σε φλογίζει.

 

Σ’ αλαβαστρένια γάστρα ολογιομάτη

απ’ αγνή ντόπια γη μοσκομυρίζει

και τρέμει ένα λουλούδι ονείρου, κάτι

που δύσκολα ο καθείς το ξεχωρίζει.

 

Γάστρα είν’ ο στίχος, και λουλούδι ο νους σου.

Μα τη γάστρα τη σύντριψ’ ένα χέρι,

κ’ η γαλανή ομορφιά του λουλουδιού σου

 

τον καπνό της μπαρούτης ηύρε ταίρι

στην Κρήτη, στην κορώνα του πελάγου,

μάννα της ρίμας και του τουρκοφάγου.

 

Λορέντζος Μαβίλης.
Κωστής Παλαμάς.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μέσα από τον χαρακτήρα του μοναχικού ποιητή στην αρχή του ποιήματος, μέσα από την επίδοσή του στο είδος του σονέτου, μέσα από τη μοναξιά του οραματιστή Μαβίλη και την ταύτιση στο πρόσωπό του θεωρίας και πράξης (στην αναφερόμενη Κρήτη πολέμησε για την ελευθερία της), προβάλλει ο γνήσιος πατριωτισμός του ποιητή, η άδολη φιλοπατρία. Πολυσήμαντο το ποίημα του Παλαμά, αποτελεί εκτός των άλλων καθρέπτη μακράς εποχής αλυτρωτικών αγώνων και ιστορικό αποτύπωμα με γραμματολογικό ενδιαφέρον (ο Μαβίλης είναι ο κατεξοχήν εκπρόσωπος του σονέτου, είδους, το οποίο συνειδητά πρόκρινε να χρησιμοποιήσει ο Παλαμάς και στο δικό του αφιερωματικό ποίημα, τιμώντας και με αυτόν τον τρόπο τον ομότεχνό του). Μάλιστα, το ποίημα αυτό συνομιλεί με το σονέτο «Κρήτη» του Μαβίλη (είναι ενδεικτικός και ο σονετογραφικός αυτός διάλογος των δύο ποιητών), το οποίο διδακτικά είναι αξιοποιήσιμο για τις πληροφορίες του:

 

Σειρήνα πρασινόχρυση, με μάτι

σαν της αγάπης, με λαχτάρας χείλια,

αχτιδομάλλα, ορθοβύζα, με χίλια

μύρια καμάρια και λέπια γεμάτη,

 

τραγούδι τραγουδάς μες στη ροδάτη

κατάχνια του πελάου, και στην προσήλια

του αγέρος πλατωσιά και στα βασίλεια

της γης πνοή το σέρνει μυρωδάτη:

 

«Σαν το γάλα της αίγας Αμαλθείας

θρέφει θεούς και το φιλί μου εμένα.

Ελάτε να χαρείτε μες στης θείας

 

αγκαλιάς μου το σφίξιμο ενωμένα,

πρόσφυγες της Ζωής, δώρα άγια τρία:

θάνατο, αθανασία κι ελευθερία».

 

Το τραγούδι της Κρήτης, μήνυμα ελευθερίας ανά τον κόσμο, αποτελεί την κορύφωση του παραπάνω σονέτου, αφού πρώτα δόθηκαν τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά της Κρήτης, ως γοργόνας στη μέση του πελάγους (γεωγραφική τοποθέτηση αλλά και υπαινιγμός στην κατεξοχήν γοργόνα της ελληνικής μυθολογίας) γεμάτης υγεία, ομορφιά και ερωτισμό, καθώς και η μυθιστορική της προέλευση, ο μύθος της ως τροφού του Δία στο Ιδαίο άντρο, τη σπηλιά του Ψηλορείτη.

Κρήτες εξεγερθέντες του 1897, με τη σημαία της Ένωσης.

Σε πολλές όμως περιπτώσεις, για να μεταβώ σε μια άλλη εκδοχή, το ιστορικό πλαίσιο ή η ιστορική αφόρμηση είναι πολύ δυσδιάκριτα ή και αφανή με πρώτη ματιά. Το περικειμενικό και διακειμενικό υλικό αποτελεί την πρώτη καταφυγή μας, πολύ περισσότερο τώρα∙ έπειτα, οι πολιτικές, οι κοινωνικές, οι βιογραφικές ή οι αυτοβιογραφικές ενδείξεις του κειμένου. Και ακόμη, η προσφυγή σε ειδολογική βοήθεια (τα υπερρεαλιστικά έργα, λ.χ., κρύβουν τα ερμηνευτικά κλειδιά τους στις ιδιομορφίες και τα χαρακτηριστικά του είδους τους, η γνώση των οποίων οδηγεί σε ξέφωτα). Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η ποίηση ναι μεν αξιοποιεί την ιστορία, αλλά δεν είναι ιστορία∙ προεκτείνει ή συμπυκνώνει το ιστορικό γεγονός, αφορμάται, αλλά δεν εξαρτάται από αυτό, θηρεύοντας το γενικό και όχι τα επί μέρους.

Το «Ποιμενικό», ποίημα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη αυτό, θα ήταν δυσεξήγητο, αν δεν υπήρχε –γι’ αυτό άλλωστε και υπάρχει– η περικειμενική ένδειξη «μνήμη για πέντε αγνοούμενους περιπλανώμενους», η αόριστη περιπλάνηση των οποίων ιστορικά είναι άνευ ιδιαίτερης ιστορικής σήμανσης, ώστε να αξιολογηθεί βάσιμα. Όμως, παραπέμπει σαφώς σε αγνοούμενους μετά την τουρκική εισβολή (η καταγωγή του ποιητή έχει τη σημασία της). Το επιμύθιο, το πείσμα του ελληνισμού να υπάρξει, εκφεύγει πολύ από την ασήμαντη αφόρμηση, μεταβολίζοντας στοιχεία μύθου σ’ αυτήν και με τον τρόπο αυτόν αναβαθμίζοντάς την. Είναι η μικροϊστορία, εν προκειμένω, που προσλαμβάνει μείζονες ή μέγιστες διαστάσεις:

 

Πέντε ρακένδυτοι σε κείνα τα βουνά

με φαγωμένα του ήλιου τα φτερά

τη λίγη τυραγνούν που τους απόμεινεν ελπίδα.

 

Και κάποιοι εκεί βοσκοί που τη σκιά

θωρούν να τρεμοσβήνει ροβολάν.

 

Τους ομιλούν σε γλώσσα κουρδική,

τους είπαν οι άλλοι «γεια σας» σε γλώσσα ελληνική,

για ν’ αληθέψει ο λόγος του Καβάφη:

 

«Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά

ως μέσα στην Βακτριανήν την πήγαμεν»

ξανά.

Πολυστρωματικό το εν λόγω ποίημα, διακρίνεται για τα εναλλασσόμενα επίπεδά του, τις αλληλοδιάδοχες διαστρωματώσεις του. Η πρώτη, το αναγκαίο ιστορικό της υπόθεσης, διαπερνάται σκόπιμα από αοριστία (σε κείνα τα βουνά, κάποιοι βοσκοί). Το δεύτερο προσεγγίζει το ζητούμενο (η ελληνική γλώσσα και η διαχρονική διαπολιτισμική σημασία της αλλά και η κουρδική, σαφής τοπικός προσδιορισμός αυτή). Η διακειμενική ανάκληση των καβαφικών στίχων από το ποίημα «Στα 200 π.Χ.» έρχεται ως επιβεβαίωση της προσδοκίας, στηριγμένη στην πίστη για την αντοχή του ελληνικού πνεύματος, με την ευλογία του Αλεξανδρινού ποιητή. Το ότι το ποίημα αυτό περιέχεται στη συλλογή του Χαραλαμπίδη Μεθιστορία προσεπιβεβαιώνει τη μετάβαση από το ιστορικό συμβάν στην υπεριστορική αξιοποίησή του. Θα σημειώσουμε, με αφορμή τα ποιήματα της κατηγορίας αυτής, ότι ο Χαραλαμπίδης συστηματικά, αλλά και πολλοί σύγχρονοι ποιητές που ακολουθούν τη νεωτερική γραφή, έχουν καθιερώσει την παράθεση σημειώσεων, πολύ βοηθητικών ερμηνευτικά στα ποιήματά τους. Και θα προσθέσουμε ότι η ποίηση με τον πλουραλισμό του ανοιχτού της ορίζοντα δίνει ποικίλες όψεις και θεωρήσεις του ιστορικού γεγονότος, υπονομεύοντας το μονοδιάστατο, το υποκειμενικό και το ψυχρό της ιστορικής αφήγησης, και αναδεικνύοντας σημαντικότερη την αξία της ζωής ενός μόνου ανθρώπου σε αντίθεση με το παγερό πέρασμα των χιλιάδων νεκρών ενός πολέμου σε μια απλή ιστορική καταγραφή.

Κυριάκος Χαραλαμπίδης

Μία ακόμη εκδοχή: H επιστράτευση ενός ιστορικού συμβάντος και η εν συνεχεία αποστασιοποίηση από αυτό με την αξιοποίηση των επιπτώσεων κατατείνει στη δημιουργία μιας κατηγορίας μετά την ιστορία. Οι μύθοι, για παράδειγμα, στους οποίους προφανώς υπάρχει ιστορικό έρμα, χάνουν την επαφή με την πρώτη αρχή τους, αποκτούν αυτόνομη οντότητα, προσλαμβάνουν νέο ιστορικό χαρακτήρα. Έτσι, το νέο κατασκεύασμα ακυρώνει την όποια ιστορική αξία του σπέρματος από το οποίο προήλθε. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ένα άλλο ποίημα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, «Η Αγία Ελένη στην Κύπρο». Ιστορικές μαρτυρίες για την έλευση της αγίας στην Κύπρο δεν υπάρχουν, αντιθέτως ελέγχεται επιστημονικά αυτή. Όμως, από φήμη ή παρανόηση ο απλός λαός, συγχέοντας τον τάφο μιας μοναχής, Ελένης το όνομα, με την αγία, τρέφει βαθιά την πίστη ότι πρόκειται πράγματι για την Αγία Ελένη. Πρόκειται δηλαδή για την κατασκευή μιας ιστορίας, οι επιπτώσεις της οποίας κυρώνονται ως αληθινές, για τον λόγο ακριβώς ότι ως δοξασία, ως ζώσα παράδοση, συνιστά πλέον ιστορική πραγματικότητα, κινητήρια δύναμη όσων πιστεύουν σ’ αυτή:

 

Όσο η ψυχή μου γέμει με σταυρούς

αδυνατώ να το πιστέψω: Αγία Ελένη,

λένε, το πόδι της δεν πάτησε την Κύπρο –

«ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία»,

θα έλεγε κι η ωραία λοιπόν Ελένη,

«αλλ’ είναι ψέματα όλα, πίστεψέ με».

 

Προς τι ο Βασιλοπόταμος, αγαπητοί,

προς τι το Σταυροβούνι μα κι οι μύθοι

που θρέφουν χίλια εξακόσια χρόνια

ένα λαό; Εξόν κι αν δεν υπάρχει

αυτός ο λαός. Τότε να τον πετάξεις

με δάχτυλα μπαρόκ, νύχια από βράχο.

Ποιο παραθύρι θα δεχτεί το θάμα

να πέσει από ψηλά; κι αν έβγει πάλι φως;

ένα δεμάτι χόρτο που γίνεται πυρσός;

 

Καλύτερ’ ανιστόρητα να το δεχτούμε

σαν προσταγή της μοίρας – πέρασε από δω,

να και τον τάφο της: «Ελένη μοναχή

ετών ογδόντα πέντε» στον περίβολο

τ’ αρχαίου μοναστηριού. Της αρεσκιάς της

θα βρήκε την αυλή, κι όντας φιλόδωρη,

τ’ αφήνει ζωντανό σταυρό για να σκεπάζει

την Κύπρον όλη∙ παντιμίως μια λάμψη.

Ιερά Μονή Σταυροβουνίου Κύπρου, ένας από τους τόπους, στους οποίους υπάρχει τεμάχιο του Τιμίου Σταυρού. Κτίτωρ της Ιεράς Μονής είναι η Αγία Ελένη η Ισαπόστολος.

Ο ποιητής ποικίλλει τεχνηέντως με διακειμενικά στοιχεία το ποίημα, με ισχυρές έξωθεν μαρτυρίες  για το δυνατόν της «ανιστόρητης αυτής ιστορικότητας», η πιθανή ανασκευή ή η αναίρεση της οποίας θα αφανίσει την ιστορική ύπαρξη ολόκληρου λαού. Εξόν κι αν δεν υπάρχει αυτός ο λαός, αυτό το δίλημμα θέτει, επικυρώνοντας την ανατροπή και την ιστορική καθιέρωση του μύθου ο ποιητής. Ως προς το διακείμενο, αναφέρεται, προς ενίσχυση, σε ένα γνωστό παράλληλο, στην περίπτωση της ωραίας Ελένης, που ο μύθος, σύμφωνα με το Ελένης εγκώμιον του Γοργία και την Ελένη του Ισοκράτη, θέλει να μην πήγε ποτέ στην Τροία η ίδια∙ το είδωλό της ήταν αυτό που ακολούθησε τον Πάρη. Είναι μια παραβολική διακειμενική αναφορά. Θα αξιοποιήσω ένα στίχο του ποιητή Σωτήρη Σαράκη, από το ποίημα «Το θαύμα», ο οποίος συμποσώνει επιγραμματικά ό,τι ανάφερα για το ποίημα του Χαραλαμπίδη, σημειώνοντας ότι Θαύμα που όλοι το πιστεύουν είναι θαύμα.

Θα κλείσω με τα βιωματικά ποιήματα, τα οποία και αποτελούν άτυπες αυτοβιογραφικές στιγμές. Και αυτά εμπεριέχουν ιστορικής φύσεως υλικό, το οποίο σχετίζεται με εποχές, τόπους και πράξεις, ασχέτως αν το  προσωπικό στοιχείο αποτελεί απλή πυροδότηση της έμπνευσης. Είναι στιγμιότυπα συγκινησιακά φορτισμένα, τα οποία αποδίδονται κρυπτικά, χωρίς να φαίνεται ανάγλυφα η ταυτοτική  σχέση του ομιλούντος υποκειμένου με τον ποιητή. Και στην περίπτωση αυτή, ενδιαφέρει η αναγωγή από το μερικό και προσωπικό στο οικουμενικό και πανανθρώπινο. Ένα πεντάστιχο ποίημα του Αντώνη Φωστιέρη, με τίτλο «Εκεί που είσαι», γραμμένο για τον θάνατο προσφιλούς προσώπου, μάλλον του πατέρα του, δείχνει το κράτος του θανάτου (κάνει λόγο μετωνυμικά για χώμα)∙ παράλληλα, τονίζει την τραγική μοναξιά ως μοίρα του ανθρώπου. Η τρυφερότητα συμβαδίζει και εναλλάσσεται με τη σκληρότητα, σε μια προβολή των μεγάλων αντιθέσεων που μας ταλανίζουν, οι οποίες εν τέλει λειτουργούν ως φαύλος κύκλος ή ως σύνθεση των αντιφάσεων της ζωής:

Μαθαίνω κάνει πάντα παγωνιά.

Κι εσύ δεν πήρες φεύγοντας

Ούτε κουβέρτα.

 

Να σκεπάζεσαι καλά

Με το χώμα σου.

Μετά την εξέταση του ιστορικού πυρήνα που υπάρχει στα λογοτεχνήματα, έρχομαι τώρα στο δεύτερο σκέλος της παρουσίασής μου, στην κριτική και φιλόσοφη ματιά, με την οποία η Λογοτεχνία αναγομώνει την Ιστορία.  Όπως φάνηκε, ο ρόλος της ιστορίας περιορίζεται στην τοποθέτηση του ποιητικού λόγου στον τόπο και τον χρόνο, στα μεγέθη εκείνα, τα οποία δίνουν την αίσθηση της απτής πραγματικότητας. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι το ιστορικό γεγονός προσλαμβάνεται διαφορότροπα ανάλογα με τον αποδέκτη και η υποκειμενική θεώρηση το διαπερνά. Θα υπενθυμίσω επ’ αυτού την αριστοτελική ρήση, Φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν. Ἡ μὲν γὰρ ποίησις μᾶλλον τὰ καθόλου, ἡ δὲ ἱστορία τὰ καθ’ ἕκαστον λέγει. (Αριστοτέλους, Περί ποιητικής, 9, 1451a 36-1451b 7). Η ποίηση, με απλά λόγια, δεν θεωρεί μονόχνωτα το ιστορικό συμβάν, δεν το εξετάζει μόνο πραγματιστικά και αποκομμένα, καθ’ έκαστον. Αντίθετα, εισχωρεί στα ενδότερα, στον πυρήνα του, μελετά τις επιδράσεις και τις επιπτώσεις του στον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου, διανοίγεται υπαρξιακά, κινείται οραματικά, αναλύεται στην προσπάθεια ερμηνείας του ανερμήνευτου, της αρχής του φωτός που λέγεται ζωή, και του σκότους του τέλους, που ακούει στο όνομα θάνατος, σε μια απόπειρα γεφυρώματος αυτού του πλασματικού δίπολου, αυτής της φυσικής νομοτέλειας, την οποία ο ανθρώπινος νους, μη μπορώντας να την εξηγήσει, την αρνείται – είναι αυτά που αποδίδει ως τα καθόλου ο Αριστοτέλης.

Αντώνης Φωστιέρης.

Θα κλείσω με ένα ποίημα επίσης του Αντώνη Φωστιέρη, την «Ανταπόδοση». Το ιστορικό βάθρο του φαίνεται ασαφές, παρότι απεικονίζει την πιο πικρή ιστορική αλήθεια, τον ορισμό της ανθρώπινης ζωής, η οποία αποτελεί το κεντρικό νόημα αλλά και το μεγάλο και αναπάντητο ερώτημα για κάθε λογικό ον. Η ιστορία εν προκειμένω είναι αχρείαστη, περιττεύει, αφού η ιστορικότητα είναι δημιούργημα του κόσμου τούτου. Παρά ταύτα,  η πιο τραγική ιστορία καταγράφεται στο ποίημα αυτό, που δεν έχει ανάγκη τοποχρονολογήσεων ή γεγονοτολογικών υποδείξεων:

 

Δες πόσο μίζερη καμιά φορά η γλώσσα

Πόσο αχάριστη.

 

Το πιο μεγάλο δώρο

Το ανταπέδωσε

Με το μικρότερο

Μικρό της ρήμα:

«Ζω».

 

Επανέρχομαι εκεί από όπου ξεκίνησα: η πρόσβαση στο λογοτεχνικό έργο προϋποθέτει γνώσεις και μύηση σε συγκεκριμένο τρόπο σκέψης. Δεν υπάρχει γνωστικό αντικείμενο που να προσεγγίζεται μαγικά. Η διάδοση της πληροφορίας, όπως έχει εξελιχθεί στις μέρες μας, αποτελεί γρήγορη και εύκολη πρόσβαση στη γνώση, αρκεί να μη γίνεται μηχανιστικά, αλλά με συνείδηση ότι η πρόσκτηση δεν γίνεται εφάπαξ, αλλά σταδιακά, δηλαδή προσθετικά. Όμως, η ιστορική τοποθέτηση μπορεί να βοηθάει στην κατανόηση, αλλά δεν αποτελεί με κανένα τρόπο αξιολογικό κριτήριο. Μάλιστα, θα έλεγα το αντίθετο, ότι η Λογοτεχνία συμβάλλει συχνά στην κατανόηση και τον εμπλουτισμό της Ιστορίας, ακόμη και με ιστορικές πληροφορίες του απώτερου και απώτατου παρελθόντος που σώζονται μέσω των ποιημάτων (π.χ. ας φέρουμε στη σκέψη πόσα ιστορικά στοιχεία μάς διέσωσε ο Όμηρος, τα οποία αλλιώς δεν θα τα μαθαίναμε ποτέ).

Ο Θεοδόσης Πυλαρινός εργάστηκε στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών και στα Τμήματα Ιστορίας και Αρχειονομίας, Βιβλιοθηκονομίας και Μουσειολογίας του Ιονίου Πανεπιστημίου, από το οποίο αφυπηρέτησε στη βαθμίδα του Καθηγητή.Διετέλεσε αντιπρόεδρος της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ  ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αναστασία Παπαδία-Λάλα: Τα μετά το 1204. Ιστορικές πραγματικότητες και ιδεολογικές κατευθύνσεις στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας (13ος-18ος αι.)

Αναστασία Παπαδία-Λάλα

Τα μετά το 1204. Ιστορικές πραγματικότητες και ιδεολογικές κατευθύνσεις στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας (13ος-18ος αι.)

 

Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους Σταυροφόρους και τους Βενετούς, τον Απρίλιο του 1204, σηματοδότησε την πλήρη ανακατάταξη του πολιτικού χάρτη στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Με την Partitio Terrarum Imperii Romaniae, τη συνθήκη διανομής της βυζαντινής αυτοκρατορίας μεταξύ των νικητών, στον παραδοσιακό ελληνικό χώρο εγκαινιάζεται η μακρά περίοδος της λατινοκρατίας και εγκαθιδρύονται πολυάριθμες, βραχύβιες και εναλλασσόμενες δυτικές κυριαρχίες. Στη νέα ιστορική πραγματικότητα, η Βενετία απέκτησε δεσπόζουσα θέση. Σύμφωνα με την Partitio, απέσπασε, μεταξύ άλλων θέσεων, μεγάλο τμήμα της σημερινής παράκτιας και νησιωτικής Ελλάδας, ενώ τον Αύγουστο του 1204, μετά από συμφωνία με τον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό, στην επικράτειά της ενσωματώθηκε και η Κρήτη.

Η Βενετία από τον Μπολονίνο Ζαλτιέρι, 1565.

Με τον τρόπο αυτό, η Γαληνοτάτη Δημοκρατία του αγίου Μάρκου, πόλη-κράτος, που κατά τη μεσαιωνική περίοδο τυπικά ήταν υποτελής στον βυζαντινό αυτοκράτορα και από αιώνες διατηρούσε στενές εμπορικές σχέσεις με την Ανατολή, εγκατέστησε σε άλλοτε βυζαντινά εδάφη την πολιτική εξουσία της. Κατά τη μακρά χρονική περίοδο της βενετικής επιβολής, η ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου διατέλεσε συγχρόνως ή διαδοχικώς κάτω και από άλλες αρχές: τη βυζαντινή –από το 1261, όταν ανασυστάθηκε η βυζαντινή αυτοκρατορία, κατά ένα τμήμα της, έως το 1453–, διάφορες δυτικές και την οθωμανική. Στον ταραγμένο αυτό ιστορικό περίγυρο, το βενετικό «Κράτος της Θάλασσας» (Stato da Mar) αποδείχθηκε το μακροβιότερο από τα δυτικά κράτη της Ανατολής και διατηρήθηκε έως το 1797, όταν η ίδια η Βενετία και, ακολούθως, οι ολιγάριθμες πλέον κτήσεις της στον ελληνικό χώρο παραδόθηκαν στα γαλλικά στρατεύματα του Ναπολέοντα. Ωστόσο, τα γεωγραφικά όριά του δεν υπήρξαν σταθερά και μεταβλήθηκαν επανειλημμένα ως απόρροια του περίπλοκου ιστορικού περιγύρου αλλά και των μεταβαλλόμενων ιδεολογικών θέσεων των εγχώριων, ελληνορθόδοξων πληθυσμών.

Ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του 13ου αιώνα, μέσα σε έντονα αντιβενετικό και γενικότερα αντιδυτικό κλίμα, η Βενετία είχε περιορισθεί στην Κρήτη και στις πελοποννησιακές εμπορικές βάσεις της Μεθώνης και της Κορώνης.

Αγνώστου, Το Ρέθυμνο κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας, 17ος αιώνας, Δημαρχείο Ρεθύμνου.

Η θέση της, ακόμη και στην εδαφικά συρρικνωμένη αυτή επικράτεια, εμφανιζόταν επισφαλής. Η Κρήτη, επί μακρό χρόνο (13ος αιώνας – μέσα 14ου αιώνα), συνταράχθηκε από επαναστατικές κινήσεις, υπό την αρχηγία παλαιών αρχοντικών οικογενειών του νησιού, με βυζαντινές ρίζες (Αγιοστεφανίτες, Σκορδίληδες, Μελισσηνοί, Βαρούχες, Χορτάτσηδες, Καλλέργηδες κ.ά.), ενώ στο επαναστατικό αυτό κλίμα ιδιαίτερη είναι η σημασία της γνωστής, αποτυχημένης «αποστασίας του Αγίου Τίτου» (1363-1364/6), με πρωτεργάτες βενετικής και ελληνικής καταγωγής, εγχώριους φεουδάρχες. Παράλληλα, τόσο η ανασυγκροτημένη από το 1261 βυζαντινή αυτοκρατορία όσο και άλλες δυτικές δυνάμεις πρόβαλλαν ισχυρές διεκδικήσεις επί των βενετικών εδαφών.

Νέοι όροι εμπέδωσης αλλά και επέκτασης της βενετικής κυριαρχίας άρχισαν να διαμορφώνονται κατά το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα, λόγω της τουρκικής προέλασης στην ανατολική Μεσόγειο και τη Βαλκανική. Στην Κρήτη, οι τοπικοί άρχοντες, σχεδόν στο σύνολό τους, είχαν συνθηκολογήσει με τις βενετικές αρχές, έλαβαν γαίες και τίτλους ευγενείας και μετατράπηκαν σε σταθερά φιλοβενετικά στοιχεία. Την ίδια εποχή, ενώ είχε προηγηθεί η προσάρτηση του θεσσαλικού κάστρου του Πτελεού (1322) και των Κυθήρων (1363), εγκαινιάζεται νέα περίοδος της βενετοκρατίας στην Ανατολή. Προ του τουρκικού κινδύνου, με την ανοχή ή και την πρόσκληση των κατοίκων τους, στο βενετικό κράτος ενσωματώθηκαν πολλές περιοχές, είτε βυζαντινές είτε φραγκοκρατούμενες: η Κέρκυρα και το ηπειρωτικό της εξάρτημα, ο Βουθρωτός (1386), το Ναύπλιο και το Άργος (1389 και 1394, αντίστοιχα), η Εύβοια, η Τήνος και η Μύκονος (1390), η Πάργα (1401), η Ναύπακτος (1407), το Ναβαρίνο (1423). Επιπλέον, στο πρώτο μισό του 15ου αιώνα βραχύχρονη βενετική κυριαρχία γνώρισαν η Πάτρα (1408-1413, 1417-1419) και η Θεσσαλονίκη (1423-1430), ενώ από τον 14ο έως τον 16ο αιώνα σποραδικά και για περιορισμένα χρονικά διαστήματα σημειώνεται άμεση υπαγωγή στη βενετική πολιτεία νησιών του Αιγαίου, που εξουσιάζονταν από δυτικής καταγωγής ηγεμόνες (Αμοργός, Άνδρος, Νάξος, Πάρος).

Το ενετικό κάστρο της Μεθώνης (13ος-15ος αιώνας).

Κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, το 1453, οι Βενετοί στάθηκαν στο πλευρό των Βυζαντινών, όμως, το 1454, ένα σχεδόν χρόνο μετά την Άλωση, έσπευσαν να συνάψουν νέα εμπορική συνθήκη με τους Οθωμανούς. Την ίδια περίοδο, περί τα μέσα του 15ου αιώνα, στην επικράτειά τους εντάχθηκαν ειρηνικά η Αίγινα (1451), η Σκύρος, η Σκιάθος και η Σκόπελος (1454), η Μονεμβασία (1463).

Τέλος, το βενετικό κράτος στην Ανατολή γνώρισε ποικίλες αυξομειώσεις ως συνέχεια των επτά βενετοτουρκικών πολέμων (δεύτερο μισό 15ου αιώνα – αρχές 18ου αιώνα.). Ο πρώτος βενετοτουρκικός πόλεμος (1463-1479), παρά τις περιστασιακές βενετικές επιτυχίες, όπως η προσωρινή κατάληψη ορισμένων πελοποννησιακών θέσεων, της Λήμνου και άλλων νησιών του βόρειου Αιγαίου, είχε ως κατάληξη την απώλεια για τους Βενετούς του Άργους (1463), της βίαια κατακτημένης το 1470 από τα τουρκικά στρατεύματα Χαλκίδας –του βενετικού Negroponte– και, συνακολούθως, ολόκληρης της Εύβοιας, καθώς και του Πτελεού. Την ίδια εποχή, το βενετικό κράτος επεκτάθηκε με την προσάρτηση της Ζακύνθου, υπό τον όρο της καταβολής στους Οθωμανούς φόρου υποτελείας (1484), και με την παραχώρηση της Κύπρου στη Βενετία από την τελευταία βασίλισσά της, τη Βενετή Αικατερίνη Cornaro (1489). Σημαντικές υπήρξαν οι εδαφικές απώλειες των Βενετών κατά τον δεύτερο βενετοτουρκικό πόλεμο (1499-1503). Με τη συνθήκη του 1503 αποδόθηκαν στους Οθωμανούς οι ήδη κατειλημμένες βενετικές βάσεις της Ναυπάκτου στη Στερεά Ελλάδα, καθώς και της Μεθώνης, της Κορώνης και του Ναβαρίνου στην Πελοπόννησο. Σε αντιστάθμισμα, οι Βενετοί επισημοποίησαν την κατοχή τους στη Ζάκυνθο και απέσπασαν την Κεφαλονιά και την Ιθάκη. Με τον τρόπο αυτό, όλα τα νησιά του Ιονίου, εκτός από τη Λευκάδα, πέρασαν στη βενετική κυριαρχία και ο χώρος απέκτησε ιδεατή ενότητα. Κατά τον τρίτο βενετοτουρκικό πόλεμο (1537-1540), στο πλαίσιο της «Ιεράς Συμμαχίας» (Santa Lega), οι Βενετοί υποχρεώθηκαν να παραχωρήσουν και επίσημα στους Οθωμανούς τα τελευταία εδάφη τους στην Πελοπόννησο –το Ναύπλιο και τη Μονεμβασία–, την Αίγινα, τη Σκύρο, τη Σκιάθο και τη Σκόπελο, ενώ στις Κυκλάδες μοναδική βενετική κτήση παρέμεινε η Τήνος. Τρεις δεκαετίες αργότερα κηρύχθηκε ο τέταρτος βενετοτουρκικός πόλεμος (1570-1573), κατά τη διάρκεια του οποίου οι οθωμανικές δυνάμεις κατέλαβαν την Κύπρο (1570-1571). Οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι των Βενετών, στο πλαίσιο του νέου «Ιερού Συνασπισμού» (Sacra Liga), καθυστέρησαν να τους προσφέρουν τη βοήθειά τους, λόγω των εσωτερικών αντιθέσεών τους, και δεν κατόρθωσαν να εκμεταλλευθούν τη μεγάλη κοινή νίκη τους επί των Οθωμανών κατά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571), στην οποία έλαβαν μέρος στο πλευρό των χριστιανικών στρατευμάτων πολλοί Έλληνες από τις βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές.

Η μακρά περίοδος ειρήνης που ακολούθησε στον μεσογειακό χώρο διακόπηκε με την έκρηξη του πολυετούς Κρητικού Πολέμου (1645-1669). Η λήξη του, με τη συνθήκη παράδοσης του Χάνδακα (1669), σήμανε για τη Βενετία την οριστική απώλεια ολόκληρης της Κρήτης, εκτός από τις στρατιωτικές βάσεις της Σούδας, της Σπιναλόγκας και της Γραμβούσας. Είχαν προηγηθεί οι διαδοχικές καταλήψεις από τους Οθωμανούς των Χανιών (1645), του Ρεθύμνου (1646), της Σητείας (1651) και η υπερεικοσαετής πολιορκία του Χάνδακα (1648-1669).

Γκραβούρα ανώνυμου Γερμανού με θέμα την πολιορκία του Χάνδακα, 1669.

Λίγα χρόνια αργότερα, η Βενετία, με τη συμμετοχή της στον «Ιερό Συνασπισμό του Linz» (1684), έλαβε μέρος στον νέο πόλεμο των ευρωπαϊκών δυνάμεων κατά των Οθωμανών (1684-1699), πέτυχε σημαντικές στρατιωτικές νίκες και, με τη συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699), εξασφάλισε και επίσημα την κυριαρχία της στις ήδη κατακτημένες περιοχές της Πελοποννήσου, της Λευκάδας και της Αίγινας, υποχρεώθηκε, ωστόσο, να παραχωρήσει τη Γραμβούσα. Οι νικηφόρες εκστρατείες των Βενετών αμαυρώθηκαν από την καταστροφή που επέφεραν στα μνημεία της Ακρόπολης οι σφοδροί βομβαρδισμοί των βενετικών στρατευμάτων υπό τον Francesco Morosini (1687). Η δεύτερη βενετοκρατία στην Πελοπόννησο έληξε κατά τη διάρκεια του τελευταίου βενετοτουρκικού πολέμου (1714-1718) και η προσάρτηση της περιοχής, όπως και της Τήνου, της Αίγινας, της Σούδας και της Σπιναλόγκας στην οθωμανική αυτοκρατορία, επικυρώθηκε με τη συνθήκη του Πασσάροβιτς (1718). Από την άλλη πλευρά, οι Βενετοί, έως και τα τέλη του 18ου αι., παρέμειναν κύριοι των Ιόνιων Νησιών και των ηπειρωτικών εξαρτημάτων τους (Βουθρωτός, Πάργα, Πρέβεζα, Βόνιτσα). Κατά την τελευταία περίοδο της βενετοκρατίας, κυρίαρχο ρόλο στον αντιτουρκικό αγώνα και στα εθνικοαπελευθερωτικά, πλέον, σχέδια ολόκληρου του ελληνικού κόσμου διαδραμάτιζε η ορθόδοξη Ρωσία. Ειδικά στα Ιόνια Νησιά, παρά τις μάταιες προσπάθειες των Βενετών να τηρήσουν στάση ουδετερότητας, αναπτύχθηκε ισχυρό ρωσοφιλικό ρεύμα, ενώ πολλοί από τους κατοίκους τους μετείχαν στους ρωσοτουρκικούς πολέμους και εκμεταλλεύθηκαν τις οικονομικές ευκαιρίες που προσέφερε η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774). Η περιορισμένη αυτή βενετική επικράτεια στον ελληνικό χώρο διατηρήθηκε έως την κατάλυση της βενετικής πολιτείας από τις γαλλικές δυνάμεις, το 1797. Το ίδιο έτος, γαλλικά στρατεύματα αποβιβάσθηκαν στα Ιόνια Νησιά, με την ενθουσιώδη αποδοχή του μεγαλύτερου τμήματος των κατοίκων τους, θέτοντας, έτσι, τέλος στη μακραίωνη περίοδο της βενετοκρατίας στον ελληνικό χώρο.

Η βενετική κυριαρχία στις ελληνικές περιοχές συνεπέφερε ριζικές αλλαγές σε όλο το φάσμα της εσωτερικής τους ζωής και συνέβαλε στην ανάδυση νέων ιστορικών πραγματικοτήτων, που είτε επιβλήθηκαν από τους Βενετούς είτε διαμορφώθηκαν σταδιακά, με τη συναίρεση παραδοσιακών, βυζαντινών – τοπικών στοιχείων και δυτικοευρωπαϊκών θεσμών: επιβολή της λατινικής Εκκλησίας, παράλληλα με την κεντρική θέση της ορθόδοξης Εκκλησίας, υιοθέτηση του βενετικού διοικητικού συστήματος, της μεσαιωνικής κοινωνικής οργάνωσης και των φεουδαρχικών θεσμών, ανάπτυξη, περιορισμένων έστω, σε σχέση με την κυρίαρχη αγροτική οικονομία, αστικών οικονομικών δραστηριοτήτων, εκδήλωση σημαντικών πολιτισμικών φαινομένων στη λογοτεχνία, την τέχνη και τη μουσική, με κορυφαίες εκφάνσεις την κρητική λογοτεχνία και την κρητική ζωγραφική.

Θεμελιακές υπήρξαν οι ανατροπές στην προηγούμενη εκκλησιαστική τάξη. Ο ευρύτερα πολιτικός ρόλος που διαδραμάτιζε η ορθόδοξη Εκκλησία για τους ελληνορθόδοξους υπηκόους της και η καχυποψία με την οποία η Βενετία αντιμετώπιζε το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, πριν και μετά το 1453, επέδρασαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση της βενετικής πολιτικής στο εκκλησιαστικό πεδίο. Στο πλαίσιο αυτό, παρά τη γνωστή –ανεξάρτητη έναντι του πάπα– πολιτική της, η Γαληνοτάτη στις νέες κτήσεις της απέδωσε στη λατινική Εκκλησία περίοπτη θέση. Στον χώρο ιδρύθηκαν λατινικές αρχές, αρχιεπισκοπή και επισκοπές, λειτούργησαν λατινικά μοναστήρια και έδρασαν μοναχικά τάγματα (Φραγκισκανοί, Βενεδικτίνοι, Ιησουίτες). Η απήχησή της, πάντως, υπήρξε περιορισμένη και στην όψιμη βενετοκρατία η λατινική Εκκλησία παρουσίαζε εικόνα παρακμής, με ποιμενάρχες που δεν ανταποκρίνονταν πάντοτε στον πνευματικό ρόλο τους, ολιγάριθμο ποίμνιο, πλημμελή διαχείριση της περιουσίας της. Από την άλλη πλευρά, η πολιτική των Βενετών απέναντι στην ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπήρξε ενιαία και καθορίσθηκε από τη στάση των κατοίκων κάθε κτήσης.

Χαρακτηριστικά στην Κρήτη, που από τα πρώτα χρόνια της βενετικής εγκατάστασης δοκιμάσθηκε από αντιβενετικές κινήσεις, οι ανώτερες ορθόδοξες αρχές εκδιώχθηκαν, η αρχιεπισκοπή και οι επισκοπές καταργήθηκαν, η περιουσία της ορθόδοξης Εκκλησίας αφαιρέθηκε. Η χειροτονία των ορθόδοξων ιερέων γινόταν έξω από το νησί, σε βενετικές και μη βενετικές περιοχές, όπου έδρευαν ορθόδοξοι επίσκοποι, με χρονοβόρες και περίπλοκες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Προϊστάμενοι του ορθόδοξου κλήρου ορίσθηκαν οι λεγόμενοι πρωτοπαπάδες και πρωτοψάλτες, φιλενωτικών τάσεων, που διορίζονταν και μισθοδοτούνταν από την πολιτεία. Αντίστοιχα στην Κέρκυρα, επικεφαλής του ορθόδοξου κλήρου ήταν ο μέγας πρωτοπαπάς, που εκλεγόταν από σώμα 32 κληρικών και λαϊκών από την τάξη των τοπικών ευγενών.

Οι ορθόδοξες επισκοπές εξακολούθησαν να λειτουργούν σε περιοχές, όπου η βενετική επιβολή συνέβη ομαλά (Μεθώνη – Κορώνη, Σκύρος, Σκιάθος, Μονεμβασία, Κύπρος, Ζάκυνθος – Κεφαλονιά, Λευκάδα, Πελοπόννησος κατά τη δεύτερη βενετοκρατία).

Η ορθόδοξη Μονή Αρκαδίου σήμερα.

Κατά τους τελευταίους αιώνες της βενετικής κυριαρχίας στην Ανατολή, στο πλαίσιο μιας γενικότερης πολιτικής προσέγγισης, οι Βενετοί αντιμετώπισαν τους ορθόδοξους υπηκόους τους με ηπιότητα· τους προστάτευσαν από τις ποικίλες πιέσεις της λατινικής Εκκλησίας σε ζητήματα όπως οι μικτοί γάμοι μεταξύ Καθολικών και Ορθοδόξων ή στην τελικά αποτυχημένη προσπάθεια των Καθολικών να επιβάλουν και στην Ανατολή το γρηγοριανό ημερολόγιο, ενώ οι κάτοικοι των κτήσεων, ιδιαίτερα της Κρήτης, συνέβαλαν στρατιωτικά και οικονομικά στον αγώνα της βενετικής πολιτείας κατά της Αγίας Έδρας (αρχές 17ου αιώνα). Εξάλλου, ενδιαφέρον επέδειξε η Βενετία για την εξύψωση του ηθικού και μορφωτικού επιπέδου του ορθόδοξου όπως και του καθολικού κλήρου, καθώς και για τη διευθέτηση κρίσεων στο εσωτερικό της ορθόδοξης Εκκλησίας.

Στο κλίμα αυτό, στην Κρήτη μετά τον 15ο αι. σημειώνεται άνθηση των ορθόδοξων μοναστηριών, συνολικά στις βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές παρατηρείται άμβλυνση των αντιθέσεων Ορθοδόξων Καθολικών, που, μεταξύ άλλων, εκδηλώθηκε με συλλειτουργίες, συμμετοχή σε κοινές γιορτές και λιτανείες, συστέγαση των δυο δογμάτων σε κοινούς χώρους, αποδοχή αγίων του άλλου δόγματος, με χαρακτηριστική περίπτωση τη λατρεία του αγίου Φραγκίσκου από τους ορθόδοξους Κρητικούς.

Στο διοικητικό πεδίο, οι Βενετοί εισήγαγαν στον ελληνικό χώρο στοιχεία του βενετικού διοικητικού συστήματος. Πρόκειται για σύστημα, που, σε αντίθεση με το παράδειγμα του βυζαντινού αλλά και του δυτικοευρωπαϊκού κόσμου της ίδιας εποχής, δεν γνώριζε την κληρονομική διαδοχή. Οι Βενετοί αξιωματούχοι εκλέγονταν στο σύνολό τους σε αξιώματα μη μεταβιβάσιμα, με θητεία είτε βραχύχρονη είτε, στην περίπτωση του δόγη, ισόβια. Παράλληλα, το δικαίωμα συμμετοχής στην άσκηση της βενετικής διοίκησης περιοριζόταν στις ευάριθμες ευγενείς οικογένειες, που απάρτιζαν το βενετικό Μείζον Συμβούλιο (Maggior Consiglio), με αποτέλεσμα το καθεστώς να εμφανίζει αριστοκρατικό χαρακτήρα. Το διοικητικό αυτό σχήμα, με διάφορες τοπικές παραλλαγές, μεταφυτεύθηκε και στις βενετικές κτήσεις στην Ανατολή.

Η διοίκηση χωρίσθηκε σε δύο επίπεδα, στη βενετική και την εγχώρια. Τα ανώτερα αξιώματα καταλάμβαναν βενετοί ευγενείς, που αποστέλλονταν από τη Μητρόπολη, με ολιγόχρονη θητεία, μεταξύ των δύο και τεσσάρων ετών. Οι αρμοδιότητές τους ήταν προσδιορισμένες σε γενικά κείμενα, τα λεγόμενα καπιτουλάρια, και εξειδικεύονταν με τις εντολές (commisiones), που λάμβαναν κατά την αναχώρησή τους, ενώ μετά το πέρας της θητείας τους υπέβαλλαν στη βενετική Σύγκλητο γραπτές εκθέσεις (relazioni). Στις μεγάλες περιφέρειες τη διοίκηση ασκούσαν τριμελή όργανα (Reggimenti), με εξουσίες πολιτικές, στρατιωτικές και δικαστικές. Οι επικεφαλής των τοπικών Διοικήσεων περιβάλλονταν από δύο συμβούλους και εμφανίζουν διάφορη κατά περιοχές τιτλοφορία: δούκας στον Χάνδακα και ρέκτορας στο Ρέθυμνο και στα Χανιά, βάιλος στην Κέρκυρα και στην Εύβοια, τοποτηρητής (locotenente) στην Κύπρο, προνοητής (provveditore) στη Ζάκυνθο και στην Κεφαλονιά. Τον τίτλο του προνοητή έφεραν οι επικεφαλής των τεσσάρων διαμερισμάτων (provincie) της Πελοποννήσου κατά τη δεύτερη βενετοκρατία, υπό τον ανώτερο διοικητή της περιοχής, τον γενικό προνοητή (Provveditor General dell’Armi in Regno di Morea), και τη Λευκάδα διοικούσαν ο έκτακτος και ο τακτικός προνοητής (provveditor estraordinario και provveditor ordinario). Στις μικρότερες κτήσεις (Μεθώνη, Κορώνη, Κύθηρα Άργος, Ναύπλιο, Τήνος – Μύκονος, Ναύπακτος, Αίγινα, Σκύρος, Σκιάθος, Σκόπελος, Μονεμβασία) τη διοίκηση ασκούσαν –άλλοτε μόνοι και άλλοτε με τη συνεργασία συμβούλων– αξιωματούχοι με τις διάφορες και, κάποτε εναλλασσόμενες, επωνυμίες τoυ φρουράρχου (castellan), του προνοητή, του ποτεστάτου, του ρέκτορα. Ιδιαίτερη θέση στη διοικητική ιεραρχία είχαν οι επικεφαλής των οικονομικών υπηρεσιών (camere), οι λεγόμενοι camerarii-camerlenghi και οι επικεφαλής των τοπικών γραμματειών (cancellieri).

Στην Κρήτη, από τα μέσα του 16ου αιώνα, μετά τον περιορισμό της εξουσίας του δούκα στο ανατολικό τμήμα της, ανώτερος διοικητής του νησιού αναδείχθηκε ο γενικός προνοητής (provveditor general), έκτακτο αξίωμα, που από το 1569 και στο εξής μετατράπηκε σε τακτικό, λόγω των εξωτερικών κινδύνων. Την ίδια περίοδο στα Ιόνια Νησιά αυξημένες αρμοδιότητες απέκτησε ο γενικός προνοητής της Θάλασσας και, αργότερα, της Ανατολής (provveditor general da Mar / del Levante).

Τέλος, εποπτικές λειτουργίες ασκούσαν ανώτεροι Βενετοί αξιωματούχοι, που κατά διαστήματα περιόδευαν στις κτήσεις, όπως οι σύνδικοι ανακριτές της Ανατολής (sindici inquisitori in Levante).

Από την άλλη πλευρά, συμμετοχή στην κατώτερη διοίκηση ως δικαστές, αγορανόμοι, υγειονόμοι, διευθυντές ευαγών ιδρυμάτων, αλλά και διοικητές μικρών περιφερειών, είχαν οι εγχώριοι, μέλη των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων και των κατά περιοχές αστικών συμβουλίων. Από τα τοπικά αξιώματα άλλα ήταν έμμισθα και άλλα άμισθα και τιμητικά. Επιπλέον, μια δεύτερη κατηγορία αξιωμάτων, ιεραρχικά υποδεέστερων, αλλά και υπαλληλικές θέσεις καταλαμβάνονταν από τα αποκλεισμένα από τα τοπικά συμβούλια αστικά στρώματα.

Το διοικητικό αυτό σχήμα σχετιζόταν άμεσα με το δυτικοευρωπαϊκό σύστημα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, που επέβαλαν οι Βενετοί, μεταφέροντας στον ελληνικό χώρο θεσμικές πραγματικότητες, άγνωστες και κατά την προγενέστερη βυζαντινή εποχή αλλά και σε μεταγενέστερους χρόνους.

Στην ανώτερη κοινωνική βαθμίδα, που σταδιακά ταυτίσθηκε με τα μέλη των κοινοτικών συμβουλίων, ανήκαν στη μεν Κρήτη οι ευγενείς, Βενετοί και Κρητικοί, στις δε υπόλοιπες περιοχές οι πολίτες (cittadini). Στην περίπτωση της Κρήτης προϋπόθεση της συμμετοχής στα κοινοτικά συμβούλια αποτελούσε η κατοχή της ιδιότητας της ευγένειας. Σε άλλες περιοχές οι τοπικές κοινότητες απαρτίσθηκαν κατά την πρώιμη ιστορία τους από το σύνολο του αστικού πληθυσμού, αρχικά του λατινικού, ακολούθως δε και του ελληνικού. Από τον 15ο αιώνα και στο εξής, με πρότυπο τo «κλείσιμο του Μείζονος Συμβουλίου» (serrata del Maggior Consiglio) της Μητρόπολης (1297), σε όλες τις βενετικές κτήσεις στην Ανατολή σημειώθηκαν ανάλογες κινήσεις προς αποκλεισμό  από τις κοινοτικές διαδικασίες των κατώτερων αστικών στρωμάτων. Οι διεργασίες αυτές εκδηλώθηκαν σε ολοκληρωμένη μορφή στα Ιόνια Νησιά, και μάλιστα στην Κέρκυρα και στη Ζάκυνθο, όπου από το δεύτερο μισό του 16ου αι. παρατηρείται το σταδιακό «κλείσιμο» των τοπικών συμβουλίων, με βάση  σωρευτικά κριτήρια αστικότητας, που όφειλε να πληροί κάθε μέλος τους (σχέση με την πόλη, εντοπιότητα, τρεις βαθμοί της αστικότητας, δηλαδή μη άσκηση χειρωνακτικής τέχνης επί τρεις γενεές, γέννηση από νόμιμο γάμο, ευυπόληπτος τρόπος ζωής). Oι κάτοχοι των αστικών κριτηρίων, με την επωνυμία των πολιτών (και αργότερα των ευγενών στην περίπτωση της Κέρκυρας και της Ζακύνθου), καταγράφονταν σε ειδικά μητρώα, τις τοπικές Χρυσές Βίβλους (Libri d’Oro), και αποτελούσαν, ισόβια και κληρονομικά, μέλη των συμβουλίων.

Ιωάννου Κοράη, Η λιτανεία του λειψάνου του Αγίου Χαραλάμπη, Μουσείο Ζακύνθου.

Στο γενικό αυτό σχήμα ιδιόμορφη υπήρξε η περίπτωση της κοινοτικής οργάνωσης στην Κεφαλονιά, ενώ, κατά την ύστερη βενετοκρατία, στη Λευκάδα, την Πελοπόννησο, την Πρέβεζα, τη Βόνιτσα επιχειρήθηκε η επιβολή κλειστών, αστικών κοινοτήτων, με μικρό, εξαρχής προσδιορισμένο αριθμό μελών και αυστηρά προσόντα εισαγωγής. Σε όλες τις περιπτώσεις, τα μέλη των κοινοτήτων, ως απόρροια του προνομιακού κοινωνικού καθεστώτος που απολάμβαναν, είχαν το δικαίωμα να αποστέλλουν ως σώμα πρεσβείες στη Μητρόπολη και να μετέχουν στην τοπική διοίκηση.

Το δεύτερο κοινωνικό στρώμα αντιστοιχούσε σε μια ρευστή κοινωνική κατηγορία, με ελληνική κυρίως καταγωγή, τους πολίτες / αστούς (cittadini) στην Κρήτη ή αστικούς (civili) στην Κέρκυρα και στη Ζάκυνθο, που διακρίνονταν μεταξύ των υπόλοιπων κατοίκων των πόλεων για την εξέχουσα κοινωνικοοικονομική θέση τους και καταλάμβαναν ορισμένα αξιώματα στην τοπική υπαλληλία, ωστόσο ήταν αποκλεισμένοι από τα κοινοτικά συμβούλια. Στην τρίτη βαθμίδα, του λαού ή όχλου (popolo – plebe), ανήκαν τα κατώτερα, επίσης σχεδόν συνολικά ελληνικής καταγωγής, στρώματα των κατοίκων των πόλεων, όπως τεχνίτες και μικρέμποροι, συχνά οργανωμένοι σε συντεχνιακές ενώσεις. Τέλος, το πιο πολυάριθμο τμήμα των εγχώριων πληθυσμών απαρτιζόταν από τους ελληνορθόδοξους αγρότες, τους προσαρτημένους στα φέουδα βιλλάνους και τους ελεύθερους, κατόχους γης και, κυρίως, ακτήμονες. Η αυστηρή κοινωνική διαστρωμάτωση γέννησε κοινωνικές αντιθέσεις, που κάποτε εκδηλώνονταν με τη μορφή της ένοπλης σύρραξης και καταπνίγονταν βιαίως από τους Βενετούς. Αγροτικό χαρακτήρα είχαν οι ταραχές στη δυτική Κρήτη, οι γνωστές ως «επανάσταση» του Γεωργίου Γαδανολέου – Λυσσογιώργη (1508-1528), στην Κύπρο τη δεκαετία του 1560, στην Κέρκυρα περί τα μέσα του 17ου αιώνα. Από την άλλη πλευρά, έντονες κοινωνικές συγκρούσεις προκάλεσαν οι αποκλεισμοί από τις αστικές κοινότητες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το λεγόμενο Ρεμπελιό των Ποπολάρων στη Ζάκυνθο (1628).

Το σύστημα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης σε μεγάλο βαθμό απέρρεε από τη γαιοκτησία. Οι Βενετοί, καίτοι οι ίδιοι δεν γνώριζαν τους φεουδαρχικούς θεσμούς, επέβαλαν στις κτήσεις τους τη φεουδαρχία, με στόχο την αποτελεσματική οργάνωση της άμυνας και της οικονομίας. Η ισχυρή συγκεντρωτικότητα της βενετικής διοίκησης αφαίρεσε από το σύστημα τα αμιγώς φεουδαρχικά χαρακτηριστικά, αλλά διατήρησε στοιχεία που αντιστοιχούσαν στις σύγχρονες ευρωπαϊκές πραγματικότητες. Αρχικά το φεουδαρχικό σύστημα εφαρμόσθηκε στην Κρήτη. Οι πρώτοι φεουδάρχες ήταν Βενετοί άποικοι, που εγκαταστάθηκαν στο νησί με τους διαδοχικούς αποικισμούς των ετών 1211, 1222, 1233, 1252. Αργότερα, τόσο στην Κρήτη όσο και στις υπόλοιπες κτήσεις, στο σύστημα εντάχθηκαν και εγχώριοι. Ανάλογα με τον κάτοχο, τα φέουδα διακρίθηκαν σε δημόσια, εκκλησιαστικά και ιδιωτικά. Αντίστοιχα, οι καλλιεργητές, παράλληλα με τη βυζαντινή επωνυμία των παροίκων, παρουσιάζονται ως βιλλάνοι (του Δημοσίου, της Εκκλησίας και των ιδιωτών). Σε πολλές περιοχές το φεουδαρχικό σύστημα λειτουργούσε με βάση τον φεουδαρχικό κώδικα των Ασσιζών της Ρωμανίας και, ειδικά στην Κύπρο, των Ασσιζών των Ιεροσολύμων. Στο πλαίσιο της φεουδαρχικής κοινωνίας καθιερώθηκαν τίτλοι ευγενείας (κόμητες ή βαρώνοι) και οι θεσμοί περιβλήθηκαν με τελετουργικά στοιχεία, όπως η περιβολή (investitura), η τελετή κατάληψης του φεούδου από τον νέο φεουδάρχη. Μέρος του συστήματος αποτέλεσαν η ετήσια γενική επίδειξη των τοπικών φεουδαρχών, η mostra generale, αλλά και οι ιπποτικές κονταρομαχίες, οι γραφικές γκιόστρες. Το φεουδαρχικό σύστημα στην όψιμη βενετοκρατία παρουσίασε έκδηλα δείγματα αποσύνθεσης. Στην Κρήτη τα φέουδα έχασαν τον αρχικό στρατιωτικό τους χαρακτήρα και κατανεμήθηκαν σε πολλούς κατόχους, ενώ στα Ιόνια Νησιά ο αριθμός τους παρουσίασε σταδιακή μείωση.

Η Βενετία άσκησε ισχυρές παρεμβάσεις στην τοπική οικονομία, με τη χάραξη μιας συγκεντρωτικής οικονομικής πολιτικής, που αποφασιζόταν από το μητροπολιτικό κέντρο. Αρχικά οι βενετικές κτήσεις είχαν ως αποστολή την εξυπηρέτηση του βενετικού εμπορίου, λειτουργώντας ως εμπορικοί σταθμοί και βάσεις ανεφοδιασμού για τα βενετικά πλοία. Από τον 14ο αιώνα, μετά την ειρήνευση της Κρήτης και τις νέες εδαφικές προσαρτήσεις, οι Βενετοί επιδόθηκαν στην οικονομική αξιοποίηση της επικράτειάς τους στην Ανατολή.

Κυρίαρχη μορφή της οικονομίας υπήρξε η αγροτική. H γεωργική παραγωγή στηριζόταν στα μεσογειακά προϊόντα (δημητριακά, λάδι, κρασί, οπωροκηπευτικά), και λιγότερο στη ζάχαρη και στο βαμβάκι της Κύπρου. Ανάπτυξη γνώρισαν και η κτηνοτροφία, η μελισσοκομία, η υλοτομία, η εκμετάλλευση των αλυκών. Στον 16ο αιώνα, και ιδιαίτερα μετά την απώλεια και της Κύπρου, πάγιο πρόβλημα αποτέλεσε η σιτάρκεια, καθώς η σιτοκαλλιέργεια υποχώρησε υπέρ αποδοτικότερων καλλιεργειών, που εξελίχθηκαν σχεδόν σε μονοκαλλιέργειες: των αμπελιών στην Κρήτη, της ελιάς στην Κέρκυρα, της σταφίδας στη Ζάκυνθο και την Κεφαλονιά.

Η αύξηση της αγροτικής παραγωγής, καθώς και η σύνδεση της υπαίθρου με τις αναπτυσσόμενες πόλεις, συνέβαλαν στην άνθηση των εμπορικών δραστηριοτήτων. Οι εξαγωγές περιλάμβαναν κυρίως αγροτικά προϊόντα. Το κρασί της Κρήτης έφθανε μέχρι τις αγορές της Αγγλίας και της Φλάνδρας, η σταφίδα της Ζακύνθου και της Κεφαλονιάς ήταν περιζήτητη από την αγγλική αγορά και το λάδι της Κέρκυρας εξαγόταν στην ίδια τη Βενετία. Αντίστοιχα, οι εισαγωγές κάλυπταν τις ανάγκες των τοπικών αγορών σε μεταποιημένα και πολυτελή είδη, ενισχύοντας, έτσι, την εικόνα μιας περιφερειακής οικονομίας. Το εξαγωγικό – εισαγωγικό εμπόριο ελεγχόταν από τους Βενετούς, σταδιακά, όμως, σημειώνεται η διείσδυση και άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Στον 16ο αιώνα στην Κρήτη έδρευε Άγγλος πρόξενος, ενώ από το 1583 η Ζάκυνθος αποτέλεσε την έδρα της αγγλικής Εταιρείας της Ανατολής (Levant Company). Επιπλέον, από την πρώιμη ήδη βενετοκρατία μαρτυρείται η ενεργός συμμετοχή στο εμπόριο και στη ναυτιλία εγχωρίων, από τη Μεθώνη, την Κορώνη, την Εύβοια. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται για τη δραστηριότητα των Κρητικών ως εμπόρων, πλοιοκτητών, κυβερνητών πλοίων, ναυπηγών, ενώ ανάλογη εικόνα παρουσιάζεται στον 18ο αιώνα στα Ιόνια Νησιά. Οι πειρατικές επιδρομές καθώς και το λαθρεμπόριο της σταφίδας και του λαδιού συνέβαλαν στη συσσώρευση κεφαλαίων, που, μεταξύ άλλων, επενδύθηκαν στην αναπτυσσόμενη ναυτιλία του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία για τον ακμαίο εμπορικό στόλο της Κεφαλονιάς, που στα τέλη του 18ου αιώνα ανερχόταν σε 200 περίπου πλοία και πολυάριθμα πλοιάρια.

Κεντημένος επιτάφιος του 13ου αιώνα στο Αιτωλικό.

Περιορισμένες υπήρξαν οι βιοτεχνικές δραστηριότητες, κυρίως στο πλαίσιο της συντεχνιακής οργάνωσης, με κύριο στόχο την εξυπηρέτηση των τοπικών αγορών. Μεταξύ των λιγοστών αναπτυγμένων κλάδων μαρτυρούνται η βυρσοδεψία, η βαρελοποιία, η κατασκευή φορητών εικόνων και ξυλογλύπτων στην Κρήτη αλλά και χρυσοΰφαντων μεταξωτών και καμηλωτών στην Κύπρο.

Οι βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές υπήρξαν χώροι ανάδυσης σημαντικών πολιτισμικών φαινομένων, που χαρακτηρίσθηκαν από τη σύνθεση βυζαντινών και δυτικών στοιχείων. Αρχικά στην Κρήτη και ακολούθως στα Ιόνια Νησιά μεταφυτεύθηκε ο δυτικός θεσμός των Ακαδημιών, με πρότυπο την Πλατωνική Ακαδημία. Οι Ακαδημίες, φιλολογικοί σύλλογοι, με μέλη Βενετούς και Έλληνες από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα των πόλεων, συνέβαλαν στην προαγωγή της εγχώριας πνευματικής ζωής. Η πρώτη γνωστή Ακαδημία, με την επωνυμία των «Ζωντανών» (Vivi), ιδρύθηκε στο Ρέθυμνο το 1562 από τον βενετοκρητικό λόγιο Φραγκίσκο Barozzi, ενώ σημαντική δραστηριότητα ανέπτυξε σε δύο χρονικές φάσεις (τέλη 16ου αιώνα και περί τα μέσα του 17ου αιώνα) η Ακαδημία των «Αλλοκότων» (Stravaganti) στον Χάνδακα, με ιδρυτή τον ισχυρό βενετό ευγενή και λόγιο Ανδρέα Κορνάρο. Ιδιαίτερη είναι η περίπτωση της «Αγροτικής Ακαδημίας» της Κεφαλονιάς, που ιδρύθηκε το 1791, με στόχο την επιστημονική ανάπτυξη της γεωργίας.

Παρότι στον βενετοκρατούμενο ελληνικό χώρο δεν λειτούργησε τυπογραφείο, είναι γνωστή η διάδοση του έντυπου βιβλίου και η ύπαρξη βιβλιοθηκών, μοναστηριακών και ιδιωτικών. Τα βιβλία, ελληνικά και δυτικά, θρησκευτικά, επιστημονικά, λογοτεχνικά, προέρχονταν από τη Δύση, και, σε μεγάλο μέρος, από τα ελληνικά τυπογραφεία της Βενετίας. Παράλληλα, στις πιο αναπτυγμένες από τις βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές σημειώνεται έντονη εκπαιδευτική δραστηριότητα. Οι νέοι των αστικών, κατά βάση, κέντρων είχαν τη δυνατότητα να διδαχθούν την ελληνική, λατινική ή ιταλική γλώσσα, αλλά και ποικίλους τομείς των τεχνών και της επιστήμης. Η διδασκαλία γινόταν κυρίως μέσω ιδιωτικών διδασκάλων, όπως μαρτυρούν πολυάριθμες συμβάσεις μαθητείας, καθώς και στα δημόσια και ιδιωτικά σχολεία, που λειτούργησαν κατά καιρούς. Ενδεικτικά, μνημονεύονται η ελληνική σχολή του Ιακώβου Διασσωρινού στην Κύπρο, στη δεκαετία του 1560, που συνδέθηκε με την αντιβενετική δράση του ιδρυτή της, το διδακτήριο του Βικεντίου Δαμοδού στην Κεφαλονιά (πρώτο μισό 17ου αιώνα) και το βραχύβιο «Κοινό Φροντιστήριο» του Νικηφόρου Θεοτόκη στην Κέρκυρα (μέσα 18ου αιώνα), όπου έμφαση δόθηκε στη διδασκαλία τόσο των κλασικών γραμμάτων όσο και των φυσικών επιστημών. Επιπλέον, πολλοί Έλληνες, από τα ανώτερα ιδιαίτερα στρώματα, συνέχιζαν τις σπουδές στη Δύση, και μάλιστα στο Πανεπιστήμιο της βενετικής επικράτειας, στην Πάδοβα, στους κλάδους της ιατρικής, της φιλοσοφίας και της νομικής.

Στο γόνιμο πνευματικό κλίμα των αναπτυσσόμενων αστικών κέντρων, εκδηλώθηκε το φαινόμενο της «Κρητικής Λογοτεχνίας». Στην πρώιμη φάση (14ος αιώνας – μέσα 16ου αιώνα) εγγράφονται τα ηθικοδιδακτικά, σατιρικά, θρησκευτικά ποιητικά έργα των Στέφανου Σαχλίκη, Λεονάρδου Ντελλαπόρτα, Μαρίνου Φαλιέρου, Ιωάννη Πικατόρου, Μπεργαδή και άλλων επώνυμων και ανώνυμων δημιουργών. Η ώριμη φάση της Κρητικής Λογοτεχνίας (μέσα 16ου – μέσα 17ου αιώνα) κυριαρχείται από την πλούσια, ποιοτική θεατρική παραγωγή, με κυριότερο εκπρόσωπο τον Γεώργιο Χορτάτση, ο οποίος καλλιέργησε εξίσου την τραγωδία (Ερωφίλη), την κωμωδία (Κατσούρμπος) και το ποιμενικό δράμα (Πανώρια ή Γύπαρης). Κορυφαίο έργο της Κρητικής Λογοτεχνίας είναι το έμμετρο ιπποτικό μυθιστόρημα Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου, στον οποίο παλαιότερα αποδιδόταν και το θρησκευτικό δράμα Η Θυσία του Αβραάμ. Στην πλούσια λογοτεχνική παραγωγή της περιόδου ανήκουν, μεταξύ άλλων, η Βοσκοπούλα, ανωνύμου, και το ιστορικό έργο Ο Κρητικός Πόλεμος του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή. Τα έργα της Κρητικής Λογοτεχνίας έχουν χαρακτήρα έντεχνο και πρότυπα δυτικά, τα οποία, όμως, προσαρμόζουν στην τοπική παράδοση και αναπλάθουν με γόνιμο τρόπο, ξεπερνώντας τα συχνά σε δημιουργική έμπνευση. Οι συγγραφείς τους, ορθόδοξοι και καθολικοί, ελληνικής και βενετικής καταγωγής, προέρχονταν από τα ανώτερα και λόγια κοινωνικά στρώματα, αλλά η διάδοσή τους στο κοινωνικό σύνολο υπήρξε ευρύτατη.

Μετά την παράδοση του Χάνδακα (1669), πολλοί Κρητικοί κατέφυγαν ως πρόσφυγες στα Ιόνια Νησιά και μετέφεραν στις νέες πατρίδες τους το πνευματικό κλίμα της Κρήτης. Στον 18ο αιώνα ο χώρος του Ιονίου σηματοδοτήθηκε από την καλλιέργεια των επιστημών, την υποδοχή των δυτικών διαφωτιστικών ιδεών και την αφομοίωση των αξιών του δυτικού πολιτισμού.

Σημαντική ανάπτυξη γνώρισε στην Κρήτη η τέχνη, στους τομείς της αρχιτεκτονικής, της γλυπτικής και της μικροτεχνίας. Ωστόσο, η καλλιτεχνική δημιουργία στην κορυφαία της έκφανση, προϊόν σύνθεσης της βυζαντινής παράδοσης με δυτικά στοιχεία, εμφανίζεται στο πεδίο της ζωγραφικής, θρησκευτικής και κοσμικής, και μάλιστα της φορητής εικόνας. Σύμφωνα με πρόσφατες αρχειακές έρευνες, οι Κρητικοί ζωγράφοι, που ανέρχονταν σε εκατοντάδες, ήταν οργανωμένοι στη συντεχνία του Αγίου Λουκά και ζωγράφιζαν τις θρησκευτικές εικόνες τους εξίσου alla greca και alla latina, ανάλογα με τις απαιτήσεις του αγοραστικού κοινού. Στην Κρήτη εργάζονταν και Δυτικοί καλλιτέχνες. Μεταξύ των σημαντικών Κρητικών ζωγράφων του 16ου αιώνα συγκαταλέγονταν οι Θεοφάνης Στρελίτζας, λεγόμενος Μπαθάς, Γεώργιος Κλόντζας, Μιχαήλ Δαμασκηνός. Στο κλίμα αυτό ανδρώθηκε καλλιτεχνικά ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, αναγνωρισμένος ήδη ζωγράφος στην Κρήτη, πριν από τη μετάβασή του στην Ιταλία και εν συνεχεία στην Ισπανία, όπου και δημιούργησε το έργο που τον ανέδειξε σε έναν από τους κορυφαίους Ευρωπαίους ζωγράφους.

Μετά το 1669 η κρητική τέχνη μεταφέρθηκε στα Ιόνια Νησιά από Κρητικούς πρόσφυγες και άσκησε ισχυρή επίδραση στην τοπική καλλιτεχνική δημιουργία, που σταδιακά απέκτησε αυτοτέλεια, χωρίς, ωστόσο, να κατορθώσει να υπερβεί την Κρητική Σχολή στην ακτινοβολία της.

Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, Η Προσκύνηση των Μάγων, 1565-1567, Συλλογή Μουσείου Μπενάκη.

Αξιόλογη δραστηριότητα, αρχικά στην Κρήτη και ακολούθως στα Ιόνια Νησιά, εμφανίζεται και στον τομέα της μουσικής, βυζαντινής, παραδοσιακής και δυτικής, κοσμικής και εκκλησιαστικής. Από τους πολυάριθμους μουσικούς που μνημονεύονται στις πηγές, ιδιαίτερη θέση κατέχει ο Κρητικός μουσικοσυνθέτης Φραγκίσκος Λεονταρίτης (πρώτο μισό του 16ου αιώνα), ο οποίος έδρασε στην Κρήτη αλλά και στη δυτική Ευρώπη και συνέθεσε έργα που εντάσσονται στη δυτικοευρωπαϊκή μουσική παράδοση.

Κατά τη μακραίωνη κυριαρχία της Βενετίας στον ελληνικό χώρο, μέσα από περίπλοκες ιστορικές διαδρομές αναδεικνύεται ένα νέο, σύνθετο ιδεολογικό τοπίο, που διαμορφώθηκε αφενός από τη διεκδικητική παρουσία στον ίδιο χώρο Βυζαντινών, άλλων Δυτικών και Οθωμανών, και αφετέρου από τις ιδεολογικές θέσεις των εγχώριων πληθυσμών απέναντι στη «Δύση». Πρόκειται για σχήμα με κυρίαρχα εθνοτικοθρησκευτικά γνωρίσματα, που, παράλληλα, καθορίσθηκε από το αυστηρά διαστρωματωμένο κοινωνικό σύστημα των βενετικών κτήσεων.

Σε πρώτο επίπεδο, το ιδεολογικό κλίμα προσδιοριζόταν από μια υποβόσκουσα εσωτερική σύγκρουση με πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Οι κάτοικοι των βενετοκρατούμενων ελληνικών περιοχών, με κριτήριο την ιστορική παράδοση, τη γεωγραφική θέση, το πολιτικό καθεστώς των τόπων τους, εντάσσονταν οργανικά στη σύγχρονη ευρωπαϊκή, και μάλιστα δυτικοευρωπαϊκή, κοινότητα, παράλληλα, όμως, διαχωρίζονταν από αυτήν λόγω της μακροχρόνιας αντιπαράθεσης του καθολικού δυτικού κόσμου με τον ορθόδοξο ανατολικό. Στο πλαίσιο αυτό, η δυτικοευρωπαϊκή Βενετία, εκπροσωπώντας κατά την πρώτη περίοδο της λατινοκρατίας στην Ανατολή τις πολιτικές – εκκλησιαστικές δυνάμεις που είχαν καταλύσει τη βυζαντινή αυτοκρατορία, συγκέντρωνε την αντίδρασή τους. Η τουρκική προέλαση από τα μέσα του 14ου αιώνα άλλαξε τα δεδομένα. Το δογματικό ζήτημα παρέμενε το καίριο σημείο διαχωρισμών Ελλήνων – Λατίνων και η ανεκτική στάση των Οθωμανών απέναντι στην ορθόδοξη Εκκλησία επέτεινε την ιδεολογική σύγχυση. Ωστόσο, η σταδιακή στροφή προς τις δυτικές δυνάμεις, μεταξύ των οποίων η Βενετία μέχρι το 18ο αιώνα είχε κεντρική θέση, αποτέλεσε μια νέα, ισχυρή πραγματικότητα, που εμπεδώθηκε όχι μόνο στον βενετοκρατούμενο αλλά και στον τουρκοκρατούμενο ελληνικό χώρο και συνδέθηκε με τις πολυάριθμες αντιτουρκικές κινήσεις των Ελλήνων στη δύσβατη διαδρομή προς την εθνική αυτοσυνειδησία.

Από την άλλη πλευρά, στο εσωτερικό των βενετικών κτήσεων σε όλη την περίοδο της βενετοκρατίας η στάση των υποτελών ελληνορθόδοξων πληθυσμών απέναντι στη βενετική κυριαρχία δεν υπήρξε ενιαία και καθορίσθηκε από τις οξείες κοινωνικοοικονομικές διαφορές τους. Γενικευτικά, μπορεί να υποστηριχθεί ότι τα ανώτερα και αστικά κοινωνικά στρώματα στις βενετικές κτήσεις στην Ανατολή είχαν ταυτισθεί με τη βενετική πολιτική και τήρησαν, με ελάχιστες εξαιρέσεις, σταθερή φιλοβενετική στάση, ενισχύοντας παντοιοτρόπως τους βενετικούς αγώνες. Αντίθετα, οι ελληνορθόδοξοι αγροτικοί πληθυσμοί, βιώνοντας ένα πιεστικό κοινωνικοοικονομικό καθεστώς, σε κρίσιμες για τη Βενετία συγκυρίες αντιμετώπισαν παθητικά μια ενδεχόμενη οθωμανική κυριαρχία, παράλληλα, όμως, σε αρκετές περιπτώσεις κατά τις βενετοτουρκικές συγκρούσεις αγωνίσθηκαν στο πλευρό των ομόθρησκων Βενετών, με σημαία τη χριστιανική πίστη.

Κατά τους έξι αιώνες της βενετοκρατίας οι ελληνικές περιοχές σταδιακά λειτούργησαν ως γέφυρα μεταξύ της δυτικής, καθολικής και της ανατολικής, ορθόδοξης Ευρώπης. Ανήκαν στην «Ανατολή», αλλά επί αιώνες διετέλεσαν τμήμα μιας δυτικής δύναμης, αναδέχθηκαν θεσμούς και πολιτισμικά ρεύματα της δυτικής Ευρώπης, που, σε πολλές περιπτώσεις, σε σύζευξη με τα στοιχεία της τοπικής παράδοσης, μεταπλάσθηκαν δημιουργικά σε κοινά σχήματα.

Ο ναός του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων (San Giorgio dei Greci) και η Φλαγγίνειος Σχολή, σημερινή έδρα του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών Σπουδών Βενετίας.

Από την άλλη πλευρά, η Δύση ήρθε σε άμεση επαφή με την Ανατολή όχι μόνο μέσα από την αρχαία κληρονομιά της αλλά και από τη σύγχρονη ιστορία της. Η αναγκαστική συμβίωση των δύο κοινοτήτων συνετέλεσε, παρά τις ποικίλες αντιξοότητες, στη γνωριμία, στην κατανόηση και, τελικά, στη δυνατότητα έκφρασης ενός κοινού λόγου σε διάφορα πεδία, ενώ η Γαληνοτάτη Δημοκρατία του αγίου Μάρκου σταδιακά εξελισσόταν για τους Έλληνες σε χώρο φιλικό, που έδιδε ευκαιρίες πνευματικού και υλικού πλουτισμού και ταυτιζόταν μαζί τους σε ευρύτερες πολιτικές επιδιώξεις. Το σύνθετο αυτό περιβάλλον ο αναπαραστατικός συμβολικός λόγος αποκτούσε τη δική του δυναμική, μετατρέποντας στην ελληνική συνείδηση την εχθρική, κατακτητική δύναμη του 1204 στη «φουμιστή» Βενετία των τρυφερών νανουρισμάτων, των οραμάτων και των προσδοκιών.

 


Η Αναστασία Παπαδία-Λάλα είναι Ομότιμη Καθηγήτρια του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

Πρώτη δημοσίευση του παρόντος άρθρου στον συλλογικό τόμο: H Τέταρτη Σταυροφορία και ο ελληνικός κόσμος, Ν. Γ. Μοσχονάς (επιστημονική επιμέλεια), Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Αθήνα 2008, σ. 365-381. Το κυρίως κείμενο αναδημοσιεύεται αυτούσιο. Αλλαγές, που συμπεριλαμβάνουν και πρόσφατες εκδόσεις, έχουν επέλθει στη βιβλιογραφία.

 

ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

Αρβανιτάκης Δ. Δ., Κοινωνικές αντιθέσεις στην πόλη της Ζακύνθου. Το Ρεμπελιό των Ποπολάρων (1628), Αθήνα 2001.

Arbel Β., «Venice’s Maritime Empire in the Early Modern Period», A Companion to Venetian History, 1400-1797, επιμ. E. R. Dursteler, Λέιντεν – Βοστώνη 2013, σ. 125-253.

Γάσπαρης Χ., Η γη και οι αγρότες στη Μεσαιωνική Κρήτη. 13ος-14ος αι., Αθήνα 1997.

Georgopoulou Maria, Venice’s Mediterranean Colonies. Architecture and Urbanism, Cambridge 2001.

Karapidakis Ν., Civis fidelis: L’avènement et l’affirmation de la citoyenneté corfiote (XVIème-XVIIème siècles), Φραγκφούρτη 1992.

Κωνσταντινίδου Κατερίνα, «Το κακό οδεύει έρποντας…» Οι λοιμοί της πανώλης στα Ιόνια Νησιά (17ος-18ος αι.), Βενετία 2007.

Λαμπρινός Κ.Ε., Οι cittadini στη βενετική Κρήτη. Κοινωνικο-πολιτική και γραφειοκρατική εξέλιξη (15ος-17ος αι.), Αθήνα 2015.

Lane F. C., Βενετία, η θαλασσοκράτειρα, μετάφρ. Κ. Κουρεμένος, επιστ. επιμ. Γ. Παγκράτης, Αθήνα 2007.

Μάλλιαρης Α.Μ., Η Πάτρα κατά τη βενετική περίοδο, 1687-1715: γη, πληθυσμοί, κοινωνία στη Β.Δ. Πελοπόννησο, Βενετία 2008.

Μαλτέζου Χρύσα (επιμ.), Όψεις της ιστορίας του βενετοκρατούμενου Ελληνισμού. Αρχειακά τεκμήρια, Αθήνα 1993.

Μαλτέζου Χρύσα (επιμ.), Βενετοκρατούμενη Ελλάδα. Προσεγγίζοντας την ιστορία της, επιμ. κειμένων, Δέσποινα Βλάσση – Αγγελική Τζαβάρα, τ. 1-2, Αθήνα – Βενετία 2010.

Ντόκος Κ. – Γ. Παναγόπουλος Γ., Το βενετικό κτηματολόγιο της Βοστίτσας, πρόλογος: B. Παναγιωτόπουλος, Αθήνα 1993.

Παναγιωτάκης Ν. Μ., Ο ποιητής του «Ερωτοκρίτου» και άλλα βενετοκρητικά μελετήματα, Ηράκλειο 1989.

Παναγιωτόπουλος Β., Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου. 13ος-18ος αιώνας, μετάφρ. Χριστίνα Αγριαντώνη, Αθήνα 1985.

Πανοπούλου Αγγελική, Συντεχνίες και θρησκευτικές αδελφότητες στη βενετοκρατούµενη Κρήτη, Αθήνα – Βενετία 2012.

Παπαδία-Λάλα Αναστασία, Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο της βενετοκρατίας (13ος-18ος αι.). Μια συνθετική προσέγγιση, Βενετία ²2008.

Thiriet F, La Romanie Vénitienne au Moyen Age. Le développement et l’exploitation du domaine colonial vénitien (XIIe-XVe siècles), Παρίσι ²1975.

Τζιβάρα Παναγιώτα, Σχολεία και δάσκαλοι στη βενετοκρατούµενη Κέρκυρα (16ος-18ος αι.), Αθήνα 2003.

Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος: Η Εξωτερική Πολιτική και η Υψηλή Στρατηγική των ΗΠΑ στον Ψυχρό Πόλεμο

Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος

Η Εξωτερική Πολιτική και η Υψηλή Στρατηγική των ΗΠΑ στον Ψυχρό Πόλεμο1

Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι σήμερα η μόνη υπερδύναμη του πλανήτη. Αν και δεν έχουν μακραίωνη ιστορία, είναι το αρχαιότερο ομοσπονδιακό κράτος παγκοσμίως, καθώς ιδρύθηκε το 1776. Επίσης, είναι μία από τις μεγαλύτερες χώρες σε έκταση και πληθυσμό. Έχει μία πολύ ισχυρή οικονομία, η πορεία της οποίας επηρεάζει όλο τον πλανήτη. Στο παρόν άρθρο, θα εξεταστεί η εξωτερική πολιτική και η υψηλή στρατηγική της από την επαύριο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (όταν ήταν η μία εκ των δύο υπερδυνάμεων του πλανήτη), το 1949 έως την πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, το 1989.

Ο όρος «στρατηγική» προέρχεται από την αρχαία ελληνική γραμματεία (στρατός + ηγούμαι). Αν και χρησιμοποιείται ευρέως, τυγχάνει διαφορετικών ερμηνειών. Δεν θα γίνει, όμως, αναφορά σε όλες τις εκδοχές ή τις θεωρίες που αναλύονται ή βασίζονται στην στρατηγική. Κατ’ ουσίαν, πρόκειται για το σχέδιο δράσεως, στο οποίο αναλύονται οι μέθοδοι και οι τακτικές που θα χρησιμοποιηθούν προς επίτευξη ενός σκοπού. Φυσικά, δεν εφαρμόζεται μόνο στο πολεμικό πεδίο αλλά και σε διάφορες άλλες περιπτώσεις (πολιτική, οικονομία, εμπόριο, παιχνίδια, τεχνολογία, κ.α.), μολονότι αρχικά είχε καθαρά στρατιωτική έννοια.

Η ερμηνεία αλλά και το περιεχόμενο της επονομαζόμενης «Υψηλής Στρατηγικής», που είναι η ελληνική απόδοση του όρου «grand strategy», αποτελεί ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο των στρατηγικών σπουδών. Σύμφωνα με τον Βρεταννό αξιωματικό και συγγραφέα Σερ Μπέηζιλ Λίντελλ Χαρτ (Sir Basil Henry Lidell Hart), ο ρόλος της Υψηλής Στρατηγικής είναι «… να συντονίζει και διευθύνει όλες τις πηγές ενός έθνους ή ομάδας εθνών προς την κατεύθυνση επιτεύξεως του πολιτικού σκοπού του πολέμου: του σκοπού που καθορίζεται από την θεμελιώδη πολιτική. Η Υψηλή Στρατηγική πρέπει να υπολογίζει και να αναπτύσσει τους οικονομικούς πόρους και το ανθρώπινο δυναμικό των εθνών για να υποστηρίζει τα μαχόμενα στρατεύματα. Επίσης, και τις ηθικές δυνάμεις, γιατί για να αναπτυχθεί το πνεύμα και η θέληση του λαού, συχνά οι ηθικές δυνάμεις είναι εξ ίσου σπουδαίος παράγοντας όσο και η κατοχή πιο συγκεκριμένων μορφών ισχύος».

Επομένως, το επίκεντρο του ενδιαφέροντος πρέπει να είναι α) στη σημασία της διαχειρίσεως και του εναρμονισμού των εθνικών πόρων προς επίτευξη της ισορροπίας μεταξύ μέσου και σκοπού, β) στη διπλωματία, ο ζωτικός ρόλος της οποίας στην προσπάθεια της θέσεως του έθνους και της επιτεύξεως επιτυχίας μέσα στο πλαίσιο μίας συμμαχίας είναι καθοριστικός προκειμένου να εκμηδενισθεί ο εν δυνάμει εχθρός και γ) στο ηθικό του λαού και στην καλλιέργεια πολιτικής κουλτούρας προκειμένου να καταστεί εφικτή η υποστήριξη τόσο της πολεμικής προσπάθειας όσο και υψηλών εξοπλιστικών προγραμμάτων εν καιρώ ειρήνης.2

Ο επίσης Βρεταννός ιστορικός και συγγραφέας Έντουαρντ Λούτβακ (Edward Luttwak) θεωρεί ότι «όλα τα κράτη έχουν μία Υψηλή Στρατηγική», την οποία ορίζει ως «την εφαρμογή της μεθόδου και της ευφυΐας στην χρήση τόσο της πειθούς όσο και της ισχύος – δηλαδή την στρατηγική σε όλες τις πτυχές της, από την υψηλότερη πολιτειακή οργάνωση μέχρι τις στρατιωτικές τακτικές». Ο προσδιορισμός της έννοιας της Υψηλής Στρατηγικής έχει απασχολήσει και Έλληνες θεωρητικούς. Ενδεικτικώς, αναφέρεται ο Αθανάσιος Πλατιάς, ο οποίος εκτιμά ότι η Υψηλή Στρατηγική ορίζεται «ως η χρήση όλων των διαθέσιμων μέσων που ένα κράτος μπορεί να χρησιμοποιήσει προκειμένου να επιτύχει τους μακροπρόθεσμους πολιτικούς του στόχους, ενόψει πραγματικής ή ενδεχόμενης σύγκρουσης». Τέλος, ο Κωνσταντίνος Κολιόπουλος έγραψε ότι στρατηγική «είναι η σύζευξη μέσων και σκοπών υπό το πρίσμα πραγματικής ή ενδεχόμενης σύγκρουσης» και Υψηλή Στρατηγική είναι το ανώτερο επίπεδο στρατηγικής ενός κράτους, κατά το οποίο «χρησιμοποιούνται όλα τα διαθέσιμα μέσα όπως διπλωματικά, οικονομικά και στρατιωτικά για την επίτευξη ενός πολιτικού αντικειμενικού σκοπού ενόψει πραγματικής ή ενδεχόμενης σύγκρουσης».3

Μετά τον θάνατο του Προέδρου Φραγκλίνου Ρούσβελτ (Franklin Delano Roosevelt)4, την 12η Απριλίου 1945, τα ηνία της χώρας ανέλαβε ο έως τότε Αντιπρόεδρος Χάρρυ Τρούμαν (Harry S. Truman). O νέος Πρόεδρος ήταν παντελώς άπειρος ως προς τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής. Ο Τρούμαν συγκρότησε τάχιστα μία ομάδα συμβούλων,5στους οποίους δεν συγκαταλέγονταν άτομα του περίφημου «περιβάλλοντος Ρούσβελτ» και ενημερώθηκε επί των τεκταινομένων. Εξ αρχής, φάνηκε διατεθειμένος να μην επαναλάβει τα σφάλματα του προκατόχου του και δήλωνε αποφασισμένος να επιδείξει μία σθεναρότερη στάση έναντι των Σοβιετικών. Στην Ευρώπη, ο πόλεμος τελείωσε πριν συμπληρωθεί ένας μήνας από την ημέρα αναλήψεως των καθηκόντων από τον νέο Αμερικανό Πρόεδρο. Εντούτοις, ο Τρούμαν θα είχε μία λαμπρή ευκαιρία να επιδείξει το νέος «ύφος» της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής κατά τη διάρκεια των εργασιών της Συνδιασκέψεως στο Πότσνταμ της Γερμανίας (17/7/1945-2/8/1945).6 Σε αυτήν συμμετείχαν, εκτός από τον Τρούμαν, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μπερνς, οι ηγέτες της Μεγ. Βρεταννίας και της Σοβ. Ενώσεως Ουΐνστον Τσώρτσιλ (Winston Spencer Churchill) και Ιωσήφ Στάλιν (Joseph Stalin), με τους υπουργούς Εξωτερικών των δύο χωρών Άντονυ Ήντεν (Anthony Eden)7και Βιατσεσλάβ Μολότωφ (Vyacheslav Mikhaylovich Molotov), αντιστοίχως.

Η Συνδιάσκεψη του Πότσνταμ πριν και μετά την εκλογική ήττα του Ουΐνστον Τσώρτσιλ η οποία έλαβε χώρα ενόσω οι εργασίες βρίσκονταν σε εξέλιξη.

Βασικό αντικείμενο των εργασιών της συγκεκριμένης συνδιασκέψεως αποτελούσε η υπογραφή της ειρήνης με τη Γερμανία και τα συμμαχικά με αυτήν κράτη στην Ευρώπη αλλά και η γενικότερη διευθέτηση των υποθέσεων της γηραιάς ηπείρου. Οι Σοβιετικοί αντιμετώπισαν για πρώτη φορά την αντίδραση των Δυτικών σχετικά με την πολιτική τους στην κεντρική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, ενώ απερρίφθη κάθε ιδέα για έλεγχο των Στενών των Δαρδανελίων από αυτούς. Ο Τρούμαν είχε καταφέρει να κάνει αισθητή την παρουσία του και να εκφράσει τη νέα αμερικανική προσέγγιση των διεθνών υποθέσεων. Πάντως, ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος συνέχισε και ολοκλήρωσε τα σχέδια του προκατόχου του για τη σύσταση ενός νέου διεθνούς οργανισμού, ο οποίος θα αντικαθιστούσε την, για πολλούς αποτυχημένη, Κοινωνία των Εθνών. Ο καταστατικός χάρτης του νέου οργανισμού (ο οποίος ονομάστηκε Ο.Η.Ε. – Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών) υπεγράφη την 26η Ιουνίου 1945 και τέθηκε σε ισχύ την 24η Οκτωβρίου του ιδίου έτους.

Είναι βέβαιον ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες εισήλθαν και στις δύο παγκόσμιες συρράξεις, έχοντας σαφή γεωπολιτική αντίληψη των επικειμένων επιπτώσεων στην αμερικανική ασφάλεια, αλλά και συνείδηση των ιδίων δυνατοτήτων εθνικής ισχύος. Αν και έως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η αμερικανική εξωτερική πολιτική χαρακτηρίζεται από ιδεολογική αμφιθυμία (στρεφόμενη άλλοτε προς τον παρεμβατισμό και άλλοτε προς την αναδίπλωση), μετά το 1917 και ιδιαίτερα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αυξημένη ισχύς των Ηνωμένων Πολιτειών σε συνδυασμό με τα γεγονότα στη διεθνή σκηνή κατέστησαν αναπόφευκτη την ουσιαστική συμμετοχή της χώρας στις εξελίξεις.

Η κρίση του Βερολίνου και η παραβίαση των συμπεφωνημένων από σοβιετικής πλευράς οδήγησαν τον Τρούμαν στην απόφαση να εξαγγείλει ένα νέο δόγμα στην εξωτερική πολιτική, τον Μάρτιο του 1947. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν πλέον μία χώρα με τεράστιο πλούτο, η οποία ουδεμία πρόθεση είχε να επιτρέψει στη Σοβ. Ένωση όπως κυριαρχήσει είτε στην Ευρώπη είτε στη βορειοανατολική Ασία. Σύμφωνα με το Δόγμα Τρούμαν,8 η εξωτερική πολιτική εγκατέλειπε την ιδέα του άβατου αμερικανικού «κάστρου» του Δόγματος Μονρόε και υιοθετούσε μία παγκόσμια παρουσία.

Η εξαγγελία του Δόγματος Τρούμαν (12 Μαρτίου 1947).

Η εντύπωση, η οποία προκλήθηκε ξεπέρασε τα όρια των Ηνωμένων Πολιτειών. Το Δόγμα Τρούμαν πιστοποιούσε την οριστική διάσπαση του μετώπου των Συμμάχων, που επεκράτησαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επιπλέον, το δόγμα αυτό αποτελούσε μία ριζική αλλαγή (ή μάλλον ανατροπή) της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί από τον Πρόεδρο Ρούσβελτ κατά τη διάρκεια του πολέμου. Τέλος, η Ουάσινγκτον τοποθετούσε τον εαυτό της στην ηγετική θέση του Δυτικού κόσμου στον αγώνα εναντίον του σοβιετικού επεκτατισμού. Ο αγώνας αυτός αποκτούσε και ιδεολογική χροιά και προσδιοριζόταν ως διαπάλη της ελευθερίας (την οποία αντιπροσώπευαν προφανώς οι Ηνωμένες Πολιτείες) κατά της δικτατορίας του προλεταριάτου. Η σπουδαιότητα της εξαγγελίας της 12ης Μαρτίου 1947 έγινε αμέσως αντιληπτή από τα αμερικανικά Μέσα Μαζικής Ενημερώσεως και τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Έγραψε χαρακτηριστικά η εφημερίδα Washington Post (στις 13/3/47): «Η τελευταία ομιλία του Προέδρου Τρούμαν στο Κογκρέσο είναι αναμφισβήτητα μία από τις σημαντικότερες που εκφωνήθηκαν ποτέ από επικεφαλής της αμερικανικής εκτελεστικής εξουσίας».

Άλλες εφημερίδες δεν αρκέστηκαν στο να επισημάνουν τη σημασία του νέου δόγματος αλλά τάχθηκαν αναφανδόν υπέρ της πλήρους εφαρμογής του. Πιο συγκεκριμένα, οι New York Times έγραψαν (στις 12/3/47) ότι είχε πλέον τερματιστεί η εποχή της απομονώσεως και των επιλεκτικών παρεμβάσεων στις διεθνείς εξελίξεις. Είχε ανατείλει η εποχή της αναλήψεως των ευθυνών από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σκοπός όλων των Αμερικανών έπρεπε να είναι η δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών, υπό τις οποίες τόσο ο Ο.Η.Ε. όσο και οι αμερικανικές αξίες θα είχαν πιθανότητες επιτυχίας. Στο δε φύλλο της επομένης ημέρας (13/3/47), η εφημερίδα σημείωνε ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος ζήτησε δράση, η οποία θα επέτρεπε στη χώρα την άσκηση μίας νέας εξωτερικής πολιτικής αναλήψεως παγκόσμιων ευθυνών για τη διασφάλιση της ειρήνης και την τήρηση της τάξεως. Είναι αξιοσημείωτο ότι η πλέον φιλελεύθερη εφημερίδα της χώρας χρησιμοποιούσε μία φρασεολογία, η οποία παρέπεμπε ευθέως στην υιοθέτηση της πολιτικής του «παγκόσμιου χωροφύλακα» (κατά τη Μόσχα). Αντιθέτως, η πιο μετριοπαθής Washington Daily News έδωσε μία ιδεολογική διάσταση στο νέο δόγμα, σημειώνοντας (στις 14/3/47): «Οι Ηνωμένες Πολιτείες έδειξαν πάντα ένα ζωηρό ενδιαφέρον για τα έθνη, τα οποία αγωνίζονται για την ελευθερία τους, τη διασφάλιση των ατομικών ελευθεριών των πολιτών τους, τη διεξαγωγή αδιάβλητων εκλογών…».

Εντούτοις, η αμερικανική κοινή γνώμη μάλλον δεν συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό του Τύπου για το Δόγμα Τρούμαν. Την 20η Μαρτίου 1947, διεξήχθησαν δύο σφυγμομετρήσεις σχετικά με τις απόψεις των πολιτών επί του θέματος. Η μεγάλη πλειοψηφία των Αμερικανών συμφωνούσε με την υιοθέτηση μίας δυναμικότερης εξωτερικής πολιτικής και πολλοί ήταν αυτοί, οι οποίοι επικροτούσαν την οικονομική στήριξη της Ελλάδος. Η πλειοψηφία των Αμερικανών πολιτών, όμως, δεν ενέκρινε την παροχή στρατιωτικής βοήθειας προς την Αθήνα υπό τον φόβο της προκλήσεως ρωσσικών αντιδράσεων, οι οποίες θα καθιστούσαν πιθανότερο το ξέσπασμα ενός νέου πολέμου, ενώ πολλοί υπεστήριζαν την άποψη ότι η επίλυση του προβλήματος έπρεπε να ανατεθεί στα Ηνωμένα Έθνη. Αντιθέτως, ιδιαιτέρως θετικά για το Δόγμα Τρούμαν εξεφράσθη ο Ρεπουμπλικανός Πρόεδρος της Επιτροπής Διεθνών Υποθέσεων της αμερικανικής Γερουσίας Άρθουρ Βάντενμπεργκ (Arthur H. Vandenberg), πρώην οπαδός του απομονωτισμού. Η στάση του τελευταίου επηρέασε καθοριστικά μεγάλο αριθμό Ρεπουμπλικανών μελών του Κογκρέσου. Τέλος, πολύ θετική στάση επέδειξαν διάφορες θρησκευτικές και κοινωνικές οργανώσεις, όπως η Ομοσπονδία του Συμβουλίου των Εκκλησιών και η Κοινωνική Δημοκρατική Ομοσπονδία.

Το νέο δόγμα, όμως, συγκέντρωσε τα πυρά των δύο άκρων του πολιτικού φάσματος, αφ’ ενός των οπαδών της συνδιαλλαγής με τη Σοβ. Ρωσία, οι οποίοι ανήκαν στην αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών και αφ’ ετέρου των Ρεπουμπλικανών υποστηρικτών του απομονωτισμού. Κύριοι εκφραστές των απόψεων της πρώτης ομάδας ήταν οι πολιτικοί Λοτζ και Ουάλας (Wallace). Ο πρώτος θεωρούσε την Ελλάδα την πλέον αντιδραστική μοναρχία της Ευρώπης, η οποία δεν έπρεπε να ενισχυθεί με χρήματα των Αμερικανών φορολογουμένων τουλάχιστον προτού εξυγιανθεί πλήρως το δημοσιονομικό της σύστημα. Ο δεύτερος υπεστήριζε ότι η υπόθεση έπρεπε να ανατεθεί στον Ο.Η.Ε. και οι Ηνωμένες Πολιτείες ουδεμία πρωτοβουλία να αναλάβουν, η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει την αντίδραση των Σοβιετικών. Επίσης, ο Ουάλας πίστευε ότι έπρεπε να καταλαγιάσουν τα πάθη στην Ελλάδα, να δοθεί γενική αμνηστία και να σχηματιστεί οικουμενική κυβέρνηση στη χώρα. Ταυτόχρονα, έντονη κριτική δεχόταν το νέο δόγμα και από τους απομονωτιστές, οι οποίοι διεκήρυτταν ότι τυχόν εφαρμογή του θα υπέσκαπτε την οικονομική ευμάρεια της χώρας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έπρεπε να εμπλακούν εκ νέου στις ευρωπαϊκές υποθέσεις. Οι θεωρίες των απομονωτιστών ήταν πλέον ξεπερασμένες από τα πράγματα και γι’ αυτό συγκέντρωναν ελάχιστη υποστήριξη.

Η πλέον τεκμηριωμένη κριτική του «δόγματος Τρούμαν» στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών προήλθε από τον καθηγητή και αρθρογράφο της εφημερίδος New York Times Γκίλμπερτ Mάκμπεθ (Gilbert Macbeth), ο οποίος έκανε λόγο «για τεχνητή κατάσταση ανάγκης στην Ελλάδα». Αυτός θεωρούσε ότι δεν συνέβαινε κάτι το εξαιρετικό στη χώρα μας πέραν των συνήθων πολιτικών αντιπαραθέσεων. Η δράση του «Δημοκρατικού Στρατού» δεν αποτελούσε μέρος μίας ευρύτερης σοβιετικής επιθετικής πολιτικής και σε κάθε περίπτωση η υπόθεση έπρεπε να παραπεμφθεί στον Ο.Η.Ε.. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του οργανισμού ήταν σε συνεχή λειτουργία για τον χειρισμό μειζόνων κρίσεων. Σε αυτό, θα εκτίθονταν όλες οι απόψεις και θα γίνονταν γνωστές όλες οι παράμετροι της υποθέσεως. Ακόμα και αν η Μόσχα προέβαλε βέτο, η παγκόσμια κοινή γνώμη θα επεκροτούσε τις αμερικανικές απόψεις, εάν και εφ’ όσον αυτές ήταν δίκαιες, και ως εκ τούτου η Ουάσινγκτον θα νομιμοποιούταν να δράσει μονομερώς.

Η εξαγγελία του Δόγματος Τρούμαν στον αμερικανικό ημερήσιο Τύπο.

Στο εξωτερικό, η εξαγγελία του νέου αμερικανικού δόγματος προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη φοβόταν μία επιδείνωση της καταστάσεως και το ξέσπασμα ενός νέου πολέμου, ο οποίος θα διεξαγόταν πρωτίστως στη γηραιά ήπειρο. Αντιθέτως, οι κομματικοί σχηματισμοί τοποθετήθηκαν αναλόγως της ιδεολογίας τους, δηλαδή οι αντικομμουνιστές υπέρ και οι κομμουνιστές κατά. Πιο συγκεκριμένα, στη Μεγ. Βρεταννία οι Συντηρητικοί της αντιπολιτεύσεως ήταν θετικά διακείμενοι, αν και ορισμένοι εξ αυτών δεν έκρυβαν τον φθόνο τους για τη μετεξέλιξη των Ηνωμένων Πολιτειών σε παγκόσμια υπερδύναμη. Η κυβέρνηση των Εργατικών κράτησε εφεκτική στάση, αν και το Εργατικό κόμμα επέκρινε την εξαγγελία του Αμερικανού Προέδρου. Στη Γαλλία, το κύριο γνώρισμα ήταν η οξεία αντίδραση των κομμουνιστών, ενώ στη Γερμανία σχολιάστηκε η διαίρεση του Συμμαχικού στρατοπέδου και η ανακολουθία λόγων και έργων των Συμμάχων. Στην Ιταλία, η πλειοψηφία του λαού και των πολιτικών φαίνεται ότι ετάχθησαν υπέρ του δόγματος. Το τοπικό Κ.Κ. ήταν πολύ ισχυρό και τα πολιτικά πάθη οξυμένα. Επίσης, οι Ιταλοί χαιρέτιζαν την αναβάθμιση του ρόλου της Μεσογείου στις διεθνείς εξελίξεις. Τέλος, στην Ελλάδα η εξαγγελία του νέου δόγματος προκάλεσε «κύματα ενθουσιασμού» στους βασιλόφρονες και στους συντηρητικούς του Κέντρου. Αντιθέτως, οι φανατικοί αντιμοναρχικοί του Κέντρου (οι οποίοι εξέλαβαν την εφαρμογή του δόγματος ως ενίσχυση του βασιλικού θεσμού), καθώς και οι κομμουνιστές το επέκριναν με δριμύτητα.

Η σφοδρότερη αντίδραση στο Δόγμα Τρούμαν προήλθε από τη Μόσχα, όπως ήταν φυσικό. Η τελευταία κατηγόρησε την Ουάσινγκτον ότι απέβλεπε στην εξασφάλιση της παγκόσμιας κυριαρχίας, μιμούμενη τον ιταλικό φασισμό και τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό. Ο σοβιετικός Τύπος έγραψε ότι ήταν η πρώτη φορά στα χρονικά της παγκοσμίου ιστορίας, που μία τέτοια επιδίωξη δηλωνόταν επισήμως και με τόσο απροκάλυπτο τρόπο. Οι Αμερικανοί απέβλεπαν στη δημιουργία περιφερειακών βάσεων για την επέκταση της επιρροής τους και τον έλεγχο των οδών του εμπορίου και του πετρελαίου. Στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου, η Ελλάδα ήταν απαραίτητη για την εφαρμογή των σχεδίων της Ουάσινγκτον και γι’ αυτό η τελευταία στήριζε με κάθε τρόπο τον «ελληνικό μοναρχοφασισμό». Ο Τρούμαν ανέβασε τους τόνους με σκοπό να συσπειρώσει τα ελεγχόμενα από τους Δυτικούς κράτη και να επιβεβαιώσει την κυρίαρχη θέση των Ηνωμένων Πολιτειών ως διαδόχου της Μεγ. Βρεταννίας στη θέση της ιμπεριαλιστικής δυνάμεως. Ο Ο.Η.Ε. θα ετίθετο υπό τον αμερικανικό έλεγχο ή θα εκμηδενιζόταν, υπεστήριζαν οι Σοβιετικοί.

Πάντως, το Δόγμα Τρούμαν απετέλεσε τη δυναμικότερη έκφραση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και επηρέασε άμεσα τις εξελίξεις στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Οι πρώτοι πολιτικοί σκοποί των Ηνωμένων Πολιτειών, που προωθήθηκαν στο πλαίσιο του δόγματος αυτού (και του επακόλουθου Σχεδίου Mάρσαλ), ήταν: α) η παροχή βοήθειας στην Ελλάδα, την Τουρκία και την Περσία για να αντέξουν τη σοβιετική πίεση και β) η απαγόρευση, από κοινού με τη Μεγ. Βρεταννία, υλοποιήσεως των σχεδίων της Μόσχας στον χώρο της Μ. Ανατολής και της ανατολικής Μεσογείου γενικότερα.

Αυτό εσήμαινε ότι η σύμμαχος στον πόλεμο κατά του Άξονα Σοβ. Ένωση ήταν η μελλοντική αντίπαλος στην ψυχροπολεμική Ευρώπη αλλά και στον αγώνα για την απόκτηση σφαιρών επιρροής στον υπόλοιπο κόσμο. Η σκέψη της αμερικανικής διοικήσεως9είχε σαν βασικό γνώμονα ότι μία Ευρώπη υπό γερμανική κυριαρχία ήταν εξίσου απευκταία με μία Ευρώπη τελούσα υπό σοβιετική ηγεμονία. Άλλωστε, ο διάδοχος του Ρούσβελτ στον Λευκό Οίκο δεν είχε βιώσει την συνεργασία με τους Σοβιετικούς στον πόλεμο, ενώ τους αντιμετώπιζε πάντα με καχυποψία.

Κατά την εκδήλωση της γερμανικής επιθέσεως εναντίον της Σοβ. Ενώσεως, θεωρούσε τις δύο χώρες ηθικά ισοδύναμες και πίστευε ότι η Αμερική έπρεπε να τις ενθαρρύνει όπως πολεμήσουν μέχρι τελικής πτώσεως. Εκείνη την εποχή, ο Τρούμαν ήταν μέλος της Γερουσίας και είχε δηλώσει: «Εάν δούμε ότι κερδίζει η Γερμανία, θα πρέπει να βοηθήσουμε τη Ρωσσία και εάν κερδίζει η Ρωσσία, θα πρέπει να βοηθήσουμε τη Γερμανία και με αυτόν τον τρόπο θα τους αφήσουμε να σκοτώσουν όσους περισσότερους μπορούν, αν και δεν θα ήθελα να δω τον Χίτλερ νικητή υπό οιεσδήποτε συνθήκες».10

Η προσπάθεια του Σχεδίου Mάρσαλ κατευθυνόταν πρώτιστα στην οικονομική και πολιτική ανόρθωση της Δυτ. Γερμανίας, χωρίς τη σύμπραξη της οποίας το δυτικό αμυντικό οικοδόμημα (ενόψει μάλιστα και των φυγόκεντρων τάσεων της Γκωλικής Γαλλίας) δεν θα είχε την απαιτούμενη συνοχή. Αργότερα, ο Τρούμαν δήλωσε ότι το σημαντικότερο επίτευγμά του στον χώρο της εξωτερικής πολιτικής ήταν ότι οι Αμερικανοί νίκησαν τους εχθρούς τους και τους ανάγκασαν να παραδοθούν. «Και έπειτα τους βοηθήσαμε να συνέλθουν, να γίνουν δημοκράτες και να επιστρέψουν στην κοινότητα των εθνών. Μόνον η Αμερική θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο».11

Ο αποκλεισμός του Βερολίνου και ο πόλεμος της Κορέας παγίωσαν την άποψη της αμερικανικής ηγεσίας για τις προθέσεις της Μόσχας, ενώ και η αμερικανική κοινή γνώμη πίστευε ότι σκοπός του Στάλιν ήταν η παγκόσμια κυριαρχία.12Η Ουάσινγκτον έβλεπε να ξεδιπλώνεται μία σοβιετική στρατηγική που ήθελε να παρασύρει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μακρινές συγκρούσεις για να γίνει ευκολότερη μία επίθεση της Μόσχας στη δυτική Ευρώπη. Έχει γραφεί ότι επρόκειτο περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των δυνατοτήτων των Σοβιετικών και των προθέσεων του Στάλιν προσωπικά.13

Ο αποκλεισμός του Βερολίνου (24 Ιουνίου 1948 – 12 Μαΐου 1949) και ο πόλεμος της Κορέας (25 Ιουνίου 1950 – 27 Ιουλίου 1953).

Πάντως, και ο τελευταίος δεν είχε αντιληφθεί ότι για τους Αμερικανούς ηγέτες η ηθική έπαιζε ρόλο και είχαν σκοπό να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους. Σύμφωνα με τον Χένρυ Κίσινγκερ (Henry Alfred Kissinger), ο Σοβιετικός ηγέτης διέπραξε το ίδιο λάθος με αυτό που είχε κάνει το 1945. Τότε, δεν είχε δώσει μεγάλη σημασία στην καλή θέληση της Ουάσινγκτον. «Το 1952, υπετίμησε τις αντιδράσεις που είχαν προκαλέσει οι πράξεις του στο ενδιάμεσο διάστημα. Από το 1945 έως το 1948, οι Αμερικανοί ηγέτες ανυπομονούσαν να επιτύχουν κάποιον διακανονισμό με τη Σοβ. Ένωση αλλά δεν είχαν ούτε την διάθεση ούτε την ικανότητα να υπολογίσουν αθροιστικά τις πιέσεις που θα έπαιρνε στα σοβαρά ο Στάλιν. Το 1952, είχε αρχίσει να τις παίρνει αρκετά στα σοβαρά αλλά στο μεταξύ είχε κατορθώσει με το παραπάνω να πείσει τους Αμερικανούς ηγέτες για την κακή του προαίρεση».14

Πάντως, ο απολογισμός της προεδρίας Τρούμαν στον χειρισμό των εξωτερικών θεμάτων δεν συγκέντρωσε μόνον θετικά σχόλια. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι αν και αρχικώς ήταν άπειρος ως προς τον χειρισμό των εξωτερικών υποθέσεων, επέδειξε μία έντονη δραστηριότητα και έναν αξιοσημείωτο δυναμισμό. Εντούτοις, ο εμφύλιος πόλεμος στην Κίνα βρήκε την ηγετική ομάδα στην Ουάσινγκτον απροετοίμαστη. Ο Πρόεδρος έστειλε τον Μάρσαλ στην Κίνα15 αλλά αυτός δεν μπόρεσε να συμβιβάσει τους δύο αντιπάλους. Μετά την επιστροφή του, ενημέρωσε τον Τρούμαν πως οι εθνικιστές θα κέρδιζαν μόνον εάν είχαν την αμέριστη και πολύπλευρη αμερικανική υποστήριξη, ενδεχόμενο όμως που ενδεχομένως να εξασθένιζε το Δυτικό στρατόπεδο στην Ευρώπη. Τελικώς, οι κομμουνιστές του Μάο Τσε Τουνγκ (Mao Zedong) επεκράτησαν16και ο Τρούμαν κατηγορήθηκε σφόδρα για την «απώλεια» της Κίνας.

Η επικράτηση των Κομμουνιστών στην Κίνα. Προπαγανδιστική αφίσα.

Την 4η Νοεμβρίου 1952, ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών Στρατηγός Ντουάϊτ Αϊζενχάουερ (Dwight David «Ike» Eisenhower) κέρδισε τις προεδρικές εκλογές. Εξ αρχής, έδειξε ότι είχε μία άλλη ματιά για τα διεθνή ζητήματα από τους προκατόχους του. Η εξωτερική πολιτική θα βασιζόταν (ιδίως κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του στον Λευκό Οίκο, 1952-1956) σε τέσσερις πυλώνες: α. την ενίσχυση της οικονομίας, προκειμένου η Ουάσινγκτον να είναι εις θέσιν όπως διατηρεί αξιόμαχες ένοπλες δυνάμεις, ασκώντας παράλληλα μία παρεμβατική πολιτική στη διεθνή αρένα, β. την ανάπτυξη των πυρηνικών όπλων, γ. την «αξιοποίηση» της CIA για τη διεξαγωγή επιχειρήσεων εναντίον κυβερνήσεων ή ηγετών που ευρίσκοντο υπό κομμουνιστικό έλεγχο ή «φλέρταραν» με τη Μόσχα17 και δ. την παροχή βοήθειας στους συμμάχους της Δύσεως και τον προσεταιρισμό των ουδετέρων κρατών.

Ο θάνατος του Στάλιν (τον Μάρτιο του 1953) ώθησε τον Αμερικανό Πρόεδρο να εκφωνήσει μία ομιλία, που έμεινε στην ιστορία υπό τον τίτλο «Ας δώσουμε στην ειρήνη μία ευκαιρία». Η ομιλία του έλαβε χώρα στην Αμερικανική Ένωση Εκδοτών Τύπου, την 16η Απριλίου 1953, μόλις τρεις μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του. Ήταν μία εποχή κατά την οποία ο πόλεμος στην Κορέα τελείωνε, όλοι γνώριζαν ότι η Μόσχα διέθετε και αυτή ατομική βόμβα, ενώ πολλοί θεωρούσαν ότι η Ουάσινγκτον κινδύνευε να απωλέσει το προβάδισμα στο στρατιωτικό πεδίο. Πλήθαιναν, λοιπόν, οι φωνές, που ζητούσαν την ενίσχυση της χρηματοδοτήσεως των στρατιωτικών δαπανών και την άσκηση μίας πιο δυναμικής πολιτικής έναντι της Σοβ. Ενώσεως.

Ο Αϊζενχάουερ απεφάσισε να εκμεταλλευθεί το πολιτικό κενό που είχε προκύψει αιφνιδίως στη σοβιετική πολιτική ηγεσία, επιχειρώντας να προσεγγίσει την νέα κατάσταση, προτείνοντας την μείωση των στρατιωτικών δαπανών.18 Εντούτοις, οι Σοβιετικοί ηγέτες είχαν αποδυθεί σε έναν αγώνα αλληλοεξοντώσεως και ουδεμία πρόθεση υιοθετήσεως μίας πολιτικής που θα τους «εξέθετε» στα μάτια φίλων και αντιπάλων ως ουδέτερους είχαν. Κατά συνέπεια, ο Ψυχρός Πόλεμος εξέλαβε νέες διαστάσεις επί των ημερών της προεδρίας του, ενώ ο προϋπολογισμός των στρατιωτικών δαπανών ανήλθε σε μεγάλα ύψη, που παρέμειναν αναλλοίωτα έως τα τέλη του Ψυχρού Πολέμου.19

O Αμερικανός Πρόεδρος δεν απογοητεύτηκε. Τον Νοέμβριο του 1955, η Σοβιετική Ένωση δοκίμασε με επιτυχία μία βόμβα υδρογόνου. Ο Αϊζενχάουερ παρήκουσε τις συμβουλές στενών συνεργατών του (όπως ο υπουργός Εξωτερικών Τζων Φόστερ Ντάλλες – John Foster Dulles) και υπέβαλε στους Σοβιετικούς μία πρόταση αφοπλισμού προκειμένου οι δύο υπερδυνάμεις να αφιερώσουν τις έρευνές τους σχετικά με το σχάσιμο υλικού μόνο για ειρηνικές χρήσεις (π.χ. για την παραγωγή ενέργειας) και όχι για την κατασκευή ακόμη πιο φονικών όπλων.20

RDS-37 Soviet H-bomb test 1955 / РДС-37

Η Μόσχα δεν ανταποκρίθηκε θετικά, καθώς ήταν πεπεισμένη ότι η Ουάσινγκτον υπερτερούσε σημαντικά σε αποθέματα πυρηνικών όπλων. Αυτό ώθησε τον Αϊζενχάουερ να διαθέσει περισσότερα χρήματα για τα πυρηνικά όπλα (και την Πολεμική Αεροπορία), μειώνοντας τις δαπάνες για τον Στρατό Ξηράς.21 Οι Αμερικανοί υιοθέτησαν την αρχή της ακρίβειας πυρός, την ιδία ώρα που οι Ρώσσοι διαχρονικά επικεντρώνονται στην μάζα πυρός. Οι κινήσεις αυτές σηματοδοτούσαν την νέα αντίληψη του Προέδρου για την αμερικανική εξωτερική πολιτική και τον σχεδιασμό της εθνικής αμύνης. Επιπλέον, επικεντρώθηκε στην προσπάθεια ελέγχου του πυρηνικού οπλοστασίου και όχι αφοπλισμού. Εντούτοις, αυτό ήταν μάλλον ανέφικτο να πραγματοποιηθεί, καθώς και οι δύο υπερδυνάμεις εμφανίζονταν διστακτικές να δεχθούν έλεγχο του πυρηνικού οπλοστασίου τους.

Το πυρηνικό δόγμα της εποχής βασιζόταν στην θεωρία της αποτροπής. Συνίστατο αφ’ ενός στη διατήρηση της ανταποδοτικής ικανότητος (second strike capacity) και αφ’ ετέρου στη «μαζική ανταπόδοση» (massive retaliation). Προς τούτο, απαιτείτο όχι απλώς η κατοχή αλλά και η συνεχής αναβάθμιση του πυρηνικού οπλοστασίου, γεγονός που οδήγησε σε κούρσα εξοπλισμών με τη Σοβ. Ένωση.

Το 1957, διατυπώθηκε ένα νέο δόγμα εξωτερικής πολιτικής από τον Αϊζενχάουερ. Είχαν μεσολαβήσει η έναρξη της αποσαθρώσεως του αποικιακού συστήματος της Γαλλίας και της Μεγ. Βρεταννίας, η αδυναμία των οποίων είχε πιστοποιηθεί περίτρανα κατά την κρίση του Σουέζ, το 1956.22 Επίσης, η Μόσχα είχε στείλει στρατεύματα για να επαναφέρει στην «κομμουνιστική  ορθοδοξία» την Ουγγαρία, ενώ παρενέβαινε απροκάλυπτα στα εσωτερικά των κρατών της ανατ. Ευρώπης, όπως είχε πράξει στην Ανατ. Γερμανία (το 1953) και την Πολωνία (τον Ιούνιο του 1956).

Το νέο αμερικανικό δόγμα ήταν μία επιθετική και καθαρά στρατιωτική εκδοχή του Δόγματος Tρούμαν. Το Δόγμα Αϊζενχάουερ προέβλεπε τη δραστηριοποίηση στον αγώνα εναντίον του κομμουνισμού σε όλη την υφήλιο, η οποία «διαιρέθηκε» σε φίλιες και εχθρικές δυνάμεις. Η Αμερική θα ενίσχυε διπλωματικά και στρατιωτικά τους συμμάχους της, ενώ θα χρησιμοποιούσε όλα τα διαθέσιμα μέσα για να ανακόψει την αύξηση της κομμουνιστικής επιρροής. Στο πλαίσιο της πολιτικής περί ανασχέσεως του κομμουνισμού23 και της θεωρίας του ντόμινο, βάσει της οποίας εάν ένα κράτος γινόταν κομμουνιστικό θα ακολουθούσαν και άλλα στην ιδία περιοχή,24 οι Ηνωμένες Πολιτείες ανεμείχθησαν στον πόλεμο του Βιετνάμ, 25 διαπράττοντας το ίδιο λάθος για το οποίο κατηγορούσαν τους Γάλλους έως τότε.

Επίσης, η Ουάσινγκτον υπέγραψε μία σειρά συμφωνιών με τρίτα κράτη (π.χ. με την Εθνικιστική Κίνα, την Ιαπωνία, την Νότια Κορέα, τις Φιλιππίνες κ.α.) με σκοπό την περικύκλωση της Μόσχας, ενώ προχώρησε στην ίδρυση οργανισμών (όπως ο SEATO26) για την ανάσχεση της κομμουνιστικής επιρροής σε συγκεκριμένες περιοχές του πλανήτη. Το 1954 και το 1958, οι Ηνωμένες Πολιτείες στάθηκαν σθεναρά στο πλευρό της Εθνικιστικής Κίνας, ορισμένες νήσοι της οποίας ευρέθησαν στο στόχαστρο του Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.

Το Δόγμα Αϊζενχάουερ του 1957.

Σημειωτέον ότι το συγκεκριμένο δόγμα διατυπώθηκε για πρώτη φορά στην ομιλία του Προέδρου στο Κογκρέσο για την κατάσταση στην Μ. Ανατολή, τον Ιανουάριο του 1957. Στην ομιλία αυτή, ο Αϊζενχάουερ ξεκαθάρισε ότι θα βοηθούσε οιαδήποτε χώρα του το ζητούσε για να αποκρούσει μία επίθεση στον χώρο της Μ. Ανατολής.27 Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεσμεύονταν να προστατέψουν την εδαφική ακεραιότητα των κρατών της περιοχής, που θα εδέχοντο επίθεση από οιαδήποτε χώρα ελεγχόταν από τον διεθνή κομμουνισμό. Επομένως, ο επιτιθέμενος μπορούσε να μην είναι η Σοβ. Ένωση αλλά μία άλλη κομμουνιστική χώρα.

Σκοπός του Αμερικανού Προέδρου ήταν να σταθεροποιήσει τα ευάλωτα αραβικά καθεστώτα και να τα απομακρύνει από την επιρροή της Αιγύπτου, που τελούσε υπό την χαρισματική ηγεσία του Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ (Gamal Abdel Nasser).28 Σε αυτό, απέτυχε παταγωδώς, καθώς η δημοφιλία του Αιγύπτιου ηγέτη γνώρισε αλματώδη άνοδο και σύντομα έγινε ευρέως αποδεκτός ως ο ενσαρκωτής των ελπίδων και των πόθων πολλών Αράβων, ανεξαρτήτως του κράτους στο οποίο διαβιούσαν.

Το συγκεκριμένο δόγμα χρησιμοποιήθηκε ως δικαιολογία για την πραγματοποίηση της πρώτης στρατιωτικής επεμβάσεως των Ηνωμένων Πολιτειών στον χώρο της Μ. Ανατολής, στον Λίβανο τον Ιούλιο του 1958.29 Επρόκειτο για την επιχείρηση «Blue bat» (Μπλε ρόπαλο). Επιπλέον, η Αμερική «έσπασε» τη διπλωματική απομόνωση της Ισπανίας, υπογράφοντας μαζί της μία σειρά συμφωνιών, τον Σεπτέμβριο του 1953.30 Τέλος, αξιοσημείωτη ήταν η ένταση στις γαλλο-αμερικανικές σχέσεις εξ αιτίας της αρνήσεως του γαλλικού Κοινοβουλίου να επικυρώσει τη Συνθήκη των Παρισίων του 1952 για τη δημιουργία Κοινής Ευρωπαϊκής Αμύνης. Το γεγονός αυτό ώθησε τον Αϊζενχάουερ να εντάξει τη Δυτ. Γερμανία στο ΝΑΤΟ ως πλήρες μέλος, τον Μάϊο του 1955.31

Επί προεδρίας Αϊζενχάουερ, το ΝΑΤΟ κατέστη η κυρίαρχη στρατιωτική δύναμη στη δυτική Ευρώπη, ενώ ανέλαβε ενεργό ρόλο και στα τεκταινόμενα σε άλλες γωνιές του πλανήτη. Αλλά και οι επόμενοι δύο πρόεδροι που προήρχοντο από το Δημοκρατικό κόμμα – ο Τζων Φιτζέραλντ Κέννεντυ (John Fitzgerald «Jack» Kennedy) και ο Λύντον Τζόνσον (Lyndon B. Johnson) έδωσαν προτεραιότητα στον ρόλο του ΝΑΤΟ. Ο πρώτος επικεντρώθηκε στην προσπάθεια ανασχέσεως του κομμουνισμού στην κεντρική και τη Λατινική Αμερική (εξαιτίας της επαναστάσεως του Φιντέλ Κάστρο – Fidel Castro στην Κούβα, το 1959), αλλά και στον περιορισμό της επεκτάσεως της επιρροής του στη δυτική Ευρώπη.

Tην 20η Ιανουαρίου 1961, κατά την ημέρα της ορκωμοσίας του, ο Κέννεντυ, είπε μεταξύ άλλων, τα εξής: «Ενημερώστε κάθε έθνος… ότι θα πληρώσουμε οποιοδήποτε τίμημα, θα φέρουμε οποιοδήποτε βάρος, θα αντιμετωπίσουμε οποιαδήποτε δυσκολία, θα υποστηρίξουμε οποιονδήποτε φίλο, θα αντιταχθούμε σε οποιονδήποτε εχθρό, προκειμένου να διασφαλίσουμε την επιβίωση και την επιτυχία της ελευθερίας». Επίσης, ζήτησε απ’ όλους να συστρατευθούν στον αγώνα κατά των εχθρών της ανθρωπότητος, δηλ. της τυραννίας, της φτώχειας, των ασθενειών και του πολέμου.

Το δόγμα που φέρει το όνομά του ήταν ουσιαστικά μία προέκταση των απόψεων για την εξωτερική πολιτική των προηγούμενων προέδρων, Αϊζενχάουερ και Tρούμαν, καθώς βασίστηκε στους ίδιους στόχους. Ο Κέννεντυ, όμως, δεν είχε αντίρρηση, όπως το τελικό αποτέλεσμα επιτευχθεί, ανεξαρτήτως κόστους. Οι επικλήσεις για την χρήση στρατιωτικής ισχύος και την ομοφωνία στον αγώνα κατά του κομμουνισμού ισορροπήθηκαν με ελπίδες για τον αφοπλισμό και παγκόσμια συνεργασία. Επιπλέον, άλλαξαν οι βασικές γεωγραφικές προτεραιότητες της Ουάσινγκτον, που ήθελε να κυριαρχήσει πρωτίστως στο δυτικό ημισφαίριο, επιστρέφοντας στο Δόγμα Μονρόε. Προς τούτο, ο Κέννεντυ ζήτησε να συναφθεί μία «Συμμαχία για την Πρόοδο» μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των κρατών της περιοχής, σε ομιλία του την 13η Αυγούστου 1961.

Η εξωτερική πολιτική του Κέννεντυ έμεινε στην ιστορία για την σθεναρή στάση, που τήρησε στην κρίση των πυραύλων στην Κούβα (τον Οκτώβριο του 1962)32 και την ομιλία του στο δυτ. Βερολίνο, την 26η Ιουνίου 1963. Σε αυτήν, επανέλαβε την αμερικανική δέσμευση έναντι της Γερμανίας και επέκρινε τον κομμουνισμό, κερδίζοντας το χειροκρότημα περίπου 1.000.000 Βερολινέζων.33 Ανέφερε την κατασκευή του Τείχους του Βερολίνου ως παράδειγμα των αποτυχιών του κομμουνισμού: «Η ελευθερία έχει πολλές δυσκολίες και η δημοκρατία δεν είναι τέλεια. Αλλά ποτέ δεν χρειάστηκε να υψώσουμε ένα τείχος για να κρατήσουμε τους ανθρώπους μας, για να τους αποτρέψουμε να φύγουν από εμάς», δήλωσε χαρακτηριστικά. Η ομιλία είναι γνωστή για την καταληκτική φράση «Ich bin ein Berliner» (Είμαι και εγώ ένας Βερολινέζος). Αργότερα, ο Αμερικανός Πρόεδρος δήλωσε ενθουσιασμένος: «Δεν θα έχουμε ποτέ άλλη μέρα σαν αυτή, όσο ζούμε».34 Ο Κέννεντυ δολοφονήθηκε στο Ντάλλας του Τέξας, την 22α Νοεμβρίου 1963 και τον διαδέχθηκε ο έως τότε Αντιπρόεδρος Τζόνσον.

Ο αποκλεισμός (επισήμως “καραντίνα”) της Κούβας κατά τη διάρκεια της κρίσης των πυραύλων.

Το δόγμα του Προέδρου Τζόνσον αποτελούσε παραλλαγή του Δόγματος Mονρόε. Το 1965, οι Ηνωμένες Πολιτείες επενέβησαν στρατιωτικά στη Δομινικανή Δημοκρατία για την προάσπιση των συμφερόντων τους, που απειλούντο από την ισχυροποίηση των τοπικών σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κομμάτων. Τότε, ο Τζόνσον δήλωσε ότι οι τοπικές επαναστάσεις στο δυτικό ημισφαίριο δεν είχαν αποκλειστικώς και μόνον τοπικό χαρακτήρα αλλά παγκόσμιο, καθώς ο στόχος τους ήταν η επιβολή της κομμουνιστικής δικτατορίας. Επομένως, η Αμερική είχε κάθε δικαίωμα να επεμβαίνει, καθώς οι χώρες των δύο αμερικανικών ηπείρων δεν θα επέτρεπαν την εγκαθίδρυση κομμουνιστικών καθεστώτων στο έδαφός τους.

Βεβαίως, η προεδρία του στιγματίστηκε από την ενεργό ανάμειξη των Ηνωμένων Πολιτειών στον πόλεμο του Βιετνάμ.35 Την ημέρα που ανέλαβε τα καθήκοντα του προέδρου, υπήρχαν 16.000 στρατιωτικοί στο Βιετνάμ προς υποστήριξη των αντικομμουνιστικών δυνάμεων. Αμέσως, ακύρωσε την απόφαση του προκατόχου του για απόσυρση 1.000 ανδρών μέχρι το τέλος του έτους εκείνου και σταδιακά έστειλε εκατοντάδες χιλιάδες Αμερικανούς για να πολεμήσουν (και να σκοτωθούν) στην περιοχή.36 Γενικά, η διοίκηση Τζόνσον χαρακτηρίστηκε από μία τάση στρατιωτικής επιλύσεως των προβλημάτων εξωτερικής πολιτικής, χωρίς τη θεώρηση εναλλακτικών πολιτικών επιλογών.

H κλιμάκωση της αμερικανικής εμπλοκής στον πόλεμο του Βιετνάμ επί προεδρίας Τζόνσον.

Σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση κινήθηκε το Δόγμα Νίξον, το οποίο διατυπώθηκε την 25η Ιουλίου του 1969 (απεκλήθη Δόγμα του Γκουάμ) και άρχισε να υλοποιείται το 1971. Είχε δύο σκέλη: το πρώτο αφορούσε στην στρατιωτική απεμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών από τα τοπικά προβλήματα των συμμάχων χωρών, τα οποία θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται από τις δικές τους στρατιωτικές δυνάμεις. Η Ουάσινγκτον θα τους εξασφάλιζε αντιπυρηνική προστασία αλλά θα βοηθούσε μόνον χώρες, η ασφάλεια των οποίων αφορά ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα, όπως το Ισραήλ. Εφαρμόστηκε κατ’ εξοχήν στο Βιετνάμ, αλλά και στην Καμπότζη, την Νότια Κορέα κ.α. Υπενθυμίζεται ότι οι Αμερικανοί θρηνούσαν 300 νεκρούς κάθε βδομάδα στο Βιετνάμ, όταν ο Νίξον ανέλαβε τα καθήκοντα του Προέδρου. Προφανώς, το προαναφερθέν δόγμα διαφοροποιούσε την Υψηλή Στρατηγική της Ουάσινγκτον. Αυτή βασιζόταν στην έλλειψη οιασδήποτε συμβατικής δεσμεύσεως παροχής βοηθείας προς τα κράτη αυτά και απέβλεπε μακροπρόθεσμα στη μείωση της εντάσεως με τον ανατολικό συνασπισμό.

Το δεύτερο σκέλος (που ήταν εν μέρει απόρροια του πρώτου) αφορούσε στην «Ύφεση» (Detente)37 των σχέσεων με τη Σοβιετική Ένωση,38 που οδήγησε στην υπογραφή της πρώτης Strategic Arms Limitation Αgreement (περισσότερο γνωστή ως SALT I).39 Μάλιστα, ο Νίξον είχε την τόλμη να δηλώσει πως «εάν η συνεργασία με κομμουνιστικές χώρες προωθεί την παγκόσμια σταθερότητα, είναι αποδεκτή». Απτό αποτέλεσμα της εφαρμογής του δόγματος αυτού υπήρξε η στρατιωτική απεμπλοκή από τον «βούρκο» του Βιετνάμ και τα τολμηρά ανοίγματα προς την Κίνα. Σημειωτέον ότι ο Νίξον θεωρείται (και είναι) ο εμπνευστής της λεγομένης «τριγωνικής διπλωματίας» (Ουάσινγκτον-Μόσχα-Πεκίνο).40

Αρχικώς, άνοιξε διαύλους με την κινεζική ηγεσία μέσω Ρουμανίας και Πακιστάν, ενώ έστειλε στο Πεκίνο τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας και μετέπειτα υπουργό Εξωτερικών Κίσινγκερ.41 Ακολούθησε η ανταλλαγή επισκέψεων αθλητών και στο τέλος πήγε ο ίδιος ο Αμερικανός Πρόεδρος στην κινεζική πρωτεύουσα (την 21η Φεβρουαρίου 1972). Υιοθέτησε το ρητό «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου», θέλοντας να βαθύνει το ρήγμα στο κομμουνιστικό μπλοκ.42 Η Ουάσινγκτον άρχισε να απομακρύνεται από την Εθνικιστική Κίνα (Φορμόζα), δίχως να την εγκαταλείπει φανερά. Η πολιτική του συνεχίστηκε και από τον διάδοχό του Τζέραλντ Φορντ (Gerald Rudolph Ford).

Ο τελευταίος μετέβη αυτοπροσώπως στην Κίνα για να ενισχύσει την σχέση που θεμελίωσε ο προκάτοχός του, ενώ συμμετείχε στην υπογραφή της Τελικής Πράξεως του Ελσίνκι, στο πλαίσιο της Διασκέψεως για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΔΑΣΕ), τον Αύγουστο του 1975. Σημειωτέον ότι χρειάστηκαν δύο χρόνια προετοιμασίας, περισσότερες από 3.000 διαβουλεύσεις και η υπογραφή 40 τόννων επίσημων εγγράφων, προτού καταστεί δυνατή η συνάθροιση των εκπροσώπων των 15 χωρών – μελών του ΝΑΤΟ, των επτά χωρών – μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας και των 13 ουδέτερων κρατών.

John Adams, Nixon in China, Banquet Scene, Metropolitan Opera New York, 31.01.2011

Πάντως, η υπογραφή της Τελικής Πράξεως αντιμετωπίστηκε τότε από τα δυτικά ΜΜΕ ως μία υποχώρηση της Δύσεως απέναντι στις απαιτήσεις της Σοβιετικής Ενώσεως για έλεγχο των εξοπλισμών και ως παγίωση του status quo στην Ευρώπη, χωρίς να υπάρχουν αντίστοιχα εγγυήσεις για τη βελτίωση της καταστάσεως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα κράτη του ανατολικού συνασπισμού.

Επόμενος Πρόεδρος ήταν ο Τζίμυ Κάρτερ (James Earl «Jimmy» Carter Jr). Είχε επιτύχει οριακή νίκη στις εκλογές και είχε αναλάβει καθήκοντα την επαύριο της αποχωρήσεως των αμερικανικών στρατευμάτων από το Βιετνάμ. Στην εναρκτήρια ομιλία του, δήλωσε ότι «το έθνος μας έχει τα αναγνωρισμένα του όρια (ισχύος) και δεν μπορούμε ούτε να ανταποκρινόμαστε σε όλες τις προκλήσεις, ούτε να λύσουμε όλα τα προβλήματα». Επρόκειτο για ένα σημείο καμπής, αναφορικά με τα απεριόριστα όρια του Δόγματος Tρούμαν. Μολαταύτα, δεν ήθελε να αφήσει ελεύθερο το πεδίο για αμφισβήτηση της αμερικανικής ισχύος. Ως εκ τούτου, έστειλε στη Μόσχα μία «τελεσιγραφική» προειδοποίηση σχετικά με τα ζωτικά ενδιαφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών στην Μ. Ανατολή, μετά την εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν (τον Δεκέμβριο του 1979) και την απειλητική – όπως χαρακτηρίστηκε – προσέγγισή τους στην περιοχή του Περσικού κόλπου.

Η υπογραφή της Συμφωνίας του Καμπ Ντέηβιντ μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ, 17 Σεπτεμβρίου 1978.

Πιο συγκεκριμένα, την 23η Ιανουαρίου 1980 δήλωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα χρησιμοποιούσαν στρατιωτική δύναμη εάν ήταν απαραίτητο για να υπερασπιστούν τα εθνικά τους συμφέροντα στην περιοχή του Περσικού Κόλπου. Το δόγμα του είχε ως στόχο να αποτρέψει τη Μόσχα από το να κατακτήσει μία ηγεμονική θέση στη συγκεκριμένη περιοχή43 Επικέντρωσε την προσοχή του στον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο και είχε συχνές επαφές με ηγέτες του. Στα θετικά του Κάρτερ πιστώνεται αναμφίβολα η Συμφωνία του Καμπ Ντέηβιντ μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ, τον Σεπτέμβριο του 1978.44 Πάντως, η θητεία του σημαδεύτηκε από την κατάληψη της αμερικανικής πρεσβείας στην Τεχεράνη από Ιρανούς και την αιχμαλωσία του προσωπικού της, μετά την τοπική εξέγερση κατά του Σάχη.45 Οι εσφαλμένοι χειρισμοί του και οι διαψεύσεις των προσδοκιών που είχε καλλιεργήσει (και στους Ελληνοαμερικανούς)46 επέφεραν την ήττα του από τον Ρέηγκαν, στις εκλογές του 1980.

Ο τελευταίος ήταν αποφασισμένος να ανυψώσει το τρωθέν αμερικανικό γόητρο και να σταματήσει την ανάπτυξη του κομμουνισμού στον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο. Ακολούθησε μία πραγματικά πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, υπογράφοντας μία σειρά συμφωνιών με τη Σοβ. Ένωση. Από την άλλη πλευρά, εφήρμοσε μία επιθετική πολιτική έναντι της Μόσχας ασκώντας της τη μέγιστη δυνατή πίεση (Δόγμα Ρέηγκαν),47 παρέχοντας στρατιωτική υποστήριξη στις αντι-κομμουνιστικές ανταρτικές ομάδες (Νικαράγουα, Αγκόλα, Μοζαμβίκη, Καμπότζη, Αφγανιστάν) και υποχρεώνοντας τους Σοβιετικούς σε μία αμυντική πολιτική στις χώρες του Τρίτου Κόσμου.48 Ήταν σφόδρα αντίθετος με την πολιτική της «Υφέσεως», την οποία επέκρινε προσωπικά από την εποχή που ήταν κυβερνήτης της Καλιφόρνιας. Την τερμάτισε και αφοσιώθηκε σε μία σταυροφορία για την οριστική κατανίκηση της Σοβ. Ενώσεως.49 Ήταν δε ο πρώτος Αμερικανός πρόεδρος μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που έλαβε επιθετική θέση τόσο ιδεολογικά όσο και γεωστρατηγικά.50 Ταυτόχρονα, όμως, είχε το θάρρος να στείλει προσωπικές επιστολές σε δύο σοβιετικούς ηγέτες – Λεονίντ Μπρέζνιεφ (Leonid Ilyich Brezhnev) και Γιούρι Αντρόπωφ (Yuri Vladimirovich Andropov)-, με τις οποίες τους διαβεβαίωνε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν επιθετικές προθέσεις.51 Τέλος, δεν εδίστασε να αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα από τον Λίβανο, μετά από τρομοκρατική επίθεση εναντίον πεζοναυτών στη Βηρυττό (τον Οκτώβριο του 1983).52

«Berlin Wall» Speech – President Reagan’s Address at the Brandenburg Gate – 6/12/87

Οι εχθροί του τού κατελόγισαν το Ιράν-γκέητ,53 αλλά η δημοφιλία του παρέμεινε στα ύψη. Άλλωστε, είναι ο μοναδικός υποψήφιος στην ιστορία των αμερικανικών εκλογών που κατόρθωσε να κερδίσει 49/50 πολιτείες (το 1984). Το σχέδιό του για τον πόλεμο των άστρων οδήγησε την παρηκμασμένη Σοβ. Ένωση σε μία κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών, στην οποία αδυνατούσε να ανταπεξέλθει. Επίσης, δημιούργησε ένα πλέγμα συμμαχιών προκειμένου να ανασχέσει την επέκταση της σοβιετικής επιρροής στο εξωτερικό, ενώ ήρθε σε συνεννόηση με ισχυρά πετρελαιοπαραγωγά κράτη (όπως τη Σαουδική Αραβία) προκείμενου να μείνει χαμηλά η τιμή του «μαύρου χρυσού». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, στέρησε από τη Μόσχα κρίσιμους για την οικονομία της πόρους. Τέλος, υπονόμευσε την εσωτερική νομιμοποίηση του σοβιετικού καθεστώτος, καθώς και των αντίστοιχων καθεστώτων των φιλικών προς αυτό κρατών της ανατ. Ευρώπης μέσω της ενίσχυσης των πάσης φύσεως αντιπολιτευτικών φωνών. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την πλήρη αποσύνθεση της Σοβ. Ενώσεως λίγο μετά το τέλος της θητείας του Ρέηγκαν. Αν και είχε μονίμως απέναντί του τα ΜΜΕ, έμεινε στην ιστορία ως ο Αμερικανός Πρόεδρος που κατέδειξε το σαθρό υπόβαθρο του ανατολικού συνασπισμού.54

Ο Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος είναι Νομικός-Διεθνολόγος Δρ. Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Αγγελική Καρδαρά: Η εγκληματολογική και κοινωνιολογική προσέγγιση της «Φόνισσας» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ως «ιδεοληπτικής ανθρωποκτόνου»

Αγγελική Καρδαρά

         Η εγκληματολογική και κοινωνιολογική προσέγγιση της «Φόνισσας» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ως «ιδεοληπτικής ανθρωποκτόνου»

 

Στο παρόν άρθρο εξετάζονται οι ιδεοληψίες ως κίνητρο εγκληματικής δράσης και επιχειρείται η σκιαγράφηση του εγκληματικού προφίλ της Φόνισσας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ως «ιδεοληπτικής ανθρωποκτόνου», καθώς και των κοινωνικών προεκτάσεων των φόνων που διαπράττει. Η Φόνισσα αποτελεί κορυφαίο μυθιστόρημα, όχι μόνον για την ελληνική, αλλά και για την παγκόσμια λογοτεχνία. Είναι, επίσης, αξιοσημείωτο ότι ο Παπαδιαμάντης στο συγκεκριμένο έργο του διεισδύει στα μύχια της γυναικείας ψυχής και μάλιστα της γυναίκας που φτάνει στα άκρα και διαπράττει το πιο φρικτό έγκλημα, που, μέχρι σήμερα, πέρα από την ποινική απαξία της εγκληματικής πράξης, προκαλεί ισχυρές κοινωνικές αντιδράσεις: την ανθρωποκτονία μικρών παιδιών.

Η πρωταγωνίστρια μπορεί να χαρακτηριστεί «ιδεοληπτική εγκληματίας», γιατί σκοτώνει για ιδεοληπτικούς λόγους. Διέπεται από θρησκευτικές εμμονές, φτάνοντας στο πιο ακραίο σημείο να πιστέψει ότι λειτουργεί ως το χέρι του Θεού. Θέλει να απαλλάξει τα κορίτσια από βάσανα που κατατρέχουν το γυναικείο φύλο, από την ύπαρξή του, καθιστώντας τη ζωή της γυναίκας, ειδικά στην κλειστή τοπική κοινότητα της παραδοσιακής κοινωνίας, δύσκολη, σκληρή έως και ανυπόφορη. Υπό αυτή την έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η δολοφονία των ανήλικων κοριτσιών λειτουργεί σε ένα συμβολικό επίπεδο για την Φόνισσα, ασκώντας ισχυρές επιδράσεις στη δική της ψυχοσύνθεση, καθώς την «λυτρώνουν» από τα δεινά που τελικά και η ίδια βίωσε πολύ έντονα λόγω φύλου -ως γυναίκα, ως κόρη και αργότερα ως σύζυγος και μητέρα- σε μια συντηρητική και κλειστή κοινωνία, η οποία θεμελιώθηκε πάνω στα κοινωνικά στερεότυπα.

Η Φόνισσα συνεπώς απαντά ακραία και βίαια σε μια μεγάλη κοινωνική αδικία και διαπράττει, κατ’ επανάληψη, το πιο ειδεχθές έγκλημα. Ένα έγκλημα όμως που, σε συμβολικό επίπεδο, διαπράττεται τελικά σε βάρος του ίδιου της του εαυτού και στη συνέχεια σε βάρος ολόκληρου  του γυναικείου φύλου, το οποίο η ηρωίδα του μυθιστορήματος θέλει να «αφανίσει» για να του δώσει ίσως την «ευκαιρία» να αναγεννηθεί από τις στάχτες του. Με άλλα λόγια, η Φόνισσα μέσα από το μεγάλο κακό που διαπράττει, αποσκοπεί στη «λύτρωση» του γυναικείου φύλου από τα δεινά του. Είναι σαφές ότι η ζωή της γυναίκας στην κλειστή τοπική κοινωνία διαφοροποιείται από την αντίστοιχη των ανδρών. Στο μυαλό της Φόνισσας είναι αφόρητη. Γι’ αυτό, μέσω του πνιγμού των ανήλικων κοριτσιών και τελικά του δικού της, φαίνεται ότι αναζητεί απεγνωσμένα μια ελεύθερη ζωή, απαλλαγμένη από τα δυσβάσταχτα κοινωνικά «πρέπει» και τα στερεότυπα, με τα οποία γαλουχήθηκαν γενιές και γενιές, αρκετά εκ των οποίων με θλίψη διαπιστώνεται ότι δεν έχουν μέχρι σήμερα καταπολεμηθεί και ως εκ τούτου συνεχίζονται οι αγώνες και οι διεκδικήσεις  για την επίτευξη της ισότητας -στην πράξη- των φύλων. Εν τούτοις, η ζωή που ονειρεύεται η Φόνισσα για το γυναικείο φύλο δεν μπορεί να πραγματωθεί στο πλαίσιο της κλειστής κοινωνίας στο οποίο ζει, παρά μόνο -στο δικό της μυαλό- μέσω του «αφανισμού» του.

Θα ξεκινήσουμε την ανάλυσή μας με ορισμένες σκέψεις για την πολυσήμαντη έννοια του «εγκλήματος» και του επιστημονικού κλάδου της Εγκληματολογίας και ακολούθως θα εξετάσουμε επισταμένως τα εγκλήματα της Φόνισσας, επιχειρώντας τη σκιαγράφηση πτυχών του ψυχο-εγκληματικού προφίλ της. Ένα πρώτο αξιοσημείωτο στοιχείο για τις υπό διερεύνηση έννοιες συνίσταται στο ότι, παρόλο που η έννοια του εγκλήματος είναι πανάρχαια, η επιστήμη της Εγκληματολογίας είναι κατά πολύ νεότερη. Συμβατικά τοποθετείται στο έτος 1876, τη χρονιά δηλαδή που ο Cesare Lombroso, δημοσίευσε το έργο του Ο εγκληματίας άνθρωπος.1

Ο πρώτος Καθηγητής της Εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνος Γαρδίκας (1864-1984), όρισε την Εγκληματολογία ως την επιστήμη που σπουδάζει το έγκλημα ως πραγματικό, δηλαδή ως φυσικό και ψυχικό γεγονός, καθώς και τα μέσα καταπολέμησής του. Σύμφωνα με τον Léauté, η Εγκληματολογία είναι η επιστημονική μελέτη του συνόλου του εγκληματικού φαινομένου. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν συγγραφείς, οι οποίοι έχουν χρησιμοποιήσει περιγραφικούς ορισμούς, όπως ο Αμερικανός Sutherland (1833-1950) και ο Γερμανός Kaiser. Ειδικότερα,  ο Sutherland όρισε την Εγκληματολογία ως το σώμα των γνώσεων, οι οποίες αναφέρονται στην παράβαση και στο έγκλημα ως κοινωνικά φαινόμενα. Ο Kaiser διατύπωσε την άποψη ότι η Εγκληματολογία αποτελεί ένα ταξινομημένο σύνολο εμπειρικών γνώσεων,  οι οποίες αναφέρονται στο έγκλημα, στον παραβάτη, στις αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις και στον έλεγχο συναφούς συμπεριφοράς.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Στο σημείο αυτό πρέπει, ασφαλώς, να υπογραμμισθεί ότι σε όλες τις κοινωνίες και τις εποχές έχουν διατυπωθεί διάφοροι ορισμοί για την Εγκληματολογία. Αυτή η ποικιλία, αλλά και η ανομοιογένεια των προτεινόμενων ορισμών, δύναται να ερμηνευθούν με δύο τρόπους. Βάσει της πρώτης ερμηνείας, η Εγκληματολογία αποτελεί τη συνισταμένη τμημάτων αρκετών κλάδων, όπως είναι η Ψυχολογία, η Κοινωνιολογία, η Ανθρωπολογία, η Ψυχιατρική, το Ποινικό Δίκαιο κ.λπ. Βάσει της δεύτερης, δεν υπάρχει μία Εγκληματολογία αλλά πολλές, η καθεμία εκ των οποίων ασχολείται με ένα συγκεκριμένο αντικείμενο. Η Εγκληματολογία δεν υποκαθιστά τις ποινικές-νομικές επιστήμες, αλλά αποτελεί έναν διεπιστημονικό, διακριτό και αυτόνομο κλάδο.2 Ωστόσο, παρά την πληθώρα των ορισμών και των ερμηνειών που κατά καιρούς έχουν δει το φως της δημοσιότητας, η Εγκληματολογία διέπεται από κάποια πρωταρχικά χαρακτηριστικά, τα οποία μπορούν να συνεχιστούν στο εξής σημείο: κύρια ενασχόλησή της είναι ο άνθρωπος και γενικότερα το σύνολο της ανθρώπινης κοινωνίας. Ένα από τα κύρια αντικείμενα που εξετάζει η Εγκληματολογία, όπως άλλωστε αποκαλύπτεται και από την ετυμολογία της λέξεως (λόγος περί εγκλήματος), είναι το έγκλημα.

Η έννοια του «εγκλήματος» περιλαμβάνει τόσο το νομικό όσο και το πραγματικό έγκλημα. Ειδικότερα, το έγκλημα, ως αυτοτελές αντικείμενο έρευνας και μελέτης, απασχολεί πρωτίστως το (ουσιαστικό) Ποινικό Δίκαιο και τη (θεωρητική) Εγκληματολογία. Για το Ποινικό Δίκαιο, το έγκλημα είναι  μια νομική κατασκευή. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι ό,τι ορίζει ο ποινικός νομοθέτης σε μια αφηρημένη διάταξη του (ποινικού) νόμου, απειλώντας ποινή για την περίπτωση παραβίασης των ορισμών του. Στο σημερινό στάδιο εξέλιξης του Ποινικού Δικαίου τα (νομικά) εγκλήματα καθορίζονται στον νόμο περιπτωσιολογικά, δηλαδή για κάθε έγκλημα προβλέπεται ιδιαίτερη διάταξη νόμου. Επομένως, διαπιστώνεται ότι η έννοια του (νομικού) εγκλήματος είναι έννοια τυπική, με μοναδικό της κριτήριο την υπαγόρευση του ποινικού νόμου, ανεξαρτήτως της ουσίας αυτής. Από την δική της πλευρά, η Εγκληματολογία απεικονίζει το «έγκλημα» με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο. Πιο συγκεκριμένα, για την Εγκληματολογία που είναι άλλωστε μια θετική επιστήμη, το έγκλημα δεν αποτελεί μια αφηρημένη έννοια κάποιας διάταξης ενός νόμου, αλλά είναι ένα πραγματικό πρόβλημα της καθημερινής ζωής, ένα κοινωνικό γεγονός με απτές διαστάσεις. Αυτή η επιστημονική θεώρηση του προβλήματος οδήγησε στη σύλληψη της εικόνας του εγκλήματος ως κοινωνικού φαινομένου με πραγματικό περιεχόμενο. Αυτό σημαίνει ότι το πραγματικό έγκλημα αποτέλεσε το επίκεντρο του ενδιαφέροντος της Εγκληματολογίας. Στη συνέχεια, η συνειδητοποίηση της ανάγκης για τη μελέτη του προβλήματος του εγκλήματος, ως κοινωνικού φαινομένου με πραγματικό περιεχόμενο, έθεσε το θεμέλιο για την οικοδόμηση του επιστημονικού κλάδου της Εγκληματολογίας. Μάλιστα με τη συζήτηση του εν λόγω θέματος ξεκινάει το βιβλίο του Raffaele Garofalo Εγκληματολογία (Criminologia, Τορίνο 1885), που έδωσε και το όνομα στον τότε νεότευκτο επιστημονικό κλάδο.3

Συνοψίζοντας, υφίστανται ορισμένα τυποποιημένα γνωρίσματα, δηλαδή στοιχεία που απαντώνται στερεοτύπως σε κάθε εγκληματική συμπεριφορά, ανεξαρτήτως της ιδιαίτερης φύσης της. Σε μια προσπάθεια να συνοψισθούν όλα αυτά τα στοιχεία καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι κάθε έγκλημα στην ουσία του:

  • Αποτελεί φαινόμενο της ζωής.
  • Είναι ανθρώπινη εκδήλωση και ειδικότερα πράξη.
  • Ενέχει αντικοινωνικότητα. Η αντικοινωνικότητα του εγκλήματος έγκειται στο ότι συνιστά, ή εμπεριέχει το στοιχείο της προσβολής της σχέσεως κοινωνίας, η οποία συνδέει το υποκείμενο του εγκλήματος με άλλους φορείς εξουσίας, όπως είναι τα άτομα, τα σύνολα ατόμων, τα κοινόβια ή τα σύνολα κοινοβίων με την καθολική υπερατομική διυποκειμενική ένωση, δηλαδή την ανθρωπότητα στο σύνολό της.
  • Ενέχει αντεκπολιτιστικό χαρακτήρα, ο οποίος εκδηλώνεται είτε με τη μορφή απλής αναστολής του εκπολιτισμού, είτε με τη μορφή εκπολιτιστικής οπισθοδρόμησης.
  • Προκαλεί πολύπλευρη ζημία στο σύνολο της ανθρώπινης κοινωνίας.
  • Συνιστά μια οριακή κατάσταση. Με αυτήν τη διαπίστωση αγγίζουμε τον χώρο του μεταφυσικού. Το γεγονός αυτό ερμηνεύεται από το ότι ο άνθρωπος, ως προσωπικότητα, ανήκει και στον χώρο αυτό.4

Αναμφίβολα, το πρόβλημα της αιτιολόγησης του εγκλήματος -των γενεσιουργών, δηλαδή, αιτίων του- αποτελεί κυρίαρχο θέμα της εγκληματολογικής θεωρίας. Η σημασία αυτού του ζητήματος εντοπίζεται στο γεγονός ότι από τη λύση του εξαρτώνται τα μέτρα που λαμβάνονται για την καταπολέμηση του εγκλήματος, ο τρόπος της ποινικής και σωφρονιστικής μεταχείρισης των εγκληματιών και μια σειρά άλλων καίριων θεμάτων. Πολλοί συγγραφείς αναφερόμενοι στην εγκληματική δράση κάνουν λόγο για αίτια (causes), ενώ άλλοι αναφέρονται σε παράγοντες (factors). Οι δύο όροι διαφοροποιούνται μεταξύ τους, καθώς όταν μιλάμε για «αίτια του εγκλήματος», εννοούμε τους χρονικά προηγούμενους όρους ή συνθήκες, των οποίων η ύπαρξη θεωρείται ότι παράγει το έγκλημα. Από την άλλη πλευρά, οι «παράγοντες» αποτελούν τους όρους εκείνους που με τη δράση τους διευκολύνουν σε μεγάλο βαθμό την εμφάνιση του εγκλήματος. Η ουσιώδης διαφορά μεταξύ αιτιών και παραγόντων είναι ότι οι παράγοντες δεν προκαλούν, όπως οι αιτίες, το έγκλημα, αλλά δημιουργούν το κατάλληλο έδαφος για την εμφάνιση και εξάπλωσή του.

Η αιτιολογική προσέγγιση του εγκλήματος περιλαμβάνει δύο μεγάλες κατηγορίες θεωριών:

  1. Μονο-παραγοντικές θεωρίες, οι οποίες αποδίδουν το έγκλημα αποκλειστικά σε ενιαία ή ομοιογενή αίτια, δηλαδή είτε βιολογικά, είτε ψυχολογικά, είτε κοινωνικά.
  2. Πολύ-παραγοντικές θεωρίες, οι οποίες θεμελιώνονται στην άποψη ότι σε κάθε περίπτωση διάπραξης εγκλήματος συντρέχουν από κοινού, με διαφορετικό βέβαια βαθμό επίδρασης, στοιχεία τόσο από τον ανθρώπινο σωματικό-ψυχολογικό οργανισμό, όσο και από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον.

Οι θεωρίες που ανήκουν στην αιτιολογική προσέγγιση είναι, κατά τη χρονολογική σειρά εμφάνισής τους, οι ακόλουθες:

  • Οργανικές
  • Ψυχολογικές
  • Κοινωνιολογικές

Αυτό, ωστόσο, που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι, παρά τον επιστημονικά τεκμηριωμένο χαρακτήρα όλων αυτών των θεωριών περί εγκλήματος, το πρόβλημα της αιτιολογίας, δηλαδή της εγκληματογένεσης, όπως αποκαλείται από ορισμένους συγγραφείς, παραμένει μέχρι σήμερα αντικείμενο επισταμένης μελέτης. Η αναζήτηση των αιτιών του εγκλήματος δεν μπορεί να εστιάσει μόνο στα κίνητρα της ανθρώπινης ψυχής. Γι’ αυτόν το λόγο διατυπώθηκαν από την άλλη πλευρά και νέες θεωρίες, οι οποίες προσπάθησαν να εξηγήσουν το έγκλημα με τέτοιο τρόπο που δεν στηρίζεται, ή δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκη, την ύπαρξη γενεσιουργών αιτιών ή παραγόντων. Οι θεωρίες της αλληλεπίδρασης ή του στιγματισμού και οι θεωρίες των συστημάτων εντάσσονται στις παραπάνω κατηγορίες θεωριών.5

Μια εξίσου σημαντική έννοια που μας απασχολεί είναι η έννοια της «εγκληματικότητας». Η εγκληματικότητα αποτελεί ένα πολύπλοκο κοινωνικό φαινόμενο που συντίθεται από το σύνολο των εγκλημάτων, τα οποία διαπράττονται σε συγκεκριμένη τοπικά και χρονικά κοινωνική ομάδα. Αυτό, όμως, που πρέπει να τονισθεί, είναι ότι σε καμία χώρα και σε καμία εποχή δεν έχει δημιουργηθεί ένα επαρκές σύστημα καταγραφής όλων των διαπραττομένων εγκληματικών ενεργειών. Κατά συνέπεια, η εγκληματικότητα διακρίνεται σε δύο μεγάλα τμήματα: στην εμφανή και στην αφανή, ή αλλιώς λανθάνουσα εγκληματικότητα, δηλαδή στο τμήμα που δεν μπορούμε να μετρήσουμε. 6 Προκειμένου να καταστεί απολύτως σαφής η συσχέτιση μεταξύ Eγκληματολογίας και εγκληματία, αξίζει να υπογραμμισθεί ότι η Eγκληματολογία εντάχθηκε στους επιστημονικούς κλάδους από τότε που η μελέτη του εγκληματία έγινε αντικείμενό της και προσέδωσε τον χαρακτήρα αυτόνομης θετικής επιστήμης. Η διερεύνηση της εικόνας του εγκληματία άσκησε τόσο έντονες επιδράσεις στην εγκληματολογική σκέψη και την εξελικτική της θεωρία, ώστε ανάλογα με τον τρόπο εξέτασής της διαμορφωνόταν κάθε φορά και ο αντίστοιχος εγκληματολογικός κλάδος ή κατεύθυνση, όπως είναι η εγκληματολογική βιολογία, η εγκληματολογική ψυχολογία, η εγκληματολογική ψυχοπαθολογία κ.λπ. Όσον αφορά, τέλος, στη σχέση εγκλήματος και εγκληματικού φαινομένου με τα ΜΜΕ, αυτή είναι πέραν πάσης αμφιβολίας στενή. Το έγκλημα άλλωστε είναι μία είδηση omnibus, αφορά δηλαδή τους πάντες.7

Μετά την ανάλυση των όρων και εννοιών που σχετίζονται με το έγκλημα και το εγκληματικό φαινόμενο, θα αναφερθούμε στην έννοια των «ιδεοληψιών», δεδομένου ότι, όπως εξαρχής τονίσθηκε, κρίνουμε πως αποτελούν κίνητρο της εγκληματικής δράσης της Φόνισσσας. Οι ιδεοληψίες, ή αλλιώς εμμονές, είναι σκέψεις ή νοητές εικόνες, οι οποίες προκαλούν έντονη ανησυχία σε ένα άτομο. Προκαλούν άγχος και δυσφορία στο άτομο σε τέτοιο βαθμό ώστε να αδυνατεί να διαχειριστεί αυτά τα συναισθήματα, τα οποία το καταβάλουν ψυχικά. Όλες αυτές οι δυσάρεστες σκέψεις έρχονται στο μυαλό χωρίς τη θέληση του ατόμου, με αποτέλεσμα να του προκαλούν αιφνιδιασμό και ταραχή. Οι ιδεοληψίες πολλές φορές συνοδεύονται από καταναγκασμούς, ή ακόμα και τελετουργικές πράξεις, προκειμένου να μειωθεί το άγχος. Είναι αξιοσημείωτο ότι όλοι μας ενδέχεται να έχουμε ζήσει την εμπειρία της ιδεοληψίας, ωστόσο, η βασική διαφορά βρίσκεται στη συχνότητα και την αξιολόγηση του περιεχομένου της σκέψης μας.

Ο ιδεοληπτικός εγκληματίας, συνεπώς, υποφέρει από επαναλαμβανόμενες σκέψεις που του προκαλούν έντονο άγχος και δυσφορία. Το κίνητρο της εγκληματικής του δράσης είναι η θεωρούμενη για τον ίδιο «μεγάλη ιδέα», η οποία τον βασανίζει, καθώς του έχει γίνει εμμονή. Αυτή η έμμονη ιδέα μπορεί για παράδειγμα να αφορά την επιθυμία του να «σώσει» τον κόσμο από τον «εχθρό» που, κατά τη δική του διαστρεβλωμένη κρίση, μπορεί να είναι οι μετανάστες ή οι εκδιδόμενες γυναίκες ή οι ομοφυλόφιλοι ή οποιανδήποτε άλλη ομάδα πληθυσμού θεωρεί εχθρική απέναντί του και, τελικά, απέναντι σε ολόκληρη την κοινωνία. Αυτή η ιδέα κυριαρχεί στο μυαλό του και δεν τον αφήνει να ησυχάσει μέχρι να κάνει τη σκέψη του πράξη. Έτσι, λοιπόν, ωθείται στο έγκλημα, μέσα από το οποίο λαμβάνει τελικά ικανοποίηση, δεδομένου ότι μέσα από το έγκλημα ή τα εγκλήματα που διαπράττει, «λυτρώνεται» και ο ίδιος από τις έμμονες ιδέες του και φτάνει στο σημείο να πιστέψει ότι είναι «σωτήρας της κοινωνίας», καθώς θεωρεί ότι την έχει απαλλάξει από ανθρώπους που δεν αξίζει να ζουν.

Είναι πολύ σημαντικό να τονίσουμε ότι οι ιδεοληπτικοί εγκληματίες δεν στοχεύουν την εγκληματική τους δράση εναντίον ενός συγκεκριμένου προσώπου, αλλά στο πρόσωπο του ατόμου που σκοτώνουν βλέπουν μία ολόκληρη ομάδα πληθυσμού. Για παράδειγμα, δολοφονώντας μία εκδιδόμενη γυναίκα, θεωρούν ότι «σκοτώνουν» όλες τις εκδιδόμενες γυναίκες, δολοφονώντας ένα μετανάστη, θεωρούν ότι «δολοφονούν» όλους τους μετανάστες και μάλιστα όχι απλώς ότι δολοφονούν, αλλά ότι «εξαγνίζουν» ολόκληρη την κοινωνία. Δυστυχώς, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, έχουν διαπραχθεί εγκλήματα που έχουν ως κύριο κίνητρο εγκληματικής δράσης την ιδεοληψία και μας έχουν απασχολήσει εκτενώς σε ερευνητικό επίπεδο.8

 

Σκιαγράφηση πτυχών του ψυχο-εγκληματικού προφίλ της Φόνισσας του Αλ. Παπαδιαμάντη

Η απεικόνιση των ιδεοληψιών ως κίνητρο εγκληματικής δράσης έχει καταγράφει όμως και στη λογοτεχνία. Η Φόνισσα, το κεντρικό πρόσωπο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, αποτελεί μία «ιδεοληπτική εγκληματία». Η Φόνισσα, να σημειωθεί ότι γράφτηκε το 1902, δηλαδή εννέα χρόνια πριν από τον θάνατο του δημιουργού της και δημοσιεύτηκε το 1903 σε συνέχειες στην εφημερίδα Ακρόπολη. Πρόκειται, αναμφισβήτητα, για το κορύφωμα του παπαδιαμαντικού έργου, για ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα με συμβολικές διαστάσεις, που μέχρι σήμερα αποτελεί αντικείμενο μελέτης αξιόλογων ερευνητών, προερχόμενων μάλιστα από ένα ευρύ φάσμα επιστημόνων (φιλοσόφων, ψυχολόγων, κοινωνιολόγων, ψυχιάτρων, εγκληματολόγων, νομικών κ.λ.π.). Το έργο μπορεί να ενταχθεί στο είδος του «κοινωνικού μυθιστορήματος» -αυτός άλλωστε είναι και ο χαρακτηρισμός που αποδίδει ο ίδιος ο δημιουργός- όπως για παράδειγμα στην αντίστοιχη ξενόγλωσση πνευματική δημιουργία κατατάσσονται τα μυθιστορήματα του Εμίλ Ζολά.9

Οι φόνοι που διαπράττει η Φόνισσα μπορούν να χαρακτηριστούν ιδεο-συμβολικοί, με την έννοια ότι δεν υποκινείται από κάποιο τυφλό πάθος, ούτε από οικονομικό κίνητρο, ή κάποιο ταπεινό συμφέρον, αλλά διαπράττει τα ειδεχθή εγκλήματα κινούμενη από μία ιδέα: την ιδέα της λύτρωσης των μικρών κοριτσιών, των οικογενειών τους και κατ’ επέκταση ολόκληρης της κοινωνίας από τον πόνο και τη δυστυχία. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις της ίδιας της Φόνισσας για τη ζωή, τα εγκλήματά της είναι ανιδιοτελή, ενώ είναι αξιοσημείωτο ότι θέτει τη ζωή της σε κίνδυνο χωρίς να έχει κανένα προσωπικό όφελος.10 Η ιδεοληψία της Φόνισσας δυστυχώς εντείνεται από τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής που καθιστούσαν τη ζωή των κοριτσιών και γυναικών πολύ δύσκολη. Αυτό είναι ένα στοιχείο που πρέπει να υπογραμμίσουμε και να αναδείξουμε, γιατί καταδεικνύει τον επιβαρυντικό ρόλο που διαδραματίζουν τα στερεότυπα, από εποχή σε εποχή και από κοινωνία σε κοινωνία. Η βεβαιότητα και η γνώση των ταλαιπωριών που θα ήταν αναγκασμένα να υποστούν και ταυτόχρονα θα επέβαλαν στους άλλους, τα κοριτσάκια συνιστούν για εκείνη την ηθική δικαίωση για την πράξη της. Σκοτώνει για να ελευθερώσει. Έχει την πεποίθηση ότι με τους φόνους διορθώνει τις αδικίες της φύσης και λυτρώνει τους φτωχούς, στους οποίους άλλωστε και η ίδια ανήκει, από την κακή τύχη που είχαν να φέρουν στη ζωή θηλυκά, δεδομένου ότι εκείνη την εποχή η γέννηση κοριτσιών ήταν «βάρος», καθώς ισοδυναμούσε με την εξασφάλιση προίκας. Πιστεύει, συνεπώς, ότι προσφέρει μεγάλη βοήθεια στους συνανθρώπους της, διορθώνοντας οριστικά τους άδικους νόμους, τα στερεότυπα και τις συνήθειες μιας στενόμυαλης κοινωνίας.11

Άποψη της Σκιάθου.

Η Φόνισσα θεωρεί ότι είναι δοσμένη σε ένα μεγάλο έργο. Το αξιοσημείωτο είναι ότι δεν νιώθει μόνη στην πραγμάτωση του ιερού σκοπού της, αφού κατά την άποψή της έχει την αμέριστη συμπαράσταση του Θεού. Ο Guy Saunier χαρακτηρίζει «εωσφορική» τη στάση της. Η Φόνισσα παρερμηνεύει τον θείο λόγο και καταλήγει να πιστεύει ότι είναι πλέον στη μοίρα της να σκοτώνει και ότι ο Θεός τής στέλνει το μήνυμα να συνεχίσει την εγκληματική της δράση. Αυτή ακριβώς η διαστρεβλωμένη σκέψη την οδηγεί στη διάπραξη του πρώτου φόνου. Είναι ενδεικτική η φράση που διατυπώνεται στο κείμενο: «όποιος αγαπά την ψυχήν του, θα την χάση». Είναι επίσης άξια σχολιασμού η έμμεση ταύτιση της Φόνισσας με τον Θεό, η οποία καθίσταται εμφανής στην ακόλουθη φράση που διατυπώνει για το νεογέννητο κοριτσάκι του Λυρίγκου: «Και τι ξαλάφρωμα θα ήτον τώρα γι’ αυτόν…να του το έπαιρνε τώρα ο Μεγαλοδύναμος». Λίγο αργότερα ο Μεγαλοδύναμος, με τη μορφή της Φόνισσας, θα αφαιρέσει από το βρέφος την πνοή της ζωής. Με αυτό τον τρόπο, πέρα από τον σφετερισμό της ταυτότητας του Θεού, προβαίνει σε ακραία πρόκληση και αποφασίζει ακόμα και για τη μεταθανάτια τύχη των θυμάτων της. Μάλιστα προκαλεί δέος ότι «αισθάνεται αγρίαν χαράν καθώς πνίγει το αβάπτιστο μωρό».12

Παράλληλα, η Φόνισσα παρουσιάζει ορισμένα κοινά στοιχεία με τους κατ’ εξακολούθηση ανθρωποκτόνους, τους ευρέως γνωστούς ως serial killers. Η ομοιότητα εντοπίζεται στο γεγονός ότι δολοφονεί κοριτσάκια διαδοχικά. Μετά τον πρώτο φόνο που διαπράττει, μπαίνει σε εφαρμογή ένας φαύλος κύκλος που κλείνει μέσα του μία «αλυσίδα δολοφονιών», όπως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Ο κύκλος αυτός θα εξακολουθήσει να υφίσταται μέχρι τη στιγμή του θανάτου της ίδιας της δημιουργού των αποτρόπαιων πράξεων. Οι διαφορές, ωστόσο, ανάμεσα στους serial killers και τη Φόνισσα είναι αρκετές. Η σημαντικότερη συνίσταται στα κίνητρα που κατά κανόνα διέπουν τους πρώτους. Το πρωταρχικό κίνητρο των γυναικών που διαπράττουν διαδοχικές δολοφονίες είναι το οικονομικό όφελος. Άλλα κίνητρα δράσης είναι η ζήλια, η εκδίκηση, η εξολόθρευση εχθρών, η εξασφάλιση ναρκωτικών ουσιών, η ικανοποίηση συναισθημάτων ανεπάρκειας, η σφοδρή επιθυμία ελέγχου και η ικανοποίηση άγριων σεξουαλικών ορέξεων. Τα κίνητρα που ωθούν τη Φόνισσα στην εγκληματική της δράση δεν έχουν καμία σχέση με οικονομικά οφέλη και συμφέροντα, αλλά ούτε και με κάποια από τις προαναφερθείσες κατηγορίες. Άλλη σημαντική διαφορά είναι ότι η Φόνισσα, εν αντιθέσει με τους κατά συρροή δολοφόνους, δεν σχεδιάζει προσεκτικά τα εγκλήματά της. Μολονότι πρωταρχική επιδίωξή της είναι να δει νεκρά τα κοριτσάκια, η ίδια δεν οργανώνει με μεθοδικότητα κάποιο εγκληματικό σχέδιο δράσης προκειμένου να τα εξοντώσει.

Συνοψίζοντας, η Φόνισσα προβαίνει στα αποτρόπαια εγκλήματά της προκειμένου να λυτρώσει πρωτίστως το γυναικείο φύλο, που και η ίδια εκπροσωπεί, αλλά και ολόκληρη την κοινωνία από μία ζωή γεμάτη βάσανα και εξευτελισμούς. Υπό αυτή την έννοια, ασφαλώς πρέπει να τονίσουμε ότι οι προθέσεις της δεν είναι δόλιες, αφού πιστεύει ότι αγωνίζεται για την υλοποίηση ενός ανώτερου σκοπού, τον οποίο μάλιστα κατά την άποψή της, της τον «επέβαλε» ο Θεός. Ωστόσο, το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό τόσο για τις αθώες ψυχές που σκοτώνει, όσο και για την ίδια. Η Φόνισσα, επίσης, θα μπορούσε να συσχετιστεί με πραγματικές περιπτώσεις γυναικών που σκοτώνουν τα παιδιά τους, ή άλλα προσφιλή τους πρόσωπα, για να τα λυτρώσουν από πραγματικό ή εικονικό πόνο. Μολονότι δεν σκοτώνει τα δικά της παιδιά, που αποτελεί μία σημαντική διαφοροποίηση, τα κίνητρα δράσης και το ψυχο- εγκληματικό προφίλ της παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με πραγματικές υποθέσεις γυναικείας εγκληματικότητας που έχουν απασχολήσει τα ΜΜΕ με εκτενή ρεπορτάζ.

Η οικία Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο.

Συμπερασματικά, οι ιδεοληψίες, που δυστυχώς όπως παρατηρούμε διογκώνονται από τις επικρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις και τα στερεότυπα που διαχρονικά έχουν λειτουργήσει επιβαρυντικά σε βάρος του γυναικείου φύλου, στο μυαλό ατόμων με μια «εύθραυστη», όπως θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε, ψυχοσύνθεση, αντίστοιχη της Φόνισσας, δύναται να αποβούν θανατηφόρες. Επίσης, δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι, ειδικά σε εποχές κρίσεων, δύναται να αποτελέσουν κίνητρο ακραίων εγκληματικών ενεργειών σε βάρος όχι μεμονωμένων ατόμων, αλλά και ολόκληρων ομάδων πληθυσμού. Στην εποχή της ραγδαίας ανάπτυξης της τεχνολογίας, μάλιστα, είναι πολύ εύκολο να αξιοποιηθούν από τους ιδεοληπτικούς εγκληματίες όλα τα διαθέσιμα μέσα της τεχνολογίας προκειμένου να επιτύχουν τους σκοπούς τους και σαφώς τα πιο ευάλωτα θύματα είναι τα παιδιά και οι έφηβοι. Σημαντικό, τέλος, πρέπει να τονισθεί ότι η λογοτεχνία προσφέρει πάντοτε πολύτιμα μαθήματα που μπορούν να αξιοποιηθούν με τον καλύτερο τρόπο ακόμα και από τους εγκληματολόγους, τόσο σε διδακτικό όσο και σε ερευνητικό επίπεδο.

 

Η Αγγελική Καρδαρά είναι Διδάκτωρ του Τμήματος Επικοινωνίας & ΜΜΕ του ΕΚΠΑ, Φιλόλογος-Συγγραφέας και Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕΜΕ).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Σ. Αλεξιάδης, Εγκληματολογία, 4η έκδ., Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σακκουλας, 2004.

Α. Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 1984.

Ι. Δασκαλόπουλος, Στοιχεία Εγκληματολογίας, τομ. Α’, Αθήνα: Αδελφοί Τζάκα, 1972.

Α. Καρδαρά, Νέοι Παγιδευμένοι στα Παιχνίδια της Βίας: Εγκλήματα με Δράστες και Θύματα Νέους, Αθήνα: Παπαζήσης, 2021.

Α. Καρδαρά, Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας για τον Αστυνομικό και Δικαστικό Συντάκτη, Αθήνα: Παπαζήσης, 2017.

Γ.    Πανούσης, Καθ’    Υπερβολήν   Χρήσεις   και   Καταχρήσεις: Νόμοι, Αριθμοί    &       Εικόνες Κατασκευής Φόβων, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 2008.

Γ.     Πανούσης, Ο     Εγκληματίας    στο    έργο    του    Ντοστογιέφσκι:    Υπο-χθόνιος    ή        υπερ- άνθρωπος, Νομική Βιβλιοθήκη: Αθήνα, 2012.

Σπινέλλη Κ. Δ., Εγκληματολογία: σύγχρονες και παλαιότερες κατευθύνσεις, Πανεπιστημιακές παραδόσεις, 3η έκδ., Αθήνα-Κομοτηνή, Σάκκουλας, 2014.

Συλλογικό, Η Κοινωνική Διάσταση του Έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Οδυσσέας: Αθήνα, 2000.

Συλλογικό, Μνήμη Ν. Βερβεσού, Αθήνα-Κομοτηνή: Σάκκουλας, 1991.

Συλλογικό, Πρακτικά Β’ Διεθνούς Συνεδρίου για Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Αθήνα: Δόμος, 2002.

Συλλογικό, Εγκληματολογία: Περίβλεπτον Αλεξίφωτον; Τιμητικός τόμος για τον ομότιμο καθηγητή Γιάννη Πανούση, Αθήνα: Ι. Σιδέρης, 2020.

Συλλογικό, Φώτα Ολόφωτα: ένα αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη και τον κόσμο του, 2η έκδ., Αθήνα: Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, 2001

Cusson, Σύγχρονη Εγκληματολογία, μτφ. Η. Σαγκουνίδου-Δασκαλάκη, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 2002.

R.A Duff & Garland D. (επιμ.), A Reader on Punishment, Oxford: Oxford University Press, 1994.

C.A. Davis, Women who kill: profiles of female serial killers, London: Allison & Busby Limited, 2002.

G. Saunier, Εωσφόρος και Άβυσσος: ο προσωπικός μύθος του Παπαδιαμάντη, Αθήνα: Άγρα, 2001.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Αντώνης Κλάψης: Η Σύμβαση της Λωζάννης για την Ανταλλαγή των Ελληνοτουρκικών Πληθυσμών

100 χρόνια από τότε

Αντώνης Κλάψης

Η Σύμβαση της Λωζάννης για την Ανταλλαγή των Ελληνοτουρκικών Πληθυσμών

 

Το προσφυγικό κύμα

Ένα από τα πλέον φλέγοντα ζητήματα, τα οποία κλήθηκε να αντιμετωπίσει η Ελλάδα αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ήταν η συρροή στα ελληνικά εδάφη εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων προσφύγων, οι οποίοι είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν, καταδιωκόμενοι από τις κεμαλικές δυνάμεις, τις πατρογονικές τους εστίες. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, ένα πρωτοφανές για τα ελληνικά δεδομένα προσφυγικό ρεύμα είχε δημιουργηθεί. Ήδη από τις αρχές Σεπτεμβρίου, οι πρόσφυγες που είχαν βρει καταφύγιο στην Ελλάδα υπολογίζονταν από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές σε περίπου 200 χιλιάδες.[1] Η ροή προσφύγων ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο ως αποτέλεσμα της υπογραφής της Ανακωχής των Μουδανιών, η οποία προέβλεπε την παράδοση της Ανατολικής Θράκης στην Τουρκία. Μέσα σε λίγες εβδομάδες πάνω από 250 χιλιάδες Έλληνες της περιοχής την εγκατέλειψαν, διαβαίνοντας τον ποταμό Έβρο, ο οποίος επρόκειτο να αποτελέσει το χερσαίο ελληνοτουρκικό σύνορο. Την ίδια ώρα, ακόμα περισσότεροι πρόσφυγες από την Ανατολία συνέρρεαν στην Ελλάδα. Τον Νοέμβριο, περίπου 900 χιλιάδες πρόσφυγες βρίσκονταν διάσπαρτοι σε διάφορα σημεία της ελληνικής επικράτειας.[2]

Η κατάσταση των προσφύγων ήταν απελπιστική. Δεν διέθεταν στέγη, αλλά ούτε τα στοιχειώδη μέσα επιβίωσης. Επιπλέον, μαστίζονταν από κάθε λογής μολυσματική ασθένεια. Το ποσοστά θνησιμότητας ήταν συγκλονιστικά, ιδίως ανάμεσα στα μικρότερης ηλικίας παιδιά και στα βρέφη. Κάπως καλύτερα ήταν τα πράγματα μόνο για τους Ανατολικοθρακιώτες, οι οποίοι είχαν εκκενώσει την ιδιαίτερη πατρίδα τους κάτω από την κάλυψη του ελληνικού στρατού, δίχως να υποστούν σφαγή από τα κεμαλικά στρατεύματα. Την τραγική εικόνα των προσφύγων περιέγραφε με γλαφυρό τρόπο ο ύπατος αρμοστής της Κοινωνίας των Εθνών για τους πρόσφυγες Φρίντγιοφ Νάνσεν:[3]

[…] οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία εγκατέλειψαν τα σπίτια τους με τόση σπουδή ώστε δεν διαθέτουν τίποτε άλλο στην κατοχή τους παρά μόνο το ελαφρά καλοκαιρινά ρούχα που φορούν. Χρειάζονται επειγόντως όχι μόνο στέγη αλλά επίσης χειμερινά ρούχα και κουβέρτες που θα τους επιτρέψουν να αντιμετωπίσουν τη δριμύτητα του επερχόμενου χειμώνα˙ επίσης δεν διαθέτουν καθόλου χρήματα για την προμήθεια φαγητού.

[…]

Ακόμα κι αν το πρόβλημα του επισιτισμού λυθεί για τους αμέσως προσεχείς μήνες, υπάρχουν κι άλλες δυσκολίες που πρέπει να αντιμετωπιστούν, οι οποίες δεν είναι λιγότερο σημαντικές. Εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες δεν διαθέτουν κατάλληλη στέγη. Η προμήθεια σκηνών, αντίσκηνων και στοιχειωδών οικοδομικών υλικών (ξύλα και στέγαστρα) είναι απολύτως επείγουσα […].

Επιπρόσθετα, μεγάλη ποσότητα ρουχισμού και κουβερτών είναι απαραίτητη έτσι ώστε να μπορέσουν οι πρόσφυγες να ανταποκριθούν στις δυσκολίες των χειμερινών μηνών. Εάν δεν υπάρξει άμεση και σε μεγάλη ποσότητα προμήθεια αυτών των ειδών, είναι βέβαιο ότι πάρα πολλές μητέρες και μικρά παιδιά θα πεθάνουν. Η θνησιμότητα των βρεφών και των μητέρων, των οποίων τα παιδιά έχουν γεννηθεί σε στρατόπεδα προσφύγων τους τελευταίους μήνες, είναι εξαιρετικά μεγάλη.

Επιπλέον, η παρουσία αυτού του μεγάλου αριθμού προσφύγων σε προσωρινούς καταυλισμούς αυξάνει τον κίνδυνο εκδήλωσης σοβαρών επιδημιών. Σε ορισμένους καταυλισμούς έχει ήδη εμφανιστεί ευλογιά. Σε όλους η δυσεντερία είναι λίγο-πολύ κοινή. Τυφοειδής [πυρετός], χολέρα, και πάνω απ’ όλα, τύφος πρέπει να αναμένονται.

Άφιξη προσφύγων σε κάποιο ελληνικό λιμάνι.

Υπήρχε ακόμα μια προφανής δυσαναλογία ανάμεσα στον πληθυσμό ανδρών και γυναικών στις παραγωγικές ηλικίες, καθώς πολλοί από τους άνδρες μεταξύ  18 και 45 ετών είχαν συλληφθεί από τις κεμαλικές δυνάμεις και είχαν σταλεί σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Αυτό σήμαινε ότι η επιβίωση του προσφυγικού πληθυσμού καθίστατο ακόμα δυσκολότερη, καθώς από πολλές οικογένειες έλειπαν εκείνοι που μπορούσαν ευκολότερα να εργαστούν και να υποστηρίξουν οικονομικά τα υπόλοιπα συγγενικά τους πρόσωπα.

 

Η απόφαση για την ανταλλαγή των πληθυσμών

Στις αρχές Νοεμβρίου του 1922 ξεκίνησαν στη Λωζάννη οι εργασίες της διεθνούς συνδιάσκεψης, η οποία είχε στόχο την κατάληξη σε μια συμφωνία που θα αντικαθιστούσε τη Συνθήκη Ειρήνης των Σεβρών. Επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας τέθηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ως προς το προσφυγικό ζήτημα, δεν είχε αυταπάτες. Ήταν πεπεισμένος ότι οι Έλληνες πρόσφυγες δεν επρόκειτο ποτέ να επιστρέψουν στις ιδιαίτερες πατρίδες του, καθώς αυτή ήταν η διακηρυγμένη απόφαση της κεμαλικής κυβέρνησης.[4] Ακόμα χειρότερα, ήταν βέβαιο ότι τον δρόμο της προσφυγιάς θα ακολουθούσαν, αργά ή γρήγορα, και εκείνοι οι ελληνικοί πληθυσμοί που δεν είχαν ακόμα αναγκαστεί να εκπατριστούν από τα εδάφη που θα παρέμεναν στα τουρκικά χέρια – περίπου 200 χιλιάδες ψυχές, κυρίως από περιοχές που δεν είχαν αποτελέσει θέατρα πολεμικών επιχειρήσεων κατά την περίοδο 1919-1922. Έτσι, κάτω από την επίδραση των τετελεσμένων γεγονότων που ασφαλώς ευνοούσαν την τουρκική πλευρά, ο Βενιζέλος γρήγορα συνέλαβε την ιδέα της σύναψης μιας συμφωνίας για την ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία.[5]

Τις σκέψεις του αυτές ο Βενιζέλος τις διατύπωσε σε επιστολή που απέστειλε στα μέσα Οκτωβρίου του 1922 –πριν την έναρξη των εργασιών της Συνδιάσκεψης Ειρήνης της Λωζάννης και ενώ ο ίδιος βρισκόταν στο Λονδίνο– στον Νάνσεν. Πρότεινε μάλιστα η έναρξη της διαδικασίας μετακίνησης των πληθυσμών που επρόκειτο να υπαχθούν στη διαδικασία της ανταλλαγής να πραγματοποιούνταν πριν την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης.[6] Πράγματι, ο Νάνσεν, αφενός επηρεασμένος από τις προτάσεις του Βενιζέλου, αφετέρου απογοητευμένος από την αρνητική στάση που επιδείκνυε η Άγκυρα αρνούμενη ουσιαστικά όλες τις διαμεσολαβητικές του πρωτοβουλίες,[7] εισηγήθηκε την ανταλλαγή των ελληνοτουρκικών πληθυσμών, η οποία, όπως πίστευε, ανταποκρινόταν στα συμφέροντα τόσο της Ελλάδας όσο και της Τουρκίας. Η ανακοίνωση των συμπερασμάτων του Νάνσεν από τον λόρδο Κώρζον στην Επιτροπή Εδαφικών και Στρατιωτικών Υποθέσεων της Συνδιάσκεψης της Λωζάννης την 1η Δεκεμβρίου 1922, επισημοποίησε την ιδέα της ανταλλαγής, την οποία άλλωστε  είχαν ήδη αποδεχθεί, πέραν των δύο άμεσα εμπλεκόμενων μερών, και οι Μεγάλες Δυνάμεις της Αντάντ.[8]

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Fridtjof Nansen και η κλασσική πραγματεία του Κων/τίνου Σβολόπουλου για την πατρότητα της ιδέας περί Ανταλλαγής των Πληθυσμών.

Η προοπτική της ανταλλαγής δημιούργησε ισχυρές αντιδράσεις στους κόλπους της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία είχε συγκροτηθεί μετά την επικράτηση της «Επανάστασης του Στρατού και του Στόλου». Ο συνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας, για παράδειγμα, ισχυρός άνδρας της Επανάστασης, διατύπωνε ευθέως τις επιφυλάξεις του σε επιστολή που απηύθυνε προς τον Βενιζέλο [9]

Πρέπει να έχητε υπ’ όψιν, κ. Πρόεδρε, ότι αν δεν εξασφαλισθή η παλινόστησις των προσφύγων εις τας εστίας των, είναι αδύνατον να υπάρξη ησυχία εν Ελλάδι και μετά πεποιθήσεως λέγω ότι εντός ολίγων ετών θα αποσυντεθώμεν ως κράτος και θα καταντήσωμεν οι περίγελοι του κόσμου. Συνεπώς επ’ ουδενί λόγω πρέπει να συγκατατεθώμεν να υπογράψωμεν ανταλλαγήν πληθυσμών».

Έντονες αντιρρήσεις, εξάλλου, προβλήθηκαν και από την πλευρά των Ελλήνων προσφύγων.[10] Την ίδια στιγμή, τη δυσαρέσκειά τους απέναντι στη μελετώμενη ανταλλαγή εξέφραζαν και αρκετοί Μουσουλμάνοι της Ελλάδας, οι οποίοι επρόκειτο να υπαχθούν σε αυτή τη διαδικασία: «Επί μελετωμένη υπό Διασκέψεως Λωζάννης ανταλλαγή ημών μετά προσφύγων Ελλήνων Θράκης και Μικράς Ασίας», σημείωναν χαρακτηριστικά σε τηλεγράφημά τους προς το ελληνικό Υπουργείο Εσωτερικών οι μουσουλμάνοι κάτοικοι του Ζυρνόβου του Νομού Δράμας, «διαμαρτυρόμεθα εντόνως κατά τοιαύτης αδικίας μη στέργοντες να εγκαταλείψωμεν την ελληνικήν πατρίδαν υπό την οποίαν εγνωρίσαμεν την προστασίαν της τιμής και της περιουσίας ημών».[11] Ο ίδιος ο Βενιζελος, ωστόσο, όχι μόνο δεν πτοούνταν, αλλά εμφανιζόταν πεπεισμένος για την ανάγκη εφαρμογής της ανταλλαγής των ελληνοτουρκικών πληθυσμών, αφού, όπως πίστευε, παρείχε δύο σημαντικά πλεονεκτήματα στην Ελλάδα: αφενός την απαλλαγή από περίπου 350 χιλιάδες Τούρκους που κατοικούσαν κυρίως στη Μακεδονία, αφετέρου τη διευκόλυνση της εγκατάστασης μεγάλου αριθμού Ελλήνων προσφύγων (πρωτίστως αγροτών) στα σπίτια και στα κτήματα των ανταλλάξιμων Τούρκων.[12]

 

Η Σύμβαση περί Ανταλλαγής

Η Σύμβαση περί ανταλλαγής των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών υπογράφηκε τελικά από τους εκπροσώπους της ελληνικής και της τουρκικής κυβέρνησης στη Λωζάννη στις 17/30 Ιανουαρίου 1923, δηλαδή έξι μήνες πριν από την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης, που υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου του ίδιου έτους.[13] Βάσει του πρώτου άρθρου της Σύμβασης, επιβαλλόταν «από της 1ης Μαΐου 1923 […] η υποχρεωτική ανταλλαγή των Τούρκων υπηκόων, ελληνικού ορθοδόξου θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των τουρκικών εδαφών, και των Ελλήνων υπηκόων, μουσουλμανικού θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των ελληνικών εδαφών»,[14] με την πρόσθετη πρόβλεψη ότι οι ανταλλάξιμοι δεν θα είχαν το δικαίωμα επανεγκατάστασης στην Ελλάδα ή στην Τουρκία χωρίς την άδεια της ελληνικής ή της τουρκικής κυβέρνησης, αντίστοιχα. Στην κατηγορία των ανταλλάξιμων συμπεριελήφθησαν και όσα άτομα είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους μετά την 18η Οκτωβρίου 1912,[15] ημερομηνία έναρξης του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου.

Η ιδέα της αμοιβαίας ανταλλαγής των πληθυσμών δεν ήταν καινούργια. Ήδη από το 1914 η κυβέρνηση Βενιζέλου είχε αποδεχθεί ανάλογες τουρκικές προτάσεις, σε μια προσπάθεια προστασίας του διωκόμενου ελληνικού στοιχείου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.[16] Σε σύγκριση με τα όσα συμφωνήθηκαν στη Λωζάννη, ωστόσο, υπήρχε μια καθοριστικής σημασίας διαφορά: το 1914 η ανταλλαγή θα είχε το χαρακτήρα εθελούσιας μετανάστευσης, ενώ αντίθετα το άρθρο 1 της Σύμβασης της Λωζάννης καθιστούσε την ανταλλαγή των ελληνοτουρκικών πληθυσμών υποχρεωτική. Η διαφοροποίηση αυτή υπήρξε ασφαλώς αποτέλεσμα της τραγικής πραγματικότητας, καθώς για την πλειοψηφία των χριστιανών κατοίκων της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης, η «ανταλλαγή» είχε ήδη πραγματοποιηθεί πριν από τη συνομολόγηση της σχετικής Σύμβασης.[17] Αντίθετα, οι περισσότεροι μουσουλμάνοι της Ελλάδας που τελικά περιλήφθηκαν στην κατηγορία των ανταλλάξιμων, εξακολουθούσαν να διαμένουν στις εστίες τους και αναγκάστηκαν να τις εγκαταλείψουν όχι ως συνέπεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων ή άλλων εις βάρος τους διώξεων, αλλά δυνάμει των συμφωνηθέντων στη Λωζάννη.[18] Στις δεδομένες συνθήκες, πάντως, η ανταλλαγή εξυπηρετούσε και μια επείγουσα πρακτική ανάγκη της ελληνικής κυβέρνησης, καθώς η περίθαλψη και η μετεγκατάσταση των εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων προσφύγων θα διευκολυνόταν αποφασιστικά από την περίπου ταυτόχρονη αποχώρηση των μουσουλμάνων από τα ελληνικά εδάφη, έστω κι αν οι πρώτοι σαφώς υπερτερούσαν αριθμητικά των τελευταίων.[19]

Για την επίβλεψη της εφαρμογής της ανταλλαγής, η Σύμβαση προέβλεπε τη σύσταση Μικτής Επιτροπής, αποτελούμενης από τέσσερις Έλληνες, τέσσερις Τούρκους και τρία ουδέτερα μέλη, τα οποία θα επιλέγονταν από το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών μεταξύ των υπηκόων των κρατών που δεν συμμετείχαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τα οποία θα ασκούσαν εναλλάξ και την προεδρία της Επιτροπής.[20] Στη Μικτή Επιτροπή παραχωρούνταν ευρύτατες αρμοδιότητες, καθώς με ρητή διάταξη του δωδέκατου άρθρου της Σύμβασης, η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να λαμβάνει –με απλή πλειοψηφία του συνόλου των μελών της– οποιοδήποτε μέτρο και να επιλύει οποιαδήποτε ζήτημα πρόκυπτε από την εφαρμογή της Σύμβασης.

Ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών λόρδος Curzon και οι πρωθυπουργοί της Ιταλίας και της Γαλλίας, Benito Mussolini και Raymond Poincaré στο προαύλιο του ξενοδοχείου Beau Rivage της Λωζάννης (πηγή: Gallica/Bibliothèque Nationale de France).

Στις αρμοδιότητες της Μικτής Επιτροπής συμπεριλαμβανόταν η εκκαθάριση της κινητής και ακίνητης περιουσίας των εκατέρωθεν ανταλλάξιμων,[21] καθώς σύμφωνα με το άρθρο 5 της Σύμβασης οι τελευταίοι διατηρούσαν ακέραιο το δικαίωμα της ιδιοκτησίας τους. Για την εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού, η Επιτροπή είχε το δικαίωμα, αφού προηγουμένως εξέταζε τους ενδιαφερόμενους, να διατάξει την εκτίμηση της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους που τελούσε υπό εκκαθάριση[22]. Σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 14 διαδικασία, η Επιτροπή όφειλε να παραδώσει σε κάθε ενδιαφερόμενο ιδιοκτήτη δήλωση «[…] αναγράφουσαν το εις αυτόν οφειλόμενον ποσόν εκ της στερήσεως της περιουσίας του, ήτις περιουσία θέλει παραμείνη εις την διάθεσιν της Κυβερνήσεως επί του εδάφους της οποίας αυτή κείται». Παράλληλα, διασφαλιζόταν το δικαίωμα των ανταλλάξιμων να λάβουν από τη χώρα προορισμού τους περιουσία της ίδιας αξίας και φύσεως με αυτήν που είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν. Τέλος, το ίδιο άρθρο προέβλεπε ότι εάν κατά τη γενική εκκαθάριση δεν υφίστατο ισοτιμία μεταξύ των αμοιβαίως οφειλόμενων ποσών, η κυβέρνηση που θα βρισκόταν οφειλέτρια θα έπρεπε να καταβάλει στην άλλη τη χρηματική διαφορά. Δεδομένης της οικονομικής ευρωστίας των Ελλήνων ανταλλαξίμων, αλλά και της αριθμητικής υπεροχής τους έναντι των αντίστοιχων Τούρκων, δημιουργήθηκε στην ελληνική πλευρά η ελπίδα ότι τελικώς θα ελάμβανε από την Τουρκία ένα σημαντικό χρηματικό ποσό ως χρεωστικό υπόλοιπο.[23]

 

 Η Ένατη Δήλωση

Ειδικά ως προς το ζήτημα των περιουσιών, η ελληνική αντιπροσωπεία στη Λωζάννη προέβη σε ειδική Δήλωση την ημέρα της υπογραφής της Συνθήκης Ειρήνης («Δήλωσις περί των εν Ελλάδι μουσουλμανικών κτημάτων», 24 Ιουλίου 1923),[24] σύμφωνα με την οποία τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των Μουσουλμάνων, οι οποίοι δεν αναφέρονταν στις διατάξεις της Σύμβασης της Ανταλλαγής, και οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει την Ελλάδα, «συμπεριλαμβανομένης της νήσου Κρήτης», πριν από τις 18 Οκτωβρίου 1912 ή διέμεναν ανέκαθεν εκτός της ελληνικής επικράτειας, παρέμεναν άθικτα. Στα άτομα αυτά αναγνωριζόταν επίσης το δικαίωμα της ελεύθερης διάθεσης της ιδιοκτησίας τους, ενώ η ελληνική κυβέρνηση αναλάμβανε τη ρητή δέσμευση να άρει οποιοδήποτε έκτακτο μέτρο είχε εφαρμοσθεί επί των συγκεκριμένων περιουσιών, όπως επίσης και να επιστρέψει στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους τις προσόδους που τυχόν είχε εισπράξει από την εκμετάλλευση των περιουσιών στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα.

Αναγκαστικές εκτοπίσεις πληθυσμών ως επακόλουθο της διενέργειας του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

Μολονότι η Ένατη Δήλωση, όπως έμεινε γνωστή, έγινε στη βάση της αμοιβαιότητας (με άλλα λόγια αντίστοιχα ευεργετικά μέτρα θα εφαρμόζονταν και στους Έλληνες που είχαν εγκαταλείψει την Τουρκία πριν από την 18η Οκτωβρίου 1912 ή κατοικούσαν πάντα εκτός Τουρκίας), στην πραγματικότητα ενδιέφερε περισσότερο την τουρκική πλευρά, δεδομένου ότι αναφερόταν κυρίως σε κτήματα της Θεσσαλίας και της Κρήτης. Αυτός ήταν προφανώς ο λόγος που στη Δήλωση συμπεριλήφθηκε ρητώς και η Κρήτη, περιοχή που τυπικά δεν αποτελούσε μέρος της ελληνικής επικράτειας πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους. Παρά το γράμμα της διατύπωσης, ωστόσο, έγινε δεκτό, κατόπιν της επιμονής της Τουρκίας, ότι η εφαρμογή της Ένατης Δήλωσης επεκτεινόταν σε ολόκληρη την Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων και των λεγομένων «νέων χωρών» (Μακεδονία, Ήπειρος, νησιά βορειοανατολικού Αιγαίου).

Όταν άρχισε η λειτουργία της Μικτής Επιτροπής, οι Τούρκοι επεδίωξαν και τελικά κατόρθωσαν, εν μέρει εξαιτίας και της πλημμελούς αντιμετώπισης του όλου ζητήματος από την ελληνική πλευρά, να αναγνωρισθούν ως δικαιούχοι της Ένατης Δήλωσης ορισμένοι από τους –τουρκικής καταγωγής– μεγαλύτερους κτηματίες τόσο της «παλιάς» όσο και της «νέας» Ελλάδας. Επρόκειτο συνολικά για 119 άτομα, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονταν και πρόσωπα που αναμφισβήτητα έπρεπε να θεωρηθούν ως ανταλλάξιμα και κατά συνέπεια μη δυνάμενα να επωφεληθούν από τις ευεργετικές διατάξεις της Ένατης Δήλωσης.[25] Η κατάσταση περιπλεκόταν ακόμα περισσότερο αφενός από την αδυναμία της ελληνικής κυβέρνησης να αποδώσει πολλά από τα κτήματα που καλύπτονταν από τις διατάξεις της Ένατης Δήλωσης, αφού αυτά είχαν διατεθεί για την αποκατάσταση των προσφύγων, αφετέρου από το γεγονός ότι τα δικαιώματα αρκετών από τους Τούρκους ωφελούμενους της Ένατης Δήλωσης είχαν εξαγοραστεί –συνήθως έναντι ευτελούς αντιτίμου– από κερδοσκόπους στην Τουρκία, οι οποίοι διατηρούσαν στενές επαφές με πολιτικά πρόσωπα, με αποτέλεσμα να ασκούν πίεση στην τουρκική κυβέρνηση, συμβάλλοντας έτσι στην περαιτέρω ενίσχυση της αδιαλλαξίας της Άγκυρας.[26]

 

Οι εξαιρέσεις από την ανταλλαγή

Η Σύμβαση της Ανταλλαγής καθιέρωνε δύο σημαντικές εξαιρέσεις από τον γενικό κανόνα της υποχρεωτικής μετανάστευσης των ελληνοτουρκικών πληθυσμών. Έτσι, βάσει του άρθρου 2, στην προβλεπόμενη ανταλλαγή δεν συμπεριλαμβάνονταν αφενός οι Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, αφετέρου οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης. Σύμφωνα πάντα με το ίδιο άρθρο, διευκρινιζόταν ότι ως Έλληνες της Κωνσταντινούπολης θεωρούνταν όλοι οι Έλληνες που είχαν εγκατασταθεί πριν από τις 30 Οκτωβρίου 1918 στην περιφέρεια της νομαρχίας Κωνσταντινούπολης, όπως αυτή καθοριζόταν διά σχετικού νόμου του 1912, ενώ στην κατηγορία των μη ανταλλαξίμων μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης συμπεριλαμβάνονταν όλοι οι μουσουλμάνοι οι εγκατεστημένοι στην περιοχή που βρισκόταν ανατολικά της μεθοριακής γραμμής  η οποία είχε καθορισθεί από τη Συνθήκη Ειρήνης του Βουκουρεστίου (10 Αυγούστου 1913).[27] Ταυτόχρονα, η Σύμβαση διασφάλιζε το δικαίωμα όσων περιλαμβάνονταν σε αυτές τις δύο κατηγορίες να παραμείνουν ή να επιστρέψουν στις εστίες τους και να διαχειριστούν ελεύθερα τις περιουσίες τους (άρθρο 16).[28]

Αν και αρχικά η τουρκική αντιπροσωπεία στη Λωζάννη είχε προτείνει την απομάκρυνση όλων των Ελλήνων από την Κωνσταντινούπολη, επιμένοντας ταυτόχρονα στην παραμονή όλων των μουσουλμάνων στη Δυτική Θράκη, υποχρεώθηκε τελικά, υπό τη συντονισμένη πίεση των δυτικών Δυνάμεων αλλά και των βαλκανικών κρατών, να υποχωρήσει ως προς το πρώτο ζήτημα.[29] Ωστόσο, προκειμένου να αμβλύνει τα αποτελέσματα αυτής της μεταστροφής στην πολιτική της, η Τουρκία επέμεινε, και τελικά πέτυχε, να υιοθετηθεί η αρχή της αριθμητικής ισορροπίας μεταξύ των δύο μειονοτήτων, με συνέπεια να αυξηθεί κατά πολύ ο αριθμός των Κωνσταντινουπολιτών που θεωρήθηκαν ανταλλάξιμοι. Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας υπήρξε η δραματική μείωση των Ελλήνων που τελικά παρέμειναν στην Κωνσταντινούπολη: από τους 300.000 πριν από το 1922, μόλις λίγοι περισσότεροι από 100.000 έλαβαν τελικά από τη Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής των Πληθυσμών πιστοποιητικά εγκατάστασης που επισημοποιούσαν την μη ανταλλαξιμότητά τους, από τους οποίους, μάλιστα, περίπου 30.000 ήταν Έλληνες υπήκοοι.[30]

Παρά την –τεχνητώς καθορισθείσα– αριθμητική τους ισορροπία, οι δύο μειονότητες διέφεραν ουσιωδώς ως προς τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά, γεγονός που έμελλε να αποδειχθεί ιδιαίτερα σημαντικό από την ιστορική εξέλιξη των γεγονότων. Οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης ήταν ένας αμιγώς αστικός πληθυσμός, αποτελούμενος σε μεγάλο ποσοστό από εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες, οικονομικά ανθηρός, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και εύπορα κοινοτικά ιδρύματα κάθε μορφής (εκπαιδευτήρια, νοσοκομεία, ορφανοτροφεία, γηροκομεία κ.ο.κ.). Αντίθετα, οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης ήταν σχεδόν αποκλειστικά αγρότες, στενά συνδεδεμένοι με τη γη τους, χωρίς κανένα από τα επιμέρους στοιχεία της ελληνικής μειονότητας. Έτσι, παρά το γεγονός ότι η ελληνική μειονότητα εμφάνιζε έναν πολύ μεγαλύτερο δυναμισμό από την αντίστοιχη μουσουλμανική, ήταν ταυτόχρονα πολύ πιο ευάλωτη σε ποικίλες άμεσες και έμμεσες πιέσεις (φορολογικές, εκπαιδευτικές, αγορανομικές κλπ.) της τουρκικής διοίκησης, με αποτέλεσμα να αποτελεί εύκολο στόχο.

Μειονοτικό σχολείο στην Ξάνθη

Η ιδιαιτερότητα της θέσης της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης υπογραμμιζόταν από έναν ακόμη παράγοντα: την εκεί παρουσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το ζήτημα του Πατριαρχείου απασχόλησε τη Συνδιάσκεψη της Λωζάννης, είναι δε χαρακτηριστικό ότι μονοπώλησε το ενδιαφέρον στις 20 από τις συνολικά 26 συνεδριάσεις της Υποεπιτροπής Ανταλλαγής των Πληθυσμών. Η τουρκική αντιπροσωπεία στην ελβετική πόλη εμφανίστηκε αποφασισμένη να επιμείνει στην απομάκρυνση του οικουμενικού θρόνου από την ιστορική του έδρα, προβάλλοντας μεταξύ άλλων το επιχείρημα ότι τα ειδικά προνόμια που το Πατριαρχείο απολάμβανε εντός του πλαισίου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν ήταν δυνατόν να συνεχίζουν να του αναγνωρίζονται από τη σεκουλαριστική κεμαλική Τουρκία. Τελικά, με δεδομένη την αντίθεση όλων των υπολοίπων αντιπροσωπειών, η Άγκυρα υποχρεώθηκε σε αναδίπλωση, δεσμευόμενη να διατηρήσει το Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη, υπό τον όρο όμως ότι το τελευταίο θα απέβαλε όλες τις μη εκκλησιαστικές αρμοδιότητες που έως τότε διατηρούσε.[31] Είναι, πάντως, χαρακτηριστικό της αδύναμης διαπραγματευτικής θέσης της Ελλάδας το γεγονός ότι η προφορική τουρκική υπόσχεση δεν αποτυπώθηκε και γραπτώς ούτε στη Σύμβαση της Ανταλλαγής, ούτε στη μεταγενέστερη Συνθήκη Ειρήνης.[32]

Αν και σιωπούσε ως προς το ιδιαίτερο ευαίσθητο –τουλάχιστον από συναισθηματική  και συμβολική άποψη– ζήτημα του Πατριαρχείου, η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923) περιέλαβε ορισμένες σημαντικές ρυθμίσεις σχετικά με τις μη μουσουλμανικές μειονότητες που θα εξακολουθούσαν να διαμένουν εντός των ορίων της τουρκικής επικράτειας. Οι προβλέψεις αυτές, που ενσωματώθηκαν στα άρθρα 37–44, αποτέλεσαν το νομικό πλαίσιο προστασίας των εν λόγω μειονοτήτων,[33] και ειδικότερα της ελληνικής, δεδομένου μάλιστα του γεγονότος ότι η Σύμβαση της Ανταλλαγής δεν έθιξε αυτά τα θέματα. Είναι δε ιδιαίτερα σημαντικό ότι το πλέγμα προστασίας των μειονοτήτων που καθιερωνόταν από τη Συνθήκη της Λωζάννης τελούσε υπό την εγγύηση της Κοινωνίας των Εθνών (άρθρο 44).[34]

 

Τα Σεπτεμβριανά του 1955. Ολέθρια δοκιμασία για την ελληνική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης.

Επίλογος

Η Σύμβαση της Ανταλλαγής ουσιαστικά επικύρωσε το οδυνηρό τετελεσμένο του ξεριζωμού εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης, δίνοντας παράλληλα το έναυσμα για την αναγκαστική μετακίνηση ακόμα 190 χιλιάδων, οι οποίοι μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαν αποφύγει τον εκπατρισμό.[35] Έτσι, συνολικά περισσότεροι από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες βρήκαν τελικά καταφύγιο στην Ελλάδα,[36] παίρνοντας τη θέση των περίπου 355 χιλιάδων μουσουλμάνων που εγκατέλειψαν τα ελληνικά εδάφη με προορισμό την Τουρκία.[37] Το –αναμφίβολα σκληρό για όσους υπάχθηκαν σε αυτή– μέτρο της υποχρεωτικής ανταλλαγής άλλαξε οριστικά την ανθρωπογεωγραφία στις δύο πλευρές του Αιγαίου.[38] Για την Ελλάδα, η ανταλλαγή είχε μία ακόμα σημαντική συνέπεια: συνέβαλε αποφασιστικά στην εθνική ομογενοποίηση των βόρειων ελληνικών επαρχιών. Η εγκατάσταση στη Μακεδονία και στη Δυτική Θράκη μεγάλου αριθμού προσφύγων από  τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη πύκνωσε κατά πολύ το ελληνικό στοιχείο: η συνεισφορά τους έκτοτε σε όλους τους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής της χώρας υπήρξε καθοριστική. Από την άλλη, η υπογραφή της Σύμβασης της Λωζάννης δεν αποτέλεσαν παρά μόνο την αρχή μιας άλλης κολοσσιαίων διαστάσεων διαδικασίας: της αποκατάστασης των προσφύγων στις νέες τους πατρίδες.

Η ίδια η εφαρμογή της Σύμβασης προσέκρουσε σε αρκετά εμπόδια, πρωτίστως ως προς ζητήματα που άπτονταν αφενός των ανταλλάξιμων περιουσιών, αφετέρου του προσδιορισμού των ατόμων που υπάγονταν στις εξαιρέσεις της ανταλλαγής (Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, Ίμβρου και Τενέδου και οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης). Ήδη από τις αρχές του 1924 ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία με σκοπό τη διευθέτηση των εκκρεμοτήτων. Ωστόσο, η επίλυση των προβλημάτων αποδείχθηκε διαδικασία περίπλοκη και χρονοβόρα. Τελικά, μόλις τον Ιούνιο του 1930 κατέστη δυνατή η κατάληξη σε οριστική συμφωνία, η οποία έκλεισε τον κύκλο των εκατέρωθεν αμφισβητήσεων.[39]

 

Ο Αντώνης Κλάψης είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Διπλωματικό και Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας [στο εξής: ΔΙΑΥΕ], 1922, ΚΤΕ/1.2, Γιαννόπουλος προς Στρέιτ, αρ. 65276, Αθήνα, 9 Σεπτεμβρίου 1922.

[2] League of Nations, Official Journal, Ιανουάριος 1923, σ. 133.

[3] Στο ίδιο, σ. 133-134.

[4] Βλ. ενδεικτικά Αρχείο Ελευθέριου Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη) [στο εξής: ΑΕΒ], 173/φάκ. 269, Βενιζέλος προς Κεπετζή, Λωζάννη, 14 Ιανουαρίου 1923. Για την άρνηση της τουρκικής κυβέρνησης να επιτρέψει την επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους βλ. επίσης Αρχείο Ιωάννη Πολίτη (Μουσείο Μπενάκη) [στο εξής: ΑΙΠ], 228/φάκ. 12, «Παρατηρήσεις επί του Υπομνήματος της Τουρκικής Αντιπροσωπείας της 20στής Ιανουαρίου 1923, του αφορώντος εις τας πολεμικάς ζημίας», [Λωζάννη], [25 (;) Ιανουαρίου 1923]· «Υπόμνημα επί των πολεμικών ζημιών Ελλάδος – Τουρκίας», Λωζάννη, 20 Δεκεμβρίου 1923.

[5] Γενικότερα για την ανταλλαγή των πληθυσμών βλ. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Ελευθέριος Βενιζέλος. 12 μελετήματα (Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1999), σ. 93-120· Τh. P. Kiosseoglou, L’échange forcé des Mmnorités daprès le Traité de Lausanne (Νανσύ: Imprimmerie Nancéienne, 1926)· Alexandre Emm. Deved, L’échange obligatoire des minorités grecques et turques en vertu de la Convention de Lausanne (Παρίσι: Pierre Bossuet, 1929)· Kalliopi K. Koufa & Constantinos Svolopoulos, «The compulsory exchange of populations between Greece and Turkey: the Settlement of Minority Questions at the Conference of Lausanne, 1923, and its Impact on Greek–Turkish Relations», στο: P. Smith, K. Koufa & A. Seppan (επιμ.), Ethnic Groups in International Relations (Νέα Υόρκη: European Science Foundation – New York University Press, 1991), σ. 275-308 · J. A. Petropoulos, «The compulsory exchange of populations. Greek-Turkish Peacemaking, 1922-1930», Byzantine and Modern Greek Studies, 2 (1976), σ. 135-160· Γιάννης Πετρόπουλος, «Η υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών. Eλληνοτουρκικές ειρηνευτικές διευθετήσεις, 1922-1930», στο: Θ. Βερέμης & Γ. Γουλιμή (επιμ.), Ελευθέριος Βενιζέλος. Κοινωνία – Οικονομία – Πολιτική στην εποχή του (Αθήνα: Γνώση, 1989), σ. 439–473. Για μία νομική θεώρηση της διαδικασίας ανταλλαγής βλ. Stélio Séfériades, «L’échange des populations», Académie de Droit International, Recueil des Cours, 4 (1928), σ. 311-437.

[6] ΑΕΒ, 173/φάκ. 268, Βενιζέλος προς Νάνσεν, [Λονδίνο], 17 Οκτωβρίου 1922.

[7] Τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο Νάνσεν στη συνεννόηση με τις κεμαλικές Αρχές περιέγραφε ο ίδιος σε λεπτομερή έκθεση που συνέταξε στις 15 Νοεμβρίου 1922˙ βλ. League of Nations, Official Journal, Ιανουάριο 1923, σ. 126-129.

[8] Stephen P. Ladas, The exchange of minorities. Bulgaria, Greece and Turkey (Νέα Υόρκη: Macmillan, 1932), σ. 335-344. Ειδικότερα για τις πρωτοβουλίες του Νάνσεν βλ. League of Nations, Official Journal, Ιανουάριος 1923, σ. 126-132· League of Nations, Official Journal, Μάρτιος 1923, σ. 383-384.

[9] ΑΕΒ, 173/φάκ. 319, Πλαστήρας προς Βενιζέλο, Αθήνα, 30 Δεκεμβρίου 1922.

[10] Βλ. ενδεικτικά ΑΕΒ, 173/φάκ. 320, Συνεφιάς, Ψαλτώφ, Αργυρόπουλος, Δαμασκηνός, Πουλίδης, Χατζηιωάννου, Μάρκελλος, Σπυρίδης, Κωνσταντιλιέρης, Κυριακίδης, Τενεκίδης, Σαΐντ, Χασσάν και Σιβασλί προς Βενιζέλο, Αθήνα, 22 Ιανουαρίου 1922· ΑΕΒ, 173/φάκ. 320, Κυριακίδης προς Βενιζέλο (επιστολή), Αθήνα, 26 Ιανουαρίου 1922· ΑΕΒ, 173/φάκ. 320, Επιτροπή Μικρασιατών Προσφύγων προς Βενιζέλο, Αθήνα, 29 Ιανουαρίου 1922· ΑΕΒ, 173/φάκ. 320, Κυριακίδης προς Βενιζέλο, Αθήνα, 3/16 Φεβρουαρίου 1923.

[11] ΔΙΑΥΕ, 1923, 18.4, Επιτροπή Οθωμανών Περιφερείας Υποδιοικήσεως Ζυρνόβου προς Υπουργείο Εσωτερικών, Προσοτσάνη, [Ιανουάριος 1923]

[12] ΑΕΒ, 173/φάκ. 269, Βενιζέλος προς Κυριακίδη (επιστολή), Λωζάννη, 26 Ιανουαρίου 1923. Πρβλ. Στέφανος Ι. Στεφάνου (επιμ.), Ελευθερίου Βενιζέλου. Τα κείμενα, τ. 3 (Αθήναι: Λέσχη Φιλελευθέρων, 1981), σ. 285-286.

[13] Η Σύμβαση της Ανταλλαγής, εξάλλου, διαφοροποιούνταν από τη Συνθήκη Ειρήνης και από την άποψη των συμβαλλομένων μερών: η μεν πρώτη ήταν διμερής, με μοναδικούς συμβαλλόμενους την Ελλάδα και την Τουρκία, η δε δεύτερη πολυμερής. Το πλήρες κείμενο της Σύμβασης της Ανταλλαγής παρατίθεται στην έκδοση του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, Πράξεις υπογραφείσαι εν Λωζάννη τη 30 Ιανουαρίου και τη 24 Ιουλίου 1923 (Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο, 1923), σ. 65-69.

[14] Δεδομένου, πάντως, ότι η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης δεν υπογράφηκε παρά μόνο στις 24 Ιουλίου 1923, Ελλάδα και Τουρκία συμφώνησαν ότι η διαδικασία της ανταλλαγής που προβλεπόταν από το άρθρο 1 της σχετικής Σύμβασης της Λωζάννης, θα ξεκινούσε την 1η Μαΐου του 1924, αν και –για διάφορους λόγους– υπήρξαν περιπτώσεις ατόμων και από τις δύο πλευρές που ανταλλάχθηκαν πριν από αυτή την ημερομηνία (εννοείται ότι στην κατηγορία αυτή δεν συμπεριλαμβάνονται όσοι Έλληνες της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης είχαν ήδη –υπό ανώμαλες συνθήκες– καταστεί πρόσφυγες)· βλ. Ladas, The exchange of minorities, σ. 420, 424-428.

[15] Άρθρο 3.

[16] Yannis G. Mourelos, «The 1914 persecutions and the first attempt at an exchange of minorities between Greece and Turkey», Balkan Studies, 26 (1985), σ. 389-413· Ladas, The exchange of minorities, σ. 20-23· Dimitri Pentzopoulos, The Balkan exchange of minorities and its impact on Greece (Λονδίνο: Hurst, 2002), σ. 55-56.

[17] Το γεγονός αυτό επιβεβαίωνε με δηλώσεις του ο ίδιος ο Βενιζέλος· βλ. Le Messager d’Athènes, 6 Ιουλίου 1923.

[18] ΑΙΠ, 228/φάκ. 14, Πολίτης προς Ρέντη, αρ. 7212, [Κωνσταντινούπολη], 14 Οκτωβρίου 1925.

[19] Στην επιστολή που απηύθυνε στον Νάνσεν στις 17 Οκτωβρίου 1922, ο Βενιζέλος επισήμαινε χαρακτηριστικά: «Το έργον της αμέσου και προχείρου στεγάσεως τόσων μυριάδων προσφύγων είναι ίσως το πλέον δυσεπίλυτον. Η άμεσος ανταλλαγή των πληθυσμών τούτων προς τους εν Ελλάδι οικούντας Τούρκους, ανερχομένους εις 350.000 περίπου θα μετριάση αισθητώς την δυσχέρειαν του προβλήματος τούτου. Είναι λοιπόν ανάγκη να πεισθή ο Μ[ουσταφά] Κεμάλ όπως συναινέση από τούδε εις την άμεσον μεταφοράν των εν Ελλάδι Τούρκων. […] Εις τας οικίας των εν Ελλάδι Μουσουλμάνων θα ειμπορέσουν να εγκατασταθούν προσωρινώς τουλάχιστον με πολλύν βέβαια συνωστισμόν πλέον του ημίσεως εκατομμυρίου Χριστιανών προσφύγων»· βλ. ΑΕΒ, 173/φάκ. 268, Βενιζελος προς Νάνσεν, [Λονδίνο], 17 Οκτωβρίου 1922. Πρβλ. ΔΙΑΥΕ, 1922, 88.2, Βενιζέλος προς Υπουργείο Εξωτερικών, αρ. 3435, Λονδίνο, 17 Οκτωβρίου 1922· ΔΙΑΥΕ, 1923, 2.2, Βενιζέλος προς Υπουργείο Εξωτερικών, αρ. 375, Λωζάννη, 25 Νοεμβρίου/3 Δεκεμβρίου 1922·  ΔΙΑΥΕ, 1923, 2.2, Βενιζέλος προς Υπουργείο Εξωτερικών, άν. αρ., Λωζάννη, 9/22 Ιανουαρίου 1923. Βλ. επίσης Υπουργείο Εξωτερικών, Ελληνικά διπλωματικά έγγραφα, 1919-1940, τ. 3 (Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο, 1994), σ. 242, Βενιζέλος προς Οικουμενικό Πατριάρχη Μελέτιο, αρ. 344/6204, Λωζάννη, 24 Νοεμβρίου/7 Δεκεμβρίου 1922, όπου ο Βενιζέλος σημείωνε χαρακτηριστικά: «Διαπραγματευόμενον μέτρον [ανταλλαγής πληθυσμών] αποσκοπεί την δι’ απομακρύνσεως Οθωμανών από λοιπά μέρη Ελλάδος εξεύρεσιν εστιών διά Έλληνας Μικράς Ασίας και Θράκης άλλως τε εξωσθέντας ή μεταναστεύσαντας ήδη». Ως προς το ίδιο θέμα βλ. ακόμα ΑΕΒ, 173/φάκ. 269, Βενιζέλος προς Κυριακίδη (επιστολή), Λωζάννη, 26 Ιανουαρίου 1923. Πρβλ. Στεφάνου, Ελευθερίου Βενιζέλου, σ. 286. Τις διαπιστώσεις αυτές επιβεβαίωνε λίγα χρόνια αργότερα και πάλι ο Κρητικός πολιτικός, ο οποίος δήλωνε στις 12 Οκτωβρίου 1930: «Συνήψαμεν την συνθήκην της Λωζάννης και μη δυνάμενοι να κάμωμεν άλλως εδέχθημεν και την επιβληθείσαν έξωσιν του ελληνικού στοιχείου, ζητήσαντες μόνον ως αντάλλαγμα ν’ απομακρυνθή και το τουρκικόν στοιχείον από την Ελλάδα, όχι διότι είχομεν παράπονα κατ’ αυτού, αλλά διά να διευκολυνθή η αποκατάστασις των μυριάδων του προσφυγικού κόσμου, ο οποίος ήλθεν εις την Ελλάδα»· βλ. Ελεύθερον Βήμα, 13 Οκτωβρίου 1930. Η σημασία που απέδιδε ο Βενιζέλος στο ζήτημα της όσο το δυνατόν ταχύτερης απομάκρυνσης των μουσουλμάνων από την Ελλάδα ως μέσο για την επιτάχυνση της προσφυγικής αποκατάστασης, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι δεν απέκλειε την ανάληψη μονομερούς –σε περίπτωση αποτυχίας κατάληξης σε συμφωνία με την Άγκυρα– δράσης εκ μέρους της Αθήνας προκειμένου να την εφαρμόσει στην πράξη, όπως αποκάλυπτε στον ίδιο τον Νάνσεν: «Ίσως εν αποτυχία των λοιπών ανωτέρας τάξεως επιχειρημάτων σας, θα ηδύνασθε να υποδείξετε εις Μ[ουσταφά] Κεμάλ ότι αν δεν συναινέση εις την μετανάστευσιν ταύτην των εν Ελλάδι Τούρκων, η Ελληνική Κυβέρνησις υπό την πίεσιν της αδηρίτου ανάγκης θα αναγκασθή πιθανώς να επιβάλη εις τους επί του εδάφους [της] Τούρκους την μετανάστευσιν ταύτην»· βλ. ΑΕΒ, 173/φάκ. 268, Βενιζελος προς Νάνσεν, [Λονδίνο], 17 Οκτωβρίου 1922. Πρβλ. ΔΙΑΥΕ, 1922, 88.2, Βενιζέλος προς Υπουργείο Εξωτερικών, αρ. 3435, Λονδίνο, 17 Οκτωβρίου 1922.

[20] Άρθρο 11. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις 7 Ιουλίου 1927, μετά από κοινή μεταξύ τους συμφωνία, η ελληνική και η τουρκική κυβέρνηση αποφάσισαν τη μείωση των αντιπροσώπων τους στη Μικτή Επιτροπή από τέσσερα σε δύο άτομα για κάθε χώρα. Έτσι, από εκείνη την ημέρα  η Μικτή Επιτροπή περιλάμβανε συνολικά επτά (δύο Έλληνες, δύο Τούρκους και τρεις ουδέτερους) και όχι ένδεκα μέλη όπως προέβλεπε η Σύμβαση της Λωζάννης· βλ. Ladas, The exchange of minorities, σ. 356.

[21] Άρθρο 12.

[22] Άρθρο 13.

[23] Την προσδοκία αυτή περιέγραφε με γλαφυρό τρόπο λίγα χρόνια αργότερα ο έγκριτος αντιβενιζελικός δημοσιογράφος και εκδότης της Καθημερινής, Γεώργιος Βλάχος: «Προχείρως όμως ηδύνατο και από τον πλέον αναρμόδιον άνθρωπον να γίνη μία εκτίμησις των εγκαταλειφθεισών περιουσιών: Όταν από ένα τόπον φεύγουν εν και ήμισυ εκατομμύριον άνθρωποι και καταλείπουν εκεί τας περιουσίας των και από ένα άλλον τόπον φεύγουν τριακόσιαι χιλιάδες άνθρωποι και κάμνουν το ίδιον, ποίων αι περιουσίαι θα είνε εν συνόλω ανώτεραι; των τριακοσίων χιλιάδων ή του ενός και ημίσεος εκατομμυρίου; Φυσικά, των δευτέρων. Ετέθη λοιπόν ως τι αναντίρρητον και ακλόνητον ότι αι ελληνικαί περιουσίαι ήσαν –και ήσαν– ασυγκρίτως μεγαλείτεραι από τας Τουρκικάς και ότι όταν ποτέ γίνη η διπλή εκκαθάρισις θα λάβωμεν ημείς, διά να δώσωμεν εις τους πρόσφυγας, το υπόλοιπον από την Τουρκίαν»· βλ. Η Καθημερινή, 15 Ιουνίου 1930. Ανάλογη εκτίμηση διατυπώνεται σε έγγραφο που σώζεται στο ΑΙΠ, 228/φάκ. 14: «Οπωσδήποτε και αν εκτιμηθούν αι ανταλλάξιμοι κινηταί και ακίνηται περιουσίαι η υπέρ ημών διαφορά θα είναι μεγίστη. Τούτο καταφαίνεται πρώτον εκ του πενταπλασίου και πλέον αριθμού του πληθυσμού των ανταλλαξίμων Ελλήνων απέναντι των ανταλλαξίμων Τούρκων, δεύτερον εκ της μεγαλειτέρας οικονομικής ανθηρότητος των Ελλήνων, τρίτον εκ της μεγάλης αξίας και των εγκαταλειφθεισών συνάμα κινητών ελληνικών περιουσιών, οίας οι τούρκοι δεν εγκατέλειψαν εν Ελλάδι, και τέταρτον εκ της ελλείψεως γαιών και οικημάτων προς εγκατάστασιν των ελλήνων προσφύγων και της δαπάνης δεκάδων εκατομμυρίων λιρών στερλινών υπό του Ελλ. Κράτους προς εγκατάστασιν τούτων, ενώ η Τουρκική Κυβέρνησις ου μόνον ουδεμίαν δαπάνην υπέστη διά την εγκατάστασιν των Τούρκων προσφύγων ένεκα της αφθονίας των εγκαταλειφθεισών εν Τουρκία ελληνικών κτημάτων αλλά και πολλά τούτων κατεδαφίζουν, άλλα πωλεί και ενθυλακώνει το αντίτιμον και άλλα εσφετερίσθησαν οι κατά τόπους και χωρία Τούρκοι προύχοντες, τας δε κινητάς ελληνικάς περιουσίας πάσας: εμπορεύματα, έπιπλα, πολύτιμα αντικείμενα κλπ. αξίας πολλαπλασίας της των ελληνικών κτημάτων εσφετερίσθη προς όφελός της»· βλ. ΑΙΠ, 228/φάκ. 14, Νεόφυτος, «Ο απολογισμός των εργασιών της Μικτής Ελληνοτουρκικής Επιτροπής και η εκ τούτου ενδεικνυομένη πορεία» Αθήνα, 16 Αυγούστου 1927. Στο ίδιο έγγραφο, πάντως, σημειωνόταν ότι προκειμένου η διαφορά των εκατέρωθεν περιουσιών να είναι πράγματι σημαντικά μεγαλύτερη υπέρ της Ελλάδας θα έπρεπε να υπολογιστεί οπωσδήποτε η αξία των κινητών που ανήκαν σε Έλληνες ανταλλάξιμους.

[24] Υπουργείο Εξωτερικών, Πράξεις υπογραφείσαι εν Λωζάννη, σ. 75.

[25] ΔΙΑΥΕ, 1929, Β/68, Τσαμαδός, «Εγκύκλιος προς απάσας τας Πρεσβείας», αρ. 13076, Αθήνα, 14 Νοεμβρίου 1929· ΔΙΑΥΕ, 1929-1930, Β/68/Ι, Τσαμαδός προς Μιχαλακόπουλο, [Αθήνα], 20 Νοεμβρίου 1929. Για το γεγονός ότι η Μικτή Επιτροπή αποδέχθηκε την επέκταση της εφαρμογής της Ένατης Δήλωσης σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια και όχι μόνο στα εδάφη που συμπεριλαμβάνονταν στο ελληνικό κράτος πριν τον Οκτώβριο του 1912 βλ. ΑΙΠ, 228/φάκ. 14, Πολίτης προς Ρέντη, αρ. 7072, [Κωνσταντινούπολη], 24 Σεπτεμβρίου 1925. Πρβλ. ΔΙΑΥΕ, 1926, 60.1, Πολίτης προς Ρούφο (έκθεση), Αθήνα, 19 Μαρτίου 1926. Αντίγραφο του ίδιου εγγράφου υπάρχει στο ΑΙΠ, 228/φάκ. 14.

[26] Foreign Office (Public Record Office), 371/14391, C 5972/5972/19, Ράμσαιη προς Χέντερσον, «Annual Report, 1929», αρ. 77, Αθήνα, 16 Ιουλίου 1930.

[27] Από την ανταλλαγή εξαιρέθηκαν με βάση το άρθρο 14 της μεταγενέστερης Συνθήκης Ειρήνης και οι Έλληνες της Ίμβρου και της Τενέδου, στους οποίους, μάλιστα, παραχωρήθηκε ειδικό καθεστώς ευρείας τοπικής αυτονομίας, το οποίο, ωστόσο, ουδέποτε εφαρμόσθηκε στην πράξη από τουρκικής πλευράς. Για το ιστορικό των κατοπινών εξελίξεων στα δύο νησιά βλ. Alexis Alexandris, «Imbros and Tenedos: A study of Turkish attitudes toward two ethnic Greek island communities since 1923», Journal of the Hellenic Diaspora, 7 (1980), σ. 5-21.

[28] Οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 16 της Σύμβασης της Ανταλλαγής είχαν ως εξής: «Ουδέν εμπόδιον θέλει παρεμβληθή διά την παρά των κατοίκων, των δυνάμει του άρθρου 2 εξαιρουμένων της ανταλλαγής περιοχών, ελευθέραν άσκησιν του δικαιώματος αυτών όπως παραμείνωσιν εκεί ή επιστρέψωσιν και απολαμβάνωσιν ακωλύτως της ελευθερίας των και των δικαιωμάτων αυτών ιδιοκτησίας εν Τουρκία και εν Ελλάδι».

[29] Alexis Alexandris, The Greek minority of Istanbul and Greek-Turkish relations, 1918-1974 (Αθήνα: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, 21992), σ. 86. Παράλληλα, απορρίφθηκε και η τουρκική απαίτηση διεξαγωγής τοπικού δημοψηφίσματος στη Δυτική Θράκη· βλ. Γιάννης Ν. Γιανουλόπουλος, «Η ευγενής μας τύφλωσις…». Εξωτερική πολιτική και «εθνικά θέματα» από την ήττα του 1897 έως τη Μικρασιατική Καταστροφή (Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2001), σ. 306, και Μιράντα Παξιμαδοπούλου-Σταυρινού, Η Δυτική Θράκη στην εξωτερική πολιτική της Βουλγαρίας. Το ζήτημα της βουλγαρικής οικονομικής διεξόδου στο Αιγαίο, 1919-1923 (Αθήνα: Gutenberg, 1997), σ. 211-212. Αξίζει να σημειωθεί ότι απαντώντας στο τουρκικό αίτημα, ο Βενιζέλος τόνισε μεταξύ άλλων ότι η εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού της εν λόγω περιοχής είχε μεταβληθεί σημαντικά μετά την εισροή χιλιάδων Ελλήνων προσφύγων από την Ανατολική Θράκη, με αποτέλεσμα οι Έλληνες να υπερτερούν αριθμητικά στη Δυτική Θράκη· βλ. Παξιμαδοπούλου-Σταυρινού, Η Δυτική Θράκη, σ. 212 (υποσημ. 8). Πρβλ. Στεφάνου, Ελευθερίου Βενιζέλου, σ. 259.

[30] Αλέξης Αλεξανδρής, «Το ιστορικό πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, 1925-1955», στο: Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, 1923-1987 (Αθήνα: Γνώση, 1988) σ. 38-39.

[31] Για τις διαπραγματεύσεις της Λωζάννης σχετικά με το ζήτημα του Πατριαρχείου βλ. αναλυτικότερα Alexandris, The Greek minority, σ. 87-95· Χαράλαμπος Ι. Ψωμιάδης, Η τελευταία φάση του Ανατολικού Ζητήματος. Συμβολή στη μελέτη των ελληνοτουρκικών διπλωματικών σχέσεων (Αθήνα: Έφεσος, 2004), σσ. 125-130. Ειδικότερα για τις τουρκικές θέσεις και τη μεταστροφή τους λόγω των διεθνών πιέσεων που ασκήθηκαν στην Άγκυρα βλ. Υπουργείο Εξωτερικών, Ελληνικά διπλωματικά έγγραφα, σ. 263-264, Κακλαμάνος προς Αλεξανδρή, αρ. 471/14167, Λωζάννη, 2/15 Δεκεμβρίου 1922· σ. 268-269, Κακλαμάνος προς Αλεξανδρή, αρ. 496/14211, Λωζάννη, 4/17 Δεκεμβρίου 1922· σ. 352-353, Κακλαμάνος προς Αλεξανδρή, αρ. 790/15153, Λωζάννη, 28 Δεκεμβρίου 1922/10 Ιανουαρίου 1923. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στη Λωζάννη, ο Βενιζέλος, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση της Τουρκίας για την παραμονή του Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη, δεσμεύτηκε προφορικά ενώπιον του Ισμέτ ότι η ελληνική κυβέρνηση θα φρόντιζε να απομακρυνθεί από τον Οικουμενικό Θρόνο ο εν ενεργεία από το Δεκέμβριο του 1921 Πατριάρχης Μελέτιος Δ΄ (κατά κόσμο Μεταξάκης), τον οποίο η Άγκυρα θεωρούσε ανεπιθύμητο εξαιτίας της δράσης του κατά τη διάρκεια της διασυμμαχικής κατοχής της Κωνσταντινούπολης. Παρά τις αρχικές του αντιρρήσεις, ο Μελέτιος αναγκάστηκε τελικά τον Ιούλιο του 1923 να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη με προορισμό το Άγιο Όρος, ενώ τον Οκτώβριο του ίδιου έτους ανακοίνωσε επίσημα την παραίτησή του, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για τη διαδοχή του, η οποία θα πραγματοποιηθεί δύο μήνες αργότερα με την εκλογή ως νέου Πατριάρχη του Γρηγόριου Ζ΄ (κατά κόσμο Ζερβουδάκη).

[32] Για τη θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης βλ. εν συντομία Th. Agnides, The Ecumenical Patriarchate of Constantinople in the light of the Treaty of Lausanne (Νέα Υόρκη: χ.ε., 1964).

[33] Βάσει αυτών των διατάξεων, η τουρκική κυβέρνηση αναλάμβανε την υποχρέωση να παρέχει σε όλους τους κατοίκους της χώρας πλήρη και απόλυτη προστασία της ζωής και της ελευθερίας τους «[…] αδιακρίτως γεννήσεως, εθνικότητος, γλώσσης, φυλής ή θρησκείας» (άρθρο 38). Ταυτόχρονα, διασφαλιζόταν η ανεξιθρησκία (άρθρο 38), η ισότητα των πολιτών –ανεξαρτήτως θρησκεύματος– έναντι του νόμου (άρθρο 39), η ακώλυτη χρησιμοποίηση των μειονοτικών γλωσσών (άρθρο 39), καθώς και το δικαίωμα των μειονοτήτων να συντηρούν σχολεία και κάθε είδος φιλανθρωπικό, θρησκευτικό ή κοινωφελές ίδρυμα (άρθρο 40). Επιπλέον, η τουρκική κυβέρνηση δεσμευόταν να διευκολύνει τη διδασκαλία των μειονοτικών γλωσσών (άρθρο 41), να λάβει τα κατάλληλα μέτρα έτσι ώστε τα ζητήματα που αφορούσαν στην οικογενειακή ή προσωπική κατάσταση των ατόμων που ανήκαν σε μειονότητες να διευθετούνται σύμφωνα με τα έθιμα αυτών των μειονοτήτων (άρθρο 42), να παρέχει προστασία στα μειονοτικά θρησκευτικά ιδρύματα και να μην παρεμποδίζει την ίδρυση ανάλογων ιδρυμάτων –συμπεριλαμβανομένων και των φιλανθρωπικών– (άρθρο 42), ενώ τέλος τα μέλη των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων απαλλάσσονταν από την εκτέλεση οποιασδήποτε πράξης που αποτελούσε παράβαση της πίστης ή των θρησκευτικών τους εθίμων (άρθρο 43). Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι με ρητή διάταξη του άρθρου 45, όλα τα δικαιώματα  που αναγνωρίζονταν στις μη μουσουλμανικές μειονότητες που διαβιούσαν στην Τουρκία, αναγνωρίζονταν επίσης και από την Ελλάδα στις μουσουλμανικές μειονότητες που περιλαμβάνονταν στην ελληνική επικράτεια.

[34] Γενικότερα για το ζήτημα της προστασίας των μειονοτήτων στα πλαίσια της Κοινωνίας των Εθνών βλ. La S.D.N. et la protection des minorités de race, de langue et de religion (Γενεύη: Éditions de la S.D.N., 1927), και P. de y Florez Αzcarate, League of Nations and National Minorities (Ουάσιγκτον: Carnegie Endowment for International Peace, 1945). Bλ. ακόμα Jacques Fouques-Duparc, La protection des minorités de race, de langue et de religion (Παρίσι: Librairie Dalloz, 1922), και Athanase Moskov, La garantie internationale en droit des minorités (Παρίσι: χ.ε., 1936).

[35] Σύμφωνα με τα στοιχεία της Μικτής Επιτροπής, ο αριθμός των Ελλήνων που μετακινήθηκαν μετά την υπογραφή και την εφαρμογή της Σύμβασης της Ανταλλαγής ανήλθε σε 189.916 και αναλυόταν ως εξής:

Με τη φροντίδα της Υποεπιτροπής της Μερσίνας (1924-1925)

 

50.124

 

Με τη φροντίδα της Υποεπιτροπής της Σαμψούντας (1924)

 

38.164

 

Από τη Σμύρνη χωρίς την παρέμβαση της Μικτής Επιτροπής

 

2.500

 

Από τις Σαράντα Εκκλησιές

 

1.117

 

Σύνολο

 

189.916

 

Βλ. Ladas, The exchange of minorities, σ. 438.

[36] Σύμφωνα με τα στοιχεία της γενικής απογραφής πληθυσμού που διενεργήθηκε τον Μάιο του 1928, ο αριθμός των προσφύγων που είχαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ανερχόταν σε 1.017.794. Υπήρχαν ακόμα 86.422 πρόσφυγες που είχαν φτάσει στην Ελλάδα πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Έτσι, ο συνολικός αριθμός των προσφύγων ήταν 1.104.216:

Τόπος προέλευσης

 

Πριν από τη

Μικρασιατική Καταστροφή

 

Μετά τη

Μικρασιατική Καταστροφή

Σύνολο

 

Μικρά Ασία

 

37.728

589.226

626.954

 

Πόντος

 

17.528

164.641

182.169

 

Ανατολική Θράκη

 

27.057

229.578

256.635

Κωνσταντινούπολη

 

4.109

34.349

38.458

 

Σύνολο

 

86.422

1.017.794

1.104.216

 

Βλ. Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Στατιστικά αποτελέσματα της απογραφής του πληθυσμού της Ελλάδος της 15-16 Μαΐου 1928. Ι. Πραγματικός και νόμιμος πληθυσμός – Πρόσφυγες (Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο, 1935), σ. μστ΄.

[37] Σύμφωνα με τα στοιχεία της Μικτής Επιτροπής, ο αριθμός των μουσουλμάνων που μετακινήθηκαν μετά την υπογραφή και την εφαρμογή της Σύμβασης της Ανταλλαγής ανήλθε σε 355.635 και αναλυόταν ως εξής:

 

Με τη φροντίδα της Υποεπιτροπής της Θεσσαλονίκης (1923-1924) 109.577

 

Με τη φροντίδα της Υποεπιτροπής του Ρεθύμνου (1923-1924) 13.797

 

Με τη φροντίδα της Υποεπιτροπής των Χανίων (1923-1924) 8.142

 

Με τη φροντίδα της Υποεπιτροπής της Δράμας (1923-1924) 76.047

 

Με τη φροντίδα της Υποεπιτροπής της Καβάλας (1923-1924) 45.527

 

Με τη φροντίδα της Υποεπιτροπής της Κοζάνης (1923-1924) 26.623

 

Από την Κοζάνη και την Πτολεμαΐδα (1924) 34.653

 

Με τη φροντίδα της Υποεπιτροπής της Ηγουμενίτσας (1925) 2.989

 

Από τη Λέσβο χωρίς την παρέμβαση της Μικτής Επιτροπής 7.500

 

Σύνολο 355.635

Βλ. Ladas, The exchange of minorities, σ. 438-439.

[38] Antonis Klapsis, «Violent Uprooting and Forced Migration: A Demographic Analysis of the Greek Populations of Asia Minor, Pontus and Eastern Thrace», Middle Eastern Studies, 50.4 (2014), σ. 622-639.

[39] Αντώνης Κλάψης, Το ελληνοτουρκικό Οικονομικό Σύμφωνο της 10ης Ιουνίου 1930: ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η διευθέτηση των εκκρεμοτήτων της Σύμβασης της Λωζάννης για την Ανταλλαγή των Πληθυσμών (Χανιά/Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Μελετών και Ερευνών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» – Ι. Σιδέρης, 2010).

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Frédéric Guelton Ο Πόλεμος του Περσικού Κόλπου Μέρος B΄: Επιχείρηση “Καταιγίδα της Ερήμου” (17 Ιανουαρίου – 28 Φεβρουαρίου 1991)

Frédéric Guelton

Ο Πόλεμος του Περσικού Κόλπου

Μέρος B΄: Επιχείρηση “Καταιγίδα της Ερήμου”

(17 Ιανουαρίου – 28 Φεβρουαρίου 1991)

 

Ο συσχετισμός των δυνάμεων στις 15 Ιανουαρίου

Με την εκπνοή της προθεσμίας του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (15 Ιανουαρίου 1991) και ενώ τα στρατεύματα του συμμαχικού συνασπισμού βρίσκονταν επί ποδός πολέμου, ο συσχετισμός των δυνάμεων στο επιχειρησιακό θέατρο ήταν εμφανώς ευνοϊκός γι’ αυτά. Έμελλε να βελτιωθεί παραπάνω στη διάρκεια της φάσης των αεροπορικών επιδρομών, καθότι στόχος των τελευταίων ήταν η μείωση κατά 50% της μαχητικής ετοιμότητας των ιρακινών δυνάμεων κατοχής του Κουβέιτ. Η μέση αναλογία υπέρ του συνασπισμού ήταν της τάξεως του 1,6 προς 1. Κατά περίπτωση, ωστόσο, παρουσίαζε διακυμάνσεις (2,7 προς 1 προς όφελος του αμερικανικού 7ου Σώματος Στρατού, επιφορτισμένου με την αποστολή της εξουδετέρωσης της ιρακινής Προεδρικής Φρουράς, 1,3 προς 1 σε βάρος των μονάδων του κεντρικού τομέα, οι οποίες και θα αναλάμβαναν την επίθεση προς βορρά). Οι παραπάνω αναλογίες είναι σχετικές στο ποσοστό που δεν αντικατοπτρίζουν τις μεγάλες διαφορές μεταξύ των εμπολέμων.

Την παραμονή της έναρξης των εχθροπραξιών, ο ιρακινός στρατός παρέμενε υπολογίσιμος. Οι αμερικανικές στρατιωτικές υπηρεσίες πληροφοριών (Defense Intelligence Agency – DIA) εκτιμούσαν ότι οι δυνάμεις κατοχής του Κουβέιτ ανέρχονταν σε 540.000 άνδρες, 4.200 άρματα μάχης, 2.800 τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού και 3.100 πυροβόλα.[1] Διέθεταν, τόσο επιτόπου όσο και στο νότιο Ιράκ, αποθέματα για έναν μήνα σφοδρών συγκρούσεων. Οι συστοιχίες των πυραύλων Scud αποτελούσαν μόνιμη απειλή καθότι ήταν μετακινούμενες και δύσκολα εντοπιζόμενες, το δε βεληνεκές τους ήταν σε θέση να πλήξει στόχους εντός του εδάφους της Σαουδικής Αραβίας και του Ισραήλ. Σε αντίθεση με τα παραπάνω, η ιρακινή αεροπορία απαρτιζόταν, σε μεγάλο ποσοστό, από παλαιά αεροσκάφη και άπειρους χειριστές. Το ηθικό ήταν χαμηλό εξαιτίας του φαινομένου μιας μαζικής λιποταξίας, το μέγεθος της οποίας ήταν αδύνατο να εκτιμηθεί. Η εικασία, βάσει της οποίας οι ιρακινές αρχές είχαν συγκροτήσει ειδικές μονάδες, επιφορτισμένες με τον εντοπισμό και την εκτέλεση των λιποτακτών επιβεβαιώθηκε έπειτα από το πέρας των εχθροπραξιών.[2]

Τοιχογραφία σε κωμόπολη του βορείου Ιρακ με θέμα τους πυραύλους Scud του Saddam Hussein.

Οι χερσαίες δυνάμεις του συμμαχικού συνασπισμού, οι οποίες προορίζονταν για την επίθεση, αριθμούσαν εννέα αμερικανικές Μεραρχίες, έξι αραβο-μουσουλμανικές,[3] μια βρετανική τεθωρακισμένη Μεραρχία και άλλη μια γαλλική. Το αεροπορικό δυναμικό ξεπερνούσε τα 2.500 αεροσκάφη, κυρίως αμερικανικά. Στα νερά του Περσικού Κόλπου και της Ερυθράς Θάλασσας ναυλοχούσε ένας πανίσχυρος στόλος, αποτελούμενος, μεταξύ άλλων, από 6 αεροπλανοφόρα, δυο θωρηκτά, ικανό αριθμό υποβρυχίων εξοπλισμένων με πυραύλους Cruise και ένα σώμα 17.000 πεζοναυτών έτοιμο να αποβιβαστεί ανά πάσα στιγμή στις ακτές του Κουβέιτ. Συνολικά, άνω των 540.000 ανδρών από 31 διαφορετικές χώρες συμμετείχαν, με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, στην επιχείρηση “Καταιγίδα της Ερήμου”. Οι στρατιωτικές δυνάμεις 17 εξ αυτών ετοιμάζονταν να απελευθερώσουν το εμιράτο.

 

Η εναέρια επίθεση “Instant Thunder

Αποστολή της εναέριας επιχείρησης “Στιγμιαίος Κεραυνός” (Instant Thunder) ήταν η καταφορά, ευθύς εξ αρχής, καίριων πληγμάτων εις βάρος των υποδομών του αντιπάλου. Η επιχείρηση ξεκίνησε τα απόγευμα της 16ης Ιανουαρίου και ενώ η υφήλιος ολόκληρη ανέμενε θεαματικές εξελίξεις αμέσως μετά την εκπνοή του τελεσιγράφου του ΟΗΕ. Περί τα 160 αεροσκάφη αναγνώρισης, ανεφοδιασμού και καθοδήγησης έθεσαν υπό παρακολούθηση τον εναέριο χώρο της ευρύτερης περιοχής. Μια δύναμη 12 ελικοπτέρων κατέστρεψε εντός του ιρακινού εδάφους τα σημαντικότερα κέντρα ραδιοεντοπισμού (ραντάρ) της χώρας, καθιστώντας αδύνατη την ανίχνευση και παρακολούθηση στόχων ευρισκομένων σε μεγάλη απόσταση. Κατόπιν τούτου, επλήγησαν στρατηγικοί στόχοι στο κέντρο της Βαγδάτης από αμερικανικά βομβαρδιστικά τύπου Β-52, τα οποία είχαν απογειωθεί από τη βάση Barksdale της Λουιζιάνας, από “αόρατα” βομβαρδιστικά F-117 τεχνολογίας Stealth και από πυραύλους Tomahawk, που εκτοξεύτηκαν από τα πλοία του στόλου. Ο συνδυασμός των παραπάνω έθεσε εκτός λειτουργίας το σύνολο της ιρακινής αεράμυνας. Την επόμενη νύκτα, περί τα 700 αεροσκάφη επιδόθηκαν στη συστηματική καταστροφή 250 προεπιλεγμένων στόχων, 50 περίπου εκ των οποίων βρίσκονταν στο κέντρο και πέριξ της Βαγδάτης. Με τη συμπλήρωση του πρώτου 24ώρου, το καθεστώς του Saddam Hussein αιφνιδιασμένο και αποκομμένο από τον έξω κόσμο, εξέπεμπε  σημεία παράλυσης.

Στις 17 Ιανουαρίου επλήγησαν με τη σειρά τους τα στρατεύματα κατοχής του Κουβέιτ από μια δύναμη 200 αεροσκαφών. Το ίδιο βράδυ, διαπιστώθηκε πως μέχρι στιγμής μοναδική απώλεια ήταν ένα αγνοούμενο αεροσκάφος της αεροπορίας ναυτικού, τη στιγμή που οι πλέον αισιόδοξοι υπολογισμοί λίγο πριν από την εκδήλωση της επιχείρησης έκαναν λόγο για απώλειες της τάξεως του 10%!

Αεροσκάφη της αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας υπερίπτανται των φλεγομένων πετρελαιοπηγών του Κουβέιτ.

Κατά τη δεύτερη εβδομάδα των εναερίων επιχειρήσεων, μεταξύ 24 και 30 Ιανουαρίου, η κυριαρχία στους αιθέρες ήταν πλήρης με απώλεια τριών, μόλις, αεροσκαφών. Μπορούσαν πλέον να πληγούν όλοι περίπου οι στόχοι δίχως  την απειλή της ιρακινής αεροπορίας, τα 120 αεροσκάφη της οποίας είχαν καταφύγει στο γειτονικό Ιράν! Η απομόνωση από αέρος του πεδίου των εχθροπραξιών ολοκληρώθηκε με την καταστροφή των γεφυρών των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη, καθώς και με εκείνη των κυριότερων υποδομών εφοδιασμού και μεταφορών. Από τις 4 Φεβρουαρίου και κατόπιν, ο ανεφοδιασμός των στρατευμάτων κατοχής του Κουβέιτ ήταν πρακτικά αδύνατος.[4]

Εν συνεχεία, η δραστηριότητα της συμμαχικής αεροπορίας επικεντρώθηκε ενάντια στα ιρακινά τεθωρακισμένα, θαμμένα συχνά κάτω από την επιφάνεια της ερήμου και με προσανατολισμό πάντοτε προς τον Νότο. Η τακτική αυτή, απόρροια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αποδείχθηκε μοιραία για τους αμυνόμενους από τη στιγμή που, έπειτα από μια ηλιόλουστη ημέρα, η θερμοκρασία της ερήμου έπεφτε ταχύτερα από εκείνη της θωράκισης των αρμάτων μάχης, με αποτέλεσμα τα τελευταία να εντοπίζονται εύκολα από τηλεκατευθυνόμενους με υπέρυθρη καθοδήγηση πυραύλους. Έτσι, άλλωστε, εξηγείται η χρήση μεγάλου αριθμού (5.000) πυραύλων Maverick, οι οποίοι κατέστρεψαν το 90% περίπου των ιρακινών τεθωρακισμένων.

Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΙΡΑΚΙΝΩΝ ΑΡΜΑΤΩΝ ΜΑΧΗΣ ΣΤΟ ΚΟΥΒΕΙΤ

(Εκτιμήσεις του United States Central Command-CENTOM κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων)

Μεταξύ της 17ης Ιανουαρίου και της 20ής Φεβρουαρίου, ήταν εμφανές ότι οι αρχικοί στόχοι είχαν ξεπεραστεί κατά πολύ. Ο Saddam Hussein δεν διοικούσε πλέον τη χώρα του, έχοντας ταυτόχρονα απωλέσει τον έλεγχο των ενόπλων δυνάμεων. Το ηθικό των τελευταίων είχε καταρρακωθεί έπειτα από την εξουδετέρωση κατά το ήμισυ των ιρακινών δυνάμεων κατοχής του Κουβέιτ. Μετά το πέρας του πολέμου, ένας ανώτατος αξιωματικός εκμυστηρεύτηκε πως εκείνο που φοβόταν περισσότερο ήταν “οι αρνητικές συνέπειες των αεροπορικών βομβαρδισμών σε βάρος του ηθικού των ανδρών του”.[5]

First Strike Gulf War Air Campaign 1991

 

Η χερσαία επίθεση

Το κλειδί της επιτυχίας για τα κράτη του συνασπισμού ήταν η μετάθεση του κέντρου βάρους της επίθεσης στο αριστερό (δυτικό) άκρο της διάταξης των δυνάμεών τους. Το όλο σκεπτικό δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας. Στόχος ήταν η παραπλάνηση του αντιπάλου με ενέργειες αντιπερισπασμού και η καταφορά καίριων πληγμάτων αξιοποιώντας στο έπακρο το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Η μαζική αεροπορική επίθεση της 17ης Ιανουαρίου και των εβδομάδων που ακολούθησαν αποπροσανατόλισαν τους Ιρακινούς και απέσπασαν την προσοχή τους από τις κινήσεις των χερσαίων δυνάμεων. Όταν η επιχείρηση  Instant Thunder τερματίστηκε στις 24 Φεβρουαρίου, δυο Σώματα Στρατού (περί τους 270.000 άνδρες) είχαν μετακινηθεί δίχως να έχουν σχεδόν γίνει αντιληπτά σε μια ακτίνα 250 έως 420 χιλιομέτρων.

Στις 25 Φεβρουαρίου, οι χερσαίες δυνάμεις είχαν αναπτυχθεί με κατεύθυνση από Δυσμάς προς Ανατολάς ως εξής, συγκροτώντας πέντε μεγάλες ομάδες: ένα αμερικανικό Σώμα Στρατού και μια γαλλική Μεραρχία, ένα δεύτερο αμερικανικό Σώμα Στρατού και μια βρετανική Τεθωρακισμένη Μεραρχία, ένα πρώτο μέρος των αραβομουσουλμανικών στρατευμάτων, ένα εκστρατευτικό Σώμα Αμερικανών Πεζοναυτών, τέλος, το υπόλοιπο των αραβομουσουλμανικών στρατευμάτων.

Η διάταξη των αντιπάλων.

Στο απέναντι στρατόπεδο, οι Ιρακινοί, μη γνωρίζοντας την ακριβή θέση των αντιπάλων, είχαν οργανώσει μια a priori αμυντική διάταξη  ανάλογη με εκείνη που τους είχε εξασφαλίσει επιτυχίες στη διάρκεια του πολέμου με το Ιράν. Ωστόσο, η διάταξη αυτή παρουσίαζε δυο μειονεκτήματα μείζονος σημασίας. Το πρώτο από αυτά ήταν η πρόσληψη του αντιπάλου. Τα στρατεύματα του συνασπισμού είχαν ελάχιστα κοινά γνωρίσματα με τον ιρανικό στρατό. Πρόκειται για μια διαπίστωση, η οποία δεν είχε να κάνει με την ανδρεία των μαχητών, όσο με τη μέθοδο, η οποία ήταν εκ διαμέτρου διαφορετική. Ο πόλεμος Ιράν-Ιράκ και ο στατικός τρόπος με τον οποίο είχε διεξαχθεί, παρέπεμπε σε τακτικές τύπου Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Αντίθετα, στην περίπτωση του Πολέμου του Περσικού, τα στρατεύματα του συνασπισμού είχαν να επιδείξουν όλα τα διακριτικά γνωρίσματα της μετα-βιομηχανικής εποχής. Στηρίζονταν στην απόλυτη κυριαρχία του ραδιοηλεκτρικού χώρου, στην ταχύτητα των μετακινήσεων, στην ισχύ και ακρίβεια της δύναμης πυρός, στη νυχθημερόν ακατάπαυστη διενέργεια των επιχειρήσεων, τέλος, στη χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας.

Το δεύτερο μεγάλο μειονέκτημα του σχεδίου των Ιρακινών συνίστατο στην εσφαλμένη αντίληψη που είχαν σχετικά με το πεδίο των εχθροπραξιών. Προετοιμάζονταν συστηματικά για την απόκρουση μιας κατά μέτωπο επίθεσης προερχόμενης από το Νότο. Αυτό, άλλωστε, πρόδιδε και η διάταξη του αμυντικού τους συστήματος, προσανατολισμένη εξ ολοκλήρου προς την παραπάνω κατεύθυνση, σε μια στιγμή που ο αντίπαλος είχε επιλέξει την πλευροκόπηση από Δυσμάς.

Εντός του εδάφους του Κουβέιτ, τα ιρακινά στρατεύματα είχαν συμπτυχθεί πίσω από δυο αμυντικές γραμμές. Η πρώτη, σε μικρή απόσταση από τη μεθόριο του εμιράτου με τη Σαουδική Αραβία, απαρτιζόταν από ναρκοπέδια, αντιαρματικά εμπόδια και από χαρακώματα γεμάτα πετρέλαιο, το οποίο, φλεγόμενο, θα καθοδηγούσε τη συμμαχική προέλαση σύμφωνα με τις επιδιώξεις των Ιρακινών.[6] Το όλο παραπάνω σύστημα παθητικής άμυνας διέθετε την υποστήριξη ισχυρού πυροβολικού. Η δεύτερη γραμμή άμυνας, καμμιά εικοσαριά χιλιόμετρα εντός της ενδοχώρας, είχε εντελώς διαφορετική υφή. Πέρα από ανάλογες υποδομές παθητικής άμυνας, αποτελούσε μια πραγματική γραμμή ανάσχεσης μιας εχθρικής προέλασης. Υποστηριζόταν από ένα σύστημα Μεραρχιών που αλληλοκαλύπτονταν, ικανό να κομματιάσει οποιαδήποτε επίθεση. Συγκεντρωμένες στα μετόπισθεν, οι τεθωρακισμένες μονάδες αντεπίθεσης, ανήκουσες στην πλειοψηφία τους στην Προεδρική Φρουρά, θα εξουδετέρωναν επιτόπου οποιαδήποτε μονάδα του αντιπάλου κατόρθωνε να διασπάσει τις δυο αμυντικές γραμμές.[7]

Η χερσαία επίθεση εκδηλώθηκε στις 24 Φεβρουαρίου, κάτω από δυσμενείς μετεωρολογικές συνθήκες για τους επιτιθέμενους. Συχνή βροχόπτωση, συνοδευόμενη από ισχυρές αμμοθύελλες κάλυπταν το σύνολο του μελλοντικού πεδίου επιχειρήσεων. Βορειότερα, μαύρος και παχύς καπνός αναδυόταν από τις φλεγόμενες, κατόπιν εντολής του Saddam Hussein, 508 πετρελαιοπηγές του Κουβέιτ, παρακωλύοντας τις πτήσεις σε χαμηλό ύψος των αεροσκαφών.[8] Στις 4.00 τα ξημερώματα, οι προφυλακές του αριστερού άκρου των δυνάμεων του συνασπισμού εισήλθαν εντός του εδάφους του Κουβέιτ. Δυο ώρες αργότερα, ο πρόεδρος Bush ανακοίνωσε δημόσια την έναρξη της επιχείρησης απελευθέρωσης του εμιράτου. Στις 7.00, ήταν η σειρά της 101ης αμερικανικής αερομεταφερόμενης Μεραρχίας να εμπλακεί, σηματοδοτώντας την μεγαλύτερη επιχείρηση μεταφοράς με ελικόπτερα της Ιστορίας. Χάρη στον εντυπωσιακό αριθμό άνω των 300 εξόδων, μεταφέρθηκε σε βάθος 130 χιλιομέτρων εντός του ιρακινού πλέον εδάφους μια ολόκληρη Ταξιαρχία με το σύνολο της υποστήριξής της. Σκοπός ήταν η δημιουργία μιας προκεχωρημένης βάσης (ονόματι Cobra) από όπου θα ήταν εφικτή η καταφορά πληγμάτων εντός του συνόλου της κοιλάδας του Ευφράτη. Ταυτόχρονα, τα επιθετικά ελικόπτερα, χάρη στην ισχύ πυρός που διέθεταν, καθιστούσαν αδύνατη μια συντεταγμένη υποχώρηση των Ιρακινών.

Η γιγαντιαία επιχείρηση μετακίνησης της 101ης Αερομεταφερόμενης Μεραρχίας εντός της ιρακινής ενδοχώρας.

Έξι ώρες έπειτα από την εκδήλωση της χερσαίας επίθεσης ο Schwarzkopf διαπίστωσε ότι τα μέχρι τότε αποτελέσματα είχαν ξεπεράσει κάθε προσδοκία. Το κυρίαρχο ζήτημα στο συγκεκριμένο στάδιο των επιχειρήσεων ήταν η ακριβής ώρα της επίθεσης των 1.600 αρμάτων μάχης του 7ου Σώματος Στρατού. Μπορεί μεν η απελευθέρωση του Κουβέιτ να εθεωρείτο εφικτή, ωστόσο έπρεπε να εξουδετερωθεί η ιρακινή Προεδρική Φρουρά, ικανή να γλιστρήσει έξω από το δίκτυ, το οποίο είχε ήδη αρχίσει να απλώνεται γύρω από αυτήν. Λίγο πριν από το μεσημέρι, στο συμμαχικό στρατηγείο έφτασαν πληροφορίες περί εκκένωσης της πρωτεύουσας του εμιράτου από την Προεδρική Φρουρά, γεγονός, το οποίο άφηνε ανοικτό το ενδεχόμενο μιας συντεταγμένης γενικής υποχώρησης πριν από την άφιξη των στρατευμάτων του συνασπισμού. Για τον λόγο αυτό, το τελευταίο αποφάσισε να ρίξει στη μάχη τα τεθωρακισμένα 15 ώρες νωρίτερα από ό,τι προέβλεπε το σχέδιο. Υπό συνθήκες σφοδρής  αμμοθύελλας, η αμερικανική 24η Μηχανοκίνητη Μεραρχία προήλασε με ταχείς ρυθμούς, με αποτέλεσμα μέχρι να μεσάνυκτα να έχει καταφέρει να εισέλθει εντός του ιρακινού εδάφους.[9] Η κύρια δύναμη των τεθωρακισμένων δυνάμεων (7ο ΣΣ) καθυστέρησε εξαιτίας των εμποδίων παθητικής άμυνας (ναρκοπέδια, συρματοπλέγματα κλπ.).

Το βράδι της 24ης Φεβρουαρίου είχε καταστεί πλέον σαφές πως ο ιρακινός στρατός, ευρισκόμενος σε κατάσταση πλήρους αποδιοργάνωσης, ήταν ανίκανος να αντισταθεί στη συμπαγή και καλά οργανωμένη επίθεση των δυνάμεων του συνασπισμού. Την ίδια στιγμή, ο ραδιοφωνικός σταθμός της Βαγδάτης ανακοίνωσε πως ο Saddam Hussein είχε διατάξει την πλήρη εκκένωση του Κουβέιτ. Μέχρι στιγμής, οι απώλειες των συμμάχων ανέρχονταν μόλις σε 8 νεκρούς και 27 τραυματίες. Στο αντίπαλο στρατόπεδο είναι αδύνατο να καταμετρήσει κανείς τις απώλειες αλλά και τον ακριβή αριθμό των αιχμαλώτων, ο οποίος ξεπερνούσε ήδη τις 15.000.

February 1991: Gulf War Military Action on Saudi Arabian Frontline, Saudi/Kuwait Border

 

Την επομένη (25 Φεβρουαρίου) η προέλαση συνεχίστηκε με ανάλογους ρυθμούς δίχως κάποια αξιόλογη αντίσταση, πέρα από εκείνη της 26ης Μεραρχίας Πεζικού, η οποία εξολοθρεύτηκε μέσα σε λίγα λεπτά. Την ίδια στιγμή, στη Βαγδάτη, αναμεταδόθηκε διάγγελμα του Saddam Hussein, με το οποίο ανακοίνωνε επίσημα την απόσυρση των ιρακινών στρατευμάτων από το Κουβέιτ, διατηρώντας ωστόσο την νομιμότητα των ιστορικών, όπως εμφατικά δήλωσε, διεκδικήσεων της χώρας του επί της περιοχής. Με το πέρας του διαγγέλματος ξεκίνησε μια άτακτη φυγή των ιρακινών στρατευμάτων από το εμιράτο και την πρωτεύουσά του. Οχήματα πάσης φύσεως γεμάτα στρατιώτες και τα πλέον απίθανα αντικείμενα άρχισαν να κατευθύνονται προς τα σύνορα με το Ιράκ, προτού εξαϋλωθούν τελικά από τις αεροπορικές επιδρομές. Με γνώμονα την εξέλιξη των επιχειρήσεων, άμεση προτεραιότητα του Schwarzkopf ήταν πλέον η καταστροφή του μεγαλύτερου μέρους του στρατιωτικού υλικού το ταχύτερο δυνατόν, προτού προλάβει να συνομολογηθεί οποιαδήποτε κατάπαυση του πυρός.[10]

Οι επιχειρήσεις της 26ης Φεβρουαρίου σηματοδοτήθηκαν από σφοδρές μάχες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η αντίσταση, την οποία προέβαλε η Μεραρχία Tawakalna της Προεδρικής Φρουράς.[11] Τις πρώτες απογευματινές ώρες, ένα αμερικανικό Σύνταγμα (2ο Σύνταγμα Τεθωρακισμένου Ιππικού –  2nd ACR) βρέθηκε αντιμέτωπο με τα τεθωρακισμένα της Μεραρχίας  Tawakalna. Η σύγκρουση διεξήχθη υπό σφοδρή αμμοθύελλα. Οι Αμερικανοί, χάρη στον εξοπλισμό νυκτερινής όρασης, τον οποίο αναγκάστηκαν να θέσουν σε λειτουργία, αν και υστερώντας σε αριθμό, κατάφεραν να καταστρέψουν τα εχθρικά άρματα το ένα μετά το άλλο, παραμένοντας οι ίδιοι εκτός βεληνεκούς του εχθρού. Πρόκειται για την επονομαζόμενη Μάχη του Τετραγώνου 73-ανατολικά (Battle of 73 Easting).[12] Η χρήση της τεχνολογίας ισοσκέλισε την αριθμητική κατωτερότητα, καθώς καταστράφηκαν περί τα 30 εχθρικά άρματα και αιχμαλωτίστηκαν 1.300 αντίπαλοι δίχως την παραμικρή ανθρώπινη απώλεια.

Battle Of 73 Easting: Brutal Tank Combat For The Gulf | Greatest Tank Battles | Timeline

 

Στους υπόλοιπους τομείς του μετώπου η προέλαση συνεχίστηκε δίχως αξιόλογη αντίσταση. Με τη δύση του ηλίου, ο συνολικός αριθμός των αιχμαλώτων είχε ξεπεράσει τους 30.000. Σύμφωνα με υπολογισμούς των Υπηρεσιών Πληροφοριών, 26 Μεραρχίες του ιρακινού στρατού είχαν τεθεί εκτός μάχης μέσα σε χρονικό διάστημα τριών, μόλις, ημερών.

Στις 27 Φεβρουαρίου, τα παναραβικά στρατεύματα, με την υποστήριξη αμερικανικών ειδικών μονάδων, απελευθέρωσαν την πόλη του Κουβέιτ μέσα σε ατμόσφαιρα γενικής ευφορίας. Την ίδια ώρα, συνεχιζόταν η συστηματική εξολόθρευση της Προεδρικής Φρουράς.[13] Κατόπιν τούτων, οι εξελίξεις προσέλαβαν καταιγιστικούς ρυθμούς. Στη Βαγδάτη, ο αναπληρωτής πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών Tarek Aziz ενημέρωσε το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ότι το Ιράκ “αποδέχεται να συμμορφωθεί πλήρως με την απόφαση 660 και οποιαδήποτε άλλη απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας”. Ο πρόεδρος Bush, σε διάγγελμα προς το Έθνος δήλωσε πως “[…] με χαρά ήταν σε θέση να ανακοινώσει ότι τα μεσάνυκτα, 100 ώρες έπειτα από την έναρξη των χερσαίων επιχειρήσεων και 6 εβδομάδες έπειτα από την έναρξη της Καταιγίδας της Ερήμου, το σύνολο των αμερικανικών δυνάμεων και εκείνων των υπολοίπων κρατών του συνασπισμού θα αναστείλουν πάσης φύσεως επιθετικές επιχειρήσεις”.[14] Στις 28 Φεβρουαρίου στις 8.00 π.μ. τοπική ώρα, οι επιχειρήσεις ανεστάλησαν ενώ είχε εκδιωχθεί από το Κουβέιτ το σύνολο των ιρακινών στρατευμάτων.[15] Σε χρονικό διάστημα 100 ωρών, τα στρατεύματα του συνασπισμού είχαν καταστρέψει 3.900 άρματα μάχης, 1.400 τεθωρακισμένα οχήματα και 3.000 πυροβόλα.

Οι επιχειρήσεις της 26ης Φεβρουαρίου 1991.

Το ζήτημα των πυραύλων Scud

Οι ιρακινοί πύραυλοι Scud ήταν ένα όπλο ψυχολογικού πολέμου με μείζονα πολιτική και ελάχιστη στρατιωτική αξία. Η αποτελεσματικότητά τους ήταν, όπως αποδείχθηκε, αμελητέα (για μια απόσταση 600 χιλιομέτρων είχαν απόκλιση της τάξεως των 3 χιλιομέτρων). Αντίθετα, ο πολιτικός και ψυχολογικός αντίκτυπος ενός βομβαρδισμού πόλεων όπως το Ριάντ ή το Τελ Αβίβ με πυραύλους του είδους αυτού, οπλισμένων πιθανότατα με χημικές κεφαλές, ήταν ανυπολόγιστος, σε θέση να επιφέρει ακόμα και τη διάλυση αυτού καθαυτού του συνασπισμού. Οι Ιρακινοί είχαν απόλυτη επίγνωση του θέματος όταν, την Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 1991, εκτόξευσαν επτά πυραύλους εναντίον του Ισραήλ. Ακολούθησε μεγάλη ανησυχία παρά το γεγονός ότι καταμετρήθηκαν μόνο 12 τραυματίες. Την επομένη, άλλοι τρεις πύραυλοι κτύπησαν το Ισραήλ. Είναι χαρακτηριστικό το γενικότερο πνεύμα, έτσι όπως αναδύεται από το Ημερολόγιο του Schwarzkopf: “Σάββατο πρωί, έφτασε στα χέρια μου ένα μήνυμα της ανώτατης στρατιωτικής ηγεσίας [Joint Chiefs of Staff]. Οι Ισραηλινοί προτίθενται να εξαπολύσουν μια μαζική αντεπίθεση κατά του δυτικού Ιράκ: 100 αεροσκάφη αύριο το πρωί,  άλλα τόσα το απόγευμα, επιδρομές με ελικόπτερα Apache στη διάρκεια της νύκτας, επιδρομές κομμάντος, κάνοντας χρήση του εναερίου χώρου της Σαουδικής Αραβίας για όλα τα παραπάνω”. Η Σαουδική Αραβία ήταν αποφασισμένη να μην επιτρέψει κάτι τέτοιο, για λόγους που σχετίζονταν με την  παραδοσιακή αραβοϊσραηλινή διένεξη. Ευτυχώς για τον συνασπισμό, η κυβέρνηση του Itzhak Shamir επέλεξε τελικά την οδό της αυτοσυγκράτησης. Σε αντιστάθμισμα, μια αναπροσαρμογή των σχεδίων έλαβε χώρα την ύστατη στιγμή: αποφασίστηκε ο εντοπισμός και η καταστροφή των βάσεων εκτόξευσης εντός του ιρακινού εδάφους και η κατεπείγουσα αποστολή, ήδη από τις 19 Ιανουαρίου, στο Ισραήλ έξι συστοιχιών αντιβαλλιστικών πυραύλων Patriot με το αντίστοιχο προσωπικό. Συνολικά, 39 πύραυλοι Scud εκτοξεύθηκαν εναντίον του Ισραήλ προκαλώντας τον θάνατο 3 ατόμων και τον τραυματισμό 304 και άλλοι 26  με στόχο τη Σαουδική Αραβία και απολογισμό έναν νεκρό και 50 τραυματίες.

Συνοικία του Τελ Αβίβ πληγείσα από πύραυλο Scud.

 

Η λήξη των εχθροπραξιών

Μέσα στις επόμενες μέρες ο Schwarzkopf επιδόθηκε στην προετοιμασία των διαπραγματεύσεων και τους στρατιωτικούς όρους που ο συνασπισμός σκόπευε να επιβάλλει στους Ιρακινούς προκειμένου η κατάπαυση του πυρός να μπορέσει να εφαρμοστεί σε μακροπρόθεσμη κλίμακα. Οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν στις 3 Μαρτίου 1991, στην παλαιά αεροπορική βάση Safwan,[16] σε μικρή απόσταση από τη μεθόριο μεταξύ του Κουβέιτ και του Ιράκ, εντός του εδάφους του τελευταίου.[17] Η εσκεμμένα ολιγομελής αντιπροσωπεία του συνασπισμού απαρτιζόταν από τον Schwarzkopf, τον πρίγκιπα Khaled και έναν διερμηνέα. Το Ιράκ εκπροσωπήθηκε από τους στρατηγούς  Sultan Hashim Ahmed, υπαρχηγό του Γενικού Επιτελείου, Salah Abud Mahmoud, διοικητή του 3ου Σώματος Στρατού το οποίο είχε στο μεταξύ εξαϋλωθεί από τους Αμερικανούς και έναν διερμηνέα. Επιγραμματικά, οι όροι της συνθηκολόγησης είχαν ως εξής[18]:

  • άμεση πρόσβαση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στους αιχμαλώτους πολέμου, οι οποίοι κρατούνταν στο Ιράκ,
  • απελευθέρωση των αιχμαλώτων πολέμου,
  • επαναπατρισμός των υπηκόων του Κουβέιτ, οι οποίοι κρατούνταν στο Ιράκ,
  • αναζήτηση και ταυτοποίηση των αγνοουμένων,
  • επιστροφή των σορών των νεκρών στα πεδία των μαχών,
  • εντοπισμός του συνόλου των ναρκοπεδίων,
  • εντοπισμός των αποθηκών μη συμβατικού υλικού πολέμου,
  • χάραξη διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στις ένοπλες δυνάμεις των εμπολέμων.
Οι διαπραγματεύσεις στην αεροπορική βάση Safwan.

Όταν εθίγη το κρίσιμο ζήτημα των αιχμαλώτων πολέμου, ο στρατηγός Ahmed δήλωσε: “Έχουμε ένα σύνολο 41 […], 17 Αμερικανούς, 2 Ιταλούς, 12 Βρετανούς, 1 με προέλευση από το Κουβέιτ και 9 Σαουδάραβες”.[19] Ο Schwarzkopf απάντησε πως ο συνασπισμός κρατούσε περί τους 60.000 αιχμαλώτους πολέμου. Στο άκουσμα του αριθμού, ο στρατηγός Ahmed έμεινε άφωνος και στράφηκε προς τον στρατηγό Mahmoud για επιβεβαίωση. Ο τελευταίος στάθηκε ανίκανος να το πράξει.[20] Η έκπληξη των Ιρακινών παρέμεινε και όταν ο Schwarzkopf τους ενημέρωσε για την διαχωριστική γραμμή. Ο στρατηγός Ahmed διερωτήθηκε για ποιο λόγο η γραμμή αυτή βρισκόταν πίσω από τις θέσεις των ιρακινών στρατευμάτων, έτσι όπως ο ίδιος τις εκτιμούσε, για να λάβει την απάντηση πως η γραμμή αυτή αποτύπωνε την προέλαση των στρατευμάτων του συνασπισμού. Κατόπιν τούτου, οι πάντες υπέγραψαν, σηματοδοτώντας επίσημα την λήξη των εχθροπραξιών.

 

Απολογισμός του πολέμου

Ήδη από τον Αύγουστο του 1990 τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον συνεισφέροντας στη θεατροποίηση του πολέμου μεταλλάσσοντας τον τελευταίο σε πραγματικό τηλεοπτικό θέαμα, τα επεισόδια του οποίου μεταδίδονταν στα βραδινά δελτία ειδήσεων ολόκληρου του πλανήτη. Από την άλλη πλευρά, καθιέρωσαν ένα νέο πολεμικό λεξιλόγιο με την εκτενή χρήση  όρων όπως “χειρουργικό κτύπημα” ή “καθαρός πόλεμος” υποβαθμίζοντας το γεγονός ότι, όπως σε κάθε πόλεμο, έτσι και στον συγκεκριμένο, ο θάνατος καραδοκούσε σε κάθε γωνία. Είτε συνειδητά είτε όχι, δεν αντιλαμβάνονταν ούτε και προσμετρούσαν τις ψυχολογικές προεκτάσεις του συγκεκριμένου λεξιλογίου, το οποίο με τη σειρά του δεν επέτρεπε να αναδυθεί στην επιφάνεια μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα: εκείνη της δυσαναλογίας των απωλειών, τη στιγμή, κατά την οποία εκείνες των Ιρακινών, δύσκολο ακόμα και σήμερα να προσδιοριστούν, ξεπερνούσαν τον αριθμό των 100.000 νεκρών, τη στιγμή που εκείνες του συνασπισμού ήταν κατώτερες των 1.000.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι Tucker και Hendrickson, στις ΗΠΑ, οι διάφοροι σχολιαστές ούτε καν έθιγαν το επίμαχο ζήτημα.[21] Ο καλύτερος τρόπος να αποφύγει κανείς ένα λεπτό θέμα είναι να αγνοήσει πλήρως την ύπαρξή του, ούτως ώστε να μην είναι υποχρεωμένος να το σχολιάσει. Παρά ταύτα, οι δυο εν λόγω συγγραφείς αποκαλύπτουν τα ακόλουθα στοιχεία σχετικά με τις απώλειες των Ιρακινών:

  • ανεπίσημη πηγή του Πενταγώνου: 100.000 νεκροί στη διάρκεια των αεροπορικών βομβαρδισμών που προηγήθηκαν της έναρξης της χερσαίας επίθεσης,
  • DIA (Defense Intelligence Agency): 100.000 νεκροί σε ολόκληρη τη διάρκεια του πολέμου (με ποσοστό σφάλματος 50%) και 300.000 τραυματίες,
  • άλλοι παρατηρητές κάνουν λόγο για 100.000 – 150.000 νεκρούς,
  • άμαχος πληθυσμός, θύμα των βομβαρδισμών: κάτω των 5.000.[22]

Η Brigitte Stern επιβεβαιώνει με τη σειρά της την ηθελημένη αδιαφορία της Δύσης για τις απώλειες των Ιρακινών. Προσθέτει, επικαλούμενη τον αναπληρωτή πρωθυπουργό του Ιράκ Saadoun Hammadi, ότι 91 στρατιωτικοί και 20.000 άμαχοι έχασαν τη ζωή τους από τους αεροπορικούς  βομβαρδισμούς και άλλοι 60.000 τραυματίστηκαν.[23] Από όσο γνωρίζουμε, δεν υφίσταται από ιρακινής πλευράς κάποιος υπολογισμός, έστω και κατά προσέγγιση, των θυμάτων της χερσαίας επίθεσης.

Στην αντίπερα όχθη, οι απώλειες του συνασπισμού παρουσιάζονται με κρυστάλλινη διαύγεια, απόλυτη ακρίβεια και σχεδόν θριαμβευτικό ύφος. Οι επίσημοι αριθμοί για τις ΗΠΑ ανέρχονται σε 613 άνδρες (146 νεκροί – εκ των οποίων 35 από φίλια πυρά – και 467 τραυματίες εκ των οποίων 21 γυναίκες και 72 από φίλια πυρά).[24] Η Τελική Έκθεση προς το Κογκρέσο ( Final Report to Congress) κάνει λόγο, για την περίοδο από τις 3 Αυγούστου 1990 έως τις 15 Δεκεμβρίου 1991, για 390 Αμερικανούς νεκρούς (εκ των οποίων 5 γυναίκες).[25] Καταμετρά επίσης 21 αιχμαλώτους (2 γυναίκες).[26] Οι Γάλλοι είχαν 2 νεκρούς και 25 τραυματίες, άπαντες στη μάχη για την κατάληψη της στρατηγικής θέσης  As Salman, όπου έδρευε το στρατηγείο της ιρακινής 45ης Μεραρχίας Πεζικού. Οι Βρετανοί έχασαν 36 άνδρες (συν 30 περίπου τραυματίες). Οι απώλειες των Σαουδαράβων ανέρχονταν σε 20-30 νεκρούς και 40 περίπου τραυματίες. Οι υπόλοιποι συμμετέχοντες καταμέτρησαν συνολικά λιγότερο από 100 νεκρούς και τραυματίες μαζί.

Δεσπόζουσα θέση στο κεφάλαιο περί απωλειών (με την παραδοσιακή ερμηνεία του όρου)[27] κατέχει, αναμφίβολα, το ζήτημα των αιχμαλώτων πολέμου με την αριθμητική δυσαναλογία και την εκ διαμέτρου διαφορετική διαχείριση εκ μέρους των εμπολέμων. Εντύπωση προκαλεί και ο ταχύτατος ρυθμός της αιχμαλωσίας ή παράδοσης των Ιρακινών καθώς και η μετέπειτα μεταχείρισή τους. Οι περισσότερες εκτιμήσεις υπολογίζουν τους τελευταίους σε 87.000 περίπου. Είναι ο αριθμός που δημοσίευσε στο περιοδικό Newsday της 24 Ιανουαρίου 1992 ο Patrick J. Sloyan. Αποκλίνει ελάχιστα από τις επίσημες εκτιμήσεις (86.743). Ο εντυπωσιακός παραπάνω αριθμός θέτει αυτόματα το εύλογο ερώτημα κατά πόσο τα κράτη του συνασπισμού ήταν προετοιμασμένα για την διαχείριση ενός παρομοίου αριθμητικού μεγέθους.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΡΑΚΙΝΩΝ AΙΧΜΑΛΩΤΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ

 

Οι Αμερικανοί προσέγγισαν το σοβαρό αυτό πρόβλημα υπό διπλή οπτική. Σε ένα πρώτο στάδιο,  παρέμειναν πιστά προσηλωμένοι στις επιταγές των διεθνών πράξεων που ορίζουν την μεταχείριση των αιχμαλώτων πολέμου (Συμβάσεις της Γενεύης του 1949 περί αιχμαλώτων και προστασίας των αμάχων πληθυσμών εν καιρώ πολέμου).[28] Σε ένα δεύτερο στάδιο, αξιοποίησαν τα διδάγματα του πολέμου του Βιετνάμ.

Επί του πρακτέου, επιστράτευσαν από νωρίς την 80ή Ταξιαρχία Στρατονομίας (7.300 άνδρες), η οποία ήταν σε θέση να διαχειριστεί περί τους 40.000 αιχμαλώτους, κατανεμημένους σε 5 ξεχωριστά στρατόπεδα, μέσα στους 6 πρώτους μήνες των εχθροπραξιών. Άλλες εκτιμήσεις ανεβάζουν σε 100.000 τον αριθμό κατά την πρώτη, μόλις, εβδομάδα. Η παραπάνω πρόβλεψη, αν και κατά προσέγγιση, παρουσιάζει ενδιαφέρον καθότι κινείται πλησίον της πραγματικότητας. Αν μη τι άλλο, υποδηλώνει πως το χαμηλό ηθικό των ιρακινών στρατευμάτων ήταν εν γνώσει των Αμερικανών προτού ακόμα  ξεσπάσουν οι εχθροπραξίες. Οι Σαουδάραβες κατασκεύασαν 4 επιπρόσθετα στρατόπεδα χωρητικότητας 24.000 αιχμαλώτων το καθένα, οι Βρετανοί και οι Γάλλοι από ένα, χωρητικότητας 5.000 και 500 ατόμων αντίστοιχα. Με τον εγκλεισμό των αιχμαλώτων στα στρατόπεδα, οι Αμερικανοί προχώρησαν σε ακριβή καταμέτρηση, οι δε υπηρεσίες πληροφοριών τούς υπέβαλαν σε ανάκριση. Η έλλειψη ικανού αριθμού διερμηνέων είχε ως συνέπεια να ανακριθούν μόνο λίγες εκατοντάδες, μεταξύ των οποίων 13 στρατηγοί.[29] Από τις ανακρίσεις επιβεβαιώθηκε περίτρανα η κατάρρευση του ηθικού και οι καταστρεπτικές ψυχολογικές επιπτώσεις ως αποτέλεσμα του συστηματικού βομβαρδισμού από τα Β-52.

Φάλαγγα Ιρακινών αιχμαλώτων μπροστά από τις φλεγόμενες πετρελαιοπηγές.

Δυο μαρτυρίες απεικονίζουν εύγλωττα την άθλια κατάσταση του ιρακινού στρατού. Η πρώτη προέρχεται από τις τάξεις της 80ής Ταξιαρχίας Στρατονομίας: “Σε πάμπολλες περιπτώσεις, οι αιχμάλωτοι βιάζονταν τόσο πολύ να ενταχθούν στα στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου, ώστε προθυμοποιούνταν εθελοντικά να οδηγήσουν τα οχήματα διευκολύνοντας με τον τρόπο αυτό το δυσχερές έργο της μεταφοράς […]”.[30] Τη δεύτερη μαρτυρία απέσπασε ο γράφων από έναν Γάλλο αξιωματικό του γαλλικού στρατοπέδου αιχμαλώτων πολέμου της Rafha. Στη μαρτυρία περιγράφεται το ακόλουθο περιστατικό: με την άφιξη μιας ιρακινής μονάδας στο στρατόπεδο, ακολούθησε, σύμφωνα με τους όρους της Σύμβασης της Γενεύης, διαχωρισμός ανάμεσα σε αξιωματικούς και στρατιώτες. Αίφνης, μια έκφραση πανικού ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο ενός αξιωματικού, ο οποίος θεώρησε πως ο διαχωρισμός αυτός ήταν προοίμιο της εκτέλεσής του.

Διαφορετική υπήρξε η μεταχείριση των αιχμαλώτων, οι οποίοι είχαν πέσει στα χέρια των Ιρακινών. Όλες οι πηγές επιβεβαιώνουν ότι υπήρξε σωρεία κατάφορων παραβιάσεων των διατάξεων της Σύμβασης της Γενεύης. Σε ένα πρώτο στάδιο, σύμφωνα με αμερικανικές πηγές, τα πράγματα κυλούσαν σχεδόν ομαλά. Οι αιχμάλωτοι ανακρίνονταν στις εγκαταστάσεις της Διεύθυνσης των Στρατιωτικών Υπηρεσιών Πληροφοριών. Κατόπιν, κρατούνταν σε διάφορες φυλακές στην ευρύτερη περιοχή της Βαγδάτης. Τα δικαιώματά τους καταπατούνταν με προκλητικό τρόπο, από στέρηση τροφής και νερού μέχρι διενέργεια βασανιστηρίων, προκειμένου να υπογράψουν δηλώσεις, οι οποίες υπαγορεύονταν από τις αρχές. Μέχρι την συνομολόγηση της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός και παρά τις συνεχείς εκκλήσεις, απαγορευόταν ρητά η πρόσβαση στις φυλακές αντιπροσωπείας του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Παρά ταύτα, η μαρτυρία ενός Αμερικανού πιλότου ο οποίος καταρρίφθηκε στο αρχικό στάδιο των αεροπορικών επιδρομών, αποκαλύπτει πως δέχθηκε επαρκή νοσοκομειακή περίπτωση και ότι ο μεγαλύτερος φόβος του σχετιζόταν με τους εναέριους βομβαρδισμούς του συνασπισμού. Στάθηκε τυχερός, καθώς καταστράφηκαν ολοσχερώς όλα τα γύρω κτήρια, όχι όμως η φυλακή, στην οποία ο ίδιος βρισκόταν έγκλειστος.

Περισσότερο άτυχοι υπήρξαν οι προερχόμενοι από το Κουβέιτ αιχμάλωτοι.[31] Σύμφωνα με υπολογισμούς του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, έπειτα από το τέλος του πολέμου επαναπατρίστηκαν 4.219 άτομα. Αντίθετα, ο ακριβής προσδιορισμός των πολιτών που συνελήφθησαν και εκτοπίστηκαν ακολούθως στο Ιράκ, αποδείχθηκε αδύνατος. Το μέγεθος υπολογίζεται γύρω στα 3.000 άτομα, 1.000 εκ των οποίων αγνοείται μέχρι σήμερα η τύχη.

 

Πόλεμος και εικόνα του πολέμου

Ενόσω προετοιμάζονταν και διεξάγονταν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, γενική υπήρξε η αίσθηση ότι η υφήλιος ήταν μάρτυρας του πρώτου “καθαρού πολέμου” στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ωστόσο, η τεχνολογία δεν μετέβαλε τα συστατικά στοιχεία του πολέμου. Αλλοίωσε απλώς την εξωτερική εικόνα του τελευταίου, μετατρέποντας τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης σε όπλο, όπως συνέβαινε τον Μεσαίωνα με το ανάθεμα ή τον αφορισμό. Λίγοι είναι εκείνοι που το θυμούνται και ακόμα λιγότεροι εκείνοι που το παραδέχονται. Ο στρατηγός Schwarzkopf κατάφερε να αξιοποιήσει στο έπακρο το όπλο αυτό, όπως άλλωστε εκμυστηρεύεται στα Απομνημονεύματά του: “Στην αρχή του πολέμου, ένας Αμερικανός δημοσιογράφος με ρώτησε αν θα χρειάζονταν ακόμα πολλές εβδομάδες προετοιμασίας έως ότου είμαστε σε θέση να αποκρούσομε μια χερσαία επίθεση του ιρακινού στρατού. Του απάντησα ότι οι Ιρακινοί θα πλήρωναν ακριβά το τίμημα μιας τέτοιας πρωτοβουλίας. Ήταν το μόνο που μπορούσα να πω, περιστοιχισμένος από τηλεοπτικές κάμερες που βούιζαν και γνωρίζοντας πως δεν απευθυνόμουν μόνο σε φίλους. Ο Saddam και οι συνεργάτες του με άκουγαν και εκείνοι καθισμένοι αναπαυτικά στο στρατηγείο τους και παρακολουθώντας το CNN. Αυτούς είχε ως αποδέκτες το μήνυμά μου”.[32]

Άραγε, ο Πόλεμος του Περσικού Κόλπου, τον οποίο παρακολούθησε και βίωσε από μακριά ολόκληρος ο πλανήτης, σηματοδότησε, όπως πολλοί πίστευαν, την απαρχή μιας νέας, περισσότερο ελπιδοφόρας, εποχής; Οι συνθήκες προσφέρονταν πράγματι για κάτι τέτοιο. Ωστόσο, δεν αξιοποιήθηκαν. Οι ΗΠΑ επανήλθαν γρήγορα στις παλιές χίμαιρές τους, τις οποίες συνεχίζουν να ακολουθούν μέχρι σήμερα, εκθέτοντας σε ολοένα και μεγαλύτερους κινδύνους την Ανθρωπότητα.

The Gulf Conflict – The Liberation of Kuwait

 

O Frédéric Guelton είναι συνταγματάρχης (ε.α) και διδάκτωρ Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Σορβόννης. Διετέλεσε διευθυντής των Στρατιωτικών Αρχείων της Γαλλίας (Service Historique de la Défense – Section Armée de Terre). Είναι μέλος της Διεθνούς Επιτροπής Μνήμης των 100 ετών του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Mission Centenaire 1914 – 1918).

                                          

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ Β΄ ΜΕΡΟΥΣ       

16 Ιανουαρίου 1991

Η Γαλλική Εθνοσυνέλευση, η έκτακτη σύνοδος της οποίας πραγματοποιήθηκε 24 ώρες νωρίτερα από την προγραμματισθείσα ημερομηνία, με 523 ψήφους υπέρ με 43 κατά, στηρίζει την κυβέρνηση στους χειρισμούς της κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων. Διάγγελμα του προέδρου François Mitterrand.

17 Ιανουαρίου

Έναρξη της επιχείρησης Καταιγίδα της Ερήμου.

18 Ιανουαρίου

Εκτόξευση 7 ιρακινών πυραύλων Scud εναντίον του Ισραήλ (Τελ Αβίβ και Χάιφα) και ενός επιπρόσθετου κατά του Νταχράν (Σαουδική Αραβία). Ο τελευταίος εξουδετερώθηκε από την  αεράμυνα. Έκκληση του προέδρου George Bush προς την κυβέρνηση του Ισραήλ για επίδειξη αυτοσυγκράτησης.

19-20 Ιανουαρίου

Άφιξη και εγκατάσταση στο Ισραήλ συστοιχιών αντιβαλλιστικών πυραύλων Patriot,  προερχομένων από τη Γερμανία. Νέα εκτόξευση πυραύλων Scud σε βάρος του Ισραήλ με 10 τραυματίες.    

21-22 Ιανουαρίου

Εκτόξευση 10 πυραύλων Scud κατά της Σαουδικής Αραβίας. Οι 9 εξουδετερώθηκαν από την αεράμυνα. Απολογισμός, 7 ελαφρά τραυματίες.

24 Ιανουαρίου

Οι Ιρακινοί πυρπολούν τις πετρελαιοπηγές του Κουβέιτ.

25 Ιανουαρίου                                           

Εκτόξευση 7 πυραύλων Scud κατά του Ισραήλ. Οι 6 εξουδετερώνονται. Ο έβδομος πέφτει στο Τελ-Αβίβ με αποτέλεσμα έναν νεκρό και 19 τραυματίες.

30 Ιανουαρίου

Κοινή δήλωση των κυβερνήσεων Ουάσινγκτον και Μόσχας, σύμφωνα με την οποία οι στρατιωτικές επιχειρήσεις θα διακόπτονταν εφόσον το Ιράκ δεσμευόταν να εκκενώσει τα στρατεύματά του από το Κουβέιτ.

5 Φεβρουαρίου

Ο ραδιοφωνικός σταθμός της Βαγδάτης αναγγέλλει την επικείμενη διενέργεια τρομοκρατικών ενεργειών σε βάρος των χωρών του συνασπισμού.

11 Φεβρουαρίου

Παράταση της προθεσμίας των αεροπορικών βομβαρδισμών κατ’ εντολή του προέδρου Bush.

13 Φεβρουαρίου

Αεροπορική επιδρομή κατά της Βαγδάτης με εκατοντάδες νεκρούς.

24 Φεβρουαρίου

Έναρξη των χερσαίων επιχειρήσεων.

27 Φεβρουαρίου

Απεέυθέρωση της πόλης του Κουβέιτ. Οι συγκρούσεις Αμερικανών και Βρετανών με την ιρακινή Προεδρική Φρουρά συνεχίζονται.

28 Φεβρουαρίου

Το Ιράκ αποδέχεται άνευ όρων τις 12 αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Δημόσια δήλωση του προέδρου Bush: “Ο πόλεμος τερματίστηκε”. Κατάπαυση των εχθροπραξιών από τις 8.00 π.μ. (ώρα Ριάντ).

 

ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΙΣ ΠΗΓΕΣ

Αρχεία της 24ης αμερικανικής Μηχανοκίνητης Μεραρχίας, Operation Desert Storm, Attack Plan, Oplan 91-3, Library of Congress, catalog card Plan 92-060114.

Historical Reference Book, A collection of historical letters, briefings, orders and other miscellanous documents pertaining to the Defense of Saudi Arabia and the attack to free Kuwait, Library of Congress, catalog card Plan 92-060115.

 

ΕΠΙΣΗΜΑ ΤΕΚΜΗΡΙΑ

Συλλογικό, (Congressional Research Service), U. N. Security Council resolutions on Iraq : compliance and implementation, Washington, Government Printing Office, 1992, 76 σελ.

Deniau H., Guise P., Calvez A., Clarenne P., L’Après-Golfe, Rapport de l’IHEDN, 1992, σελ p.

Department of Defense, Conduct of the Persian Gulf Conflict : an Interim Report to Congress, DOD, 1991, 100 σελ.

Department of Defense, Conduct of the Persian Gulf Conflict  : Final Report to Congress, DOD, April  1992, 418 σελ. + 19 θεματικά παραρτήματα.

Field Manual 101-10-2, Chapter 15, TOE 20-17, The Military History Detachment Mission.

Kamiya (major Jason K.), A History of the 24th mechanized infantry division combat team during Operation Desert Storm,The attack to free Kuwait, January through March 1991), Fort Stewart, Georgia, 1991, 62 pages.(Library of Congress reference, 91-78085.

Sénat, Commission des Affaires étrangères, de la Défense et des Forces armées du Sénat, Rapport d’information sur quelques enseignements immédiats de la crise du Golfe quant aux exigences nouvelles en matière de défense, in Journal officiel, documents Sénat, n° 303, 1991, σελ. 1-152.

The Association of the U.S. Army, 1991 Green Book, The Year of Desert Storm, Οκτώβριος 1991, 328 σελ.

Union de l’Europe Occidentale, Rapport de la Commission technique et aérospatiale, Assemblée de l’U.E.O., 1991, 28 σελ.

 

ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Al-Khalil (S.), Irak, la machine infernale, J.-C. Lattès, 1991, 368 σελ.

Blackwell J. Thunder in the Desert. The strategy and tactics of the Persian gulf war, New-York, Bantam Books, 1991, 285 σελ.

Bulloch (J.) et Darwish (A.), Water Wars, coming conflicts in the Middle East, Londres, Victor Gollancz, 1993, 224 σελ.

Camau M. (sous la direction de), Crise du Golfe et ordre politique au Moyen-Orient, Institut de recherches et d’études sur le monde arabe et musulman, 1993, 343 σελ.

Chaoul M., La Sécurité dans le golfe Arabo-Persique, les Septs Epées, 1978, 146 σελ.

Cordesman A. H., After the storm, the changing military balance in the Middle East, Londres, Westview Press-Mansell Publishing Limited, 1993, 811 σελ.

Davies C., After the war : Iran, Iraq and the Arab Gulf, Carden Publications limited, 1990, 446 σελ.

Dunnigan J. F., Bay A., From shield to storm. High-tech weapons, military strategy and coalition warfare in the Persian gulf, New York, William Morrow and Company, Inc. 512 σελ.

Fleury-Vilatte B., (επιμ.), Les Médias et la guerre du Golfe, Presses universitaires de Nancy, 1992, 155 σελ.

Friedman N., Desert victory. The war for Kuwait, Annapolis, US Naval Institute, 1991, 435 σελ.

Jeandet N., Un Golfe pour trois rêves,  L’Harmattan, 1993, 126 σελ.

Kodmani Darwish B., Chartouni Dubarry M., Golfe et Moyen-Orient. Les conflits, Dunod, 1991, 154 σελ.

Laurent E., Tempête du désert, les secrets de la maison Blanche, Olivier Orban, 1991, 283 σελ.

Le Borgne C., Un discret massacre. L’Orient, la guerre et après, Editions François Bourin, 1992, 234 σελ.

Le Pichon Y., Guerre éclair dans le Golfe, Jean-Claude Lattès/ADDIM, 1991, 215 σελ.

Lyautey Pierre., Proche-Orient : La guerre de demain ?, Julliard, 1971, 221 σελ.

Primakov E., Missions à Bagdad, Seuil, 1991, 196 σελ.

Rouseau C. (επιμ.), La Crise du Golfe, de l’interdiction à l’autorisation du recours à la force, L.G.D.J., 1993, 544 σελ.

Schmitt M., De Dien Bien Phu à Koweït City, Grasset, 1992, 309 σελ.

Schwarzkopf (général H. N.), Mémoires, Plon, 1992, 572 σελ.

Stern B., Guerre du Golfe, le dossier d’une crise internationale, 1990-1992, La Documentation française, 1993, 626 σελ.

Sumers (colonel Harry G.) On strategy II, A critical analysis of the Gulf war, Dell Publishing Group, Inc., New York, 1992, 302 σελ.

Tavernier P., Aspects de la guerre du Golfe, Grenoble, Centre d’études de la défense et de sécurité internationale (CEDSI), 1990, 74 σελ.

Tucker R.W., Hendrickson D. C., The Imperial Temptation, The new world order and America’s purpose, Council on Foreign relations press, New-York, 1992, 228 σελ.

Wolton D., War game : l’information et la guerre, Flammarion, 1991, 290 σελ.

Woodward (B.), Chefs de guerre, Calmann-Lévy, 1991, 393 σελ.

Zorgbibe (Charles), Nuages de guerre sur les Emirats du Golfe, Publications de la Sorbonne, 1984, 173 σελ.

                                                  

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ B΄ ΜΕΡΟΥΣ

[1] Ο Patrick J. Sloyan, σε ένα άρθρο, το οποίο δημοσίευσε στο περιοδικό Newsday της 24.01.1992, υπολογίζει ότι τη στιγμή της έναρξης των εναερίων επιχειρήσεων τα ιρακινά στρατεύματα κατοχής αριθμούσαν 380.000 άνδρες. Όταν εξαπολύθηκε η χερσαία επίθεση είχαν μειωθεί σε 200.000 άνδρες.

[2] Οι ιρακινές στρατιωτικές αρχές αναλώθηκαν σε μια εκστρατεία εκφοβισμού με στόχο τον αποπροσανατολισμό των κληρωτών. Συνίστατο στο σύνθημα ότι τα μη αραβικά στρατεύματα του συμμαχικού συνασπισμού επρόκειτο να προχωρήσουν στην εκτέλεση των αιχμαλώτων, μεταξύ των οποίων και πολλών λιποτακτών. Η εκστρατεία αυτή επιβεβαιώθηκε από μεγάλο αριθμό προφορικών μαρτυριών δίχως να καταστεί δυνατό να αξιολογηθεί επακριβώς ο πραγματικός της αντίκτυπος.

[3] Δυο από την Αίγυπτο, μια από τη Συρία, μια από το Κουβέιτ και ικανός αριθμός Ταξιαρχιών από τη Σαουδική Αραβία.

[4] Ένας αιχμάλωτος Ιρακινός ανώτερος αξιωματικός ομολόγησε πως ο ανεφοδιασμός των στρατευμάτων κατοχής είχε διακοπεί ήδη από την πρώτη εβδομάδα των εχθροπραξιών.

[5] Final Report…, Παράρτημα J, σελ. J-10.

[6] Οι Αμερικανοί εξουδετέρωσαν το σύνολο των ναρκοπεδίων και της εν γένει αμυντικής υποδομής στο Κουβέιτ. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποίησαν βαρέα βομβαρδιστικά Β-52, καθώς και αεροσκάφη Lockheed MC-130, τα οποία, με τη ρίψη βομβών 7.500 κιλών, προκαλούσαν ωστικό κύμα που με τη σειρά του ανατίναζε τις νάρκες. Έγινε επίσης ρίψη εμπρηστικών βομβών Νapalm, ενώ τα “αόρατα”, τεχνολογίας Stealth, βομβαρδιστικά F-117 κατηύθυναν τις βόμβες τους με χρήση λέιζερ σε βάρος συστημάτων άντλησης, προορισμένων να σκεπάσουν τα χαρακώματα με πετρέλαιο.

[7] Πρόκειται για μια μέθοδο ανάλογη με εκείνη που είχαν χρησιμοποιήσει αντίστοιχα στη Γαλλία το 1917 και 1918 οι στρατηγοί Ludendorff και Pétain.

[8] Υπολογίζεται πως το περιεχόμενο 7 έως 9 εκατομμυρίων βαρελιών χύθηκε στα νερά του Περσικού Κόλπου.

[9] Βλ.σχετικά Kamiya (major Jason K.), A History of the 24th Mechanized Infantry Division Combat Team during Operation Desert Storm, Fort Stewart, Georgia, 1991 και 24th Mechanized Infantry Division Combat Team, Historical Reference Book, Fort Stewart, Georgia, 1991, όπου παρατίθενται περί τα 500 αποχαρακτηρισμένα αρχειακά έγγραφα.

[10] Πόσο μάλλον που οι Σοβιετικοί, λειτουργώντας ως μεσάζοντες με το Ιράκ, ζήτησαν την έκτακτη σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.

[11] Αποστολή της Μεραρχίας Tawakalna ήταν η κάλυψη της υποχώρησης των άλλων δυο Μεραρχιών της Προεδρικής Φρουράς Medina και Hammurabi προς τη Βασόρα.

[12] Η ονομασία της μάχης προέκυψε από τον τετραγωνισμό των επιτελικών χαρτών.

[13] Στη διάρκεια των επιχειρήσεων, ένα αμερικανικό αεροσκάφος κατέστρεψε εκ παραδρομής δυο βρετανικά τεθωρακισμένα οχήματα, με αποτέλεσμα τα πληρώματα των τελευταίων να απωλέσουν τη ζωή τους.

[14] Αναφέρεται στο Stern (Brigitte), op. cit., σελ. 346.

[15] Schwarzkopf, op. cit., σελ. 521. Από την ανακοίνωση κατάπαυσης του πυρός προηλθε ο χαρακτηρισμός των χερσαίων επιχειρήσεων ως Πόλεμος των εκατό ωρών. Η επιλογή της ώρας (8.00 π.μ. τοπική ώρα – μεσάνυκτα ώρα Ουάσινγκτον) υπήρξε ηθελημένη για τον σκοπό αυτό. Την προηγούμενη μέρα, ο Schwarzkopf είχε προκρίνει, δίχως επιτυχία, τον χαρακτηρισμό Πόλεμος των πέντε ημερών.

[16] Η οργάνωση των διαπραγματεύσεων ανατέθηκε στον ελληνικής καταγωγής στρατηγό William Pagonis, σύμβουλο του  Schwarzkopf για θέματα λογιστικής. Ο Pagonis προέβλεψε έπειτα από το πέρας των συνομιλιών, η τράπεζα των διαπραγματεύσεων να δωρηθεί στο Ίδρυμα Smithsonian ως ιστορικό, πλέον, κειμήλιο.

[17] Για την πορεία των διαπραγματεύσεων βλ. Schwarzkopf, op. Cit., σελ. 525-540.

[18] Οι όροι αποτελούν ουσιαστικά μια παραλλαγή των απαιτήσεων του George Bush, έτσι όπως τους είχε απαριθμήσει στο διάγγελμά του της 28ης Φεβρουαρίου.

[19] Schwarzkopf, op. cit., σελ. 540.

[20] Final Report…, op. cit., σελ. 215.

[21] At the time of the war, public comments by U.S. civilian and military officials stressed their disinterest in the question of Iraqi casualties.»Tucker (Robert W.), Hendrickson (David C.), op. cit., σελ. 75.

[22] Tucker (Robert W.), Hendrickson (David C.), op. cit., σελ. 74 και επόμενες.

[23] Ibid.

[24] Οι απώλειες από φίλια πυρά οφείλονται σε δυσχερείς οπτικές συνθήκες εξαιτίας αμμοθύελλας και πυκνού καπνού από τις φλεγόμενες από τους Ιρακινούς πετρελαιοπηγές του Κουβέιτ. Οι ιλιγγιώδεις ρυθμοί των επιχειρήσεων πολλαπλασιάζουν εκ των πραγμάτων τη σύγχυση, όπως και η πολυεθνική σύνθεση των στρατευμάτων του συνασπισμού και η συγκέντρωση μεγάλου αριθμού οχημάτων δύσκολα αναγνωρίσιμων.

[25] Σε σύνολο 37.000 Αμερικανίδων που ήταν παρούσες στον Περσικό Κόλπο.

[26] Final Report …, op. cit., σελ. A-5 έως A-13.

[27] Φονευθέντες, τραυματίες, αγνοούμενοι, ασθενείς, αιχμάλωτοι και γενικότερα όσοι τέθηκαν εκτός μάχης.

[28] Χαρακτηριστική είναι η μνεία της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού τον Απρίλιο του 1991: “Ουδέποτε στο παρελθόν δεν εφαρμόστηκαν τόσα πιστά οι διατάξεις της Σύμβασης της Γενεύης, από όσο από τους Αμερικανούς έναντι των Ιρακινών αιχμαλώτων πολέμου”.

[29] Final Report…, op. cit., παράρτημα L, σελ. L-19.

[30] Final Report…, op.cit., παράρτημα L, σελ. L-13.

[31] Βλ. σχετικά την έκθεση του ειδικού εισηγητή της Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Walter Kälin Rapport préliminaire sur la situation des droits de lhomme dans le Koweït sous loccupation irakienne, OHE, A/46/544, Οκτώβριος 1991, 30 σελ. Αναφορές υπάρχουν και στο Stern, op. cit., σελ. 589-594.

[32] Schwarzkopf, op. cit., σελ. 392.

 

Μετάφραση από το πρωτότυπο: Γιάννης Μουρέλος

Frédéric Guelton: Ο Πόλεμος του Περσικού Κόλπου. Μέρος Α΄: Επιχείρηση “Ασπίδα της Ερήμου” (2 Αυγούστου 1990 – 15 Ιανουαρίου 1991)

Frédéric Guelton

Ο Πόλεμος του Περσικού Κόλπου

Μέρος Α΄: Επιχείρηση “Ασπίδα της Ερήμου”

(2 Αυγούστου 1990 – 15 Ιανουαρίου 1991)

 

Καθώς ο Ιούλιος είναι μήνας διακοπών και χαλάρωσης, λίγα ήταν τα βλέμματα, τα οποία στρέφονταν προς την κατεύθυνση του Περσικού Κόλπου. Οι προτεραιότητες και ακόμα περισσότερο οι θετικές εξελίξεις και οι ευοίωνες προοπτικές ήταν εκείνες που μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον: η, πρόσφατη ακόμα, πτώση του τείχους του Βερολίνου, η επανένωση των δυο Γερμανιών, η λήξη του Ψυχρού Πολέμου και οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Στις 25 του μήνα, η April Glaspie, πρέσβειρα των ΗΠΑ στη Βαγδάτη, έγινε δεκτή σε ακρόαση από τον Saddam Hussein, πρόεδρο του Ιράκ. Λίγες ώρες αργότερα αναχώρησε για την πατρίδα της προκειμένου να απολαύσει μερικές εβδομάδες καθ’ όλα δικαιωματικής ανάπαυσης. Τα πάντα έδειχναν να κυλούν απρόσκοπτα.

Κι όμως, περιφερόμενος μέσα στους διαδρόμους του προεδρικού μεγάρου, ο Ιρακινός ηγέτης είχε άλλα κατά νου. Φιλοδοξία του ήταν να μετεξελιχθεί ο ίδιος σε ηγέτη του αραβικού κόσμου προσφεύγοντας εν ανάγκη και στη βία. Πρώτος στόχος σε αυτή την πορεία ήταν η στρατιωτική κατάληψη του Κουβέιτ και ο έλεγχος του πλούτου του.

Σίγουρος για τον εαυτό του και για την αποτελεσματικότητα των ενόπλων δυνάμεών του ήταν της άποψης πως, μέσα στο πλαίσιο του γενικού κλίματος διεθνούς αποκλιμάκωσης, η πρωτοβουλία του θα επέφερε συνέπειες τοπικού, μόνο, βεληνεκούς. Είναι αλήθεια πως οι ευρύτερες συγκυρίες ευνοούσαν εκτιμήσεις του είδους αυτού. Ο ιρακινός στρατός, με πρόσφατη ακόμα την εμπειρία ενός οκταετούς πολέμου ενάντια στο Ιράν, ήταν υπολογίσιμος. Εκτός συνόρων, ο Saddam Hussein διέθετε την υποστήριξη της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO). Οι διμερείς σχέσεις του με την Αίγυπτο ήταν καλές. Όσο για τα διάφορα αραβικά κράτη του Κόλπου, τού ήταν υπόχρεα για την προστασία που τους παρείχε κατά του ισλαμικού προσηλυτισμού του καθεστώτος της Τεχεράνης.[1] Σχετικά με το θέμα αυτό ο δημοσιογράφος Serge July έγραφε τότε  χαρακτηριστικά: “Ο αδίστακτος αυτός πολέμαρχος […] αντιμετωπίζει σε καθημερινή κλίμακα και με δικούς του όρους τα όσα τού προσάπτουν οι Δυτικοί, παραμένοντας, ταυτόχρονα, απειλητικός έναντι των γειτόνων του”.[2]

Η April Glaspie, πρέσβειρα των ΗΠΑ, και ο John Hubert Kelly, υφυπουργός Εξωτερικών αρμόδιος για θέματα Μέσης Ανατολής, συνομιλούν με τον Saddam Hussein στο προεδρικό μέγαρο της Βαγδάτης.

Τα προεόρτια της εισβολής στο Κουβέιτ

Ο κόσμος αγνοούσε όντως τα όσα συνέβαιναν στο Ιράκ; Ασφαλώς! Όχι όμως οι υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ. Η Τελική έκθεση για τον Πόλεμο του Κόλπου, η οποία υποβλήθηκε στο αμερικανικό Κογκρέσο, τα Απομνημονεύματα του στρατηγού Norman Schwarzkopf και η μελέτη του διεισδυτικού δημοσιογράφου της Washington Post Bob Woodward The Commanders[3] συγκλίνουν ως προς το ότι οι υπηρεσίες πληροφοριών παρακολουθούσαν τις προετοιμασίες και τις μετακινήσεις του ιρακινού στρατού προς την κατεύθυνση της μεθορίου με το Κουβέιτ. Παρά ταύτα, αν και προερχόμενες από δορυφόρους, οι πληροφορίες δεν επαρκούσαν προκειμένου να εκτιμηθούν σε ολόκληρη τη διάστασή τους οι πραγματικές προθέσεις του ιρακινού δικτάτορα. Θα μπορούσαν κάλλιστα να επρόκειτο για στρατιωτικά γυμνάσια ή κινήσεις με άλλο ζητούμενο και όχι απαραίτητα για την προπαρασκευή μιας εισβολής. Σύμφωνα με τον στρατηγό Schwarzkopf: “παρακολουθούσαμε επισταμένως τις κινήσεις των φορτηγών γεμάτων στρατεύματα καθώς και των σιδηροδρομικών συρμών φορτωμένων με άρματα μάχης που κατευθύνονταν προς νότο, από την Βαγδάτη προς την Βασόρα και από εκεί προς τα σημεία συγκέντρωσης [έως ότου] περί το τέλος Ιουλίου, οι Ιρακινοί άρχισαν να εγκαταλείπουν τα πεδία των στρατιωτικών γυμνασίων προκειμένου να αναπτυχθούν νοτιοανατολικά και νοτιοδυτικά της Βασόρας, προς τη μεθόριο με το Κουβέιτ”.[4] Συνεπώς, η προοπτική μιας πολεμικής εμπλοκής δεν ήταν αμελητέα. Αυτός άλλωστε υπήρξε ο λόγος της πρόσκλησης, στις 31 Ιουλίου στην Ουάσινγτον, του ιδίου του στρατηγού με την ιδιότητα του διοικητή του  United States Central Command (USCENTCOM)[5], προκειμένου “να απαριθμίσει στον υπουργό Άμυνας Dick Cheney και στους αρχηγούς των τριών επιτελείων τις επιλογές μας σε περίπτωση έναρξης εχθροπραξιών”.[6]

Το ερώτημα είναι κατά πόσο οι Αμερικανοί, έστω πεπεισμένοι για μια επικείμενη εισβολή στο Κουβέιτ, ήταν σε θέση να προχωρήσουν σε προληπτικές ενέργειες. Με τα δεδομένα του 1990, η απάντηση είναι αρνητική για πολλούς και διαφόρους λόγους. Συγκρατούμε έναν μόνο: σημαίνοντες ηγέτες των χωρών της Μέσης Ανατολής (είτε πρόκειται για τον βασιλιά Fahd της Σαουδικής Αραβίας είτε για τον πρόεδρο της Αιγύπτου Hosni Mubarak, προς τον οποίο ο Saddam Hussein είχε προβεί σε ρητές διαβεβαιώσεις την 1η Αυγούστου) δεν πίστευαν στη διενέργεια μιας εισβολής. Δεν υφίστατο συνεπώς κανένας λόγος, ικανός να οδηγήσει κάποιον από αυτούς (ειδικότερα τον βασιλιά Fahd ή ακόμα περισσότερο τον εμίρη του Κουβέιτ Jaber al-Ahmad al-Sabah) να ζητήσει την όποια συνδρομή των ΗΠΑ. Μια αμερικανική στρατιωτική παρέμβαση ενόψει μιας ανύπαρκτης εισβολής ήταν αδύνατη. Με πιο απλά λόγια, ούτε λόγος περί παρέμβασης εάν δεν είχε προηγηθεί παραβίαση των συνόρων.

Χάρτης του Κουβέιτ.

Η εισβολή

Η εισβολή έλαβε χώρα τις πρώτες πρωινές ώρες (τοπική ώρα) της 2ας Αυγούστου 1990. Πρώτες εισήλθαν τρεις μεραρχίες της ιρακινής Προεδρικής Φρουράς. Μισή, μόλις, ώρα έπειτα από την έναρξη των επιχειρήσεων, η πρωτεύουσα Kuwait-City δέχθηκε επίθεση από επίλεκτες δυνάμεις, οι οποίες μεταφέρθηκαν επιτόπου με ελικόπτερα. Η δυνατότητα αντίστασης των 16.000 ανδρών του στρατού του εμιράτου ήταν περιορισμένη. Ο ίδιος ο εμίρης διέφυγε στη Σαουδική Αραβία. Μέχρι το απόγευμα της ίδιας ημέρας η κατάσταση είχε τεθεί υπό έλεγχο. Την επομένη, οι ιρακινές δυνάμεις προωθήθηκαν μέχρι τα σύνορα με τη Σαουδική Αραβία. Χάρη σε μια καλά προετοιμασμένη λογιστική επιχείρηση, σημαντικές ποσότητες υλικού και πυρομαχικών μεταφέρθηκαν επιτόπου. Μέσα σε χρονικό διάστημα λίγων ημερών, το Κουβέιτ ήταν μια ολοκληρωτικά κατεχόμενη χώρα από 200.000 άνδρες και 2.000 άρματα μάχης. Στις 8 Αυγούστου, ο Saddam Hussein ανακήρυξε την προσάρτηση του εμιράτου ως 19ης επαρχίας του Ιράκ. Γι’ αυτόν, ο πόλεμος είχε τελειώσει.

KUWAIT BBC interview 1990 Dec.

Η πτήση ΒΑ 149 της εταιρίας British Airways προερχόμενη από την Κουάλα-Λουμπούρ με τελικό προορισμό το Λονδίνο και ενδιάμεση στάση στο Κουβέιτ προσγειώθηκε στον διεθνή αερολιμένα του εμιράτου στις 2 Αυγούστου, 45΄της ώρας προτού ο τελευταίος καταληφθεί από τα στρατεύματα εισβολής. Οι 367 επιβάτες και τα μέλη του πληρώματος τέθηκαν υπό κράτηση και επί τέσσερις μήνες χρησιμοποιήθηκαν ως ανθρώπινες ασπίδες.

Στρατιωτικές επιλογές και πολιτικές αποφάσεις

Άμεση αντίδραση του προέδρου των ΗΠΑ George H.W. Bush μόλις πληροφορήθηκε την είδηση της εισβολής, ήταν η καταδίκη της επιχείρησης[7] και η επισήμανση του κινδύνου επέκτασης της τελευταίας προς την κατεύθυνση της Σαουδικής Αραβίας. Μια εξέλιξη του είδους αυτού χαρακτηρίστηκε εκ των προτέρων ως ευθεία απειλή εις βάρος των αμερικανικών ζωτικών συμφερόντων. Πέρα όμως από την καταδικαστική φρασεολογία, το μεγάλο ερώτημα ήταν ποια θέση έπρεπε να υιοθετηθεί στην πράξη. Ο Λευκός Οίκος δίσταζε, καθώς πρωταρχική μέριμνα του προέδρου Bush ήταν ο καθορισμός του ρόλου των ΗΠΑ στο παγκόσμιο στερέωμα στο πλαίσιο της μεταψυχροπολεμικής εποχής.

Προκειμένου να απαντήσει κανείς σε αυτό το γεωπολιτικής φύσεως ζήτημα, αρκεί να αναρωτηθεί  το εξής απλό: οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν σε θέση να επιβληθούν ενός στρατού κοντά ενός εκατομμυρίου ανδρών, γερά εγκατεστημένου σε ένα επιχειρησιακό θέατρο ευρισκόμενο σε απόσταση άνω των 10.000 χιλιομέτρων μακριά από το αμερικανικό έδαφος; Το Πεντάγωνο ήταν πεπεισμένο πως ναι και γι’ αυτό προχώρησε ex nihilo στην προαγωγή δυο σεναρίων. Το πρώτο από αυτά επικέντρωνε σε μια αεροπορική επίθεση. Η πραγμάτωσή του ήταν σε γενικές γραμμές εύκολα διαχειρίσιμη. Υπήρχε, ωστόσο, ένα μειονέκτημα μεγέθους. Ο κίνδυνος επίσπευσης μιας ιρακινής προέλασης εντός της Σαουδικής Αραβίας, όπου οι υφιστάμενες εκεί χερσαίες δυνάμεις ήταν απόλυτα ανεπαρκείς προκειμένου να καταφέρουν να την ανασχέσουν. Το δεύτερο σενάριο προέβλεπε έναν συνδυασμό αεροπορικών και χερσαίων επιχειρήσεων. Μπορούσε να εφαρμοσθεί είτε σε περιορισμένη κλίμακα (ανακατάληψη του Κουβέιτ) είτε σε ευρεία, επεκτεινόμενο εντός της ιρακινής επικράτειας. Μια επιχείρηση με αυτά τα χαρακτηριστικά, πρόχειρα προετοιμασμένη και δίχως βάσεις ανεφοδιασμού σε κοντινή απόσταση ήταν ιδιαίτερα παρακινδυνευμένη και πιθανότατα με μεγάλο κόστος σε ανθρώπινο δυναμικό. Αυτό ακριβώς είχε συμβεί στο μέτωπο του Ειρηνικού στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου με τα γνωστά μεγάλα μεγέθη σε απώλειες. Επιπρόσθετα, ουδείς μπορούσε να αποκλείσει κατηγορηματικά το ενδεχόμενο μιας πανωλεθρίας. Αποτέλεσμα ήταν να μην επιλεγεί τελικά κανένα από τα παραπάνω σενάρια.

Μπροστά στο διαγραφόμενο αδιέξοδο, το Πεντάγωνο προέκρινε την υιοθέτηση ενός σχεδίου, το οποίο είχε εκπονηθεί επί Ψυχρού Πολέμου και έφερε την κωδική ονομασία  OPLAN 90-1002. Προσέβλεπε στην προάσπιση της αραβικής χερσονήσου έναντι μιας σοβιετικής προέλασης προς νότο. Το σχέδιο αυτό διέθετε αδιαμφισβήτητα πλεονεκτήματα: ήταν σχεδόν πλήρες, με εξαίρεση ορισμένες αναπροσαρμογές της τελευταίας στιγμής. Ενίσχυε τη διπλωματική φαρέτρα των ΗΠΑ από τη στιγμή που ήταν καθαρά αμυντικού χαρακτήρα και προέβλεπε την ανάπτυξη χερσαίων δυνάμεων εντός της σαουδαραβικής επικράτειας. Σε ένα αρχικό στάδιο στηριζόταν αποκλειστικά στην αεροπορική ισχύ, γεγονός το οποίο, εκ των πραγμάτων, περιόριζε στο ελάχιστο τις αμερικανικές απώλειες.

15 Αυγούστου 1990. O πρόεδρος George H.W. Bush (στο μέσο) σε σύσκεψη στο Πεντάγωνο με την ανώτατη στρατιωτική ηγεσία. Από αριστερά προς τα δεξιά πλαισιώνεται από τους Brent Scowcroft, σύμβουλο ασφαλείας, στρατηγό Norman Schwarzkopf , διοικητή του U.S. Central Command, Dick Cheney, υπουργό Άμυνας, στρατηγό Colin Powell, αρχηγό ΓΕΕΘΑ και ναύαρχο David E. Jeremiah (Πηγή: U.S. Naval Institute Photo Archive).

Η απόφαση αποστολής στρατευμάτων

Στις 5 Αυγούστου, τρεις μέρες μετά την εισβολή και προτού κατασταλάξει ως προς την αποστολή στρατευμάτων στη Σαουδική Αραβία, ο πρόεδρος Bush έστειλε τον υπουργό Άμυνας  Dick Cheney στο Ριάντ με εντολή να βολιδοσκοπήσει τις προθέσεις του βασιλιά Fahd. Απευθυνόμενος προς τον τελευταίο, ο Αμερικανός υπουργός εκφράστηκε ως εξής: “Είμαστε έτοιμοι να αναπτύξουμε δυνάμεις για την προστασία της Σαουδικής Αραβίας. Θα έρθουμε μόνο εφόσον μας καλέσετε. Δεν επιδιώκουμε να εγκαταστήσουμε βάσεις σε μόνιμη κλίμακα. Μόλις μας ζητήσετε να αποσυρθούμε θα το πράξουμε αμέσως”.[8] Ο Σαουδάραβας μονάρχης συγκατάνευσε έπειτα από σύσκεψη με τους συμβούλους του: “Κύριε υπουργέ, είμαστε σύμφωνοι επί της αρχής. Εμπιστευόμαστε τον Θεό και ενεργούμε όπως αρμόζει. Θα τακτοποιήσουμε τις επιμέρους λεπτομέρειες. Δεν με απασχολεί τι λένε οι άλλοι. Επείγει να διασφαλίσουμε την προστασία της χώρας μας από κοινού με τους Αμερικανούς αλλά και με άλλα αραβικά κράτη, με τα οποία διατηρούμε φιλικούς δεσμούς”.[9] Το πολιτικό περίγραμμα είχε διαμορφωθεί.

Στις 7 Αυγούστου ξεκίνησε η ανάπτυξη των αμερικανικών δυνάμεων. Επικαλούμενο την απόφαση αρ. 661 του Συμβουλίου Ασφαλείας, το Πεντάγωνο σκιαγράφησε πάραυτα το επιχειρησιακό πεδίο στην ξηρά, στους αιθέρες και στη θάλασσα. Τις επόμενες ημέρες, η αμερικανική συνδρομή άρχισε να πλαισιώνεται, τόσο στο πολιτικό όσο και στο στρατιωτικό επίπεδο από τα υπόλοιπα κράτη του Κόλπου, από το σύνολο σχεδόν του αραβικού κόσμου και από κράτη σε παγκόσμια κλίμακα, που καταδίκασαν την πρωτοβουλία των Ιρακινών. Επρόκειτο για την απαρχή της επιχείρησης “Ασπίδα της Ερήμου” (Desert Shield).

Address to the Nation Concerning Iraq’s Invasion of Kuwait – 8 August 1990

  

Η επιχείρηση “Ασπίδα της Ερήμου” και η γέννηση ενός συμμαχικού συνασπισμού

Οι πρώτες αμερικανικές μονάδες που προσγειώθηκαν στο έδαφος της Σαουδικής Αραβίας ήταν περιορισμένου μεγέθους. Διέθεταν, ωστόσο, ισχυρή και αποτρεπτική συμβολική αξία. Αυτό τουλάχιστον πίστευαν στην Ουάσινγκτον. Ανήκαν, ως επί το πλείστον, στην ιστορική 82η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία. Είχαν απόλυτη συναίσθηση του εις βάρος τους συσχετισμού των ισορροπιών. Είναι ενδεικτικό ότι αυτοχλευάζονταν αποκαλώντας τους εαυτούς τους ως “επιβραδυντές για Ιρακινούς”. Σε περίπτωση εισβολής εντός της Σαουδικής Αραβίας το μόνο που μπορούσαν να πράξουν ήταν να επιβραδύνουν την προέλαση του αντιπάλου και να συσπειρωθούν σε προεπιλεγμένες στρατηγικές θέσεις, εν αναμονή αεροπορικών και ναυτικών ενισχύσεων. Μοιραία η πρώτη τους επιλογή (ενάντια μάλιστα στις προτεραιότητες της κυβέρνησης του Ριάντ) στράφηκε προς την ευρύτερη περιοχή του Νταχράν, στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας, η οποία επί Ψυχρού Πολέμου λειτουργούσε ήδη ως άτυπο αμερικανικό προγεφύρωμα. Με γνώμονα το επείγον της όλης υπόθεσης και σε αντίθεση με την παράδοση, στη διάρκεια των δυο πρώτων μηνών οι Αμερικανοί άρχισαν να αναπτύσσουν μάχιμες μονάδες δίχως να υπολογίζουν ιδιαίτερα το λογιστικό μέρος της επιχείρησης. Προείχε η προστασία της εδαφικής ακεραιότητας της Σαουδικής Αραβίας. Επρόκειτο για επίλεκτες μονάδες πεζοναυτών με πενιχρή υποστήριξη σε βαρέα μηχανοκίνητα και πυροβολικό.

Στις αρχές Οκτωβρίου, το Πεντάγωνο εξακολουθούσε να εκτιμά ως εξαιρετικά δύσκολη μια αναχαίτηση ενδεχόμενης ιρακινής εισβολής, παρά τον διαρκώς αυξανόμενο αριθμό αποστολής ανδρών και πολεμικού υλικού. Ενθυμούμενος την αρχική αυτή φάση, ο στρατηγός Schwarzkopf εκμυστηρευόταν τα εξής: “Φοβόμουν ότι θα μας έριχναν στη θάλασσα με αμέτρητες απώλειες….”.[10] Τελικά δεν συνέβη απολύτως τίποτα. Ακόμα καλύτερα, οι Αμερικανοί κατόρθωσαν να αποστείλουν μια δύναμη κρούσης 200.000 ανδρών, 1.000 αρμάτων μάχης και 1.000 μαχητικών αεροπλάνων μέσα σε χρονικό διάστημα δυο, μόλις, μηνών.

Η άφιξη των πρώτων στρατευμάτων.

Ήταν εμφανές ότι μπορούσαν, πλέον, να ανακόψουν μια ιρακινή προέλαση. Ο Saddam Hussein, ο οποίος δεν φανταζόταν ως εφικτή μια ταχεία ανάπτυξη τόσο μεγάλων δυνάμεων, άφησε την ευκαιρία να περάσει ανεκμετάλλευτη. Σύντομα, η “Ασπίδα της Ερήμου” ενισχύθηκε με ισχυρές μονάδες που απέστειλαν η Αίγυπτος, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Συρία. Έμπρακτη απόδειξη πως οι ΗΠΑ δεν αρκέστηκαν μόνο στην οργάνωση της άμυνας της Σαουδικής Αραβίας, αλλά σφυρηλάτησαν έναν συμμαχικό συνασπισμό, ικανό να εμπεδώσει στρατιωτικά και ψυχολογικά το επιχείρημα περί ανάληψης μιας διεθνούς σταυροφορίας.

Ένας πραγματικός παγκόσμιος συνασπισμός άρχισε να διαμορφώνεται με την πάροδο του χρόνου χάρη στις ακάματες πρωτοβουλίες του State Department και του υπουργού Εξωτερικών James Baker προσωπικά. Ως πυρήνας λειτούργησαν τα άμεσα απειλούμενα από τον ιρακινό επεκτατισμό κράτη, δηλαδή εκείνα του Περσικού Κόλπου. Για το σκοπό αυτό οι στρατιωτικές δυνάμεις της Σαουδικής Αραβίας, του Κουβέιτ, του Μπαχρέιν, του Κατάρ, του Ομάν και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων συγκρότησαν το επονομαζόμενο “Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου” (Cooperation Council for the Arab States of the Gulf  ή Gulf Cooperation Council) ή ακόμα “Ασπίδα της Χερσονήσου” (Peninsula Shield Force). Το παραπάνω σχήμα ενισχύθηκε σε ένα πρώτο στάδιο από δυνάμεις προερχόμενες από τον αραβομουσουλμανικό κόσμο. Ειδικότερα η παρουσία της Αιγύπτου με τη συμμετοχή δυο Μεραρχιών καθιστούσε τη χώρα αυτή τρίτη σε ισχύ έπειτα από τις ΗΠΑ και τη Σαουδική Αραβία. Εμφανής πρόθεση του προέδρου Hosni Mubarak να διεκδικήσει με τον τρόπο αυτό από τον Saddam Hussein την πρωτοκαθεδρία στον αραβικό κόσμο.[11] Ακόμα και μια χώρα σαν τη Συρία, την οποία βάρυναν επί μακρόν υποψίες ότι υποστήριζε τη διεθνή τρομοκρατία, προσχώρησε στην εκκολαπτόμενη συμμαχία συμμετέχοντας με κάθε άλλο παρά αμελητέες δυνάμεις. Προσαρμοζόμενη με τις νέες γεωπολιτικές εξελίξεις θέλησε με τον τρόπο αυτό να απαλλαγεί από τη διπλωματική απομόνωση στην οποία βρισκόταν και να έχει τη δυνατότητα να παρεμβαίνει κατά την κρίση της στην υπόθεση του Λιβάνου.[12] Η μουσουλμανική αλληλεγγύη επεκτάθηκε μέχρι το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές, τον Νίγηρα και τη Σενεγάλη. Η Τουρκία απέφυγε να στείλει στρατεύματα. Ωστόσο, συντασσόμενη με την απόφαση των Ηνωμένων Εθνών περί εμπορικού αποκλεισμού, έκλεισε τον αγωγό μέσω του οποίου το Ιράκ εξήγαγε το μισό του περίπου πετρέλαιο και ενίσχυσε τη στρατιωτική της παρουσία κατά μήκος της μεθορίου με το τελευταίο. Ταυτόχρονα, επέτρεψε στις συμμαχικές μονάδες, οι οποίες προωθούνταν προς τον Περσικό Κόλπο, να κάνουν χρήση του εδάφους και του εναερίου χώρου της.

O στρατηγός Norman Schwarzkopf και ο βασιλιάς Fahd της Σαουδικής Αραβίας επιθεωρούν μια αμερικανική αεροπορική βάση στα ανατολικά της χώρας τον Ιανουάριο του 1991.

Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία έστειλαν από μια Μεραρχία. Η Γερμανία συνεισέφερε οικονομικά στέλνοντας ταυτόχρονα στρατιωτικές δυνάμεις στην Τουρκία. Οικονομικά συμμετείχε και η Ιαπωνία. Η Ισπανία επέτρεψε τη χρήση του εναερίου χώρου της και έστειλε στρατιωτικό υλικό. Η Νότιος Κορέα, η Πολωνία, η Τσεχοσλοβακία και η Ουγγαρία συμμετείχαν με ιατρικό προσωπικό και με μονάδες ανίχνευσης χημικού πολέμου.

Ταυτόχρονα με τη δημιουργία ενός συμμαχικού συνασπισμού τίθεται μετ’ επιτάσεως το ζήτημα της διοίκησης. Σε ένα πρώτο στάδιο, οι Σαουδάραβες διεκδίκησαν τη διοίκηση του συνόλου των σταθμευμένων στο έδαφός τους δυνάμεων. Οι Αμερικανοί, από τη δική τους πλευρά, προσέβλεπαν στο ακριβώς αντίθετο. Τον Οκτώβριο, έπειτα από ατέρμονες συζητήσεις, συμφωνήθηκε τελικά να διατηρηθεί η σαουδαραβική πρωτοκαθεδρία με τον διορισμό του πρίγκιπα Khaled Bin Sultan[13] ως ανώτατου διοικητή των συμμαχικών δυνάμεων επί του θεάτρου των επιχειρήσεων. Ωστόσο, παρέμενε ένα εμπόδιο. Το σύνταγμα των ΗΠΑ απαγόρευε ρητά την υπαγωγή αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων υπό τη διοίκηση αλλοδαπού αξιωματικού. Κατόπιν τούτου, παρέμειναν υπό την ηγεσία του στρατηγού Schwarzkopf, διπλωματικά κάτω από σαουδαραβική στρατηγική διεύθυνση. Ουδέποτε αποσαφηνίστηκε η σημασία της διατύπωσης αυτής. Στην πραγματικότητα, ο  Schwarzkopf δεχόταν διαταγές μέσω του άξονα Bush – Cheney – Powell.[14]  Σε κατώτερο επίπεδο ενεργοποιήθηκε ένας ολόκληρος μηχανισμός συνεργασίας και συντονισμού ανάμεσα στα επιτελεία των δυνάμεων του συνασπισμού, ο οποίος αποδείχθηκε εξαιρετικά πολύτιμος, δεδομένης της ασυνήθιστης πολιτισμικής, θρησκευτικής και πολιτικής ποικιλομορφίας που τον διέκρινε.

Τα εύσημα για τη δημιουργία, στρατηγική οργάνωση και ενδυνάμωση της συμμαχίας ανήκαν αναμφίβολα στις ΗΠΑ, οι οποίες ασκούσαν και την ουσιαστική διοίκηση. Το έδαφος της Σαουδικής Αραβίας ήταν πλέον ασφαλές. Κατά τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο 1990 οι δυνάμεις του συνασπισμού επαρκούσαν για κάτι τέτοιο, όχι όμως και για μια ανακατάληψη του Κουβέιτ όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένοι 435.000 Ιρακινοί, 3.600 άρματα μάχης, 2.400 τεθωρακισμένα οχήματα πάσης φύσεως και 2.400 πυροβόλα.

 

ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΔΥΝΑΜΕΩΝ[15]

(ΙΟΥΛΙΟΣ 1990)

                                            *Εκ των οποίων 480.000 έφεδροι.

Υπό τις παρούσες συνθήκες ποιες ήταν οι προσφερόμενες εναλλακτικές λύσεις; Για πόσο καιρό ακόμα τα συμμαχικά στρατεύματα θα παρέμεναν άπραγα; Έπρεπε να αναμείνουν κι’ άλλο ή μήπως να εκδιώξουν τους Ιρακινούς από το Κουβέιτ κυνηγώντας τους ακόμα και εντός του εθνικού τους εδάφους;

Το χειρότερο σενάριο, πραγματική Πύρρειος νίκη για τον συνασπισμό, θα ήταν μια συντεταγμένη  υποχώρηση του ιρακινού στρατού. Το ζήτημα της παραμονής του διεθνούς εκστρατευτικού σώματος επί του σαουδαραβικού εδάφους θα ετίθετο μετ’ επιτάσεως, ενώ τίποτα δεν απέκλειε μια νέα ιρακινή εισβολή στο μέλλον. Κατά συνέπεια, ο παράγων χρόνος αναγορεύτηκε σε μείζονος σημασίας παράμετρο για την ηγεσία της συμμαχίας, δηλ. τους Αμερικανούς. Ήταν σαφές πως η ανάληψη πρωτοβουλιών δεν έπρεπε να καθυστερήσει. Διαφορετικά, ο χρόνος, ο οποίος μέχρι τότε είχε λειτουργήσει επωφελώς, κινδύνευε να στραφεί εναντίον.

 

Οι προετοιμασίες για την απελευθέρωση του Κουβέιτ

Η ιδέα μιας ανακατάληψης του Κουβέιτ στριφογύριζε στο μυαλό του στρατηγού Schwarzkopf ήδη από τις 16 Αυγούστου, οπότε, όπως χαρακτηριστικά γράφει “σκιαγράφησα πρόχειρα μια εκστρατεία σε τέσσερα στάδια: κεραυνοβόλα επίθεση πυροβολικού, καταστροφή των δομών αντιαεροπορικής άμυνας εντός του Κουβέιτ, εξουδετέρωση του αντιπάλου σε ποσοστό 50%, χερσαία επίθεση”.[16] Η όλη υπόθεση προσέλαβε πολιτικές διαστάσεις όταν, στις 22 Οκτωβρίου, ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ στρατηγός Colin Powell μετέβη στο Ριάντ κατ’ εντολή του προέδρου Bush, προκειμένου να αξιολογήσει με τον Schwarzkopf τους τρόπους μετεξέλιξης της εκστρατείας από αμυντική σε επιθετική με την προοπτική απελευθέρωσης του Κουβέιτ.

Οι Norman Schwarzkopf  και Colin Powell στο Ριάντ τον Οκτώβριο του 1990.

Οι απαιτήσεις του Schwarzkopf ήταν υπέρμετρες. Συγκεκριμένα, ζήτησε τον διπλασιασμό των υπό την ηγεσία του δυνάμεων, με άλλα λόγια την αναβάθμιση των τελευταίων σε Τεθωρακισμένο Σώμα Στρατού εντός τριών μηνών. Μόλις το αίτημα έφτασε στον Λευκό Οίκο, ο George Bush συγκατάνευσε. Ταυτόχρονα, εξαπέλυσε μια διπλωματική εκστρατεία, δίχως την οποία τίποτα απολύτως δεν θα ήταν εφικτό. Σε ένα πρώτο στάδιο, έστειλε τον υπουργό Εξωτερικών James Baker στην πρωτεύουσα της Σαουδικής Αραβίας με αποστολή να εκμαιεύσει τη σύμφωνη γνώμη του βασιλιά Fahd και των υπολοίπων συμμάχων. Κατόπιν συνέταξε ένα σχέδιο απόφασης για τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Τέλος διαβεβαίωσε τον Schwarzkopf πως ήταν διατεθειμένος να ικανοποιήσει το αίτημά του στέλνοντας στον Περσικό Κόλπο και ακόμα περισσότερες δυνάμεις, εάν αυτό καθίστατο αναγκαίο.

Στις 29 Νοεμβρίου 1990 το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εξέδωσε το ψήφισμα αρ. 678, το οποίο εξουσιοδοτούσε “τα κράτη μέλη, τα οποία επιχειρούν από κοινού με το Κουβέιτ να κάνουν χρήση όλων των απαραίτητων μέσων για την εφαρμογή της απόφασης αρ. 660[17] του Συμβουλίου Ασφαλείας και όλων των συναφών αποφάσεων και για την αποκατάσταση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας στην περιοχή σε περίπτωση που μέχρι τις 15 Ιανουαρίου 1991 το Ιράκ δεν έχει συμμορφωθεί με αυτές”. Μεταξύ 29 Νοεμβρίου και 15 Ιανουαρίου, τα στρατεύματα της συμμαχίας είχαν στη διάθεσή τους ένα χρονικό διάστημα 45 ημερών για το σκοπό αυτό, με άλλα λόγια προκειμένου να περάσουν από την “Ασπίδα” στην “Καταιγίδα”.

 

Από την “Ασπίδα” στην “Καταιγίδα της Ερήμου

Το αίτημα του στρατηγού Schwarzkopf ικανοποιήθηκε, καθώς τα συγκεντρωμένα επί του σαουδαραβικού εδάφους στρατεύματα διπλασίασαν το δυναμικό τους από κάθε άποψη. Η αμερικανική υπεροχή ήταν πλέον αδιαμφισβήτητη έπειτα από την αποστολή μιας μηχανοκίνητης μεραρχίας με προέλευση τις ΗΠΑ,[18] ενός Σώματος Στρατού σταθμευμένου στην Ευρώπη,[19] μονάδων ναυτικού πολέμου,[20] μονάδων πεζοναυτών,[21] τέλος, 410 επιπλέον αεροσκαφών.[22] Ουδέποτε άλλοτε από τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και μετά είχε συγκεντρωθεί δύναμη παρόμοιας ισχύος.

Η επιλογή του 7ου ΣΣ σταθμευμένου στη Γερμανία εξηγείται εύκολα. Κατά πρώτο λόγο, επρόκειτο για εκείνο, το οποίο λόγω συντομότερης απόστασης από την φλέγουσα περιοχή, ήταν σε θέση να μεταφερθεί στη Σαουδική Αραβία το ταχύτερο. Κατά δεύτερο λόγο, ήταν το καλύτερα εξοπλισμένο με υλικό τελευταίας τεχνολογίας Σώμα ολόκληρου του αμερικανικού στρατού. Τέλος, ήταν εκείνο που διέθετε αναλογικά το μεγαλύτερο ποσοστό προσωπικού εν ενεργεία. Η εξαφάνιση της απειλής των χωρών μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας την επομένη της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού καθιστούσε εφικτή τη μεταφορά του Σώματος στον Περσικό Κόλπο.

Η ισχύς του 7ου ΣΣ καθώς και η συνολική συμβολή των σταθμευμένων στο ευρωπαϊκό έδαφος αμερικανικών δυνάμεων παρουσιάζονται στους κάτωθι πίνακες.[23]

ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 7ου ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΣΤΡΑΤΟΥ

ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΣΤΑΘΜΕΥΜΕΝΩΝ
ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Για τη μεταφορά των ευρισκομένων στην Ευρώπη αμερικανικών στρατευμάτων χρησιμοποιήθηκαν 437 αεροσκάφη, 105 πλοία, 387 μαούνες, 339 σιδηροδρομικοί συρμοί και 72 οδικές φάλαγγες. Παρόλη την ανάπτυξη τόσο εντυπωσιακών μέσων, η μεταφορά του 7ου ΣΣ πραγματοποιήθηκε με καθυστέρηση συγκριτικά με τους αρχικούς υπολογισμούς. Ο αριθμός των συρμών δεν επαρκούσε για την προώθηση του βαρέως υλικού (άρματα μάχης, μηχανοκίνητα πεζικού κλπ.) προς τους λιμένες φόρτωσης. Πολλά μεταγωγικά πλοία παρουσίασαν μηχανικές βλάβες, με αποτέλεσμα να ακινητοποιηθούν στα αγκυροβόλια τους. Τα προβλήματα επεκτάθηκαν και εν πλω, καθώς δυσμενείς καιρικές συνθήκες ως αποτέλεσμα είχαν την επιβράδυνση των ρυθμών. Τέλος, η προοπτική των εορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς προκάλεσε, ως συνήθως, μια χαλάρωση στους κόλπους της γραφειοκρατικής μηχανής. Αυτό διαφαίνεται και από την αγωνιώδη διαπίστωση του Schwarzkopf περί τα μέσα Δεκεμβρίου: “Ένα 20% των αρμάτων μάχης δεν πρόκειται να αφιχθούν πριν από τις 15 Ιανουαρίου [ημερομηνία ορόσημο]. Ειδικότερα τα Μ1Α1 της 3ης Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας βρίσκονται ακόμη εν πλω (…)”.[24] Και αυτό ενώ ο ίδιος ηγείτο ήδη μιας δύναμης 300.000 ανδρών!

Μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα, τα υπόλοιπα κράτη του συνασπισμού αναβάθμισαν και εκείνα την παρουσία τους στη Σαουδική Αραβία. Το έπραξαν αναλογικά με τις στρατιωτικές τους δυνατότητες και τους πολιτικούς τους στόχους. Μεταξύ άλλων, η Αίγυπτος απέστειλε δυο επιπρόσθετες Μεραρχίες και ειδικές δυνάμεις,[25] η Συρία μια Μεραρχία και ειδικές δυνάμεις,[26] το Κουβέιτ κατάφερε να συγκροτήσει επί του σαουδαραβικού εδάφους τρεις νέες ανεξάρτητες Ταξιαρχίες. Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία συμπλήρωσαν τις ήδη επιτόπου παρούσες δυνάμεις τους, ούτως ώστε να είναι ετοιμοπόλεμες ανά πάσα στιγμή. Τα μη αμερικανικά στρατεύματα ανέρχονταν σε 160.000 άνδρες περίπου.

Αμερικανικά μαχητικά αεροσκάφη F-15 παρατεταγμένα σε βάση της Σαουδικής Αραβίας.
Ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου John Major συναντάται με άνδρες του 3ου Τάγματος γνωστών με την επωνυμία “Οι ποντικοί της ερήμου” (Desert Rats).

Οι εκατέρωθεν στρατηγικοί σχεδιασμοί

Η ενίσχυση των συμμαχικών στρατευμάτων πραγματοποιήθηκε με γνώμονα τις πληροφορίες για τη διάταξη και ισχύ των Ιρακινών, αλλά και με μακροπρόθεσμο ζητούμενο όχι μόνο την απελευθέρωση του Κουβέιτ αλλά και την εξολόθρευση του ιρακινού στρατού γενικότερα. Το εύρος των ενισχύσεων (κυρίως αμερικανικών) υποδηλώνει ότι: 1) προτού ξεκινήσουν οι εχθροπραξίες o αντίπαλος εθεωρείτο ιδιαίτερα ισχυρός και 2) τα εντυπωσιακά μεγέθη, τα οποία στάλθηκαν στον Περσικό Κόλπο συμβόλιζαν τη βούληση των ΗΠΑ να κυριαρχήσουν στο μεταψυχροπολεμικό στερέωμα.[27]

The Weapons of Desert Shield

Περί τα μέσα Δεκεμβρίου, η διάταξη των ιρακινών δυνάμεων είχε προσλάβει τριπλή μορφή. Κατά μήκος της μεθορίου με τη Σαουδική Αραβία έως τις ανατολικές ακτές του Κουβέιτ είχε δημιουργηθεί μια πρώτη γραμμή ανάσχεσης, εν μέρει θαμμένη μέσα στην άμμο της ερήμου. Επρόκειτο για την επονομαζόμενη Γραμμή Saddam, συνολικού μήκους 300 χιλιομέτρων. Μια δεύτερη γραμμή άμυνας, στο βόρειο τμήμα του εμιράτου, προσέδιδε βάθος στο μελλοντικό επιχειρησιακό θέατρο. Τέλος, η επίλεκτη Προεδρική Φρουρά, συγκεντρωμένη νοτιοδυτικά της Βασόρας εντός του ιρακινού εδάφους, ήταν έτοιμη να εξαπολύσει στοχευμένες αντεπιθέσεις, ακριβώς όπως το είχε πράξει κατ’ επανάληψη στη διάρκεια του οκταετούς πολέμου ανάμεσα στο Ιράκ και το Ιράν.

Οι Ιρακινοί ανέμεναν εκδήλωση κατά μέτωπο επίθεσης σε βάρος τους. Δεν υπολόγιζαν ότι ο αντίπαλος μπορούσε να εκμεταλλευθεί τις αχανείς εκτάσεις της ερήμου με στόχο να ελιχθεί και να τους πλευροκοπήσει. Η εμμονή αυτή ανάγεται στην ίδια την πολεμική κουλτούρα των Ιρακινών καθώς και στις σοβιετικές μεθόδους, οι οποίες δεν πριμοδοτούν την έννοια και τη σημασία των ελιγμών. Ένας επιπρόσθετος λόγος που εξηγεί τα παραπάνω είναι το ότι ήταν πεπεισμένοι πως τα στρατεύματα του συνασπισμού, στην πλειοψηφία τους δυτικά, δεν ήταν εξοικειωμένα με τις κλιματολογικές και γεωμορφολογικές ιδιαιτερότητες της ερήμου και θα τους ήταν δύσκολο, έως αδύνατο, να μετακινηθούν εκτός του υπάρχοντος οδικού δικτύου. Τέλος, επηρεασμένοι από την ακατάπαυστη δραστηριότητα του αμερικανικού στρατού, προετοιμάζονταν να αποκρούσουν μια συμμαχική απόβαση στις ακτές του Κουβέιτ, με αποτέλεσμα να διατηρούν επιτόπου ισχυρές δυνάμεις, όπως ακριβώς επισήμανε ο στρατηγός Maurice Schmitt, ενθυμούμενος πολύ αργότερα έναν διάλογο που είχε με τον Schwarzkopf: “Δεν έχω πρόθεση να αποβιβαστώ στις ακτές του Κουβέιτ, μου απάντησε, όπου υπάρχουν αναρίθμητα ναρκοπέδια. Θα κρατήσω, όμως, τους πεζοναύτες στοιβαγμένους επάνω στα πλοία, ούτως ώστε να δώσω στους Ιρακινούς την εντύπωση μιας επικείμενης απόβασης και να τους αναγκάσω, με τον τρόπο αυτό, να εξακολουθήσουν να διατηρούν σημαντικές δυνάμεις κατά μήκος των ακτών. Λίγες μέρες νωρίτερα, ο Colin Powell είχε εκφραστεί προς εμένα με περισσότερο λακωνικό τρόπο: δεν είμαστε διατεθειμένοι να επαναλάβουμε την Okinawa”.[28]

Φάλαγγα ιρακινών τεθωρακισμένων Τ-72Μ (γνωστά και ως Λιοντάρια της Βαβυλώνας) αναπτύσσεται στη μεθόριο του Κουβέιτ με τη Σαουδική Αραβία.
Ιρακινή προπαγάνδα για την κατοχή του Κουβέιτ.

Το σχέδιο, το οποίο εκπονήθηκε από τον συμμαχικό συνασπισμό, με άλλα λόγια από τους Αμερικανούς, άρχισε να προσλαμβάνει μορφή μέσα στον μήνα Νοέμβριο. Ο Schwarzkopf επέλεξε την πλέον κλασσική επιχειρησιακή μέθοδο, η οποία διδάσκεται σε όλες τις σχολές πολέμου ανά την υφήλιο. Μόνο που τη φορά αυτή, επιμηκύνθηκε στην κλίμακα ενός αχανούς θεάτρου. Στηρίζεται στο απλό αξίωμα: “σταθεροποίηση – υπερκέραση”. “Η κλασσική τακτική για να επιβληθεί κανείς ενός αντιπάλου του είδους αυτού”, έγραφε χαρακτηριστικά, “συνίστατο στο να τον ακινητοποιήσει με μια ισχυρή μετωπική επίθεση, την ίδια στιγμή που άλλες δυνάμεις, ακόμα πιο ισχυρές, θα είχαν ως αποστολή να τον υπερκεράσουν, να τον περικυκλώσουν και να τον ρίξουν στη θάλασσα”.[29] Ακριβώς ό,τι έπραξε εν συνεχεία.

Στο αρχικό της στάδιο, η χερσαία επίθεση θα εκδηλωνόταν με έναν κυκλωτικό ελιγμό στα δυτικά και κατόπιν με μια ισχυρή μετωπική επίθεση, η ολοκλήρωση της οποίας προσέβλεπε στην εξολόθρευση του ιρακινού στρατού, παγιδευμένου εντός του σχηματιζομένου από τον  Ευφράτη ποταμό (προς βορρά), την θάλασσα (προς ανατολάς) και το κύριο σώμα των δυνάμεων του συνασπισμού (προς νότο) τριγώνου. Στις 14 Νοεμβρίου, ο Schwarzkopf ανέλυσε το σχέδιο στους συνεργάτες του, σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο Νταχράν. Προκειμένου να επικρατήσει ενός εχθρού 450.000 ανδρών, έτοιμων να κάνουν χρήση χημικών όπλων, ιεράρχησε τους στόχους ως εξής:

  • εξουδετέρωση των κέντρων διοίκησης
  • εξασφάλιση της υπεροχής στους αιθέρες
  • εξουδετέρωση δυνατοτήτων χρήσης χημικών και βιολογικών όπλων
  • εξουδετέρωση της Προεδρικής Φρουράς
  • απελευθέρωση του Κουβέιτ από τα αραβικά στρατεύματα της συμμαχίας

Ενώ είχαν δαπανηθεί τέσσερις ολόκληροι μήνες προκειμένου να ολοκληρωθούν τα σχέδια προάσπισης της εδαφικής ακεραιότητας της Σαουδικής Αραβίας, εκείνα της επιθετικής εκστρατείας εκπονήθηκαν μέσα σε τέσσερις εβδομάδες. Η αλήθεια είναι πως είχαν πλέον ξεπεραστεί ορισμένα πρακτικά προβλήματα (όπως π.χ. τα σχετικά με τη διερμηνεία μεταξύ αραβικής και αγγλικής γλώσσας). Σε τελευταία ανάλυση, ο επιθετικός σχεδιασμός εντυπωσιάζει με την απλότητά του.

Η εκδήλωση της χερσαίας επίθεσης είχε προγραμματιστεί για το χρονικό διάστημα μεταξύ 15 και 20 Φεβρουαρίου 1991. Προηγουμένως όμως, έπρεπε να πληρωθούν ορισμένες προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, η ολοκλήρωση της μεταφοράς του 7ου Σώματος Στρατού από τη Γερμανία προς τη Σαουδική Αραβία καθυστερούσε. Επίσης, έπρεπε να πραγματοποιηθεί με απόλυτη μυστικότητα και τα ταχύτερο δυνατό η μετακίνηση δυο Σωμάτων Στρατού σε απόσταση 500 χιλιομέτρων προς δυσμάς, μέσα από την έρημο. Προκειμένου ο όλος ελιγμός να μπορέσει να κρατηθεί κρυφός, σχεδιάστηκε μια έντονη αεροπορική δραστηριότητα αντιπερισπασμού σε άλλα σημεία.

Της χερσαίας επίθεσης θα προηγείτο η (επίσης αεροπορική) επιχείρηση “Στιγμιαίος Κεραυνός” (Instant Thunder), με αποστολή να πληγούν στρατιωτικοί μόνο στόχοι και να αποφευχθούν στο έπακρο απώλειες αμάχων. Σκοπός ήταν να απομονωθεί το μελλοντικό πεδίο εχθροπραξιών από τον έξω κόσμο, να “τυφλωθεί” και “βουβαθεί” η ιρακινή άμυνα, τέλος, να εξουδετερωθεί η Προεδρική Φρουρά.

Το χερσαίο σκέλος, η επιχείρηση “Καταιγίδα της Ερήμου” (Desert Storm) διέθετε τέσσερις συνιστώσες, η σύγκλιση των οποίων ήταν απαραίτητη για μια ευτυχή διεκπεραίωση. Στη θάλασσα, μια αμφίβια δύναμη τριάντα περίπου πλοίων και 17.000 πεζοναυτών θα διατηρούσε συνεχή την απειλή μιας απόβασης στις ακτές του Κουβέιτ, εξαναγκάζοντας τους Ιρακινούς να διατηρούν εκεί ισχυρές δυνάμεις. Αν και δεν συγκαταλεγόταν μεταξύ των προτεραιοτήτων, το ενδεχόμενο μιας απόβασης δεν έπρεπε να αποκλειστεί ανάλογα με την εξέλιξη των επιχειρήσεων στους άλλους τομείς του μετώπου.

Στα βορειοανατολικά σύνορα της Σαουδικής Αραβίας με το Κουβέιτ, δυο Μεραρχίες Πεζοναυτών, συνεπικουρούμενες από σαουδαραβικές μονάδες ήταν επιφορτισμένες με τη διάσπαση του μετώπου και την προέλαση μέχρι τις παρυφές της πρωτεύουσας του εμιράτου με κατεύθυνση από νότο προς βορρά. Στον κεντρικό τομέα, αραβομουσουλμανικά στρατεύματα με πυρήνα δυο αιγυπτιακές Τεθωρακισμένες Μεραρχίες, είχαν αναλάβει την θέση υπό έλεγχο του στρατηγικής σημασίας οδικού κόμβου στα βορειοδυτικά της πόλης του Κουβέιτ και την απελευθέρωση της τελευταίας. Ουδείς απέκλειε το ενδεχόμενο μιας λυσσαλέας αντιπαράθεσης μέσα στους δρόμους και τα κτήρια της πρωτεύουσας. Ο αδιαμφισβήτητου συμβολικού χαρακτήρα αυτός ρόλος ανήκε δικαιωματικά στις δυνάμεις του Κουβέιτ.

Στο αριστερό άκρο της συμμαχικής διάταξης, ένα αμερικανικό Σώμα Στρατού[30] θα διασπούσε τις γραμμές του αντιπάλου και θα αναπτυσσόταν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να ανακόψει την υποχώρηση των ισχυροτέρων μονάδων.[31]

Τέλος, το άρτι αφιχθέν από την Γερμανία πανίσχυρο 7ο Σώμα Στρατού, θα συγκέντρωνε το σύνολο των δυνάμεών του με στόχο την εξουδετέρωση και καταστροφή της ιρακινής Προεδρικής Φρουράς.

Το συμμαχικό σχέδιο μάχης.

Στο πλαίσιο της γενικευμένης αυτής επιχείρησης, ο καθένας από τους συμμετέχοντες επωμίστηκε μια αποστολή, η οποία αποτελούσε συνδυασμό των πολιτικών στόχων της κάθε χώρας με τις τακτικές ανάγκες στο πεδίο των μαχών. Χρονολογικά, οι Βρετανοί υπήρξαν οι πρώτοι που ενημερώθηκαν σχετικά με τον αμερικανικό σχεδιασμό και για τον ρόλο που a priori τους αναλογούσε. Ο διοικητής των βρετανικών δυνάμεων Sir Peter de la Billière ενημερώθηκε από τον  Schwarzkopf προσωπικά, λίγο μετά την Ημέρα των Ευχαριστιών (τέλη Νοεμβρίου). Απέκλεισε την δευτερεύουσας φύσης αποστολή που αρχικά προτάθηκε και εξασφάλισε την επί ίσοις όροις συμμετοχή των περίφημων “Ποντικών της Ερήμου” (Desert Rats) στο πλευρό του 7ου Σώματος Στρατού.

Οι δυο Μεραρχίες του αιγυπτιακού στρατού θα αναλάμβαναν, από κοινού με τις συριακές μονάδες, αρχικά την καθήλωση των Ιρακινών στον κεντρικό τομέα και κατόπιν την προέλαση με κατεύθυνση την πρωτεύουσα. Ο συντονισμός τους με τις δυνάμεις των Αμερικανών είχε σφυρηλατηθεί χάρη σε κοινά γυμνάσια, τα οποία είχαν προηγηθεί. Τα μάτια του αραβικού κόσμου ήταν στραμμένα επάνω τους. Η συνεργασία των Συρίων με την αμερικανική διοίκηση γινόταν μέσω του πρίγκιπα Khaled.

Ο ρόλος των Γάλλων διέφερε ανάλογα με τις εκτιμήσεις του στρατηγού Schmitt, αρχηγού του επιτελείου του γαλλικού στρατού, και του στρατηγού Schwarzkopf. Σύμφωνα με τον πρώτο, οι γαλλικές δυνάμεις, “δεδομένης της διάταξης και της δομής τους, έπρεπε να αναπτυχθούν στο δυτικό άκρο καλύπτοντάς το”.[32] Περισσότερο αυστηρός, ο δεύτερος διερωτάται: “Οι Γάλλοι δυσκολεύονταν να σκιαγραφήσουν τον ρόλο που επιθυμούσαν να επωμιστούν (…) ακόμα και η ίδια η συμμετοχή τους στις στρατιωτικές επιχειρήσεις ήταν αβέβαιη. Τελικά, τον Δεκέμβριο, ο στρατηγός Schmitt, με πληροφόρησε πως η χώρα του επιθυμούσε να συμμετάσχει ενεργά στην επίθεση. Εξέφραζε ωστόσο επιφυλάξεις, κατά πόσο, στο πλαίσιο μιας μετωπικής σύγκρουσης, τα γαλλικά ελαφρά τεθωρακισμένα ήταν σε θέση να αναμετρηθούν με τα βαριά σοβιετικής κατασκευής ιρακινά άρματα μάχης. Κατόπιν τούτου, οι γαλλικές μονάδες ήταν όντως σε θέση να καλύψουν το δυτικό άκρο; Παρά ταύτα, δέχθηκα αμέσως. Αναζητούσα μια δύναμη γι’ αυτή την αποστολή και οι γαλλικές μονάδες ανταποκρίνονταν σε αυτό που έψαχνα”.[33]

Αριστερά: ο στρατηγός Maurice Schmitt, αρχηγός του Γενικού Επιτελείου του γαλλικού στρατού. Δεξιά: αφίσα αναμνηστικής έκθεσης σχετικά με τη συμμετοχή της Μεραρχίας Daguet, με αφορμή τη συμπλήρωση τριάντα ετών από τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων.

Η πορεία προς την επίθεση

Ήδη από τα μέσα Δεκεμβρίου οι Αμερικανοί φαίνονταν πεπεισμένοι πως η επίθεση θα ήταν νικηφόρα. Αδυνατούσαν όμως να υπολογίσουν εκ των προτέρων το μέγεθος των απωλειών. Οι θεωρία, σύμφωνα με την οποία πίστευαν σε μηδαμινές, σχεδόν, απώλειες, διοχετεύθηκε μετά το πέρας του πολέμου.[34] Πρόκειται για μια πέρα ως πέρα λανθασμένη και ετεροχρονισμένη θεωρία. Αρκεί να παρατηρήσει κανείς τις προσπάθειες του αμερικανικού υγειονομικού μηχανισμού, προκειμένου να προετοιμαστεί a priori για βαρύ φόρο αίματος. Για την εκκένωση των τραυματιών είχαν επιστρατευθεί 220 ελικόπτερα, πάνω από 1.000 ασθενοφόρα και είχαν προβλεφθεί σε καθημερινή κλίμακα 30 πτήσεις αεροσκαφών C-130 με την προοπτική 74 επιπρόσθετων πτήσεων.[35] Παράλληλα, υπήρχε πρόβλεψη εντός του ιδίου του θεάτρου επιχειρήσεων για 18.530 νοσοκομειακές κλίνες και για 36.496 φιάλες αίματος των 250 ml.[36]

Το αμερικανικό πλωτό νοσοκομείο USNS Mercy (T-AH-19), ελλιμενισμένο στο Μπαχρέιν.

Η κρίσιμη απόφαση

Η επιλογή της ακριβούς ημερομηνίας έναρξης της επίθεσης υπήρξε αντικείμενο αναρίθμητων διαβουλεύσεων. Στην Ουάσινγκτον επικρατέστερη ήταν η άποψη πως η έναρξη των εχθροπραξιών έπρεπε να λάβει χώρα το συντομότερο δυνατό μετά τις 15 Ιανουαρίου 1991 και την εκπνοή της προθεσμίας του Συμβουλίου Ασφαλείας. Απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να μη διαρραγεί η συνοχή του συνασπισμού. Από τη δική του πλευρά, ο Schwarzkopf επιθυμούσε να ήταν απολύτως έτοιμος. Για το λόγο αυτό, απαρίθμησε μια σειρά επιφυλάξεων λογιστικής και μετεωρολογικής, ως επί το πλείστον, φύσεως προκειμένου να εξασφαλίσει πολύτιμο χρόνο. Ήταν της άποψης πως μια παράταση της διάρκειας των προπαρασκευαστικών αεροπορικών επιχειρήσεων αρκούσε για κάτι τέτοιο. Στο όλο ζήτημα τύγχανε της αμέριστης υποστήριξης των Powell και Cheney. Στις 26 Δεκεμβρίου ανακοίνωσε στους επιτελείς του ότι η αεροπορική επίθεση επρόκειτο να εκδηλωθεί σε ημερομηνία πολύ κοντινή με εκείνη της 15ης Ιανουαρίου. Στις 8 Ιανουαρίου, ο συνταγματάρχης Bell, ο οποίος είχε χριστεί από τον Schwarzkopf  “χρονικογράφος του πολέμου του Κόλπου” σημείωνε ότι: “15.00, τηλεφωνική σύσκεψη με τον στρατηγό Powell. Ο τελευταίος διαβίβασε στον CINC [Commander in Chief] προφορική διαταγή, σύμφωνα με την οποία η αεροπορική εκστρατεία θα ξεκινούσε στις 17 Ιανουαρίου στις 3.00”.[37]

Στις 11 Ιανουαρίου, στο Παρίσι, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας François Mitterrand ανακοίνωσε την πρόθεσή του να καλέσει την Εθνοσυνέλευση σε έκτακτη συνεδρία.[38] Πράγματι, η Εθνοσυνέλευση συνήλθε στις 16 Ιανουαρίου και εξέδωσε ψήφισμα στήριξης της πολιτικής, την οποία ακολουθούσε η κυβέρνηση σχετικά με την κρίση στον Περσικό Κόλπο.

Τέλος, στις 15 Ιανουαρίου στις 23.30, ο Schwarzkopf πληροφορήθηκε τηλεφωνικά πως η διαταγή περί έναρξης της επιχείρησης “Καταιγίδα της Ερήμου” στις 3.00 π.μ. της 17ης Ιανουαρίου είχε υπογραφεί από τους Cheney και Powell.

The Gulf Conflict Part 1 – Defensive Operations

[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ]

 

O Frédéric Guelton είναι συνταγματάρχης (ε.α) και διδάκτωρ Ιστορίας του Πανεπιστημίου της   Σορβόννης. Διετέλεσε διευθυντής των Στρατιωτικών Αρχείων της Γαλλίας (Service Historique de la Défense – Section Armée de Terre). Είναι μέλος της Διεθνούς Επιτροπής Μνήμης των 100 ετών του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Mission Centenaire 1914 – 1918).

 

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ Α΄ ΜΕΡΟΥΣ    

2 Αυγούστου 1990

Εισβολή του ιρακινού στρατού στο Κουβέιτ. Ο εμίρης  Jaber Al Sabah και η οικογένειά του καταφεύγουν στη Σαουδική Αραβία. Σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Ομόφωνη ψήφιση της απόφασης αρ. 660 περί άμεσης απόσυρσης των ιρακινών στρατευμάτων από το Κουβέιτ.

3 Αυγούστου

Οι υπουργοί Εξωτερικών των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ ζητούν από την διεθνή κοινότητα να λάβει συγκεκριμένα μέτρα κατά του Ιράκ. Ο Αραβικός Σύνδεσμος καταδικάζει την εισβολή και απαιτεί με ψήφους 14 έναντι 4 (ΟΑΠ, Ιορδανία, Υεμένη, Σουδάν) την άμεση αποχώρηση των ιρακινών στρατευμάτων. Απουσιάζουν το Ιρακ και η Λιβύη.

6 Αυγούστου

Οι ΗΠΑ απορρίπτουν κάθε προοπτική συμβιβασμού με βάση μια προσάρτηση του Κουβέιτ στο Ιράκ. Ψήφισμα αρ. 661 του Συμβουλίου Ασφαλείας, το οποίο αποδέχεται οικονομικές και στρατιωτικές κυρώσεις κατά του Ιράκ με ψήφους 14 και δυο αποχές (Κούβα και Υεμένη).

7 Αυγούστου

Έναρξη της επιχείρησης Ασπίδα της Ερήμου. Ο Saddam Hussein επικροτεί την εισβολή στο Κουβέιτ ως τερματισμό ενός αποικιακής φύσεως διαμελισμού σε βάρος του Ιράκ.

8 Αυγούστου

Η Βαγδάτη χαρακτηρίζει ως αμετάκλητη την κατοχή του Κουβέιτ. Διάγγελμα του προέδρου Bush προς τον αμερικανικό λαό, με το οποίο ανακοινώνει την αποστολή στρατευμάτων και πολεμικού υλικού στη Σαουδική Αραβία για την προάσπιση των ζωτικών συμφερόντων των ΗΠΑ.

9 Αυγούστου

Ομόφωνο ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας (αρ. 662) το οποίο καταδικάζει την προσάρτηση του Κουβέιτ. Το Ιράκ ζητεί από τους ξένους διπλωμάτες να εγκαταλείψουν το Κουβέιτ πριν από τις 24 Αυγούστου. Ο πρόεδρος Mitterrand αναγγέλλει την αποστολή στον Περσικό Κόλπο του αεροπλανοφόρου Clemenceau.

10 Αυγούστου

Ο Saddam Hussein κηρύσσει ιερό πόλεμο κατά των ξένων στρατευμάτων.

15 Αυγούστου

Η Βαγδάτη αποδέχεται τους κυριότερους όρους του Ιράν ενόψει ενός άμεσου τερματισμού του μεταξύ τους πολέμου.

18 Αυγούστου

Το Ιράκ αρχίζει να συγκεντρώνει ξένους υπήκοους ως ανθρώπινες ασπίδες γύρω από στρατηγικούς στόχους.

25 Αυγούστου

Στο Κουβέιτ, τα ιρακινά στρατεύματα πολιορκούν τις πρεσβείες των κρατών που αρνήθηκαν να το εκκενώσουν.

28 Αυγούστου

Η Βαγδάτη ανακοινώνει επίσημα την προσάρτηση του Κουβέιτ ως 19ης επαρχίας του Ιράκ.

9 Σεπτεμβρίου

Οι George Bush και Mikhail Gorbachev καταδικάζουν από το Ελσίνκι την εισβολή. Ο δεύτερος δηλώνει προβληματισμένος από τις πιθανές συνέπειες μιας πολεμικής εμπλοκής.

10 Σεπτεμβρίου

Εξομάλυνση των σχέσεων Ιράκ-Ιράν έπειτα από επίσκεψη στην Τεχεράνη του Ιρακινού υπουργού Εξωτερικών Tarek Aziz. Ομιλία του George Bush ενώπιον του Κογκρέσου όπου επαναλαμβάνει την απόφασή του περί δυναμικής παρέμβασης.

14 Σεπτεμβρίου

Επίσκεψη του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών στη Συρία. Το Λονδίνο ανακοινώνει την άμεση αποστολή μιας τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας. Εισβολή των ιρακινών δυνάμεων κατοχής στις ξένες πρεσβείες. Ο πρόεδρος Mitterrand ανακοινώνει την αποστολή στον Κόλπο υπολογίσιμων γαλλικών στρατιωτικών δυνάμεων.

23 Σεπτεμβρίου

Ο Saddam Hussein απειλεί να πλήξει το Ισραήλ και να καταστρέψει τις πετρελαιοπηγές του Κουβέιτ σε περίπτωση στρατιωτικής εμπλοκής.

3-5 Οκτωβρίου

Επίσκεψη του προέδρου Mitterrand στη Σαουδική Αραβία. Συναντάται με τις πρώτες γαλλικές μονάδες που είχαν μόλις καταφθάσει.

26 Οκτωβρίου

Η Ουάσινγκτον ανακοινώνει την αποστολή 100.000 επιπλέον ανδρών (οι αμερικανικές δυνάμεις στον Περσικό υπολογίζονταν ήδη σε 430.000 άνδρες).

29 Οκτωβρίου

Ο Mikhail Gorbachev επαναλαμβάνει την αντίθεσή του στην προοπτική μιας στρατιωτικής λύσης.

30 Οκτωβρίου

Στο Κουβέιτ εξακολουθούν να κρατούνται 3.700 υπήκοοι ξένων χωρών.

9 Νοεμβρίου

Ο Willy Brandt επιστρέφει από την Βαγδάτη με 174 απελευθερωθέντες Γερμανούς ομήρους. Η επίσκεψή του στην ιρακινή πρωτεύουσα υπήρξε αντικείμενο κριτικής.

22 Νοεμβρίου

Ο George Bush περνά την “Ημέρα των Ευχαριστιών” επισκεπτόμενος τα αμερικανικά στρατεύματα στη Σαουδική Αραβία.

23 Νοεμβρίου

Το Ιράκ προβαίνει σε μερική επιστράτευση των γεννηθέντων μεταξύ των ετών 1958 και 1960.

28 Νοεμβρίου

Το Συμβούλιο Ασφαλείας καταδικάζει τις προσπάθειες του Ιράκ για αλλοίωση της πληθυσμιακής σύστασης του Κουβέιτ (Απόφαση αρ. 667).

29 Νοεμβρίου

Τελεσίγραφο του Συμβουλίου Ασφαλείας προς τη Βαγδάτη περί πλήρους εκκένωσης του Κουβέιτ έως τις 15 Ιανουαρίου 1991 (Απόφαση αρ.668).

5 Δεκεμβρίου

Ο νεοδιορισθείς πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου John Major, τάσσεται υπέρ της πλήρους εφαρμογής των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας.

18 Δεκεμβρίου

Ο Saddam Hussein αποκλείει κάθε ενδεχόμενο έναρξης διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ. Θεωρεί ως προϋπόθεση την επίλυση του Παλαιστινιακού Ζητήματος.

23 Δεκεμβρίου

Ο Saddam Hussein δηλώνει πως σε περίπτωση πολέμου, το Ισραήλ θα είναι ο πρώτος στόχος των Ιρακινών ακόμα και αν απέχει από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις.

25 Δεκεμβρίου

Οι ένοπλες δυνάμεις του Ισραήλ τίθενται σε κατάσταση ύψιστου συναγερμού.

29 Δεκεμβρίου

Φοβούμενες τη διενέργεια βακτηριολογικού πολέμου, οι ΗΠΑ και η Γαλλία ξεκινούν τον εμβολιασμό των στρατευμάτων τους στον Περσικό Κόλπο.

2 Ιανουαρίου 1991

Το ΝΑΤΟ αποστέλλει στην Τουρκία αεροπορικές ενισχύσεις έπειτα από έκκληση της κυβέρνησης της Άγκυρας.

3 Ιανουαρίου

Ο πρόεδρος Bush προτείνει μια ύστατη προσπάθεια διάσωσης της ειρήνης με συνομιλίες μεταξύ των δυο ΥΠΕΞ James Baker και Tarek Aziz στη Γενεύη.

4 Ιανουαρίου

Η Βαγδάτη αποδέχεται την πρόσκληση. Η συνάντηση ορίζεται για τις 9 Ιανουαρίου.

9 Ιανουαρίου

Ναυάγιο των συνομιλιών. Ο Tarek Aziz αρνείται να επιδώσει σημείωμα του Bush προς τον Saddam Hussein, χαρακτηρίζοντας ως απρεπές το ύφος και το περιεχόμενο. Ο ΓΓ του ΟΗΕ  Xavier Perez de Cuellar ανακοινώνει την πρόθεσή του να επισκεφθεί την Βαγδάτη. Το Γαλλικό Κοινοβούλιο καλείται σε έκτακτη συνεδρίαση για τις 17 Ιανουαρίου.

13 Ιανουαρίου

Πλήρης αποτυχία της τρίωρης συνάντησης του Xavier Perez de Cuellar με τον Saddam Hussein. Η Γερουσία και το Κογκρέσο εξουσιοδοτούν τον πρόεδρο Bush να υποστηρίξει με την δύναμη των όπλων την εφαρμογή των Αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας. Προβληματισμός και ανησυχία στο Ισραήλ. Η Συρία ανακοινώνει ότι θα επιτίθετο κατά του Ισραήλ σε περίπτωση εμπλοκής του τελευταίου στις πολεμικές επιχειρήσεις.

15 Ιανουαρίου

Εκπνοή του τελεσιγράφου του Συμβουλίου Ασφαλείας.

17 Ιανουαρίου

Έναρξη της επιχείρησης Καταιγίδα της Ερήμου.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Α΄ ΜΕΡΟΥΣ

[1] Σχετικά με τον στρατηγικό σχεδιασμό του Saddam Hussein βλ. την πραγματεία του Paul-Marie de la Gorce, » Le rapport de forces dans le Golfe «, στο Enjeux du Monde, bilans et perspectives 1991, Les Cahiers de la Fondation du Futur, σελ. 121-126.

[2] Serge July, εφημερίδα Libération, 12 Φεβρουαρίου 1991.

[3] Woodward (B.), Chefs de guerre, Calmann-Lévy, 1991, 393 σελ.

[4] Schwarzkopf, Mémoires, Plon, 1992, σελ. 338.

[5] To United States Central Command είναι ένα από τα σημαντικότερα διοικητικά όργανα των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων. Μετά το πέρας του Ψυχρού Πολέμου ανέλαβε αρμοδιότητα για το σύνολο του χώρου της Μέσης Ανατολής.

[6] Schwarzkopf, op. cit., σελ. 339.

[7] Ακόμα και η Ρωσία, μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας προχώρησε στην καταδίκη της εισβολής και τοποθετήθηκε υπέρ της άμεσης απόσυρσης των ιρακινών στρατευμάτων από το Κουβέιτ.

[8] Ibid.

[9] Woodward, ο.π., σελ. 270. Είναι χαρακτηριστικό το ότι για την ώρα, ο βασιλιάς Fahd δεν προσέβλεπε σε άλλη συνδρομή πέραν εκείνης των ΗΠΑ και ορισμένων αραβικών κρατών.

[10] Schwarzkopf, op. cit., σελ. 379.

[11] Journal dEgypte, 28 Σεπτεμβρίου 1990, αναφορά Awwad (Emad), στο Défense nationale,  “L’invasion du Koweït et le problème palestinien”, Φεβρουάριος 1991, σελ. 123.

[12] Βλ. σχετικά το άρθρο του Eberhard Kienle, » Vainqueurs et vaincus : les Syriens et leur régime après la guerre du Koweït » στο Crise du Golfe et ordre politique au MoyenOrient, op. cit.,σελ. 251-261.

[13] Επιλεγμένος από την κυβέρνηση του Ριάντ ως επίσημος συνομιλητής του στρατηγού Schwarzkopf, ο πρίγκιπας Khaled Bin Sultan ήταν ανηψιός του βασιλιά Fahd και εγγονός του Ibn Saud. Ήταν απόφοιτος της Στρατιωτικής Σχολής του Sandhurst (ΗΒ) και της Ανώτατης Σχολής Πολεμικής Αεροπορίας (ΗΠΑ). Ο πατέρας του, πρίγκιπας Sultan, ήταν εν ενεργεία υπουργός Άμυνας και Αεροπορίας.

[14] Αντίστοιχα πρόεδρος – υπουργός Άμυνας – αρχηγός ΓΕΕΘΑ (Chairman, Joint Chiefs of StaffCJCS).

[15] Ο πίνακας καταρτίστηκε από τον συγγραφέα με γνώμονα L’Année stratégique 1990 και  Final Report to the American Congres.

[16] Schwarzkopf, op. cit., σελ. 366.

[17] Η απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας αρ. 660 απαιτούσε, ήδη από τον μήνα Αύγουστο, την άμεση και άνευ όρων απόσυρση των ιρακινών στρατευμάτων από το Κουβέιτ.

[18] 1η Μηχανοκίνητη Μεραρχία.

[19] 7ο Σώμα Στρατού, αποτελούμενο από τις 1η και 2η Τεθωρακισμένη Μεραρχία και το 2ο Σύνταγμα Τεθωρακισμένου Ιππικού.

[20] 25 μονάδες συνοδείας και υποστήριξης των αεροπλανοφόρων America, Roosevelt και Ranger.

[21] 2η Μεραρχία Πεζοναυτών και 5η Αμφίβια Ταξιαρχία Πεζοναυτών.

[22] Μεταξύ των οποίων 48 F-15, 18 F-117, 32 F-111, 8 B-52 και 32 C-130.

[23] The Year of Desert Storm, 1991 Green Book, σελ. 93-95.

[24] Schwarzkopf, op. cit., σελ. 443.

[25] 4η Τεθωρακισμένη Μεραρχία, 3η Μηχανοκίνητη Μεραρχία, 20ό Σύνταγμα Ειδικών Δυνάμεων.

[26] 9η Τεθωρακισμένη Μεραρχία και ένα Σύνταγμα Ειδικών Δυνάμεων.

[27] Βλ. σχετικά τις αναλύσεις του Edward Luttwak στο La Grande Stratégie de lEmpire romain, Economica, 1987, 257 σελ.

[28] Στρατηγός Maurice Schmitt, De Diên Biên Phu à Koweït City, Grasset, 1992, σελ. 204.

[29] Schwarzkopf, op. cit., σελ. 410.

[30] Επρόκειτο για το 18ο Σώμα Στρατού.

[31] Η γαλλική 6η Τεθωρακισμένη Μεραρχία Daguet είχε τεθεί υπό την επιχειρησιακή διοίκηση του 18ου ΣΣ. Είχε ενισχυθεί με μια Ταξιαρχία της 82ης Αερομεταφερόμενης Μεραρχίας και από μια Ταξιαρχία Πυροβολικού, αμφότερες αμερικανικές.

[32] Schmitt, op. cit., σελ. 204.

[33] Schwarzkopf, op. cit., σελ. 441.

[34] Αντιθέτως “Στην Ουάσινγκτον κυκλοφορούσε η φήμη ότι το Πεντάγωνο είχε παραγγείλει 16.000 φέρετρα ενόψει της έναρξης των χερσαίων επιχειρήσεων”. Βλ. Tucker (Robert W.), Hendrickson (David C.), The Imperial Temptation, The new world order and America’s purpose, Council on Foreign Relations Press, New-York, 1992, σελ. 73.

[35] Final Report to Congress, op. cit., παράρτημα G, σελ. G 20. Σημειωτέον πως ένα αεροσκάφος τύπου C-130 δύναται να μεταφέρει άνω των 90 φορεία.

[36] Επιπλέον 5.500 κλίνες και 10.962 φιάλες αίματος ήταν διαθέσιμες σε νοσοκομειακές μονάδες της Ευρώπης.

[37] Schwarzkopf, op. cit., σελ. 458.

[38] Στην εν λόγω σύσκεψη, η οποία πραγματοποιήθηκε στο προεδρικό Μέγαρο των Ηλυσίων, συμμετείχαν οι υπουργοί Εξωτερικών, Εσωτερικών και Εθνικής Άμυνας, ο γενικός γραμματέας της προεδρίας της Δημοκρατίας, η ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων και ο αρχηγός του επιτελείου του προέδρου. Υπό την ίδια σύνθεση, η παραπάνω ομάδα συνερχόταν σε καθημερινή, σχεδόν, κλίμακα καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου.

Μετάφραση από το πρωτότυπο: Γιάννης Μουρέλος

Ιωάννης – Χιου Σειραδάκης: Η επανεκκίνηση του Μηχανισμού των Αντικυθήρων

Ιωάννης – Χιου Σειραδάκης

 Η επανεκκίνηση του Μηχανισμού των Αντικυθήρων

Η διερεύνηση του Μηχανισμού των Αντικυθήρων συνεχίζεται με αμείωτο ενδιαφέρον, φέρνοντας καθημερινά νέα δεδομένα τα οποία δικαιολογούν απόλυτα ότι η συσκευή αυτή είναι τόσο σημαντική για την εξέλιξη της Τεχνολογίας, όσο και ο Παρθενώνας για την Αρχιτεκτονική. Ήταν μια μικρού μεγέθους, εκπληκτικής τεχνολογίας συσκευή που μπορούσε εύκολα να μεταφερθεί στη ξηρά ή στη θάλασσα. Ανήκει στην κατηγορία των αναλογικών υπολογιστών. Μετέφερε και προσομοίωνε τις θεωρητικές γνώσεις για τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων των αρχαίων Ελλήνων, αναπαράγοντάς τις πιστά και με μεγάλη ακρίβεια. Χρησιμοποιείτο για τον υπολογισμό της θέσης του Ηλίου, της Σελήνης και, πιθανώς, των 5 γνωστών από την αρχαιότητα πλανητών, στον ουρανό. Ας σημειωθεί ότι μέχρι σήμερα δεν έχουν βρεθεί συρμοί γραναζιών για την κίνηση των 5 πλανητών, τα ονόματά τους, όμως, έχουν εντοπισθεί στις επιγραφές. Ο χειριστής ήταν σε θέση να υπολογίσει τις φάσεις της Σελήνης, να προβλέψει εκλείψεις (τόσο του Ηλίου όσο και της Σελήνης) και να προσδιορίσει την ημερομηνία έναρξης των Ολυμπιακών αγώνων.

Με την αποκωδικοποίηση των λειτουργιών του Μηχανισμού των Αντικυθήρων αναθεωρείται και ξαναγράφεται η ιστορία της Τεχνολογίας. Η μελέτη του μοναδικού αυτού ευρήματος, που χρονολογείται πριν από δύο χιλιετίες, επιβεβαίωσε, όχι μόνο τις λιγοστές μέχρι τώρα γραπτές μαρτυρίες για τις άριστες γνώσεις των αρχαίων Ελλήνων στις αέναες αλλά δαιδαλώδεις κινήσεις των ουράνιων σωμάτων, αλλά και την ικανότητά τους να εφαρμόζουν τις γνώσεις αυτές σε τεχνολογικές συσκευές, που ακόμα και σήμερα θα δυσκολευόμασταν να κατασκευάσουμε. Η μελέτη των θραυσμάτων, που ανασύρθηκαν από το βυθό της θάλασσας πριν από 100 περίπου χρόνια, έχει δώσει μια νέα διάσταση στο ζήτημα της εξέλιξης της Τεχνολογίας δια μέσου των αιώνων. Για την κατασκευή του πρέπει να συνεργάστηκαν δύο μεγαλοφυΐες: ένας άριστος γνώστης και ερευνητής της επιστήμης της Αστρονομίας και ένας ταλαντούχος τεχνίτης με πολύ καλές γνώσεις Μαθηματικών.

 

Η ανακάλυψη του ναυαγίου των Αντικυθήρων

 Ας δούμε, όμως, πως εξελίχθηκε η ιστορία της ανακάλυψης του ναυαγίου και αργότερα ο εντοπισμός και η μελέτη του Μηχανισμού των Αντικυθήρων.

Τη Μεγάλη Τρίτη του έτους 1900, δηλαδή στις 4 Απριλίου, σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο που ίσχυε στη χώρα μας μέχρι το 1923, Συμιακοί σφουγγαράδες, πλέοντες με δύο καΐκια στις συχνά φουρτουνιασμένες θάλασσες ανάμεσα στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, με κατεύθυνση προς τις ακτές της Β. Αφρικής, αναγκάστηκαν να αγκυροβολήσουν στον Ποταμό, το λιμανάκι των Αντικυθήρων (λόγω σφοδρής θαλασσοταραχής). Εκεί, ορμώμενοι είτε από επαγγελματική περιέργεια είτε για να μαζέψουν νηστίσιμα θαλασσινά, βούτηξαν, και σε βάθος 40 – 50 μέτρων, ανακάλυψαν έναν από τους πιο διάσημους θησαυρούς της αρχαιότητας. Προς μεγάλη τους έκπληξη βρέθηκαν μπροστά σε ένα αρχαίο ναυάγιο, διάσπαρτο στο βυθό της θάλασσας σε μήκος τουλάχιστον 40 μέτρων (δηλαδή επρόκειτο για ένα τεράστιο καράβι), με πλούσιο περιεχόμενο. Τέτοια μεγάλα καράβια (ολκάδες) χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα για τη μεταφορά σιταριού από την Αίγυπτο προς τα μεγάλα λιμάνια της βορείου Μεσογείου, αλλά και για γενικό εμπόριο και εξυπηρέτηση επιβατών. Ας σημειωθεί ότι ο έμπειρος αρχαιολόγος και δύτης σε ναυάγια της Μεσογείου, Brendan Foley, σε μία διάλεξή του, το σύγκρινε με τον Τιτανικό της εποχής μας!

Η θέση Ποταμός στα Αντικύθηρα

Το Ναυάγιο πρώτος ανακάλυψε ο έμπειρος δύτης Ηλίας Λυκοπάντης, επονομαζόμενος και Σταδιάτης (επειδή καταγόταν από τα Σταδιά της Μ. Ασίας), λίγο έξω από τον Ποταμό. Για του λόγου το αληθές, απέσπασε και ανέσυρε τον βραχίονα ενός μπρούτζινου αγάλματος. Βούτηξε και ο καπετάνιος, Δημήτριος Κοντός, επιβεβαιώνοντας την ύπαρξη πλήθους μαρμάρινων αγαλμάτων, τα οποία, αναδυόμενος, τα ανέφερε ως “Νεράιδες”. Η πληροφορία της ανακάλυψης διαβιβάστηκε στην Κυβέρνηση, στην Αθήνα. Ας δούμε, όμως, πιο αναλυτικά την ιστορία της ανακάλυψης του ναυαγίου των Αντικυθήρων.

Ο Ηλίας Λυκοπάντης ή Σταδιάτης, ο οποίος ανακάλυψε το ναυάγιο των Αντικυθήρων .

Υπάρχει σχέση μεταξύ της Κρητικής εξέγερσης του 1897 και της ανακάλυψης του ναυαγίου των Αντικυθήρων;

Η Κρήτη ανακηρύχθηκε επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1646. Έκτοτε υπήρξαν πολλές προσπάθειες από τους Κρήτες να ανακτήσουν την ελευθερία τους, ιδίως μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας το 1821. Τον Ιανουάριο του 1897 μετά από σκληρά διοικητικά μέτρα και εξοντωτικούς φόρους που επέβαλαν οι οθωμανικές αρχές, ξέσπασε εξέγερση που σύντομα επεκτάθηκε σε όλες υπαίθριες περιοχές του νησιού. Η εξέγερση υποστηρίχθηκε από την ελληνική κυβέρνηση, η οποία εγκατέστησε ένα οπτικό τηλέγραφο (Goode 1875) μεταξύ της Γραμβούσας στην ΒΔ Κρήτη, τα Αντικύθηρα και τα Κύθηρα. Η Τουρκία εισέβαλε στην Ελλάδα και τελικά ο πόλεμος τελείωσε καταστροφικά για την Ελλάδα, μετά την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων.

Μετά το τέλος του πολέμου, όλος ο στρατός αποσύρθηκε από τα Αντικύθηρα. Για κάποιο λόγο, όμως, παρέμεινε ο χειριστής του οπτικού τηλέγραφου, απολαμβάνοντας τη φτηνή και απλή ζωή του νησιού και το μηνιαίο μισθό του. Ο οπτικός τηλέγραφος ήταν ένα απλό, αλλά αποτελεσματικό μέσο επικοινωνίας για μεγάλες αποστάσεις κατά τα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα. Η επικοινωνια επιτυγχάνονταν με τη μετάδοση οπτικών παλμών (συνήθως με κωδικοποίηση σημάτων Μορς), χρησιμοποιώντας το ανακλώμενο φως του ήλιου από καθρέφτες. Οι οπτικοί παλμοί παράγονταν είτε με στιγμιαία κλίση του καθρέφτη κατά λίγες μοίρες προς τα πάνω ή προς τα κάτω, είτε με τη χρήση ενός σκίαστρου.

Δέκα ημέρες μετά την ανακάλυψη του ναυαγίου, την Παρασκευή 14 Απριλίου 1900, εορτή της Ζωοδόχου Πηγής, οι κάτοικοι του Καψαλίου (του λιμανιού των Κυθήρων) διαπίστωσαν, προς μεγάλη έκπληξή τους, ότι ο τηλεγραφητής των Αντικυθήρων ζητούσε επείγουσα επικοινωνία. Μετά από λίγο η επικοινωνία αποκαταστάθηκε και διήρκεσε περίπου μία ώρα, κατά την οποία οι κάτοικοι και οι διοικητικές αρχές των Κυθήρων ενημερώθηκαν για την ανακάλυψη του ναυαγίου των Αντικυθήρων με την επίμονη παράκληση να προωθήσουν το μήνυμα στην Αθήνα, πράγμα το οποίο έγινε. Στο Υπουργείο Παιδείας (αρμόδιο για πολιτιστικά θέματα) και στους αρχαιολογικούς κύκλους η ανακοίνωση της ανακάλυψης έφερε κάποια δικαιολογημένη δραστηριότητα, αλλά μετά από διερεύνηση του πρόσφατου βίου και της φήμης του τηλεγραφητή των Αντικυθήρων απορρίφθηκε ως «προϊόν κρασοκατάνυξης»!

Περίληψη του τηλεγραφήματος, όπως δημοσιεύθηκε στην Επιθεώρηση Ήλιος το 1950 .

Υπάρχουν ορισμένες αντιφάσεις στην παραπάνω ανακοίνωση.1 Ωστόσο, πρόκειται για μια ζωντανή περιγραφή της ανακάλυψης του ναυαγίου των Αντικυθήρων. Ο συντάκτης του άρθρου (Λυκούδης, 1950) το οποίο δημοσιεύθηκε στο τεύχος της 9ης Δεκεμβρίου 1950 στην Επιθεώρηση Ήλιος, είναι ο Στυλιανός Λυκούδης (1878-1958), ο οποίος μαζί με τον πατέρα του Εμμανουήλ Λυκούδη (1849 – 1925) παρακολουθούσε, ως νεαρός ναυτικός την ανέλκυση των ευρημάτων του ναυαγίου των Αντικυθήρων, επί του οπλιταγωγού Μυκάλη, το 1900 – 1901. Θεωρείται ως ένα συνεπές και αξιόπιστο πρόσωπο. Το 1939 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Εκπρόσωποι της κυβέρνησης, άνδρες του Πολεμικού Ναυτικού και σφουγγαράδες πάνω στο οπλιταγωγό Μυκάλη έξω από τα Αντικύθηρα (Χειμώνας 1900-1901). Φωτογραφικό Αρχείο Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.

Η οικονομική υποχρέωση να μαζέψουν σφουγγάρια και το καθήκον, επέβαλε τη συνέχιση της πορείας προς τις ακτές της Β. Αφρικής. Σύμφωνα με πληροφορίες από παλαιούς σφουγγαράδες και απογόνους αυτών, η αλιεία σφουγγαριών άρχιζε τον Απρίλιο (όταν ο καιρός βελτιωνόταν) και κρατούσε μέχρι το Φθινόπωρο2. Λίγους μήνες αργότερα, επέστρεψαν στο νησί τους, το οποίο, όπως είναι γνωστό, βρισκόταν τότε υπό Οθωμανική κυριαρχία. Ως καλοί Έλληνες, υπό την παρότρυνση του Συμιακού καθηγητή αρχαιολογίας Αντώνη Οικονόμου και τη συμβουλή της δημογεροντίας, αντιπροσωπία των δυτών υπό τον καπετάνιο Κοντό, επισκέφτηκε το Σεπτέμβριο του ιδίου έτους, στην Αθήνα, τον Υπουργό Παιδείας και Εκκλησιαστικών (υπεύθυνο και για θέματα Πολιτισμού), Σπυρίδωνα Στάη, εξάδελφο του Διευθυντή του Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών, Βαλερίου Στάη. Η επίδειξη του βραχίονα και οι αναφορές για τα διάσπαρτα αγάλματα, έπεισε τον Υπουργό ότι επρόκειτο για ένα σημαντικό ναυάγιο.

Ο Φιλόσοφος των Αντικυθήρων. Αριστερά: Αρχαιολογική Εφημερίς-Πρακτικά (1900). Δεξιά: Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, (Κ. Ξενικάκης, 2017).

Μόλις δύο μήνες αργότερα, το Νοέμβριο του 1900, υπερβαίνοντας οποιαδήποτε γραφειοκρατία (κατόρθωμα ζηλευτό ακόμα και στις μέρες μας!), η Εφορεία Αρχαιοτήτων ξεκίνησε μια σειρά συστηματικών ενάλιων ανασκαφών, με τη βοήθεια του οπλιταγωγού Μυκάλη και άλλων βοηθητικών πλοίων, η οποία διήρκεσε μέχρι το Σεπτέμβριο του 1901. Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών ανασύρθηκαν σημαντικά ευρήματα πολλά από τα οποία εκτίθενται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών, όπως ο Έφηβος των Αντικυθήρων, ο περίφημος Φιλόσοφος των Αντικυθήρων, κ.α. Ανασύρθηκαν και πολλά άλλα αγάλματα, ορειχάλκινα ή μαρμάρινα, σκεύη διατροφής και διασκέδασης (π.χ. μια μικρή λύρα), αμφορείς, ξύλινα και μολύβδινα τμήματα του πλοίου, κεραμίδες, τμήματα σωλήνων άντλησης υδάτων από το αμπάρι, υάλινα σκεύη, κοσμήματα, κ.α. Λίγο πριν το τέλος των ενάλιων ανασκαφών, ανάμεσα στα ευρήματα που ανασύρθηκαν ήταν και ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων, ο οποίος, διαβρωμένος, σπασμένος και απολιθωμένος πλέον, μετά από 2000 χρόνια στο βυθό της θάλασσας, έμελλε να αλλάξει τη γνώμη πού είχαμε μέχρι σήμερα για τις τεχνολογικές ικανότητες των προγόνων μας. Πιθανώς, όταν ανασύρθηκε έμοιαζε με ένα απολιθωμένο όγκο με πρασινίζοντα δείγματα μπρούτζου (κρατερώματος – κράμα χαλκού και κασσίτερου).

Tα θραύσματα Α, Β και C του Μηχανισμού των Αντικυθήρων. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

Ο εντοπισμός του Μηχανισμού των Αντικυθήρων στο Αρχαιολογικό Μουσείο

 Το Μάϊο 1902, σχεδόν όλες οι Αθηναϊκές εφημερίδες αναφέρονται σε μία σημαντική είδηση: στο ναυάγιο των Αντικυθήρων υπήρχε ένας «χάλκινος» μηχανισμός, με επιγραφές που ανάγονται στον 1ο π.Χ. αιώνα. Πρόκειται για τον εντοπισμό των θραυσμάτων του Μηχανισμού των Αντικυθήρων. Παρακάτω αναπαράγεται το ακριβές κείμενο της εφημερίδας Εστία, 22.5.1902.

 

Η ΠΛΑΞ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΑΣ

ΠΕΡΙ ΤΙΝΟΣ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ

Ὁ πρῴην ὑπουργός τῆς Παιδείας κ. Στάης μετά τοῦ ἐφόρου τῶν Ἀρχαιοτήτων τοῦ Μουσείου ἐνῷ περιεργάζοντο τό Σάββατον τεμάχια ἐκ τῶν ἀρχαιοτήτων τῶν Ἀντικυθήρων, διέκριναν χάλκινον μηχάνημα καθ’ ὁλοκληρίαν ὅμως ὀξειδωμένον.

Τό μηχάνημα τοῦτο, ὡς φαίνεται ἀνάγεται εἰς τούς Ῥωμαϊκούς χρόνους, δέν εἶνε δέ ἐξηκριβωμένον ἐάν εἶνε ἐξάρτημα τοῦ πλοίου ἢ σκεῦος αὐτοῦ καλλιτεχνικόν.

Ἤδη προκεῖται δι’ ἀντιγραφῆς, διότι ἡ πλάξ φέρει ἀρνητικά ἀποτυπώματα δυσδιάκριτα, ν’ ἀναγνωσθοῦν ἢ ἐρμηνευθοῦν εὐκρινέστερον τά ἐπ’ αὐτῆς γράμματα ὑπό τῶν διαφόρων ἐπιγραφικῶν καί ἀρχαιολόγων μας.

Σήμερον ὁ διευθυντής τοῦ Αὐστριακοῦ Ἀρχαιολογικοῦ Ἰνστιτούτου κ. Βίλελμ ἐξήτασεν ἀμφότερα τά τεμάχια, κατώρθωσε δέ νά διακρίνῃ ἐπί τοῦ μικροτέρου τεμαχίου τήν ἑξῆς ἐπιγραφήν ׃

ἀκτῖνα ἡλίου.

Ἀλλά τοῦτο δέν δύναται νά θεωρηθῇ ὡς ὁριστικόν, θά ἐπακολουθήσουν δέ καί ἄλλαι μελέται ἀμφοτέρων τῶν τεμαχίων πρός πληρεστέραν ἀνάγνωσιν τῶν γραμμάτων τῶν δύο πλακῶν.

ΑΛΛΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΙ

Κατά νεωτέρας πληροφορίας τά δύο μετάλλινα τεμάχια τά εὑρεθέντα ἐν τῷ Μουσείῳ εἶνε γνώμονες καί αἱ ἐπ’ αὐτῶν ἐπιγραφαί φαίνεται νά εἶνε ὁδηγίαι πρός χρῆσιν τοῦ ὀργάνου.

Τά γράμματα εἶνε τοῦ Ἀου πρό Χριστοῦ αἰῶνος.

Συνεπῶς ἐξ ὅλων τούτων ἐξάγεται ὅτι καί τό ναυάγιον εἶνε τῆς ἰδίας ἐποχῆς.

 Τι είχε συμβεί; Ο τέως (εδώ και λίγες εβδομάδες) Υπουργός Παιδείας και Εκκλησιαστικών, Σπυρίδων Στάης, επισκέφθηκε οικογενειακώς τον εξάδελφό του Βαλέριο και το Μουσείο, για να παρακολουθήσει τις εργασίες αναστήλωσης του θαυμάσιου αγάλματος του Εφήβου των Αντικυθήρων από τον Γάλλο ειδικό André. Ο Γάλλος είχε ζητήσει από τους συντηρητές να προσκομίσουν γύρω από το άγαλμα όλα τα κιβώτια που περιείχαν μπρούτζινα αντικείμενα τα οποία δεν είχαν ακόμα ταυτοποιηθεί. Ο Στάης παρατηρώντας ένα από αυτά τα αντικείμενα εντόπισε γρανάζια και ίσως επιγραφές. Τη σημαντική αυτή παρατήρηση αναπαρήγαγαν οι εφημερίδες της εποχής, όπως φαίνεται παραπάνω.

 

Η εξελικτική πορεία της μελέτης του Μηχανισμού των Αντικυθήρων

 Η ανακάλυψη του Μηχανισμού των Αντικυθήρων υπήρξε το αντικείμενο πλήθους δημοσιευμάτων σε αρχαιολογικά και άλλα περιοδικά αλλά και σε εκατοντάδες δημοσιεύματα στον ελληνικό (κυρίως) και ξένο τύπο. Από σχετικά πρώιμες και ιδιαιτέρως πρόσφατες μελέτες πολλών ερευνητών, έχουμε σήμερα ασφαλή αντίληψη του τρόπου λειτουργίας και των ενδείξεων που έφερε ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων.

Το 1903 ο υποπλοίαρχος Περικλής Ρεδιάδης δημοσίευσε ένα εκτενές άρθρο για το Μηχανισμό (Ρεδιάδης 1903). Στο δημοσίευμα αυτό, αλλά και σε άλλα της ίδιας εποχής, ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων περιγράφεται ως αστρονομικό όργανο, ως αστρολάβος και ως όργανο ναυσιπλοΐας.

Λίγο μετά ο Γερμανός φιλόλογος και επιγραφολόγος Albert Rehm μελετά εντατικά το Μηχανισμό. Το σημαντικό αδημοσίευτο έργο του έχει εντοπιστεί στην Κρατική Βιβλιοθήκη της Βαυαρίας (Albert Rehm 1905)ς και έχει μελετηθεί (Almagest 2016).

Κατά τη δεκαετία του 1930 ο ναύαρχος Ι. Θεοφανίδης μελέτησε τα θραύσματα του Μηχανισμού των Αντικυθήρων (Theophanidis 1934) και επιχείρησε την κατασκευή του πρώτου αντιγράφου, το οποίο, δυστυχώς, δεν κατάφερε να ολοκληρώσει.

Κατά τη δεκαετία του 1970, ο εξερευνητής Jacques-Yves Cousteau συνέβαλε στην ανασκαφή με το βαθυσκάφος του Καλυψώ (Dumas 1976) και ομάδα εκπαιδευμένων δυτών, μεταξύ των οποίων και οι Τοπογράφοι Μηχανικοί (φοιτητές τότε) Λευτέρης Τσαβλίρης και Βασίλης Βιτάλης. Ιδιαίτερα χρήσιμη για τη χρονολόγηση του ναυαγίου ήταν η εύρεση νομισμάτων από την Πέργαμο, κοπής μεταξύ 86 – 67 π.Χ., μερικών αγαλματιδίων και η ανέλκυση ενός μεγάλου ξύλινου τμήματος του καραβιού. Από πρόσφατη μελέτη των επιγραφών και των νομισμάτων (Τσέλεκας 2012) το ναυάγιο χρονολογείται κατά τον 1ο π.Χ. αιώνα. Πάντως, όχι αργότερα από το 60 π.Χ.

Η πορεία του πλοίου και το σημείο του ναυαγίου. Κόκκινη γραμμή: πιθανή πορεία του πλοίου μέχρι το ναυάγιο, Μπλε γραμμή: Η αβέβαιη πορεία του πλοίου μέχρι τον τελικό προορισμό του. Με x σημειώνονται οι πόλεις με αθλητικούς αγώνες που αναφέρονται στο Μηχανισμό των Αντικυθήρων. Στην σπείρα του Μέτωνος (βλέπε παρακάτω) ήταν χαραγμένο ένα πλήρες ημερολόγιο δώδεκα μηνών. Η αριθμητική σύμπτωση του αριθμού των μηνών του ημερολογίου με τους μήνες διαφόρων αρχαίων ελληνικών πόλεων, είναι ανάλογη του μεγέθους των τετραγωνιδίων του σχήματος. Είναι προφανές ότι την μεγαλύτερη σύμπτωση παρουσιάζουν η Κέρκυρα, το Βουθρωτό, το Ταυρομένιον και η Δωδώνη (όλες Κορινθιακές αποικίες). Πρόσφατα απορρίφθηκε το ημερολόγιο του Ταυρομενίου (Iversen 2017). Οι υπόλοιπες βρίσκονται στη ΒΔ Ελλάδα. Εύλογα γεννάται το ερώτημα: μήπως ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων χρησιμοποιείτο στη ΒΔ Ελλάδα; Τα χρώματα των τετραγωνιδίων αντιστοιχούν στη σύμπτωση ορισμένων σπανίων ονομασιών μηνών (βλέπε Freeth et al. 2008).

Τα δημοσιεύματα του τύπου κέντρισαν το ενδιαφέρον του Βρετανού Φυσικού και Φιλόσοφου των Επιστημών, Derek de Solla Price, που εργαζόταν στο Πανεπιστήμιο Yale των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Derek de Solla Price, με τη συνεργασία και βοήθεια του Χαράλαμπου Καράκαλου, από το Ερευνητικό Κέντρο «Δημοκριτος», (πλησίον των Αθηνών), μελέτησε διεξοδικά το Μηχανισμό των Αντικυθήρων, χρησιμοποιώντας ακτινογραφίες που είχε πάρει ο Καράκαλος με ένα μηχάνημα δικής του κατασκευής. Το 1959 δημοσίευσε ένα σχετικό άρθρο στο περιοδικό Scientific American (de Solla Price 1959) και το 1974 ένα εκτενέστερο (70 περίπου σελίδων) στο περιοδικό της Αμερικανικής Φιλοσοφικής Εταιρείας, με τίτλο «Γρανάζια από τους Έλληνες» (de Solla Price 1974). Στο άρθρο αυτό ισχυριζόταν ότι ο Μηχανισμός είναι ένα πολύπλοκο αστρονομικό όργανο, το οποίο μάλιστα περιείχε μια διάταξη γραναζιών, όπως αυτή που υπάρχει στα διαφορικά γρανάζια που χρησιμοποιούμε σήμερα στα αυτοκίνητα. Ο de Solla Price εργάστηκε πάνω από 30 χρόνια, μελετώντας το Μηχανισμό και στο άρθρο του αναφέρει επιγραμματικά ότι «είναι το παλαιότερο δείγμα επιστημονικής τεχνολογίας που διασώζεται μέχρι σήμερα και αλλάζει τελείως τις απόψεις μας για την αρχαία ελληνική τεχνολογία«. Παρόλο που το άρθρο του de Solla Price περιέχει μερικά λάθη (για παράδειγμα στον Μηχανισμό των Αντικυθήρων δεν υπάρχει διαφορικό γρανάζι), χωρίς αυτό, πιθανώς, δεν θα διαβάζατε αυτό το κείμενο.

Τη σκυτάλη από τον de Solla Price πήραν στις αρχές του 1980 οι Alan Bromley και Michael Wright (Wright, Bromley & Magou 1995, Wright & Bromley 1997). Ο δεύτερος μάλιστα εξακολουθεί να μελετά εντατικά τo Μηχανισμό μέχρι σήμερα. Η ομάδα αυτή, μετά από πολυετή μελέτη, απέρριψε την ύπαρξη του διαφορικού γραναζιού και εισήγαγε μερικές καινοτόμες ιδέες για τη χρήση του Μηχανισμού (Wright 2004, 2005, 2006, 2011, 2012, 2013). Για παράδειγμα, πρότεινε ότι οι κλίμακες στην πίσω πλευρά του Μηχανισμού, περιλαμβάνουν ελικοειδείς σπείρες και όχι ομόκεντρους κύκλους. Τη σημασία αυτής της διαφοράς θα την αναλύσουμε παρακάτω .

Οι Derek de Solla Price και Michael Wright με ομοιώματα του Μηχανισμού των Αντικυθήρων.

Στις αρχές του 2001 μια ομάδα Ελλήνων και ξένων ερευνητών, στην οποία συμμετείχαν επιστήμονες από το Πανεπιστήμιου του Cardiff της Μ. Βρετανίας (Mike Edmunds, Antony Freeth), το Πανεπιστήμιο Αθηνών (Ξενοφών Μουσάς, Ιωάννης Μπιτσάκης) και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Ιωάννης Σειραδάκης) δημιούργησαν την «Ομάδα Διερεύνησης του Μηχανισμού των Αντικυθήρων». Μετά από αλλεπάλληλες, άκαρπες αιτήσεις προς το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (Μάρτιος 2001 – Αύγουστος 2004) η άδεια, τελικά, υπεγράφη από τον τότε Υπουργό Πολιτισμού Πέτρο Τατούλη, τον Απρίλιο 2005. Το έργο ετέθη υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και, με την ευγενική χορηγία του Ιδρύματος Leverhulme της Μ. Βρετανίας, πραγματοποιήθηκε μια νέα διερεύνηση του Μηχανισμού χρησιμοποιώντας σύγχρονα μέσα τεχνολογίας (π.χ. τομογραφία ακτίνων Χ με διακριτική ικανότητα 0.04 mm, οπτική φωτογράφιση με περιφερειακό φωτισμό, κ.α). Στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο έχει εγκατασταθεί και χρησιμοποιείται εντατικά μία από τις 4 βάσεις των τομογραφικών δεδομένων που υπάρχουν στον κόσμο. Με την έναρξη των μετρήσεων, η ομάδα ενισχύεται με την Ελένη Μάγκου και τη Μαρία Ζαφειροπούλου από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών και αργότερα με τον Αγαμέμνονα (Μέμο) Τσελίκας από το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης. Στις 30 Νοεμβρίου 2006 (14 μήνες μετά την έναρξη της λήψης των μετρήσεων) η ερευνητική ομάδα ανακοίνωσε τα πρώτα αποτελέσματα της μελέτης στο διεθνές περιοδικό “Nature” και συγχρόνως σε ένα συνέδριο που έλαβε χώρα στην Αθήνα, σε συνεργασία με το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης ( Freeth et al. 2006) και συνεχίζει να δημοσιεύει (Allen et al. 2016, Seiradakis & Edmunds 2018).

Μετά το 2006, σημαντική αποδείχθηκε η συνεργασία με τον Καθηγητή Ιστορίας και Αρχαιοτήτων του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, Alexander Jones (Jones 2017), έδωσε νέα ώθηση στη μελέτη των εγχάρακτων επιγραφών και συμβόλων που φέρει ο Μηχανισμός. Το 2016 δημοσιεύθηκε ένας μνημειώδης τόμος 300 σελίδων με αναλυτική και λεπτομερή αποκωδικοποίηση όλων των μέχρι τότε αναγνωσμένων επιγραφών (Almagest 2016).

 

Η διερεύνηση του Μηχανισμού των Αντικυθήρων – Θεμελιώδη στοιχεία

Τα αποτελέσματα της έρευνας, είναι εκπληκτικά: βρέθηκαν άγνωστες επιγραφές στο εσωτερικό του Μηχανισμού και διαβάστηκαν κείμενα χαμένα για πάνω από 2000 χρόνια! Η υψηλή διακριτική ικανότητα των μετρήσεων και η προσεκτική μελέτη των επιγραφών και των γραναζιών επέτρεψε στην ερευνητική ομάδα να παρουσιάσει μια συνολική, κατά το δυνατόν, λύση στο μυστήριο της λειτουργίας του Μηχανισμού. Τα μέχρις στιγμής συμπεράσματα επιβεβαιώνουν ότι ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων ήταν ένα μικρών διαστάσεων (32cm×16cm×~10cm) φορητό αστρονομικό όργανο, τόσο περίπλοκο που δεν είναι περίεργο πως θεωρείται ως ο πρώτος σύνθετος (αναλογικός) υπολογιστής με γρανάζια που κατασκευάστηκε ποτέ. Έκανε πράξεις (π.χ. πολλαπλασιασμούς, διαιρέσεις) με τη βοήθεια οδοντωτών τροχών (γραναζιών). Ήταν δηλαδή ένα Laptop της εποχής του!

Αναπαράσταση του Μηχανισμού των Αντικυθήρων. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Πως γίνονται πολλαπλασιασμοί και διαιρέσεις με γρανάζια;

Αν συνδέσουμε ένα γρανάζι με 64 οδόντες με ένα μικρότερο με 32 οδόντες και περιστρέψουμε το μεγαλύτερο κατά μια πλήρη περιστροφή, τότε το μικρότερο θα έχει κάνει δύο περιστροφές. Ουσιαστικά έχουμε πολλαπλασιάσει επί 2. Αντιστρέφοντας την κίνηση (από το μικρότερο προς το μεγαλύτερο γρανάζι) θα διαιρούσαμε δια 2. Επιλέγοντας καταλλήλως τον αριθμό των οδόντων των γραναζιών και χρησιμοποιώντας συρμούς γραναζιών, μπορούμε να κάνουμε οποιαδήποτε πράξεις!

Ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων πλαισιωνόταν πιθανώς από ένα ξύλινο κουτί (πυξίδα) διαστάσεων 35 εκ.×20 εκ.×10 εκ.. Επί πλέον η εμπρόσθια και η πίσω πλευρά προστατευόταν με δύο μπρούτζινες προστατευτικές πλάκες. Ο μπρούτζος ήταν αρκετά μαλακός (περιείχε 4 – 10 % κασσίτερο).

Χωρίς να λαμβάνονται υπόψη πιθανοί υπολογισμοί για την τροχιά των 5 γνωστών, κατά τον 2 ο π.Χ. αιώνα, πλανητών, η διάταξη που χρησιμοποιήθηκε στις πρόσφατες ανακατασκευές (Freeth et al. 2008, Efstathiou et al., 2012) περιλαμβάνει: 39 γρανάζια (29 υπάρχοντα, συμπεριλαμβανομένων 2 γραναζιών, των οποίων οι οδόντες προεξέχουν σε ορθή γωνία ως προς το επίπεδο του τροχού (κορώνες) και 10 γραναζιών η ύπαρξη και χρήση των οποίων έχει τεκμηριωθεί από τις κλίμακες τω δεικτών), 17 άξονες, ένα διπλό άξονα και 7 οξύληκτους δείκτες (Efstathiou et al. 2013). Ιδού μία λειτουργική διάταξη των γραναζιών του Μηχανισμού των Αντικυθήρων.

Λειτουργικό διάγραμμα των ημερολογιακών, ηλιακών και σεληνιακών συρμών γραναζιών. Οι 7 δείκτες καθώς και η σφαίρα των φάσεων Σελήνης απεικονίζονται σχηματικά (αναπαράγονται από την εργασία (Efstathiou M. 2013). Τα ζεύγη γραναζιών παρουσιάζονται με το γρανάζι κίνησης αριστερά και το κινούμενο γρανάζι, δεξιά (με ελάχιστες εξαιρέσεις: το a1 οδηγεί το b1 και το τριπλό σύμπλεγμα όπου το b2 οδηγεί συγχρόνως το c1 και το l1. Ο αριθμός των οδοντων κάθε γραναζιού δίνεται στην (παρένθεση). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο επικυκλικός σεληνιακός μηχανισμός με τον πείρο και τη σχισμή βρίσκεται στο ζεύγος e3 / e4 προκειμένου να αναπαραχθεί η σωστή, μεταβαλλόμενη (λόγω ελλειπτικής τροχιάς) κίνησης της Σελήνης.

Η εμπρόσθια πλευρά του Μηχανισμού των Αντικυθήρων

 Στην εμπρόσθια πλευρά υπήρχαν δύο ομόκεντρες κυκλικές κλίμακες.

Η εξωτερική κλίμακα ήταν αποσπώμενη και είχε 365 υποδιαιρέσεις (όσες οι μέρες ενός έτους), ταξινομημένες σε 12 μήνες των 30 ημερών συν 5 επαγόμενες ημέρες, σύμφωνα με το αιγυπτιακό ημερολόγιο της εποχής (12 × 30 + 5 = 365). Την κλίμακα αυτήν θα την ονομάζουμε από εδώ και στο εξής ετήσια κλίμακα. Στην κλίμακα αυτή, σε μία από τις υποδιαιρέσεις υπήρχε μία μικρή οπή διαμέτρου περίπου 0.8 χιλιοστών μέσα από την οποία περνούσε ένα μικρός πείρος (σαν καρφιτσούλα). Οι μήνες που ήταν χαραγμένοι στην εξωτερική κλίμακα, έφεραν τα ονόματα των μηνών του αιγυπτιακού ημερολογίου (ΠΑΧΩΝ, ΠΑΥΝΙ, κτλ.), με ελληνικά γράμματα. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε ότι όλες οι επιγραφές που έφερε ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων ήταν χαραγμένες με ελληνικά γράμματα.

Η εσωτερική κλίμακα είχε 360 υποδιαιρέσεις (όσες οι μοίρες ενός κύκλου). Ήταν ταξινομημένη σε 12 τμήματα των 30 μοιρών (12 × 30 = 360). Τα 12 τμήματα έφεραν τα ονόματα των 12 ζωδιακών αστερισμών, με τα ονόματα τους, όπως ονομάζονται σήμερα («ΠΑΡΘΕΝΟΝ», «ΧΗΛΑΙ», «ΣΚΟΡΠΙΟΝ», κτλ.). Εξαίρεση αποτελεί ο Ζυγός που στην αρχαιότητα ονομαζόταν «ΧΗΛΑΙ» και θεωρείτο ότι απεικόνιζε τις δαγκάνες του Σκορπιού, του επόμενου δηλαδή ζωδιακού αστερισμού. Την κλίμακα αυτήν θα την ονομάζουμε από εδώ και στο εξής ζωδιακή κλίμακα.

Οι κλίμακες της εμπρόσθιας πλευράς. Φαίνονται η ετήσια (εξωτερική) και η ζωδιακή (εσωτερική) κλίμακα που αναφέρονται στο κείμενο.

Πριν, όμως, προχωρήσουμε στην αναλυτική περιγραφή των αστρονομικών φαινομένων που προσομοίωνε ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων, ας παραθέσουμε μερικές απλές γνώσεις αστρονομίας.

Λόγω της περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της, τα ουράνια σώματα (ο Ήλιος, η Σελήνη, οι πλανήτες και τα αστέρια) φαίνονται κινούνται στον ουρανό, ανατέλλοντας, μεσουρανώντας (προς το Νότο για το βόρειο ημισφαίριο) και δύοντας.

Πιο γρήγορα κινούνται τα αστέρια(μία πλήρη περιφορά (360°) την ημέρα).

Ο Ήλιος κινείται λίγο πιο αργά από τα αστέρια (κατά μία μοίρα την ημέρα) διότι, συγχρόνως με την περιστροφή της, η Γη περιφέρεται γύρω από τον Ήλιο, διαγράφοντας μια πλήρη περιφορά σε 365.25 ημέρες, δηλαδή σε μία ημέρα ο Ήλιος καθυστερεί κατά 360/365.25 = 0.986 ≈ 1 μοίρα. Το επίπεδο της τροχιάς της Γης γύρω από τον Ήλιο ονομάζεται εκλειπτική. Εκ του ορισμού αυτού, είναι προφανές ότι τόσο ο Ήλιος όσο και η Γη βρίσκονται πάνω στην εκλειπτική. Στην προέκταση της ζώνης της εκλειπτικής βρίσκονται όλοι οι 12 γνωστοί ζωδιακοί αστερισμοί οι οποίοι αποτελούνται από σχετικά λαμπρά αστέρια.

Πάνω ή κοντά στην εκλειπτική κινείται Σελήνη, ακόμα πιο αργά (καθυστερεί κατά περίπου 13 μοίρες την ημέρα), διότι επί πλέον περιφέρεται και γύρω από τη Γη διαγράφοντας μια πλήρη περιφορά σε 27.32 ημέρες (η περίοδος αυτή ονομάζεται αστρικός μήνας). Η τροχιά της έχει μικρή κλίση (~5 μοίρες) ως προς την εκλειπτική.

Και οι πλανήτες κινούνται πάνω ή κοντά στην εκλειπτική, αλλά πολύ πιο αργά.

Κατά την περιφορά της γύρω από τη Γη, η Σελήνη άλλοτε βρίσκεται διαμετρικά αντίθετα από τον Ήλιο και άλλοτε ανάμεσα στον Ήλιο και την Γη. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε Πανσέληνο, καθώς ο Ήλιος φωτίζει ολόκληρο το ορατό (από τη Γη) ημισφαίριο της Σελήνης. Στη δεύτερη περίπτωση έχουμε Νέα Σελήνη. Η περίοδος των φάσεων τα Σελήνης, π.χ. από Πανσέληνο σε Πανσέληνο ή, γενικά, για να επανέλθει στη ίδια φάση) ονομάζεται συνοδικός μήνας και διαρκεί 29.53 ημέρες (την περίοδο αυτή οι γεωργοί την ονομάζουν φεγγάρι). Αν κατά την Πανσέληνο ή τη Νέα Σελήνη, αυτή τύχει να βρίσκεται ακριβώς πάνω στην εκλειπτική, τότε είτε η Γη εμποδίζει το φως του Ήλιου να φωτίσει την επιφάνεια της Σελήνης και έχουμε έκλειψη Σελήνης είτε η Σελήνη εμποδίζει το φως του Ήλιου να φωτίσει τη Γη και έχουμε έκλειψη Ήλιου. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι εκλείψεις συμβαίνουν όταν τα τρία σώματα, ο Ήλιος, η Γη και η Σελήνη, ευθυγραμμίζονται. Επειδή αυτό συμβαίνει πάντα στο επίπεδο της τροχιάς της Γης γύρω από τον Ήλιο, το επίπεδο αυτό ονομάστηκε από τους αρχαίους προγονούς μας εκλειπτική: το επίπεδο στο οποίο ενίοτε εκλείπει ο Ήλιος ή η Σελήνη.

Οι παραπάνω γνώσεις για τις κινήσεις του Ήλιου, της Σελήνης, των πλανητών και των αστεριών ήταν γνωστές στην αρχαιότητα και τα φαινόμενα που εξαρτώνται από τις κινήσεις τους περιγράφονται ή προβλέπονται στο Μηχανισμό των Αντικυθήρων!

Στην εμπρόσθια πλευρά του Μηχανισμού των Αντικυθήρων υπήρχαν επίσης δύο ανεξάρτητοι μεταξύ τους δείκτες (ένας για τον Ήλιο και ένας για τη Σελήνη). Ο δείκτης του Ήλιου έφερε πιθανώς ένα «χρυσούν σφαιρίον», το οποίο περιγράφεται στις επιγραφές που πλουσιοπάροχα έφερε ο Μηχανισμός. Χρησιμοποιώντας ένα στροφείο (χειριστήριο) και με τη βοήθεια του δείκτη αυτού, ο χειριστής μπορούσε να επιλέξει οποιαδήποτε ημέρα από τις 365 υποδιαιρέσεις που περιείχε η εξωτερική ετήσια κλίμακα της εμπρόσθιας πλευράς. Κάθε ημέρα, βέβαια, ο Ήλιος, καθώς κινείται προς τα πίσω (κατά μία μοίρα) ανάμεσα στα αστέρια, καταλαμβάνει μια διαφορετική θέση ανάμεσα στους ζωδιακούς αστερισμούς (βλέπε Σχήμα 6). Τη θέση αυτή «διάβαζε» ο χειριστής του Μηχανισμού στη εσωτερική ζωδιακή κλίμακα και έτσι γνώριζε ακριβώς (με ακρίβεια μιας μοίρας) σε ποιο αστερισμό και σε ποιο τμήμα αυτού βρισκόταν ο Ήλιος. O δείκτης της Σελήνης, ο οποίος έδειχνε τη θέση της στη ζωδιακή κλίμακα (με την ίδια ακρίβεια), έφερε επίσης ένα μικρό (ελάσσον), πιθανώς αργυρούν, σφαιρίον. Στο άκρον του δείκτη υπήρχε μια ημισφαιρική κοιλότητα εντός της οποίας υπήρχε μία μικρή περιστρεφόμενη σφαίρα, μισή λευκή και μισή μαύρη, που έδειχνε τις φάσεις της Σελήνης. Η σφαίρα αυτή έκανε μια πλήρη περιστροφή σε 29.53 ημέρες. Όταν φαινόταν το λευκό ημισφαίριο, ο Μηχανισμός ενημέρωνε τον χειριστή ότι ήταν Πανσέληνος. Το μαύρο ημισφαίριο σήμαινε Νέα Σελήνη. Το Πρώτο και Τρίτο Τέταρτο της Σελήνης αντιπροσωπευόταν από μισό μαύρο και μισό άσπρο.

Επειδή η διάρκεια του έτους είναι 365.25 ημέρες (και όχι 365), κάθε τέσσερα χρόνια προσθέτουμε μία ημέρα. Ο Φεβρουάριος έχει 29 (αντί 28) ημέρες και το έτος έχει 366 ημέρες (δίσεκτα έτη). Βεβαίως, δεν ήταν δυνατό ο εξωτερικός ετήσιος κύκλος να έχει άλλοτε 365 και άλλοτε 366 υποδιαιρέσεις. Στο Μηχανισμό των Αντικυθήρων, το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε με ένα πολύ απλό και έξυπνο τρόπο: Κάθε τέσσερα χρόνια ο χειριστής αποσπούσε την εξωτερική ετήσια κλίμακα και με τη βοήθεια του πείρου τη μετατόπιζε προς τα πίσω κατά μια οπή (μία ημέρα). Ο επόμενος χρόνος θα είχε πλέον 366 ημέρες… Με ένα τόσο απλό τρόπο ο χειριστή του Μηχανισμού των Αντικυθήρων, λάμβανε υπόψη τα δίσεκτα έτη!

Η πίσω πλευρά του Μηχανισμού των Αντικυθήρων

Στην πίσω πλευρά υπήρχαν δύο ελικοειδείς κλίμακες (σπείρες). Η πάνω, με 5 έλικες, το συνολικό μήκος της οποίας διαιρείτο σε 235 τμήματα και η κάτω, με 4 έλικες, το συνολικό μήκος της οποίας διαιρείτο σε 223 τμήματα). Εσωτερικά, της πάνω ελικοειδούς κλίμακας υπήρχαν δύο μικρότερες κλίμακες με 4 υποδιαιρέσεις, ενώ εσωτερικά της κάτω κλίμακας υπήρχε ακόμα μία μικρότερη κλίμακα με 3 υποδιαιρέσεις (Σχήμα 12).

Λεπτομέρεια των κλιμάκων της πίσω πλευράς. Εμφανίζεται τμήμα της κλίμακας του Μέτωνος (άνω) και τμήμα της κλίμακας του Σάρου (κάτω). Απεικονίζονται και οι δευτερεύουσες κλίμακες που αναφέρονται στο κείμενο.

Από το κέντρο όλων των κλιμάκων (2 ομόκεντρες κυκλικές στην εμπρόσθια πλευρά και 5 στην πίσω πλευρά (2 σπειροειδείς και 3 κυκλικές), διερχόταν άξονες οι οποίοι καθώς περιστρέφονταν κινούσαν τους δείκτες. Και οι 7 δείκτες ήταν μεταλλικά ελάσματα, με οξύληκτα –μυτερά- άκρα). Θεωρώντας ότι η περιστρεφόμενη σφαίρα της εμπρόσθιας πλευρά είναι και αυτή ένας δείκτης (δείχνει τις φάσεις της Σελήνης), στο Μηχανισμό των Αντικυθήρων έχουν εντοπισθεί μέχρι σήμερα, συνολικά, 8 δείκτες.

Κατά την επιλογή της ημερομηνίας με τη βοήθεια του στροφείου και του δείκτη του Ήλιου που αναφέρθηκε παραπάνω, τουλάχιστον επτά άλλοι δείκτες κινούνταν και έδειχναν:

(α) Στη εμπρόσθια πλευρά, τη θέση της Σελήνης ανάμεσα στους ζωδιακούς αστερισμούς με ακρίβεια μιας μοίρας.

(β) Στην ίδια πλευρά, τη φάση της Σελήνης με τη βοήθεια του ελάσσονος σφαιρίου που αναφέρθηκε παραπάνω.

(γ) Στην πάνω ελικοειδή κλίμακα (σπείρα) της πίσω πλευράς, τη μηνιαία θέση της Σελήνης στον επονομαζόμενο κύκλο του Μέτωνος. Οι 235 υποδιαιρέσεις της έλικας αντιστοιχούν στους 235 συνοδικούς μήνες (φεγγάρια) της Σελήνης, που με αρκετά καλή προσέγγιση διαρκούν 19 έτη μείον ένα τέταρτο της ημέρας (6 ώρες). Την αντιστοιχία αυτή, πρώτος εντόπισε ο Μέτων ο Αθηναίος (5ος π.Χ. αιώνας). Κάθε 235 φεγγάρια η Σελήνη επανέρχεται στον ίδιο αστερισμό, και έχει την ίδια φάση. Ήταν πολύ σημαντική αυτή η πληροφορία για τους γεωργούς και τους ναυτικούς στην αρχαιότητα, οι οποίοι μπορούσαν, όταν είχε Πανσέληνο, να συνεχίσουν τις εργασίες τους. Σήμερα, που υπάρχει το ηλεκτρικό ρεύμα η πληροφορία αυτή είναι ήσσονος σημασίας, καθώς με τη χρήση ενός διακόπτη, μπορούμε να φωτίσουμε το χώρο της εργασίας μας οποιαδήποτε ώρα της ημέρας. Η κλίμακα αυτή ονομάζεται «Σπείρα του Μέτωνος».

(δ) Εσωτερικά της Σπείρας του Μέτωνος (αριστερά στη μικρή κυκλική κλίμακα), ο δείκτης έδειχνε τον 76-ετή κύκλο του Καλλίππου. Κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα ο Κάλλιππος (από την Κύζικο της Μικράς Ασίας), έχοντας σπουδάσει υπό τον Εύδοξο τον Κνίδιο, στη Σχολή του Πλάτωνος και το Λύκειον του Αριστοτέλη διόρθωσε τον κύκλο του Μέτωνος, πολλαπλασιάζοντάς τον επί 4 και αφαιρώντας μία ημέρα (= 4×6 ώρες). Ο κύκλος του Καλλίππου διαρκεί 76 έτη και υπάρχει σαφής αναφορά για αυτόν στις επιγραφές του Μηχανισμού των Αντικυθήρων. Αν και η κλίμακα και ο δείκτης του Καλλίππου δεν έχουν βρεθεί, θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι υπήρχε στο κατεστραμμένο τμήμα της σπείρας του Μέτωνος, (α) επειδή αναφέρεται στις επιγραφές και (β) η ύπαρξή του απαιτεί ένα πολύ απλό συρμό γραναζιών που να πολλαπλασιάζει τον κύκλο του Μέτωνος επί τέσσερα.

(ε) Εσωτερικά της Σπείρας του Μέτωνος (δεξιά στη μικρή κυκλική κλίμακα), τον 4-ετή κύκλο των Στεφανιτών Αγώνων. Ο δείκτης της κλίμακας αυτής έκανε μία περιστροφή κάθε τέσσερα έτη. Στις υποδιαιρέσεις υπήρχαν τα σύμβολα «5A», «5B», «5Γ», «5Δ». Το σύμβολο 5, σημαίνει έτος. Είναι προφανές ότι η κλίμακα αυτή αφορά ένα τετραετές ημερολόγιο. Σύντομα, περιμετρικά της κλίμακας διαβάστηκαν τα εγχάρακτα ονόματα των τεσσάρων σημαντικών στεφανιτών αθλητικών αγώνων της αρχαιότητας: Οι δύο πρώτοι είναι τετραετείς αγώνες. Οι άλλοι δύο είναι διετείς και το όνομά τους αναφέρεται δύο φορές (Σχήμα 12). Μεγάλη εντύπωση μας κάνει η αποκωδικοποίηση δύο ακόμα τετραετών αγώνων, οι οποίοι δεν θεωρούνταν ιδιαιτέρως σημαντικοί: τα ΝΑΑ (στην δωρική τους γραφή) – ονομάζονται και ΝΑΪΑ – και τα ΑΛΙΕΙΑ. Τα ΝΑΑ τελούνταν στη Δωδώνη (οι αγώνες του Ναού) και τα ΑΛΙΕΙΑ τελούνταν στη Ρόδο προς τιμή του Απόλλωνα Ήλιου.

(στ) Στην κάτω ελικοειδή σπείρα της πίσω πλευράς, την περίοδο επανάληψης των εκλείψεων, η οποία ονομάζεται κύκλος ή περίοδος του Σάρου, και διαρκεί 223 συνοδικούς μήνες (18 έτη, 11 ημέρες και 8 ώρες). Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, για να έχουμε έκλειψη (Ηλίου ή Σελήνης) πρέπει ο Ήλιος, η Σελήνη και η Γη να βρίσκονται περίπου σε ευθεία γραμμή. Αυτό συμβαίνει τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο: όταν η Σελήνη βρίσκεται πάνω στην εκλειπτική και συγχρόνως απέναντι (σεληνιακή έκλειψη) ή σε σύνοδο (ηλιακή έκλειψη) με τον Ήλιο. Επειδή η διεύθυνση της παραπάνω ευθείας περιστρέφεται στον ουρανό και κάνει μια πλήρη περιστροφή σε 223 μήνες (περίοδος του Σάρου), εξυπακούεται ότι η διαδοχή των εκλείψεων επαναλαμβάνεται κάθε 223 μήνες. Ο κατασκευαστής του Μηχανισμού, γνωρίζοντας εκλείψεις του παρελθόντος είχε βαθμονομήσει τη σπείρα του Σάρου και έτσι ο χειριστής ήταν σε θέση να προβλέψει μελλοντικές εκλείψεις. Πράγματι, σε μερικές από τις 223 υποδιαιρέσεις (που αντιστοιχούσαν σε μήνες που έγιναν ή θα γίνουν εκλείψεις) υπάρχουν συμβολικές επιγραφές, που αναφέρουν το είδος της έκλειψης ηλιακή (Η) ή σεληνιακή (Σ) και την ώρα της έκλειψης (π.χ. ΙΒ – δηλ. 12 η ώρα)! Η ημέρα της έκλειψης ήταν αυτή που έδειχνε ο δείκτης του Ήλιου στην εμπρόσθια πλευρά του Μηχανισμού…

(ζ) Εσωτερικά της Σπείρας του Σάρου (στη μικρή κυκλική κλίμακα με τις 3 υποδιαιρέσεις), ο δείκτης έδειχνε τον 54-ετή κύκλο του Εξελιγμού. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο κύκλος του Σάρου διαρκεί 18 έτη, 11 ημέρες και 8 ώρες. Είναι προφανές ότι μετά από 18 έτη και 11 ημέρες αναμένεται να συμβεί η επόμενη έκλειψη, η οποία, όμως θα λάβει χώρα 8 ώρες, δηλαδή 1/3 της ημέρας αργότερα. Μετά από 8, όμως, ώρες, η Γη θα έχει περιστραφεί κατά 120° (1/3 μιας πλήρους περιστροφής) και επομένως η έκλειψη θα συμβεί 120° δυτικότερα από την προηγούμενη, όχι πάντως στον ίδιο τόπο. Στον ίδιο τόπο θα επανέλθει μετά από τρεις κύκλους του Σάρου και μία ημέρα. Η νέα αυτή περίοδος των εκλείψεων διαρκεί 54 έτη και ήταν γνωστή στην αρχαιότητα με το όνομα κύκλος του Εξελιγμού. Στη 2η και στην 3η υποδιαίρεση της κλίμακας του Εξελιγμού ήταν χαραγμένα τα σύμβολα Η και Ι6, που αντιστοιχούν στους αριθμούς 8 και 16. Η ακριβής ώρα της έκλειψης υπολογιζόταν με τη συνεργασία των ενδείξεων του δείκτη της σπείρας του Σάρου και του δείκτη του κύκλου του Εξελιγμού. Ο χειριστής έπρεπε να προσθέσει στην ώρα που ανέφερε η υποδιαίρεση της σπείρας του Σάρου, 8 ώρες ή 16 ώρες, αν ο δείκτης του Εξελιγμού βρισκόταν στη 2η ή στην 3η υποδιαίρεση, αντίστοιχα. Αν βρισκόταν στην 1η υποδιαίρεση, η ώρα που ανέφερε η υποδιαίρεση του Σάρου δεν χρειαζόταν καμία διόρθωση.

Οι επιγραφές του Μηχανισμού των Αντικυθήρων

Ακόμα και με σημερινά δεδομένα, είναι προφανές ότι ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων ήταν ένα εξαιρετικά περίπλοκο όργανο. Οι μπρούτζινες προστατευτικές πλάκες του Μηχανισμού των Αντικυθήρων ήταν καλυμμένες με επιγραφές που περιέγραφαν αστρονομικά φαινόμενα, τεχνικούς όρους και οδηγίες χρήσεως. Οι οδηγίες αυτές ήταν αναλυτικές και εκτεταμένες και μάλλον αποτελούσαν ένα εγχειρίδιο χρήσεως (user’s manual) για τον χρήστη του Μηχανισμού. Εγχάρακτες επιγραφές και σύμβολα υπάρχουν σε κάθε ελεύθερη επιφάνεια του Μηχανισμού. Μέχρι σήμερα (Φθινόπωρο 2018) έχουν διαβαστεί περίπου 3500 γράμματα όλα, ανεξαιρέτως της ελληνικής αλφαβήτου, τα οποία βεβαίως, σχηματίζουν λέξεις και προτάσεις, που αναφέρονται σε αστρονομικούς, γεωγραφικούς και τεχνικούς όρους. Το ύψος των περισσοτέρων γραμμάτων είναι, κατά μέσο όρο, 2.17 χιλιοστά. Φαίνεται ότι ήταν σμιλευμένα με πολύ λεπτά εργαλεία.

Μία λεπτομερής μελέτη όλων των μέχρι σήμερα αποκωδικοποιημένων επιγραφών δημοσιεύθηκε πρόσφατα σε ένα πολυσέλιδο τόμο (Almagest, 2016). Στην πολύ προσεκτική αυτή μελέτη χρησιμοποιήθηκαν οι κανόνες της Σύμβασης του Leiden

(https://en.wikipedia.org/wiki/Leiden_Conventions)

Επιγραφές από την εμπρόσθια προστατευτική πλάκα. Αναφέρονται στην κίνηση των εσωτερικών πλανητών, ιδιαιτέρως στην αποχή αυτών από τον Ήλιο.

Η συμβολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στη διερεύνηση του Μηχανισμού των Αντικυθήρων

 Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, αναγνωρίζοντας την αξία και τη σπουδαιότητα του Μηχανισμού των Αντικυθήρων για την ανάδειξη της επιστημονικής και τεχνολογικής κληρονομιάς της χώρας μας, θέσπισε το 2008 μία υποτροφία για την εκπόνηση Διδακτορικής Διατριβής για το Μηχανισμό των Αντικυθήρων. Η Διδακτορική αυτή διατριβή εκπονήθηκε και περατώθηκε το 2016 στο Τμήμα Φυσικής της Σχολής θετικών Επιστημών, με έδρα στο Εργαστήριο Αστρονομίας του Τομέα Αστροφυσικής, Αστρονομίας και Μηχανικής. Ήταν η πρώτη Διδακτορική Διατριβή, παγκοσμίως, για το Μηχανισμό των Αντικυθήρων. Μια δεύτερη Διατριβή, υποστηρίχθηκε επιτυχώς φέτος στον Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής (η δεύτερη παγκοσμίως).

Κατά την τελευταία δεκαετία, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο δραστηριοποιείται μια ισχυρή ερευνητική ομάδα που μελετά συστηματικά το Μηχανισμό των Αντικυθήρων με πολυάριθμες δημοσιεύσεις σε έγκριτα διεθνή περιοδικά. Η ισχύς της ομάδας οφείλεται στο γεγονός ότι είναι διεπιστημονική και προσεγγίζει και μελετά το Μηχανισμό από πολλές πλευρές, αστρονομική, αρχαιολογική και μηχανολογική.

Στο πλαίσιο αυτής της μελέτης, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο κατασκευάζονται τα πλέον πιστά τριδιάστατα ομοιώματα του Μηχανισμού των Αντικυθήρων (Efstathiou 2018), τα οποία κοσμούν διάφορα Μουσεία στο εσωτερικό ή το εξωτερικό, προβάλλοντας με τον καλύτερο τρόπο τόσο την επιστημονική όσο και την τεχνολογική κατάρτιση των αρχαίων Ελλήνων.

Βεβαίως υπάρχει σημαντικός αριθμός μεμονωμένων ερευνητών σε άλλα Πανεπιστήμια του εσωτερικού ή εξωτερικού, οι οποίοι μελετούν το Μηχανισμό ατομικά. Με τους ερευνητές αυτούς υπάρχει συνεχής συνεργασία, τόσο σε θεωρητικές γνώσεις όσο και σε τεχνικές ανάλυσης των δεδομένων.

Ανταποκρινόμενη η Ομάδα Διερεύνησης του Μηχανισμού των Αντικυθήρων (που αναφέρθηκε παραπάνω) στην πιεστική αναζήτηση πληροφοριών σχετικών με την πρόοδο της μελέτης, έχει δημιουργήσει την ιστοσελίδα: http://www.antikythera-mechanism.gr για την ενημέρωση του κοινού και των ειδικών. Η ιστοσελίδα ανανεώνεται περιοδικά και περιλαμβάνει τελευταία νέα, απαντήσεις σε βασικά ερωτήματα, άρθρα, εικόνες, βίντεο και άλλες πληροφορίες.

Από τη σύντομη αυτή περιγραφή, είναι προφανές ότι ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων αποτελεί ένα σημαντικότατο τεκμήριο για τις ικανότητες των αρχαίων Ελλήνων. Λαμβάνοντας υπόψη τις δυνατότητες της εποχής, θα μπορούσε εύκολα να καταταχθεί ισοδύναμα μεταξύ των επτά θαυμάτων της αρχαιότητας, δεδομένου ότι, κατά τη γνώμη μου, η γνώση που απαιτείται είναι σαφώς υψηλότερου επιπέδου και η κατασκευή του σαφώς δυσκολότερη από τις αντίστοιχες για το Φάρο της Αλεξάνδρειας ή το Ναό της Αρτέμιδος στη Έφεσο. Αποτελεί μοναδική μαρτυρία για τις εξαιρετικές μαθηματικές, γεωμετρικές, μηχανολογικές, τεχνικές και ιδιαιτέρως αστρονομικές δεξιότητες των αρχαίων Ελλήνων πριν 2000 χρόνια. Ακόμα και σήμερα, σε ένα κόσμο προηγμένης τεχνολογίας, στεκόμαστε με δέος μπροστά στις ευφυείς προσομοιώσεις που περιέχει και τις εκπληκτικές θεωρητικές γνώσεις του πολιτισμού που τις επινόησε.

Γιάννης Σειραδάκης – ΘΑΛΗΣ + ΦΙΛΟΙ

Ο Ιωάννης – Χιου Σειραδάκης (1948 – 2020) διετέλεσε Καθηγητής Αστροφυσικής του Τμήματος Φυσικής του ΑΠΘ και σημαίνον στέλεχος της Ομάδας Διερεύνησης του Μηχανισμού των Αντικυθήρων

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 Λυκούδης, Στ. (1950), “Αρχαιολογικά Σημειώματα. Ο περίφημος θησαυρός της νήσου των Αντικυθήρων”. Επιθεώρηση Ήλιος, 345, 563.

Ρεδιάδης, Π. (1903). Άρθρο στον τόμο Σβορώνος. I.N. (1903), “Ὁ Θησαυρός τῶν Ἀντικυθήρων”, Beck & Barth, Athens, 44-52.

Allen, M., Ambrisco, W., Anastasiou, M., Bate, D., Bitsakis, Y., Crawley, A., Edmunds, M.G., Gelb, D., Hadland, R., Hockley, P., Jones, A., Malzbender, T., Mangou, H., Moussas, X., Ramsey, A., Seiradakis, J.H., Steele, J.M., Tselikas, A. & Zafeiropoulou M., (2016), “General Preface to the Inscriptions” in Almagest VII, 1.

Almagest (2016), “The Inscriptions of the Antikythera Mechanism”, VII,1.

Dumas, F. (1976) “30 Centuries Under the Sea: Exciting underwater explorations by Jacques Cousteau’s Associates”, Crown Publishers Inc, N.York

Efstathiou, K., Basiakoulis, A., Efstathiou, M., Anastasiou, M. & Seiradakis, J. H. (2012), “Determination of the gears geometrical parameters necessary for the construction of an operational model of the Antikythera Mechanism” Mech. Mach. Theory, 52, 219-231.

Efstathiou, K. & Efstathiou M. (2018), “Celestial gearbox”, ASME, 140, 31-33.

Efstathiou, M., Basiakoulis, A., Efstathiou, K., Anastasiou, M., Boutbaras P. & Seiradakis J.H. (2013), “The Reconstruction of the Antikythera Mechanism” International Journal of Heritage in the Digital Era, 2, 306–334.

Freeth, T., Bitsakis, Y., Moussas, X., Seiradakis, J.H., Tselikas, A., Mangou, H., Zafeiropoulou, MM., Hadland, R., Bate, D., Ramsey, A., Allen, M., Crawley, A., Hockley, P., Malzbender, T., Gelb, D., Ambrisco, W. & Edmunds, M.G. (2006), “Decoding the ancient Greek astronomical calculator known as the Antikythera Mechanism”, Nature, 444, 587–91.

Freeth, T., Bitsakis, Y., Moussas, X., Seiradakis, J.H., Tselikas, A., Mangou, H., Zafeiropoulou, M., Hadland, R., Bate, D., Ramsey, A., Allen, A., Crawley, A., Hockley, P., 34. Freeth, T., Jones, A., Steele, M. & Bitsakis, Y. (2008) “Calendars with Olympiad display and eclipse prediction on the Antikythera Mechanism” Nature, 454, 614-617.

Goode, Samuel (1875), “Mance’s Heliograph, or Sun-Telegraph”, The Journal of the Royal United Service Institution, 19, 533-548.

Iversen P. (2017) “The calendar of the Antikythera Mechanism and the Corinthian family of calendars” Hesperia, 86, 129-203.

Jones, A. (2017), A Portable Cosmos (Oxford Univ. Press, New York).

Rehm, A. (1905) “Meteorologische Instrumente der Alten” (unpublished manuscript), Bayerische Staatsbibliothek, Rehmiana III/7.

Seiradakis, J.H. & Edmunds, M.G. (2018), “Our current knowledge of the Antikythera Mechanism” Nature Astronomy, 2, 35–42.

De Solla Price, D. (1959), “An Ancient Greek Computer”, Scientific American, June 1959, 60-67.

de Solla Price, D. (1974), “Gears from the Greeks: The Antikythera Mechanism – A calendar computer from ca. 80 BC”. American Philosophical Society, Transactions, N.S., 64.7.

Theophanidis, I. (“Jean Théophanidis“) (1934), “Sur l‘instrument en cuivre dont les fragments se trouvent au Musée Archéologique d‘Athènes et qui fut retiré du fond de la mer d‘Anticythère en 1902“, Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, 9, 140-149.

Tselekas, P. (2012), “The coins” in The Antikythera Shipwreck. The Ship, the Treasures, the Mechanism — Exhibition Catalogue (eds Kaltsas, N., Vlachogianni, E. & Bouyia, P.) 216-226 (National Archaeological Museum, Athens).

Wright, M.T., Bromley, A.G., Mangou, H. (1995), “Simple X-Ray Tomography and the Antikythera Mechanism”, PACT, 45, 531-543.

Wright, M.T., Bromley, A.G. (1997), “Current Work on the Antikythera Mechanism”, Ancient Greek Technology. 1st Inernational Conference. Proceedings, Thessaloniki, 19-25.

Wright, M.T. (2004), “The Scholar, the Mechanic and the Antikythera Mechanism: Complementary Approaches to the Study of an Instrument”, Bulletin of the Scientific Instrument Society, 80, 4-11.

Wright, M.T. (2005), “Counting Months and Years: The Upper Back Dial of the Antikythera Mechanism”, Bulletin of the Scientific Instrument Society, 87, 8-13.

Wright, M. T. (2006), “The Antikythera Mechanism and the Early History of the Moon-Phase Display”, Antiquarian Horology, 29, 319-329.

Wright, M.T. (2011), “The Antikythera Mechanism: Reconstruction as a Medium for Research and Publication”, in Staubermann, K. (ed.), Reconstructions: Recreating Science and Technology of the Past, Edinburgh, 1-20.

Wright, M.T. (2012), “The Front Dial of The Antikythera Mechanism”, Springer Science + Business Media, Dordrecht.

Wright, M. T. (2013), “The Antikythera Mechanism: Compound Gear-Trains for Planetary Indications” in Almagest IV, 2.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Γιάννης Μουρέλος: Antoine de Saint-Exupéry. Ο αδόκητος χαμός ενός Μικρού Πρίγκιπα

Γιάννης Μουρέλος

 Antoine de Saint-Exupéry. Ο αδόκητος χαμός ενός Μικρού Πρίγκιπα

 

Στις 08.45΄ της 31ης Ιουλίου 1944, ένα αναγνωριστικό αεροσκάφος τύπου Lockheed P38 Lightning, απογειώθηκε από το αεροδρόμιο της πόλης Μπαστιά της βορειοανατολικής Κορσικής. Έφερε στην άτρακτο τα διακριτικά της US Air Force μαζί με την χαρακτηριστική τρίχρωμη κονκάρδα με τον σταυρό της Λωρραίνης των Ελευθέρων Γάλλων του στρατηγού De Gaulle. Στο χειριστήριο καθόταν ένας επισμηναγός 44 ετών, πασίγνωστος από την εποχή του μεσοπολέμου και την εποποιία των πρωτοπόρων της Aéropostale, μιας εταιρίας, η οποία μεταξύ των ετών 1918 και 1933 είχε εξειδικευτεί στην εναέρια ταχυδρομική σύνδεση ανάμεσα στο μητροπολιτικό έδαφος και στις γαλλικές αποικιακές κτήσεις, κυρίως, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής. Πάνω απ’ όλα όμως, ο Antoine de Saint-Exupéry ήταν γνωστός για τα μνημειώδη μυθιστορήματα που είχε συγγράψει, με κορυφαίο βέβαια το ποιητικό διήγημα που θα συντροφεύει για πάντα τα όνειρα των παιδιών αλλά και όλων όσων ενηλίκων επιθυμούν και  γνωρίζουν τον τρόπο να παραμείνουν παιδιά: τον Μικρό Πρίγκιπα. Το αεροσκάφος ουδέποτε επέστρεψε στη βάση του. Τα ίχνη του χάθηκαν πάνω από τη Μεσόγειο, στα ανοικτά της Μασσαλίας, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Το 1998, ένας ψαράς εντόπισε μια αλυσίδα χεριού με χαραγμένα τα ονόματα του συγγραφέα και της συζύγου του, Consuelo, με καταγωγή από το Σαλβαδόρ. Τον Μάιο του 2000, ένας δύτης ανακάλυψε το ναυάγιο  ενός Lightning P38 στον βυθό της ίδιας ακριβώς περιοχής, όπου δυο χρόνια νωρίτερα είχε αλιευθεί η αλυσιδα. Τον Οκτώβριο του 2003, το αεροσκάφος ανελκύστηκε από τη θάλασσα. Λίγους μήνες αργότερα, χάρη σε μια πλακέτα με χαραγμένο επάνω της τον αριθμό του τελευταίου που η κατασκευάστρια εταιρία είχε την πρόνοια να βιδώσει στο χειριστήριο, η ταυτοποίηση με το απωλεσθέν αεροσκάφος πραγματοποιήθηκε με τον πλέον επίσημο και αδιαμφισβήτητο τρόπο. Εάν όμως εντοπίστηκε το ακριβές σημείο της πτώσης στη θάλασσα, δεν συνέβη το αυτό και με τη σορό του συγγραφέα, η οποία δεν βρέθηκε ποτέ. Η δε πραγματογνωμοσύνη απέδειξε ότι, λίγο προτού συντριβεί, το αεροσκάφος είχε χάσει κατακόρυφα ύψος. Από εκεί και έπειτα, δεν έχουν εξυχνιαστεί οι λόγοι, οι οποίοι προκάλεσαν την πτώση. Εφόρμηση εναντίον εχθρικού αεροσκάφους, θύμα κατάρριψης, μηχανική βλάβη, απώλεια αισθήσεων του χειριστή, δυσμενείς καιρικές συνθήκες είναι οι επικρατέστερες εκδοχές. Εξετάζεται και αυτό ακόμα το ενδεχόμενο της αυτοχειρίας. Τα ερωτηματικά, τα οποία εξακολουθούν να υφίστανται, εξάπτουν τη φαντασία της κοινής γνώμης, σε συνδυασμό, πάντοτε, με την δημοτικότητα του συγγραφέα, την υποσυνείδητη ταύτιση του τελευταίου με τον Μικρό Πρίγκιπα και την τραγική κατάληξη αμφοτέρων.

Το ναυάγιο του αεροσκάφους.

La disparition de Saint-Exupéry : découverte et identification de son avion | Futura

 

Τα παιδικά και εφηβικά χρόνια

(1900 – 1921)

Ο Antoine Marie Jean-Baptiste Roger, κόμης Saint-Exupéry, όπως άλλωστε προδίδει το μακρόσυρτο όνομά του, ήταν γόνος μιας παλιάς, κάπως ξεπεσμένης, επαρχιακής αριστοκρατικής οικογένειας. Είδε το φως της ημέρας στις 29 Ιουνίου 1900 στη Λυών. Τα νεανικά του χρόνια στιγματίστηκαν από τον θάνατο του πατέρα (1904) και του μικρότερου αδελφού του (1916). Παρά ταύτα, ο Saint-Exupéry έζησε μια άνετη παιδική και εφηβική ζωή χάρη στην ευσυνειδησία της μητέρας του, που ανέλαβε μόνη την ανατροφή των πέντε παιδιών της εμφυσώντας στα τελευταία  έναν ανθρωπισμό και έναν σεβασμό προς τρίτους, που ο μικρός Antoine φρόντισε να διατηρήσει εφ’ όρου ζωής. Οι επιδόσεις του στο σχολείο ήταν μέτριες, οι δε μαρτυρίες δασκάλων και  συμμαθητών τον περιγράφουν ως απείθαρχο, ονειροπόλο, συχνά αφηρημένο και επιρρεπή προς την αίσθηση και τη σκέψη της περιπέτειας. Το 1914, τα δυο αγόρια της οικογένειας φοίτησαν σε καθολικό σχολείο της Ελβετίας, μακριά  από τα δεινά του πολέμου που μόλις είχε ξεσπάσει. Οι γυμνασιακές σπουδές ολοκληρώθηκαν το 1917 στη Λυών. Τότε είναι που ο Saint-Exupéry έχασε τον μικρό του αδελφό από ρευματικό πυρετό, γεγονός που τον έθλιψε βαθύτατα. Συμμορφούμενος με την επιθυμία της (ζωγράφου) μητέρας του, εγγράφηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού, καταναλώνοντας τις ώρες του περισσότερο στα καφενεία της πρωτεύουσας, συνεπαρμένος από τους ξέφρενους ρυθμούς της μεταπολεμικής εποχής, και λιγότερο στα έδρανα της Σχολής. Το 1921 είχε φτάσει σε ηλικία εκπλήρωσης των στρατιωτικών του υποχρεώσεων. Ακριβώς τότε προέκυψε το πάθος για την αεροπλοΐα.

Τα πέντε παιδιά της οικογένειας Saint-Exupéry το 1907, σε φωτογραφία του Frédéric Boissonnas. Από αριστερά προς δεξιά: Marie-Madeleine, Gabrielle, François, Antoine και Simone.

 Τα μεσοπολεμικά χρόνια

(1921 – 1940)

Τον Απρίλιο του 1921 ο Saint-Exupéry κατατάχθηκε στην Πολεμική Αεροπορία αρχικά ως μηχανικός. Μετατεθείς διαδοχικά σε διάφορες αεροπορικές βάσεις (Στρασβούργο, Καζαμπλάνκα, Istres, Avord, Βερσαλλίες, Villacoublay, Bourget) απέσπασε ταχύτατα δίπλωμα πιλότου. Τον Μάιο του 1923, υπέστη το πρώτο του ατύχημα στον διάδρομο προσγείωσης του αεροδρομίου Bourget εξαιτίας μιας λανθασμένης εκτίμησης σε ένα αεροσκάφος, επί του οποίου δεν ασκούσε πλήρη έλεγχο. Το αποτέλεσμα ήταν σοβαρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Αποστρατεύτηκε τον επόμενο Ιούνιο και παρά το πρόσφατο ακόμη ατύχημα, ευελπιστούσε να σταδιοδρομήσει στην Πολεμική Αεροπορία, προοπτική, στην οποία οι οικείοι του αντιστάθηκαν με σθένος. Ακολούθησε μια τριετία ανιαρών απασχολήσεων έως ότου, το 1926, εμφανιστεί εκ νέου η ευκαιρία να πετάξει. Τού την προσέφερε ο Didier Daurat, διευθυντής εκμετάλλευσης των γραμμών της εταιρίας εναερίων ταχυδρομικών μεταφορών Latécoère, η οποία, το 1929, μετονομάστηκε  σε Compagnie générale aéropostale ή σκέτο  Αéropostale. Έως το κλείσιμο της εταιρίας το 1932, ο Saint-Exupéry τοποθετήθηκε διαδοχικά στο Μαρόκο και στην Αργεντινή, όπου συνέβαλε σημαντικά στην επέκταση του δικτύου της εταιρίας, ειδικότερα προς την Παταγονία. Μαζί με τους συναδέλφους και επιστήθιους φίλους του Jean Mermoz και Henri Guillaumet συγκρότησε μια “θρυλική” τριανδρία πρωτοπόρων πιλότων. Όλοι τους έπεσαν εν ώρα υπηρεσίας το 1936, το 1940 και το 1944. Οι εμπειρίες του Saint-Exupéry καταγράφηκαν από τον ίδιο σε δυο μυθιστορήματα: Courrier sud (1929) και Vol de nuit (1931). Το δεύτερο ειδικότερα, γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία. Κεντρικός ήρωας είναι ο επικεφαλής μιας εταιρίας εναερίων ταχυδρομικών μεταφορών ονόματι Rivière (ο συγγραφέας έχει κατά νου τον Didier Daurat), ο οποίος, προσπαθεί να αποδείξει την υπεροχή του αεροπλάνου έναντι του σιδηροδρόμου. Μέσα σε αυτό το οξύ ανταγωνιστικό κλίμα επιβάλει στους πιλότους ένα πρόγραμμα νυκτερινών πτήσεων ανάμεσα στο Μπουένος Άιρες και την Παταγονία, εξαιρετικά επικίνδυνων, που επιτρέπει, ωστόσο, να καλυφθούν οι όποιες καθυστερήσεις της ημέρας. Για τον Rivière η διεκπεραίωση του ταχυδρομείου είναι ιερή.  Το τελευταίο πρέπει να φτάνει στον προορισμό του σε καθημερινή κλίμακα την ίδια, μάλιστα, ώρα. Υπεύθυνοι είναι οι πιλότοι, που οφείλουν να προσαρμόσουν τον τρόπο και τους ρυθμούς της ζωής τους στις επιταγές της εταιρίας. Έπειτα από ένα θανατηφόρο περιστατικό, ο Rivière καταβάλει υπεράνθρωπες προσπάθειες να πείσει τους υφισταμένους του πως ακόμα και η απώλεια μιας ζωής μπορεί να θεωρηθεί τίμημα για την εκπλήρωση της αποστολής.

Δίκτυο, ωράρια πτήσεων και τιμοκατάλογος της Αéropostale το 1930.

Το ύφος της γραφής είναι σκληρό, ρεαλιστικό και απαλλαγμένο από πάσης φύσεως λογοτεχνικές φιοριτούρες. O Saint-Exupéry αφηγείται μια αυτοβιογραφική εμπειρία εστιάζοντας στη σχέση μεταξύ δυο ξεχωριστών ανθρώπινων χαρακτήρων. Εκείνου που χαλυβδώνει την αφοσίωση των υφισταμένων του στην εκπλήρωση μιας επικίνδυνης αποστολής και εκείνου (πρόκειται για τον πιλότο που χάνει τη ζωή του σε ώρα υπηρεσίας) που αποποιείται ο,τιδήποτε τον αφορά σε ατομικό επίπεδο προς όφελος του κοινού, πάντοτε, χρέους που αμφότεροι, ελεύθερα και έχοντας απόλυτη συναίσθηση των συνεπειών και των κινδύνων, διακονούν. Επιλέγοντας ως φόντο την οργάνωση και την εν γένει λειτουργία της  Αéropostale, ο συγγραφέας στρέφεται γύρω από την προβληματική του ήρωα, για τον οποίο κάθε πράξη και ενέργεια ενέχει το στοιχείο του απόλυτου (μεταξύ άλλων και αυτή ακόμα την απώλεια της ζωής). Το μεγαλείο του ήρωα συνίσταται στο να παραμερίσει τον εαυτό του ευρισκόμενος μπροστά στο απόλυτο, να καταφέρει να κυριαρχήσει τα συναισθήματά του και να διαχειριστεί τη μοναξιά του μέσα σε αυτό το πλαίσιο. Πρόκειται για το βαθύτερο δίδαγμα του μυθιστορήματος, το οποίο σηματοδοτεί συνάμα και την ηθική του Saint- Exupéry, έτσι όπως την ξεδιπλώνει στα μεταγενέστερα γραπτά του.

L’Envol des Pionniers – Film Arte

Το 1931, ο Saint-Exupéry νυμφεύτηκε την Consuelo Suncín de Sandoval Zeceña, γόνο εύπορου γαιοκτήμονα, συγγραφέα και ζωγράφο με καταγωγή από το Σαν Σαλβαδόρ. Η σχέση τους υπήρξε θυελλώδης, εν μέρει εξαιτίας της ριψοκίνδυνης ενασχόλησης του Antoine με την αεροπλοΐα και των περιστασιακών εξωσυζυγικών του περιπετειών οσάκις βρισκόταν μακριά από την Γαλλία. Παραταύτα, ο γάμος τους άντεξε στους κλυδωνισμούς και μόνο ο θάνατος του συγγραφέα υπήρξε εκείνος που χώρισε τελικά το ζεύγος. Η Consuelo κατέθεσε τα κατάλοιπα του συζύγου της στα Εθνικά Αρχεία της Γαλλίας. Σύμφωνα με τους όρους της δωρεάς, τα τελευταία θα είναι προσβάσιμα στο ερευνητικό κοινό από το 2053 και μετά. Η Consuelo απεβίωσε το 1979. Το 2000 κυκλοφόρησαν οι Αναμνήσεις της με τον τίτλο Memorias de La Rosa, σαφής υπαινιγμός στο τριαντάφυλλο του Μικρού Πρίγκιπα. Το χειρόγραφο βρέθηκε τυχαία μέσα σε ένα μπαούλο. Την έκδοση επιμελήθηκε ο βιογράφος του Saint-Exupéry, Alain Vircondelet, οι δε Αναμνήσεις  γνώρισαν  αξιοσημείωτη επιτυχία. Έως το 2011, είχαν μεταφραστεί σε δεκαέξι διαφορετικές γλώσσες.

Antoine και Consuelo de Saint-Exupéry.

To 1932, η  Αéropostale συγχωνεύτηκε με άλλες αεροπορικές εταιρίες (Air Orient, Société Générale de Transport Aérien, Air Union, Compagnie Internationale de Navigation) συγκροτώντας την Air France. Για τον Saint-Exupéry άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο καθώς επιδόθηκε στη δημοσιογραφία. Συνέχισε ταυτόχρονα να πετά ως πιλότος δοκιμών και κατάρριψης ρεκόρ χρόνου. Με την ιδιότητα του δημοσιογράφου στάλθηκε στη γαλλική Ινδοκίνα (σημερινό Βιετνάμ) το 1934, στη Μόσχα το 1935 και στην Ισπανία το 1936, προκειμένου να καλύψει τον εκεί εμφύλιο πόλεμο. Από τις αποστολές αυτές επέστρεψε με ολόκληρη δεξαμενή εμπειριών και αναμνήσεων που του επέτρεψαν να στοχαστεί πάνω στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση και συμπεριφορά. Το καταστάλαγμα υπήρξε η συγγραφή του μυθιστορήματος Terre des hommes, το οποίο μόλις κυκλοφόρησε το 1939, απόσπασε το βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας.

Τον Δεκέμβριο του 1935, ο Saint- Exupéry ανταποκρίθηκε σε μια πρόκληση. Να καταρρίψει το ρεκόρ χρόνου στη διαδρομή Παρισιού-Σαϊγκόν μήκους 16.000 χιλιομέτρων, που λίγες μέρες νωρίτερα ο αεροπόρος André Japy είχε διατρέξει σε τρεις ημέρες και 15 ώρες. Το έπαθλο κυμαινόταν μεταξύ 150.000 και 500.000 γαλλικών φράγκων ανάλογα με την επίδοση. Στις 30 Δεκεμβρίου το αεροσκάφος τύπου Caudron-Renault Simoun απογειώθηκε από το αεροδρόμιο Bourget. Μαζί με τον κυβερνήτη επέβαινε και ο μηχανικός Jean Prévost. Πρώτος σταθμός ήταν η Τύνιδα. Λίγο μετά την αναχώρηση από εκεί και ενώ πετούσε πάνω από την έρημο της Λιβύης, το αεροσκάφος κτύπησε πάνω στον βράχο ενός φαραγγιού και συνετρίβη στο έδαφος. Έπειτα από τρεις ημέρες περιπλάνησης δίχως νερό, οι Saint- Exupéry και Prévost εντοπίστηκαν από Βεδουίνους και διασώθηκαν in extremis. Ένα μήνα αργότερα, ο συγγραφέας περιέγραψε την εμπειρία του μέσα από τις στήλες της εφημερίδας L’ Intransigeant: “Δεν ένοιωσα παρά έναν τρομακτικό κρότο που έσεισε συθέμελα τον κόσμο ολάκερο. Είχαμε κτυπήσει στο έδαφος με ταχύτητα 270 χιλιομέτρων την ώρα. […] Μέσα μου δεν αισθανόμουν παρά μια υπέρμετρη αναμονή. Εκείνη του αστραφτερού άστρου μέσα στο εκτυφλωτικό φως του οποίου περιμέναμε να χαθούμε. Μα δεν εμφανίστηκε τέτοιο άστρο, παρά μόνο ένα είδος σεισμού που διέλυσε το πιλοτήριο, ξεχαρβάλωσε τα παράθυρα και εκσφενδόνισε λαμαρίνες σε μια ακτίνα εκατό μέτρων, πλημμυρίζοντας με θόρυβο ακόμα και τα ίδια μας τα σπλάχνα”.

Η συντριβή του αεροσκάφους στην έρημο της Λιβύης στις 30 Δεκεμβρίου 1935. Η φωτογραφία φέρει την ιδιόχειρη αφιέρωση: “Στον φίλο Hirsch, σε ανάμνηση μελαγχολικών ημερών…”. Στο αριστερό άκρο διακρίνεται η χιουμοριστική ένδειξη: “Οφθαλμοπάτη λίμνης”.

Στις 15 Φεβρουαρίου 1938, επιχειρώντας να καταρρίψει το ρεκόρ της διαδρομής ανάμεσα στη Νέα Υόρκη και την Punta Arenas (νότια Χιλή), ο Saint-Exupéry βίωσε ανάλογη εμπειρία, καθώς το αεροσκάφος κατέπεσε λόγω υπέρμετρου βάρους στη Γουατεμάλα. Αιτία του ατυχήματος ήταν μια παρεξήγηση μεταξύ του πληρώματος και του προσωπικού εδάφους. Το μεν πρώτο ζήτησε ανεφοδιασμό υπολογίζοντας τον όγκο των καυσίμων σε λίτρα, το δε δεύτερο είχε κατά νου τη μέτρηση σε γαλόνια, με αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί το αεροσκάφος με τετραπλάσιο βάρος. Για μια ακόμη φορά η μοίρα συμπεριφέρθηκε μεγαλόψυχα. Ο συγγραφέας-πιλότος επέζησε, φέροντας ωστόσο σοβαρά κατάγματα.

Τα τρία έργα της περιόδου του μεσοπολέμου, τα οποία μπορούν να χαρακτηριστούν ως αυτοβιογραφικά.

Ο πόλεμος, η διαμονή στη Νέα Υόρκη και η συγγραφή του Μικρού Πρίγκιπα

(1941-1943)

Με την έκρηξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου τον Σεπτέμβριο του 1939 και τη γενική επιστράτευση που ακολούθησε, ο  Saint-Exupéry επανήλθε στις τάξεις της Πολεμικής Αεροπορίας δεκαέξι χρόνια έπειτα από την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων. Κατά τις λίγες εβδομάδες που διήρκεσε η Μάχη της Γαλλίας (Μάιος-Ιούνιος 1940) διεκπεραίωσε αναγνωριστικές πτήσεις κυβερνώντας ένα αεροσκάφος τύπου Bloch MB.174. Τον Νοέμβριο του 1940, έξι μήνες έπειτα από τη συνθηκολόγηση της χώρας του, αναχώρησε για τη Λισαβόνα από όπου μπάρκαρε για τις ΗΠΑ. Έφτασε στη Νέα Υόρκη στις 31 Δεκεμβρίου. Είχε σκοπό να παραμείνει εκεί για τέσσερις εβδομάδες. Τελικά έμεινε επί 27 ολόκληρους μήνες. Του επιφυλάχθηκε θριαμβευτική υποδοχή. Στις 14 Ιανουαρίου 1941, σε επίσημο δείπνο όπου παρέστησαν 1.500 συνδαιτυμόνες, του απονεμήθηκε με ένα έτος καθυστέρηση το βραβείο National Book Award για την αμερικανική έκδοση του Terre des hommes (Wind, Sand and Stars). Μεταξύ Ιανουαρίου 1941 και Απριλίου 1943 μοίρασε τη διαμονή του ανάμεσα σε ένα μικρό διαμέρισμα στον 23ο όροφο ενός ουρανοξύστη του νοτίου Manhattan και ένα εξοχικό στο Long Island που του είχαν βρει οι εκδότες του. Μη έχοντας κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο κατά νου, πείστηκε να γράψει ένα βιβλίο για τη Μάχη της Γαλλίας, σε μια προσπάθεια να επισπεύσει την έξοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο. Το αποτέλεσμα ήταν η νουβέλα Pilote de guerre (Flight to Arras), στο οποίο αφηγείται τις αναγνωριστικές αποστολές στα όρια της αυτοκτονίας, που ο ίδιος είχε διεκπεραιώσει ενόσω μαίνονταν οι πολεμικές επιχειρήσεις. Το βιβλίο κυκλοφόρησε ταυτόχρονα και στις δύο γλώσσες τον Φεβρουάριο του 1942, και ενώ οι ΗΠΑ βρίσκονταν πλέον σε εμπόλεμο καθεστώς με την Γερμανία, την Ιταλία και την Ιαπωνία. Η αποφασιστικότητα των Γάλλων αεροπόρων να αντιμετωπίσουν ισότιμα τους Γερμανούς, με τον τρόπο, με τον οποίο περιγράφεται από τον συγγραφέα, εξέπληξε και εντυπωσίασε θετικά το αμερικανικό αναγνωστικό κοινό που είχε σχηματίσει διαφορετική και μάλλον υποτιμητική εικόνα για την καταρεύσασα Γαλλία. Το βιβλίο έγινε πολύ σύντομα μπεστ-σέλερ, ο δε Saint- Exupéry με παιδική, σχεδόν, απόλαυση, καμάρωνε βλέποντάς το να διαφημίζεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων.

Εντούτοις, η γενικότερη κατάσταση ήταν αρκετά προβληματική. Αφικνούμενος στη Νέα Υόρκη, ο συγγραφέας βρήκε μια γαλλική κοινότητα βαθιά διχασμένη ανάμεσα σε οπαδούς του καθεστώτος του Vichy και σε υποστηρικτές της μαχόμενης Γαλλίας του στρατηγού De Gaulle. Ο ίδιος ανήκε μάλλον στην πρώτη κατηγορία, αν και αντίθετος με την ιδέα της συνεργασίας με τον κατακτητή. Στην αμερικανική μεγαλούπολη η πλάστιγγα της κοινής γνώμης με την πάροδο του χρόνου ολοένα και περισσότερο έκλινε υπέρ της κίνησης των Ελευθέρων Γάλλων. Όμως, θα έλεγε  κανείς πως ο Saint-Exupéry είχε υιοθετήσει την επίσημη θέση της κυβέρνησης της Ουάσινγκτον, η οποία διατηρούσε πλήρεις διπλωματικές σχέσεις με το καθεστώς του Vichy ελπίζοντας πως με την ενέργεια αυτή θα ενίσχυε, εντός του τελευταίου, την μετριοπαθή πτέρυγα, εκείνη δηλαδή  που αντιτίθετο στη συνεργασία με τους Γερμανούς. Επιπρόσθετα, ήταν γνωστή η απέχθεια, την οποία ο πρόεδρος Roosevelt έτρεφε εναντίον του De Gaulle προσωπικά, χαρακτηρίζοντάς τον ως “μαθητευόμενο δικτάτορα”. Οι διμερείς διπλωματικές σχέσεις διακόπηκαν με τη δύση του 1942, όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στην ελεύθερη ζώνη (νότια Γαλλία), την επομένη της αμερικανικής απόβασης στις ακτές της βορείου Αφρικής. Η άρνηση, όμως, του  Saint- Exupéry να προσχωρήσει στο γκωλικό κίνημα υπήρξε ζημιογόνα για αμφότερα τα μέρη. Στέρησε τον De Gaulle από ένα σημαντικό, επικοινωνιακά, στήριγμα, ενώ, από την άλλη πλευρά, μετρίασε δραστικά στους κόλπους της γαλλικής κοινότητας της Νέας Υόρκης τον ενθουσιασμό και τη θέρμη της αρχικής υποδοχής, της οποίας είχε τύχει ο συγγραφέας.

Pilote de guerre ή Flight to Arras. Το πρώτο βιβλίο του Saint-Exupéry γραμμένο στη Νέα Υόρκη.

Γενικότερα, η υγεία του Saint- Exupéry είχε επιβαρυνθεί από τα απανωτά αεροπορικά ατυχήματα, θύμα των οποίων είχε πέσει κατά την τελευταία εικοσαετία. Δεν μπορούσε να πετάξει, να δημοσιεύσει στην κατεχόμενη πατρίδα του, να εναρμονιστεί με τους ρυθμούς και την καθημερινότητα της αμερικανικής μεγαλούπολης. Η αδυναμία του να χειριστεί την αγγλική γλώσσα τον είχε ουσιαστικά καταδικάσει σε απομόνωση. Τα νέα συγγενών και φίλων που είχαν μείνει πίσω έφταναν με το σταγονόμετρο. Η σχέση του με την Consuelo διένυε οριακή καμπή, καθώς η τελευταία διέμενε σε χωριστό διαμέρισμα του ιδίου κτηρίου ενώ συχνά δεν επέστρεφε τα βράδια. Μέσα σε αυτό το καθόλα καταθλιπτικό ψυχολογικό περίγραμμα γεννήθηκε στο δεύτερο εξάμηνο του 1942, τόσο στο διαμέρισμα του Manhattan όσο και στο εξοχικό του Long Island, ο Μικρός Πρίγκιπας.

Ο Saint-Exupéry στο Manhattan το 1942 (Πηγή: Fondation Antoine de Saint-Exupéry, Παρίσι).

Θα προτιμούσα να είχα ξεκινήσει την ιστορία αυτή σαν ένα παραμύθι” εκμυστηρεύτηκε κάποτε ο συγγραφέας. Η παραδοχή αρκεί από μόνη της για να αποκαλύψει το βαθύτερο νόημα του διηγήματος. Γιατί κάτω από την επίφαση ενός παιδικού μυθιστορήματος, ο Μικρός Πρίγκιπας  είναι στην πραγματικότητα ένα  φιλοσοφημένο έργο, ένας βαθυστόχαστος προβληματισμός πάνω σε έναν κόσμο που σπεύδει με αλματώδεις ρυθμούς προς την αυτοκαταστροφή, εν πολλοίς, μια αλληγορία ενός τρομακτικού πολέμου, ο οποίος εξακολουθούσε να βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, δίχως να είναι ακόμα ορατός ο τερματισμός του. Αν και μπορεί να διαβαστεί σε διαφορετικά επίπεδα από αναγνώστες κάθε ηλικίας, πρόκειται για ένα βιβλίο για παιδιά με τελικούς αποδέκτες τους ενήλικες. Ναι μεν η αφήγηση είναι γεμάτη παράδοξα και ειρωνεία, υπό διαφορετική όμως οπτική είναι σε θέση να κεντρίσει τη φαντασία ενός παιδιού ηλικίας 8 έως 10 ετών. Το φαντασιακό στοιχείο λειτουργεί ακριβώς επειδή η όλη λογική της πλοκής στηρίζεται στην παιδική φαντασία και όχι στον ρεαλισμό των ενηλίκων. Ένα δισυπόστατο χάρισμα που αποτελεί και το κυρίαρχο διακριτικό γνώρισμα του κειμένου. Η γλώσσα είναι λιτή, συνάμα όμως εξαιρετικά εκλεπτυσμένη, ενώ η διήγηση εικονογραφείται από υδατογραφίες ζωγραφισμένες από τον ίδιο τον συγγραφέα. Εξίσου απλή είναι και η υπόθεση.

Αφηγητής είναι ένας πιλότος, ο οποίος έχει ακινητοποιηθεί στην έρημο της Σαχάρας εξαιτίας μιας μηχανικής βλάβης του αεροσκάφους. Καθώς επιχειρεί να την επιδιορθώσει, κάνει την εμφάνισή του ένα μικρό αγόρι που τον παρακαλεί να ζωγραφίσει ένα πρόβατο. Μέρα με τη μέρα, ο αεροπόρος πληροφορείται την ιστορία του αγοριού, το οποίο αποκαλύπτει πως προέρχεται από έναν μικροσκοπικό αστεροειδή, τον Β 612, όπου έχει αφήσει ένα τριαντάφυλλο και τρία ηφαίστεια. Ειδικά το τριαντάφυλλο είναι τόσο όμορφο, που ο Μικρός Πρίγκηπας το έχει ερωτευτεί. Ταυτόχρονα όμως, διαισθάνεται πως το τελευταίο προσπαθούσε να επωφεληθεί από τα συναισθήματά του. Για το λόγο αυτό αποφασίζει να απομακρυνθεί από τον αστεροειδή.  Διηγείται επίσης ότι, προτού φτάσει στη Γη, είχε επισκεφθεί κι άλλους πλανήτες, όπου είχε συναντήσει παράξενους ανθρώπους: έναν αλαζόνα βασιλιά που ισχυριζόταν πως κυβερνούσε με απολυταρχικό τρόπο, έναν ματαιόδοξο άνθρωπο, ο οποίος αυτοθαυμαζόταν ως ο πιο όμορφος και ο πιο έξυπνος από όλους αν και ήταν ο μοναδικός κάτοικος του πλανήτη του, έναν επιχειρηματία, ιδιοκτήτη πολλών άστρων, που περνούσε όλο τον χρόνο του μετρώντας τα τελευταία, έναν μέθυσο που έπινε για να ξεχάσει ότι πίνει, έναν νυκτοφύλακα που άναβε ασταμάτητα και με παράλογο τρόπο τους φανοστάτες των δημοσίων χώρων, τέλος, έναν ηλικιωμένο γεωγράφο, ο οποίος κατέγραφε σε τεραστίων διαστάσεων τετράδια τα στοιχεία που του προσκόμιζαν οι εξερευνητές. Πάνω στη Γη, ο Μικρός Πρίγκιπας συνάντησε μια αλεπού, η οποία του έμαθε πόσο σημαντικό ήταν να επιδιώκει κανείς να κάνει φίλους και να τους αντιμετωπίζει σαν πολύτιμες γνωριμίες. Κάθε μέρα, ο αεροπόρος ανακαλύπτει ολοένα και περισσότερα πράγματα σχετικά με το αγόρι, τα συναισθήματα, τους φόβους και τις αμφιβολίες του, για τον αστεροειδή και την αναχώρησή του από εκεί, για τις περιπλανήσεις του. Την όγδοη μέρα, ο Μικρός Πρίγκιπας προστρέχει στη συνδρομή του φιδιού που λύνει όλα τα αινίγματα, προκειμένου να επιστρέψει στον αστεροειδή Β 612. Θλιμμένος και σκυθρωπός από τη διήγησή του, επιθυμεί να ξαναδεί το τριαντάφυλλο. Αποχαιρετά με συγκίνηση τον αεροπόρο και εξαφανίζεται, δίχως να αφήσει πίσω του κανένα απολύτως ίχνος. Ο αεροπόρος επισκευάζει τη βλάβη και επιστρέφει στη βάση του.

Ο Μικρός Πρίγκιπας έχει σήμερα μεταφραστεί σε πάνω από 270 διαφορετικές γλώσσες και διαλέκτους.

Το έργο βρίθει συμβολισμών. Λειτούργησε ψυχοθεραπευτικά σε μια κρίσιμη καμπή της ζωής του Saint-Exupéry. Η οπτική γωνία, μέσω της οποίας ο τελευταίος διεισδύει στο αντικείμενο είναι εξωτική, μόνο και μόνο επειδή επιστρατεύεται επιδέξια ως μοχλός η παιδική φαντασία. Ο συγγραφέας είναι συνάμα ο πιλότος-αφηγητής και ο μικρός ήρωάς του. Η πτώση του αεροσκάφους στη Σαχάρα, η αφυδάτωση, ικανή να οδηγήσει ακόμα και σε παραισθήσεις (άλλωστε, ολόκληρη η πλοκή του βιβλίου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια από αυτές), αποτελούν αναμφίβολα βιωματικές εμπειρίες και μάλιστα σχετικά πρόσφατες. Τα τρία ηφαίστεια που απειλούν με αφανισμό τον μικρό αστεροειδή είναι εκείνα της κεντρικής Γαλλίας πλησίον της γενέτειρας του Saint-Exupéry πόλης της Λυών, ή ακόμα εκείνα που ο πιλότος-συγγραφέας ατένιζε από το παράθυρο του νοσοκομείου όπου νοσηλευόταν στη Γουατεμάλα, έπειτα από το αεροπορικό ατύχημα που υπέστη το 1938. Ωστόσο, θα μπορούσαν κάλλιστα να συμβολίζουν και τα συμβαλλόμενα μέρη του Τριμερούς Συμφώνου (Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία) που είχαν αιματοκυλήσει τον πλανήτη. Το εκτυφλωτικό τριαντάφυλλο είναι η Consuelo και η εκρηκτική μεταξύ τους σχέση. Η αλεπού, σύμβολο της ανιδιοτελούς φιλίας, είναι η πιστή φίλη της νεοϋορκέζικης περιόδου Silvia Hamilton Reinhardt (η γαλλική λέξη για την αλεπού είναι renard). Η συγκινητική φράση “Βλέπουμε καθαρά μόνο μέσα από τη καρδιά μας”, μια από τις εμβληματικές κορυφώσεις της νουβέλας, αποδίδεται σε εκείνη. Οι έξι ανθρώπινοι χαρακτήρες, τους οποίους το αγόρι συναντά προτού φτάσει στη Γη, περιγράφουν ανάγλυφα τον παράλογο, ματαιόδοξο και αυτοκαταστροφικό κόσμο των ενηλίκων.

Όσο και αν επιχειρεί να λειτουργήσει αποστασιοποιημένα επωμιζόμενος τον ρόλο του αφηγητή, ο συγγραφέας έχει κατά νου τον ίδιο του τον εαυτό οσάκις περιγράφει (και ζωγραφίζει) τον πρωταγωνιστή του. Ο Μικρός Πρίγκιπας απεικονίζει τον βαθιά καταχωνιασμένο (κάθε άλλο παρά απολεσθέντα όμως) παιδικό κόσμο του Saint-Exupéry αλλά και όλων ημών των υπολοίπων, όσο και αν μερικοί αποφεύγουμε συστηματικά να το παραδεχτούμε. Αναλαμπές μιας αθωώτητας, που η φρίκη του πολέμου έχει προσωρινά καταστείλει. Συνάμα όμως, προάγγελος μιας προσδοκώμενης μεταπολεμικής πραγματικότητας, σφυρηλατημένης με γνώμονα πανανθρώπινες αρχές και αξίες, κυνήγι ενός ρεαλιστικού ιδεώδους μέσα σε έναν ρημαγμένο και ερειπωμένο κόσμο. Διόλου τυχαία, το έργο χαρακτηρίστηκε, μόλις κυκλοφόρησε, ως η πιο εύστοχη απάντηση των δημοκρατικών λαών στο  Mein Kampf.

Ο Μικρός Πρίγκιπας κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ τον Απρίλιο του 1943 από τον εκδοτικό οίκο Reynal  & Hitchcock, ταυτόχρονα στα γαλλικά και στα αγγλικά. Ο Saint-Exupéry δεν πρόφτασε να τον δει να κυκλοφορεί στη χώρα του, εξαιτίας της απαγόρευσης που το καθεστώς του Vichy είχε επιβάλει στη δημοσιοποίηση των έργων του. Στη Γαλλία κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Gallimard τρία χρόνια αργότερα. Το αρχικό χειρόγραφο μαζί με πολλές από τις πρωτότυπες υδατογραφίες αποκτήθηκαν το 1960 από το Morgan Library and Museum της Νέας Υόρκης, όπου έκτοτε εκτίθενται.

Η επάνοδος στην πατρίδα και η μοιραία πτήση

(1943 – 1944)

Τον Απρίλιο του 1943, ταυτόχρονα με την πρώτη έκδοση του Μικρού Πρίγκιπα, ο  Saint-Exupéry αποφάσισε να διακόψει τη διαμονή του στις ΗΠΑ και να επιστρέψει στην Ευρώπη, προκειμένου να αγωνιστεί για την απελευθέρωση της πατρίδας του. Ωστόσο, αναγκάστηκε να επιστρατεύσει θεούς και δαίμονες έτσι ώστε να καταφέρει να ενταχθεί στις αεροπορικές δυνάμεις της Ελεύθερης Γαλλίας. Ένα πρώτο εμπόδιο ήταν η αντιπάθεια, την οποία έτρεφε δημόσια κατά του στρατηγού De Gaulle. Κυρίως όμως, στα 43 του χρόνια, είχε ξεπεράσει κατά πολύ το όριο ηλικίας για έναν επιχειρησιακό πιλότο. Η κατάσταση της υγείας του (σωματικής και ψυχικής) δεν ήταν καλή. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι δεν μπορούσε να φορέσει δίχως βοήθεια τη φόρμα του πιλότου, ακόμα χειρότερα δε, τού ήταν αδύνατο να στρίψει το κεφάλι προς τα αριστερά για να ελέγξει επερχόμενη προσβολή από εχθρικό αεροσκάφος. Τέλος, δεν πρέπει να αποκρυβεί η εξάρτησή του από το αλκοόλ και ορισμένα φάρμακα. Τα πρώτα άτομα, τα οποία κινητοποίησε προκειμένου να υλοποιήσει την επιθυμία του, ήταν οι στρατηγοί Elliot Roosevelt, γιος του Αμερικανού προέδρου και Henri Giraud, τον οποίο την ίδια εποχή οι Αμερικανοί πριμοδοτούσαν ως εναλλακτική λύση για τη θέση του De Gaulle. Ακολούθησαν οι στρατηγοί Ira C. Eaker, ανώτατος διοικητής των αμερικανικών αεροπορικών δυνάμεων στη Μεσόγειο και, ούτε λίγο ούτε πολύ, Dwight D. Eisenhower, ανώτατος διοικητής των Συμμαχικών δυνάμεων στην Ευρώπη. Τελικά, ο Saint-Exupéry τοποθετήθηκε με τον βαθμό του επισμηναγού στην 2/33 Μοίρα Αναγνωριστικών Savoie, η οποία χρησιμοποιούσε ως ορμητήριο το αεροδρόμιο της πόλης Μπαστιά της Κορσικής.

Στο χειριστήριο ενός αεροσκάφους τύπου P38 Lightning.

Ο τύπος P38 Lightning που χρησιμοποιούνταν, ήταν αρκετά πιο σύνθετος και εξελιγμένος από όλους όσους είχε κυβερνήσει στο παρελθόν. Το γεγονός αυτό απαίτησε από μόνο του πολύμηνη προκαταρκτική εκπαίδευση. Επιπρόσθετα, η απώλεια στη θάλασσα ενός αεροσκάφους λόγω  μηχανικής βλάβης στο πλαίσιο της δεύτερης, μόλις, αποστολής, στοίχισε στον Saint-Exupéry μια οκτάμηνης διάρκειας απομάκρυνση από την ενεργό δράση.

Στις 08.45΄ της 31ης Ιουλίου 1944, ο Saint-Exupéry απογειώθηκε για να εκπληρώσει την όγδοη κατά σειρά αποστολή του, η οποία έφερε τον κωδικό αριθμό 33S76. Αντικειμενικός σκοπός ήταν η φωτογράφιση δυνητικών μελλοντικών στόχων (αεροδρόμια, εργοστάσια, σιδηροδρομικοί και οδικοί κόμβοι, γέφυρες, σιδηροδρομικοί σταθμοί, στρατιωτικές φάλαγγες κλπ.) στην κοιλάδα του ποταμού Ροδανού, ανατολικά της Λυών. Τα ραντάρ παρακολούθησαν την πτήση, έως ότου η τελευταία φτάσει πάνω από τις ακτές της νοτίου Γαλλίας. Από εκεί και έπειτα, επικράτησε σκόπιμη σιγή ασυρμάτου. Όταν η σιγή παρατάθηκε έως και κατά την προβλεπόμενη ώρα υπέρπτησης της Μεσογείου στο δρόμο της επιστροφής, οπότε έπρεπε να αποκατασταθεί η επικοινωνία του πιλότου με τη βάση, σήμανε γενικός συναγερμός προς όλες τις αποστολές που είχαν απογειωθεί με προορισμό την ίδια ευρύτερη περιοχή. Παρά τις προσπάθειες εντοπισμού, το αεροσκάφος είχε εξαφανιστεί δίχως να αφήσει ίχνη. Λίγο αργότερα, στα ραντάρ της Κορσικής έκανε την εμφάνισή του ένα αεροσκάφος, το οποίο πετούσε σε χαμηλό ύψος πάνω από τη θάλασσα. Φρούδα ελπίδα! Αποδείχτηκε πως επρόκειτο για αμερικανικό βομβαρδιστικό, το οποίο επέστρεφε στη βάση του.

Στις 14.30΄ με την αυτονομία του αεροσκάφους σε καύσιμα να έχει παρέλθει, ήταν σαφές ότι ο  Saint-Exupéry δεν επρόκειτο να επιστρέψει. Μια ώρα αργότερα, ο Vernon Robinson, αξιωματικός πληροφοριών, κατέγραψε στο βιβλίο επιχειρήσεων της Μοίρας τον τραγικό επίλογο: “Pilot did not return and is presumed lost…no pictures”, με άλλα λόγια “αγνοείται η τύχη του”. Στις μέρες που ακολούθησαν παρέμεινε η ελπίδα μήπως ο Saint-Exupéry είχε προβεί σε αναγκαστική προσγείωση στη Σαβοΐα ή στην Ελβετία ή ακόμα μήπως είχε διασωθεί από τη γαλλική αντίσταση ή, στη χειρότερη των περιπτώσεων, αιχμαλωτιστεί από τους Γερμανούς. Πόσο μάλλον που σε κανένα ανακοινωθέν της Luftwaffe των ημερών εκείνων δεν γινόταν λόγος περί κατάρριψης αεροσκάφους  P38 Lightning. Από τότε ακριβώς άρχισε να σχηματοποιείται ένα συναρπαστικό αίνιγμα γεμάτο φανταστικές εκτιμήσεις, θεαματικές ανατροπές και πολύτιμες ανακαλύψεις γύρω από τις συνθήκες εξαφάνισης του πιλότου-συγγραφέα.

Το 1948, ο Hermann Korth, πρώην αξιωματικός διαβιβάσεων της Luftwaffe, αναφέρθηκε στο περιστατικό κατάρριψης ενός  P38 Lightning, το οποίο ο ίδιος είχε καταγράψει ευρισκόμενος εν υπηρεσία γύρω στις 31 Ιουλίου 1944. Η μαρτυρία του συνέπιπτε χρονικά με την απώλεια του Saint-Exupéry, έως ότου αποδειχθεί ότι επρόκειτο για την περίπτωση του Αμερικανού ανθυποσμηναγού  Gene Meredith, που είχε όντως καταρριφθεί στις 30 Ιουλίου στα ανοικτά της Νίκαιας.

Το 1972, το γερμανικό εβδομαδιαίο περιοδικό Der Landser δημοσίευσε το ιστορικό της πτήσης δύο Γερμανών πιλότων ονόματι Heichele (επρόκειτο και αυτός να χάσει τη ζωή του λίγες εβδομάδες αργότερα στην ίδια περιοχή) και Högel, όπου γινόταν λόγος περί κατάρριψης ενός  P38 Lightning στις 31 Ιουλίου 1944 πάνω από τις ακτές της Προβηγκίας. Σύμφωνα με τη μαρτυρία τους, το καταρριφθέν αεροσκάφος συνετρίβη στη θάλασσα με τον δεξιό κινητήρα φλεγόμενο. Μεταγενέστερες έρευνες στα γερμανικά αρχεία (BundesarchivMilitäratchiv) απέδειξαν ότι στις 31 Ιουλίου 1944 οι Heichele και Högel δεν βρίσκονταν σε διατεταγμένη υπηρεσία.

Ένα άλλο (αναπάντητο έως τώρα) ερώτημα σχετίζεται με την απότομη απώλεια ύψους του αεροσκάφους. Τα P38 Lightning δεν διέθεταν οπλισμό. Ο τελευταίος είχε αντικατασταθεί από φωτογραφικές μηχανές. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο πετούσαν σε ύψος 8–10.000 μέτρων, εκτός ακτίνας βολής των εχθρικών καταδιωκτικών. Γιατί, επομένως, ο Saint-Exupéry έκανε μια τόσο θεαματική βουτιά; Να επιχείρησε να πλήξει δίχως οπλισμό κάποιο γερμανικό αεροσκάφος ήταν παράλογο και, εν πάση περιπτώσει, εκτός πλαισίου των διαταγών που είχε λάβει. Στο σημείο αυτό αρχίζουν να υπεισέρχονται διάφορες υποθέσεις, δίχως όμως αποδεικτικά στοιχεία: έλλειψη οξυγόνου, δυσμενείς καιρικές συνθήκες, απώλεια αισθήσεων, μηχανική βλάβη, απονενοημένο διάβημα ενός ανθρώπου ευρισκόμενου σε κακή ψυχική κατάσταση. Είναι γνωστό πως την παραμονή της μοιραίας αποστολής, ο Saint-Exupéry διανυκτέρευσε, δίχως σχετική άδεια, εκτός της αεροπορικής βάσης. Το κρεβάτι του παρέμεινε άθικτο, οι δε προϊστάμενοί του είχαν ήδη ορίσει αντικαταστάτη για την αποστολή όταν, στις 07.30΄, ο επισμηναγός-συγγραφέας έκανε ξαφνικά την εμφάνισή του δηλώνοντας πανέτοιμος. Ήταν όμως πράγματι; Επιπρόσθετα, για ποιο λόγο τού επιτράπηκε να πετάξει εφόσον είχε υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτομα; Μήπως οι υψηλές διασυνδέσεις του ή ακόμα μια θεαματική αποστολή που μόλις είχε διεκπεραιώσει πάνω από την πόλη της Γένοβας επηρέασαν την κρίση των ανωτέρων του;

Ένα (επίσης αναπάντητο) ερώτημα αφορά τη σημαντική απόκλιση από το αρχικό σχέδιο πτήσης στον δρόμο της επιστροφής. Το ερώτημα αυτό τέθηκε έπειτα από την ανακάλυψη του ναυαγίου του αεροσκάφους το 2000 και την επιβεβαίωση ότι επρόκειτο για το επίμαχο  P38 Lightning. Γιατί το αεροσκάφος βρέθηκε στα ανοικτά της Μασσαλίας, παρατείνοντας έτσι την παρουσία του υπεράνω του εχθρικού εδάφους; Επρόκειτο περί απώλειας προσανατολισμού ή μήπως συνέτρεχε κάποιος διαφορετικός λόγος; Η έλλειψη στοιχείων οδήγησε και εδώ στην εμφάνιση ποικίλων εκδοχών, από τις πιο αληθοφανείς έως τις πλέον απίθανες.

Η διαδρομή της μοιραίας πτήσης.

Το 2008, στο πλαίσιο έρευνας γύρω από τις συνθήκες θανάτου του Saint-Exupéry, την οποία διεξήγαγε η εφήμερίδα  La Provence της Μασσαλίας, λήφθηκαν συνεντεύξεις από πιλότους της Luftwaffe, που επιχειρούσαν στην ευρύτερη περιοχή γύρω από την επίμαχη ημερομηνία της 31ης Ιουλίου. Ένας από αυτούς, ονόματι  Horst Rippert, πιστός αναγνώστης και θαυμαστής του συγγραφέα, εξέφρασε τον φόβο μήπως τελικά υπήρξε εκείνος, ο οποίος κατέρριψε το P38 Lightning, ειδικότερα έπειτα από την ανακάλυψη του ναυαγίου του τελευταίου. Ο ίδιος ισχυρίστηκε πως είχε δηλώσει μέσω ασυρμάτου το γεγονός, δίχως, ωστόσο να υπάρχουν ίχνη που να επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο. Τα μόνα σχετικά στοιχεία, τα οποία έχουν διασωθεί μεταπολεμικά, είναι υποκλοπές γερμανικών ραδιοσημάτων από τους Συμμάχους, όπου δεν υπάρχει τίποτα σχετικό με τη μαρτυρία του Rippert. Άλλωστε, πολλοί συνάδελφοι του τελευταίου διερωτήθηκαν δικαιολογημένα για ποιο λόγο κρατήθηκε μυστική επί 64 ολόκληρα χρόνια η συγκεκριμένη μαρτυρία. Η πραγματογνωμοσύνη που έλαβε χώρα στα συντρίμια του αεροσκάφους αποκαλύπτει, για την ώρα τουλάχιστον, κατακόρυφη πτώση, όχι όμως κατάρριψη από εχθρικό αεροσκάφος. Η μαρτυρία του Rippert συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των πολλών εκδοχών σχετικά με τις συνθήκες του όλου περιστατικού.

Horst Rippert (1922 – 2013).

L’homme qui a tué Saint-Exupéry | Futura

Το 1998 άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα αποδεικτικά στοιχεία με την (στατιστικά απίστευτη) ανακάλυψη από έναν ψαρά μιας αλυσίδας χεριού, η οποία είχε μπλεχτεί στα δίχτυα του. Επάνω της ήταν χαραγμένα τα ονόματα του Saint-Exupéry, της Consuelo και του εκδοτικού οίκου  Reynal & Hitchcock της Νέας Υόρκης.

Έπειτα από συστηματικές υποβρύχιες έρευνες, οι οποίες διεξήχθησαν σε κοντική ακτίνα, ανακαλύφθηκε δυο χρόνια αργότερα το ναυάγιο του αεροσκάφους. Ανελκύστηκε το 2003 έπειτα από χρονοβόρες και πολύπλοκες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο Αεροναυτικής και Διαστήματος του Bourget, στα βόρεια περίχωρα του Παρισιού. Αν όμως διελευκάνθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας η ακριβής τοποθεσία της τραγωδίας, το μυστήριο των συνθηκών θανάτου παραμένει ακέραιο. Ίσως ήταν γραπτό ο πιλότος-συγγραφέας να αναχωρήσει για τον δικό του αστεροειδή με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το είχε πράξει, ένα χρόνο νωρίτερα, ο μικρός του ήρωας.

Η διαχείριση της μνήμης. Επάνω αριστερά: έκδοση αναμνηστικού γραμματοσήμου από τα Γαλλικά Ταχυδρομεία το 2000, έτος ανακάλυψης του ναυαγίου του αεροσκάφους. Επάνω δεξιά: ανδριάντας του Saint-Exupéry και του Μικρού Πρίγκιπα στην πλατεία Bellecour της Λυών, έργο της γλύπτριας Christiane Guillaubey (2000). Κάτω: ο διεθνής αερολιμένας Saint-Exupéry της Λυών.

Saint-Exupéry. Des nuages aux profondeurs

 

Ο Γιάννης Μουρέλος είναι Ομότιμος Καθηγητής του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας, ΑΠΘ.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ