Skip to main content

Γιάννης Μουρέλος: Ο ιστορικός ερευνητής αντιμέτωπος με τη συνείδηση του: Μια κατάθεση ψυχής

Κατά τη διάρκεια των σαράντα και πλέον ετών της ενασχόλησής μου με την επιστήμη της Ιστορίας, δεν ήταν λίγες οι φορές, που αισθάνθηκα την ανάγκη να μιλήσω όχι για το αντικείμενο των ερευνών μου, αλλά για το πώς αισθάνομαι όταν λειτουργώ μέσα στο πλαίσιο της ερευνητικής διαδικασίας. Να μιλήσω για τις προσδοκίες, για τις ανησυχίες, για τους προβληματισμούς, για τις ανατροπές που συνοδεύουν τη διαδικασία αυτή. Να μιλήσω για την αναμέτρηση του ερευνητή με την επιστήμη, για την αναμέτρησή του με τον ίδιο του τον εαυτό, γιατί περί αυτού πρόκειται σε τελευταία ανάλυση. Το τίμημα της όλης διαδικασίας είναι βαρύ, το προσωπικό κόστος μεγάλο, το όφελος όμως ανεκτίμητο. Κατά τα πρώτα βήματά μου σε αυτή τη διαδρομή αισθανόμουν ασφαλής, περιχαρακωμένος πίσω από τους κανόνες της ερευνητικής δεοντολογίας και την εκφορά ενός επιστημονικού λόγου. Το έδαφος άρχισε να υποχωρεί καθώς με την πάροδο του χρόνου διαπίστωνα ότι επιστήμη περισσότερο σχετική (όχι όμως με την ισοπεδωτική διάσταση του σχετικισμού) από την επιστήμη της Ιστορίας και έννοια περισσότερο υποκειμενική από εκείνη της αντικειμενικότητας δύσκολα μπορούσαν να εντοπισθούν. Αίφνης, ότι ως τότε λειτουργούσε μέσα μου σαν καταφύγιο και σαν ακλόνητο σημείο αναφοράς, άρχισε να φαντάζει πλασματικό και εξωπραγματικό.

Αυτή η μη ηθελημένη αποδόμηση του εσωτερικού μου κόσμου και της σχέσης μου με την επιστήμη με αναστάτωσε. Αισθάνθηκα μετέωρος, δίχως καθόλου στηρίγματα. Από τη δύσκολη έως και επικίνδυνη αυτή κατάσταση βγήκα χάρη στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, το οποίο ευτυχώς ενεργοποιήθηκε εγκαίρως προς την κατεύθυνση της απομυθοποίησης ορισμένων θεμελιωδών εννοιών.

 Μια πρώτη από αυτές είναι η έννοια της αντίληψης. Από που πηγάζει η αντίληψη; Πηγάζει από κάτι εξαιρετικά απλό και ανθρώπινο συνάμα. Από το γεγονός ότι ο καθένας από εμάς διαφέρει από τον διπλανό του. Και για ποιο λόγο διαφέρει; Γιατί κουβαλά το προσωπικό του φορτίο, τις δικές του παραστάσεις, τις δικές του αναμνήσεις, τη δική του παιδεία, το δικό του χαρακτήρα. Όλα αυτά, άλλωστε, συνθέτουν την προσωπικότητα του καθενός από εμάς και αποτελούν περίτρανη απόδειξη ότι είμαστε ελεύθερα σκεπτόμενοι άνθρωποι, ότι λειτουργούμε ως αυτοτελή όντα και όχι ως προϊόντα κλωνοποίησης, όπως θα μας ήθελε, σήμερα, η Νέα Τάξη Πραγμάτων. Υπό αυτή την έννοια, είναι φυσικό να υπάρχουν πολλές αλήθειες και όχι μια και μοναδική. Ή, για να το προσδιορίσω καλύτερα, υπάρχουν πολλές εκδοχές της ίδιας αλήθειας. Θα μου πείτε βέβαια, πόσες αλήθειες είναι δυνατόν να υποκρύπτει μια διαπίστωση του είδους: «Η Αθήνα είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας». Πράγματι, δεν νομίζω ότι υπάρχει έστω και ένα άτομο μεταξύ των αναγνωστών που να σηκωθεί και να αμφισβητήσει την εγκυρότητα μιας τέτοιας διαπίστωσης. Κι όμως, σε επίπεδο πρόσληψης, αξιολόγησης, ερμηνείας του ιδίου ερεθίσματος, υπάρχουν τόσες πολλές εκδοχές όσος είναι και ο αριθμός των αναγνωστών αυτών. Είναι θέμα αισθήσεων, κάτι που δεν μπορεί να μεταφερθεί με λόγια, από έναν ιστορικό τουλάχιστον. Ένας βιολόγος, ένας ψυχολόγος, ένας γιατρός είναι περισσότερο αρμόδιοι να τοποθετηθούν υπεύθυνα πάνω σε αυτό το ζήτημα. Γιατί όμως να θέλουμε σώνει και καλά να παρεκκλίνει από τον παραπάνω κανόνα ένας ιστορικός; Άνθρωπος δεν είναι και αυτός, με τα όρια και με τις αντοχές του;

Μοιραία επομένως περνάμε σε ένα δεύτερο κεφάλαιο, εξίσου σημαντικό με το προηγούμενο. Το κεφάλαιο της αυτογνωσίας. Η ερευνητική διαδικασία είναι μια διαδικασία επίπονη. Φυσικό είναι λοιπόν να διακατέχεται ο ιστορικός από μια αίσθηση πληρότητας και ικανοποίησης κάθε φορά που η διαδικασία αυτή τελεσφορεί. Τι πιο ανθρώπινο από μια αντίδραση αυτού του είδους; Το πρόβλημα έγκειται κάπου αλλού. Στο γεγονός ότι το απόσταγμα της όποιας ερευνητικής διαδικασίας είναι εκ των πραγμάτων εφήμερης διάρκειας. Αντικατοπτρίζει μια και μοναδική στιγμή. Εκείνη κατά την οποία η έρευνα τελεσφορεί. Ωστόσο, υπόκειται, οφείλει να υπόκειται, σε αμφισβήτηση από την επόμενη κιόλας στιγμή. Εάν μάλιστα η αμφισβήτηση προέρχεται από τον έχοντα διενεργήσει την έρευνα, τόσο το καλύτερο γι αυτόν. Η πρόσληψη του ιδίου ερεθίσματος από το ίδιο άτομο διαφέρει ανάλογα με τη χρονική συγκυρία. Όσο πιο γρήγορα αποδεχθούμε αυτόν τον κανόνα, που είναι κανόνας της φύσης, τόσο το καλύτερο. Όσο εθελοτυφλούμε περιχαρακωμένοι πίσω από συμπλεγματικές συμπεριφορές και εγωιστικές αντιδράσεις, τόσο το χειρότερο. Νέα στοιχεία, ικανά να αναθεωρήσουν και αυτό ακόμη το τελικό αποτέλεσμα της έρευνας στο σύνολό του προκύπτουν διαρκώς, κάτι που, όσο και αν το επιθυμεί, κανείς δεν μπορεί να αποτρέψει. Επιπρόσθετα, η ανάγνωση και η αξιολόγηση του υλικού διαφέρουν ανάλογα με την πείρα και την ηλικιακή ωριμότητα του καθενός. Λίγες είναι οι περιπτώσεις που αξιολογούμε με αυστηρότητα δικές μας ερευνητικές επιδόσεις προγενέστερης χρονικής στιγμής; Παλαιότερα όμως, όταν ολοκληρωνόταν τότε η έρευνα, νοιώθαμε πλήρεις και ικανοποιημένοι. Η Ιστορία γράφεται από ανθρώπους, μελετάται από ανθρώπους, απευθύνεται σε ανθρώπους. Ο άνθρωπος είναι εξελισσόμενο όν. Συνεπώς, και η Ιστορία, μια επιστήμη, η οποία στηρίζεται επάνω στην παρατήρηση, είναι μια εξελισσόμενη επιστήμη.

  Εξελισσόμενη ναι. Όχι όμως επιλεκτική. Η Ιστορία δεν είναι κάποιο περιστασιακό εργαλείο που να μας επιτρέπει να προβάλουμε τις επιθυμίες μας ή να εξορκίζουμε τις όποιες ανησυχίες, τις όποιες ανασφάλειες μας διακατέχουν. Δεν μπορούμε να την επικαλούμαστε οσάκις την έχουμε ανάγκη και να αγνοούμε την ύπαρξή της όποτε δεν μας συμφέρει. Ούτε είναι θεμιτή η χρήση της για την εξυπηρέτηση πολιτικών, ιδεολογικών ή άλλου είδους σκοπιμοτήτων. Η Ιστορία λέει αυτά που λέει και όχι απαραίτητα εκείνα που θα επιθυμούσαμε να λέει

Εάν πράγματι διδάσκει κάτι, είναι ότι μας αποκαλύπτει τον δρόμο για την αυτογνωσία. Η Ιστορία μας φέρει ως άτομα, ως κοινωνικό σύνολο, αντιμέτωπους με τους εαυτούς μας. Η Ιστορία μας θυμίζει ότι καμιά κοινωνία, ούτε ακόμη εκείνη της οποίας έχουμε το προνόμιο να είμαστε συνεχιστές, δεν υπήρξε αγγελικά πλασμένη. Η Ιστορία, τέλος, μας προσφέρει μια ανεπανάληπτη δυνατότητα να προβούμε στη δική μας αυτοκριτική προτού προχωρήσουμε στην κριτική των άλλων.

Σε εμάς εναπόκειται κατόπιν να ανταποκριθούμε ή όχι στα κελεύσματά της. Εάν το πράξουμε, το τίμημα είναι βαρύ, συνάμα όμως λυτρωτικό. Εάν όχι, είναι βέβαιο ότι θα επιφορτισθούμε με επιπρόσθετο άγχος και υπαρξιακή αγωνία. Ας έχουμε λοιπόν απόλυτη συναίσθηση του γεγονότος ότι η αναμέτρηση με την Ιστορία πονά. Οπλίζει όμως με δύναμη, οπλίζει με αυτοπεποίθηση όποιον επιχειρεί να αναμετρηθεί μαζί της δίχως αναισθητικό. Η πραγματική ισχύς απορρέει από την ενδοσκόπηση και από την εσωτερική κάθαρση. Αυτές ακριβώς οι λειτουργίες είναι που μας χαλυβδώνουν στον αγώνα για την επικράτηση των ανθρώπινων αξιών. Αυτές ακριβώς οι λειτουργίες είναι που μας φέρνουν σε θέση υπεροχής έναντι όσων αδυνατούν ή, ακόμα χειρότερα, έναντι όσων αρνούνται να υποβληθούν σε αυτή τη δοκιμασία. Ειδάλλως, προβάλουμε τη δική μας κοσμοαντίληψη επάνω σε εκείνη του παρελθόντος. Αξιολογούμε το τελευταίο με γνώμονα τα κριτήρια της δικής μας κοινωνίας, αγνοώντας με τον τρόπο αυτό μια θεμελιώδη αρχή της επιστήμης της Ιστορίας: ότι δηλαδή η κάθε εποχή διαθέτει τους δικούς της ρυθμούς, τις δικές της αρχές, τις δικές της αξίες, τη δική της ηθική, τους δικούς της κανόνες, πράγματα που οφείλουμε να κατανοήσουμε, πράγματα που οφείλουμε να σεβασθούμε, όσο σκληρό και αν αυτό αποδεικνύεται στην πορεία.

Η πραγματική ισχύς απορρέει από τη βούληση για αυτογνωσία και όχι από τη στείρα επανάληψη ρηχών στερεοτύπων, τα οποία, σε τελευταία ανάλυση, αποτελούν κορυφαία ασέβεια έναντι της κληρονομιάς, της οποίας έχουμε την τιμή να είμαστε σήμερα οι φορείς. Όσο πιο πλούσια, όσο πιο βαριά είναι η κληρονομιά αυτή, άλλο τόσο οφείλουμε να τη διαχειρισθούμε με τη δέουσα ευγνωμοσύνη και προσοχή, με τη δέουσα σεμνότητα, με τη δέουσα διακριτικότητα, με τη δέουσα αξιοπρέπεια. Διαφορετικά, υποβιβαζόμαστε στο ίδιο ακριβώς επίπεδο με εκείνους, τους οποίους καταγγέλλουμε για παραποίηση της Ιστορίας.

Με το ίδιο πνεύμα θα μπορούσα κάλλιστα να σας μιλήσω και για άλλες κρίσιμες πτυχές της ερευνητικής διαδικασίας. Θα μπορούσα λόγου χάρη να μιλήσω για την απουσία της βιωματικής εμπειρίας και για τη συνακόλουθη δυσκολία του ιστορικού ερευνητή να εξοικειωθεί με την ψυχολογία και με τους ρυθμούς της εποχής, την οποία εξετάζει. Θα μπορούσα να μιλήσω ακόμα και για τη σχέση που συνάπτεται ανάμεσα στον ίδιο και το υλικό που επεξεργάζεται. Πρόκειται για μια σχέση αλληλεξάρτησης, για μια σχέση η οποία συχνά κινείται στα όρια του ανταγωνισμού. Θα μπορούσα, τέλος, να μιλήσω για τις ικανότητες που απαιτούνται προκειμένου ο ιστορικός ερευνητής να είναι σε θέση να αποκρυπτογραφήσει το υλικό αυτό, να μπορεί όπως λέμε να διαβάζει πίσω από τις γραμμές. Δεν θα το πράξω. Κλείνοντας την παρέμβασή μου προτίμησα να εστιάσω την προσοχή μου σε τρία συγκεκριμένα παραδείγματα της νεότερης ιστορίας μας, προκειμένου να διανθίσω και να καταστήσω ταυτόχρονα περισσότερο κατανοητά τα όσα προηγούνται.

Παράδειγμα πρώτο: Η αξιολόγηση της ελληνικής εμπλοκής στη Μικρά Ασία σήμερα, με ορατή πλέον τη συμπλήρωση ενός αιώνα από τότε. Πώς μπορεί άραγε να λειτουργήσει σήμερα ένας ερευνητής απέναντι σε αυτό το φαινόμενο; Αφαιρώντας κατ αρχήν ότι περιττό ενέχει η συγκινησιακή φόρτιση του όλου θέματος. Όχι πως ο σπαραγμός δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο. Βεβαίως και αποτελεί. Ως τέτοιο δε οφείλει να αποτελέσει και αντικείμενο χειρισμού.  Ωστόσο, πρέπει να παραδεχθούμε ότι ο συνεχιζόμενος, δικαιολογημένα πολλές φορές ακόμα και σήμερα, ατέρμονος θρήνος δεν συνεισφέρει στην προαγωγή της επιστημονικής έρευνας.

Ακολούθως, υιοθετώντας μια λιγότερο ελληνοκεντρική οπτική. Ο πόλεμος των ετών 1919-1922 δεν υπήρξε μια διμερής ελληνοτουρκική διαφορά. Επρόκειτο για ένα διεθνές ζήτημα με πολλαπλές και πολύπλοκες προεκτάσεις. Με άλλα λόγια, επρόκειτο για έναν ανελέητο ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων με στόχο τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε σφαίρες επιρροής και οικονομικής εκμετάλλευσης τόσο σε μια ευαίσθητη από γεωπολιτικής απόψεως περιοχή (το χώρο της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής), όσο και σε μια χρονική συγκυρία (την επομένη του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου), η οποία διαθέτει όλα τα συστατικά στοιχεία εκείνα που μας επιτρέπουν να τη χαρακτηρίσουμε ως μεταβατική από μια ιστορική πραγματικότητα σε μια άλλη. Σήμερα, που η πρόσβαση στις πρωτογενείς πηγές εντός και εκτός ελληνικών συνόρων είναι πλέον εφικτή, είμαι πεπεισμένος ότι η διεθνής παράμετρος αποτελεί το μεθοδολογικό κλειδί για την προσέγγιση και για την ερμηνεία του Μικρασιατικού Ζητήματος.

 Υπό το παραπάνω πρίσμα, ορισμένα σημεία της όλης υπόθεσης, στα οποία εμείς οι Έλληνες αποδίδουμε μεγάλη σημασία για ευνόητους λόγους, χάνουν μεγάλο μέρος από την αξία τους. Εξακολουθεί λόγου χάρη να ευσταθεί το επιχείρημα βάσει του οποίου οι εκλογές του Νοεμβρίου 1920 και η συνακόλουθη ήττα της βενιζελικής παράταξης υπήρξε η γενεσιουργός αιτία για τα όσα δεινά ακολούθησαν; Οι εξελίξεις είχαν ήδη δρομολογηθεί προ πολλού εκτός ελληνικών συνόρων. Η έμφαση που δίνεται στο εκλογικό αποτέλεσμα του Νοεμβρίου εγκλωβίζει ουσιαστικά ένα διεθνές φαινόμενο στη λογική της ελληνικής μικροπολιτικής αντιπαράθεσης. Ομοίως, θα έπρεπε στις μέρες μας να εξακολουθεί να θεωρείται η Συνθήκη των Σεβρών ως η κορωνίδα των επιτυχιών της ελληνικής διπλωματίας; Ας μη λησμονούμε πως το Διεθνές Δίκαιο επιτάσσει ότι μια διακρατική πράξη δεν δύναται να τεθεί σε εφαρμογή παρά μόνον εφόσον επικυρωθεί προηγουμένως από τις εθνικές αντιπροσωπείες των συμβαλλομένων μερών. Από όλους όσους την υπέγραψαν, μόνο η Ελλάδα προχώρησε σε αυτή την ενέργεια. Συνεπώς, για τη διεθνή κοινότητα, η Συνθήκη των Σεβρών πέρασε ήδη από τότε  στην Ιστορία ως «νεκρό γράμμα».

Τέλος, παραμένει ακόμη λειτουργικός ο κάθετος διαχωρισμός των Ελλήνων πρωταγωνιστών σε πατριώτες και σε μειοδότες; Προσωπικά, όπου στραφώ, συναντώ παντού ανθρώπους. Ανθρώπους περισσότερο και λιγότερο χαρισματικούς ίσως, ανθρώπους περισσότερο και λιγότερο ικανούς αναμφίβολα, ανθρώπους ωστόσο, τους οποίους ενώνει ένας κοινός παρονομαστής: η απόγνωση που αισθάνονται άπαντες μπροστά σε επερχόμενες δυσάρεστες εξελίξεις, τις οποίες ούτε να αποτρέψουν αλλά ούτε καν να ελέγξουν είναι σε θέση. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι αδιαμφισβήτητες πλην όμως απρόσμενες επιτυχίες των Βαλκανικών πολέμων ενεργοποίησαν περισσότερο το συναίσθημα των Ελλήνων και λιγότερο τη λογική. Τους όπλισαν με μια αίσθηση, με μια ψευδαίσθηση υπέρμετρης ισχύος, εξηγώντας πώς και γιατί, λίγα χρόνια αργότερα, κάτω από αντίξοες διεθνείς αλλά και εσωτερικές συνθήκες, η χώρα ενεπλάκη σε μια περιπέτεια δυσανάλογη από την πρώτη κιόλας στιγμή με τις δυνατότητες και με τις αντοχές της. Η ελληνική κοινωνία της περιόδου εκείνης ήταν ανέτοιμη να αφομοιώσει, μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, κοσμογονικές για τα μεγέθη της ανακατατάξεις και οριακές ψυχολογικές μεταπτώσεις.

Παράδειγμα δεύτερο: Η διενέργεια του ελληνοϊταλικού και του ελληνογερμανικού πολέμου κατά τα έτη 1940-1941 και η συμβολή τους στην όλη εξέλιξη του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου.    

  Άραγε θα χαρακτηριζόταν σήμερα ως εθνικά επιζήμια η παραδοχή πως η περίφημη καθυστέρηση των έξι εβδομάδων, που έκρινε το 1941 την τύχη της Μόσχας, δεν οφειλόταν αποκλειστικά στο γεγονός ότι η Γερμανία εξαναγκάσθηκε να διεξαγάγει έναν προληπτικό πόλεμο στη Βαλκανική, αλλά ότι η καθυστέρηση αυτή προέκυψε και από άλλες δυο εξίσου σημαντικές παραμέτρους; 1) Την ακαταλληλότητα των πολωνικών αεροδρομίων, που προορίζονταν για ορμητήρια κατά της σοβιετικής επικράτειας και 2) τον τελευταίο και πλέον αιματηρό γύρο των γερμανικών αεροπορικών επιδρομών κατά των Βρετανικών Νήσων την άνοιξη του 1941 ως κίνηση αντιπερισπασμού, προκειμένου να διατηρηθεί στο ακέραιο το στοιχείο του αιφνιδιασμού ενόψει της εισβολής στη Σοβιετική Ένωση. Άλλωστε, όλη αυτή η συζήτηση δεν έχει κανένα ουσιαστικό νόημα εάν αναλογισθεί κανείς ότι η γερμανοσοβιετική αντιπαράθεση υπήρξε μια αντιπαράθεση μεγεθών και ότι η έκβασή της δεν εξαρτιόταν από το κατά πόσο ή όχι θα έπεφτε τελικά η Μόσχα στα χέρια των Γερμανών. Ήδη προτού εκδηλωθεί η επιχείρηση Barbarossa, ήταν εμφανές πως οι κανόνες του κεραυνοβόλου πολέμου ήταν εξαιρετικά δύσκολο, έως  ακατόρθωτο, να γνωρίσουν επιτυχή εφαρμογή εντός της αχανούς σοβιετικής επικράτειας και ενόσω η σοβιετική πολεμική βιομηχανία, αποτραβηγμένη στην ενδοχώρα, συνέχιζε ακατάπαυστα την παραγωγή της κάτω από συνθήκες απόλυτης ασφάλειας.

  Όλα αυτά δεν μειώνουν σε τίποτα την ελληνική συμβολή, η οποία όμως θα έπρεπε να αναζητηθεί κάπου αλλού και όχι στο πεδίο του στρατηγικού σχεδιασμού. Στην περίπτωση, η Ελλάδα παρέδωσε ένα μοναδικό μάθημα γενναιότητας και αξιοπρέπειας σε μια άσχημα δοκιμαζόμενη τότε Ευρώπη. Το έπραξε κάνοντας χρήση του νομίμου δικαιώματος της αντίστασης με τη δύναμη των όπλων ενάντια σε οποιαδήποτε επιβουλή σε βάρος της εδαφικής ακεραιότητας και της εθνικής της ανεξαρτησίας. Διεξήγαγε  έναν άνισο αγώνα κάτω από αντίξοες συνθήκες, σε μια στιγμή μάλιστα που και ο πλέον ευφάνταστος νους δεν μπορούσε καν να διανοηθεί την έκβαση, την οποία προσέλαβε τελικά, τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος.

Παράδειγμα τρίτο: Η κυπριακή κρίση του 1974, μια Μικρασιατική Καταστροφή σε μικρογραφία για τον ελληνισμό. Αλήθεια, πόσοι γνωρίζουν ότι στο αρχικό της στάδιο η τουρκική εισβολή της 20ης Ιουλίου διέθετε νομική κάλυψη; Βέβαια, ο Καταστατικός Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών καταδικάζει απερίφραστα τη χρήση βίας σε κάθε περίπτωση. Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 3 της Συνθήκης Εγγυήσεως, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του πλέγματος των Συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου, οι τρεις Εγγυήτριες Δυνάμεις (Μεγ. Βρετανία, Ελλάδα και Τουρκία) όφειλαν να συσκεφθούν σε περίπτωση προσβολής  της συνταγματικής νομιμότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η κάθε μια από αυτές όμως, διατηρούσε το δικαίωμα μονομερούς παρέμβασης εφόσον οι μεταξύ τους συνομιλίες δεν είχαν επιτυχή κατάληξη.  Η ελληνική πλευρά, η οποία και είχε προκαλέσει τη ρήξη με το αλόγιστο πραξικόπημα, πέντε μέρες νωρίτερα, σε βάρος του νομίμως εκλεγέντα προέδρου Μακαρίου, βρέθηκε με δική της ευθύνη εκτός διαδικασίας. Η επίσκεψη του Τούρκου πρωθυπουργού Bulent Eçevit στο Λονδίνο για κοινή σύμπραξη δεν απέδωσε καρπούς. Συνεπώς, η τουρκική κυβέρνηση, τη στιγμή που έστελνε τα στρατεύματά της στην Κύπρο, μπορούσε να επικαλεσθεί το άρθρο 3 της Συνθήκης Εγγυήσεως.

Ωστόσο, η όποια νομική κάλυψη έπαψε να υφίσταται λίγο αργότερα, όταν στην ίδια την Κύπρο κατέρρευσε το καθεστώς των εγκαθέτων της χούντας και ο πρόεδρος της βουλής, Γλαύκος Κληρίδης, με τη σύμφωνη γνώμη του Μακαρίου, ο οποίος είχε διαφύγει στο εξωτερικό, ανέλαβε προσωρινά καθήκοντα προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Έκτοτε, από τη στιγμή που αποκαταστάθηκε η συνταγματική νομιμότητα στο νησί, τα τουρκικά στρατεύματα επί του κυπριακού εδάφους από «απελευθερωτικά» μετατράπηκαν αυτομάτως σε δύναμη κατοχής.

 Εν κατακλείδι, η Ιστορία, είναι η δική μας συνείδηση, η Ιστορία είναι ο δικός μας καθρέπτης. Όταν κοιτάζουμε μέσα σε αυτόν, το είδωλό μας πρέπει να μας κοιτάζει με τη σειρά του κατευθείαν στα μάτια και να μην αποστρέφει το βλέμμα του. Οφείλουμε να είμαστε γενναίοι και μεγαλόψυχοι, οφείλουμε ανά πάσα στιγμή να είμαστε έτοιμοι να αποδεχθούμε με εντιμότητα και με εγκράτεια τις ευχάριστες αλλά και τις λιγότερο ευχάριστες στιγμές του παρελθόντος μας. Σε συνάρτηση με την πρόοδο της επιστήμης έχουμε υποχρέωση, ως ελάχιστο φόρο τιμής αλλά και ως επίδειξη στοιχειώδους υπευθυνότητας έναντι της ιστορικής μας κληρονομιάς, να ξεπεράσουμε τις ανασφάλειές μας, να τιθασεύσουμε έναν εξαιρετικά πολύπλοκο και αντιφατικό εσωτερικό μας κόσμο. Πρωτίστως όμως, οφείλουμε να μην υποκύψουμε στον μέγα πειρασμό της επιλεκτικής χρήσης της Ιστορίας. Η πρωταρχική ανάγκη του αυτοπροσδιορισμού και της αυτογνωσίας πρέπει να στηρίζεται επάνω σε ισχυρά και αξιόπιστα θεμέλια, όχι επάνω σε ανούσια και στομφώδη συνθήματα δίχως αντίκρισμα. Αυτό είναι απαραίτητο για το παρόν αλλά και για το μέλλον μας. Είναι επιτακτικό για την ίδια μας την επιβίωση. Γιατί η ζωή είναι η ζωή: ένας διαρκής αγώνας, για έναν άνθρωπο όπως και για ένα έθνος

 

IMG_7875-1024x683
Ο Γιάννης Μουρέλος είναι Καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (του οποίου υπήρξε πρόεδρος τη διετία 2011-2013) και αντιπρόεδρος του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (ΙΜΧΑ).

 

 

Αναδημοσίευση από τα Πρακτικά του Επιστημονικού Συμποσίου “Από ποιον, για ποιον και πως γράφεται η Ιστορία”, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Ιδρυτής: Σχολή Μωραϊτη, Αθήνα, 2011.

Άγγελος Συρίγος: Ήσαν προδότες;

Άγγελος Συρίγος, Ήσαν προδότες;

 

Θεωρητικώς σε αυτό το ζήτημα δεν θα έπρεπε να υπάρχουν ερωτηματικά. Το πραξικόπημα που προηγήθηκε της τουρκικής εισβολής ήταν προδοσία εις βάρος του ελληνικού έθνους διότι έδωσε την πολιτική (και όχι τη νομική) αφορμή στην Τουρκία να επέμβει στρατιωτικά εις βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η πράξη αυτή είναι εντελώς διακριτή από την πράξη της εσχάτης προδοσίας που τελέσθηκε κατά την κατάλυση του Συντάγματος την 21η Απριλίου 1967.

Για να διακριβωθεί, όμως, εάν ποινικά ήσαν προδότες, απαραίτητη είναι η γνώση της διακρίσεως μεταξύ του άμεσου και του ενδεχόμενου δόλου. Στον άμεσο δόλο ο υπαίτιος επιδιώκει το συγκεκριμένο αποτέλεσμα ή όταν δεν το επιδιώκει το αποδέχεται ως αναγκαία συνέπεια της συμπεριφοράς του. Ενδεχόμενος δόλος υπάρχει όταν ο υπαίτιος δεν επιδιώκει το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, αντιλαμβάνεται, όμως, ότι μπορεί να επέλθει ως συνέπεια της συμπεριφοράς του.

 Στην περίπτωση του πραξικόπηματος θα πρέπει να θεωρείται βέβαιον ότι οι διοργανωτές του δεν επιθυμούσαν την τουρκική εισβολή. Όσο πορωμένοι και να ήσαν κάποιοι από τους χουντικούς, είναι απίθανο να θεωρηθεί ότι υπήρχαν έλληνες αξιωματικοί που επεδίωκαν να αντικατασταθεί ο Μακάριος από τα τουρκικά κατοχικά στρατεύματα.

Ως προς τον ενδεχόμενο δόλο όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Προειδοποιήσεις για τις συνέπειες ενός πραξικοπήματος είχαν δοθεί εγκαίρως. Λίγες ημέρες πριν το πραξικόπημα, η «πολιτική» και υπηρεσιακή ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών (Σπυρίδων Τετενές, υπουργός, Άγγελος Βλάχος, γενικός γραμματέας, και Ιωάννης Τζούνης, γενικός διευθυντής) είχε παραιτηθεί διαφωνώντας με την πολιτική της ελληνικής κυβερνήσεως στο Κυπριακό. Οι παραιτήσεις δεν τάραξαν τον δικτάτορα Ιωαννίδη. Μπορούσε, όμως, να αντιληφθεί τις συνέπειες των αποφάσεών του; Ο ίδιος με μία σειρά από θεατρικές κινήσεις μετά την εισβολή άφησε να εννοηθεί ότι εξαπατήθηκε αορίστως από κάποιους εκπροσώπους των ΗΠΑ. Ποτέ, όμως, δεν τόλμησε να καταγράψει τα γεγονότα αυτών των ημερών παρ’ ότι είχε άπλετο χρόνο (36 χρόνια στη φυλακή…). Οι στενοί συνεργάτες του είτε λόγω φόβου είτε λόγω αδυναμίας αντιλήψεων των ευρύτερων διεθνών ισορροπίων δεν τόλμησαν ποτέ να εκφράσουν αντίθετη άποψη. Το αποτέλεσμα ισοδυναμεί με προδοσία. 

Ο κ. Άγγελος Μ. Συρίγος είναι επίκουρος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Πέτρος Παπαπολυβίου: Οι «αμήχανες σιωπές» της Κυπριακής τραγωδίας

Πέτρος Παπαπολυβίου

Οι «αμήχανες σιωπές» της Κυπριακής τραγωδίας

Ο «φάκελος της Κύπρου» έχει πάρει, με την πάροδο των δεκαετιών, μυθικές διαστάσεις. Το «άνοιγμά του» χρησιμοποιήθηκε από πολιτικούς, ως δείγμα «της περήφανης κι αδέσμευτης εξωτερικής πολιτικής», ενώ αναμενόταν από πολλούς, στην Ελλάδα και στην Κύπρο, είτε ως τελεσίδικη  απόφαση απονομής «της ιστορικής νεμέσεως», ή έστω του καταλογισμού ευθυνών για την εθνική τραγωδία και της υπόδειξης των ενόχων, είτε για κάποιους άλλους, «δικαίωση» των αγώνων τους ή των πιστεύω τους. Παρότι ο «φάκελος της Κύπρου» έχει ταυτιστεί, μετά τη μεταπολίτευση, με τα όσα οδήγησαν και όσα έγιναν (ή δεν έγιναν) στο πραξικόπημα και στην τουρκική εισβολή του 1974, πρέπει να πούμε ότι η συζήτηση για ανάλογους «φακέλους» για το Κυπριακό, με τον αντίστοιχο πέπλο μυστηρίου που συνήθως συνοδεύει ένα πολιτικό θρίλερ, με πράκτορες, κατασκόπους, «όργανα των ξένων», δολοπλοκίες και ίντριγκες, είχε ξεκινήσει, στην Αθήνα από τη δεκαετία του 1950. Είναι καλό να το έχουμε υπόψη αυτό, καθώς εξηγεί το ιστορικό βάθος.

Σήμερα, 42 χρόνια μετά το 1974 (δηλαδή σαν να ήμασταν το 1964, ως προς την απόσταση από το 1922) και έχοντας, οι αρμόδιες εξεταστικές Επιτροπές για τον «Φάκελο της Κύπρου» τόσο της Βουλής των Ελλήνων (19) όσο και της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κύπρου (2011) ολοκληρώσει τα πορίσματά τους, εκείνο που έχει σημασία είναι οι αρμόδιες υπηρεσίες κυρίως στην Ελλάδα, αλλά και στην Κύπρο, να πάρουν την απόφαση να ανοίξουν τα κρατικά αρχεία για το Κυπριακό. Ή έστω να εξηγήσει κάποιος αρμόδιος γιατί «οι φάκελοι Κύπρου» στο Διπλωματικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας (αναφέρω εδώ το μεγαλύτερο και κατ’ εξοχήν σχετικό αρχείο) είναι κλειστοί από την εποχή των παραμονών του αγώνα της ΕΟΚΑ (1955-1959). Το εκπληκτικό είναι ότι αρκετοί από τους πρωταγωνιστές αυτής της επίμαχης περιόδου, πολιτικοί και διπλωμάτες έγραψαν σημαντικά βιβλία για το Κυπριακό (την ίδια περίοδο που συνηγορούσαν στη διατήρηση των κλειστών αρχείων) καθορίζοντας, εν πολλοίς, και τη σχετική βιβλιογραφία. Η συνέχιση αυτής της αμήχανης σιωπής εμποδίζει τη σοβαρή ιστορική έρευνα για το Κυπριακό και ανακυκλώνει, όπως είναι φυσικό, ακόμη και τα πιο παράλογα σενάρια μυστηρίου, στα οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω. Όμως, ακόμη πιο οδυνηρά από τη «σιωπή των αρχείων» είναι όσα τραυματικά βίωσαν, για αρκετά χρόνια μετά την τουρκική εισβολή του 1974 οι εκατοντάδες Ελλαδιτών της ΕΛΔΥΚ και της Εθνικής Φρουράς που πολέμησαν στον Πενταδάκτυλο, στην Κερύνεια και στον λόφο της ΕΛΔΥΚ, μετά την επιστροφή τους στην πατρίδα τους: Είχαν πάρει μέρος σε έναν πόλεμο που το κράτος τους δεν τον αναγνώριζε επίσημα, και κανένας δεν ήθελε να θυμάται…

197
Ο Πέτρος Παπαπολυβίου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Κύπρου. Το πλήρες βιογραφικό του κ. Παπαπολυβίου μπορείτε να το βρείτε εδώ

Ελευθερία Κ. Μαντά: «Περί εργαλειοποίησης της Ιστορίας»

Ελευθερία Κ. Μαντά

«Περί εργαλειοποίησης της Ιστορίας»

Αφορμή για τον σημερινό προβληματισμό αποτέλεσαν οι σχετικά πρόσφατες «θεαματικές» δράσεις που πραγματοποιήθηκαν από κύκλους Αλβανών εθνικιστών, σε διαφορετικά επίπεδα και χώρους, προκειμένου να αναβιώσει ως επίκαιρο πολιτικό ζήτημα ένα τετελεσμένο για την ελληνική πλευρά θέμα, αυτό των Αλβανών Τσάμηδων, πρώην κατοίκων της Ηπείρου, που εκδιώχθηκαν βίαια από την περιοχή το 1944 λόγω της συνεργασίας ενός μεγάλου τμήματος του πληθυσμού με τις ιταλικές και γερμανικές αρχές κατοχής κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

Η ιστορία του θέματος είναι σε γενικές γραμμές γνωστή και μακρά και δεν θα μας απασχολήσει εδώ. Ωστόσο, η σύνδεσή της με τα πρόσφατα γεγονότα συνιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός ευρύτερου φαινομένου που παρατηρείται στον σύγχρονο κόσμο μας, αυτό της χρησιμοποίησης της Ιστορίας –μονομερούς και παραποιημένης ή, έστω, κατάλληλα προσαρμοσμένης– ως εργαλείου νομιμοποίησης πολιτικών ή άλλων επιλογών ή ως μοχλού άσκησης πιέσεων για την επίτευξη ιδιοτελών στόχων.

Εξηγούμαστε. Τα γεγονότα στα οποία αναφερόμαστε είναι συγκεκριμένα:

Πρώτα, το πλέον πρόσφατο επεισόδιο ανάρτησης ενός ανθελληνικού πανό από Αλβανούς «φιλάθλους» σε αγώνα ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου σε γήπεδο της Γαλλίας. Το πανό, γραμμένο στην αγγλική γλώσσα, προορίστηκε ασφαλώς να αναδείξει την «αδικία» στη διεθνή κοινή γνώμη, να προσελκύσει την προσοχή της γύρω από θέματα που ο σύγχρονος κόσμος αντιμετωπίζει με ευαισθησία. Το γεγονός ότι το περιεχόμενο του πανό συνιστούσε ένα κατάφωρο ιστορικό ψέμα λίγο φαίνεται να απασχολούσε τους εμπνευστές της δράσης.

Δεύτερο, η «θερμή» υποδοχή που επιφυλάχθηκε στον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών κατά την επίσκεψή του στα Τίρανα από τον αρχηγό και οπαδούς του κόμματος που εκπροσωπεί στην αλβανική Βουλή τους Τσάμηδες. Τα συνθήματα που χρησιμοποιήθηκαν, επίσης έντονα ανθελληνικά, «υπόσχονταν» επιστροφή των απογόνων των εκδιωχθέντων στη Θεσπρωτία, θέτοντας έτσι ένα θέμα που είναι γνωστό ότι δεν έχει καμία βάση ή προοπτική.

Τρίτο, και ίσως το πιο χαρακτηριστικό από την οπτική που μας ενδιαφέρει εδώ, η κατάθεση φακέλου εκ μέρους ενός συλλόγου Τσάμηδων της Ολλανδίας προς το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης, όπου σύμφωνα με τα αναφερόμενα «τεκμηριώνεται» η «γενοκτονία» που διέπραξαν οι Έλληνες στην Ήπειρο και προβάλλονται αντιστοίχως αιτήματα επανόρθωσης, αποζημίωσης, επιστροφής των απογόνων των Αλβανών στις εστίες τους κ.λπ. Το γεγονός ότι, όπως είναι τοις πάσι γνωστό, το συγκεκριμένο δικαστήριο δεν έχει καμία δικαιοδοσία για θέματα πριν από το 2002 –έτος κατά το οποίο τέθηκε σε ισχύ το Καταστατικό του– δεν φάνηκε να ενδιαφέρει κανέναν∙ ούτε καν τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, που έσπευσαν να αναπαράγουν την είδηση επισημαίνοντας τον «κίνδυνο», αλλά και την «ελληνική κρατική αδιαφορία».

Αυτά τα παραδείγματα αρκούν, πιστεύουμε, για να καταδειχθεί η ουσία του προβλήματος: ότι, δηλαδή, μέσα σε συνθήκες μιας ευρύτερης κρίσης αξιών και ανασφάλειας σαν αυτές που βιώνουμε σήμερα, όπου το φαίνεσθαι αποδίδει περισσότερο από το είναι, η Ιστορία κακοποιείται βίαια. Το ζητούμενο δεν είναι πλέον η νηφάλια, εποικοδομητική προσέγγιση του παρελθόντος που μπορεί να συμβάλει στην καλύτερη αυτογνωσία μας, αλλά η χρήση «στιγμιότυπων», παραποιημένων ή κατασκευασμένων από ψεύτικα υλικά, που εξυπηρετούν σκοπούς οπωσδήποτε όχι αγαθούς.

Το χειρότερο: η διαρκής αναπαραγωγή αυτών των ψευδών στιγμιότυπων είναι τόσο καθολική και εθιστική, που αδυνατούμε πια να συνειδητοποιήσουμε τη διαβρωτική της επίδραση.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Η Ελευθερία Μαντά είναι Λέκτορας Ιστορίας Α.Π.Θ

Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης: Η δική μας Ευρώπη

Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης : Η δική μας Ευρώπη

Με νωπό το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στη Βρετανία ας επιχειρήσουμε μια πρώτη ανάλυση της επόμενης μέρας στη Γηραιά Ήπειρο. Είναι κοινή παραδοχή πως η λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα τελευταία χρόνια έχει αποκλίνει σημαντικά από τους μεταπολεμικούς οραματισμούς των ιδρυτών της. Η παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, αυτή που αυτάρεσκα προέκυψε μετά το «τέλος της ιστορίας» προκαλεί αποστροφή σε μεγάλα τμήματα των Ευρωπαίων πολιτών. Επιπλέον, οι συνεχιζόμενες πολιτικές λιτότητας, οι ασύμμετροι κίνδυνοι της διεθνούς τρομοκρατίας αλλά κυρίως η ανασφάλεια λόγω της πλημμυρίδας του μεταναστευτικού οδηγούν αναπόφευκτα σε κινητοποίηση τα αμυντικά αντανακλαστικά της κοινής γνώμης. Όλο και περισσότεροι Ευρωπαίοι πολίτες αισθάνονται αποκομμένοι από την αποκαλούμενη γραφειοκρατία των Βρυξελλών, κοινωνικά αποκλεισμένοι και πολιτισμικά αποκομμένοι από την ιδεολογία των ευρωπαϊκών ελίτ. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο βρίσκουν πρόσφορο έδαφος ξενοφοβικές και μισαλλόδοξες απόψεις που εκμεταλλεύονται τη δικαιολογημένη δυσαρέσκεια και την ανασφάλεια των Ευρωπαίων επιχειρώντας να οικειοποιηθούν τη λαϊκή οργή. Από την άλλη πλευρά οι δυσλειτουργίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι εγγενείς αντιφάσεις της στρώνουν το δρόμο σε όσους εργάζονται για επιστροφή σε κλειστοφοβικές και απομονωτικές κοινωνίες.

Τις επόμενες εβδομάδες θα ακούσουμε πολλά. Από το διάγγελμα του Τσώρτσιλ προς τον βρετανικό λαό το 1940 ως τη μετατροπή του ΟΧΙ σε ΝΑΙ στο ελληνικό δημοψήφισμα του 2015. Από την κινδυνολογία του φόβου ως τον λαϊκισμό της αντίστασης, από τη διάλυση του Ηνωμένου Βασιλείου έως την αποδόμηση και τελικά την κατάρρευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 Η Ευρώπη δεν θα είναι ποτέ η ίδια, απλά γιατί η Ευρώπη δεν πρέπει να παραμείνει η ίδια. Το μεταπολεμικό στοίχημα των ηγετών και των λαών της για την οικοδόμηση μιας πολιτικής ένωσης που θα διασφαλίζει τις φιλελεύθερες αξίες και τα κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών της, μιας Ευρώπης της ευημερίας, της ειρήνης και της ανεκτικότητας εξακολουθεί να παραμένει ζητούμενο. Οι κοινωνίες δεν είναι συνεταιρισμοί και ο συνταγματισμός πατριωτισμός ευδοκιμεί μόνο σε περιόδους ευμάρειας. Η πολιτισμική ενοποίηση, μέσω της οικοδόμησης μιας ανοιχτής και φιλόξενης ευρωπαϊκής ταυτότητας δίχως ηγεμονικό χαρακτήρα και περιεχόμενο, αυτής της ταυτότητας που διασφαλίζει την κοινωνική συνοχή και την αλληλεγγύη, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων, η οποία πηγάζει από τους λησμονημένους, στο όνομα της πολυπολιτισμικότητας, πυλώνες της ευρωπαϊκής πολιτισμικής κληρονομιάς, εξακολουθεί να αναζητεί τους οραματιστές της.

Μιλώντας για τις ευρωπαϊκές πολιτικές ηγεσίες στις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ο Αυστραλός ιστορικός Christopher Clark επέλεξε τον χαρακτηρισμό The Sleepwalkers (Οι υπονοβάτες) προκειμένου να σκιαγραφήσει τον χαρακτήρα τους. Έναν αιώνα αργότερα αισθάνομαι ότι ο χαρακτηρισμός του παραμένει εξαιρετικά επίκαιρος και προφητικός.

IMG_6886
Ο Ιάκωβος Μιχαηλίδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας της ΦΛΣ του ΑΠΘ. Επίσης, είναι μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής του Κέντρου Μακεδονικής Ιστορίας και Τεκμηρίωσης του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα της Θεσσαλονίκης, της Επιτροπής Προγραμμάτων της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, της Ελληνικής Ιστορικής Εταιρείας, της Εθνικής Χαρτοθήκης, του «Commission of History of International Relations» καθώς και της Συντακτικής Επιτροπής του περιοδικού Κλειώ. Συμμετέχει επίσης στο ευρωπαϊκό θεματικό δίκτυο ιστορίας Clioh/Cliohnet. Το ακαδημαϊκό έτος 2012-2013 υπηρέτησε ως Επισκέπτης Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.

Νίκος Ζάικος: Πρόσφυγες, Μετανάστες και Διεθνές Δίκαιο. Χθές, σήμερα…

Πρόσφυγες, Μετανάστες και Διεθνές Δίκαιο.

Χθές, σήμερα…

 

Η ιστορική σχέση του διεθνούς δικαίου με τις πληθυσμιακές μετακινήσεις είναι σχετικά μακρά και σίγουρα ταραχώδης. Όπως ανέκαθεν συνέβαινε σε κάθε τομέα διεθνούς ρύθμισης, έτσι και στην περίπτωση των μεταναστών και των προσφύγων, το διεθνές δίκαιο άσκησε και ασκεί μια καταλυτική επίδραση στις ζωές αναρίθμητων ανθρώπων.

Το διεθνές δίκαιο είναι το νομικό σύστημα που ρυθμίζει τις διεθνείς σχέσεις, προπαντός τις σχέσεις ανάμεσα σε ανεξάρτητα, κυρίαρχα κράτη. Θεσπίζεται κυρίως με διμερείς και πολυμερείς διεθνείς συμβάσεις, τις οποίες τα κράτη διαπραγματεύονται, είναι ελεύθερα να μην αποδεχτούν ή η να αποδεχτούν, αλλά, στην τελευταία περίπτωση καλούνται στη συνέχεια να τηρούν (Pacta sunt servanda). Συνεπώς, το διεθνές δίκαιο είναι η νομική «εικόνα του κόσμου», όπως τη διαμορφώνουν τα ίδια τα κράτη εφόσον κάθε διεθνής ρύθμιση για κάθε θέμα εξαρτάται από αυτά και αποτελεί εντέλει την κανονιστική έκφραση μιας συλλογικής πολιτικής επιλογής τους.

Πριν από τον Μεσοπόλεμο, υπήρχε ένα μεγάλο θεσμικό κενό στο διεθνές δίκαιο αναφορικά με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και κατ’ επέκταση τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Το διεθνές δίκαιο δεν παρενέβαινε ακόμη στη σχέση του ατόμου με την κρατική εξουσία. Η διεθνής προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα από τους τρέχουσες διεθνείς εγγυήσεις και μηχανισμούς ελέγχου, ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη.

Οι πρώτες αξιοπρόσεκτες διεθνείς πράξεις που αφορούσαν έμμεσα ή άμεσα τους μετανάστες εργαζόμενους ως νομικά καθορισμένης κατηγορίας ατόμων υιοθετήθηκαν κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1920 στο πλαίσιο της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας. Λίγο νωρίτερα είχαν προηγηθεί οι πρώτες διεθνείς συμβάσεις για τους πρόσφυγες, οι οποίες είχαν έναν ad hoc, περιπτωσιολογικό χαρακτήρα, δηλ. αφορούσαν τους Ρώσους πρόσφυγες, τους Αρμένιους πρόσφυγες… Ήδη από τότε το διεθνές δίκαιο αντιμετώπιζε διαφορετικά τον μετακινούμενο άνθρωπο ανάλογα με το αίτιο της μετακίνησης. Δηλαδή, ο οικονομικός μετανάστης υποτίθεται ότι εγκαταλείπει την εστία του οικειοθελώς και για μια καλύτερη τύχη. Από την άλλη πλευρά, ο πρόσφυγας φεύγει από την πατρίδα του εξαιτίας δικαιολογημένου φόβου δίωξης λόγω της καταγωγής, της θρησκείας, της εθνικότητας, της κοινωνικής ομάδας, ή των πολιτικών πεποιθήσεών του.

Κατά τον Μεσοπόλεμο παρατηρήθηκε και η συμβατικά προβλεπόμενη αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών. Από την άποψη αυτή, η Σύμβαση της Λωζάννης (1923) υπήρξε σίγουρα πρωτοφανής στην ιστορία των διεθνών σχέσεων όχι μόνο λόγω της φύσης και της έκτασης της πρωτοφανούς συναλλαγής που προέβλεψε, αλλά και του στυγνού πολιτικού ρεαλισμού που την υπαγόρευσε, με την έννοια ότι  αδιαφόρησε για κάθε ανθρωπιστική εκτίμηση. Αν επιχειρείτο σήμερα, η αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών θα ήταν αντίθετη σε ένα εκτεταμένο φάσμα διεθνών νομικών κανόνων.

Όταν μιλάμε για μετανάστες στον σύγχρονο κόσμο εννοούμε 244 εκατομμύρια (2015) ανθρώπους που ζουν και εργάζονται σε κράτη άλλα από εκείνα της γέννησης ή της ιθαγένειάς τους. Ο αριθμός αυτός αυξήθηκε ραγδαία σε σύγκριση με το 2010 (222 εκ.) και το 2000 (173 εκ.). Περίπου το ήμισυ του παγκόσμιου αριθμού των μεταναστών (49%), είναι γυναίκες, αν και το ποσοστό των γυναικών μεταναστών στην Ευρώπη είναι μεγαλύτερο από των ανδρών μεταναστών. Ο παγκόσμιος μέσος όρος ηλικίας των μεταναστών κατά το 2015 ήταν τα 39 έτη.  

Σύμφωνα με πολύ πρόσφατα στοιχεία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, τα 2/3 του παγκόσμιου πληθυσμού των μεταναστών ζουν σήμερα στην Ευρώπη (76 εκ.) και την Ασία (75 εκ.). Το 2015, τα 2/3 του συνόλου των μεταναστών (67%) κατανέμονταν σε 20 μόνο χώρες. Ο μεγαλύτερος αριθμός μεταναστών συναντάται στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (47 εκ., δηλ. το 19% σε παγκόσμια κλίμακα). Η Γερμανία και η Ρωσία ακολουθούν με μεγάλη διαφορά (12 εκ.) και μετά η Σαουδική Αραβία (10 εκ.). Στις χώρες με τον μεγαλύτερο αριθμό μεταναστών περιλαμβάνονται επίσης: Ηνωμένο Βασίλειο (9 εκ.), Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Καναδάς και Γαλλία (8 εκ.), Αυστραλία (7 εκ.), Ισπανία και Ιταλία (6 εκ.), Ινδία και Ουκρανία (5 εκ.), Ταϊλάνδη, Πακιστάν και Καζακστάν (4 εκ.) και Νότιος Αφρική (3 εκ.). (Πηγή: International Migration Report 2015, United Nations).

Κατά το 2015, η χώρα με τη μεγαλύτερη «διασπορά» παγκοσμίως ήταν η Ινδία (16 εκ.). Ακολουθούν: Μεξικό (12 εκ.), Ρωσική Ομοσπονδία (11 εκ.), Κίνα (10 εκ.),  Μπανγκλαντές (7 εκ.), Πακιστάν και Ουκρανία (6 εκ.), Φιλιππίνες, Συρία, Ηνωμένο Βασίλειο και Αφγανιστάν (5 εκ.), Πολωνία, Καζακστάν, Γερμανία, Ινδονησία και Παλαιστίνη (4 εκ.), Ρουμανία, Αίγυπτος, Τουρκία (3 εκ.)

Η Ελλάδα είναι χώρα τόσο υποδοχής, όσο και αποστολής μεταναστών. Κατά το 2015, ο αριθμός των μεταναστών στην Ελλάδα ανήλθε σε 1.242,5 εκ., δηλ. αντιστοιχούσε στο 11% του συνολικού πληθυσμού της χώρας, που είναι 10.955 εκ. Ανάλογα με τη χώρα, το ποσοστό των μεταναστών επί του συνολικού πληθυσμού διαφέρει, π.χ. στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία είναι μόνον 1%, στην Πολωνία 2%, στη Τσεχία 4%, στην Ουγγαρία το 5%, στη Φινλανδία 6%. Άλλες χώρες έχουν ανάλογο ή μεγαλύτερο ποσοστό σε σύγκριση με την Ελλάδα, π.χ. Δανία και Ιταλία 10%, Βέλγιο 12%, Ισπανία 13%, Νορβηγία 14%, Γερμανία 15%, Αυστρία και Σουηδία 17% κ.λπ.

Σύμφωνα με τη Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού, σήμερα περισσότεροι από 5 εκ. πολίτες ελληνικής καταγωγής ζουν εκτός Ελλάδας διεσπαρμένοι σε 140 χώρες του κόσμου. Η μεγαλύτερη συγκέντρωση πληθυσμού ελληνικής καταγωγής καταγράφεται στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (περίπου 3 εκ.), Αυστραλία (650-700 χιλ.), Γερμανία (400-450 χιλ.), Ηνωμένο Βασίλειο (400 χιλ. με την κυπριακή κοινότητα), Καναδά (350-400 χιλ), Ρωσία (98 χιλ.), Ουκρανία (92 χιλ.), Γαλλία (55 χιλ.), Νότια Αφρική (50 χιλ.), Ιταλία (45 χιλ.) Βραζιλία και Ολλανδία (30 χιλ.), Σουηδία (26 χιλ.), Βουλγαρία (25.5 χιλ.), Αργεντινή και Νέα Ζηλανδία (5 χιλ.). Η ελληνική διασπορά απλώνεται όμως και σε άλλα, λιγότερο αναμενόμενα μέρη του κόσμου, όπως Χιλή (5 χιλ.), Μεξικό (1.600), Ουρουγουάη και Παναμά (2 χιλ.), Βενεζουέλα  (2.5 χιλ), Συρία (1.370), Βόρειο Κορέα (153), Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (350).   

Η τρέχουσα διεθνής διαχείριση της μετανάστευσης είναι προβληματική. Πριν από μερικά χρόνια, ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης κατέγραψε σε έναν κατάλογο τους κύριους διεθνούς οργανισμούς που δραστηριοποιούνται με διάφορους τρόπους στον τομέα της μετανάστευσης. Σύμφωνα με τα τότε διαθέσιμα – και πάντως μη εξαντλητικά – στοιχεία, πάνω από 10 όργανα και επιτροπές των Ηνωμένων Εθνών, 13 άλλα Προγράμματα, Ταμεία και θεσμοί των Ηνωμένων Εθνών, 5 Ειδικευμένες Οργανώσεις, 6 άλλοι μείζονες διακυβερνητικοί οργανισμοί, καθώς και τουλάχιστον 6 μείζονες περιφερειακοί σχηματισμοί, ανάμεσα στους οποίους και η Ευρωπαϊκή Ένωση, ασχολούνταν παράλληλα με τη μετανάστευση. Η παράλληλη αυτή δράση έχει οδηγήσει σήμερα σε μια υπερπληθώρα ψηφισμάτων, προγραμμάτων, συστάσεων, σχεδίων δράσης και, κατά συνέπεια, σε μια εντελώς ασυντόνιστη νομική κατάσταση που έχει παρομοιαστεί με «ένα γιγαντιαίο ασυναρμολόγητο ψηφιδωτό» .

Η  συγκυρία για να καταρτιστεί μια γενική, περιεκτική Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων Όλων των Μεταναστών Εργαζομένων και των Μελών των Οικογενειών Τους διαμορφώθηκε μόλις το 1990. Όμως από τα 193 κράτη μέλη του ΟΗΕ, μόνο 48 έχουν εκφράσει τη συναίνεση να δεσμευτούν από αυτή τη Σύμβαση μέχρι σήμερα. Κατά συνέπεια, η σημαντικότερη διεθνής πράξη για την ευάλωτη κοινωνική κατηγορία που είναι οι μετανάστες έχει μια πολύ απογοητευτική απήχηση.

Τα σπουδαιότερα θεσμικά βήματα πάνω στο θέμα των προσφύγων παρατηρήθηκαν μετά την τραυματική εμπειρία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Σύμβαση για το Καθεστώς των Προσφύγων υιοθετήθηκε το 1951, συμπληρώθηκε με ένα Πρωτόκολλο το 1967 και η ισχύς τους εκτείνεται σήμερα σε 145 και 146 κράτη αντίστοιχα.

Η ιδιότητα του πρόσφυγα προσδιορίζεται βάσει των νομικών κριτηρίων που προβλέπονται στη Σύμβαση του 1951. Ο καθοριστικός παράγοντας για την αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα είναι η ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, πολιτικών πεποιθήσεων ή ένταξης σε συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα. Η βασιμότητα του φόβου δίωξης κρίνεται ανάλογα με τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης.

Το 2014, ο παγκόσμιος αριθμός των προσφύγων υπολογίστηκε σε 19.5 εκατομμύρια. Η Τουρκία υποδέχτηκε τον μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων (1.6 εκ.), ακολουθούμενη από το Πακιστάν (1.5 εκ.), τον Λίβανο (1.2 εκ.) και το Ιράν (1 εκ.). Το 53% του παγκόσμιου αριθμού των προσφύγων προήλθε από τρεις μόνο χώρες, τη Συρία (3.9 εκ.), το Αφγανιστάν (2.6 εκ.) και τη Σομαλία (1.1 εκ.). Ο αριθμός των προσσφύγων από τη Συρία δεν έχει σταματήσει να αυξάνεται. 

Η εγκατάσταση ενός πρόσφυγα στην Ευρώπη είναι μια μοναχική και ψυχοφθόρα πορεία που μπορεί να διαρκέσει πολλά χρόνια. Η αρχή της προσφυγικής εμπειρίας έχει τα χαρακτηριστικά μιας ύστατης απόφασης – δηλ. την εγκατάλειψη της εστίας για ένα ταξίδι που συχνά ενέχει κίνδυνο ζωής. Εφόσον ο πρόσφυγας καταφέρει να φτάσει στην Ευρώπη, μετά καλείται να τηρήσει χρονοβόρες διοικητικές διαδικασίες και να επιβιώσει κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες και πιθανώς υπό κράτηση. Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, εφόσον οι αρμόδιες κρατικές αρχές αναγνωρίσουν ότι ένα άτομο είναι πρόσφυγας – δηλ. δεν πρόκειται για οικονομικό μετανάστη –, τότε εφαρμόζεται η Αρχή της Μη Επαναπροώθησης (Non-refoulement), δηλ. το Κράτος απαγορεύεται να απελάσει ή να επιστρέψει τον πρόσφυγα στο κράτος, όπου κινδυνεύει η ζωή ή η ελευθερία του ή εικάζεται ότι θα υποβληθεί σε βασανιστήρια. Αν η απόφαση είναι αρνητική, τότε το πρόσωπο θα κληθεί να εγκαταλείψει τη χώρα ή θα απελαθεί ως παράτυπος αλλοδαπός, εκτός και αν του επιτραπεί η παραμονή για ανθρωπιστικούς λόγους.

Λόγω της γεωγραφικής θέσης και της πολιτικής συγκυρίας, η Ελλάδα υπήρξε επανειλημμένα στο επίκεντρο μαζικών πληθυσμιακών ροών. Το μεγαλύτερο ποσοστό των άτυπων εισόδων στην Ευρώπη, είτε πρόκειται για μετανάστες, είτε για πρόσφυγες, συντελείται δια μέσου των ελληνικών συνόρων. Εκτός από την παράτυπη μετανάστευση, η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος εξαιτίας της τραγωδίας των προσφύγων από τη Συρία.

Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, ο αριθμός των θυμάτων του πολέμου στη Συρία υπολογίζεται σε 350.000. Περίπου ο μισός πληθυσμός του κράτους αυτού, 11 από τα 22 εκατομμύρια, έχει αναγκαστεί να εγκαταλείψει τις εστίες του. Ο αριθμός των Σύριων που αναζητά διεθνή προστασία στην Ευρώπη συνεχίζει να αυξάνεται, αν και δεν αποτελεί παρά μόνο το 10% σε σύγκριση με τον αριθμό των Σύριων προσφύγων σε χώρες γειτονικές της Συρίας. Από το 2011 ως το 2015, καταγράφηκαν 579.184 αιτήσεις για χορήγηση ασύλου σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι περισσότερες αιτήσεις υποβλήθηκαν στη Γερμανία και τη Σουηδία, ενώ ακολουθούν η Ουγγαρία, η Αυστρία, η Ολλανδία, η Δανία και η Βουλγαρία. Ακόμη μεγαλύτερος αριθμός αιτήσεων έχει υποβληθεί στη Σερβία (και το Κόσοβο).

Όπως υπολογίζεται, το 61% των αφίξεων στην Ελλάδα προέρχονται από τη Συρία, το 22% από το Αφγανιστάν, το 7% από το Ιράκ και το 3% από το Πακιστάν – όλες χώρες που μαστίζονται από ένοπλες συγκρούσεις, ανασφάλεια και πολιτική αστάθεια. Το 1/3 των προσφύγων που πνίγηκαν στο Αιγαίο ήταν παιδιά, ενώ ο αριθμός των παιδιών που υπέβαλαν αίτηση για άσυλο διπλασιάστηκε το 2015 σε σύγκριση με το 2014. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών έχει εκφράσει την «ντροπή» και την «οργή» του για τη συνεχιζόμενη αδυναμία του Οργανισμού να τερματίσει την τρομακτική αυτή κατάσταση, αν και δεν απέδωσε ευθύνες σε συγκεκριμένες χώρες.

Όπως γνωρίζουμε, η ανθεκτικότητα των προστατευτικών κανόνων για τους πρόσφυγες δοκιμάζεται σοβαρά στη σημερινή Ευρώπη. Μετά από πολλά χρόνια, οι πρόσφατες εξελίξεις έδωσαν εκ νέου την αφορμή για να ανοίξει ένας παθιασμένος μεν, αλλά και καθόλου πρωτότυπος διάλογος. Από τη μια πλευρά, προβάλλεται το νομικό καθήκον – και η ανθρωπιστική ηθική επιταγή – των κρατών να βοηθήσουν τους πρόσφυγες, ενώ από την άλλη πλευρά, οι πρόσφυγες αντιμετωπίζονται ως μια σοβαρή απειλή για την κρατική δημόσια τάξη και τη διεθνή ασφάλεια.

Ας σημειώσουμε ότι η διασύνδεση των μαζικών διασυνοριακών ροών με εκτιμήσεις ασφαλείας συναντάται σε αρκετές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Στο ιδεολογικό αυτό πλαίσιο εντάσσεται και η πρόσφατη Συμφωνία μεταξύ των 28 κρατών-μελών της ΕΕ και της Τουρκίας, σύμφωνα με την οποία, όσοι πρόσφυγες εισέρχονται στην Ελλάδα, θα επιστρέφουν στη γειτονική χώρα. Συνολικά 72.000 πρόσφυγες προβλέπεται να μετεγκατασταθούν από την ΕΕ στην Τουρκία και ισάριθμοι από την Τουρκία στα κράτη της ΕΕ. Το άρθρο της Συμφωνίας που ορίζει ότι για κάθε Σύριο που επιστρέφεται στην Τουρκία από τα ελληνικά νησιά θα υπάρξει ένας Σύριος που θα εγκατασταθεί στην Ε.Ε. είναι διάτρητο από νομική και λογική άποψη. Ήδη παρατηρούνται κραδασμοί στην υλοποίηση της ούτως ή άλλως προβληματικής αυτής Συμφωνίας.

Πολύ συχνά οι πρόσφυγες αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα μέλη της οικογένειάς τους σε εμπόλεμες ζώνες ή σε στρατόπεδα της πατρίδας τους. Στην περίπτωση αυτή, η οικογένεια του πρόσφυγα συχνά στοχοποιείται. Προπαντός  τα παιδιά, οι γυναίκες και οι ηλικιωμένοι μπορεί να εκτεθούν σε θανάσιμο κίνδυνο για λόγους π.χ. αντεκδίκησης εξαιτίας της φυγής του μέλους της οικογένειάς τους.

Η τρέχουσα ευρωπαϊκή νομοθεσία δεν εγγυάται την επανένωση των προσφυγικών οικογενειών. Μερικά παραδέιγματα καταγεγραμμένα από τον Ερυθρό Σταυρό. Ένας Πακιστανός πρόσφυγας στη Γαλλία φρόντιζε στην πατρίδα του την ανάπηρη αδελφή του μετά από την εξαφάνιση των γονέων τους. Οι γαλλικές αρχές θεώρησαν ότι η ανάπηρη γυναίκα δεν εμπίπτει στους δικαιούμενους οικογενειακή επανένωση, παρά την εξάρτησή της από τον αδελφό της. Ένας άλλος Πακιστανός πρόσφυγας στο Ηνωμένο Βασίλειο μπόρεσε μεν να επανενωθεί με τη σύζυγο και το ανήλικο παιδί του, αυτό όμως δεν στάθηκε δυνατό για τα άλλα δύο παιδιά του, τα οποία ήταν άνω των 18 ετών. Εξάλλου, οι αρχές της Αυστρίας δεν έχουν αποδεχθεί τη γνησιότητα των πιστοποιητικών γάμου από συγκεκριμένες χώρες, όπως  π.χ. τη Σομαλία και το Αφγανιστάν, με αποτέλεσμα να απορρίπτουν τα αιτήματα για οικογενειακή επανένωση.

Σύμφωνα με την τρέχουσα τάση των νομοθεσιών στην Ευρώπη, η διαδικασία για την επανένωση των μελών μιας προσφυγικής οικογένειας θα πρέπει να κινηθεί από τα μέλη της οικογένειας του πρόσφυγα που παραμένουν στην πατρίδα τους ή σε άλλες χώρες. Η διαδικασία αυτή είναι δύσκαμπτη και συχνά αδύνατον να τηρηθεί στην πράξη. Για παράδειγμα, το 2012, μία οικογένεια Αφγανών που ζούσε προσωρινά στο Πακιστάν επιχείρησε να επανενωθεί με ένα συγγενή, ο οποίος ήταν πρόσφυγας στη Φινλανδία. Επειδή όμως η Πρεσβεία της Φινλανδίας στο Ισλαμαμπάντ του Πακιστάν εκείνη τη χρονιά έκλεισε, η οικογένεια κλήθηκε να απευθυνθεί προς την Πρεσβεία της Φινλανδίας στο Νέο Δελχί της Ινδίας, δηλ. στην πρωτεύουσα μιας άλλης χώρας, που απείχε περίπου 700 χιλιόμετρα από τόπο της διαμονής  της οικογένειας. Επειδή όμως οι Αφγανοί που διαμένουν στο Πακιστάν δεν έχουν εν γένει νομιμοποιητικά έγγραφα, η οικογένεια κλήθηκε να επιστρέψει στην Καμπούλ προκειμένου να της χορηγηθεί βίζα για την Ινδία και να παραμείνει στο Αφγανιστάν έως ότου η Πρεσβεία της Φινλανδίας να την προσκαλέσει για συνέντευξη στο Νέο Δελχί, όπου έπρεπε ίσως και να υποβληθεί σε εξέταση DNA. Πέρα από τους κινδύνους που κρύβουν οι παραπάνω μετακινήσεις, αν η οικογένεια είχε την πρόθεση να τηρήσει την προβλεπόμενη τυπική διαδικασία κατά γράμμα, θα έπρεπε να ταξιδέψει μέχρι και 4 φορές από το Πακιστάν στην Ινδία και να διαθέσει ένα ποσό της τάξης των 10.000 ευρώ για μεταφράσεις, διαμονή και διοικητικά έξοδα, κάτι το οποίο ήταν αδύνατον. – Σε μια άλλη περίπτωση,  μια γυναίκα με τα παιδιά της ταξίδεψαν με τη συνοδεία του αδελφού και του γαμπρού της από τη Συρία προς την Άγκυρα της Τουρκίας προκειμένου να τους χορηγηθεί βίζα από την Πρεσβεία του Βελγίου για να επανασυνδεθεί με τον σύζυγό της, πρόσφυγα στο Βέλγιο. Όμως στην τουρκο-συριακή μεθόριο ο αδελφός και ο γαμπρός της δολοφονήθηκαν, ενώ η γυναίκα και τα παιδιά κρατήθηκαν όμηροι για μέρες, κατέβαλαν λύτρα και τελικά επέστρεψαν στη Συρία. Στη συνέχεια, η γυναίκα αυτή υπέβαλε ταχυδρομικά αίτημα προς την Πρεσβεία του Βελγίου στη Βυρηττό του Λιβάνου.  Η εξέταση του αιτήματός της προϋπέθετε όμως τη φυσική παρουσία της στη Βυρηττό και, συνεπώς, ένα νέο επικίνδυνο ταξίδι. – Σε μια άλλη περίπτωση, μια Σομαλή πρόσφυγας στην Ολλανδία επιχείρησε ανεπιτυχώς να επανενωθεί με τα δυό ανήλικα παιδιά της, τα οποία φρόντιζε μια φίλη της στην Αντίς Αμπέμπα της Αιθιοπίας. Οι αιθιοπικές αρχές την κάλεσαν να προσκομίσει την έγκριση του πατέρα των παιδιών, με τον οποίο η μητέρα δεν είχε καμία επικοινωνία για 5 χρόνια. – Αντίστοιχα, πολλές γυναίκες από το Αφγανιστάν αδυνατούν να αποδείξουν στις αρχές τον θάνατο ή την αφάνεια του συζύγου τους για να αναλάβουν την κηδεμονία  των παιδιών τους. Προκειμένου να επανενωθούν με τα παιδιά τους έχουν κληθεί να προσκομίσουν απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Καμπούλ κάτι το οποίο είναι πρακτικά αδύνατο.   

Η αυστηρότητα των ευρωπαϊκών νομοθεσιών και η δαιδαλώδης γραφειοκρατία δεν συντελούν στην επίλυση των παραπάνω προβλημάων. Ανάμεσα στους ανθρωπιστικούς θεσμούς που αναπτύσσουν ένα αθόρυβο έργο κατά τις τρέχουσες προσφυγικές κρίσεις, θα πρέπει να αναφερθεί ο Ερυθρός Σταυρός. Το 2015, ο Ερυθρός Σταυρός δραστηριοποιήθηκε σε περισσότερες από 80 χώρες με τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις στα λεγόμενα «Σολφερίνο του σήμερα»: Συρία, Νότιο Σουδάν, Ιράκ, Αφγανιστάν, Σομαλία, Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, Νικγηρία, Ισραήλ και Κατεχόμενα Εδάφη, Ουκρανία, Υεμένη, Λίβανο, Μάλι, Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, Ιορδαβία, Κολομβία. Ανάμεσα στις δράσεις του Ερυθρού Σταυρού συγκαταλέγονται καταστάσεις κρατικής καταστολής και διακοινωτικής βίας, καθώς και οι βίαιες διενέξεις σε μεγάλα αστικά κέντρα που δεν έχουν κλιμακωθεί σε ένοπλη σύρραξη. 

Μέσα στο 2015, ο ΕΣ παρέλαβε 129.778 RCMs (Red Cross Messages/ Μηνύματα Ερυθρού Σταυρού) και διένειμε 106.108 Μηνύματα παρέχοντας τουλάχιστον τη δυνατότητα μιας επικοινωνίας ανάμεσα στα μέλη οικογενειών που σκόρπισαν και διαλύθηκαν. Καταγράφηκαν επίσης 479.358 κλήσεις ανάμεσα στα μέλη οικογενειών από όλες τις ηπείρους. – Μέσα στο 2015, καταμετρήθηκαν 3.809 ανήλικα/ασυνόδευτα παιδιά (εκ των οποίων 1.348 κορίτσια), από τα οποία 968 (256 κορίτσια) ενώθηκαν με τις οικογένειές τους. Στα τέλη του 2015, ο ΕΣ χειριζόταν τις υποθέσεις 3.219 ανήλικων/ασυνόδευτων παιδιών.

Όμως οι ανθρωπιστικοί διεθνείς οργανισμοί, όπως ο Ερυθρός Σταυρός, δεν μπορούν να κάνουν κάτι για να τερματίσουν τους πολέμους στον κόσμο. Αυτό μπορούν να το κατορθώσουν οι πολιτικές ηγεσίες των κρατών στο πλαίσιο των διεθνών οργανισμών. Κατά την εκτίμηση του Ερυθρού Σταυρού, οι ειδικότεροι κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το προσφυγικό φαινόμενο είναι δυστυχώς αδιαφανείς, αναποτελεσματικοί και πρέπει να αναθεωρηθούν άμεσα. Πρόκειται για ένα νομικό πλαίσιο που μάλλον οδηγεί στη διάλυση των προσφυγικών οικογενειών, παρά στην επανένωσή τους.

Η τρέχουσα διεθνής αντιμετώπιση του προσφυγικού φαινομένου εμφανίζει κάποιες αναλογίες με τη μετανάστευση. Διαπιστώνεται μια συγκεκριμένη πολιτική επιλογή, η οποία εκδηλώνεται ως θεσμική αδυναμία για τη διαχείριση της επίμαχης κατάστασης με επίκεντρο τον άνθρωπο. Συνεπώς, εκτός από την ασυντόνιστη εικόνα στον τομέα της μετανάστευσης, το πιο αποκαρδιωτικό νέο στοιχείο είναι η απαξίωση του διεθνούς προσφυγικού δικαίου – δηλ. ενός συνόλου διεθνών νομικών κανόνων που κατακτήθηκε κυριολεκτικά με το αίμα των προηγούμενων γενεών. Ας ελπίσουμε ότι οι πολιτικές ηγεσίες θα αξιοποιήσουν τις τεράστιες τεχνικές δυνατότητες του σύγχρονου διεθνούς δικαίου για να προστατευτεί η ζωή και η υπόσταση κάθε ανθρώπου χωρίς διάκριση, σε έναν κόσμο όπου η βία γίνεται όλο και πιο πολυμέτωπη, αδιάκριτη, χαοτική.

zaikos
Νίκος Ζάικος Αναπληρωτής καθηγητής Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

Κυριάκος Στ. Χατζηκυριακίδης: Η Τουρκία ενάντια στους χριστιανούς της Ανατολής (αρχές 20ού αιώνα). Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου

Η Τουρκία ενάντια στους χριστιανούς της Ανατολής (αρχές 20ού αιώνα). Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου

Η Γενοκτονία των χριστιανικών λαών τής Ανατολής ήταν το τίμημα της δημιουργίας τού τουρκικού κράτους, γι’ αυτό και η Τουρκία όχι μόνο δεν αποδέχθηκε κάτι τέτοιο ποτέ, αλλά αντίθετα ανέπτυξε στρατηγικές άρνησης: προσεκτική χρήση τής γλώσσας για τα εγκλήματα, απαγόρευση της δημόσιας υποστήριξης της Γενοκτονίας, περιορισμοί στην πρόσβαση και στη χρήση αρχειακού υλικού, δραστηριοποίηση της τουρκικής διπλωματίας υπέρ της άρνησης της Γενοκτονίας κ.λπ. Και όπως διαβάζουμε στη λίστα του Gregory Stanton για τα στάδια της γενοκτονίας, η «άρνηση είναι το τελικό στάδιο, που είναι διαρκές και πάντα ακολουθεί μια γενοκτονία. Είναι από τους πιο σίγουρους δείκτες για ένδειξη περαιτέρω γενοκτονικών σφαγών».

Όμως άρθρα και μελέτες των Ελλήνων καθηγητών και ερευνητών όπως των: Πολυχρόνη Ενεπεκίδη (αείμνηστου καθηγητή του Πανεπιστημίου της Βιέννης), Κωνσταντίνου Φωτιάδη, Θεοδόση Κυριακίδη, Βασίλη Μεϊχανετσίδη κ.ά., αλλά και ξένων, όπως των: Taner Akçam, Matthias Bjornlund κ.ά., βασισμένες σε αρχεία της Ελλάδας, της Τουρκίας, των παραδοσιακών Μεγάλων Δυνάμεων αλλά και άλλων κρατών, στοιχειοθετούν πλέον με κάθε λεπτομέρεια τη συντελεσθείσα σε βάρος τού Ελληνισμού Γενοκτονία από τους Νεότουρκους και τους Κεμαλικούς.

Η έντονη οικονομική και πολιτισμική δραστηριότητα των Ελλήνων τής Ανατολής, εν προκειμένω του Πόντου, επιβεβαιώνεται όχι μόνο μέσα από τις ελληνικές αλλά και από τις ξένες πηγές. Η εξόντωση των Ελλήνων είχε επομένως «διττή σημασία για την Τουρκία, καθώς σήμαινε την απαλλαγή από μία εθνότητα με έντονη εθνική συνείδηση και με ισχυρή οικονομική παρουσία», σύμφωνα με την ομότιμη καθηγήτρια Ιστορίας Άρτ. Ξανθοπούλου-Κυριακού.

Το έτος 1908 το επιτυχημένο στρατιωτικό κίνημα των Νεοτούρκων χαιρετίσθηκε με ενθουσιασμό από όλες τις εθνότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι όλες οι εθνότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μεταξύ αυτών φυσικά και οι Έλληνες (τουλάχιστον ένα μέρος αυτών) και κυρίως οι Αρμένιοι, τρέφοντας αυταπάτες, είχαν σπεύσει να χαιρετίσουν με ενθουσιασμό το κίνημα κατά του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ, χαρακτηρίζοντας τις διακηρύξεις τής Επιτροπής «Ένωσις και Πρόοδος» για ισότητα και ελευθερία ως γεγονός «χαρμόσυνον και ανεκτιμήτου αξίας». Δεν αντιλήφθηκαν όμως έγκαιρα ότι το φιλελεύθερο κομμάτι τού Νεοτουρκικού Κινήματος αποδυναμώθηκε σχεδόν αμέσως, και τον κυρίαρχο ρόλο είχαν πια οι απόψεις των ακραίων εθνικιστών.

Τον Αύγουστο του 1910 και το Σεπτέμβριο του 1911 οι Νεότουρκοι έθεσαν στη Θεσσαλονίκη τις βάσεις τού εκτουρκισμού τής Αυτοκρατορίας. Συγκεκριμένα, ο Ziya Gökalp (1876-1924), μέλος τής Κεντρικής Επιτροπής τής «Ενώσεως και Προόδου», ηγετικός θεωρητικός εκφραστής τής ιδεολογίας τού Τουρκισμού, εξαίρεσε όλους τους μη μουσουλμάνους από τον ορισμό τού τουρκικού έθνους, υποστηρίζοντας: «Έλληνες, Αρμένιοι και Εβραίοι είναι και θα παραμείνουν ξένο σώμα στο τουρκικό εθνικό κράτος». Έτσι οι αρχικές διακηρύξεις «περί ισονομίας και ισοπολιτείας» αντικαταστάθηκαν πολύ γρήγορα από το γνωστό σύνθημα «η Τουρκία στους Τούρκους».

Οι Νεότουρκοι έθεσαν ουσιαστικά σε πλήρη εφαρμογή το σχέδιό τους: αφομοίωση των μουσουλμανικών μη τουρκικών πληθυσμών, αποδυνάμωση και εκδίωξη από τα εδάφη της Μ. Ασίας και βέβαια φυσική εξόντωση των χριστιανικών πληθυσμών∙ πρακτικές που αναφέρονται και στις τουρκικές πηγές καθώς και στα κείμενα και τις αναφορές των Ευρωπαίων (στρατιωτικών, πολιτικών και ιεραποστόλων). Για παράδειγμα, ο αυτόπτης μάρτυρας των πρώτων χρονικά αρμενικών σφαγών (1894-1896), Γερμανός προτεστάντης θεολόγος Dr. Johannes Lepsius σημείωνε: «Το συνέδριο (ενν. των Νεοτούρκων) επιβεβαιώνει ότι αργά ή γρήγορα η οθωμανοποίηση όλων των λαών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας πρέπει να ακολουθήσει, και αν αυτό δεν μπορέσει να επιτευχθεί με ειρηνικά μέσα, δεν πρέπει να διστάσει κανείς μπροστά σε βίαια ή ακόμη και στρατιωτικά μέσα…».

Ξεκίνησαν, λοιπόν, από τα βορειοδυτικά παράλια της Μ. Ασίας, ήδη από το 1913, οι εκτοπισμοί τού λεγόμενου, από τα μέλη τού Νεοτουρκικού Κομιτάτου, «εσωτερικού εχθρού», στην προκειμένη περίπτωση του συμπαγούς ελληνικού στοιχείου. Σύμφωνα με τον Taner Akçam, όλα τα διαθέσιμα οθωμανικά αρχεία αναφέρουν ότι «επρόκειτο για ένα οργανωμένο σχέδιο της Επιτροπής «Ένωσις και Πρόοδος», με στόχο την απελευθέρωση της Τουρκίας από τα μη τουρκικά στοιχεία στην περιοχή του Αιγαίου». Τη συνέχιση και καλύτερη εφαρμογή αυτού του νεοτουρκικού σχεδίου ανέλαβε στις αρχές του 1914 η περίφημη «Ειδική Οργάνωση» (Teşkilâtı Mahsusa). Ενδεικτικά για την ακολουθούμενη νεοτουρκική πολιτική αναφέρουμε λ.χ. την ανθρακοφόρο λεκάνη της Ποντοηράκλειας, στα ορυχεία της οποίας εργάσθηκαν πολλοί Έλληνες του Πόντου. Οι πιέσεις των Οθωμανών σε βάρος τού εκεί ελληνικού στοιχείου ξεκίνησαν ήδη από την άνοιξη του 1914. Στόχο των Νεότουρκων είχαν αποτελέσει τότε οι έμποροι και τα σχολεία, πολλά από τα οποία έκλεισαν, όπως του Ζονγκουλντάκ και της Ποντοηράκλειας, ενώ με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Νεότουρκοι κήρυξαν την επιστράτευση των νέων και «εκατομμυρίων λιρών περιουσίας αφήρεσαν παρά των χριστιανών είτε δι’ απειλητικών επιστολών είτε δι’ ευσχήμων επιτάξεων».

Αυτό που επίσης προκύπτει μέσα από τη μελέτη των τουρκικών πηγών, κατά τον T. Akçam, είναι η ύπαρξη ενός διπλού μηχανισμού (φανερού και κρυφού) που το Κομιτάτο των Νεοτούρκων είχε καλά συγκροτήσει, ώστε να μην προκύπτουν κυβερνητικές ευθύνες για τα επιβαλλόμενα εξοντωτικά μέτρα. Οι αναμνήσεις των Kuşçubaşı Eşref, Halil Menteşe, Celal Bayar, και άλλων μελών της «Ειδικής Οργάνωσης», που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στα γεγονότα, και τα γερμανικά αρχεία, αποτελούν αδιάψευστη πηγή για το ζήτημα.

Ευτυχής συγκυρία στην προσπάθεια επιβίωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν και η στάση τής ανερχόμενης τότε ευρωπαϊκής δύναμης, της Γερμανίας. Σε αντίθεση με τη Γαλλία και τη Μ. Βρετανία που αφενός είχαν πλέον εγκαταλείψει την αρχή τής «διατήρησης της εδαφικής ακεραιότητας» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αφετέρου είχαν πιέσει την Πύλη καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αι. να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις (περίφημο Τανζιμάτ), η απολυταρχική Γερμανία δεν έθετε ως προϋπόθεση για τη στρατιωτική και διπλωματική στήριξή της προς την Τουρκία ούτε τη φιλελευθεροποίηση του οθωμανικού καθεστώτος ούτε την κατάληψη τμήματος της οθωμανικής επικράτειας, όπως είχαν πράξει ήδη Γαλλία και Μ. Βρετανία. Για την ακρίβεια, η Γερμανία ήταν η μοναδική χώρα που δεν είχε εγείρει εδαφικές αξιώσεις σε βάρος τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και επιπρόσθετα δεν είχε δημιουργήσει αποικίες σε μουσουλμανικό έδαφος. Σαφής στόχος τής Γερμανίας ήταν να ασκήσει με αξιώσεις την πολιτική τού οικονομικού επεκτατισμού της στην περιοχή τής Νοτιοανατολικής Ευρώπης και στα εδάφη τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στα οποία ο ορυκτός πλούτος (πετρέλαια, μεταλλεύματα κ.λπ.) ήταν το μεγάλο δέλεαρ.

Η ουσιαστική συνεργασία μεταξύ Γερμανίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έγινε πραγματικότητα: 1) με την άνοδο στο θρόνο της Γερμανίας του Γουλιέλμου Β΄ στα τέλη της δεκαετίας του 1880, και 2) με τη μεγάλη επιτάχυνση που γνώρισε η ανάπτυξη της βιομηχανίας της την ίδια εποχή. Ο Γουλιέλμος Β΄ εγκατέλειψε τη μετριοπαθή πολιτική του Βίσμαρκ και έθεσε άμεσα σε εφαρμογή, την «πολιτική παγκόσμιας εξάπλωσης» (Weltpolitik). Οι δύο επισκέψεις του Γουλιέλμου Β΄ στην Κωνσταντινούπολη μέσα σε μια δεκαετία (1889 και 1898) έδωσαν στις γερμανικές επενδύσεις και το γερμανικό επεκτατισμό την ώθηση που χρειάζονταν. Η παρουσία τού Γερμανού αυτοκράτορα στην Πόλη περιόριζε ή και τερμάτιζε τον απόλυτο έλεγχο της περιοχής από τους Γάλλους και τους Βρετανούς. Στο πλαίσιο λοιπόν αυτής της γεωοικονομικής διείσδυσης, ευπρόσδεκτης από την Τουρκία, εντάσσεται ασφαλώς και η δήλωση του αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β΄ το 1898 από τη Δαμασκό ότι μπορούσαν οι μουσουλμάνοι να τον θεωρούν «προστάτη τους».

Η φανερή, επομένως, γερμανική στήριξη έδωσε τεράστια ώθηση στον τουρκικό εθνικισμό, ιδιαίτερα μετά την έναρξη του Μεγάλου Πολέμου και την ένταξη της Τουρκίας στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων. Στήριξη που έφθασε ακόμη και στη διαταγή από υψηλόβαθμους Γερμανούς, όπως τους στρατηγούς Otto Liman von Sanders, αρχηγό της Αυτοκρατορικής Γερμανικής Αποστολής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, και Fritz Bronsart von Schellendorf, αρχηγό του Οθωμανικού Γενικού Επιτελείου Στρατού, για εκτοπίσεις χριστιανών στο εσωτερικό της Μ. Ασίας δήθεν για στρατιωτικούς λόγους και για αντιμετώπιση της ανταντικής κατασκοπείας, παρά το ότι ήταν πασιφανείς οι ολέθριες συνέπειες τέτοιων πράξεων. Πληθώρα σχετικών στοιχείων για το ρόλο και τις βαριές ευθύνες των Γερμανών, ειδικά στην περιοχή του Πόντου, παρουσίασε ήδη από το 1962 ο αείμνηστος καθηγητής Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, βασισμένος στα αρχεία της Αυστροουγγαρίας που ανοίχθηκαν το 1958 με άδεια της αυστριακής κυβέρνησης.

H έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν, σε τελική ανάλυση, πρώτης τάξης ευκαιρία για τους Νεότουρκους να απαλλαγούν οριστικά από τους χριστιανούς, αρχής γενομένης από τους Αρμένιους, οι οποίοι αφενός δε διέθεταν ελεύθερο εθνικό κέντρο και αφετέρου αποτελούσαν εμπόδιο στα σχέδια των Νεοτούρκων (άλλωστε και στις σφαγές που οι Αρμένιοι είχαν υποστεί από τον Αβδούλ Χαμίτ το 1894-1896, η Ευρώπη δεν είχε αντιδράσει). Έτσι, οι σφαγές και οι πορείες θανάτου των Αρμενίων το 1915, πράξεις που συγκλόνισαν με την αγριότητα και την έκτασή τους, διαπραγμένες μέσα σ’ ένα αντιστρόφως σύντομο χρονικό διάστημα, προκάλεσαν παγκόσμια συγκίνηση και χαρακτηρίσθηκαν από τις Μ. Δυνάμεις «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και του πολιτισμού», σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις των Συμβάσεων της Χάγης (1899 και 1907). Η πρώτη Γενοκτονία του 20ού αιώνα ήταν πλέον γεγονός.

Κλίμα τρομοκράτησης άρχισε να επικρατεί σταδιακά και στους Έλληνες, γεγονός που τους οδηγούσε στη σκέψη ότι ενδεχομένως θα ακολουθούσε και η δική τους εξόντωση. Όπερ και εγένετο από το 1916 κυρίως και μετά. Οι Νεότουρκοι εφάρμοσαν διαφορετική τακτική ως προς την εξόντωση των ελληνικών πληθυσμών σε σχέση με την αντίστοιχη κατά των Αρμενίων, λόγω της ύπαρξης του ελληνικού κράτους και του φόβου περαιτέρω επέμβασης των συμμαχικών δυνάμεων. Οι εκτοπισμοί ήταν σταδιακοί και πραγματοποιούνταν σε μεγάλο εύρος χρόνου για να μην προκληθούν αντιδράσεις. Η γενοκτονία τού ελληνικού στοιχείου δε γινόταν, αρχικά τουλάχιστον, τόσο με εκτελέσεις και σκηνοθετημένες επιθέσεις άτακτων μουσουλμάνων όσο με έμμεσο τρόπο, τον «λευκό θάνατο».  Η λευκή σφαγή όμως διά των ατελεύτητων πορειών θανάτου συνεχίσθηκε με βιασμούς και φόνους, αγχόνες, λεηλασίες και πυρπολήσεις πόλεων, χωριών και μονών.

Τα αποτρόπαια εγκλήματα σε βάρος των Ελλήνων τής Ανατολής, στη συγκεκριμένη περίπτωση του Πόντου, φαντάζουν ακόμη πιο τραγικά, αν αναλογιστούμε ότι πραγματοποιήθηκαν με τις «ευλογίες» τής Δύσης, η οποία, είναι αλήθεια, ότι εξέφρασε πολλές φορές τον αποτροπιασμό της. Παρά ταύτα, η «οσμή του πετρελαίου», όπως εύστοχα έγραψε η Διδώ Σωτηρίου, ήταν τόσο έντονη στην περιοχή, που δεν άφηνε στις Μ. Δυνάμεις κανένα περιθώριο για συναισθηματισμούς.

Τούτος, λοιπόν, ο (οικονομικός) ανταγωνισμός μεταξύ των Μ. Δυνάμεων (φάση Ανατολικού Ζητήματος) καθώς και η συμφωνία τού Μουσταφά Κεμάλ με τους Μπολσεβίκους επέτρεψαν στον Τούρκο ηγέτη να υλοποιήσει την τελευταία και πιο καθοριστική φάση τής γενοκτόνου τουρκικής πολιτικής από το Μάιο του 1919 μέχρι το 1922.

Και μάλιστα, ενώ μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπήρξαν μεγάλες προσδοκίες από τις προσαγωγές στα τουρκικά δικαστήρια όλων εκείνων που διέπραξαν τα ειδεχθή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας –ο Taner Akçam και ο Vahakn Dadrian παρουσίασαν τα πρακτικά αυτών των 63 δικών εναντίον της Επιτροπής «Ένωσις και Πρόοδος» και της Επιτροπής τής «Ειδικής Οργάνωσης»-, τελικά οι ένοχοι Enver, Talaat, Jemal, Mehmet Niazim, Behaeddin Shakir και πολλοί άλλοι, όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν (καταδικάσθηκαν ερήμην σε θάνατο), αλλά, σύμφωνα με τον T. Akçam, «προστατεύθηκαν μπροστά στο σοβαρό ενδεχόμενο της εθνικής ταπείνωσης της Τουρκίας, και τα εγκλήματα συνεπώς μετατράπηκαν σε αγώνα για την ύπαρξη του ίδιου του τουρκικού έθνους».

Είναι σκόπιμο να τονισθεί ότι η ληξιαρχική πράξη γέννησης του όρου «Γενοκτονία» ανήκει στον Πολωνό, εβραϊκής καταγωγής, νομικό  Raphael Lemkin (Ραφαέλ Λέμκιν). Μέχρι τότε οι όροι που είχαν ήδη υιοθετηθεί ήταν: «Μεγάλη Καταστροφή» και «Ξεριζωμός» για τους Έλληνες, «Μεγάλο Έγκλημα» και «Ολοκαύτωμα» για τους Αρμενίους, «Σπαθί» για τους Ασσυρίους και «Ολοκαύτωμα» για τους Εβραίους. Ο Lemkin, έχοντας μελετήσει τα εγκλήματα σε βάρος των Ελλήνων και των Αρμενίων και φυσικά τις ναζιστικές θηριωδίες εναντίον των Εβραίων, πρότεινε στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών το 1946 νόμο, που τελικά ψηφίσθηκε με μικρές αλλαγές το Δεκέμβριο του 1948, με σκοπό την πρόληψη και την τιμωρία της Γενοκτονίας ως διεθνούς εγκλήματος, όχι μόνο με μελλοντική αλλά και με αναδρομική ισχύ. Με βάση τα περίφημα 5 σημεία του νόμου των Ηνωμένων Εθνών, «Γενοκτονία» είναι είτε σε περίοδο πολέμου είτε σε περίοδο ειρήνης: α) η δολοφονία μελών μιας  ομάδας, β) η πρόκληση σοβαρών σωματικών και ψυχικών τραυμάτων, γ) η εσκεμμένη δημιουργία συνθηκών που οδηγούν στη φυσική εξόντωση μιας ομάδας ή μέρους αυτής, δ) η παρεμπόδιση ή διακοπή των γεννήσεων, ε) η απαγωγή παιδιών και η μεταφορά τους στο περιβάλλον μιας άλλης ομάδας.

Η Γενοκτονία των Ελλήνων της Ανατολής, με όλα τα εγκλήματα και τις μορφές βίας που αναφέρονται στην εν λόγω σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών, ήταν μια «Γενοκτονία εν ροή», κατά την Tessa Hofmann, με την έννοια ότι: α) διενεργήθηκε σε συνέχειες, β) οι τόποι του εγκλήματος άλλαζαν συνεχώς, και γ) ο ρυθμός τέλεσής της άλλοτε επιβραδυνόταν και άλλοτε επιταχυνόταν, σε συνάρτηση με την ουδετερότητα ή την αντιπαλότητα του ελληνικού κράτους, το οποίο δικαιολογημένα θεωρούνταν, ως εθνικό κέντρο, ο προστάτης των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Σύμφωνα, τέλος, με τους μελετητές και τους καθηγητές των γενοκτονικών σπουδών, όπως είναι οι: Israel Charny, Roger Smith, Ronald Levitsky κ.ά., οι πράξεις Γενοκτονίας «δε νομιμοποιούνται ακόμη και σε περίοδο πολέμου, ακόμη και αν αποδεδειγμένα τα θύματα δεν είναι μόνο άμαχοι, αλλά άνθρωποι που πήραν τα όπλα είτε για διεκδίκηση αυτονομίας είτε για αντίσταση ενάντια σε μια γενοκτόνο πολιτική». Η «αθωότητα του θύματος» δεν αποτελεί σε καμιά περίπτωση κριτήριο αναγνώρισης Γενοκτονίας.

Παρ’ όλο που στην ιστορία δεν μπορούμε να μιλούμε με υποθέσεις, ωστόσο θα μπορούσαμε να σημειώσουμε ότι αν το 1914, ο κόσμος είχε αντιδράσει έγκαιρα και αποφασιστικά ενάντια στην αδικία, τότε όχι μόνο η Ελληνική Γενοκτονία θα είχε αποφευχθεί –το ίδιο και οι αντίστοιχες των Αρμενίων και των Ασσυρίων- αλλά δε θα είχαν συμβεί και άλλες γενοκτονίες στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, στη Ρουάντα, στο Σουδάν και όπου αλλού στον κόσμο. Δε θα διαβάζαμε, έτσι, σήμερα ανθολογίες τραγικών γεγονότων, αλλά απλά σενάρια σκοτεινής μυθοπλασίας.

μεριμνα-χατζηκυριακιδης (2)
Ο Κυριάκος Στ. Χατζηκυριακίδης είναι προϊστάμενος στο Τμήμα Σχεδιασμού Πολιτιστικών Δραστηριοτήτων του Δήμου Κορδελιού – Ευόσμου. Είναι διδάκτορας Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του Α.Π.Θ..

Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης : Το σύνδρομο του αυτοχθονισμού

Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης

Το σύνδρομο του αυτοχθονισμού

 

al_02Δεν προκαλούν εντύπωση στους «παροικούντες την Ιερουσαλήμ» οι προσβολές και οι ύβρεις στο πρόσωπο του Ιβάν Σαββίδη. Στους δύο αιώνες της ελληνικής ανεξαρτησίας που ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε σε λίγα χρόνια περισσεύουν οι προσπάθειες οργανωμένων ομάδων να ελέγξουν και να οικειοποιηθούν το κράτος. Το «κράτος λάφυρο», όπως έχει χαρακτηρισθεί. Από την εποχή του αγώνα της Παλιγγενεσίας όπου εκσυγχρονιστικές ομάδες που επιθυμούσαν τη δημιουργία κράτους-δικαίου έβλεπαν τις φιλοδοξίες τους να θρυμματίζονται μπροστά στην επικρατούσα αντίληψη των παραδοσιακών κοτζαμπασικών ομάδων πως το μόνο πολιτικό σύστημα που ταιριάζει στην Ελλάδα είναι το «σύστημα Μοραΐτικόν», η διαιώνιση δηλαδή του πελατειακού συστήματος, της εξάρτησης και της χειραγώγησης του δημοσίου από ομάδες «αρματολών» που επιθυμούσαν να νέμονται εσαεί την εξουσία εν είδει τιμαρίων.

Αυτόν εξάλλου το στόχο, της χρήσης δηλαδή του κράτους ως περιουσιακό στοιχείο των κοτζαμπασικών ομάδων εξυπηρετούσαν και οι πρόνοιες του συντάγματος του 1844 και το ψήφισμα περί αυτοχθόνων και ετεροχθόνων Ελλήνων που στερούσε από χιλιάδες αλύτρωτους Έλληνες και ομογενείς την ελληνική υπηκοότητα. Γιατί άλλωστε να αποκτούσαν την ελληνική υπηκοότητα διεκδικώντας αναπόφευκτα συμμετοχή στη διακυβέρνηση του κράτους;

Η ίδια αέναη σύγκρουση αυτοχθονισμού και ετεροχρονισμού συνεχίζεται μονότονα σε διάφορες παραλλαγές σε αυτόν τον τόπο έως σήμερα. Μια σύγκρουση  για την εξουσία, για τον έλεγχο των κρατικών δομών. Η έλλειψη θεσμών και οι συνέπειές της, όπως η παρούσα οικονομική κρίση αλλά και η κατάντια του ελληνικού ποδοσφαίρου, στο ίδιο ακριβώς σχήμα εντάσσονται, αφού εξυπηρετούν τους Έλληνες «κλεφταρματολούς» επιτρέποντάς τους να διαιωνίζουν την εξουσία τους.

Την ίδια στιγμή οι Έλληνες της Διασποράς εξακολουθούν να μας κάνουν περήφανους. Από τη Μελβούρνη και το Σίδνεϋ, την Οδησσό και την Κριμαία, έως τη Στουτγκάρδη και την Αίγυπτο εξακολουθούν στο πέρασμα των αιώνων να εκφράζουν τις αναλλοίωτες αξίες του οικουμενικού Ελληνισμού, κληρονομιά της ίδιας της ανθρωπότητας. Αυτά βεβαίως είναι «ψιλά γράμματα» για τους θιασώτες της «μικρής αλλά εντίμου Ελλάδος». Για «Ρωσοπόντιους» θα μιλάμε τώρα;

IMG_6886
Ο Ιάκωβος Μιχαηλίδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ

 

Βλάσης Αγτζίδης: Ποια η ερμηνεία του όρου γενοκτονία;

 

Ποια η ερμηνεία του όρου γενοκτονία;

 

Του Βλάση Αγτζίδη (*)

 

Μπορεί να φανταστεί κάποιος ότι ένα ερώτημα του τύπου «κακούργημα ή φόνος;» θα μπορούσε να προκαλεί δημόσια συζήτηση; Φυσικά όχι, γιατί είναι αυτονόητο ότι οι δύο όροι ανήκουν σε διαφορετική ομάδα εννοιών.  Ο πρώτος είναι νομικός όρος και ο δεύτερος περιγράφει μία πράξη. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με το ερώτημα «εθνοκάθαρση ή γενοκτονία;» που ταλανίζει από χθες το δημόσιο βίο με αφορμή μια σχετική δήλωση του υπουργού Παιδείας κ. Νίκου Φίλη. Η σύγκρουση του κ. Φίλη με τους ποικίλους αντιπάλους του γίνεται πάνω στο ανυπόστατο ερώτημα εάν τα όσα συνέβησαν στο μικρασιατικό Πόντο την περίοδο 1916-1923 ήταν εθνοκάθαρση ή γενοκτονία.

Είναι ενδεικτικό της κατάστασης που βρίσκεται ο διάλογος εν Ελλάδι, το γεγονός ότι ούτε ο κ. Φίλης ούτε και οι αντίπαλοί του έχουν τη συναίσθηση ότι το ερώτημα «γενοκτονία ή εθνοκάθαρση;» είναι άτοπο γιατί  ο όρος «γενοκτονία» είναι ένας νομικός όρος που δημιουργήθηκε μόλις του 1944 και εισήχθη στη διεθνή νομολογία το 1948, ενώ ο όρος «εθνοκάθαρση» είναι ένας κοινός όρος που περιγράφει συμπεριφορές και πρακτικές, όπως και οι όροι  «έγκλημα πολέμου» ή «Καταστροφή» ή  «μαζική σφαγή».

Ο όρος «genocide» (γενοκτονία) αποτελεί ένα νέο όρο που δημιουργήθηκε μετά το τέλος του Β’ παγκοσμίου Πολέμου από τον πολωνοεβραίο Ραφαήλ Λέμκιν  (Raphael Lemkin) καθηγητή  του Πανεπιστημίου του Γέιλ για να περιγράψει το έγκλημα της μαζικής εξόντωσης των Εβραίων από τους Ναζί κατά τη διάρκεια του  πολέμου.  Αποτέλεσε ομόφωνη Σύμβαση ΟΗΕ του 1948 «για την Πρόληψη και Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας» και από το 1951 τέθηκε σε ισχύ στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου.

Η νέα αυτή λέξη, που εισήχθη στη νομική ορολογία, βασίστηκε στη σύνθεση της ελληνικής λέξης «γένος» (οικογένεια ή φυλή) και της λατινικής «cidium» (κτείνω-σκοτώνω). Ο Λέμκιν για να υποστηρίξει την άποψή του, ότι πρόκειται για ένα νέο είδος εξόντωσης που οργανώνουν οι εξουσίες κατά ανεπιθύμητων πληθυσμών, αναφέρθηκε στις μαζικές σφαγές και την εξόντωση των Ελλήνων και των Αρμενίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας  από τους Νεότουρκους. Ουσιαστικά, τη συνείδηση ότι η ανθρωπότητα βρίσκεται μπρος σ’ ένα νέο τύπο μαζικού εγκλήματος ο Λέμκιν  την απέκτησε μετά τις σφαγές των Ελλήνων, των Αρμενίων από τους Νεότουρκους και τους Κεμαλικούς και αρχικά το περιέγραψε: «Έγκλημα της Βαρβαρότητας» και στη συνέχεια του έδωσε το όνομα με το οποίο καθιερώθηκε: «Γενοκτονία».

 

Σύμφωνα με τη Σύμβαση του ‘48, ένα βίαιο γεγονός μπορεί να χαρακτηριστεί «γενοκτονία» όταν είναι:

«…εσκεμμένη προσπάθεια καταστροφής εν όλω ή εν μέρει, μιας εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας», με έναν από τους παρακάτω τρόπους:

α) τον φόνο μελών της ομάδας,

β) την πρόκληση σοβαρής σωματικής ή διανοητικής βλάβης σε μέλη της ομάδας,

γ) τη σκόπιμη επιβολή στην ομάδα συνθηκών ζωής υπολογισμένων, έτσι ώστε να επιφέρουν τη φυσική τους καταστροφή, εν όλω ή εν μέρει,

δ) την επιβολή μέτρων που αποσκοπούν στην αποτροπή γεννήσεων στο εσωτερικό της ομάδας και

ε) την υποχρεωτική μεταφορά των παιδιών της ομάδας σε κάποια άλλη»

 

Στην περίπτωση των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εφαρμόστηκαν και οι πέντε τρόποι, σε διαφορετικό χρόνο και με διαφορετικό τρόπο στους επιμέρους πληθυσμούς.

 

Η περίπτωση των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

Η Γενοκτονία των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ανήκει στην ίδια ιστορική κατηγορία με τις γενοκτονίες των Αρμενίων και των Ασσυροχαλδαίων που εκπόνησαν και υλοποίησαν οι Νεότουρκοι και στη συνέχεια οι κεμαλικοί. Με τις γενοκτονίες των χριστιανικών λαών της Ανατολής εγκαινιάζεται μια νέα πολιτική αντιμετώπισης διαφόρων πληθυσμιακών ομάδων από σκληρές εξουσίες, που επιδιώκουν την ομογενοποίηση του χώρου που ελέγχουν ή την κυνική μεταφορά πλούτου από τις ομάδες-θύματα στους θύτες. Η κορύφωση αυτής της νέας πολιτικής θα είναι το Ολοκαύτωμα που θα πραγματοποιήσουν οι Ναζί, οι οποίοι κυριολεκτικά «βιομηχανοποίησαν» την εξόντωση των στοχευμένων πληθυσμών.

Όσον αφορά το ιστορικό γεγονός της Γενοκτονίας, δεν είναι κοινά αποδεκτό στην Ελλάδα, ούτε απολύτως συνειδητοποιημένο στις λεπτομέρειές του ακόμα και από αυτούς που ειλικρινά ή υποκριτικά το αποδέχονται και τιμούν τα θύματα. Οι εξηγήσεις αυτής της κατάστασης είναι ενδιαφέρουσες αλλά δεν θα τις παρουσιάσουμε σε αυτό το σημείωμα.

Πάντως σε διεθνές επίπεδο τα πράγματα βαίνουν πολύ καλύτερα, εφόσον αποφάνθηκε επί του συγκεκριμένου η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών (International Association of Genocide Scholars – IAGS http://www.genocidetext.net) -δηλαδή ο καθ’ ύλη διεθνής οργανισμός για την γνωμοδότηση εάν μια βίαιη πράξη νομικά μπορεί να χαρακτηριστεί «γενοκτονία» και αν εμπίπτει στον ορισμό που εμπεριέχεται στη Σύμβαση του ΟΗΕ του 1948 «για την Πρόληψη και Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας». Στις 16 Δεκεμβρίου 2007 η IAGS εξέδωσε το παρακάτω ψήφισμα, με το οποίο αναγνωρίζεται ότι η εθνική εκκαθάριση που υπέστησαν οι ελληνικοί πληθυσμοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τους Νεότουρκους και τους Κεμαλικούς ανήκει στην νομική κατηγορία των «εγκλημάτων Γενοκτονίας», όπως αυτή ορίστηκε από τον ΟΗΕ. Συγκεκριμένα αναφέρει:

«-ΔΕΔΟΜΕΝΟΥ ΟΤΙ η άρνηση της γενοκτονίας αναγνωρίζεται ευρέως ως το τελικό στάδιο της γενοκτονίας, που επιφυλάσσει στους δράστες της γενοκτονίας την ατιμωρησία και αποδεδειγμένα προετοιμάζει το έδαφος για μελλοντικές γενοκτονίες. -ΔΕΔΟΜΕΝΟΥ ΟΤΙ η γενοκτονία μειονοτικών πληθυσμών από το οθωμανικό κράτος κατά τη διάρκεια και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο απεικονίζεται συνήθως ως γενοκτονία των Αρμενίων αποκλειστικά, με μερική μόνο αναγνώριση των ποιοτικά όμοιων γενοκτονιών άλλων χριστιανικών μειονοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

-ΨΗΦΙΖΟΥΜΕ ΟΤΙ είναι πεποίθηση της Διεθνούς Ενώσεως Ακαδημαϊκών για τη Μελέτη των Γενοκτονιών ότι η εκστρατεία των Οθωμανών εναντίον των χριστιανικών μειονοτήτων της Αυτοκρατορίας μεταξύ 1914 και 1923 αποτέλεσε μια γενοκτονία των Αρμενίων, των Ασσυρίων και των Ελλήνων του Πόντου και της Ανατολίας.

-ΨΗΦΙΖΟΥΜΕ ΑΚΟΜΑ ΟΤΙ η Ένωση ζητά εκ τούτου από την κυβέρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει τις γενοκτονίες αυτών των πληθυσμών, να εκδώσει μια επίσημη απολογία και να προχωρήσει σε άμεσα και σημαντικά βήματα για αποκατάσταση.»

 

Agtzidis-Vlassis Ο Βλάσης Αγτζίδης (http://kars1918.wordpress.com/) είναι διδάκτορας Σύγχρονης Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Βασικές του σπουδές είναι τα μαθηματικά και οι Η/Υ (Φυσικομαθηματική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών). Το αντικείμενο της διατριβής του ήταν η σοβιετική, κομματική, ελληνόφωνη εφημερίδα του Καυκάσου Κόκκινος Καπνάς (Κόκκινος Καπνεργάτης), μέσω της οποίας αποκωδικοποιούνται οι «απόκρυφοι» επικοινωνιακοί κώδικες της σταλινικής εκδοχής του σοβιετικού καθεστώτος. Τα κύρια ερευνητικά του ενδιαφέροντα σχετίζονται με τον σοβιετικό Μεσοπόλεμο και την ιστορία του σοβιετικού ελληνισμού, καθώς και με τη διαδικασία μετάβασης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην εποχή των εθνών-κρατών και με την ιστορική εμπειρία του ελληνισμού στη Μικρά Ασία. Έχει εκδώσει και επιμεληθεί 15 βιβλία. Έχει δημοσιεύσει αρκετά άρθρα για τα θέματα που τον ενδιαφέρουν. Δίδαξε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Δίδαξε επίσης στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μ.Μ.Ε. του Καποδιστριακού πανεπιστημίου Αθηνών το μάθημα για το συλλογικό Τραύμα και τη διαχείριση της Μνήμης. Από το 2009 επιμελείται το Σεμινάριο Ιστορίας στο «Ελεύθερο Πανεπιστήμιο» του Δήμου Κηφισιάς.

 

 

Ι. Μιχαηλίδης: Η «αποκατάσταση» του Μακεδονικού Μετώπου

Η «αποκατάσταση» του Μακεδονικού Μετώπου

Η αποτίμηση του επιστημονικού συμποσίου

γράφει ο Ιάκωβος Μιχαηλίδης

Ήταν πριν από δύο περίπου χρόνια όταν ο καθηγητής Γιάννης Μουρέλος εισηγήθηκε την διοργάνωση συνεδρίου με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από την έκρηξη του  Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Δέχθηκα με χαρά αν και στην πίσω πλευρά του μυαλού μου γυρόφερνε το ερώτημα τί το καινούριο θα μπορούσε να αναδείξει ένα τέτοιο συνέδριο.  Η διοργάνωση επετειακών συνεδρίων είναι βέβαια σύνηθες φαινόμενο σε ολόκληρο τον κόσμο.  Δίνει την ευκαιρία σε ειδικούς αλλά και στο ευρύ κοινό να «ζωντανέψουν» ένα κατά κανόνα ξεχασμένο στη λήθη θέμα. Επιτρέπει επίσης την εκ του σύνεγγυς επικοινωνία επιστημόνων και βοηθά στην αποτίμηση της επιστημονικής παραγωγής.

Από την πρώτη κιόλας στιγμή η ανταπόκριση των ιστορικών απ’ όλο τον κόσμο οι οποίοι ασχολούνται με το Μακεδονικό Μέτωπο ήταν εντυπωσιακή. Σχεδόν όλοι δέχθηκαν με χαρά δίνοντας ραντεβού στη Θεσσαλονίκη. Σε μια στιγμή που ο επετειακός συνεδριακός τουρισμός έδειχνε σημεία κορεσμού, η Θεσσαλονίκη ήρθε να αναζωογονήσει την ενασχόληση με τον Μεγάλο Πόλεμο. Το πρώτο στοίχημα είχε ήδη κερδηθεί. Το μαρτυρά άλλωστε και η ανάδειξη του στρατιωτικού κοιμητηρίου στο Ζεϊτενλίκ  σε δεύτερο σε επισκεψιμότητα μνημείο της πόλης, μετά τον Άγιο Δημήτριο.

Η πανεπιστημιακή κοινότητα αγκάλιασε με μεγάλη αγάπη το συνέδριο. Η σύμπραξη του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Μακεδονίας υπό την αιγίδα του δήμου Θεσσαλονίκης  προσέδωσε κύρος αποδεικνύοντας πως η πόλη είχε τη βούληση να τιμήσει την ιστορία της. Οι ομάδες των φοιτητών από τους εν λόγω φορείς που εργάσθηκαν αφιλοκερδώς, με ενθουσιασμό και μεράκι για περισσότερους από δεκαοχτώ μήνες, οριοθέτησαν το υψηλό ακαδημαϊκό προφίλ και την βούλησή τους να αντισταθούν με σεμνότητα στην τρέχουσα παρακμή.

Με βάση τα παραπάνω δεδομένα δεν αποτέλεσε έκπληξη η μαζική προσέλευση στις εργασίες του συνεδρίου. Ένας σταθερός αριθμός διακοσίων ατόμων, αρκετοί από αυτούς όρθιοι, παρακολούθησαν ανελλιπώς το συνέδριο συμμετέχοντας με τις αντιδράσεις τους σε όσα επικοινωνούσαν οι ιστορικοί. Οι τελευταίοι φώτισαν με τα επιχειρήματά τους πολλές πτυχές από την δράση της Στρατιάς της Ανατολής. Αμφισβήτησαν το στερεότυπο των «κηπουρών της Θεσσαλονίκης» κατά την έκφραση του Κλεμανσό και αποκατέστησαν την μνήμη τους στη συλλογική αφήγηση του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ομόφωνη ήταν η άποψη πως το Μακεδονικό Μέτωπο και η κατάρρευση της Βουλγαρίας επιτάχυναν τη συνθηκολόγηση της  Γερμανίας, την ίδια στιγμή που το Δυτικό Μέτωπο είχε βαλτώσει.  Σε μια άλλη διάσταση οι εισηγητές ανέδειξαν αρκετές επί μέρους πτυχές των πολεμικών επιχειρήσεων, όπως τις υγειονομικές υπηρεσίες και τις συνέπειες στα στρατιωτικά σώματα αλλά και στους αμάχους από τις μολυσματικές ασθένειες αλλά και την κατασκευή της μνήμης των βετεράνων του πολέμου και τις ιδιαιτερότητές της από χώρα σε χώρα.

 Η χαρτογράφηση του Μετώπου κατέστησε εναργέστερη και την κατεύθυνση της έρευνας μελλοντικά. Η συγκριτική προσέγγιση της κοινωνικής και στρατιωτικής κινητικότητας στην περιοχή των Βαλκανίων με την μελέτη φαινομένων όπως η επιστράτευση, οι λιποταξίες, η δημογραφική μηχανική, σε συνδυασμό με την αποτύπωση της κληρονομιάς του πολέμου στις μεσοπολεμικές βαλκανικές κοινωνίες με την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων σε τομείς όπως ο αγροτικός, στο επίπεδο της ιστοριογραφίας αλλά και της τέχνης προσδιόρισαν σε μεγάλο βαθμό το περιεχόμενο ενός νέου επιστημονικού συνεδρίου που προγραμματίζεται στη Θεσσαλονίκη το 1918. Τότε με τη λήξη του πολέμου η σκυτάλη των πρωταγωνιστών δικαιολογημένα περνά στους Βρετανούς που πρωταγωνίστησαν στην οριοθέτηση του μεταπολεμικού κόσμου, ιδιαίτερα στη νοτιοανατολική λεκάνη της Μεσογείου.

Η Οργανωτική Επιτροπή του συνεδρίου αφιέρωσε τις εργασίες του στη μνήμη των στρατιωτών όλων των εθνικοτήτων που έχασαν τη ζωή τους. Πολλοί από αυτούς αναπαύονται στο κοιμητήριο του Ζεϊτενλίκ αλλά και στα στρατιωτικά νεκροταφεία που βρίσκονται διάσπαρτα στη μακεδονική ενδοχώρα.  Έναν αιώνα μετά η θυσία τους εξακολουθεί να αναζητά την δικαίωσή της.

 

Μιχαηλίδης Ιάκωβος

IMG_6886

Αναπληρωτής Καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, ΑΠΘ