Skip to main content

“L’ Agonie de Byzance”: Γαλλική κινηματογραφική ταινία του 1913

Με αφορμή την επέτειο της Άλωσης

 LAgonie de Byzance

Γαλλική κινηματογραφική ταινία του 1913

 

Η Αγωνία του Βυζαντίου (L’ Agonie de Byzance) είναι μια βωβή κινηματογραφική ταινία του 1913, διάρκειας 29 λεπτών της ώρας. Ο σκηνοθέτης Louis Feuillade, γνωστότερος τότε στο ευρύ κοινό από τις δύο σειρές Fantômas (1913) και Les vampires (1915), έχει επιλέξει ένα μεγίστης σημασίας ιστορικό γεγονός, την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, προκειμένου να το αποδώσει με τα (πενιχρά) τεχνικά μέσα της εποχής. Πρόκειται για ένα φιλόδοξο εγχείρημα, καθώς χρησιμοποιούνται εκατοντάδες κομπάρσοι, ενώ τα σκηνικά και τα κοστούμια όχι μόνο αποδίδουν πιστά την εποχή, αλλά είναι ιδιαίτερα μελετημένα και φροντισμένα. Ο Feuillade αντεπεξέρχεται με επιτυχία στο γύρισμα σκηνών με μεγάλη τεχνική δυσκολία όπως είναι εκείνες των μαχών. Φυσικά, όλες οι λήψεις έχουν πραγματοποιηθεί με γνώμονα το ανθρώπινο ύψος του εικονολήπτη. Προκειμένου, ωστόσο, να υπάρχει κάποια σχετική ποικιλία, επινοήθηκε ολόκληρη σειρά από τεχνάσματα. Επιπρόσθετα, ένα συμφωνικό έργο γράφηκε ειδικά για τις ανάγκες της ταινίας από τους συνθέτες Henri Février και Léon Moreau ως μουσικό συμπλήρωμα. Η εκτέλεση είχε ανατεθεί σε μια ορχήστρα εκατό, περίπου, ατόμων με συνοδεία εκκλησιαστικού οργάνου ταυτόχρονα με την προβολή.  Η Αγωνία του Βυζαντίου είναι ένα κορυφαίο κινηματογραφικό έργο εποχής εμπνευσμένο από ένα σημαίνον ιστορικό γεγονός. Ξεκινά με την έναρξη της πολιορκίας και την τοποθέτηση, από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο, των στρατευμάτων του στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Ακολουθούν οι κατά κύματα επιθέσεις των Οθωμανών, με χρήση του γιγαντιαίων διαστάσεων πυροβόλου, του οποίου δεν διακρίνεται στην ταινία παρά μόνο η άκρη. Στην τρίτη σκηνή, ο Μωάμεθ ο Πορθητής έχει συγκαλέσει πολεμικό συμβούλιο, όπου σχεδιάζεται η τελική επίθεση. Γύρω από την τελική αυτή επίθεση στρέφεται το δεύτερο ήμισυ του έργου με το επεισόδιο της Κερκόπορτας, τον θάνατο του αυτοκράτορα, τις λεηλασίες, στις οποίες επιδίδονται οι κατακτητές, την είσοδο του Πορθητή στην Πόλη, την ανακάλυψη της σορού του αυτοκράτορα και τον αποκεφαλισμό της τελευταίας, τέλος, την θριαμβευτική επίσκεψη του Πορθητή στη βασιλική της Αγίας Σοφίας. Παίζουν οι ηθοποιοί Luitz Morat (Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος), Albert Reusy (Μωάμεθ ο Πορθητής), Georges Melchior (Ιωάννης Ιουστινιάνης), καθώς και οι Edmond Bréon, Jeanne Briey, Fabienne Fabrèges και Émilien Richard. Το σενάριο είναι του ίδιου του σκηνοθέτη, τα σκηνικά του Robert Jules-Garnier. Το έργο προβλήθηκε για πρώτη φορά στην αίθουσα Gaumont Palace του Παρισιού στις 24 Οκτωβρίου του 1913.

H αίθουσα Gaumont Palace το 1912.

 

Από αριστερά προς δεξιά: o σκηνοθέτης Louis Feuillade (1873-1925) και οι μουσικοσυνθέτες Henri Février (1875–1957) και Léon Moreau (1870-1946).

 

Το πρόγραμμα του έργου.

 

Ο ηθοποιός Luitz Morat στο ρόλο του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου.

 

Το στρατόπεδο του Πορθητή.

 

Το γιγάντιο πυροβόλο (η περίφημη “Βασιλική”) του Ούγγρου οπλουργού Ουρβανού κάτω από τα Θεοδοσιανά τείχη.

 

Η τελευταία δοξολογία εντός του ναού της Αγίας Σοφίας.

 

Στις επάλξεις των τειχών της Κωνσταντινούπολης.

 

Η θριαμβευτική είσοδος του Πορθητή στην Αγία Σοφία. Του παραδίδουν την κεφαλή του Αυτοκράτορα.

 

L’ Agonie de Byzance

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ  ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

 

Κείμενο – Επιμέλεια αφιερώματος: Γιάννης Μουρέλος

Μορφοποίηση – Επιμέλεια έκδοσης: Αλεξάνδρα Περχανίδου

Αναστασία Σιώψη: Όταν η τέχνη κραυγάζει. Η κραυγή ως ήχος και εικόνα, με αφετηρία την «Κραυγή» (Der Schrei der Natur, 1893) του Edvard Munch

Αναστασία Σιώψη

Όταν η τέχνη κραυγάζει. Η κραυγή ως ήχος και εικόνα, με αφετηρία την «Κραυγή» (Der Schrei der Natur, 1893) του Edvard Munch

 

Εισαγωγή

Στο έργο με τίτλο Κραυγή (Der Schrei der Natur (1893), ο αρχικός γερμανικός τίτλος που δόθηκε στον πίνακα από τον Edvard Munch 1863-1944) μια μορφή, ενώ περπατάει κατά μήκος της παραλίας, πιάνει με τα χέρια το κεφάλι ξεσπώντας σε μια κραυγή αγωνίας χωρίς όμως ήχο. Στο κείμενο του καλλιτέχνη διαβάζουμε: «Σταμάτησα και έγειρα στα κάγκελα, σχεδόν πεθαμένος από την κούραση. Επάνω από το μαύρο-μπλε φιόρντ κρέμονταν τα σύννεφα, κόκκινα σαν το αίμα και τις γλώσσες της φωτιάς. Οι φίλοι μου με είχαν εγκαταλείψει και μόνος, τρέμοντας με αγωνία, συνειδητοποίησα την απέραντη, ατέλειωτη κραυγή της φύσης». Το έργο αυτό είναι η απόλυτη ενσάρκωση του φόβου, της αγωνίας και της αποξένωσης. Θεωρείται από μερικούς, πως συμβολίζει το ανθρώπινο είδος κάτω από τη συντριβή του υπαρξιακού τρόμου.

Η λεγόμενη Ur-schrei, δηλαδή η «πρωτογενής» κραυγή, εμφανίζεται ως εκφραστικό μοτίβο στην εξπρεσιονιστική λογοτεχνία, στη ζωγραφική και στη μουσική για να δηλώσει την πιο ακραία έκφραση της συναισθηματικής έντασης. Στην παρούσα ανακοίνωση θα ασχοληθώ με εκφάνσεις της στη ζωγραφική και τη μουσική.

Προς το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα, την ίδια περίπου εποχή που ο γνωστός ψυχίατρος Ζίγκμουντ Φρόιντ (Siegmund Freud 1856-1939) εξερευνούσε τα φαινόμενα του υποσυνειδήτου και την επιρροή των παιδικών εμπειριών στην πρόκληση νευρώσεων, ένας όχι και τόσο γνωστός Νορβηγός καλλιτέχνης, ο Έντβαρντ Μούνχ (Edvard Munch 1863 – 1944), ξεκινούσε να απεικονίζει τον εσωτερικό βασανισμένο κόσμο του στις δημιουργίες του, θέτοντας την αφετηρία ανάπτυξης ενός καλλιτεχνικού κινήματος που θα γινόταν αργότερα γνωστό με την ονομασία ‘Εξπρεσιονισμός’.

 

Παρουσιάση του εικαστικού έργου

Η Κραυγή είναι ο πιο γνωστός πίνακας του Νορβηγού ζωγράφου και απεικονίζει μια αγωνιούσα μορφή με φόντο τον ουρανό σε κόκκινο χρώμα. Αποτελεί μέρος μιας σειράς έργων, με την ονομασία Η Ζωφόρος της Ζωής, στην οποία ο καλλιτέχνης έρχεται αντιμέτωπος με διάφορα σκοτεινά θέματα που αφορούν στη ζωή, το θάνατο, τον φόβο και τη μελαγχολία.1

O Μουνχ δημιούργησε τέσσερις εκδοχές της Κραυγής, το διάστημα 1893-1910.2 Θα λέγαμε ότι είναι μια σειρά από επαναλήψεις της ίδιας ιδέας: αυτής της θεμελιώδους ‘διαφωνίας’ με το ηχητικό περιβάλλον (θυμίζω τον τίτλο που δόθηκε από τον ίδιο τον Μουνχ: Ο λυγμός της φύσης).

Der Schrei der Natur (1893-1910). Μέρος της σειράς Η Ζωφόρος της Ζωής. Τέσσερις εκδοχές της Κραυγής.

Όπως χαρακτηριστικά περιγράφει το έργο αυτό ο φίλος του καλλιτέχνη και σημαντικός θεατρικός συγγραφέας και μυθιστοριογράφος August Strindberg (1849-1912), σε ένα πεζογράφημα-ποίημα που έγραψε για κάποια από τα έργα του Μουνχ (στο Revue Blanche),
    «[είναι μια κραυγή] τρόμου στη Φύση, η οποία [η Φύση], με λάμψη οργής, πρόκειται να μιλήσει με καταιγίδα και βροντές σε αυτά τα ανόητα, μικροκαμωμένα όντα που φαντάζονται τους εαυτούς τους θεούς χωρίς να μοιάζουν με θεούς».3

Η Κραυγή είναι, επομένως, ένα αγωνιώδες ουρλιαχτό που μεταδίδεται με ορατούς παλμούς στην ατμόσφαιρα, σαν ηχητικά κύματα. Μακριές, κυμματιστές γραμμές φαίνεται να περιέχουν την ηχώ μιας βασανισμένης κραυγής και να την διαχέουν σε κάθε σημείο του έργου. Ο ψυχισμός του καλλιτέχνη διαπερνάει την εικόνα, ή, σύμφωνα με τον Μουνχ, ωθήσεις ‘πανικού’ που είναι καλά κρυμμένες από την ορατή πραγματικότητα. Άλλωστε, στο συγκεκριμένο πίνακα φαίνεται η στάση του καλλιτέχνη στην εμπειρία της συναισθησίας, ή της ένωσης των αισθήσεων, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα την εικαστική απεικόνιση ήχου (κραυγή) και συναισθήματος. Συγκεκριμένα, στόχος του καλλιτέχνη ήταν να εκφράσει πως μια ξαφνική συγκίνηση μεταβάλλει όλες τις εντυπώσεις της αίσθησης. Από αυτή την άποψη, η Κραυγή αποτελεί ένα έργο ορόσημο για το κίνημα των Συμβολιστών όπως και σημαντική πηγή έμπνευσης για το εξπρεσιονιστικό κίνημα των αρχών του εικοστού αιώνα από το οποίο αντλώ τα μουσικά παραδείγματα που παρουσιάζω παρακάτω, όπως και κάποια εικαστικά. Το έργο αυτό, από κάθε άποψη, αποτελεί την ουσία του εξπρεσσιονισμού, ενός κινήματος που έδωσε έργα ακραία και αντισυμβατικά με κυρίαρχο το συναίσθημα που ωθείται στα άκρα και μια επίμονη αίσθηση ευθύνης να εκφραστεί η αλήθεια, όπως ανιχνεύεται στο αρχέγονο και στα βάθη της ψυχής (υποσυνείδητο).

Βέβαια ξεπερνάει τα όρια του εξπρεσσιονισμού καθώς έχει καθιερωθεί να συμβολίζει τον υπαρξιακό φόβο (angst) του σύγχρονου ανθρώπου στη ξέφρενη κοινωνία μας. Mάλιστα, μαζί με τη Μόνα Λίζα, είναι από τις πιο συχνά αναπαραγόμενες εικόνες στο κόσμο.

Αυτό στο οποίο θα επικεντρωθώ στο παρόν κείμενο είναι όχι τόσο το ίδιο το έργο αλλά οι ιδέες που εκπροσωπεί και οι τρόποι που εμφανίζονται σε άλλα έργα στη μουσική και τις εικαστικές τέχνες, έχοντας ως εκφραστικό μοτίβο την «πρωτογενή» κραυγή (Ur-schrei), η οποία δηλώνει την πιο ακραία έκφραση της συναισθηματικής έντασης. Το κείμενο του ίδιου του Μουνχ μιλάει για την ‘απέραντη, ατέλειωτη κραυγή της φύσης’, σε άμεση αντιστοιχία με το αίσθημα της παρακμής στη Βιέννη και το Βερολίνο της δεκαετίας του 1890, του τέλους μιας εποχής, και με αντιπροσωπευτική μελέτη-ορόσημο το βιβλίο του O. Spengler Der Untergang des Abendlandes [Η παρακμή της Δύσης] (1918-1922), το οποίο μάλιστα άσκησε μεγάλη επιρροή στους κύκλους της διανόησης σε πολλές χώρες της Ευρώπης εκείνης της εποχής. Το έργο επίσης δημιουργήθηκε σε μιά εποχή όπου τα έργα του Κάρολου Δαρβίνου (1809-1882) και του Φρίντριχ Νίτσε (1844-1900) προκαλούσαν μια ευρύτερη αίσθηση ανησυχίας. Σύμφωνα με την Sue Prideaux, συγγραφέα της βραβευμένης βιογραφίας του Μουνχ, είναι αδύνατο να αγνοήσουμε αυτό το γενικότερο πλαίσιο. Ήταν η ικανότητα του Μουνχ να συνδυάσει το βαθιά προσωπικό με το καθολικό που έκανε το πιο διάσημο έργο του να διαρκέσει στον χρόνο.4

Η ‘κραυγή’ ενταγμένη σε φιλοσοφικό πλαίσιο μας κατευθύνει σε ιδέες όπως η υπαρξιακή αγωνία, ο υπέρτατος φόβος και, κυρίως, η αποκοπή από τη φύση. Το έργο αυτό του Μουνχ, κατά συνέπεια, είναι η απόλυτη ενσάρκωση του φόβου, της αγωνίας και της αποξένωσης. Θεωρείται από μερικούς, πως συμβολίζει το ανθρώπινο είδος κάτω από τη συντριβή του υπαρξιακού τρόμου.

Ο Edvar Munch και η εκδοχή της Κραυγής σε λιθογραφία του 1895 που είχε διαδοθεί ευρύτερα από όλες τις άλλες στις αρχές του εικοστού αιώνα

Κεντρική Ιδέα: αποκοπή του ανθρώπου απο τη φύση

Η ιδέα της ‘κραυγής της φύσης’ είναι διαχρονική. Μας ταξιδεύει στη μυθολογία, στο μύθο του βιασμού της Περσεφόνης.

Η ‘Ανα Μοζόλ (Ana Mozol), μια Γιουνγκιανή αναλύτρια στο πανεπιστήμιο British Columbia του Βανκούβερ, υποδεικνύει αυτό τον μύθο, αφού η απαγωγή της Περσεφόνης από τον Θεό του Κάτω Κόσμου έφερε τον χειμώνα. «Αυτή ήταν μια κραυγή που κατευθύνθηκε υπογείως και δεν ακούστηκε»5, παρατηρεί. Και πιστεύει ότι μπορεί να διευρυνθεί ως η κραυγή της φύσης ή η κραυγή της γης.6

Η αρπαγή της Περσεφόνης, περ. 336 π.Χ., κεντρικό τμήμα τοιχογραφίας από βασιλικό τάφο της Βεργίνας.

Η ιδέα της αποκοπής του ανθρώπου από τη φύση είναι παλαιότερη από το έργο του Μουνχ. Προβάλλεται σε πρώτο πλάνο στην αισθητική του ρομαντισμού. Ο Ρομαντισμός όμως, σε αντίθεση με τον εξπρεσιονισμό, πιστεύει στο όραμα της επανένωσης του ανθρώπου με τη φύση. Δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από την Τετραλογία του Ρίχαρντ Βάγκνερ όπου η κεντρική ιδέα έχει να κάνει με τη βίαιη αποκοπή του ανθρώπου από τη φύση (πολιτισμός) και την τελική οραματική και καθαρά μουσική πρόταση της επανένωσής του με αυτή στο τέλος της Τετραλογίας.7

Στον εξπρεσιονισμό δεν υπάρχει τέτοιο όραμα, έτσι, όπως στο έργο του Μουνχ, οι κραυγές ‘αιωρούνται’, οι διαφωνίες στα μουσικά έργα αφήνονται άλυτες για να σοκάρουν, να ταρακουνήσουν. Η άλυτη διαφωνία στο αποκορύφωμα της σύνθεσης μπορεί να παραπέμπει σε θεμελιώδη ανθρώπινα συναισθήματα σε ‘ρήξη’ με την εξωτερική πραγματικότητα.

Ξεκινώ με τρία παραδείγματα τέτοιων κραυγών από την ατονική περίοδο του Σένμπεργκ που παραδόξως, κατά την άποψή μου, παραπέμπουν στην Κούντρι, την πρωταγωνίστρια της τελευταίας όπερας του Βάγκνερ, του Πάρσιφαλ.

Arnold Schoenberg (1874-1951), Αυτοπροσωπογραφία, 1910.

Ο Πιερότος (Pierrot Lunaire, 1912), op. 21, συμβολίζει για τον Σένμπεργκ με αντιπροσωπευτικό τρόπο τον καλλιτέχνη του πρώιμου εικοστού αιώνα. Το έργο αυτό, βέβαια, έχει σημασία και πέρα από το συμβολικό επίπεδο, καθώς εκφράζει την ‘εσωτερικότητα’ όχι μόνο ως προς τις ιδέες, με το να αναδεικνύει τον Πιερρότο σε εκφραστή του εσώτερου ευαίσθητου ‘Εγώ’ του μοντέρνου καλλιτέχνη, αλλά και μέσω του ίδιου του έργου, στο οποίο η μουσική χρησιμοποιεί τα εσωτερικά της αποθέματα για να δηλώσει, με την αντιπαράθεση μουσικού υλικού και μουσικής στρατηγικής, την κρίση της μουσικής γλώσσας της οποίας οι παραδοσιακές φόρμες αποδυναμώνονταν.

Στον Πιερότο βρίσκουμε μια πολύ χαρακτηριστική αναφορά στο κομμάτι αρ. 9, «Gebet an Pierrot», στη λέξη ‘Lachen (γέλιο)’, όπου η γραμμή του κλαρινέτου παραπέμπει έμμεσα στην περίφημη κραυγή της Κούντρι, στην όπερα Πάρσιφαλ του Βάγκνερ, στη λέξη ‘lachte’ από τη δεύτερη πράξη της όπερας αυτής, δίνοντας την αίσθηση μουσικής παραπομπής.8 Στη λέξη αυτή η Κούντρι τραγουδάει από τη νότα σι3 δύο οκτάβες κάτω στο ντο#. Το κλαρινέτο στην «Προσευχή στον Πιερότο» είναι σαν να ‘θυμάται’ αυτό που η πρωταγωνίστρια, η Κολουμπίνα, φαίνεται να έχει ξεχάσει ή να μη γνώρισε ποτέ.

Νο. 9, Gebet an Pierrot, κείμενο: «mein Lachen”, γραμμή κλαρινέτου.

Ανάμεσα στην Κούντρι και τον Πιερότο μπορούμε να βρούμε και συμβολικές αναλογίες με κεντρική ιδέα τη ‘ρήξη’, ή, τον ‘διχασμό’. Η Κούντρι είναι μια γυναίκα χωρισμένη στα δύο και καταδικασμένη να ζει σε δύο διαφορετικά επίπεδα: από τη μια μεριά υπηρετεί απρόθυμα το Άγιο Δισκοπότηρο για να εξιλεωθεί για την αμαρτία της, ενώ, από την άλλη, είναι υποχείριο του μάγου Κλίνγκσορ. Τρομοκρατημένη από τη μαγική του δύναμη, οφείλει να σαγηνεύει τους Ιππότες του Αγίου Δισκοπότηρου. Μέσα από το συμβολισμό της φιγούρας του Πιερότου εκφράζεται επίσης διχασμός, καθώς απεικονίζει τον μοντέρνο καλλιτέχνη που βρίσκεται σε ρήξη με τον κόσμο αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό.9

Δεύτερη πράξη, μ. 1182, Parsifal του Richard Wagner (Richard Wagner, Parsifal, G. Schirmer, Inc.: 195).

Η ίδια μουσική παραπομπή πραγματοποιείται πιο εμφανώς, και όχι από όργανο αλλά από γυναικεία φωνή, σε άλλα δύο έργα του Σένμπεργκ, δηλαδή στο αποκορύφωμα της Προσμονής (1909), op. 17, μ. 189, στη λέξη ‘Hilfe (βοήθεια)’ της Γυναίκας και στο αποκορύφωμα ‘Liebe (αγάπη)’ στο Δεύτερο κουαρτέτο εγχόρδων του Σένμπεργκ (1908), οp. 10, μ. 63-68, έργα που γράφονται την ίδια εποχή με τον Φεγγαρίσιο Πιερότο (1912).

Η Προσμονή (Erwartung), είναι σε ποίηση της Marie Pappenheim και φανερώνει γνώση της ψυχανάλυσης. Η ποιήτρια, εξέχουσα ψυχίατρος στη Βιέννη και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της πόλης, δίδαξε τη θεωρία και τις μεθόδους του Φρόιντ. Η Γυναίκα στην Προσμονή διακατέχεται από μια έμμονη ιδέα: στο έργο αυτό σκιαγραφούνται οι διαρκώς εναλλασσόμενες σκέψεις και συναισθήματα καθώς μες στο σκοτάδι αναζητά στο δάσος τον εραστή της. Είναι χαρακτηριστικό ότι το έργο αυτό το περιγράφει αργότερα ο συνθέτης ως «αυτός ο εφιάλτης, αυτό το δισαρμονικό βασανιστήριο…αυτές οι ακατάλληπτες ιδέες…αυτή η μεθοδική τρέλλα».10

Arnold Schönberg, Erwärtung (1909), op. 17, μ. 189-193.
Arnold Schönberg, Δεύτερο Κουαρτέτο Εγχόρδων (1908), op. 10, μ. 63-68.

Στο αποκορύφωμα του Δεύτερου κουαρτέτου εγχόρδων, το «Litanei», (βασισμένο σε ποιητικά οράματα του Stefan George με τίτλο Der siebente Ring (1907), με θέμα την αγωνία ενός περιπλανώμενου που αναζητά πνευματική παρηγοριά), οι στίχοι του παραδείγματος είναι «[…] πάρε από μένα τη γήινη αγάπη, δώσε μου την ευτυχία» (Nimm mir die liebe, gib mir dein glück!)».

Στην Προσμονή, η Γυναίκα χρησιμοποιεί τα ίδια ύψη φθόγγων για την κραυγή της για ‘βοήθεια’ με αυτά της Κούντρι, ενώ το αποκορύφωμα ‘Αγάπη’ του Δεύτερου κουαρτέτου εγχόρδων χρησιμοποιεί την ίδια αναφορά αλλά όχι τα ίδια ύψη φθόγγων.

Το τρομακτικό ‘ξέσπασμα’ της κραυγής της πρωταγωνίστριας και στις δύο περιπτώσεις είναι εύκολο να παραλληλιστεί με την Κραυγή του Μουνχ. Επιπλέον, μπορεί να θεωρηθεί ως το αποκορύφωμα ολόκληρου του εγχειρήματος της ελεύθερης ατονικότητας, μια μουσική ανάπτυξη που πραγματοποιείται περίπου δεκαπέντε χρόνια μετά το εμβληματικό έργο του Μουνχ.11 Η στιγμή αυτή άλλωστε μπορεί να θεωρηθεί ως στιγμή ‘υστερίας’ της πρωταγωνίστριας και στα δύο παραδείγματα και, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Slavoj Žižek,
«Εάν υπάρχει κάποιο χαρακτηριστικό που λειτουργεί ως ξεκάθαρος δείκτης του μοντερνισμού –από τον Strindberg ως τον Kafka, από τον Munch ως την «Προσμονή» του Schoenberg– αυτό είναι η εμφάνιση της φιγούρας της υστερικής γυναίκας, η οποία αντιπροσωπεύει την ριζική έλλειψη αρμονίας στη σχέση ανάμεσα στα δύο φύλα12

‘Οπως επιχείρησα να καταδείξω, οι τρεις παραπάνω αναφορές του Σένμπεργκ στο ‘lachte’ της Κούντρι είναι αναφορές ιδεών: οι λέξεις Lachen (Pierrot Lunaire), Hilfe (Προσμονή) και Liebe (Δεύτερο κουαρτέτο εγχόρδων) εκφράζουν ειρωνεία και, όντας στο αποκορύφωμα των μουσικών έργων, δείχνουν δυσπιστία απέναντι στην αλήθεια παρόμοια με την Κούντρι μπροστά στον Εσταυρωμένο. Έτσι εκφράζουν το διχασμό, ή και τη ρήξη, με αυτήν (την αλήθεια).

Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα που παραπέμπει στην ‘πρωτογενή κραυγή’ περιλαμβάνεται στην όπερα Βότσεκ (Wozzeck) (1925) του Άλμπαν Μπέργκ (1885-1935), η οποία θεωρείται ως το πιο αντιπροσωπευτικό μουσικό έργο του εξπρεσσιονισμού. Ο ίδιος ο Μπεργκ πρόσθεσε πολυάριθμες σκηνοθετικές οδηγίες σε όλο το έργο. Μία απο αυτές με εξπρεσιονιστικό χαρακτήρα, για τη σκηνή με το ηλιοβασίλεμα, πραγματοποιείται όταν ο Βότσεκ, καθώς μαζεύει ραβδιά με τον φίλο του τον Αντρές, ξαφνικά αντιλαμβάνεται το ηλιοβασίλεμα σαν

    «…φωτιά! Υψώνεται απο τη γη στους ουρανούς και κατευνάζει σε μια βουή σαν τα τρομπόνια«. (Πράξη 1, σκηνή 2, μέτρα 290-295)».

Στη σκηνοθετική οδηγία που ακολουθεί διαβάζουμε τα εξής:

    «Ο ήλιος πρόκειται να δύσει. Οι μεγάλες κοφτερές ακτίνες του λούζουν με το φως τους τον ορίζοντα με το πιο λαμπερό φως του ήλιου, το οποίο απότομα ακολουθείται (με την επίδραση του πιο βαθιού σκοταδιού) από το λυκόφως, με το οποίο σταδιακά εξοικειώνεται το μάτι».

Σαν τον Μούνχ, ο οποίος αντιλαμβανόταν το ηλιοβασίλεμα σαν κραυγή που διαπερνάει την φύση, ο Μπεργκ απεικονίζει εδώ την φύση σαν κάτι απειλητικό ενώ ο Βότσεκ ανταποκρίνεται καθώς ενοράται. Στη μουσική, αντίστοιχα, η στάση (ακινησία) του προηγούμενου μέρους (ανταποκρινόμενης στα λόγια του Βότσεκ «Υπάρχει περίεργη ακινησία…σε κάνει να θέλεις να κρατήσεις την αναπνοή σου») κάνει πολύ αποτελεσματική την ορχηστρική ‘έκρηξη’ που ακολουθεί.

Ο Alban Berg (1885-1935) και η αφίσα του Jan Lenica για την παράσταση του Wozzeck στη Βαρσοβία το 1964.

Άλυτες κραυγές στα εικαστικά

Σημαντικές άλυτες κραυγές στα εικαστικά, ‘διαδόχους’ της Κραυγής του Μουνχ, έχουμε από την εποχή του εξπρεσιονισμού.

Ξεκινώ με την ξυλογραφία του Γερμανού καλλιτέχνη Erich Heckel (1883–1970) του 1917 με τίτλο Mann in der Ebene (Ανθρωπος σε ένα επίπεδο/πεδίο, Αυτοπροσωπογραφία). Ο Heckel είναι ένας από τους κεντρικούς εκροσώπους της «Γέφυρας (Die Brücke)» στη Δρέσδη, της πρώτης ομάδας Γερμανών εξπρεσιονιστών  (από το 1905). Θα πρέπει  να παρατηρήσω ότι οι εκπρόσωποι της «Γέφυρας», γενικότερα, λόγω της σημασίας που έδιναν στη γραμμή και στο σχέδιο για την απόδοση ψυχικών καταστάσεων και συναισθημάτων, δημιούργησαν πληθώρα χαρακτικών (κυρίως ξυλογραφίες) αφού χαρακτηρίζονται από μεγάλη εκφραστική δύναμη.13 Η ξυλογραφία αυτή, στην οποία ένας άντρας κρατάει τους κροτάφους του ενώ στέκεται σε μια αποκρουστική ερημιά με καμπύλες, ή θραύσματα φωτός, που φαίνονται σαν να ‘ακτινοβολούν’, να προκύπτουν, από την ίδια τη φιγούρα, ένα συγκινησιακά φορτισμένο έργο που εκφράζει ψυχική αναταραχή, εμφανώς παραπέμπει στην ασπρόμαυρη λιθογραφία της Κραυγής του Μουνχ του 1895. Η συγκεκριμένη λιθογραφία ήταν η εκδοχή της Κραυγής που είχε διαδοθεί ευρύτερα από όλες τις άλλες στις αρχές του εικοστού αιώνα.

Erich Heckel (1883–1970), Mann in der Ebene (1917, Ανθρωπος σε ένα επίπεδο/πεδίο, Αυτοπροσωπογραφία).

Η επιρροή της Κραυγής στη μοντέρνα τέχνη είναι σημαντική και φαίνεται και σε μια σειρά από μεταγενέστερα εικαστικά έργα:

Ο Μεξικανός καλλιτέχνης David Siqueiros (1896-1974) φιλοτέχνησε το 1937 το έργο με τίτλο Ηχώ μιας κραυγής (90Χ125 εκατ., Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Νέας Υόρκης) όπου απεικονίζει την τραγωδία του πολέμου. Τα έργα του, γενικότερα, αντανακλούν την ισχυρή του πίστη στην Μαρξιστική ιδεολογία. Στο συγκεκριμένο έργο απεικονίζονται οι φοβερές συνέπειες του πολέμου, η τραυματική εμπειρία της ανθρώπινης απώλειας. Η αναφορά εδώ γίνεται στον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, στον οποίο και ο ίδιος είχε εμπλακεί, αλλά το έργο αυτό ξεπερνάει το συγκεκριμένο γεγονός για να δώσει το στίγμα του στην πανανθρώπινη έκφραση και διαμαρτυρία κατά των δεινών του πολέμου. Σε πρώτο πλάνο είναι τα δύο μωρά που κλαίνε με σπαραγμό. Το κεφάλι του ενός μωρού είναι σε μεγέθυνση ενώ το κεφάλι του άλλου μωρού βγαίνει έξω από το στόμα του. Το μεγάλο μωρό κάθεται σε μια επιφάνεια που φαίνεται ότι υπήρξε πεδίο πολέμου στο οποίο η μάχη έχει τελειώσει και φαίνονται τα καταστροφικά της αποτελέσματα. Το συναίσθημα που αναδύεται είναι αυτό της έντονης θλίψης, καθώς έχει εξανεμιστεί η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.

David Siqueiros (1896-1974), Ηχώ μιας κραυγής (1937, 90Χ125 εκατ., Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Νέας Υόρκης).

Την ίδια χρονιά ο Πικάσο (Pablo Picasso (1881-1973)) φιλοτεχνεί το αριστουργηματικό του έργο Guernica, ένα από τα σπουδαιότερα εικαστικά έργα του εικοστού αιώνα. Ο πίνακας είναι τεράστιος (διαστάσεις 3,49Χ7,76 μ.) σε μαύρο, άσπρο και γκρίζο. Εκτέθηκε στο περίπτερο της Ισπανίας στη Διεθνή Έκθεση του 1937 στο Παρίσι και είχε αφορμή τον βομβαρδισμό και τη καταστροφή της Guernica, της παλαιάς πρωτεύουσας των Βάσκων στη βόρεια Ισπανία, από αεροπλάνα που ανήκαν στους Γερμανούς συμμάχους του Φράνκο. Σε αυτόν τον πίνακα βέβαια ο Πικάσο δεν απεικονίζει το ίδιο το γεγονός αλλά, όπως και ο Siqueiros, αποκαλύπτει την αγωνία του ολοκληρωτικού πολέμου. Τα εξπρεσιονιστικά στοιχεία τα οποία παραπέμπουν στο έργο του Μουνχ είναι εμφανή: η γυναίκα που σπαράζει με το νεκρό παιδί και το άλογο που χλιμιντρίζει με τη λογχοειδή γλώσσα. Άλλωστε, σε συμβολικό επίπεδο, η μητέρα με το παιδί θυμίζει το θέμα της Pietà (δηλαδή τον εικονογραφικό τύπο της Παναγίας με τον νεκρό Χριστό στην αγκαλιά της) ενώ το άλογο που ξεψυχάει είναι το πανάρχαιο σύμβολο του Καλού, σε αντίθεση με τον ταύρο, που συμβολίζει τις απειλητικές δυνάμεις του σκότους.

Pablo Picasso (1881-1973), Guernica (λεπτομέρεια), 1937, σε μαύρο, άσπρο και γκρίζο.

Τα έργα αυτά διαδέχονται οι «Πάπες που ουρλιάζουν» (“Screaming/ howling Popes”) του ‘Αγγλου Francis Bacon (1909-1992), συμπεριλαμβανόμενης της Σπουδής με βάση το Πορτρέτο του Πάπα Ιννοκέντιου του 10ου, έργου του 1650 του Βελάσκεθ (Diego Rodríguez de Silva y Velázquez (1599- 1660).

Ο Bacon, ο οποίος θεωρείται από τους πιο διακεκριμένους εικαστικούς του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα στην Ευρώπη, συχνά κατέφευγε στην ειρωνική εκκοσμίκευση καθιερωμένων τύπων θρησκευτικής ζωγραφικής. Γενικότερα, όπως παρατηρεί ο ιστορικός της τέχνης Άλκης Χαραλαμπίδης,
«δύσκολα θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι στη ζωγραφική του Bacon δεν αισθάνεται την παρουσία ή την απειλή της βίας. Μερικοί μάλιστα μιλούν για τρόμο, πανικό και σαδομαζοχισμό»14

Francis Bacon, Σπουδή με βάση το Πορτρέτο του Πάπα Ιννοκέντιου του 10ου”, έργου του 1650 του Βελάσκεθ (1953).

Το σκοτεινό θρησκευτικό περιεχόμενο των έργων που βλέπουμε είναι εμπνευσμένο από μια σύγχρονη φωτογραφία του Πάπα Πίου του 12ου. Ο Μπέικον απομακρύνεται από το πρότυπο του έργου του Βελάσκεθ, αφαιρώντας την ωραιοποιημένη εξωτερική εμφάνιση και αποκαλύπτωντας το ανθρώπινο ον που ουρλιάζει μέσα του.15 Εδώ, όπως και σε πολλά άλλα έργα του, ένα από τα πιο ευανάγνωστα αισθητικά στοιχεία του είναι το στόμα. Η Dawn Ades επισημαίνει ότι το στόμα είναι αυτό που εκφράζει φυσιολογικά την πιο συμπυκνωμένη αγωνία ή έκσταση και σ’αυτή την έκφραση είναι που ο άνθρωπος πλησιάζει περισσότερο το ζώο. Ο Georges Bataille επισημαίνει ότι
«σε οριακές στιγμές η ανθρώπινη ζωή συγκεντρώνεται κτηνωδώς στο στόμα. Ο θυμός μας κάνει να σφίγγουμε τα δόντια, ο τρόμος και το φρικτό βασάνισμα καθιστούν το στόμα όργανο σπαρακτικών κραυγών»16

Τα παραμορφωμένα ανοικτά στόματα των έργων που βλέπουμε μας παραπέμπουν στην Κραυγή του Μουνχ, καθώς στο έργο αυτό, ιδιαίτερα στη λιθογραφία του 1895, όλες οι γραμμές μοιάζουν να οδηγούν προς τη μοναδική οπτική εστία του έργου, το κεφάλι που φωνάζει. Το πρόσωπο που φωνάζει, και στις δύο περιπτώσεις –Μουνχ και Μπέικον- είναι παραμορφωμένο και τολμώ να πω ότι θυμίζει το πρόσωπο του θανάτου (γουρλωμένα μάτια, σκαμμένα μάγουλα). Επίσης, στο έργο Σπουδή κατά το πορτρέτο του Βελάσκεθ Πάπα Ιννοκέντιου 10ου του 1953, ο τρόπος που ο καλλιτέχνης ενώνει το ανοικτό στόμα με την κατακρεουργημένη μύτη-τσιμπίδα, προδίδει την επιρροή του από το παραμορφωμένο στόμα της πληγωμένης νταντάς που ουρλιάζει στο κινηματογραφικό έργο Θωρηκτό Ποτέμκιν του Eisenstein.17

‘Ενα εντυπωσιακό αποτέλεσμα του έργου αυτού του Μουνχ δεν ήταν η επιρροή του στη τέχνη που ακολούθησε αλλά ο τρόπος που μεταμόρφωσε την ιστορία της τέχνης έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένα σημείο επαφής με τη δημοφιλή κουλτούρα. Και αναφέρομαι στις μεταξοτυπίες του έργου του Munch με φωτεινά, κραυγαλέα χρώματα από τον Αμερικανό καλλιτέχνη Andy Warhol (1928-1987) με τίτλο The Scream (After Munch) (1984).

Ο καλλιτέχνης αυτός ήταν ο πιο φημισμένος και ο πιο αμφιλεγόμενος από όλους τους δημιουργούς της Ποπ-Αρτ. Βασισμένος στις γραφικές τέχνες και τη μεταξοτυπία, ο Γουόρχολ υπήρξε ο κατεξοχήν εκφραστής της καταναλωτικής κοινωνίας και του κόσμου της διαφήμισης.18 Στην συγκεκριμένη περίπτωση, επωφελήθηκε από την ευκαιρία να αποδόσει ειρωνικό φόρο τιμής σε ένα τόσο φημισμένο έργο, κάνωντας μόνο μικρές διαφοροποιήσεις/ παραμορφώσεις στην αυθεντική εικόνα του Μουνχ.

Γενικότερα η ποπ κουλτούρα έχει αγκαλιάσει το έργο αυτό, από τη μάσκα στη ταινία-θρίλερ με τίτλο Scream19 έως τους εμπνευσμένους από τον Munch «κακούς» στον Doctor Who.

Andy Warhol (1928-1987), The Scream (After Munch), (1984) (4 εκδοχές).

Συμπεράσματα

Συμπερασματικά, η διαχρονικότητα της κραυγής, μιας αρχέγονης κραυγής που παραμένει άλυτη, ‘αιωρούμενη’ για να εκφράζει τον υπαρξιακό τρόμο, την ανθρώπινη ‘υστερία’, την κραυγή της βασανισμένης ψυχής κατά την ψυχανάλυση, ή της ‘συλλογικής σκιάς’ (collective shadow) κατά τον Καρλ Γιούνκ, βρήκε την ιδεώδη μορφή της στο έργο του Έντβαρντ Μουνχ.

Αν δεχτούμε ότι πολλά από τα σημαντικότερα θέματα καλλιτεχνικών επιτευγμάτων αναφέρονται σε στοιχεία της ανθρώπινης φύσης που είναι κοινά για όλους και αναλλοίωτα στο πέρασμα του χρόνου –θνησιμότητα, πείνα, πόνος, σεξουαλικές ορμές, χιούμορ, θλίψη κ.λ.π..- δεν θα είναι δύσκολο να συμπεριλάβουμε την Κραυγή του Μουνχ, όπως και την ‘ηχώ’ της σε σημαντικά έργα στις τέχνες του εικοστού αιώνα, σε αυτήν ακριβώς τη κατηγορία.

Άλλωστε, η ιδέα της ‘κραυγής’ του θνήσκοντος Θεού, της παράξενης φιγούρας που πιέζει με τα χέρια τα αυτιά της με έκδηλο το συναίσθημα του φόβου και της αγωνίας, εξακολουθεί να είναι επίκαιρη στις μέρες μας. Αντιπροσωπεύει κυρίως τον άνθρωπο του εικοστού αλλά και του εικοστού πρώτου αιώνα, αποκομμένο από όλες τις βεβαιότητες που τον διακατείχαν, τον σύγχρονο άνθρωπο χωρίς Θεό, παραδόσεις, έθιμα και συνήθειες, αντιμέτωπο με την υπαρξιακή του κρίση, μέσα σε ένα σύμπαν που δεν κατανοεί και γι’αυτό αντιδράει με πανικό.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της ιδέας του πανικού είναι η άποψη που ενσωματώνει ο Γιάννης Χρήστου στην Ορέστεια, το τελευταίο και ατυχώς ανολοκλήρωτο έργο του, μέσα από την αλλαγή του τέλους σκόπιμα για να καταδειχτεί ότι ο κόσμος δεν έχει ελπίδα αίσιου τέλους. Στη τελευταία του συνέντευξη σχετικά με το έργο αυτό, μάλιστα, μιλάει για τον «πανικό έλλειψης λύσης στο πρόβλημα της ανθρώπινης ύπαρξης».20

Η Κραυγή, λοιπόν, του μεγάλου Νορβηγού καλλιτέχνη Έντβαρντ Μουνχ, αποτελεί μία από τις πιο ηχηρές απεικονίσεις του εικοστού αιώνα και όχι μόνο, αντηχώντας σε όλες τις πολιτισμικές εκφάνσεις, από τις πιο ‘υψηλές’ ως τις πιο κοινότυπες. Δηλώνει με αποφασιστικότητα και ισχύ ότι στο περιβάλλον μας δεν αντηχεί η ‘μουσική των σφαιρών’ αλλά μια αρχέγονη κραυγή που ξεκινάει από την χαραυγή του χρόνου. Και καταφέρνει να αποδώσει με έναν αξεπέραστο εκφραστικό τρόπο τη στιγμή που –για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του ίδιου του καλλιτέχνη-
«μόνος, τρέμοντας με αγωνία, συνειδητοποιώ την απέραντη, ατέλειωτη κραυγή της φύσης».

The Scream: Great Art Explained

Η Αναστασία Σιώψη είναι Καθηγήτρια της Αισθητικής της Μουσικής στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Το παρόν κείμενο αποτελεί ανακοίνωση στο 3ο διατμηματικό συνέδριο της ΕΕΜ (Ελληνική Μουσικολογική Εταιρεία), 25-27 Νοεμβρίου 2016, Αθήνα (Πρακτικά στην Ιστοσελίδα της Εταιρείας). https://musicology.mus.auth.gr/wp-content/uploads/2019/04/ConfProc2016.pdf : 406-420.

Φωκίων Κοτζαγεώργης: Η γέννηση του τουρκικού εθνικισμού

Φωκίων Κοτζαγεώργης

Η γέννηση του τουρκικού εθνικισμού

 

Η γέννηση της τουρκικής εθνικής ιδεολογίας αποτέλεσε προϊόν συγκερασμού πολλών παραμέτρων. Οι ετερο- και αυτοπροσδιορισμοί των εμπλεκόμενων πληθυσμιακών ομάδων, προς τις οποίες απευθυνόταν μια τέτοια εθνική ιδεολογία, έπαιξαν κεντρικό ρόλο στη χρονική υστέρηση της γέννησής της.

Ο όρος «Τούρκος» χρησιμοποιούνταν κατά την οθωμανική περίοδο με ένα και αποκλειστικό σημαινόμενο: τον άξεστο και αγράμματο τουρκόφωνο μουσουλμάνο αγρότη της Ανατολίας (Μ. Ασίας). Κάποιες φορές, μάλιστα, στις γραπτές πηγές των Οθωμανών η χρήση του όρου γινόταν με τρόπο υποτιμητικό, όταν αποδιδόταν σε συγκεκριμένο πρόσωπο ή πληθυσμιακή ομάδα (π.χ. η φράση etrak bi-edrak, «οι απαίδευτοι Τούρκοι»). Αυτή η πραγματικότητα συνυφαίνεται με μιαν άλλη και παράγει ένα εκρηκτικά αντιφατικό εννοιολογικό μείγμα. Η οθωμανική ελίτ, νοούμενη όχι μόνο ως άρχουσα πολιτική αλλά και ως διανοητική, είχε σαφή επίγνωση της καταγωγής του γλωσσικού οργάνου που χρησιμοποιούσε. Ο γνωστός περιηγητής του 17ου αιώνα Εβλιά Τσελεμπί (Evliya Çelebi) αναγνώριζε ότι η γλώσσα που μιλούσε ήταν τα τουρκικά. Ωστόσο, την πολιτική ταυτότητά του αυτός και οι όμοιοί του την απέδιδαν ως οθωμανική, λαμβάνοντάς την από την ονομασία του κράτους, του οποίου ήταν υπήκοοι. Αυτή η, τελικά, φαινομενική αντίφαση είχε ως παράγωγο την αδυναμία πρόσληψης του όρου «Τούρκος» με πολιτική σημασία από όλους τους Οθωμανούς μουσουλμάνους (και τουρκόφωνους) υπηκόους. Μόλις πρόσφατα η έρευνα επισήμανε ότι πρώτη φορά ο όρος «Τουρκία» (Türkistan) χρησιμοποιήθηκε από τον ίδιο τον σουλτάνο κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου του Παρισιού του 1856, για να περιγράψει την επικράτειά του, παρ’ όλα αυτά ο όρος δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ σε συνάφεια με οτιδήποτε σχετίζεται με τη λειτουργία του κράτους (στρατός, διοίκηση, υπηρεσίες, δίκαιο κτλ.) Συνεπώς, η εννοιολόγηση του «Τούρκος» κατά την οθωμανική περίοδο αποτέλεσε έναν πρώτο ανασχετικό παράγοντα εκδήλωσης μιας τουρκικής εθνικής ιδεολογίας.

Ο σουλτάνος Αμπτουλ Μετζιτ Α΄, επί των ημερών του οποίου έλαβαν χώρα οι εργασίες του Συνεδρίου του Παρισιού (1856).

Η επίσημη οθωμανική στάση έναντι της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 συνιστά έναν ακόμη ανασχετικό παράγοντα. Η όλη πολιτική του σουλτάνου ενώπιον του ελληνικού ζητήματος αποδεικνύει ότι μια νεωτερικών αρχών επανάσταση ήταν εκτός του ιδεολογικού σύμπαντος της οθωμανικής κρατικής ελίτ. Παρόλο που έχει προταθεί μια αιτιολογική σχέση μεταξύ ελληνικού και τουρκικού εθνικισμού, την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης η οθωμανική εξουσία υποβάθμισε τη νεωτερική εθνική ιδεολογία που βρισκόταν πίσω από τις πράξεις των Ελλήνων επαναστατών και, αφού αρχικά της προσέδωσε τον χαρακτήρα της προδοσίας έναντι του προνεωτερικού συμβολαίου προστασίας μεταξύ του μουσουλμάνου ηγεμόνα και των μη μουσουλμάνων υπηκόων του (ζίμα, dhimma), τελικά την αντιμετώπισε ως ωμή παρέμβαση των ξένων δυνάμεων στα εσωτερικά της αυτοκρατορίας. Ο εκνευρισμός της οθωμανικής ηγεσίας, που ακολούθησε την αρχική αμηχανία μετά την εκδήλωση της επανάστασης, την εξέλιξή της και τελικά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, δεν επέτρεψε να γονιμοποιηθούν τα νεωτερικά σπέρματα της ελληνικής επανάστασης εντός της οθωμανικής πολιτικής και να προκαλέσουν ανάλογες ιδεολογικές ζυμώσεις.

Είναι την περίοδο του Τανζιμάτ (Τanzimat), μιας δυτικής έμπνευσης και οιονεί επιβολής μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, που εκκολάφθηκαν ζυμώσεις και στοχασμοί και δημιουργήθηκε εύφορο έδαφος για την ανάδειξη κάποιας εθνικής ιδεολογίας. Κάθε ιστορική αφήγηση που προσπαθεί να αναλύσει και να εξηγήσει τη γέννηση του τουρκικού εθνικού φαινομένου ξεκινά από την ομάδα των Νέων Οθωμανών (Yeni Osmanlılar), η δράση της οποίας τοποθετείται κυρίως στα μέσα της δεκαετίας του 1860. Η ομάδα αυτή διαμορφώθηκε σε μια περίοδο ωρίμανσης του Τανζιμάτ, τόσο με τη δημοσίευση του περισσότερο μεταρρυθμιστικού διατάγματος του Χάτι Χουμαγιούν (hatt-ı hümâyûn) του 1856 όσο και με την εμφάνιση της πρώτης γενιάς Οθωμανών διανοούμενων, οι οποίοι είχαν μορφωθεί αποκλειστικά μέσα στην περίοδο του Τανζιμάτ. Η διάδοση των ιδεών αυτής της κίνησης βοηθήθηκε ιδιαίτερα από το νέο μέσο επικοινωνίας στην οθωμανική κοινωνία, τον Τύπο.

Οι Νέοι Οθωμανοί ως ομάδα διανοουμένων προέκυψε από τη μυστική οργάνωση Πατριωτική Συμμαχία (İttifak-i Hamiyet), που ιδρύθηκε το 1865, και αντιτίθετο στην πολιτική του Τανζιμάτ. Οι Νέοι Οθωμανοί δεν ήταν πολιτική οργάνωση ούτε όσοι εντάσσονταν σε αυτήν την κίνηση είχαν τις ίδιες απόψεις. Ωστόσο, η σημασία της έγκειται στο ότι επρόκειτο για την πρώτη ιδεολογική κίνηση μουσουλμάνων διανοουμένων με νεωτερικές αποχρώσεις, που εκδηλώθηκε στην οθωμανική ιστορία και αποτέλεσε την απαρχή μιας μακράς περιόδου ιδεολογικών ζυμώσεων, οι οποίες έμελλε να οδηγήσουν τελικά στην ίδρυση του τουρκικού κράτους και στην ολοκλήρωση μιας μορφής τουρκικής εθνικής ιδεολογίας.

Οι Νέοι Οθωμανοί ήταν νέοι, συγγραφείς, δημοσιογράφοι και κρατικοί υπάλληλοι, οι οποίοι ήταν εξοικειωμένοι με τους δυτικούς θεσμούς και ιδέες. Ωστόσο, αντιτάχθηκαν σφοδρά στην πολιτική του Τανζιμάτ, όπως αυτή εφαρμοζόταν από τους μεγάλους βεζίρηδες Αλί πασά (Ali Paşa) και Φουάτ πασά (Fuad Paşa), θεωρώντας την μια επιφανειακή απομίμηση του ευρωπαϊκού μοντέλου και έναν μονόπλευρο γραφειοκρατικό δεσποτισμό, ο οποίος δεν λάμβανε υπόψη τις παραδοσιακές οθωμανικές και ισλαμικές αξίες. Οι Νέοι Οθωμανοί χρησιμοποίησαν το νεωτερικό πολιτικό λεξιλόγιο μεταφράζοντάς το σε μια ισλαμική, παραδοσιακών καταβολών, κοινωνία, προσπαθώντας να συνταιριάξουν τις παραδοσιακές αξίες της δεύτερης με τα ιδεολογικά και πολιτικά προτάγματα της πρώτης. Το αίτημά τους για την παροχή Συντάγματος με τη λειτουργία Κοινοβουλίου ενστάλαζε εντός του όχι μόνο τη νεωτερική αρχή της πολιτικής αντιπροσώπευσης και του ελέγχου της εξουσίας αλλά και την ισλαμική αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και της εκλογής ηγέτη από ένα σώμα που αποτελούσε τη μουσουλμανική ούμα (umma, κοινότητα πιστών). Οι Νέοι Οθωμανοί προχώρησαν περισσότερο και ιστορικοποίησαν τα συνταγματικά αιτήματα με την πραγματικότητα της οθωμανικής κοινωνίας. Μέσα από το Σύνταγμα, κατ’ αυτούς, αφενός θα υπήρχε ένα όργανο ελέγχου των κυβερνητικών αυθαιρεσιών και της κατίσχυσης της γραφειοκρατίας πάνω στην κοινωνία, αφετέρου, με τη συμμετοχή στο Κοινοβούλιο των νομικά ίσων πια μουσουλμάνων και μη μουσουλμάνων υπηκόων, θα διαμορφωνόταν μια ενιαία πολιτική πατρίδα (vatan), που θα αποτελούσε πρόσκομμα στην ανάπτυξη του τοπικιστικού φατριασμού, ενός ιδιαιτέρως επικίνδυνου φαινομένου για εκδήλωση αποσχιστικών τάσεων.

Μέλη της Πατριωτικής Συμμαχίας.

Οι απόψεις των Νέων Οθωμανών μόνο έμμεσα επηρέασαν τις εξελίξεις που οδήγησαν στην έκδοση του πρώτου οθωμανικού Συντάγματος το 1876. Επιπλέον, ως απόψεις μιας ελίτ διανοουμένων, δεν είχαν απήχηση σε ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας, ειδικά εκτός της πρωτεύουσας. Από την άλλη, όμως, η προσπάθεια σύνδεσης των δυτικών ιδεών με τις αρχές του Ισλάμ επηρέασε βαθιά τους εκσυγχρονιστές ισλαμιστές Οθωμανούς διανοούμενους, ενώ άλλες δύο έννοιες, αυτές της ενιαίας οθωμανικής πολιτικής ταυτότητας και της ενιαίας πατρίδας, θα γίνει προσπάθεια να αξιοποιηθούν τα επόμενα χρόνια προς όφελος της σωτηρίας του κράτους. Ο επιφανέστερος εκπρόσωπος των Νέων Οθωμανών, ο συγγραφέας Ναμίκ Κεμάλ (Namik Kemal, 1840-1888), φαίνεται ότι επηρέασε ακόμη και τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ (Mustafa Kemal Atatürk).

O Ναμίκ Κεμάλ σε φωτογραφία του 1878.

Ασχέτως αν αναγνωρίζεται ή όχι η επίδραση των Νέων Οθωμανών στη μεταγενέστερη οθωμανική πολιτική σκέψη, το βέβαιο είναι ότι οι κατοπινές ιδεολογικές ζυμώσεις στηρίχθηκαν πάνω σε διακυβεύματα που αυτοί έθεσαν. Το Σύνταγμα, η σχέση νεωτερικότητας και Ισλάμ και η έννοια της ενιαίας πολιτικής ταυτότητας ή και πατρίδας αποτέλεσαν αντικείμενα διανοητικών προβληματισμών και πολιτικών προγραμμάτων και πρωτοβουλιών κατά την επόμενη πεντηκονταετία, μέχρι τη διάλυση της αυτοκρατορίας. Οι εξωτερικές εξελίξεις έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στην επιτάχυνση εσωτερικών ιδεολογικοπολιτικών ζυμώσεων.

Η ισότητα μουσουλμάνων και μη μουσουλμάνων ήταν η νέα πραγματικότητα της εποχής των Νέων Οθωμανών, που τους οδήγησε να εισαγάγουν την έννοια της ενιαίας πολιτικής ταυτότητας και να γίνουν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, εισηγητές της ιδεολογίας του Οθωμανισμού (Osmanlılık). Παρόλο το ενδιαφέρον τους για το Ισλάμ, οι Νέοι Οθωμανοί υποστήριξαν ότι έπρεπε να σμιλευτεί η νέα πολιτική οθωμανική ταυτότητα. Η ιδεολογία του Οθωμανισμού είναι νεωτερικών καταβολών και ουσιαστικά μια προσπάθεια μετάφρασης της προνεωτερικής αρχής της υποταγής στον Οθωμανό ηγεμόνα στο ιδίωμα του Διαφωτισμού. Οι όροι με τους οποίους οι διανοούμενοι προσπάθησαν να συνταιριάξουν τον επιθετικό προσδιορισμό «οθωμανικός» ήταν το «μιλέτι» (millet) και η «βατάν» (vatan). Αμφότεροι διακρίνονταν από εννοιολογική ασάφεια και αοριστία. Αδυνατούσαν οι διανοούμενοι να προσδιορίσουν το οθωμανικό μιλέτι σε σχέση με το ισλαμικό, αλλά και υπό το φως των αναδυόμενων εθνικών ιδεολογιών, από τις οποίες εμφορούνταν οι χριστιανοί υπήκοοι της αυτοκρατορίας. Ούτε, όμως, η «πατρίδα-βατάν» λάμβανε συγκεκριμένο γεωγραφικό και πολιτικό σημαινόμενο στον εισηγητή του όρου, Ναμίκ Κεμάλ, πέραν μιας ασαφούς γενέτειρας μαζί με τις μνήμες και τις αξίες που αυτή ανέσυρε και προϋπέθετε. Ωστόσο, ο οθωμανισμός θα παραμείνει στην πολιτική σκέψη της αυτοκρατορίας ως εναλλακτική πολιτική πρόταση και θα ανασυρθεί λίγες δεκαετίες αργότερα από τους Νεότουρκους, αμέσως μετά το κίνημά τους το 1908, ως βασική ιδεολογία τους.

Εν τη γενέσει του, όμως, ο Οθωμανισμός είχε τα σπέρματα του απραγματοποίητου. Η εγκατάλειψη από την «οθωμανική οικογένεια» της πλειονότητας των χριστιανικών πληθυσμών της αυτοκρατορίας, ως αποτέλεσμα της βαλκανικής κρίσης του 1875-78, ανάγκασε τον σουλτάνο Αμπντουλχαμίτ Β΄ (Abdülhamid II) να αναστοχαστεί πάνω στην ταυτότητα που θα έπρεπε να εμφυσήσει στους υπηκόους του και να αναπροσαρμόσει την πολιτική του. Κατά τρόπο ανάλογο με τους προηγούμενους, ο σουλτάνος ανέσυρε από το οθωμανικό ιδεολογικό οπλοστάσιο την έννοια της προσήλωσης στο Ισλάμ, επενδύοντάς την, όμως, τώρα με νεωτερικό περίβλημα. Η ιδεολογία του πανισλαμισμού (Pan-islamism) αποτέλεσε κυρίαρχη πολιτική του Αμπντουλχαμίτ Β΄ στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει τις ταχύτατα μεταβαλλόμενες εξελίξεις στο εσωτερικό και το εξωτερικό του κράτους του. Ακολουθώντας τη γραμμή των «παν-» ιδεολογιών (για παράδειγμα: παγγερμανισμός, πανσλαβισμός), ο σουλτάνος προώθησε την ιδέα της ενότητας και της αδελφοσύνης όλων των μουσουλμάνων του κόσμου. Στο πλαίσιο αυτό ενισχύθηκε η θρησκευτική εκπαίδευση εντός του κράτους, αναπτύχθηκαν σχέσεις με τους μουσουλμάνους εκτός του κράτους, ιδιαίτερα με αυτούς της Ρωσίας, διαμορφώθηκε και εντάθηκε μια θρησκευτική προπαγάνδα και προβλήθηκε η ιδιότητα του σουλτάνου ως χαλίφη. Το χαλιφάτο, από την εποχή της κατάκτησης των ιερών πόλεων επί Σελίμ Α΄ (Selim I), χρησιμοποιήθηκε από τους Οθωμανούς σουλτάνους ως πολιτικό εργαλείο κυρίως στις διακρατικές σχέσεις τους και ως όργανο πολιτικής ρητορείας στο εσωτερικό, αλλά ποτέ με συστηματικό ούτε με πολιτικά κυρίαρχο τρόπο. Ο Αμπντουλχαμίτ οδηγήθηκε στην υιοθέτηση αυτής της πολιτικής, για να αντιμετωπίσει τις απρόκλητες επεμβάσεις των δυτικών χριστιανικών δυνάμεων στα εσωτερικά του κράτους και την ολοένα αυξανόμενη απομάκρυνση –πολιτική, ιδεολογική, ψυχολογική– των χριστιανών υπηκόων του από το κράτος. Αυτή η ιδεολογία θα προσπαθήσει αφενός να κινητοποιήσει όλους τους μουσουλμάνους του κόσμου, μηδέ των μουσουλμανικών πληθυσμών των αποικιοκρατούμενων χωρών εξαιρουμένων (π.χ. Ινδών), προς όφελος του οθωμανικού κράτους ως μοναδικού υπερασπιστή του Ισλάμ έναντι της Δύσης· αφετέρου, θα προσπαθήσει να ενισχύσει την ισλαμική ταυτότητα της μουσουλμανικής πλειονότητας του κράτους του, ιδιαίτερα των Τούρκων και των Αράβων υπηκόων του. Η ιδεολογία τελικά προσπάθησε να μετατρέψει την προνεωτερική θρησκευτική ταυτότητα σε νεωτερικά πολιτική, προοιωνίζοντας τη ρήξη μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών Οθωμανών υπηκόων. Η απήχηση της πολιτικής εκτός συνόρων ήταν πενιχρή, ενώ εντός εντοπίζεται σε εκσυγχρονιστές ισλαμιστές διανοούμενους, οι οποίοι, όμως, χρησιμοποιούσαν βοηθητικά το Ισλάμ, για να συγκροτήσουν μια δική τους πολιτική πρόταση και ιδεολογία. Η επίκληση στη θρησκευτική ταυτότητα δεν συγκινούσε πια τους μη τουρκόφωνους μουσουλμάνους της αυτοκρατορίας, πρωτίστως τους Αλβανούς και δευτερευόντως τους Άραβες. Η απομάκρυνση του Αμπντουλχαμίτ Β΄ από τον θρόνο σήμανε την εγκατάλειψη αυτής της ιδεολογίας, αν και οι Νεότουρκοι προσπάθησαν κατά την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου να την χρησιμοποιήσουν πάλι καλώντας όλους τους μουσουλμάνους σε ένα «ιερό πόλεμο» (τζιχάντ-djihad) εναντίον των χριστιανών εχθρών.

Δεν ήταν τόσο η πανισλαμική πολιτική του Αμπντουλχαμίτ Β΄ που θεωρήθηκε ξεπερασμένη –ή και ανεφάρμοστη– για την εποχή του όσο οι μέθοδοι που αυτός μετήλθε και το ύφος της εξουσίας του που προκάλεσαν αντιδράσεις και ιδεολογικοπολιτικές ζυμώσεις στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Έτσι, οι πρώτες πολιτικές οργανώσεις, εντός των οποίων κυοφορήθηκε κρίσιμης σημασίας ιδεολογική ζύμωση, δημιουργήθηκαν ως αντιπολίτευση στην αυταρχική πολιτική του σουλτάνου. Αρχικά το 1889 φοιτητές της στρατιωτικής ιατρικής σχολής ίδρυσαν μια μυστική οργάνωση με στόχο την αποκατάσταση του Συντάγματος και του Κοινοβουλίου και, όταν αυτή εξαρθρώθηκε, όσοι διασώθηκαν από τις διώξεις του καθεστώτος ίδρυσαν το 1894 στο Παρίσι μια νέα, υπό την επωνυμία Επιτροπή για την Ένωση και την Πρόοδο (ΕΕΠ, İttihad ve Terakki Cemiyeti). Τα μέλη της έμειναν γνωστά ως Νεότουρκοι. Το ενδιαφέρον είναι ότι επρόκειτο για πολιτική οργάνωση με αποκλειστικό, αρχικά, στόχο την επαναφορά του Συντάγματος του 1876, που αντιμετώπιζε την προοπτική ακόμη και της καθαίρεσης του σουλτάνου ως επιθυμητή λύση, προκειμένου να επιτευχθεί ο συγκεκριμένος στόχος. Οι όποιες ιδεολογικές ζυμώσεις έπονταν αυτού του στόχου και προέκυψαν εκ των πραγμάτων στην πορεία. Η οργάνωση είχε παραρτήματα τόσο στην αυτοκρατορία όσο και στην Ευρώπη και συμμετείχαν σε αυτήν πολιτικά πρόσωπα από ποικίλα θρησκευτικά και εθνικά περιβάλλοντα της αυτοκρατορίας (Αρμένιοι, Αλβανοί, Τούρκοι, Τάταροι κτλ.)

Η τελευταία δημόσια εμφάνιση του σουλτάνου Αμπντουλχαμίτ Β΄ λίγο πριν από την καθαίρεσή του το 1909.

Η αρχικά επιτυχημένη προσπάθεια του Αμπντουλχαμίτ να εξαρθρώσει την οργάνωση οδήγησε τους αντιφρονούντες στο εξωτερικό. Ύστερα από το πρώτο συνέδριο της ΕΕΠ στο Παρίσι το 1902 διαφάνηκαν δύο παρατάξεις μέσα στους κόλπους της: η πρώτη, η πολυπληθέστερη, υπό τον πρίγκιπα Σαμπαχεντίν (Sabaheddin), ανιψιό του σουλτάνου, υποστήριζε την ξενική επέμβαση για να καταρρεύσει το αυταρχικό καθεστώς του σουλτάνου, ενώ η δεύτερη, υπό τον Αχμέτ Ριζά (Ahmed Rıza), αντιτίθετο σε μια ξενική επέμβαση. Γρήγορα η αντιπαράθεση έλαβε αποχρώσεις εθνικής ιδεολογίας, καθώς η πρώτη τάση συγκέντρωνε αρμενικές και αλβανικές επαναστατικές ομάδες, ενώ η δεύτερη πρότασσε τον όρο «Τούρκος» έναντι του «Οθωμανός» για τον πολιτικό αυτοπροσδιορισμό της και λάμβανε εθνικιστικές αποχρώσεις. Σημαντικό γεγονός όσον αφορά την ανάληψη πολιτικής δράσης αποτέλεσε η πρόσκληση που ένα μέλος της οργάνωσης απηύθυνε, τον Ιανουάριο του 1906, προς τον στρατό να συμμετάσχει στο κίνημα. Το ίδιο έτος ήταν σημαντικό γιατί, αν και η ΕΕΠ δεν συμμετείχε στις ευρείας κλίμακας μουσουλμανικές εξεγέρσεις στην Ανατολία των ετών 1905-1907, ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη η μυστική οργάνωση Επιτροπή για την Οθωμανική Ελευθερία (ΕΟΕ, Osmanlı Hürriyet Cemiyeti), στην οποία εντάχθηκαν πολλοί στρατιωτικοί και συνδέθηκαν με την ΕΕΠ. Επιπλέον, η ρήξη μεταξύ της παράταξης Σαμπαχεντίν και της παράταξης Ριζά στο συνέδριο του Παρισιού το 1907 διευκόλυνε την υιοθέτηση από την ΕΕΠ της τουρκικής τάσης και της στροφής της στον πολιτικό ακτιβισμό.

Τα παραπάνω γεγονότα σε συνδυασμό με την προϋπάρχουσα δράση μυστικών οργανώσεων στη Μακεδονία εξηγούν γιατί, πού και πότε εκδηλώθηκε τελικά το κίνημα αντίδρασης στο καθεστώς του Αμπντουλχαμίτ. Στρατιωτικές δυνάμεις στο Μοναστήρι και στη συνέχεια στη Θεσσαλονίκη, εμπνεόμενες από το επαναστατικό πρόγραμμα της ΕΕΠ και μιμούμενες τις μεθόδους των χριστιανικών ανταρτικών ομάδων που δρούσαν μέχρι τότε στη Μακεδονία, εξεγέρθηκαν με βασικό αίτημα την επαναφορά του Συντάγματος του 1876. Η επίκληση στην ιδεολογία του οθωμανισμού ήταν μονόδρομος για τους Νεότουρκους, προκειμένου να μην αποκλειστεί ένα μεγάλο, ίσως το μεγαλύτερο, τμήμα του οθωμανικού πληθυσμού της Μακεδονίας και να επιτύχει έτσι το κίνημα τον στόχο του. Τα γεγονότα μετά τον Ιούλιο του 1908, όταν εκδηλώθηκε το κίνημα, είναι γνωστά. Η δεύτερη συνταγματική περίοδος της οθωμανικής ιστορίας άρχιζε.

Είναι αξιοσημείωτος ο τρόπος με τον οποίο οι ιδεολογικές ζυμώσεις συναρμόζονται και συνδιαμορφώνονται με την πολιτική δράση κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Η επίκληση του Αμπντουλχαμίτ στους απανταχού μουσουλμάνους, η ανάπτυξη εκτός των οθωμανικών συνόρων της νεοτουρκικής ΕΕΠ και οι ζυμώσεις στο εσωτερικό της οργάνωσης έπαιξαν τον δικό τους ρόλο στον μετασχηματισμό των θεωρητικών προβληματισμών, που προέρχονταν από τους εκτός οθωμανικής επικράτειας μουσουλμάνους, σε ενεργή δράση εντός της αυτοκρατορίας. Ένα από τα διακυβεύματα που προέκυψαν μέσα από αυτές τις εξελίξεις ήταν ο ορισμός μιας νέας πολιτικής ταυτότητας για τα υποκείμενα της αντικαθεστωτικής δράσης. Η διαμόρφωση μιας τουρκικής εθνικής ιδεολογίας μπορεί να εντοπιστεί ακριβώς στα χρόνια αυτά.

The Revolt to End the Ottoman Sultanate – The 1908 Young Turk Revolution

 

Άλλη μια «παν-» ιδεολογία, ο Παντουρκισμός (Pan-Turkism), βρήκε πρόσφορο έδαφος στα πολιτικά συμφραζόμενα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στις αρχές του 20ού αιώνα. Ως όρος διατυπώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1860 και έλαβε ιδεολογικό περιεχόμενο από τους υπό ρωσική κυριαρχία διαβιούντες μουσουλμάνους διανοούμενους, κυρίως Τάταρους και Αζέρους. Ως ιδεολογία ο παντουρκισμός υποστήριζε τον υποσκελισμό του Ισλάμ ως κοινού υποστρώματος όλων αυτών των πληθυσμών από την έννοια της «τουρκικότητας», νοούμενης ως κοινής γλώσσας και –κυρίως– κοινής καταγωγής. Χωρίς να αποκηρύσσουν το Ισλάμ, οι παντουρκιστές διανοούμενοι προσπάθησαν να εμπεδώσουν μια νέα ταυτότητα, η οποία θα ερείδεται στο τρίπτυχο ενότητα γλώσσας – ενότητα σκέψης – ενότητα πράξης, κατά τον Τάταρο Ισμαήλ Γκασπρίνσκι (ή Γκασπίραλι, Ismail Gasprinskiy/Gaspirali). Όπως και οι άλλες «παν-» ιδεολογίες, ο παντουρκισμός προχώρησε σε ένα δεύτερο στάδιο στην εμπέδωση μιας καθαρά πολιτικής ταυτότητας. Εξέχον μέλος αυτής της τάσης ήταν ο ταταρικής καταγωγής μετανάστης στην Κωνσταντινούπολη Γιουσούφ Ακτσουρά (Yusuf Akçura). Ο Ακτσουρά στο κείμενό του για τα Τρία Είδη Πολιτικής (Üç Tarzı Siyaseti), γραμμένο το 1904, συζήτησε τις τρεις κυρίαρχες την εποχή του ιδέες του οθωμανισμού, του πανισλαμισμού και του παντουρκισμού. Αποδεικνύοντας ότι οι δύο πρώτες ήταν ανεφάρμοστες, κατέληξε στη λειτουργικότητα της τελευταίας. Επικέντρωσε τη σκέψη του στην κοινή καταγωγή των Τούρκων και στα πολιτικά τους επιτεύγματα στο παρελθόν, και υποστήριξε την ανάγκη συνένωσής τους σε ένα εθνικό κράτος. Η μετάβαση σε μια τουρκική εθνική ταυτότητα είχε συντελεστεί, αν και οι διαπρύσιοι κήρυκές της βρίσκονταν εκτός των οθωμανικών συνόρων. Ωστόσο, με τα πολιτικά δεδομένα της εποχής, αυτοί οι διανοούμενοι δεν θα μπορούσαν να αναζητήσουν πουθενά αλλού κρατική στέγη για αυτό το ιδεατό εθνικό κράτος παρά μόνο στον χώρο της (εναπομείνασας) οθωμανικής αυτοκρατορίας.

O Γιουσούφ Ακτσουρά και οι ιδεολογικές του παρακαταθήκες.

Η ΕΕΠ, η οποία τελικά κυριάρχησε στον πολιτικό στίβο της αυτοκρατορίας μετά το αποτυχημένο αντιπραξικόπημα του 1909 και τη δίωξη των αντιπάλων της στο εσωτερικό, δεν ήταν ομόθυμη αναφορικά με την υιοθέτηση της παντουρκικής ιδεολογίας. Ωστόσο, από το 1912 και εξής και μέσα στο πλαίσιο των εδαφικών απωλειών και των διεθνών εξελίξεων η παντουρκική ιδεολογία υιοθετήθηκε από μεγάλο τμήμα της κυβερνώσας ΕΕΠ. Ο ισχυρός ηγέτης των Νεοτούρκων Εμβέρ πασάς (Enver Paşa) προσπάθησε, εν μέσω Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στέλνοντας δυνάμεις στη Νότια Ρωσία, να χαράξει την προοπτική μιας παντουρκικής αυτοκρατορίας στη θέση της καταρρέουσας οθωμανικής. Την ίδια περίοδο η προσπάθεια πολιτικού και οικονομικού εκτουρκισμού της αυτοκρατορίας από τους ιθύνοντες εντάθηκε και ο παντουρκισμός χρησιμοποιήθηκε ως πολιτικό εργαλείο, αν και όχι ως κυρίαρχη πολιτική.

Η πολιτική δράση συνήθως αποτελεί αποτέλεσμα διεργασιών σε ιδεολογικό επίπεδο. Έτσι, οι έννοιες της κοινής τουρκικής γλώσσας και της κοινής καταγωγής αναδύονταν ως βασικές για τους νέους προσανατολισμούς της οθωμανικής διανόησης. Η χρήση του όρου «Τούρκος» άρχισε να αποκτά ευρεία διάδοση και να υιοθετείται από μεγάλα τμήματα του πληθυσμού της Ανατολίας. Η ίδρυση πολιτιστικών ενώσεων, όπως η Τουρκική Ένωση (Türk Derneği), η Τουρκική Εστία (Türk Ocağı) και η Τουρκική Πατρίδα (Türk Yurdu), όλες ιδρυμένες στο γύρισμα από την πρώτη στη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, έθεσαν ως στόχους αφενός την έρευνα, τη μελέτη και την ανάδειξη του κοινού ιστορικού παρελθόντος των Τούρκων, της γλώσσας συμπεριλαμβανομένης, αφετέρου τη διάδοσή τους κυρίως στις αγροτικές μάζες της Ανατολίας. Η αυτοκρατορία είχε αρχίσει να χάνει τον πολυεθνοτικό χαρακτήρα της, ενώ τις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχε συρρικνωθεί στα εδάφη της στην Ανατολία και στις αραβικές επαρχίες. Επιπλέον, με την εξαίρεση των πάντα καχύποπτων για την οθωμανική ηγεσία Ρωμιών και Αρμενίων, οι υπόλοιποι πληθυσμοί διακρίνονταν από την κοινή μουσουλμανική και, με εξαίρεση τους Άραβες, τουρκική ταυτότητα, η οποία λειτουργούσε ως ομπρέλα και ως φαντασιακή εθνική κοινότητα. Έτσι, τα θεωρητικά διδάγματα του παντουρκισμού έβρισκαν πρακτικό αντίκτυπο στην πραγματικότητα της αυτοκρατορίας της εποχής, αν και δεν απαντούσαν πλήρως στο ερώτημα περί της σωτηρίας του κράτους.

Η ιστορική συνέχεια σύμφωνα με τις αντιλήψεις της  Τουρκικής Ένωσης.

Οι ταχύτατες εξωτερικές αλλαγές της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα οδήγησαν σε αναπροσαρμογή του θεωρητικού μοντέλου του παντουρκισμού σε έναν ρεαλιστικότερο τουρκισμό (Türkçülük). Ο μάλλον κουρδικής καταγωγής κοινωνιολόγος και πολιτικός στοχαστής Ζιγιά Γκιοκάλπ (Ziya Gökalp) διατύπωσε με πληρέστερο τρόπο αυτήν τη νέα ιδεολογική αρχή και κατέστη ο θεωρητικός της ΕΕΠ. Ο Γκιοκάλπ αρχικά συζήτησε την ιδέα ύπαρξης ενός γνήσιου Ισλάμ, αποκαθαρμένου από τις αραβικές παραδόσεις, το οποίο θα λειτουργούσε ως πολιτισμικό υπόστρωμα, αλλά θα διαχωριζόταν από τη λειτουργία του κράτους. Η χρησιμότητα του Ισλάμ, κατά τον Γκιοκάλπ, οφειλόταν στην υιοθέτηση ενός ηθικού αξιακού κώδικα, ο οποίος ήταν ζυμωμένος επωφελώς με την τουρκική εθνική κουλτούρα. Ως εθνικιστής στοχαστής, ο Γκιοκάλπ πρότασσε σαφώς την τουρκική εθνική κουλτούρα από το Ισλάμ. Γι’ αυτόν η τουρκικότητα, νοούμενη ως λαϊκή κουλτούρα, αποτελούσε τον συνεκτικό δεσμό του έθνους. Ως γνήσιος οπαδός του Γάλλου κοινωνιολόγου Εμίλ Ντιρκέμ (Emile Durkheim) πρότασσε την κοινωνία πάνω στο άτομο. Ο Γκιοκάλπ, πέραν των παραπάνω, θεώρησε ότι ο δυτικός τρόπος ζωής μπορούσε να καταστεί λυσιτελής για το τουρκικό έθνος. Ήταν οι υλικές και τεχνολογικές επιτεύξεις του που έπρεπε να αποτελέσουν βασικό στοιχείο της τουρκικής εθνικής κουλτούρας. Έτσι, κατέληξε στα τρία συστατικά στοιχεία που με τεχνητό τρόπο συνέθεταν τον σύγχρονό του τουρκικό πολιτισμό: την τουρκικότητα, το Ισλάμ και τον ευρωπαϊκό πολιτισμό.

O Ζιγιά Γκιοκάλπ και ο τάφος του στην Κωνσταντινούπολη.

Όμως οι πολιτικοί ηγέτες δεν ήταν θεωρητικοί, ενώ και στις ιδεολογικές επιλογές τους ήταν μάλλον εκλεκτικιστές, και οι διανοούμενοι διατηρούσαν μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ τους στις θεωρητικές αναζητήσεις τους. Κατά συνέπεια, τα γεγονότα του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου και η απώλεια των αραβικών επαρχιών και πληθυσμών για την αυτοκρατορία, μαζί με την καθολική στρατιωτική ήττα, οδήγησαν, με τρόπο πιεστικό, αμφότερους, πολιτικούς και διανοουμένους, να απορρίψουν τις ιδεολογίες του οθωμανισμού, του πανισλαμισμού, αλλά και του παντουρκισμού, καθώς η ταπεινωμένη και ανίσχυρη Οθωμανική αυτοκρατορία δεν είχε ούτε τις προϋποθέσεις ούτε τη βούληση να πραγματώσει το παντουρκιστικό πρόγραμμα.

Η εμφάνιση του Μουσταφά Κεμάλ στο μεταπολεμικό πολιτικό προσκήνιο της αυτοκρατορίας μετουσίωσε τις υπάρχουσες ιδέες σε μια ρεαλιστικά εφαρμόσιμη πολιτική. Ο ίδιος διέθετε το 1919 δύο πολύ βοηθητικά στοιχεία, τα οποία θα τον οδηγούσαν στην κορυφή: ήταν εξέχον μέλος του οθωμανικού στρατού με ανδραγαθίες στα μέτωπα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και –αν και εξαρχής συμμετείχε στην ΕΕΠ– είχε μείνει μακριά από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις από το 1908 μέχρι τη λήξη του πολέμου. Ως στρατιωτικός και άνθρωπος της πράξης δεν είχε δείξει κάποια ιδεολογική προτίμηση. Κρίνοντας εκ των υστέρων θα υποστηρίζαμε ότι η όποια ιδεολογία μπορεί να ανιχνευτεί στον ίδιο αποτελούσε ένα –όχι συνεκτικό– σύνολο πολιτικών πρακτικών και οικειώσεων θεωρητικών κεκτημένων, διαμορφωμένο μέσα από τις πολιτικοστρατιωτικές εξελίξεις.

Το Συνέδριο της Σεβάστειας (Σεπτέμβριος 1919) και η διαμόρφωση του εθνικού προγράμματος του Κεμάλ (τρίτος από αριστερά στην πρώτη σειρά).

Η Συνθήκη Ειρήνης του Παρισιού περιόριζε τα εδάφη της αυτοκρατορίας μόνο στην Ανατολία. Υπήρχε, δηλαδή, ένα εδαφικό μίνιμουμ, το οποίο το κράτος έπρεπε να υπερασπιστεί πάση θυσία. Αυτό το στοιχείο, που προέκυψε από τις διπλωματικές εξελίξεις, αποτέλεσε τη βάση για τη διαμόρφωση του εθνικού προγράμματος του Κεμάλ. Η εδαφικότητα, στοιχείο αναπόσπαστο της νεωτερικής αντίληψης περί του έθνους-κράτους, αποτέλεσε έκτοτε βασικό στοιχείο του προγράμματός του. Η Ανατολία έγινε η μητέρα πατρίδα τού υπό διαμόρφωση τουρκικού έθνους. Ο Κεμάλ έπρεπε να σφυρηλατήσει τους δεσμούς των κατοίκων με τη γη και να της προσδώσει μια τουρκική ιστορική συνέχεια. Η Ανατολία ήταν η μήτρα (Anadolu ως παρετυμολογημένη λέξη σημαίνει «γεμάτη/εγγυμονούσα μητέρα»), η γεωγραφική αναφορά των κατοίκων του νέου έθνους. Τελικά, η Ανατολία θα συγκροτούσε το νέο έθνος-κράτος με σαφή και συνεκτικά γεωγραφικά σύνορα, όπως συνέβαινε στα ευρωπαϊκά και τα άλλα νεωτερικά κράτη.

Το νέο κράτος ονομάστηκε με μια νεοδιατυπωμένη λέξη «Τουρκία», παράγωγο του εθνωνύμιου «Τούρκος». Η Τουρκία συνιστά ευθεία ρήξη με το αυτοκρατορικό και προνεωτερικό πολιτικό ιδεώδες και αντ’ αυτού θα είναι η πραγμάτωση της πανταχού επικρατούσας νεωτερικής πολιτικής αντίληψης. Η μεταφορά της πρωτεύουσας στην Άγκυρα συνιστούσε πράξη πολιτικού συμβολισμού προς την ίδια κατεύθυνση.

Η κοσμικότητα, στοιχείο και αυτό της εθνικής ιδεολογίας, είχε αρχίσει να υιοθετείται από αρκετούς διανοουμένους, καθώς το Ισλάμ μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο θεωρήθηκε πολιτικά ήκιστα επωφελές εργαλείο και ιδεολογικά αλυσιτελές στοιχείο στην εμπέδωση μιας νέας εθνικής κοινότητας για τους κατοίκους της αυτοκρατορίας. Ωστόσο, ο υποσκελισμός της θρησκείας από την εθνική ταυτότητα δεν ήταν εύκολο να επιτευχθεί χωρίς δυναμικές και εκ των άνω λύσεις στο συγκεκριμένο πληθυσμιακό σώμα των τουρκόφωνων αγροτών της Ανατολίας.

Ο εκδυτικισμός της μεσοπολεμικής Τουρκίας.

Ο εξευρωπαϊσμός και η υιοθέτηση δυτικών τρόπων ζωής επίσης είχε τύχει ιδεολογικής επεξεργασίας από τους διανοουμένους, αν και πάντα ως σύνθεση μαζί με ισλαμικές πρακτικές. Και εδώ, όμως, παρόλο που οι δυναμικές εκ των άνω παρεμβάσεις κρίθηκαν απαραίτητες, ως έννοια ο εκδυτικισμός (batılılaşma) δεν ήταν ξένη με τις κυκλοφορούσες αντιλήψεις στον χώρο της διανόησης.

Πιο σύνθετο ήταν το εγχείρημα να προσδιοριστεί το νέο έθνος. Προφανώς η Τουρκία αποτελούνταν από Τούρκους. Η διαμόρφωση μιας τουρκικής εθνικής ταυτότητας δεν ήταν εύκολη, παρόλο που υπήρχε αρκετή προεργασία επ’ αυτού τουλάχιστον από την προηγούμενη εικοσαετία. Η λαϊκή γλώσσα της Ανατολίας και ο τουρκόφωνος αγρότης είχαν ελκύσει το ενδιαφέρον συγγραφέων και διανοουμένων. Έτσι, μπορούσαν να αποτελέσουν βασικά στοιχεία μιας νέας εθνικής ταυτότητας για τους πολίτες αυτού του κράτους.

Ωστόσο, παρέμενε το πρόβλημα του καθορισμού αυτού του τουρκικού έθνους. Κατά την ορολογία του Μπένεντικτ Άντερσον (Benedict Anderson), θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι το τουρκικό έθνος του Κεμάλ ήταν μια φαντασιακή κοινότητα, η οποία έπρεπε να αποκτήσει σαφή και αδιαπραγμάτευτα πολιτικά χαρακτηριστικά. Παρ’ όλες τις αλλαγές που επέφεραν ο Α΄ Παγκόσμιος και ο Μικρασιατικός πόλεμος, η πληθυσμιακή σύνθεση της Ανατολίας είχε πληθυντικά χαρακτηριστικά. Αν και Ρωμιοί και Αρμένιοι αποτελούσαν διακριτές μειονότητες και λόγω της θρησκείας, οι υπόλοιποι πληθυσμοί έπρεπε να ενταχθούν στη νέα τουρκική εθνότητα που χτιζόταν. Λόγω θρησκευτικής ταυτότητας, Κούρδοι, Κιρκάσιοι και Λαζοί εντάσσονταν στην τουρκική εθνότητα, καθόσον δεν υπήρχε χώρος για διαφορετικές φυλετικές ταυτότητες ή για επιμέρους θρησκευτικές αποχρώσεις. Εφόσον, κατά τα λόγια του Κεμάλ, τα άρθρα της Συνθήκης της Λοζάνης αφορούσαν μόνο τις μη μουσουλμανικές μειονότητες, οι υπόλοιποι πληθυσμοί έπρεπε, εκόντες άκοντες, να ενταχθούν στη νέα τουρκική εθνική οικογένεια. Παρ’ όλες τις αναφορές του ίδιου του Κεμάλ σε Τούρκους και Κούρδους κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Ανεξαρτησίας, είναι οι κουρδικές εξεγέρσεις των πρώτων χρόνων της Τουρκικής Δημοκρατίας που οδήγησαν στη λήψη κατασταλτικών μέτρων και στη νομική απαγόρευση της επίκλησης κάποιας κουρδικής ταυτότητας. Άρα η ομογενοποίηση όλων των μουσουλμάνων σε Τούρκους εντός της Τουρκικής Δημοκρατίας αποτέλεσε εξαρχής βασικό στοιχείο της εθνικής πολιτικής του Κεμάλ.

Philosophy of Kemalism

 

Η μετάβαση από μια θεωρητικά διατυπωμένη τουρκική εθνική ιδεολογία στην εφαρμοσμένη κεμαλική πολιτική έγινε μέσα από έναν πόλεμο (1921-1922) και επιταχύνθηκε από τις ανακύπτουσες ανάγκες της ίδρυσης ενός νέου εθνικού κράτους. Το δόγμα του νέου κράτους αποτυπώθηκε στις έξι βασικές αρχές του κεμαλισμού (Kemalism), οι οποίες συνέθεσαν το επιστέγασμα της τουρκικής εθνικής ιδεολογίας στο τουρκικό πια κράτος: ρεπουμπλικανισμός (cumhuriyetçilik), λαϊκισμός (halkçılık), κοσμική ιδεολογία (laiklik), κρατισμός (devletçilik), επαναστατικότητα (inkılâpçılık) και εθνικισμός (milliyetçilik). Η κοσμική ιδεολογία και ο εθνικισμός προέρχονταν από τη νεοτουρκική ιδεολογία. Ωστόσο ο Κεμάλ έκανε τις απαραίτητες για το κρατικό όραμά του προσαρμογές: πρώτον, εξοβέλισε τη θρησκεία προχωρώντας ένα βήμα πέρα από τον χωρισμό θρησκείας και κράτους που υποστήριζαν οι Νεότουρκοι εθνικιστές· δεύτερον, διαμόρφωσε μια ακραία μορφή εθνικής ταυτότητας, για την οποία η ενσωμάτωση διαφορετικών εθνικών ομάδων θεωρήθηκε αναγκαία και αδιαπραγμάτευτη και η οικοδόμησή της πάνω σε μια σειρά ιστορικών μύθων απαραίτητη για την πραγμάτωσή της.

Ανδριάντας του Ατατούρκ στη Σαμψούντα.

Ο λαϊκισμός στηριζόταν, περισσότερο ασαφώς, στην έννοια της κοινής δράσης και αλληλεγγύης, η οποία πρωτοεμφανίστηκε κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ως λαϊκισμός νοούνταν η διαμόρφωση ενιαίων συμφερόντων ενός ενιαίου λαού, στον οποίο η ύπαρξη τάξεων με διαφορετικά για την καθεμιά συμφέροντα δεν ήταν επιτρεπτή. Ο ρεπουμπλικανισμός ήταν το νέο πολιτικό μοντέλο διακυβέρνησης ύστερα από τον εξοβελισμό της μοναρχίας ως έστω και δυνητικής μελλοντικά πολιτειακής μορφής. Η επαναστατικότητα έγινε αντιληπτή ως μια συνεχής μεταρρυθμιστική προσπάθεια, ενώ, τέλος, ο κρατισμός εμφανίστηκε ως μια τελείως νέα αρχή σημαίνοντας την πρωτοκαθεδρία του κράτους στον τομέα της οικονομικής ζωής.

Αναπόφευκτα, επειδή δεν είχε συνεκτικά στοιχεία ιδεολογίας και ούτε υπήρχε μια ιδεολογική πλατφόρμα, πάνω στην οποία θα μπορούσαν να συζητηθούν τα διάφορα θέματα που κάθε φορά ανέκυπταν, ο κεμαλισμός αξιοποίησε ως βασικό συνεκτικό στοιχείο του το πρόσωπο του ίδιου του Κεμάλ. Έτσι, αντί να αναφερόμαστε στο τελευταίο στάδιο διαμόρφωσης και κατάληξης της τουρκικής εθνικής ιδεολογίας, ίσως να είναι ορθότερο να μιλάμε για ένα προσωπικό εγχείρημα και επίτευγμα, την οικοδόμηση ενός προσωπικού-πατερναλιστικού κράτους, στο οποίο το πρόσωπο του ηγέτη αποτελούσε εχέγγυο για τη διαφύλαξη, διατήρηση και συνέχιση της ύπαρξης του κράτους μέσα σε νεωτερικό πλαίσιο αρχών.

Χάρτης της Τουρκίας. Δημοσιεύθηκε το 1927 προτού υιοθετηθεί το νέο αλφάβητο.

Συνοψίζοντας, η ιστορία της τουρκικής εθνικής ιδεολογίας διαθέτει τα στοιχεία που συγκροτούν ένα νεωτερικό εθνικό εγχείρημα. Ωστόσο, εμφανίζει και αρκετές ιδιαιτερότητες. Γενικά ιδωμένο, πρόκειται για ένα κίνημα, το οποίο, καταρχήν και κυρίως, δεν αναπτύχθηκε αντιθετικά με κάποια απολυταρχική πολιτική εξουσία από την οποία ήθελε να αποσχιστεί. Γι’ αυτό έπρεπε να διατυπώσει έναν εθνικό λόγο, ο οποίος θα συνταίριαζε την πολιτική και πολιτισμική παράδοση του κράτους με τα νεωτερικά προτάγματα. Η ίδρυση ενός εθνικού κράτους δεν ήταν εύκολη και αυτονόητη προοπτική, όπως για τους άλλους εθνικισμούς που αναπτύχθηκαν εντός της οθωμανικής επικράτειας. Πέραν της διατήρησης της πολιτικής μορφής του κράτους, οι Τούρκοι εθνικιστές έπρεπε να διαχειριστούν ιδεολογικά α) το ζήτημα της πρωτοκαθεδρίας του Ισλάμ στην οθωμανική κοινωνία, β) την απενοχοποίηση του όρου «Τούρκος» και τη μετάλλαξή του σε εθνωνύμιο, γ) το πρόβλημα της συνύπαρξης διαφόρων εθνοθρησκευτικών ή και εθνοπολιτισμικών ομάδων στην αυτοκρατορία, και δ) τους όρους προσαρμογής της όποιας τουρκικής εθνικής ιδεολογίας με το ευρωπαϊκό μοντέλο, με το οποίο αυτή θα αναμετριόταν.

Οι διανοούμενοι έπαιξαν και εδώ, όπως και σε άλλα εθνικά κινήματα, καίριο ρόλο ως προαγωγοί ιδεολογικών ζυμώσεων διαδίδοντας τις ιδέες τους μέσω του Τύπου. Ωστόσο, παρέμειναν για μεγάλο χρονικό διάστημα μια περιορισμένη ομάδα, χωρίς ιδιαίτερη απήχηση σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Η πεντηκονταετία που μεσολάβησε από τα πρώτα κείμενα των Νέων Οθωμανών μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξε ουσιαστική όσον αφορά τον πολιτικό, ιδεολογικό και εθνικό στοχασμό. Η είσοδος, όμως, των στρατιωτικών στις διεργασίες μετέτρεψε σε πράξεις τις όποιες ιδεολογικές-θεωρητικές επιτεύξεις. Παρόλο που η άμεση ιδεολογική και πολιτική συγγένεια της κεμαλικής ιδεολογίας με τους Νεότουρκους δεν υποστηρίζεται σήμερα από πολλούς, το κίνημα του 1908 αποτέλεσε την απαρχή πολιτικών εξελίξεων και επέφερε την επιτάχυνση των ιδεολογικών ζυμώσεων. Ο πολιτικός ακτιβισμός των στρατιωτικών συμπαρέσυρε και τους διανοουμένους στη διατύπωση ριζοσπαστικών σκέψεων. Τα στρατιωτικά γεγονότα της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα υποσκέλισαν σε σημασία τα παραπάνω και υποχρέωσαν τους Τούρκους εθνικιστές άμεσα να διατυπώσουν ένα εθνικά προσδιορισμένο μοντέλο διακυβέρνησης.

Ο Μουσταφά Κεμάλ υπήρξε ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση την κατάλληλη στιγμή. Κινούμενος από πολιτικό πραγματισμό και έχοντας χαλαρές ιδεολογικές συγγένειες με τον Ναμίκ Κεμάλ (την έννοια της «πατρίδας») και τους Νεότουρκους, δημιούργησε το δικό του εθνικό αφήγημα για ένα κράτος που ο ίδιος δημιούργησε. Έτσι, η ωρίμανση του τουρκικού εθνικού κινήματος βρήκε την έκφρασή της σε μια προσωποπαγή εκδοχή του τουρκικού εθνικισμού, καθιστώντας το νέο μοντέλο, στο οποίο στηρίχτηκε η Τουρκική Δημοκρατία, διαφορετικό από τα άλλα που εφαρμόστηκαν στα διάδοχα της οθωμανικής αυτοκρατορίας χριστιανικά κράτη, αποτελώντας έτσι μια ιδιαίτερη περίπτωση μέσα στη μεγάλη ομάδα των δυτικών εθνικών κρατών και στην ιστορία του εθνικού κινήματος.

Η σημερινή συνέχεια.

 

Ο Φωκίων Κοτζαγεώργης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Τουρκολογίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας,  Α.Π.Θ.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ahmad F., The Young Turks. The Committee of Union and Progress in Turkish Politics, 1908-1914, Οξφόρδη: Clarendon Press, 1969.

Deringil S., Η καλά προστατευόμενη επικράτεια: ιδεολογία και νομιμοποίηση της εξουσίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (1876-1909), μτφρ. Στ. Παπαγεωργίου, Αθήνα: Παπαζήσης, 2003.

Finkel C., Οθωμανική αυτοκρατορία, 1300-1923, μτφρ. Μ. Δελέγκος, Αθήνα: Διόπτρα, 2007.

Hanioğlu M.Ş., The Young Turks in Opposition, Νέα Υόρκη και Οξφόρδη: Oxford University Press, 1995.

Kushner D., The Rise of Turkish Nationalism, 1876-1908, Λονδίνο: Frank Cass, 1977.

Landau J.Μ., Παντουρκισμός. Το δόγμα του τουρκικού επεκτατισμού, μτφρ. Ε. Νάντσου, Αθήνα: Θετίλη, 1985.

Lewis B., Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας, τ. Ι, μτφρ. Π. Κωνσταντέας, Αθήνα: Παπαζήσης, 2001, τ. ΙΙ, μτφρ. Στ. Παπαγεωργίου, Αθήνα: Παπαζήσης, 2002.

Mardin Ş., The Genesis of Young Ottoman Thought. A Study in the Modernization of Turkish Political Ideas, Πρίνστον Ν.Τζ.: Princeton University Press, 1962.

Poulton H., Ημίψηλο, Γκρίζος Λύκος και Ημισέληνος. Ο τουρκικός εθνικισμός και η δημοκρατία της Τουρκίας, μτφρ. Ε. Πέππα, Αθήνα: Οδυσσέας, 2000.

Turfan M.N., Rise of the Young Turks. Politics, the Military and Ottoman Collapse, Λονδίνο: I.B. Tauris, 2000.

Zürcher E.J., Σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας, μτφρ. Β. Κεχριώτης, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2004.

Γιάννης Μουρέλος: Ο Γουλιέλμος Τέλλος και η γέννηση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας

Γιάννης Μουρέλος

Ο Γουλιέλμος Τέλλος και η γέννηση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας

 

Το αφήγημα

Στην κεντρική πλατεία της κωμόπολης Altdorf, πρωτεύουσας του καντονίου Uri, έχει ανεγερθεί ένα μνημείο. Στο μπροστινό μέρος δεσπόζει ένα μπρούντζινο άγαλμα με δύο ανθρώπινες φιγούρες. Έναν ενήλικα άνδρα, ο οποίος φέρει στους ώμους του ένα τόξο σε σχήμα βαλλίστρας. Ταυτόχρονα, αγκαλιάζει ένα ανήλικο ξυπόλητο αγόρι. Ακριβώς πίσω από το άγαλμα υπάρχει μια πινακίδα, στην οποία επάνω έχει σκαλιστεί το κείμενο ERZÆHLEN WIRD MAN VON DEM SCHÜTZEN TELL SO LANG DIE BERGE STEH’N AUF IHREM GRUNDE (ΟΣΟ ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΝ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ, ΑΛΛΟ ΤΟΣΟ ΘΑ ΑΝΤΙΛΑΛΟΥΝ ΤΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΚΟΠΕΥΤΗ ΤΕΛΛΟΥ).

Από το ίδιο ακριβώς σημείο είχε περάσει, στις 18 Νοεμβρίου 1307, ο Γουλιέλμος Τέλλος, ένας ντόπιος αγρότης, δεινός ορειβάτης, σκοπευτής και κυνηγός. Στο κέντρο της πλατείας υπήρχε ένα κοντάρι, στην κορυφή του οποίου είχε τοποθετηθεί ένας πίλος. Κατά διαταγή του Albrecht Gessler, νεοδιορισθέντα τοπικού διοικητή και εκπροσώπου του αυτοκράτορα των Αψβούργων, στη δικαιοδοσία του οποίου υπαγόταν η σημερινή Ελβετία, κάθε άτομο που περνούσε από το συγκεκριμένο σημείο, ήταν υποχρεωμένο, επί ποινή θανάτου, να υποκλίνεται σε ένδειξη σεβασμού και υποταγής. Ο Τέλλος προσπέρασε επιδεικτικά το κοντάρι δίχως να συμμορφωθεί στη διαταγή. Συνελήφθη αυτοστιγμεί και καταδικάστηκε σε θάνατο. Ωστόσο, ο Gessler τού προσέφερε μια δυνατότητα να σώσει τη ζωή του: την επιτόπου έμπρακτη απόδειξη της σκοπευτικής του ικανότητας. Συγκεκριμένα, τον κάλεσε να κόψει με το βέλος του στη μέση ένα μήλο, το οποίο θα τοποθετείτο επάνω στο κεφάλι του γιου του. Ο Τέλλος επιστράτευσε ολόκληρη την ψυχραιμία που διέθετε και κατάφερε να κόψει το μήλο. Κάνοντας επίδειξη μεγαλοψυχίας, ο Gessler τον απελευθέρωσε ρωτώντας τον λόγο, για τον οποίο ο σκοπευτής έφερε και δεύτερο βέλος στη φαρέτρα του. Η απάντηση προέκυψε αβίαστα, δίχως υπαινιγμούς και υπεκφυγές: “Προκειμένου να σε σκοτώσω, σε περίπτωση που ο γιος μου έχανε τη ζωή του”. Κατόπιν τούτου, ο Τέλλος συνελήφθη εκ νέου.

To μνημείο του Γουλιέλμου Τέλλου (Telldenkmal ) στην κεντρική πλατεία του Altdorf, έργο του γλύπτη Richard Kissling (1905).

Λίγο αργότερα, καθώς το πλοιάριο, το οποίο τον μετέφερε στον τόπο του εγκλεισμού του, τον πύργο του Gessler στο γειτονικό Küsnacht, διέσχιζε τη λίμνη της Λουκέρνης, ξέσπασε σφοδρή καταιγίδα. Μπροστά στον κίνδυνο ανατροπής, το πλήρωμα ελευθέρωσε τον Τέλλο από τα δεσμά του και τού ζήτησε να αναλάβει το πηδάλιο. Ο τελευταίος εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και απέδρασε, βουτώντας στα νερά της λίμνης και βρίσκοντας, εν συνεχεία, καταφύγιο στην ακτή. Το συγκεκριμένο σημείο είναι σήμερα γνωστό ως Tellsplatte (Το άλμα του Τέλλου). Ο Τέλλος περπάτησε μέχρι το Küsnacht παραμονεύοντας την έλευση του διοικητή. Μόλις ο Gessler και η συνοδεία του έκαναν την εμφάνισή τους, τον σημάδεψε με τη βαλλίστρα του και τον φόνευσε.

Η ανυπότακτη στάση του Γουλιέλμου Τέλλου άναψε τη σπίθα μιας εξέγερσης των ντόπιων ενάντια στους Αυστριακούς δυνάστες, στην οποία ο ίδιος διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο. H μία και μόνη βολή, που κομμάτιασε το μήλο, σηματοδότησε μια ολόκληρη αλληλουχία γεγονότων, η οποία, στο διάβα του χρόνου, μετάλλαξε μια χούφτα φτωχών ορεσίβιων στο σύγχρονο και ευδαίμον ελβετικό έθνος του σήμερα. Ο αγώνας οδήγησε τελικά στον σχηματισμό της Ελβετικής Συνομοσπονδίας. Ο Τέλλος πολέμησε κατά των Αυστριακών και στη μάχη του Morgarten (15 Νοεμβρίου 1315) . Ο θάνατός του επήλθε το 1354, όταν σε προχωρημένη ηλικία επιχείρησε να σώσει ένα παιδί που κινδύνευε από πνιγμό στο ποτάμι.

Το άλμα του Τέλλου (Tellsplatte).

Η μεθοδευμένη σφυρηλάτηση ενός μύθου

Ο Γουλιέλμος Τέλλος δεν υπήρξε ιστορικό πρόσωπο. Σε κανένα χρονικό της ίδιας εποχής δεν συναντάται το όνομά του, αλλά ούτε και καταγράφεται πουθενά κάποιο περιστατικό δολοφονίας τοπικού διοικητή, εγκαθέτου της αυστριακής ηγεμονίας στην κεντρική Ελβετία. Για πρώτη φορά γίνεται αναφορά το 1474, πάνω από έναν αιώνα έπειτα από τα υποτιθέμενα συμβάντα, σε ένα χρονικό, το οποίο τιτλοφορείται Η Λευκή Βίβλος του Sarnen (Weisses Buch von Sarnen). Πρόκειται για μια ανθολογία μεσαιωνικών κειμένων του τέλους του 15ου αιώνα, που συγκέντρωσε ο Hans Schriber, ανώτατος αξιωματούχος (Landschreiber) του καντονίου Obwalden. Η συλλογή αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτο και μεγαλύτερο περιλαμβάνει 77 διαφορετικά τεκμήρια που o Schriber αντέγραψε από πρωτότυπα, τα οποία είχε εντοπίσει στα αρχεία του Sarnen, πρωτεύουσας του καντονίου. Ο ίδιος φρόντισε να επισυνάψει και μια δική του αφήγηση της πρώιμης περιόδου της Ελβετικής Συνομοσπονδίας. Στο δεύτερο μέρος, έκτασης 25 σελίδων, γίνεται αναφορά στον όρκο του Rütli [Βλ. παρακάτω] καθώς και στα ανδραγαθήματα του Γουλιέλμου Τέλλου. Παρά το γεγονός ότι η Λευκή Βίβλος του Sarnen αποτελεί την πρώτη, κατά σειρά, αναφορά, δεν συνέβαλε ιδιαίτερα στη σφυρηλάτηση του μύθου, καθώς υπήρξε μικρός ο αριθμός των ατόμων που είχαν πρόσβαση σε αυτή. Το μοναδικό αντίγραφο, το οποίο ανακαλύφθηκε τυχαία το 1856, φυλάσσεται σήμερα στα τοπικά αρχεία του καντονίου Obwalden. Ωστόσο, έχει ξεσπάσει διχογνωμία μεταξύ των ειδικών, κατά πόσο ή όχι αποτελεί ακριβές αντίγραφο προγενεστέρου χειρόγραφου, η χρονολόγηση του οποίου εκτιμάται περί το έτος 1426.

Μεταξύ των ατόμων, τα οποία απόκτησαν πρόσβαση στη Λευκή Βίβλο του Sarnen ήταν δύο χρονικογράφοι. Ο πρώτος από αυτούς, Petermann Etterlin (c. 1430/1440 – c. 1509) από τη Λουκέρνη, ήταν γιος επίσης χρονικογράφου της περιοχής. Το 1464 διορίστηκε επίσημος αντιγραφέας της πόλης. Ανέπτυξε στρατιωτική δραστηριότητα στις τάξεις του στρατού της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αλλά και στη Γαλλία, όπου παρέμεινε επί μια δεκαετία. Στο τέλος της ζωής του, μεταξύ των ετών 1505 και 1507, συνέταξε ένα μνημειώδες Χρονικό της Ελβετικής Συνομοσπονδίας (Kronika von der loblichen Eidgenossenschaft). Σε μεγάλο ποσοστό, το τελευταίο στηρίζεται στη Λευκή Βίβλο του Sarnen, αναπαράγοντας τις αναφορές στα κατορθώματα του Γουλιέλμου  Τέλλου.  Το  πρωτότυπο  φυλάσσεται  σήμερα  στο  Εθνικό  Ελβετικό  Μουσείο (Schweizerisches Nationalmuseum) στη Ζυρίχη.

Το πρωτότυπο του Χρονικού της Ελβετικής Συνομοσπονδίας (Πηγή: Schweizerisches Nationalmuseum, Zürich).

O δεύτερος από αυτούς, Aegidius Tschudi (1505-1572), πολιτικός και ιστορικός, έχει μείνει γνωστός κυρίως από το έργο του Chronicon Helveticum (1550), το πρώτο μέρος του οποίου (καλύπτει την ιστορία της περιόδου από το 1001 έως το 1470) εκδόθηκε και έγινε γνωστό μετά θάνατον, κατά τη διετία 1734-1736. Το υπόλοιπο παρέμεινε ανέκδοτο. Θεωρείται από τις θεμελιώδεις πηγές της πρώιμης περιόδου της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, καθώς περιλαμβάνει αντίγραφα 50 περίπου παλαιοτέρων χειρογράφων, τα πρωτότυπα των οποίων δεν υφίστανται πλέον. Μεταξύ άλλων, το Chronicon Helveticum περιλαμβάνει πολύτιμο υλικό σχετικά με τον μύθο του Γουλιέλμου Τέλλου. Αυτός υπήρξε προφανώς ο λόγος, για τον οποίο χρησιμοποιήθηκε αργότερα εκτενώς ως σημείο αναφοράς από όλους τους συγγραφείς που εμπνεύσθηκαν από τον χαρακτήρα και τη δραστηριότητα του ήρωα.

O Aegidius Tschudi και το Chronicon Helveticum.

Ο Ελβετός ιστορικός Johannes von Müller (1752-1809) έζησε στη γενέτειρά του Schaffhausen, στη Γενεύη, στο Κάσελ, στη Βιέννη και στο Βερολίνο. Μεταξύ άλλων, διετέλεσε σύμβουλος του τελευταίου αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Φραγκίσκου Β΄ και μέλος της Ακαδημίας του Βερολίνου. Δεσπόζουσα θέση στο πλούσιο έργο του κατέχει η μνημειώδης Ιστορία της Ελβετικής Συνομοσπονδίας (Geschichten Schweizerischer Eidgenossenschaft), η οποία εκδόθηκε σταδιακά σε πέντε τόμους (αντίστοιχα τα έτη 1786, 1788, 1795, 1805 και 1808). Έπειτα από τον θάνατό του, το έργο επανεκδόθηκε σε 15 τόμους (Λειψία-Ζυρίχη 1824-1853), ενώ μεταξύ των ετών 1837 και 1851 κυκλοφόρησε στο Παρίσι και στη Γενεύη μετάφραση της παραπάνω έκδοσης στη γαλλική γλώσσα. Αν και δομημένο επάνω σε περισσότερο αξιόπιστα επιστημονικά θεμέλια σε αντιπαράθεση με τις προγενέστερες πραγματείες, η επικάλυψη ανάμεσα στον μύθο και την ιστορική πραγματικότητα παραμένει αισθητή σε ό,τι αφορά τις καταβολές της Ελβετικής Συνομοσπονδίας.

O Johannes von Müller και η Ιστορία της Ελβετικής Συνομοσπονδίας.

Πάντως, εάν οι ιστορικοί-χρονικογράφοι είναι αυτοί που εμφύσησαν ζωή σε ένα ανύπαρκτο πρόσωπο, ο Γουλιέλμος Τέλλος οφείλει μεγάλο μέρος της δημοτικότητάς του στον χώρο της λογοτεχνίας και της τέχνης σε μια εποχή μάλιστα (19ος αιώνας), όπου ο κυρίαρχος ρομαντισμός εξάπτει τη φαντασία, αναδεικνύει το συναίσθημα και εξυμνεί τον ηρωισμό. Ο Γουλιέλμος Τέλλος (Wilhelm Tell) είναι ένα πεντάπρακτο θεατρικό έργο του Friedrich Schiller (1759-1805). Γράφτηκε μεταξύ των ετών 1803 και 1804, οπότε και κυκλοφόρησε σε 7.000 αντίτυπα και έκτοτε μεταφράστηκε σε διάφορες γλώσσες. Ο Schiller δεν επισκέφτηκε ποτέ την Ελβετία. Όφειλε, ωστόσο, τις γνώσεις του για τη χώρα και την ιστορία της στην παιδεία του καθώς πέρα από ποιητής, φιλόσοφος και θεατρικός συγγραφέας, υπήρξε και ιστορικός. Πολύτιμες πληροφορίες αποκόμισε από άλλα δύο πρόσωπα του στενού του περιβάλλοντος, τα οποία, εκείνα, γνώριζαν την Ελβετία από προσωπική εμπειρία. Επρόκειτο για τη σύζυγό του Lotte και τον αγαπητό του φίλο, Johann Wolfgang von Goethe, που τού μετέφεραν τις εντυπώσεις τους. Κύρια πηγή πληροφόρησης, πάντως, υπήρξαν τα γραπτά των Petermann Etterlin, Aegidius Tschudi και Johannes von Müller. Η πρώτη παράσταση έλαβε χώρα στη Βαϊμάρη στις 17 Μαρτίου 1804, σε σκηνοθεσία του Goethe. Η πλοκή του έργου ακολουθεί πιστά τον μύθο. Προφανώς για τον λόγο αυτό, ο Γουλιέλμος Τέλλος παρουσιάστηκε το 2004 (με την ευκαιρία συμπλήρωσης 200 ετών από την πρώτη παράσταση) σε έναν συμβολικό και σημαδιακό τόπο: το λιβάδι του Rütli, όπου το 1307 απαγγέλθηκε ο περίφημος ομώνυμος όρκος, ιδρυτική πράξη της Ελβετικής Συνομοσπονδίας. Στο παραπάνω επεισόδιο είναι αφιερωμένη ολόκληρη η δεύτερη πράξη του έργου. Ο Schiller χαρακτήρισε το τελευταίο ως “θεατρικό” (Schauspiel). Κατά κάποιο τρόπο όμως, αυτό ανήκει περισσότερο στην κατηγορία του λαϊκού θεάματος (Volksstück), με εμφανή μια τάση ηρωοποίησης. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει το φυσικό περιβάλλον. Η αντίσταση στην τυραννία και η δίψα για ελευθερία ενσωματώνονται στο ελβετικό τοπίο, τη μητέρα γη, με ό,τι κάτι τέτοιο συνεπάγεται σε επίπεδο συμβολισμού και συναισθήματος. Το κείμενο είναι διαποτισμένο με πολιτικά μηνύματα. Εξαγγέλλει πόσο σημαντική είναι μια πολιτική οργάνωση, δομημένη επάνω σε δημοκρατικά θεμέλια. Ο πρωταγωνιστής υπερασπίζεται τις αρχές και αξίες της γνήσιας δημοκρατίας όταν διακηρύσσει πως “Ο καθένας αξιολογείται ανάλογα με τις δυνατότητές του” (Ein jeder wird besteuert nach Vermögen). Ταυτόχρονα, ωστόσο, τονίζεται το ειδικό βάρος του αστάθμητου παράγοντα μέσω της ανάληψης ατομικών πρωτοβουλιών, ενίοτε δε με τη συμβολή της τύχης. Τέλος, θίγεται και το θέμα της τυραννοκτονίας (Tyrannenmord ) με την υποβολή του ερωτήματος κατά πόσο νομιμοποιείται ή όχι ένας φόνος με παρόμοια κίνητρα. Το 1941, οι παραστάσεις του Γουλιέλμου Τέλλου απαγορεύτηκαν από το ναζιστικό καθεστώς. Τρία χρόνια νωρίτερα, το 1938, ένας Ελβετός φοιτητής Θεολογίας ονόματι Maurice Bavaud, είχε αποπειραθεί να δολοφονήσει τον Hitler. Καθώς αποδόθηκε στον δράστη ο χαρακτηρισμός του “Νέου Γουλιέλμου Τέλλου”, ο ηγέτης του Γ΄ Ράιχ καταφέρθηκε κατά του…Schiller, εκφράζοντας δημόσια την απογοήτευσή του επειδή ο μεγάλος Γερμανός λογοτέχνης είχε επιλέξει να απαθανατίσει τον ανυπότακτο Ελβετό σκοπευτή! Στην περίπτωση, η αυθόρμητη ταύτιση του Hitler με τον τύραννο Gessler είναι αποκαλυπτική συνάμα, όμως, απόλυτα αναμενόμενη.

Wilhelm Tell /Friedrich Schiller/Passionstheater Oberammergau

 

Friedrich Schiller.

Ένας δεύτερος δημιουργός, στον οποίο ο μύθος του Γουλιέλμου Τέλλου οφείλει την εμπέδωση της δημοτικότητάς του, είναι, αναμφίβολα, ο Ιταλός μουσικοσυνθέτης Gioachino Rossini (1782-1868), o διασημότερος, ίσως, του είδους την εποχή εκείνη σε ολόκληρο τον κόσμο και μάλιστα εν ζωή. Η τεράστια απήχηση που γνώρισε (και εξακολουθεί να γνωρίζει) το έργο του, οφείλεται στην πλούσια παραγωγή (συνέθεσε 39 όπερες, έργα θρησκευτικής μουσικής, έργα για πιάνο, μουσική δωματίου και πάμπολλα τραγούδια), αλλά και στην ποιότητα της μουσικής του γραφής. Είναι γνωστός στο ευρύ κοινό χάρη, κυρίως, σε δύο έργα: Il barbiere di Siviglia και La Cenerentola (H Σταχτοπούτα). Αμφότερα ανήκουν στην κατηγορία της κωμικής όπερας (opera buffa), στην οποία διέπρεψε ως συνεχιστής της κληρονομιάς του Domenico Cimarosa. Άλλα γνωστά έργα της ίδιας κατηγορίας είναι: L’ italiana in Algeri, Il viaggio a Reims, Il turco in Italia, La gazza ladra, La scala di seta. O Rossini συνέθεσε επίσης έργα με περισσότερο σοβαρή πλοκή (opera seria), ορισμένα εκ των οποίων παραπέμπουν σε ιστορικά γεγονότα: Otello, Tancredi, Semiramide, L’assedio di Corinto, Moϊse. Στην κατηγορία αυτή ανήκει και η τελευταία, κατά σειρά, όπερα, την οποία συνέθεσε το 1829: Guillaume Tell. Τα υπόλοιπα 40 χρόνια του βίου του ουδέποτε καταπιάστηκε, πλέον, με το είδος της όπερας. Οι εξηγήσεις ποικίλουν, κινούμενες από την εκδοχή του κορεσμού έως την τεράστια δημοτικότητα, της οποίας ο συνθέτης έχαιρε στον συγκεκριμένο αυτό τομέα, και που λειτούργησε, τελικά, ανασταλτικά στη δημιουργική του έμπνευση. Την ίδια εποχή τέθηκαν και τα θεμέλια της ρομαντικής όπερας από τον Giacomo Meyerbeer. Η απότομη εισαγωγή ενός νέου είδους αποτελεί, ενδεχομένως, μια πειστική εξήγηση για την ασυνήθιστη, ομολογουμένως, σιωπή τόσων πολλών δεκαετιών.

Gioachino Rossini.
Υπαίθρια παράσταση της όπερας το 1941 με αφορμή την 650ή επέτειο της Ελβετικής Συνομοσπονδίας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Όταν συνέθετε τον Γουλιέλμο Τέλλο, ο Rossini είχε απόλυτη επίγνωση του γεγονότος ότι επρόκειτο για την τελευταία του ενασχόληση με το συγκεκριμένο είδος μουσικής. Ενδεχομένως δε, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, θέλησε να κληροδοτήσει στο κοινό ένα σαφές πολιτικό μήνυμα, μέσω της επιλογής του θέματος, αλλά και του ιδίου του λιμπρέτου (Victor-Joseph-Étienne de Jouy και L. F. Bis), το οποίο ακολουθεί σχεδόν αυτολεξεί το δράμα του Schiller. Ο τίτλος Guillaume Tell προδίδει τη γλώσσα, στην οποία ανεβάστηκε για πρώτη φορά το έργο. Το τελευταίο συγκαταλέγεται στη λεγόμενη “γαλλική” περίοδο της παραγωγής του Ιταλού μουσικοσυνθέτη. Άλλωστε, η πρεμιέρα έλαβε χώρα στις 3 Αυγούστου 1829 στην αίθουσα Le Peletier και ήταν παραγωγή της Όπερας του Παρισιού. Ο αριθμός των παραστάσεων στην Ιταλία υπήρξε περιορισμένος. Το γεγονός ότι η υπόθεση  εξυμνούσε  μια  επαναστατική  προσωπικότητα  ενάντια  στην  υπάρχουσα  εξουσία, πυροδότησε την κινητοποίηση της ιταλικής λογοκρισίας. Το Teatro San Carlo της Νάπολης υπήρξε η πρώτη σκηνή της χώρας, η οποία φιλοξένησε την όπερα σε κοντινή ημερομηνία με την πρεμιέρα (1833). Ωστόσο, χρειάστηκε να μεσολαβήσουν πενήντα ολόκληρα χρόνια, έως ότου ο ίδιος οργανισμός αποφασίσει να την συμπεριλάβει εκ νέου στο πρόγραμμά του. Στο Teatro La Fenice της Βενετίας, ο Γουλιέλμος Τέλλος ανέβηκε σε προχωρημένη χρονολογία (1856). Αντίθετα, η ύπαρξη λογοκρισίας (αλλά και η ίδια η πλοκή) δεν εμπόδισε το έργο να γίνει δημοφιλές ευθύς εξαρχής στην Αυστρία. Μεταξύ των ετών 1830 και 1907, η Αυτοκρατορική Όπερα της Βιέννης συμπλήρωσε τον εντυπωσιακό αριθμό των 422 παραστάσεων. Τέλος, το έργο έγινε ευνοϊκά δεκτό στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη, στη Βαρκελώνη (όπου το 1893 ένας αναρχικός έριξε δυο βόμβες εν μέσω μιας παράστασης) και πολύ αργότερα στο Μιλάνο, στη Ρώμη, στο Βερολίνο και στη Φλωρεντία.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το δημοφιλέστερο σημείο του Γουλιέλμου Τέλλου είναι η πασίγνωστη εισαγωγή, η οποία εκτελείται συνήθως αυτόνομα, ως σύνθεση συμφωνικής μουσικής. Πρόκειται για ένα δωδεκάλεπτης διάρκειας έργο, το οποίο έχει να επιδείξει μια αξιοζήλευτη ποικιλία και πληρότητα. Ταυτόχρονα, δίνει ανάγλυφα το στίγμα όσων έπονται, τόσο σε δραματική, όσο και σε μουσική κλίμακα. Τη μαγευτική ατμόσφαιρα και το ρομαντικό πνεύμα του Schiller συμπληρώνουν συμμετρικά τα πλούσια και γεμάτα φαντασία και πρωτότυπες ιδέες ηχοχρώματα της ορχήστρας του Rossini. Η εισαγωγή αποτελείται από τέσσερα μικρότερα μέρη (τα τρία από αυτά γραμμένα σε μείζονα κλίμακα και μόνο το δεύτερο σε ελάσσονα) το καθένα εκ των οποίων οδηγεί εντελώς φυσιολογικά στο επόμενο. Έτσι, και παρά την εναλλαγή ως προς το ύφος και την ενορχήστρωση, διατηρείται στο ακέραιο η ενότητα και η ροή του συνόλου. Το πρώτο μέρος (Χαραυγή), σε αργό ρυθμό, είναι γραμμένο για σόλο βιολοντσέλο, με τη συνδρομή, κατά στιγμές, ολόκληρης της ομάδας των εγχόρδων και μέρους των κρουστών. Η μετάβαση στο δεύτερο μέρος (Καταιγίδα) είναι ευρηματική και αποδίδει εύστοχα την κλιμάκωση από την εμφάνιση των πρώτων σταγόνων της βροχής έως το απότομο ξέσπασμα του κατακλυσμού. Στην περίπτωση επιστρατεύεται το σύνολο του δυναμικού της ορχήστρας. Το τρίτο μέρος (Ranz des Vaches) παραπέμπει ευθέως στο βουκολικό τοπίο της Ελβετίας. Ο τίτλος δεν είναι τυχαίος. Το Ranz des Vaches ή Kuhreihen είναι μια απλή λαϊκή μελωδία, η οποία εκτελείται από τους ποιμένες, τη στιγμή που οδηγούν το κοπάδι για βοσκή ή επιστρέφουν από αυτή. Η νοσταλγική και κάπως μελαγχολική ατμόσφαιρα κυριαρχεί από την αρχή μέχρι το τέλος. Το συναίσθημα που προκαλείται είναι γνωστό ως Ελβετική νοσταλγία (Mal du Suisse ή Schweizerheimweh) σε βαθμό, μάλιστα, που η χρήση των μοτίβων Ranz des Vaches απαγορευόταν στις τάξεις του ελβετικού στρατού κατά τον 18ο αιώνα, καθώς εθεωρείτο ότι επηρέαζε ανασταλτικά την ψυχολογία και το αξιόμαχο των ανδρών. Ο Rossini εμπιστεύεται το βουκολικό τρίτο μέρος της εισαγωγής στα πνευστά, ειδικότερα δε στο αγγλικό κόρνο και στο φλάουτο. Η απότιση φόρου τιμής στον Ludwig van Beethoven και σε αντίστοιχα σημεία της προ εικοσαετίας συμφωνίας αρ. 6 Ποιμενικής, είναι εμφανής στα δυο μεσαία αυτά μέρη της εισαγωγής του Γουλιέλμου Τέλλου. Το εντυπωσιακό φινάλε (Εμβατήριο των Ελβετών Στρατιωτών) είναι ένας θριαμβικός καλπασμός, ο οποίος κινητοποιεί εκ νέου το σύνολο της ορχήστρας. Πέραν του ότι αναδεικνύει την ηρωική διάσταση του πρωταγωνιστή, το αδιαμφισβήτητο πατριωτικό στοιχείο αλλά και τον δυναμισμό της όλης υπόθεσης, έχει καταγραφεί στο παγκόσμιο μουσικό ρεπερτόριο ως μια από τις πλέον γνωστές και δημοφιλείς συνθέσεις.

Gioachino Rossini «Guillaume Tell«ouverture/ Symphonieorchester des Bayerischen Rudfunks/ Mariss Jansons

Τον Ιούλιο του 1832, τρία μόλις χρόνια έπειτα από την πρεμιέρα της όπερας του Rossini, ο Alexandre Dumas πατήρ (1802-1870) εγκατέλειπε εσπευσμένα το Παρίσι. Δύο ήταν οι λόγοι που τον είχαν πείσει να απομακρυνθεί από τη γαλλική πρωτεύουσα. Ο πρώτος ήταν πολιτικός. Ο Dumas είχε λάβει μέρος, ένα μήνα νωρίτερα, σε μια αποτυχημένη εξέγερση με στόχο την ανατροπή του καθεστώτος της λεγομένης Μοναρχίας του Ιουλίου (επί βασιλείας του Λουδοβίκου Φιλίππου). Ως εκ τούτου, διέτρεχε μέγιστο κίνδυνο να συλληφθεί από τις αστυνομικές αρχές. Ο δεύτερος λόγος, εξίσου σοβαρός, σχετιζόταν με την κακή κατάσταση της υγείας του, καθώς είχε προσβληθεί από χολέρα. “Ο γιατρός μου με συμβούλεψε αυτό που ο κάθε γιατρός συμβουλεύει τον ασθενή του όταν δεν έχει πια να πει κάτι άλλο: ένα ταξίδι στην Ελβετία”, έγραφε αργότερα. Οι τρίτομες Ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την Ελβετία, τις οποίες ο μεγάλος Γάλλος μυθιστοριογράφος συνέγραψε το 1834, έχοντας πλέον επιστρέψει στην πατρίδα του, κατέθεσαν το στίγμα του ταλέντου του δέκα χρόνια προτού κυκλοφορήσουν τα δύο δημοφιλέστερα έργα του, οι Τρεις Σωματοφύλακες και ο Κόμης Μοντεχρήστος. Πεπεισμένος ότι συνέγραφε ένα απλό βιβλίο, ο Dumas επινόησε ένα νέο είδος πρόζας, το οποίο συμπεριελάμβανε, αναμιγνύοντας με θαυμαστή αφηγηματική δεξιοτεχνία, ταξιδιωτική περιγραφή, ιστορική διήγηση, μύθους και θρύλους, διηγήματα, ανέκδοτα, ειδήσεις της εποχής, συνομιλίες με επώνυμα πρόσωπα, πολιτικά μηνύματα κ.λπ. Με άλλα λόγια, οι Εντυπώσεις από την Ελβετία θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως πρόδρομος συνάμα όμως και εργαστήρι, μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε η μετέπειτα μεγαλειώδης συγγραφική του παραγωγή.

Alexandre Dumas.

Τα κεφάλαια αρ. 31 και 32 είναι αφιερωμένα στον μύθο του Γουλιέλμου Τέλλου. Η πέννα του Dumas αποδίδει γλαφυρά το πασίγνωστο επεισόδιο:

Φτάνοντας στην κεντρική πλατεία του Altdorf, [ο Gessler] διέταξε να βυθίσουν στο χώμα ένα κοντάρι, στην κορυφή του οποίου κρέμασε το καπέλο του, που έφερε το στέμμα του Δουκάτου της Αυστρίας. Ανήγγειλε δε, υπό τον ήχο σαλπισμάτων, πως κάθε ευγενής, αστός ή χωρικός, περνώντας μπροστά από αυτό το σύμβολο ισχύος των Αψβούργων, όφειλε να αποκαλυφθεί σε ένδειξη πίστης και υποταγής. […] Τοποθέτησε επιτόπου μια φρουρά από δώδεκα τοξότες με διαταγή να συλλάβουν όποιον αρνείτο να συμμορφωθεί. Τρεις ημέρες αργότερα, τον ειδοποίησαν πως ένας άνδρας είχε συλληφθεί επειδή δεν υπάκουσε. Ο Gessler, συνοδευόμενος από τους φρουρούς του, μετέβη δίχως χρονοτριβή στο Altdorf. Ο ένοχος ήταν δεμένος στο ίδιο κοντάρι. Από τα ρούχα του φαινόταν πως ήταν κυνηγός. […].

-Αληθεύει, είπε ο Gessler, ότι αρνήθηκες να υποκλιθείς μπροστά σε αυτό το καπέλο;

-Μάλιστα, Άρχοντά μου.

-Για ποιο λόγο;

-Επειδή οι πατεράδες μας μάς έμαθαν να μην αποκαλυπτόμαστε παρά μόνο μπροστά στον Θεό, στους γέρους και στον αυτοκράτορα.

-[…] Εσύ δεν είσαι αυτός που όλοι θεωρούν ως τον καλύτερο τοξότη της Ελβετίας;

-Θα έσκιζε στα δύο, από απόσταση εκατόν πενήντα βημάτων, ένα μήλο τοποθετημένο πάνω στο κεφάλι του γιου του, ακούστηκε να λέει κάποιος μέσα από το πλήθος.

-Ο Θεός να συγχωρέσει όποιον το είπε, φώναξε ο Γουλιέλμος. Δεν είναι λόγια πατέρα αυτά!

-Έχεις παιδιά; ρώτησε ο Gessler.

-Τρία αγόρια και ένα κορίτσι. Ο Θεός ευλόγησε το σπιτικό μου.

-Ποιο αγαπάς περισσότερο;

-Τα αγαπώ όλα τρυφερά.

-Δεν υπάρχει κάποιο που να ξεχωρίζεις;

-Ίσως τον μικρότερο, επειδή είναι πιο αδύναμος και με έχει περισσότερο ανάγκη.

-[…] Πηγαίνετε αμέσως να τον φέρετε, διέταξε ο Gessler.

Για ποιο λόγο; ρώτησε τότε ο Γουλιέλμος.

-Θα δεις.”

Ακολουθεί η εξιστόρηση της άφιξης του αγοριού, της διαταγής του Gessler να το δέσουν σε μια παρακείμενη δρυ, προκειμένου να εξασκηθούν, χρησιμοποιώντας το ως στόχο, οι τοξότες του κυβερνήτη, της εύλογης απορίας του παιδιού (“Τι θέλουν από μένα πατέρα;” και λίγο πιο κάτω, μόλις πληροφορείται την αλήθεια, “Γιατί; Δεν έχω βλάψει κανέναν”) και της απόγνωσης του Τέλλου.

Οι φρουροί άρπαξαν το παιδί από την αγκαλιά του πατέρα του. Τότε ο Γουλιέλμος έπεσε μπροστά στα πόδια του αλόγου του Gessler.

– Άρχοντά μου, εγώ είμαι εκείνος που σας αμφισβήτησε, εμένα πρέπει να τιμωρήσετε. Σκοτώστε με, στείλτε όμως το παιδί αυτό πίσω στη μητέρα του.

-[…] Υπάρχει ένας τρόπος για να το σώσεις, είπε ο Gessler.

-Ποιος είναι αυτός; Πείτε μου, πείτε μου γρήγορα τι ακριβώς επιθυμείτε και θα σπεύσω να το ικανοποιήσω εάν εμπίπτει στις δυνατότητές μου.

-[…] Μια φωνή ακούστηκε προηγουμένως λέγοντας ότι είσαι τόσο δεινός κυνηγός, που θα κατάφερνες να κόψεις στα δύο από απόσταση εκατόν πενήντα βημάτων ένα μήλο, τοποθετημένο επάνω στο κεφάλι του γιου σου.

-Ω, ήταν μια καταραμένη φωνή που νόμισα πως μόνο ο Θεός κι εγώ ακούσαμε.

-Λοιπόν, συνέχισε ο Gessler, εάν μου προσφέρεις αυτή την απόδειξη της ικανότητάς σου, θα σου δώσω χάρη και θα παραβλέψω το ότι αμφισβήτησες την διαταγή μου.

-Αδύνατον, αδύνατον, Άρχοντά μου. Θα ήταν σαν να προκαλούσαμε τον ίδιο τον Θεό.

-Τότε, θα σου αποδείξω ότι διαθέτω τοξότες εξίσου ικανούς με σένα. Να δέσετε το παιδί.

-Περιμένετε, Άρχοντά μου, περιμένετε! Μου ζητήσατε κάτι τρομερό, σκληρό, σατανικό. Αφήστε μου λίγο χρόνο να το σκεφτώ.

-Έχεις πέντε λεπτά.

-Φέρτε, τουλάχιστον, το παιδί κοντά μου.

-Ελευθερώστε το παιδί, διέταξε ο Gessler.

-Μας συγχώρεσαν πατέρα; ρώτησε το αγόρι, σκουπίζοντας τα δάκρυα με τα μικρά του χέρια, κλαίγοντας και γελώντας ταυτόχρονα.

-Συγχώρεσαν; Ξέρεις τι θέλουν, ω Θεέ μου! Πως είναι δυνατόν παρόμοια σκέψη να περνά από το μυαλό ενός ανθρώπου! Θέλουν…όχι, όχι δεν μπορεί να το θέλουν, αδύνατον να θέλουν κάτι τέτοιο. Θέλουν, φτωχέ μου γιε, να κόψω ένα μήλο πάνω στο κεφάλι σου από απόσταση εκατόν πενήντα βημάτων.

-Και γιατί δεν δέχεσαι πατέρα; ρώτησε πάλι το παιδί χαμογελώντας.

-Να δεχτώ; Και αν αστοχήσω, αν το βέλος κτυπήσει εσένα;

-Μα αφού ξέρεις πως δεν υφίσταται τέτοιος κίνδυνος, συνέχισε το παιδί χαμογελώντας.

-[…]Όχι, όχι, ψέλλισε ο Γουλιέλμος.

-Ο πατέρας μου δέχεται, φώναξε το παιδί.

Ξεφεύγοντας από την πατρική αγκαλιά έτρεξε μόνο του προς το δέντρο”.

Αγωνία, απόγνωση, σπαραγμός, στοργή, ελπίδα, φθόνος, αλαζονεία διατρέχουν διαγώνια τους παραπάνω διαλόγους, καθηλώνοντας τον αναγνώστη. Τα πάντα κορυφώνονται την κρίσιμη στιγμή.

Χαρακτικό του Charles-Abraham Chasselat για την όπερα του Rossini, 1829.

Η απόσταση μετρήθηκε στα εκατόν πενήντα βήματα. Ο Γουλιέλμος […] την επαλήθευσε ο ίδιος τρεις φορές.

Ένα μόνο βέλος, φώναξε ο Gessler.

-Αφήστε με, τουλάχιστον, να το επιλέξω εγώ, απάντησε ο Γουλιέλμος.

[…]Κατόπιν εξέτασε προσεκτικά όλα τα βέλη, τοποθετώντας το ένα μετά το άλλο στη βαλλίστρα. Είχε εντοπίσει ευθύς εξαρχής εκείνο που ταίριαζε, ωστόσο προσποιούνταν πως έψαχνε ακόμη, προκειμένου να κερδίσει χρόνο.

-Λοιπόν; φώναξε ανυπόμονα ο Gessler.

-Είμαι έτοιμος. Δώστε μου λίγο χρόνο να προσευχηθώ. Μη έχοντας πετύχει την ευσπλαχνία των ανθρώπων, το μόνο που μου απομένει είναι να ζητήσω συγχώρεση από τον Θεό. Ακόμα και ένας μελλοθάνατος έχει αυτό το δικαίωμα ευρισκόμενος μπροστά στο ικρίωμα.

Ο Γουλιέλμος γονάτισε και έδειχνε να είναι απορροφημένος από την προσευχή. Την ίδια στιγμή, οι φρουροί έδεναν το αγόρι στο δέντρο. Θέλησαν, μάλιστα, να τού δέσουν τα μάτια, όμως εκείνο αρνήθηκε.

-Δεν θα τού δέσετε τα μάτια; ρώτησε ο Γουλιέλμος διακόπτοντας την προσευχή του.

-Ζήτησε να μπορεί να σας βλέπει, του αποκρίθηκαν εκείνοι.

-Δεν θέλω να με βλέπει, δεν θέλω, ακούτε; Θα κινηθεί βλέποντας να έρχεται το βέλος καταπάνω του κι έτσι θα σκοτώσω το παιδί μου. Άφησε να σου δέσουν τα μάτια, σε εκλιπαρώ γονατιστός.

-Σύμφωνοι, απάντησε το αγόρι.

-Ευχαριστώ, είπε ο Γουλιέλμος, σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το πρόσωπό του. Ευχαριστώ! Είσαι πολύ γενναίος.

-Κουράγιο πατέρα, φώναξε το παιδί.

Απευθυνόμενος κατόπιν προς τον Gessler τον ικέτευσε για τελευταία φορά:

-Άρχοντά μου, υπάρχει ακόμα χρόνος για να με απαλλάξεις από ένα τέτοιο έγκλημα και τον εαυτό σου από τύψεις. Πες μου ότι όλα αυτά έγιναν για να με τιμωρήσεις και πως τώρα, βλέποντας πόσο πολύ έχω υποφέρει, με συγχωρείς. Στο όνομα της Παρθένου Μαρίας, στο όνομα των Αγίων, δείξε μεγαλοψυχία!

-Τελείωνε, φώναξε ο Gessler, η υπομονή μου εξαντλείται.

-Θεέ μου, βόηθησέ με, είπε σχεδόν από μέσα του ο Γουλιέλμος κοιτάζοντας προς τον ουρανό.

Μάζεψε από το έδαφος τη βαλλίστρα, τοποθέτησε μέσα το βέλος και τη στήριξε στον ώμο του σηκώνοντας προσεκτικά την άκρη. Φτάνοντας στο επιθυμητό ύψος, ο ίδιος άνθρωπος, ο οποίος λίγο νωρίτερα έτρεμε σαν φύλλο στον άνεμο, έμεινε ακίνητος σαν μαρμαρωμένος. Οι πάντες κρατούσαν την ανάσα τους. Το βέλος εκτοξεύτηκε. Μια κραυγή χαράς ακολούθησε. Το βέλος είχε διαπεράσει το μήλο και καρφωθεί στον κορμό του δέντρου. Το αγόρι ήταν ανέπαφο. Ο Γουλιέλμος παραπάτησε και έπεσε στο έδαφος λιπόθυμος. Όταν συνήλθε, βρισκόταν στην αγκαλιά του γιου του”.

 Με ανάλογη γλαφυρότητα, που παραπέμπει ευθέως σε ακρίβεια και ρυθμό κινηματογραφικού φακού, ο Dumas εξιστορεί και τη συνέχεια: τη στιχομυθία του Τέλλου με τον Gessler, την καταιγίδα στη λίμνη της Λουκέρνης, την απόδραση από το πλοιάριο και την τραγική κατάληξη του κυβερνήτη. Οι Ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την Ελβετία αποτελούν ένα πρώτο δείγμα αφήγησης μακράς διαρκείας του συγγραφέα. Εκεί μέσα εντοπίζονται, σε πρωτόλεια μορφή, όλα τα διακριτικά γνωρίσματα, τα οποία έμελλαν αργότερα να εμφυσήσουν ζωή στα αριστουργήματά του. Ο όρος “Εντυπώσεις” (“Impressions”) είναι καθόλα εύστοχος. Με τον τρόπο, με τον οποίον αφηγείται και περιγράφει, ο Dumas καθίσταται ένας ιμπρεσιονιστής πριν την ώρα του, προτού ο συγκεκριμένος όρος αποδοθεί αργότερα στους ζωγράφους. Ζωγραφίζει και αυτός, με τον δικό του τρόπο. Από την καταγραφή του τρίμηνου οδοιπορικού στην Ελβετία, το μόνο στοιχείο που απουσιάζει είναι κάποιος οδικός χάρτης, ούτως ώστε το τελικό αποτέλεσμα να καθίσταται ακόμα πιο τρισδιάστατο.

Benjamin Roubaud, Alexandre Dumas, Impressions de voyage en Suisse, καρικατούρα, 1838.

Σήμερα, ο Γουλιέλμος Τέλλος λατρεύεται στη χώρα του ως εθνικός ήρωας. Το μνημείο στην κεντρική πλατεία του Altdorf είναι τόπος λαϊκού προσκυνήματος. Τα ανδραγαθήματά του εξυμνούνται σε αφηγήσεις και τραγούδια, αλλά και συμπεριλαμβάνονται στο πρόγραμμα διδασκαλίας των σχολείων ήδη από τις αρχικές τάξεις. Η μορφή του κοσμεί νομίσματα και γραμματόσημα. Το ότι δεν υπήρξε ιστορικό πρόσωπο ουδόλως προβληματίζει. Όπως και το γεγονός ότι διετέλεσε άξιος διάδοχος και συνεχιστής παλαιοτέρων ηρώων της σκανδιναβικής μυθολογίας (υπάρχουν εξόφθαλμες ομοιότητες με ορισμένα αρχέτυπα) ή του ετέρου δεινού σκοπευτή-τοξότη και υπερασπιστή των κατατρεγμένων, Ρομπέν των Δασών. Μύθοι και θεματολογίες λειτουργούν διαθέτοντας κοινό παρονομαστή και ανταποκρίνονται, ως σημεία αναφοράς, σε διαχρονικές ανθρώπινες ανάγκες.

 

 

 

 

 

 

 

Η γέννηση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας

Η ανάπτυξη της Ελβετίας ως συγχρόνου ομοσπόνδου κράτους, χρονολογείται από το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα (1803-1848). Ωστόσο, στο πλαίσιο της παραπάνω διαδικασίας, αναζητήθηκαν σημεία αναφοράς, ικανά να διευκολύνουν, όπως ήταν αναμενόμενο, τη σφυρηλάτηση μιας ελβετικής εθνικής ταυτότητας. Τα σημεία αυτά, κινούμενα στο μεταίχμιο ανάμεσα στην ιστορική πραγματικότητα και την περιστασιακή παραποίησή της, ανέρχονται στην εποχή της Παλαιάς Ελβετικής Συνομοσπονδίας (Alte Schweizerische Eidgenossenschaft, 1291/1315 – 1516), του όρκου του Rütli και, φυσικά, του μύθου του Γουλιέλμου Τέλλου.

Η Παλαιά Ελβετική Συνομοσπονδία ήταν, στην ουσία, ένας χαλαρός συνασπισμός ανάμεσα στις διάφορες κοινότητες των Κεντρικών Άλπεων, οι οποίες αποτελούσαν, τότε, αναπόσπαστο τμήμα της Αγίας Ρωμαιο-γερμανικής Αυτοκρατορίας. Σκοπός της παραπάνω συσπείρωσης ήταν η εξυπηρέτηση εμπορικής φύσεως, κυρίως, συμφερόντων, μέσω του ελέγχου και της προστασίας των στρατηγικής σημασίας περασμάτων ανάμεσα στους δύσβατους ορεινούς όγκους. Στις αρχές του 14ου αιώνα, οι περιοχές αυτές έχαιραν ενός ειδικού προνομιακού πολιτικού και νομικού καθεστώτος (Reichsfreiheit), βάσει του οποίου υπάγονταν απευθείας στη δικαιοδοσία του ιδίου του αυτοκράτορα, δίχως να είναι υπόλογες έναντι των τοπικών αρχόντων. Το συγκεκριμένο καθεστώς πήγαζε από τη γερμανική φεουδαρχική νομοθεσία του Μεσαίωνα και μπορούσε να επεκταθεί σε πόλεις, επισκοπές, ακόμα και σε μεμονωμένα άτομα, όπως οι αυτοκρατορικοί ιππότες. Ωστόσο, άμεση συνέπεια ήταν η υπαγωγή όσων απολάμβαναν το ιδιαίτερο προνομιακό αυτό καθεστώς στις στρατιωτικές και φορολογικές απαιτήσεις και επιταγές του ηγεμόνα, με άλλα λόγια του αυτοκράτορα. Η σταδιακή αποδυνάμωση της εξουσίας του τελευταίου στις αρχές του 14ου αιώνα, είχε ως αποτέλεσμα πολλοί από από τους δικαιούχους των παραπάνω προνομίων (κοινότητες και άτομα) να οπλιστούν με ενισχυμένα δικαιώματα και αρμοδιότητες, που έως τότε ανήκαν στον αυτοκράτορα, καθώς και με ένα πνεύμα σχετικής αυτονόμησης έναντι της κεντρικής εξουσίας.

Μεταξύ των παραπάνω περιοχών ήταν και τα τρία καντόνια Uri, Schwys και Unterwalden της σημερινής κεντρικής Ελβετίας. Οι εκτιμήσεις ως προς τον ακριβή χρονικό προσδιορισμό της μεταξύ τους συσπείρωσης ποικίλλουν. Οι περισσότερες χώρες επιλέγουν ένα ιστορικό γεγονός, προκειμένου να τιμήσουν τη σφυρηλάτηση της ταυτότητας ή την απόκτηση της ανεξαρτησίας τους. Ως ημέρα μνήμης, στην περίπτωση της Ελβετίας, έχει επιλεγεί η 1η Αυγούστου, η οποία συμβολίζει τον συνασπισμό, το έτος 1291, των τριών παραπάνω καντονίων. Πρόκειται για τη γέννηση της Παλαιάς Ελβετικής Συνομοσπονδίας.

Χάρτης της Παλαιάς Ελβετικής Συνομοσπονδίας (1291/1315 – 1516). Με βαθύ πράσινο χρώμα διακρίνονται στο κέντρο τα τρία ιδρυτικά καντόνια Uri, Schwys και Unterwalden.

Το γραπτό τεκμήριο, το οποίο επισφραγίζει την όλη διαδικασία είναι η λεγομένη Ομόσπονδη Χάρτα (Bundesbrief) του 1291. Ωστόσο, φαίνεται πως δεν επρόκειτο για την πρώτη προσπάθεια του είδους. Στις 20 Νοεμβρίου 1243, είχε προηγηθεί η συνομολόγηση ενός συμφώνου συσπείρωσης ανάμεσα στη Βέρνη και το Φράϊμπουργκ (Freiburg im Uechtland), το οποίο, σε πολλά σημεία διακατέχεται από το ίδιο ακριβώς πνεύμα με εκείνο της μετέπειτα Ομόσπονδης Χάρτας. Προσλαμβάνει, μάλιστα, τη μορφή ανανέωσης παλαιότερου συμφώνου, δίχως αυτό να αναφέρεται. Επειδή δεν έχει επιβιώσει κάποιο γραπτό ίχνος του συμφώνου του 1243, η αναζήτηση σημείου αναφοράς, έχει μοιραία στραφεί προς την κατεύθυνση της Ομόσπονδης Χάρτας. Πρόκειται για ένα κείμενο 469 λέξεων, σε λατινική γλώσσα, ορισμένες εκ των οποίων δεν είναι πλήρεις. Το περιεχόμενο του κειμένου επικεντρώνει στη δέσμευση του καθενός από τα συμβαλλόμενα μέρη να συνδράμει τα υπόλοιπα δύο σε περίπτωση εσωτερικών ή εξωτερικών κινδύνων, ανεξάρτητα από το κόστος σε επίπεδο ανθρωπίνων απωλειών. Το σύμφωνο είχε διαμειφθεί ανάμεσα στους κατοίκους των τριών προαναφερθέντων καντονίων (Homines vallis Uranie universitasque vallis de Switz ac communitas hominum Intramontanorum Vallis Inferioris). Επί χρόνια, οι ιστορικοί ήταν πεπεισμένοι πως το πρωτότυπο αποτελούσε προϊόν του 14ου αιώνα. Ωστόσο, το 1991 η περγαμηνή υπέστη επεξεργασία με χρήση άνθρακα-14. Με γνώμονα το τελικό πόρισμα της έρευνας, η ακριβής χρονολόγηση εκτιμάται μεταξύ των ετών 1252 και 1312, με ποσοστό ακριβείας της τάξεως του 85%. Η πρωτοβουλία να αποτελέσει το ιδρυτικό κείμενο της Ελβετικής Συνομοσπονδίας ανέρχεται στο 1889, ενόψει, τότε, του εορτασμού της συμπλήρωσης 700 ετών από την ίδρυση της Βέρνης και 600 ετών από εκείνη της Συνομοσπονδίας. Η επιλογή της 1ης Αυγούστου ως εθνικής εορτής της χώρας, αν και χρονολογείται ως πρόταση από το 1899, υιοθετήθηκε επίσημα μόλις το 1994.

Η Ομόσπονδη Χάρτα του 1291, Bundesbriefmuseum, Schwyz.

Έως τότε, επικρατέστερη χρονολογία ήταν η 8η Νοεμβρίου 1307, με την ευκαιρία του περίφημου όρκου του Rütli (Rütlischwur) ανάμεσα στα ίδια τρία, πάντοτε, καντόνια. Ο ομώνυμος χώρος ήταν ένα λιβάδι πλησίον της λίμνης της Λουκέρνης. Το συμβάν δεν είναι ιστορικά αποδεδειγμένο (αναφέρεται για πρώτη φορά στην Λευκή Βίβλο του Sarnen με έτος συγγραφής το 1474, η οποία επικαλείται πηγές πέριξ του 1420). Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, τον όρκο έδωσαν τρία άτομα: oι Werner Stauffacher, Walter Fürst και Arnold von Melchtal, εκπρόσωποι, αντίστοιχα, των καντονίων Uri, Schwys και Unterwalden. Πρόκειται για τους θεωρούμενους τρεις πατέρες (Eidgenossen) της Ελβετικής Συνομοσπονδίας. Τον προαύλιο χώρο του Ελβετικού Κοινοβουλίου, στη Βέρνη, κοσμεί, από το 1914, ένα μνημείο του γλύπτη James Vibert, το οποίο απεικονίζει, τιμής ένεκεν, τα τρία παραπάνω πρόσωπα. Μέσα στη δεκαετία του 1470, έκανε την εμφάνισή του ένα πατριωτικό τραγούδι με τίτλο Το τραγούδι του Τέλλου (Tellenlied) ή Το τραγούδι της Συνομοσπονδίας (Bundeslied). Με την ευκαιρία αυτή, βλέπουμε για πρώτη φορά τον μύθο του όρκου του Rütli να συγχωνεύεται με εκείνον του Γουλιέλμου Τέλλου, καθώς ως πρώτος και μοναδικός δώσας τον όρκο (der erste Eydgnoss) εμφανίζεται ο ίδιος ο Τέλλος. Σε μεταγενέστερη εκδοχή του 1512, ο Τέλλος αντικαθιστά τον έναν εκ των τριών πρωταγωνιστών του όρκου του Rütli και συγκεκριμένα τον Walter Fürst. Μέσα στον 17ο αιώνα έκαναν την εμφάνισή τους οι Τρεις Τέλλοι (Drei Tellen), ηγετικές, υποτίθεται, μορφές στο πλαίσιο του επονομαζόμενου Πολέμου των Χωρικών (Schweizer Bauernkrieg), μιας λαϊκής εξέγερσης, η οποία έλαβε χώρα το 1653.

Όπως αναφέρθηκε ήδη, η ιστορικότητα του όρκου του Rütli δεν είναι αποδεδειγμένη. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί ούτε να αποκλειστεί, καθώς η ημερομηνία (8 Νοεμβρίου 1307), την οποία επικαλείται ο Aegidius Tschudi στο Chronicon Helveticum, συνάδει με μια ευρύτερη περίοδο συσπειρώσεων ανάλογης μορφής ανάμεσα στα ελβετικά καντόνια, αρχής γενομένης βέβαια από την Ομόσπονδη Χάρτα του 1291. Σύμφωνα, μάλιστα, με μια πρόσφατη θεωρία του έγκριτου Ελβετού ιστορικού Roger Sablonier (Gründungszeit ohne Eidgenossen: Politik und Gesellschaft in der Innerschweiz um 1300., Baden 2008) η χρονολόγηση της ίδιας της Ομόσπονδης Χάρτας παρουσιάζει ελαφρά απόκλιση και θα έπρεπε να επανατοποθετηθεί περί το έτος 1309, κατά πολύ πλησιέστερο της ημερομηνίας του Tschudi.

Το μνημείο των τριών πατέρων της Ελβετικής Συνομοσπονδίας στον προαύλιο χώρο του Κοινοβουλίου της Βέρνης.

Εν είδει συμπεράσματος, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ενότητα της Ελβετίας ουδέποτε ενσαρκώθηκε από έναν και μοναδικό κυβερνήτη, από σταθερά φυσικά σύνορα, από μια κοινή γλώσσα ή από μια ενιαία και ομοιόμορφη εθνοτική ταυτότητα. Μέσα σε αυτό το ποικίλο και πολυδιάστατο πλαίσιο, αναζητήθηκε το αυτονόητο: η επίκληση της ιστορίας και του μύθου, καθώς όλα τα έθνη δικαιούνται να προστρέξουν σε ιστορικά αφηγήματα προκειμένου να νομιμοποιήσουν και να θεμελιώσουν την ύπαρξή τους, αρκεί να μη λειτουργούν εις βάρος τρίτων. Ο μύθος του Γουλιέλμου Τέλλου είναι αναμφίβολα ένα από τα αφηγήματα αυτά. Μπορεί η ιστορική έρευνα να είναι σε θέση, σήμερα, να αποδείξει μετά βεβαιότητας ότι ο γενναίος σκοπευτής-τοξότης δεν ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Ωστόσο, ο ελβετικός λαός εξακολουθεί να σφυρηλατεί την ενότητα, την εθνική του συνείδηση και τις κοινές του αξίες γύρω από αυτόν τον μύθο, τον οποίο έχει αναβαθμίσει σε κτήμα και κυρίαρχη παράμετρο της δικής του ιστορικής κληρονομιάς.

 

Ο Γιάννης Μουρέλος είναι Ομότιμος Καθηγητής του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας, ΑΠΘ.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Γεώργιος Καλαφίκης: Η ιστορική αναμέτρηση Καρχηδόνας και Συρακουσών με έπαθλο τη Σικελία. Οι τρεις τελευταίοι Σικελικοί Πόλεμοι (345-276 π.Χ.)

Γεώργιος Καλαφίκης

Η ιστορική αναμέτρηση Καρχηδόνας και Συρακουσών με έπαθλο τη Σικελία. Οι τρεις τελευταίοι Σικελικοί Πόλεμοι (345-276 π.Χ.)

 

1. Ο Στ΄ Σικελικός Πόλεμος (345-338 π.Χ.): η ηρωική δράση του Κορίνθιου ευπατρίδη Τιμολέοντα

 

α) Ταραχές στην ελληνική Σικελία (367-345 π.Χ.) – άφιξη και πρώτες επιτυχίες του Τιμολέοντα εναντίον τυράννων και Καρχηδονίων (345-341 π.Χ.)

Ο Έκτος Σικελικός Πόλεμος προκλήθηκε εξαιτίας της αναταραχής και αταξίας στην οποία είχαν περιπέσει οι περισσότερες ελληνικές πόλεις της Σικελίας στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., από το 367 ως το 345 π.Χ. Ο θάνατος του Διονυσίου Α΄, ενός ομολογουμένως κραταιού και ρέκτη, μολονότι απολυταρχικού και αμφιλεγόμενου ηγέτη, οδήγησε σταδιακά σε αποσύνθεση εκείνο το μεγάλο ελληνικό κράτος της Δύσης που είχε εγκαθιδρύσει ο τύραννος με τόσους κόπους και αγώνες στη Μεγάλη Ελλάδα, και το οποίο αναμφίβολα υπήρξε καθαρά προσωπικό του επίτευγμα. Οι διάφοροι διάδοχοι ή σφετεριστές τύραννοι και ηγέτες των Συρακουσών (Διονύσιος Β΄, Δίων, Ικέτας) αποδείχτηκαν κατώτεροι των περιστάσεων. Στις περισσότερες ελληνικές πόλεις της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας (και βεβαίως στις Συρακούσες) σοβούσε πολιτική κρίση και εκδηλώνονταν αιματηρές ταραχές και εμφύλιες συγκρούσεις.

 

Πανοραμική Αεροφωγραφία των Συρακουσών.

Στην ηγέτιδα πόλη-κράτος των Συρακουσών το πολιτικό αδιέξοδο ήταν τόσο επιζήμιο και οι διαμάχες τόσο σφοδρές ώστε πολλοί Συρακούσιοι φυγάδες αιτήθηκαν απεγνωσμένα την αρωγή της μητρόπολης Κορίνθου. Ζήτησαν από τους Κορίνθιους βοήθεια για την εκδίωξη των τυράννων και για την αντιμετώπιση των Καρχηδονίων. Οι τελευταίοι είχαν βρει πάλι την ευκαιρία να επέμβουν στις εσωτερικές υποθέσεις των Σικελιωτών Ελλήνων εξαιτίας του εμφυλίου σπαραγμού, ούτως ώστε να αυξήσουν την επιρροή και την επικράτειά τους στη Σικελία, και ενεπλάκησαν ενεργά στην εμφύλια διένεξη στις Συρακούσες. Εκμεταλλευόμενοι εντέχνως το μείζον πολιτικό σχίσμα στις τάξεις των ίδιων των Συρακούσιων, οι οποίοι είχαν διαιρεθεί σε φράξιες με επικεφαλής τυράννους που αντιμάχονταν αλλήλους intra muros, οι Καρχηδόνιοι υπό τον στρατηγό Μάγωνα στρατοπέδευσαν με στρατό και στόλο στις παρυφές των Συρακουσών, ενώ στρατιωτικά τμήματα έγιναν δεκτά ακόμη και μέσα στην πόλη (345/44 π.Χ.).[1] 

Εντωμεταξύ, οι Κορίνθιοι ανταποκρίθηκαν, όπως εβδομήντα χρόνια παλαιότερα το 415/14 π.Χ., στη συγκεκριμένη έκκληση βοήθειας και αποφάσισαν να αποστείλουν στη Σικελία επικουρική δύναμη. Αρχηγός της αποστολής ορίστηκε ο Τιμολέων, ευπατρίδης Κορίνθιος στρατηγός και πολιτικός άμεμπτου κύρους. Με μια μικρή εκστρατευτική δύναμη, αποτελούμενη από μόλις 10 τριήρεις και 700 μισθοφόρους, έπλευσε το 345/44 π.Χ. στη Σικελία, αποβιβάστηκε στις βορειοανατολικές ακτές της, εγκαταστάθηκε και αξιοποίησε ως βάσεις την Κατάνη και το Ταυρομένιο (Taormina). Από εκεί προωθήθηκε στις Συρακούσες, αφού όμως πρώτα εδραίωσε και ισχυροποίησε τη θέση έναντι των διαφόρων αντιμαχόμενων πλευρών.

Η θετική αύρα που απέπνεε η «ολύμπια» προσωπικότητα του Τιμολέοντα ενέπνευσε τους Σικελιώτες Έλληνες, και ειδικά τους ταλαιπωρημένους από τις χαοτικές εμφύλιες διαμάχες Συρακούσιους, να παύσουν τις έριδες μεταξύ τους και να ομονοήσουν. Ο Τιμολέων κατόρθωσε αφενός να εκδιώξει τους Καρχηδόνιους από τις Συρακούσες, και αφετέρου να ανατρέψει τους δύο αντιπάλους Συρακούσιους τυράννους, Διονύσιο Β΄ και Ικέτα. Το 344/43 π.Χ. οι Καρχηδόνιοι εγκατέλειψαν την πόλη, όταν πια απώλεσαν την ανοχή των Συρακούσιων. Η προοπτική συνέχισης της παρουσίας τους σε ξένο και αναφανδόν εχθρικό έδαφος αποδείχτηκε ουτοπική. Η Καρχηδόνα μόλις είχε χάσει την ευκαιρία να υποτάξει – έστω δια της πλαγίας και εκ των έσω – τις Συρακούσες! Πίσω στην Καρχηδόνα, οι συμπατριώτες του Μάγωνα οργίστηκαν τόσο πολύ από την αποτυχία ώστε τον ώθησαν στην αυτοκτονία, όπως τον Ιμίλκα μισόν αιώνα νωρίτερα, όταν συνετρίβησαν οι δυνάμεις του τελευταίου στη μεγάλη πολιορκία των Συρακουσών.

Ακολούθως, ο Τιμολέων ανέλαβε τη διακυβέρνηση της πόλης μέσα σε κλίμα ανακούφισης και γενικής ευφορίας. Μεταξύ 343-340 π.Χ. επιδόθηκε απερίσπαστος στην αποκατάσταση της σταθερότητας και της δημοκρατίας στις πολύπαθες Συρακούσες και στις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις της Σικελίας. Σε αυτό το πλαίσιο, αντιμετώπισε επιτυχώς και εκδίωξε ορισμένους τυράννους. Παράλληλα, απηύθυνε εκκλήσεις στο πανελλήνιο – οι οποίες βρήκαν άμεση ανταπόκριση – για τον αποικισμό των Συρακουσών και της Σικελίας, επειδή ο τοπικός ελληνικός πληθυσμός είχε μειωθεί σημαντικά. Επίσης, διενέργησε επιδρομές και λεηλασίες εναντίον καρχηδονιακών εδαφών, οι οποίες απέφεραν πολλά λάφυρα. Τέλος, Σικανοί και Σικελοί προσέγγισαν τον Τιμολέοντα με πρόθεση να ενταχθούν στη συμμαχία των Συρακουσών. Ο Ελληνισμός της Σικελίας άρχισε πάλι να ανακάμπτει, να ενισχύεται και να αναπτύσσεται με ρυθμούς ραγδαίους και ανησυχητικούς για την Καρχηδόνα και την ηγεμονική της επιρροή στο νησί.

Giuseppe Patania, Ritratto di Timoleonte.

β) Η μάχη του Κρίμησου ποταμού (340/339 π.Χ.): ο εκπληκτικός, ηρωικός θρίαμβος του Τιμολέοντα εναντίον των Καρχηδονίων εισβολέων

Γι’ αυτό, οι Καρχηδόνιοι διοργάνωσαν άλλη μία μεγάλη εκστρατεία εναντίον των Σικελιωτών Ελλήνων, προκειμένου να αναχαιτίσουν την ενίσχυση των Συρακουσών υπό την ηγεσία του Τιμολέοντα. Το 340/39 π.Χ., πολυάριθμη καρχηδονιακή στρατιά 70.000 έως 80.000 στρατιωτών (70.000 πεζικό, 10.000 ιππικό και πολεμικά άρματα) διαπεραιώθηκε στη Σικελία από έναν στόλο 200 πολεμικών και 1.000 μεταγωγικών πλοίων και αποβιβάστηκε στο ορμητήριο του Λιλύβαιου. Επικεφαλής είχαν οριστεί οι στρατηγοί Ασδρούβας και Αμίλκας.

Ο Τιμολέων είχε, ωστόσο, άλλα σχέδια. Αντί να υπομείνει την εισβολή του εχθρού και την προέλασή του μέχρι την πρωτεύουσα του Ελληνισμού της Σικελίας, προτίμησε – σε αντίθεση με τη συνήθη αντίδραση των Σικελιωτών Ελλήνων σε παλαιότερες ανάλογες περιστάσεις – να εφορμήσει πρώτος εναντίον του εχθρού. Επικεφαλής ενός ολιγάριθμου αλλά ψυχωμένου στρατού 6.000 έως 12.000 ανδρών, ο Τιμολέων προήλασε τάχιστα σε εχθρικά εδάφη στη δυτική Σικελία, προτού ο αντίπαλος προλάβει να κινηθεί αντιθέτως προς την ανατολική Σικελία. Η τόλμη της συγκεκριμένης επιθετικής πρωτοβουλίας, σε συνδυασμό με την ταχύτητα με την οποία εκτελέστηκε από τον Τιμολέοντα, αιφνιδίασε αλλά δεν αποθάρρυνε ούτε πτόησε τους Καρχηδονίους. Ως αντιστάθμισμα, οι τελευταίοι κινητοποίησαν τις πολυπληθείς διαθέσιμες δυνάμεις τους εναντίον της μικρής ελληνικής στρατιάς.

Η μάχη του Κρίμησου ποταμού, χαλκογραφία του Heinrich Leutemann.

Οι δύο αντίπαλοι στρατοί ήρθαν σε επαφή στις όχθες του Κρίμησου ποταμού [μάλλον ο σύγχρονος Fiume Freddo, κοντά στην Έγεστα], η κοίτη του οποίου τους χώριζε. Οι Έλληνες στρατιώτες πήραν αμυντική θέση, ώστε να αποτρέψουν τη διάβαση του ποταμού από τους συντριπτικά υπέρτερους Καρχηδόνιους (τουλάχιστον έξι προς ένα). Το σχέδιο μάχης απέδωσε· οι Καρχηδόνιοι απέτυχαν να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στο ταυτόχρονο εγχείρημα της διάβασης του ποταμού και της ένοπλης εμπλοκής. Οι εισβολείς κάμφθηκαν, διέλυσαν τις γραμμές τους και εγκατέλειψαν πανικόβλητοι το πεδίο της μάχης. Ο θρίαμβος του Τιμολέοντα και των ευάριθμων Ελλήνων μετά από τη σκληρή αναμέτρηση στη Μάχη του Κρίμησου ποταμού ήταν απόλυτος: 10.000 Καρχηδόνιοι και σύμμαχοι κείτονταν νεκροί (ανάμεσά τους 2.500 Καρχηδόνιοι πολίτες/οπλίτες που ανήκαν στον Ιερό Λόχο, το πιο επίλεκτο σύνταγμα βαρέως πεζικού του καρχηδονιακού στρατού), ενώ άλλοι 15.000 παραδόθηκαν και συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Οι τροπαιούχοι Έλληνες έγιναν κάτοχοι τεράστιας ποσότητας λαφύρων σε στρατιωτικό εξοπλισμό και πανοπλίες των ηττημένων αντιπάλων τους, μέρος των οποίων αφιέρωσαν ως ανάθημα στο ιερό τέμενος του Ποσειδώνα στον Ισθμό της Κορίνθου, με την εξής επιγραφή: «Κορίνθιοι καὶ Τιμολέων ὁ στρατηγός, ἐλευθερώσαντες τοὺς Σικελίαν οἰκοῦντας Ἕλληνας ἀπὸ Καρχηδονίων, χαριστήρια θεοῖς ἀνέθηκαν» (Πλούταρχος Τιμολέων 29.6). Επρόκειτο ομολογουμένως για μια αποφασιστική, μολονότι παντελώς ανέλπιστη, νίκη!

 

γ) Τέλος του πολέμου (339/38 π.Χ.) – αποκατάσταση της ειρήνης και της δημοκρατίας στη Σικελία

Ο πόλεμος συνεχίστηκε για λίγο καιρό ακόμη. Ο Τιμολέων απομάκρυνε και εξουδετέρωσε όσους τυράννους κυβερνούσαν ακόμη ελληνικές πόλεις της μεγαλονήσου. Απελευθέρωσε από τους Καρχηδόνιους και ανοικοδόμησε τις κατεστραμμένες πόλεις του Ακράγαντα, της Γέλας και της Καμάρινας, ενώ παράλληλα εγκαθίδρυσε παντού δημοκρατικά πολιτεύματα. Μεταξύ 343-338 π.Χ., πλήθη Ελλήνων αποίκων (περίπου 55.000-60.000 άτομα) συνέρρευσαν στην περιοχή, συνεπαρμένοι από τις υψηλές προσδοκίες και τις ασφαλείς συνθήκες που θεμελίωνε η επιτυχημένη δράση του τροπαιούχου Τιμολέοντα, μιας ηγετικής προσωπικότητας με εντιμότητα και ακεραιότητα, καθώς και ανιδιοτελή διάθεση προσφοράς. Το ανανεωτικό πρόγραμμα της ανοικοδόμησης και του εποικισμού της Σικελίας έδρεπε ήδη σπουδαίους καρπούς.

Τελικά, ο Τιμολέων σύναψε ειρήνη με την Καρχηδόνα το 339/38 π.Χ., βάσει της οποίας επανήλθε το status quo ante: ο ποταμός Αλυκός επανακαθορίστηκε ως βασικό όριο και κύριο σύνορο μεταξύ της καρχηδονιακής επικράτειας στα δυτικά και των ελληνικών εδαφών στα ανατολικά. Επιπλέον, όλες οι ελληνικές πόλεις της Σικελίας καθορίστηκαν ως ελεύθερες και αυτόνομες, ενώ οι Καρχηδόνιοι όφειλαν να διακόψουν την παροχή υποστήριξης στους Σικελιώτες τυράννους.[2] Χάρη στο υπέροχο όραμα και την ακατάβλητη δράση του ενάρετου Κορίνθιου η ειρήνη είχε μόλις επιστρέψει στην ταλαίπωρη Σικελία μαζί με την ελευθερία και τη δημοκρατία.

Jean-Joseph Taillasson , Timoléon à qui les Syracusiens amènent des étrangers, Musée des Beaux-Arts, Tours.

Τα επιτεύγματα του Τιμολέοντα εκείνα τα κρίσιμα χρόνια στάθηκαν μια πραγματική όαση ελπίδας, αφού όχι μόνο επέφεραν την πολυπόθητη καθεστωτική σταθερότητα, αλλά προσέτι κατοχύρωσαν την ασφαλή υπόσταση και μακροημέρευση του Ελληνισμού της Σικελίας. Χάρη στα εγγενή χαρίσματα και στα ηγετικά προσόντα που διέθετε, ο Τιμολέων έδρασε με αποφασιστικότητα και πέτυχε να δώσει λύσεις σε όλα ανεξαιρέτως τα ζητήματα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει. Πρώτον, πολέμησε νικηφόρα εναντίον των Καρχηδονίων, των προαιώνιων εχθρών του Ελληνισμού στη Σικελία, τους αναχαίτισε και τους περιόρισε ξανά στο δυτικό τμήμα του νησιού. Δεύτερον, απέπεμψε τους τυράννους και εγκαθίδρυσε παντού τη δημοκρατία ύστερα από πολλές ταραγμένες δεκαετίες δεσποτισμού και σπαραγμού. Τρίτον, καταπολέμησε την ανομία και την ανασφάλεια, εμπέδωσε τη δικαιοσύνη, αποκατέστησε την τάξη και ασφάλεια, και επανέφερε τις ελληνικές πόλεις της μεγαλονήσου σε τροχιά ευημερίας και ανάπτυξης. Τέλος, ο Τιμολέων δεν διατήρησε τις ανατεθειμένες έκτακτες εξουσίες που εκείνα τα χρόνια διέθετε και ασκούσε λόγω των εξαιρετικά δυσχερών συνθηκών και κρίσιμων περιστάσεων· τουναντίον, απέδωσε εκουσίως την εξουσία στους πολίτες αμέσως μόλις έφερε ευδόκιμα σε πέρας την αποστολή που του είχε ανατεθεί.

 

δ) Απόσυρση του Τιμολέοντα από την ενεργό πολιτική δράση και θάνατος (337/36 π.Χ.)

Στη συνέχεια, ο Τιμολέων αποσύρθηκε για να ζήσει εν ειρήνη τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε κτήμα που του είχε δοθεί τιμής ένεκεν λίγο έξω από τις Συρακούσες. Ο ίδιος απολάμβανε την αγάπη, την εκτίμηση και τον σεβασμό των συμπολιτών του. Ως αντάλλαγμα, συνέχισε να τους παρέχει αφειδώς συμβουλές και τη γνώμη του, όποτε του ζητούνταν, πάντοτε με τη γνώριμη για την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του μετριοπάθεια και πραότητα. Τόση αρετή και ήθος σε έναν ηγέτη δεν έμελλε ποτέ ξανά να αντικρύσουν οι πολύπαθοι και συνήθως τυραννισμένοι – κυριολεκτικά και μεταφορικά – Σικελιώτες Έλληνες!

Για όλους τους παραπάνω λόγους, όταν ο Τιμολέων έφυγε από τη ζωή γύρω στο 337/36 π.Χ., οι συμπατριώτες του τον θρήνησαν ειλικρινά σε μεγαλοπρεπή κηδεία στις Συρακούσες, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό του τον ελευθερωτή και σωτήρα των Σικελιωτών Ελλήνων, όπως χαρακτηριστικά σημειωνόταν σε τιμητικό ψήφισμα που εξέδωσε ο δήμος των Συρακούσιων προς τιμήν του αποθανόντος ήρωα.[3] Διότι, πράγματι, εάν ο τοπικός Ελληνισμός επιβίωσε έως και το τέλος περίπου της βυζαντινής εποχής και του μεσαίωνα, αυτό οφείλεται αναμφίβολα και στη συνεισφορά και συμβολή του ορμώμενου εκ Κορίνθου ευπατρίδη Τιμολέοντα.

Giuseppe Sciuti, I funerali di Timoleonte, 1874, Galleria d’Arte Moderna, Palermo.

Παράλληλα, η νεκρική πυρά του Τιμολέοντα (καθώς και εκείνη του βασιλέα της Μακεδονίας Φιλίππου του Β΄ λίγο αργότερα) τολμούμε να ισχυριστούμε ότι σηματοδοτούσε τη λήξη μιας ένδοξης εποχής για τον Ελληνισμό, καθώς έδυε πλέον η περίοδος της αρχαϊκής και κλασικής αρχαιότητας και ανέτελλε μια ολότελα νέα εποχή· εντελώς σημαδιακά, ο Μέγας Αλέξανδρος ανήλθε σύντομα στον θρόνο της Μακεδονίας και οδήγησε ταχέως τον Ελληνισμό μαζί με την τότε γνωστή οικουμένη στην κοσμοπολίτικη ελληνιστική αρχαιότητα.

 

2. Ο Ζ΄ Σικελικός Πόλεμος (311-306 π.Χ.): ο πόλεμος του τυράννου των Συρακουσών Αγαθοκλή εναντίον της Καρχηδόνας

 

α) Περίγραμμα των ιστορικών εξελίξεων στη Σικελία μεταξύ 336-311 π.Χ.

Όπως θα διαπιστώσουμε σε τούτη την ενότητα, ο Έβδομος Σικελικός Πόλεμος είχε εντυπωσιακές και περιπετειώδεις ανατροπές. Σε κάποια φάση των εχθροπραξιών οι δύο αντίπαλες πόλεις, Καρχηδόνα και Συρακούσες, βρέθηκαν να πολιορκούνται ταυτόχρονα μεταξύ τους! Πώς όμως είχε εξελιχθεί εντωμεταξύ η κατάσταση στη Σικελία έπειτα από τον θάνατο του Τιμολέοντα; Όπως ακριβώς είχε συμβεί πλειστάκις στο παρελθόν, οι ελληνικές πόλεις της Σικελίας βυθίστηκαν εκ νέου στην εσωστρέφεια και την αστάθεια. Οπαδοί των δημοκρατικών και των ολιγαρχικών συγκρούονταν διαρκώς για τη νομή της εξουσίας. Οι πολιτικές αντιπαραθέσεις όξυναν τα πάθη και τις έριδες μεταξύ των πολιτών. Συγχρόνως, διάφοροι τυχοδιώκτες και καιροσκόποι καραδοκούσαν να καταλάβουν πραξικοπηματικά την εξουσία, εγκαθιδρύοντας τις τόσο γνώριμες και συνηθισμένες στον Ελληνισμό της Σικελίας δεσποτικές τυραννίδες.[4]

Αυτή η επαναλαμβανόμενη εξέλιξη συνέβη και στις Συρακούσες, ωσάν οι πολίτες και το ίδιο το πολιτικό σύστημα να είχαν πλέον εθιστεί στις συχνές πολιτικές και πολιτειακές εκτροπές. Από τις ανατρεπτικές διαμάχες μεταξύ ολιγαρχικών και δημοκρατικών αναδείχτηκε μια νέα ηγετική προσωπικότητα, ο Αγαθοκλής, ο οποίος ανήλθε πραξικοπηματικά στην εξουσία το 317/16 π.Χ., εξοντώνοντας και εξορίζοντας εκατοντάδες ολιγαρχικούς μαζί με τις οικογένειές τους. Ο Αγαθοκλής τιτλοφορήθηκε «στρατηγός καί φύλαξ τῆς εἰρήνης» (Διόδωρος 19.5.5), ώστε να διασφαλίσει και να εμπεδώσει τη νεόκοπη και ακόμη ασταθή ηγεσία του έναντι των εξωτερικών εχθρών και των εσωτερικών αντιπάλων αντιστοίχως.[5] Για τρίτη φορά μέσα σε δύο περίπου αιώνες, θα κληθεί να προστατέψει την ασφάλεια των Σικελιωτών Ελλήνων από την απειλή των Καρχηδονίων ένας ακόμη «χαρισματικός» τύραννος, ο Αγαθοκλής (317/16- 289 π.Χ.), όπως προηγουμένως ο Γέλων (491/85-478 π.Χ.) και ο Διονύσιος Α΄ (405-367 π.Χ.).[6]

Τετράδραχμο των Συρακουσών με τη μορφή του Αγαθοκλή (317-289 π.Χ.).

Αρχικά, ο γνωστός μας από τον αμέσως προηγούμενο Έκτο Σικελικό Πόλεμο και τη Μάχη του Κρίμησου Αμίλκας, ως τοποτηρητής της Καρχηδόνας στη Σικελία, ήρθε σε συνεννόηση με τον Αγαθοκλή, τον νέο ηγέτη των Συρακουσών. Οι δύο άντρες συμφώνησαν να μοιράσουν τη Σικελία στις δύο γνώριμες και σχεδόν «καθιερωμένες» ζώνες επικυριαρχίας βάσει του Αλυκού ποταμού ως εκατέρωθεν ορίου. Εντούτοις, και εκείνος ο διαμοιρασμός δεν επρόκειτο να μακροημερεύσει, αφού από διάφορες πλευρές άρχισε γρήγορα να καταστρατηγείται. Πολλοί Συρακούσιοι και Σικελιώτες ολιγαρχικοί δυσανασχέτησαν, διότι θεωρούσαν ότι οι Καρχηδόνιοι είχαν συνδιαλλαγεί επισήμως με έναν κατά τη γνώμη τους δυνάστη και πραξικοπηματία. Από την πλευρά τους, οι ηγέτες της Καρχηδόνας δυσαρεστήθηκαν με τη συγκεκριμένη διπλωματική πρωτοβουλία του τοποτηρητή τους στη Σικελία· κατηγόρησαν, λοιπόν, τον Αμίλκα για μειοδοσία και μάλιστα τον οδήγησαν στον θάνατο κάτω από ύποπτες και μυστηριώδεις συνθήκες.

Τη θρυαλλίδα ενός νέου γύρου πολέμου μεταξύ Συρακουσών και Καρχηδόνας άναψε στο τέλος ο ίδιος ο Αγαθοκλής. Ο νέος τύραννος συνέχισε τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των Συρακούσιων ολιγαρχικών και των πόλεων υποδοχής και δραστηριοποίησής τους, από τη Μεσσήνη και το Ταυρομένιο στον βορρά έως τη Γέλα και τον Ακράγαντα στον νότο. Η επέκταση των πολεμικών ενεργειών του Αγαθοκλή πολύ κοντά στα όρια των καρχηδονιακών κτήσεων στη Σικελία θορύβησε την Καρχηδόνα. Οι Καρχηδόνιοι απέστειλαν ναυτικές και πεζικές στρατιωτικές ενισχύσεις στη Σικελία, ούτως ώστε να ανακόψουν τη δράση του Αγαθοκλή και να ενισχύσουν τις τάξεις των πολιτικών του αντιπάλων σε διάφορες πόλεις. Όπως ήταν αναμενόμενο, η επέμβαση των Καρχηδονίων στη Σικελία θεωρήθηκε από τον Αγαθοκλή ως casus belli (αιτία πολέμου)· έτσι, ξεκίνησε ο Έβδομος Σικελικός Πόλεμος (311 π.Χ.).

Η Σικελία την εποχή του Αγαθοκλή.

β) Η διεξαγωγή του πολέμου: ένας κυκεώνας μαχών, πολιορκιών, συμμαχιών και ανατρεπτικών γεγονότων

Το 311/10 π.Χ., οι δυνάμεις του Αγαθοκλή, παρότι κατώτερες σε αριθμό, συγκρούστηκαν με ισχυρή εχθρική εκστρατευτική δύναμη Καρχηδονίων που διοικούσε ο Καρχηδόνιος στρατηγός Αμίλκας, ο γιος του Γίσκωνα (απλή συνωνυμία με τον προαναφερθέντα και ήδη αποθανόντα Αμίλκα). Οι Καρχηδόνιοι είχαν προωθηθεί στο ακρωτήριο Έκνομον, νοτιοανατολικά του Ακράγαντα, στις εκβολές του ποταμού Νότιου Ιμέρα (Salso ή Imera Meridionale). Η Μάχη του ποταμού Ιμέρα θυμίζει την παλαιότερη διπλή σύγκρουση στα Κάβαλα και στο Κρόνιο που είχε δοθεί λίγο δυτικότερα: ενώ αρχικά ο Αγαθοκλής αναχαίτισε και περιόρισε τους Καρχηδόνιους στο οχυρό τους στρατόπεδο, τελικά οι Καρχηδόνιοι δέχτηκαν ενισχύσεις, διενήργησαν μαζική έφοδο εναντίον των Συρακούσιων, τους κατανίκησαν και τους εξώθησαν σε άτακτη φυγή, αρχικά προς τη Γέλα και ύστερα κακήν κακώς πίσω στις Συρακούσες, τις οποίες οι τροπαιούχοι Καρχηδόνιοι έθεσαν στη συνέχεια υπό πολιορκία.

Ο πανούργος Αγαθοκλής δεν ήταν όμως ένας τυπικός και συνετός αλλά αντιθέτως ένας απρόβλεπτος και ριψοκίνδυνος ηγέτης. Μηχανεύτηκε, λοιπόν, τη μέχρι τότε αδιανόητη υπέρβαση: αντί να στηριχτεί στις ισχυρές οχυρώσεις της πρωτεύουσάς του και να δώσει από τις επάλξεις της τον υπέρ πάντων αγώνα, προτίμησε να διενεργήσει μια ηρωική πλην παράτολμη έξοδο, όχι εναντίον των καρχηδονιακών στρατευμάτων που ήδη πολιορκούσαν τις Συρακούσες αλλά εναντίον της πόλης της Καρχηδόνας. Επέλεξε δηλαδή να πολιορκήσει την πρωτεύουσα των πολιορκητών του, ενόσω οι τελευταίοι πολιορκούσαν τη δική του πρωτεύουσα! Τούτη η αντισυμβατική επιλογή στρατιωτικής τακτικής υπήρξε μια στρατηγική πρωτοβουλία τύπου «think out of the box» (εκτός της πεπατημένης), όπως χαρακτηριστικά περιγράφεται στη σύγχρονη αγγλική γλώσσα.[7]

Καρχηδόνιοι οπλίτες.

Κάτω από συνθήκες άκρας μυστικότητας, το 310 π.Χ. ο Αγαθοκλής απέπλευσε από τις Συρακούσες επικεφαλής στρατού και στόλου. Μετά από δοκιμασίες και περιπέτειες κατά τη θαλάσσια διαδρομή, το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα κατόρθωσε να αποβιβαστεί στην τοποθεσία Λατομίαι, σχετικά κοντά στο ακρωτήριο Μπον της Τυνησίας. Στη συνέχεια, ο Αγαθοκλής διέταξε την πυρπόληση όλων των πλοίων. Εκ πρώτης όψεως έμοιαζε με απέλπιδα κίνηση στρατηγικά, ωστόσο ήταν λογική από τακτικής άποψης, διότι η ανάγκη προστασίας και επάνδρωσης πλοίων έκθετων σε επιθέσεις από τον συντριπτικά ανώτερο καρχηδονιακό στόλο θα κινδύνευε να εξελιχθεί σε μεγάλο βραχνά για τη διεξαγωγή των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην καρδιά της εχθρικής επικράτειας από τον υπόλοιπο στρατό ξηράς των Συρακούσιων.

Τα λατομία (Λατομίαι) El-Haouaria, σημείο απόβασης του Αγαθοκλή στις ακτές της βορείου Αφρικής.

Στη συνέχεια, ο Αγαθοκλής προήλασε τάχιστα προς την Καρχηδόνα, λεηλατώντας στην πορεία του την εύφορη καρχηδονιακή ύπαιθρο και σκορπώντας αρχικά τον πανικό στους αιφνιδιασμένους Καρχηδόνιους. Παρ’ όλα αυτά, οι Καρχηδόνιοι σύντομα συνήλθαν από το σοκ και αποφάσισαν να αντεπιτεθούν με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις τους, τις οποίες εξαπέστειλαν κατά των προελαυνόντων στρατευμάτων του Αγαθοκλή. Στη λεγόμενη Πρώτη Μάχη του Λευκού Τύνητα (σημ. Τύνιδα) στα περίχωρα της Καρχηδόνας, ο καρχηδονιακός στρατός (40.000 πεζοί, 2.000 πολεμικά άρματα και 1.000 ιππείς) υπό τους στρατηγούς Βομίλκα και Άννωνα επιτέθηκε, αλλά συνάντησε σκληρή αντίσταση από το ελληνικό στράτευμα που αριθμούσε μόλις 13.500 μάχιμους άνδρες. Μια πρώτη επίθεση των Καρχηδονίων με εξαπόλυση των πολυάριθμων αρμάτων τους εξουδετερώθηκε από τους οπλίτες του ελληνικού πεζικού. Έπειτα, ολόκληρη η καρχηδονιακή παράταξη δεν άντεξε την αντεπίθεση και τον ωθισμό της αντίπαλης ελληνικής οπλιτικής φάλαγγας, τα άκρα εξαρθρώθηκαν, όλες οι γραμμές κατέρρευσαν, και οι στρατιώτες τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή. Οι ηττημένοι Καρχηδόνιοι οπισθοχώρησαν στην ασφάλεια των τειχών της πρωτεύουσάς τους έχοντας υποστεί σημαντικές (μεταξύ των πεσόντων συγκαταλέχθηκε ο στρατηγός Άννων) αλλά όχι εξουθενωτικές απώλειες.

Πολεμικό άρμα του 4ου αιώνα π.Χ.

Εκείνη την εποχή η οχύρωση της Καρχηδόνας ήταν υποδειγματική, καθώς συνδύαζε την προαιώνια εμπειρία και πανάρχαια παράδοση των Ανατολιτών μπολιασμένη με τις σύγχρονες τότε κατακτήσεις των Ελλήνων στην οχυρωτική τέχνη. Την φοινικική μητρόπολη της Δυτικής Μεσογείου προστάτευαν τρεις παράλληλες σειρές τειχών: η κάθε σειρά ήταν ψηλότερη από την αμέσως προηγούμενη, με εξίσου πυκνή διασπορά πύργων εναλλάξ τοποθετημένων μεταξύ και των τριών οχυρωματικών γραμμών. Έτσι σχηματίζονταν αδιαπέραστες και αλληλοϋποστηριζόμενες γραμμές αμύνης και επάλξεων, από το ύψος των οποίων ο επιτιθέμενος βαλλόταν με διασταυρωμένα πυρά από πολεμικές μηχανές και βλήματα όλων των τύπων και διαμετρημάτων.[8] Μπροστά σε μια τόσο άρτια διαρθρωμένη, πληρέστατη και φονικότατη αμυντική οχυρωματική γραμμή, το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Αγαθοκλής ήταν να εφαρμόσει αποκλεισμό της πόλης ελπίζοντας να προκληθεί έλλειψη εφοδίων και τροφίμων, ούτως ώστε οι Καρχηδόνιοι να εξαναγκαστούν σε συνθηκολόγηση. Αντικειμενικά, η κατάληψη της πόλης εξ εφόδου ήταν αδύνατη για τα δεδομένα και τις δυνατότητες του ελληνικού στρατού εκστρατείας και εισβολής. Ενόσω οι Καρχηδόνιοι παρέμεναν αποκλεισμένοι εντός των τειχών της πρωτεύουσάς τους, ο Αγαθοκλής δεν έμεινε αδρανής, αλλά ξεκίνησε να κυριεύει και να καταλαμβάνει τη μία μετά την άλλη πολλές πόλεις της υπαίθρου, στο σύνολο σχεδόν διακόσιους οικισμούς, συμπεριλαμβανομένης της μεγάλης πόλης Αδρύμητου/Αδρυμητού.

Ανάγλυφο της μάχης των Γαυγαμήλων. Ο Αγαθοκλής επηρεάστηκε από την πρόσφατη ακόμα εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Museo Arqueológico Nacional, Madrid.

Το επόμενο έτος (309/08 π.Χ.) και ενόσω ο Αγαθοκλής είχε θέσει την Καρχηδόνα για πρώτη φορά στην ιστορία της σε αποκλεισμό και πολιορκία, πίσω στη Σικελία ο Καρχηδόνιος στρατηγός Αμίλκας διέταξε αποτυχημένη έφοδο εναντίον των εξίσου απόρθητων οχυρώσεων των Συρακουσών, με επίκεντρο την κατάληψη του εξέχοντος και δαιδαλώδους φρουρίου του Ευρύαλου· εκεί, ο ίδιος συνελήφθη και εκτελέστηκε μετά από άγρια βασανιστήρια από τους έξαλλους Έλληνες. Η πολιορκία των Συρακουσών όμως δεν τερματίστηκε, όπως δεν τελείωσαν τα βάσανα και οι στερήσεις των εγκλωβισμένων πίσω από τα τείχη πολιτών, αμάχων και μαχίμων, εξαιτίας του σκληρού αποκλεισμού που συνέχισαν να υποβάλλουν στους πολιορκημένους Συρακούσιους οι πολιορκητές Καρχηδόνιοι.

Στο μέτωπο της Καρχηδόνας οι πολιορκημένοι Καρχηδόνιοι αντεπιτέθηκαν, αλλά αποκρούστηκαν από τις δυνάμεις του Αγαθοκλή. Οι πολεμικές επιχειρήσεις τόσο των Καρχηδονίων εναντίον των Συρακουσών όσο και των Συρακούσιων εναντίον της Καρχηδόνας είχαν οδηγηθεί σε προφανές αδιέξοδο. Αμφότεροι είχαν εγκλωβιστεί σε υπερβολικά φιλόδοξες στρατιωτικές επιχειρήσεις, καθώς κάθε πλευρά επιχειρούσε ταυτοχρόνως να αλώσει την αντίπαλη πρωτεύουσα!

Το πρωτότυπο στοιχείο του συγκεκριμένου τελματωμένου πολέμου ήταν ότι οι Καρχηδόνιοι στηρίζονταν στη Σικελία από άλλους Έλληνες που αντιμάχονταν την ηγεμονία των Συρακουσών, ενώ οι Συρακούσιοι είχαν συμμαχήσει στην Αφρική με διάφορες τέως υποτελείς αλλά τότε επαναστατημένες κατά της Καρχηδόνας φυλές. Μάλιστα, οι εκατέρωθεν σύμμαχοι Καρχηδονίων και Συρακούσιων αποδείχτηκαν σε αρκετές περιπτώσεις ασταθείς και ευεπίφοροι σε αλλαγή στρατοπέδου ανάλογα με τη μεταβολή στην έκβαση των πολεμικών επιχειρήσεων υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς. Επομένως, επρόκειτο για έναν χαοτικό πόλεμο, αφού ενίοτε φαινόταν σαν όλοι να πολεμούν εναντίον όλων.

Το 308/07 π.Χ. ο δαιμόνιος και ραδιούργος Αγαθοκλής παρέσυρε τον Οφέλλα, Μακεδόνα δυνάστη της Κυρηναϊκής, να έρθει προς υποστήριξή του στην Καρχηδόνα. Εντούτοις, αφού πρώτα δολοφόνησε τον Οφέλλα με ύπουλο τέχνασμα, στη συνέχεια προσεταιρίστηκε τα στρατεύματά του (10.000 πεζούς, 600 ιππείς και 300 αρματηλάτες με 100 πολεμικά άρματα), και τους χιλιάδες άλλους Έλληνες αμάχους με τις οικογένειές τους, που είχαν ακολουθήσει τον τυχοδιώκτη Μακεδόνα επειδή είχαν οσμιστεί ενδεχόμενη κατάκτηση και αποικισμό νέων εύφορων εδαφών. Ο Αγαθοκλής τούς εκμεταλλεύτηκε κατά το δοκούν: οι μάχιμοι πύκνωσαν τις τάξεις του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στη Βόρεια Αφρική, ενώ οι άμαχοι απεστάλησαν να εποικίσουν τις Συρακούσες και τη Σικελία.

Την ίδια στιγμή, εντός της πολιορκημένης Καρχηδόνας συνέβη απόπειρα πραξικοπήματος και καθεστωτικής εκτροπής εξαιτίας των δυσμενών συνθηκών και της παράτασης του πολέμου. Ο προαναφερθείς στρατηγός Βομίλκας επιχείρησε να εκμεταλλευθεί προς όφελος του την αγωνία και αγανάκτηση των Καρχηδονίων για την έκβαση του πολέμου, ώστε να εγκαθιδρύσει προσωπική τυραννίδα. Ατύχησε όμως και εκτελέστηκε μαζί με πολυάριθμους οπαδούς του.

Από την πλευρά του, ο Αγαθοκλής απέτυχε να εκμεταλλευτεί εγκαίρως την εμφύλια σύγκρουση των Καρχηδονίων και στράφηκε εναντίον δύο μεγάλων φοινικικών πόλεων βορείως της Καρχηδόνας. Πολιόρκησε, κυρίεψε και λεηλάτησε την Ιτύκη και την Ίππου Άκρα (ή Ιππώνα Διάρρυτο, σημ. Bizerta), και κυριάρχησε σε ολόκληρη την καρχηδονιακή ενδοχώρα, έχοντας μάλιστα συμμαχήσει με ιθαγενείς, τους οποίους έστρεψε εναντίον των Φοινίκων επικυρίαρχων. Τότε στράφηκε ξανά εναντίον της Καρχηδόνας περισφίγγοντας ακόμη περισσότερο τον πολιορκητικό κλοιό (307/06 π.Χ.).

Μπιζέρτα, η είσοδος του λιμανιού.

Ενώ, λοιπόν, ο Αγαθοκλής φάνηκε πως πλησίαζε στο να επιτύχει τη συνθηκολόγηση και παράδοση της Καρχηδόνας, συνέβη ακόμη μία από εκείνες τις τόσο συχνές μεταβολές της Τύχης στους Σικελικούς Πολέμους. Διότι τότε ακριβώς, οι μεγαλύτερες ελληνικές πόλεις της Σικελίας συμμάχησαν και στράφηκαν εναντίον των Συρακουσών με επικεφαλής συντονιστή τον Συρακούσιο αριστοκράτη Δεινοκράτη, πολιτικό αντίπαλο του Αγαθοκλή. Ανάστατος, ο Αγαθοκλής εναπόθεσε στον γιο του Αρχάγαθο τη διοίκηση του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος της Βόρειας Αφρικής· ο ίδιος έσπευσε πίσω στη Σικελία επικεφαλής επίλεκτης δύναμης και κατόρθωσε στο διάβα του να διασκορπίσει την εναντίον του τοπική αντίσταση. Όταν οι Καρχηδόνιοι πληροφορήθηκαν την αποχώρηση του τυράννου, έσπευσαν να εκμεταλλευτούν τις περιστάσεις και αντεπιτέθηκαν μαζικά αποστέλλοντας τρεις στρατιές εναντίον των Ελλήνων, τους οποίους συνέτριψαν, επανακτώντας έτσι το σύνολο σχεδόν των εδαφών που είχαν χάσει και λύοντας παράλληλα την πολιορκία της πρωτεύουσάς τους. Ο Αρχάγαθος, απελπισμένος από την εξέλιξη των επιχειρήσεων, εκλιπάρησε τον πατέρα του να επανέλθει στη Βόρεια Αφρική, ώστε να αναλάβει τα ηνία του εκεί πολέμου.

Πράγματι, ο πανούργος Αγαθοκλής, αφού πρώτα πέτυχε με κόπους να αποκαταστήσει την ηγεμονία του στη Σικελία, στη συνέχεια αποβιβάστηκε πάλι στις ακτές της Βόρειας Αφρικής το 307 π.Χ. επικεφαλής ισχυρών ενισχύσεων Ελλήνων και διαφόρων βαρβάρων συμμάχων (στο σύνολο 22.000 πεζοί, 1.500 ιππείς και 6.000 λιβυκά άρματα), και κατόπιν προήλασε μέχρι τα περίχωρα της Καρχηδόνας. Ωστόσο, στη Δεύτερη Mάχη του Λευκού Τύνητα, που ακολούθησε, συνέβησαν τα εξής τραγελαφικά: οι Καρχηδόνιοι απέκρουσαν επιτυχώς τους Έλληνες, αλλά κατά τη διάρκεια των ξέφρενων και μεθυστικών επινίκιων εορτασμών έπιασε φωτιά το στρατόπεδό τους. Μέσα στον πανικό της πυρκαγιάς, οι στρατιώτες του καρχηδονιακού στρατού συγκρούστηκαν κατά λάθος μεταξύ τους και υποχώρησαν πανικόβλητοι πίσω στην Καρχηδόνα! Οι δε Έλληνες πανικοβλήθηκαν εξίσου και υποχώρησαν, όταν εξέλαβαν κατά λάθος την άφιξη φίλιων συμμαχικών δυνάμεων ως εχθρική επίθεση! Οι απώλειες στις τάξεις των τελευταίων ήταν τόσο μεγάλες, ώστε o Αγαθοκλής αποχώρησε ηττημένος και οριστικά από τη Βόρεια Αφρική μαζί με τα υπολείμματα των στρατευμάτων του, έχοντας συνάμα απωλέσει δύο γιους, τον Αρχάγαθο και τον Ηρακλείδη.

Χάρτης της αφρικανικής εκστρατείας του Αγαθοκλή.

γ) Τέλος του πολέμου και ειρήνη (306/05 π.Χ.) – γεγονότα μέχρι τον θάνατο του Αγαθοκλή (289 π.Χ.)

Επιστρέφοντας στη Σικελία, ο Αγαθοκλής εκπόρθησε και κατέστρεψε συθέμελα την Έγεστα, «σπάζοντας» έτσι ένα προαιώνιο και συχνά προκλητικό «απόστημα» κατά των Συρακουσών. Ακολούθως, συνομολόγησε ειρήνη με τους Καρχηδόνιους, βάσει της οποίας η Καρχηδόνα επανακτούσε τον έλεγχο της δυτικής Σικελίας. Όπως άλλοτε στο παρελθόν, επανήλθε το γνώριμο status quo ante bellum στην πολύπαθη Σικελία. Το 306/05 π.Χ., ο περιπετειώδης και γεμάτος ανατροπές Έβδομος Σικελικός Πόλεμος έληξε άδοξα και χωρίς ξεκάθαρο τελικό νικητή.

Πίσω στις Συρακούσες, ο Αγαθοκλής αναγορεύθηκε «βασιλεύς» κατά το πρότυπο των υπολοίπων μοναρχών της ελληνιστικής Ανατολής και παράλληλα επέτυχε να ομονοήσει με τον Δεινοκράτη, τον κυριότερο πολιτικό του αντίπαλο στη μεγαλόνησο, αφού πρώτα τον νίκησε σε μάχη το 305/04 π.Χ. Έτσι, έληξε η μεταξύ τους αντιπαράθεση, που είχε οδηγήσει τους Σικελιώτες Έλληνες σε διαρκή εμφύλιο σπαραγμό. Επίσης, ο Αγαθοκλής ενσωμάτωσε στο ελληνικό βασίλειο της Σικελίας την Καλαβρία έως το ύψος του Κρότωνα. Παρ’ όλα αυτά, όπως ακριβώς είχε συμβεί προηγουμένως με το κράτος του τυράννου Διονυσίου Α΄, ο θάνατος του Αγαθοκλή το 289 π.Χ. οδήγησε παρομοίως σε κατάρρευση και εκείνο το ενιαίο αλλά προσωποπαγές ελληνικό κράτος, αφήνοντας καίριο κενό ισχύος το οποίο έσπευσαν να εκμεταλλευτούν ένας συνήθης και ένας ασυνήθης ύποπτος: αναφερόμαστε αντιστοίχως στην Καρχηδόνα και στη Ρώμη.[9]

 

Μαυσωλείο του Αγαθοκλή, Συρακούσες

 

3. Ο Η΄ Σικελικός Πόλεμος (278-276 π.Χ.): η αποτυχημένη εκστρατεία του Ηπειρώτη βασιλιά Πύρρου στη Σικελία εναντίον των Καρχηδονίων

Ύστερα από τον θάνατο του Αγαθοκλή η ισχύς των Συρακουσών παρήκμασε γρήγορα. Το ελληνικό βασίλειο που είχε δημιουργήσει με τόσο μόχθο αποσυντέθηκε μαζί με τον ιδρυτή του εις τα εξ ων συνετέθη. Για πολλοστή φορά η Καρχηδόνα έσπευσε να εκμεταλλευτεί το προκληθέν κενό ισχύος. Την επόμενη δεκαετία, οι Καρχηδόνιοι κατόρθωσαν να θέσουν εκ νέου υπό την επιρροή και κυριαρχία τους το μεγαλύτερο τμήμα της Σικελίας, συμπεριλαμβανομένων των κυριότερων ελληνικών πόλεων και των άλλων εδαφών πλην της επικράτειας των Συρακουσών στα νοτιοανατολικά. Ακόμη και στις Συρακούσες είχαν εγκατασταθεί φιλοκαρχηδόνιοι ηγέτες. Απεγνωσμένοι, οι Έλληνες της Σικελίας είδαν στο πρόσωπο του βασιλέα της Ηπείρου Πύρρου, που ήδη πολεμούσε στην Κάτω Ιταλία εναντίον των Ρωμαίων κατόπιν προηγούμενης έκκλησης των Ταραντίνων, έναν από μηχανής θεό που θα τους λύτρωνε από την απειλή των Καρχηδονίων. Προσκάλεσαν λοιπόν τον Ηπειρώτη βασιλιά στη Σικελία, προκειμένου να αντιμετωπίσει τους Καρχηδονίους. Ο Πύρρος, ευρισκόμενος τότε σε τέλμα, καθώς είχε αποτύχει να οδηγήσει διαμέσου πολεμικών επιχειρήσεων τους Ρωμαίους σε συνθηκολόγηση, αποδέχτηκε την πρόσκληση των Σικελιωτών Ελλήνων να ηγηθεί της προσπάθειας για την αποτίναξη του καρχηδονιακού ζυγού και την απαλλαγή της Σικελίας από την κυριαρχική επιρροή των Καρχηδονίων.

Την περίοδο που κατήλθε στη Σικελία ο Πύρρος η κατάσταση δεν μπορούσε να είναι χειρότερη: η ηγέτιδα πόλη των Συρακουσών ήταν διαιρεμένη μεταξύ δύο τυραννίσκων, Θοίνωνα και Σωσίστρατου (ή Σώστρατου), που αντιμάχονταν αλλήλους κυριολεκτικά μέσα στον οικιστικό ιστό, όπως περίπου συνέβαινε παλαιότερα πριν από τη σωτήρια έλευση του Τιμολέοντα.[10] Επιπλέον, οι Καρχηδόνιοι έθεσαν ξανά τις Συρακούσες σε στενή πολιορκία (278 π.Χ.) έχοντας βάσιμες προσδοκίες ότι επιτέλους θα υπέτασσαν τον βασικό γεωπολιτικό τους αντίπαλο στη Δυτική Μεσόγειο. Ωστόσο, και μόνον η φήμη της προσεχούς άφιξης του Ηπειρώτη βασιλιά μαζί με τον εμπειροπόλεμο στρατό του κατατρόμαξε τους πολιορκητές Καρχηδόνιους, μολονότι υπερτερούσαν σημαντικά σε αριθμούς στρατιωτών (50.000) και πολεμικών πλοίων (100). Έτσι έλυσαν άδοξα την πολιορκία των Συρακουσών.

Ο Πύρρος εισήλθε χωρίς μάχη ως ελευθερωτής στις Συρακούσες το 278/77 π.Χ. Ανέλαβε την αρχηγία και διοίκηση όλων των διαθέσιμων ελληνικών δυνάμεων για τη διεξαγωγή του Όγδοου (συνολικά) Σικελικού Πολέμου. Έπειτα εισέβαλε στα καρχηδονιακά εδάφη της δυτικής Σικελίας με 30.000 πεζούς, 1.500 έως 2.500 ιππείς, πολεμικούς ελέφαντες, πλήθος πολεμικών και πολιορκητικών μηχανών και πάνω από 200 πολεμικά πλοία. Κατέλαβε τάχιστα ολόκληρη την καρχηδονιακή επικράτεια στη Σικελία και περιόρισε τους Καρχηδόνιους μόνο στην κατοχή του Λιλυβαίου. Τη δεδομένη στιγμή ο Πύρρος είχε αποκτήσει τον πλήρη σχεδόν έλεγχο της Σικελίας.

Μετώπη του τέλους του 3ου-αρχών 2ου αιώνα με απεικόνιση του Πύρρου. Βρέθηκε στον τάφο 1 της Via Umbria, στον Τάραντα.

Ακολούθως, ο καθ’ έξη ανυπόμονος Πύρρος αποπειράθηκε να αλώσει το ισχυρότατο (σε οχύρωση, επάνδρωση, προμήθειες και δυνατότητα ανεφοδιασμού) Λιλύβαιο. Απέτυχε όμως, και παραιτήθηκε από το εγχείρημα λύοντας την πολιορκία του. Επέστρεψε άπρακτος στις Συρακούσες, όπου σύντομα ήρθε αντιμέτωπος με τη δυσαρέσκεια και απαρέσκεια των Συρακούσιων και των Σικελιωτών Ελλήνων. Υποχρεώθηκε, λοιπόν, να εγκαταλείψει τον πόλεμο εναντίον των Καρχηδονίων και την ίδια τη Σικελία. Το 276 π.Χ. πέρασε το Στενό της Μεσσήνης και επέστρεψε στην Κάτω Ιταλία, ώστε να συνεχίσει τον αποτυχημένο πόλεμο εναντίον των Ρωμαίων.[11] Η οριστική ταφόπλακα των κατακτητικών οραματισμών του Πύρρου στη Δύση έληξε το 275 π.Χ. με την ήττα της μακεδονικής του φάλαγγας από τις ρωμαϊκές λεγεώνες στη Μάχη του Βενεβέντου, την πρώτη μιας σειράς κομβικών αναμετρήσεων, κατά τις οποίες οι μακεδονικού τύπου φάλαγγες διαφόρων ελληνιστικών κρατών θα ηττηθούν από τις λεγεώνες της νέας και ανερχόμενης μεσογειακής υπερδύναμης, της Ρώμης.

 

4. Η διαμάχη μεταξύ Καρχηδόνας και Συρακουσών: αγώνας για την εξουθένωση ή για την εξολόθρευση εκάστου αντιπάλου;

Ύστερα από την παρουσίαση και ανάλυση σε τετραλογία των αλλεπάλληλων πολέμων και μαχών μεταξύ Καρχηδονίων και Συρακούσιων, εντός ενός χρονικού διαστήματος που εκτείνεται σε πάνω από διακόσια χρόνια και διατρέχει τρεις περιόδους της αρχαίας ελληνικής ιστορίας (αρχαϊκή, κλασική και ελληνιστική εποχή), προκύπτουν αβίαστα μία διαπίστωση και ένα ζήτημα. Πρώτον, σε καθαρά τακτικό επίπεδο, οι συχνές πολεμικές αναμετρήσεις μεταξύ Καρχηδονίων και Συρακούσιων επέφεραν μία έμμεση επίπτωση: συγκεκριμένα, προσέφεραν τη βάση για τη σταδιακή ώσμωση μιας κοινής πολεμικής κουλτούρας στη Δυτική Μεσόγειο. Αυτή η κοινή πολεμική κουλτούρα, όπως διαμορφώθηκε κατά τους Σικελικούς Πολέμους, περιλάμβανε παρόμοια σύνθεση δυνάμεων, παραπλήσιες τακτικές και παρεμφερή εξοπλισμό μεταξύ των αντιπάλων στρατών που εμπλέκονταν κατά περίπτωση στη διενέργειά τους.[12] Δεύτερον, ξεπροβάλλει μια απορία στρατηγικών διαστάσεων: τελικά, σε τι ακριβώς αποσκοπούσαν οι δύο αντίπαλες πόλεις-κράτη της Καρχηδόνας και των Συρακουσών με τη διενέργεια των Σικελικών Πολέμων; Μήπως οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές επεδίωκαν την ολοκληρωτική ήττα και την άνευ όρων συνθηκολόγηση του εχθρού, στόχος που για την Καρχηδόνα ισοδυναμούσε τουλάχιστον με την υποταγή των Συρακουσών και των υπολοίπων πόλεων-κρατών των Σικελιωτών Ελλήνων, ή αντιθέτως για τις Συρακούσες με την ολοσχερή εκδίωξη των Καρχηδονίων από τη Σικελία; Ή μήπως οι επιθυμητοί αντικειμενικοί σκοποί της κάθε πλευράς ήταν πιο μετριοπαθείς; Δηλαδή, η ηγεμονική επικυριαρχία πάνω στις διάφορες ελληνικές και φοινικικές πόλεις-κράτη καθώς και επί των άλλων τριών εθνών της Σικελίας (Σικελών, Σικανών και Ελύμων), στόχος που ήταν δυνατό να επιτευχθεί χωρίς μαξιμαλιστικές επιδιώξεις μέσω ολοκληρωτικού πολέμου για εξουδετέρωση και εκμηδένιση του αντιπάλου;

Από τη διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων και το διαρκές εκκρεμές των μεταξύ τους συρράξεων, θεωρούμε πως αναδεικνύεται ότι, κατά την περίοδο που μας ενδιαφέρει και εξετάζουμε, ούτε η Καρχηδόνα επεδίωξε πραγματικά με όλες της τις δυνάμεις την ολοκληρωτική καταστροφή των Συρακουσών, πολύ δε περισσότερο, ούτε οι Συρακούσες επεδίωξαν το αντίστροφο. Ως μοναδικές εξαιρέσεις, που επιβεβαιώνουν όμως τον γενικό κανόνα των μεταξύ τους εχθροπραξιών, μπορούμε να προσδιορίσουμε αφενός τις στενές πολιορκίες των Συρακουσών το 396/95 π.Χ. και το 278 π.Χ., και αφετέρου την αντίστοιχη χαλαρή πολιορκία της Καρχηδόνας το 310-307 π.Χ. Εάν, ωστόσο, οι δύο πρώτες επιχειρήσεις πιθανώς στόχευαν στην υποταγή ή υποδούλωση των Συρακούσιων (μολονότι θεωρούμε ως πιο πιθανό σενάριο την υποτέλεια των Συρακουσών στην Καρχηδόνα και την εξουδετέρωσή της ως μεγάλης δύναμης και αντιπάλου δέους στη Σικελία), το δεύτερο εγχείρημα μάλλον απέβλεπε πρωτίστως στην αποφόρτιση και άρση της καρχηδονιακής πίεσης επί των Συρακουσών και μόνο δευτερευόντως σε ενδεχόμενη και ευκταία συνθηκολόγηση αλλά όχι στην εξολόθρευση των Καρχηδονίων. Κατά τα άλλα, οι δύο δυνάμεις συνήθως αποσκοπούσαν να πλήττουν περιφερειακά η μία την άλλη στα εδάφη και στις θάλασσες της Σικελίας, επεκτείνοντας ή υπερασπιζόμενες έτσι τις αντίστοιχες σφαίρες επιρροής και τις ζώνες κυριαρχίας τους στη μεγαλόνησο, τις επονομαζόμενες και περιγραφόμενες σε πηγές ως «επικράτειες».

 

Ιστορικός βιντεο-χάρτης της αρχαίας Σικελίας

 

Επομένως, οι πολιτικο-στρατιωτικές ηγεσίες της Καρχηδόνας και των Συρακουσών ούτε διαμόρφωσαν τη θεωρητική υποδομή ούτε εξαπέλυσαν στην πράξη ολοκληρωτικό πόλεμο με τελικό στόχο τον εκατέρωθεν αφανισμό. Οι μεταξύ τους συγκρούσεις διέπονταν συνήθως από τη «στρατηγική της εξουθένωσης» και όχι «της εκμηδένισης» του αντιπάλου.[13] Μόνον οι αρχαίοι Ρωμαίοι επιχείρησαν, επιδεικνύοντας απαράμιλλη μέθοδο και συστηματική σταθερότητα, και υλοποίησαν, με ιώβειο ενίοτε υπομονή και σε βάθος χρόνου, το στρατηγικό δόγμα της εκμηδένισης των εχθρών τους μέσω εξαπόλυσης ολοκληρωτικών πολέμων εναντίον τους. Τοιουτοτρόπως, νίκησαν και υπέταξαν τους εκάστοτε αντιπάλους γύρω από τη Μεσόγειο, ενσωματώνοντας σταδιακά στην οικουμενική τους αυτοκρατορία πλήθος λαών και κρατών σε Ευρώπη, Εγγύς Ανατολή και Βόρεια Αφρική.

 

5. Επιγραμματικά, συνολικά συμπεράσματα

 Τελικά, έπειτα από δύο ολόκληρους αιώνες σφοδρής αντιπαράθεσης και αλλεπάλληλων αιματηρών πολεμικών αναμετρήσεων με άφθονες και ενίοτε δραματικές διακυμάνσεις, που έμειναν γνωστές στην Ιστορία ως Σικελικοί Πόλεμοι, ειδικά οι Συρακούσες είχαν εξαντληθεί. Η ηγεμονική ισχύς των Συρακούσιων στη Σικελία είχε τρωθεί σημαντικά εξαιτίας των επαναλαμβανόμενων συρράξεων και συγκρούσεων με τους επίμονους Καρχηδόνιους. Οι Συρακούσες μαζί με τον υπόλοιπο Ελληνισμό της Σικελίας είχαν περιέλθει σε εμφανή πολιτικο-στρατιωτική αδυναμία, παρότι διατηρούσαν σαφώς την πολιτιστική, ακόμη και δημογραφική τοπικά, υπεροχή. Βέβαια, αξίζει να συνεκτιμηθεί στην εξίσωση ότι η πολιτική παρακμή και πτώση του Ελληνισμού συνολικά στη Δύση συνέπεσε χρονικά με το τεράστιο επεκτατικό άλμα των αρχαίων Ελλήνων υπό την ηγεσία των ομοεθνών Μακεδόνων προς την Ανατολή, το οποίο απορρόφησε σχεδόν ολοκληρωτικά κάθε ικμάδα δύναμης και ισχύος του Ελληνισμού, όπως και κάθε δημιουργικό κεφάλαιο: πολιτικό, στρατιωτικό, δημογραφικό, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό κ.ο.κ.

Όσον αφορά την Καρχηδόνα, εκείνη μετρούσε περισσότερες στρατιωτικές επιτυχίες στις εχθροπραξίες εναντίον των Συρακουσών.[14] Προς το τέλος αυτής της μακρόχρονης σειράς πολέμων η ηγεμονία των Συρακουσών είχε συμπιεστεί προς τις νότιες και ανατολικές ακτές, ενώ αντιθέτως η επικράτεια των Καρχηδονίων είχε επεκταθεί στο υπόλοιπο και μεγαλύτερο τμήμα της Σικελίας, στα δυτικά, κεντρικά και βόρεια. Παράλληλα, η Καρχηδόνα είχε εξαπλώσει την επικυριαρχία της ευρύτερα στα νησιά της Δυτικής Μεσογείου, ενώ αντιθέτως οι Συρακούσες είχαν περιοριστεί στην κυριαρχία μόνο της νοτιοανατολικής Σικελίας.[15] Ταυτοχρόνως, ο πανίσχυρος καρχηδονιακός πολεμικός στόλος είχε απομείνει σχεδόν χωρίς αντίπαλο και διαφέντευε τη θαλάσσια λεκάνη της Δυτικής Μεσογείου. Ο σωρευτικός γεωστρατηγικός και γεωπολιτικός αντίκτυπος των οκτώ Σικελικών Πολέμων ευνοούσε πλέον φανερά την Καρχηδόνα. Επομένως, η Καρχηδόνα φάνηκε προς στιγμήν ότι θα επικρατούσε … ωστόσο την ίδια στιγμή η Ρώμη καραδοκούσε …!

Οι επικράτειες Καρχηδόνας, Ρώμης και Συρακουσών το 264 π.Χ.

 

Ο Γεώργιος Καλαφίκης είναι διδάκτορας Βυζαντινής Ιστορίας, φιλόλογος Δ.Ε. στο Μουσικό Σχολείο Θεσσαλονίκης, επιστημονικός συνεργάτης αποσπασμένος στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Πηγές-βοηθήματα για τα γεγονότα μεταξύ 367-345 π.Χ.: Διόδωρος 5-7.1, 16.9-20. – Cornelius Nepos Dion. – Πλούταρχος Δίων, Δίωνος και Βρούτου σύγκρισις. – Πολύαινος Στρατ. 5.2.7-8, 5.4. – Justinus 21. – Κων. Πορφ. de virt. et vit. 1.241.33- 1.242.23 [§ 139 (: Διόδωρος 16.5.1), 140 (: Διόδωρος 16.11.12), 141-142 (: Διόδωρος 16.17.5)]. – Κων. Πορφ. de sententiis 320.22-321.21 (§ 172-173). ‖ Warmington 1960: 97-100. – Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 128-135. – Wilcken 1976: 263. – Betts 1980: 45 κ.ε. – Caven 1990: 216-221. – Benjamin 2006: 75-76. – Μοράκης 2006: 232- 237. – Dummett 2010: 57-61. – Lee 2010: 138-162. – Champion 2012: 20-73. – Αρεταίος 2015: 91-103. – Evans 2016: 166-188. – Δρόκαλος 2017: 130-134, 143, 147- 148. – Dudziński 2019: 195-196. – Hoyos 2019: 93-95.

[2] Πηγές-βοηθήματα για τη δράση του Τιμολέοντα: Τίμαιος 3b [: Πλούταρχος Τιμολέων 10.6], F.118.1 [: Πλούταρχος Quaest. Conv. 5.3.2 (676D)], F.119a (: Πολύβιος 12.23), F.119b (: Πλούταρχος Τιμολέων 36). – Πολύβιος 12.23, 12.25k2, 12.26a. – Διόδωρος 16.65-84, 90.1 [πρβ. Κων. Πορφ. de sententiis 324.19-325.3 (§ 183)]. – Cornelius Nepos Timoleon. – Πλούταρχος Τιμολέων, Τιμολέοντος και Παύλου Αιμιλίου σύγκρισις. – Πολύαινος Στρατ. 5.12. – Κων. Πορφ. de virt. et vit. 2.133.9-25 (§ 42). – Κων. Πορφ. de sententiis 159.17-160.6 (§ 84). ‖ Jurien de La Gravière 1887: 226-229. – Warmington 1960: 100-104. – Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 137-141. – Wilcken 1976: 264. – Lloyd 1977: 85-87. – Rainey 2004: 217, 258-260. – Benjamin 2006: 76-87. – Μοράκης 2006: 238-240. – Παλαιοθόδωρος 2006: 349-351. – Dummett 2010: 61-78. – Prag 2010: 63-64. – Miles 2011: 56. – Champion 2012: 74-114. – Αρεταίος 2015: 103-114. – Sulosky Weaver 2015: 57-58. – De Angelis 2016: 122-124, 129-132, 217-219. – DeSantis 2016: 52. – Δρόκαλος 2017: 133-143. – Hoyos 2019: 95-116. – Hoyos 2021: 58-59.

[3] Διόδωρος 16.90.1 [πρβ. Κων. Πορφ. de sententiis 19-325.3 (§ 183)]: «ὁ δᾶμος τῶν Συρακοσίων Τιμολέοντα Τιμαινέτου υἱόν…τιμᾶσθαι…εἰς τόν ἅπαντα χρόνον…ὅτι τούς τυράννους καταλύσας καί τούς βαρβάρους καταπολεμήσας καί τάς μεγίστας τῶν Ἑλληνίδων πόλεων ἀνοικίσας αἴτιος ἐγενήθη τᾶς ἐλευθερίας τοῖς Σικελιώταις».

[4] Wilcken 1976: 264.

[5] Tokarczuk 2012.

[6] Δρόκαλος: 2017: 148.

[7] CHGRW 2007: 371.

[8] Lloyd 1977: 21-26. – Hoyos 2019: 31-32.

[9] Πηγές-βοηθήματα για τη δράση του Αγαθοκλή: Διόδωρος 19.1-9, 19.70-72.1 και 102-104, 19.106-110, 20.3-18, 20.29.2-20.34, 20.38-20.44.7, 20.54-72, 20.77-79 και 89- 90, 21.2-4, 8 και 15-17. – Τίμαιος F.120 (: Διόδωρος 20.79.5), F.121 (: Διόδωρος 20.89.4), F.123a (: Διόδωρος 21.16.5), F.124b (: Πολύβιος 12.15), F.124d (: Διόδωρος 21.17). – Frontinus Strat. 1.12.9 (πρβ. Διόδωρος 20.5.5. – Justinus 22.6.1-5). – Πολύαινος Στρατ. 5.3, 5.41. – Justinus 22, 23.1-2. – Κων. Πορφ. de virt. et vit. 1.247.25- 1.248.12 [§ 166 (: Διόδωρος 19.1.6)-167 (: Διόδωρος 19.3.2)], 1.254.19-1.255.17 [§ 191 (: Διόδωρος 21.17.1)], 2.131.22-2.132.23 (§ 41). – Κων. Πορφ. de sententiis 172.29- 173.7 (§ 172-173), 338.23-343.2 (§ 225-231). ‖ Jurien de La Gravière 1887: 245-287. – Warmington 1960: 105-113. – Χατζόπουλος 1973: 324-351. – Wilcken 1976: 362. – Lloyd 1977: 87-88. – Betts 1980: 45 κ.ε. – Rainey 2004: 217, 219, 260-261. – Benjamin 2006: 78-81. – Παλαιοθόδωρος 2006: 352-359. – Evans 2009: 97-100. – Dummett 2010: 66-69. – Prag 2010: 64-65 (όψεις αντικαρχηδονιακής προπαγάνδας επί Αγαθοκλή). – Miles 2011: 58-61. – Thatcher 2011: 254-258. – Champion 2012: 115-182, 197-211. – Steinby 2014: 51-52. – De Vido 2015. – DeSantis 2016: 52-53. – Δρόκαλος 2017: 148-195. – Bearzot 2018. – Hoyos 2019: 117-147. – Hoyos 2021: 59-61.

[10] Διόδωρος 7.2-3, 6. – Πολύαινος Στρατ. 5.37.

[11] Πηγές-βοηθήματα για τα γεγονότα μεταξύ 289-276 π.Χ. και την «πύρρειο» εκστρατεία στη Σικελία: Διόδωρος 21.18, 22.8 και 10. – Διονύσιος Αλικαρνασσεύς Ρωμ. Αρχαιολ. 8. – Πλούταρχος Πύρρος 22-23 (καθώς αναχωρούσε από τη Σικελία, ο Πύρρος σχολίασε διορατικά: «οἵαν ἀπολείπομεν ὦ φίλοι Καρχηδονίοις καὶ Ῥωμαίοις παλαίστραν», δηλαδή ότι άφηναν στρατηγικό κενό, και τη Σικελία ως κονίστρα κυριαρχικού ανταγωνισμού μεταξύ Καρχηδονίων και Ρωμαίων). – Justinus 22.3. ‖ Χατζόπουλος 1973: 362-364. – Wilcken 1976: 363-364. – Lloyd 1977: 88-89. – Benjamin 2006: 82-84. – Παλαιοθόδωρος 2006: 361-362. – Zambon 2008: 15-176. – Dummett 2010: 69-71. – Prag 2010: 65-66 (όψεις αντικαρχηδονιακής προπαγάνδας επί Πύρρου). – Miles 2011: 63-64. – Thatcher 2011: 264-279. – Champion 2012: 212-236. – Steinby 2014: 58-60. – DeSantis 2016: 54. – Γρηγορόπουλος 2016: 93-103. – Δρόκαλος 2017: 200-212. – Hoyos 2019: 149-156. – Hoyos 2021: 61-63.

[12] Lumsden 2016: 123-128. – Wrightson 2019: 115, 130 σημ. 99, 212-213 σημ. 3. Ενδεικτική για τη γεωγραφική ετερογένεια των μαχητών και πολεμιστών, συχνά μισθοφόρων, που συμμετείχαν (και θανατώνονταν) στους αλλεπάλληλους πολέμους μεταξύ Καρχηδονίων και Συρακούσιων στη Σικελία υπήρξε η ανεύρεση οκτώ ομαδικών τάφων που περιείχαν τα λείψανα συνολικά 132 πεσόντων ανδρών στην περιοχή της αρχαίας Ιμέρας. Η ανθρωπολογική εξέταση μέσω ισοτοπικής ανάλυσης σε δεκάδες σορούς των επτά τάφων που χρονολογήθηκαν στην πρώτη Μάχη της Ιμέρας (480 π.Χ.) αποκάλυψε ότι οι νεκροί κατάγονταν και προέρχονταν από διάφορες περιοχές της Μεσογείου, ακόμη και του Ευξείνου Πόντου. Βλ. Reinberger κ.ά. 2021.

[13] Για αυτές τις δύο βασικές επιλογές υψηλής στρατηγικής: Πλατιάς 1999: 80-81, 191-206. Ανάλυση και αξιολόγηση των διαχρονικών στρατηγικών στόχων της Καρχηδόνας στη Σικελία: Rainey 2004: 251-263.

[14] Sulosky Weaver 2015: 62-63 (υπολογίζεται ότι μεταξύ 330-210 π.Χ. οι κατοικημένοι οικισμοί στη Σικελία ελαττώθηκαν περίπου κατά το ήμισυ, ενδεικτικό της μετατροπής της μεγαλονήσου σε πεδίο μαχών και καταστρεπτικών πολέμων). – Γρηγορόπουλος 2017: 62-65. – Hoyos 2019: 156-158.

[15] Πρβ. τη συμπερασματική ανάλυση του Σ. Δρόκαλου (2017: 213-222 και ειδικά 217-222), ο οποίος συγκρίνει την εξέλιξη των σχέσεων και της ισορροπίας ισχύος μεταξύ Συρακουσών και Καρχηδόνας σε συνάρτηση με τη σταδιακή ισχυροποίηση της Ρώμης, που συνέβη μάλλον ανεπαίσθητα και στη σκιά των αλλεπάλληλων και παρατεταμένων συγκρούσεων μεταξύ Καρχηδόνας και Συρακουσών.

 

ΠΗΓΕΣ

Cornelius Nepos On Great Generals. On Historians, ed.-transl. J.C. Rolfe, [Loeb 467] Cambridge MA 1929, Dion: σ. 108-125, Timoleon: σ. 238-245

Diodorus Siculus Library of History, vol. VII: Books XV.20-XVI.65, vol. VIII: Books XVI.66-XVII, vol. IX: Books XVIII-XIX.65, vol. X: Books XIX.66-XX, vol. XI: Books 21-32, eds.-transl. Ch.L. Sherman, C. Bradford Welles, R.M. Geer, F.R. Walton, [Loeb 389, 422, 377, 390, 423] London/Cambridge MA 1952, 1963, 1947, 1954, 1957

Dionysius of Halicarnassus Roman Antiquities, Volume VII: Books 11-20, ed.-transl. E. Cary, [Loeb 388] Cambridge MA 1950

Excerpta historica iussu imp. Constantini Porphyrogeniti confecta, vol. 2: excerpta de virtutibus et vitiis, pts. 1-2, eds. T. Büttner-Wobst/A.G. Roos, Berlin 1906, 1910

Excerpta historica iussu imp. Constantini Porphyrogeniti confecta, vol. 4: excerpta de sententiis, ed. U.P. Boissevain, Berlin 1906

Frontinus The Stratagems and Aqueducts of Rome, ed.-transl. C.E. Bennett, [Loeb 174] London/New York 1925

Justin Abrégé des Histoires Philippiques de Trogue Pompée. Tome II. Livres XI-XXIII, eds. B. Mineo/G. Zecchini, [CUF. Série latine 418] Paris 2020

Plutarch’s Lives, ed.-transl. B. Perrin, Vol. VI, [Loeb 98] Cambridge MA 1918, Dion: σ. 1-124, Comparison of Dion and Brutus: σ. 248-258, Timoleon: σ. 259-356, Comparison of Timoleon and Aemilius Paulus: σ. 458-466. Vol. IX, [Loeb 101] Cambridge MA 1920, Pyrrhus: σ. 345-464

Plutarch’s Moralia vol. VIII: Table-Talk, Books 1-6, ed.-transl. P.A. Clement/H.B. Hoffleit, [Loeb 424] Cambridge MA/London 1969, Table-Talk (Quaestiones Convivales) Book 5, σ. 371-449

Polyaeni Strategematon Libri VIII, edd. E. Woelfflin/J. Melber, [Teubner] Stuttgart 21970

Polybius The Histories, vol. IV: Books IX-XV, ed.-transl. W.R. Paton, [Loeb 159] London/New York 1925

Timaios von Tauromenion, F. Jacoby (ed.), Die Fragmente der Griechischer Historiker (FrGrHist) III.B 566, Leiden 1964, σ. 581-658

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αρεταίος, Λ. 2015. «Δίων – Τιμολέων (367 – 338 π.Χ.). Οι σωτήρες των Συρακουσών», στο: Μάχες της Αρχαιότητας Τόμος 2, εκδ. Β. Καμπάνης, [Στρατιωτική Ιστορία] Αθήνα, σ. 91-114

Bearzot, C. 2018. «Polybius and the Tyrants of Syracuse», στο: N. Miltsios/M. Tamiolaki (eds.), Polybius and His Legacy, [Trends in Classics – Supplementary Volumes, vol. 60] Berlin/Boston, σ. 43-54

Benjamin, S. 2006. Sicily. Three Thousand Years of Human History, Hanover NH

Betts, D.J. 1980. ‘Stasis’, Political Change and Political Subversion in Syracuse, 415- 305 B.C., MA thesis, University of Tasmania, Hobart

Caven, B. 1990. Dionysius I War-Lord of Sicily, New Haven/London

Champion, J. 2012. The Tyrants of Syracuse: War in Ancient Sicily, Vol. II: 367–211 BC, [Pen & Sword Military] Barnsley

Χατζόπουλος, Μ. (συν. Κολιόπουλος, Ι.) 1972. «Σικελία και Κάτω Ιταλία (413 – 330 π.Χ.)», στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Ι.Ε.Ε.), τ. Γ2: Κλασσικός Ελληνισμός, Αθήνα, σ. 98-144

Χατζόπουλος, Μ. 1973. «Η Σικελία και η Κάτω Ιταλία (330 – 275 π.Χ.)», στο: Ι.Ε.Ε., τ. Δ2: Μέγας Αλέξανδρος Ελληνιστικοί Χρόνοι, Αθήνα, σ. 322-367

CHGRW I 2007 = Ph. Sabin/H. van Wees/M. Whitby (eds.). The Cambridge History of Greek and Roman Warfare, Vol. I: Greece, the Hellenistic world and the rise of Rome, Cambridge

De Angelis, F. 2016. Archaic and Classical Greek Sicily. A Social and Economic History, [Greeks Overseas] Oxford

DeSantis, M.G. 2016. Rome seizes the Trident. The Defeat of Carthaginian Sea Power and the Forging of the Roman Empire, [Pen & Sword Military] Barnsley

De Vido, S. 2015. «Il re Agatocle nello spazio ionico: prospettive e modelli», στο: C. Antonetti/E. Cavalli (eds.), Prospettive Corciresi, [Diabaseis 5] Pisa, σ. 169-190

Δρόκαλος, Σ.Φ. 2017. Έλληνες εναντίον Καρχηδονίων. Η αδυσώπητη σύγκρουση για κυριαρχία στη δυτική Μεσόγειο (8ος-3ος αι. π.Χ.), [Μονογραφίες της «Στρατιωτικής Ιστορίας» 76] Αθήνα

Dudziński, Α. 2019. «The Treaty of 376/5 BC – A New Interpretation», Historia 68/2, σ. 188-199

Dummett, J. 2010. Syracuse City of Legends. A Glory of Sicily, London/New York

Evans, R. 2009. Syracuse in Antiquity. History and Topography, Pretoria

Evans, R. 2016. Ancient Syracuse. From Foundation to Fourth Century Collapse, London/New York

Γρηγορόπουλος, Κ. 2016. «Τάραντας (5ος-3ος αι. π.Χ.). Ο πρόμαχος της Μεγάλης Ελλάδας», στο: Μάχες της Αρχαιότητας Τόμος 4, εκδ. Β. Καμπάνης, [Στρατιωτική Ιστορία] Αθήνα, σ. 75-104

Γρηγορόπουλος, Κ. 2017. «Ο στρατός της Καρχηδόνας (5ος-3ος αι. π.Χ.). Ο χερσαίος βραχίονας μιας ναυτικής δύναμης», στο: Μάχες της Αρχαιότητας Τόμος 5, εκδ. Β. Καμπάνης, [Στρατιωτική Ιστορία] Αθήνα, σ. 61-90

Hoyos, D. 2019. Carthage’s Other Wars. Carthaginian Warfare Outside the ‘Punic Wars’ Against Rome, [Pen & Sword Military] Barnsley

Hoyos, D. 2021. Carthage. A Biography, [Cities of the Ancient World] London/New York

Jurien de La Gravière, E. 1887. La Marine des Anciens, 2ème Partie: La Revanche des Perses. Les Tyrans de Syracuse, Paris

Lee, J.W.I. 2010. «Urban Warfare in the Classical Greek World», στο: V. Davis Hanson (ed.), Makers of Ancient Strategy. From the Persian Wars to the Fall of Rome, Princeton/London, σ. 138-162

Lloyd, A. 1977. Destroy Carthage! The Death Throes of an Ancient Culture, London

Lumsden, A. R. 2016. Ante bella punica: Western Mediterranean Military Development 350-264 BC, MA thesis, University of Auckland NZ

Miles, R. 2011. Carthage Must Be Destroyed. The Rise and Fall of an Ancient Mediterranean Civilization, New York

Μοράκης, Α. 2006. «Έλληνες της Δύσης», στο: Ιστορία των Ελλήνων τόμος 3: Κλασικοί Χρόνοι, Αθήνα, σ. 202-241

Παλαιοθόδωρος, Δ. 2006. «Ελληνιστική περίοδος στη Δύση», στο: Ιστορία των Ελλήνων τόμος 4: Ελληνιστικοί Χρόνοι, Αθήνα, σ. 344-383

Πλατιάς, Α. 1999. Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγική στον Θουκυδίδη, [Σειρά Πολιτική & Ιστορία 40] Αθήνα

Prag, J. 2010. «Tyrannizing Sicily: The Despots who cried ‘Carthage!’», στο: A.J. Turner/J.H.K.O. Chong-Gossard/F.J. Vervaet (eds.), Private and Public Lies: The Discourse of Despotism and Deceit in the Graeco-Roman World, [Impact of Empire vol. 11] Leiden, σ. 51-71

Rainey, S. 2004. The Nature of Carthaginian Imperial Activity: Trade, Settlement, Conquest, and Rule, PhD thesis, University of Canterbury

Reinberger, K.L./Reitsema, L.J./Kyle, B./Vassallo, St./Kamenov, G./Krigbaum, J. 2021. «Isotopic evidence for geographic heterogeneity in Ancient Greek military forces», PLOS One (May 12, 2021): https://journals.plos.org/plosone/article? id=10.1371/journal.pone.0248803https://doi.org/10.1371/journal.pone.0248803

Steinby, Chr. 2014. Rome versus Carthage. The War at Sea, [Pen & Sword Maritime] Barnsley

Sulosky Weaver, C.L. 2015. The Bioarchaeology of Classical Kamarina. Life and Death in Greek Sicily, [Bioarchaeological Interpretations of the Human Past: Local, Regional, and Global Perspectives] Gainesville FL

Thatcher, M.R. 2011. A Variable Tapestry: Identity and Politics in Greek Sicily and Southern Italy, PhD thesis, Brown University, Providence RI

Tokarczuk, R. 2012. «Internal Politics in Syracuse, 330–317 BC», Electrum 19, σ. 149-156

Warmington, B.H. 1960. Carthage, London

Wilcken, U. 1976. Αρχαία Ελληνική Ιστορία, μτφ. Ι. Τουλουμάκος, Αθήνα

Wrightson, G. 2019. Combined Arms Warfare in Ancient Greece. From Homer to Alexander the Great and his Successors, [Routledge Monographs in Classical Studies] London/New York

Zambon, E. 2008. Tradition and Innovation: Sicily between Hellenism and Rome, [Historia Eizelschriften 205] Stuttgart

 

Γεώργιος Καλαφίκης: Η ιστορική αναμέτρηση Καρχηδόνας και Συρακουσών με έπαθλο τη Σικελία. Οι καρχηδονιακοί πόλεμοι του Συρακούσιου τυράννου Διονυσίου Α΄ (398-367 π.Χ.)

Γεώργιος Καλαφίκης

Η ιστορική αναμέτρηση Καρχηδόνας και Συρακουσών με έπαθλο τη Σικελία.

Οι καρχηδονιακοί πόλεμοι του Συρακούσιου τυράννου Διονυσίου Α΄ (398-367 π.Χ.)

 

Εισαγωγικό περίγραμμα

Σε δύο προηγούμενα άρθρα είχαμε ήδη ασχοληθεί με τη διαμάχη και σύγκρουση Καρχηδόνας και Συρακουσών για τα πρωτεία και την υπεροχή στην αρχαία Σικελία. Συγκεκριμένα, έχουμε αφηγηθεί τη διεξαγωγή και αναλύσει τα αποτελέσματα των δύο πρώτων Σικελικών Πολέμων το 480 π.Χ. και 409-405/04 π.Χ. αντίστοιχα.[1] Σε άλλα δύο συνεχόμενα άρθρα αφενός θα εξιστορήσουμε τους τρεις καρχηδονιακούς πολέμους του Συρακούσιου τυράννου Διονυσίου Α΄, και αφετέρου θα περιγράψουμε τις τρεις επόμενες συγκρούσεις των Συρακούσιων υπό τους Τιμολέοντα, Αγαθοκλή και Πύρρο με τους Καρχηδόνιους. Συνολικά, θα παρουσιάσουμε έξι Σικελικούς Πολέμους, που ξέσπασαν μέσα σε έναν και πλέον αιώνα (περίπου 120 χρόνια) από το 398 π.Χ. έως το 276 π.Χ. Η εξιστόρηση των ιστορικών γεγονότων πλαισιώνεται από την αξιολόγηση και ερμηνεία των κύριων συνεπειών τους, που ακολουθούν στο τέλος κάθε άρθρου.

Χάρτης της Μεγάλης Ελλάδας (Magna Grecia).

1. Ο Γ΄ Σικελικός Πόλεμος (398-391 π.Χ.): η μεγάλη αντεπίθεση των Συρακουσών εναντίον της Καρχηδόνας

 

α) Η μεθοδική προετοιμασία του τυράννου Διονυσίου Α΄ για τον πόλεμο

Η στρατηγική συμπίεση που άσκησαν προηγουμένως στον Δεύτερο Σικελικό Πόλεμο οι Καρχηδόνιοι εναντίον των Συρακούσιων, παραδόξως διευκόλυνε τη μελλοντική στρατηγική εξάπλωση των τελευταίων προς δυσμάς. Εκείνα τα τελευταία ειρηνικά χρόνια του 5ου αιώνα π.Χ. ο τύραννος της πόλης Διονύσιος εκμεταλλεύτηκε την κατάπαυση των εχθροπραξιών, ώστε να σταθεροποιήσει την απόλυτη εξουσία του και να προετοιμάσει μεθοδικά την αντεπίθεση εναντίον της υπερεκτεταμένης ζώνης κυριαρχίας και επικυριαρχίας της Καρχηδόνας στη Σικελία. Καταρχάς, αυτοανακηρύχθηκε ισόβιος κυβερνήτης των Συρακουσών· χωρίς να καταργήσει την εκκλησία του δήμου, θεσμοθέτησε για τον εαυτό του, τους απογόνους και διαδόχους του το αξίωμα του δια βίου άρχοντα. Επιπλέον, ανέλαβε πρωτοβουλίες στο πλαίσιο μιας πολιτικής που στόχευε στη μελλοντική επέκταση του σικελικού κράτους των Συρακουσών προς την Κάτω Ιταλία και στην εγκαθίδρυση μιας νέας ηγεμονικής δυναστείας (Διόδωρος 14.40, 44).

Παράλληλα, ο τύραννος Διονύσιος αξιοποίησε δημιουργικά το ανθρώπινο δυναμικό και τους πόρους που είχαν συσσωρευτεί στην πόλη τα προηγούμενα έτη. Τότε, ένας οικοδομικός και κατασκευαστικός πυρετός συνεπήρε τις Συρακούσες. Ο Διονύσιος οχύρωσε μεθοδικά την πόλη, δίνοντας τον τόνο με το προσωπικό του παράδειγμα συμμετέχοντας ενεργά στις επίπονες και επίμοχθες οικοδομικές εργασίες. Ύψωσε τείχη και ασφάλισε ολόκληρη την περίμετρο του εκτεταμένου υψιπέδου των Επιπολών που δέσποζε πάνω από τις Συρακούσες, εκεί όπου Συρακούσιοι και Αθηναίοι έδωσαν σκληρό αγώνα επικράτησης κατά τη διάρκεια της Σικελικής Εκστρατείας (415-413 π.Χ.). Στη δυτική άκρη των Επιπολών, έχτισε το δεσπόζον κάστρο του Ευρύαλου. Επρόκειτο για οχυρό εντυπωσιακό, επιβλητικό και πανίσχυρο, ιδιαίτερα επιμελημένο όσον αφορά τον σχεδιασμό, χάρη στην ενσωμάτωση καινούργιων τεχνικών κατά την κατασκευή του, και τις αμυντικές δυνατότητες, λόγω της φέρουσας ικανότητας για παροχή αυτοδύναμης και πολύπλευρης αμυντικής κάλυψης. Αντικειμενικά, ο Ευρύαλος ήταν ένα οχυρότατο φρούριο που παρέπεμπε σε πολύ μεταγενέστερες μεσαιωνικές και αναγεννησιακές οχυρώσεις, συνοψίζοντας, ένα αριστούργημα της αρχαίας οχυρωματικής τέχνης.

 

Ευρύαλος, αναπαράσταση του αρχαίου φρουρίου

 

Η περιτειχισμένη έκταση των Συρακουσών εξαπλώθηκε σε μήκος περίπου είκοσι οκτώ (28) χιλιομέτρων. Η καινούργια, εκτεταμένη και εξελιγμένου τύπου οχύρωση προσέφερε το απαραίτητο αμυντικό βάθος, κάλυπτε αμυντικά όλες ανεξαιρέτως τις κατοικημένες συνοικίες της πόλης και προστάτευε το σύνολο του πληθυσμού. Έκτοτε, και για δύο περίπου αιώνες, οι Συρακούσες ασφαλίστηκαν με τα ισχυρότερα τείχη του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Ο πειρασμός του συνειρμού για έναν Βυζαντινολόγο όπως τον γράφοντα είναι μεγάλος: από άποψη λειτουργικής τοπογραφίας, οι Συρακούσες μπορούν να συγκριθούν με την Κωνσταντινούπολη, την πρωτεύουσα του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους που σταδιακά μετεξελίχθηκε στην εξελληνισμένη χριστιανική Ρωμανία (ευρέως γνωστή σήμερα ως Βυζάντιο/Βυζαντινή αυτοκρατορία). Μια αντιπαραβολή στις τοπογραφικές αναπαραστάσεις των δύο ελληνικών μεγαλουπόλεων της αρχαιότητας και του μεσαίωνα τείνει να επιβεβαιώσει την αντιστοιχία.

Οι αρχαίες Συρακούσες.
Η βυζαντινή Κωνσταντινούπολη.

Αφού, λοιπόν, πρώτα κατοχύρωσε ακλόνητα την εξουσία του και οχύρωσε με απόρθητα τείχη τις Συρακούσες, στη συνέχεια ο Διονύσιος στράφηκε στη συστηματική προετοιμασία της μεγάλης αντεπίθεσης εναντίον των Καρχηδονίων, για την οποία οι Σικελιώτες Έλληνες αδημονούσαν. Συγκέντρωσε, λοιπόν, επιστήμονες, μηχανικούς, τεχνίτες και οπλοποιούς και τους παρώθησε να συνεργαστούν για την επινόηση και κατασκευή καινούργιων οπλικών συστημάτων. Στις Συρακούσες των αρχών του 4ου αιώνα π.Χ. συντελέστηκε μια εκρηκτική άνθηση στη βαλλιστική επιστήμη. Τότε κατασκευάστηκαν τα πρώτα τηλεβόλα του Δυτικού Κόσμου και Πολιτισμού (τῆλε + βάλλω = γενική σημασία: χτυπώ/ρίχνω μακριά· τεχνική σημασία: εκτελώ βολή σε μακρινή απόσταση): ήταν οι οξυβελείς (με βέλη) και λιθοβόλοι (με πέτρες) καταπέλτες, οι οποίοι θα κυριαρχήσουν στα πεδία μαχών και ειδικά στις πολιορκίες διαμέσου αλλεπάλληλων τροποποιήσεων και διαρκών βελτιώσεων για τα επόμενα 2.000 περίπου χρόνια.

 

Αρχαία ελληνικά τηλεβόλα όπλα

 

Παράλληλα, την ίδια εποχή, στις Συρακούσες βελτιώθηκαν, επινοήθηκαν και κατασκευάστηκαν εξελιγμένα και μεγαλύτερα πολεμικά πλοία, που βασίζονταν στην ήδη δοκιμασμένη και αποδοτική κλάση των τριήρεων. Ήταν οι περίφημες τετρήρεις και πεντήρεις. Κατά την Ελληνιστική Περίοδο (323-30 π.Χ.), οι τετρήρεις και ειδικά οι πεντήρεις μεσουράνησαν στον ναυτικό πόλεμο στα ύδατα της Μεσογείου, μαζί με τις ακόμη μεγαλύτερες εξήρεις, επτήρεις, οκτήρεις, δεκήρεις, εκκαιδεκήρεις και τις λοιπές πολυήρεις. Οι τελευταίες κλάσεις αποτελούσαν τροποποιημένα, βελτιωμένα και βαρύτερα σχέδια των τετρήρεων και των πεντήρεων.

Το συγκεκριμένο στρατιωτικό εξοπλιστικό πρόγραμμα ολοκληρώθηκε με την κατασκευή πανοπλιών για το πεζικό και το ιππικό. Τέλος, πολλές χιλιάδες πολίτες, Συρακούσιοι και Σικελιώτες (δηλαδή ελληνικής καταγωγής ή/και ελληνίζοντες κάτοικοι της Σικελίας), καθώς και άλλοι Έλληνες και βάρβαροι μισθοφόροι, ιδίως από την ιταλική χερσόνησο, κατετάγησαν και πύκνωσαν τις τάξεις των στρατευμάτων του Διονύσιου.[2]

Τοιουτοτρόπως, ο πολυμήχανος Διονύσιος και οι Συρακούσιοι επεδίωξαν να αφομοιώσουν ορθολογικά τα διδάγματα από τον τύπο πολέμου που είχαν επιβάλει οι Καρχηδόνιοι εναντίον τους, δηλαδή είτε τις ανελέητες πολιορκίες πόλεων είτε τη συγκρότηση ισχυρών πολεμικών στόλων για την αποστολή και υποστήριξη πολυάριθμων εκστρατευτικών δυνάμεων. Με άλλα λόγια, ικανοποίησαν απτές και δεδομένες στρατηγικές και τακτικές ανάγκες καλύπτοντας αντίστοιχα κενά στη στρατιωτική τους οργάνωση. Απώτερος αντικειμενικός σκοπός ήταν η αποτελεσματική αντιμετώπιση και αποφασιστική υπερκέραση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων των Καρχηδονίων τόσο στις πολιορκητικές επιχειρήσεις όσο και στον ναυτικό πόλεμο.[3] Η προς πόλεμο προπαρασκευή του Διονυσίου οφείλουμε να παραδεχτούμε πως υπήρξε άρτια: αφενός «θωράκισε» την πρωτεύουσά του, ώστε να εξασφαλίσει τις Συρακούσες από το απευκταίο ενδεχόμενο της εκπόρθησης από τους έμπειρους και σκληροτράχηλους Καρχηδονίους, και αφετέρου εξόπλισε τις ένοπλες δυνάμεις του, στρατό ξηράς και πολεμικό ναυτικό, με υπερσύγχρονα για την εποχή όπλα και τις επάνδρωσε με πλήθος στρατιωτών. Πράγματι, τα αποτελέσματα εκείνης της μεθοδικής προετοιμασίας δεν άργησαν να καταπλήξουν τον εχθρό και να στεφτούν με τις δάφνες της νίκης.

 

β) Κήρυξη του πολέμου (398/97 π.Χ.) – εκπόρθηση και ισοπέδωση της Μοτύης (397/96 π.Χ.)

Κατόπιν τούτων, χάρη στην πρότερη εντατική προετοιμασία και με την εξουσία του ασφαλώς εδραιωμένη, ο Διονύσιος καλλιέργησε εντέχνως το άσβεστο μίσος των Ελλήνων κατά των Καρχηδονίων. Οι μνήμες της κτηνώδους καταστροφής που επέφεραν στον Ελληνισμό της Σικελίας οι καρχηδονιακές επιθέσεις κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Σικελικού Πολέμου (409-405/04 π.Χ.) ήταν ακόμη πολύ νωπές. Αθρόες σφαγές Καρχηδονίων και άλλων Φοινίκων αόπλων και ανυπεράσπιστων αμάχων συνέβησαν τότε παντού στη Σικελία από έξαλλους Έλληνες (Διόδωρος 14.45-46). Αυτή η σαφώς υποκινημένη φονική θηριωδία έχει παραλληλιστεί και παρομοιαστεί με τον πολύ μεταγενέστερο «Σικελικό Εσπερινό» το 1282, δηλαδή με τη μαζική σφαγή των Φράγκων (Γάλλων) κυριάρχων από τους εξεγερμένους γηγενείς Σικελούς.[4]

Τελικά, το 398/97 π.Χ. ο Διονύσιος ανακοίνωσε στους εμβρόντητους Καρχηδόνιους ότι θα αγωνιζόταν για την απελευθέρωση των Ελλήνων της Σικελίας από τον εχθρικό ζυγό. Αμέσως μετά κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Καρχηδόνας και λίγο αργότερα εισέβαλε στην καρχηδονιακή επικράτεια της Σικελίας επικεφαλής του μεγαλύτερου και ισχυρότερου ελληνικού στρατού εκστρατείας που είχε ποτέ συγκεντρωθεί ύστερα από τη Μάχη των Πλαταιών το 479 π.Χ. Στην πορεία συσπειρώθηκαν στις τάξεις του ευμεγέθους εκστρατευτικού σώματος των Συρακούσιων χιλιάδες Έλληνες από τις υποτελείς στους Καρχηδόνιους πόλεις-κράτη της Σικελίας. Συγκεκριμένα, παραδίδεται συνολική δύναμη 83.000 ανδρών (3.000 ιππείς, 80.000 πεζοί και βοηθητικοί), που πλαισιώνονταν υποστηρικτικά από εκατοντάδες πολιορκητικές μηχανές, 200 πολεμικά πλοία και 500 άλλα μεταγωγικά σκάφη. Αντικειμενικός σκοπός ήταν η Πολιορκία και Άλωση της Μοτύης, του οχυρότερου τότε προγεφυρώματος των Καρχηδονίων στη Σικελία (Διόδωρος 14.46-47).

Αεροφωτογραφία της Μοτύης.

Η φοινικική αποικία της Μοτύης (Mozia) βρισκόταν σε ένα μικρό νησί στο δυτικό άκρο της Σικελίας, περιτριγυρισμένο από λιμνοθάλασσα που δημιουργεί έναν εξαιρετικά προσήνεμο όρμο για τον ελλιμενισμό και τη ναυσιπλοΐα. Ουσιαστικά επρόκειτο για μικρογραφία της Καρχηδόνας. Η πόλη-νήσος ήταν βαρύτατα οχυρωμένη και διέθετε επίσης έναν μικρό κωδωνόσχημο πολεμικό λιμένα, υπό κλίμακα αντίγραφο του αντίστοιχου περίφημου «Κώθωνα» της Καρχηδόνας. Μάλιστα, οι Καρχηδόνιοι είχαν κατασκευάσει μια υπερυψωμένη οδογέφυρα μήκους περίπου ενός χιλιομέτρου, αληθινό τεχνικό επίτευγμα και θαύμα μηχανικής της εποχής, η οποία ένωνε την οχυρή πόλη με την απέναντι σικελική ακτή. Από τον 8ο αιώνα π.Χ. και εξής, η Μοτύη υπήρξε το σημαντικότερο έρεισμα της Καρχηδόνας και ο «τοποτηρητής» της στη Σικελία, σε συνδυασμό με τη φοινικική αποικία της Πανόρμου (Palermo) βορειότερα· υπήρξε η κύρια ναυτική (εμπορική και στρατιωτική) βάση των Καρχηδονίων στη μεγαλόνησο και συνάμα τόπος διαπεραίωσης και συγκέντρωσης των καρχηδονιακών ναυτικών και πεζικών δυνάμεων από τη Βόρεια Αφρική προς τη Σικελία.

Μοτύη: η είσοδος του “Κώθωνα”.

Ο Διονύσιος φιλοδοξούσε με την καταστροφή της απόρθητης ως τότε Μοτύης να εξουδετερώσει διαπαντός το διαχρονικά κυριότερο «πέρασμα και πάτημα» της Καρχηδόνας στη Σικελία, καθότι βρισκόταν σε ευθεία γραμμή διαγωνίως απέναντι από την Καρχηδόνα. Μόλις οι τεράστιες δυνάμεις του τυράννου κατέφτασαν στην πόλη- φρούριο, την έθεσαν σε στενή πολιορκία από όλες τις πλευρές της λιμνοθάλασσας. Παρότι οι Καρχηδόνιοι ταλαιπωρούνταν από χρόνιο λοιμό εκείνη την περίοδο, κατάφεραν να αποστείλουν επικουρία. Ο έμπειρος Καρχηδόνιος στρατηγός Ιμίλκας, που διακρίθηκε στη δεύτερη και τελική φάση του Β΄ Σικελικού Πολέμου (406-405 π.Χ.), έσπευσε με ισχυρή μοίρα στόλου 100 τριήρεων να σπάσει τον αποκλεισμό της Μοτύης. Τελικά, όμως, η επιχείρηση απέτυχε εξαιτίας της συνδυασμένης προβολής ισχύος από τα πολεμικά πλοία και τις βλητικές μηχανές των Συρακούσιων, τις οποίες ο προνοητικός Διονύσιος είχε τοποθετήσει περιμετρικά της λιμνοθάλασσας. Ο Ιμίλκας αναγκάστηκε, λοιπόν, να επιστρέψει άπρακτος στην Καρχηδόνα, εγκαταλείποντας τους πολιορκημένους Μοτυηνούς (δηλαδή τους κατοίκους της Μοτύης· πρβ. Διόδωρος 14.48.2, 14.52.1) στη μοίρα τους.

Η πολιορκία της Μοτύης.

Στη συνέχεια, ο Διονύσιος μπόρεσε απερίσπαστος να δημιουργήσει ανάχωμα, επί του οποίου τοποθέτησε δεκάδες πολεμικές μηχανές. Σύντομα οι βολές των πολιορκητών προκάλεσαν ανεπανόρθωτες ζημιές και ευρεία ρήγματα στις οχυρώσεις της πόλης. Τότε, οι Συρακούσιοι και λοιποί Σικελιώτες σύμμαχοι εισήλθαν μαχόμενοι στην πόλη, έσφαξαν ή υποδούλωσαν ολόκληρο τον πληθυσμό της Μοτύης, λεηλάτησαν και ισοπέδωσαν την οχυρή πόλη-νήσο, μέσα σε όργιο βιαιοπραγιών και σε λουτρό αίματος. Οι Έλληνες πήραν την ικανοποίηση της μεγάλης αντεκδίκησης που γύρευαν για τα αλλεπάλληλα δεινά που είχαν υποστεί λίγα μόλις χρόνια νωρίτερα. Αντιθέτως, οι Καρχηδόνιοι απώλεσαν με δραματικό τρόπο τη σημαντικότερη ως τότε βάση τους στη Σικελία, η οποία καταστράφηκε ολοσχερώς και έκτοτε παρέμεινε ακατοίκητη (397/96 π.Χ.).[5]

 

γ) Αντεπίθεση των Καρχηδονίων, πολιορκία των Συρακουσών και πανωλεθρία των Καρχηδονίων (396/95 π.Χ.)

Όπως έχουμε ήδη διαπιστώσει σε τούτη τη σειρά εξιστορήσεων, η έντονη δράση της μίας πλευράς έτεινε σχεδόν αναπόφευκτα να επιφέρει εξίσου έντονη αντίδραση της άλλης. Το επόμενο έτος, 396 π.Χ., οι Καρχηδόνιοι εξαπέλυσαν αντεπίθεση με όλες τους τις δυνάμεις. Υπό την ηγεσία του Ιμίλκα, μεγάλη στρατιά εκστρατείας απεστάλη από την Καρχηδόνα· οι πηγές απαριθμούν με υπερβολή 130.000 έως 300.000 στρατιώτες (επιπροσθέτως, 4.000 ιππικό και 400 πολεμικά άρματα), και ναυτικό αποτελούμενο από 400 πολεμικά και 600 μεταγωγικά πλοία [Διόδωρος 14.54.5-6· παραπέμπει σε Έφορο (F.204) και Τίμαιο (F.108)]. Οι αναμφίβολα πολυάριθμοι Καρχηδόνιοι και οι σύμμαχοί τους παραπλάνησαν μοίρα του στόλου των Συρακούσιων, που ναυλοχούσε και περιπολούσε στην ευρύτερη περιοχή υπό τον ναύαρχο Λεπτίνη – αδελφό του Διονύσιου ακριβώς για να παρεμποδίσει την έλευσή τους. Με αντίτιμο μικρές σχετικά απώλειες σε πλοία, άνδρες και πολεμικό υλικό, προσορμίστηκαν και αποβιβάστηκαν στην αποικία/βάση της Πανόρμου στη βόρεια Σικελία. Από εκεί, ο ευμεγέθης στρατός του Ιμίλκα, συνεπικουρούμενος και με τοπικά στρατολογημένους συμμάχους, κατευθύνθηκε αμέσως στη Μοτύη, την οποία σύντομα εκπολιόρκησε, εξουδετερώνοντας την ολιγάριθμη ελληνική φρουρά. Στην πορεία του, ο Ιμίλκας υπερκέρασε με επιτυχία τις δυνάμεις του Διονύσιου, οι οποίες πολιορκούσαν την Έγεστα. Ο Διονύσιος απέφυγε να συγκρουστεί με τις μάλλον υπέρτερες δυνάμεις του Ιμίλκα και προτίμησε να υποχωρήσει με ασφάλεια στα γιγάντια τείχη της πρωτεύουσας πόλης των Συρακουσών.

Τότε, ο Ιμίλκας ξεδίπλωσε αριστοτεχνικά μια έμμεση στρατηγική προσέγγιση που εξέπληξε δυσάρεστα τον Διονύσιο. Συγκεκριμένα, περιέπλευσε με στόλο και στρατό αντίστοιχα τις βόρειες ακτές της Σικελίας και κατέλαβε τη Μεσσήνη (Messina). Έτσι, ο Καρχηδόνιος στρατηγός απέκτησε παράλληλα τον έλεγχο των στρατηγικότατων Στενών της Μεσσήνης, ενώ απέκλεισε την επαφή και το ενδεχόμενο υποστήριξης των Συρακούσιων από τους ομοεθνείς τους της υπόλοιπης Μεγάλης Ελλάδας στην Κάτω Ιταλία. Κατόπιν, συνέχισε την προέλασή του νοτιότερα προς τις Συρακούσες κατά μήκος των ανατολικών ακτών της Σικελίας, ώστε στρατός και στόλος να συμπορεύονται και να αλληλοϋποστηρίζονται.

Ο Ιμίλκας όντως αιφνιδίασε, αλλά δεν πτόησε τον Διονύσιο. Ο τελευταίος κήρυξε πανστρατιά και συγκέντρωσε δεκάδες χιλιάδες στρατό και περίπου 250 πολεμικά πλοία. Οι δύο αντίπαλοι συναντήθηκαν περίπου στο ύψος της Κατάνης. Στη Ναυμαχία της Κατάνης που ακολούθησε, ο καρχηδονιακός στόλος υπό τον Ιμίλκα καταναυμάχησε τον αντίπαλο στόλο των Συρακούσιων υπό τον Λεπτίνη επιφέροντας στους τελευταίους συνολικές απώλειες περίπου 100 πλοίων και 20.000 ναυτών και πεζοναυτών. Υπό τον φόβο άμεσης προώθησης και αποβίβασης καρχηδονιακών ναυτικών δυνάμεων στις Συρακούσες και κατάληψης της πόλης από τα νώτα, ο τύραννος Διονύσιος έδωσε εντολή στον ανέπαφο ακόμη στρατό του να υποχωρήσει εντός της ασφάλειας που παρείχαν οι νέου τύπου εκτενείς οχυρώσεις των Συρακουσών.

Τη στρατηγικού χαρακτήρα οπισθοχώρηση του Διονυσίου ακολούθησε η προέλαση του Ιμίλκα μέχρι τις Συρακούσες. Στρατοπέδευσε με τον στρατό του νοτίως της πόλης επί του ποταμού Ανάπου (Anapo), περίπου στο σημείο όπου είκοσι χρόνια νωρίτερα είχαν στρατοπεδεύσει οι Αθηναίοι πολιορκητές, ενώ ο στόλος του κατέλαβε το μεγάλο λιμάνι των Συρακουσών. Στη συνέχεια, κατασκεύασε τρία οχυρά στις θέσεις Δάσκων, Πλημμύριον και Πολίχνη, ώστε να διασφαλίσει αμυντικά τον έλεγχο του μεγάλου λιμένα. Ο Ιμίλκας είχε διατάξει τις δυνάμεις του έναντι των πολιορκημένων Συρακουσών κατά παρόμοιο τρόπο με τις δυνάμεις του Νικία, του επικεφαλής στρατηγού των Αθηναίων. Άρχιζε όμως την Πολιορκία των Συρακουσών με ένα σημαντικό μειονέκτημα: ο Διονύσιος είχε ήδη προλάβει να τειχίσει και να οχυρώσει ολόκληρο το στρατηγικό υψίπεδο των Επιπολών που δέσποζε πάνω από την πόλη.

Αρχικά, οι Καρχηδόνιοι αποπειράθηκαν μάταια να προσβάλουν τα ανθεκτικά και στιβαρά τείχη. Έτσι, ο Ιμίλκας προετοιμάστηκε για μακροχρόνια πολιορκία ευελπιστώντας να πετύχει την παράδοση των Συρακουσών μέσω στενού αποκλεισμού. Το 395 π.Χ. όμως, οι πολιορκημένοι Συρακούσιοι ενισχύθηκαν από ικανή επικουρία που απεστάλη από τη μητροπολιτική Ελλάδα υπό την ηγεσία του Σπαρτιάτη στρατηγού Φαρακίδα. Στην αντίθετη πλευρά, οι πολιορκητές Καρχηδόνιοι ταλαιπωρούνταν από λοιμό που προκάλεσε χιλιάδες θανάτους στις τάξεις των στρατευμάτων τους.[6] Ενθαρρυμένοι από τα γεγονότα, οι Συρακούσιοι οργάνωσαν θυελλώδη αντεπίθεση εναντίον των Καρχηδονίων. Ανέτρεψαν σχεδόν όλες τις εχθρικές θέσεις πολιορκίας και κατέστρεψαν ολόκληρο τον εχθρικό πολεμικό στόλο. Αίφνης, οι Καρχηδόνιοι βρέθηκαν σε τραγικό στρατηγικό αδιέξοδο παρόμοιο με εκείνο των Αθηναίων είκοσι χρόνια νωρίτερα, αφού μεταβλήθηκαν μέσα σε μία μέρα από πολιορκητές σε πολιορκημένους και κινδύνευαν ανά πάσα στιγμή να εξολοθρευθούν από τους Συρακούσιους και τους λοιπούς Έλληνες που είχαν στέρξει σε βοήθεια.

Η πολιορκία των Συρακουσών (397-396 π.Χ.) και η αντεπίθεση των Συρακουσίων.

Ευτυχώς για τον Ιμίλκα, ο τύραννος Διονύσιος «ανέλαβε» να τον βγάλει από την απόγνωση και τη ζοφερή προοπτική της πανωλεθρίας. Ενώ ήταν δυνατό να επιδιώξει την ολοσχερή σφαγή των Καρχηδονίων, τελικά ο Συρακούσιος τύραννος αποδέχτηκε έπειτα από μυστικές διαπραγματεύσεις να παράσχει ακώλυτη οδό διαφυγής μόνο για τους περίπου 8.000-10.000 Καρχηδόνιους πολίτες/οπλίτες υπό τον Ιμίλκα, αφού όμως πρώτα τού είχαν προσωπικά καταβάλει λύτρα. Σε γενικές γραμμές η μυστική συμφωνία τηρήθηκε. Εντούτοις, οι Καρχηδόνιοι υπέστησαν επιπρόσθετες απώλειες κατά τη φυγή τους από τις Συρακούσες και τη Σικελία. Οι υπόλοιποι δεκάδες χιλιάδες άτυχοι άνδρες του πολυάριθμου αλλά πλέον εγκλωβισμένου σε εχθρικό έδαφος καρχηδονιακού εκστρατευτικού σώματος αιχμαλωτίστηκαν από τους νικητές Συρακούσιους.

Η τρομερή συμφορά των Καρχηδονίων εξαιτίας της αποτυχημένης πολιορκίας των Συρακουσών προκάλεσε ισχυρούς τριγμούς στο εσωτερικό της Καρχηδόνας. Ο Ιμίλκας κατηγορήθηκε από τους συμπατριώτες του ως υπεύθυνος της συντριβής και εξωθήθηκε σε αυτοκτονία. Διάφορες βορειοαφρικανικές φυλές αποστάτησαν και μόνο με ανταλλάγματα κατόρθωσαν οι Καρχηδόνιοι να τις επαναφέρουν στην ηγεμονία τους. Στη δε Σικελία ο Διονύσιος εκμεταλλεύτηκε με επιτυχία το στρατηγικό κενό. Εκστράτευσε και υπέταξε αρκετές πόλεις συμμάχους των Καρχηδονίων σε ολόκληρη τη μεγαλόνησο, ενώ παρείχε τη δυνατότητα στους πολυπληθείς Σικελιώτες πρόσφυγες να επανέλθουν στις εστίες τους και να αρχίσουν την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων ελληνικών πόλεων.[7]

Τετράδραχμο των Συρακουσών (380 π.Χ. π.)

 

δ) Τέλος του πολέμου (392/91 π.Χ.) – μέγιστη επέκταση του κράτους των Συρακουσών στη Σικελία

Ο πόλεμος συνεχίστηκε για ορισμένα ακόμη χρόνια. Οι Καρχηδόνιοι αποπειράθηκαν επανειλημμένα να αντιδράσουν στη Σικελία, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία και απτά αποτελέσματα. Ο Διονύσιος, επικεφαλής Συρακούσιων και άλλων Σικελών συμμάχων, νίκησε αντίπαλο συνασπισμό Καρχηδονίων και των δικών τους Σικελών συμμάχων στη Μάχη του Αβάκαινου (Αβάκαινον/Αβάκαινα, κοντά στο σημερινό Tripi) στη βορειοανατολική πλευρά της νήσου. Στη συνέχεια, αναχαίτισε νέα εισβολή Καρχηδονίων στη Μάχη του ποταμού Χρύσα (Dittaino) στην περιοχή της Μοργαντίνης (Morgantina), πόλης των Σικελών στην κεντρική Σικελία. Και οι δύο μάχες διεξήχθησαν γύρω στο 392 π.Χ. Έτσι, το στρατηγικό και τακτικό πλεονέκτημα παρέμεινε στα χέρια του Διονυσίου και των Συρακούσιων, οπότε η πλευρά των Καρχηδονίων αιτήθηκε το πέρας των εχθροπραξιών και την ειρήνευση.

Η συνθήκη ειρήνης του 392/91 π.Χ. θεωρητικά ήταν παραπλήσια με εκείνη του 405/04 π.Χ., αλλά πρακτικά επιβεβαίωσε την ηγεμονία και πρωτοκαθεδρία των Συρακουσών στη Σικελία. Πιο συγκεκριμένα, το έθνος των Σικελών και η πόλη του Ταυρομένιου έγιναν υποτελείς των Συρακουσών. Υπό τον άμεσο έλεγχο ή την επιρροή των Καρχηδονίων απέμειναν οι δυτικές ακτές και η εκεί ενδοχώρα, όπου κατοικούσε το έθνος των Ελύμων, ενδεχομένως και με κάθε επιφύλαξη η περιοχή δυτικά του ποταμού Ύψα (Belice) και της πόλης του Σελινούντα. Ανομολόγητα και διακριτικά, η υπόλοιπη Σικελία αφέθηκε στην κυριαρχία ή επικυριαρχία του Διονυσίου. Οι όροι τούτης της συμφωνίας ειρήνης αποτέλεσαν όντως ένα από τα κυριότερα επιτεύγματα της τυραννίδας του Διονυσίου Α΄.[8]

Χάρτης των σικελικών κτήσεων του τυράννου Διαονυσίου Α΄ των Συρακουσών το 380 π.Χ.

 

ε) Απολογισμός του πολέμου

Τον επονομαζόμενο Τρίτο Σικελικό Πόλεμο προκάλεσε αναμφίβολα ο τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος Α΄. Δυστυχώς για τις τύχες των Σικελιωτών Ελλήνων, εκ του αποτελέσματος διαπιστώνεται πως ο Διονύσιος επέλεξε κυρίως να προωθήσει ίδια οφέλη. Επομένως, δεν άδραξε την ευκαιρία για να περιορίσει δραστικά την ισχύ της Καρχηδόνας στη Σικελία ή ακόμη και να την εκπαραθυρώσει οριστικά από τη μεγαλόνησο. Εντέλει, προτίμησε με υστεροβουλία να τη διατηρήσει ως αντίπαλο δέος, ώστε να συνεχίσει να δικαιολογεί την απόλυτη εξουσία που ασκούσε πάνω στους Συρακούσιους και τους λοιπούς Σικελιώτες.

Εκ πρώτης όψεως, ο Διονύσιος Α΄ έπραξε περίπου όπως ο τύραννος Γέλων μετά από τη νικηφόρα Μάχη της Ιμέρας το 480 π.Χ. Ωστόσο, η συγκεκριμένη ατυχής επιλογή του Διονυσίου μόνο βραχυπρόθεσμα εξυπηρέτησε τις Συρακούσες. Μεσο-μακροπρόθεσμα απέβη καταφανώς εις βάρος του ευρύτερου συμφέροντος τόσο των Συρακούσιων όσο και των υπολοίπων Ελλήνων της Σικελίας· διότι, ενώ η νίκη του Γέλωνα εξάλειψε πλήρως για επτά ολόκληρες δεκαετίες την απειλή των Καρχηδονίων, η νίκη του Διονύσιου Α΄ εξυπηρέτησε τον ίδιο στόχο μόλις για μία δεκαετία.

Επιπλέον, αξίζει να επισημανθεί ως ενδεικτική της προόδου των Καρχηδονίων στη μεγαλόνησο η εξής σημαντική παρατήρηση: τελικά, ενώ ο Γέλων νίκησε τους Καρχηδόνιους κοντά στα εδάφη τους στη βόρεια Σικελία, αντιθέτως ο Διονύσιος Α΄ απέκρουσε τους Καρχηδόνιους μπροστά στα τείχη της οχυρότατης πρωτεύουσάς του. Η γεωγραφική μετατόπιση των κέντρου βάρους των εχθροπραξιών μεταξύ Καρχηδονίων και Ελλήνων ως τη νοτιοανατολική Σικελία και τις ίδιες τις Συρακούσες αποδεικνύει εμμέσως πλην σαφώς το εύρος της προηγούμενης γενικής ανάπτυξης και επέκτασης της Καρχηδόνας στο νησί αντιστρόφως ανάλογα προς εκείνη των Συρακουσών.

 

2. Ο Δ΄ Σικελικός Πόλεμος (383 – περ. 376 π.Χ.): η επιβεβαίωση του status quo μεταξύ Καρχηδόνας και Συρακουσών

 

α) Το απόγειο της ισχύος των Συρακουσών (391-383 π.Χ.)

Την επόμενη δεκαετία, ο τύραννος Διονύσιος αξιοποίησε την ανάπαυλα με τους Καρχηδόνιους, ώστε να πραγματώσει ένα κορυφαίο πολιτικό όραμα: τον σχηματισμό ενός κραταιού ελληνικού κράτους της Μεγάλης Ελλάδας υπό την προσωπική του ηγεμονία, ένα οιονεί «ελληνικό βασίλειο» στη Δύση. Οι Συρακούσες εκείνα τα χρόνια της παντοδυναμίας προσέγγισαν στη μέγιστη ανάπτυξη και στο απόγειο της ισχύος τους σε όλα τα επίπεδα: πολιτικό, στρατιωτικό, ναυτικό, οικονομικό, εμπορικό κ.ο.κ.

Ο Διονύσιος κατόρθωσε να επεκτείνει το κράτος των Συρακουσών πέραν των ορίων της Σικελίας. Καταρχάς, ίδρυσε αποικίες σε διάφορες στρατηγικές τοποθεσίες στα βορειοανατολικά της Σικελίας [Άδρανον (Adrano, δυτικά της Κατάνης/Catania)· Τυνδαρίς (Tindari, ανατολικά των Μύλων/Milazzo)].

Τυνδαρίς. Το αρχαίο ελληνικό θέατρο

Ακολούθως, έστρεψε το ενδιαφέρον του προς την Κάτω Ιταλία και τις θάλασσες του Ιονίου και της Αδριατικής. Έως το 383 π.Χ., το κράτος του τυράννου Διονυσίου Α΄ των Συρακουσών είχε επεκταθεί εδαφικά στην Κάτω Ιταλία μέχρι τη Λευκανία και τα πρόθυρα του Τάραντα στην Απουλία, ύστερα από μια αλληλουχία κατάληψης των κυριότερων ελληνικών αποικιών στην περιοχή [Καυλωνία (Monasterace Marina, δεν αντιστοιχεί στη σύγχρονη Caulonia), Ιππώνιο (Vibo Valentia), Κρότωνας (Crotone), Ρήγιο (Reggio di Calabria)], μολονότι οι τελευταίες είχαν συστήσει έναν αμυντικό πολιτικο-στρατιωτικό συνασπισμό εναντίον του. Την ίδια περίοδο, ο Διονύσιος Α΄ ίδρυσε διάσπαρτες αποικίες στην Αδριατική [Λισσός (Lezhë: Αλβανία), Ίσσα και Φάρος (Vis, Hvar: Κροατία), Αγκώνα και Αδρία (Ancona, Adria: Ιταλία)], ώστε να κατοχυρώσει τη νομή και εκμετάλλευση αυτής της μεγάλης και προσοδοφόρας θαλάσσιας λεκάνης.

Διονύσιος Α΄ ο Πρεσβύτερος (430 – 367 π.Χ.).

Ο Διονύσιος αξιοποίησε τις τεράστιες προσόδους που απέκτησε από την κατάληψη νέων εδαφών σε Σικελία και Κάτω Ιταλία, τη δημιουργία νέων αποικιών και τον αποτελεσματικό έλεγχο θαλασσίων οδών στην Αδριατική θάλασσα και στο Ιόνιο πέλαγος, ώστε να ενισχύσει ακόμη περισσότερο τις οχυρώσεις της πρωτεύουσάς του, να κατασκευάσει καινούργιους ναυστάθμους για τον τεράστιο στόλο του, καθώς και νέα έμπεδα και οπλοστάσια για τον πολυάριθμο στρατό του. Η συγκεντρωτική ισχύς του κράτους του Διονυσίου έφτασε τότε στον κολοφώνα της.[9] Η προσωπική του εξουσία, βασιλικών ουσιαστικά προδιαγραφών και διαστάσεων, ήταν αδιαφιλονίκητη στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Οι Συρακούσες έδρεπαν τους καρπούς μιας εκπληκτικής οικονομικής άνθησης και μιας αδιανόητης ως τότε πολιτικής και στρατιωτικής επέκτασης. Φημολογείται ότι εκείνη την περίοδο οι συνολικές στρατιωτικές δυνάμεις των Συρακουσών προσέγγιζαν πλέον τους 100.000 πεζούς, 10.000 ιππείς και τα 400 πολεμικά πλοία (τριήρεις, τετρήρεις και πεντήρεις), ενώ λέγεται ότι στα οπλοστάσια και στους ναυστάθμους τελούσαν σε αποθήκευση πανοπλίες, εξαρτήσεις και τηλεβόλα για τον εξοπλισμό άλλων τόσων στρατιωτών και πλοίων! Επρόκειτο ασφαλώς για εκπληκτικά και κολοσσιαία μεγέθη στρατιωτικής ισχύος, απολύτως πρωτοφανή έως τότε στον αρχαίο ελληνικό κόσμο.[10]

 

Ο πολυβόλος καταπέλτης του Διονυσίου

 

β) Η κήρυξη του πολέμου και τα κυριότερα πολεμικά γεγονότα

Το ίδιο χρονικό διάστημα, η Καρχηδόνα έλειχε ακόμη τις πληγές της προσπαθώντας να συνέλθει από τη συμφορά εμπρός στα απόρθητα τείχη των Συρακουσών. Την εσωστρέφεια των Καρχηδονίων ήρθε να διαταράξει η ασίγαστη ενεργητικότητα και η απέραντη φιλοδοξία του τυράννου Διονυσίου. Το καινούργιο και ενισχυμένο πολεμικό ναυτικό των Συρακούσιων διενήργησε ληστρικές επιδρομές εναντίον καρχηδονιακών και ετρουσκικών στόχων στην Τυρρηνική θάλασσα, απ’ όπου αποσπάστηκαν πλούσια λάφυρα συνολικής αξίας πολλών χιλιάδων ταλάντων. Η πιθανότητα επέκτασης της επιρροής των Συρακουσών και στο Τυρρηνικό πέλαγος θορύβησε την ηγεσία της Καρχηδόνας. Ύστερα από άκαρπες διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών εξαιτίας της αγέρωχης στάσης του Συρακούσιου ηγέτη, ξεκίνησαν εκ νέου οι εχθροπραξίες μεταξύ Συρακουσών και Καρχηδόνας το 383/82 π.Χ. Δυστυχώς, το σωζόμενο σήμερα κείμενο της κύριας πηγής μας, του Διόδωρου Σικελιώτη, είναι λακωνικό και φειδωλό σε πληροφορίες σχετικά με τη διεξαγωγή του Τέταρτου Σικελικού Πολέμου, τα κύρια γεγονότα του οποίου φαίνεται να συμπυκνώνει σε ένα μόλις έτος· αντιθέτως, σήμερα εκτιμάται ότι ο πόλεμος διήρκεσε περίπου έξι ως επτά χρόνια.[11]

 

γ) Μάχες στα Κάβαλα και στο Κρόνιο: αρχική νίκη Διονυσίου Α΄ – τελική νίκη των Καρχηδονίων

Οι δύο αντίπαλοι, Καρχηδόνιοι και Συρακούσιοι, επέμειναν για καιρό σε στρατιωτικές επιχειρήσεις με στόχο την αποσταθεροποίηση αδύναμων εκατέρωθεν ερεισμάτων σε Κάτω Ιταλία και Σικελία αντίστοιχα, αλλά με αμφίρροπα αποτελέσματα. Εντούτοις, οι αποφασιστικές συγκρούσεις που έκριναν τη μοίρα εκείνου του πολέμου έλαβαν χώρα στη νοτιοδυτική Σικελία στις Σελινούντιες Θέρμες (Sciacca), μεταξύ Σελινούντα και Ακράγαντα. Συνήθως τοποθετούνται χρονολογικά μεταξύ 379-376 π.Χ., χωρίς να είναι δυνατόν να χρονολογηθούν με περισσότερη ακρίβεια εξαιτίας της ασαφούς και ελλιπούς τεκμηρίωσης βάσει των σωζόμενων πηγών. Μάλλον διενεργήθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα μεταξύ τους, αλλά είχαν διαφορετικό αρχικό και τελικό νικητή. Καταρχάς, στη Μάχη στα Κάβαλα ο Διονύσιος με τον στρατό του υπερίσχυσε επί των δυνάμεων του στρατηγού Μάγωνα. Οι Συρακούσιοι θανάτωσαν 10.000, ενώ αιχμαλώτισαν άλλους 5.000 Καρχηδόνιους. Ο Μάγων αναγκάστηκε να υποχωρήσει στο οχυρό ημιορεινό του στρατόπεδο στο κοντινό όρος Κρόνιον (μάλλον το σημερινό San Calogero), ενώ ο αντίπαλος κατέλαβε τις Σελινούντιες Θέρμες.

Στη συνέχεια, ο Διονύσιος απαίτησε την ολοκληρωτική και οριστική εγκατάλειψη της Σικελίας από τους Καρχηδονίους για να λύσει τον αποκλεισμό του καρχηδονιακού στρατού. Ο Μάγων προφασίστηκε ότι συζητά τις αιφνίδιες μαξιμαλιστικές αξιώσεις, ώστε να κερδίσει χρόνο και να οργανώσει την αντεπίθεσή του, όντας βέβαιος ότι η πατρίδα του ούτως ή άλλως δεν θα αποδεχόταν ποτέ τόσο συντριπτικούς εις βάρος της όρους ειρήνευσης, γιατί θα την έθεταν μονομιάς και πιθανώς διαπαντός εκτός Σικελίας.

Τελικά, οι Καρχηδόνιοι πραγματοποίησαν μαχόμενοι έξοδο από το καταφύγιό τους στο Κρόνιο όρος, οπότε οι δύο αντίπαλοι στρατοί αναμετρήθηκαν ξανά. Ενώ η πτέρυγα που διοικούσε ο Διονύσιος επικρατούσε, η άλλη που διοικούσε ο αδελφός του Λεπτίνης ανατράπηκε, γιατί ο τελευταίος τραυματίστηκε θανάσιμα κατά τη συμπλοκή και οι στρατιώτες του εγκατέλειψαν πανικόβλητοι το πεδίο της μάχης. Οι Συρακούσιοι έχασαν τελεσίδικα τη Μάχη του Κρονίου αφήνοντας στο πεδίο 14.000 περίπου νεκρούς και τους θριαμβευτές Καρχηδόνιους να στήνουν τρόπαιο νίκης στη θέση τους.

 

δ) Ειρήνη μεταξύ Καρχηδόνας και Συρακουσών (περ. 376 π.Χ.)

Η αρνητική τροπή των επιχειρήσεων έπεισε τον τύραννο Διονύσιο ότι δεν διέθετε άλλη εναλλακτική παρά να δεχτεί τους μετριοπαθείς όρους που του πρότειναν οι Καρχηδόνιοι, προκειμένου να λήξει και αυτός ο γύρος αναμέτρησης. Σύμφωνα με βασικό όρο της συγκεκριμένης συνθήκης ειρήνης (περίπου το 376 π.Χ.), η σφαίρα επιρροής και επικυριαρχίας των Συρακούσιων θεωρείται πως περιορίστηκε ανατολικά του ποταμού Αλυκού (αρχ. Ἁλυκός, σημ. Platani ή Platani Alikòs), ενώ η αντίστοιχη των Καρχηδονίων ότι επεκτάθηκε δυτικά του ίδιου ποταμού, πέραν μιας πολεμικής αποζημίωσης 1.000 ταλάντων που όφειλε να αποπληρώσει ο Διονύσιος στη νικήτρια πλευρά του πολέμου. Οι Καρχηδόνιοι ενέταξαν τον Σελινούντα, τις Ιμεραίες Θέρμες (Termini Imerese, είχαν αντικαταστήσει την κατεστραμμένη από το 409 π.Χ. πόλη της Ιμέρας) και τη δυτική επικράτεια του Ακράγαντα μαζί με την Ηράκλεια Μινώα στη σικελική τους «επικράτεια». Όντως, επρόκειτο για ισορροπημένη εδαφική ρύθμιση, που έμελλε να επαναληφθεί σε αρκετές ακόμη περιπτώσεις στο μέλλον μεταξύ των αντιμαχόμενων Καρχηδονίων και Συρακούσιων.[12]

 

Βίντεο-αναπαράσταση των αρχαίων Συρακουσών

3. Ο Ε΄ Σικελικός Πόλεμος (368/67 π.Χ.): το κύκνειο άσμα του Συρακούσιου τυράννου Διονυσίου Α΄

 

α) Στροφή Συρακούσιων και Καρχηδόνιων προς άλλα μέτωπα (375-368 π.Χ.)

Για πολλοστή φορά, οι δύο σπουδαιότερες τότε δυνάμεις της Δυτικής Μεσογείου – Καρχηδόνα και Συρακούσες – είχαν οδηγηθεί σε τέλμα, εγκλωβισμένες καθώς ήταν σε μια παρατεταμένη αλλά ατελέσφορη σύγκρουση για την ολοκληρωτική κυριαρχία στη Σικελία, η παράταση της οποίας φαίνεται πως πλέον απέδιδε για κάθε πλευρά περισσότερο ποταμούς αίματος παρά εδάφη πέραν ορισμένων ποταμών! Επομένως, οι δύο δυνάμεις προτίμησαν να κατοχυρώσουν παρά να επεκτείνουν την επικυριαρχία ή/και κυριαρχία τους, εξαντλημένες καθώς ήταν από τις απανωτές αιματηρές εχθροπραξίες.

Ο μεν τύραννος Διονύσιος των Συρακουσών ασφάλισε και εδραίωσε την κυριαρχία του στην Κάτω Ιταλία, κτίζοντας μακρά τείχη κατά μήκος του στενού «λαιμού» της Καλαβρίας νοτίως του Κρότωνα. Παράλληλα, ενεπλάκη ενεργά στις υποθέσεις της κυρίως Ελλάδας. Υποστήριξε σθεναρά τη φθίνουσα ηγεμονία της Σπάρτης, ενώ παράλληλα άπλωσε την επιρροή του στο βασίλειο των Μολοσσών στην Ήπειρο. Αντιθέτως, ήδη από το 379 π.Χ., η Καρχηδόνα υπέφερε από επιδημία και ταλαιπωρήθηκε από διάσπαρτες ανταρσίες ιθαγενών στη Λιβύη και στη Σαρδηνία, τις οποίες κατέστειλε με δυσκολία. Οι χρόνιες δυσχέρειες που εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει η Καρχηδόνα ήρθαν σε γνώση του Διονύσιου, ο οποίος θεώρησε εκ νέου τις περιστάσεις πρόσφορες ώστε να εκστρατεύσει εναντίον των καρχηδονιακών κτήσεων στη δυτική Σικελία.

 

β) Αποτυχημένη πολιορκία του Λιλύβαιου (368/67 π.Χ.) και επιστροφή στο status quo ante bellum (367/66 π.Χ.)

Το 368/67 π.Χ., ο ανήσυχος Διονύσιος κήρυξε ξανά τον πόλεμο στην Καρχηδόνα. Συγκέντρωσε πεζική και ναυτική δύναμη από 30.000 πεζούς, 3.000 ιππείς και 300 πολεμικά πλοία και κινήθηκε προελαύνοντας ως το Λιλύβαιο. Διακηρυγμένος αντικειμενικός στόχος ήταν η πολιορκία και κατάληψη του Λιλύβαιου, η απελευθέρωση όλων των ελληνικών πόλεων από το ζυγό της υποτέλειας στους Καρχηδόνιους και η οριστική αποπομπή των τελευταίων από τη Σικελία.

Έπειτα από την καταστροφή της Μοτύης οι Καρχηδόνιοι είχαν καταστήσει το γειτονικό Λιλύβαιο κύρια ναυτική και στρατιωτική τους βάση στη Σικελία. Το οχυρότατο Λιλύβαιο αποδείχτηκε άξιος αντικαταστάτης της Μοτύης. Καταρχάς, η νέα πόλη- φρούριο ήταν σαφώς μεγαλύτερη από τη λιλιπούτεια Μοτύη· συνεπώς, μπορούσε να φιλοξενήσει ισχυρότερες δυνάμεις με περισσότερα εφόδια για μεγαλύτερη χρονική διάρκεια. Επιπλέον, οι Καρχηδόνιοι είχαν επιμεληθεί ιδιαιτέρως τις οχυρωματικές ζώνες του καινούργιου τους προπυργίου. Είχαν υψώσει απρόσβλητα και πανύψηλα τείχη, τα οποία ενισχύονταν από πολλούς πύργους κάθε λίγες δεκάδες μέτρα, ενώ την επιμελημένη οχύρωση συμπλήρωνε βαθιά τάφρος που είχε σκαφτεί περιμετρικά του τείχους. Έτσι, είχαν μετατρέψει ουσιαστικά το Λιλύβαιο σε ένα τεχνητό νησί.[13]

Αναπαράσταση τμήματος των τειχών του Λιλύβαιου.

Η οχύρωση και η αντοχή του Λιλύβαιου στην πολιορκία εξέπληξαν δυσάρεστα τον Διονύσιο. Αποφάσισε, λοιπόν, να περισφίξει τον αποκλεισμό της πόλης-φρουρίου από ξηράς και θαλάσσης προσδοκώντας να το κυριεύσει μετά από πόλεμο φθοράς. Ως αντίδραση, η Καρχηδόνα απέστειλε στο απειλούμενο μέτωπο το σύνολο σχεδόν του διαθέσιμου στόλου της, που τον απάρτιζαν 200 πολεμικά σκάφη. Ο καρχηδονιακός στόλος επέπεσε και κατέστρεψε αιφνιδιαστικά τον αντίπαλο στόλο των Συρακούσιων που είχε στο μεταξύ ελαττωθεί σε μόλις 130 πλοία. Ο Διονύσιος είχε αποσύρει μεγάλο τμήμα των ναυτικών του δυνάμεων από την περιοχή, επειδή οι Καρχηδόνιοι είχαν εντέχνως διασπείρει τη φήμη ότι ο πολεμικός τους στόλος κατακάηκε σε πυρκαγιά που εκδηλώθηκε μέσα στον Κώθωνα, τον λιμένα και ναύσταθμο της Καρχηδόνας. Στη συνέχεια και μετά από τη Ναυμαχία του Έρυκα, ο καρχηδονιακός στόλος αποβίβασε χιλιάδες στρατό, ο οποίος έλυσε την Πολιορκία του Λιλύβαιου.

Λιλύβαιο: καρχηδονιακό ναυάγιο.

Στα τέλη του 367 π.Χ., ο Διονύσιος Α΄ ο πρεσβύτερος απεβίωσε σε ηλικία περίπου 62 ετών. Ο Διονύσιος Β΄ ο νεότερος (περ. 397-342 π.Χ., τύραννος 367-357 και 346-343 π.Χ.) διαδέχθηκε τον πατέρα του ως ανώτατος άρχων των Συρακουσών και προτίμησε να συνάψει ειρήνη με τους Καρχηδόνιους (περ. 367/66 π.Χ.), βάσει της οποίας οι ποταμοί Αλυκός προς νότο και Ιμέρας (αρχ. Ἱμέρας, σημ. Imera Settentrionale ή Fiume Grande) προς βορρά επαναπροσδιορίστηκαν ως όριο μεταξύ των κτήσεων και της σφαίρας επιρροής Καρχηδονίων και Συρακούσιων στη Σικελία. Έτσι έληξε και ο Πέμπτος Σικελικός Πόλεμος.[14]

Λιλύβαιο: επιτύμβια στήλη του 2ου π.Χ. αιώνα. Αποτίμηση και αξιολόγηση των καρχηδονιακών πολέμων του τυράννου των Συρακουσών Διονυσίου Α΄

Οι σωρευτικές απώλειες για τις δύο αντιπάλους, Συρακούσες και Καρχηδόνα, κατά τη διάρκεια των τριών καρχηδονιακών πολέμων του τυράννου Διονυσίου υπήρξαν αναμφίβολα βαρύτατες. Εντούτοις, ο Διονύσιος Α΄ πέτυχε να αυξήσει σημαντικά την επικράτεια των Συρακουσών στη Σικελία και στην Κάτω Ιταλία. Θεωρείται ότι τότε οι Συρακούσες αναδείχτηκαν στο μεγαλύτερο σε έκταση οργανωμένο κράτος στην ευρωπαϊκή ήπειρο.[15] Ο τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος Α΄ έφερε, ατύπως ή τυπικά, ποικίλα αξιώματα και διάφορους τίτλους, ώστε να διατυμπανίσει την ευρεία και εκτεταμένη εξουσία του ιδίως στη Σικελία αλλά και στην Κάτω Ιταλία.[16] Πράγματι, το κράτος του Συρακούσιου τυράννου Διονυσίου Α΄ στη Μεγάλη Ελλάδα υπερέβη σαφώς και ξεπέρασε εμφανώς τα έως τότε συνήθως πεπερασμένα γεωγραφικά και πολιτικά πλαίσια της αρχαιοελληνικής πόλης-κράτους, συνιστώντας τελικά ένα πρώιμο αρχαιοελληνικό «υπερκράτος».

Ωστόσο, τούτο επρόκειτο περισσότερο για προσωπικό κατόρθωμα του Διονύσιου Α΄ και λιγότερο για συλλογική επιτυχία των Συρακουσών. Ουσιαστικά, οι αδιαμφισβήτητες και πολυσχιδείς ικανότητες του δαιμόνιου Διονύσιου τέθηκαν προπάντων στην εξυπηρέτηση της προσωπικής του φιλοδοξίας και όχι στην υπηρεσία του γενικότερου συμφέροντος των Συρακούσιων και των Ελλήνων της Μεγάλης Ελλάδας.[17] Βέβαια, ο συνολικός γεωπολιτικός και γεωστρατηγικός αντίκτυπος των τριών πολέμων που εξαπέλυσε ο εν λόγω τύραννος ευνόησε τις Συρακούσες περισσότερο από την Καρχηδόνα.[18] Πάντως, μέχρι το 367 π.Χ. και οι δύο δυνάμεις είχαν λίγο ως πολύ σταθεροποιήσει τις σφαίρες επιρροής και κυριαρχίας τους στη Σικελία, κατά τρόπο που άφηνε και τις δύο πλευρές γενικά ικανοποιημένες.

Ύστερα από τον θάνατο του τυράννου Διονυσίου Α΄, μιας αναμφίβολα ισχυρής προσωπικότητας και ενός χαρισματικού πολιτικού και στρατιωτικού ηγέτη παρ’ όλα τα ελαττώματά του, ματαιώθηκαν και έσβησαν οριστικά τα όποια όνειρα των Συρακούσιων για εκδίωξη των Καρχηδονίων και πλήρη κυριαρχία στη Σικελία. Οι εκ διαμέτρου αντίθετες εξελίξεις στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό μεταξύ των δύο πόλεων- κρατών και ισχυρότερων τότε δυνάμεων της Δυτικής Μεσογείου θα συνεχίσουν να τροφοδοτούν τη μεταξύ τους σύγκρουση πυροδοτώντας εξελίξεις στην εξωτερική τους πολιτική. Η παραδοσιακή πολιτειακή σταθερότητα των Καρχηδονίων θα μετατραπεί σύντομα σε οιονεί όπλο απέναντι στην παροιμιώδη πολιτειακή αστάθεια ειδικά των Συρακούσιων, και στον ασύγγνωστο πολιτικό κατακερματισμό γενικά των Σικελιωτών Ελλήνων.[19]

Χρυσό νόμισμα της εποχής της τυραννίας του Διονυσίου Α΄ (405-367 π.Χ.)

 

Ο Γεώργιος Καλαφίκης είναι διδάκτορας Βυζαντινής Ιστορίας, φιλόλογος Δ.Ε. στο Μουσικό Σχολείο Θεσσαλονίκης, επιστημονικός συνεργάτης αποσπασμένος στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] «Η ιστορική αναμέτρηση Καρχηδόνας και Συρακουσών με έπαθλο τη Σικελία. Ο Α΄ Σικελικός Πόλεμος (480 π.Χ.)», Clio Turbata (4/6/2022): https://clioturbata.com/απόψεις/kalafikis-first-sicilian-war/. – «Η ιστορική αναμέτρηση Καρχηδόνας και Συρακουσών με έπαθλο τη Σικελία. O Β΄ Σικελικός Πόλεμος (409-404 π.Χ.)», Clio Turbata (11/6/2022): https://clioturbata.com/απόψεις/kalafikis-second- sicilian-war/.

[2] Πηγές-βοηθήματα: Φίλιστος 28 (34) : Αίλιος Θέων Προγυμν. 17-21: «…τὰ περὶ τὴν παρασκευὴν τὴν ἐπὶ Καρχηδονίους Διονυσίου τοῦ τυράννου, καὶ τῶν ὅπλων καὶ τῶν νεῶν, καὶ τῶν ὀργάνων (δηλ. των πολεμικών μηχανών) τὴν ποίησιν». – Αναλυτικά Διόδωρος 14.41-44. ‖ Jurien de La Gravière 1879: 861-864, 870-873. – Του ιδίου 1887: 179-185, 199-206. – Hulot/Fugères 1910: 177-190. – Warmington 1960: 88-89. – Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 109-111, 121-123. – Δεσποτόπουλος 1972: 206, 230, 233. – Lloyd 1977: 81-82. – Caven 1990: 80-97. – Campbell 2003: 3-8. – Ross Holloway 2004: 142-147. – Benjamin 2006: 71-72. – Fields 2006: 52. – Μοράκης 2006: 224-225. – CHGRW 2007: 124, 241, 358, 451, 462. – Fields 2007: 21. – Champion 2010: 237-249. – Dummett 2010: 46-50. – Miles 2011: 52, 68. – Steinby 2014: 22-23. – De Angelis 2016: 124-126. – Evans 2016: 163. – Μοράκης 2016: 106-108. – Δρόκαλος 2017: 93-96. – Hoyos 2019: 67-68. – Mignosa 2020: 397-409.

[3] Wilcken 1976: 262-263.

[4] Prag 2010: 61. – Harris 2018: 146-148. Ο «Σικελικός Εσπερινός» ξέσπασε στις 29 Μαρτίου 1282 κατόπιν μυστικής υποκίνησης από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο και τον βασιλιά της Αραγωνίας Πέτρο Γ΄. Η μηχανορραφία των δύο μεσογειακών ηγεμόνων στρεφόταν κατά του κοινού τους αντιπάλου, Φράγκου βασιλιά της Σικελίας Καρόλου του Ανδεγαυού (Charles d’Anjou) και οδήγησε τους Σικελούς σε ξεσηκωμό και επανάσταση εναντίον των Φράγκων. Οι τελευταίοι εκδιώχθηκαν από το νησί, ενώ παράλληλα ο Κάρολος ο Ανδεγαυός ανατράπηκε και απώλεσε τα εκεί εδάφη και τον θρόνο του. Επιστρέφοντας στο θέμα μας, έχει γενικά παρατηρηθεί ότι οι Σικελικοί Πόλεμοι διεξάγονταν με υπερβολική βιαιότητα τον 4ο αι. π.Χ. (CHGRW 2007: 396).

[5] Πηγές-βοηθήματα: Διόδωρος 14.48-53. – Πολύαινος Στρατ. 2.6. ‖ Jurien de La Gravière 1879: 873-874. – Του ιδίου 1887: 206-209. – Warmington 1960: 89-91. – Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 111-113. – Caven 1990: 98-106. – Rainey 2004: 41. – Ross Holloway 2004: 141-142. – Benjamin 2006: 73-74. – Μοράκης 2006: 225-226. – Champion 2010: 249-255. – Lee 2010: 148. – Miles 2011: 53. – Steinby 2014: 44. – Μοράκης 2016: 108-115. – Δρόκαλος 2017: 97-103. – Caruso 2019: 15. – Hoyos 2019: 69-71. – Souza 2020: 130 κ.ε.

[6] Οι αρκετά συχνές και επαναλαμβανόμενες λοιμικές εξάρσεις που ταλαιπωρούσαν τα εκστρατευτικά σώματα των Καρχηδονίων κατά τους Σικελικούς Πολέμους ενδέχεται ως έναν βαθμό να υπέκρυπταν προβλήματα επιμελητείας και λογιστικής υποστήριξης.

[7] Πηγές-βοηθήματα: Ισοκράτης Αρχίδαμος 43-45. – Έφορος F.204 και Τίμαιος F.108 : Διόδωρος 54.5. – Διόδωρος 14.54-78. – Frontinus Strat. 1.1.2 (πρβ. Πολύαινος Στρατ. 5.10.2), 1.4.12 (πρβ. Πολύαινος Στρατ. 2.11). – Frontinus Strat. 2.5.11 (πρβ. Πολύαινος Στρατ. 5.8.1). – Πολύαινος Στρατ. 5.2.17, 6.16.2-3. – Justinus 19.2-3. – Κων. Πορφ. de virt. et vit. 1.236.30-1.237.10 [§118 (: Διόδωρος 14.63.1)-119 (: Διόδωρος 14.76.3)]. ‖ Jurien de La Gravière 1879: 874-879. – Του ιδίου 1887: 210-218. – Warmington 1960: 91-94. – Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 113-115. – Caven 1990: 106-123. – Μοράκης 2006: 226-228. – CHGRW 2007: 457 σημ. 152. – Evans 2009: 92- 97. – Champion 2010: 256-268. – Miles 2011: 53-54. – Dudziński 2016: 52. – Μοράκης 2016: 115-132. – Δρόκαλος 2017: 103-113. – Hoyos 2019: 71-76.

[8] Πηγές-βοηθήματα: Διόδωρος 95-96. ‖ Hulot/Fugères 1910: 123-125. – Warmington 1960: 94. – Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 115-116. – Caven 1990: 124-131. – Rainey 2004: 216. – Champion 2010: 268-272. – Δρόκαλος 2017: 113-115. – Dudziński 2019: 192. – Hoyos 2019: 77-80.

[9] Πηγές-βοηθήματα: Πολύβιος 1.6.2. – Διόδωρος 14.91.1, 14.100-108 και 111-112, 15.6.1, 15.13 και 15.14.1-2. – Frontinus Strat. 3.4.3. – Πολύαινος Στρατ. 5.2.10 (πρβ. Frontinus Strat. 3.4.4), 18, 22. – Justinus 20. – Κων. Πορφ. de virt. et vit. 1.238.17-20 [§ 125 (: Διόδωρος 14.111.4)]. ‖ Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 116-119, 123-125. – Caven 1990: 131-185. –   Μοράκης 2006: 228-231. – Champion 2010: 273-283. – Christien 2015: 128-135. – Δρόκαλος 2017: 115-121. – Bearzot 2018: 49-51. – Harris 2018: 136, 139, 148-153. – Hoyos 2019: 80-82.

[10] Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 122-123. – Caven 1990: 245. – Αρεταίος 2015: 96. – De Angelis 2016: 126-129.

[11] Caven 1990: 186-180. – Dudziński 2019: 188-189.

[12] Πηγές-βοηθήματα: Διόδωρος 15.14.3-4 [πρβ. Κων. Πορφ. de virt. et vit. 1.239.21- 27 (§ 128)], 15.15-17. – Πολύαινος Στρατ. 5.2.21, 6.16.1. ‖ Hulot/Fugères 1910: 125. – Warmington 1960: 95-96. – Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 119-120. – Caven 1990: 186-201. – Rainey 2004: 216. – Μοράκης 2006: 231. – CHGRW 2007: 283. – Champion 2010: 284-288. – Dummett 2010: 50-53. – Δρόκαλος 2017: 121-124. – Dudziński 2019. – Hoyos 2019: 82-88. Σύγχρονοι ιστορικοί έχουν υποστηρίξει, μάλλον λανθασμένα, ότι τότε η καρχηδονιακή «επικράτεια» στη Σικελία προωθήθηκε ακόμη δυτικότερα κατά μήκος του ποταμού Νοτίου Ιμέρα (Fiume Salso ή Imera Meridionale), και επομένως ότι η ειρήνευση του 376 π.Χ. (περ.) υπήρξε ακόμη δυσμενέστερη για τις Συρακούσες. Πρβ. π.χ. De Vincenzo 2013: 25-26. Αντιπρβ. Dudziński 2019: 192 κ.ε.

[13] Rainey 2004: 81-85. – Miles 2011: 54-55. – Caruso 2019: 20-22.

[14] Πηγές-βοηθήματα: Διόδωρος 23-24, 73. – Frontinus Strat. 1.8.11 (πρβ. Πολύαινος Στρατ. 5.2.9). – Πολύαινος Στρατ. 5.9. ‖ Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 120. – Caven 1990: 202-215. – Μοράκης 2006: 231. – Champion 2010: 288-294. – Δρόκαλος 2017: 124-130. – Hoyos 2019: 88-92.

[15] Πρβ. Jurien de La Gravière 1887: 219-225. – Warmington 1960: 96-97. – Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 126-128 (αρνητική αξιολόγηση Διονυσίου). – Lloyd 1977: 81-85. – Caven 1990: 222-253. – Lewis 2000. – Μοράκης 2006: 231-232. – Champion 2010: 295-298 (αρνητική αξιολόγηση Διονυσίου). – Thatcher 2011: 161-178. – De Angelis 2016: 126-129, 212-217 (θετική αποτίμηση Διονυσίου). – Bearzot 2018. – Harris – Hoyos 2021: 56-58 (συνολικά αρνητικό για την Καρχηδόνα το αποτέλεσμα των πολέμων εναντίον του Συρακούσιου τυράννου Διονυσίου).

[16] Bearzot 2018: 44, 47. Βλ. π.χ. IG II2 18.6-7 (Αττική, 394/93 π.Χ.), 103.19-20 (Αττική, 369/68 π.Χ.): και 105.7-8 (Αττική, 368/67 π.Χ.): «…Διονύσιον τὸν Σικελίας ἄρχοντα…». Betts 1980: 146. – Harris 2018: 151-153. Μάλιστα, ο Λυσίας συγκαταλέγει στον «Κατ’ Ἀνδοκίδου ἀσεβείας» λόγο (Or. VI.6-7) τον Διονύσιο Α΄ ανάμεσα στους «βασιλέας». Betts 1980: 144-150. – Griffin 2005: 225-231.

[17] Πρβ. Ισοκράτης Φίλιππος 65: «Διονύσιος…ἐπιθυμήσας μοναρχίας ἀλόγως καὶ μανικῶς καὶ τολμήσας ἅπαντα πράττειν τὰ φέροντα πρὸς τὴν δύναμιν ταύτην, κατέσχε μὲν Συρακούσας, ἁπάσας δὲ τὰς ἐν Σικελίᾳ πόλεις, ὅσαι περ ἦσαν Ἑλληνίδες, κατεστρέψατο, τηλικαύτην δὲ δύναμιν περιεβάλετο καὶ πεζὴν καὶ ναυτικὴν ὅσην οὐδεὶς ἀνὴρ τῶν πρὸ ἐκείνου γενομένων». Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 128. Πρβ. Λυσίας Ὀλυμπιακός, όπου οι Έλληνες προτρέπονταν να ανατρέψουν την τυραννίδα του Διονυσίου Α΄. Lamb 51967: 680-683. Για όψεις της αντικαρχηδονιακής προπαγάνδας επί Διονυσίου Α΄: Prag 2010: 60-63.

[18] Rainey 2004: 255-258. Για την πολεμική δράση και διάφορα στρατηγήματα του Διονυσίου Α΄: Πολύαινος Στρατ. 2.

[19] Betts 1980: 45 κ.ε. – De Angelis 2016: 132. – Δρόκαλος 2017: 218-220.

 

ΠΗΓΕΣ

Aelius Théon Progymnasmata, eds.-transl. M. Patillon/G. Bolognesi, [Collection des universités de France. Série grecque 376 – Collection Budé] Paris 1997

Diodorus Siculus Library of History, vol. VI: Books XIV-XV.19, vol. VII: Books XV.20- XVI.65, eds.-transl. C.H. Oldfather, Ch.L. Sherman, [Loeb 399, 389] London/Cambridge MA 1954, 1952

Ephoros von Kyme, F. Jacoby (ed.), Die Fragmente Der Griechischer Historiker (FGrHist) II.A 70, Leiden 1986, σ. 37-109

Excerpta historica iussu imp. Constantini Porphyrogeniti confecta, vol. 2: excerpta de virtutibus et vitiis, pts. 1-2, eds. T. Büttner-Wobst/A.G. Roos, Berlin 1906, 1910

Frontinus The Stratagems and Aqueducts of Rome, ed.-transl. C.E. Bennett, [Loeb 174] London/New York 1925

Inscriptiones Graecae (= IG) vol. II/III², Inscriptiones Atticae Euclidis anno posteriores, ed. J. Kirchner, Pars I. Decreta continens, Fasc. 1. Decreta annorum 403/2– 230/29 a. Chr., Berlin 1913

Isocrates vol. I, ed.-transl. G. Norlin, [Loeb 209] London/New York 1928, Oration V. To Philip: σ. 243-340, Oration VI. Archidamus: σ. 341-411

Justin Abrégé des Histoires Philippiques de Trogue Pompée. Tome II. Livres XI-XXIII, eds. B. Mineo/G. Zecchini, [CUF. Série latine 418] Paris 2020

Lysias, ed.-transl. W.R.M. Lamb, [Loeb 244] Cambridge MA/London 51967, VI. Against Andocides: For Impiety: σ. 112-143, XXXIII. Olympic Oration: σ. 680- 690

Polyaeni Strategematon Libri VIII, edd. E. Woelfflin/J. Melber, [Teubner] Stuttgart

21970

Philistos von Syrakus, F. Jacoby (ed.), FrGrHist III.B 556, Leiden 1964, σ. 551-567 Polybius The Histories, Vol. I: Books I-II, ed.-transl. W.R. Paton, [Loeb 128]

London/New York 1922

Timaios von Tauromenion, F. Jacoby (ed.), FrGrHist III.B 566, Leiden 1964, σ. 581- 658

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αρεταίος, Λ. 2015. «Δίων – Τιμολέων (367 – 338 π.Χ.). Οι σωτήρες των Συρακουσών», στο: Μάχες της Αρχαιότητας Τόμος 2, εκδ. Β. Καμπάνης, [Στρατιωτική Ιστορία] Αθήνα, σ. 91-114

Bearzot, C. 2018. «Polybius and the Tyrants of Syracuse», στο: N. Miltsios/M. Tamiolaki (eds.), Polybius and His Legacy, [Trends in Classics – Supplementary Volumes, vol. 60] Berlin/Boston, σ. 43-54

Benjamin, S. 2006. Sicily. Three Thousand Years of Human History, Hanover NH

Betts, D.J. 1980. ‘Stasis’, Political Change and Political Subversion in Syracuse, 415- 305 B.C., MA thesis, Hobart

Campbell, D.B. 2003. Greek and Roman Artillery 399 BC–AD 363, [Osprey, New Vanguard 89] Oxford

Caruso, E. 2019. «Archaeological Landscape of the “Punic Epicracy” of Sicily», στο: E. Caruso/F. M. Raimondo/ G. Domina (eds.), BOCCONEA–28. Proceedings of the Meeting Botany at the intersection of Nature, Culture, Art and Sciences. Archaeological Park, Selinunte (Sicily), 28-30 June 2018, Palermo, σ. 13-25

Caven, B. 1990. Dionysius I War-Lord of Sicily, New Haven/London

Champion, J. 2010. The Tyrants of Syracuse: War in Ancient Sicily, Vol. I: 480–367 BC, [Pen & Sword Military] Barnsley

Χατζόπουλος, Μ. (συν. Κολιόπουλος, Ι.) 1972. «Σικελία και Κάτω Ιταλία (413 – 330 π.Χ.)», στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Ι.Ε.Ε.), τ. Γ2: Κλασσικός Ελληνισμός, Αθήνα, σ. 98-144

CHGRW I 2007 = Ph. Sabin/H. van Wees/M. Whitby (eds.). The Cambridge History of Greek and Roman Warfare, Vol. I: Greece, the Hellenistic world and the rise of Rome, Cambridge

Christien, J. 2015. «Corcyre au IVe siècle entre Sparte et Syracuse: que sont mes vaisseaux devenus?», στο: C. Antonetti/E. Cavalli (eds.), Prospettive Corciresi, [Diabaseis 5] Pisa, σ. 119-144

De Angelis, F. 2016. Archaic and Classical Greek Sicily. A Social and Economic History, [Greeks Overseas] Oxford

Δεσποτόπουλος, Α. 1972. «Η πολεμική τέχνη των Ελλήνων κατά την περίοδο 1100-336 π.Χ.», στο: Ι.Ε.Ε., τ. Γ2: Κλασσικός Ελληνισμός, Αθήνα, σ. 192-235

De Vincenzo, S. 2013. Tra Cartagine e Roma. I centri urbani dell’eparchia punica di Sicilia tra VI e I sec.a.C., Berlin/Boston

Δρόκαλος, Σ.Φ. 2017. Έλληνες εναντίον Καρχηδονίων. Η αδυσώπητη σύγκρουση για κυριαρχία στη δυτική Μεσόγειο (8ος-3ος αι. π.Χ.), [Μονογραφίες της «Στρατιωτικής Ιστορίας» 76] Αθήνα

Dudziński, A. 2016. «Diodorus’ use of Timaeus», Ancient History Bulletin 30/1-2, σ. 43-76

Dudziński, Α. 2019. «The Treaty of 376/5 BC – A New Interpretation», Historia 68/2, σ. 188-199

Dummett, J. 2010. Syracuse City of Legends. A Glory of Sicily, London/New York

Evans, R. 2009. Syracuse in Antiquity. History and Topography, Pretoria

Evans, R. 2016. Ancient Syracuse. From Foundation to Fourth Century Collapse, London/New York

Fields, N. 2006. Ancient Greek Fortifications 500 – 300 BC, [Osprey, Fortress 40] Oxford/New York

Fields, N. 2007. Ancient Greek Warship 500–322 BC, [Osprey, New Vanguard 132] Oxford/New York

Griffin, M.J. 2005. The Tyrannies in the Greek Cities of Sicily: 505-466 BC, PhD thesis, University of Leeds

Harris, J.R. 2018. «Continuity through Rupture: Space, Time, and Politics in the Mass Migrations of Dionysius the Elder», στο: S. Montel/A. Pollini (eds.), La question de l’espace au IVe siècle avant J.-C. dans les mondes grec et étrusco- italique : continuités, ruptures, reprises, [Institut des Sciences et Techniques de l’Antiquité (ISTA) 1442] Besançon, σ. 135-157

Hoyos, D. 2019. Carthage’s Other Wars. Carthaginian Warfare Outside the ‘Punic Wars’ Against Rome, [Pen & Sword Military] Barnsley

Hoyos, D. 2021. Carthage. A Biography, [Cities of the Ancient World] London/New York

Hulot, J./Fugères, G. 1910. Sélinonte. Colonie dorienne en Sicile. La Ville, l’Acropole et les Temples, [Librairie générale de l’architecture et des arts décoratifs] Paris

Jurien de La Gravière, E. 1879. «La marine de Syracuse», Revue des deux mondes (Sept. 2/2), σ. 861-885

Jurien de La Gravière, E. 1887. La Marine des Anciens, 2ème Partie : La Revanche des Perses. Les Tyrans de Syracuse, Paris

Lee, J.W.I. 2010. «Urban Warfare in the Classical Greek World», στο: V. Davis Hanson (ed.), Makers of Ancient Strategy. From the Persian Wars to the Fall of Rome, Princeton/London, σ. 138-162

Lewis, S. 2000. «The tyrant’s myth», στο: Chr. Smith/J. Serrati (eds.), Sicily from Aeneas to Augustus. New Approaches in Archaeology and History, [New Perspectives on the Ancient World 1] Edinburgh, σ. 97-106

Lloyd, A. 1977. Destroy Carthage! The Death Throes of an Ancient Culture, London

Mignosa, V. 2020. «When war changes a city. 14. Fortifications and urban landscapes in tyrant-ruled Syracuse», στο: M. Jonasch (ed.), The Fight for Greek Sicily Society, Politics, and Landscape, Oxford/Philadelphia, σ. 380-419

Miles, R. 2011. Carthage Must Be Destroyed. The Rise and Fall of an Ancient Mediterranean Civilization, New York

Μοράκης, Α. 2006. «Έλληνες της Δύσης», στο: Ιστορία των Ελλήνων τόμος 3: Κλασικοί Χρόνοι, Αθήνα, σ. 202-241

Μοράκης, Α. 2016. «Η εκστρατεία του Διονυσίου στη Δυτική Σικελία και η πολιορκία των Συρακουσών από τους Καρχηδονίους (398-396 π.Χ.)», στο: Μάχες της Αρχαιότητας Τόμος 4, εκδ. Β. Καμπάνης, [Στρατιωτική Ιστορία] Αθήνα, σ. 105- 132

Prag, J. 2010. «Tyrannizing Sicily: The Despots who cried ‘Carthage!’», στο: A.J. Turner/J.H.K.O. Chong-Gossard/F.J. Vervaet (eds.), Private and Public Lies: The Discourse of Despotism and Deceit in the Graeco-Roman World, [Impact of Empire vol. 11] Leiden, σ. 51-71

Rainey, S. 2004. The Nature of Carthaginian Imperial Activity: Trade, Settlement, Conquest, and Rule, PhD thesis, University of Canterbury

Ross Holloway, R. 2004. The Archaeology of Ancient Sicily, London/New York

Souza, R. 2020. «Enslavement and redemption in Classical Sicily», στο: M. Jonasch (ed.), The Fight for Greek Sicily Society, Politics, and Landscape, Oxford/Philadelphia, σ. 121-141

Steinby, Chr. 2014. Rome versus Carthage. The War at Sea, [Pen & Sword Maritime] Barnsley

Thatcher, M.R. 2011. A Variable Tapestry: Identity and Politics in Greek Sicily and Southern Italy, PhD thesis, Brown University, Providence RI

Warmington, B.H. 1960. Carthage, London

Wilcken, U. 1976. Αρχαία Ελληνική Ιστορία, μτφ. Ι. Τουλουμάκος, Αθήνα

 

Οι αναχρονισμοί του Astérix

Το Πασχαλινό αφιέρωμα της Clio Turbata

 

Οι αναχρονισμοί του Astérix

 

Στον Αριστομένη Καζόγλου

 

Ένα αφιέρωμα αυτού του είδους έχει άραγε θέση σε μια ιστοσελίδα σαν την Clio Turbata; Η απάντηση είναι καταφατική. Πέραν πάσης αμφιβολίας, η ανατροπή της ιστορικής πραγματικότητας είναι ο κυρίαρχος λόγος, που εξηγεί τη μεγάλη επιτυχία της σειράς. Όμως, για να είναι κάποιος σε θέση να το πράξει, οφείλει να κατέχει την εν λόγω πραγματικότητα από κάθε άποψη και μάλιστα σε βάθος. Αυτό ακριβώς συμβαίνει εν προκειμένω. Άλλωστε, πρόκειται περί Τέχνης, οπότε τα πάντα επιτρέπονται, τα πάντα δικαιολογούνται.

Αναφορές σε ιστορικά συμβάντα

Ο Γαλατικός Πόλεμος είναι μια σειρά στρατιωτικών εκστρατειών με επικεφαλής τον Ρωμαίο ανθύπατο Ιούλιο Καίσαρα εναντίον γαλατικών φυλών. Διήρκεσε από το 58 έως το 51 π.Χ. και ουσιαστικά ολοκληρώθηκε με την αποφασιστική μάχη της Αλεσίας, η οποία οδήγησε στην επέκταση της κυριαρχίας της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας στο σύνολο της Γαλατίας. Η εσωτερική διάσπαση των Γαλατών σε φυλές διευκόλυνε τη νίκη του Καίσαρα και η προσπάθεια του Βερκινγκετορίξ να ενώσει τους Γαλάτες κατά της ρωμαϊκής εισβολής σημειώθηκε καθυστερημένα. Παρόλο που ο Καίσαρ περιέγραψε την εισβολή ως προληπτική και αμυντική δράση, οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι ο πόλεμος διεξήχθη κυρίως για να εδραιώσει την πολιτική του σταδιοδρομία και να τού εξασφαλίσει πόρους. Ωστόσο, η κατάκτηση της Γαλατίας είχε μεγάλη σημασία για τους Ρωμαίους, καθώς οι ήδη από το 121 π.Χ. κατακτημένες από τη Ρώμη περιοχές στα νότια της Γαλατίας δέχονταν επιθέσεις από διάφορες γαλατικές φυλές εγκατεστημένες βορειότερα. Η κατάκτηση της Γαλατίας επέτρεψε επίσης στη Ρώμη να διασφαλίσει τα φυσικά σύνορα του Ρήνου. Η εξέλιξη του πολέμου περιγράφεται από τον Ιούλιο Καίσαρα στο έργο του Απομνημονεύματα περί του Γαλατικού Πολέμου (Commentarii de Bello Gallico), το οποίο παραμένει η πιο σημαντική ιστορική πηγή για τον Γαλατικό πόλεμο, τόσο για τα πολεμικά γεγονότα όσο και για τις πολλές πληροφορίες για την κοινωνική δομή των Γαλατών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι René Goscinny και Albert Uderzo τοποθέτησαν το 1959 τις περιπέτειες του Astérix. Όλη η Γαλατία έχει πέσει στα χέρια των Ρωμαίων. Όλη; Όχι! Οι κάτοικοι ενός μικρού χωριού της Αρμορικής, χάρη στο μαγικό φίλτρο που παρασκευάζει ο δρυίδης Πανοραμίξ, και που τους δίνει υπερφυσική δύναμη, συνεχίζουν να αντιστέκονται στους Ρωμαίους. Γνωρίζοντας ότι η κατάκτηση του χωριού μέσω πολέμου είναι αδύνατη λόγω της υπερφυσικής δύναμης των Γαλατών, ο Ιούλιος Καίσαρας και οι Ρωμαίοι προσπαθούν κάθε φορά να κατακτήσουν το χωριό χρησιμοποιώντας κάποιο πανούργο τέχνασμα, πάντoτε όμως με αποτυχημένη κατάληξη. Αυτό είναι και το κύριο θέμα του κόμικ.

Το χωριό των ανυπότακτων Γαλατών.
Η ολοκλήρωση της κατάκτησης της Γαλατίας με την παράδοση των όπλων του Βερκινγκετορίξ στον Ιούλιο Καίσαρα.
Το σύνδρομο της ήττας των Γαλατών στην αποφασιστική μάχη της Αλεσίας.

Πολλά αδιαμφισβήτητα ιστορικά συμβάντα είναι ενσωματωμένα με περίτεχνο τρόπο και πάντοτε με ευρηματικότητα: η εκστρατεία του Καίσαρα στην αντίπερα όχθη της Μάγχης, οι εξεγέρσεις στην Ιβηρική χερσόνησο, η σύγκρουση με τις δυνάμεις του Πομπήιου στη βόρεια Αφρική, ο δεσμός του Καίσαρα με την Κλεοπάτρα, οι πολεμικές τεχνικές των Ρωμαίων, η συνωμοσία του Βρούτου κλπ.

Ο διάπλους της Μάγχης από τον στόλο του Ιουλίου Καίσαρα.
Εξέγερση στην Ιβηρική χερσόνησο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η θυελλώδης σχέση του Ιουλίου Καίσαρα με την Κλεοπάτρα.
“Και όσο ο Βρούτος βρίσκεται στο πλευρό σου, δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα, ω Καίσαρ!”
Τα ρωμαϊκά όργια.
Η μάχη της Θάψου (46 π.Χ.).

Ωστόσο, ένα θεμελιώδες συστατικό γνώρισμα του συνόλου της σειράς αποτελεί το γεγονός ότι οι συγγραφείς επιλέγουν συνειδητά να διαχωρίσουν τη θέση τους από την ιστορική συνέχεια αντιστρέφοντας την προοπτική του χρόνου. Υπό αυτή την έννοια δεν είναι λίγες οι αναφορές σε μεταγενέστερα γεγονότα, ο δε κόσμος του Astérix δεν είναι σχεδόν τίποτα άλλο από μια προβολή του μέλλοντος στο αρχαίο παρελθόν, υπό το πρίσμα, πάντοτε, της καρικατούρας: μεταξύ πολλών άλλων τα μέσα μαζικής μεταφοράς στο Λονδίνο είναι δίπατες βοϊδάμαξες, στην Λουτέτια (πρόδρομο του Παρισιού) δεσπόζει ένας γιγάντιος περιστερεώνας με το σχήμα του πύργου του Άιφελ, οι Ελβετοί είναι μανιακοί με την καθαριότητα, οι Βρετανοί πίνουν τσάι στις 17.00 μ.μ., οι πρωταγωνιστές συναντώνται με τον Δον Κιχώτη μπροστά από έναν ανεμόμυλο, χορεύουν συρτάκι μέσα σε μια αθηναϊκή ταβέρνα, οι πειρατές ναυαγούν συγκεντρωμένοι επάνω σε μια σχεδία, η οποία αποτελεί ευθεία αναφορά στον γνωστό πίνακα του ζωγράφου Théodore Géricault H σχεδία της Μέδουσας, σε ένα άσυλο ψυχασθενών αποτελεί ανεξήγητο φαινόμενο η παρουσία ενός τροφίμου ντυμένου σαν τον Ναπολέοντα, στους δρόμους του Λονδίνου κάνει θραύση ένα συγκρότημα τροβαδούρων με τη μορφή των Beatles, οι Astérix και Obélix ανακαλύπτουν κατά λάθος την Αμερική αιώνες πριν από τον Χριστόφορο Κολόμβο κλπ.

Η ανακάλυψη της Αμερικής.
Οι δίπατες βοϊδάμαξες του Λονδίνου.
Ο μεγάλος περιστερεώνας της Λουτέτιας.
Αναφορά στον γερμανικό μιλιταρισμό.
Amnésix: ο μυστηριώδης τρόφιμος του ψυχιατρείου.
Πινακίδα στα σύνορα μεταξύ Γαλατίας και Ελβετίας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η σχεδία της Μέδουσας του Théodore Géricault και η κατά Astérix εκδοχή της.
Five o’ clock tea.
Οι Beatles αναστατώνουν την καθημερινότητα του Λονδίνου.
Συναπάντημα με τους Δον Κιχώτη και Σάντσο Πάντσα στην Ισπανία.
Χορεύοντας φλαμένκο στην Ανδαλουσία.
Τρώγοντας ελβετική φοντύ στη Γενεύη.
Πετώντας με μαγικό χαλί στην Ινδία.
Οι Βρετανοί ανακαλύπτουν το ράγκμπυ.

Συχνότατες είναι και οι αναφορές σε μεταγενέστερα γεγονότα όπως οι μάχες του Αούστερλιτς και του Βατερλώ, η απόβαση των Συμμάχων στη Νορμανδία κλπ.

Αναφορά στη μάχη του Αούστερλιτς (1805) και παράφραση της έκφρασης του Ναπολέοντα “Le soleil d’ Austerlitz” (O ήλιος του Austerlitz) ως “Le sommeil d’ Osterlix”(O ύπνος του Osterlix).
Η μάχη του Βατερλώ (1815) δεκαεννέα αιώνες πριν από τη διεξαγωγή της.
Οι Νορμανδοί αποβιβάζονται στη Γαλατία! Αναφορά στη Συμμαχική απόβαση στη Νορμανδία (6 Ιουνίου 1944) με το τραγούδι, που οι Ελεύθεροι Γάλλοι του στρατηγού De Gaulle είχαν αναγάγει σε σύμβολο.

Χαρακτήρες και επιλογή ονομάτων

Προνομιακός χώρος έμπνευσης για τους σκιτσογράφους υπήρξε ο κόσμος της έβδομης τέχνης. Οι πρωταγωνιστές της σειράς παρελαύνουν δανειζόμενοι τα χαρακτηριστικά δημοφιλών ηθοποιών και άλλων επωνύμων προσώπων της πολιτικής και του αθλητισμού.

Οι ηθοποιοί Stan Laurel και Oliver Hardy ως Ρωμαίοι λεγεωνάριοι.
O ηθοποιός Jean Gabin ως Πόντιος Πιλάτος.
Η ηθοποιός Romy Schneider ως τραγουδίστρια όπερας Latraviata.
Ο Μαρσεγιέζος ηθοποιός Raimu, ως ταβερνιάρης από τη Μασσαλία.
Ο ηθοποιός Sean Connery ως Γαλάτης κατάσκοπος Dubbelosix, παράφραση του double o seven, χαρακτηρισμού του James Bond.
Ο ηθοποιός Jean Marais ως Γαλάτης γόης Tragicomix.
Ο ηθοποιός Lino Ventura ως Ρωμαίος εκατόνταρχος Aérobus.
Ο ηθοποιός James Coburn ως μάντης.
Ο ηθοποιός Kirk Douglas ως Σπάρτακος.
Ο ηθοποιός Charles Laughton ως Γάιος Γράκχος.
Ο τηλεοπτικός κονφερανσιέ Guy Lux ως υπεύθυνος προγραμματισμού στο Κολοσσαίο.
Ο Siegmund Freud ως Δρυίδης Psychoanalytix.
Ο Jacques Chirac ως Ρωμαίος τεχνοκράτης.
Ο ποδηλάτης Eddy Merckx ως ταχύς αγγελιοφόρος.
O Julius Assange ως Ρωμαίος στατιστικολόγος.

H επιλογή των ονομάτων αποτελεί πηγή έμπνευσης και άφθονου γέλιου. Εκείνα των Γαλατών λήγουν πάντοτε σε -ix (Astérix, Obélix, Astronomix – ο πατέρας του Astérix, Panoramix, Patologix, Diagnostix, Amnésix, Homéopathix, Anorexix, Tragicomix, Carferrix, Ramolix, Psychoanalytix, Hérétix, Salamix, Otorinolaringologix, Atmosférix Fantasmagorix, κλπ). Άξιες μνείας είναι οι περιπτώσεις του Κορσικανού Ocatarinetabellatchitchix (από το τραγούδι O Catarinetta bella tchi- tchi, του, επίσης Κορσικανού, Tino Rossi) και του Labelledecadix (από το τραγούδι La belle de Cadix του Luis Mariano).

Τα ονόματα των γυναικείων χαρακτήρων λήγουν σε -ine (Bonemine – υγειής όψη προσώπου – Gélatine, Ielosubmarine, Praline – η μητέρα του Astérix) ή σε -α (Falbala, Coriza, Latraviata, Mozzarella).

Όπως είναι επόμενο, τα ονόματα των Ρωμαίων λήγουν σε -us (Octopus, Hotelterminus, Processus, Prospectus, Juventus, Vestiarius, Malentendus, Showbusinus, Stradivarius, Tiramisus, Autobus, Campus, Hypoténus, Eucalyptus, Radius, Stupidus, Tumulus, Affairedreyfus – υπόθεση Ντρέιφους – Trolleybus, Habeascorpus, Wolfgangamadeus). Το 2017 έκανε την εμφάνισή του ο τρομακτικός μασκοφόρος αρματοδρόμος Coronavirus!

Τα ονόματα των Γότθων λήγουν σε -ic (Téléféric, Numéric, Cylindric, Chiméric), των Βρετανών σε -ax (Ipipourax – από το hip-hip hooray – Relax, Surtax – υπερφορολόγηση), των Νορμανδών σε -af (Nescaf, Cryptograf, Dactylograf, Bathyscaf, Baf), των Ελλήνων σε -as (Plexiglas, Garemonparnas – σταθμός Montparnasse), των Αιγυπτίων, οι οποίοι μιλούν με ιερογλυφικά, σε -is (Tournevis – κατσαβίδι – Courdeténis – γήπεδο τένις), των Βίκινγκς, με την απαραίτητη ορθογραφία, σε -sen (Kerøsen, Øbsen, Neuillisursen – από το Neuilly-sur-Seine, προάστιο του Παρισιού), ενώ ο σκύλος Zøødvisen – από το zoo de Vincennes, ζωολογικός κήπος Vincennes – γαυγίζει με την αρμόζουσα προφορά.

Τέλος, όλες σχεδόν οι περιπέτειες διατρέχονται από ιστορικές εκφράσεις και αποφθέγματα, που λαμβάνουν χώρα σε λανθασμένη χρονική συγκυρία.

O Astérix επί το ελληνικότερον

Ο Αστερίξ στους Ολυμπιακούς Αγώνες διαδραματίζεται εξολοκλήρου στην Ελλάδα και είναι ένας από τους δημοφιλέστερους τόμους της σειράς. Η πλοκή διαδραματίζεται στον Πειραιά, στην Αθήνα και φυσικά στην αρχαία Ολυμπία. Οι αναχρονισμοί περισσεύουν: από το τραγούδι Τα παιδιά του Πειραιά μέχρι το ομαδικό συρτάκι υπό τον ήχο λύρας και αυλών σε μια ταβέρνα στους πρόποδες της Ακρόπολης.

Τα ονόματα εξακολουθούν να είναι ευρηματικά. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί ο Ρόδιος αθλητής Okeibos. Για μια και μοναδική φορά οι δημιουργοί της σειράς René Goscinny και Albert Uderzo αυτοσαρκάζονται. Συγκεκριμένα, εμφανίζουν τους εαυτούς τους επάνω σε ένα ανάγλυφο της Άλτεως της Ολυμπίας ως ΓΟΣΚΙΝΝΥ και ΥΔΕΡΖΟ μαζί με τις ιδιότητες ΔΕΣΠΟΤΗΣ και ΤΥΡΑΝΝΟΣ. Το ανάγλυφο σχολιάζουν δυο Ελλανοδίκες καυτηριάζοντας συνάμα την παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

 

 

 

 

 

 

 

 

Κατά τα άλλα, υπάρχουν πάμπολλες αναφορές στην τέλεση των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, όπως λ.χ. η τελετή έναρξης, η προπόνηση των αθλητών, η βράβευση των νικητών και το πρόβλημα του ντόπινγκ.

Τέλος, ο τόμος κυκλοφορεί και στα αρχαία ελληνικά!

https://vivliothikiagiasmatos.files.wordpress.com/2012/02/ceb1cf83cf84ceb5cf81ceafcebaceb9cebf cf82-ceb5cebd-cebfcebbcf85cebccf80ceafceb1.pdf

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αυθαίρετος αναχρονισμός επί το ελληνικότερον. Ενδείκνυται για προεκλογικές περιόδους και όχι μόνο…

 

Κείμενο – Επιμέλεια αφιερώματος: Γιάννης Μουρέλος

Μορφοποίηση – Επιμέλεια έκδοσης: Θωμάς Δημόπουλος

Λυκούργος Κουρκουβέλας: Πολεμώντας τον κομμουνισμό. Ο Raymond Aron και ο Ψυχρός Πόλεμος

Λυκούργος Κουρκουβέλας

Πολεμώντας τον κομμουνισμό. Ο Raymond Aron και ο Ψυχρός Πόλεμος

 

Ο Raymond Aron (1905-1983) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους δημόσιους διανοούμενους κατά την ψυχροπολεμική περίοδο. Επρόκειτο για μια εποχή, ιδίως οι πρώτες δύο δεκαετίες μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, που η διανοητική ζωή της Γαλλίας βρέθηκε στο επίκεντρο της διεθνούς ζωής εξαιτίας δύο συναφών εξελίξεων: α) της διάχυσης των ιδεών του λεγόμενου Υπαρξισμού ως διακριτού διανοητικού και καλλιτεχνικού ρεύματος και β) της ιδεολογικής διαμάχης πάνω στα κύρια διακυβεύματα του Ψυχρού Πολέμου. Ο διανοούμενος που βρέθηκε στο επίκεντρο των εξελίξεων αυτών και, σε μεγάλο βαθμό, καθόρισε το δημόσιο διάλογο ήταν ο Jean-Paul Sartre, ο οποίος, αποτέλεσε το κύριο αντίπαλο δέος για τον Raymond Aron. H φιλία τους από τις αρχές της δεκαετίας του 1930, η ευρύτερη κοινή πνευματική τους πορεία μέχρι περίπου το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και η μετέπειτα ρήξη τους έθεσαν το πλαίσιο της μεταξύ τους διανοητικής διαμάχης.[i] Πρέπει εξ αρχής να τονιστεί ότι ο ρόλος του Sartre ως προς το έργο του Aron αφορά κυρίως την ιδεολογική σύγκρουση με αφορμή τον κομμουνισμό και την ΕΣΣΔ και όχι την ευρύτερη πνευματική παραγωγή του, η οποία υπήρξε πολυσχιδής και κινήθηκε σε ποικίλα πεδία: κοινωνιολογία, πολιτική φιλοσοφία, θεωρία των διεθνών σχέσεων, σχολιασμός των «συγκυριακών» εξελίξεων της εγχώριας γαλλικής και διεθνούς πολιτικής μέσα από τις στήλες των εφημερίδων Le Figaro και L’ Express.

Οι Jean-Paul Sartre και Raymond Aron σε κοινή εκδήλωση.

Όπως έχουν καταδείξει σύγχρονες μελέτες η δημόσια πνευματική παρουσία του Aron στους τομείς αυτούς είχε ως αποτέλεσμα την προσωπική σχέση ή/και διανοητική συνομιλία του με πλειάδα διανοούμενων της μεταπολεμικής εποχής, όπως ήταν ο Carl Schmitt, η Hannah Arendt, ο Maurice Merleau-Ponty, o Friedrich Hayek, o Arthur Koestler, o Herbert Marcuse αλλά και πολιτικών όπως ο Henry Kissinger, o Walter Rostow, o Robert McNamara, o Charles De Gaulle και ο Valéry Giscard d’ Estaing.[ii] Στόχος του κειμένου είναι να αναλύσει και αναδείξει τις κύριες πτυχές της σκέψης του Aron στην προοπτική της ψυχροπολεμικής διαμάχης, προτείνοντας ταυτόχρονα μία ερμηνεία ως προς τη φύση του φιλελευθερισμού του Aron στο πλαίσιο των συζητήσεων για τη φιλελεύθερη κοσμοθεωρία στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, καθώς και να συζητήσει τις συναφείς αντιλήψεις του ως προς τη διεθνή πολιτική της ψυχροπολεμικής περιόδου.

 

Α. Η Πολιτική σκέψη του Aron στον Ψυχρό Πόλεμο

1) Η ανθρωπολογία του Aron: Ιστορία και Τραγωδία

Ευρύτερο πλαίσιο της ανάλυσής μας για την πληρέστερη κατανόηση της σκέψης και του ρόλου του Aron στον Ψυχρό Πόλεμο θα αποτελέσει η ευρύτερη κοσμοθεώρησή του και η συγκρότηση του αξιακού του συστήματος. Πάνω από όλα, το έργο του Aron είναι εξόχως πολιτικό και είχε ως εφαλτήριό του την άνοδο του Ναζισμού, της οποίας ο Aron είχε προσωπική εμπειρία, καθώς έζησε στη Γερμανία την περίοδο 1930-1933, πρώτα στην Κολωνία και έπειτα στο Βερολίνο. Η εμπειρία αυτή υπήρξε καθοριστική για τη συγκρότηση της πολιτικής του συνείδησης, που έλαβε έναν πεσιμιστικό, ενίοτε τραγικό χαρακτήρα, ο οποίος διαμορφώθηκε και από τη μεγάλη επίδραση που του άσκησε, ήδη από τη δεκαετία του 1930, το έργο του Max Weber. Κατά τον Aron ο άνθρωπος είναι οντολογικά ατελής, χωρίς τη δυνατότητα κάποιας μελλοντικής «τελείωσης», και χαρακτηρίζεται, ψυχολογικά και κοινωνικά, από τη συνύπαρξη αντιφάσεων, αντινομιών και, πάνω από όλα, παθών που συχνά τον οδηγούν στην καταστροφή. Με άλλα λόγια, η ανθρώπινη ιστορία και πολιτική είναι, κυρίως, ένα πεδίο συγκρούσεων, στο οποίο πάθη όπως η ισχύς, η φιλαυτία, η απληστία και η κυριαρχία καθορίζουν το κοινωνικό και ιστορικό γίγνεσθαι. Πέρα από τον Max Weber, από τα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, ο Μακιαβέλλι και ο Θουκυδίδης θα αποτελέσουν καίριο «συμπλήρωμα» των κοσμοθεωρητικών τοποθετήσεων του Aron. Ο Μακιαβέλλι αποτέλεσε τον κύριο συνομιλητή του για τη διαμόρφωση μιας συγκεκριμένης φιλελεύθερης πολιτικής θεώρησης κατά τη μεταπολεμική εποχή, ενώ ο Θουκυδίδης ήταν το πρότυπο για να γράψει μια πολιτική ιστορία του 20ού αιώνα, την οποία όμως δεν κατάφερε να ολοκληρώσει. Αυτή η πεσιμιστική θέαση της ανθρώπινης φύσης και ιστορίας αποτέλεσε το υπόβαθρο της πολιτικής σκέψης του Aron, του φιλελευθερισμού του «φόβου», όπως τον έχει χαρακτηρίσει η Judith Shklar.[iii]

Το κύριο πολιτικό διακύβευμα στην οπτική αυτή ήταν η κοινωνική και πολιτική ασφάλεια και οι σταδιακές μεταρρυθμίσεις αντί για τις μεγαλόπνοες και ριζοσπαστικές ή/και επαναστατικές ρήξεις. Αντιθέτως, όπως θα δούμε στην περίπτωση του κομμουνισμού, ο ριζοσπαστισμός και η ακραία του μορφή, η επανάσταση, ενείχε το σπέρμα της τραγικής καταστροφής. Η έννοια του τραγικού σχετίζεται με την απόσταση μεταξύ των κινήτρων και της «καλής θέλησης» από τη μια πλευρά και του καταστροφικού αποτελέσματος από την άλλη. Αυτό το πλαίσιο του οντολογικού πεσιμισμού του Aron συμπληρωνόταν από αντίστοιχη γνωσιοθεωρητική προοπτική: αβεβαιότητα περί της αλήθειας και της πολιτικής γνώσης, αδυνατότητα πρόβλεψης της ανθρώπινης πράξης και αδυναμία ορθολογικής θεμελίωσης της πολιτικής.[iv] Η επίδραση του Weber ήταν εμφανής: η κοινωνικοπολιτική κατάσταση του ανθρώπου εδράζεται στις εκάστοτε κοινωνικές και πολιτισμικές αξίες, που είναι ιστορικά προσδιορισμένες, και όχι στον αφηρημένο και οικουμενικό Λόγο. Από τη στιγμή που η πολιτική γνώση είναι μερική και αποσπασματική, είναι αδύνατο να υπάρξει μια «επιστημονική» θεώρηση της Ιστορίας, άρα και η δυνατότητα πρόβλεψης των ανθρώπινων πραγμάτων. Στην ίδια προοπτική, είναι λανθασμένη η επιστημολογική προσέγγιση κατανόησης της ανθρώπινης κοινωνίας με αναγωγή, όπως έκαναν οι μαρξιστές στην οικονομία, σε έναν μόνο παράγοντα της ανθρώπινης ζωής. Κάθε τομέας της ανθρώπινης δραστηριότητας (οικονομία, πολιτική, κουλτούρα κτλ.) ανταποκρίνεται σε ποικίλα κανονιστικά πλαίσια, ενέχει διαφορετικούς ρυθμούς αλλαγής και ρυθμίζεται από διακριτές, ακόμα και αντιφατικές, αξιακές αρχές. Γι’ αυτό, η προσέγγιση της κοινωνίας ως μιας ενοποιημένης και αδιαφοροποίητης ολότητας, που χαρακτηρίζεται από μία μόνο οπτική (π.χ. παραγωγικές σχέσεις, οικονομία της αγοράς, επιστήμη, τεχνολογία) αποτυγχάνει να λάβει υπόψη της τον πλουραλισμό, που βρίσκεται στον πυρήνα των κοινωνιών στην εποχή της νεοτερικότητας. Η γνωσιοθεωρητική προτεραιότητα που δίνει ο Aron στις αξίες έναντι του Λόγου μεταφέρεται και στο επίπεδο της κοινωνίας και της πολιτικής: οι κοινωνίες δεν οργανώνονται βάσει του ορθολογισμού αλλά μέσω του ανταγωνισμού και ενίοτε της σύγκρουσης των αξιών.

Max Weber (1864 – 1920).

Επειδή οι αξίες λαμβάνουν οντολογικό χαρακτήρα στη σκέψη του Aron, ο πλουραλισμός των αξιών αποτελεί συστατικό χαρακτηριστικό των ανθρώπινων κοινωνιών. Συνεπώς, το θεμελιώδες χαρακτηριστικό μιας δημοκρατικής κοινωνίας είναι η αποδοχή του αξιακού πλουραλισμού, με άλλα λόγια, η ανεκτικότητα στις ποικίλες αξίες που συνυπάρχουν μέσα σε μια κοινωνία και στον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Επιπροσθέτως, ο Aron αποδέχεται πλήρως τη διάκριση που είχε προτείνει ο Max Weber περί ηθικής της ευθύνης και ηθικής της πεποίθησης.[v] Ο ίδιος, τουλάχιστον ως προς την πολιτική, τασσόταν αναφανδόν υπέρ της ηθικής της ευθύνης, καθώς θεωρούσε ότι μια ηθική που έδινε σημασία μόνο στις αξίες, χωρίς την προσπάθεια αναστοχασμού πάνω στις συνέπειες και τα αποτελέσματα του πολιτικού πράττειν, κατά πάσα πιθανότητα θα οδηγούσε σε τραγικά και καταστροφικά αποτελέσματα. Λόγω, όμως, του ότι ο πολιτικός είναι, γνωσιολογικά, αδύνατο να προβλέψει με ακρίβεια όχι μόνο τις συνέπειες των πράξεών του αλλά και να κατανοήσει με πληρότητα το νόημά τους, το πολιτικό πράττειν είναι ατελές και αποσπασματικό.[vi]

Ο πεσιμισμός και ο τραγικός χαρακτήρας της ανθρώπινης κατάστασης, και της πολιτικής ιδιαίτερα, δεν οδήγησε τον Aron στον μηδενισμό, με την έννοια της αδυνατότητας έλλογης οργάνωσης των ανθρώπινων κοινωνιών μέσα σε πιθανώς ανεκτά και ειρηνικά πλαίσια. Αυτό που είναι καίριο ήταν ότι υπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο οι ανθρώπινες κοινωνίες να οδηγηθούν στην καταστροφή εξαιτίας ενδογενών αλλά και εξωγενών παραγόντων. Από την άλλη πλευρά, ο άνθρωπος δεν χαρακτηρίζεται μόνο από πάθη αλλά και από τη δυνατότητα, έστω και μερικής, τιθάσευσής τους μέσω του Λόγου. Στη σκέψη του Aron υπάρχει και μία καντιανή πλευρά, παρακαταθήκη της εντατική ενασχόλησής του με τον Γερμανό φιλόσοφο κατά τη δεκαετία του 1930. Όμως, η επίδραση του Καντ δεν πρέπει να υπερτιμηθεί: το άλογο στοιχείο στον άνθρωπο είναι αυτό που υπογραμμίζει την πολιτική προοπτική του Aron, που συνοδεύεται από την ελπίδα, την πίστη περισσότερο (ως αξιακού προτάγματος), στον έλλογο χαρακτήρα του ανθρώπου. Με απλά λόγια, ο Aron διατρανώνει την πίστη του στον Λόγο και στην ανθρωπιά, χωρίς όμως αυτή η πίστη του να θεμελιώνεται στον ορθολογισμό: απλά στοιχηματίζει στην ανθρωπότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα πράγματα θα έχουν αίσια κατάληξη. Πρόκειται για «μάθημα» που έλαβε από την άνοδο του Χίτλερ κατά τον γερμανικό Μεσοπόλεμο.[vii] Η θεμελιώδης, ιδιοσυγκρασιακή στάση του Aron είναι η εξής: ανάδειξη και υπογράμμιση των αντινομιών της ανθρώπινης κατάστασης, κυρίως της πολιτικής, και προσπάθεια για μετριοπαθείς προτάσεις και συμβιβασμούς. Πρόκειται για συνειδητή στάση του Aron ως δημόσιου διανοούμενου, η οποία υπογραμμίζει την αντίθεσή του με την αριστερή γαλλική διανόηση κατά τον Ψυχρό Πόλεμο. Από την άλλη μεριά, επικρίθηκε πολλές φορές, ιδίως όσον αφορά τις δημόσιες τοποθετήσεις του για το Αλγερινό, ως άνθρωπος χωρίς συναίσθημα ή ως διανοούμενος που με τη σειρά του, είχε «ιδεολογικοποιήσει» τη μετριοπάθεια.[viii]

 

Apostrophes : Raymond Aron «Le mouvement de l’histoire»| Archive INA

2) Οι πυλώνες του φιλελευθερισμού του Aron: ελευθερία και δικαιοσύνη

Για τον Aron η ατομική ελευθερία αποτελεί πυρήνα της ανθρωπολογίας του, γι’ αυτό και θεμελιώδης στόχος της δημόσιας παρουσίας του υπήρξε η υπεράσπισή της σε μια εποχή επικράτησης ριζοσπαστικών ιδεολογιών και γραφειοκρατικοποίησης της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Οι τρόποι με τους οποίους ο Aron έδινε νόημα στην ελευθερία, τον αποστασιοποιούσε από τον κλασικό φιλελευθερισμό του 19ου αιώνα και τον «νεο-φιλελευθερισμό» του Friedrich Hayek. Σύμφωνα με τον Aron, η ελευθερία δεν μπορεί να είναι αφηρημένη, εκτός συγκεκριμένων κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών συμφραζομένων. Δύο είναι τα κύρια κριτήρια προκειμένου να αποτιμήσουμε την ελευθερία: α) η ύπαρξη συνταγματικών περιορισμών ως προς την ισχύ/εξουσία στο πλαίσιο της εκάστοτε πολιτείας, β) η δυνατότητα να επιλέξουμε ελεύθερα, ώστε να ζούμε σύμφωνα με τα δικά μας «πιστεύω» και επιθυμίες, χωρίς να επιλέγουν άλλοι για εμάς. Ως προς τους θεσμούς, ο Aron προτάσσει τον συνταγματισμό, τη διάκριση των εξουσιών, την ανεκτικότητα, την καθολική ψηφοφορία και τα δικαιώματα (ατομικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά). Θεωρούσε ότι εντός των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών δεν υπάρχουν συγκεκριμένα και διακριτά κέντρα ισχύος (όπως διατεινόταν παραδείγματος χάριν o διάσημος Αριστερός κοινωνιολόγος C. Wright Mills[ix]): η εξουσία είναι διασπασμένη σε ποικίλα κέντρα ισχύος, το καθένα με τα δικά του συμφέροντα και στοχεύσεις, που πολλές φορές έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους. Με άλλα λόγια, οι δυτικές φιλελεύθερες, πλουραλιστικές δημοκρατίες της Δύσης χαρακτηρίζονται από ρευστότητα ισχύος και εξουσίας.[x]

Επιπλέον, ο Aron εγείρει το ζήτημα περί θετικής ελευθερίας και τυπικών ελευθεριών, που είχε αναδείξει ο Isaiah Berlin το 1958.[xi] Ο Γάλλος στοχαστής εκφράζει μια σκεπτικιστική στάση απέναντι σε κάθε προσπάθεια ορισμού της θετικής ελευθερίας με όρους «λαϊκής βούλησης» ή της πλειοψηφίας. Αυτό που κυρίως τον ενδιαφέρει, με σχεδόν εμμονικό τρόπο κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, είναι να αντισταθεί σε κάθε προσπάθεια υπονόμευσης ή απαξίωσης των τυπικών ελευθεριών στο όνομα ενός φαντασιακού ιδεώδους μιας τέλειας κοινωνίας, η οποία υπόσχεται «πραγματικές» ελευθερίες και τον τερματισμό της εκμετάλλευσης: «οι ονομαζόμενες, τυπικές, προσωπικές ή πολιτικές ελευθερίες, όχι μόνο δεν είναι απατηλές, αλλά αποτελούν αναγκαίες εγγυήσεις κατά της Προμηθεϊκής αδημονίας ή των ολοκληρωτικών φιλοδοξιών».[xii] Οι δυτικές, φιλελεύθερες, κοινοβουλευτικές δημοκρατίες απέχουν πολύ από τα να είναι τέλειες, όμως, διατείνεται ο Aron, έχουν αποδειχτεί οι καλύτερες στην προστασία θεμελιωδών ελευθεριών σε σχέση με άλλα καθεστώτα. Επιπροσθέτως, και σε αντίθεση με την κοινή νεοφιλελεύθερη αντίληψη, οι ελευθερίες δημιουργούνται και αναδύονται σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και είναι αποτέλεσμα πολύπλοκων ιστορικών διαδικασιών. Για παράδειγμα οι θεσμοί, που ο Aron (αλλά και η Δύση) θεωρεί καίριους ως προς την προστασία της ελευθερίας (ελεύθερη εκλογική διαδικασία, ελεύθερος ανταγωνισμός για την κατάκτηση της εξουσίας, δημόσιος διάλογος και συμμετοχή των πολιτών μέσω της εκλογικής διαδικασίας και της διαχείρισης των δημόσιων ζητημάτων) είναι αποτέλεσμα πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών εξελίξεων που ανάγονται στις απαρχές της νεοτερικότητας. Και ακριβώς επειδή υπήρξαν ιστορικά προσδιορισμένοι είναι ατελείς, όπως είναι τα πάντα μέσα στην Ιστορία.[xiii]

Η σύλληψη του Aron ως προς την έννοια της ελευθερίας σχετίζεται, όπως είναι φυσικό, με τις οντολογικές και γνωσιοθεωρητικές του θέσεις. Ασκώντας κριτική σε ακραίες νοηματοδοτήσεις της ελευθερίας, δημοκρατικές και φιλελεύθερες, ο Aron ισχυρίζεται ότι στις ανθρώπινες κοινωνίες κανείς δεν μπορεί να είναι απολύτως ελεύθερος ή ανελεύθερος. Λόγω των διακριτών χαρακτηριστικών αλλά και των αντιφάσεων, που παρατηρούνται σε ποικίλες παραμέτρους του σύγχρονου δημόσιου βίου, είναι αδύνατο να υπάρξει ένας μονόπλευρος ορισμός της ελευθερίας. Υπάρχουν βαθμοί ελευθερίας, οι οποίοι μπορούν να αποτιμηθούν λαμβάνοντας υπόψη δύο κριτήρια: α) τον βαθμό συνταγματικών περιορισμών στην εκάστοτε πολιτική εξουσία, β) τον βαθμό της ελευθερίας μας ως προς τη δυνατότητά μας να αποφασίζουμε για τις επιλογές μας, χωρίς να το πραγματοποιούν άλλοι για εμάς. Αλλά ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις, η ελευθερία αποτελεί ένα συνεχές διακύβευμα και σε καμία περίπτωση δεν συνιστά μια οριστική κατάκτηση του δυτικού κόσμου. Γι’ αυτό ακριβώς ο Aron δίνει μεγάλη σημασία στις έννοιες του πολίτη, της πολιτικής εκπαίδευσης και της πολιτικής κουλτούρας. Ιδιαίτερα, η πολιτική διαπαιδαγώγηση αποτελεί τη μέγιστη προϋπόθεση για την ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Σε μια δημοκρατική κοινωνία, διατείνεται ο στοχαστής, οι πολίτες που υπακούν στους νόμους, τους οποίους έχουν ψηφίσει οι αντιπρόσωποι που οι ίδιοι έχουν επιλέξει, είναι ελεύθεροι πολιτικά αλλά και φιλοσοφικά-ηθικά: ως νομοταγείς πολίτες που υπακούν στους νόμους και προτάσσουν, όσο είναι δυνατό, τον ορθολογισμό πάνω από τα πάθη, κατανοούν τους εαυτούς τους ως ελεύθερους πολίτες και ανθρώπους.[xiv] Πρέπει να τονιστεί, ότι οι ιδέες του Aron περί της δημοκρατικής διαπαιδαγώγησης βρίσκονται κοντά στα ιδεώδη της αριστοτελικής προοπτικής της δημοκρατίας, γι’ αυτό ίσως και αρκετοί μελετητές προσέγγισαν το έργο του μέσα από μια αριστοτελική προοπτική.[xv] Κατά την άποψή μας, η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση στο έργο του παραβλέπει το γεγονός ότι ο ίδιος ουδέποτε έθεσε ως ιδεώδες, ούτε καν ως ενδεχόμενο, την αρχαιοελληνική σύλληψη και εμπειρία της δημοκρατίας, σε μια εποχή, μάλιστα, που η συζήτηση γύρω από την αρχαιοελληνική δημοκρατία βρισκόταν στον πυρήνα της μεταπολεμικής πολιτικής φιλοσοφίας από διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές προσεγγίσεις.[xvi] Πρέπει να τονίσουμε ότι προς το τέλος της ζωής του, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Aron θεωρούσε ότι η σημασία της πολιτικής διαπαιδαγώγησης έχει υποβιβαστεί στον δυτικό κόσμο εξαιτίας της επικράτησης ριζοσπαστικών θεωρήσεων της αυτονομίας και του ατομικισμού.[xvii]

Πέρα από την ελευθερία, το άλλο μείζον ζήτημα που απασχολεί τον Aron μεταπολεμικά είναι το πρόβλημα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ο Aron γνωρίζει πολύ καλά ότι η ελεύθερη οικονομία, χωρίς προσπάθειες ρύθμισής της, μπορεί να φέρει στην επιφάνεια τα χειρότερα ένστικτα και πάθη του ανθρώπου με τη μορφή της απληστίας, της κοινωνικής καταπίεσης και αδικίας. Πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι το πρόβλημα της κοινωνικής δικαιοσύνης δεν σχετίζεται μόνο με τις πολιτικές εμπειρίες του Aron, αλλά και με ένα άλλο χαρακτηριστικό της διανοητικής του συγκρότησης, μοναδικό ίσως μεταξύ των φιλελεύθερων-συντηρητικών στοχαστών. Ο Γάλλος διανοούμενος θαύμαζε το έργο του Μαρξ, με το οποίο ασχολήθηκε με σχεδόν εμμονικό τρόπο σε όλη τη διάρκεια της πνευματικής του πορείας. Για τον Aron το μαρξικό έργο αποτελεί συνεχή πηγή έμπνευσης και ταυτόχρονης πολεμικής. Μιλώντας σχηματικά και γενικά (η πραγμάτευση της πρόσληψης του Μαρξ από τον Aron εκφεύγει των στόχων του κειμένου αυτού, ενώ προϋποθέτει και διαφορετικά νοητικά εργαλεία)[xviii], ο Aron απορρίπτει τον «επιστημονικό», νομοτελειακό χαρακτήρα στο έργο του Μαρξ, καθώς και το ουτοπικό και άκρως επικίνδυνο, κατά την άποψή του, ιδεώδες της εγκαθίδρυσης ενός «επίγειου παραδείσου», της αταξικής κοινωνίας και της απόλυτης ελευθερίας. Τα δύο κύρια ζητήματα που τον ενδιαφέρουν στο έργο του Μαρξ είναι το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης και η αντίληψη περί της «κίνησης» της ιστορίας προς τον στόχο αυτό. Αυτήν την κίνηση της Ιστορίας προς την κοινωνική δικαιοσύνη ο Aron την αντιλαμβάνεται ως ισχυρή πιθανότητα λόγω των τεράστιων τεχνολογικών επιτευγμάτων της ανθρωπότητας. Αλλά και ενός επιπρόσθετου στοιχείου: ο ίδιος ήταν ταυτόχρονα θιασώτης αλλά και «παιδί» της μεταπολεμικής συναίνεσης φιλελευθερισμού-σοσιαλδημοκρατίας που παρατηρήθηκε κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες στις προηγμένες βιομηχανικά και οικονομικά δυτικές χώρες, και που τερματίστηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και μετά.[xix] Στο πλαίσιο αυτό, θεωρούσε ότι η περιστολή των κοινωνικών ανισοτήτων (στόχος που είχε τεθεί με τον πιο ριζοσπαστικό τρόπο από τον Μαρξ ως κύρια κριτική της αστικής νεοτερικότητας) όφειλε να αποτελεί προγραμματικό στόχο των δυτικών κοινωνιών. Ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο είναι η ισχυρή παρέμβαση του κράτους στην οικονομική ζωή των φιλελεύθερων δημοκρατιών. Και αυτό είναι το δεύτερο κύριο στοιχείο (μαζί με την απόρριψη της απολυτοποίησης της αισιοδοξίας που ενυπήρχε στον κλασικό φιλελευθερισμό), που τον διαχωρίζει, και μάλιστα τον φέρνει αντιμέτωπο, με τους νεοφιλελεύθερους του Hayek και της Mont Pelerin Society. Μάλιστα ο Aron συνυπήρξε αρκετές φορές με την τάση αυτή του μεταπολεμικού, λεγόμενου, νεοφιλελευθερισμού στο Congress for Cultural Freedom, αλλά και στη Mont Pelerin Society. Ο Aron άσκησε έντονη κριτική στον Hayek με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του τελευταίου Constitution of Liberty αλλά και σε σειρά διαλέξεών του στο Πανεπιστήμιο του Berkeley το 1963 (Jefferson Lectures). Απηχώντας την κριτική του στον μαρξισμό, ο Aron διατεινόταν ότι ο Hayek και οι ακόλουθοί του απομόνωναν έναν τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας, την οικονομία (όσο σημαντική και να είναι αυτή), την οποία απολυτοποιούσαν και ανήγαν τα πάντα σε αυτήν. Όπως και στον μαρξισμό, επρόκειτο για επιφανειακή προσέγγιση, αφού παρέβλεπε την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης κατάστασης, και αντιμετώπιζε τον άνθρωπο ως αφηρημένη οικονομική μονάδα, χωρίς πάθη και ψυχολογικές ταυτίσεις. Πάνω από όλα, στο ψυχροπολεμικό πλαίσιο που μας ενδιαφέρει εδώ, ο Aron κατανοούσε την τεράστια σημασία της πολιτικής ηθικής της κοινωνικής δικαιοσύνης, που πρόβαλε ο κομμουνιστικός κόσμος και την ανυπαρξία ηθικών παραμέτρων στο νεοφιλελεύθερο πρόταγμα, το οποίο διατεινόταν ότι η ελεύθερη οικονομία θα έλυνε ως «δια μαγείας» τα περίπλοκα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου. Καθώς, σύμφωνα με τον Γάλλο στοχαστή, ο κόσμος κινούνταν προς μια σύγκλιση των οικονομικών, βιομηχανικών συστημάτων των δύο κόσμων, ο Ψυχρός Πόλεμος μπορούσε να κερδηθεί ή τουλάχιστον να μη χαθεί, μόνο με την προϋπόθεση υποστήριξης της κοινωνικής δικαιοσύνηςˑ το πρόταγμα της κοινωνικής δικαιοσύνης εγειρόταν επιτακτικά λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων αλλά, από τη δεκαετία του 1960 και μετά, και λόγω της ανάδυσης των νέων ανεξάρτητων κρατών των πρώην ευρωπαϊκών αποικιών, στις κοινωνίες των οποίων ο κομμουνισμός είχε τεράστια ιδεολογική απήχηση. Ταυτόχρονα, ένα από τα κύρια θεωρητικά μελήματα του Aron μεταπολεμικά ήταν η ανάδειξη της αυτονομίας του Πολιτικού σε σχέση με τις άλλες σφαίρες της ανθρώπινης δραστηριότητας, ιδιαίτερα την οικονομική, γι’ αυτό και η κριτική και αποστασιοποίησή του από τον νεοφιλελευθερισμό ήταν ολοκληρωτική από τη δεκαετία του 1960 και μετά.[xx]

Ο Aron εξέφρασε τις πολιτικές του πεποιθήσεις με σειρά πολεμικών, κατά του κομμουνισμού, κειμένων, που κινούνταν από τη «συγκυριακή» αρθρογραφία στον Τύπο μέχρι την έκδοση βιβλίων, τα οποία προκάλεσαν πλήθος συζητήσεων. Ανάμεσά τους πρέπει να ξεχωρίσουμε το L’ Opium des Intellectuels, 1955 (Το όπιο των διανοουμένων), το mocratie et Totalitarisme, 1965 (Δημοκρατία και Ολοκληρωτισμός) και το D’ Une Sainte Famille à l’Autre. Essai sur les Marxismes Imaginaires, 1969 (Από τη μία Αγία Οικογένεια στην Άλλη. Δοκίμιο για τους φαντασιακούς μαρξισμούς). Ιδιαίτερα το πρώτο στράφηκε με σφοδρότητα έναντι της αριστερής γαλλικής διανόησης, που σύμφωνα με τον Aron «έκανε τα στραβά μάτια» στα σταλινικά εγκλήματα και στον ολοκληρωτισμό του διεθνούς κομμουνισμού με πρόσχημα τη μελλοντική απελευθέρωση του ανθρώπου, η οποία θα επιτυγχανόταν μέσα από αυτά τα καθεστώτα.[xxi]

Η κριτική του στρεφόταν κυρίως ενάντια στους πρώην φίλους του Jean Paul Sartre, Simone de Beauvoir και Maurice Merleau-Ponty. Συνήθως παραβλέπουμε ότι το βιβλίο αυτό αποτελεί μια ουσιαστικότερη και πιο συστηματική κριτική έναντι στη γαλλική αριστερή διανόηση αλλά και στο κομμουνιστικό καθεστώς (ο Aron θεωρούσε ότι ο ολοκληρωτισμός και η ανελευθερία του κομμουνισμού δεν πρέπει να διαχωρίζεται μεταξύ λενινισμού και σταλινισμού, όπως έκαναν πολλοί κομμουνιστές μετά το 1956) σε σχέση με αυτήν του Albert Camus τέσσερα χρόνια νωρίτερα με την έκδοση του L’ Homme volté (Ο επαναστατημένος άνθρωπος) το 1951, το οποίο είχε δεχθεί σκληρή κριτική από τον Sartre και τους συνοδοιπόρους του για τη φιλοσοφική του «ανεπάρκεια» και είχε οδηγήσει για κάποια χρόνια στην αποστασιοποίηση του Camus από τις δημόσιες παρεμβάσεις. Ανάλογες φιλοσοφικές «ανεπάρκειες» δεν καταδείχθηκαν στην περίπτωση του Aron, του οποίου η φιλοσοφική παιδεία ήταν σαφώς πιο συστηματική από αυτήν του Camus.[xxii] Αντίστοιχα, το D’ Une Sainte Famille à l’Autre. Essai sur les Marxismes Imaginaires στρεφόταν σχεδόν εξ ολοκλήρου κατά του Sartre και της θεωρητικά ανεπαρκούς και αμφίσημης, κατά τον συγγραφέα, προσπάθειάς του να συνδυάσει τον Υπαρξισμό με τον Μαρξισμό. Είναι σημαντικό να τονίσουμε, πάντως, ότι ο Aron, παρά τις αδιαμφισβήτητες διανοητικές του ικανότητες, δεν δημιούργησε κάποιο ευρύτερο, συνεκτικό και συστηματικό θεωρητικό έργο πάνω στα ζητήματα της πολιτικής, που τόσο τον απασχολούσαν. Αυτό δεν διέφυγε της προσοχής του Sartre, ο οποίος σχολίασε βιτριολικά ότι το σύνολο του έργου του Aron βασίστηκε οντολογικά και επιστημολογικά σε ένα έργο, το διδακτορικό του, το οποίο είχε συγγράψει ο Aron κατά τη δεκαετία του 1930.[xxiii]

 

Β. Ψυχρος Πόλεμος και Διεθνής Πολιτική 

Όπως το αμιγώς πολιτικό έργο του Aron έτσι και το διεθνοπολιτικό επηρεάστηκε καίρια από την ψυχροπολεμική κουλτούρα της εποχής. Πρέπει να σημειώσουμε ότι σε αντίθεση με την πολιτική του σκέψη, το ενδιαφέρον για την οποία έχει πρόσφατα αναβιωθεί, η διεθνοπολιτική σκέψη του Aron αποτελεί μέρος του ευρύτερου κανόνα της «ρεαλιστικής» σχολής των διεθνών σχέσεων. Παρά τις ισχυρές του διαφωνίες με τους «ρεαλιστές» σε σημαντικά ζητήματα των διεθνών σχέσεων, ο Aron κατατάσσεται μαζί με τους E.H. Carr, Hans Morgenthau και Reinhold Niebuhr, στους «κλασικούς» του ρεαλισμού της θεωρίας των διεθνών σχέσεων. Μάλιστα, θεωρείται ο πρώτος διανοούμενος που εισήγαγε τη θεωρία των διεθνών σχέσεων στη Γαλλία, σε μια περίοδο που ο επιστημονικός αυτός κλάδος δεν αποτελούσε διακριτό πεδίο.

 

1) Οι επιστημολογικές παράμετροι της διεθνοπολιτικής σκέψης του Aron

Η διεθνής πολιτική κατά τον Ψυχρό Πόλεμο αποτέλεσε το κύριο αντικείμενο της αρθρογραφίας του Aron στον Τύπο, η οποία προσέγγιζε όλα τα μείζονα διεθνή ζητήματα της περιόδου, από τις απαρχές του Ψυχρού Πολέμου μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Πριν προχωρήσουμε σε κάποιες, αναγκαστικά, επιμέρους θέσεις του ως προς τον Ψυχρό Πόλεμο, θα σταχυολογήσουμε τις κύριες επιστημολογικές παραμέτρους του διεθνοπολιτικού στοχασμού του Aron, ώστε να καταστεί σαφέστερη η στάση του στον ψυχροπολεμικό ανταγωνισμό.

Ένα από τα χαρακτηριστικά της διανοητικής πορείας του ήταν ο συνεχής διάλογος με τους «κλασικούς» πολιτικούς στοχαστές: Θουκυδίδης, Niccolo Machiavelli, Montesquieu, Jean-Jacques Rousseau, Alexis de Tocqueville, Karl Marx, Marx Weber, Carl von Clausewitz αποτέλεσαν συνεχείς εμπνεύσεις και μόνιμους συνομιλητές του. Στο πεδίο της διεθνούς πολιτικής οι Θουκυδίδης, Weber και πάνω από όλους ο Πρώσος στρατηγός και θεωρητικός του πολέμου Clausewitz αποτέλεσαν τους κύριους εμπνευστές του. Σε αντίθεση με το αμιγώς πολιτικό πεδίο, στον τομέα της διεθνούς πολιτικής ο Aron προχώρησε σε μεγάλες συνθέσεις, με δύο κυρίως έργα: Paix et Guerre entre les Nations, 1962 (Πόλεμος και ειρήνη μεταξύ των εθνών) και Penser la Guerre, Clausewitz, 1976 (Αναλογιζόμενοι τον πόλεμο: Clausewitz). Το δεύτερο υπήρξε το magnum opus του Aron, το οποίο ήταν και το αγαπημένο του. Όπως φανερώνει και ο τίτλος του, το έργο για τον Clausewitz συνιστούσε μια φιλοσοφική πραγματεία για τη διαλεκτική σχέση της ειρήνης και του πολέμου ως θεμελιωδών χαρακτηριστικών της διεθνούς κοινωνίας στη διαχρονία της. Αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο για τις ανάγκες της μελέτης αυτής, είναι το Paix et Guerre entre les Nations, το οποίο έθετε τις θεμελιώδεις γνωσιοθεωρητικές και εννοιολογικές προϋποθέσεις του διεθνοπολιτικού στοχασμού του Aron, ενώ την ίδια στιγμή ήγειρε και συγκεκριμένα ζητήματα αναφορικά με τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του Ψυχρού Πολέμου.

Ο Aron εκκινούσε από βασικές παραδοχές του «παραδοσιακού» ρεαλισμού στις διεθνείς σχέσεις: η ισχύς αποτελεί τον θεμελιώδη παράγοντα των διεθνών σχέσεων και συνακόλουθα αντίστοιχα καίριος είναι και ο ρόλος των ισχυρότερων κρατών, τα οποία καθορίζουν τους τρόπους λειτουργίας του διεθνούς συστήματος. Η φύση των διεθνών σχέσεων είναι θεμελιωδώς άναρχη. Με βάση τις παραδοχές αυτές υπάρχουν τριών ειδών διεθνή συστήματα: μονοπολικά (σπάνια), διπολικά και πολυπολικά. Τα μέσα και ο συσχετισμός των δυνάμεων είναι αυτά που επίσης παίζουν καθοριστικό ρόλο στην εκάστοτε δομή των διακρατικών σχέσεων. Ο Aron δίνει έμφαση στη γεωγραφία, τη δημογραφία, την οικονομία και την τεχνολογία ως αποφασιστικούς παράγοντες για τη διάχυση της ισχύος μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Από την άλλη μεριά, υπογραμμίζει δύο στοιχεία ως καθοριστικά που εκφεύγουν από τον κλασικό ρεαλισμό: την ιδεολογία, με τη μορφή των αξιών που συνέχουν τις κοινωνίες εντός των κρατών και τους εσωτερικούς θεσμούς της εκάστοτε πολιτείας. Ο Aron ασκεί δριμεία κριτική στον Morgenthau αναφορικά με την έννοια του εθνικού συμφέροντος και της ασφάλειας που αποτελούν τον πυρήνα της σκέψης του δεύτερου. Το εθνικό συμφέρον, ως αφηρημένη και σταθερή κατηγορία των διεθνών σχέσεων είναι, για τον Aron, μια έννοια κενή περιεχομένου, καθώς αυτό εξαρτάται από τις αντιλήψεις, προσλήψεις και προκαταλήψεις των κύριων διεθνών δρώντων που, σύμφωνα πάντα με τον φιλόσοφο, είναι ο στρατιωτικός και ο διπλωμάτης. Με απλά λόγια, δίνει τεράστια σημασία όχι σε δομικούς παράγοντες των διεθνών σχέσεων αλλά στις ιδέες και τα πάθη των εκάστοτε διπλωματικών δρώντων. Οι προσλήψεις τους παίζουν αποφασιστικό ρόλο στους τρόπους με τους οποίους λειτουργεί το διεθνές σύστημα και όχι κάποιες αφηρημένες κατηγορίες της ισχύος και του εθνικού συμφέροντος. Στο πλαίσιο αυτό, δανειζόμενος, κατά παραδοχή του, τις κατηγορίες από το έργο του Παναγή Παπαληγούρα, Théorie de la SociéInternationale (1941), ο Aron διαχωρίζει τα διεθνή συστήματα σε ομογενή και ετερογενή. Ομογενή είναι τα συστήματα, στα οποία οι μεγάλες δυνάμεις μοιράζονται κοινές αξίες για την οργάνωση του διεθνούς συστήματος, την πολιτική, τη δικαιοσύνη, τη νομιμότητα. Ετερογενή, όταν οι αξίες αυτές είναι διαφορετικές, αντιθετικές και συγκρουσιακές. Η κύρια διαφωνία του Aron με τον δομικό νεορεαλισμό του Kenneth Waltz αφορά την έμφαση που δίνει στην ιδεολογία και στους εσωτερικούς θεσμούς μιας πολιτείας. Για τον συγγραφέα, πολλές φορές τα εσωτερικά καθεστώτα, καθώς και τα άτομα, μπορούν να αποδειχτούν πιο αποφασιστικά από τη δομή του διεθνούς συστήματος. Για παράδειγμα, και εδώ ο Aron μάλλον έχει στη σκέψη του τον Χίτλερ, η αλλαγή στο εσωτερικό ενός καθεστώτος μίας μεγάλης δύναμης είναι αρκετή ώστε να μεταβληθεί ο χαρακτήρας των διεθνών σχέσεων. Τέλος, και αυτό είναι ίσως το πιο σημαντικό ως προς τον Ψυχρό Πόλεμο, ο Aron εκφράζει μια ριζοσπαστική αντίληψη, στο πλαίσιο του κλασικού ρεαλισμού: οι μεγάλες δυνάμεις, δεν ενδιαφέρονται πρωτίστως για το εθνικό συμφέρον και την ασφάλεια, αλλά για μια Ιδέα, με την οποία ο ίδιος εννοεί την προβολή συγκεκριμένων αξιών και τρόπου ζωής στο διεθνές γίγνεσθαι. Όμως, η ιδεολογική στόχευση μιας μεγάλης δύναμης δεν είναι άσχετη με την ισχύ· αντιθέτως, αποτελεί το κύριο μέσο για τη νομιμοποίηση της διπλωματίας της.[xxiv]

 

2) Λαμβάνοντας θέση στην ψυχροπολεμική διαμάχη: ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Ευρωπαϊκή Ενοποίηση και Αποαποικιοποίηση

Η έμφαση στο άναρχο διεθνές σύστημα και στη διαλεκτική σχέση ισχύος-αξιών αποτελούν το υπόβαθρο των ψυχροπολεμικών αναλύσεων του Aron. Η δική μας προσέγγιση θα κινηθεί γύρω από τις γενικές θέσεις και αρχές που προβάλλει, καθώς μια διεξοδική ερμηνεία των παρεμβάσεων του Aron στον Ψυχρό Πόλεμο είναι αδύνατη στο πλαίσιο ενός άρθρου. Αρκεί να έχουμε υπόψη μας ότι ο συγγραφέας, λόγω της δημοσιογραφικής θέσης που κατείχε στον καθημερινό Τύπο, παρεμβαίνει σε όλες, χωρίς υπερβολή, τις σημαντικές εξελίξεις του Ψυχρού Πολέμου.

Όπως έχουμε υπογραμμίσει, οι αξίες αποτελούν κοινή συνισταμένη των αναλύσεων αλλά και των προταγμάτων του Aron: ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν πάνω από όλα μια ιδεολογική διαμάχη, ένας ανταγωνισμός αξιών και τρόπων ζωής. Όπως χαρακτηριστικά τόνιζε σε συνέντευξή του, το κύριο διακύβευμα του Ψυχρού Πολέμου ήταν η στάση της καθεμίας και του καθενός απέναντι στην ΕΣΣΔ, απέναντι στο σοβιετικό κομμουνιστικό «πείραμα»,[xxv] δηλαδή. Κύριος στόχος της Δύσης έπρεπε, συνεπώς, να είναι η διαφύλαξη των αξιών της και του τρόπου ζωής της. Σε αντίθεση με πολλούς διεθνολόγους, πολιτικούς στοχαστές και δημοσιολόγους, ο Aron τόνιζε περισσότερο τη συνέχεια, παρά τον καινοφανή χαρακτήρα της διεθνούς ζωής κατά τη μεταπολεμική εποχή. Η φύση των διεθνών σχέσεων δεν είχε μεταβληθεί, είχαν όμως αναδυθεί δύο νέα στοιχεία: τα πυρηνικά όπλα και ο παγκόσμιος χαρακτήρας της διπλωματίας. Ο Aron δεν αντιμετώπισε την ύπαρξη των πυρηνικών όπλων ως ένα ηθικό ζήτημα (όπως π.χ. έκανε ο Bertrand Rusell, με τον οποίο υπήρξε συνοδοιπόρος σε ποικίλες στιγμές του πολιτισμικού Ψυχρού Πολέμου), αλλά ως μια δεδομένη πραγματικότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, έλαβε ενεργό ρόλο στις σφοδρές συζητήσεις που πραγματοποιήθηκαν στον δυτικό κόσμο κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Μάλιστα, ο Robert McNamara, υπουργός Άμυνας της αμερικανικής κυβέρνησης Kennedy, δήλωσε δημόσια ότι το καλύτερο βιβλίο για την πυρηνική στρατηγική που είχε διαβάσει ήταν το Le Grand bat: Initiation à la Stratégie Atomique, 1963 (Η μεγάλη διαμάχη: Εισαγωγή στην Πυρηνική Στρατηγική), στο οποίο ο Aron προχωρούσε σε ενδελεχή ανάλυση και κριτική της διεθνούς συζήτησης γύρω από την πυρηνική στρατηγική και τον συμβατικό πόλεμο. Η ύπαρξη των πυρηνικών όπλων δεν ριζοσπαστικοποιούσε τον χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος αλλά και του πολέμου. Τα πυρηνικά όπλα δεν καταργούσαν τη θεμελιώδη θέση του Clausewitz περί του πολέμου ως συνέχειας «της πολιτικής με άλλα μέσα».[xxvi] Γι’ αυτό άλλωστε ο Aron πίστευε ότι η χρήση των τακτικών πυρηνικών όπλων στο πεδίο της μάχης ήταν ένα ενδεχόμενο που έπρεπε να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη αν η Δύση επιθυμούσε να έχει νόημα η στρατηγική της αποτροπής έναντι του κομμουνιστικού κόσμου. Πάντως, το καινοφανές στοιχείο που έφερναν στη διεθνή πολιτική τα πυρηνικά (πέρα από την τεράστια καταστροφή που μπορούσαν να επιφέρουν) ήταν το απομακρυσμένο, πλέον, ενδεχόμενο ενός πολέμου μεταξύ των Υπερδυνάμεων. Αυτή η αντίφαση που βρισκόταν στον πυρήνα του ανταγωνισμού των πυρηνικών οπλοστασίων των δύο Υπερδυνάμεων καθιστούσε τη διεθνή ζωή πιο περίπλοκη, καθώς η ελάχιστα πιθανή σύγκρουση μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ σηματοδοτούσε τη συγκρότηση περιφερειακών συστημάτων εντός του ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού, στα οποία η στρατιωτική σύγκρουση ήταν πιθανότερη.[xxvii]

Από τη στιγμή που τα πυρηνικά όπλα καθιστούσαν έναν πυρηνικό πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ ελάχιστα πιθανό, ο δυτικός κόσμος έπρεπε να πείσει τους Σοβιετικούς ότι τα δύο διαφορετικά συστήματα μπορούν να επιτύχουν την κοινή συνύπαρξή τους, με απώτερο στόχο να εγκαταλειφθεί η ιδεολογική στόχευση της επικράτησης του μαρξισμού-λενινισμού σε όλο τον πλανήτη. Ο Aron πίστευε ότι το καλύτερο που μπορούσε να επιτευχθεί στον Ψυχρό Πόλεμο ήταν η αποδοχή της αρχής της κοινής συνύπαρξης και όχι της συνεργασίας: η συνεργασία ήταν αδύνατη λόγω της ετερογένειας του ψυχροπολεμικού διπολισμού. Πάντως, ο συνδυασμός της αδύνατης συνεργασίας και της ελάχιστης πιθανότητας πολέμου είχε ως συνέπεια τη (σχετική) σταθερότητα του διεθνούς συστήματος, θέση που είχε εκφράσει ο Aron από τα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου.[xxviii] Σε αυτό το πλαίσιο, στήριξε την όλο και ευρύτερη ενσωμάτωση του δυτικού κόσμου σε πολυμερείς θεσμούς όπως το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Όμως, δεν υπήρξε ούτε άκριτος θιασώτης του ευρωπαϊκού ενοποιητικού εγχειρήματος, ούτε υποστήριξε τις προσπάθειες του De Gaulle περί ανεξαρτητοποίησης της Γαλλίας αλλά και της Ευρώπης από τις ΗΠΑ. Για τον Aron, τέτοιες αντιλήψεις ήταν μη ρεαλιστικές: η ελευθερία του δυτικού κόσμου εξαρτιόταν πλήρως από τα αμερικανικά πυρηνικά όπλα και η διασπορά των πυρηνικών όπλων το μόνο που κατάφερνε ήταν να αποδυναμώσει την αλληλεγγύη των κρατών της Δύσης. Γι’ αυτό και δεν πίστεψε ποτέ ουσιαστικά στη χρησιμότητα της συγκρότησης της γαλλικής force de frappe (δημιουργία ανεξάρτητης, γαλλικής πυρηνικής δύναμης).[xxix]

Τα άρθρα στην εφημερίδα Le Figaro.

Πέρα από τη «σκληρή» πολιτική, της διπλωματίας και του πολέμου, όπως έχουμε ήδη δείξει, ο Aron έδινε τεράστια σημασία στις ιδεολογικές/αξιακές πτυχές του μεταπολεμικού διεθνούς συστήματος. Ήδη από τις απαρχές του Ψυχρού Πολέμου συμμετείχε ενεργά στον ιδεολογικό/πολιτισμικό Ψυχρό Πόλεμο, κυρίως μέσω της παρουσίας του στο Congress for Cultural Freedom, μέσω του οποίου στόχευσε σε μια «θεσμοθετημένη» αντίδραση και κριτική στα ιδεολογικά όπλα του διεθνούς κομμουνισμού. [xxx] Σταδιακά, από τη δεκαετία του 1960 και μετά τον απασχόλησαν δύο ζητήματα, που άπτονταν των γενικότερων διεθνών εξελίξεων. Το πρώτο αφορούσε την ραγδαία αποαποικιοποίηση κατά τη δεκαετία του 1960. Καθώς, κατανοούσε ότι οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες μέσα στις οποίες αναδύονταν οι νέες ανεξάρτητες κοινωνίες στην Αφρική και την Ασία ήταν ευεπίφορες στην κομμουνιστική προπαγάνδα, ο Aron έδωσε έμφαση στη σημασία που είχε η οικονομική βοήθεια στα νέα κράτη από τη Δύση ώστε να σταθεροποιηθούν αλλά και ως ένδειξη των αξιών της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης που έπρεπε διαρκώς να προβάλλει διεθνώς ο δυτικός κόσμος. Ήταν αντίθετος, όμως, σε οποιαδήποτε στρατιωτική εμπλοκή της Δύσης στα κράτη αυτά, καθώς θεωρούσε ότι δεν αποτελούσαν τον πυρήνα της ψυχροπολεμικής διαμάχης και επειδή πίστευε ότι στρατιωτικά, ψυχολογικά αλλά και πολιτισμικά η Δύση ήταν ανέτοιμη να ανταπεξέλθει στο αντάρτικο που εξαπολυόταν από τα κράτη των υπό ανάπτυξη κρατών.[xxxi] Κατά τη δεκαετία του 1970, καθώς οι δυτικές φιλελεύθερες δημοκρατίες έδειχναν όλο και πιο ευάλωτες, φαινόμενο που εκφραζόταν συμβολικά με την άνοδο της τρομοκρατίας σε ΗΠΑ, Βρετανία, Ιταλία και Δυτική Γερμανία, αλλά και στη σκέψη του Aron με τις ακραίες θέσεις που αναδύθηκαν κατά τον Μάη του 1968, ο Aron ανέλαβε το έργο του προασπιστή του ευρωπαϊκού πολιτισμού με στόχο την ανάκτηση της εμπιστοσύνης στον πολιτισμό αυτό.[xxxii] Το έργο αυτό αποτέλεσε και το κύκνειο άσμα του ως προς τον Ψυχρό Πόλεμο. Ο Aron απεβίωσε στις 17 Οκτωβρίου του 1983 από καρδιακή προσβολή, καθώς αποχωρούσε από δικαστήριο, στο οποίο είχε παρευρεθεί για να υπερασπιστεί τον Bertrand de Jouvenel, που είχε κατηγορηθεί από τον Πολωνοεβραίο ιστορικό Zeev Sternhell[xxxiii] ότι ήταν φασίστας κατά τη δεκαετία του 1930.

 

Συμπεράσματα

Ο Raymond Aron υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους δημόσιους διανοούμενους του ιδεολογικού Ψυχρού Πολέμου, το έργο του οποίου για τον ιστορικό των ιδεών αλλά και της μεταπολεμικής εποχής είναι ανεκτίμητο. Για τους υποστηρικτές του αποτέλεσε το «αρχέτυπο» της μετριοπάθειας, της νηφάλιας και έλλογης ανάλυσης και ερμηνείας κομβικών εξελίξεων της μεταπολεμικής διεθνούς ζωής. Μετριοπάθειας και νηφαλιότητας που συνοδεύονταν από την προσήλωση σε μια ευρύτερη φιλελεύθερη κοσμοθεώρηση και στην πρόταξη συγκεκριμένων φιλελεύθερων αξιών. Για αυτούς που του άσκησαν κριτική, και δεν ήταν λίγοι (σχεδόν το σύνολο της γαλλικής Αριστεράς, για την οποία ήταν ο αποδιοπομπαίος τράγος) ιδίως μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Aron δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένας ψυχρός, χωρίς συναίσθημα, διανοούμενος, που προσπαθούσε να θεμελιώσει θεωρητικά το κοινωνικοπολιτικό, καπιταλιστικό status quo. Για τον ιστορικό, πάντως, αποτελεί καίρια πηγή για την κίνηση των ιδεών και για την εξέταση των τρόπων και των δαιδαλωδών διαδρομών, στους οποίους κινήθηκε ο πολιτισμικός Ψυχρός Πόλεμος. Ο Aron αποτελεί κορυφαίο παράδειγμα της μορφής και του περιεχομένου που έλαβε ο ψυχροπολεμικός φιλελευθερισμός, καθώς και των τρόπων και στρατηγικών που ακολούθησε για τον ιδεολογικό πόλεμο έναντι του κομμουνισμούˑ ενός πολέμου, που έλαβε πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και, πάνω από όλα, υπαρξιακές διαστάσεις. Στην εναντίωσή του απέναντι στην κομμουνιστική κοσμοθεωρία ο Aron πρόβαλλε ως κύριες αξίες την ελευθερία, ως ιστορικά προσδιορισμένη, και την κοινωνική δικαιοσύνη, ως αναγκαία συνθήκη της νεοτερικότητας και της ανόδου της μαζικής κοινωνίας, αλλά και ως όπλου απέναντι στην ηθική ανωτερότητα που, κατά κοινή ομολογία, πρόβαλλε η κομμουνιστική ιδεολογία στον τομέα αυτό. Όμως, η προσήλωση στις αξίες αυτές δεν ακολουθούσε τις συνήθεις διαδρομές που είχε λάβει η φιλελεύθερη ιδεολογία ήδη από την εποχή του Μεσοπολέμου. Στον μεταπολεμικό κόσμο, ο Aron πρότεινε έναν συγκρατημένο φιλελευθερισμό, που βασιζόταν στην ευρύτερη, τραγική κοσμοθεώρησή του. Με απλά λόγια, εκείνο που τον διαχωρίζει από τον κλασικό φιλελευθερισμό, έτσι όπως αυτός αναδύθηκε από τον Διαφωτισμό και μετά, είναι ο έντονος σκεπτικισμός του απέναντι στην απολυτοποίηση της αισιοδοξίας και της προόδου του ανθρώπου ως ιστορικής αναγκαιότητας. Η άνοδος του Χίτλερ, αλλά και ο Θουκυδίδης και ο Max Weber, τον είχαν «διδάξει» ότι η ανθρώπινη φύση είναι ευάλωτη σε επιλογές που μπορούν να την οδηγήσουν στην αυτοκαταστροφή της. Είναι προφανές ότι η κοσμοθεώρηση αυτή απομάκρυνε τον Aron απόλυτα από την κομμουνιστική Ουτοπία αλλά και σε σημαντικό βαθμό από τον νεοφιλελευθερισμό του Hayek και των συνοδοιπόρων του, που πρότειναν ως μόνη και απόλυτη λύση την ελεύθερη οικονομία, που θα εξάλειφε, αν όχι όλα, τα μείζονα προβλήματα της ανθρωπότητας. Κατά τον Aron, η κύρια προοπτική για την οργάνωση των ανθρώπινων κοινωνιών είναι η προσεκτική, όσο το δυνατόν έλλογη και νηφάλια πρόταξη καίριων ανθρωπιστικών ιδεωδών, με την ελπίδα ότι οι κοινωνίες θα συγκροτήσουν θεσμούς, που θα χαλιναγωγήσουν τα εγγενή πάθη που φωλιάζουν στην ανθρώπινη ψυχή και θα ενθαρρύνουν την αποδοχή των αξιακών ανταγωνισμών, χωρίς την προσφυγή στον πόλεμο και τη σύγκρουση. Όμως, το μείζον πρόβλημα είναι ότι ο Aron δεν εξήγησε ποτέ πώς θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, ιδιαίτερα σε κοινωνίες, που δεν είχαν την αντίστοιχη πολιτική κουλτούρα και παρακαταθήκη μιας εδραιωμένης φιλελεύθερης, κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Η μεγάλη αυτή έλλειψη στο έργο του δεν είναι άσχετη με την προσήλωσή του στην ψυχροπολεμική διαμάχη και τις συγκυριακές αναγκαιότητες που πρόβαλλε η αντιμετώπιση του κομμουνισμού μέχρι το τέλος της ζωής του.

Raymond Aron – Interview. L’ home en question.

“Η δογματική ισότητα επιχειρεί μάταια να αντικρούσει την φύση, βιολογική και κοινωνική. Δεν καταλήγει στην ισότητα αλλά στην τυραννία”.

 

Ο Λυκούργος Κουρκουβέλας είναι Επίκουρος Καθηγητής Ιστορίας Διεθνών Σχέσεων στο Τμήμα Διαχείρισης Λιμένων και Ναυτιλίας του ΕΚΠΑ.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΡΓΑ ΤΟΥ RAYMOND ARON

Raymond Aron, «Social Structure and the Ruling Class», μέρη Ι και ΙΙ, The British Journal of Sociology, 1: 1 και 2 (March και June 1950), σ. 1-16 και 126-143.

Raymond Aron, Le Grand Schisme (Paris: Gallimard, 1948).

Raymond Aron, The Opium of the Intellectuals, μτφρ. Terence Kilmartin (New York: W.W. Norton & Company, 1962).

Raymond Aron, «The Anarchical Order of Power», Daedalus, 95:2 (Spring 1966), σ. 479-502.

Raymond Aron, Peace and War: A Theory of International Relations (London: Routledge, 2003).

Raymond Aron, «The Liberal Definition of Liberty: Concerning Hayek’s The Constitution of Liberty, στο Daniel J. Mahoney (επιμ.), In Defense of Political Reason (Oxford: Rowman & Littlefield, 1994), σ. 73-91.

Raymond Aron, Democracy and Totalitarianism: The Nature of Human Society, μτφρ. Weidenfeld και Nicolson (London and Southampton: The Camelot Press Ltd., 1968).

Raymond Aron, «The Evolution of Modern Strategic Thought», The Adelphi Papers, 9:54 (1969), σ. 1-17.

Raymond Aron, An Essay on Freedom, μτφρ. Helen Weaver (New York: World Publishing Company & New American Library).

Raymond Aron, Memoirs: Fifty Years of Political Reflection (New York and London: Holmes & Meir, 1990).

Raymond Aron, Plaidoyer pour l’ Europe Décadente (Paris: Laffont, 1977) [Συνηγορία για την Ευρώπη που παρακμάζει, 2 τόμ. Σιδέρης, 1980].

Raymond Aron, Thinking Politically: A Liberal in the Age of Ideology (New Brunswick and London: Transaction Publishers, 1997.

Raymond Aron, Liberté et égalité (Paris: EHESS, 2013).

 

ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ RAYMOND ARON

Ronald Aronson, Camus and Sartre: The Story of a Friendship and the Quarrel that Ended it (Chicago: University of Chicago Press, 2004).

Reed M. Davis, A Politics of Understanding: The International Thought of Raymond Aron (Louisiana State University Press 2009).

Bryan-Paul Frost, «Realism Meets Historical Sociology: Raymond Aron’s Peace and War», στο Henrik Bliddal, Casper Sylvest και Peter Wilson (επιμ.), Classics of International Relations: Essays in Criticism and Appreciation (New York: Routledge, 2013), σ. 99-108.

Nicholas Gane, «In and Out of Neoliberalism: Reconsidering the Sociology of Raymond Aron», Journal of Classical Sociology, 16:3 (2016), σ. 261-279.

Tony Just, Postwar: A History of Europe since 1945 (New York: Penguin Press, 2005).

Daniel J. Mahoney, «Aron, Marx, and Marxism: An Interpretation», European Journal of Political Theory, 2:4 (2003), σ. 415-427.

Jan-Werner Muller, «Fear and Freedom: On ‘Cold War Liberalism’», European Journal of Political Theory, 7:1 (2008), σ. 45-64.

Scott B. Nelson, Tragedy and History: The German Influence on Raymond Aron’s Political Thought (Berlina: Peter Lang, 2019).

Giles Scott-Smith, «The Congress for Cultural Freedom, the End of Ideology and the 1955 Milan Conference: ‘Defining the Parameters of Discourse’», Journal of Contemporary History, 37:3 (Jul. 2002), σ. 437-455.

Judith Shklar, «The Liberalism of Fear», Nancy L. Rosenblum (επιμ.), Liberalism and the Moral Life (Harvard University Press, 1989), σ. 21-38.

Iain Stewart, Raymond Aron and Liberal Thought in the Twentieth Century (Cambridge: Cambridge University Press, 2020).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[i] Raymond Aron, Memoirs: Fifty Years of Political Reflection (New York and London: Holmes & Meir, 1990), 313-332.

[ii] Iain Stewart, Raymond Aron and Liberal Thought in the Twentieth Century (Cambridge: Cambridge University Press, 2020)· Scott B. Nelson, Tragedy and History: The German Influence on Raymond Aron’s Political Thought (Berlina: Peter Lang, 2019).

[iii] Judith Shklar, «The Liberalism of Fear», Nancy L. Rosenblum (επιμ.), Liberalism and the Moral Life (Harvard University Press, 1989), σ. 21-38.

[iv] Jan-Werner Muller, «Fear and Freedom: On ‘Cold War Liberalism’», European Journal of Political Theory, 7:1 (2008), σ. 45-64.

[v] Max Weber, Η πολιτική ως κάλεσμα και επάγγελμα, μτφρ. Κώστας Κουτσουρέλης (Αθήνα: Δώμα, 2019).

[vi] Scott Nelson και Jose Colen, «Statesmanship and Ethics: Aron, Max Weber, and Politics as a Vocation», στο Jose Colen και Elisabeth Dutartre-Michaut (επιμ.), The Companion to Raymond Aron (New York: Palgrave Macmillan, 2015), σ. 205-216· Peter Breiner, «Raymond Aron’s Engagement with Weber: Recovery or Retreat?», Journal of Classical Sociology, 11:2 (2011), σ. 99-122· Reed Davis, «The Phenomenology of Raymond Aron», European Journal of Political Theory, 2:4 (2003), σ. 401-413.

[vii] Pierre Hassner, «Raymond Aron and Immanuel Kant: Politics Between Morality and History», στο The Companion to Raymond Aron, σ. 197-204.

[viii] Aurelian Craiutu, «Raymond Aron and the Tradition of Political Moderation in France», Raf Geenens και Helena Rosenblatt (επιμ.), French Liberalism from Montesquieu to the Present Day (Cambridge: Cambridge Press, 2012), σ. 271-291.

[ix] C. Wright Mills, The Power Elite (Oxford: Oxford University Press, 1956).

[x]Raymond Aron, «Social Structure and the Ruling Class», μέρη Ι και ΙΙ, The British Journal of Sociology, 1: 1 και 2 (March και June 1950), σ. 1-16 και 126-143.

[xi]Isaiah Berlin, Τέσσερα δοκίμια περί ελευθερίας (Αθήνα: Scripta, 2001). To κλασικό, πλέον, κείμενο του Berlin «Two Concepts of Liberty», αποτελούσε την εναρκτήρια διάλεξη του Berlin στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης στις 31 Οκτωβρίου 1958.

[xii] Raymond Aron, An Essay on Freedom, μτφρ. Helen Weaver (New York: World Publishing Company & New American Library), σ. 159.

[xiii] Raymond Aron, Democracy and Totalitarianism: The Nature of Human Society, μτφρ. Weidenfeld και Nicolson (London and Southampton: The Camelot Press Ltd., 1968), σ. 67-80.

[xiv] Aron, An Essay on Freedom, σ. 55, 82 και 157-159.

[xv] Daniel J. Mahoney, «A Liberal and a Classic: Pierre Manent’s Neo-Aristotelian Reading of Raymond Aron», Perspectives on Political Science, 45:4 (Sep. 2016), σ. 230-236.

[xvi] Τα έργα των Leo Strauss, Eric Voegelin, Hannah Arendt και Κορνήλιου Καστοριάδη είναι ενδεικτικά των προσεγγίσεων αυτών.

[xvii] Raymond Aron, Liberté et égalité (Paris: EHESS, 2013).

[xviii] Η πρόσληψη του Μαρξ από τον Aron δεν έχει μέχρι στιγμής αναλυθεί και ερμηνευτεί συστηματικά, παρά μόνο με τη μορφή μικρών άρθρων-μελετών. Ένα τέτοιο έργο θα αναδείκνυε όχι μόνο την εμβρίθεια της ενασχόλησης του Aron με τον Μαρξ, αλλά κατά την άποψή μας, θα συνεισέφερε ουσιαστικά στις ευρύτερες μαρξικές σπουδές κατά τον 20ο αιώνα. Πρβλ. Daniel J. Mahoney, «Aron, Marx, and Marxism: An Interpretation», European Journal of Political Theory, 2:4 (2003), σ. 415-427· Max Likin, «’Nothing Fails Like Success’: The Marxism of Raymond Aron», French Politics, Culture & Society, 26:3 (Winter 2008), σ. 43-60.

[xix] Tony Just, Postwar: A History of Europe since 1945 (New York: Penguin Press, 2005), σ. 360-389.

[xx] Raymond Aron, «The Liberal Definition of Liberty: Concerning Hayek’s The Constitution of Liberty, στο Daniel J. Mahoney (επιμ.), In Defense of Political Reason (Oxford: Rowman & Littlefield, 1994), σ. 73-91· Nicholas Gane, «In and Out of Neoliberalism: Reconsidering the Sociology of Raymond Aron», Journal of Classical Sociology, 16:3 (2016), σ. 261-279.

[xxi] Raymond Aron, The Opium of the Intellectuals, μτφρ. Terence Kilmartin (New York: W.W. Norton & Company, 1962), σ. 266-267.

[xxii] Για μια εξιστόρηση της σχέσης του Camus με τον Sartre, και τον ρόλο του Ψυχρού Πολέμου στην τελική τους ρήξη πρβλ. τη διεξοδική ανάλυση στο Ronald Aronson, Camus and Sartre: The Story of a Friendship and the Quarrel that Ended it (Chicago: University of Chicago Press, 2004).

[xxiii] Aron, Memoirs, 327. Πρόκειται για το Introduction à la Philosophie de l’ Historie: Essai sur les Limites de l’ Objectivité Historique (Paris: Gallimard, ‘Bibliothèque des Idées’, 1938), το οποίο συζητούσε τις μεθοδολογικές και επιστημολογικές προϋποθέσεις της κατανόησης του παρελθόντος από τις κοινωνικές επιστήμες, ιδίως τις επιστήμες της ιστορίας και της κοινωνιολογίας.

[xxiv] Όλες αυτές οι θέσεις αναλύονται διεξοδικά στο ογκώδες Paix et Guerre Entre les Nations. Πρβλ. επίσης: Reed M. Davis, A Politics of Understanding: The International Thought of Raymond Aron (Louisiana State University Press 2009· και την εξαιρετική ανάλυση στο Bryan-Paul Frost, «Realism Meets Historical Sociology: Raymond Aron’s Peace and War», στο Henrik Bliddal, Casper Sylvest και Peter Wilson (επιμ.), Classics of International Relations: Essays in Criticism and Appreciation (New Yprk: Routledge, 2013), σ. 99-108.

[xxv] Raymond Aron, Thinking Politically: A Liberal in the Age of Ideology (New Brunswick and London: Transaction Publishers, 1997, σ. 140-141.

[xxvi] Raymond Aron, «Clausewitz’s Conceptual System», Armed Forces and Society, 1:1 (November 1974), σ. 49-59.

[xxvii] Raymond Aron, «The Evolution of Modern Strategic Thought», The Adelphi Papers, 9:54 (1969), σ. 1-17· Barry Cooper, «Raymond Aron and Nuclear War», Journal Of Classical Sociology, 11:2 (2011), σ. 203-224.

[xxviii] Raymond Aron, Le Grand Schisme (Paris: Gallimard, 1948)

[xxix] Joel Mouric, «Raymond Aron and the Idea of Europe», στο Olivier Schmitt (επιμ.), Raymond Aron and International Relations (New York: Routledge, 2018), σ. 112-125.

[xxx] Giles Scott-Smith, «The Congress for Cultural Freedom, the End of Ideology and the 1955 Milan Conference: ‘Defining the Parameters of Discourse’», Journal of Contemporary History, 37:3 (Jul. 2002), σ. 437-455.

[xxxi] Για μια εμβριθή ανάλυση των τριών ειδών πολέμου που χαρακτήριζαν τον μεταπολεμικό κόσμο και τις προκλήσεις που εγείρονταν για τη Δύση πρβλ. Raymond Aron, «The Anarchical Order of Power», Daedalus, 95:2 (Spring 1966), σ. 479-502. Τα τρία είδη πολέμου, κατά τον Aron, ήταν: α) συμβατικός πόλεμος (σύγκρουση Ισραήλ-Αράβων), 2) το αντάρτικο (Αλγερία και Βιετνάμ), 3) ο «μη πόλεμος» (πυρηνικός).

[xxxii] Raymond Aron, Plaidoyer pour l’ Europe cadente (Paris: Laffont, 1977) [Συνηγορία για την Ευρώπη που παρακμάζει, 2 τόμ. Σιδέρης, 1980].

[xxxiii] Στο βιβλίο του Ni Droite, Ni Gauche. L’ Idéologie Fasciste en France (Paris: Editions du Seuill, 1983).

 

 

 

 

Γεράσιμος Αλεξάτος: Οι Έλληνες του Γκαίρλιτς 1916 – 1919

Γεράσιμος Αλεξάτος

Οι Έλληνες του Γκαίρλιτς 1916 – 1919

 

Το καλοκαίρι του 1916 ‒μεσούντος του Μεγάλου Πολέμου‒ 7.000 Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί του Δ΄ Σώματος Στρατού –με έδρα την Καβάλα- μεταφέρθηκαν με δέκα αμαξοστοιχίες στη μικρή αλλά ιστορική πόλη της πάλαι ποτέ πρωσικής επαρχίας της Σιλεσίας το Γκαίρλιτς (Γκέρλιτς, Görlitz). Φθάνοντας εκεί ύστερα από ένα εξουθενωτικό ταξίδι δώδεκα ημερών, οι ταλαιπωρημένοι και ανίδεοι στρατιώτες έγιναν αντικείμενο μιας εντυπωσιακά οργανωμένης παλλαϊκής υποδοχής, που δεν επρόκειτο να ξεχάσουν σε όλη τους τη ζωή: στον σιδηροδρομικό σταθμό τους ανέμεναν σύσσωμες οι πολιτικές και στρατιωτικές αρχές της πόλης με επικεφαλής τον υπασπιστή του Κάιζερ, στρατιωτικά αγήματα και μπάντες που παιάνιζαν τον ελληνικό εθνικό ύμνο και χιλιάδες λαού, ενώ στην πύλη του ανακαινισμένου στρατοπέδου είχε αναρτηθεί στα ελληνικά μια μεγάλη, πλαισιωμένη από γιρλάντες επιγραφή: «ΧΑΙΡΕΤΕ».

Όμως, κατά μια παράδοξη ιστορική σύμπτωση, οι σχέσεις του Γκαίρλιτς με την Ελλάδα και τη νεότερη ιστορία της δεν σταματούν εκεί. Το 1949, μετά το τέλος του Εμφύλιου Πολέμου στην Ελλάδα, 14.000 πολιτικοί πρόσφυγες μαζί με τα παιδιά τους, κατέφυγαν στην ίδια ακριβώς πόλη. Το Γκαίρλιτς εν τω μεταξύ μετά το 1945 είχε διχοτομηθεί και οι ανατολικές συνοικίες του –εκεί όπου 30 χρόνια νωρίτερα βρισκόταν το ελληνικό στρατόπεδο‒ είχαν παραχωρηθεί στην Πολωνία με το όνομα Ζγκοζέλετς (Zgorzelec). Έτσι στη χωρισμένη στα δύο πόλη βρέθηκαν στις απέναντι όχθες του συνοριακού πλέον ποταμού Νάισε, Έλληνες δύο διαφορετικών γενεών –θύματα των μεγάλων συγκρούσεων του πρώτου μισού του 20ού αιώνα‒ που για πολλά χρόνια ούτε καν υποψιάζονταν την ύπαρξη συμπατριωτών τους στην αντίπερα όχθη.

Η είσοδος του στρατοπέδου του Γκαίρλιτς

Τα γεγονότα της Μακεδονίας

Τι είχε συμβεί το μοιραίο εκείνο καλοκαίρι στην Ανατολική Μακεδονία τρία μόλις χρόνια μετά την απελευθέρωσή της, πριν από τη σχεδόν αμαχητί εγκατάλειψή της στους συμμάχους των Γερμανών Βουλγάρους; Όλα ξεκίνησαν στις 18 Αυγούστου 1916, όταν βουλγαρικός στρατός, έχοντας εξασφαλίσει το πράσινο φως των Γερμανών συμμάχων του, εισέβαλε αιφνιδιαστικά στην Ανατολική Μακεδονία, με στόχο να περιορίσει–όπως διατεινόταν- τις κινήσεις των εχθρικών δυνάμεων του αντίπαλου στρατοπέδου, της  Αντάντ, που από έτους ήδη είχαν εγκατασταθεί στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Στην Αθήνα εκείνη την εποχή ο εκλεγμένος πρωθυπουργός  Ελευθέριος Βενιζέλος, από παλιά προσανατολισμένος προς τις «προστάτιδες δυνάμεις» της χώρας, είχε αποπεμφθεί από τα Ανάκτορα, επειδή είχε ταχθεί υπέρ της συμμετοχής της χώρας στον πόλεμο στο πλευρό των δυτικών συμμάχων της Αντάντ. Στην εξουσία ήταν η φιλοβασιλική παράταξη, η οποία αντιθέτως προέκρινε την πολιτική της ευνοϊκής προς τη Γερμανία και του συμμάχους της ουδετερότητας. Επικεφαλής της ήταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, απόφοιτος της Στρατιωτικής Ακαδημίας του Βερολίνου και γυναικαδελφός του Γερμανού αυτοκράτορα Γουλιέλμου (είχε παντρευτεί την αδελφή του Σοφία). Ηταν η απαρχή του Εθνικού Διχασμού.  Μόλις, λοιπόν, αμέσως μετά την εισβολή των Βουλγάρων, το Βερολίνο έδωσε επίσημες διαβεβαιώσεις[1] περί σεβασμού της ελληνικής κυριαρχίας και ακεραιότητας, υποσχόμενο ότι θα έφηνε άθικτες τις τρεις μεγαλύτερες πόλεις (Σέρρες, Δράμα, Καβάλα), το γερμανόφιλο κωνσταντινικό περιβάλλον καθησύχασε. Έτσι, το εκεί εγκατεστημένο και αποκομμένο από την υπόλοιπη Ελλάδα Δ΄ Σώμα Στρατού, αποδυναμωμένο μετά την επιβληθείσα από την Αντάντ αποστράτευση των  εφεδρειών του και με απούσα όλη την ανώτατη ηγεσία του (!), διατάχθηκε από το εθνικό κέντρο να μην προβάλει αντίσταση και  εγκαταλείποντας αμαχητί τα συνοριακά οχυρά, να αποσυρθεί στις έδρες των μεραρχιών του. Όταν οι ραγδαίες αυτές και απρόσμενες εξελίξεις έγιναν γνωστές στην Ελλάδα προκάλεσαν θύελλα αγανάκτησης, με αποτέλεσμα να εκδηλωθεί εσπευσμένα το φιλοβενιζελικό κίνημα της «Εθνικής Αμύνης» στη Θεσσαλονίκη και να αποκτήσει ο Εθνικός Διχασμός και γεωγραφική διάσταση.

Βούλγαροι στρατιώτες στο κάστρο της Καβάλας το 1917 (Πηγή: Imperial War Museum – Q 86239).

Τα γεγονότα όμως δεν εξελίχθηκαν σύμφωνα με τις βασιλικές προσδοκίες. Από την πρώτη στιγμή έγινε με οδυνηρό τρόπο αντιληπτό από τους κατοίκους και τους υπερασπιστές της περιοχής, ότι ο πραγματικός στόχος των εισβολέων δεν ήταν άλλος από την αιχμαλωσία του στρατού, την εκδίωξη του ελληνικού πληθυσμού και των τοπικών αρχών και τη μόνιμη εγκατάσταση τους σε μακεδονικά εδάφη[2]. Ο ασκών χρέη διοικητού του Σώματος συνταγματάρχης Ιωάννης Χατζόπουλος, με καθημερινές εκκλήσεις προς το κέντρο, αναζητούσε απεγνωσμένα τρόπους για να οργανώσει εκ των ενόντων την άμυνα και να εξασφαλίσει τρόφιμα στους στρατιώτες και τους κατοίκους, που πανικόβλητοι συνέρρεαν στην Καβάλα εγκαταλείποντας τις εστίες τους. Η Αθήνα όμως κώφευε προκλητικά. Η κατάσταση εν τω μεταξύ διαρκώς χειροτέρευε και ο κλοιός γύρω από την Καβάλα ήταν ασφυκτικός.

Η αιφνιδιαστική αυτή σκλήρυνση της βουλγαρικής στάσης δεν ήταν τυχαία. Οφειλόταν στην αλλαγή της στρατιωτικής ηγεσίας στο Βερολίνο και στην ανάληψη καθηκόντων από τους Χίντενμπουργκ και Λούντεντορφ. Το νέο πανίσχυρο επιτελείο θεωρούσε πλέον την Ελλάδα «χαμένη υπόθεση», δίνοντας το πράσινο φως για την κατάληψη της Καβάλας, αδιαφορώντας για τις προ τριών μόλις εβδομάδων παρασχεθείσες εγγυήσεις.[3] Πίεζαν τώρα αφόρητα τον Χατζόπουλο να εγκαταλείψει πάραυτα την πόλη, χωρίς καν να του επιτραπεί να συνεννοηθεί με τους προϊσταμένους του στην Αθήνα, απειλώντας ότι «σε περίπτωση άρνησης» θα ανοίγετο «αμέσως πυρ εναντίον της Καβάλας[4]».΄Οταν και από το άλλο στρατόπεδο οι εγκατεστημένοι στην απέναντι Θάσο Σύμμαχοι, απέκλεισαν το λιμάνι της Καβάλας και κατάσχεσαν την πιο κρίσιμη στιγμή -«για να μην πέσει στα χέρια του εχθρού»- τον μοναδικό ασύρματο της ελληνικής διοίκησης, η  θέση του πλήρως αποκομμένου Έλληνα διοικητή γινόταν τραγική. Τότε, για να αποφευχθεί πάση θυσία η επώδυνη και ατιμωτική  βουλγαρική αιχμαλωσία, απευθύνθηκε αυτοβούλως στον Γερμανό αρχιστράτηγο, ζητώντας τη μεταφορά του στρατού μαζί με τον οπλισμό του στη Γερμανία, όπου και θα παρέμενε ως ουδέτερο μέχρι το τέλος του πολέμου. Ταυτόχρονα, ύστερα από ομόφωνη απόφαση του πολεμικού συμβουλίου του Σώματος, επικοινώνησε και με τον στόλο των Αγγλογάλλων, ζητώντας την παράδοση στους Συμμάχους, θέτοντας όμως ως  προϋπόθεση –καθότι φιλομοναρχικός ο ίδιος- να μεταφερθούν οι μονάδες του σε λιμάνι της υπό κωνσταντινικό έλεγχο Παλαιάς Ελλάδας.[5]  Και ενώ οι μονάδες ήταν παραταγμένες στο λιμάνι της Καβάλας έχοντας εντολή επιβίβασης στα βρετανικά πλοία, την τελευταία στιγμή η επιχείρηση ματαιώθηκε εξ αιτίας της επιμονής των  Βρετανών πλοιάρχων να επιτρέπουν την αναχώρηση μόνο σε φιλοβενιζελικούς εθελοντές, απαγορεύοντας την επιβίβαση ακόμα και στον ίδιο τον σωματάρχη.[6] Ο φιλοβασιλικός Χατζόπουλος, ευρισκόμενος μπροστά στο δίλημμα να προσχωρήσει παρά τη θέλησή του στο κίνημα της Θεσσαλονίκης ή να παραδοθεί στους Γερμανούς, με ευνοικούς έστω όρους, προτίμησε το δεύτερο.Μετά τη θετική απάντηση του Γερμανού στρατάρχη, ξεκινούσε υπό αφόρητη χρονική πίεση – «για να μην υπάρξει περιθώριο επικοινωνίας»[7] η πορεία των μονάδων προς τη Δράμα, τον πρώτο σταθμό του μεγάλου ταξιδιού. Τη ίδια στιγμή η Αθήνα –ειδοποιημένη από τους Άγγλους- ξυπνούσε από τον λήθαργο και φοβούμενη εσωτερικές και διεθνείς επιπτώσεις διέτασσε, μέσω των Βρετανών, τη μεταγωγή των δυνάμεων στον Βόλο. Ήταν όμως, σύμφωνα με τον Χατζόπουλο, πολύ αργά. Η πορεία επρόκειτο άμεσα να ξεκινήσει.[8]

Οι στρατηγοί Χίντενμπουργκ και Λούντεντορφ.

Και ενώ οι 7000 στρατιωτικοί μεταφέρονταν εκόντες άκοντες ως «αιχμάλωτοι-φιλοξενούμενοι» στο στρατόπεδο του Γκαίρλιτς στη Γερμανία, στο εσωτερικό της χώρας ο διχασμός περνούσε σε παροξυντική φάση: Η Ελλάδα με την προσωρινή κυβέρνηση των Αμυνιτών της Θεσσαλονίκης κοβόταν στα δύο, τη στιγμή που οι κάτοικοι της Ανατολικής Μακεδονίας –όσοι δεν είχαν προλάβει να διαφύγουν με δικά τους μέσα στη Θάσο- εγκαταλείπονταν ανυπεράσπιστοι στο έλεος του εισβολέα. Για τα επόμενα δύο χρόνια θα είναι τα μεγάλα τραγικά θύματα της σωρείας των θλιβερών αποφάσεων των τότε κυβερνώντων.[9]

 

Ελληνογερμανική συνάντηση με συνέπειες

Η μεταφορά σε γερμανικό έδαφος ενός σημαντικού τμήματος του στρατού μιας ουδέτερης χώρας προκάλεσε τον αποτροπιασμό της Αντάντ και του ουδέτερου κόσμου, ενώ έγινε φυσικά αποδεκτή με διθυραμβικά σχόλια από το σύνολο του γερμανικού Τύπου. Η πρόταση του Χατζόπουλου τούς παρείχε ένα πολύτιμο πλεονέκτημα στον αμείλικτο πόλεμο της προπαγάνδας: μπορούσαν τώρα, τελείως ανέλπιστα, να εμφανίσουν τον εξαναγκασμό σε παράδοση ενός ουδέτερου στρατεύματος –και μάλιστα με φιλικώς προς τη Γερμανία προσκείμενη ηγεσία- ως γενναιόδωρη παραχώρηση «προστασίας» και «φιλοξενίας». Ο Λούντεντορφ- παρά την εκφρασμένη αντίθετη επιθυμία του Χατζόπουλου- έδωσε διαταγή για επίσημη παλλαϊκή υποδοχή. «Οι Έλληνες δεν θα πρέπει να έχουν την αίσθηση ότι είναι αιχμάλωτοι», έγραφε σε αναφορά του, «προκειμένου να διαδοθεί στην Ελλάδα κατανόηση και συμπάθεια για τη γερμανική υπόθεση».[10] Εντούτοις, στην πραγματικότητα, η εκεί παραμονή των Ελλήνων δεν έπαυσε να αποτελεί ένα είδος ιδιότυπης αιχμαλωσίας, καθώς σε κανέναν και για οποιονδήποτε λόγο δεν επετράπη να εγκαταλείψει το γερμανικό έδαφος καθ΄όλη τη διάρκεια του πολέμου.

Η τύχη το έφερε η ακούσια άφιξη χιλιάδων στρατευμένων να είναι η πρώτη στην ιστορία μαζική συνάντηση Ελλήνων και Γερμανών επί γερμανικού εδάφους. Με γνήσιο ενθουσιασμό υποδέχτηκαν τη χαρμόσυνη είδηση οι ισχυροί τότε κύκλοι των φιλελλήνων. «Ο πόλεμος έφερε την Ελλάδα αιφνίδια και ορμητικά στο επίκεντρο του γερμανικού ενδιαφέροντος»,[11] διαπίστωνε ο γνωστός τότε καθηγητής Άουγκουστ Χάιζενμπεργκ, πυροδοτώντας την αναβίωση ενός -βραχύβιου έστω- κλίματος φιλελληνισμού, έναν πραγματικό «μήνα του μέλιτος» στις ελληνογερμανικές σχέσεις.

H άφιξη του Δ΄ Σώματος Στρατού στον σιδηροδρομικό σταθμό του Γκαίρλιτς (αρχείο Γερ. Αλεξάτου).

Μεταξύ άλλων έκανε την εμφάνισή της και η πρώτη ημιεπίσημη οδηγία  – με τον ενδεικτικό τίτλο «Εμπρός για τη Ελλάδα»- υπέρ του ανύπαρκτου τότε ελληνικού τουρισμού![12] Κατακλύστηκε τότε η μικρή πόλη της Σιλεσίας από κορυφαίους καθηγητές, ελληνομαθείς διπλωμάτες και εμπόρους, που κατέφθαναν από όλα τα μήκη και πλάτη της Γερμανίας με ποικίλα κίνητρα και αποστολές.[13] Μοναδική ήταν η ευκαιρία για τη διενέργεια ερευνών σε ελληνικού ενδιαφέροντος αντικείμενα, καθώς για πρώτη φορά υπήρχε άφθονο έμψυχο υλικό, προερχόμενο από όλα τα κοινωνικά στρώματα και από όλον τον τότε ελληνικό κόσμο, συγκεντρωμένο και πρόθυμο στην υπηρεσία των αναπτυσσόμενων την εποχή εκείνη νεοελληνικών σπουδών. Έτσι –εν μέσω του φονικότερου έως τότε πολέμου- στο ελληνικό στρατόπεδο πραγματοποιήθηκαν μελέτες, διατριβές και μοναδικές ηχογραφήσεις μουσικής και διαλέκτων, που μόλις σήμερα βγαίνουν σταδιακά στο φως προκαλώντας επιστημονικό και ευρύτερο ενδιαφέρον. Μεταξύ αυτών και η πρώτη εγγραφή ρεμπέτικου με συνοδεία μπουζουκιού παγκοσμίως.[14]

Αξιόλογη και μακροχρόνια επίδραση είχαν τα μαθήματα γερμανικών για άξιωματικούς και για 700 εγγράμματους στρατιώτες, συγκροτημένα συστηματικά και με υψηλότατο επίπεδο διδασκαλίας, όπου συμμετείχε η αφρόκρεμα των νεοελληνιστών καθηγητών.[15] ΄Ενας από αυτούς, ο αρχαιολόγος Γιάκομπσταλ, σε περιοδεία του ανά την Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 20, έψαχνε παντού για «Γκορλιτσιώτες», όπως ονομάζονταν τότε οι επανακάμψαντες, προκειμένου να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι τους «πλούσιους καρπούς», που είχε αποδώσει η μακρόχρονη παραμονή του Σώματος και κυρίως το σχολείο γερμανικών στις αμοιβαίες σχέσεις. Βεβαίως, η επίσημα προβαλλόμενη εικόνα της Ελλάδας ήταν πάντα εξαιρετικά μονόπλευρη και επιλεκτική: Οι «φίλοι» μας κωνσταντινικοί από τη μια, και οι αγγλόφιλοι και γαλλόφιλοι «ραδιούργοι βενιζελικοί» από την άλλη. Εικόνα που επρόκειτο να διατηρηθεί αμετάβλητη επί πολλές δεκαετίες, μέχρι τη γερμανική κατοχή.[16] Το ξεχασμένο μέχρι πρόσφατα επεισόδιο του Γκαίρλιτς επηρέασε και διαμόρφωσε την εικόνα πολλών Ελλήνων για τη γερμανική κοινωνία της εποχής. Σ’ αυτό συνέβαλαν και οι λιγοστοί μεν αλλά εξαιρετικά φιλόδοξοι νεαροί Έλληνες καλλιτέχνες και διανοούμενοι, που βρέθηκαν τυχαία –ως απλοί στρατιώτες ή αξιωματικοί- στο απομονωμένο στρατόπεδο. Διάσημοι πολλοί από αυτούς αργότερα – όπως ο σπουδαίος άνθρωπος του θεάτρου Βασίλης Ρώτας- έδωσαν εκεί τα πρώτα δείγματα γραφής της τέχνης τους, δεχόμενοι ταυτόχρονα πολλαπλές επιρροές και επιδράσεις στη μετέπειτα πορεία τους.[17] Σημείο αναφοράς και χώρος συνάντησης: η μικρή ελληνική καθημερινή εφημερίδα («Τα Νέα του Görlitz» αρχικά, τα «Ελληνικά Φύλλα» στη συνέχεια).[18] Κυρίως το πρώτο διάστημα, προτού η εξέλιξη των γεγονότων στην Ελλάδα και το βάθεμα του διχασμού βάλει φρένο στη δημιουργική προσπάθεια.

Αριστερά: το σημειωματάριο-ημερολόγιο του Γ. Πεδιαδιτάκη. Δεξιά: ο λυράρης Μιχάλης Πολυχρονάκης πραγματοποιεί μια από τις παλαιότερες ηχογραφήσεις παγκοσμίως κρητικής μουσικής (αρχείο Γερ. Αλεξάτου).

Αμέτρητα ήταν τα νήματα που συνέδεσαν τότε τους δύο λαούς. Δύσκολη και αντιφατική ωστόσο η σχέση με τους απλούς ανθρώπους του Γκαίρλιτς, καθώς δύο κόσμοι ξένοι μεταξύ τους και τόσο διαφορετικοί, προσέγγιζαν για πρώτη φορά ο ένας τον άλλο υπό τις πλέον αντίξοες συνθήκες. Η παρουσία χιλιάδων νέων ανθρώπων σε μια πόλη των 90 χιλιάδων κατοίκων γινόταν ιδιαιτέρως αισθητή και της έδινε ασυνήθιστη ζωντάνια. Ωστόσο τα πράγματα πίσω από τη βιτρίνα δεν ήταν καθόλου ειδυλλιακά. Ο χειμώνας του 1916-1917 ήταν ο δριμύτερος των τελευταίων δεκαετιών, ενώ το φάσμα των στερήσεων και της πείνας θα κατατρέχει τους Έλληνες στρατιώτες καθ´ όλη τη διάρκεια της παραμονής τους. Το πολικό ψύχος (έως -22°) σε συνδυασμό με την ελλιπέστατη, μονόπλευρη και ασυμβίβαστη με ελληνικές γεύσεις διατροφή, προκάλεσε ανεπανόρθωτες βλάβες στην υγεία τους. Έτσι, παρά το ειρηνικό περιβάλλον, η μηνιγγίτιδα, η ισπανική γρίπη και κυρίως η φυματίωση, θέρισαν κυριολεκτικά τους εξασθενημένους άνδρες. 400 περίπου άφησαν εκεί την τελευταία τους πνοή, ενώ μετά το τέλος του πολέμου 150 βαρέως ασθενούντες, με ειδικά εξοπλισμένο ατμόπλοιο, επέστρεψαν στην πατρίδα ετοιμοθάνατοι. Μεγάλη ήταν εξάλλου η δυσαρέσκεια του τοπικού πληθυσμού, που έβλεπε με ανησυχία τους αξιωματικούς με τους μισθούς που εξακολουθούσαν να εισπράττουν να αδειάζουν τα καταστήματα από το λιγοστό εμπόρευμα, ανεβάζοντας τις τιμές στα ύψη. Αλλά και το βραδινό «σουλατσάρισμα» στους δρόμους, πριν από τις αθρόες αποστολές εργασίας, δεν δημιουργούσε πάντα φιλικά συναισθήματα. Το γεγονός όμως που δημιούργησε τις μεγαλύτερες συγκρούσεις και αντιζηλίες ήταν η εντυπωσιακή επιτυχία των Ελλήνων στον γυναικείο πληθυσμό. Σε καιρούς λειψανδρίας το αυξημένο ενδιαφέρον των γυναικών προς τους «εξωτικούς» τότε και ηλιοκαμένους νέους του νότου, εκδηλωνόταν ποικιλοτρόπως. Το ζήτημα έλαβε ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Γινόταν λόγος ακόμα και για αρνητικές επιπτώσεις στο ηθικό των Γερμανών στρατιωτών στο μέτωπο. Τίποτε δεν μπόρεσε ωστόσο να ανακόψει τη φυσιολογική πορεία των πραγμάτων. Μεγάλος ήταν ο αριθμός των αρραβώνων και γάμων και εκατοντάδες οι γυναίκες του Γκαίρλιτς, που όταν ήρθε η ώρα της επιστροφής, ήταν έτοιμες και αποφασισμένες να ζήσουν τον ελληνικό τους «μύθο». Οι δυσκολίες όμως που συνάντησαν στη γεμάτη μίσος εποχή στην πάμφτωχη τότε και αλληλοσπαρασσόμενη Ελλάδα ήταν ανυπέρβλητες. Οι περισσότερες γύρισαν πίσω αποκαρδιωμένες.[19]

Στιγμές καθημερινής ζωής στο Γκαιρλιτς (αρχείο Μαρίας Κατσαρού-Νασιάκου).

Ο Εθνικός Διχασμός στη Γερμανία

Με την εκθρόνιση του Κωνσταντίνου και την εγκατάστασή του στην Ελβετία (Ιούνιος του 1917) και την ταυτόχρονη επανάκαμψη του Βενιζέλου στην Αθήνα, η εποχή του σύντομου ελληνο-γερμανικού «μήνα του μέλιτος» παρήλθε οριστικά. Η επίσημη είσοδος της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, αλλά και η ύπαρξη ισχυρής μερίδας βενιζελικών στο Γκαίρλιτς, που άρχισαν πλέον να εκδηλώνονται, άλλαξαν άρδην τα δεδομένα και μετέτρεψαν την υπόθεση του «εχθρικού» πλέον στρατοπέδου σε διαρκή πονοκέφαλο για τους Γερμανούς ιθύνοντες. Οι διαμάχες και συγκρούσεις βενιζελικών-κωνσταντινικών αξιωματικών στο ελληνικό στρατόπεδο κορυφώθηκαν, ενώ οι έως τότε επαρχιακοί στρατώνες μεταβλήθηκαν σε πανευρωπαϊκής εμβέλειας κέντρο συνωμοσιών του εξόριστου βασιλικού περιβάλλοντος, που αδημονούσε για δράση. Μετά όμως την παταγώδη –και εν μέρει αιματηρή[20]– αποτυχία των βασιλικών σχεδίων, οι Γερμανοί ιθύνοντες απαίτησαν πλέον, προκειμένου να μην προβούν σε «κανονική» αιχμαλώτιση του Σώματος, την προσφορά παραγωγικής εργασίας, αλλά και εγγυήσεις για την πάταξη κάθε εχθρικής φιλοβενιζελικής δράσης.[21] Τα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν: 36  Έλληνες αξιωματικοί οδηγήθηκαν με την κατηγορία του «βενιζελικού προπαγανδιστή» σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στο Βερλ της Βεστφαλίας (Ιανουάριος 1918), ενώ 5.000 στρατιώτες, ενταγμένοι σε πολυάριθμες εργατικές αποστολές, διασκορπίστηκαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, προσφέροντας έναντι αμοιβής την εργατική τους δύναμη στην πολεμική κυρίως βιομηχανία μέχρι το τέλος του πολέμου. Ήταν, μπορούμε να πούμε, οι πρώτοι «Γκάσταρμπαιτερ» («φιλοξενούμενοι εργάτες»), που έγιναν δεκτοί με ασύγκριτα φιλικότερη διάθεση από ό,τι πενήντα χρόνια αργότερα οι συμπατριώτες τους στη δεκαετία του 60 και του 70.

Η κηδεία του Σωματάρχη Ι. Χατζόπουλου στο Γκαίρλιτς (Απρίλιος 1918).

Στα παράδοξα του Γκαίρλιτς ανήκει και η αθρόα συμμετοχή των Ελλήνων στρατιωτών στη γερμανική επανάσταση των σπαρτακιστών μετά τη γερμανική ήττα (Νοέμβριος του 1918), υπό την ηγεσία της Ρόζα Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λήμπκνεχτ. Η έντονη δυσαρέσκεια με φόντο τις στερήσεις, η πολλές φορές ωμή συμπεριφορά των βαθμοφόρων, αλλά κυρίως ο διακαής πόθος των στρατιωτών –πολλοί από αυτούς υπηρετούσαν ήδη θητεία τεσσάρων ή πέντε ετών – για άμεση επιστροφή στην πατρίδα, τους οδήγησε σε ρήξη με τους βασιλόφρονες κυρίως αξιωματικούς, που επεδίωκαν την αναβολή της επιστροφής μέχρι τη χορήγηση γενικής αμνηστίας. Μέσα στο διάχυτα ανατρεπτικό κλίμα, καθαίρεσαν τον διοικητή τους και, σύμφωνα με τα επαναστατικά πρότυπα της εποχής, εξέλεξαν στρατιωτικά συμβούλια («ελληνικά σοβιέτ του Γκαίρλιτς»[22] θα ονομαστούν αργότερα στην Ελλάδα), με κορυφαίο αίτημα την άμεση παλιννόστηση. Γεγονότα πρωτοφανή στα ελληνικά στρατιωτικά χρονικά, «φωτεινό παράδειγμα για τους φαντάρους, τους ναύτες και τους εργαζόμενους όλης της χώρας», θα γράψει ο Ριζοσπάστης 14 χρόνια αργότερα. Αλλά και γεγονότα, που μετά τη ρήξη με τις γερμανικές αρχές θα έχουν θλιβερή κατάληξη–υπήρξαν πέντε τουλάχιστον νεκροί από γερμανικές σφαίρες- οδηγώντας τον κύριο όγκο των ανδρών σε άτακτη και περιπετειώδη φυγή. Χιλιάδες άνδρες θα εγκαταλείψουν τους στρατώνες και τους τόπους εργασίας, πασχίζοντας να διαφύγουν με κάθε μέσο, ακόμη και με τα πόδια, ατομικά πια ο καθένας ή σε μικρές ομάδες, προς τα πλησιέστερα σύνορα και από εκεί με οποιονδήποτε τρόπο προς την Ελλάδα.[23]

 

Μετά την παλιννόστηση

Αλλά η «Οδύσσεια» των ανδρών του Σώματος δεν σταμάτησε εκεί. Μετά την πολυπόθητη παλιννόστηση, την εποχή εκείνη του μίσους και των πολιτικών παθών, βαρύς θα πέσει ο πέλεκυς των διώξεων επί δικαίων και αδίκων, οξύνοντας στο έπακρο τα πάθη κατά τη διάρκεια μάλιστα της Μικρασιατικής Εκστρατείας.[24] Ενώ στην αρχή εκδηλώθηκε έμπρακτα  κυβερνητικό ενδιαφέρον και φροντίδα για τον ομαλό επαναπατρισμό, δεν έλειψε ακόμα και κάποια προσπάθεια διαφοροποίησης στον καταμερισμό των ευθυνών, σύντομα η εμπάθεια  θα κυριαρχήσει και πάλι και η «υπόθεση Γκαίρλιτς» θα αποκτήσει -με τη συνδρομή και των ίδιων των παλιννοστούντων- μυθολογικές διαστάσεις, αποτυπώνοντας όσο λίγες άλλες τις εντάσεις του Εθνικού Διχασμού. Αθρόες αποστρατείες άμα τη αφίξει, εκ νέου εγκλεισμός όλων των ανδρών σε ειδικό στρατόπεδο στην Κρήτη, εκτοπίσεις, φυλακίσεις, εξορίες και αποτάξεις για τον κύριο όγκο των αξωματικών, ακόμα και οκτώ θανατικές καταδίκες, καθώς πολλοί κατηγορήθηκαν ως ριψάσπιδες.[25]

Τάφοι Ελλήνων στρατιωτών στο Γκαίρλιτς.

Παρά τις κατά καιρούς δικαιώσεις, αποκαταστάσεις και επανακαταδίκες –αναλόγως των πολιτικών εξελίξεων- ο μύθος του Γκαίρλιτς ως συνώνυμο προδοσίας, απεδείχθη μακροβιότατος, μειώνοντας ηθικά χιλιάδες ανθρώπους. «Στους άνδρες του Γκαίρλιτς και ακόμα και στους απογόνους τους», αναφέρει ο καθηγητής Χάγκεν Φλάισερ, «ήταν πάντα έκδηλος ο καημός της ηθικής αποκατάστασης σχετικά με την άδικη κατηγορία της προδοσίας».[26] Στις πραγματικές του διαστάσεις θα θέσει το θέμα, δέκα χρόνια μετά τα συμβάντα, ένας από τους φυλακισμένους στο Βερλ βενιζελικούς αξιωματικούς και κατοπινός στρατηγός και βουλευτής των Φιλελευθέρων ο Δημοσθένης Φλωριάς. Απαντώντας σε ανώνυμη επιστολή, που τον κατηγορούσε ότι προτίμησε τότε (το 1916) την αιχμαλωσία στη Γερμανία παρά τη διαφυγή στη Θεσσαλονίκη, σημείωνε: «Ευχαριστώ [τον ανώνυμο επιστολογράφο] για το όψιμο ενδιαφέρον του υπέρ του κινήματος της Θεσσαλονίκης…Οφείλει όμως να γνωρίζη ότι το Σώμα παρεδόθη και έπειτα εις το Βελιγράδι [καθ‘ οδόν προς το Γκαίρλιτς], εκεί δια πρώτην φοράν, εμάθαμεν ότι εξερράγη το Κίνημα…Δυνάμεθα αβιάστως να είπομεν ότι το εν Καβάλα Δ΄ΣΣ, άξιον πολύ καλυτέρας τύχης, υπήρξε και τούτο θύμα της ατασθαλίας των τότε κυβερνόντων την χώραν, όπως έπεσαν θύματα και οι κάτοικοι της Ανατολικής Μακεδονίας απάσης».[27]

Οι Έλληνες στο Γκαίρλιτς

 

Ο Γεράσιμος Αλεξάτος είναι Διπλωματούχος Μηχανικός και συγγραφέας. Το σύντομο ιστορικό βασίζεται στο βιβλίο του Οι Έλληνες του Γκαίρλιτς 1916-1919, Β΄ εμπλουτισμένη έκδοση, Θεσσαλονίκη 2015, Εκδόσεις Κυριακίδη.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Politisches Archiv Auswärtiges Amt (PAAA), φάκελος R22197, 14.8.1916.

[2] PAAA, φάκελος R22201, Aναφορά περί της αναχωρήσεως των ελληνικών στρατευμάτων από την Καβάλα…(αναφορά Χατζόπουλου), σ. 1. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η Ελλάς και ο πόλεμος εις τα Βαλκάνια, σσ. 323-325.

[3] PAAA, φάκελος R22201, 7.9.1916, 8.9.1916

[4] Ό.π., 8.9.1916.

[5] ΓΕΣ/ΔΙΣ, φάκελος 380/Δ/3, Πρωτόκολλον συνταχθέν εν Καβάλα 28.8/10.9.1916.

[6] ΓΕΣ/ΔΙΣ, Υπόμνημα υπολ. πυροβολικού Βακά Δημητρίου επί των γεγονότων παραδόσεως της Καβάλας και λοιπής Ανατολικής Μακεδονίας εις Γερμανοβουλγάρους, σ. 33. PAAA, R22201, Αναφορά Χατζόπουλου, σσ. 10-11. Κυρομάνος, Η ιστορία του Εθνικού Διχασμού, σσ. 306-311. Γεώργιος Βεντήρης, Η Ελλάς του 1910-1920, Αθήνα 1931, σσ. 191-195. Στρατηγού Παγκάλου, Απομνημονεύματα, τ. Β´, 1959, σσ. 114-115.

[7] PAAA, R22201, 8.9.1916.

[8] Leon George, Greece and the Great Powers, σ. 400. Chr. Theodoulou, Greece and the Entente, σ. 300.

[9] Όπως αναγράφεται στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (ΙΕΕ, τ. ΙΕ΄, σ. 82), ο ελληνικός πληθυσμός της Αν. Μακεδονίας διώχθηκε συστηματικά, προκειμένου να επιτευχθεί ο εκβουλγαρισμός της περιοχής. Ας αναφερθεί ότι από τους 36.000 άνδρες κάθε ηλικίας που εκτοπίστηκαν στη Βουλγαρία, μόνο 17.000 κατάφεραν να επιζήσουν. Τέλη του 1918, όταν ο πόλεμος τελείωσε, επανήλθαν, πραγματικά ράκη, στις εστίες τους.

[10] PAAA, R22201, 22.9.1916.

[11] August Heisenberg, Neugriechenland, Leipzig 1919, σ. 3.

[12]  Άρθρο με τίτλο „Nach Griechenland“ στην παγγερμανικής εμβέλειας εφημερίδα Vossische Zeitung, 22.9.1916.

[13] Εκτός από τους καθηγητές Χάιζενμπεργκ και Γιάκομπσταλ στο Γκαίρλιτς εγκαταστάθηκαν τότε ο αρχαιολόγος Κοχ, ο βυζαντινολόγος Ζόυτερ, ο Θεολόγος Βάινελ, ο ζωγράφος Σναϊντερφράνκεν και πολλοί άλλοι.

[14] Daniela Kratz, Griechen in Görlitz 1916-1919. Studien zu akustischen Aufnahmen des Lautarchivs der Humboldt-Universität Berlin, διπλωματική εργασία, 8.3.2005. Bayerische Akademie der Wissenschaften (BΑdW), VII 466, φύλλο 4, συμφωνία μεταξύ Ακαδημιών Επιστημών Μονάχου και Βερολίνου.

[15] PAAA, φάκελος 72678, φύλλο 5, Kommandatur Görlitz, Griechen-Unterkunft, 30 Ιουνίου 1917.

[16] Hagen Fleischer, „Post Bellum, Das deutsche Venizelos-Bild nach dem 1. Weltkrieg“ στο Gunnar Hering (εκδ.), Dimensionen griechischer Literatur und Geschichte, Φρανκφούρτη 2003, σσ. 210-211.

[17] Εκτός από τον Ρώτα μεταξύ των «αιχμαλώτων-φιλοξενουμένων» βρέθηκαν ο επίσης ποιητής και άνθρωπος του Θεάτρου Λέων Κουκούλας, ο αργότερα δημοφιλής ηθοποιός Βασίλης Αργυρόπουλος, ο διάσημος στην Ιταλία ζωγράφος Παύλος Ροδοκανάκης και άλλοι. Κατάλογος: Münchener Kunstausstellung, 1918, Kgl. Glaspalast, σ. 55.

[18] Στην έκδοση των εφημερίδων, αλλά και των φιλολογικού περιεχομένου Ημερολογίων και του δεκαπενθήμερου περιοδικού Εικονογραφημένη, καθοριστική ήταν η συμβολή του Λέοντα Κουκούλα, ο οποίος διεύρυνε εκεί σημαντικά τους μεταφραστικούς του ορίζοντες, εκδίδοντας και το πρώτο του δοκίμιο (Γράμματα από τη Γερμανία). Αλέξης Ζήρας (εισαγ.-επιμ.), Κωστής Μπαστιάς, Φιλολογικοί Περίπατοι, Αθήνα 1999, σσ. 114-121.

[19] Beck Chr. (εκδ.), „Die schönen Griechen von Görlitz“, στο Die Frau und die Kriegsgefangenen, Νυρεμβέργη 1919, τ. Β΄, σσ. 67-75.

[20] Τον Φεβρουάριο του 1918 απεστάλησαν μυστικά στην Ελλάδα δύο ζεύγη έμπιστων και προσεκτικά επιλεγμένων -από απεσταλμένο της Ελβετίας- αξιωματικών του Γκαίρλιτς, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στην Πελοπόννησο με γερμανικό υποβρύχιο. Αποστολή τους ήταν η μεταφορά οδηγιών του εξόριστου Κωνσταντίνου σε ανθρώπους του στο εσωτερικό και η συλλογή πληροφοριών. Η επιχείρηση όμως έληξε σύντομα και άδοξα. Το πρώτο ζεύγος συνελήφθη γρήγορα, καταδικάστηκε σε θάνατο επί κατασκοπία και εκτελέστηκε, ενώ οι άλλοι δύο κρύβονταν διαρκώς μέχρι τον Νοέμβριο του 1920. PΑΑΑ, R22198, 10.9.1917. Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, Η δόξα και ο διχασμός, 31992, σ. 706-724.

[21] Bundesarchiv Berlin Berlin-Zehlendorf (BArch), R901/86713, Αναφορά Γκρότε προς τους προϊσταμένους του, 2.7.1917.

[22] Έθνος, 17/30.12.1918.

[23] Ratsarchiv Görlitz (RatArch), Akten des Arbeiter- und Soldatenrates der Stadt Görlitz betr. 4. griechisches Armeekorps, nach Wenzel: S. 74 (Nr. 334), Rep. III, S. 219, Nr. 14, από αρ. φύλλου 1 (12.11.1918) έως αρ. 226 (10.12.1918). A. Stinas, Mémoires. Un révolutionaire dans la Grèce du XX. Siècle, Montreuil 1990, σ. 37. Εφημερίδα Ελληνικά Φύλλα, αρ. 241, 13.11.1918. Εφημερίδα Vorwärts, 20.11.1918.

[24] Όπως αναφέρει ο τότε ο στενός συνεργάτης του Βενιζέλου και διοικητής της μεραρχίας Σμύρνης στρατηγός Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν στα Απομνημονεύματά του (Αθήνα 1948, σσ. 267-268), μόλις πληροφορήθηκε ότι οι επανελθόντες αξιωματικοί του Γκαίρλιτς «εκρατούντο εις ένα ξερόνησον (στον Άγιο Γεώργιο Σαλαμίνας) υποφέροντες παντοειδείς στερήσεις», ζήτησε αμέσως να τους εντάξει στη μεραρχία του.΄Ομως δεν εισακούστηκε. Δέχθηκε μάλιστα παρατηρήσεις, επειδή είχε προβιβάσει «μερικούς οπλίτας, έχοντας τα νενομισμένα προσόντα, και οι οποίοι ανήκον εις το σώμα του Γκαίρλιτς. Ως εκεί έφθανε η εμπάθεια».

[25] Η δίκη των αξιωματικών του Γκαίρλιτς διήρκεσε οχτώ εβδομάδες (9/22.5 έως 30.6/13.7.1920) και έληξε με οχτώ θανατικές καταδίκες, οι οποίες όμως δεν εκτελέστηκαν εν όψει των επερχόμενων εκλογών του 1920. Βλ. καθημερινά δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής.

[26] Χάγκεν Φλάισερ, αδημοσίευτη εισήγηση στο Ινστιτούτο Γκαίτε Αθήνας, 2/10/2006.

[27] Εφημερίδα Μακεδονία, 28 Νοεμβρίου 1927.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Αρετή Τούντα-Φεργάδη: Τα Δάνεια της Ανεξαρτησίας: διεθνείς ανταγωνισμοί και οικονομικές διελκυστίνδες στον καιρό της Επανάστασης

 

Αρετή Τούντα-Φεργάδη

Τα Δάνεια της Ανεξαρτησίας: διεθνείς ανταγωνισμοί  και οικονομικές διελκυστίνδες στον καιρό της Επανάστασης

 

Στη σύγχρονη, ιστορική της πορεία, η Ελλάδα, από την εποχή της έναρξης του Αγώνα της Ανεξαρτησίας έως και τα μέρες μας, δεν ήταν ανεξάρτητη από εξωτερικές δεσμεύσεις τόσο πολιτικής όσο και οικονομικής φύσεως. Πολιτικές δεσμεύσεις και οικονομικές εξαρτήσεις, που προσδιόριζαν την υφή και τον χαρακτήρα της πολιτικής της, τόσο στο εσωτερικό πολιτικό τοπίο, όσο και στον τομέα των σχέσεών της με τα άλλα κράτη της διεθνούς κοινότητας. Πολιτικές δεσμεύσεις και οικονομικές εξαρτήσεις, οι οποίες αποκρυσταλλώνονταν στα όσα έγραφε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, τον Απρίλιο του 1927, προς τον Γεώργιο Καφαντάρη, υπουργό Οικονομικών στην κυβέρνηση Συνεργασίας, όπου σημείωνε: «κυβέρνησις δεν δύναται ευρεθή εις ανάγκην να αγωνισθή απεγνωσμένως προς περίσωσιν ανεξαρτησίας Ελλάδος δια τον απλούστατον λόγον ότι τοιαύτη ανεξαρτησία δεν υφίσταται σήμερον, ουδέν μικρόν κράτος είναι πράγματι ανεξάρτητον. Αλλά όταν το μικρόν κράτος ευρίσκεται εις το οικονομικόν κατάντημα της Ελλάδος και διατελεί υπό τον διαρκή φόβον ότι ο κανονικός πολιτικός βίος της δύναται να διακοπή από το ξίφος ενός φιλόδοξου στρατηγού, το κράτος τούτο πρέπει να βλέπη υπερβολικώς ρόδινα τα πράγματα δια να νομίση ότι είναι αληθώς ανεξάρτητον».

Ίσως, ως απαρχή αυτής της εξάρτησης δύνανται να θεωρηθούν τα δύο εξωτερικά δάνεια, που συνήψαν οι Έλληνες εμπόλεμοι με τη Βρετανία, στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, το 1824 και το 1825, δοθέντος ότι συνιστούν έναν από τους πλέον αξιόλογους σταθμούς της πορείας του Ελληνικού Έθνους προς την ίδρυση κράτους, ανεξάρτητου και κυρίαρχου. Παράλληλα, όμως, η παροχή χρημάτων από την Αγγλία θεωρείται, σε συνάρτηση με την αναγνώριση των Ελλήνων ως εμπολέμων από τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών, Γεώργιο Κάνιγκ, το 1823, ως το προοίμιο της Ελληνικής Ανεξαρτησίας.

 

Θεόδωρος Βρυζάκης, Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί τη σημαία της Επανάστασης, 1865, Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα.

Τα προηγούμενα χρόνια, από την εποχή που ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση έως το 1823, τα πράγματα εξελίσσονταν με δυσκολία, τόσο στο εσωτερικό πολιτικό και στρατιωτικό πεδίο του ελληνικού χώρου όσο και στον διεθνή περίγυρο.

Στο εσωτερικό πολιτικό τοπίο, η Επανάσταση είχε, εν πολλοίς, προετοιμαστεί από την Φιλική Εταιρεία, αλλά δεν υπήρχε κάποιο επιχειρησιακό σχέδιο για την πορεία του Αγώνα, «ουδέ γενική συμφωνία περί του χρόνου και του τόπου […] ουδέ τα στοιχειώδη οικονομικά μέσα, ουδέ κοινός αρχηγός. Υπήρχεν όμως κοινόν φρόνημα […]», που είχε επηρεάσει τον λαό, τον μετέβαλε «εις εύφλεκτον ύλην», η οποία πυροδοτήθηκε «εις τον κατάλληλον χρόνον». Λίγες μέρες μετά την 25η Μαρτίου του 1821, το επαναστατικό κύμα ξεπέρασε τον Μοριά και συμπαρέσυρε την Ήπειρο, την Στερεά Ελλάδα, τη Θεσσαλία και τη Μαγνησία, την Μακεδονία, Ανατολική και Κεντρική, το Άγιον Όρος, τη Χαλκιδική. Εν τω μεταξύ ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, απελευθέρωσαν την Καλαμάτα και σχημάτισαν την Μεσσηνιακή Γερουσία, το πρώτο πολιτικό σώμα, με περιορισμένη, τοπική εξουσία. Η άλωση της Τριπολιτσάς, τον Σεπτέμβριο του 1821, συγκαταλέγεται στις πρώτες επιτυχίες των αγωνιζομένων Ελλήνων κατά του Οθωμανού δυνάστη. Αξιοσημείωτη ήταν και η μετάδοση της Επανάστασης στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, καθώς και η συμβολή των νησιών, Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών, που διέθεσαν τα μικρά τους πλοία στην υπηρεσία του Έθνους.

Στο εξωτερικό πολιτικό τοπίο, οι αντιπαλότητες των Μεγάλων Δυνάμεων, αντιπαλότητες συνυφασμένες με την επιβολή της ισχύος τους και άρα και της εξυπηρέτησης των ίδιων συμφερόντων τους στον ευρύτερο, πλανητικό αλλά και στενότερο γεωγραφικό χώρο της Εγγύς Ανατολής και της Χερσονήσου του Αίμου, δυσχέραιναν την ευτυχή έκβαση του Αγώνα. Οι Δυνάμεις, αν και συνδεδεμένες, ορισμένες εξ αυτών ή και όλες, με συμβατικούς δεσμούς με προεξάρχον το κείμενο του Νοεμβρίου 1815, βάσει του οποίου είχε συσταθεί το σύστημα ισορροπίας, που έμεινε γνωστό ως Διευθυντήριο των Δυνάμεων και το οποίο λειτούργησε αρχικώς ως Τετραρχία και στη συνέχεια, ως Πενταρχία, ύστερα από την εισδοχή της Γαλλίας στους κόλπους των Δυνάμεων, το 1818, δεν ήταν δυνατόν να μην προσβλέπουν στην ικανοποίηση των στόχων της δικής τους εξωτερικής πολιτικής, γεγονός, που, αν συνέβαινε, θα συνεπέφερε τη μείωση της ισχύος τους σε περιφερειακό και πλανητικό επίπεδο.

Το ευρωπαϊκό Διευθυντήριο, αντίθετο σε κάθε επαναστατική κίνηση (π.χ. Ισπανία, Πεδεμόντιο), όπως και η Ιερά Συμμαχία, που απειλούσε να διαταράξει και να ανατρέψει την ισορροπία δυνάμεων, την οποία τόσο αριστοτεχνικά είχε επιβάλει με τις αποφάσεις του Συνεδρίου της Βιέννης, άρα και το εδαφικό status quo της Ευρώπης, είχε αντιδράσει, όταν εκδηλώθηκε το κίνημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη, τον Φεβρουάριο/Μάρτιο 1821, στη Μολδοβλαχία, το οποίο εναντιωνόταν στον σουλτάνο. Η αντίδρασή του εκφράστηκε στο Συνέδριο του Λάυμπαχ, όπου ο καγκελάριος, πλέον, της Αυστρίας, Κλέμενς φον Μέττερνιχ, έπεισε τους συνέδρους, κυρίως, τον τσάρο Αλέξανδρο, να προβούν στην καταδίκη της Επανάστασης. Η αυστηρή ουδετερότητα, που τήρησαν οι Δυνάμεις, έναντι της Επανάστασης και η αποφυγή στρατιωτικής επέμβασης στις επαναστατημένες περιοχές, με σκοπό την καταστολή οφειλόταν, εν πολλοίς, στους διπλωματικούς χειρισμούς του Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος εκπροσωπούσε τη Ρωσία στο Συνέδριο, μια και κατείχε πια τη θέση του υπουργού Εξωτερικών.

Έγγραφο της Φιλικής Εταιρείας υπογεγραμμένο από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στο Κισνόφ, τον Δεκέμβριο 1820 (Αρχείο Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος).

Ίδια ήταν και η αντίδραση των ευρωπαϊκών ανακτοβουλίων, όταν μαθεύτηκε πως στις 25 Μαρτίου/6 Απριλίου 1821, ξέσπασε και στον Μοριά η Ελληνική Επανάσταση, η οποία ακολούθησε τα γεγονότα του Φεβρουαρίου, εξέλιξη η οποία δεν ήταν δυνατόν ν’ αφήσει αδιάφορη την Ευρώπη. Ο τσάρος Αλέξανδρος, επιστρέφοντας στην Πετρούπολη μετά το Λάυμπαχ και έχοντας απομακρυνθεί από την επιρροή του δαιμόνιου Αυστριακού καγκελάριου, πιέζεται από την κοινή γνώμη, μετά τα αιματηρά γεγονότα της Κωνσταντινούπολης, ιδίως τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄, και λαμβάνει περιορισμένα μέτρα, τα οποία τείνουν στη διασφάλιση των συμφερόντων των Ορθοδόξων υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μια και η Ρωσία είχε αποκτήσει το δικαίωμα προστασίας τους, βάσει των άρθρων 7 και 17 της Συνθήκης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, του 1774, δικαίωμα το οποίο χρησιμοποίησε κατά το δοκούν, ώστε να ασκεί επεμβατική πολιτική στην Πύλη. Τηρώντας τη στάση αυτή, στη δεδομένη συγκυρία, εφάρμοζε πολιτικές προηγούμενων τσάρων. Επιπλέον, η κοινή γνώμη ασκούσε ιδιαίτερη πίεση στον Αλέξανδρο. Έτσι, δεν είναι παράδοξο το γεγονός, ότι ενέκρινε την επίδοση μιας διακοίνωσης στην Πύλη, την οποία συνέταξε ο Καποδίστριας.

Η τροπή, την οποία προσέλαβε η όλη κατάσταση, ήταν επόμενο να ανησυχήσει ολόκληρη την Ευρώπη. Οι υπόλοιπες Μεγάλες Δυνάμεις δεν ήταν δυνατό να παραμείνουν απλοί θεατές στην πολεμική αντιπαράθεση Ελλήνων και Τούρκων, διακυβεύοντας τα οικονομικά συμφέροντά τους, που ήταν άρρηκτα συνυφασμένα με το Ανατολικό Ζήτημα. αλλά και «την πολιτική ισορροπία, που ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αποκτηθεί σ’ αυτές τις περιοχές». Δεν έδειχναν καμία διάθεση να επιτρέψουν στον Αλέξανδρο Α΄ να διαχειριστεί μόνος του μια τόσο σοβαρή κρίση, στην Ανατολή.

Από το 1823, όμως, το τοπίο αρχίζει να μεταβάλλεται και τούτο οφείλεται στην μεταστροφή της βρετανικής πολιτικής απέναντι στον Αγώνα των Ελλήνων, αλλαγή η οποία είναι απότοκη εσωτερικών πιέσεων, που προέρχονται από τους οικονομικούς κύκλους του Λονδίνου, το Φιλελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου, το οποίο ιδρύθηκε το Νοέμβριο του 1823, αλλά και προωθημένων τάσεων, που εκδηλώνονται στο Φόρεϊν Όφις, ύστερα, κυρίως, από την ανάληψη της ηγεσίας του από τον Κάνιγκ, ο οποίος διαδέχθηκε τον Κάσλερη μετά την αυτοκτονία του. Ο νέος υπουργός Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, εφαρμόζοντας μια πιο φιλελεύθερη πολιτική, αλλά και περισσότερο διορατικός, ίσως, από τον προκάτοχό του, θέλει να εκμεταλλευθεί το κενό, που βλέπει να δημιουργείται από τον τρόπο, με τον οποίο ο τσάρος ασκεί την πολιτική του σε σχέση με το Ελληνικό Ζήτημα και, ταυτοχρόνως, θεωρεί πως θα είναι επωφελής για την χώρα του ο προσεταιρισμός των Ελλήνων σε περίπτωση, που η επαναστατική αντίδρασή τους εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα στεφόταν από επιτυχία. Επομένως, οι δύο αυτοί παράγοντες θα συμβάλουν στην περαιτέρω ισχυροποίηση και εδραίωση της βρετανικής, ναυτικής επιρροής και υπεροχής στη Μεσόγειο, η οποία είχε εγκαινιασθεί με τη Συνθήκη της Ουτρέχτης (1713) και, συγχρόνως, θα προσφέρουν εχέγγυα για την ευτυχή λύση του Ανατολικού Ζητήματος, μια λύση εξυπηρετική των βρετανικών συμφερόντων.

Δύο συγκεκριμένες κινήσεις του φαίνεται πως συμβάλουν στην επίτευξη των πιο πάνω στόχων. Η δήλωση, μέσω του Βρετανού πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη, Στράνγκφορντ, στην Υψηλή Πύλη, τον Φεβρουάριο του 1823, πως η διατήρηση αγαστών σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες θα ήταν δυνατή, εάν ο σουλτάνος σεβόταν και εφήρμοζε τις υποχρεώσεις, που είχε αναλάβει η Οθωμανική Αυτοκρατορία, βάσει ορισμένων συμβάσεων, και αφορούσαν στην καλή μεταχείριση των χριστιανών υπηκόων της. Ένα μήνα, περίπου, αργότερα στις 25 Μαρτίου 1823 ο Κάνιγκ προβαίνει σε μια ενέργεια θεμελιώδους σημασίας για τον απελευθερωτικό Αγώνα των Ελλήνων: ένα χρόνο νωρίτερα, στις 25 Μαρτίου 1822, η ελληνική επαναστατική κυβέρνηση είχε κηρύξει τον αποκλεισμό των οθωμανικών ακτών στο Ιόνιο Πέλαγος και το είχε γνωστοποιήσει στις Μεγάλες Δυνάμεις∙ τώρα, η Αγγλία ερχόταν να αναγνωρίσει αυτόν τον αποκλεισμό, προβαίνοντας έτσι σε μια διπλωματική κίνηση υψίστης πολιτικής και νομικής σημασίας, δεδομένου ότι αναγνώριζε τους Έλληνες ως εμπόλεμους. Το γεγονός αυτό σήμαινε, στην πραγματικότητα πως, πιεσμένος, ο Κάνιγκ, από το πρόβλημα της πειρατείας, που λυμαινόταν το Αιγαίο και προξενούσε ιδιαίτερες δυσκολίες στο διάπλου του βρετανικού στόλου, αναγνώριζε στους Έλληνες το δικαίωμα να προβαίνουν σε νηοψίες, επί ουδετέρων πλοίων, τα οποία βοηθούσαν τους Οθωμανούς στον αγώνα, που διεξαγόταν στην Ελλάδα και, υπό την κάλυψη της σημαίας τους, μετέφεραν ανενόχλητα στρατεύματα και πολεμοφόδια.

Η σπουδαία αυτή διπλωματική κίνηση του Κάνιγκ, έγινε σε περίοδο, κατά την οποία είχαν ξεκινήσει οι ενέργειες για την έκδοση του πρώτου δανείου της ανεξαρτησίας. Ο Λουριώτης και ο Edouard Blaquière, ο ιδρυτής της Φιλελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου, έφτασαν τον Απρίλιο του 1823 στην Τριπολιτσά, με σκοπό να ενημερώσουν την Προσωρινή Διοίκηση και να την πείσουν πως έπρεπε να προωθήσει τις διαδικασίες για τη σύναψη σύμβασης, σχετικής με το αγγλικό δάνειο.

Sir Thomas Lawrence, George Canning, c. 1825–1829, National Portrait Gallery, Λονδίνο.
Edouard Blaquière.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Στις εντολές, που έλαβαν, αργότερα, τα ορισθέντα μέλη της επιτροπής για το δάνειο, τόσο εγγράφως όσο και προφορικώς, περιλαμβανόταν και η συζήτηση για εκλογή βασιλιά, προοπτική, η οποία είχε αρχίσει να διαφαίνεται ήδη από το 1821, όταν ο Μαυροκορδάτος θέλησε να προτείνει τον Ευγένιο, θετό γιό του Μεγάλου Ναπολέοντα, για τον θρόνο της Ελλάδας, διακρινόμενο για τις πολιτικές και στρατιωτικές του δεινότητες. Η προσπάθεια προσέγγισης, που έγινε το 1823, έμεινε ατελέσφορη, λόγω του θανάτου του πρίγκιπα, το δε ενδιαφέρον του Μαυροκορδάτου εστράφη προς τον Λεοπόλδο. Σε μεταγενέστερο χρόνο, οι παραινέσεις του προς τα μέλη της ελληνικής επιτροπής του Δανείου για συνομιλίες με τον Άγγλο υπουργό Εξωτερικών, αποσκοπούσαν στο να αποσπάσουν τη συναίνεσή   του για την εκλογή του πρίγκιπα Λεοπόλδου, του μετέπειτα βασιλιά του Βελγίου. Σε άλλο έγγραφο, της 20ης Ιουνίου 1825, τις συμβουλές του Κάνιγκ, η κυβέρνηση, τις είχε χαρακτηρίσει ως «σωστικάς».

Η ανάμιξη της Μεγάλης Βρετανίας στην ελληνική υπόθεση δεν πρέπει να ξενίζει, δεδομένου ότι στις πρώτες προσπάθειες για εξωτερικό δάνειο εντάσσεται και η απόπειρα, που είχε σημειωθεί, όταν η τοπική κυβέρνηση, η αποκληθείσα Άρειος Πάγος, η οποία είχε προκύψει από τη συνέλευση της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, που είχε συγκαλέσει ο Θεόδωρος Νέγρης στην Άμφισσα, επιχείρησε να συνάψει δάνειο στο εξωτερικό. Παρόμοιες προσπάθειες έγιναν και το επόμενο χρονικό διάστημα αλλά η πρώτη σοβαρή απόφαση για προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό απαντάται στην Α΄ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου, η οποία κήρυττε, συν τοις άλλοις, και «την Ανεξαρτησία της Ελλάδας» και δικαίωνε την Επανάσταση, που την χαρακτήριζε ως ‘Εθνική Επανάσταση’, διακρίνοντάς την από τα ‘δημαγωγικά και στασιαστικά κινήματα’ της εποχής», διαφοροποιώντας την, κατ’ αυτόν τον τρόπο, και από τη Γαλλική επανάσταση του 1789. Στις 20 Δεκεμβρίου 1821, συγκεντρώθηκαν στο χωριό Πιάδα, πλησίον της αρχαίας Επιδαύρου, οι 60 «παραστάτες», οι οποίοι εκπροσωπούσαν τις περιοχές του ελλαδικού χώρου, που είχαν απελευθερωθεί από τον οθωμανικό ζυγό, ενώ δεν συμμετείχαν αντιπρόσωποι από τις Κυκλάδες, τις Νότιες Σποράδες (Δωδεκάνησος), τις Σποράδες, την Κρήτη και άλλα νησιά, γεγονός, που στερούσε από την Α΄ αυτή Εθνική Συνέλευση «τον χαρακτήρα ενός γενικού συναγερμού του Έθνους για τη ρύθμιση των πολιτειακών του ζητημάτων». Ας διευκρινισθεί πως λίγες μέρες πριν από την σύγκληση της Εθνοσυνέλευσης, όσοι κινούσαν τα νήματα, ιδίως ο Μαυροκορδάτος και ο Νέγρης, είχαν αρνηθεί κάθε αναφορά στη Φιλική Εταιρεία, καταργώντας τα σύμβολά της, παραμερίζοντας, έτσι, τον Δημήτριο Υψηλάντη. Σημαντικό είναι ότι την πρώτη μέρα οι συμμετέχοντες ψήφισαν τον Κανονισμό της Συνελεύσεως, ο οποίος περιλάμβανε είκοσι άρθρα. Την 1η Ιανουαρίου 1822, άρχιζαν οι εργασίες της Συνέλευσης υπό την προεδρία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, και η δωδεκαμελής επιτροπή, που είχε οριστεί από τη Συνέλευση, υπέβαλε το κείμενο του πρώτου Συντάγματος του επαναστατημένου Έθνους, το γνωστό ως Σύνταγμα της Επιδαύρου και το οποίο ονομάστηκε τότε Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος∙ ο όρος Προσωρινόν, υποδήλωνε την προσπάθεια των συντακτών του να μην «ενοχλήσουν» τις ευρωπαϊκές Δυνάμεις. Ύστερα από την ψήφιση της 1ης Ιανουαρίου, του Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος, στις 15 του μηνός, με θέσπισμα της Εθνικής Συνέλευσης, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος εξελέγη Πρόεδρος του Εκτελεστικού σώματος, ο δε Δημήτριος Υψηλάντης, Πρόεδρος του Βουλευτικού σώματος, «τιμής ένεκεν». Ο Υψηλάντης, είχε φτάσει στην Ελλάδα τον Ιούνιο του 1821, εκπροσωπώντας τον αδελφό του Αλέξανδρο Υψηλάντη, που ήταν φυλακισμένος στην Αυστρία και δεν παρέστη στην Εθνοσυνέλευση, λόγω της συμμετοχής του στην πολιορκία του Ακροκορίνθου, αλλά και επειδή τον είχαν παραγκωνίσει, λόγω της αντιπαράθεσής του με τους προκρίτους της Πελοποννήσου. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, απουσίαζε, επίσης.

Ήδη, από τις 20 Δεκεμβρίου, οι συνελθόντες στην Πιάδα (Νέα Επίδαυρο), αποφάσισαν πως η αναζήτηση χρημάτων από το εξωτερικό ήταν ένα «αίτημα πρωταρχικής σημασίας δια το Έθνος», γι’ αυτό και έπρεπε ειδικοί απεσταλμένοι να μεταβούν στην Ευρώπη, με σκοπό να διαπραγματευθούν την έκδοση εξωτερικού δανείου. Σημειωτέον, πως η προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό, όπως και στον εσωτερικό, που προηγήθηκε και συνεχίστηκε, δεν είχε να κάνει, εκείνη την περίοδο, με τις υποχρεώσεις του ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους, που ιδρύθηκε με το πρώτο από τα τρία Πρωτόκολλα του Λονδίνου, της 3ης Φεβρουαρίου 1830. Είχε άμεση σχέση, όπως σημειωνόταν στο Ψήφισμα της Γερουσίας της Δυτικής Ελλάδος, σχετικού με την έκδοση εσωτερικού ομολογιακού δανείου, το ποσό του οποίου ανερχόταν στα 300 χιλ. γρόσια καθώς και στον τρόπο εξόφλησης αυτού, με το «να προφθασθώσιν αι μεγάλαι χρείαι της Διοικήσεως» αφ’ ης στιγμής διαπίστωναν πως «εκ των δημοσίων εισοδημάτων κατά τας έκπαλαι συνηθείας των μερών τούτων και δια τας δυστυχίας τας οποίας επροξένησεν ο εσωτερικός πόλεμος αργοπορούσι να συναχθούν μετρητά εις το Δημόσιον Θησαυροφυλάκιον» και ανέκυπτε κατεπείγουσα η ανάγκη «του να οικονομηθώσι τα του πολέμου χρεώδη».

Η Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου.

Στις γενικότερες συζητήσεις, που διεξάγονταν όλο το προηγούμενο διάστημα, ανάμεσα σε ηγετικά στελέχη της Επανάστασης, για το εν γένει πολίτευμα της Ελλάδας και τους θεσμούς, που θα το διήπαν, δεν έλειπαν οι ανταγωνισμοί και οι έριδες ανάμεσα σ’ εκείνους, οι οποίοι προσπαθούσαν να στήσουν ένα οργανωμένο κρατικό μόρφωμα, ώστε να πετύχουν στην υλοποίηση των εθνικών τους ονείρων και επιδιώξεων, που θα αποκρυσταλλώνονταν στην αυτονομία ύπαρξής του. Επομένως, συμπεραίνεται πως η ανάγκη για εξεύρεση χρημάτων, που θα βοηθούσαν στην αίσια έκβαση του αγώνα των Ελλήνων εναντίον των Οθωμανών, ήταν επιτακτική και η προσφυγή στη δανειοδότηση των επαναστατημένων και από την αλλοδαπή ήταν απόρροια και της εσωτερικής διαμάχης.

Όντως, η ασυνεννοησία και ο «εσωτερικός πόλεμος» διακρίνονται και μέσα από την επιστολή, που έστειλε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης προς το Βουλευτικό σώμα, τον Οκτώβριο του 1823, με την οποία δήλωνε πως παραιτείται από την αντιπροεδρία του Εκτελεστικού σώματος, όπου έγραφε, μεταξύ άλλων, πως έβλεπε «τα εθνικά εισοδήματα διασκορπιζόμενα», «τον εχθρόν προχωρούντα πανταχόθεν εις την ελληνικήν γην» και «να εισβάλλη εις την Πελοπόννησον» και ότι αι διχόνοιαι και φατρίαι δεν αφίνουν να ενεργηθή τι των προς σωτηρίαν ως δει […]».

Διαπιστώνεται και από την επιστολή, που έστειλε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος προς τον Αδαμάντιο Κοραή, τον Μάρτιο του 1824, όπου τον παρακαλούσε και τον προσκαλούσε να κατέλθει στην πατρίδα και να αναλάβει ηγετικό ρόλο, ούτως ώστε να συμβάλει στην ευτυχή έκβαση του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνα. Μιλούσε για τις διασπαστικές τάσεις, που είχαν παρατηρηθεί στους αρχηγούς της Ελλάδας, οι οποίοι, όμως, αγωνίζονταν «την αυτονομίαν» και «ανεξαρτησίαν των»∙ πράγματα «ουσιώδη» και «δύσκολα, ως προς ημάς» και τη δυσκολία αυτή την απέδιδε στην τουρκική βαρβαρότητα και κακοήθεια, η οποία «είναι εισέτι πολλή εις ημάς εξ αιτίας της πολυχρονίου συναναστροφής μας με τους τυράννους. Της παιδείας αι ρίζαι είναι ακόμη και ολίγαι και αδύνατοι, και η επανάστασις πριν λάβη τέλος, εγέννησε την φιλαρχίαν και την φιλοπλουτίαν. Το φίλαρχον και το φιλόπλουτον τούτον θέλον να εμποδίση το έθνος, εις σύλλογον ήλθεν εις Επίδαυρον και Άστρος, και εις την πρώτην περίστασιν και εις την δευτέραν πάντοτε υπερίσχυσαν η ιδοτέλεια και αι φατρίαι».

Επομένως, εκτός από την πραγματική έλλειψη οικονομικών πόρων, που θα ενίσχυαν τις πολεμικές επιχειρήσεις και θα συνέβαλαν στην αίσια έκβαση του αγώνα, η «φιλαρχία» και η «φιλοπλουτία», συνιστούσαν στοιχεία διασπαστικά της όποιας συνεννόησης, ακόμα και στην περίπτωση εξεύρεσης χρημάτων.

Το Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος, της 1ης Ιανουαρίου 1822, βάσει του οποίου συστάθηκε το ενιαίο Νεοελληνικό κράτος, όριζε την Κόρινθο ως «κατοικία προσωρινή της Διοικήσεως» και η μετακίνηση της Διοικήσεως και των Υπουργείων από την Πιάδα (Νέα Επίδαυρο), στην Κόρινθο πραγματοποιήθηκε από τις 23 έως τις 31 Ιανουαρίου 1822. Η Κόρινθος, παρέμεινε ως Καθέδρα της Διοικήσεως ως τα τέλη Μαΐου, αρχές Ιουνίου 1822. Στο διάστημα κατά το οποίο το Εκτελεστικό Σώμα λειτουργούσε στην Κόρινθο εκδόθηκε μια σειρά Νόμων, που επικύρωναν Ψηφίσματα του Βουλευτικού, τα οποία αφορούν και δάνεια. Έτσι, εκδόθηκε ο νόμος υπ. αριθμ. 5, της 4ης Μαρτίου 1822, με τον οποίο το δάνειο, ύψους πέντε μιλλιουνίων γροσίων, της 18ης Ιανουαρίου 1822, κηρυσσόταν ως αναγκαστικό. Όπως παρατηρεί ο Δημακόπουλος, «έτσι ήρχισεν η ιστορία του χρονίου δανεισμού της Ελλάδος, εν συνεχεία επιδιώξεων από του προηγούμενου έτους». Ακόμα, ψηφίστηκε ο νόμος με αριθμό 7, της 9ης Μαρτίου 1822, που αφορούσε δάνειο ενός «μιλλιουνίου ισπανικών κολωνάτων ταλλήρων εκ του εξωτερικού». Αξιοσημείωτος ήταν και ο νόμος με αριθμό 9, της 5ης Απριλίου 1822, βάσει του οποίου αποφασιζόταν η συλλογή «των πολυτίμων ιερών σκευών ναών και μονών», που θα μετατρέπονταν σε νόμισμα, γεγονός που αποδείκνυε, βέβαια, και την άμεση ανάγκη των επαναστατημένων για εξεύρεση χρημάτων, με σκοπό τη χρηματοδότηση του αγώνα. Το χρηματικό ποσό, που προέκυψε από την πώληση των ιερών αντικειμένων ανήλθε στα 140.000 γρόσια.

Επιπροσθέτως, βάσει του νόμου της 9ης Μαρτίου 1822, η Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος, που έδρευε στην Κόρινθο, αποφάσιζε τη σύναψη δανείου «επί υποθήκη εθνικών γαιών» και «διακήρυττ[ε]», μέσω του Προέδρου του Εκτελεστικού, «Ότι το Βουλευτικόν εθεσπίσατο και το Εκτελεστικόν επεκύρωσε τάδε, επειδή η Διοίκησις έχει μεγίστην ανάγκην χρηματικών μέσων, επειδή από το Έθνος ολιγώτερα εκ του προχείρου ελπίζονται αφ’ όσα είναι άφευκτα: Αον. Να ληφθώσι 1.000.000 τάλλαρα κολωνάτα Ισπανίας έξωθεν της Επικρατείας δάνεια. Βον. Επί τόκω συμφεροτέρω. Γον. Πληρωτέα μετά τρεις ολοκλήρους ενιαυτούς. Δον. Ει δε χρεία και υποθήκης, το Εκτελεστικόν Σώμα θέλει προσδιορίσει την των εθνικών κτημάτων διπλήν του δανείου τούτου ποσότητα». Με τον ίδιο νόμο της 9ης Μαρτίου, που αφορούσε δάνειο από την αλλοδαπή, αποφασίστηκε και εγκρίθηκε η αποστολή στο Λιβόρνο, της Ιταλίας, του Ανδρέα Λουριώτη, όπου θα συνεργαζόταν με τον μητροπολίτη Ιγνάτιο, αλλά και με άλλους ομογενείς, οι οποίοι βρίσκονταν εκεί και δραστηριοποιούνταν, ώστε να επιτύχουν τον συγκεκριμένο σκοπό, δηλ., την παροχή δανείου στους επαναστατημένους Έλληνες, που είχαν συγκροτήσει έναν ιδιότυπο επαναστατικό οργανισμό, ο οποίος, ωστόσο, δεν παρείχε τα απαραίτητα εχέγγυα στους ξένους για τη διασφάλιση των χρημάτων τους. Ο Λουριώτης είχε εντολή να μεταβεί στην Ισπανία ή την Πορτογαλία ή τη Βρετανία, αν οι προσπάθειές του αποτύγχαναν στην Ιταλία. Παραλλήλως, όμως, η Συνέλευση επιφόρτισε και άλλη επιτροπή με τις ίδιες αρμοδιότητες, με σκοπό να διαβουλευθεί δάνειο με αρμόδιους παράγοντες της Ελβετίας και της Γερμανίας. Οι απεσταλμένοι, σ’ αυτή την περίπτωση, ήταν ο Μιχαήλ Σχινάς και ο Γουλιέλμος Δίττμαρ.

Υποσχετικό για την εξόφληση 1000 γροσίων εντόκως από το Εθνικό Ταμείο, σε τρία έτη (Συλλογή ΕΕΦ).

Οι συγκεκριμένες προσπάθειες δεν απέφεραν τους προσδοκώμενους καρπούς. Άλλες κινήσεις και συζητήσεις, που έλαβαν χώρα διαρκούντος του 1822 και του 1823, είχαν την ίδια τύχη. Ωστόσο, αξιομνημόνευτη και σημαντικότερη, ίσως, ήταν εκείνη, που σχετιζόταν με τους απεσταλμένους του Τάγματος των Ιπποτών της Ρόδου, Φίλιππο Σαστελαίν και Φίλιππο Ζουρνταίν, τον Νοέμβριο του 1823, στην Ύδρα, όπου πρότειναν στον Μαυροκορδάτο σύναψη δανείου στην Αγγλία, με σκοπό την απελευθέρωση της Ελλάδας, την οποία ήλπιζαν να συνδέσουν με την ανασύσταση του συγκεκριμένου Τάγματος, στον ελλαδικό χώρο. Οι προτεινόμενοι δυσμενείς όροι διευκόλυναν τον Μαυροκορδάτο να αφήσει το θέμα σε εκκρεμότητα, προσβλέποντας στη σύναψη δανείου με τους χρηματιστηριακούς κύκλους του Λονδίνου, όπου ήδη ελάμβαναν χώρα σχετικές συζητήσεις.

Είναι γεγονός, πως ο Μαυροκορδάτος, είχε αναλάβει τις εξωτερικές σχέσεις της Επανάστασης δίχως να διορισθεί στο αξίωμα του υπουργού Εξωτερικών, εφόσον στη θέση αυτή είχε τοποθετηθεί ο Θεόδωρος Νέγρης, τον πρώτο καιρό. Μάλιστα, κατά τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, «στην Συνέλευσιν», εννοώντας, προφανώς τη Β΄ Εθνική Συνέλευση, που είχε λάβει χώρα στο Άστρος, από τις 29 Μαρτίου έως τις 18 Απριλίου 1823, «έγεινε ψήφισμα ότι να μην βάλουν άλλους ξένους, ειμή τον Μαυροκορδάτον δια τα εξωτερικά».

Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του Συντάγματος του Άστρους.

Με τη λήξη των εργασιών της Β΄ Εθνοσυνέλευσης, η οποία είχε διακηρύξει και πάλι «την πολιτικήν των Ελλήνων ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν», άνοιγε η περίοδος της δεύτερης προσωρινής διοικήσεως, με έδρα την Τριπολιτσά. Τον Ιούνιο του 1823 το Εκτελεστικό Σώμα εξεδωσε Διαταγή, με την οποία παρείχε την άδεια στον Ιωάννη Ορλάνδο, τον Ιωάννη Ζαΐμη και τον Ανδρέα Λουριώτη «να πραγματευθώσιν Δάνειον μέχρι της ποσότητος τεσσάρων μιλλιουνίων Ταλλήρων Ισπανικών», την πληρεξουσιότητα «να ενεργήσωσι και φέρωσιν εις έκβασιν το ρηθέν Δάνειον, καθ’ ον κρίνωσιν συμφερώτερον τρόπον». Ας σημειωθεί πως ο Ορλάνδος είχε εκλεγεί πρόεδρος του Βουλευτικού, ύστερα από τη λήξη των εργασιών της Β΄ Εθνοσυνελεύσεως, θέση στην οποία παρέμεινε ως τις 20 Μαΐου. Ταυτοχρόνως, η Διοίκηση δεσμευόταν πως θα επικύρωνε τις συμφωνίες, που οι συγκεκριμένοι απεσταλμένοι θα υπέγραφαν, το δε δάνειο θα αναγνωριζόταν ως χρέος της Ελλάδας. Εάν απουσίαζε ο ένας εκ των τριών μελών, των ορισθέντων για τη διεξαγωγή των συζητήσεων, τα άλλα δύο μέλη θα είχαν την ίδια πληρεξουσιότητα. Στο τέλος, εντελλόταν ο Γενικός Γραμματέας «να ενεργήση την διαταγήν ταύτην». Η Διαταγή ανέφερε ως τόπο έκδοσης την Τρίπολη, έφερε ημερομηνία 2 Ιουνίου 1823(αωκγ΄) και την υπέγραφαν ο Πρόεδρος του Εκτελεστικού Σώματος, Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο Θ. Κολοκοτρώνης, ο Α. Ζαΐμης, ο Σ. Χαραλάμπης και ο Γενικός Γραμματέας, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος.

Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης.
Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Όντας, επομένως, ο Μαυροκορδάτος αρμόδιος για «τα εξωτερικά» είχε αναλάβει και τις ενέργειες, τις σχετιζόμενες με τις διαπραγματεύσεις, που αφορούσαν στο δάνειο από την αλλοδαπή. Δεν πρέπει, ωστόσο, να διαλάθει της προσοχής μας και το γεγονός πως οι καλές σχέσεις με τη Βρετανία, θα ενίσχυαν την αγγλόφιλη παράταξη, την οποία εκπροσωπούσε. Στις 24 Ιουνίου του 1823, ευρισκόμενος στην Τρίπολη, ύστερα από την Διαταγή του Εκτελεστικού, της 2ας Ιουνίου 1823, έστειλε επιστολή προς την τριμελή επιτροπή, όπου επισήμαινε πως η οικονομική σύνδεση με την Αγγλία στόχευε στην εξυπηρέτηση δύο σκοπών, εξίσου σημαντικών και των δύο: αφ’ ενός στην οικονομική ενίσχυση του Αγώνα και αφ’ ετέρου στο «να ενοχοποιήση ούτως ειπείν την Αγγλίαν εν τη εκβιάσει της ελληνικής επαναστάσεως», δίνοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο «την αφορμήν εις την έναρξιν αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ των δύο εθνών».

Στην επιστολή του εκείνη, περιλαμβανόταν ειδικό κεφάλαιο για τις σχέσεις των δύο χωρών. Για τις εμπορικές σχέσεις, ο Μαυροκορδάτος, προέτρεπε τα μέλη της επιτροπής να διαπραγματευθούν αλλά «ουχί αποκλειστικώς». Διευκρίνιζε πως η Αγγλία είχε μεταβάλει «σύστημα» και, ίσως, οι αιτίες αυτής της μεταβολής να ήταν: «η υποψία μήπως η Ρωσσία τρέφουσα σκοπούς να εκτανθή κατά το μέρος της Τουρκίας, εκτανθή και εις την Ελλάδα». Ακόμα, το γεγονός πως η μέχρι εκείνη τη στιγμή γενναία αντίσταση της Ελλάδας θα μπορούσε «να χρησιμεύση εις τους μελλοντικούς σκοπούς της Αγγλίας εναντίον των προόδων της Ρωσσίας». Η Ελλάδα είχε δικαίωμα να επωφεληθεί από την περίσταση και η Αγγλία να την βοηθήσει. Το ενδιαφέρον τους έπρεπε να επικεντρωθεί στους πραγματικούς σκοπούς της Αγγλίας, αν, όντως, επιθυμούσε την ανεξαρτησία της Ελλάδας, «εις ποία όρια φρονεί ότι θέλομεν σταθεί», να καταστήσουν γνωστή «την απόφασιν των Ελλήνων του ν’ αποκτήσουν εντελώς την εθνικήν ανεξαρτησίαν των, και όχι ποτέ να υποδουλωθούν εις άλλους». Η εκπλήρωση των ρωσικών σχεδίων δεν συνέφερε την Αγγλία, επομένως υπήρχε ταυτότητα συμφερόντων Ελλάδας-Αγγλίας, η οποία έπρεπε «να συντρέξη εις το να κατασταθή η Ελλάς όχι μόνον αυτόνομος, αλλά και ισχυρά», η κατάρρευση της οθωμανικής Διοίκησης ήταν «άφευκτο[ς]» ύστερα από τον κλονισμό, που είχε υποστεί.

Ο Μαυροκορδάτος, παρείχε την άδεια στους εντεταλμένους απεσταλμένους της ελληνικής Διοίκησης να προχωρήσουν σε συνομιλίες και σε συμφωνίες «περί βοηθείας δοθεισομένης εκ μέρους της Αγγλίας εις την Ελλάδα, χρείας τυχούσης, βοηθείας όμως χρηματικής, ή άλλων αναγκαίων, ουχί δε στρατιωτικής ποτέ∙». Οι συμφωνίες αυτές θα επικυρώνονταν από τη Διοίκηση. Το πλέον, ωστόσο, ουσιώδες σημείο της επιστολής έγκειτο, προφανώς, στα ακόλουθα γραφόμενα του Μαυροκορδάτου: «Επειδή δεν συμφέρει εις την Ελλάδα να γνωρισθή ότι πραγματεύεται περί οποιωνδήποτε πολιτικών σχέσεων με την Αγγλίαν, καθότι τούτο δύναται να κινήση την ζηλοτυπίαν των άλλων Δυνάμεων, θέλετε φροντίσει, όσον το δυνατόν, να γνωρισθή ως μόνος σκοπός της αποστολής ο του δανείου∙ εις τούτο απαιτείται να καταβάλετε όλην την δυνατήν προσοχήν».

Επομένως, από το περιεχόμενο της επιστολής του Μαυροκορδάτου συνάγεται πως η προσφυγή των επαναστατημένων Ελλήνων στην Αγγλία, για χρηματοδότηση, υποκινείτο από λόγους πολιτικούς, δίχως, βέβαια, τούτο να σημαίνει πως και τα χρήματα δεν ήταν υπέρ το δέον αναγκαία για την συνέχιση και την ευτυχή έκβαση του Αγώνα. Σε πολιτικούς λόγους πρέπει να αναζητηθούν και ορισμένα από τα αίτια της καθυστέρησης της έκδοσης του πρώτου δανείου. Αναφερόμαστε στους αδιάκοπους εσωτερικούς σπαραγμούς, όπως σημειώνει ο Ανδρεάδης, και στους δύο Εμφυλίους Πολέμους. Ο πρώτος, ξεκίνησε το 1823, είχε να κάνει με τις διαφορές, που εκδηλώθηκαν μεταξύ των προκρίτων της Πελοποννήσου και των οπλαρχηγών και τελείωσε, όταν, τον Ιούνιο του 1824, ο Κολοκοτρώνης παρέδωσε το Ναύπλιο στην κυβέρνηση. Λίγους μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 1824, ξεκινά ο δεύτερος Εμφύλιος, ο οποίος οφειλόταν στις διαφορές Στερεοελλαδιτών, Πελοποννησίων και νησιωτών και τελείωσε το 1825. Κατά τον Γεώργιο Κουντουριώτη, η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο, την άνοιξη του 1824, «το εθνικόν ταμείον […] δεν έχει δέκα γρόσια∙ στρατεύματα πολλά∙ σίτος διόλου∙ δύο ημέρας έχουσιν δίχως ψωμί τα στρατεύματα […] μ’ έναν λόγο ευρίσκεται η πατρίς εις τον έσχατον κίνδυνον […]».

Στο διεθνή στίβο οι ανταγωνισμοί των Δυνάμεων, αναφορικά με την ανατολική Μεσόγειο, διαμόρφωναν το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα μπορούσε να κινηθεί και να εξελιχθεί η ελληνική υπόθεση. Σημαντική ιστορική στιγμή, η οποία συνέβαλε στο να στραφεί περισσότερο η Ελλάδα προς την Αγγλία ήταν το ρωσικό Υπόμνημα, της 28 Δεκεμβρίου 1823/9ης Ιανουαρίου 1824, το οποίο έχει μείνει γνωστό ως «Σχέδιο των Τριών Τμημάτων». Στο σχέδιο αυτό, το οποίο, αν και μυστικό, δημοσιεύθηκε τον Μάιο, στην εφημερίδα Constitutionnel του Παρισιού, ο τσάρος Αλέξανδρος ο Α΄ πρότεινε την επίλυση του Ελληνικού ζητήματος, βασιζόμενη στο διοικητικό πρότυπο, που ίσχυε στη Μολδαβία και τη Βλαχία. Προέβλεπε την ίδρυση τριών ή τεσσάρων αυτόνομων ηγεμονιών, οι οποίες θα είχαν διευρυμένα όρια, αφού θα περιλάμβαναν η πρώτη τη Θεσσαλία, την Αττική και τη Βοιωτία, η δεύτερη την Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία, η τρίτη την Πελοπόννησο και την Κρήτη. Τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους θα υπάγονταν σ’ ένα καθεστώς διοικητικής αυτονομίας, ενώ ο σουλτάνος θα ήταν επικυρίαρχος των τριών ηγεμονικών. Στους Έλληνες θα αποδιδόταν η διοίκηση των ηγεμονιών και θα εκπροσωπούνταν στην Υψηλή Πύλη από τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Η όλη προσπάθεια του τσάρου ναυάγησε και εξαιτίας των ραδιουργιών του Μέτερνιχ, δεδομένου ότι οι ηγεμονίες, στην ουσία, θα ήταν υποχείριο της Ρωσίας. Ας σημειωθεί πως το ρωσικό Υπόμνημα δεν προέβλεπε την ανεξαρτησία της Ελλάδας, αλλά θα μπορούσε να εκληφθεί ως «μια πράξη γέννησης της Ελλάδας, αν και δεν είχε ακόμα αναγνωρισθεί», όπως παρατηρεί ο Driault, ή, όπως παρατηρεί ο ίδιος «είχε ως αποτέλεσμα να κλείνει περισσότερο η Ελλάδα προς την Αγγλία». Και ναι μεν δεν είχε, ακόμα, αναγνωρισθεί η ανεξαρτησία της Ελλάδας, αλλά το σχέδιο άνοιγε τον δρόμο για αλλαγή πλεύσης της βρετανικής, ιδίως, πολιτικής, έναντι του Ελληνικού Ζητήματος.

Δεν θα ήταν υπερβολή, επομένως, να υποστηρίξουμε πως μέσα σ’ αυτό το διεθνές πολιτικό και διπλωματικό περιβάλλον, η συνομολόγηση της σύμβασης για το πρώτο δάνειο της ανεξαρτησίας ήταν μια αναγκαιότητα επιτακτική, αλλά και επιβεβλημένη από τις περιστάσεις, εσωτερικές και εξωτερικές. Στο εσωτερικό πεδίο τα χρήματα δεν ήσαν απαραίτητα μόνο για την εξυπηρέτηση των αναγκών του πολέμου, που μεταφράζονταν σε πολεμοφόδια και στη σίτιση των στρατιωτών, αλλά και για τον λαό, ο οποίος, επίσης, λιμοκτονούσε. Ας αναφερθεί, ενδεικτικά πως την περίοδο κατά την οποία ο Ιμπραήμ είχε φτάσει στην Πελοπόννησο, οι περιγραφές για την πείνα αποτυπώνονται στα όσα ο Κολοκοτρώνης έγραφε στα Απομνημονεύματά του: «ο τόπος είχε ερημωθή, ο πολέμος δεν άφηνε να καλλιεργήται, ψωμί δεν ευρίσκαμεν, η Κυβέρνησι ήτον μόνον δια το όνομα, διότι δεν είχε κι’ εκείνη και δεν μας έστελνε». Την δε εποχή της πολιορκίας του Μεσολογγίου, ο φιλέλληνας, Ελβετός, Ιάκωβος Μάγερ, σημείωνε σε επιστολή του, του Μαρτίου 1826: «Καταντήσαμεν εις τοιαύτην ανάγκην, ώστε να τρεφόμεθα εδώ με ακάθαρτα ζώα». Η κατάσταση αυτή δεν ήταν καινούργια, κρατούσε χρόνια.

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η χρηματοδότηση του Αγώνα ήταν αναγκαία. Έτσι, στο Λονδίνο, την έκδοση του δανείου ανέλαβαν οι τραπεζίτες Loughman και υιοί, O’brien, Ellice και Σία και η σύμβαση υπογράφηκε στις 21 Φεβρουαρίου 1824. Το ονομαστικό κεφάλαιο του δανείου ήταν 800.000 λίρες προς 59%, με τόκο 5% και χρεολύσιο 1%. Από το αρχικό κεφάλαιο αφαιρέθηκαν διάφοροι τόκοι, χρεολύσια, μεσιτείες, προμήθειες, έξοδα, δαπανήθηκαν περί τις 10.000 λίρες για πολεμοφόδια. Αφαιρουμένων και διαφόρων άλλων ποσών στην Ελλάδα έφθασαν, τμηματικώς, 302.585.99 λίρες, μεταφραζόμενες σε 8.472.000 παλαιές δραχμές. Αυτό το ποσό αναγράφεται στον λογαριασμό, που επισύναψαν στην απολογία τους οι Λουριώτης και Ορλάνδος, το 1835, οι οποίοι κατηγορήθηκαν για διασπάθιση δημοσίου χρήματος.

Σημειωτέον πως στην υπόθεση του δανείου είχε παίξει ρόλο και το Ελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου, το οποίο ανέλαβε και την αποστολή των χρημάτων στην Ελλάδα. Με δική του πρωτοβουλία το προϊόν του δανείου θα στελνόταν στον λόρδο Βύρωνα και στον συνταγματάρχη Stanhope «δια να τα βαστάξουν αυτοί εις την θέλησιν της Βουλής προς ωφέλειαν του Γένους, χωρίς να τα οικειοποιηθούν οι κλέπται». Δεν είναι παράδοξο, επομένως, πως τα χρήματα στάλθηκαν με το πλοίο Φλώριντα στη Ζάκυνθο, η οποία ήταν βρετανικό έδαφος και κατατέθηκαν στις τράπεζες του Καίσαρα Λογοθέτη και του Σ. Βάρφ, Άγγλου υπηκόου, εμπόρου, με την εντολή να αποδοθούν στην ελληνική κυβέρνηση, μόνο αν συμφωνούσαν ο λόρδος Βύρων, ο Stanhope και ο Λάζαρος Κουντουριώτης. Στο μεταξύ, ο λόρδος Βύρων πέθανε, η κατάσταση περιπλέχθηκε και ήταν, πλέον, απαραίτητη καινούργια εντολή από το Λονδίνο.

Τα χρήματα του δανείου τα μετέφερε ο Edouard Blaquière. Αυτή πρέπει να ήταν η πρώτη δόση του δανείου, δεδομένου ότι τα χρήματα έφτασαν τμηματικώς, σε δόσεις, από τον Απρίλιο του 1824 ως τον Απρίλιο της επόμενης χρονιάς. Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, πως υπό τον μανδύα του φιλελληνισμού υποκρύπτονταν, σε κάποιες περιπτώσεις, οικονομικά συμφέροντα, πολιτικές φιλοδοξίες, στις οποίες εντάσσονταν και οι ελπίδες για έμμεση παρεμβολή και επιρροή αλλοδαπών κυβερνήσεων στα εσωτερικά πράγματα του κράτους, που ευελπιστούσαν πως θα αναδυόταν από την Επανάσταση. Επενδύοντας, λοιπόν, οι χρηματιστές του Λονδίνου, τα κεφάλαιά τους σε επισφαλείς επιχειρήσεις ήλπιζαν σε μεγάλα κέρδη, αν ο αγώνας είχε αίσια έκβαση. Όπως δε παρατηρεί ο Λιγνάδης, «το απεγνωσμένον του αγώνος ενός λαού, μη έχοντος άλλην περιουσίαν ει μη τα ‘χώματα’ των προγόνων του, παρείχε προϋποθέσεις συνάψεως συμφωνίας επί τη βάσει ληστρικών όρων».

Ωστόσο, οι ανάγκες του πολέμου στην Ελλάδα απαιτούσαν κι’ άλλα χρήματα, μια και το 1824 ήταν μια εξόχως δύσκολη περίοδος για τον Αγώνα, όπως προαναφέρθηκε. Ήδη, από τον Ιανουάριο του 1823, είχαν αρχίσει να γίνονται αισθητές οι ανησυχίες της Πύλης για τη συνέχεια των πολεμικών επιχειρήσεων και οι προθέσεις της για ενίσχυση των στρατιωτικών και ναυτικών της δυνάμεών από τον αντιβασιλέα της Αιγύπτου, Μωχάμετ ΄Αλη, του οποίου τη βοήθεια είχε ζητήσει ο σουλτάνος. Ο γιός του Αιγύπτιου ηγέτη, Ιμπραήμ, έφθασε στη Μεθώνη, τον Φεβρουάριο του 1825, ηγούμενος ενός αξιόμαχου στρατού και ικανού στόλου∙ και τα δύο σώματα διοικούνταν, κυρίως, από Γάλλους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς, τον δε Απρίλιο του 1825 άρχισε η πολιορκία του Μεσολογγίου, υπό τον Κιουταχή.

Thomas Phillips, Byron in Arnaout Dress, 1835, National Portrait Gallery, Λονδίνο.

Οι εν Ελλάδι κρατούντες, σ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων ενημέρωναν τα μέλη της επιτροπής, στο Λονδίνο, για την πορεία των πολεμικών επιχειρήσεων και τις ανάγκες, που προέκυπταν σε πολεμοφόδια. Όπως εξηγούσαν τα μέλη της επιτροπής στην απολογία τους, αρκετά χρόνια αργότερα, όταν κατηγορήθηκαν οι Λουριώτης και Ορλάνδος για διασπάθιση των χρημάτων των δανείων, ανέφεραν πως η «απόλυτος ανάγκη μεγαλητέρας δραστηριότητος, και πλειοτέρων πολεμικών βοηθημάτων, ικανών προς αντίκρουσιν των εχθρών, των οποίων η επιμονή και η δύναμις ηύξησαν τα μέγιστα εκ της συγκεντρώσεως των Αιγυπτίων και όλων των τότε Αφρικανών δυνάμεων του Σουλτάνου, μας έπεισαν ότι η Ελλάς είχεν ανάγκην και δευτέρου Δανείου».

Η απόλυτη αναγκαιότητα για την εκ νέου προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό επιβεβαιώνεται και από μεταγενέστερη της υπογραφής της σύμβασης του δεύτερου δανείου, από επιστολή της κυβέρνησης, της 13ης Μαρτίου 1825, όπου αναφέρεται, μεταξύ άλλων, «χωρίς το δεύτερον Δάνειον, μήτε φρεγάταις, μήτε κανόνια, δεν αγοράζονται». Άλλωστε, έπρεπε να εκσυγχρονίσουν και τα όπλα, που διέθεταν, όταν μιλούσαν για αλλαγή των ορειχάλκινων κανονιών με σιδερένια.

Έτσι, τα μέλη της Επιτροπής, που παρέμεναν στο Λονδίνο, είχαν προτείνει στους εν Ελλάδι κυβερνώντες να προχωρήσουν στη σύναψη και άλλου δανείου, συμβουλεύοντας, στις 27 Μαρτίου 1824, την κυβέρνηση να στείλει τα αναγκαία πληρεξούσια έγγραφα, θεωρώντας πως η εποχή ήταν κατάλληλη, δοθέντος ότι τα «ελληνικά κεφάλαια» (ομόλογα), εκείνη την εποχή, «ήσαν εν υπολήψει».

Μάλιστα, την 1η/13η Αυγούστου 1824 η «επιτροπή συνάψεως αγγλικού δανείου», έστελνε αναφορά προς την «Σεβαστήν Ελληνικήν Διοίκησιν», που έδρευε στο Ναύπλιο, όπου ενημέρωνε πως η Φλώριδα θα μετέφερε 40 ή 50 χιλιάδες λίρες. Στην αναφορά τους, προτείνονταν τρόποι, βάσει των οποίων θα μπορούσε να ενεργήσει η Διοίκηση. Αξιοπρόσεκτα ήταν και τα ακόλουθα, που δίνουν και μια χροιά των διαπραγματεύσεων: «Φρονούμεν όμως ότι και δια τον προδιορισμόν της γης ή δεν πρέπει να τον αποφασίση και θεσπίση η Σεβαστή Διοίκησις ή, αν τον θεσπίση, να θεσπίση τόπους ακάρπους, νοσώδεις και βουνά, εις μέρη ασήμαντα, με ονόματα όμως παλαιά και λαμπρά, δια να κάμουν εντύπωσιν εις αυτούς τους κομισαρίους. Αυτήν την απάτην την μερετάρει [καλύπτει] καλά, φαίνεταί μας, ο Χουμ, όστις επέμενεν ο μόνος εις αυτό το άρθρον, και με αυτήν η Διοίκησις εκληπαροί τα ζητήματα των καθ’ όλην την έκτασίν των».

Εν τω μεταξύ, στις 31 Ιουλίου 1824, το Βουλευτικό είχε αποφασίσει τα μέλη της Επιτροπής να αιτηθούν καινούργιο Δάνειο «[ε]πειδή ο πόλεμος χρήζει πολλών χρημάτων», τα οποία το Ελληνικό Έθνος, που πολεμούσε για την ανεξαρτησία του, χρειαζόταν, «δια να δυνηθή να υποστηρίξη την πολιτικήν ύπαρξιν». Το ποσό του καινούργιου δανείου οριζόταν στα δεκαπέντε «Μιλλιούνια Ταλλήρων Ισπανικών». Ο πρόεδρος του Εκτελεστικού, Γεώργιος Κουντουριώτης, επικύρωνε την απόφαση του Βουλευτικού και στις 14 Αυγούστου 1824, το Εκτελεστικό παρείχε στα τρία μέλη της Επιτροπής πλήρη πληρεξουσιότητα, για να διαπραγματευθούν ένα δεύτερο δάνειο, ύψους δεκαπέντε εκατομμυρίων ισπανικών ταλίρων, να τα ασφαλίσει με ομολογίες ίσης ποσότητας, βάζοντας ως εγγύηση τα εθνικά κτήματα.

Όταν έφτασε η απάντηση της κυβέρνησης, τα ελληνικά κεφάλαια ήταν «εις εκπεσμένας τιμάς». Γι’ αυτό, ο Λουριώτης, μετέβη «εις Παρίσια», με σκοπό να προχωρήσει σε συζητήσεις και με Γάλλους κεφαλαιούχους, σχετικά με το νέο Δάνειο, και εκφράζοντας τις προθέσεις και των άλλων δύο μελών της επιτροπής, είχε κατά νου να θέσει «εις άμιλλαν τα δύο έθνη», συζητώντας, παράλληλα και το ζήτημα του δούκα του Νεμούρ. Τελικώς, όμως, επικράτησαν οι διαπραγματεύσεις με τους επιχειρηματικούς κύκλους του Λονδίνου, δεδομένου ότι θεωρήθηκαν συμφερότεροι οι προσφερθέντες όροι τους. Η σύμβαση του δεύτερου δανείου υπογράφηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1825, το ύψος του ήταν 2.000.000 λιρών στερλινών, οι Έλληνες θα εισέπρατταν 816.000 και στην Ελλάδα έφτασαν οι 232.558 λίρες.

 

Αγγλική γελοιογραφία του 1826. Η Πίστη, η Ελπίδα και η Φιλανθρωπία γίνονται μηχανές που βγάζουν χρήμα για τις δυτικές κυβερνήσεις ενώ υποκριτικά μιλούν για το “Δίκαιο” του ελληνικού Αγώνα.

Στις 12 Φεβρουαρίου 1825, ο Ιωάννης Ζαΐμης μετακαλείτο και το Εκτελεστικό παρείχε στους άλλους δύο, τον Λουριώτη και τον Ορλάνδο, κάθε πληρεξουσιότητα, για να προχωρήσουν στη διαπραγμάτευση και στην υπογραφή συμβάσεως νέου δανείου. Σε περίπτωση, που απουσίαζε ο ένας εκ των δύο, ο έτερος θα είχε την ίδια πληρεξουσιότητα, για να προβεί μόνος του σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες. Αν, ωστόσο, η Επιτροπή είχε προχωρήσει τις διαπραγματεύσεις και είχε υπογράψει τη σύμβαση του καινούργιου δανείου, η μετάκληση του Ζαΐμη δεν θα επέφερε την ακύρωση της συμφωνίας. Ύστερα από τέσσερις μήνες, ο Ζαΐμης αντικαταστάθηκε από τον Γ. Σπανιολάκη, ο οποίος εστάλη, για να προσκομίσει επιστολή προς τον Κάνιγκ, αλλά αναμίχθηκε στη διαχείριση του δανείου και ήρθε σε αντιπαράθεση με τους Λουριώτη και Ορλάνδο, όταν κατηγορήθηκαν για διασπάθιση των χρημάτων των δύο δανείων. Ο Samuel Howe, βέβαια, υποστηρίζει πως, όταν έφτασε ο Σπανιολάκης στο Λονδίνο, βρήκε τα μέλη της Επιτροπής διαχείρισης του Δανείου και τους ομολογιούχους «να τρώγονται μεταξύ τους». Κλεψιές και καταχρήσεις ήταν στην πρώτη γραμμή και τα σχετικά δημοσιεύματα στον τύπο «ξεσκέπαζαν αισχρή παραμέληση του καθήκοντος» «από ανθρώπους που στο στόμα τους είχαν συνεχώς τη λέξη ελευθερία, πατριωτισμός, φιλανθρωπία, φιλελληνισμός».

Η διαχείριση των εκ του δευτέρου δανείου προελθόντων χρημάτων ανετέθη στους εκδότες του και σε φίλους τους, τους Hobhouse, Elliot και Burdett. Η αποκληθείσα, αργότερα, από τους Times, του Λονδίνου, «Τετραρχία» διαχειρίστηκε τα χρήματα κατά βούληση, αγνοώντας τους Έλληνες αντιπρόσωπους, μη στέλνοντας τα χρήματα, που έπρεπε να αποδοθούν στην Ελλάδα αλλά ούτε και τα πλοία, που παραγγέλθηκαν. Τα «όργια», όπως τα χαρακτηρίζει ο Ανδρεάδης, που σημειώθηκαν κατά τη χρήση του προϊόντος του δανείου, ήσαν πάμπολλα και αποτυπώνονται στα όσα έγραφαν οι Times, σε άρθρο δημοσιευμένο στις 26 Οκτωβρίου 1826: «Η Ελλάς απώλεσε πάντα τα πλεονεκτήματα, όσα εκ του δανείου προσεδόκα. Η ελληνική υπόθεσις προεδόθη, και προεδόθη εν Αγγλία. Θα εθριάμβευε σήμερον άνευ της Αγγλίας και του Αγγλικού Χρηματιστηρίου». Αποτυπώνονται και στα όσα έγραφε ο Εϋνάρδος στον Stanhope, υπογραμμίζοντας πως το Φιλελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου όφειλε να διερευνήσει τα της χρήσεως του δανείου, του οποίου η κακή διαχείριση των εξ αυτού προελθόντων χρημάτων «είχε φέρει την Ελλάδα εις τα πρόθυρα της καταστροφής, εν τούτοις όμως η Ελλάς κατηγορείτο ως σπαταλήσασα το δάνειον».

Η υπόθεση της ιστορίας των Δανείων της Ανεξαρτησίας δεν τελείωσε με την υπογραφή των συμβάσεων. Ορισμένοι από τους διαπραγματευτές των Δανείων, ενεπλάκησαν σε δικαστικές διαμάχες ή κατηγορήθηκαν. Το 1824, η ελληνική κυβέρνηση είχε δώσει οδηγίες στους Έλληνες αντιπροσώπους, που βρίσκονταν στο Λονδίνο, να φροντίσουν για την προμήθεια οκτώ φρεγατών, κάθε μία των οποίων θα έφερε 18 κανόνια. Οι αντιπρόσωποι θεώρησαν πως θα μπορούσαν να βρουν τα πλοία στις ΗΠΑ. Η υπόθεση δεν προχώρησε ομαλώς, οι Αμερικανοί ζητούσαν και άλλα χρήματα και, τελικώς, εστάλη στην Αμερική ο Α. Κοντόσταυλος, έμπορος, που ζούσε στο Λονδίνο, έχοντας ως αποστολή να συνάψει δάνειο, ούτως ώστε να ολοκληρωθεί η κατασκευή των δύο φρεγατών ή, έστω, της μιας. Ο Κοντόσταυλος συνάντησε δυσκολίες, έφτασε μέχρι του σημείου να ζητήσει ακρόαση από τον Αμερικανό πρόεδρο, James Adams, και αποτάθηκε και στον φιλελληνικό κύκλο της Ουάσιγκτον. Η όλη περιπέτεια είχε ως αποτέλεσμα η μια φρεγάτα να φτάσει στην Ελλάδα, στο Ναύπλιο, το Νοέμβριο του 1826. Οι ενέργειες του Κοντόσταυλου επικροτήθηκαν από την Κυβέρνηση, αργότερα, όμως, έγινε μάρτυρας «κακοβούλων νύξεων και παντοίων διαβολών».

Το ομόλογο του δεύτερου δανείου, Συλλογή ΕΕΦ.

Η Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις είχε αποφασίσει με Ψήφισμα, που εκδόθηκε στην Επίδαυρο, στις 13 Απριλίου 1826, να παύσει «την εν Λονδίνω Επιτροπήν του Δανείου» και να την αντικαταστήσει με άλλη, η οποία θα έπρεπε να παραλάβει ακριβή λογαριασμό από την πρώτη και να υποβάλει στην Επιθεώρηση της Γ΄ Εθνικής Συνελεύσεως «την καθαράν έκθεσιν των επεξεργασθέντων παρ’ αυτής λογαριασμών».

Οι Λουριώτης και Ορλάνδος παρέμειναν στο Λονδίνο ως τις 10 Ιουνίου 1827 και το 1835 κηρύχθηκαν «αλληλεγγύως καθαροί χρεώσται λιρών Στερλινών 28769—17—0 ή δραχμών 809.000:18». Ούτε ο Ζαΐμης, ο οποίος είχε αντικατασταθεί από τον Σπανιολάκη, ούτε ο τελευταίος περιλαμβάνονταν στην απόφαση. Για τη μη συμπερίληψη άλλου ατόμου στις κατηγορίες, δεν δινόταν καμία εξήγηση στο έγγραφο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της 14ης Ιανουαρίου 1835.

Ιωάννης Ορλάνδος, μέλος της ελληνικής αποστολής στο Λονδίνο.
Απολογία Ιωάννου Ορλάνδου και Ανδρέου Λουριώτου
εις την κατ’ αυτών απόφασιν του Ελεγκτικού Συνεδρίου περί των εν Λονδίνω διαπραγματευθέντων δύο ελληνικών δανείων κατά το 1824 και 1825.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τα πραγματικά χρήματα, που εισέπραξε η Ελλάδα ανέρχονταν σε 298.726 λίρες από το πρώτο δάνειο και σε 232.558 από το δεύτερο. Ο Μέντελσον Μπαρτόλδυ, παράλληλα, υποστηρίζει πως στην Ελλάδα έφτασαν οι 300.000 του πρώτου και οι 600.000 του δεύτερου. Με τα άλλα πληρώθηκαν μεσιτικά, τόκοι, χρεολύσια, προμήθεια «και όπως αλλιώς ονομάζονται συνήθως τα άτιμα μέσα με τα οποία οι τραπεζίτες καλύπτουν τα κέρδη τους και εκμεταλλεύονται την αμάθειαν του πλήθους». Ο Μάουρερ, ο ένας εκ των τριών μελών της Αντιβασιλείας, επί Όθωνος, μιλάει για «πρωτάκουστα ποσά για προμήθειες».

Είναι γεγονός πως τα Δάνεια της Ανεξαρτησίας επιβάρυναν την οικονομία του Ελληνικού κράτους, το οποίο ιδρύθηκε με το πρώτο από τα τρία πρωτόκολλα, που υπογράφηκαν στο Λονδίνο στις 3 Φεβρουαρίου 1830 και από τις Συνθήκες, που υπογράφηκαν το 1832. Ίσως, να μην ήταν δυνατόν να συμβεί το αντίθετο. Σ’ αυτό συνέτρεχαν δύο, κυρίως, λόγοι. Ο πρώτος, είχε να κάνει με το ερώτημα εάν δάνεια, που είναι προϊόν διαχείρισης διπλωματικών διαβουλεύσεων από εκπροσώπους επαναστατικών κυβερνήσεων, τις οποίες δεν έχουν αναγνωρίσει ξένα κράτη και συνάφθηκαν από αυτές, μπορούν να γίνουν απαιτητά από τους δανειστές και να βαρύνουν το νεοσύστατο κράτος, που είναι προϊόν της επανάστασης. Η απάντηση στο ερώτημα, που έχει δώσει ο διεθνολόγος Ν. Πολίτης, είναι κατηγορηματική: «Ότε μια κυβέρνησις, νόμω ή βία, εγκαθίσταται εν τη αρχή, και γίνεται δεκτή ή τουλάχιστον ανεκτή υπό του έθνους, αντιπροσωπεύει την χώραν και υποχρεοί αυτήν δια των πράξεων ας συνάπτει εν ονόματί της, αδιάφορον αν η κυβέρνησις αύτη είναι ή ου ανεγνωρισμένη διπλωματικώς υπό των άλλων Δυνάμεων». Ο δεύτερος ήταν συνυφασμένος με την αδυναμία αποπληρωμής των ποσών του δανείου από τους Έλληνες εμπολέμους, έστω και μέρος των δανείων, μια και τα οικονομικά τους μέσα ήταν, σχεδόν, ανύπαρκτα. Εκτός τούτου, τα χρήματα των συγκεκριμένων δανείων διασπαθίσθηκαν σε αλλότριους, εχθρικούς σκοπούς. Επιπλέον, τα χρήματα του πρώτου δανείου και όλα, σχεδόν, του δευτέρου, τα οποία μεταβιβάστηκαν στην Ελλάδα, μετά την εκκαθάριση, κατασπαταλήθηκαν «εις τον υπέρ ηγεμονίας και πρωτείων αγώνα, εχρησίμευσαν δε μόνον όπως περατωθώσιν οι εμφύλιοι πόλεμοι, ους αυτά ταύτα τα δάνεια κατά μέγα μέρος προεκάλεσαν».

Νεότεροι ιστορικοί (Λιγνάδης), έχουν χαρακτηρίσει τα πρώτα ελληνικά εξωτερικά δάνεια, τα οποία έχουν μείνει γνωστά στην Ιστορία, ως «Δάνεια της Ανεξαρτησίας», ως «θεμελιώδεις» συντελεστές της «εξαρτήσεως» του Ελληνικού κράτους από τους ξένους. Παλαιότεροι (Ανδρεάδης), ως «το προοίμιον της εθνικής υμών υποστάσεως». Και οι δύο, συγκαταλέγονται στους ιστορικούς, που ασχολήθηκαν περισσότερο επισταμένα με την πτυχή εκείνη της ελληνικής ιστορίας, που αφορά την προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό, για την εξυπηρέτηση των αναγκών του Αγώνα κατά των Οθωμανών, που διεξήγαν οι ηγέτες του υποτυπώδους κρατικού μορφώματος, το οποίο συνέστησαν οι επαναστατημένοι Έλληνες. Ο Λιγνάδης θεωρεί τα «επαναστατικά» δάνεια του 1824 και του 1825, ως την απαρχή για «την μέσω τρίτων ‘ευγενών’ φορέων οικονομικήν αποικιοποίησιν της Ελλάδος»∙ οικονομική αποικιοποίηση, την οποία διερευνά και εξετάζει έως τη δεκαετία του 1930, οπότε σημειώνεται η τέταρτη πτώχευση του Ελληνικού κράτους, οφειλόμενη, εν πολλοίς, στην προηγηθείσα παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929. Και τούτο θεμελιώνεται στα όσα αναλύει, όταν υποστηρίζει πως η διαπραγμάτευση των εν λόγω δανείων «περιέχει εν σπέρματι τους λόγους εκ των οποίων ερμηνεύονται αι διαδικασίαι, αι οδηγήσασαι το ελληνικόν κρατίδιον εις την πολιτικήν υποτέλειαν, την διήκουσαν καθ’ όλην την νεωτέραν και νεωτάτην ιστορικήν διαδρομήν αυτού. Η σύναψις των δύο δανείων συνετέλεσεν εις την συγκεκριμενοποίησιν της ελληνικής διχονοίας και των στόχων του εμφυλίου πολέμου, υπεβοήθησε τας πολιτικάς επιδιώξεις και βλέψεις του ξένου παράγοντος, υπήρξεν η μήτρα της κυήσεως των ξενοκίνητων κομματικών πυρήνων και κυρίως εδημιούργησεν την αφετηρίαν του περίφημου Χρέους της Ελλάδος, το οποίον εχρησιμοποίουν οι ξένοι, οσάκις ήθελον να εξαναγκασθή το Έθνος να κύπτη τον αυχένα εις τας επιθυμίας των. Το χρέος τούτο θα εξαναγκασθούν να αντιμετωπίζουν οι Έλληνες μετ’ αισθήματος εθνικής ενοχής επί ένα και πλέον αιώνα και η πλεγματικότης αύτη, η καταλλήλως εμφυτευθείσα έξωθεν, θα διαπλάση μίαν ‘παιδείαν’ χαρακτηρολογικής μειοδοσίας εις τας μετά των ξένων σχέσεις και δοσοληψίας».

Από τους σύγχρονους ιστορικούς, ο Γεώργιος Δερτιλής, υποστηρίζει πως τα δάνεια βοήθησαν στο να αποκτήσει η Βρετανία τον πολιτικό έλεγχο της Ελλάδας. Έναν έλεγχο, ο οποίος μαζί με συγκεκριμένες διατάξεις των Συνθηκών, που οδήγησαν στην εντελή ανεξαρτησία του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους και της Συνθήκης του 1864, απέβησαν το προοίμιο της επεμβατικής πολιτικής του Λονδίνου στην Ελλάδα, πολιτική την οποία εφάρμοσαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, οι εγγυήτριες της ελληνικής ανεξαρτησίας, υπό την κάλυψη της προστασίας της πολιτικής της ανεξαρτησίας και της εδαφικής της ακεραιότητας, πλείστες φορές στα χρόνια, που ακολούθησαν (π.χ. Κριμαϊκός πόλεμος). Τυπικώς, η επεμβατική αυτή πολιτική τερματίστηκε με τη Συνθήκη των Σεβρών, της 10 ης Αυγούστου 1920, στο Προοίμιο της οποίας οριζόταν η κατάργηση του καθεστώτος Προστασίας. Στην πραγματικότητα, όμως, η Βρετανία συνέχισε να θεωρεί την Ελλάδα ως δορυφόρο της, ως τα τέλη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν εξερχόμενη, εξουθενωμένη και αποδυναμωμένη, από την παγκόσμια, πολεμική αναμέτρηση παρέδωσε τα σκήπτρα στις ΗΠΑ.

Η τραγικότητα της προσφυγής στον εξωτερικό δανεισμό, εκ μέρους της Ελλάδας, είναι πως δεν σταμάτησε ποτέ. Πάντα οι αλλοδαποί φίλοι έβρισκαν την ευκαιρία, εκμεταλλευόμενοι, βέβαια, τις εσωτερικές διαμάχες και έριδες, να δημιουργούν καταστάσεις ανάγκης, τέτοιας φύσης, που δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις αναγκαστικής δανειοδότησης. Και ο δανεισμός από τις ξένες χρηματαγορές συνεπέφερε την πολιτική εξάρτηση, με ό, τι αυτό συνεπαγόταν. Βέβαιο, ωστόσο, είναι πως δίχως τα χρήματα από το εξωτερικό, αλλά και δίχως την πολιτική στήριξη των Δυνάμεων, η οποία εκδηλώθηκε, όταν ανέκυψαν οι μεταξύ τους ανταγωνισμοί για τον έλεγχο της περιοχής, ο Αγώνας, ίσως, να είχε μείνει ανολοκλήρωτος, ίσως, να μην είχε οδηγήσει τους επαναστάτες στην εν μέρει υλοποίηση των εθνικών τους ονείρων και στην πολυπόθητη ίδρυση πλήρως ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους.

Η Αρετή Τούντα-Φεργάδη είναι Ομότιμη Καθηγήτρια Ελληνικής Διπλωματικής Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστήμιου.

Οδηγός Βιβλιογραφίας

 

Πρωτογενείς Δημοσιευμένες Πηγές

Απολογία Ιωάννου Ορλάνδου και Ανδρέα Λουριώτου εις την κατ’ αυτών απόφασιν του Ελεγκτικού Συνεδρίου περί των εν Λονδίνω Διαπραγματευθέντων δύο Ελληνικών Δανείων κατά το 1824 και 1825, Εν Αθήναις 1839.

Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας 1821-1832. Αι Εθνικαί Συνελεύσεις. Τόμος Πρώτος. Εκδόσεις Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων, Αθήναι 1971.

Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας μέχρι της Εγκαταστάσεως της Βασιλείας. Τόμος Α΄. Πρώτη Βουλευτική Περίοδος 1822-1823. Επανέκδοσις υπό της Βιβλιοθήκης της Βουλής, Αθήναι 1971.

Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας 1821-1832. «Λυτά Έγγραφα» Α΄ και Β΄ Βουλευτικής Περιόδου. Τόμος Πρώτος, Εκδόσεις Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων. Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, Αθήναι 1976.

Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας 1821-1832. «Λυτά Έγγραφα» Α΄ και Β΄ Βουλευτικής Περιόδου. Τόμος Δεύτερος. Εκτελεστικόν. Αθήναι 1977.

Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας 1821-1832. «Λυτά Έγγραφα» Α΄ και Β΄ Βουλευτικής Περιόδου. Τόμος Τέταρτος, Βουλευτικόν Σώμα. Εκδόσεις Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων. Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, Αθήναι 1979.

Ελληνική Λευκή Βίβλος, An agreement with the Hellenic Government for the convention of the Greek loans of 1824 and 1825, London, 1878.

Εφημερίδες

 Ελληνικά Χρονικά (Μεσολόγγι), 15 Μαρτίου 1824.

Δευτερογενής Βιβλιογραφία

 Ανδρεάδης Ανδρέας, Ιστορία των Εθνικών Δανείων, Εν Αθήναις 1904.

Βερέμης Θάνος, Γιάννης Κολιόπουλος, Ιάκωβος Μιχαηλίδης, 1821. Η δημιουργία ενός έθνους-κράτους, Αθήνα 2018.

Γεωργής Γιώργος, Στις απαρχές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, Αθήνα 1995.

Γρηγόριος Δαφνής, Ιωάννης Α. Καποδίστριας. Η γένεση του ελληνικού κράτους, Αθήνα 2018².

Δερτιλής Γεώργιος, «Διεθνείς οικονομικές σχέσεις και πολιτική εξάρτηση: Η ελληνική περίπτωση, 1824-1878», Τα Ιστορικά, 1, (1), 1983, σ. 145-174.

Δερτιλής Γεώργιος, Ιστορία του Ελληνικού Κράτους, 1830-1920, τ. 1-2, τέταρτη έκδοση, Αθήνα 2006.

Δημακόπουλος Γεώργιος, «Κόρινθος «Καθέδρα (Πρωτεύουσα) του Νεοελληνικού Κράτους (Φεβρουάριος-Μάιος 1822)», στο Πρακτικά του Η΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (Κόρινθος 26-28 Σεπτεμβρίου 2008). Αφιέρωμα στην Αιώνια Κόρινθο, Ανάτυπον, Αθήναι 2010, σελ. 261-284.

Διβάνη Λένα, Η Εδαφική Ολοκλήρωση της Ελλάδας (Απόπειρα Πατριδογνωσίας), Αθήνα 1997.

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Η Ελληνική Επανάσταση και η ίδρυση του Ελληνικού κράτους (1821-1832), Τόμος ΙΒ΄, Αθήνα 1975.

Κλάψης Αντώνης, «Στο κλουβί της Ελλάδος της στενής μας κλεισμένοι». Πολιτική και διπλωματία της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης 1821-1923, Αθήνα 2019.

Λιγνάδης Τάσος, Το Πρώτον Δάνειον της Ανεξαρτησίας, Αθήναι 1970.

Του ίδιου, Η Ξενική Εξάρτησις κατά την Διαδρομήν του Νεοελληνικού Κράτους (1821-1945). Πολιτική Διαμόρφωσις-Εθνική Γη-Δανειοδότησις, Αθήναι 1975.

Παντελάκης Νίκος, Συμμαχικές Πιστώσεις. Κράτος και Εθνική Τράπεζα (1917-1928), Αθήνα 1988.

Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Ζ, Αθήναι χχε. Πρωτοψάλτης Εμμανουήλ, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, τευχ. Β΄, Αθήναι 1970.

Πρωτοψάλτης Εμμανουήλ, Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως 1821, Αθήναι 1977.

Σκληράκη Εύη, Τα Δάνεια της Εξάρτησης και της Χρεοκοπίας 1824-1940, Αθήνα 2015. Σβορώνος Νίκος, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, Αθήνα 1976.

Τούντα-Φεργάδη Αρετή, «Όψεις της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής από τα τέλη του 18ου αιώνα ώς το Συνέδριο της Βιέννης» στο 175 χρόνια Διπλωματικών Σχέσεων Ελλάδας-Ρωσίας (1828-2003), Αθήνα 2007, σελ. 77-101.

Της ίδιας, Η δανειακή ελληνική εξωτερική πολιτική. Η περίπτωση του δεύτερου προσφυγικού δανείου, 1926-1928, Αθήνα 2009.

Χριστοδουλίδης Θεόδωρος, Διπλωματική Ιστορία τριών αιώνων. Από τη Βιέννη στις Βερσαλλίες, τ. Β΄, Αθήνα 1997.

Dertilis Georgios, «Hiérarchies sociales, capitaux et retard économique en Grèce (XVIIIE- XXE siècle)», στο Actes du 11e Colloque International d’Histoire, T. II, Tirage à part, Athènes 1985, σελ. 302-332.

Driault Édouard et Lhéritier Michel, Histoire Diplomatique de la Grèce de 1821 à nos jours,

Tome Premier. L’Insurrection et l’Indépendance, par Édouard Driault, Paris 1925-1926.

Kofas J., Financial relations of Greece and the Great Powers, 1832-1862, East European Monographs, Νέα Υόρκη 1981