Skip to main content

Ελλάδα και Πολωνία στις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου:Κατά κλαδο περιπτωσιολογική εξέταση της πολεμικής προπαρασκευής δυο ευρωπαϊκών κρατών του Μεσοπολέμου

Ελλάδα και Πολωνία στις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου

Κατά κλαδο περιπτωσιολογική εξέταση της πολεμικής προπαρασκευής δυο ευρωπαϊκών κρατών του Μεσοπολέμου

Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις του Πολεμικού Μουσείου ένας συλλογικός τόμος με αντικείμενο την αντιπαραβολή της πολεμικής προπαρασκευής δυο κρατών, τα οποία θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως λειτουργούσαν με γνώμονα έναν κοινό παρονομαστή σε ζητήματα σχεδιασμού εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, αλλά και γενικότερης (αν)ασφάλειας και υπαρξιακής αγωνίας στο πλαίσιο της διαρκούς κλιμακούμενης διεθνούς έντασης κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1930. Πρόκειται για τις περιπτώσεις της Ελλάδας και της Πολωνίας, ένα case study, το οποίο θα μπορούσε κάλλιστα να επεκταθεί με άλλους πρωταγωνιστές (Τσεχοσλοβακία, Βέλγιο, Κάτω Χώρες, Γιουγκοσλαβία, Ρουμανία κλπ.) μέσα στην ίδια πάντοτε εκρηκτική συγκυρία.

Ο τόμος περιλαμβάνει τρία εκτενή άρθρα. Ένα πρώτο  είναι αμιγώς ελληνικού ενδιαφέροντος αλλά με έντονο πολωνικό άρωμα. Ένα δεύτερο αμιγώς πολωνικού. Μόνο το τρίτο (πρώτο κατά σειρά εμφάνισης) επιχειρεί μια συγκριτική προσέγγιση ανάμεσα στις δυο περιπτώσεις, ελληνική και πολωνική.

Στο πρώτο άρθρο (Κωνσταντίνος Δ. Βλάσσης) με τίτλο Εξοπλισμοί Πολωνίας-Ελλάδας και ο αγγλογαλλικός παράγοντας προ του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, επιχειρείται μια συγκριτική προσέγγιση, από την οποία προκύπτουν περισσότερες ομοιότητες παρά διαφορές. Κινούμενος με χαρακτηριστική άνεση στην (όχι δεδομένα γνωστή στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό) πολωνική πραγματικότητα, ο συγγραφέας, αφού σκιαγραφεί προηγουμένως την ιστορική διαδρομή του νεότευκτου Πολωνικού κράτους από γενέσεώς του (1918) έως το 1935, επικεντρώνει εν συνεχεία στην εξοπλιστική πολιτική της χώρας μέσα στο διαταραγμένο διεθνές γίγνεσθαι των ετών 1936-1939 σε επίπεδο επιτελικού σχεδιασμού, δομής και επιχειρησιακής ετοιμότητας των τριών όπλων, εξοπλισμών και εκσυγχρονισμού, τέλος, αναζήτησης και ανεύρεσης πόρων. Το όλο πρόγραμμα ανακόπηκε την 1η Σεπτεμβρίου 1939 εξαιτίας της γερμανικής εισβολής. Ωστόσο, η έως τότε υλοποίησή του υπήρξε μάλλον απογοητευτική. Ο λόγος συνίστατο στο αγεφύρωτο χάσμα που υφίστατο ανάμεσα σε μεγαλεπήβολα σχέδια αφενός και περιορισμένες δυνατότητες αφετέρου, τα πάντα μέσα σε ένα σαθρό διεθνές στερέωμα. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις των τεθωρακισμένων (το 1939 η Πολωνία ήταν σε θέση να αντιτάξει μόλις 119 ελαφρά άρματα και τεθωρακισμένα σε ένα στόλο 2.600 αντιστοίχων γερμανικών, εκ των οποίων 440 περίπου σύγχρονης τεχνολογίας) της πολεμικής αεροπορίας (στα τέλη Ιουλίου 1939, λίγες ημέρες πριν από την εισβολή, εγκαταλείφθηκε λόγω συναλλαγματικών περιορισμών η παραγγελία 143 αεροσκαφών) και του πολεμικού ναυτικού (τον κρίσιμο Σεπτέμβριο η δύναμη των κυρίων μονάδων μάχης περιορίζονταν σε 4 αντιτορπιλικά και 5 υποβρύχια σε αντιδιαστολή με τον αρχικό προγραμματισμό, ο οποίος προέβλεπε την προμήθεια θωρηκτών, καταδρομικών και δεκάδων αντιτορπιλικών). Σημαντικότερη όλων πρέπει να θεωρηθεί η αποκρυπτογράφηση του γερμανικού συστήματος Enigma από Πολωνούς ειδικούς, χάρη στην ανακάλυψη των οποίων οι βρετανικές υπηρεσίες κατόρθωσαν εν συνεχεία καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου και μέσα σε απόλυτη μυστικότητα να διαβλέπουν κινήσεις και επιλογές του αντιπάλου.

Αντίστοιχη πορεία μέσα στο χρόνο ακολουθεί ο συγγραφέας και για την περίπτωση της Ελλάδας την ίδια εποχή. Μια χώρα, η οποία καλείτο να αντιμετωπίσει διπλή απειλή: βαλκανικών διαστάσεων από την αναθεωρητική Βουλγαρία και, από την άνοιξη του 1939 και κατόπιν, μεσογειακών διαστάσεων με προέλευση την Ιταλία και το αλβανικό ορμητήριο της τελευταίας. Ένα από τα κύρια διακριτικά γνωρίσματα του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου αποτελεί η αντίφαση, η οποία διαπιστώνεται ανάμεσα στην εκφορά ενός φασιστικού λόγου και τη στρατηγική ένταξη της χώρας στο πλευρό των δημοκρατικών κρατών της Δύσης (Βρετανία, Γαλλία). Υπό αυτή την οπτική, η γαλλοβρετανική παρέμβαση στη εν γένει πολεμική προετοιμασία δεν πρέπει να εκπλήσσει, αν και με γνώμονα διμερή διακρατική συμφωνία με τη Γερμανία, κατά τα έτη 1936 και 1937 αγοράστηκαν οπλικά συστήματα με χρήση, από ελληνικής πλευράς, του πιστωτικού υπολοίπου (1,3 δισ. δραχμές), που οφειλόταν στην στη μαζική εξαγωγή καπνών προς τη Γερμανία. Πέραν όμως από την κάλυψη των εξοπλιστικών αναγκών σε συνάλλαγμα, υπήρξε πρόνοια προς την κατεύθυνση της εξεύρεσης επιπρόσθετων πόρων στο εσωτερικό με τη διενέργεια εράνων και δωρεών. Το άρθρο ολοκληρώνεται με μια άκρως εμπεριστατωμένη συγκριτική προσέγγιση της γαλλοβρετανικής εξοπλιστικής συνδρομής προς την Πολωνία και την Ελλάδα κατά τα έτη 1938-1939, ειδικότερα δε μετά την άνοιξη του 1939, οπότε, ως επακόλουθο της κατάληψης του συνόλου της Τσεχοσλοβακίας από τα ναζιστικά στρατεύματα, Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία προχώρησαν μονομερώς στην παροχή εγγυήσεων προς τις Πολωνία, Ρουμανία και Ελλάδα και στις δυτικές καγκελαρίες άρχισε να σκιαγραφείται η φρούδα προοπτική δημιουργίας ενός βαλκανικού μετώπου με τη επιπλέον συνδρομή της Γιουγκοσλαβίας, της Τουρκίας ακόμα και της ΕΣΣΔ, με στόχο την ανάσχεση της γερμανικής και ιταλικής επιρροής στο σύμπλεγμα Βαλκανίων – ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου. Με αφορμή, πάντοτε, το ζήτημα των εξοπλισμών, ο συγγραφέας επιχειρεί μια διεξοδική ανάλυση του διπλωματικού και στρατιωτικού πλαισίου, αναδεικνύοντας τις αποκλίνουσες προτεραιότητες μεταξύ Λονδίνου και Παρισιού, τις πολλαπλές αντιφάσεις και το χάσμα μεταξύ λόγου και πράξεων, που οδήγησε τελικά τον Σεπτέμβριο 1939 στην ουσιαστική εγκατάλειψη της Πολωνίας στη μοίρα της και στις αρχές του 1941 σε μια δονκιχωτική βρετανική στρατιωτική παρέμβαση στον ελλαδικό χώρο, εκ προοιμίου καταδικασμένη να μετεξελιχθεί σε πραγματική πανωλεθρία.

Polish Army Manoeuvres (1939) – British Pathé Film ID: 1021.16

Η Πολωνία βρίσκεται στο επίκεντρο και του δευτέρου άρθρου (Νίκος Χατζηϊωακείμ) με τίτλο: Η ναυτική υπόσταση της Β΄ Πολωνικής Δημοκρατίας και οι απειλές που αντιμετώπισε. Το πολιτικό και διπλωματικό υπόβαθρο της λεγομένης “Δεύτερης Πολωνικής Δημοκρατίας” (1918-1939) αναλύεται σε ένα χρήσιμο, για την κατανόηση των όσων έπονται, εισαγωγικό μέρος. Ακολουθούν, πάντοτε για την ίδια εικοσαετία, οι ναυτικοί σχεδιασμοί αλλά και οι γερμανικές και σοβιετικές σκέψεις για εξουδετέρωση του πολεμικού ναυτικού της χώρας.

Το πολεμικό ναυτικό της Β΄ Πολωνικής Δημοκρατίας χρονολογείται από τον Νοέμβριο του 1918. Τα πληρώματα στελέχωναν αξιωματικοί και ναύτες, οι οποίοι είχαν πολεμήσει στις τάξεις του ρωσικού, του γερμανικού  και του αυστροουγγρικού ναυτικού διαρκούντος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (η τριμερής αυτή προέλευση ίσχυε επίσης και για τον στρατό ξηράς). Αρχικά, η νεότευκτη δημοκρατία στερείτο πρόσβασης στη Βαλτική. Μόλις η τελευταία οριστικοποιήθηκε μέσω του περίφημου διαδρόμου του Δάντσιχ, τέθηκε σε ισχύ ένα φιλόδοξο (και εν πολλοίς εξωπραγματικό) πρόγραμμα ναυτικής ανασυγκρότησης σε όλα τα επίπεδα: προμήθεια μονάδων επιφανείας και υποβρυχίων, εκπαίδευση στελεχών, προοπτική εγχώριας ναυπήγησης, δημιουργία και ανάπτυξη ναυτικής αεροπορίας, παράκτια οχύρωση. Το άρθρο διεισδύει διεξοδικά σε όλους τους παραπάνω τομείς, συμπεριλαμβανομένης της παρεμβατικής πολιτικής της βρετανικής Ναυτικής Αποστολής και των επαφών της κυβέρνησης της Βαρσοβίας με το Παρίσι με την προοπτική διακοπής της συνεργασίας με τους Βρετανούς και αντικατάστασής τους από τους Γάλλους (οι τελευταίοι αναζητούσαν περιφερειακούς συμμάχους και εξαγωγικούς πελάτες για την πολεμική τους βιομηχανία). Τελικά, οι πολωνικές αρχές ενέκριναν ένα τετραετές πρόγραμμα ναυτικής ανασυγκρότησης, το οποίο, πέρα από την αναβάθμιση των υποδομών του λιμένα της Γδύνιας, περιλάμβανε τη ναυπήγηση εννέα υποβρυχίων. Οι Πολωνοί εξάρτησαν την επιλογή του αναδόχου από την εξασφάλιση δωρεάν εκπαίδευσης, παροχή πιστώσεων και εγγύηση προσφοράς βάσης για τα υποβρύχια σε περίπτωση απώλειας του ορμητηρίου της Γδύνιας. Ο τελευταίος όρος εκχωρούσε σαφές προβάδισμα στους Γάλλους χάρη στην υφιστάμενη διμερή συνθήκη συμμαχίας με την Πολωνία. Το άρθρο αναφέρεται αναλυτικά στις διαπραγματεύσεις με τους Γάλλους και στα διαφόρου φύσεως προβλήματα και δυσκολίες που προέκυψαν στην πορεία υλοποίησης του προγράμματος. Γεγονός πάντως είναι ότι ο γαλλικός παράγοντας μετεξελίχθηκε σε κομβική διάσταση χάρη στο πρόγραμμα ναυτικής ανασυγκρότησης. Ναυπηγήθηκαν 3 υποβρύχια, αγοράστηκαν 2 αντιτορπιλικά, η επέκταση των ναυτικών εγκαταστάσεων ανατέθηκε σε γαλλική κοινοπραξία, ενώ εξίσου ενεργό συμμετοχή είχαν οι Γάλλοι και στην ίδρυση και λειτουργία της Ακαδημίας Ναυτικών Δοκίμων. Την άνοιξη του 1932 η Βαρσοβία ανακοίνωσε τον τερματισμό της δραστηριότητας της γαλλικής Ναυτικής Αποστολής, έχοντας πλέον συνειδητοποιήσει ότι οι Γάλλοι εκμεταλλεύονταν ασύστολα την όλη κατάσταση από οικονομικής απόψεως, ενώ στρατηγικά η συμμαχία αποδεικνυόταν στην πράξη ετεροβαρής εις βάρος της Πολωνίας. Μεταξύ των ετών 1936 και 1939 δημοσιοποιήθηκαν εξωπραγματικές προθέσεις απόκτησης μεγάλου στόλου (2 θωρηκτά, βαριά καταδρομικά, δεκάδες αντιτορπιλικά, υποβρύχια, τορπιλάκατοι, ναρκαλιευτικά και βοηθητικά σκάφη). Ζητούμενο ήταν η συγκρότηση δύναμης ίσης με το 1/3 του γερμανικού πολεμικού στόλου. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1939, κανενός από τα σκάφη που τελικά παραγγέλθηκαν δεν είχε ολοκληρωθεί η κατασκευή.

Ο πρόεδρος της Πολωνικής Δημοκρατίας  Ignacy Mościcki (αριστερά) και ο ναύαρχος Józef Unrug, ανώτατος διοικητής του πολεμικού ναυτικού, στο κατάστρωμα της κανονιοφόρου ORP Mazur το 1937.

Εν συνεχεία, το κείμενο υπεισέρχεται σε θέματα ευρύτερου επιχειρησιακού σχεδιασμού (διοικητική διάρθρωση, αποστολές του στόλου θαλάσσης, προβλήματα ηγεσίας, παράκτια οχυρά, εμπορική ναυτιλία, δυνητικοί σύμμαχοι), καθώς με την πάροδο του χρόνου παρατηρείτο κάθετη αύξηση της διεθνούς έντασης και τα σύννεφα του πολέμου διακρίνονταν πυκνά στον ορίζοντα.Έπεται μια συνοπτική παρουσίαση της ναυτικής ισχύος των δυο κυριοτέρων αντιπάλων: της Γερμανίας και της ΕΣΣΔ. Πέραν, όμως, από την πολωνική οπτική, το κείμενο προσφέρει μια επιπρόσθετη, εξίσου άγνωστη στο ευρύ ελληνικό κοινό, διάσταση. Πρόκειται για το ναυτικό σκέλος της “Λευκής Υπόθεσης” (Fall Weiss), με άλλα λόγια της επιχείρησης εισβολής στην Πολωνία τον Σεπτέμβριο του 1939. Εσφαλμένα έχει δημιουργηθεί η αίσθηση πως το σύνολο των επιχειρήσεων έλαβαν χώρα στην ξηρά και στους αιθέρες. Υπάρχει και μια σημαντική ναυτική διάσταση (άλλωστε, τα πρώτα πυρά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου εξαπολύθηκαν τα χαράματα της 1ης Σεπτεμβρίου από μονάδες του γερμανικού πολεμικού ναυτικού σε βάρος του λιμένα του Δάντσιχ). Για πρώτη φορά στην ελληνική ιστοριογραφία προσφέρεται η δυνατότητα να παρακολουθήσουμε διεξοδικά τον γερμανικό ναυτικό σχεδιασμό ενόψει της εισβολής, από τον Ιούνιο του ιδίου έτους και μετά, αλλά και τη διαφυγή πολωνικών υποβρυχίων και μονάδων επιφανείας σε σουηδικά, αρχικά, και βρετανικά, τελικά, λιμάνια από όπου συνέχισαν στο πλευρό των Συμμάχων τη δράση τους καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του υποβρυχίου ORP Orzel.

Τα πρώτα πυρά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το γερμανικό θωρηκτό Schleswig-Holstein βάλει κατά του λιμένα του Δάντσιχ τα χαράματα της 1ης Σεπτεμβρίου 1939.

The Extraordinary Voyage of the Polish Submarine Orzeł

Το τρίτο και τελευταίο άρθρο του τόμου (Ηλίας Καλύβας) με τίτλο: Η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία στην Κρίση του Μεσοπολέμου. Η Περίπτωση Εξοπλισμού της με τα Πολωνικά Αεροπλάνα PZL P.24, εστιάζει στην εξέταση και παρουσίαση των συνθηκών που διαμόρφωσαν το εξοπλιστικό πρόγραμμα της Ελλάδας με αφορμή την απόκτηση του παραπάνω τύπου αεροσκαφών στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1930. Το άρθρο διαρθρώνεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο από αυτά εξετάζονται τα επιδράσαντα επί της περιόδου φαινόμενα (οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, εξέλιξη της Πολεμικής Αεροπορίας, πολιτικές εξελίξεις και διεργασίες της εποχής, οι οποίες αντικατοπτρίζονται στην εξελικτική διαδικασία της Αεροπορίας). Το δεύτερο μέρος είναι αφιερωμένο στο εξοπλιστικό πρόγραμμα της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας μέσα στη δεκαετία του 1930 (ίδρυση του Υπουργείου Αεροπορίας και ανεξαρτητοποίηση του όπλου, συνεξέταση και ερμηνεία του νέου θεσμού με την εν γένει πολιτική κατάσταση και αστάθεια της κρίσιμης αυτής δεκαετίας, ενέργειες και διαπραγματεύσεις για την απόκτηση των πολωνικών αεροσκαφών τύπου PZL P.24 και η σημαντική συνδρομή των τελευταίων στο πλαίσιο της διενέργειας του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Το τρίτο και τελευταίο μέρος συγκροτείται από ένα παράρτημα εικόνων.

Αεροσκάφος τύπου PZL P. 24 της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας.

Ειδικότερα με την προμήθεια του μονοθέσιου και μονοπτέρυγου καταδιωκτικού, που αποτελεί και τον συνδετικό κρίκο με την πολωνική διάσταση του τόμου,  πληροφορούμαστε ότι στις 9 Ιανουαρίου 1936 (επί υπηρεσιακής κυβέρνησης Κων/τίνου Δεμερτζή), πραγματοποιήθηκε επίδειξη στο αεροδρόμιο Τατοΐου ενώπιον της πολιτειακής, πολιτικής και στρατιωτικής  ηγεσίας της χώρας. Συγκεκριμένα, ο Πολωνός πιλότος πραγματοποίησε πτήσεις οριζόντιας και ανοδικής ταχύτητας, ακροβατικούς ελιγμούς. Έως τότε, η Αεροπορία είχε ενισχυθεί με γαλλικά και τσεχοσλοβακικά αεροσκάφη. Τον Απρίλιο του 1936 (υπηρεσιακή κυβέρνηση Μεταξά), με πρωτοβουλία του Υπουργείου Αεροπορίας συγκροτήθηκε ειδική επιτροπή για να περιοδεύσει σε ευρωπαϊκές χώρες με προηγμένη αεροπορική βιομηχανία. Απώτερος στόχος ήταν η επιλογή του κατάλληλου τύπου αεροπλάνου διώξεως.Τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους αποφασίστηκε η προμήθεια 36 πολωνικών αεροπλάνων, εφοδιασμένων με γαλλικούς κινητήρες, υπό την προϋπόθεση πως θα επιτυγχάνονταν όροι πληρωμής με ανταλλαγή (ελληνοπολωνικό κλήρινγκ), εξασφαλίζοντας το ελληνικό δημόσιο. Ωστόσο, η ανταλλαγή καπνών ως εξόφληση και η υπό του οίκου PZL ανάληψη της προμήθειας των κινητήρων επιβάρυναν το ελληνικό δημόσιο με τα έξοδα της ανταλλαγής και εκείνα της αποστολής και διαμονής στη Γαλλία Πολωνών ειδικών, επιφορτισμένων με την παραλαβή των κινητήρων. Κατά τη στιγμή της υπογραφής της σύμβασης, η πολωνική πλευρά είχε ζητήσει προκαταβολή ύψους 30% επί του συνολικού κόστους. Με την αύξηση της παραγγελίας από 24 σε 36 αεροσκάφη αιτήθηκε προκαταβολή 50%, για να συμβιβαστεί τελικά στο 40%, πληρωτέο τον Απρίλιο του 1937, λίγο πριν την παραλαβή των αεροσκαφών. Η ελληνική πλευρά διεκδίκησε και πέτυχε την ελεύθερη μετασκευή στην Ελλάδα οποιουδήποτε αριθμού ανταλλακτικών. Το τελικό κόστος του PZL ανήλθε στα 4.357.594 δρχ., πλήρες και με όλες τις επιβαρύνσεις. Στο πλαίσιο του προγράμματος τυποποίησης (καθώς για λόγους πολιτικούς, διπλωματικούς και οικονομικούς η Ελλάδα ήταν αναγκασμένη να προμηθεύεται αεροπλάνα από διάφορες χώρες), τα PZL εξοπλίστηκαν με γερμανικούς ασύρματους, αμερικανικό σύστημα οξυγόνου, τσεχοσλοβακικά και βρετανικά πολυβόλα.

PZL P 24 με τα διακριτικά της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας.

Με τα παραληφθέντα PZL P 24 εξοπλίστηκαν οι τρεις Μοίρες Διώξεως, οι οποίες υπάγονταν στη Διοίκηση Αεροπορίας Διώξεως. Πρόκειται για τις υπ αρ. 21, 22 και 23 με αντίστοιχες έδρες τα Τρίκαλα, τη Θεσσαλονίκη και τη Λάρισα. Στο πλαίσιο διεξαγωγής του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, η απόδοση των PZL υπήρξε εξαιρετική, καθώς κλήθηκαν να σηκώσουν ουσιαστικά το κύριο βάρος των εναερίων μαχών. Μοναδικό μειονέκτημα αποδείχθηκε στην πράξη ο περιορισμένος επιχειρησιακός χρόνος (30΄-35΄) υπέρθεν του μετώπου από τη στιγμή που ο συνολικός χρόνος πτήσης ήταν 60΄ κατά μέσο όρο. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ανθυποσμηναγού Μαρίνου Μητραλέξη, ο οποίος, στις 2 Νοεμβρίου 1940, με αεροσκάφος PZL αφού εξάντλησε τα πυρομαχικά του καταρρίπτοντας ένα αντίπαλο ιταλικό, εμβόλισε με την έλικά του το ουραίο πηδάλιο ενός δεύτερου, το οποίο ως εκ τούτου εισήλθε σε περιδίνηση και συνετρίβη στο έδαφος. Εν συνεχεία, ο Μητραλέξης πραγματοποίησε αναγκαστική προσγείωση και συνέλαβε, με τη βοήθεια κατοίκων της περιοχής, τα διασωθέντα μέλη του πληρώματος.

Μαρίνος Μητραλέξης 

 

Το ανδραγάθημα του Μαρίνου Μητραλέξη σε γραμματόσημο του 1968.

Εν κατακλείδι, η έκδοση του Πολεμικού Μουσείου προσφέρει σημαντικές (άγνωστες ως επί το πλείστον) πτυχές της πολεμικής προπαρασκευής δυο κρατών με κοινά χαρακτηριστικά, χάρη στην αντιπαραβολή ανάμεσα στις περιπτώσεις Πολωνίας και Ελλάδας. Η ουσιαστική συνεισφορά στην ελληνική ιστοριογραφία οφείλεται, όπως είναι επόμενο, στην παρουσίαση και ανάλυση της πολωνικής διάστασης. Εκείνη είναι που κατέχει, αναμφίβολα τα σκήπτρα. Η αντίστοιχη ελληνική, αν και υπεισέρχεται συχνά στο κείμενο (ειδικότερα στο πρώτο και τρίτο άρθρο) θεωρείται εκ προοιμίου γνωστή. Η αξία της έκδοσης συνίσταται στο ό,τι και στις τρεις περιπτώσεις οι συγγραφείς δεν περιχαρακώθηκαν πίσω από την εύκολη λύση μιας μονομερούς ελληνοκεντρικής θεώρησης, αλλά αντέστρεψαν συνειδητά την προοπτική, προσφέροντας στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό ένα πρωτότυπο αποτέλεσμα με γνώμονα όλους τους κανόνες της επιστημονικής δεοντολογίας. Εδώ ακριβώς συνίσταται και η πολύτιμη συμβολή τους στην ήδη υπάρχουσα ελληνόγλωσση ιστοριογραφία.

 

Γιάννης Μουρέλος

Ομότιμος Καθηγητής Τμήματος Ιστορίας

 και Αρχαιολογίας, ΑΠΘ

Νίκος Ζάϊκος: Παρουσίαση του βιβλίου «ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΣΦΕΤΑΣ, Η ΤΙΤΟΪΚΗ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ ΚΑΙ Η ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΩΝ (1967-1974). Όψεις των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων κατά την επταετία»

Παρουσίαση του βιβλίου  

ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΣΦΕΤΑΣ, Η ΤΙΤΟΪΚΗ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ ΚΑΙ Η ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΩΝ (1967-1974).

Όψεις των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων κατά την επταετία, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2016

 

 

Ο Σπυρίδων Σφέτας στην ομιλία του “From Gallipoli to Thessaloniki: The legacy of the Greco-Serbian Alliance, the Bulgarian factor and the formation of the Salonica Front, 1915-1916”
Ο Σπυρίδων Σφέτας 

H νέα μονογραφία του Σπυρίδονα Σφέτα με θέμα Η Τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία και η Δικτατορία των Συνταγματαρχών 1967-1974). Όψεις των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων κατά την επταετία (Εκδόσεις Επίκεντρο, 2016) πραγματεύεται μιαν ιστορική περιοχή που δεν είχε αποτελέσει μέχρι τώρα αντικείμενο αυτοτελούς διερεύνησης, ανάλυσης και ερμηνείας. Ο συγγραφέας διδάσκει Ιστορία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Το 1991 αναγορεύτηκε Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Μονάχου  με διατριβή για το Μακεδονικό Ζήτημα και τις διαβαλκανικές σχέσεις κατά τη δεκαετία του 1920. Έκτοτε έχει παρουσιάσει πολλές αυτοτελείς μελέτες και άρθρα γύρω από την Ιστορία και για την πολιτική/διπλωματική επικαιρότητα στα Βαλκάνια. Ορισμένοι ενδεικτικοί τίτλοι: Οι Αλβανοί των Σκοπίων. Θέματα εθνοτικής συνύπαρξης (1995), Όψεις του Μακεδονικού ζητήματος στον 20ό αιώνα (2001), Η διαμόρφωση της σλαβομακεδονικής ταυτότητας. Μια επώδυνη διαδικασία (2003), Στη σκιά του Μακεδονικού. Η κρίση Αθήνας- Βελιγραδίου στη δεκαετία του 1960 (2007), Ελληνοβουλγαρικές αναταράξεις 1880- 1908 (2008), Ο ακήρυκτος πόλεμος για το Μακεδονικό. Βουλγαρία- Γιουγκοσλαβία 1968-1989 (2010), Εισαγωγή στη Βαλκανική Ιστορία (2009/2011). Έχει εξάλλου επιμεληθεί μια σειρά από τόμους με διπλωματικά έγγραφα για τις διαβαλκανικές σχέσεις και το Μακεδονικό Ζήτημα.     

b211589-600x315Το πρόσφατα εκδοθέν βιβλίο του, έκτασης 441 σελίδων, αποτελεί συνέχεια και καρπό μιας πολύχρονης ερευνητικής ενασχόλησης με το διαβαλκανικό περιβάλλον, εστιάζοντας αυτή τη φορά στην ανεξερεύνητη χρονική περίοδο των ελληνο-γιουγκοσλαβικών σχέσεων κατά την Επταετία. Η εισαγωγή (σ. 9-19) αποτελεί μια επισκόπηση των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων από την περίοδο του Μεσοπολέμου μέχρι τις παραμονές της στρατιωτικού πραξικοπήματος. Στη συνέχεια η ύλη κατανέμεται σε 4 Κεφάλαια με τη μέθοδο της χρονολογικής περιοδολόγησης. Το Πρώτο Κεφάλαιο καλύπτει τον ενάμισυ χρόνο από τον Απρίλιο 1967 – ως τον Αύγουστο 1968. Εδώ ο συγγραφέας αναλύει τις πρώτες αντιδράσεις της ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας υπό τον Τίτο απέναντι στην πολιτειακή εκτροπή στην Ελλάδα. Βρισκόμαστε στον Ψυχρό Πόλεμο και η Γιουγκοσλαβία ερμήνευσε την στρατιωτική δικτατορία στην Ελλάδα ως μέρος ενός (αναπόδεικτου κατά τον συγγραφέα) σχεδίου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής να επιβάλουν την επιρροή τους στα νότια Βαλκάνια και τη Μεσόγειο. Η αρχική αυτή φάση χαρακτηρίζεται από μια αμηχανία στον χειρισμό των παλιών και διαχρονικών διμερών προβλημάτων – η γιουγκοσλαβική πλευρά θα έπρεπε εξάλλου να τοποθετηθεί απέναντι και στον ελληνικό αντιδικτατορικό αγώνα. Πάντως αν εξαιρέσουμε τις αδιατάρρακτες εμπορικές συναλλαγές, οι διμερείς πολιτικές/διπλωματικές σχέσεις οδηγήθηκαν σε μια σχεδόν πλήρη αποτελμάτωση.     

Κατά τη διετία από τον Αύγουστο 1968 ως τον Αύγουστο 1970 (Δεύτερο Κεφάλαιο), οι διμερείς σχέσεις καθορίστηκαν από τις καταλυτικές «συστημικές» διεθνείς εξελίξεις – πρόκειται για την εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης στην Τσεχοσλοβακία, τη διακύρηξη του Δόγματος Μπρέζνιεφ και τη δήλωση της Ελλάδας ότι θα στηρίξει τη Γιουγκοσλαβία σε περίπτωση σοβιετικού κινδύνου. Κατά την περίοδο αυτή, τα Σκόπια αναβαθμίζονται στο πλαίσιο της κεντρικής γιουγκοσλαβικής πολιτικής για το Μακεδονικό και ανακινείται επίσημα ζήτημα «μακεδονικής μειονότητας» στην Ελλάδα. Ο σ. συνοψίζει εντέλει την φάση αυτή ως «κινητικότητα μετά κωλυμάτων».    

OLYMPUS DIGITAL CAMERA
Στιγμιότυπο από τη παρουσίαση του βιβλίου στη Θεσσαλονίκη

Μετά από 4 χρόνια διμερούς ψυχρότητας, ακολούθησε μια διετία προσέγγισης και αναθέρμανσης των διμερών σχέσεων, η οποία τοποθετείται από τον Σεπτέμβριο 1970 μέχρι τον Δεκέμβριο 1972 (Τρίτο Κεφάλαιο). Η Ελλάδα έχει αποπεμφθεί από το Συμβούλιο της Ευρώπης και επιχειρεί να ασκήσει ενεργή βαλκανική πολιτική. Στη Γιουγκοσλαβία παρατηρείται μια κατίσχυση των φυγόκεντρων δυνάμεων που εκφράστηκε «στην περίπτωση της Ομόσπονδης Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας με την ανάδυση ενός ιδιότυπου σλαβομακεδονικού εθνικισμού, που δεν στρεφόταν μόνο κατά της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, αλλά οριοθετούνταν σαφώς και από την κεντρική γιουγκοσλαβική κυβέρνηση ή, καλύτερα επιβαλλόταν σ’ αυτήν. Με άλλα λόγια, η ανακίνηση του Μακεδονικού κατέστη κύριο μέλημα των Σκοπίων, ανεξάρτητα από τις επιφυλάξεις του Βελιγραδίου» (σ. 232). Παρά την εξέλιξη αυτή, το ευρύτερο κλίμα της ύφεσης στις σχέσεις Ανατολής – Δύσης, η στροφή της Γιουγκοσλαβίας προς τις ΗΠΑ και την Κίνα, καθώς και η ανησυχία της Γιουγκοσλαβίας για μια πιθανή προσέγγιση της Ελλάδας με τη Βουλγαρία, στάθηκαν καθοριστικοί παράγοντες για την αναθέρμανση των διμερών σχέσεων κατά τον Σ. Σφέτα. Μάλιστα το 1971 ο υφυπουργός εξωτερικών της δικτατορικής κυβέρνησης Χρήστος Ξανθόπουλος-Παλαμάς επισκέφθηκε το Βελιγράδι. Αν και ο Τύπος των Σκοπίων άφησε να εννοηθεί ότι η πορεία των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων ήτα ν εξαρτημένη από την αναγνώριση «μακεδονικής μειονότητας» στην Ελλάδα, εντούτοις η Αθήνα και το Βελιγράδι δεν είδαν το Μακεδονικό ως ένα καταλυτικό εμπόδιο για την ανάπτυξη των διμερών διακρατικών σχέσεων. Οι διμερείς εμπορικές και τουριστικές ανταλλαγές ενισχύθηκαν, τα ύδατα του Αξιού αξιοποιήθηκαν σύμφωνα με πρόγραμμα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών – από την άλλη πλευρά, όμως, η Ελλάδα αρνήθηκε να ανανεώσει την πολυσυζητημένη παλαιά συμφωνία μεθοριακής επικοινωνίας, απέκρουσε κάθε ζήτημα «μακεδονικής μειονότητας» και δεν υπέγραψε την καθιερωμένη «μορφωτική και πολιτιστική συμφωνία» με την ομόσπονδη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας, όπως είχαν πράξει άλλα κράτη.           

Κατά την τελευταία περίοδο, από τον Ιανουάριο 1973 μέχρι και την κατάρρευση του στρατιωτικού καθεστώτος (Τέταρτο Κεφάλαιο), η όποια ασυντόνιστη και αποσπασματική προσέγγιση προηγήθηκε, υποχώρησε μπροστά σε ένα νέο κλίμα ψυχρότητας – η ελληνική πλευρά χαρακτηρίζει επισήμως τη «μακεδονική εθνότητα» της Γιουγκοσλαβίας ως τεχνητό δημιούργημα, ενώ η γιουγκοσλαβική πλευρά εγείρει μειονοτικά ζητήματα με στόχο την Ελλάδα στο πλαίσιο των διεθνών οργανισμών στο πλαίσιο των διεθνών οργανισμών. Οι διμερείς σχέσεις επιδεινώθηκαν μετά από την ανατροπή του Γ. Παπαδόπουλου και την επιβολή ενός αυταρχικότερου δικτατορικού καθεστώτος υπό τον Δημήτριο Ιωαννίδη. Όμως παρά το βαρύ περιβάλλον λόγω του Μακεδονικού και ενάντια ίσως σε κάθε αντίθετη προσδοκία, οι εμπορικές συναλλαγές συνεχίστηκαν απρόσκοπτα, τα θέματα της υδροοικονομίας προωθήθηκαν, ενώ εγκαινιάστηκε ακόμη και η διμερής βιομηχανική συνεργασία.    

Ο Σ. Σφέτας συμπεραίνει ότι οι ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις χαρακτηρίστηκαν από ασυνέχεια, αλλεπάλληλες παλινδρομήσεις και αποσπασματικότητα κατά την περίοδο της ελληνικής διδακτορίας. Η τεκμηρίωση του βιβλίου είναι εξαντλητική – μόνον η αναφορά σε τίτλους καλύπτει 15 σελίδες. Οι πρωτογενείς πηγές περιλαμβάνουν αδημοσίευτο διπλωματικό υλικό, σε αρκετές περιπτώσεις με την ένδειξη «άκρως απόρρητο». Ο συγγραφέας μελέτησε και αξιοποίησε αρχεία της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας, καθώς και διπλωματικά τεκμήρια από άλλες χώρες. Η πολυγλωσσία του έδωσε τη δυνατότητα να αξιοποιήσει μια ευρεία γκάμα πηγών και βιβλιογραφίας στην ελληνική, αγγλική, γαλλική, γερμανική, ρωσική, βουλγαρική και στις γλώσσες της πρώην Γιουγκοσλαβίας.

Ο Σ. Σφέτας αναζητά αίτια, ερμηνεύει κίνητρα και καταστάσεις και κατορθώνει να δώσει τη συνεκτική εικόνα ενός ασύνεκτου χρονικού. Τοποθετεί τα διαχρονικά θέματα σε κάθε επίπεδο ανάλυσης – εσωτερικό, διμερές, διεθνές. Για παράδειγμα, δεν θέτει το Μακεδονικό Ζήτημα μόνον ως ένα διμερές σημείο έντασης των ελληνο-γιουγκοσλαβικών σχέσεων, αλλά και ως διμερές ελληνο-βουλγαρικό ζήτημα και διμερές βουλγαρο-γιουγκοσλαβικό ζήτημα – οι τρίτοι παρατηρητές έβλεπαν τρία κράτη να προβάλλουν τρεις αλληλοσυγκρουόμενες απαντήσεις για το ίδιο θέμα. Η ανάπτυξη του Σφέτα αφήνει να εννοηθεί ότι από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ιδίως από τη δεκαετία του 1960 και μετέπειτα, η Γιουγκοσλαβία φάνηκε να χαράσσει μια μακροπρόθεσμη γεω-στρατηγική και εθνο-στρατηγική στο πεδίο αυτό. Υποστηρίζει π.χ. ότι η πραξικοπηματική ανακήρυξη του «Αυτοκεφάλου της Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας» το 1967 «ενίσχυσε τη διαδικασία της σλαβομακεδονικής ταυτότητας στα Σκόπια […] Όπως σήμερα αποτελεί η αρχαιότητα για την ακαδημαϊκή και πολιτική ελίτ της ΠΓΔΜ τον βασικό άξονα στην αναζήτηση του ιστορικού χρόνου της σλαβομακεδονικής ταυτότητας λόγω της διένεξης με την Ελλάδα για το όνομα, τότε το βασικό αξίωμα ήταν ο σφετερισμός της βουλγαρικής μεσαιωνικής παράδοσης. Σήμερα φετιχοποιείται ο Μέγας Αλέξανδρος, τότε ο Βούλγαρος Τσάρος Σαμουήλ. Θεωρώντας τον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας ως μια «ιστορική ενότητα», η πολιτική και ακαδημαϊκή ελίτ στην Ομόσπονδη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας ενέτασσε στο σλαβομακεδονικό έθνος τους Σλαβόφωνους της ελληνικής Μακεδονίας και τον σλαβικό πληθυσμό του βουλγαρικού τμήματος της Μακεδονίας. Η ανακίνηση του ζητήματος των δικαιωμάτων των «μακεδονικών» μειονοτήτων στις γειτονικές χώρες ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διαμόρφωση της σλαβομακεδονικής ταυτότητας στα Σκόπια, δεδομένου ότι οι «μακεδονικές» μειονότητες θεωρούνταν στα Σκόπια  συστατικά μέρη ενός «διασπασμένου συνόλου»» (σ. 88-89). Παράλληλα η Βουλγαρία υποστήριξε ότι «δεν υπάρχει «μακεδονικό έθνος» ως ιστορική οντότητα και είναι απαράδεκτη η παραχάραξη της βουλγαρικής ιστορίας από τους ιστορικούς των Σκοπίων […] δεν υπάρχει «μακεδονική μειονότητα» στη Βουλγαρία» (σ. 92), ενώ στην Ελλάδα «η εγκύκλιος του Υπουργείου Εσωτερικών για την απαγόρευση της δημόσιας χρήσης του σλαβομακεδονικού ιδιώματος […] αποδείκνυε το ψυχολογικό κυρίως πρόβλημα που είχαν οι Έλληνες με το σλαβομακεδονικό ιδίωμα, στο οποίο διέβλεπαν εθνικό κίνδυνο» (σ. 89-90).

Το Μακεδονικό δεν φαίνεται πάντως να τέθηκε ποτέ για τη γιουγκοσλαβική πλευρά ως ένα τόσο κρίσιμο πρόβλημα ώστε να αποκλείσει κάθε επαφή με την Ελλάδα, αλλά ούτε και κλόνισε ποτέ την παραδοσιακή διμερή φιλία που επικαλούνταν τόσο τακτικά οι έλληνες πολιτικοί – πριν και μετά τη δικτατορία – όπως φαίνεται και μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Σήμερα, μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, έχει πια μεταλλαχθεί σε ένα διεθνοποιημένο, διακρατικό νομικό/ονοματικό πρόβλημα, η οριστική επίλυση του οποίου δεν έχει βρεθεί παρά τις διαδικασίες 20 ετών υπό την αιγίδα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. 

Η διεξοδική έρευνα του Σ. Σφέτα εστιάζεται σε μια ελάχιστα ερευνημένη περιοχή, κατά την οποία τις εξωτερικές σχέσεις της Ελλάδας δεν είχε αναλάβει μια νομίμως εκλεγμένη κυβέρνηση, αλλά ένα ανέλεγκτο δικτατορικό καθεστώς. Η ανάλυση αναδεικνύει τη στενή σχέση μεταξύ της ιστοριογραφίας και του διεθνούς δικαίου. Ο ορίζοντας των αναγνωστών της Τιτοϊκής Γιουγκοσλαβίας και της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών θα πρέπει να είναι συνεπώς ευρύς. Η ομάδα των εκδόσεων Επίκεντρο μερίμνησε για μια δημοσίευση με άρτιες τεχνικές προδιαγραφές – και μια μονογραφία που θα δώσει το έναυσμα για περαιτέρω επιστημονική συζήτηση και αναζήτηση.

zaikos
Νίκος Ζάικος  είναι Αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου  Μακεδονίας.