Ελλάδα και Πολωνία στις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Κατά κλαδο περιπτωσιολογική εξέταση της πολεμικής προπαρασκευής δυο ευρωπαϊκών κρατών του Μεσοπολέμου
Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις του Πολεμικού Μουσείου ένας συλλογικός τόμος με αντικείμενο την αντιπαραβολή της πολεμικής προπαρασκευής δυο κρατών, τα οποία θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως λειτουργούσαν με γνώμονα έναν κοινό παρονομαστή σε ζητήματα σχεδιασμού εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, αλλά και γενικότερης (αν)ασφάλειας και υπαρξιακής αγωνίας στο πλαίσιο της διαρκούς κλιμακούμενης διεθνούς έντασης κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1930. Πρόκειται για τις περιπτώσεις της Ελλάδας και της Πολωνίας, ένα case study, το οποίο θα μπορούσε κάλλιστα να επεκταθεί με άλλους πρωταγωνιστές (Τσεχοσλοβακία, Βέλγιο, Κάτω Χώρες, Γιουγκοσλαβία, Ρουμανία κλπ.) μέσα στην ίδια πάντοτε εκρηκτική συγκυρία.
Ο τόμος περιλαμβάνει τρία εκτενή άρθρα. Ένα πρώτο είναι αμιγώς ελληνικού ενδιαφέροντος αλλά με έντονο πολωνικό άρωμα. Ένα δεύτερο αμιγώς πολωνικού. Μόνο το τρίτο (πρώτο κατά σειρά εμφάνισης) επιχειρεί μια συγκριτική προσέγγιση ανάμεσα στις δυο περιπτώσεις, ελληνική και πολωνική.
Στο πρώτο άρθρο (Κωνσταντίνος Δ. Βλάσσης) με τίτλο Εξοπλισμοί Πολωνίας-Ελλάδας και ο αγγλογαλλικός παράγοντας προ του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, επιχειρείται μια συγκριτική προσέγγιση, από την οποία προκύπτουν περισσότερες ομοιότητες παρά διαφορές. Κινούμενος με χαρακτηριστική άνεση στην (όχι δεδομένα γνωστή στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό) πολωνική πραγματικότητα, ο συγγραφέας, αφού σκιαγραφεί προηγουμένως την ιστορική διαδρομή του νεότευκτου Πολωνικού κράτους από γενέσεώς του (1918) έως το 1935, επικεντρώνει εν συνεχεία στην εξοπλιστική πολιτική της χώρας μέσα στο διαταραγμένο διεθνές γίγνεσθαι των ετών 1936-1939 σε επίπεδο επιτελικού σχεδιασμού, δομής και επιχειρησιακής ετοιμότητας των τριών όπλων, εξοπλισμών και εκσυγχρονισμού, τέλος, αναζήτησης και ανεύρεσης πόρων. Το όλο πρόγραμμα ανακόπηκε την 1η Σεπτεμβρίου 1939 εξαιτίας της γερμανικής εισβολής. Ωστόσο, η έως τότε υλοποίησή του υπήρξε μάλλον απογοητευτική. Ο λόγος συνίστατο στο αγεφύρωτο χάσμα που υφίστατο ανάμεσα σε μεγαλεπήβολα σχέδια αφενός και περιορισμένες δυνατότητες αφετέρου, τα πάντα μέσα σε ένα σαθρό διεθνές στερέωμα. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις των τεθωρακισμένων (το 1939 η Πολωνία ήταν σε θέση να αντιτάξει μόλις 119 ελαφρά άρματα και τεθωρακισμένα σε ένα στόλο 2.600 αντιστοίχων γερμανικών, εκ των οποίων 440 περίπου σύγχρονης τεχνολογίας) της πολεμικής αεροπορίας (στα τέλη Ιουλίου 1939, λίγες ημέρες πριν από την εισβολή, εγκαταλείφθηκε λόγω συναλλαγματικών περιορισμών η παραγγελία 143 αεροσκαφών) και του πολεμικού ναυτικού (τον κρίσιμο Σεπτέμβριο η δύναμη των κυρίων μονάδων μάχης περιορίζονταν σε 4 αντιτορπιλικά και 5 υποβρύχια σε αντιδιαστολή με τον αρχικό προγραμματισμό, ο οποίος προέβλεπε την προμήθεια θωρηκτών, καταδρομικών και δεκάδων αντιτορπιλικών). Σημαντικότερη όλων πρέπει να θεωρηθεί η αποκρυπτογράφηση του γερμανικού συστήματος Enigma από Πολωνούς ειδικούς, χάρη στην ανακάλυψη των οποίων οι βρετανικές υπηρεσίες κατόρθωσαν εν συνεχεία καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου και μέσα σε απόλυτη μυστικότητα να διαβλέπουν κινήσεις και επιλογές του αντιπάλου.
Αντίστοιχη πορεία μέσα στο χρόνο ακολουθεί ο συγγραφέας και για την περίπτωση της Ελλάδας την ίδια εποχή. Μια χώρα, η οποία καλείτο να αντιμετωπίσει διπλή απειλή: βαλκανικών διαστάσεων από την αναθεωρητική Βουλγαρία και, από την άνοιξη του 1939 και κατόπιν, μεσογειακών διαστάσεων με προέλευση την Ιταλία και το αλβανικό ορμητήριο της τελευταίας. Ένα από τα κύρια διακριτικά γνωρίσματα του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου αποτελεί η αντίφαση, η οποία διαπιστώνεται ανάμεσα στην εκφορά ενός φασιστικού λόγου και τη στρατηγική ένταξη της χώρας στο πλευρό των δημοκρατικών κρατών της Δύσης (Βρετανία, Γαλλία). Υπό αυτή την οπτική, η γαλλοβρετανική παρέμβαση στη εν γένει πολεμική προετοιμασία δεν πρέπει να εκπλήσσει, αν και με γνώμονα διμερή διακρατική συμφωνία με τη Γερμανία, κατά τα έτη 1936 και 1937 αγοράστηκαν οπλικά συστήματα με χρήση, από ελληνικής πλευράς, του πιστωτικού υπολοίπου (1,3 δισ. δραχμές), που οφειλόταν στην στη μαζική εξαγωγή καπνών προς τη Γερμανία. Πέραν όμως από την κάλυψη των εξοπλιστικών αναγκών σε συνάλλαγμα, υπήρξε πρόνοια προς την κατεύθυνση της εξεύρεσης επιπρόσθετων πόρων στο εσωτερικό με τη διενέργεια εράνων και δωρεών. Το άρθρο ολοκληρώνεται με μια άκρως εμπεριστατωμένη συγκριτική προσέγγιση της γαλλοβρετανικής εξοπλιστικής συνδρομής προς την Πολωνία και την Ελλάδα κατά τα έτη 1938-1939, ειδικότερα δε μετά την άνοιξη του 1939, οπότε, ως επακόλουθο της κατάληψης του συνόλου της Τσεχοσλοβακίας από τα ναζιστικά στρατεύματα, Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία προχώρησαν μονομερώς στην παροχή εγγυήσεων προς τις Πολωνία, Ρουμανία και Ελλάδα και στις δυτικές καγκελαρίες άρχισε να σκιαγραφείται η φρούδα προοπτική δημιουργίας ενός βαλκανικού μετώπου με τη επιπλέον συνδρομή της Γιουγκοσλαβίας, της Τουρκίας ακόμα και της ΕΣΣΔ, με στόχο την ανάσχεση της γερμανικής και ιταλικής επιρροής στο σύμπλεγμα Βαλκανίων – ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου. Με αφορμή, πάντοτε, το ζήτημα των εξοπλισμών, ο συγγραφέας επιχειρεί μια διεξοδική ανάλυση του διπλωματικού και στρατιωτικού πλαισίου, αναδεικνύοντας τις αποκλίνουσες προτεραιότητες μεταξύ Λονδίνου και Παρισιού, τις πολλαπλές αντιφάσεις και το χάσμα μεταξύ λόγου και πράξεων, που οδήγησε τελικά τον Σεπτέμβριο 1939 στην ουσιαστική εγκατάλειψη της Πολωνίας στη μοίρα της και στις αρχές του 1941 σε μια δονκιχωτική βρετανική στρατιωτική παρέμβαση στον ελλαδικό χώρο, εκ προοιμίου καταδικασμένη να μετεξελιχθεί σε πραγματική πανωλεθρία.
Polish Army Manoeuvres (1939) – British Pathé Film ID: 1021.16
Η Πολωνία βρίσκεται στο επίκεντρο και του δευτέρου άρθρου (Νίκος Χατζηϊωακείμ) με τίτλο: Η ναυτική υπόσταση της Β΄ Πολωνικής Δημοκρατίας και οι απειλές που αντιμετώπισε. Το πολιτικό και διπλωματικό υπόβαθρο της λεγομένης “Δεύτερης Πολωνικής Δημοκρατίας” (1918-1939) αναλύεται σε ένα χρήσιμο, για την κατανόηση των όσων έπονται, εισαγωγικό μέρος. Ακολουθούν, πάντοτε για την ίδια εικοσαετία, οι ναυτικοί σχεδιασμοί αλλά και οι γερμανικές και σοβιετικές σκέψεις για εξουδετέρωση του πολεμικού ναυτικού της χώρας.
Το πολεμικό ναυτικό της Β΄ Πολωνικής Δημοκρατίας χρονολογείται από τον Νοέμβριο του 1918. Τα πληρώματα στελέχωναν αξιωματικοί και ναύτες, οι οποίοι είχαν πολεμήσει στις τάξεις του ρωσικού, του γερμανικού και του αυστροουγγρικού ναυτικού διαρκούντος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (η τριμερής αυτή προέλευση ίσχυε επίσης και για τον στρατό ξηράς). Αρχικά, η νεότευκτη δημοκρατία στερείτο πρόσβασης στη Βαλτική. Μόλις η τελευταία οριστικοποιήθηκε μέσω του περίφημου διαδρόμου του Δάντσιχ, τέθηκε σε ισχύ ένα φιλόδοξο (και εν πολλοίς εξωπραγματικό) πρόγραμμα ναυτικής ανασυγκρότησης σε όλα τα επίπεδα: προμήθεια μονάδων επιφανείας και υποβρυχίων, εκπαίδευση στελεχών, προοπτική εγχώριας ναυπήγησης, δημιουργία και ανάπτυξη ναυτικής αεροπορίας, παράκτια οχύρωση. Το άρθρο διεισδύει διεξοδικά σε όλους τους παραπάνω τομείς, συμπεριλαμβανομένης της παρεμβατικής πολιτικής της βρετανικής Ναυτικής Αποστολής και των επαφών της κυβέρνησης της Βαρσοβίας με το Παρίσι με την προοπτική διακοπής της συνεργασίας με τους Βρετανούς και αντικατάστασής τους από τους Γάλλους (οι τελευταίοι αναζητούσαν περιφερειακούς συμμάχους και εξαγωγικούς πελάτες για την πολεμική τους βιομηχανία). Τελικά, οι πολωνικές αρχές ενέκριναν ένα τετραετές πρόγραμμα ναυτικής ανασυγκρότησης, το οποίο, πέρα από την αναβάθμιση των υποδομών του λιμένα της Γδύνιας, περιλάμβανε τη ναυπήγηση εννέα υποβρυχίων. Οι Πολωνοί εξάρτησαν την επιλογή του αναδόχου από την εξασφάλιση δωρεάν εκπαίδευσης, παροχή πιστώσεων και εγγύηση προσφοράς βάσης για τα υποβρύχια σε περίπτωση απώλειας του ορμητηρίου της Γδύνιας. Ο τελευταίος όρος εκχωρούσε σαφές προβάδισμα στους Γάλλους χάρη στην υφιστάμενη διμερή συνθήκη συμμαχίας με την Πολωνία. Το άρθρο αναφέρεται αναλυτικά στις διαπραγματεύσεις με τους Γάλλους και στα διαφόρου φύσεως προβλήματα και δυσκολίες που προέκυψαν στην πορεία υλοποίησης του προγράμματος. Γεγονός πάντως είναι ότι ο γαλλικός παράγοντας μετεξελίχθηκε σε κομβική διάσταση χάρη στο πρόγραμμα ναυτικής ανασυγκρότησης. Ναυπηγήθηκαν 3 υποβρύχια, αγοράστηκαν 2 αντιτορπιλικά, η επέκταση των ναυτικών εγκαταστάσεων ανατέθηκε σε γαλλική κοινοπραξία, ενώ εξίσου ενεργό συμμετοχή είχαν οι Γάλλοι και στην ίδρυση και λειτουργία της Ακαδημίας Ναυτικών Δοκίμων. Την άνοιξη του 1932 η Βαρσοβία ανακοίνωσε τον τερματισμό της δραστηριότητας της γαλλικής Ναυτικής Αποστολής, έχοντας πλέον συνειδητοποιήσει ότι οι Γάλλοι εκμεταλλεύονταν ασύστολα την όλη κατάσταση από οικονομικής απόψεως, ενώ στρατηγικά η συμμαχία αποδεικνυόταν στην πράξη ετεροβαρής εις βάρος της Πολωνίας. Μεταξύ των ετών 1936 και 1939 δημοσιοποιήθηκαν εξωπραγματικές προθέσεις απόκτησης μεγάλου στόλου (2 θωρηκτά, βαριά καταδρομικά, δεκάδες αντιτορπιλικά, υποβρύχια, τορπιλάκατοι, ναρκαλιευτικά και βοηθητικά σκάφη). Ζητούμενο ήταν η συγκρότηση δύναμης ίσης με το 1/3 του γερμανικού πολεμικού στόλου. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1939, κανενός από τα σκάφη που τελικά παραγγέλθηκαν δεν είχε ολοκληρωθεί η κατασκευή.

Εν συνεχεία, το κείμενο υπεισέρχεται σε θέματα ευρύτερου επιχειρησιακού σχεδιασμού (διοικητική διάρθρωση, αποστολές του στόλου θαλάσσης, προβλήματα ηγεσίας, παράκτια οχυρά, εμπορική ναυτιλία, δυνητικοί σύμμαχοι), καθώς με την πάροδο του χρόνου παρατηρείτο κάθετη αύξηση της διεθνούς έντασης και τα σύννεφα του πολέμου διακρίνονταν πυκνά στον ορίζοντα.Έπεται μια συνοπτική παρουσίαση της ναυτικής ισχύος των δυο κυριοτέρων αντιπάλων: της Γερμανίας και της ΕΣΣΔ. Πέραν, όμως, από την πολωνική οπτική, το κείμενο προσφέρει μια επιπρόσθετη, εξίσου άγνωστη στο ευρύ ελληνικό κοινό, διάσταση. Πρόκειται για το ναυτικό σκέλος της “Λευκής Υπόθεσης” (Fall Weiss), με άλλα λόγια της επιχείρησης εισβολής στην Πολωνία τον Σεπτέμβριο του 1939. Εσφαλμένα έχει δημιουργηθεί η αίσθηση πως το σύνολο των επιχειρήσεων έλαβαν χώρα στην ξηρά και στους αιθέρες. Υπάρχει και μια σημαντική ναυτική διάσταση (άλλωστε, τα πρώτα πυρά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου εξαπολύθηκαν τα χαράματα της 1ης Σεπτεμβρίου από μονάδες του γερμανικού πολεμικού ναυτικού σε βάρος του λιμένα του Δάντσιχ). Για πρώτη φορά στην ελληνική ιστοριογραφία προσφέρεται η δυνατότητα να παρακολουθήσουμε διεξοδικά τον γερμανικό ναυτικό σχεδιασμό ενόψει της εισβολής, από τον Ιούνιο του ιδίου έτους και μετά, αλλά και τη διαφυγή πολωνικών υποβρυχίων και μονάδων επιφανείας σε σουηδικά, αρχικά, και βρετανικά, τελικά, λιμάνια από όπου συνέχισαν στο πλευρό των Συμμάχων τη δράση τους καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του υποβρυχίου ORP Orzel.

The Extraordinary Voyage of the Polish Submarine Orzeł
Το τρίτο και τελευταίο άρθρο του τόμου (Ηλίας Καλύβας) με τίτλο: Η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία στην Κρίση του Μεσοπολέμου. Η Περίπτωση Εξοπλισμού της με τα Πολωνικά Αεροπλάνα PZL P.24, εστιάζει στην εξέταση και παρουσίαση των συνθηκών που διαμόρφωσαν το εξοπλιστικό πρόγραμμα της Ελλάδας με αφορμή την απόκτηση του παραπάνω τύπου αεροσκαφών στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1930. Το άρθρο διαρθρώνεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο από αυτά εξετάζονται τα επιδράσαντα επί της περιόδου φαινόμενα (οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, εξέλιξη της Πολεμικής Αεροπορίας, πολιτικές εξελίξεις και διεργασίες της εποχής, οι οποίες αντικατοπτρίζονται στην εξελικτική διαδικασία της Αεροπορίας). Το δεύτερο μέρος είναι αφιερωμένο στο εξοπλιστικό πρόγραμμα της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας μέσα στη δεκαετία του 1930 (ίδρυση του Υπουργείου Αεροπορίας και ανεξαρτητοποίηση του όπλου, συνεξέταση και ερμηνεία του νέου θεσμού με την εν γένει πολιτική κατάσταση και αστάθεια της κρίσιμης αυτής δεκαετίας, ενέργειες και διαπραγματεύσεις για την απόκτηση των πολωνικών αεροσκαφών τύπου PZL P.24 και η σημαντική συνδρομή των τελευταίων στο πλαίσιο της διενέργειας του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Το τρίτο και τελευταίο μέρος συγκροτείται από ένα παράρτημα εικόνων.

Ειδικότερα με την προμήθεια του μονοθέσιου και μονοπτέρυγου καταδιωκτικού, που αποτελεί και τον συνδετικό κρίκο με την πολωνική διάσταση του τόμου, πληροφορούμαστε ότι στις 9 Ιανουαρίου 1936 (επί υπηρεσιακής κυβέρνησης Κων/τίνου Δεμερτζή), πραγματοποιήθηκε επίδειξη στο αεροδρόμιο Τατοΐου ενώπιον της πολιτειακής, πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της χώρας. Συγκεκριμένα, ο Πολωνός πιλότος πραγματοποίησε πτήσεις οριζόντιας και ανοδικής ταχύτητας, ακροβατικούς ελιγμούς. Έως τότε, η Αεροπορία είχε ενισχυθεί με γαλλικά και τσεχοσλοβακικά αεροσκάφη. Τον Απρίλιο του 1936 (υπηρεσιακή κυβέρνηση Μεταξά), με πρωτοβουλία του Υπουργείου Αεροπορίας συγκροτήθηκε ειδική επιτροπή για να περιοδεύσει σε ευρωπαϊκές χώρες με προηγμένη αεροπορική βιομηχανία. Απώτερος στόχος ήταν η επιλογή του κατάλληλου τύπου αεροπλάνου διώξεως.Τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους αποφασίστηκε η προμήθεια 36 πολωνικών αεροπλάνων, εφοδιασμένων με γαλλικούς κινητήρες, υπό την προϋπόθεση πως θα επιτυγχάνονταν όροι πληρωμής με ανταλλαγή (ελληνοπολωνικό κλήρινγκ), εξασφαλίζοντας το ελληνικό δημόσιο. Ωστόσο, η ανταλλαγή καπνών ως εξόφληση και η υπό του οίκου PZL ανάληψη της προμήθειας των κινητήρων επιβάρυναν το ελληνικό δημόσιο με τα έξοδα της ανταλλαγής και εκείνα της αποστολής και διαμονής στη Γαλλία Πολωνών ειδικών, επιφορτισμένων με την παραλαβή των κινητήρων. Κατά τη στιγμή της υπογραφής της σύμβασης, η πολωνική πλευρά είχε ζητήσει προκαταβολή ύψους 30% επί του συνολικού κόστους. Με την αύξηση της παραγγελίας από 24 σε 36 αεροσκάφη αιτήθηκε προκαταβολή 50%, για να συμβιβαστεί τελικά στο 40%, πληρωτέο τον Απρίλιο του 1937, λίγο πριν την παραλαβή των αεροσκαφών. Η ελληνική πλευρά διεκδίκησε και πέτυχε την ελεύθερη μετασκευή στην Ελλάδα οποιουδήποτε αριθμού ανταλλακτικών. Το τελικό κόστος του PZL ανήλθε στα 4.357.594 δρχ., πλήρες και με όλες τις επιβαρύνσεις. Στο πλαίσιο του προγράμματος τυποποίησης (καθώς για λόγους πολιτικούς, διπλωματικούς και οικονομικούς η Ελλάδα ήταν αναγκασμένη να προμηθεύεται αεροπλάνα από διάφορες χώρες), τα PZL εξοπλίστηκαν με γερμανικούς ασύρματους, αμερικανικό σύστημα οξυγόνου, τσεχοσλοβακικά και βρετανικά πολυβόλα.

Με τα παραληφθέντα PZL P 24 εξοπλίστηκαν οι τρεις Μοίρες Διώξεως, οι οποίες υπάγονταν στη Διοίκηση Αεροπορίας Διώξεως. Πρόκειται για τις υπ αρ. 21, 22 και 23 με αντίστοιχες έδρες τα Τρίκαλα, τη Θεσσαλονίκη και τη Λάρισα. Στο πλαίσιο διεξαγωγής του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, η απόδοση των PZL υπήρξε εξαιρετική, καθώς κλήθηκαν να σηκώσουν ουσιαστικά το κύριο βάρος των εναερίων μαχών. Μοναδικό μειονέκτημα αποδείχθηκε στην πράξη ο περιορισμένος επιχειρησιακός χρόνος (30΄-35΄) υπέρθεν του μετώπου από τη στιγμή που ο συνολικός χρόνος πτήσης ήταν 60΄ κατά μέσο όρο. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ανθυποσμηναγού Μαρίνου Μητραλέξη, ο οποίος, στις 2 Νοεμβρίου 1940, με αεροσκάφος PZL αφού εξάντλησε τα πυρομαχικά του καταρρίπτοντας ένα αντίπαλο ιταλικό, εμβόλισε με την έλικά του το ουραίο πηδάλιο ενός δεύτερου, το οποίο ως εκ τούτου εισήλθε σε περιδίνηση και συνετρίβη στο έδαφος. Εν συνεχεία, ο Μητραλέξης πραγματοποίησε αναγκαστική προσγείωση και συνέλαβε, με τη βοήθεια κατοίκων της περιοχής, τα διασωθέντα μέλη του πληρώματος.
Μαρίνος Μητραλέξης

Εν κατακλείδι, η έκδοση του Πολεμικού Μουσείου προσφέρει σημαντικές (άγνωστες ως επί το πλείστον) πτυχές της πολεμικής προπαρασκευής δυο κρατών με κοινά χαρακτηριστικά, χάρη στην αντιπαραβολή ανάμεσα στις περιπτώσεις Πολωνίας και Ελλάδας. Η ουσιαστική συνεισφορά στην ελληνική ιστοριογραφία οφείλεται, όπως είναι επόμενο, στην παρουσίαση και ανάλυση της πολωνικής διάστασης. Εκείνη είναι που κατέχει, αναμφίβολα τα σκήπτρα. Η αντίστοιχη ελληνική, αν και υπεισέρχεται συχνά στο κείμενο (ειδικότερα στο πρώτο και τρίτο άρθρο) θεωρείται εκ προοιμίου γνωστή. Η αξία της έκδοσης συνίσταται στο ό,τι και στις τρεις περιπτώσεις οι συγγραφείς δεν περιχαρακώθηκαν πίσω από την εύκολη λύση μιας μονομερούς ελληνοκεντρικής θεώρησης, αλλά αντέστρεψαν συνειδητά την προοπτική, προσφέροντας στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό ένα πρωτότυπο αποτέλεσμα με γνώμονα όλους τους κανόνες της επιστημονικής δεοντολογίας. Εδώ ακριβώς συνίσταται και η πολύτιμη συμβολή τους στην ήδη υπάρχουσα ελληνόγλωσση ιστοριογραφία.
Γιάννης Μουρέλος
Ομότιμος Καθηγητής Τμήματος Ιστορίας
και Αρχαιολογίας, ΑΠΘ