Skip to main content

Άγγελος Συρίγος: Τουρκία: ξανά ο μεγάλος ασθενής;

Το 1853 ο τσάρος Νικόλαος της Ρωσίας χαρακτήρισε την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως τον μεγάλο ασθενή της Ευρώπης. Ο φόβος ότι ο διαμελισμός της Τουρκίας θα απέφερε σημαντικά οφέλη σε κάποια από τις Μεγάλες Δυνάμεις, οδήγησε σε τεχνητή παράταση της ζωής της αυτοκρατορίας, την οποία ουδείς τολμούσε να αγγίξει. Μέχρι που ήλθε η θύελλα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τα σάρωσε όλα.

Σε μία αντίστοιχη κατάσταση μεγάλου ασθενούς φαίνεται να εισέρχεται και η σημερινή Τουρκία. Τα σοβαρά προβλήματα με όλους τους γείτονές της, η μακροχρόνια υποστήριξη του Ισλαμικού Κράτους, η στάση της στο Συριακό, τα παιχνιδάκια των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών που θέλησαν να εμπλέξουν τις ΗΠΑ σε πόλεμο το 2013 όταν σκόρπισαν το θανατηφόρο αέριο σαρίν σε συνοικίες της Δαμασκού, η τρομοκράτηση και οι διώξεις στο εσωτερικό της χώρας οποιασδήποτε αντίθετης φωνής μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, φωνάζουν ότι η Τουρκία του Ερντογάν είναι προβληματικός και αναξιόπιστος εταίρος. Ουδείς, όμως, τολμά να θέσει επισήμως αυτή τη διάσταση του θέματος. Πιο χαρακτηριστική είναι η στάση της Ε.Ε. που ενοχλείται σφόδρα από τυχόν επαναφορά της θανατικής ποινής. Την ίδια ώρα καταπίνει αμάσητη τη συστηματική εξόντωση όλων των πολιτικών αντιπάλων του Ερντογάν ή τον αεροπορικό βομβαρδισμό (!!!) κουρδικών πόλεων στο εσωτερικό της Τουρκίας κατά τα δύο τελευταία χρόνια.

Η Ευρώπη δεν μιλά, διότι τρέμει τα μεταναστευτικά και προσφυγικά ρεύματα που μπορούν να την ξαναπλημμυρίσουν εάν ο Ερντογάν επιτρέψει εκ νέου τις ροές. Οι ΗΠΑ υπολογίζουν το μεγάλης γεωπολιτικής αξίας οικόπεδο της Τουρκίας. Παρά, όμως, τη σιωπή Ευρώπης και Αμερικής, ανατολικά της χώρας μας διαμορφώνεται μία ριζικά διαφορετική κατάσταση.

Κατ’ αρχάς, ο εφιάλτης της Ε.Ε. για νέα προσφυγικά/μεταναστευτικά ρεύματα στοιχειώνει και τον δικό μας ύπνο. Το ερώτημα είναι πόσο θα πιέσει τα πράγματα ο Ερντογάν για να επιτύχει περισσότερα ανταλλάγματα από την Ε.Ε. και κυρίως την πολυπόθητη απαλλαγή από τη βίζα για τους Τούρκους τουρίστες. Εχει αποδείξει στο παρελθόν ότι ξέρει να τραβά τα πράγματα στα άκρα, αν και στο τέλος αποδεικνύεται πραγματιστής.

Τις πιέσεις του, όμως, θα τις πληρώσουμε πρωτίστως εμείς.

Πιο σοβαρό είναι το θέμα της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας. Το 1999 η Ελλάδα, θεωρώντας ότι το είδος των επιχειρημάτων της (επίκληση του διεθνούς δικαίου στο Αιγαίο και στην Κύπρο) δεν ήταν αρκετά πειστικό έναντι της τουρκικής ισχύος, «μετέφερε» στους ώμους της Ε.Ε. το σύνολο των ελληνοτουρκικών προβλημάτων, περιλαμβανομένου και του Κυπριακού. Οι ελληνοτουρκικές διαφορές πέρασαν υπό την εποπτεία της Ε.Ε., συνδέθηκαν με την εξέλιξη της τουρκικής υποψηφιότητας και έγιναν «ευρω-τουρκικές» διαφορές. Οσο η Τουρκία διατηρούσε ένα στοιχειώδες ευρωπαϊκό όραμα, η στρατηγική αυτή είχε κάποιο νόημα. Το Brexit και η στάση Ερντογάν μετά το πραξικόπημα κατέστησαν την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας σε τυπική διαδικασία χωρίς ορίζοντα. Είμαστε πλέον χωρίς στρατηγική.

Στο Αιγαίο εκτιμάται ότι θα μπούμε σε μία φάση σχετικής ηρεμίας. Υπενθυμίζεται ότι κατά την περίοδο 2010-2013 οι τουρκικές παραβιάσεις και επιδείξεις ισχύος στην περιοχή είχαν περιορισθεί εντυπωσιακά. Ηταν τότε που ο τουρκικός στρατός μέτραγε φυλακισμένους εκατοντάδες αξιωματικούς λόγω της Εργκένεκον και του σχεδίου «Βαριοπούλα». Κάτι ανάλογο μάλλον θα συμβεί και τώρα.

Στη Θράκη τα πράγματα εδώ και καιρό δείχνουν να έχουν ξεφύγει από τον έλεγχο της ελληνικής πολιτείας. Ασχέτως ευνοϊκής ή μη συγκυρίας, πρέπει επιτέλους να μπουν όρια στις δράσεις του παράλληλου κράτους που έχουν στήσει οι μηχανισμοί του τουρκικού προξενείου.

Στην Κύπρο θα πρέπει να δούμε με θάρρος την πραγματικότητα. Είναι δυνατόν να βρεθεί μία στοιχειωδώς ευπρεπής λύση για το Κυπριακό όταν διαπραγματευόμαστε με ένα καθεστώς που μετατρέπει το πατρικό σπίτι του Γκιουλέν σε δημόσια ουρητήρια, απαγορεύει τη θρησκευτική ταφή στους αντιπάλους του και δημιουργεί νεκροταφείο προδοτών για να τους καταριούνται οι περαστικοί; Το μεγάλο ενδιαφέρον πετρελαϊκών κολοσσών, όπως εκδηλώθηκε στον πρόσφατο διαγωνισμό για θαλάσσια ερευνητικά τεμάχια νοτίως του νησιού δείχνει τον δρόμο. Μόνον η ανακάλυψη και άλλων κοιτασμάτων μπορεί να αλλάξει το σταθερά αρνητικό για εμάς ισοζύγιο ισχύος της Τουρκίας.

Τέλος, ακούγεται ότι η Ελλάδα (μαζί με την Κύπρο) μπορεί να αποτελέσει τον σταθερό πυλώνα ασφάλειας στην περιοχή μας. Οι εξελίξεις στην Τουρκία και στη Μέση Ανατολή προσφέρουν τη δυνατότητα να στήσουμε τη νέα στρατηγική μας πάνω σε αυτό το σχήμα. Δεν αρκεί, όμως, να λέμε ότι είμαστε σημεία σταθερότητας και ασφάλειας στην περιοχή. Πρέπει να το δείξουμε κιόλας. Πρωτοβουλίες μας στα Βαλκάνια θα περάσουν αυτό το μήνυμα. Το μεταβατικό στάδιο στο οποίο θα βρίσκεται η Τουρκία την επόμενη πενταετία, μας προσφέρει μικρή χρονική άνεση για σωστό προγραμματισμό.

 

aggelos_sirigos
Ο κ. Αγγελος Μ. Συρίγος είναι επίκουρος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

 Πηγή: Καθημερινή

Γιάννης Γκλαβίνας: Ο Βενιζέλος, οι Νέες Χώρες και η εθνική συνείδηση

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι σηματοδοτούν το τέλος της οθωμανικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια και την απαρχή για τους πληθυσμούς της περιοχής μιας νέας κοινωνικοπολιτικής και διοικητικής οργάνωσης εντελώς διαφορετικής σε σχέση με την προνεωτερική οργάνωση των μιλλέτ. Το ελληνικό κράτος μετά το 1912 έρχεται για πρώτη φορά αντιμέτωπο με την πρόκληση της διοίκησης των Νέων Χωρών, μιας εκτεταμένης γεωγραφικά περιοχής με πληθυσμούς διαφορετικών εθνικών, θρησκευτικών και γλωσσικών καταβολών.

Μιλήσαμε για όλα αυτά τα θέματα με τον Γιάννη Γκλαβίνα, διδάκτορα Ιστορίας του ΑΠΘ, ο οποίος εργάζεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Το 2013 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αντ. Σταμούλη το βιβλίο του «Οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί στην Ελλάδα (1912-1923). Από την ενσωμάτωση στην ανταλλαγή».

– Πώς εξελίσσονται τα πράγματα από τη στιγμή που οι Ελληνες, το 1912, καταλαμβάνουν τις Νέες Χώρες;

– Ο Βενιζέλος ήταν αυτός που διαχειρίστηκε τη διοίκηση των Νέων Χωρών. Στόχος της πολιτικής θεωρίας του «βενιζελισμού» ήταν η δημιουργία ενός σύγχρονου φιλελεύθερου αστικού κράτους, ενός κράτος δικαίου, στο πλαίσιο του οποίου η διοίκηση θα συμπεριφέρονταν στους πολίτες με ισονομία και ισοπολιτεία ανεξαρτήτως φυλετικών ή θρησκευτικών καταβολών. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής θα ήταν η άμβλυνση κοινωνικών, εθνοτικών, θρησκευτικών διαφορών και η δημιουργία μιας ενιαίας ταυτότητας του Ελληνα πολίτη, που θα εργαζόταν για το κοινό συμφέρον και θα ενσωματωνόταν στον εθνικό κορμό.

Μάλιστα, κάποια ηγετικά στελέχη των βενιζελικών, όπως ο Ηλιάκης, προέβαλλαν ως πρότυπο τις ΗΠΑ. Η παραπάνω πολιτική σχετίζεται, βεβαίως, με την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας, αποτελεί αίτιο και αιτιατό της εδαφικής επέκτασης που θα συμπεριελάμβανε περιοχές με ισχυρές πληθυσμιακά θρησκευτικές ή εθνικές μειονότητες, όπως η Σμύρνη, στόχος του βενιζελικού αλυτρωτισμού, αφού θεωρούνταν ότι θα λειτουργούσε ως εφαλτήριο της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας.

– Σκοπός του ήταν όντως η δημιουργία ενός κράτους δικαίου ή το θεωρούσε μέσον για να πείσει τους συμμάχους για τη Μεγάλη Ιδέα;

– Μπορώ να πω πως ισχύουν και τα δύο. Ο Βενιζέλος, δίνοντας ρεαλιστικά χαρακτηριστικά στο όραμα της Μεγάλης Ιδέας, δεν ερμήνευε την εθνική ταυτότητα του Ελληνα πολίτη με όρους ρομαντικού εθνικισμού του 19ου αιώνα, αλλά προέβαλε τη θεωρία του Ρενάν περί εθνικής συνείδησης ως ελεύθερης ατομικής βούλησης. Ετσι, μπορούσε να ενσωματώσει μη ελληνόγλωσσους πληθυσμούς στον εθνικό κορμό, στοιχείο κρίσιμο για την εδαφική επέκταση. Παράλληλα, παρουσίαζε στις Μεγάλες Δυνάμεις την εικόνα μιας χώρας που μπορούσε να εφαρμόσει ένα σύστημα διοίκησης που θα λειτουργούσε με σεβασμό στα δικαιώματα αλλόγλωσσων, αλλόθρησκων και αλλοεθνών, γεγονός που ερχόταν σε αντιδιαστολή με την κάκιστη παράδοση στον τομέα αυτό των Νεότουρκων και των Βουλγάρων, διεκδικητών των ίδιων με την Ελλάδα γεωγραφικών περιοχών.

– Πώς θα είχε ελεύθερη ατομική βούληση ένας άνθρωπος που για χρόνια ζούσε κάτω από την κυριαρχία των Τούρκων; Πόσο ρεαλιστική ήταν αυτή η σχέση και από πού προέρχεται;

– Εχουμε μια μεγάλη αντίθεση: το όραμα και τις προϋποθέσεις υλοποίησής του. Ο Βενιζέλος, για να εφαρμόσει αυτό το μοντέλο διοίκησης, θα έπρεπε να βασιστεί σε ένα διοικητικό προσωπικό από την παλαιά Ελλάδα, που δεν είχε καμία προηγούμενη εμπειρία διοίκησης περιοχών με πληθυσμιακή πολυμορφία, ενώ λειτουργούσε και με μια νοοτροπία αποικιοκράτη, γεγονός που υπογραμμιζόταν όχι μόνον από τις μειονότητες αλλά και από τους Ελληνες των Νέων Χωρών. Ετσι, οι καλές προθέσεις του Βενιζέλου αναιρούνταν στην πράξη, αφού οι μειονοτικοί πληθυσμοί αξιολογούσαν την ελληνική διοίκηση από τη συμπεριφορά των εκπροσώπων του κρατικού μηχανισμού σε τοπικό επίπεδο, συμπεριφορά που απείχε παρασάγγας από τις αντιλήψεις της κεντρικής διοίκησης για την ενδεδειγμένη μειονοτική πολιτική. Η αποτυχία συγκρότησης δεσμών εμπιστοσύνης ανάμεσα σε κρατικό μηχανισμό και σε πολίτες, και ιδιαίτερα τις «ευάλωτες» μειονότητες, καθιστούσε σχεδόν αναγκαία τη δημιουργία παράλληλων δικτύων πατρωνίας, τοπικών ηγετικών ομάδων, κομματαρχών, μεσαζόντων ανάμεσα στο κράτος και στον πολίτη, ενώ ευνοούσε και τις προπαγάνδες αυτονομίας ή απόσχισης περιοχών.

– Από πού πηγάζει το όραμα αυτό;

– Ο Βενιζέλος είχε ως πρότυπο τις φιλελεύθερες αστικές δημοκρατίες της Ευρώπης, ενώ είχε εμπειρία από το διοικητικό μοντέλο της Κρητικής Πολιτείας, όπου ήταν υπουργός Δικαιοσύνης. Στην Κρητική Πολιτεία λειτουργούσε ένα μοντέλο συνύπαρξης μουσουλμάνων και χριστιανών υπό ένα κράτος δικαίου, επιβαλλόμενο, βέβαια, από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Νομικά κείμενα της Κρητικής Πολιτείας χρησιμοποιήθηκαν ως πρότυπα στη σύνταξη της Σύμβασης των Αθηνών του 1913 και κατά τις διαπραγματεύσεις της Συνδιάσκεψης της Ειρήνης στο Παρίσι ως απόδειξη της ελληνικής φιλοδίκαιης πολιτικής έναντι των μουσουλμάνων.

– Ποιο ήταν το περιεχόμενο αυτής της σύμβασης;

– Η Σύμβαση των Αθηνών ήταν η συνθήκη ειρήνης μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων το 1913. Δημιουργούσε ένα καθεστώς ευρύτατης μειονοτικής προστασίας των μουσουλμάνων της Ελλάδας. Μάλιστα, η ίδια σύμβαση προέβλεπε τη δημιουργία τζαμιού στην Αθήνα, γεγονός φυσιολογικό στη βενιζελική θεωρία για ένα ανεξίθρησκο κράτος που θα αντιμετώπιζε ισότιμα και τους μουσουλμάνους πολίτες του. Οι αντιβενιζελικοί, βεβαίως, με αφορμή την παραπάνω πρόβλεψη, κατηγορούσαν τον Βενιζέλο ως προδότη.

– Οι αντίπαλοι εναντιώνονταν σε αυτόν για λόγους φυλετικής καθαρότητας;

– Οι αντίπαλοί του ήταν ετερόφωτοι. Διαμορφώνονταν πάντα σε σχέση με τον Βενιζέλο. Είχαν μια αντίληψη της Μεγάλης Ιδέας ρομαντική, ασαφή: μιλούσαν για ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, για Κωνσταντίνο ΙΒ΄, για την κόκκινη μηλιά. Μιλούσαν με όρους ρομαντισμού του 19ου αιώνα σε αντιδιαστολή με τη συγκροτημένη ρεαλιστική βενιζελική εξωτερική πολιτική που συναρτούσε την εδαφική επέκταση με τον τρόπο που ασκούνταν η εσωτερική διοίκηση.

– Πότε καταλαβαίνει πως δεν λειτουργεί αυτός ο τρόπος; Γιατί η αποτυχία είναι φανερή…

– Αντιλαμβάνεται ότι το διοικητικό προσωπικό που έχει δεν μπορεί να ανταποκριθεί στο όραμά του. Θα αναφέρω ένα παράδειγμα: το 1919 η κυβέρνηση Βενιζέλου επιστρέφει στους ιδιοκτήτες τους κάποιες κατηγορίες μουσουλμανικών κτημάτων στη Μακεδονία, θεωρώντας πως αυτό θα διευκολύνει την επικείμενη ενσωμάτωση της Θράκης. Η απόφαση, όμως, δεν εφαρμόζεται από την τοπική διοίκηση, κάνοντας τον Βενιζέλο να σχολιάζει, φανερά ενοχλημένος, ότι «η τύφλωσις της ελληνικής διοικήσεως είναι αθεράπευτος και ότι αυτή συστηματικώς πράττει ό,τι είναι δυνατόν όπως ματαίωση την επιτυχίαν των εθνικών μας διεκδικήσεων».

Πηγή:Καθημερινή

Πέτρος Παπαπολυβίου: Κυπρογιουγκοσλαβικά, 1967-1974

Για ένα καινούργιο βιβλίο θα μιλήσουμε σήμερα, που κυκλοφόρησε στη Θεσσαλονίκη (εκδόσεις University Studio Press, 2016), με εισαγωγή, σχόλια και επιμέλεια μετάφρασης του Σπυρίδωνος Σφέτα, ιστορικού, έγκριτου βαλκανιολόγου, αναπληρωτή καθηγητή στο ΑΠΘ, και σχεδόν συμφοιτητή του γράφοντος στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης πριν από πολλά – πολλά χρόνια. Τίτλος του βιβλίου «Κύπρος και Γιουγκοσλαβία. Έγγραφα από τα γιουγκοσλαβικά αρχεία 1967-1974».

Πρόκειται για μια σημαντική έκδοση, που είναι αποτέλεσμα της πολύχρονης τριβής του συγγραφέα με τα διπλωματικά αρχεία των βαλκανικών γειτόνων της Ελλάδας, της πρώην Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας και του προηγούμενου συγγραφικού του έργου με ανάλογες εκδόσεις και μονογραφίες για το Μακεδονικό Ζήτημα, τον ελληνικό Εμφύλιο και τον Ψυχρό πόλεμο. Για την κυπριακή ιστοριογραφία είναι ένα ανέλπιστο παράθυρο, από μια ενδιαφέρουσα οπτική, των διπλωματικών εγγράφων της τιτοϊκής Γιουγκοσλαβίας, παραδοσιακής φίλης της Κύπρου. Θυμίζουμε ότι οι δύο χώρες ήταν οι μόνες ευρωπαϊκές που ανήκαν στο Κίνημα των Αδεσμεύτων, ενώ ο Τίτο ήταν ο πρώτος πρόεδρος ξένης χώρας που επισκέφθηκε την Κύπρο, έστω και για λίγες ώρες, τον Οκτώβριο του 1964, σε μια επίσκεψη τεράστιας σημασίας εξαιτίας όσων είχαν προηγηθεί, από τα Χριστούγεννα του 1963.

Ο Σφέτας δημοσιεύει 45 διπλωματικά έγγραφα, κυρίως από τις πρεσβείες της Γιουγκοσλαβίας στη Λευκωσία και στην Αθήνα, αλλά και το Βελιγράδι, από τον Μάρτιο του 1967 μέχρι τις 16 Ιουλίου 1974. Της έκδοσης των εγγράφων προηγείται εκτενής εισαγωγή όπου σχολιάζονται και άλλα γιουγκοσλαβικά έγγραφα, προηγούμενων ετών, καταγράφεται η ιστορία των κυπρογιουγκοσλαβικών διπλωματικών σχέσεων, οι δύο παρουσίες του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στις Συνόδους των Αδεσμεύτων, τον Σεπτέμβριο του 1961, στο Βελιγράδι και τον Οκτώβριο 1964, στο Κάιρο (στην πρώτη ο Κύπριος πρόεδρος ήταν ο μόνος αρχηγός κράτους που έθεσε το ζήτημα του Βερολίνου, ικανοποιώντας τους Αμερικανούς, ενώ στη δεύτερη ήταν άκρως επιθετικός απέναντι στα «σχέδια μετατροπής της Κύπρου σε βάση του ΝΑΤΟ»), και παράλληλα γίνεται μια νηφάλια αποτίμηση του Κυπριακού τόσο ως προς τις διεθνείς του προεκτάσεις, όσο και ως προς τις εξαιρετικά λεπτές και σύνθετες σχέσεις Αθηνών – Λευκωσίας. Πέρα από ελάσσονος σημασίας ελάχιστες πραγματολογικές αβλεψίες στην Εισαγωγή, και πέρα από την πιθανή συμφωνία ή διαφωνία του αναγνώστη με τα συμπεράσματα ή τις κρίσεις του συγγραφέα, πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό βιβλίο για το Κυπριακό, που βοηθά στη συμπλήρωση της ολικής εικόνας για το εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, την προσωπικότητα του προέδρου Μακαρίου, τη δολιχοδρομία μεταξύ της δικτατορίας των συνταγματαρχών και της κυπριακής κυβέρνησης, παρέχει πληροφορίες, εκτιμήσεις (και αλληλοϋπονομεύσεις) για προσωπικότητες όπως τους Π. Γεωρκάτζη, Γλ. Κληρίδη, Σπ. Κυπριανού, Β. Λυσσαρίδη, Ε. Παπαϊωάννου, κ.ά., τις εμπορικές σχέσεις των δύο χωρών, τη συμπεριφορά του Βελιγραδίου απέναντι στο ΑΚΕΛ, κ.ο.κ. Στα τελευταία έγγραφα που δημοσιεύονται, ο Βάσος Λυσσαρίδης (16 Ιουλίου 1974) ζητά από τον Γιουγκοσλάβο Πρέσβη να απειλήσει η χώρα του με επέμβαση την Ελλάδα, ώστε να σταματήσει την επίθεση στην Κύπρο, ο πρέσβης επισκέπτεται τον υπό περιορισμό στο σπίτι του, Γλαύκο Κληρίδη, στις 18 Ιουλίου 1974, και μεταφέρει τις εκτιμήσεις του για την κατάσταση και, στην Αθήνα, στις 16 Ιουλίου 1974 ο προσωρινός υπουργός Εξωτερικών της πραξικοπηματικής κυβέρνησης υπό τον έλεγχο του Δ. Ιωαννίδη, Κ. Κυπραίος, δηλώνει στον πρέσβη της Γιουγκοσλαβίας «την έκπληξη της κυβέρνησής του για τα γεγονότα της προηγούμενης μέρας στην Κύπρο»…

Μεταφέρουμε εδώ τα συμπεράσματα του συγγραφέα, που ολοκληρώνουν την Εισαγωγή ενός πολύ χρήσιμου βιβλίου για το Κυπριακό: «Δεν ήταν κατά συνέπεια η «αδέσμευτη» εξωτερική πολιτική της Κύπρου η βασική αιτία της κυπριακής τραγωδίας, αλλά η αποτυχία συνεννόησης Αθήνας – Λευκωσίας για μια σειρά από λόγους μετά το 1962. Δεν ήταν πρωτίστως οι Αμερικανοί που μηχανορραφούσαν κατά του Μακαρίου, αλλά Ελλαδίτες αξιωματικοί της χούντας. Η Αμερική προσαρμόστηκε στα νέα δεδομένα και η Τουρκία εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία».

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Ο Φιλελεύθερος” στις 9 Ιουλίου 2016

Το εξώφυλλο του βιβλίου:

Sfetas

Πηγή:papapolyviou.com

Αγγελος Μ. Συρίγος : Το Κυπριακό στο Συμβούλιο Ασφαλείας

Τον Νοέμβριο του 1963, το κυπριακό Σύνταγμα μετρούσε ήδη τρία έτη ζωής και βαρυνόταν από σοβαρές δυσλειτουργίες. Βάσει αυτής της εμπειρίας, ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, κατέθεσε συγκεκριμένες προτάσεις –γνωστές ως τα «δεκατρία σημεία»– για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Επτά από τα σημεία θεωρήθηκε ότι αποδυνάμωναν τη θέση των Τουρκοκυπρίων. Η Αγκυρα έσπευσε να απορρίψει τα «δεκατρία σημεία» ως «εντελώς απαράδεκτα», πριν ακόμη λάβουν θέση οι Τουρκοκύπριοι.

Λίγες ημέρες μετά, τον Δεκέμβριο του 1963, ένα ασήμαντο περιστατικό στη Λευκωσία οδήγησε σε αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων σε όλο το νησί. Ο ταπεινωμένος από την ΕΟΚΑ βρετανικός στρατός εκλήθη να αποκαταστήσει την ηρεμία και την τάξη. Επρόκειτο για μία θριαμβική στιγμή της βρετανικής διπλωματίας. Αφού είχε δημιουργήσει τη δεκαετία του 1950 τις προϋποθέσεις των διακοινοτικών συγκρούσεων, μπορούσε –επιτέλους– να εμφανίζεται ως ένας διαμεσολαβητής που προσφέρει καλόπιστα και αποστασιοποιημένα τις υπηρεσίες του προς τα αντιμαχόμενα μέρη. Στο κέντρο της Λευκωσίας χαράχθηκε από τους Βρετανούς μία ουδέτερη ζώνη, η λεγόμενη «πράσινη γραμμή», που χώρισε την ελληνοκυπριακή από την τουρκοκυπριακή συνοικία. Παράλληλα, περίπου 25.000 Τουρκοκύπριοι, που αντιστοιχούσαν στο 25% του τουρκοκυπριακού πληθυσμού, εγκατέλειψαν τις εστίες τους και εγκαταστάθηκαν σε αμιγείς τουρκικούς θυλάκους διασκορπισμένους σε όλο το έδαφος της Κύπρου. Ο Τουρκοκύπριος αντιπρόεδρος Φαζίλ Κιουτσούκ αποχώρησε από την κυβέρνηση μαζί με τους τρεις Τουρκοκύπριους υπουργούς και σχημάτισαν μία «γενική επιτροπή» που ασκούσε εκτελεστική εξουσία στους θυλάκους. Οι Τουρκοκύπριοι βουλευτές εγκατέλειψαν τη Βουλή και δημιούργησαν ένα άτυπο τουρκοκυπριακό νομοθετικό σώμα. Τέλος, οι Τουρκοκύπριοι που εργάζονταν ως δημόσιοι υπάλληλοι αποχώρησαν από τις θέσεις τους. Με αυτές τις κινήσεις ετέθη σε εφαρμογή ένα σχέδιο που στόχευε στη δημιουργία μιας «τουρκικής δημοκρατίας εκτός των συμφωνιών της Ζυρίχης». Απώτερος στόχος ήταν ο πλήρης χωρισμός των δύο κοινοτήτων.

Πρώτα πρακτικά μέτρα της ελληνικής πλευράς

Η κυπριακή κυβέρνηση χαρακτήρισε τις κινήσεις των Τουρκοκυπρίων ανταρσία. Η αποχώρησή τους από όλα τα κυβερνητικά όργανα και τις δημόσιες θέσεις καθιστούσε αδύνατη την εφαρμογή του Συντάγματος, οι πρόνοιες του οποίου βασίζονταν στη δυαδική αρχή και προέβλεπαν συμμετοχή και των δύο κοινοτήτων στη διαχείριση των κρατικών λειτουργιών. Η ελληνοκυπριακή πλευρά προχώρησε σε μία σειρά πρακτικών μέτρων που στόχο είχαν να αποκαταστήσουν την εύρυθμη λειτουργία του κράτους. Μεταξύ άλλων αντικαταστάθηκαν οι τρεις Τουρκοκύπριοι υπουργοί, που είχαν αποχωρήσει, από τρεις Ελληνοκυπρίους, ιδρύθηκε υπουργείο Παιδείας (έως τότε οι εκπαιδευτικές αρμοδιότητες υπάγονταν αποκλειστικώς σε κάθε κοινότητα) και κατέστη υποχρεωτική η στρατολογία στην Εθνική Φρουρά.

Η νομική βάση των αλλαγών ήταν η προσφυγή στο δόγμα της ανάγκης (salus populi, suprema lex) λόγω των εξαιρετικών συνθηκών που επικράτησαν στην Κύπρο μετά το 1963, για την αντιμετώπιση των οποίων δεν υπήρχε πρόβλεψη στο Σύνταγμα. Το δόγμα της ανάγκης θεωρήθηκε ότι είναι τμήμα της κυπριακής συνταγματικής τάξεως, ισότιμο με τις άλλες συνταγματικές πρόνοιες. Τα μέτρα είχαν προσωρινό χαρακτήρα.

Θα ίσχυαν μέχρι να εξομαλυνθεί η κατάσταση και ήσαν ανάλογα προς τα προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπισθούν. Οι προσπάθειες της κυπριακής κυβερνήσεως να καταγγελθούν οι συνθήκες εγγυήσεως και συμμαχίας δεν τελεσφόρησαν.

Με τα μέτρα που ελήφθησαν μετά το 1963 το κράτος περνούσε αποκλειστικώς στα χέρια των Ελληνοκυπρίων, αποκτώντας καθαρά ελληνικό χαρακτήρα. Ουσιαστικά, μετά τα γεγονότα του 1963-64, η Κυπριακή Δημοκρατία μετετράπη σε ένα δεύτερο ελληνικό κράτος. Η αδιάλλακτη στάση της τουρκοκυπριακής ηγεσίας διευκόλυνε όλη αυτή τη διαδικασία. Η απόλυτη κυριαρχία της ελληνικής πλευράς σε τοπικό επίπεδο τύφλωσε σε μεγάλο βαθμό τους υπευθύνους ως προς το εύθραυστο των ισορροπιών.

Ο κίνδυνος για τη Συμμαχία

Τα συνεχιζόμενα αιματηρά επεισόδια μεταξύ των Ελλήνων και των Τούρκων του νησιού δημιουργούσαν σοβαρές ανησυχίες. Ο κυπριακός εναέριος χώρος είχε επανειλημμένως παραβιασθεί από τουρκικά αεροπλάνα και ο τουρκικός στόλος εκινείτο απειλητικά στον θαλάσσιο χώρο μεταξύ Κύπρου και Μικράς Ασίας. Επίσης, το τουρκικό απόσπασμα που ήταν εγκατεστημένο στο νησί με βάση τις συμφωνίες του 1960 (ΤΟΥΡΔΥΚ) είχε αναμειχθεί στα επεισόδια. Την άνοιξη του 1964 ήταν σαφές ότι η Τουρκία προετοιμαζόταν για εισβολή. Αμεση εμπλοκή της Τουρκίας και κατ’ επέκταση της Ελλάδος θα σήμαινε την κατάρρευση της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Ενώ η Ελλάδα παρέμεινε σταθερά προσανατολισμένη προς το ΝΑΤΟ, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος αναζητούσε προστασία στο κίνημα των Αδεσμεύτων. Δεν δίστασε να προμηθευθεί οπλισμό από χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας και ήταν αντίθετος με την ένταξη της Κύπρου στην Ατλαντική Συμμαχία.

Οι εξελίξεις στο νησί ήσαν ενδεικτικές των ισορροπιών γύρω από τη στρατηγική θέση της Κύπρου την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Οι Βρετανοί πίεζαν να ενισχυθούν από στρατιωτικά αποσπάσματα άλλων χωρών του ΝΑΤΟ. Η παρουσία νατοϊκών στρατευμάτων θα διασφάλιζε τη θέση της Κύπρου στην ανατολική Μεσόγειο υπέρ της Δύσεως. Σε αυτό το πνεύμα είχε κινηθεί και μία αμερικανοβρετανική πρόταση (η λεγόμενη νατοϊκή λύση) τον Ιανουάριο του 1964: να αποσταλεί στην Κύπρο νατοϊκή δύναμη 10.000 ανδρών, που θα τελούσε υπό βρετανική διοίκηση. Την πρόταση αποδέχθηκαν κατ’ αρχήν οι κυβερνήσεις Ελλάδος και Τουρκίας, καθώς και οι Τουρκοκύπριοι. Η κυπριακή κυβέρνηση, όμως, ήταν εντελώς αντίθετη. Δεν είχε εμπιστοσύνη στην αντίδραση των νατοϊκών στρατευμάτων, εάν η επίσης νατοϊκή Τουρκία εισέβαλλε στο νησί. Σε περίπτωση εγκαταστάσεως νατοϊκών δυνάμεων, η Κύπρος θα έχανε την υποστήριξη των αδέσμευτων χωρών, αλλά και των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Τέλος, το Κυπριακό θα μετατρεπόταν σε εσωτερικό πρόβλημα του ΝΑΤΟ, όπου η Τουρκία είχε μεγαλύτερη επιρροή από την Ελλάδα. Η κυπριακή στάση επιβεβαίωσε την εντύπωση στο ΝΑΤΟ και στις ΗΠΑ ότι ο Μακάριος είχε φιλοσοβιετικές τάσεις. Αυτό του προσέδωσε τον αφοριστικό τίτλο του «Φιντέλ Κάστρο της Μεσογείου».

Το ψήφισμα 186/1964 του Σ.Α. των Ηνωμένων Εθνών

Τελικώς του θέματος επελήφθη το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ με το ψήφισμα 186/1964. Στο Ψήφισμα υπήρχε ρητή αναφορά στο άρθρο 2.4 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, που απαγορεύει τη χρήση βίας ή την απειλή χρήσεως βίας. Η επισήμανση ότι η κατάσταση στην Κύπρο πιθανώς να απειλούσε τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια, είχε ως έμμεσο αποδέκτη την Αγκυρα. Παράλληλα με το ψήφισμα αποφασίσθηκε η ανάπτυξη ειρηνευτικής δυνάμεως. Τη θέση των βρετανικών στρατευμάτων ανάμεσα στις δύο κοινότητες κατέλαβαν ειρηνευτικές δυνάμεις υπό τον ΟΗΕ, η λεγόμενη UNFICYP. Το πιο σημαντικό όμως για το ψήφισμα ήταν ότι απαντούσε σε δύο ερωτήματα ως προς: α) τη νομιμοποίηση της κυπριακής κυβερνήσεως να εκπροσωπεί διεθνώς το κράτος της Κυπριακής Δημοκρατίας και να προσφεύγει σε διεθνή όργανα και β) τη συνέχιση (ή μη) της υποστάσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Επί του πρώτου ερωτήματος το Ψήφισμα 186 απεφάνθη ότι η κυβέρνηση της Κύπρου «έχει την ευθύνη για τη διατήρηση και αποκατάσταση της τάξεως και του νόμου» και ζήτησε να συγκροτηθεί ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ στη νήσο «με τη συγκατάθεση της κυβερνήσεως της Κύπρου». Με τον τρόπο αυτό ο ΟΗΕ αναγνώρισε αναμφισβήτητα τη νομιμότητα της κυπριακής κυβερνήσεως. Κατ’ επέκταση το Συμβούλιο Ασφαλείας απάντησε και επί του δευτέρου ερωτήματος. Εάν είναι αποδεκτή ως νόμιμη η κυβέρνηση ενός κράτους, πολλώ δε μάλλον, το κράτος αυτό είναι επίσης νόμιμο. Η συγκατάθεση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως κυρίαρχου κράτους για την ανάπτυξη της διεθνούς δυνάμεως στο έδαφός της ήταν απαραίτητη στο διεθνές δίκαιο.

Η διεθνής κοινότητα ακολούθησε ανάλογη στάση με το πνεύμα του ψηφίσματος. Κανένα κράτος δεν προχώρησε σε διακοπή της αναγνωρίσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας μετά τα γεγονότα του 1963-64. Επίσης, ουδέποτε αμφισβητήθηκε η νομιμότητα της κυπριακής κυβερνήσεως να εκπροσωπεί το κράτος. Ενδεικτική επί του θέματος ήταν και η απόφαση της Τουρκίας να διατηρήσει κατά την περίοδο 1963-74 τον ίδιο πρέσβη στην Κύπρο, ο οποίος έμενε στον τουρκοκυπριακό θύλακα της Λευκωσίας. Με αυτόν τον τρόπο απέφυγε να διαπιστεύσει αντικαταστάτη του, οπότε μοιραίως θα προέκυπτε το ερώτημα, εάν θα έπρεπε να τον διαπιστεύσει στην επίσημη κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας ή στον τουρκοκυπριακό διοικητικό μηχανισμό.

Διαπραγματευτικό όπλο για την Κύπρο μέχρι σήμερα

Το ψήφισμα 186/1964 αποδείχθηκε για την Κυπριακή Δημοκρατία το βασικό διαπραγματευτικό της όπλο, ιδίως μετά το 1974. Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων βρίσκεται από τουρκικής πλευράς το σύνολο των παράνομων μεν, υπαρκτών όμως, δεδομένων που διαμορφώθηκαν το 1974. Από την άλλη μεριά, η ελληνοκυπριακή πλευρά διαπραγματεύεται τη διεθνή αναγνώρισή της και τη μοναδική εκπροσώπηση του κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας στη διεθνή κοινότητα. Η κατ’ εξοχήν έκφραση της διεθνούς αναγνωρίσεως είναι το ψήφισμα 186/1964.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι Τούρκοι θεωρούν το ψήφισμα ως τη ρίζα του κακού για τη συνεχιζόμενη αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και της κυπριακής κυβερνήσεως. Γι’ αυτόν τον λόγο και η Τουρκία σταθερά διαμαρτύρεται κατά την εκάστοτε ανανέωση της θητείας της δυνάμεως του ΟΗΕ στο νησί, επειδή βασίζεται στην αποδοχή της από τη νόμιμη κυβέρνηση της Κύπρου.

Την ίδια περίοδο, πάντως, άρχισε να ωριμάζει στην ελληνική πλευρά η άποψη ότι ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς τη συγκατάθεση της Τουρκίας. Η συγκατάθεση, όμως, απαιτούσε να γίνουν κάποιες παραχωρήσεις προς την Τουρκία. Οι παραχωρήσεις επικεντρώνονταν στο επίπεδο της προστασίας των ανθρωπίνων και μειονοτικών δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων και της παροχής ειδικού αυτοδιοικητικού καθεστώτος. Διέλαθε την προσοχή ότι η Τουρκία αντιλαμβανόταν με στρατηγικούς όρους το Κυπριακό. Η ενισχυμένη προστασία των δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων ήταν ευπρόσδεκτη από την Αγκυρα, αλλά δεν αρκούσε. Ανέμενε εδαφικά ανταλλάγματα. Παράλληλα, σε ρητορικό επίπεδο Αθήνα και Λευκωσία αποδέχονταν ότι απαιτείτο να υπάρχει συμφωνία πριν από οποιαδήποτε κίνηση. Στην πράξη οι διαφωνίες και οι μονομερείς και ασυντόνιστες ενέργειες εξακολούθησαν.

aggelos_sirigos
Ο κ. Αγγελος Μ. Συρίγος είναι επίκουρος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Πηγή:Καθημερινή

Η Κλειώ και η γοητεία της: Τρείς προσωπικές καταθέσεις

Στα παρακάτω βίντεο θα δείτε τη κάλυψη από την εκδήλωση

Η Κλειώ και η γοητεία της: Τρεις προσωπικές καταθέσεις

 που έλαβε χώρα την Τετάρτη 18  Μαΐου  2016 στις 19:00,

στην Αίθουσα Εκδηλώσεων του Ιδρύματος “Βασίλειος Λαούρδας”,

Μεγ. Αλεξάνδρου 31Α, 3ος όροφος

Εισηγητές:

Ι. Κ. Χασιώτης, Ομότιμος Καθηγητής του Τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας Α.Π.Θ, Πρόεδρος του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα

Ιωάννης Μουρέλος, Καθηγητής του Τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας Α.Π.Θ, Αντιπρόεδρος του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου

Ιάκωβος Μιχαηλίδης, Αν. Καθηγητής του Τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας, Α.Π.Θ

Μέρος Α’: Ομιλία του Ι. Κ. Χασιώτη:

Μέρος Β’: Ομιλία του Ι. Μουρέλου:

Μέρος Γ’: Ομιλία του Ι. Μιχαηλίδη:

Μέρος Δ’: Συζήτηση:

 

Πηγή:Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου