Skip to main content

Δάφνη Μουρέλου: West Side Story. Ιδεολογική προσέγγιση και κοινωνικές προεκτάσεις

Δάφνη Μουρέλου

West Side Story. Ιδεολογική προσέγγιση και κοινωνικές  προεκτάσεις

 

Το έργο και η δομή του

Η ταινία West Side Story προβλήθηκε για πρώτη φορά στους κινηματογράφους στις 18 Οκτωβρίου του 1961, και αποτελεί κινηματογραφική διασκευή του ομώνυμου μιούζικαλ, το οποίο είχε ανεβεί με αξιομνημόνευτη επιτυχία σε σκηνή του Broadway στις 26 Σεπτεμβρίου του 1957. Οι διαφορές ανάμεσα στο μιούζικαλ και την κινηματογραφική διασκευή είναι αμελητέες και είχαν να κάνουν  κυρίως με την σειρά εναλλαγής των σκηνών και των τραγουδιών.[1] Την ομάδα δημιουργίας του μιούζικαλ συνυπέγραφαν οι Arthur Laurents (σενάριο), Stephen Sodnheim (στιχουργία), Leonard Bernstein (μουσική επένδυση), Jerome Robbins (χορογραφία-σκηνοθεσία), Robert E. Griffith και Harold Prince (παραγωγή). Στην κινηματογραφική εκδοχή του έργου την σκηνοθεσία συνυπέγραψαν οι Jerome Robbins και Robert Wise. Ο τελευταίος υπήρξε ταυτόχρονα και παραγωγός της ταινίας. Την διανομή ανέλαβε η εταιρία United Artists.[2]

Ορισμένοι ηθοποιοί συμμετείχαν και στις δύο διανομές. Μεταξύ άλλων, ο ελληνικής καταγωγής George Chakiris, ο οποίος πριν από την συμμετοχή του στην ταινία, είχε αναλάβει τον ρόλο του Riff στις παραστάσεις του West End.[3] Αρχικά, ο πρωταγωνιστικός ρόλος του Tony προορίζονταν για τον Elvis Presley, εν τέλει όμως δεν επιτεύχθηκε συμφωνία ανάμεσα στον δημοφιλή καλλιτέχνη και τους δημιουργούς της ταινίας. Ο ρόλος της Anita είναι ο μοναδικός δεύτερος ρόλος, ο οποίος ερμηνεύθηκε από ηθοποιούς πορτορικανικής καταγωγής και στις δύο περιπτώσεις. Τόσο στο αρχικό μιούζικαλ όσο και στη μεταγενέστερη κινηματογραφική ταινία, υπάρχουν ελάχιστοι ηθοποιοί πορτορικανικής καταγωγής. Οι τελευταίοι, ανέλαβαν δευτερεύοντες ρόλους στην συμμορία των Sharks.[4] Η βιομηχανία του Hollywood ακολουθούσε πολιτική φυλετικών διακρίσεων σε ό,τι αφορά στην επιλογή Λατινοαμερικανών και Αφροαμερικανών ηθοποιών σε διανομές ταινιών, ειδικότερα εάν επρόκειτο για πρωταγωνιστικούς ρόλους.[5] Σε γενικές γραμμές, οι ηθοποιοί λατινοαμερικανικής καταγωγής  συμπεριλαμβάνονταν σε ελάσσονες, μόνο, ρόλους. Στο χολιγουντιανό φαντασιακό, η αμερικανική ταυτότητα εξισώνονταν με την λευκή επιδερμίδα. Ως εκ τούτου, η ιδέα της “λευκότητας” αποτελεί κοινό τόπο στις κινηματογραφικές ταινίες της εποχής.[6] Χαρακτηριστικοί είναι οι στερεοτυπικοί ρόλοι που δημιουργούνταν για τις ηθοποιούς λατινοαμερικανικής προέλευσης: η υπηρέτρια, το αντικείμενο του πόθου και της σεξουαλικής επιθυμίας, η οξύθυμη και αντιδραστική λατίνα. Με βάση τα παραπάνω, σκιαγραφείται και η προσωπικότητα της Anita στο West Side Story.[7]

Οι συντελεστές του West Side Story στην παράσταση του Broadway. Από αριστερά προς τα δεξιά: Stephen Sondheim (στιχουργός), Arthur Laurents (σεναριογράφος), Harold Prince (συμπαραγωγός), Robert Griffith (συμπαραγωγός, καθιστός),  Leonard Bernstein (συνθέτης) και Jerome Robbins (χορογράφος).

H κινηματογραφική εκδοχή απέσπασε συνολικά εννέα βραβεία Όσκαρ, μεταξύ των οποίων εκείνα της καλύτερης ταινίας, της καλύτερης σκηνοθεσίας και της καλύτερης χορογραφίας. Έχει καταγραφεί στην ιστορία του κινηματογράφου ως μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες όλων των εποχών.

Η πλοκή του έργου διαδραματίζεται στην δυτική πλευρά του Μανχάταν. Πρόκειται για μια ιστορία διαμάχης μεταξύ συμμοριών διαφορετικής καταγωγής. Οι Αμερικανοί Jets και οι Πορτορικανοί Sharks συγκρούονται για την κυριαρχία και τον έλεγχο της περιοχής, ενώ βρίσκονται υπό συνεχή καταδίωξη από τις αστυνομικές αρχές. Οι Jets αποζητούν την βοήθεια ενός πρώην συμμορίτη, του Tony. Σε έναν χορό που διεξάγεται στον “ουδέτερο” χώρο του γυμναστηρίου, ο Tony γνωρίζει την Maria, την αδελφή του αρχηγού των Sharks (Bernardo) και την ερωτεύεται. Το ζευγάρι κάνει σχέδια γάμου, ενώ ταυτόχρονα εντείνεται η διαμάχη μεταξύ των συμμοριών. Σε ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών χάνουν τη ζωή τους οι αρχηγοί των δύο ομάδων. Λίγο αργότερα δολοφονείται και ο Tony από τον “επίσημο” αγαπημένο της Maria σε μια προσπάθεια απόδοσης αντιποίνων, αλλά και λόγω ζήλιας, δίνοντας έτσι τραγικό τέλος στην ιστορία.[8]

Οι αφίσες του μιούζικαλ (1957) και της κινηματογραφικής ταινίας (1961).

Το West Side Story αποτελεί μια σύγχρονη εκδοχή του σεξπηρικού έργου Ρωμαίος και Ιουλιέτα. Σε ένα αρχικό στάδιο, οι Laurents, Robbins και Bernstein είχαν κατά νου μια ιστορία αγάπης ανάμεσα σε έναν Ιταλοαμερικανό ρωμαιοκαθολικό και μια κοπέλα εβραϊκής καταγωγής. Ο τίτλος που προτάθηκε τότε για το έργο, ήταν East Side Story. Ωστόσο, η σκέψη αυτή εγκαταλείφθηκε σύντομα, καθώς παρόμοιο θέμα πραγματευόταν το δημοφιλές μιούζικαλ της Anne Nichols Abie’s Irish Rose. Ως εναλλακτική, προτάθηκε από τους Bernstein και Laurents μια ιστορία διαμάχης μεταξύ δύο αντιπάλων συμμοριών πορτορικανικής και αμερικανικής καταγωγής. Το θέμα αυτό ήταν ιδιαίτερα επίκαιρο, καθώς η εισροή μεταναστών από την Καραϊβική είχε γνωρίσει έξαρση  κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950. Επιπλέον, την εποχή εκείνη μαίνονταν οι συγκρούσεις μεταξύ συμμοριών μέσα στην πόλη της Νέας Υόρκης. Ο Bernstein αναφέρει πως η ιδέα της ανάδειξης αντιπαραθέσεων μεταξύ συμμοριών ως θεμελιώδες στοιχείο της πλοκής, προήλθε από την ανάγνωση κεντρικών τίτλων μιας εφημερίδας της εποχής, όπου αναγραφόταν “Συγκρούσεις μεταξύ συμμοριών.”[9]

Όταν γυρίστηκε το West Side Story βρισκόταν υπό ισχύ στις Η.Π.Α. ο κώδικας λογοκρισίας (1930-1968), ο οποίος όριζε τι ήταν θεμιτό και τι όχι στις κινηματογραφικές αναπαραστάσεις. Ανάμεσα στους γενικούς κανόνες του κώδικα συμπεριλαμβάνονταν η απαγόρευση της αναπαράστασης διαφυλετικών σχέσεων και γάμων, όπως επίσης και η απαγόρευση της αναπαράστασης ομοφυλοφιλικών σχέσεων. Επιπλέον, απαραίτητη θεωρούταν η επίδειξη σεβασμού προς την αμερικανική σημαία και κουλτούρα.[10]

Το West Side Story ανήκει στην κατηγορία του θεατρικού μιούζικαλ. Το είδος αυτό ακολουθεί την ιδέα του ευρωπαϊκού οπερατικού κανόνα περί ενότητας πλοκής, μουσικής και κίνησης, σε μια αρμονικά δομημένη ολότητα.[11] Το έργο έχει δεχτεί διάφορες προσαρμογές κατά καιρούς καθώς, πέραν από μιούζικαλ, έχει ανεβεί και υπό μορφή όπερας. Η ταινία αποτελεί μια ακόμη προσαρμογή του συγκεκριμένου έργου σε κινηματογραφικά δεδομένα. Παρόμοιες περιπτώσεις αποτελούν τα έργα The Sound of Music, My Fair Lady, Chicago κ.α..[12]

Η αφήγηση ακολουθεί γραμμική πορεία. Καθώς η ταινία αποτελεί προσαρμογή θεατρικού μιούζικαλ, παρατηρείται η ύπαρξη ορισμένων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών, όπως είναι ο διάλογος ή ο μονόλογος υπό μορφή τραγουδιού, η πάλη και το αθλητικό παιχνίδι υπό μορφή χορού κ.ο.κ.. Τα χαρακτηριστικά αυτά βρίσκονται σε συνεχή εναλλαγή με πιο συμβατικά γνωρίσματα της κινηματογραφικής αφήγησης.

Επιπλέον, ακολουθείται ένας αντικειμενικός τύπος αφήγησης, καθώς ο αφηγητής δεν φαίνεται να προσκολλάται σε κάποιον από τους χαρακτήρες. Επιπλέον, οι πληροφορίες για τους κεντρικούς χαρακτήρες προκύπτουν με έναν γραμμικό τρόπο, ανάλογα με την εξέλιξη της πλοκής.[13]

Παρατηρείται ακόμη η χρήση τραγουδιών ως προάγγελων των επερχόμενων εξελίξεων. Τέτοιου είδους παραδείγματα αποτελούν τα τραγούδια Something’s coming και Tonight Quintet & Chorus. Στην πρώτη περίπτωση προοικονομείται η γνωριμία του Tony και της Maria (“Κάτι θα συμβεί”), και στην δεύτερη περίπτωση ο θάνατος των δύο αρχηγών (“Απόψε δεν θα βγει αυγερινός”). Επίσης, κατά την διάρκεια του Tonight Quintet & Chorus παρατηρείται η μοναδική ταυτοχρονία του έργου, κατά την οποία εναλλάσσονται πλάνα των Tony, Maria, Anita, Jets και Sharks,  με σκοπό την κλιμάκωση της έντασης, η οποία θα έχει ως κατάληξη τον ταυτόχρονο θάνατο των δύο αρχηγών, Bernardo και Riff.

West Side Story -Tonight Quintet & Chorus (1961)

Συχνή επίσης είναι η χρήση ψευδωνύμων, καθώς η πρακτική αυτή είναι συνήθης μεταξύ των συμμοριών. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα ψευδώνυμα είναι δηλωτικά των βασικών ιδιοτήτων των χαρακτήρων (ενδεικτικά : Action, Ice, Baby John, Big Deal, Snowboy). Γενικότερα, η πρακτική της ονοματοδότησης συνδέεται με την πρόθεση ανάδειξης συγκεκριμένων νοημάτων στην εν λόγω ταινία.

Σε αυτό το πλαίσιο, παρουσιάζει ενδιαφέρον ο χαρακτήρας του αγοροκόριτσου Anybodys. Η Anybodys είναι ένας χαρακτήρας με αμφισεξουαλικά χαρακτηριστικά.[14] Θα μπορούσε να ενδεχομένως να θεωρηθεί πως η ονοματοδότηση του χαρακτήρα παραπέμπει σε μια φροϋδικού τύπου θεώρηση,  σύμφωνα με την οποία κάθε υποκείμενο-σώμα (anybody) διαθέτει από την φύση του διπλή σεξουαλικότητα.[15] Από την άλλη, θα μπορούσε επίσης να υποδηλώνει ότι ο καθένας και η καθεμία μπορεί δυνητικά να εμφανίσει τάσεις απόκλισης από τους συμβατικούς ρόλους με τους οποίους επενδύεται η πατριαρχική θεώρηση των φύλων.

Με ανάλογο τρόπο, η ονομασία του Baby John παραπέμπει στην μαλθακότητα και στην έλλειψη της παραδοσιακής αρρενωπότητας, η οποία αποτελεί τον κανόνα για τα υπόλοιπα μέλη των συμμοριών (συμμετοχή σε καβγάδες κ.ο.κ.).[16] Tο όνομα της Maria υποδηλώνει αγνότητα και θρησκευτικότητα, κάτι το οποίο ενισχύεται από την λευκή ενδυμασία της, όπως επίσης και από τους στίχους του ομώνυμου τραγουδιού “Πες το αργά (το όνομα Maria) και ακούγεται σαν προσευχή.” Αναλόγως, η ονομασία του Doc, ιδιοκτήτη του τοπικού καφενείου, ενός προσώπου που επιχειρεί μάταια να λειτουργήσει μεσολαβητικά, συνδέει τον συγκεκριμένο χαρακτήρα με τις βασικές ιδιότητες ενός γιατρού, ο οποίος, μέσω της ορθολογικής επιστήμης, επιχειρεί την ίαση των ασθενειών. Εν προκειμένω, πρόκειται για την “κοινωνική ασθένεια” της ανήλικης εγκληματικότητας.

Γύρω από μια ανάλογη φιλοσοφία κινούνται οι ονομασίες των συμμοριών Jets και Sharks. Μέσω της ονομασίας των Αμερικανών Jets υποδηλώνεται συνεχής, δυναμική κίνηση και τεχνολογική εξέλιξη. Στην ίδια φιλοσοφία, η ονομασία των Πορτορικανών Sharks μπορεί να συνδεθεί με χαρακτηριστικά αγριότητας, πρωτογονισμού, κανιβαλισμού και βίας. Σύμφωνα με την Negron-Muntaner, ο διαχωρισμός των ονομασιών Jets / Sharks συγκροτεί περαιτέρω εννοιολογικές διχοτομήσεις όπως: τεχνολογία  / πρωτογονισμός, Δύση / μη-Δύση, λευκότητα / μη-λευκότητα.[17]

O ίδιος ο τίτλος του έργου (West Side Story) κινείται γύρω από έναν άξονα διπλής σημασιοδότησης. Αφενός, το επίθετο West αναφέρεται στην περιοχή του Δυτικού Μανχάταν, στην οποία εξελίσσεται η πλοκή. Αφετέρου, στο πλαίσιο μιας πιο διευρυμένης σημασιοδότησης, ενδέχεται να παραπέμπει στον δυτικό πολιτισμό γενικότερα, εφόσον ο τίτλος δεν περιλαμβάνει ξεκάθαρη αναγωγή της πλευράς (Side) σε κάποιο μέρος ή κάποια συγκεκριμένη περιοχή.

Sharks (αριστερά) και Jets (1961).

Ήδη αναφέρθηκε πως οι ηθοποιοί λατινοαμερικάνικης καταγωγής αντιμετωπίζονταν από την βιομηχανία του Hollywood κατά τρόπο που ενίσχυε περαιτέρω φυλετικές διακρίσεις (τυποποίηση ρόλων, μη συμπερίληψη σε διανομές κ.ο.κ.). Σε αυτό το πλαίσιο, η χρήση συγκεκριμένων τεχνασμάτων για την αναπαράσταση γηγενών Αμερικανών και Πορτορικανών μεταναστών είναι χαρακτηριστική. Το σκούρο χρώμα της επιδερμίδας του Bernardo είναι τεχνητό, καθώς ο Chakiris  είναι ελληνικής καταγωγής. Άλλωστε, ο ίδιος ηθοποιός εναλλασσόταν μεταξύ εκ διαμέτρου αντίθετων ρόλων, καθώς είχε αναλάβει την ερμηνεία του ρόλου του Riff, αρχηγού των Jets, στις παραστάσεις του West End. Επιπλέον, τα τεχνητά, υπέρξανθα μαλλιά των περισσότερων Jets λειτουργούν ενισχυτικά προς την παγίωση διχοτομιών σε ένα αρχικό, οπτικό, επίπεδο καθώς με την βοήθεια του μακιγιάζ γίνεται εφικτή μια επιτηδευμένη αναπαράσταση του εννοιολογικού διπόλου λευκότητας / μη-λευκότητας.

Η τεχνητή λατινοαμερικανική προφορά των George Chakiris και Nathalie Wood λειτουργεί συμπληρωματικά προς μια μη ρεαλιστική αναπαράσταση των Πορτορικανών στη συγκεκριμένη ταινία.[18] Επίσης, κατά την εξέλιξη της πλοκής δεν γίνεται χρήση της ισπανικής γλώσσας από τους Πορτορικανούς χαρακτήρες, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όπως ο σύντομος διάλογος της Maria με τον πατέρα της, η σκηνή στο γυμναστήριο, και η χρήση κάποιων εκφράσεων (“Buenas Noches”, “Por Favor”).

Η ταινία δέχτηκε εξαιρετικές κριτικές. H New York Herald Tribune εξήρε την ενότητα πλοκής και χορογραφίας και η New York Daily News το χαρακτήρισε ως ένα “εξαιρετικό και υπέρ-μοντέρνο μουσικό δράμα” το οποίο αποτελούσε σημαντική συμβολή στην εξέλιξη του αμερικάνικου μουσικού θεάτρου. Επίσης, το Time Magazine επαίνεσε το έργο για την απόφαση να θίξει τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα της μετανάστευσης και της ανήλικης εγκληματικότητας, όπως επίσης και για την διάθεση να αναδειχτεί η δυναμική της νεολαίας.[19]

Ωστόσο, υπήρξαν και λιγότερο καλές κριτικές οι οποίες μιλούσαν για εξιδανικευμένη απόδοση της ανήλικης εγκληματικότητας, όπως επίσης και για στερεοτυπική αναπαράσταση των Πορτορικανών. Επιπλέον, το έργο δέχτηκε κακή κριτική σε ότι αφορά την μη συμπερίληψη Πορτορικανών ηθοποιών στη διανομή πέραν της Moreno και ορισμένων άλλων, στους οποίους εναποτέθηκε η ερμηνεία δευτερευόντων ρόλων.[20] Ακόμη, το τραγούδι America δέχτηκε επανειλημμένα κριτικές ως προς το ιδεολογικό του περιεχόμενο καθώς θεωρήθηκε ότι διχάζει πολιτικά και ιδεολογικά τους Πορτορικανούς ανάμεσα σε εθνικιστές και αφομοιωμένους από την αμερικανική κουλτούρα.[21]

Το 2021 έκανε την εμφάνισή της στις οθόνες των κινηματογράφων μια νέα εκδοχή του West Side Story σε σκηνοθεσία του Steven Spielberg. Παρόλη την εντυπωσιακή (και δαπανηρή) διαφημιστική εκστρατεία που προηγήθηκε, η ταινία δεν άφησε πίσω της την κληρονομιά της προκατόχου της. Δεν είναι εύκολο να εκθρονίσει κανείς έναν πραγματικό θρύλο, που σηματοδότησε με την παρουσία του την πορεία της έβδομης τέχνης.

 

Ο χώρος και η χρονική-ιστορική συγκυρία

Η Κουζίνα του Διαβόλου

Η πλοκή της ταινίας διαδραματίζεται στη Νέα Υόρκη, στην δυτική πλευρά του Μανχάταν – γνωστή και ως Κουζίνα του Διαβόλου (Hell’s Kitchen). Πρόκειται για μια υποβαθμισμένη και κακόφημη περιοχή, ανάμεσα στην 34η και 57η οδό, που εκτείνεται από την 8η λεωφόρο μέχρι τον ποταμό Hudson. Η διαμόρφωση της περιοχής ξεκίνησε στα μέσα του 19ου αιώνα με την προσέλευση μεταναστών κυρίως από την Ιρλανδία. Μετά την λήξη του Αμερικανικού Εμφυλίου (1865), ο πληθυσμός αυξήθηκε δραματικά, με αποτέλεσμα τη δημιουργία πραγματικού συνωστισμού. Οι εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες διαβίωσης και η φτώχεια είχαν ως αποτέλεσμα τη σύσταση πολλαπλών συμμοριών που ανταγωνίζονταν για τον έλεγχο της περιοχής. Από τις αρχές του 20ου αιώνα, η δυτική πλευρά του Μανχάταν είχε αποκτήσει την φήμη της “πιο επικίνδυνης περιοχής της Αμερικανικής Ηπείρου”. Η βία κλιμακώθηκε στη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 με την επιβολή της ποτοαπαγόρευσης, καθώς οι αποθήκες της δυτικής πλευράς μετατράπηκαν σε κέντρα παράνομης διακίνησης αλκοόλ. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, ένα μεγάλο κύμα Πορτορικανών μεταναστών εγκαταστάθηκε στην περιοχή. Η σύγκρουση με τους ντόπιους κατοίκους αποτελεί το κεντρικό θέμα της ταινίας. Η κακή φήμη της δυτικής πλευράς διατηρήθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα. Ωστόσο, κατά τις τελευταίες δεκαετίες η περιοχή ακολουθεί μια σταδιακή πορεία αναβάθμισης, καθώς, λόγω εγγύτητας με το κέντρο της πόλης και τα θέατρα του Broadway αποτελεί πλέον έναν αρκετά δημοφιλή τόπο διαβίωσης.[22]

 

West Side Story – Hell’s Kitchen (1961)    

Η αμερικανική επικυριαρχία επί του Πουέρτο Ρίκο και η μετανάστευση στη Νέα Υόρκη

Κεντρικό διακύβευμα του έργου είναι το θέμα της μετανάστευσης των Πορτορικανών προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και συγκεκριμένα, προς την πόλη της Νέας Υόρκης. Μετά το τέλος του ισπανο-αμερικανικού πολέμου (1898) έως και σήμερα, το Πουέρτο Ρίκο βρίσκεται υπό το καθεστώς αμερικανικής επικυριαρχίας.[23] Σύντομα συγκροτήθηκε ο αποικιοκρατικός λόγος, σύμφωνα με τον οποίο ο Πορτορικανικός λαός, στερούνταν ικανοτήτων αυτοδιαχείρισης και αυτοκυβέρνησης. Στο αμερικανικό φαντασιακό, οι Πορτορικανοί αντιμετωπίζονταν ως οι πολιτισμικά κατώτεροι “άλλοι”. Κατά συνέπεια, από πολύ νωρίς διαμορφώθηκε ένα δόγμα εξαμερικανισμού του Πουέρτο Ρίκο, σύμφωνα με το οποίο, μέσω του νέου αποικιακού καθεστώτος, θα επιτυγχάνονταν οικονομική ευμάρεια και “ανοδική” πολιτισμική πορεία.[24]

Το 1917 οι κάτοικοι του νησιού έλαβαν την αμερικανική υπηκοότητα και κατ’ επέκταση, τη δυνατότητα ελεύθερης μετεγκατάστασης στις Η.Π.Α..[25] Στη δεκαετία του 1920, ένας μικρός, σχετικά, αριθμός έκανε χρήση του παραπάνω δικαιώματος. Το μεγάλο μεταναστευτικό κύμα μετακινήθηκε προς την ενδοχώρα έπειτα από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η κορύφωση του φαινομένου σημειώθηκε μέσα στη δεκαετία του 1950.[26] Οι μετανάστες εγκαταστάθηκαν στα μεγάλα αστικά κέντρα  προσβλέποντας σε καλύτερες συνθήκες διαβίωσης.[27] Η πρακτική της μετανάστευσης αντιμετωπίζονταν ως μέσο επίλυσης των σοβαρών προβλημάτων, τα οποία μάστιζαν το νησί του Πουέρτο Ρίκο. Τα σημαντικότερα από αυτά ήταν ο υπερπληθυσμός, η περιορισμένη αγορά εργασίας, οι ανεπαρκείς επαγγελματικές ευκαιρίες και οι μεγάλες ανισότητες ως προς την διανομή του πλούτου.[28]

Η φορά του μεταναστευτικού ρεύματος.

 

Ομάδα Πορτορικανών μεταναστών αποβιβάζεται το 1947 στο αεροδρόμιο Newark της Νέας Υόρκης.

Οι Πορτορικανοί ευελπιστούσαν στην είσοδό τους στην αγορά εργασίας ως ανειδίκευτοι ή ημι-ειδικευμένοι εργάτες, καθώς οι περισσότεροι προέρχονταν από χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Η πλειοψηφία των μεταναστών κατά την πενταετία 1955-1960 εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη. Η ιδιαίτερη προτίμηση των Πορτορικανών προς τη συγκεκριμένη πόλη σχετίζεται με το γεγονός ότι υπήρχε  μεγάλη προσφορά τέτοιου είδους θέσεων εργασίας.

Επιπλέον, τα φτηνά αεροπορικά εισιτήρια με προορισμό τη Νέα Υόρκη, διευκόλυναν ιδιαίτερα την εκροή προς τη μεγαλούπολη.[29] Χαρακτηριστικά, το 1953, μέσα σε ένα μόνο έτος, προσήλθαν 75.000  μετανάστες, ενώ το 1964 η πορτορικανική κοινότητα της μητρόπολης ισοδυναμούσε με το 9,3% του συνολικού πληθυσμού της.[30] Οι μετανάστες εγκαταστάθηκαν στα ήδη διαμορφωμένα γκέτο των έγχρωμων της πόλης (Χάρλεμ, Μπρονξ, Μπρούκλιν, ανατολική πλευρά του Μανχάταν).[31] Ο μεγαλύτερος αριθμός εγκαταστάθηκε στο Ανατολικό Χάρλεμ, διαφορετικά γνωστό και ως “Ισπανικό Χάρλεμ” εξ αιτίας της εισροής αυτής. Στο πλαίσιο της προσπάθειας να εδραιώσουν και να αναπτύξουν τις νεοσύστατες κοινότητες, οι Πορτορικανοί άνοιξαν μικρές επιχειρήσεις. Επιπλέον,  ιδιαίτερη άνθιση γνώρισε η μουσική του Πουέρτο Ρίκο από καλλιτέχνες όπως οι Rafael Hernandez και Pedro Flore, οι οποίοι διαμόρφωσαν το δημοφιλές Trio boricano. Ωστόσο, υπήρχαν και περιπτώσεις παραβατικών συμπεριφορών.[32] Ενδεικτική είναι η περίπτωση του δεκαεξάχρονου συμμορίτη Salvador Argon, ο οποίος διέπραξε διπλή δολοφονία στο πλαίσιο ενός καβγά μεταξύ συμμοριών στην περιοχή του Δυτικού Μανχάταν το 1959. Στα αμερικανικά δικαστικά χρονικά, έχει καταχωριστεί ως το νεότερο σε ηλικία άτομο, στο οποίο επιβλήθηκε θανατική καταδίκη.[33] Η ποινή μετατράπηκε αργότερα σε ισόβια κάθειρξη. Το 1998 ανέβηκε στο Broadway ένα μιούζικαλ των Paul Simon και Derek Walcott με τίτλο The Capeman, εμπνευσμένο από τη ζωή και την παραβατική δραστηριότητα του Salvador Argon.

O ρατσισμός σε βάρος των Πορτορικανών μεταναστών ήταν έντονος και η απαγόρευση εισόδου σε δημόσιους χώρους συχνή. Χαρακτηριστική είναι η σχετική επιγραφή στις εισόδους ορισμένων χώρων εστίασης όπου αναγραφόταν ότι “Δεν επιτρέπονται σκύλοι και Πορτορικανοί”. Στη δεκαετία του 1950, με την ίδρυση του Εθνικού Κόμματος του Πουέρτο Ρίκο και την απόπειρα δολοφονίας του προέδρου των Η.Π.Α. Harry Truman από Πορτορικανούς εθνικιστές (Νοέμβριος 1950), οξύνθηκαν ακόμη περισσότερο ο ρατσισμός και οι διακρίσεις.[34]

Anthony Krzesinski, ένα από τα θύματα του διπλού φονικού του 1959, με δράστη τον Salvador Argon. Ο παραλληλισμός  με το West Side Story (η πορτορικανική καταγωγή του θύτη, η αντίστοιχη πολωνική και το όνομα του θύματος) είναι αναπόφευκτος.

Πορτορικανοί μετανάστες και εθνική ταυτότητα

Σύμφωνα με τον Duany, στις αρχές του 20ού αιώνα ξεκίνησε η συγκρότηση ενός έντονου εθνικιστικού λόγου με κυρίαρχα χαρακτηριστικά την ισπανοφιλία και την αναγωγή της πορτορικανικής κουλτούρας σε ισπανικές ρίζες, τον αντιαμερικανισμό, τον ανδροκεντρισμό και την πατριαρχία, την ξενοφοβία, την ομοφοβία και τον ρατσισμό απέναντι στους έγχρωμους. Ως εκ τούτου, οι εθνικιστές εξήραν κομβικές πτυχές της ισπανικής κληρονομιάς, όπως η ισπανική γλώσσα και ο καθολικισμός. Τα χαρακτηριστικά αυτά θεωρούνται καθοριστικά για την διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας των Πορτορικανών.[35]

Ωστόσο, φαίνεται πως οι μετανάστες ή αλλιώς “Νεο-ρικανοί” έχουν διαμορφώσει μια υβριδική ταυτότητα, καθώς στην πλειοψηφία τους υιοθετούν διπλή γλώσσα και κουλτούρα. Οι μετανάστες, ιδιαίτερα από την δεύτερη γενιά κι έπειτα, μιλούν τόσο την αγγλική, όσο και την ισπανική γλώσσα, έχοντας δημιουργήσει ένα ιδιαίτερο γλωσσικό ιδίωμα, τα ισπανο-αγγλικά (spanglish). Επιπλέον,  από νωρίς συνδύαζαν τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της κουλτούρας τους με εκέινα της αμερικανικής. Η ιδιαιτερότητα της εθνικής ταυτότητας των Νεο-ρικανών φαίνεται πως προέκυψε εξαιτίας των συνεχών μετακινήσεων προς τις Η.Π.Α. ήδη από την δεκαετία του 1960, αν όχι και νωρίτερα. Οι μετακινήσεις αυτές πραγματοποιούνταν με αρκετή ευκολία λόγω της έλλειψης γραφειοκρατικών διαδικασιών. Οι Πορτορικανοί διέθεταν αμερικανική υπηκοότητα και επομένως η έκδοση βίζας ή ανάλογων εγγράφων δεν ήταν απαραίτητη. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι οι Πορτορικανοί περιγράφονται ως ένα “έθνος υπό κίνηση”. Έτσι, τα όρια της εθνικής και πολιτισμικής ταυτότητας των Νέο-ρικανών είναι δυσδιάκριτα, καθώς συγκροτούνται με βάση ένα συνονθύλευμα επιρροών από δύο διαφορετικές κουλτούρες.[36]

Ρατσισμός, Επιμειξία, Ενδογαμία

Οι έννοιες του ρατσισμού, της επιμειξίας και της ενδογαμίας αποτελούν θεμελιώδη διακυβεύματα, τα οποία τίθενται υπό πραγμάτευση στο West Side Story. Πέραν του ρατσισμού, τον οποίο υφίσταντο οι Νεο-ρικανοί από τους γηγενείς Αμερικανούς, υπήρχε ιδιαίτερα έντονος ρατσισμός μεταξύ των ίδιων των Πορτορικανών ανάμεσα σε λευκούς και εγχρώμους. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στο νησί του Πουέρτο Ρίκο υφίσταντο ταξινομήσεις με γνώμονα τις διάφορες διαβαθμίσεις των χρωμάτων της επιδερμίδας.[37]

Σε ό,τι αφορά την ενδογαμία, φαίνεται πως δεν αποτελεί ιδιαίτερα διαδεδομένη πρακτική ανάμεσα στους Πορτορικανούς. Αντιθέτως, οι διαφυλετικοί γάμοι είναι αρκετά διαδεδομένοι, κυρίως ανάμεσα σε ανθρώπους, οι οποίοι προέρχονται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Σύμφωνα με την Gordon, η πρακτική της επιμειξίας αποτελεί ένα είδος παράδοσης, αφού πάνω από το 85% του πληθυσμού του Πουέρτο Ρίκο είναι, στην ουσία, ένα “μείγμα” φυλών.[38] Επιπλέον, ο διαφυλετικός γάμος εθεωρείτο ως μέσο για το προοδευτικό άνοιγμα του χρώματος του δέρματος λόγω του έντονου ρατσισμού έναντι των Πορτορικανών με σκουρόχρωμη επιδερμίδα. Η λευκή επιδερμίδα αποτελούσε ένα ιδανικό για τους κατοίκους του Πουέρτο Ρίκο, καθώς ταυτιζόταν με κοινωνική καταξίωση.[39]

Παραδοσιακή πορτορικανική μουσική και προσμίξεις

Η μουσική επένδυση του έργου από τον Leonard Bernstein διακρίνεται από έναν συνδυασμό λατινοαμερικανικών ρυθμών και στοιχείων εμπνευσμένων από την jazz. Το είδος latin-jazz διαμορφώθηκε κατά τις δεκαετίες 1930-1950 στην Νέα Υόρκη. Την εποχή εκείνη η jazz αποτελούσε μια ιδιαίτερα δημοφιλή μουσική μορφή στις Η.Π.Α. καθώς η παρουσία Κουβανών και Πορτορικανών μουσικών στην μητρόπολη ευνοούσε τέτοιου είδους πειραματισμούς.[40] Οι δύο βασικές μουσικές φόρμες, που αναδεικνύονται ανάγλυφα στην μουσική επένδυση της ταινίας, είναι το mambo και το chacha. Οι φόρμες αυτές, θεωρούνται ως μετεξέλιξη των παραδοσιακών κουβανέζικων και πορτορικανικών son και danzon.[41] Τα mambo και chacha αποτελούν μουσικές φόρμες, οι οποίες αναπτύχθηκαν μέσω προσμίξεων στη Νέα Υόρκη κυρίως από Λατινοαμερικανούς μουσικούς (Waxer, 1994). Παρά το γεγονός ότι η αυθεντικότητα του “λατινοαμερικανικού ήχου” συχνά τέθηκε υπό αμφισβήτηση, σταδιακά οι φόρμες αυτές έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλείς και ανάμεσα στους Λατινοαμερικανούς.[42]

 

West Side Story – At the Gym (1961)

Πολωνοί μετανάστες στις Η.Π.Α.

Οι πρώτοι Πολωνοί μετανάστες κατέφθασαν στις Η.Π.Α. το 1608. Σε γενικές γραμμές, δεν αντιμετώπιζαν τη χώρα ως  τόπο μόνιμης διαμονής. Αντιθέτως, στην πλειοψηφία τους επιθυμούσαν να αποκτήσουν μια πιο εύρωστη οικονομική κατάσταση με απώτερο σκοπό να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και να κατακτήσουν μια υψηλότερη κοινωνική θέση. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αρκετοί Πολωνοί επέλεξαν το δρόμο της επιστροφής, ενώ ένας μεγάλος αριθμός αποφάσισε να παραμείνει μόνιμα στις Η.Π.Α..[43]

Όπως οι περισσότεροι μετανάστες, οι Πολωνοί στράφηκαν προς τα μεγάλα αστικά κέντρα. Οι κυριότερες πόλεις, στις οποίες αναπτύχθηκαν πολωνικές κοινότητες, είναι το Σικάγο, η Νέα Υόρκη, η Βοστώνη, το Σαν Φρανσίσκο κ.α.. Στην πόλη της Νέας Υόρκης, η πολυπληθέστερη πολωνική κοινότητα διαμορφώθηκε στη συνοικία του Μπρούκλιν.[44]

Η εθνική ταυτότητα των Πολωνών μεταναστών συγκροτείται κυρίως βάσει της πίστης στην Ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Σύμφωνα με τον Green, οι Πολωνοί διαμόρφωσαν την εθνική τους ταυτότητα μέσω της θρησκευτικής τους προσαρμογής στη χώρα υποδοχής. Η Ρωμαιοκαθολική πίστη λειτούργησε ως ο κυριότερος πολιτισμικός δεσμός των μεταναστών με το παρελθόν.[45] Πέραν τούτου, μέχρι και σήμερα οι Πολωνοί διατηρούν την πολιτισμική τους ταυτότητα μέσω συστηματικών συνεστιάσεων με παραδοσιακή μουσική, φαγητό και χορούς.[46]

Εδώ πρέπει να σημειωθεί πως η καταγωγή ενός εκ των πρωταγωνιστών (Tony) είναι πολωνική και οι Sharks τον αποκαλούν Polack”. Ο όρος αυτός έχει ρατσιστικές συνδηλώσεις, καθώς χρησιμοποιείται με προσβλητική και υβριστική διάθεση έναντι ατόμων πολωνικής καταγωγής.[47]

 

Θεματικοί άξονες του έργου

Επιμειξία και ενδογαμία                                                                                           

Στο έργο τίθεται το ζήτημα της επιμειξίας μεταξύ Αμερικανών και Πορτορικανών, όπως επίσης και το θέμα της ενδογαμίας μέσα στους κύκλους των μεταναστών. Ο κεντρικός άξονας της πλοκής περιστρέφεται γύρω από την δυνατότητα σύζευξης των δύο κεντρικών χαρακτήρων, οι οποίοι είναι διαφορετικής φυλετικής προέλευσης. Ο Tony είναι Aμερικανός πολωνικής καταγωγής και η Maria είναι Πορτορικανή μετανάστρια πρώτης γενιάς, καθώς, όπως η ίδια αναφέρει, βρίσκεται μόλις ένα μήνα στις Η.Π.Α.

Κατά την διάρκεια της πλοκής εκφράζονται απόπειρες διαφυλετικής συμφιλίωσης. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή του γυμναστηρίου όπου ο εκφωνητής παροτρύνει, εις μάτην, τις δύο πλευρές να συμφιλιωθούν μέσω του χορού. Επίσης, ο χαρακτήρας του Doc επιχειρεί διαρκείς απόπειρες συμφιλίωσης μεταξύ των δύο ομάδων. Επιπλέον, στους στίχους του τραγουδιού A boy like that / I Have a love, στο οποίο έρχονται σε αντιπαράθεση η Maria και η Anita, διαφαίνεται η άποψη ότι ο έρωτας είναι σε θέση να υπερνικήσει τόσο ηθικούς, όσο και φυλετικούς φραγμούς.

Στο ίδιο τραγούδι γίνεται αντιληπτή η ενδογαμική διάθεση των Πορτορικανών, καθώς η Anita παρακινεί την Maria να “παραμείνει στο είδος της” (“Stick to your own kind”). Παρόμοια άποψη εκφράζει ο Bernardo στην σκηνή του χορού, όπου χωρίζει απότομα την Maria από τον Tony, φωνάζοντας ότι δεν είναι “δικός” τους. Τόσο ο χαρακτήρας του Bernardo όσο και εκείνος της Anita αναπαρίστανται ως προκατειλημμένοι έναντι των Αμερικανών. Συχνά εκφράζουν την άποψη πως οι τελευταίοι επιζητούν μονάχα τη σεξουαλική εκμετάλλευση ενός κοριτσιού πορτορικανικής καταγωγής.

Ανήλικη εγκληματικότητα

Το θέμα της ανήλικης παραβατικής συμπεριφοράς είναι υψίστης σημασίας στο West Side Story, καθώς οι Jets και Sharks αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα συγκρουσιακά προσανατολισμένων υποκουλτούρων.[48] Πρόκειται για ομάδες, οι οποίες είναι συνδεδεμένες με συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές δράσης και μέσω αυτών συγκροτούν την εδαφική τους ταυτότητα. Με τον όρο εδαφική ταυτότητα ή “αίσθηση εδαφικότητας”, εννοείται η εδαφική κατοχή, η άμυνα καθώς και η ιδεολογικοποίηση της περιοχής από τις υποκουλτούρες που κατοικούν εκεί. Η εδαφική ταυτότητα θεωρείται ως μια εκ των κυρίαρχων αιτιών της μη-κινητικότητας των ομάδων, καθώς συνήθως έχει ως αποτέλεσμα την γκετοποίησή τους και τη δημιουργία συνεκτικών ταυτοτήτων.[49]

Συμμορίες ανηλίκων στους δρόμους της Νέας Υόρκης το 1955.

Οι Jets και Sharks βρίσκονται σε διαρκή αντιπαράθεση για τη διεκδίκηση της δυτικής περιοχής, ενώ υπάρχουν και “ουδέτεροι” χώροι μέσα στην περιοχή αυτή, όπως το γυμναστήριο. Η συμμετοχή σε αυτές τις συμμορίες λειτουργεί καθοριστικά για την διαμόρφωση ταυτότητας, καθώς σφυρηλατούνται διαχρονικοί οικογενειακοί δεσμοί, όπως αναφέρεται στο τραγούδι των Jets (Jet Song). Επίσης, φαίνεται πως οι συμμορίες διεξάγουν τις συγκρούσεις τους σύμφωνα με προκαθορισμένους όρους, οι οποίοι προκύπτουν κατόπιν αμοιβαίας συμφωνίας μεταξύ των αντιμαχομένων πλευρών (Fair Fight).

Στο τραγούδι “Gee, Officer Krupkeγίνεται λόγος σχετικά με τα αίτια της ανήλικης παραβατικής συμπεριφοράς. Επρόκειτο για ένα κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο βρισκόταν σε έξαρση γενικότερα, αλλά και ειδικότερα στην περιοχή του Δυτικού Μανχάταν. Μέσα από τους στίχους του τραγουδιού διαφαίνεται η άποψη ότι η εμφάνιση της ανήλικης εγκληματικότητας τροφοδοτείται από έναν συνδυασμό παραγόντων. Πρόκειται για ένα φαινόμενο, το οποίο ανάγεται σε προβληματικά οικογενειακά περιβάλλοντα, όπως επίσης και στην αναποτελεσματικότητα των κοινωνικών φορέων και των μέσων καταστολής. Δεν είναι τυχαίο ότι η αναπαράσταση της αστυνομίας στην ταινία γίνεται με πολύ αρνητικούς όρους. Εν κατακλείδι, η ανήλικη εγκληματικότητα εξισώνεται με κοινωνική αρρώστια (“Είμαστε κοινωνικά ασθενείς”).                                 

West Side Story – Gee Officer Krupke! (1961)


.

Μετανάστευση και αμερικανικό όνειρο                       

Το τραγούδι America πραγματεύεται τα ζητήματα της μετανάστευσης και του αμερικανικού ονείρου. Στο εν λόγω τραγούδι, οι Πορτορικανοί λογομαχούν μεταξύ τους σχετικά με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της μετανάστευσης προς τις Η.Π.Α.. Το συγκεκριμένο τραγούδι υπήρξε αντικείμενο αρνητικών σχολίων ως προς το ιδεολογικό του υπόβαθρο, καθώς θεωρήθηκε ότι διακρίνει τους Πορτορικανούς ανάμεσα σε εθνικιστές και αφομοιωμένους από την αμερικανική κουλτούρα.

Κατά την διάρκεια του τραγουδιού, οι γυναικείοι χαρακτήρες με επικεφαλής την Anita φαίνεται να εξαίρουν τα υλικά πλεονεκτήματα του αμερικανικού ονείρου (ακριβά αυτοκίνητα, τηλεόραση, τηλέφωνο, air conditioning κλπ.). Αντίθετα, οι άντρες καταφέρονται ενάντια στην ψευδαίσθηση του αμερικανικού ονείρου και αναδεικνύουν τις πραγματικές συνθήκες, μέσα στις οποίες αγωνίζονται να επιβιώσουν. Συγκεκριμένα, αναφέρονται στον ρατσισμό, στην φτώχεια, στο οργανωμένο έγκλημα και στην επίφαση ελευθερίας και ισότητας.

Ο χαρακτήρας της Anita συγκροτείται μέσα από πολλαπλές αντιθέσεις. Αφενός φαίνεται να εκφράζει ορισμένα χαρακτηριστικά του εθνικιστικού λόγου των Πορτορικανών, αφετέρου, εξαίρει την χειραφέτηση του γυναικείου φύλου στη νέα χώρα, ενώ φαίνεται να χλευάζει την μετανάστευση ως νοοτροπία. Χαρακτηριστική είναι η φράση, την οποία απευθύνει υποτιμητικά στον Bernardo :“Once an immigrant, always an immigrant. Επιπλέον, σε μεταγενέστερο σημείο της ταινίας, τον αποκαλεί, εκ νέου με υποτιμητική διάθεση, immigrantκαι τον επικρίνει για την άρνησή του να ενσωματωθεί στην καινούργια κουλτούρα. Με ανάλογη διάθεση, τού απευθύνει σε προγενέστερο σημείο της ταινίας τον λόγο λέγοντας “Δεν ξέρω τι είναι χειρότερο, το μυαλό σου ή η προφορά σου”. Σε γενικές γραμμές, φαίνεται να επικροτεί τη δυναμική του αμερικανικού ονείρου.

Μέσω του χαρακτήρα της Anita διαφαίνεται μια υποτιμητική στάση απέναντι στην παραδοσιακή κουλτούρα και την εθνική ταυτότητα των Πορτορικανών. Ταυτόχρονα, υιοθετείται μια εξιδανικευμένη εικόνα του αμερικανικού ονείρου. Ως εκ τούτου, μπορεί να θεωρηθεί πως μέσω του χαρακτήρα αυτού συγκροτείται το παρακάτω εννοιολογικό δίπολο:

μετανάστευση-αφομοίωση από την κυρίαρχη κουλτούρα-ευημερία

/

μετανάστευση-διατήρηση της εθνικής ταυτότητας-δυσπραγία

                                                     

West Side Story America (1961)

       

 

West Side Story – America  (2021)

Ρατσισμός

Στην ταινία γίνεται λόγος για τον ρατσισμό έναντι των μεταναστών, όπως επίσης και για τον ρατσισμό έναντι των παραβατικών ανηλίκων. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η προκατάληψη των μέσων καταστολής, έτσι όπως αποδίδεται, φαίνεται πως διαδραματίζει κομβικό ρόλο για την κλιμάκωση του φαινομένου.

Καθαρές αναφορές πάνω στο θέμα αυτό γίνονται στα τραγούδια Gee, Officer Krupke και America. Το ίδιο ισχύει στην σκηνή, όπου η Anita προσφεύγει στους Jets για βοήθεια. Όταν εισέρχεται στο καφενείο, αντιμετωπίζει συμπεριφορές εξευτελισμού και  ρήσεις του τύπου: “She is too dark to pass”. Στο σημείο αυτό μπορεί να γίνει άμεση σύνδεση με την απαγόρευση εισόδου, την οποία αντιμετώπιζαν οι Πορτορικανοί σε ορισμένους δημόσιους χώρους.  Ανάλογους συνειρμούς προκαλεί η σκηνή, στην οποία ο αστυφύλακας διώχνει τους Sharks από το καφενείο.

Νεαροί μετανάστες στους δρόμους του Δυτικού Μανχάταν στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960.

Ωστόσο, ο ρατσισμός απέναντι στους μετανάστες δεν αναπαρίσταται μονόπλευρα. Οι Πορτορικανοί  υιοθετούν, από τη δική τους πλευρά, αντιαμερικανικές αντιλήψεις και συμπεριφορές. Ενδεικτικός είναι  ο, καθ’ όλα υποτιμητικός, χαρακτηρισμός του Tony από τους Sharks ως “Polack. Αυτές ακριβώς οι αντιαμερικανικές διαθέσεις παραπέμπουν ευθέως στον εθνικιστικό λόγο των Πορτορικανών.

Πατριαρχία

Η έννοια της πατριαρχίας συνδέεται κυρίως με την σκιαγράφηση των Πορτορικανών. Μέσω της σύνδεσης αυτής, για μια ακόμη φορά γίνεται παραπομπή στον εθνικιστικό  λόγο, όπως στην περίπτωση των εννοιών της ενδογαμίας και του ρατσισμού. Παρά το γεγονός ότι δεν γίνεται αναπαράσταση της οικογένειας, η έννοια της πατριαρχίας υποβόσκει στις σχέσεις μεταξύ αδελφών αντιθέτου φύλου, καθώς επίσης και  στις ετεροφυλοφιλικές σχέσεις.

Σε ό,τι αφορά  την πρώτη περίπτωση, χαρακτηριστική είναι η υπερπροστατευτικότητα του μεγάλου αδελφού Bernardo απέναντι στην Maria, καθώς δεν της επιτρέπει να ντύνεται προκλητικά, ενώ διεκδικεί λόγο σε ο,τιδήποτε σχετίζεται με τη συναισθηματική ζωή της αδελφής του. Ο Bernardo  εκφέρει την άποψη πως οι γυναίκες αποκτούν ουσιαστικό λόγο μετά την ένταξή τους σε κατάσταση γάμου και οικογένειας. Την θέση αυτή ενισχύει η τοποθέτηση των γυναικείων χαρακτήρων σε σχετικό χώρο εργασίας, δηλαδή, σε μαγαζί νυφικών.

Ο υποδεέστερος ρόλος του γυναικείου φύλου διαφαίνεται και στην πρόσληψη της ερωτικής σχέσης εκ μέρους της Maria, καθώς στο τραγούδι A boy like that / I Have a love φαίνεται να θεωρεί τον εαυτό της ως κτήμα του άντρα, με τον οποίο προτίθεται να συνάψει σχέση (“Τον αγαπάω, είμαι δική του.”). Επιπλέον, σύμφωνα με την Negron-Muntaner, στο τραγούδι I Feel Pretty  η Maria  φαίνεται να αποκτά συνείδηση του εαυτού της ως υποκειμένου μέσα από την προσοχή ενός λευκού, Αμερικανού άντρα (“Αισθάνομαι όμορφη, χαρούμενη, έξυπνη(….) γιατί με αγαπάει ένα υπέροχο αγόρι”).[50]

 

Ακολουθίες και ανακολουθίες

Θεμελιώδης, στο σημείο αυτό, είναι η έννοια της ιδεολογίας, όπως αναδεικνύεται μέσα από την διερεύνηση θεματικών που αποτελούν εξουσιαστικά διακυβεύματα. Το ενδιαφέρον εδώ στρέφεται προς την αναζήτηση θεματικών, γύρω από τις οποίες “παίζεται κάποιο παιχνίδι ανταγωνισμού με στόχο την άσκηση εξουσίας (προς πάσα κατεύθυνση) ή την αντίσταση σε αυτήν”.[51]

Η αναπαράσταση των Πορτορικανών συγκροτεί ορισμένα χαρακτηριστικά του εθνικιστικού λόγου, καθώς αποδίδονται ως ενδογαμικοί και φοβούμενοι τις διαφυλετικές προσμίξεις. Στο σημείο αυτό παρατηρείται μια ασυνέχεια σε σχέση με την ισχύουσα πραγματικότητα, καθώς όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι διαφυλετικοί γάμοι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της πορτορικανικής κουλτούρας. Επιπλέον, η διαφυλετική ένωση ήταν ιδιαίτερα επιθυμητή  στους κύκλους των Πορτορικανών, ιδίως όταν επρόκειτο να αποδώσει απόγονους με λευκότερη επιδερμίδα.

Ο μύθος του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας μεταφερμένος στις φτωχογειτονιές της Νέας Υόρκης. Η σκηνή του μπαλκονιού με τους Richard Beymer (Tony) και Natalie Wood (Maria) στην κινηματογραφική εκδοχή του 1961.

Όπως σημειώνει η Negron-Muntaner, παρά το γεγονός ότι η Maria και ο Tony είναι πρόθυμοι να παντρευτούν, ο θάνατος του τελευταίου εμποδίζει τη σύζευξη από το να γίνει πραγματικότητα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δίνεται στο κοινό η ευκαιρία να “απολαύσει” το διαφυλετικό ειδύλλιο, χωρίς το τελευταίο να έχει επίφοβη κατάληξη, δηλαδή, γάμο και τη συνακόλουθη δημιουργία απογόνων. Γύρω από την ίδια λογική κινείται η μη επιλογή Πορτορικανών ηθοποιών, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τις παρεμβάσεις του μακιγιάζ σε ό,τι αφορά το χρώμα της επιδερμίδας και των μαλλιών.[52] Επομένως,  το έργο συμμορφώνεται με τις οδηγίες του κώδικα λογοκρισίας, σύμφωνα με τις οποίες απαγορεύονταν αναπαραστάσεις διαφυλετικών γάμων.

«Tonight (Balcony Scene)» – West Side Story 1961/2021

Με την πλασματική εναπόθεση διαφυλετικών ανησυχιών στους Πορτορικανούς χαρακτήρες, δημιουργείται μια ιδεολογική συνέχεια, σύμφωνα με την οποία οι Aμερικανοί, ως λαός, είναι δεκτικοί απέναντι σε τέτοιου είδους πρακτικές. Η παραπάνω θέση προκύπτει από την στάση του Tony, αλλά και των περισσοτέρων Αμερικανών, οι οποίοι δεν δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στην εθνικότητα της Maria. Επομένως, συγκροτείται ιδεολογικά η θέση ότι η πρακτική του διαφυλετικού γάμου αποτελεί προκατάληψη των Πορτορικανών ενώ, αντίθετα, οι Αμερικανοί δείχνουν κατανόηση έναντι του συγκεκριμένου, αυτού, ζητήματος. Στην πραγματικότητα, ισχύει το ακριβώς αντίθετο.

Σχετικά με την αναπαράσταση της εθνικής ταυτότητας των Πορτορικανών, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, παρατηρούνται συνέχειες σε ό,τι αφορά ορισμένα χαρακτηριστικά του εθνικιστικού λόγου. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται μια επιπλέον συνέχεια, η οποία σχετίζεται με την πίστη στην καθολική εκκλησία. Πέραν τούτων, παρατηρούνται ασυνέχειες σε ό,τι αφορά τα χαρακτηριστικά της ισπανικής γλώσσας και της γενικότερης πολιτισμικής ταυτότητας των Νεο-ρικανών.

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι δεν ακούγονται ισπανικά πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Άπαντες χειρίζονται με χαρακτηριστική ευχέρεια και άνεση την αμερικανική γλώσσα, παρά το γεγονός ότι ορισμένοι, όπως η Maria, βρίσκονται μόλις ένα μήνα στις Η.Π.Α.. Η ισπανική προφορά των Bernardo και Maria είναι ανεπαίσθητη, ενώ έχει επικριθεί ως τεχνητή. Επιπλέον, είναι ουσιώδης η παρατήρηση που έγινε σχετικά με την σύσταση του βασικού εννοιολογικού δίπολου μέσα από την προσωπικότητα της Anita (μετανάστευση-αφομοίωση από την κυρίαρχη κουλτούρα-ευημερία / μετανάστευση-διατήρηση της εθνικής ταυτότητας-δυσπραγία). Η εναπόθεση της εξιδανικευμένης πρόσληψης της αμερικανικής κουλτούρας και του αμερικανικού ονείρου στον μοναδικό χαρακτήρα που ενσαρκώνεται από ηθοποιό πορτορικανικής καταγωγής, λειτουργεί ως μοχλός για την ισχυροποίηση της ιδεολογικής συνέχειας, η οποία σφυρηλατείται στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η συγκρότηση της εθνικής και πολιτισμικής ταυτότητας των Νεο-ρικανών χαρακτηρίζεται από μια συνθετότητα, καθώς διαμορφώθηκε μέσα από ένα συνονθύλευμα επιρροών, προερχομένων τόσο από την πορτορικανική, όσο και από την αμερικανική κουλτούρα. Αντίθετα, μέσα από τον μοναδικό “αυθεντικό” πορτορικανό χαρακτήρα της Αnita, συγκροτείται μια διάθεση αποκήρυξης κάθε ίχνους της πορτορικανικής κουλτούρας και συγχρόνως, εξιδανίκευσης του αμερικανικού ονείρου.

Μια ουσιώδης ανακολουθία μπορεί επίσης να παρατηρηθεί στην σκηνή όπου η Anita αναζητά τον Tony στο καφενείο του Doc. Με την είσοδό της στο καφενείο έρχεται αντιμέτωπη με την ρατσιστική συμπεριφορά των Jets. Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μια βίαιη σκηνή, η μουσική υπόκρουση χρησιμοποιεί θέματα από τα δύο πιο χαρούμενα και χορευτικά κομμάτια του έργου (Mambo, America).

 

West Side Story – Αnita Taunting Scene (1961)

Σε ό,τι αφορά τον τρόπο απόδοσης των Πολωνών μεταναστών, επίσης παρατηρούνται ανακολουθίες σε σχέση με την ιστορική πραγματικότητα. Η εθνική και πολιτισμική ταυτότητα των Πολωνών μεταναστών διατηρείται μέχρι σήμερα με κυρίαρχο χαρακτηριστικό συγκρότησης την ισχυρή θρησκευτική ταυτότητα.

Η αναπαράσταση του Tony δεν συνάδει με κανένα από τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Σε ολόκληρο το έργο γίνεται μια μόνο αναφορά στην σχέση του με την θρησκεία, μέσα από την οποία πληροφορούμαστε πως εκκλησιάζεται. Ωστόσο, δεν τον βλέπουμε ποτέ σε κατάσταση προσευχής, όπως βλέπουμε π.χ. την Maria. Σε γενικές γραμμές, πρόκειται για ένα αγόρι, το οποίο, παρά την κεντροευρωπαϊκή καταγωγή του, φαίνεται να έχει ενσωματωθεί στην αμερικανική κουλτούρα. Χαρακτηριστική, άλλωστε, είναι η ευρεία κατανάλωση coca-cola από τον ίδιο, καθώς το συγκεκριμένο, αυτό, προϊόν συνδέεται σε συμβολικό επίπεδο με την κουλτούρα των Η.Π.Α.. Σε ανάλογη φιλοσοφία κινείται η αλλαγή του ονόματός από το σλαβικό Anton στο εξαμερικαρισμένο Tony. Επιπλέον, η αρχική απόπειρα της ανάληψης του ρόλου από τον Elvis Presley, αποκαλύπτει την διάθεση των δημιουργών να υπάρχει μια σύνδεση και μια συνέχεια μεταξύ του χαρακτήρα του Tony και της αμερικανικής κουλτούρας, καθώς ο Presley αποτελούσε και εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα πλέον εμβληματικά σύμβολα.

Επομένως, με την μη αναπαράσταση των βασικών χαρακτηριστικών της ταυτότητας των Πολωνών μεταναστών, σφυρηλατείται η ιδεολογική συνέχεια μιας Αμερικής ως ομοιογενούς έθνους πριν από την έλευση των Πορτορικανών μεταναστών. Παρά το γεγονός ότι γίνονται αναφορές σχετικά με την πραγματική ανομοιογένεια του έθνους, η συγκρότηση των Αμερικανών χαρακτήρων και ιδιαίτερα του Tony, δομεί έναν διαφορετικό λόγο. Επιπλέον, η συστηματική σύνδεση του προϊόντος της coca-cola με την συμμορία των Jets λειτουργεί σε συμβολικό επίπεδο ως αναφορά σε μια ενιαία, ισχυρή εθνική κουλτούρα.

Με μια ενδεικτική συχνότητα κατά την διάρκεια της ταινίας, το προϊόν της coca-cola εμφανίζεται κατ’ εξακολούθηση αποκλειστικά σε σκηνές των Jets και του Tony. Το προϊόν αυτό επενδύεται με ιδιαίτερες συμβολικές και πολιτικές διαστάσεις καθώς αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση καταναλωτικού προϊόντος ταυτισμένου με την αμερικάνικη κουλτούρα. Από τις αρχές του 20ου αιώνα, το προϊόν άρχισε να επεκτείνεται στις αγορές της Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής, ενώ από την δεκαετία του 1940 κι’ έπειτα, αποτελεί ένα αμερικάνικο προϊόν με παγκόσμια εμβέλεια.[53]  Ωστόσο, η μεταπολεμική Ευρώπη αντιμετώπισε με ιδιαίτερη επιφυλακτικότητα την είσοδο της coca-cola στις εγχώριες αγορές καθώς εγείρονταν ανησυχίες σχετικά με μια επικείμενη “αμερικανοποίηση” της ηπείρου. Η ιδιαιτερότητα του προϊόντος και η ισχυρή αντίσταση, την οποία συνάντησε, έγκειτο στο γεγονός ότι περιέκλειε πολλαπλά πολιτισμικά, συμβολικά και πολιτικά νοήματα. Η coca-cola συνδέθηκε επιπλέον με τις αποικιοκρατικές πρακτικές των Η.Π.Α.. Χαρακτηριστικός είναι ο όροςcoca-colonizationως λογοπαίγνιο μεταξύ των λέξεων coca-cola και colonization (αποικιοκρατία). Ο Kuisel αναφέρει το παράδειγμα της μεταπολεμικής Γαλλίας, όπου το προϊόν αντιμετωπίζονταν ως συνώνυμο μιας  επικείμενης αποικιοκρατίας της Γαλλίας από την Αμερική. Η είσοδός του προϊόντος στην εγχώρια αγορά συνάντησε μεγάλη αντίσταση, ιδιαίτερα από το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα.[54]

Σχετικά με τις σχέσεις εξουσίας και τους ρόλους μεταξύ των δύο φύλων, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, παρατηρείται συνέχεια ανάμεσα στην πατριαρχική αναπαράσταση των Πορτορικανών και τον εθνικιστικό λόγο. Σχετικά με την αναπαράσταση των Αμερικανών, παρουσιάζει ενδιαφέρον η περίπτωση των χαρακτήρων Anybodys και Baby John. Όπως αναφέρθηκε ήδη, οι ονομασίες των δύο χαρακτήρων είναι δηλωτικές της παρέκκλισης από τους συμβατικούς ρόλους που εναποτίθενται στα δύο φύλα στο πλαίσιο του πατριαρχικού λόγου. Αμφότεροι αποτελούν αντικείμενο χλευασμού από τους Jets. H Anybodys επιχειρεί να αποτινάξει κάθε χαρακτηριστικό του φύλου της, με στόχο να συμπεριληφθεί στην ανδροκρατούμενη συμμορία, ενώ ο Baby John προσπαθεί να αποκρύψει κάθε εκδήλωση συναισθημάτων. Όπως δηλώνουν οι Jets στο τραγούδι Cool, η ιδιότητα της ψυχραιμίας και της απόκρυψης των πραγματικών συναισθημάτων αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβίωση ενός άντρα.

 

West Side Story – Cool (1961)

Επομένως, και στην αναπαράσταση των Αμερικανών, το αντρικό φύλο συνδέεται με στερεοτυπικά πατριαρχικά χαρακτηριστικά. Ωστόσο, μέσω των δύο παρεκκλινόντων χαρακτήρων, συγκροτείται με έμμεσο τρόπο μια κριτική προς την πατριαρχική δομή της κοινωνίας. Και οι δύο, σε γενικές γραμμές, εμπνέουν συμπάθεια στον θεατή. Επομένως, μπορεί να υποστηριχτεί πως διαφαίνεται μια έμμεση κριτική προς τους δεδομένους ρόλους των δύο φύλων Η μη άμεση φύση των σχετικών αναφορών, προφανώς αποτελεί απόρροια των απαγορεύσεων του κώδικα λογοκρισίας.

Σχετικά με την έννοια της ανήλικης εγκληματικότητας, εκφράζεται ξεκάθαρα η άποψη πως το φαινόμενο αυτό συνιστά ένα είδος κοινωνικής ασθένειας. Επιπλέον, μέσα από την τακτική της ονοματοδότησης, η ονομασία του Doc λειτουργεί συμπληρωματικά στην όλη πρόσληψη της ανήλικης παραβατικότητας ως φαινομένου, το οποίο χρήζει ίασης. Ασκείται άμεση κριτική προς μια κατάσταση,   ευρισκόμενη σε έξαρση την εποχή δημιουργίας του έργου. Η εγκληματικότητα, γενικότερα, αποτελούσε ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της περιοχής του Δυτικού Μανχάταν. Ωστόσο, δεν φαίνεται να δαιμονοποιούνται τα παραβατικά υποκείμενα. Αντιθέτως, ασκείται κριτική προς τις κοινωνικές δομές, οι οποίες φέρουν ευθύνες για την διαμόρφωση και για την εξέλιξή τους. Στοχοποιούνται τα προβληματικά οικογενειακά περιβάλλοντα, η αναποτελεσματική δράση των κοινωνικών φορέων, και τέλος, η βιαιότητα και η προκατάληψη των μέσων καταστολής.

West Side StoryThe fight (1961)  

 

Επίλογος

To West Side Story είναι δομημένο πάνω σε πολλαπλές αντιθέσεις.  Σε μια πρώτη ανάγνωση, δίνεται η εντύπωση ότι η ταινία υπεραμύνεται της διαφυλετικής ισότητας και της άρσης των ρατσιστικών διακρίσεων, καθώς οικοδομείται ένας κεντρικός άξονας γύρω από την υπεράσπιση του διαφυλετικού έρωτα μεταξύ του Tony και της Maria. Συγχρόνως, τίθενται από την πλευρά των μεταναστών τα κεντρικά προβλήματα, τα οποία αντιμετωπίζουν στη νέα χώρα. Ωστόσο, εντοπίζονται θεμελιώδεις ανακολουθίες, οι οποίες παρεισφρέουν στον κεντρικό άξονα, με αποτέλεσμα να τον αποδυναμώνουν ιδεολογικά.

Οι χαρακτήρες της Anita και του Tony λειτουργούν ως μέσα ισχυροποίησης της αμερικανικής κουλτούρας και ομοιογένειας. Σε αυτό το πλαίσιο, οι διαφυλετικές ανησυχίες αναλογούν, κατά ανακριβή τρόπο, στους Πορτορικανούς. Επιπλέον, ο ίδιος ο τίτλος του έργου προϊδεάζει για μια θέαση της ιστορίας υπό αμερικανική οπτική (West Side – Δύση – Η.Π.Α.). Η αλλαγή τίτλου από East Side Story σε West Side Story συνηγορεί υπέρ της παραπάνω θέσης (βλ. παραπάνω). Προς ανάλογη κατεύθυνση λειτουργεί η επιλογή του Δυτικού Μανχάταν ως τόπου διεξαγωγής της πλοκής. Στο σημείο αυτό παρατηρείται μια ακόμη ανακολουθία, καθώς στην πραγματικότητα η πολυπληθέστερη κοινότητα Πορτορικανών ήταν εγκατεστημένη στο Ανατολικό Χάρλεμ και η αντίστοιχη των Πολωνών στη συνοικία του Μπρούκλιν.

Η γοητευτική, κατά γενική ομολογία, μουσική επένδυση από τον Leonard Bernstein, παραπέμπει σε μια εξαμερικανισμένη εκδοχή των Πορτορικανών. Oι λατινογενείς μουσικές φόρμες, οι οποίες χρησιμοποιούνται, προέκυψαν από προσμίξεις λατινοαμερικανικών και νεοϋρκέζικων επιδράσεων μέσα στη χοάνη της μεγαλούπολης.

Ως προς την έννοια του ρατσισμού, είναι ουσιώδης η ανακολουθία σχετικά με την “χαρούμενη” μουσική υπόκρουση πίσω από τις ρατσιστικές συμπεριφορές σε βάρος της Anita. Η παραπάνω ασυνέχεια είναι ενδεικτική για την ανάγνωση του έργου σε ένα δεύτερο επίπεδο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το γεγονός ότι η Rita Moreno υπήρξε η μοναδική ηθοποιός πορτορικανικής καταγωγής, στην οποία είχε ανατεθεί κεντρικός ρόλος (την ίδια χρονιά βραβεύτηκε με το Όσκαρ καλύτερου δεύτερου γυναικείου ρόλου).

Σε επίπεδο πλοκής οι δύο από τους τρεις θανάτους αποτελούν αμερικανική απώλεια. Ακόμη, στο ξεκαθάρισμα λογαριασμών γίνεται σαφές πως κάθε προσπάθεια κατευνασμού από μέρους του Tony δεν έχει κανένα αποτέλεσμα απέναντι στον Bernardo (Sharks), ο οποίος φαίνεται αποφασισμένος να εξωθήσει την κατάσταση στα όρια. Ουσιαστικά, η σύγκρουση στην συγκεκριμένη σκηνή πυροδοτείται εξαιτίας της εμμονής του τελευταίου.

Οι παραπάνω παρατηρήσεις, σε συνδυασμό με την επιταγή της ενσάρκωσης πορτορικανών χαρακτήρων από μη πορτορικανούς ηθοποιούς ως απόρροια της κεντρικής ιδέας περί “λευκότητας”  οδηγούν στο ακόλουθο συμπέρασμα: σε μια δεύτερη ανάγνωση, μπορεί να θεωρηθεί πως η πλοκή του West Side Story κινείται γύρω από μια επιφατική υπεράσπιση της διαφυλετικής ισότητας και της άρσης των ρατσιστικών διακρίσεων, ενώ ταυτόχρονα με υπόγειους τρόπους εκθειάζεται η υπεροχή της αμερικανικής κουλτούρας και η δυναμική του αμερικανικού ονείρου. Όπως επισημάνθηκε ήδη, είναι ιδιαίτερη η σημασία που δίνεται σε επίπεδο ονοματοδότησης. Η ονομασία των Jets παραπέμπει σε συνειρμούς δύναμης, κίνησης και τεχνολογικής εξέλιξης, ενώ η ονομασία των Sharks υποδηλώνει πρωτογονισμό, κανιβαλισμό και βία. Ως εκ τούτου, συγκροτούνται οι βασικές εννοιολογικές διχοτομήσεις με κυρίαρχο το δίπολο Δύση / μη-Δύση. Η σύσταση των παραπάνω διπόλων ισοδυναμεί με την κάλυψη ανακολουθιών, καθώς  μέσα από αυτήν την διαδικασία ανάγονται διαφορές, οι οποίες κατά κανόνα είναι μη αναγώγιμες, σε συμμετρικά και ισοδύναμα αντιθετικά σχήματα.[55]

Γενικότερα, στο δυτικό φαντασιακό η έννοια της “πρωτόγονης” κοινωνίας λαμβάνει  μειονεκτικές διαστάσεις, καθώς συνδέθηκε κατά κόρον με την ανικανότητα απόκτησης θεμελιωδών ποιοτικών χαρακτηριστικών του Δυτικού πολιτισμού, όπως η οργάνωση, ο εξευγενισμός και τα τεχνολογικά επιτεύγματα.[56] Στην σκέψη του Διαφωτισμού, οι πρωτόγονες κοινωνίες αντιμετωπίστηκαν ως το απαραίτητο “παιδικό στάδιο” από το οποίο όλες οι κοινωνίες έπρεπε να περάσουν.[57] Πίσω από πολλές ανθρωπολογικές και κοινωνιολογικές ερμηνείες της έννοιας του “πρωτόγονου” στη διάρκεια του 19ου αιώνα, ελλοχεύει μια θεώρηση του πολιτισμού στενά συνδεδεμένη με την έννοια της εξέλιξης των ειδών έτσι όπως διατυπώθηκε από τον Δαρβίνο. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο του κοινωνικού Δαρβινισμού, η ερμηνεία της φυσικής επιλογής συνδέθηκε με την αντίληψη ότι οι ανθρώπινες ομάδες εξελίσσονται με διαφορετικές ταχύτητες. Στο συλλογικό φαντασιακό εντυπώθηκε η ιδέα ότι η Δύση αποτελεί το υψηλότερο παράδειγμα της εξέλιξης αυτής, κάτι το οποίο μπορούσε να αποδειχτεί και μέσω της κατάκτησης και ελέγχου αποικιών.[58]  Η έννοια του “πρωτόγονου” συνδέθηκε κυρίως με τις κοινωνίες της Αφρικής, της Αμερικής (προ εποικισμού) και της Ωκεανίας, με τους χωρικούς, και με κάθε είδους παρεκκλίνοντες από το κοινωνικά αποδεκτό όπως σχιζοφρενείς, εγκληματίες, ομοφυλόφιλοι,  εκδιδόμενες γυναίκες κ.ο.κ..[59]

Οι παραπάνω αντιλήψεις ενσωματώνονται στην πλειοψηφία των αποικιοκρατικών λόγων, και η αμερικανική περίπτωση δεν αποτελεί εξαίρεση. Με βάση τα παραπάνω, μπορεί να θεωρηθεί πως αντανακλώνται οι αποικιοκρατικές διαθέσεις των Η.Π.Α. με γνώμονα το κριτήριο της πολιτισμικής υπεροχής. Σύμφωνα με αυτό, οι πιο “πρωτόγονες” κουλτούρες οφείλουν να μπουν σε μια διαδικασία εκπολιτισμού, επιλέγοντας ως πρότυπο την υπερέχουσα κουλτούρα. Σε αντίθετη περίπτωση, αντιμετωπίζονται ως απειλή.

Συμπερασματικά, το West Side Story είναι μια ταινία, στην οποία εκθειάζεται με έντεχνα έμμεσο τρόπο η υπεροχή της αμερικανικής κουλτούρας απέναντι σε πιο παραδοσιακές, όπως η πορτορικανική. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τεκμηριώνεται και επικυρώνεται ο αποικιοκρατικός λόγος των Η.Π.Α. στην βάση της δυτικής πολιτισμικής ανωτερότητας. Το έργο φαίνεται να διατηρεί κριτική στάση απέναντι στα αίτια της ανήλικης εγκληματικότητας, μιας κοινωνικής πραγματικότητας με μεγάλες διαστάσεις την εποχή εκείνη. Οι αιτίες της παραβατικότητας εντοπίζονται σε προβληματικές και αναποτελεσματικές κοινωνικές δομές (οικογένεια, κοινωνικοί λειτουργοί, μέσα καταστολής). Το έργο φαίνεται επίσης να εκφράζει μια έμμεσα ριζοσπαστική διάθεση αναφορικά με τις σχέσεις εξουσίας και τους ρόλους μεταξύ των δυο φύλων, καθώς διακρίνεται μια κριτική στάση απέναντι στην ακαμψία των ρόλων, επάνω στους οποίους δομείται το πατριαρχικό μοντέλο οργάνωσης της κοινωνίας.

 

H Δάφνη Μουρέλου είναι Διδάκτωρ του Τμήματος Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία   του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, διπλωματούχος καθηγήτρια χορού (Α.Ε.Σ.Χ. “Ραλλού Μάνου”) και συντονίστρια του προγράμματος χορού (Dance Program Coordinator)  στο  Αμερικανικό Κολέγιο Ελλάδος (Deree – The American College of Greece). Διδάσκει επίσης χορό στο Ωδείο Αθηνών.

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] http: // en.wikipedia.org/wiki/West_Side_Story_(film)

[2] http: // en.wikipedia.org/wiki/West_Side_Story_(film)

[3] http: // en.wikipedia.org/wiki/George_Tsakiris

[4] Frances Negron-Muntaner (2000), “Feeling Pretty, West Side Story and Puerto Rican Identity Discourses”, Social Text 63 Vol. 18 No 2, Duke University Press, σσ. 90-92.

[5] Mary Caudle Beltran (2002), Bronze Seduction: The Shaping of Latina Stardom in Hollywood Film and Star Publicity, Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή, The University of Texas at Austin, σσ. 128-131.

[6] Mary Caudle Beltran (2002), ο.π. σσ. 133-139.

[7] Mary Caudle Beltran (2002), ο.π. σ. 161.

[8] http: // en.wikipedia.org/wiki/West_Side_Story_(film)

[9] Frances Negron-Muntaner (2000), ο.π., σσ.89-90.

[10] http: // en.wikipedia.org/wiki/Production_Code

[11] Geoffrey Block (1993), “The Broadway Canon from Show Boat to West Side Story and the European Operatic Ideal”, The Journal of Musicology Vol. 11 No 4, University of California Press, σσ. 541-542.

[12] http: // en.wikipedia.org/wiki/Musicals.

[13] Σχετικά με την τυπολογία της αφήγησης βλ. στο Κύρκος Δοξιάδης (1993), Ιδεολογία και Τηλεόραση, για την διασκευή ενός μυθιστορήματος, Αθήνα,  Πλέθρον, σ. 67

[14] Frances Negron-Muntaner (2000), ο.π.,  σ. 99

[15] Sigmund Freud (1994), Ο Πολιτισμός Πηγή Δυστυχίας, Αθήνα, Επίκουρος, σ. 68

[16] Frances Negron-Muntaner (2000), ο.π., σ. 99.

[17] Frances Negron-Muntaner (2000), ο.π., σσ. 94-96.

[18] Frances Negron-Muntaner (2000), ο.π., σ. 91.

[19] http: // en.wikipedia.org/wiki/West_Side_Story_(film)

[20] http: // en.wikipedia.org/wiki/West_Side_Story_(film)

[21] Frances Negron-Muntaner (2000), ο.π.,  σ. 93

[22] http: // en.wikipedia.org/wiki/Hell%27s_Kitchen_Manhattan

[23] http: // en.wikipedia.org/wiki/Puerto_Rican_migration_to_New_York.

[24] Jorje Duany (1996), “Imagining the Puerto Rican Nation: Recent Works on Cultural Identity”, Latin American Research Review Vol. 31, The Latin  American Studies Association,  σσ. 252-254.

[25] http: // en.wikipedia.org/wiki/Puerto_Rican_migration_to_New_York.

[26] Vilma Ortiz (1986), “Changes in the Characteristics of Puerto Rican Migrants from 1955 to 1980”, International Migration Review Vol. 20, The Center of  Migration  Studies of New York,  σσ. 612-613.

[27] Jorje Duany (1984), “Popular Music in Puerto Rico: Towards an Anthropology of “Salsa” ”, Latin America Music Review Vol. 5, University of Texas  Press, σ. 196.

[28] Vilma Ortiz (1986), ο.π.,  σσ. 625-626.

[29] Jorje Duany (1984), ο.π., σσ. 612-613.

[30] http: // en.wikipedia.org/wiki/Puerto_Rican_migration_to_New_York.

[31] Jorje Duany (1984), ο.π., σσ. 196-197.

[32] http: // en.wikipedia.org/wiki/Puerto_Rican_migration_to_New_York.

[33] http: // en.wikipedia.org/wiki/Salvador_Argon.

[34] http: // en.wikipedia.org/wiki/Puerto_Rican_migration_to_New_York.

[35] Jorje Duany (2000), “Nation on the Move: The Construction of Cultural Identities in Puerto Rico and the Diaspora”, American Ethnologist Vol. 27 No. 1, Blackwell  Publishing, σσ. 10-14.

[36] Jorje Duany (2000), ο.π.,  σσ. 16-23.

[37] Maxine W. Gordon (1949), “Race Patterns and Prejudice in Puerto Rico”, American Sociological Review Vol. 14, σ. 298.

[38] Maxine W. Gordon (1949), ο.π.,  σσ. 299-300.

[39] Jorje Duany (2000), ο.π., σ. 14.

[40] Lise Waxer (1994), “Of Mambo Kings and Songs of Love: Dance Music in Havana and New York  from the 1930s to the 1950s”, Latin American Music Review  Vol. 15, University of Texas Press, σσ. 163-164.

[41] Για μια επεξήγηση των συνθηκών υπό τις οποίες οι βασικές κουβανέζικες μουσικές φόρμες υιοθετήθηκαν από την πορτορικάνικη παράδοση βλ. στο: Lise Waxer (1994), ο.π.,  σσ. 167-168.

[42] Lise Waxer (1994), ο.π.,  σ. 163.

[43] http: // en.wikipedia.org/wiki/Polish_American.

[44] http: // en.wikipedia.org/wiki/Polish_American.

[45] Victor R Greene (1966), “The Origins of Slavic Catholic Self-Consciousness in America”, Church History Vol. 35 No 4, Cambridge University Press,  σσ. 446-448.

[46] http: // en.wikipedia.org/wiki/Polish_American.

[47] http: // en.wikipedia.org/wiki/Polack.

[48] Aντώνης Ε. Αστρινάκης (1991), Νεανικές Υποκουλτούρες, παρεκκλίνουσες υποκουλτούρες της νεολαίας της εργατικής τάξης. Η βρετανική θεώρηση και η ελληνική εμπειρία, Αθήνα, Εκδόσεις Παπαζήση, σ. 15.

[49] Aντώνης Ε. Αστρινάκης (1991), ο.π., σσ. 26-30.

[50] Frances Negron-Muntaner (2000), ο.π., σ. 95.

[51] Για μια αναλυτική προσέγγιση της συγκεκριμένης μεθοδολογίας ανάλυσης λόγου βλ. στο: Κύρκος Δοξιάδης (2008), Ανάλυση Λόγου, κοινωνικό-φιλοσοφική θεμελίωση, Αθήνα, Πλέθρον

[52] Frances Negron-Muntaner (2000), ο.π., σσ. 91-92.

[53] Richard F. Kuisel (1991),“Coca-Cola and the Cold War: The French Face Americanization 1948-1953”, French Historical Studies Vol. 17, Duke University Press, σ. 97.

[54] Richard F. Kuisel (1991) ο.π.,, σ. 101.

[55] Κύρκος Δοξιάδης (2008), οπ.π., σ. 299.

[56] Colin Rhodes (2005), Primitivism and Modern Art, London, Thames and Hudson, σ. 13.

[57] Frances S. Connelly (1995), The Sleep of Reason: Primitivism in Modern European Art and Aesthetics, 1725-1907, Pennsylvania, The Pennsylvania State University Press, σ. 5.

[58] Colin Rhodes (2005), ο.π., σσ. 15-17.

[59] Colin Rhodes (2005), ο.π., σ. 23.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Αστρινάκης Αντώνης Ε. (1991), Νεανικές Υποκουλτούρες, παρεκκλίνουσες υποκουλτούρες της νεολαίας της εργατικής τάξης. Η βρετανική θεώρηση και η ελληνική εμπειρία., Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση
  • Δοξιάδης Κύρκος (1993), Ιδεολογία και Τηλεόραση, για την διασκευή ενός μυθιστορήματος, Αθήνα: Πλέθρον
  • Δοξιάδης Κύρκος (2008), Ανάλυση Λόγου, κοινωνικό-φιλοσοφική θεμελίωση, Αθήνα: Πλέθρον
  • Beltran Mary Caudle (2002), Bronze Seduction: The Shaping of Latina Stardom in Hollywood Film and Star Publicity, Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή, The University of Texas at Austin
  • Block Geoffrey (1993), “The Broadway Canon from Show Boat to West Side Story and the European Operatic Ideal”, The Journal of Musicology 11, University of California Press, σσ. 525-544
  • Connelly FrancesS. (1995), The Sleep of Reason: Primitivism in Modern European Art and Aesthetics 1725-1907, Pennsylvania: The Pennsylvania State University Press
  • Duany Jorje (1984), “Popular Music in Puerto Rico: Toward an Anthropology of “Salsa” ”, Latin America Music Review 5 No 2, University of Texas Press, σσ. 186-216
  • Duany Jorje (1996), “Imagining the Puerto Rican Nation: Recent Works on Cultural Identity”, Latin American Research Review 31, The Latin American Studies Association, σσ. 248-267
  • Duany Jorje (2000), “Nation on the Move: The Construction of Cultural Identities in Puerto Rico and the Diaspora”, American Ethnologist 27, Blackwell Publishing, σσ. 5-30
  • FreudSigmound (1994), Ο Πολιτισμός Πηγή Δυστυχίας, Αθήνα: Επίκουρος
  • Gordon Maxine W. (1949), “Race Patterns and Prejudice in Puerto Rico”, American Sociological Review 14, American Sociological Association, σσ. 294-301
  • Greene Victor R. (1966), “The Origins of Slavic Catholic Self-Consciousness in America”, Church History 35, Cambridge University Press, σσ. 446-460
  • Kuisel Richard F. (1991),“Coca-Cola and the Cold War: The French Face Americanization 1948-1953”, French Historical Studies 17, Duke University Press, σσ. 96-116
  • Negron-Muntaner Frances (2000), “Feeling Pretty, West Side Story and Puerto Rican Identity Discourses”, Social Text 63 18, Duke University Press, σσ. 83-106
  • Ortiz Vilma (1986), “Changes in the Characteristics of Puerto Rican Migrants from 1955 to 1980”, International Migration Review 20, The Center of Migration Studies of New York, σσ. 612-628
  • Rhodes Colin (2005), Primitivism and Modern Art, London: Thames and Hudson.
  • Waxer Lise (1994), “Of Mambo Kings and Songs of Love: Dance Music in Havana and New York from the 1930s to the 1950s”, Latin American Music Review 15, University of Texas Press,  σσ. 139-176.

Κλεάνθης Ζουμπουλάκης: Μέγας Αλέξανδρος: Μια μεταθανάτια διαδρομή ανάμεσα στην Ιστορία και τον Θρύλο

Κλεάνθης Ζουμπουλάκης

 Μέγας Αλέξανδρος: Μια μεταθανάτια διαδρομή ανάμεσα στην Ιστορία και τον Θρύλο

 

Θάνατος στη Βαβυλώνα: Το τέλος της αρχής ενός νέου κόσμου

Στις 10 Ιουνίου του 323 π.Χ. (αν πιστέψουμε τις πληροφορίες ενός αστρονομικού ημερολογίου από τη Βαβυλώνα), ο Αλέξανδρος πέθανε. Το παιδί και Μαργίτης (κεντρικός ήρωας ενός χαμένου σήμερα κωμικού έργου, που είχε περάσει στο καθημερινό λεξιλόγιο της εποχής με τη σημασία, του ανίκανου και του ανόητου) σύμφωνα με τον πιο αδιάλλακτο αντίπαλο του πατέρα του Φιλίππου αλλά και του ίδιου του Αλεξάνδρου, τον διάσημο Αθηναίο ρήτορα Δημοσθένη (Πλούταρχος Βίος Δημοσθένη 23.2), είχε καταφέρει μετά από μια εντυπωσιακή πορεία να είναι πλέον ο βασιλιάς Αλέξανδρος και να έχει υπό την ονομαστική τουλάχιστον κυριαρχία του το μεγαλύτερο μέρος του τότε γνωστού κόσμου, από την Πέλλα της Μακεδονίας μέχρι τον αρχαίο ποταμό Ύφασι (Βea) στο σημερινό Πακιστάν.

Σύμφωνα με ένα μέρος των πηγών μας (Αρριανός Αλεξάνδρου Ανάβαση 7.25.1-26.3, Πλούταρχος Βίος Αλεξάνδρου 76) η ήδη επιβαρυμένη υγεία του σε ηλικία 32 ετών και 8 μηνών ατρόμητου στρατηγού μετά από μια μεγάλη οινοποσία, κάτι που του είχε γίνει συνήθεια κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, σε ένα γλέντι στην προσωρινή του πρωτεύουσα Βαβυλώνα στάθηκε αρκετή για να επιδεινώσει τον πυρετό που ήδη τον ταλαιπωρούσε, κάτι ίσως οφειλόταν σε μία ελονοσία που κόλλησε στα έλη που περιτριγύριζαν την πόλη. Τελικά έπεσε σε κώμα και πέθανε. Μια σειρά άλλων παραδόσεων πάλι ( Διόδωρος 17.117.1-3, Ιουστίνος 12.13.7-10, Αρριανός Αλεξάνδρου Ανάβαση 7.27.2., Πλούταρχος Βίος Αλεξάνδρου 75.5) θέλουν τον Αλέξανδρο να έχει πέσει θύμα δηλητηρίασης.  Κατηγορήθηκε ο στρατηγός της Ευρώπης Αντίπατρος, τον οποίο ο Αλέξανδρος είχε αποφασίσει να αντικαταστήσει, ότι δηλητηρίασε τον βασιλιά του μέσω του γιου του Ιόλλα, ο οποίος ήταν βασιλικός οινοχόος.  Υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε, ήταν φυσικό να διατυπωθούν ισχυρισμοί περί προδοσίας, αλλά οι αποδείξεις, τότε όπως και τώρα, είναι εξαιρετικά ανεπαρκείς για να υποστηρίξουν χωρίς αμφιβολίες οποιονδήποτε τέτοιου είδους ισχυρισμό.   

Τα ερείπια της Αρχαίας Βαβυλώνας, τόπου που πέθανε ο Αλέξανδρος.

Η άμεση κληρονομιά του Αλεξάνδρου

Ο θάνατος του Αλεξάνδρου οδήγησε αναπόφευκτα στον διαμελισμό της μεγαλύτερης αυτοκρατορίας που είχε γνωρίσει μέχρι τότε ο κόσμος, με έκταση περίπου 3.000.000.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Δεν υπήρχε κανείς άμεσος διάδοχός του, και από την αρχή οι στρατηγοί στη Βαβυλώνα δεν είχαν καμιά πρόθεση να εξουσιοδοτήσουν κάποιον ως γνήσιο βασιλιά. Αν πιστέψουμε τον Κούρτιο (10.7.8) και τον Ιουστίνο (13.3.14.), η πρώτη τους σκέψη ήταν να περιμένουν τη γέννηση του παιδιού της Ρωξάνης, της συζύγου που ο Αλέξανδρος είχε παντρευτεί στη Σογδιανή. Τίποτα όμως δεν εγγυόταν ότι ο απόγονος του Αλεξάνδρου θα ήταν αγόρι, και ήταν προφανές ότι ο τελικός μονάρχης θα αποτελούσε ένα διακοσμητικό στοιχείο. Ο αντιβασιλιάς θα είχε όλη την εξουσία.

Αυτός ο διακανονισμός με τον αγέννητο βασιλιά, καταγγέλθηκε αμέσως ως παράλογος. Το πεζικό, υποκινημένο από τον διοικητή της φάλαγγας Μελέαγρο, στασίασε και υποστήριξε τα δικαιώματα του Αρριδαίου, του διανοητικά καθυστερημένου, ετεροθαλούς αδελφού του Αλεξάνδρου. Το αποτέλεσμα ήταν να προκύψει ένας συμβιβασμός. Ο Αρριδαίος ανακηρύχθηκε βασιλιάς, λαμβάνοντας το βασιλικό όνομα Φίλιππος Γ΄, και μερικούς μήνες αργότερα το παιδί της Ρωξάνης –ευτυχώς αγόρι – μοιράστηκε με τον Αρριδαίο τη βασιλεία, παίρνοντας το όνομα Αλέξανδρος (Δ΄) από τον πατέρα του. Ήταν μια δίδυμη βασιλεία, αλλά αυτός ο παράδοξος συνδυασμός ενός διανοητικά καθυστερημένου και ενός παιδιού δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα πολιτικό τέχνασμα. Οι βασιλείς ήταν όργανα πολιτικής στα χέρια των προστατών τους. Πρώτα του Περδίκκα που ήταν και ο επίσημος διαχειριστής των υποθέσεων της αυτοκρατορίας αμέσως μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου στη Βαβυλώνα και στη συνέχεια του Αντιπάτρου , ο οποίος ανέλαβε την κηδεμονία τους μετά τη συμφωνία του Τριπαράδεισου (321) και μετέφερε τους άτυχους μονάρχες στη Μακεδονία. Η παρωδία αυτή της ενιαίας βασιλικής εξουσίας διακόπηκε απότομα στα τέλη του 317, όταν η σύζυγος του Αρριδαίου, η Ευρυδίκη (μια εγγονή του Φιλίππου Β΄), αμφισβήτησε τον Πολυπέρχοντα που είχε αναλάβει τότε τα καθήκοντα κηδεμόνα, και προσπάθησε να επιβάλει τη βασιλική εξουσία. Αυτή και ο άντρας της θανατώθηκαν μέσα στου επόμενους μήνες, και ο τελικός νικητής του ανταγωνισμού για την εξουσία στη Μακεδονία (ο μεγαλύτερος γιος του Αντιπάτρου, ο Κάσσανδρος) έθεσε υπό περιορισμό τη Ρωξάνη και τον γιο της Αλέξανδρο στην Αμφίπολη, αφαιρώντας τους τα βασιλικά προνόμια. Το φάντασμα της βασιλικής εξουσίας εξακολούθησε να πλανιέται ακόμα για λίγα χρόνια. Το 311, ο Κάσσανδρος διορίστηκε στρατηγός της Ευρώπης «μέχρι την ενηλικίωση του Αλεξάνδρου, γιού της Ρωξάνης». Μετά η αυλαία έπεσε. Ο τελευταίος των Αργεαδών δολοφονήθηκε μαζί με τη μητέρα του και τα σώματά τους τοποθετήθηκαν σε κάποιο μυστικό μέρος με εντολή του Κασσάνδρου (Διόδωρος 19.105.1, Ιουστίνος 9.2.5, Παυσανίας 9.7.2).

Άλλωστε, η πολιτική παρουσία  του Αλεξάνδρου μετά το θάνατό του ήταν μικρή. Οι ανεκπλήρωτες φιλοδοξίες του για την επέκταση στη Δύση ακυρώθηκαν από τον μακεδονικό στρατό στη Βαβυλώνα. Τα υπομνήματα του νεκρού βασιλιά ανακοινώθηκαν από τον Περδίκκα και απορρίφθηκαν ως ανεφάρμοστα και υπερβολικά φιλόδοξα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Διόδωρος (18.4.1-6) «όταν διαβάστηκαν τα υπομνήματα, οι Μακεδόνες παρά το ότι αντέδρασαν ευνοϊκά στην αναφορά του ονόματος του Αλεξάνδρου, βρήκαν τα σχέδιά του υπερβολικά και ανεφάρμοστα και αποφάσισαν να μην εφαρμοστούν». Ήδη ο νεκρός βασιλιάς μετατρέπεται από πολιτικός παράγων σε σύμβολο. Αυτό άλλωστε δείχνουν και τα γεγονότα τα σχετικά με την κηδεία του. Ενώ η μεγαλοπρεπής άμαξα που μετέφερε τη σωρό του είχε αρχική κατεύθυνση τις Αιγές της Μακεδονίας παραδοσιακό τόπο ταφής των βασιλέων της χώρας, ο τότε σατράπης της Αιγύπτου Πτολεμαίος με μια αιφνιδιαστική επιδρομή άρπαξε τη σωρό του Αλεξάνδρου (Διόδωρος 18.26-28). Τη μετέφερε στην Αίγυπτο, όπου σύντομα απέκτησε τιμητική θέση στην Αλεξάνδρεια (που ίδιος είχε ιδρύσει) και την οποία ο Πτολεμαίος έχτιζε την εποχή εκείνη ως πρωτεύουσα και διοικητικό κέντρο του κράτους του. Θέλησε με αυτό τον τρόπο να νομιμοποιήσει την εξουσία του απέναντι στα στρατεύματα που τον είχαν ακολουθήσει και λίγα χρόνια αργότερα να ιδρύσει γύρω από τη σωρό του Αλεξάνδρου τη δική του βασιλική εξουσία, όταν η διαδικασία του διαμελισμού της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου έφτασε στην κορύφωσή της.

Η άμαξα με τη σωρό του Αλεξάνδρου (αναπαράσταση του 19ου αιώνα με γνώμονα την περιγραφή του Διοδώρου).

Η πολιτική διάσταση του Αλεξάνδρου κατά την ελληνιστική περίοδο

Παρά την οριστική απώλεια της παγκόσμιας αυτοκρατορίας, ο Αλέξανδρος άφησε πίσω του ένα πρότυπο μοναρχίας το οποίο αποδείχτηκε ελκυστικό και διαρκές. Αμέσως μετά τον θάνατό του (αν όχι πριν), οι στρατηγοί μιμήθηκαν τις ιδιορρυθμίες και το ντύσιμό του. Η χαρακτηριστική συγχώνευση της καυσίας (μακεδονικού καλύμματος της κεφαλής) με το βασιλικό διάδημα, την οποία πραγματοποίησε ο Αλέξανδρος, αποτέλεσε το χαρακτηριστικό γνώρισμα των ελληνιστικών βασιλέων, ενώ οι τελετές και η εθιμοτυπία της αυλής προς τα τέλη της ζωής του, τους ενέπνευσε να τον συναγωνιστούν σε υπέρογκες σπατάλες. Ακόμα και τις σχέσεις του με τους θεούς μιμήθηκαν. Ο Σέλευκος, για παράδειγμα, ανακήρυξε τον Απόλλωνα ουράνιο πατέρα του και ισχυρίστηκε ότι η βασιλεία του είχε επικυρωθεί με χρησμό από το μαντείο των Βραγχιδών στη Μίλητο της Μικράς Ασίας. Ο Πτολεμαίος, όπως είδαμε, κατείχε τη σωρό του Αλεξάνδρου, στην οποία απέδωσε θρησκευτικές τιμές και θέλησε να παρουσιαστεί ως συγγενής της δυναστείας των Αργεαδών.

Η θεοποίηση του ζωντανού ηγεμόνα επιβλήθηκε μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου. Από το 311 ο Αντίγονος, ο πρώτος από τους Διαδόχους που πήρε τον τίτλο του βασιλέα, τιμήθηκε με την αφιέρωση βωμού και ιερού χώρου, τη λατρεία του ανδριάντα του και μια ετήσια γιορτή. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο ίδιος και ο γιός του απόλαυσαν μια πληθώρα λατρευτικών τιμών από τους Αθηναίους. Ο βασιλιάς ήταν πράγματι θεός ανάμεσα στους κοινούς θνητούς και, όπως συνέβη με τον Αλέξανδρο, η εξουσία του ήταν απολυταρχική, χωρίς να υπάρχουν πρακτικοί περιορισμοί στην ελευθερία δράσης του. Η μετατροπή του μονάρχη σε νόμο έμψυχο αποτέλεσε τον φιλοσοφικό κοινό τόπο της εποχής. Η απολυταρχία, ήταν χαρακτηριστικό της μακεδονικής βασιλείας και πριν τον Αλέξανδρο, αλλά η κατάκτηση της Περσίας και η υιοθέτηση του ανατολικού πρωτοκόλλου πρόσθεσε μια νέα διάσταση. Δύσκολα μπορεί να βρεθεί, για παράδειγμα, κάτι αντίστοιχο με την απόφαση του Αλεξάνδρου το 324, όταν με πλήρη αταραξία διέταξε να επιστρέψουν οι εξόριστοι στις ελληνικές πόλεις, παραβιάζοντας τους νόμους και τις συνθήκες που ήδη υπήρχαν. Ο Αλέξανδρος είχε εισαγάγει ένα νέο τρόπο διακυβέρνησης, μια νέα αντίληψη βασιλικού μεγαλείου, που θα έδινε τη δυνατότητα στους διαδόχους να τον συναγωνιστούν.  

Το πρότυπο εξουσίας του Αλεξάνδρου στα τελευταία χρόνια της ζωής του επηρέασε αναπόφευκτα τους Διαδόχους του. Αν και κάποιες από τις μοναρχίες που δημιουργήθηκαν διέθεταν τοπικές βάσεις εξουσίας, κυρίως η Αίγυπτος, εντούτοις ο χαρακτήρας τους ήταν σταθερά δυναστικός, με λίγους πολιτιστικούς δεσμούς ανάμεσα στον μονάρχη και τους κυβερνώμενους. Ο βασιλιάς ασκούσε την εξουσία του μέσω του στρατού του, ο οποίος σε τελική ανάλυση, χρηματοδοτούνταν από τους πόρους του βασιλείου. Τα εδάφη του εξασφάλιζαν οικονομική βάση για το καθεστώς του, αλλά ο ίδιος εμφανιζόταν ανεύθυνος απέναντι σους υπηκόους του. Οι φίλοι του μοιράζονταν τα οφέλη της βασιλείας, αλλά οποιαδήποτε εξουσία κι αν ασκούσαν ήταν διορισμένη και ανακλητή. Μόνο στη Μακεδονία επιβίωναν κάποια στοιχεία εθνικής μοναρχίας. Εκεί ο Κάσσανδρος αποκαλούσε τον εαυτό του «βασιλέα των Μακεδόνων», για να διακρίνεται επιδεικτικά από τους άλλους βασιλείς, οι οποίοι κυβερνούσαν ανομοιογενείς πληθυσμούς μαζί με (στην καλύτερη περίπτωση) μια στρατιωτική κυρίαρχη ομάδα μακεδονικής καταγωγής. Τα νέα βασίλεια ήταν στρατιωτικές δημιουργίες, η ισχύς τους βρισκόταν σε άμεση εξάρτηση από την προσωπικότητα του μονάρχη και από τα πρόσωπα που ο ίδιος είχε καταφέρει να προσελκύσει στην αυλή. Η πηγή της νομιμοποίησής τους ήταν η ίδια η κατάκτηση. Η επιβίωσή τους στηριζόταν στον αποτελεσματικό στρατό, ο οποίος πρέπει να είχε εξασφαλισμένη την επαρκή χρηματοδότησή του. Για τους λόγους αυτούς, ο Αλέξανδρος ήταν το μεγάλο πρότυπο, το σύμβολο της απόλυτης μοναρχίας, όχι μόνο για τη συγκεκριμένη περίοδο αλλά, όπως θα δούμε  παρακάτω, και για τις μεταγενέστερες.

Η σπουδαιότητα της κληρονομιάς του Αλεξάνδρου έγκειται περισσότερο στο πεδίο της ηθικής και φιλοσοφικής συζήτησης παρά σε αυτό της πρακτικής πολιτικής. Στην πρώτη γενιά μετά τον θάνατό του, τον επικαλούνταν ως πηγή νομιμοποίησης για την ύπαρξη της αυτοκρατορίας. Τα εδάφη που διαμελίστηκαν από τους διαδόχους του, είχαν αποκτηθεί με τις κατακτήσεις του, και οι σατράπες και οι ηγεμόνες που είχαν διορισθεί από τον ίδιο, διέθεταν ένα ηθικό δικαίωμα για τη θέση που κατείχαν, το οποίο ήταν δύσκολο να αμφισβητηθεί. Ακόμα και όσοι δεν είχαν διορισθεί από τον ίδιο, επιζητούσαν με κάθε μέσο μια επικύρωση από τον νεκρό βασιλιά. Για παράδειγμα, ο Σέλευκος κατέλαβε τη θέση του σατράπη της Βαβυλωνίας κατά τη συμφωνία της Τριπαράδεισου (321). Ισχυριζόταν όμως ότι τη θέση του είχε επικυρώσει ο Αλέξανδρος σε ένα όνειρο (Διόδωρος 19.90.4).

Rembrandt van Rijn, Άνδρας με πανοπλία, 1655, Εθνική Πινακοθήκη της Γλασκώβης. Ο πίνακας έχει ταυτιστεί με παλαιότερη παραγγελία του Σικελού συλλέκτη Antonio Ruffo προς τον καλλιτέχνη, με θέμα τον Αλέξανδρο.

Σε ένα διαφορετικό επίπεδο, τα στρατεύματα που είχαν πολεμήσει στο πλευρό του Αλεξάνδρου απολάμβαναν τη φήμη ότι ήταν ανίκητα, μια φήμη που τα μετέτρεψε σε πολύτιμο απόκτημα για τα χρόνια μετά τον θάνατό του. Σε αυτά τουλάχιστον η ανάμνηση του βασιλιά παρέμενε άσβεστη. Ο Ευμένης από την Καρδία, ένας πρώην μη Μακεδόνας εταίρος του Αλεξάνδρου ο οποίος ενεπλάκη στους πολέμους των Διαδόχων βρέθηκε επικεφαλής των περίφημων αργυράσπιδων. Αυτοί ήταν ένα επίλεκτο σώμα πεζικού που είχε δημιουργηθεί στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Αλεξάνδρου. Για να τους ελέγξει, ο Ευμένης τοποθέτησε συμβολικά τον νεκρό βασιλιά ως πνευματικό διοικητή τους. Όλα τα συμβούλια των διοικητών συγκαλούνταν μπροστά σε έναν άδειο θρόνο, ο οποίος έφερε τα βασιλικά σύμβολα και οι αποφάσεις που λαμβάνονταν, παρουσιάζονταν σαν να ήταν διαταγές του Αλεξάνδρου (ενδεικτικά Πλούταρχος Βίος Ευμένη 13.8).   Αυτό το τέχνασμα επεκτάθηκε το 317, όταν ο Ευμένης έφτασε στα Σούσα και χρειάστηκε νε υπερασπίσει τα δικαιώματά του απέναντι σε μια ομάδα από σατράπες που ήταν πολιτικοί ανταγωνιστές του. Όλοι οι διοικητές που αντιτάχθηκαν στον αντίπαλο του Ευμένη, Αντίγονο, συγκεντρώνονταν στα συμβούλια μπροστά σε έναν άδειο θρόνο (Διόδωρος 19.15.3-4). Ήταν ένα αποδεκτό τέχνασμα, για να επιτευχθεί η ομοψυχία στη διοίκηση, εκεί όπου απουσίαζε εντελώς. Αυτό που επικαλέσθηκε ο Ευμένης δεν ήταν κάποια συγκεκριμένη ανάμνηση του νεκρού βασιλιά, αλλά περισσότερο ένα σύμβολο της ενιαίας πολιτικής εξουσίας.

Ο Αλέξανδρος παρέμεινε ένα σύμβολο, κυρίως στην Αίγυπτο, όπου η ταριχευμένη σωρός του τοποθετήθηκε σε ένα ειδικό μαυσωλείο στην Αλεξάνδρεια (το Σήμα), το οποίο περιείχε επίσης και τις σαρκοφάγους των βασιλέων της δυναστείας που ίδρυσε ο Πτολεμαίος. Ο νεκρός Αλέξανδρος, ο οποίος είχε «απαχθεί» από τον γενάρχη της δυναστείας, ήταν τώρα το φυλακτό του οίκου των Πτολεμαίων. Ήταν μια κατάληξη που είχε ειρωνικό χαρακτήρα Οι αποσχιστικές φιλοδοξίες του Πτολεμαίου είχαν συμβάλλει σε σημαντικό βαθμό στην καταστροφή της ενότητας της αυτοκρατορίας. Τώρα το σώμα και το όνομα του δημιουργού της αυτοκρατορίας αυτής, χρησιμοποιούνταν για τη στήριξη ενός καθεστώτος, η ύπαρξη του οποίου θα είχε αποτελέσει ανάθεμα για τον Αλέξανδρο.

Με το ίδιο τρόπο ο Σέλευκος ισχυριζόταν ότι η βασιλεία του διέθετε την πνευματική επιδοκιμασία του Αλεξάνδρου. Τα νομίσματά του, από το 305 και μετά, απεικονίζουν τον νεκρό βασιλιά να φοράει ένα κάλυμμα κεφαλής από δέρμα ελέφαντα, σύμβολο της κατάκτησης του ανατολικού μέρους της περσικής αυτοκρατορίας.  Όμως την ίδια ακριβώς περίοδο παραχωρούσε επίσημα τις ανατολικές σατραπείες που με τόσο κόπο είχε κατακτήσει ο Αλέξανδρος. Από αυτές τις εδαφικές παραχωρήσεις κέρδισε τους 500 ελέφαντες, οι οποίοι του έδωσαν τη νίκη στην μάχη της Ιψού (301), κατά την οποία καταστράφηκαν και οι τελευταίες ελπίδες για επανένωση της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου. Η επίκληση του ονόματος και της εικόνας του βασιλιά ήταν ένα συνηθισμένο φαινόμενο, ενώ την ίδια στιγμή οι κατακτήσεις του εγκαταλείπονταν και διαμελίζονταν.  Αυτή η διαμάχη για τη νομιμοποίηση που επηρέασε την πρώτη γενιά των διαδόχων δεν δόθηκε μόνο στο πολιτικό πεδίο, αλλά και το ιστοριογραφικό, όπως τουλάχιστον μπορούμε να το παρακολουθήσουμε μέσω της μεταγενέστερης γραπτής παράδοσης.

 

Ο Αλέξανδρος στην ιστοριογραφική παράδοση της ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου

Με τον Αλέξανδρο διαπιστώνουμε για πρώτη φορά στον ελληνικό κόσμο ένα είδος εσκεμμένης «θεοποίησης της προσωπικότητας». Ήδη όσο Αλέξανδρος ήταν ζωντανός προσπάθησε να ελέγξει τον τρόπο προβολής της εικόνας του. Ο γλύπτης Λύσιππος, ο ζωγράφος Απελλής και τεχνίτης της σφραγιδογλυφίας Πυργοτέλης ορίσθηκαν με διάταγμα ως επίσημοι καλλιτέχνες «εικόνες αυτού δημιουργείν» (Πλούταρχος Ηθικά 335 b). Επίσημος ιστοριογράφος της αυλής ορίστηκε ο ανιψιός του Αριστοτέλη Καλλισθένης, ο οποίος κατόπιν επιθυμίας του βασιλικού εργοδότη του εσκεμμένα συνέζευξε τον Αλέξανδρο με ομηρικά πρότυπα.

Μετά το τέλος της ανατολικής εκστρατείας και το θάνατο του νέου κυριάρχου λοιπόν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για την εν μέρει αυτοαναπαραγωγή του μύθου του. Σε αυτό συντέλεσαν όσοι τον συνόδευσαν στην εκστρατεία του και μετά τον ξαφνικό θάνατό το 323  επέστρεψαν  στη Δύση. Οι άνθρωποι αυτοί συνέγραφαν κυρίως απομνημονεύματα κάθε είδους, όπως για παράδειγμα, ο αρχιθαλαμηπόλος της αυλής Χάρης από τη Λέσβο, αλλά και πολλοί άλλοι, καταγράφοντας τις προσωπικές τους εμπειρίες σχετικά με το βασιλιά και τα εκπληκτικά του επιτεύγματα. Το βέβαιο ήταν ότι όποιος δεν ήταν μαζί με τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία, δεν ήταν σε θέση να ασκήσει κριτική ή να ελέγξει τις πληροφορίες που εξαπλώθηκαν στην Ελλάδα.

Ο λόγος για τον οποίο έγραφαν πολλοί από εκείνους τους ανθρώπους ήταν ακριβώς το μονοπώλιό τους επί των πληροφοριών. Χάρη σε αυτό εξασφάλιζαν ένα αναγνωστικό κοινό που αδημονούσε να μάθει για τα τεκταινόμενα και ταυτόχρονα εξασφάλιζαν το θαυμασμό και το κύρος στην πόλη τους, όπου επέστρεφαν, συνήθως πολύ πλουσιότεροι, φέρνοντας μαζί τους ενθύμια από τα λάφυρα της περσικής εκστρατείας. Κανείς απ’ αυτούς δεν ενδιαφερόταν να απεικονίσει με μελανά χρώματα τον Αλέξανδρο και τα επιτεύγματά του, τα οποία αποτελούσαν τη βάση και της δικής τους φήμης. Από την αρχή λοιπόν το προσωπικό συμφέρον όσων έγραψαν για τον Αλέξανδρο, όλων εκείνων που είχαν προσωπική εμπειρία για την εκστρατεία, κυριάρχησε στη συνήθη παρουσίαση του Αλεξάνδρου, με αποτέλεσμα σύντομα να καταστεί δύσκολη η προσέγγιση του «πραγματικού» Αλεξάνδρου, κρυμμένου πλέον πίσω από προσωπικά απομνημονεύματα και άλλες ιδιοτελείς σκοπιμότητες.

Τα τρία (χαμένα σήμερα) έργα της ελληνιστικής περιόδου που άσκησαν καταλυτική επίδραση στις μεταγενέστερες πηγές υπόκεινται στις παραπάνω ιστορικές συγκυρίες. Και τα τρία γράφτηκαν στα είκοσι πρώτα χρόνια μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου από ανθρώπους που τον γνώριζαν. Διόλου τυχαία, τα δύο από τα τρία γράφτηκαν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, την πρωτεύουσα του Πτολεμαίου. Ήδη έχουμε αναφερθεί στις προσπάθειες του συγκεκριμένου διαδόχου να αντλήσει νομιμοποίηση από τη μνήμη του Αλεξάνδρου, οπότε δεν πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη το ότι έγραψε  Ιστορία  για τον Αλέξανδρο. Τον παρουσιάζει ως χαρισματικό ηγέτη, έμμεσα το πρότυπό του, και μεροληπτεί εναντίον των υπόλοιπων Διαδόχων με τους οποίους είχε συγκρουστεί για τη διανομή της αυτοκρατορίας του πεθαμένου βασιλιά. Βέβαια το έργο του, όπως δείχνει η ευρύτατη χρήση του από μεταγενέστερους ιστοριογράφους, δεν παύει να έχει την μεγάλη αξία της προσωπικής μαρτυρίας από έναν αυτόπτη των γεγονότων.

Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα (τα στοιχεία δεν είναι ξεκάθαρα) το έργο του Πτολεμαίου να είναι απάντηση στην αφήγηση του Κλειτάρχου, έργο που γράφτηκε επίσης στην Αλεξάνδρεια. Μεγάλης κλίμακας έργο, με έκταση τουλάχιστον 12 βιβλία, περιλαμβάνει ολόκληρη την ιστορία του Αλεξάνδρου από τη γέννηση έως τον θάνατό του, καθώς και μυθολογικά στοιχεία, όπως η συνάντησή του με τις Αμαζόνες. Έτσι εξύψωνε τον Αλέξανδρο στο επίπεδο των μυθικών ηρώων της ελληνικής παράδοσης, όπως ακριβώς είχε κάνει και ο Καλλισθένης με τις έμμεσες ομηρικές του αναφορές. Το έργο του Κλειτάρχου παρά ταύτα έχει ευρύτερη οπτική. Εκθειάζει και απαθανατίζει την εκστρατεία του Αλεξάνδρου συνολικά, ενώ το ύφος του το κατέστησε εξαιρετικά δημοφιλές. Η επιτυχία του έργου συνέβαλε ώστε να τοποθετηθεί ο Αλέξανδρος στο βάθρο του επιτυχημένου στρατιωτικού ηγέτη. Ο Κλείταρχος θεωρούνταν ο πιο πλήρης συγγραφέας με θέμα τον Αλέξανδρο και, λόγω του ύφους του, είχε τη μεγαλύτερη αναγνωσιμότητα. Ως εκ τούτου, το βιβλίο του, παρά τη μεροληψία του και την τάση μυθοποίησης του θέματός του, κατέληξε να γίνει κάτι σαν ευαγγέλιο περί του Αλεξάνδρου. Το συγκεκριμένο έργο ήταν ευνοϊκά διακείμενο απέναντι στον Πτολεμαίο. Ο τελευταίος είχε ρόλο πρωταγωνιστή και μάλλον από το συγκεκριμένο ιστορικό έργο προέρχεται η παράδοση ότι ο Πτολεμαίος ήταν νόθος γιός του Φιλίππου Β΄ και επομένως ετεροθαλής αδελφός του Αλεξάνδρου. Ωστόσο το σημαντικότερο στον Κλείταρχο είναι η κεντρική θέση του Αλεξάνδρου. Πιθανόν ο Πτολεμαίος να παρακινήθηκε να γράψει και το δικό του έργο διεκδικώντας δάφνες ακριβείας, αν ισχυριζόταν ότι έβαζε τα πράγματα στη θέση τους παραλείποντας μερικά από τα στοιχεία τα οποία εξόφθαλμα εξυπηρετούσαν τη δημιουργία μύθου, όπως η συνάντηση με τις Αμαζόνες. Με τον τρόπο αυτό χρησιμοποιούσε την ιστοριογραφία για δικούς του σκοπούς. Ο Πτολεμαίος επιθυμούσε να παρουσιαστεί ως διάδοχος ενός πραγματικού βασιλιά και όχι μιας μυθικής μορφής.

Χρυσό νόμισμα της Αλεξάνδρειας με τον Φαραώ Πτολεμαίο Α΄ στη μια όψη και στην άλλη τον αετό, έμβλημα της Πτολεμαϊκής Δυναστείας.

Ο τρίτος συγγραφέας της εποχής που επηρέασε την ύστερη παράδοση ήταν ο Αριστόβουλος από την Κασσάνδρεια. Ο Αριστόβουλος είχε λάβει μέρος στην εκστρατεία αλλά δεν ανήκε στο σώμα των Μακεδόνων αξιωματικών. Το πιθανότερο είναι πως τα καθήκοντά του ήταν τεχνικής φύσης. Όπως και ο Καλλισθένης, ήταν Έλληνας από τη Χαλκιδική που εγκαταστάθηκε στην Κασσάνδρεια λίγο μετά την ίδρυσή της το 315. Το έργο του που το έγραψε σε μεγάλη ηλικία, όταν ήταν 84 ετών, έχει χαρακτηριστεί «πανηγυρικός» του Αλεξάνδρου. Πιθανώς γράφτηκε κατά τη περίοδο που βασιλιάς της Μακεδονίας ήταν ο Λυσίμαχος, άλλος ένας Διάδοχος που χρησιμοποίησε την κληρονομιά του Αλεξάνδρου, κι όχι ο Κάσσανδρος, που ήταν, όπως έχουμε δει, αρνητικός απέναντι στη μνήμη του. Παρότι το έργο του  δεν μπορούσε να συναγωνιστεί το έργο του Κλειτάρχου από την άποψη λογοτεχνικού ύφους επιβίωσε έως τον 2ο αιώνα μ.Χ., αποτελώντας ένα ακόμα θετικό συμπλήρωμα στην αλεξανδρινή παράδοση που είχαν δημιουργήσει ο Κλείταρχος και ο Πτολεμαίος.

Όσο προχωρά και διαμορφώνεται η καθαυτό ελληνιστική εποχή και οι ελληνόφωνοι ιστοριογράφοι έχουν άλλα θέματα να ασχοληθούν, αρχίζει να διαφαίνεται μια αρνητική στάση των Ελλήνων της κυρίως Ελλάδας για το πρόσωπο του Αλεξάνδρου. Για παράδειγμα, ο Πολύβιος (περ. 200-120) που ασχολήθηκε με τη σταδιακή υποταγή του ελληνιστικού κόσμου στην εξουσία της Ρώμης, σε διάφορα σημεία του έργου του διαμαρτύρεται για την κυρίαρχη εικόνα του Αλεξάνδρου ως υπερανθρώπου  και πάνσοφου ημίθεου. Ο Πολύβιος όμως δεν έγραψε βιβλίο για τον Αλέξανδρο, και τα σχόλιά του γι’ αυτόν είναι διάσπαρτα μέσα στο έργο του, συνήθως με τη μορφή σύγκρισης ή αντίθεσης με άλλα γεγονότα τα οποία περιγράφει λεπτομερώς. Ο Ηγησίας ο Μάγνης, που έγραψε μια ιστορία για τον Αλέξανδρο η οποία έχει χαθεί, στάθηκε ιδιαίτερα επικριτικός για τη σκληρότητα που έδειξε ο Αλέξανδρος στην κατάληψη της Γάζας. Οι κάτοικοι της νότιας Ελλάδας είχαν γνωρίσει την ήττα από τον πατέρα του Αλεξάνδρου Φίλιππο Β΄ και πριν την εκστρατεία στη Ασία το σκληρό πρόσωπο της εξουσίας του Αλεξάνδρου με την καταστροφή της Θήβας. Η τύχη του Καλλισθένη οπωσδήποτε δεν έκανε καλό στην εικόνα που διαμόρφωσαν για τον Αλέξανδρο οι κύκλοι διανοουμένων γύρω από τον Αριστοτέλη. Σε κάθε περίπτωση πάντως, παρόμοιες ριζωμένες απόψεις ορισμένων Ελλήνων διανοουμένων δεν επηρέασαν παρά ελάχιστα ή και καθόλου την εικόνα του Αλεξάνδρου όπως την είχε παγιώσει η πρώτη γενιά ιστορικών του.

O Πομπήιος με τη μορφή του Αλεξάνδρου.

Η εικόνα αυτή ταίριαζε θαυμάσια στον πληθωρικά ηρωικό κόσμο της ύστερης ρωμαϊκής Δημοκρατίας και των μεγάλων Ρωμαίων κατακτητών. Ο Πομπήιος ειδικά, αρεσκόταν να φαντάζεται τον εαυτό του ως νέο Αλέξανδρο (Πλούταρχος Βίος Πομπήιου 2). Το επωνύμιο (cognomen) μάλιστα του Πομπήιου ήταν Magnus (μέγας), όχι τυχαία. Είναι σταθερή συνήθεια των λατινόφωνων κυρίως πηγών μας να αποκαλούν Μέγα τον Αλέξανδρο από τον 2ο αιώνα π.Χ. κι έπειτα. Μάλιστα η πρώτη σχετική φιλολογική αναφορά εντοπίζεται σε ένα έργο του λατίνου κωμικού συγγραφέα Πλαύτου, ο οποίος έζησε περίπου ανάμεσα στα έτη 250-184 π.Χ.(Mostellaria=To Φάντασμα, 775). Οι σύγχρονοι ελληνόφωνοι συγγραφείς όπως ο Διόδωρος, ο Τιμαγένης και στη λατινική γλώσσα ο Πομπήιος Τρώγος έγραψαν Παγκόσμιες Ιστορίες, οι οποίες περιλάμβαναν και την εκστρατεία του Αλεξάνδρου, ωστόσο (απ’ όσο μπορούμε να κρίνουμε) ούτε πέτυχαν, αλλά ούτε προσπάθησαν καν, να αποδεσμευτούν από την καθιερωμένη, πανηγυρική εκδοχή της ιστορίας του Αλεξάνδρου και το θαυμασμό προς το πρόσωπό του. Κριτική πάντως  υπήρχε σε αυτή την πανηγυρική αντιμετώπιση του Αλεξάνδρου. Η πιο γνωστή περίπτωση είναι το ερώτημα το οποίο θέτει και επεξεργάζεται ο Λίβιος (59 π.Χ.-17 μ.Χ.), για το αν ο Αλέξανδρος θα είχε νικήσει και τους Ρωμαίους, σε περίπτωση που θα είχε έρθει στην Ιταλία. Η απάντησή του είναι κατηγορηματικά αρνητική. Ταυτόχρονα, επικρίνει τα σύγχρονά του ελληνικά έργα που εκφράζουν την αντίθετη άποψη (Ab urbe Condita =Από την ίδρυση της Ρώμης, 9.17).

Κατά τη περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας βρίσκουμε τρεις μονογραφίες σχετικές με τον Αλέξανδρο. Η πρώτη είναι γραμμένη στα λατινικά, από κάποιον Κόιντο Κούρτιο και χρονολογείται είτε την περίοδο των Κλαυδίων, είτε στην περίοδο των Φλαβίων αυτοκρατόρων του 1ου αιώνα μ.Χ. Δυστυχώς δεν μπορούμε να ξέρουμε ακριβώς, διότι η εισαγωγή του έργου έχει χαθεί. Ο Κούρτιος πάντως, φαίνεται πως ήταν άνθρωπος που είχε ζήσει τη σκοτεινή πλευρά της μοναρχικής εξουσίας. Οι συνομωσίες της αυτοκρατορικής αυλής και οι εμφύλιοι πόλεμοι επηρέασαν την ερμηνεία του για τον Αλέξανδρο και ιδίως την περιγραφή της σχέσης του Αλεξάνδρου με τους αξιωματούχους του. Ίσως ο Κούρτιος επέλεξε ως θέμα της συγγραφικής του δραστηριότητας τον Αλέξανδρο επειδή η σύγχρονή του ρωμαϊκή ιστορία, όπως παρατηρεί ο λίγο νεότερός του Τάκιτος, ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνο πεδίο.  Στις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ., την περίοδο της πιο ήπιας διακυβέρνησης του αυτοκράτορα Τραϊανού, ο ηθικός φιλόσοφος Πλούταρχος έγραψε τους Βίους Παράλληλους όπου και ένα από τα τελευταία ζεύγη ήταν εκείνο του Αλεξάνδρου και του Καίσαρα. Επιπλέον, έγραψε την πραγματεία Περί της Αλεξάνδρου τύχης ή αρετής. Ο Πλούταρχος, όπως δηλώνει και ίδιος, δεν είναι ιστορικός. Ενδιαφέρεται να φωτίσει τον ηθικό χαρακτήρα του Αλεξάνδρου. Αναπόφευκτα βέβαια, έγραψε για τη ζωή ενός μονάρχη ζώντας υπό το καθεστώς ενός άλλου μονάρχη και έβλεπε με συμπάθεια τους πανηγυρικούς που είχαν ως επίκεντρο τον Αλέξανδρο. Συνεισέφερε έτσι κι αυτός στο να τοποθετηθεί ο Αλέξανδρος σε ένα βάθρο αποσπώντας τον από την πραγματική ζωή με το να απαλείφει σε μεγάλο βαθμό το ιστορικό πλαίσιο. Στον Πλούταρχο, περισσότερο απ’ ότι σε οποιονδήποτε άλλο σωζόμενο συγγραφέα, βλέπουμε τον Αλέξανδρο ως λογοτεχνική κατασκευή. Ο τρίτος σωζόμενος συγγραφέας είναι ο σύγχρονος και λίγο νεότερος του Πλουτάρχου, Φλάβιος Αρριανός. Γεννήθηκε στη Νικομήδεια, ήταν μαθητής του φιλοσόφου Επίκτητου και άνθρωπος των γραμμάτων. Χρησιμοποίησε ως πρότυπό του τον Ξενοφώντα, γι’ αυτό και έδωσε τον τίτλο Ανάβασις στην ιστορία του Αλεξάνδρου που συνέγραψε. Ο Αρριανός είχε την προσωπική εύνοια του αυτοκράτορα Αδριανού, ο οποίος τον έκανε συγκλητικό. Στη συνέχεια έγινε ύπατος και υπηρέτησε επί έξι χρόνια ως κυβερνήτης της Καππαδοκίας. Έχοντας ο ίδιος την αυτοκρατορική εύνοια, δεν μας εκπλήσσει ότι, σε αντίθεση με τον Κούρτιο έναν αιώνα νωρίτερα, βλέπει μόνο θετικά στη μοναρχία. Παρουσιάζει μια κολακευτική, αποστειρωμένη εικόνα του ιστορικού Αλεξάνδρου, τον οποίο βλέπει όπως ακριβώς θα ήθελαν ο Πτολεμαίος (που είναι και η βασική πηγή του) και ο Αριστόβουλος. Στον Αρριανό, όπως και στον Κούρτιο, βλέπουμε καθαρά την αλήθεια της ρήσης του ιστορικού R.G. Collingwood ότι πάντα η ιστορία είναι σύγχρονη ιστορία.

Συνοψίζοντας την αρχαία ιστοριογραφία γύρω από τον Αλέξανδρο επιγραμματικά μπορούμε να διαπιστώσουμε τα εξής. Όλοι οι εκπρόσωποι της πρώτης γενιάς συγγραφέων είχαν κατά νου το συγκεκριμένο κοινό τους, ενώ ειδικότερα ο Πτολεμαίος ενδιαφερόταν ιδιαιτέρως να παρουσιάσει μια αποστειρωμένη εικόνα του Αλεξάνδρου, πάνω στην άσπιλη φήμη του οποίου έχτισε και ο ίδιος το βασίλειό του. Στη συνέχεια φαίνεται πως για 200 χρόνια περίπου δεν έγραψε κανείς αναλυτικά για τον Αλέξανδρο, μέχρι την εποχή της ρωμαϊκής εμπλοκής στην Ανατολή. Κυρίως οι κατακτήσεις του Πομπηίου στην Ανατολία και στη Συρία στα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ. έφεραν ξανά στην επικαιρότητα τον Αλέξανδρο και προκάλεσαν μια σχετική αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος γι’ αυτόν. Τέλος, τα κείμενα αυτά προκάλεσαν τη διαμαρτυρία του Λιβίου κατά της άποψης ότι ο Αλέξανδρος θα μπορούσε να κατακτήσει και τη Ρώμη. Από τότε, το ενδιαφέρον για τον Αλέξανδρο υπήρξε μόνο παροδικό. Ο Κούρτιος επέλεξε να γράψει γι’ αυτόν σαν άνθρωπος των γραμμάτων προκειμένου να αποδράσει από την τρέχουσα πραγματικότητα, αλλά το έργο του αντικατοπτρίζει ταυτόχρονα τα σύγχρονα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι σκεπτόμενοι άνθρωποι υπό το καθεστώς της Ιουλιοκλαυδιανής δυναστείας. Ο Πλούταρχος χρησιμοποίησε τον Αλέξανδρο ως αφορμή για να δώσει μαθήματα ηθικής, γράφοντας σε έναν κατά βάση απολιτικό κόσμο. Φτάνουμε τέλος στον γεμάτο σεβασμό πανηγυρικό του Αρριανού για το μονάρχη του οποίου οι πράξεις (ίσως θεωρούσε ο ιστορικός) συνέβαλαν εντέλει στη δημιουργία του μακάριου κόσμου των μοναρχιών, όπου άνθρωποι σαν τον ίδιο τον Αρριανό θα μπορούσαν να προκόψουν.

 

Ο Αλέξανδρος των θρύλων

Λίγο καιρό μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου, μάλλον στο χρονικό περιθώριο μια γενιάς, πέραν της ιστοριογραφίας, δημιουργήθηκε ένα έργο λαϊκής λογοτεχνίας, με θέμα τα όνειρα και τις επιθυμίες του Αλεξάνδρου, τα οποία και αντιμετώπιζε σαν όντως να είχαν συμβεί. Πρόκειται για το Μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου, ένα έργο που γραφόταν και ξαναγραφόταν, με την προσθήκη νέων στοιχείων, που διαμορφωνόταν διαρκώς κατά τη διάρκεια της αρχαιότητας, και το οποίο έγινε η βάση για μια πλουσιότατη λογοτεχνική παραγωγή σχετικά με τον Μακεδόνα βασιλιά. Από την ελληνική ανατολή που γράφτηκε, διαπέρασε τις αραβικές και τις περσικές παραδόσεις, τη μεσαιωνική και σύγχρονη Ελλάδα και. μέσω δύο μεταφράσεων στα Λατινικά, τις ρομαντικές μυθιστορίες της Δυτικής Ευρώπης. Η ιστορία των θρύλων του Αλεξάνδρου είναι η ιστορία των μεταμορφώσεων αυτού του εκπληκτικού, χωρίς βέβαια ιδιαίτερη εγκυρότητα, ιστορικού μυθιστορήματος. Στο έργο αυτό, ο ιστορικός Αλέξανδρος σχεδόν χάνεται κάτω από την αχλύ ενός άλλου Αλεξάνδρου. Ενός πρωτεϊκού χαρακτήρα που μπορεί να ενσαρκώσει μερικούς από τους βαθύτερους φόβους και επιθυμίες του ανθρώπινου είδους. Είναι αξιοθαύμαστο πώς ένα τόσο αποσπασματικό πεζό κείμενο είχε τόσο μεγάλη επιρροή και ενέπνευσε πολύ πιο σημαντικά λογοτεχνικά έργα, όπως το περσικό Σαανάμα (Shahanama), το γαλλικό Roman d’ Alexandre (Μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου) και τη νέα ελληνική Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου.

Το υλικό του θρύλου είναι άπειρο και δεν θα έφτανε μία ολόκληρη ζωή για να το μελετήσει κανείς διεξοδικά, ή έστω να μάθει τις γλώσσες που ασχολούνται με αυτό, από τα Ισλανδικά ως τα Μαλαϊκά και από τα Ισπανικά ως τα Μογγολικά, μαζί με τα βασικά κείμενα στα Ελληνικά, Λατινικά, Συριακά, Αρμενικά, Εβραϊκά, Περσικά και Αραβικά. Η εικόνα που προκύπτει μας δίνει έναν Αλέξανδρο ικανό να αφουγκραστεί τους κραδασμούς του κόσμου γύρω του, από το Ισλάμ της Τζιχάντ μέχρι τον Χριστιανισμό των Αυτοκρατοριών. Να γίνει φορέας νοήματος για τους παγανιστές φιλοσόφους αλλά και τους Εβραίους. Οι θρησκευτικές κατηγοριοποιήσεις δεν είναι τυχαίες. Αυτός ο Αλέξανδρος θέτει ερωτήματα: πώς να ζήσουμε, γιατί πεθαίνουμε, που δεν θα λάβουν ποτέ οριστική απάντηση. Μπορεί να μιλήσει για τον Καθένα.

Ο Αλέξανδρος εξερευνά τα βάθη της θάλασσας. Εικόνα από ρωσικό χειρόγραφο του Μυθιστορήματος του Αλεξάνδρου (17ος αιώνας μ.Χ.).

Είναι γιός Θεού που αποβλέπει στη αθανασία. Είναι ο ικανός εξερευνητής που ξεπερνάει τα σύνορα του κόσμου τον οποίο και υπερασπίζεται από τους έξωθεν κινδύνους που τον απειλούν. Είναι ο επινοητικός εφευρέτης που αντιμετωπίζει κάθε κατάσταση και ξεπερνά κάθε αδιέξοδο.  Ως φιλόσοφος μπορεί να αμφισβητήσει την αξία των κατακτητικών του άθλων μπροστά στο αναπόφευκτο του θανάτου. Όπως προσφυώς παρατηρεί ο λογοτέχνης T.E. Lawrence (περισσότερο γνωστός ως Λώρενς της Αραβίας), είναι ένας «μεταρρυθμιστής του κόσμου που δεν έχασε ποτέ την ικανότητα να αμφιβάλλει». Εισβάλλει στο Μεσαίωνα ως κυνηγός τεράτων και ως ηθικολόγος, αλλά και ως προάγγελος του τέλους του Χρόνου. Γίνεται ένας ταξιδευτής προς τον Παράδεισο, ένας ιππότης του Θεού και ένας Άνθρωπος Οικουμενικός, που κάποιες φορές αξιώνεται να ταυτιστεί με τον Χριστό. Όμως, όπως ο οικουμενικός Άνθρωπος, έρχεται και αυτός αντιμέτωπος με τον Θάνατο. Όταν εισέρχεται στη σύγχρονη ελληνική παράδοση, είναι ένας παγκόσμιος βασιλιάς που διαφυλάττει την ειρήνη στον κόσμο, ένα πρότυπο για τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες και ένας εθνικιστής ήρωας της σύγχρονης βαλκανικής πολιτικής σκηνής. Όπως ένα στοιχειό της φύσης που τα χνάρια του, μαζί μ’ αυτά του αλόγου του, έχουν αποτυπωθεί στα βράχια και τις ακτές του Αιγαίου. Ακόμα και στη μουσουλμανική παράδοση, όπου καθιερώνεται μέσω του Κορανίου, γίνεται ο υπερασπιστής του κόσμου απέναντι στο χάος, ένας πολεμιστής και ένας προφήτης του Θεού αλλά και ένας Καθρέφτης των Βασιλέων. Ο Πέρσης Αλέξανδρος, επίσης είναι ένας ιδανικός βασιλιάς, ένας ήρωας γεμάτος νιότη, ένας σοφός.

Μια τέτοια κοσμική μοίρα απέχει πολύ απ’ όσα μπορούμε να προσλάβουμε για τον ιστορικό Αλέξανδρο. Ο τελευταίος, όπως είδαμε, έχει χαρακτηριστεί ποικιλοτρόπως. Από βίαιος κατακτητής που η μόνη του ικανότητα ήταν να σκοτώνει, μέχρι οραματιστής που φιλοδοξούσε να ενώσει ολόκληρο τον κόσμο. Ένας περήφανος δυνάστης με αξιοθαύμαστες ικανότητες, γενναιόδωρος αλλά και μέθυσος και αγροίκος. Όσο, όμως, ηρωικός, ή όχι, κι αν ήταν ο Αλέξανδρος της ιστορικής αλήθειας, ο μύθος του λειτουργεί ανεξάρτητα από αυτόν. Και αυτό γιατί πολλά από τα γεγονότα στο Μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου είναι πράξεις που ο ιστορικός βασιλιάς απλώς θα επιθυμούσε να κάνει. Πράξεις τις οποίες ο πόθος του, αυτή η σχεδόν θρησκευτική επιθυμία του υπαγόρευε. Την εξερεύνηση του Νείλου, την πορεία στον εξωτερικό του κόσμου Ωκεανό, τη συνάντηση με τις Αμαζόνες. Ακόμα και η κατάκτηση της Δύσης, ένα από τα τελευταία σχέδιά του κάνει την εμφάνισή του σε μια παραλλαγή του Μυθιστορήματος.

Ο Αλέξανδρος του μύθου αρχίζει να εξυφαίνει την αφήγηση και τα περιστατικά της ίδιας του της ζωής μέσα από τα όνειρά του. Κάθε καινούργια διασκευή του μύθου του, που διαδέχεται την προηγούμενη, προσθέτει νέες ιστορίες, περισσότερο βάθος, νέους άθλους και νέες συναντήσεις. Δεν είναι όλες οι ιστορίες του μύθου όνειρα που έκανε ο Αλέξανδρος, αλλά όλες τους είναι όνειρα που μπορεί να κατανοήσει ένας άνθρωπος, αφού και ο ίδιος τα έχει ονειρευτεί. Το να σκέφτεται κάποιος την πορεία του στη ζωή ή το να επιθυμεί μια μεγαλύτερη διάρκεια ζωής είναι προσδοκίες πανανθρώπινες.

Ο Αλέξανδρος είτε στην Ιστορία είτε στον Θρύλο ενσαρκώνει τις προσδοκίες, τους φόβους και την αναμέτρηση με το θάνατο, ζητήματα που απασχολούν κάθε άνθρωπο. Εκεί, ίσως, βρίσκεται και το μυστικό της διαχρονικής γοητείας του.  

Η ανάμνηση του Αλεξάνδρου παραμένει ζωηρή στη μνήμη των κατοίκων των περιοχών από τις οποίες πέρασε. Μνημείο της μάχης των Γαυγαμήλων, το οποίο κοσμεί την κεντρική πλατεία του σημερινού Ερμπίλ (Erbil) στο βόρειο Ιράκ. Τα αρχαία Άρβηλα και η ακρόπολή τους ήταν το τελικό σημείο συγκέντρωσης του στρατού του Δαρείου πριν από την άφιξή του στο πεδίο της μάχης των γειτονικών Γαυγαμήλων. Η φωτογραφία τραβήχτηκε από τον συγγραφέα του παρόντος άρθρου το 2011.

 

Alexandre Le Grand, Grec Macedonien – Le Musee du Louvre. (3 – 4)

Ντοκυμαντέρ 2011 συμπαραγωγής της ΕΡΤ, του Μουσείου του Λούβρου, του Γαλλικού Κέντρου Κινηματογράφου και του τηλεοπτικού καναλιού ΑRTE

 

 

Ο Κλεάνθης Ζουμπουλάκης είναι διδάκτορας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ

 

  ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Anson E.M. (2013) Alexander the Great Themes and Issues, London.

Bosworth A.B. (1988) Conquest and Empire, the Reign of Alexander the Great, Cambridge ( Κατακτήσεις και Αυτοκρατορία του Μ. Αλεξάνδρου, μτφ. Μακρής Κ., Αθήνα 1998).

Carlier P. (1995) Le IVe siècle grec-jusqu’ à la mort d’Alexandre, Seuil ( Ο Ελληνικός Κόσμος τον 40 π.Χ. αιώνα, μέχρι το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μτφ. Στεφάνου Μ., επιμ. Ζουμπουλάκης Κ., Αθήνα 2005).

Droysen J.G. (1877-8) Geschichte des Hellenismus2 I. 1-2 Geschichte Alexanders des Grossen ( Ιστορία του Μ.Αλεξάνδρου μτφ. Αποστολίδης Ρ., επιμ. Αποστολίδης Η.- Αποστολίδης Σ., Αθήνα 1993).

Errington R.M. (2008) “Ο Μέγας Αλέξανδρος και η εξέλιξη της εικόνας του στην ιστοριογραφία” στο Μέγας Αλέξανδρος. Αναδιφώντας όψεις του περίοπτου, Έκδοση Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη, 138-171.

Fuller J.F.C. (1958) The Generalship of Alexander the Great ( Η Ιδιοφυής Στρατηγική του Μ.Αλεξάνδρου, μτφ. Κολιόπουλος Κ., επιμ. Ήφαιστος Π. – Παπασωτηρίου Χ., Αθήνα 2004).

Gehrke H.-J. (1991) Geschichte des Hellenismus, München (Ιστορία του Ελληνιστικού κόσμου, μτφ. Χανιώτης Α., εποπτεία Μπουραζέλης Κ , Αθήνα 2007).

Heckel W.- Tritle L.A. (2009) Alexander the Great: a new history, Chichester.

Stoneman R., (2008) Alexander the Great: A life in Legend ( Αλέξανδρος ο Μέγας. Από την Ιστορία στον θρύλο, μτφ. Μοσχή Φ. επιμ. Αποστολοπούλου Μ., Αθήνα 2011).

Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ: Επαναπροσεγγίζοντας τα θρυλικά σχολεία της δεκαετίας του 1930

Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ

Επαναπροσεγγίζοντας τα θρυλικά σχολεία της δεκαετίας του 1930

Το κρατικό πρόγραμμα ανέγερσης 4000 περίπου νέων σχολείων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, το οποίο πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία της δεύτερης κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου, ανήκει στους εκσυγχρονιστικούς άθλους του ελληνικού Μεσοπολέμου. Ήταν το μεγαλύτερο πρόγραμμα σχολικής στέγης όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στη μεσοπολεμική Ευρώπη. Ξεκίνησε με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929 από τον υπουργό Παιδείας Κωνσταντίνο Γόντικα (Ιούλιος 1928 – Ιανουάριος 1930), κορυφώθηκε επί υπουργίας Γεωργίου Παπανδρέου (Ιανουάριος 1930 – Μάιος 1932) και συνεχίστηκε έως τα τέλη της δεκαετίας του 1930. Τα νέα διδακτήρια σχεδιάστηκαν κυρίως από αρχιτέκτονες του Γραφείου Μελετών του Υπουργείου Παιδείας, οι περισσότεροι από τους οποίους ανήκαν στη γενιά του ΄30, ήταν απόφοιτοι της νεοσύστατης Σχολής Αρχιτεκτόνων – Μηχανικών του Πολυτεχνείου και θιασώτες του μοντέρνου κινήματος.

Η έκδοση του εμβληματικού βιβλίου Τα Νέα Σχολικά Κτίρια το 1938, με επιμέλεια του μοντερνιστή αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού (1903-1976), εκτός από την αρχιτεκτονική τεκμηρίωση των διδακτηρίων συνέβαλε και στη μυθοποίησή τους. Στη συλλογική μνήμη διασώθηκαν κυρίως ως «Σχολεία Παπανδρέου» και ως ο κατεξοχήν χώρος εφαρμογής των αρχών της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Το βιβλίο του 1938 περιλαμβάνει πρόλογο του προέδρου του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος Ανάργυρου Δημητρακόπουλου, γραμμένο σε πομπώδη καθαρεύουσα, και ένα ανυπόγραφο υπόμνημα σε δημοτική γλώσσα. Ακολουθεί η παρουσίαση 134 από τα 330 πολυτάξια διδακτήρια αστικών κυρίως κέντρων που σχεδίασαν επώνυμοι αρχιτέκτονες και έχουν ιδιαίτερο συνθετικό και μορφοπλαστικό ενδιαφέρον. Η παρουσίαση γίνεται με σχέδια και εντυπωσιακές φωτογραφικές λήψεις. Από τα 134 αυτά σχολικά κτίρια που επέλεξε ο Καραντινός τα 50 είναι δικά του, τα 17 του Νίκου Μητσάκη, τα 11 του Κυριακούλη Παναγιωτάκου, από 5 του Γεωργίου Πάνζαρη και του Σπύρου Λέγγερη και από 1-2 των υπόλοιπων αρχιτεκτόνων στους οποίους περιλαμβάνονται αξιόλογοι μοντερνιστές, όπως ο Θουκυδίδης Βαλεντής και ο Άγγελος Σιάγας, αλλά και σημαντικοί αρχιτέκτονες προηγούμενων γενιών όπως ο Αριστοτέλης Ζάχος και ο Δημήτρης Πικιώνης.

Η τεκμηρίωση αυτή μας επιτρέπει να κατανοήσουμε την αξία έργων τους που επαινέθηκαν και από τον ευρωπαϊκό Τύπο ως συμβολές στην ανάπτυξη της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στη γηραιά Ήπειρο. Σύμφωνα με τη φρασεολογία της εποχής, αυτό το κρατικό πρόγραμμα σχολικής στέγης συνδέθηκε με μια διπλή «επανάσταση»: την εφαρμογή των αρχών της σύγχρονης παιδαγωγικής και της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Υιοθετήθηκαν δηλαδή οι νέες αντιλήψεις για τη σχέση δασκάλου και μαθητή, για ευάερες και ευήλιες αίθουσες, μεγάλες αυλές και χώρους αθλοπαιδιών, για ατομική υγιεινή, κ.λπ.

Δημοτικό σχολείο στην οδό Καλλισπέρη, Μακρυγιάννη, Αθήνα, 1931. Αρχιτέκτων Πάτροκλος Καραντινός.
Δημοτικό σχολείο στην οδό Κωλέττη, Αθήνα, 1932. Αρχιτέκτων Νίκος Μητσάκης.
Το Δημοτικό σχολείο στα Πευκάκια Λυκαβηττού, 1932, έργο του Δημήτρη Πικιώνη.
Αρχιτεκτονικό σχέδιο του Δημήτρη Πικιώνη για το Δημοτικό σχολείο στα Πευκάκια.

Εδώ χρειάζεται να θυμηθούμε ότι τα χρόνια του Mεσοπολέμου αποτελούν μία από τις σημαντικότερες περιόδους της αρχιτεκτονικής του νεοελληνικού κράτους. H ώσμωση των νέων ρευμάτων της Ευρώπης —του ρασιοναλισμού, του λειτουργισμού και του πουρισμού— επιταχύνεται μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, όταν η ζοφερή πραγματικότητα των ομογενών προσφύγων επιβάλλει ορθολογιστικές και σύγχρονες λύσεις. Η ταχύτατη επικράτηση του μοντέρνου φορμαλισμού εκφράζει την αισιόδοξη και επιθετική νεωτερικότητα των ανερχόμενων μεσοαστών, η οποία ασκεί επίδραση και στα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα. Σε πόλεις χαμηλής εκβιομηχάνισης και αστικής οργάνωσης, όπως ήταν οι ελληνικές, τα νέα ρεύματα θα επηρεάσουν κυρίως τη μορφή των κτιρίων και τη λειτουργία τους. Η κατασκευή τους είναι πολύ συμβατικότερη απ’ ό,τι στις βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης όπου γεννήθηκε το μοντέρνο κίνημα.

Παρά τη γενικευμένη χρήση ενός νέου υλικού —του οπλισμένου σκυροδέματος—, οι ελληνικές οικοδομές δεν διαθέτουν την υψηλή τεχνολογία ούτε την αυστηρή τυποποίηση που χαρακτηρίζουν τις κατασκευές των κεντροευρωπαϊκών προτύπων τους. Ένα πάντως είναι βέβαιο. Oι συνθετικές αρχές και το λεξιλόγιο του μοντέρνου κινήματος βρίσκουν στη μεσοπολεμική Ελλάδα πρόσφορο έδαφος για εντατική εφαρμογή, καλύπτοντας τις ανάγκες ταχύρρυθμων κρατικών προγραμμάτων στέγασης, παιδείας, υγείας και πρόνοιας.

Γυμνάσιο στον Πειραιά, σήμερα Πρότυπο Γενικό Λύκειο Ιωνιδείου Σχολής, π. 1932-1934.
Αρχιτέκτων Σπύρος Λέγγερης.
Οκτατάξιο Γυμνάσιο Σπάρτης, 1931-1932. Αρχιτέκτων Κυριακούλης Παναγιωτάκος.

Τα Νέα Σχολικά Κτίρια δεν ήταν ο μόνος ούτε ο πρώτος άθλος του ελληνικού κράτους στα χρόνια του Μεσοπολέμου. Είχε προηγηθεί η προσπάθεια αντιμετώπισης του πρωτεύοντος προβλήματος της στεγαστικής αποκατάστασης των αγροτών και αστών προσφύγων από προηγούμενες κυβερνήσεις σε συνέργεια με διεθνείς οργανισμούς. Ενδεικτικά αναφέρω ότι από το 1924 έως το 1930 η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) είχε ανεγείρει περισσότερες από 10.000 κατοικίες σύγχρονων προδιαγραφών στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας και 27.500 κατοικίες σε προσφυγικούς συνοικισμούς όλης της χώρας.

Επιπλέον, η μυθοποίηση «των Σχολείων Παπανδρέου» υποτίμησε τις οφειλές τους στις εκσυγχρονιστικές προσπάθειες των κυβερνήσεων του Χαρίλαου Τρικούπη και του Γεωργίου Θεοτόκη σε πολύ δυσμενέστερες συνθήκες. Οι σημαντικότερες από τις οφειλές αυτές τεκμηριώνονται στο βιβλίο της Ελένης Καλαφάτη Τα σχολικά κτίρια της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, 1821-1929. Ως υπουργός Παιδείας (Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως) της κυβέρνησης του εκσυγχρονιστή Τρικούπη, ο Θεοτόκης ετοίμασε και κατέθεσε το 1889 στη Βουλή άρτια και προοδευτικά για την εποχή τους νομοσχέδια για την αναβάθμιση της παιδείας. Τα νομοσχέδια αυτά, τα οποία εμπόδισε να ψηφισθούν η αντιπολίτευση Δηλιγιάννη, αποσκοπούσαν μεταξύ άλλων στη δημιουργία ενός ορθολογικού και οµοιογενούς χάρτη σχολικών κτιρίων. Το 1895, επί πρωθυπουργίας Θεοτόκη, ξεκινά η προσπάθεια συγκρότησης κρατικού προγράµµατος κατασκευής τυποποιημένων σχολικών κτιρίων ως βασικού μέσου ενοποίησης του εθνικού χώρου και ομοιογενούς διαπαιδαγώγησης του πληθυσμού. Καρπός αυτής της προσπάθειας ήταν τα 407, νεοκλασικής μορφολογίας, δημοτικά σχολεία της περιόδου 1895-1911 — μονοτάξια, διτάξια, τετρατάξια και εξατάξια. Ανεγέρθηκαν βάσει σχεδίων του νομομηχανικού Δημητρίου Καλλία και είναι γνωστά ως «Σχολεία Συγγρού». Το Αρχιτεκτονικό Γραφείο του Υπουργείου Παιδείας ιδρύθηκε το 1910. Στο βιβλίο της Καλαφάτη τεκμηριώνεται η σημασία της επόμενης περιόδου 1911-1928 και ο κτιριολογικός εκσυγχρονισμός της σχολικής αρχιτεκτονικής κατά την οκταετία αυτή, στη διάρκεια της οποίας ανεγέρθηκαν 1000 περίπου κοινοτικά διδακτήρια, διαμορφωμένα στο πνεύμα ενός ήπιου τοπικισμού. Αναφέρει επίσης ότι το 1928 η σύγχρονη αντίληψη του σχολικού κτιρίου είχε συγκροτηθεί στα βασικά της στοιχεία.

Η επανέκδοση του βιβλίου Τα Νέα Σχολικά Κτίρια το 2019 (επιμέλεια Ανδρέα Γιακουμακάτου, εκδόσεις Καπόν), η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του διεθνούς εορτασμού για τα 100 χρόνια από την ίδρυση της Σχολής του Μπάουχαους και του διεθνούς συνεδρίου «Το Μπάουχαους και η Ελλάδα», επανέφερε τον αρχιτεκτονικό αυτό θρύλο στο προσκήνιο. Η δεύτερη εμπλουτισμένη έκδοση απαρτίζεται από τρία μέρη, δύο εισαγωγικά και την ακριβή ανατύπωση του τόμου του 1938. Το πρώτο είναι το άρθρο του Ανδρέα Γιακουμακάτου, καθηγητή ιστορίας, κριτικής ανάλυσης και θεωρίας της αρχιτεκτονικής, με τίτλο «Τα Νέα Σχολικά Κτίρια. Ιστορία ενός Μύθου». Πρόκειται για ιστορικοκριτική προσέγγιση του θέματος που φωτίζει σημαντικές πτυχές του: την ιδεολογική, την κοινωνική και την αρχιτεκτονική. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη διεθνή αναγνώριση των μοντέρνων σχολείων μας του ’30. Επισημαίνεται τέλος η σχέση της λειτουργικής (φονξιοναλιστικής) αρχιτεκτονικής με μια σύγχρονη ερμηνεία της ελληνολατινικής κληρονομιάς της Μεσογείου, έντεχνης και λαϊκής, απαλλαγμένης από τον ακαδημαϊκό κλασικισμό. Θυμίζω ότι τη σχέση αυτή επικαλέστηκε ο Le Corbusier για τη «νομιμοποίηση» του μοντερνισμού στο ΙV Διεθνές Συνέδριο Αρχιτεκτονικής του 1933, το οποίο ολοκληρώθηκε πανηγυρικά στην Αθήνα. Το σχετικό άρθρο του επικοινωνιακού αστέρα του Συνεδρίου είχε τίτλο «Ésprit Grec – Ésprit Latin – Ésprit Greco-Latin» (Ελληνικό πνεύμα – Λατινικό Πνεύμα – Ελληνο-λατινικό πνεύμα). Δημοσιεύτηκε στα γαλλικά στο βαχύβιο περιοδικό της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας 20ός Αιώνας που εξέδιδε ο γλύπτης Μιχάλης Τόμπρος (τχ. 1, Ιούλιος 1933, σ. 6-8). Το αφήγημα του Le Corbusier υιοθετήθηκε με ενθουσιασμό από τους ‘Ελληνες, Ιταλούς, Ισπανούς και Γάλλους μοντερνιστές, διευκολύνοντας τη δημιουργία έργων με ιδιαίτερο μορφοπλαστικό ενδιαφέρον και αναφορές στη μεσογειακή παράδοσή τους.

Στο δεύτερο μέρος περιλαμβάνονται δύο ανέκδοτα κείμενα, γραμμένα από τον επικοινωνιακό αστέρα του διδακτηριακού αυτού προγράμματος Πάτροκλο Καραντινό: ένας Πρόλογος – μανιφέστο του μαχόμενου ελληνικού μοντερνισμού και μια γενική παρουσίαση των «Νέων Σχολικών Κτιρίων της Ελλάδας». Η ανατύπωση του βιβλίου του 1938 που επιμελήθηκε ο Καραντινός γίνεται στο τρίτο μέρος.

Θα πρέπει επίσης να τονιστεί ότι η πλειοψηφία των 4000 περίπου νέων σχολείων της δεύτερης κυβέρνησης Βενιζέλου και των επόμενων ήταν κοινοτικά. Στον σχεδιασμό τους χρησιμοποιήθηκαν οι αναθεωρημένοι τύποι της περιόδου 1920-1928, κυρίως σε ό,τι αφορά την κατασκευή, με τη γενίκευση της χρήσης του οπλισμένου σκυροδέματος, την υγιεινή και ώς ένα βαθμό τη μορφή τους.

Τύπος διτάξιων Δημοτικών Σχολείων για ορεινές περιοχές.

Από μορφολογική άποψη η σχολική αρχιτεκτονική της δεκαετίας του ’30 είναι πολυφωνική. Τα κτίριά της δεν ανήκουν μόνο στα ριζοσπαστικά ρεύματα του ορθολογισμού (ρασιοναλισμού) και λειτουργισμού (φονξιοναλισμού), αλλά και σε άλλες μεσοπολεμικές τάσεις, όπως είναι ο ήπιος τοπικισμός, ο νέο-βυζαντινισμός και η μεσογειακή νεωτερικότητα. Ενδεικτικά αναφέρονται δύο εμβληματικά διδακτήρια της Θεσσαλονίκης: το σχολικό συγκρότημα «Αγίας Σοφίας», έργο του μοντερνιστή αρχιτέκτονα Νίκου Μητσάκη με αναφορές στο βυζαντινό παρελθόν της πόλης, και το Πειραματικό Σχoλείο του Δημήτρη Πικιώνη, εμπνευσμένο από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Μακεδονίας.

Σχολικό συγκρότημα «Αγίας Σοφίας» στη Θεσσαλονίκη, 1929-1931. Αρχιτέκτων Νίκος Μητσάκης.
Πειραματικό σχολείο Θεσσαλονίκης, 1934-1935, έργο του Δημήτρη Πικιώνη. Συνεργάτης αρχιτέκτων Προκόπης Βασιλειάδης.
Πειραματικό σχολείο Θεσσαλονίκης. Σχέδιο Δημήτρη Πικιώνη.

Συμπερασματικά, τα διδακτήρια του Μεσοπολέμου εκτός από την ιστορική, κοινωνική και αρχιτεκτονική δικαίωσή τoυς έχουν και διδακτική αξία. Αποτελούν τεκμήρια αποτελεσματικότητας και δημιουργίας του ελληνικού δημοσίου, απολύτως συγκρίσιμα με άλλων πιο αναπτυγμένων χωρών. Διδακτική αξία ως παραδείγματα έχουν και οι αρχιτέκτονες αυτών των έργων. Απελευθερωμένοι από τη vooτρoπία τoυ κληρovόμoυ και οραματιζόμενοι ένα καλύτερο μέλλον, δημιούργησαν καλύπτοντας τις ανάγκες ταχύρρυθμων κρατικών προγραμμάτων σχολικής στέγης.

Θα κλείσω με κάποιες σκέψεις για την πολυφωνική αυτή αρχιτεκτονική κληρονομιά, προτάσσοντας δύο ερωτήματα:

  • Τι αξίζει ή μπορεί vα κρατηθεί από τη σχολική αρχιτεκτονική του Μεσοπολέμου και τι πρέπει vα παραχωρήσει τη θέση τoυ σε vέες oικoδoμές ή διαμoρφώσεις;
  • Πως θα συvτηρηθoύv τα διατηρητέα κτίριά της και τι χρήσεις θα τoυς δώσoυμε;

Βασικό κριτήριο σε όλες τις περιπτώσεις είναι η αξία ―ιστορική, συμβολική, κοινωνική, αισθητική― των μεσοπολεμικών διδακτηρίων που πρέπει να προστατευθούν. Και αυτό φυσικά προϋποθέτει την αξιολόγησή τους, κάτι που και δύσκολο είναι, επειδή απαιτεί γνώση και τόλμη, αλλά και έξω από το βιαστικό – ισοπεδωτικό ή μυθοποιητικό πνεύμα των καιρών μας. Μια δίκαιη αξιολόγηση δεν θα ήταν σκόπιμο να βασιστεί μόνο σε δημοσιεύσεις σχολείων στον περιοδικό Τύπο και στη βιβλιογραφία. Αναφέρθηκα ήδη στην επιλογή των 134 σχολικών κτιρίων του ’30. Επιπλέον, μετά το IV Συνέδριο της Διεθνούς Αρχιτεκτονικής του 1933, στον ευρωπαϊκό Τύπο και στο μεγάλης επιρροής βιβλίο του Alberto Sartotis Gli elementi dell’architettura funzionale : sintesi panoramica dell’architettura moderna δημοσιεύονται κυρίως έργα των μελών της ελληνικής ομάδας του Συνεδρίου, δηλαδή του Στάμου Παπαδάκη, του Πάτροκλου Καραντινού και του Ιωάννη Δεσποτόπουλου (βλ. πίνακα ΙΙ). Οι δημοσιεύσεις ελληνικών μοντέρνων κτιρίων στον γερμανικό και γαλλικό περιοδικό Τύπο της εποχής επηρεάστηκαν και από τις σπουδές ή τη μετεκπαίδευση των αρχιτεκτόνων τους σε αυτές τις χώρες (βλ. πίνακες Ι και ΙΙΙ).

Ένα άλλο βασικό κριτήριο είναι το κόστος της συντήρησης και ανάπλασης των διδακτηρίων του Μεσοπολέμου. Η απάντηση επομένως στο ερώτημα «Τι αξίζει ή τι μπορεί vα κρατηθεί από τη σχολική αρχιτεκτονική του μεσοπολέμου» προϋποθέτει την καταγραφή της σημερινής κατάστασης του κτιριακού της αποθέματος.

Κρίσιμο είναι και το ερώτημα: «Πώς θα μπορέσουν να εκσυγχρονιστούν λειτουργικά και τεχνολογικά τα διατηρητέα σχολικά κτίρια χωρίς να χάσουν την αρχιτεκτονική αξία τους — συμβολική και αισθητική;» Γιατί αν αυτή η αξία χαθεί, τότε ποιός ο λόγος να κρατήσουμε ένα ευτελισμένο κτίριο του παρελθόντος αντί να το αντικαταστήσουμε με ένα νέο, το οποίο και τις ανάγκες της εποχής του καλύπτει καλύτερα και λιγότερο κοστίζει; Αυτό πιστεύω θα έκαμαν αν ήταν σήμερα στη θέση μας εκείνοι που τα δημιούργησαν.

Έξι αρχιτέκτονες του διδακτηριακού προγράμματος του Υπουργείου Παιδείας σε αναμνηστική φωτογραφία των μέσων της δεκαετίας του 1930. Διακρίνονται από αριστερά όρθιοι: Γεώργιος Μιχαλόπουλος (πρώτος), Πάτροκλος Καραντινός (τρίτος), Κώστας Ρουσόπουλος (τέταρτος), Ιωάννης Καψαμπέλης (έκτος), Νίκος Μητσάκης (έβδομος). Καθιστοί: Μιχαήλ Μανούδης, διευθυντής Δ/σης Καλών Τεχνών (πρώτος), Θεόδωρος Μιχαλόπουλος, διευθυντής Τεχνικών
Υπηρεσιών Υπ. Παιδείας (δεύτερος) και Γεώργιος Πάνζαρης (τρίτος).

 

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι

Heinrich Lauterbach, “Notizen von einer Reise in Griechenland”, Die Form, 11/ 15.11.1932, σσ. 336- 346

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ

Sartoris, Alberto, Gli elementi dell’architettura funzionale : sintesi panoramica dell’architettura moderna, Milano : Hoepli, 21935, σ. 289-299

Πρόλογος Le Corbusier και Εισαγωγή P.M. Bardi


 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΙ

L’Architecture d’aujourd’hui, 10/1938, σ. Χ59-Χ65 (φωτογραφίες και κατόψεις)

 

 

Η Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ είναι ιστορικός της αρχιτεκτονικής και Ομότιμη Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών.

 

Eπιλογή βιβλιογραφίας

Αθανασιου, Αιμ. «Μηχανες Υγειας-Μηχανες Ζωης, Τα “Μοντερνα» Νοσοκομεια στην Αθηνα του Μεσοπολεμου» σε Τουρνικιώτης, Π. (επιμ.), Ελληνική Μοντερνα Αρχιτεκτονική. Θεματικες τομες και τεκμηριωση μιας δημιουργικής εποχής. Η δεκαετια του 1930, Ε.Μ.Π, Αθήνα 2009, σσ. 207-339.

Αντωνίου, Α.Β., Ο αρχιτέκτων Νικόλαος Μ. Μητσάκης (1899-1941), διδακτορική διατριβή, Α.Π.Θ.– Πολυτεχνική Σχολή – Τμήμα Αρχιτεκτόνων – Τομέας Ιστορίας Αρχιτεκτονικής, Ιστορίας Τέχνης, Αρχιτεκτονικής Μορφολογίας και Αναστήλωσης, Θεσσαλονίκη 2012 (πολυγραφημένο)

Bardi, Π. Μ., Ταξίδι στην Ελλάδα. Αρχιτεκτονική και πολιτική  στη  Μεσόγειο  του Μεσοπολέμου,  μετάφραση-επιμέλεια  Α.  Γιακουμακάτος,  Μορφωτικό  Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2016.

Βασιλείου Ι., Η λαϊκή κατοικία, Αθήνα 1944, σσ. 68-91 (σ. 74, Αστικοί συνοικισμοί της Ε.Α.Π. 1924-1930).

Βλάμος, Γ., Η υγιεινή του σχολείου, Αθήνα 1904.

Βλάσης, Α., Σκέψεις περί βελτιώσεως της εν Ελλάδι δημοτικής εκπαιδεύσεως, Αθήνα 1880.

Γιακουμακάτος, Α., Στοιχεία για τη νεότερη ελληνική   αρχιτεκτονική. Πάτροκλος Καραντινός, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2004.

Γιακουμακάτος, Α. (επιμ.), Τα Νέα Σχολικά Κτίρια, Εκδόσεις Καπόν, Αθήνα 2019.

Γιακουμακάτος, Α. (επιμ.), Το Μπάουχαους και η Ελλάδα: Η νέα ιδέα της σύνθεσης στις τέχνες και την αρχιτεκτονική / Bauhaus and Greece, Εκδόσεις Καπόν, Αθήνα 2019.

Giacumacatos, Α. και  Godoli, Ε., L’architettura delle scuole  e il razionalismo in Grecia, Modulo, Φλωρεντία 1985.

Giacumacatos,  Α.,  «Le  renouνellement  de  l’architecture   scolaire   grecque   dans   les années 1930», στο Α. Μ. Chatelet & Μ. Le Creur  (επιμ.) , Larchitecture  scolaire. Essai  dhistoriograρhie  internationale,  ειδική   έκδοση  του  περιοδικού  Histoire    de l éducation, τχ. 102, lnstitut national de recherché ρedagogique, Παρίσι 2004, σσ. 181-199.

Εκδοχές του μοντέρνου στην Αθήνα του μεσοπολέμου, do.co.mo.mo – Τα Τετράδια του μοντέρνου, 04, Futura, Αθήνα 2010.

Ζήβας. Δ. – Καρδαμίτση-Αδάμη, Μ., «Σύντομο ιστορικό των σχολικών κτιρίων στην Ελλάδα», Αρχιτεκτονικά Θέματα, 13/1979.

Fessas-Emmanouil, H., “Greece: The History behind the Myth”, στο Harbusch G., Somer K., Weiss D., van Es E., Pérez M. (επιμ.), Atlas of the Functional City CIAM IV and Compαrative Urban Analysis, Thoth-Publishers – gta Verlag, Busum, Holland 2014, σσ. 208-221.

Fessas-Emmanouil, H., Preservation and the fashion for mistreating modern heritage buildings https://www.academia.edu/37092514/Preservation_and_the_fashion_for_mistrea ting_modern_heritage_buildings

Καζάζης, Ν., Δημοτική εκπαίδευσις και καθολική ψηφοφορία, Αθήνα 1879.

Καλαφάτη, Ε., Τα Σχολικά Κτίρια της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, 1821-1929, Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας / Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς 1985.

Καλλίας Δ.Κ., «Το Μαράσλειον Διδασκαλείον», Αρχιμήδης, 11/1906, σσ. 103-107. Καραντινός Π. (εκδ.), Τα νέα σχολικά κτήρια, Τ.Ε.Ε., Αθήνα 1938.

Λάββας, Γ.Π., Επίτομη Ιστορία Αρχιτεκτονικής με έμφαση στον 19ο και 20ό αιώνα, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 303-306.

Λαμπαδάριος, Εμμ., Σχολική Υγιεινή, Αθήνα 1928.

L’Architecture d’aujourd’hui, 10/1938, σσ. Χ59-Χ65.

Le Corbusier, «Ésprit Grec – Ésprit Latin – Ésprit Greco-Latin», στο 20ème Siècle, 1/Juillet 1933, σσ. 6-8.

Lauterbach, Η., “Notizen von einer Reise in Griechenland”, Die Form, 11/ 15.11.1932, σσ. 336- 346.

Mantoudis, M., «Les bâtiments scolaires en Grèce», L’Hellénisme contemporain, 5/1936, σ. 450-456, 7/1936, σσ. 629-635.

Μαρμαράς, Εμ., Η αστική πολυκατοικία της μεσοπολεμικής Αθήνας. Η αρχή της εντατικής εκμετάλλευσης του αστικού εδάφους, ΕΤΒΑ Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα, Αθήνα 1991.

Μαρτίνος, Σταύρος, «Ο ρόλος του Στάμου Παπαδάκη στη διοργάνωση του IV CIAM», Εκδοχές του            μοντέρνου στην Αθήνα του μεσοπολέμου, ό.π., σσ. 99-108.

Οικονόμου, Χ. Π., «Η στοιχειώδης εκπαίδευσις κατά την τελευταίαν εκατονταετίαν εν Ελλάδι (1830- 1930)», στο Επετηρίς της Δημοτικής Εκπαιδεύσεως, Αθήνα 1932, σσ. 88-125.

Πανουσάκης, Χ. (επιμ . ), Νικόλαος Μητσάκης, 1899-1941, κατάλογος της έκθεσης, Αθήνα 1999.

Ρούσση, Β. (επιμ.), Η προστασία των κτηρίων του προπολεμικού μοντερνισμού στην Αθήνα, Πρακτικά Ημερίδας, ΥΠΠΟ – 1η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων, Αθήνα 2000.Σαράτσης, Δ.Ι., Περί υπαιθρίων σχολείων και υπαιθρίου διδασκαλίας, ανάτυπο από τα Πρακτικά του Β’ ελληνικού συνεδρίου κατά της φυματιώσεως, Βόλος 1913.

Sartotis, Α., Gli elementi dell’architettura funzionale : sintesi panoramica dell’architettura moderna, Hoepli, Μιλάνο 21935, σσ. 289-299.

Τουρνικιώτης, Π. (επιμ.), Ελληνική Μοντερνα Αρχιτεκτονική. Θεματικες τομες και τεκμηριωση μιας δημιουργικής εποχής. Η δεκαετια του 1930, Ε.Μ.Π., Αθήνα 2009.

Φεσσά-Εμμανουήλ, Ε., «Η διατήρηση και η μόδα της κακοποίησης μοντέρνων κτηρίων», στο Η προστασία των κτηρίων του προπολεμικού μοντερνισμού στην Αθήνα, Πρακτικά Επιστημονικής Ημερίδας 16.10.1998, ΥΠ.ΠΟ.- Α’ Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων, Αθήνα 2000, σσ. 71-78.

Φεσσά-Εμμανουήλ Ε. & Μαρμαράς Εμμ. Β., Δώδεκα Έλληνες Αρχιτέκτονες του μεσοπολέμου, ΠΕΚ, Ηράκλειο 2005.

Φεσσά-Εμμανουήλ, Ε. (επιμ.), Ελληνική Αρχιτεκτονική Εταιρεία, Αρχιτέκτονες του 20ού αιώνα,. Ποταμός, Αθήνα 2009, σσ. ΧΧ-ΧΧΙ.

Φιλιππίδης, Δ., Νεοελληνική Αρχιτεκτονική. Αρχιτεκτονική θεωρία και πράξη (1830-1980) σαν αντανάκλαση των ιδεολογικών επιλογών της νεοελληνικής κουλτούρας, Αθήνα: Μέλισσα, 1984.

Χολέβας, Ν.Θ., Ο αρχιτέκτων Πάνος Ν. Τζελέπης (1894-1976). Μια συμβολή στη Νεοελληνική Αρχιτεκτονκή   και    στο    πρωτοποριακό   της   κίνημα,    διδακτορική    διατριβή Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη, 1983.

Χολέβας, Ν.Θ., Ο αρχιτέκτων Άγγελος Σιάγας (1899-1987), Παπασωτηρίου, Αθήνα 1992. Χολέβας, Ν.Θ., Αρχιτεκτονική του Μεσοπολέμου στα Βαλκάνια, Φιλιππότης, Αθήνα 1994.

 

Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος: Η Ελληνοϊταλική κρίση του 1923 Μέρος Β΄: Βομβαρδισμός και κατάληψη της Κερκύρας

Εκατό χρόνια από τότε

Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος

Η ελληνοϊταλική κρίση του 1923

Μέρος Β’: Βομβαρδισμός και κατάληψη της Κερκύρας

Στο α΄μέρος του συγκεκριμένου αφιερώματος, περιγράφηκαν συνοπτικά οι βλέψεις της Ιταλίας επί της Κερκύρας και της Ηπείρου, το χρονικό της διαχαράξεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου, η δολοφονία των μελών της ιταλικής αντιπροσωπείας και ο αντίκτυπός της, καθώς και η αντίδραση της Ρώμης. Αυτή συνίστατο στην αποστολή στην Αθήνα ενός τελεσιγράφου, στο οποίο δεν διευκρινιζόταν καν τι επρόκειτο να συμβεί σε περίπτωση μη αποδοχής του. Τέλος, ανεγράφη η αντίδραση της ελληνικής κυβερνήσεως και προσωπικά του υπουργού Εξωτερικών Aποστ. Αλεξανδρή.

Νωρίς το μεσημέρι της 31ης Αυγούστου 1923, ένα ιταλικό πλοίο εισέπλευσε στο λιμάνι της αρχόντισσας του Ιονίου και αγκυροβόλησε μπροστά από το Παλαιό Φρούριο, δίχως να χαιρετήσει την ελληνική σημαία κατά τα ειωθότα. Ακολούθησε και η υπόλοιπη αρμάδα, η οποία αποτελείτο από δεκαεπτά (17) πλοία, συνοδευόμενα από ένα υποβρύχιο και τέσσερα (4) υδροπλάνα. Σύντομα, το σύνολο των ιταλικών πλοίων ανεπτύχθη σε τάξη μάχης μεταξύ της νησίδος Βίδο και της Κερκυραϊκής ακτής.

Ο νομάρχης Πέτρος Ευριπαίος.

Στις 15:00 μ.μ., ο Πλοίαρχος Antonio Foschini και ο υπασπιστής του Υποπλοίαρχος Tsordini επεσκέφθησαν τον νομάρχη Πέτρο Ευριπαίο, ο οποίος τους καλωσόρισε στα γαλλικά. Ο Foschini τον διέκοψε αγενώς και του έδωσε ένα έγγραφο συντεταγμένο στα ιταλικά. Ο Ευριπαίος, καίτοι ήταν άριστος γνώστης της ιταλικής, προσποιήθηκε άγνοια της γλώσσας και, αντιλαμβανόμενος το κρίσιμο των περιστάσεων, ζήτησε από τον Foschini στα γαλλικά την έλευση του προξένου της Ιταλίας στη νήσο. Κατά τη διάρκεια της ολιγόλεπτης αναμονής, ο Ευριπαίος κατάφερε να ειδοποιήσει ορισμένους σημαίνοντες παράγοντες όπως προσέλθουν το ταχύτερο δυνατόν στο κτίριο της νομαρχίας. Ύστερα από την πάροδο ολίγων λεπτών, κατέφθασε ο πρόξενος, ο οποίος και ανέλαβε τη μετάφραση του ιταλικού εγγράφου. Σύμφωνα μ’ αυτό, ο Έλληνας νομάρχης όφειλε να παραδώσει στους Ιταλούς την Κέρκυρα, δίχως να προβάλλει την παραμικρή αντίσταση, διότι αυτή θα συντριβόταν δια της βίας.

Η κατάληψη της νήσου θα ξεκινούσε σε 30 λεπτά. Η προθεσμία αυτή εδίδετο για να έχουν τον χρόνο οι υπήκοοι των τρίτων κρατών όπως συγκεντρωθούν στα προξενεία των χωρών τους ή τουλάχιστον όπως δυνηθούν να απομακρυνθούν από τα στρατιωτικά κτίρια. Ο Ευριπαίος, αφού ξεπέρασε το αρχικό σοκ, απήντησε με ψυχραιμία πως εστερείτο οδηγιών εκ μέρους της κυβερνήσεώς του και ως εκ τούτου παρεκάλεσε τον Ιταλό αξιωματικό να του δώσει την απαιτούμενη χρονική διορία για να έρθει σε τηλεγραφική επικοινωνία με την Αθήνα.

Ο Foschini απήντησε νευρικά πως ούτε προθεσμία του έδινε ούτε του επέτρεπε να έρθει σε οιασδήποτε μορφής επικοινωνία με την ελληνική κυβέρνηση! Τότε, ο Ευριπαίος του δήλωσε υπερήφανα: «Υπό τας συνθήκας αυτάς, αδυνατώ να Σας παραδώσω την νήσον». Εν τω μεταξύ, είχαν αρχίσει να καταφθάνουν στο κτίριο οι εκπρόσωποι των Αρχών της πόλεως και οι Ιταλοί αξιωματούχοι ένιωθαν όλο και πιο άβολα. Τελικώς, ο Foschini συναίνεσε στην παραχώρηση ολιγόλεπτης προθεσμίας μόνον, όμως, για να συσκεφθεί ο Ευριπαίος με τους άλλους αξιωματούχους. Αμέσως, ο νομάρχης προσεπάθησε επί ματαίω να επικοινωνήσει με την Αθήνα για να λάβει οδηγίες της κυβερνήσεως περί του πρακτέου. Ακολουθεί ένας έντονος διάλογος του Ευριπαίου με τον Foschini. Ο Έλληνας δημόσιος λειτουργός εξαπέλυσε ένα δριμύ «κατηγορώ» για την παραβίαση της, παλαιόθεν κατοχυρωμένης, ουδετερότητος της Κερκύρας. Ο Ιταλός αξιωματικός τον διέκοψε και ζήτησε από τον πρόξενο της χώρας του να μεταφέρει στον Έλληνα νομάρχη ότι δεν είχε την πρόθεση να συνομιλήσει μαζί του. Το μόνο που ανέμενε από τον τελευταίο ήταν ένα «Ναι» ή ένα «Όχι».

Ο Ευριπαίος του απήντησε πως ο Ιταλός διοικητής της ναυτικής μοίρας Ναύαρχος Emilio Solari ήταν τακτικός επισκέπτης της νήσου και γνώστης του γεγονότος ότι και τα δύο ενετικά φρούρια της Κερκύρας όχι μόνον εστερούντο οπλισμού για την προβολή αμύνης αλλά ήταν και υπερπλήρη Μικρασιατών προσφύγων. Τότε, ο Ιταλός αξιωματικός, αντιλαμβανόμενος την παρελκυστική πολιτική του Ευριπαίου, του έδωσε ένα σημείωμα με τους όρους παραδόσεως της νήσου και ετοιμάστηκε να αναχωρήσει. Λίγο πριν φύγει, είπε στον Έλληνα νομάρχη πως εάν δεν ύψωνε λευκή σημαία στον ιστό του Παλαιού Φρουρίου, θα ρίπτονταν τρεις άσφαιροι κανονιοβολισμοί και θα άρχιζε η αποβίβαση των ιταλικών στρατευμάτων. Έχει τεράστια σημασία το γεγονός ότι ο Foschini ουδεμία νύξη έκανε περί βομβαρδισμού της πόλεως!

Στις 17:00 μ.μ., ρίχθηκαν οι τρεις άσφαιροι κανονιοβολισμοί και λίγο μετά τα ιταλικά πλοία άρχισαν να βάλουν κατά του Παλαιού και του Νέου Φρουρίου. Είναι αξιοσημείωτο ότι, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, οι Ιταλοί πυροβολητές σημάδευαν τις επάλξεις του Παλαιού Φρουρίου, επί των οποίων εκινούντο γυναίκες και παιδιά. Η απόσταση μεταξύ των πλοίων και της ακτής δεν ξεπερνούσε τα τριακόσια (300) μέτρα και είναι αδύνατον ουδείς Ιταλός να μην διέκρινε τα γυναικόπαιδα. Εντούτοις, ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία επί 90 λεπτά όλοι οι, επιβαίνοντες των πλοίων, Ιταλοί δεν τα διέκριναν, είναι πρακτικώς αδύνατον αυτοί να μην αντελήφθησαν τα περίπου διακόσια (200) παιδιά, τα οποία κολυμπούσαν κάτω από το Παλαιό Φρούριο και κινδύνευαν άμεσα με τραυματισμό. Την ιδία ώρα, το ελαφρύ καταδρομικό Premuda έβαλε κατά του Νέου Φρουρίου από απόσταση περίπου πεντακοσίων (500) μέτρων. Εκεί, έμεναν οι μαθητές της Σχολής Χωροφυλακής, οι Βρετανοί εκπαιδευτές τους, λίγοι στρατιώτες της φρουράς της νήσου και εκατοντάδες πρόσφυγες.

Αναπαράσταση του κανονιοβολισμού.

Είναι δύσκολο να περιγραφεί ο πανικός, ο οποίος προκλήθηκε στην πόλη της Κερκύρας. Όλοι έτρεχαν να κρυφτούν στις υπόγειες στοές των φρουρίων, στα σπίτια και στους ιερούς ναούς, ενώ κάποιοι άλλοι έπεφταν στη θάλασσα. Ο τρόμος επετείνετο από το θέαμα των πρώτων νεκρών και των τραυματιών, τις οιμωγές των οικείων τους, τις φωνές τρόμου των γυναικοπαίδων αλλά και την πτήση ορισμένων ιταλικών αεροπλάνων σε πολύ χαμηλό ύψος πάνω από την πόλη.

Πολλές από τις οβίδες έπεσαν στο εβραϊκό νεκροταφείο, ενώ άλλες έπεσαν ακόμα και στον κήπο των πρώην θερινών βασιλικών ανακτόρων, που βρίσκονται αρκετά χιλιόμετρα έξω από την πόλη! Ο βομβαρδισμός διήρκεσε επί 25 λεπτά και είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 15 και τον τραυματισμό τουλάχιστον 35 αμάχων. Ο Ευριπαίος αντελήφθη ότι δεν θα ελάμβανε διαταγές από την αιφνιδιασμένη κυβέρνηση των Αθηνών. Εξέδωσε, λοιπόν, μία σειρά διαταγών σε συνεργασία με τις άλλες Αρχές της νήσου, ενώ συνέταξε και μία επίσημη διαμαρτυρία προς τον Ιταλό Ναύαρχο Solari. Κατόπιν, απεφάσισε να επωμισθεί το βάρος της μεγάλης αποφάσεως. Έδωσε διαταγή στον σηματογράφο του Παλαιού Φρουρίου να υψώσει λευκή σημαία. Επειδή δε, λευκή σημαία δεν ανευρίσκετο στο φρούριο και ο χρόνος περνούσε, τα τέκνα του Ευριπαίου έβγαλαν ένα τεράστιο, άσπρο σεντόνι στο μπαλκόνι του κτιρίου της νομαρχίας.

Αμέσως μετά, άρχισε η αποβίβαση των ιταλικών στρατευμάτων στο λιμάνι. Μόλις οι ανιχνευτές ανήγγειλαν ότι δεν υπήρχε ούτε ίχνος Έλληνα στρατιώτη στα φρούρια, οι σάλπιγγες έδωσαν τη διαταγή της επιθέσεως. Αμέσως, οι Ιταλοί οπλίτες έχασαν κάθε στρατιωτική πειθαρχία και άρχισαν να τρέχουν, συναγωνιζόμενοι ο ένας τον άλλον και πατώντας κυριολεκτικώς επί πτωμάτων. Το μένος τους ξέσπασε στο οίκημα του VII Στρατολογικού Γραφείου, την πόρτα του οποίου γάζωσαν με σφαίρες. Στη συνέχεια, το κατέστρεψαν ολοσχερώς, σπάζοντας τα έπιπλα, σχίζοντας τα αρχεία, καίγοντας τα μητρώα και κλέβοντας διάφορα κιβώτια και μία κλίνη εκστρατείας! Την ιδία απρεπή συμπεριφορά επέδειξαν και στο Φρουραρχείο, ενώ στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο διέταξαν την απομάκρυνση όλων ανεξαιρέτως των ασθενών και συνέλαβαν το προσωπικό.

Εκτεταμένες ζημιές προεκλήθησαν και στο Νέο Φρούριο. Εκεί, οι Ιταλοί στρατιώτες έσπασαν την πόρτα της εκκλησίας, λεηλάτησαν τις αποθήκες ιματισμού της Σχολής Αστυνομίας και επέδραμαν στην κατοικία του Διευθυντή της Σχολής, απ’ όπου εκπαραθύρωσαν τα έπιπλα! Το χειρότερο όλων, όμως, συμβάν έλαβε χώρα στο Παλαιό Φρούριο. Εκεί, ένας λόχος Ιταλών στρατιωτών βρήκε μία ελληνική σημαία, την κρέμασε σαν κουρέλι πάνω σε μία ξιφολόγχη και την περιέφερε χλευαστικώς στην πόλη. Η θλιβερή αυτή πομπή κατέληξε πάνω στην ιταλική ναυαρχίδα, όπου οι Ιταλοί ζητωκραύγασαν υπέρ της χώρας τους και του… ενδόξου στρατού της.

Αριστερά: Η αλήθεια για τον βομβαρδισμό της Κερκύρας, βιβλίο που συνέγραψε και εξέδωσε ο Antonio Foschini το 1953, τριάντα χρόνια έπειτα από τα γεγονότα. Δεξιά: πρωτοσέλιδο της Illustrazione Italiana της 9ης Σεπτεμβρίου 1923.

Μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής καταλήψεως, ανήρτησαν σε όλα τα δημόσια κτίρια φρεσκοβαμμένες επιγραφές στα ιταλικά, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι ελάχιστοι Κερκυραίοι ήταν γνώστες της γλώσσας αυτής. Λίγες ημέρες μετά, έφθασαν στην νήσο ο Ιταλός υφυπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας και ένας γενικός επιθεωρητής της διοικήσεως. Σκοπός της μετάβασής τους στην Κέρκυρα ήταν η οργάνωση των τοπικών υπηρεσιών κατά το ιταλικό σύστημα. Υπήρξαν και άλλες ενδείξεις των προθέσεών τους περί μακροχρονίου εγκαταστάσεώς τους στη νήσο, όπως η έναρξη εκτελέσεως εκτεταμένων χωματουργικών έργων για την κατασκευή αεροδρομίου σε περιοχή πλησίον της πόλεως, η προσπάθεια δημιουργίας σταθμού υποδοχής υδροπλάνων στα Γουβιά και η συνεχής αποστολή τεραστίων ποσοτήτων πολεμικού υλικού, ικανού να εξοπλίσει πολλαπλάσιο αριθμό ανδρών. Τέλος, ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε η κυκλοφορία ενός γραμματοσήμου με την ένδειξη «Κέρκυρα – ιταλική κατοχή» από τις πρώτες κιόλας ημέρες της καταλήψεως της νήσου.

Η είσοδος του παλαιού φρουρίου.

Οι προαναφερθείσες πράξεις επέτειναν την καχυποψία των Κερκυραίων ως προς τις πραγματικές προθέσεις των Ιταλών και συνέτειναν στη διατήρηση του κακού κλίματος μεταξύ των δύο εθνοτήτων. Η ιταλική διοίκηση επεχείρησε να εκμεταλλευθεί το έντονο θρησκευτικό συναίσθημα των Κερκυραίων και να προσεγγίσει τον Μητροπολίτη Αθηναγόρα, τον μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη. Σύντομα, ο Ιταλός πρόξενος μετεβίβασε την πρόσκληση του νέου διοικητού της νήσου Αντιναυάρχου Belleni στον Αθηναγόρα, ο οποίος μετέβη στην νομαρχία. Εκεί, ο Belleni τον υπεδέχθη με, ασυνήθιστη για τον ίδιο, αβρότητα. Ο Αθηναγόρας, όμως, δεν επρόκειτο να πέσει στην παγίδα. Ανταπέδωσε τον χαιρετισμό με παγερή ψυχρότητα και αμέσως μετά καθήλωσε τον συνομιλητή του, διαμαρτυρόμενος για τον βομβαρδισμό. Επηκολούθησε ένας έντονος διάλογος μεταξύ των δύο ανδρών και ο Αθηναγόρας απεχώρησε.

Οι Κερκυραίοι έκλεισαν τα καταστήματά τους μετά τον βομβαρδισμό και μόνον δια της βίας «επείσθησαν» να τα επαναλειτουργήσουν. Ακόμα και τότε, όμως, αρνούνταν να συναλλαχθούν με Ιταλούς. Ουδείς τους επλησίαζε και όλοι εξεδήλωναν εμφανώς την αποστροφή τους για τους κατακτητές. Τότε, οι Ιταλοί σκέφτηκαν να εκμεταλλευθούν την, έως και σήμερα γνωστή, λατρεία των Κερκυραίων για τη μουσική, στέλνοντας κάθε απόγευμα τη στρατιωτική τους μπάντα να παίζει μουσική στην εξέδρα της Άνω Πλατείας (Σπιανάδα). Αμέσως, ο χώρος άδειαζε από Κερκυραίους. Την 10η Σεπτεμβρίου, ορισμένοι αγανακτισμένοι Έλληνες όρμησαν στην εξέδρα και κατέστρεψαν τον φωτισμό, υποχρεώνοντας την μπάντα να αποχωρήσει εσπευσμένα. Επίσης, οι Ιταλοί ήταν υποχρεωμένοι να αντιμετωπίζουν συνεχείς πράξεις δολιοφθοράς κατά τις βραδινές ώρες (όπως κοπή τηλεφωνικών καλωδίων, σχίσιμο ανακοινώσεων κ.α.).

Γενικότερα, η νήσος είχε κηρυχθεί ατύπως σε κατάσταση πένθους από την ημέρα της καταλήψεώς της και ούτε καν γάμοι ετελούντο. Τελευταίο, και ίσως χαρακτηριστικότερο όλων, παράδειγμα των πραγματικών αισθημάτων των κατοίκων έναντι των Ιταλών κατακτητών, απετέλεσε η στάση των γυναικών ελευθερίων ηθών. Αυτές ηρνούντο συστηματικώς να δεχθούν ως πελάτες Ιταλούς αξιωματικούς και οπλίτες, ακόμα και όταν ορισμένοι εξ αυτών τους προσέφεραν διπλάσια της συνηθισμένης αμοιβής.

Occupation Of Corfu (1923) – British Pathé FILM ID: 316.42

Στις 17.00 μ.μ., όταν ο Ιταλός Ναύαρχος Solari επέδιδε τη διαταγή της ενάρξεως του κανονιοβολισμού, ο Ιταλός πρεσβευτής Montagna έφθανε στο Υπουργείο Εξωτερικών και ζητούσε να δει τον Αλεξανδρή. Ο τελευταίος έπαιρνε έναν μικρό ύπνο και, συνηθισμένος όπως ήταν από τις τελευταίες συχνές επισκέψεις του Montagna, έσπευσε να τον δει δίχως να φορέσει ούτε τη γραβάτα του. Ίσως και να προαισθανόταν ότι κάποια καινούρια συμφορά θα του ανεκοίνωνε ο Ιταλός. Ο τελευταίος παγερά του ενεχείρισε μία νέα διακοίνωση, με την οποία τον πληροφορούσε για το θλιβερό γεγονός της καταλήψεως της Κερκύρας. Η διακοίνωση αυτή δεν ήταν καν τελεσίγραφο.

Ήταν απλώς μία ειδοποίηση προς την Ελλάδα για ένα τετελεσμένο γεγονός. Επιπλέον, αποτελούσε μία προειδοποίηση μαζί με μία συγκεκαλυμμένη απειλή για να μην προβάλει η Αθήνα αντίσταση, διότι τότε θα μεταβαλλόταν η μορφή της ιταλικής ενέργειας. Η σκόπιμη αυτή ασάφεια δημιουργούσε μεγαλύτερο πανικό.

Αμέσως μετά την αναχώρηση του Montagna, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών τηλεφώνησε στον ισχυρό άνδρα του στασιαστικού κινήματος του 1922 Νικ. Πλαστήρα, ο οποίος μόλις είχε λάβει ένα νέο τηλεγράφημα του Ευριπαίου. Τα γεγονότα εξελίσσονταν ραγδαία. Ο Πλαστήρας τηλεφώνησε οργισμένος στον Γονατά, ο οποίος κοιμόταν. Του περιέγραψε την κατάσταση και τον ενημέρωσε ότι έφευγε για το τηλεγραφείο προκειμένου να διατάξει τον Φρούραρχο όπως αντισταθεί. Ο άρτι εγερθείς από την κλίνη του Γονατάς δυσκολευόταν να συνειδητοποιήσει τα όσα άκουγε. Οι τελευταίες λέξεις «ήχησαν σαν σειρήνες στ’αυτιά του» και προσπάθησε μάταια να συγκρατήσει τον Πλαστήρα.

Ο τελευταίος είχε ήδη κλείσει το τηλέφωνο και έσπευδε από το πολιτικό του γραφείο, το οποίο βρισκόταν πίσω από το κτήριο του σημερινού Υπουργείου Οικονομικών στο Σύνταγμα, στο τηλεγραφείο. Αυτό ήταν εγκατεστημένο στη σημερινή πλατεία Κοτζιά, μπροστά από το Δημαρχείο των Αθηνών. Καθ’οδόν φαίνεται πως έκανε μία μικρή στάση στα γραφεία της αμερικανικής αντιπροσωπείας, όπου και ενημέρωσε τον επικεφαλής της ότι σκόπευε να διατάξει τις αρχές της νήσου όπως προβάλλουν αντίσταση για να προασπίσουν την τιμή της Ελλάδος. Προφανώς αυτή η καθυστέρηση απέβη σωτήρια…

Ο πρωθυπουργός, έντρομος, κάλεσε στο τηλέφωνο τον Αλεξανδρή για να ενημερωθεί εκτενέστερα. Ο τελευταίος επιβεβαίωσε τους φόβους του Γονατά. Κατόπιν, ο πρωθυπουργός ντύθηκε βιαστικά και μετέβη στο Υπουργείο Εξωτερικών. Και οι δύο μαζί απεφάσισαν να σπεύσουν στο τηλεγραφείο για να αποτρέψουν τον παρορμητικό Πλαστήρα από τη διάπραξη ενός τέτοιου σφάλματος. Ο Πλαστήρας είχε ήδη αρχίσει να υπαγορεύει τη διαταγή εν μέσω θρησκευτικής σιγής. Ξαφνικά, θόρυβος και φωνές ακούστηκαν από την είσοδο. Ήταν ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Εξωτερικών, οι οποίοι έφθαναν ασθμαίνοντες. Ο Πλαστήρας έμεινε προσηλωμένος στο κείμενο, το οποίο υπαγόρευε, αδιαφορώντας για τα τεκταινόμενα τριγύρω του. Τότε, ξεστόμισε τη φοβερή φράση: «… δίδω υμίν διαταγήν όπως αντισταθήτε δια των όπλων».

Στο άκουσμα αυτών των λέξεων, ο Γονατάς, κάθιδρος και ταραγμένος, έκανε δύο βήματα παραπάνω, άρπαξε το χέρι του τηλεγραφητή και το τράβηξε απότομα από το χειριστήριο. Ο Πλαστήρας, εκνευρισμένος, στράφηκε προς τον Γονατά. Εκείνος, έχοντας και τη συνδρομή του Αλεξανδρή, κατάφερε να πείσει τον εξοργισμένο Συνταγματάρχη να τον ακολουθήσει στην άκρη της αίθουσας. Εκεί, τόσο ο ίδιος (δηλαδή ο Γονατάς) όσο και ο Αλεξανδρής προσπάθησαν να του εξηγήσουν το πόσο επικίνδυνο για το έθνος ολόκληρο και κυρίως για την Κέρκυρα ήταν το να προβληθεί ένοπλη αντίσταση. Ο Πλαστήρας, σκεπτόμενος ως στρατιωτικός, εξέφραζε έντονες αντιρρήσεις, αλλά τελικώς κάμφθηκε.

Ο πρωθυπουργός Στυλιανός Γονατάς (αριστερά) και ο υπουργός Εξωτερικών Απόστολος Αλεξανδρής το 1923.

Οι παριστάμενοι είχαν ζήσει μία μοναδική στιγμή της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας. Οι κυβερνήτες της χώρας απεφάσισαν εκεί, μπροστά σε όλους, να ακολουθήσουν την οδό της λογικής. Φαίνεται, ίσως, παράδοξο σήμερα το πώς θα μπορούσε το θυμικό ενός εξωθεσμικού παράγοντα όπως ήταν ο Πλαστήρας να οδηγήσει την Ελλάδα σ’έναν πόλεμο ακόμα και χωρίς τη συγκατάθεση του πρωθυπουργού και του υπουργού Εξωτερικών. Οι εποχές, όμως, εκείνες ήταν διαφορετικές και ουδείς δύναται να κρίνει αντικειμενικά λαμβάνοντας υπ’όψιν του τα σημερινά δεδομένα. Η επικοινωνία με την Κέρκυρα διακόπηκε. Στο μαρτυρικό νησί, το βάρος των μεγάλων αποφάσεων μετακυλίστηκε στους ώμους του νομάρχη Ευριπαίου.

Τα άσχημα νέα δεν άργησαν να διαδοθούν στην ελληνική πρωτεύουσα. Ο εκνευρισμός, ο οποίος επεκράτησε, ήταν μεγάλος, ενώ συνεχώς κατέφθαναν νέες και αντιφατικές πληροφορίες. Κατά συνέπεια, οι διαδόσεις, οι οποίες επιπλέον ήταν αδύνατον να επιβεβαιωθούν, μεταφέρονταν στον Τύπο δημιουργώντας πλήρη σύγχυση. Σε αυτόν, εγράφη πως πλήθος Κερκυραίων είχε κατακλύσει την προκυμαία και απεδοκίμασε τους Ιταλούς, καθώς και ότι μεταξύ των νεκρών συγκαταλέγονταν και μαθητές της Σχολής Αστυνομίας Πόλεων. Αλλού αναφέρθηκε πως την Κέρκυρα βομβάρδισαν και ιταλικά αεροπλάνα, καθώς και ότι από τους ιταλικούς κανονιοβολισμούς κατερρίφθη ένα ιταλικό αεροπλάνο. Επίσης, ευρέως κυκλοφόρησε η φήμη της προσέγγισης στο νησί μονάδων του βρετανικού στόλου, ενώ ευμενώς σχολιάζονταν οι φανερές αποδοκιμασίες των ξένων υπηκόων προς τους Ιταλούς.

Η μεγάλη σύγχυση, όμως, επικρατούσε σχετικά με το ποια νησιά κατέλαβε ή επρόκειτο να καταλάβει η Ιταλία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα απετέλεσε η Σάμος, την οποία ανέφερε σύσσωμος σχεδόν ο γαλλικός Τύπος της 1ης Σεπτεμβρίου. Την κατάληψη της νήσου αυτής θεωρούσε επικείμενη και ο Νικόλαος Πολίτης σε τηλεγράφημά του προς τον Βενιζέλο, ενώ τη φήμη αυτή μετέφερε και ο Ιωάννης Μεταξάς στο Ημερολόγιό του. Άλλες φήμες αφορούσαν την κατάληψη της Πάργας ή και της Σαμοθράκης! Ως εκ τούτου, όταν οι Ιταλοί προχώρησαν στην κατάληψη των Παξών και των Αντίπαξων την 1η Σεπτεμβρίου και αργότερα των Οθωνών, της Ερεικούσσας και του Μαθρακίου, το γεγονός θεωρήθηκε λίγο ως πολύ αναμενόμενο και πέρασε στα ψιλά γράμματα των εφημερίδων!

Το πρωτοσέλιδο της Καθημερινής της 1ης Σεπτεμβρίου 1923.

Σταδιακά, άρχισαν να φθάνουν τα νέα περί κακοποιήσεων Ελλήνων στην Ιταλία, αλλά και οι πρώτες πληροφορίες περί των καταστροφών στην Κέρκυρα. Τα πνεύματα οξύνθηκαν και ομάδες πολιτών άρχισαν να διατρέχουν την πόλη και να ζητούν περαιτέρω πληροφορίες. Ακόμα και τα θέατρα σταμάτησαν τις παραστάσεις τους και παντού υπήρχε μία αίσθηση γενικευμένης κρίσεως. Ψηφίσματα άρχισαν να κατακλύζουν τα πολιτικά γραφεία. Το Υπουργικό Συμβούλιο συνεδρίασε εκτάκτως επί μακρόν, δίχως, όμως, να λάβει ουσιαστικές αποφάσεις, γεγονός το οποίο διαφαίνεται και στο μάλλον «αμήχανο» ανακοινωθέν, το οποίο εκδόθηκε αργά το βράδυ. Το μόνο σοβαρό μέτρο, το οποίο ελήφθη, δίχως φυσικά να ανακοινωθεί, ήταν η μετακίνηση στρατιωτικών δυνάμεων στα Ηπειρωτικά παράλια απέναντι από την Κέρκυρα. Οι «ακραίοι» εκ των κινηματιών, όμως, πίεζαν για τη λήψη δραστικών μέτρων, π.χ. ο Υποναύαρχος Χατζηκυριάκος απειλούσε ότι, εάν δεν λαμβάνονταν τα δέοντα μέτρα, θα έπαιρνε τον στόλο και θα βομβάρδιζε μία ιταλική παράκτια πόλη!

Τα γεγονότα στην Κέρκυρα προκάλεσαν αίσθηση παγκοσμίως. Η διεθνής κοινή γνώμη ήταν ακόμα πολύ ευαίσθητη σε οποιοδήποτε γεγονός μπορούσε να διαταράξει τις ισορροπίες και τα αντανακλαστικά της βρίσκονταν σε διαρκή εγρήγορση. Ως εκ τούτου, η μεγάλη πλειοψηφία των κυβερνήσεων και κυρίως των λαών κατεδίκασε την ιταλική ενέργεια. Πάντως, ακόμη και στις χώρες, των οποίων οι κυβερνήσεις προσπάθησαν να κρατήσουν μία εξισορροπιστική στάση, ο Τύπος δεν εφείσθη επικριτικών σχολίων για την Ιταλία και την κυβέρνησή της. Ως κατακλείδα, μπορεί βάσιμα να υποστηριχτεί ότι η διεθνής κοινή γνώμη, η οποία αρχικώς τάχθηκε κατά πλειοψηφία υπέρ της Ιταλίας λόγω του εγκλήματος στην Κακαβιά, μεταστράφηκε υπέρ της Ελλάδας και των τραγικών θυμάτων της Κέρκυρας, ενώ οι κυβερνήσεις εξήρτησαν την πολιτική τους από τα ευρύτερα γεωπολιτικά τους συμφέροντα, αν και υπήρξαν πολλές και σοβαρές εξαιρέσεις.

Η πρώτη χώρα η οποία θα εξεταστεί είναι η Γαλλία. Τρεις παράμετροι υπήρξαν καθοριστικές για τη διαμόρφωση της στάσης της επίσημης κυβερνήσεως, του Τύπου και της κοινής γνώμης: α) η κατάληψη του Ρουρ και η δύσκολη θέση, στην οποία είχε περιέλθει η γαλλική κυβέρνηση· διάχυτος ήταν ο φόβος ότι εάν τελικώς ανελάμβανε δράση η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη και καταδικαζόταν η μονομερής ιταλική ενέργεια, το ίδιο θα ζητούσε απ’ αυτήν να κάνει και η Γερμανία σχετικά με την αντίστοιχη γαλλική ενέργεια στο Ρουρ, β) η σταθερή προσήλωση της γαλλικής κοινής γνώμης στην ειρηνική επίλυση των όποιων διαφορών και στην πάση θυσία αποφυγή εμπλοκής της Γαλλίας σε πολεμική σύρραξη και μάλιστα προς χάριν τρίτων και γ) το γεγονός ότι ουδεμία γαλλική εφημερίδα είχε ανταποκριτή στην Αθήνα, καίτοι πολλές εξ αυτών είχαν απεσταλμένους στη Ρώμη.

Η γαλλική κυβέρνηση σίγουρα αιφνιδιάστηκε από την ιταλική πρωτοβουλία. Άλλωστε, διάχυτο ήταν το κλίμα αιφνιδιασμού μεταξύ όλων των επίσημων κύκλων. Αυτοί είχαν δικαιολογήσει αρχικώς τον Mussolini, αποδίδοντας το ύφος του τελεσιγράφου σε λόγους εσωτερικών εντυπώσεων και δεν ανέμεναν περαιτέρω «ριψοκίνδυνες ιταλικές ενέργειες». Αμέσως, όμως, μόλις το αρχικό σοκ ξεπεράστηκε, πρώτιστος στόχος των Γάλλων ιθυνόντων κατέστη η αποφυγή της προκλήσεως μίας πιθανής δυσαρέσκειας της Ρώμης, της οποίας η υποστήριξη ήταν ουσιώδης για την υπόθεση του Ρουρ.

Προς τούτο, ο φιλοκυβερνητικός Τύπος κλήθηκε να υποστηρίξει διακριτικά την Ιταλία. Η αλήθεια είναι ότι οι γαλλικές εφημερίδες δημοσίευσαν όλα τα τηλεγραφήματα, απ’ όπου και αν αυτά προέρχονταν, ακόμα και φήμες, π.χ. παρουσιάστηκε ως επικείμενο ή ακόμα και τετελεσμένο γεγονός η κατάληψη της Σάμου, καθώς και η προσέγγιση ή και άφιξη ακόμα του βρετανικού στόλου στα χωρικά ύδατα της Κερκύρας.

Συνολικά, ο αριθμός των εφημερίδων, οι οποίες τάχθηκαν είτε ανοικτά είτε συγκεκαλυμμένα υπέρ της Ιταλίας ήταν ο μεγαλύτερος και περιελάμβανε την πλειοψηφία των πλέον αξιόλογων φύλλων. Πρώτιστο μέλημα των αρθρογράφων τους υπήρξε η αμφισβήτηση της υπάρξεως νεκρών από τον βομβαρδισμό αλλά και η υποστήριξη της απόψεως ότι η γενεσιουργός αιτία για την πρόκληση της ιταλικής αντιδράσεως υπήρξε η μη αποδοχή των ιταλικών όρων από μέρους της ελληνικής κυβερνήσεως, όπως ακριβώς έκανε και η αντίστοιχη γερμανική, προκαλώντας τη γαλλική αντίδραση στο Ρουρ. Το πρώτο επιχείρημα κατερρίφθη με την πάροδο δύο-τριών ημερών, όταν η ύπαρξη θυμάτων από τον βομβαρδισμό κατέστη αδιαμφισβήτητη και τότε το τμήμα αυτό του γαλλικού Τύπου άρχισε να αναμοχλεύει το παρελθόν, τονίζοντας τους κοινούς δεσμούς μεταξύ Γαλλίας και Ιταλίας και εμμένοντας στα θλιβερά γεγονότα του Ζαππείου του 1916 (τα οποία, όμως, ήταν το λογικό επακόλουθο της γαλλικής πολιτικής της περιόδου).

Ουδείς, άλλωστε, αμφισβήτησε ότι η Ιταλία συγκέντρωνε πολύ περισσότερες συμπάθειες απ’ ότι η Ελλάδα μεταξύ των Γάλλων. Επιπλέον, γινόταν συχνή αναφορά στα τεράστια οικονομικά συμφέροντα των Γάλλων κεφαλαιούχων στον ιταλικό Βορρά αλλά και στο υψηλό επίπεδο των διμερών διακρατικών σχέσεων μεταξύ Παρισίων και Ρώμης. Αντιθέτως, οι Έλληνες εκπροσωπούντο από μία μη αναγνωρισμένη κυβέρνηση, η οποία, επιπλέον, βαρυνόταν και με «το άγος της εκτελέσεως των Έξι» (μάλιστα, η εφημερίδα L’ Homme Libre, 2/9/1923 χαρακτήρισε τον Έλληνα πρωθυπουργό Γονατά και τα λοιπά μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου «στρατολογημένους ληστοσυμμορίτες και κοινούς εγκληματίες»).   Τέλος,   δεν   έλειψαν   και   οι   αναφορές   για «βαρβαρότητες» του ελληνικού στρατού στο Μικρασιατικό μέτωπο, τις οποίες είχε αρκούντως προβάλλει ο γαλλικός Τύπος της περιόδου. Όλα τα παραπάνω, τα οποία συχνά δεν είχαν άμεση σχέση με την υπόθεση, διεμόρφωσαν ένα φιλοϊταλικό ρεύμα στη γαλλική κοινή γνώμη, ιδίως κατά τις πρώτες ημέρες της κρίσεως. Στην κατηγορία αυτή, μπορούν να ενταχθούν οι κάτωθι εφημερίδες: L’Avenir, L’Écho de Paris, L’Écho National, L’Excelsior, Le Figaro, Le Gaulois, L’Homme Libre, Le Journal, La Lanterne, Le Matin, Le Petit Journal, Le Rappel, La Republique Française, Le Temps και La Victoire.

Το πρωτοσέλιδο της Le Temps της 9ης Σεπτεμβρίου 1923. Η σχετική αναφορά διακρίνεται στο δεξιό άκρο. (Πηγή: Gallica – Bibliothèque Nationale de France).

Στην αντίθετη πλευρά, υπήρχε ένας αξιοσέβαστος αριθμός εφημερίδων, που διακρίνονταν για τη σοσιαλιστική και την φιλεργατική τοποθέτησή τους. Αυτές εξέφραζαν κυρίως τον χώρο της αντιπολιτεύσεως και διαπνέονταν από έντονη αντιπάθεια προς το φασιστικό καθεστώς και τις μεθόδους του. Αρκετές ήταν ανεξάρτητες ή και ακραία ριζοσπαστικές, ενώ διέκριναν στον επεκτατισμό του Mussolini έναν κίνδυνο για τα γαλλικά συμφέροντα αλλά και για την παγκόσμια ειρήνη (με αυτήν τη σειρά!). Άλλοι λόγοι οι οποίοι τις έκαναν να κατακρίνουν την ιταλική ενέργεια ήταν η ένταξή τους στο στρατόπεδο των υποστηρικτών της Πρεσβευτικής Συνδιασκέψεως, η αντίθεσή τους με τη γαλλική πολιτική στο Ρουρ (η οποία ίσως στεφόταν με επιτυχία και με την ιταλική συνδρομή) και τέλος η διάθεσή τους για άσκηση αντιπολιτεύσεως προς την κυβέρνηση, κυρίως από τη στιγμή κατά την οποία η τελευταία στρεφόταν εμφανώς υπέρ της Ιταλίας. Είναι δηλαδή χαρακτηριστικό ότι τα κίνητρά τους δεν αφορούσαν στην Ελλάδα αλλά ήταν γενικοτέρας φύσεως! Χαρακτηριστικό, ίσως, παράδειγμα της ιδεολογικής διάστασης της υποθέσεως είναι οι αντικρουόμενες θέσεις, τις οποίες έλαβαν επ’ αυτής η L’Action Française (φιλομοναρχική – μάλλον ευμενώς ουδέτερη υπέρ του Mussolini) και η L’Humanité (κομμουνιστική – σφόδρα επικριτική για τον φασισμό). Στην κατηγορία αυτή ανήκουν: L’Eclair, L’Humanité, L’Information, La Liberté, L’Oeuvre, Le Paris-Midi, Le Petit Parisien, Le Peuple, Le Populaire, Le Quοtidien και η Le Radical.

Υπήρχε και μία τρίτη ομάδα εφημερίδων, η οποία αντιμετώπισε μάλλον δημοσιογραφικά το θέμα, δίχως να του δώσει έμφαση και δίχως να τοποθετηθεί υπέρ του ενός ή του άλλου. Η ομάδα αυτή απαρτιζόταν από τις εφημερίδες: L’Action Française, Le Bonsoir, L’Ère Nouvelle, L’Intransigeant, La Libre Parole και La Presse. Tέλος, υπήρχε και μία τέταρτη ομάδα, η οποία συνεκροτείτο από μία και μόνη εφημερίδα, τη φιλοκυβερνητική Le Journal des Débâts. Αυτή απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στο περιστατικό, διατηρώντας εξ αρχής την αντικειμενικότητά της και προσπάθησε να παρουσιάσει το γεγονός στις σωστές του διαστάσεις. Επέκρινε μεν τη συγκεκριμένη πράξη της Ιταλίας αλλά με μετριοπάθεια και δίχως προκαταλήψεις, ενώ στήριξε κριτικά την πολιτική της γαλλικής κυβερνήσεως, αποφεύγοντας τους όποιους συσχετισμούς με την υπόθεση του Ρουρ.

Journal des Débâts, πρωτοσέλιδο της 1ης Σεπτεμβρίου 1923 (Πηγή: Gallica – Bibliothèque Nationale de France).

Ήταν η μόνη εφημερίδα, στην οποία μπορούσε να διαβάσει κανείς όλες τις εκφάνσεις της υποθέσεως. Το κλίμα, το οποίο διαμόρφωσε η πλειοψηφία του γαλλικού Τύπου, δυσκόλεψε ιδιαίτερα τη γαλλική κυβέρνηση στις σχέσεις της με τις χώρες στις οποίες η άποψη του Παρισιού ακουγόταν με σεβασμό. Κράτη όπως το Βέλγιο, η Νοτιοσλαβία, η Πολωνία, η Ρουμανία και η Τσεχοσλοβακία αντιμετώπιζαν με ιδιαίτερη δυσαρέσκεια την καιροσκοπική γαλλική πολιτική επί του θέματος και οι πολίτες τους διάβαζαν με μεγάλη δυσφορία την πλειοψηφία των γαλλικών εφημερίδων.

Τελείως διαφορετικό ήταν το κλίμα στη Μεγ. Βρετανία, τόσο στον Τύπο όσο και στην κοινή γνώμη. Βεβαίως, η βρετανική κυβέρνηση είχε ταχθεί εξ αρχής συγκεκαλυμμένα στο πλευρό της Ελλάδος. Η τελευταία ιταλική ενέργεια είχε προκαλέσει την αγανάκτηση των επίσημων κύκλων του Λονδίνου. Παρ’ όλα αυτά, ουδέποτε έγιναν «συστάσεις» προς τις βρετανικές εφημερίδες, καθώς η ανεξαρτησία του Τύπου θεωρείτο, όπως και σήμερα εν πολλοίς, ιερή. Η μελέτη του βρετανικού Τύπου της περιόδου οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι, με την εξαίρεση της Daily Mail, το σύνολο σχεδόν των εφημερίδων δεν επεκρότησε την ιταλική αντίδραση στη δολοφονία της Κακαβιάς. Η στάση τους ήταν σταθερή από το ξεκίνημα της   κρίσεως με την αποστολή του ιταλικού τελεσιγράφου της 29ης Αυγούστου. Πολλές από αυτές δεν δίστασαν να το παραλληλίσουν με την αντίστοιχη αυστριακή διακοίνωση του θέρους του 1914, όπως π.χ. η Star (στην ιδία σύγκριση είχαν προβεί και δύο γαλλικές εφημερίδες, ο L’ Homme Libre – 31/8/1923 και η Le Journal des Débâts – 1/9/1923, εκ των οποίων η πρώτη σύντομα μετέβαλε άποψη).

Ακόμη, όμως, και όσα φύλλα δεν προχώρησαν στη διατύπωση ενός τόσο σκληρού χαρακτηρισμού, επέκριναν με δριμύτητα το ιταλικό κείμενο (π.χ. The Daily News – 31/8/1923, The Times – 31/8/1923). O βομβαρδισμός και η κατάληψη της Κερκύρας, σε συνδυασμό με την απώλεια τόσων ψυχών, δημιούργησαν ένα κύμα πλήρους αποστροφής για την Ιταλία και απόλυτης καταδίκης των μεθόδων της. Δίχως να έχει παραλειφθεί η οξύτατη καταδίκη του τελεσιγράφου, η βρετανική κριτική διευρυνόταν και αφορούσε την ωμή καταπάτηση της ουδετερότητος της νήσου, εγγυήτρια της οποίας υπήρξε η ιδία η βρετανική κυβέρνηση. Το ενδιαφέρον του βρετανικού κοινού γιγαντωνόταν και άπτετο τόσο του ηθικού μέρους (ένα τμήμα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, το οποίο δόθηκε ανοχύρωτο σ’ ένα μικρό κράτος υπό την εγγύηση του Λονδίνου) όσο και του πρακτικού, καθώς το ενδεχόμενο μονίμου εγκαταστάσεως των Ιταλών σ’ ένα στρατηγικής σημασίας μέρος τους καθιστούσε μία εν δυνάμει απειλή για τα βρετανικά συμφέροντα στο μέλλον.

Η βρετανική κυβέρνηση ίσως να αιφνιδιάστηκε από την ιταλική θρασύτητα, o βρετανικός Τύπος, όμως, όχι. Οι επιθέσεις κατά της Ιταλίας απέκτησαν μία ασυνήθιστη, για τα βρετανικά δεδομένα, βιαιότητα και ξεκινούσαν από τον χαρακτηρισμό της ιταλικής ενέργειας ως «διακυβευούσης την βιωσιμότητα της ιδίας της Κ.τ.Ε.» (Daily Telegraph – 1/9/1923) έως την καταδίκη της ως «oφθαλμοφανούς προβοκάτσιας αντιληπτής απ’ όλη την ανθρωπότητα εκτός της ιδίας της Ιταλίας, η οποία θέτει σε κίνδυνο την παγκόσμια ειρήνη» (The Daily News – 1/9/1923). Οι επικρίσεις των Βρετανών δημοσιογράφων άγγιξαν και το πρόσωπο του ιδίου του Mussolini, ο οποίος απεκαλείτο «ούτε λογικός, ούτε ήρεμος, αφού ζήτησε την εκπλήρωση ανέφικτων όρων» (The Daily News – 1/9/1923), «άτομο το οποίο πάει πολύ γρήγορα και πολύ μακριά» (The Westminster Gazette – 1/9/1923) και «προσωπικότητα, η οποία ευρίσκεται εμφανώς εκτός λογικής» (Daily Herald – 2/9/1923 και The Westminster Gazette – 2/9/1923).

Γελοιογραφία με αφορμή το επεισόδιο της Κέρκυρας, Punch Magazine, 12 Σεπτεμβρίου 1923.

Το μέγεθος της βρετανικής αγανάκτησης δίδουν εν πολλοίς οι, πάντα προσεκτικοί στις εκφράσεις τους, The Times, οι οποίοι εκτός από του ότι διεκήρυξαν σε όλους τους τόνους τη μη ύπαρξη κάποιου ενοχοποιητικού στοιχείου για τους Έλληνες, διατυπώνοντας παράλληλα την ευχή για την εφαρμογή ενός παγκόσμιου οικονομικού αποκλεισμού κατά της Ιταλίας (1/9/1923), προχώρησαν και στον χαρακτηρισμό της ιταλικής πράξεως ως «βλακώδους ενεργείας – foolish act» (2/9/1923). Αυτό καταρρίπτει τα γραφόμενα φιλοφασιστών συγγραφέων πως «η κριτική προήλθε πρωτίστως από τους φιλελευθέρους και τους εργατικούς κύκλους». Ο βομβαρδισμός αποκλήθηκε ανοικτή πράξη πολέμου (Daily Express – 1/9/1923), η οποία θύμιζε την παραβίαση της βελγικής ουδετερότητoς από τη Γερμανία το 1914, φέρνοντας το Λονδίνο σε μία παρόμοια δύσκολη θέση (Daily Telegraph – 2/9/1923). Ο υπαινιγμός ήταν σαφής, αν και σε άλλα φύλλα διαβάζει κανείς είτε πως «απαιτείται η παρέμβαση της Πρεσβευτικής Συνδιaσκέψεως» (The Manchester Guardian – 1/9/1923) είτε πως «οι Μεγάλες Δυνάμεις οφείλουν να καθησυχάσουν το παραλήρημα του κ. Mussolini» (The Daily News -2/9/1923).

Ο βρετανικός Τύπος κατεκλύσθη από αντιϊταλικές επιστολές σε τέτοιο βαθμό ώστε οι Ιταλοί να κατηγορήσουν εκ των υστέρων τους υπαλλήλους τής εκεί πρεσβείας τους «για πλήρη αδράνεια σε αντίθεση με τη δραστηριότητα της ελληνικής πρεσβείας του Λονδίνου». Απόδειξη του πόσο ενόχλησαν τη Ρώμη τα δημοσιεύματα του βρετανικού Τύπου αποτελεί το γεγονός της «εν χορώ» επιθέσεως του ιταλικού Τύπου κατά των δημοσιευμάτων αυτών. Συμπερασματικά, η αντίδραση στη Μεγ. Βρετανία υπήρξε μεν σφοδρή, όχι, όμως, στον βαθμό, τον οποίον ανέφερε ο ελληνικός Τύπος, φθάνοντας στο σημείο να προαναγγέλει την άφιξη του βρετανικού στόλου του Ατλαντικού στη Μεσόγειο!

Όσον αφορά τις λοιπές Μεγάλες Δυνάμεις, η γερμανική κυβέρνηση δεν έδειξε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το συμβάν, έχοντας στρέψει όλη της την προσοχή στο θέμα του Ρουρ. Αντιθέτως, ο γερμανικός Τύπος ενδιαφέρθηκε για την υπόθεση, γεγονός σπάνιο για την εποχή, όπως ομολόγησε και ο Γάλλος πρέσβης στο Βερολίνο. Πιο συγκεκριμένα, δημοσιεύτηκαν κάποια άρθρα, τα οποία συνέκριναν το ιταλικό τελεσίγραφο με το αντίστοιχο αυστριακό του 1914. Η Local Anzeiger έγραψε σχετικά: «ο Mussolini έκανε ό,τι οι Αυστριακοί το 1914 δίχως να έχει ούτε το 1/10 των αφορμών, τις οποίες η Αυστρία επεκαλείτο! Τι λένε τώρα όσοι μας κατηγορούσαν ως φιλοπόλεμους;», διερωτάτο ο συντάκτης του εν λόγω άρθρου.

Στο ίδιο πνεύμα, κινήθηκε και η Gazette de Voss, η οποία τόνισε το πόσο επικίνδυνη ήταν η ενέργεια αυτή για την παγκόσμια ειρήνη. Επίσης, εξέφραζε το παράπονο για την ανοχή, με την οποία αντιμετωπιζόταν η Ιταλία από τους ξένους (ενν. προφανώς τους Γάλλους) και μάλιστα σε σύγκριση με την πρώην Αυστροουγγαρία, η οποία, αν μη τι άλλο, έδωσε και προθεσμία τεσσάρων εβδομάδων στο Βελιγράδι για να απαντήσει. Συν τω χρόνω, η γαλλική υποστήριξη προς την Ιταλία έκανε τον γερμανικό Τύπο να δει με ακόμα μεγαλύτερη συμπάθεια τις ελληνικές απόψεις. Άλλωστε, το Βερολίνο δεν διακατεχόταν από το χρόνιο αίσθημα ανθελληνισμού, το οποίο κατέκλυζε το Παρίσι και τον εκεί Τύπο ιδίως κατά την περίοδο 1915-1922 και δεν είχε καταφερθεί εναντίον της Ελλάδας ούτε όταν η τελευταία εξήλθε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εναντίον του κατά το 1917. Αρκετοί διαπρεπείς νομομαθείς ετάχθησαν υπέρ της Ελλάδος. Μάλιστα, ο μετέπειτα υπουργός Εξωτερικών Κonstantin Freiherr von Neurath συνέταξε μία τεκμηριωμένη μονογραφία για τη νομική πλευρά του θέματος, με την οποία αφόπλιζε πλήρως το θεωρητικό υπόβαθρο της ιταλικής ενέργειας.

Κέρκυρα, Σεπτέμβριος 1923: ιταλικά στρατεύματα κατοχής μπροστά από το νέο φρούριο.

Εντελώς αντίθετη ήταν η στάση της Σοβ. Ενώσεως και του εκεί Τύπου. Την 3η Σεπτεμβρίου, ο Mussolini ενημέρωσε τους Ρώσους μέσω ενός υπομνήματος για τα τεκταινόμενα, «σπάζοντας» τη διπλωματική απομόνωση της Σοβ. Ενώσεως, κάτι που απέφυγε επιμελώς να πράξει η ελληνική κυβέρνηση. Επιπλέον, η νέα ρωσική κυβέρνηση δεν ξεχνούσε ότι η Ελλάδα είχε συμμετάσχει στην περίφημη «Ουκρανική εκστρατεία» των Αγγλογάλλων, η οποία είχε σκοπό να αποσταθεροποιήσει το νεοσύστατο επαναστατικό καθεστώς, ενώ η Αθήνα δεν είχε καν απαντήσει στη σοβιετική πρόταση για διαμεσολάβηση μεταξύ αυτής και της Άγκυρας κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία. Ως εκ τούτου, η Σοβ. Ένωση ήταν η μόνη χώρα, η οποία δεν κατηγόρησε ούτε κατ’ ελάχιστον την ιταλική δράση στην Κέρκυρα.

Ο ασφυκτικά ελεγχόμενος σοβιετικός Τύπος αγνόησε το γεγονός και μόνον η Izvestia προς το τέλος της κρίσεως (την 22α Σεπτεμβρίου) έγραψε ένα άρθρο, με το οποίο εξηγούσε την πολιτική της σοβιετικής κυβερνήσεως στη συγκεκριμένη υπόθεση και επιετίθετο στην… Ελλάδα. Η ρωσσική εφημερίδα εγκαλούσε την ελληνική κυβέρνηση για την πολιτική της έναντι των εθνικών(!) μειονοτήτων, οι οποίες διαβιούσαν στο έδαφός της αλλά και έναντι των Ελλήνων αγροτών και χωρικών. Η εχθρική κατά της Ελλάδος στάση των Σοβιετικών είχε καταστεί φανερή. Άλλωστε, το γεγονός αυτό επιβεβαίωσε και ο ίδιος ο Mussolini σε ομιλία του στην ιταλική Βουλή την 30η Νοεμβρίου 1923, με την οποία ευχαρίστησε δημοσίως τον σοβιετικό Τύπο για τη στάση του.

Στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, υπήρχε ένα αντιϊταλικό κλίμα παρόμοιο με αυτό που επικρατούσε και στην πλειοψηφία των Μεγάλων Δυνάμεων. Στην Αυστρία, ο Τύπος άλλοτε αυστηρά και άλλοτε συγκρατημένα επέκρινε το ιταλικό τελεσίγραφο με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό της μη φιλικά διακείμενης προς την Ελλάδα Neue Freie Presse της 31ης Αυγούστου. Επίσης, η έγκυρη Tag, καίτοι δεν απέκλειε το ενδεχόμενο οι δολοφόνοι να ήταν γηγενείς κάτοικοι ελληνικής καταγωγής (δηλαδή Βορειοηπειρώτες), κατεδίκαζε το τελεσίγραφο και θεωρούσε πως το ζήτημα έπρεπε να παραπεμφθεί στην Κ.τ.Ε.. Η εθνικιστική Deutsösterreichische Zeitung, όργανο των παγγερμανιστών, έγραψε για «ληστρική επιδρομή», ενώ στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι εφημερίδες της Αριστεράς με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Arbeiter Zeitung, η οποία παρομοίασε τον Mussolini με τον κόμη Berchtold (τον Αυστριακό υπουργό Εξωτερικών, ο οποίος είχε επιδώσει το τελεσίγραφο στο Βελιγράδι το 1914, όπως έχει ήδη αναφερθεί). Τα δημοσιεύματα αυτά προκάλεσαν την έντονη ιταλική αντίδραση. Ο Ιταλός πρέσβης στη Βιέννη μετέβη στον καγκελάριο της Αυστρίας, ο οποίος του υποσχέθηκε ότι θα παρενέβαινε στον Τύπο για να χαμηλώσει τους τόνους της κριτικής προς τη Ρώμη.

Στην Ελβετία, η κατάσταση ήταν ακόμα χειρότερη για την Ιταλία, διότι εκεί ήταν η έδρα της Κ.τ.Ε., η οποία έχαιρε μεγάλης εκτίμησης μεταξύ τόσο των μελών της κυβερνήσεως όσο και των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων. Τα γραφόμενα στον ελβετικό Τύπο προκάλεσαν την έντονη αντίδραση του Ιταλού πληρεξουσίου. Τη σημαία σήκωσε η φιλελεύθερη Journal de Genève, η οποία κατέκρινε το ιταλικό τελεσίγραφο, απορρίπτοντας το επιχείρημα ότι ένα κράτος ευθύνεται a priori για ένα τελεσθέν στο έδαφός του έγκλημα, ενώ θεωρούσε υπερβολική την όλη αντίδραση του Mussolini (1/9/1923).

Την ιδία ημέρα, στην Gazette de Lausanne δημοσιευόταν ένα άρθρο, του οποίου ο συντάκτης ειρωνευόταν το ιταλικό επιχείρημα περί ειρηνικής καταλήψεως της νήσου. Επίσης, η Bund ταύτιζε τις ιταλικές αξιώσεις με τις αντίστοιχες σοβιετικές για τον φόνο του Ρώσσου απεσταλμένου Vorowsky, γεγονός το οποίο παραδέχθηκε η ρωσσική Izvestia στο προαναφερθέν δημοσίευμά της. Την 2α Σεπτεμβρίου, η γερμανόφωνη National Zeitung δημοσίευσε ένα βαρυσήμαντο άρθρο του Dr. Bauer. Ο εν λόγω συγγραφέας προέβη σε μία ουσιαστική ανάλυση της υποθέσεως, μεμφόμενος τη διαχρονικά επεκτατική ιταλική εξωτερική πολιτική αλλά και τον φασισμό. Υπήρξαν, βέβαια, και κάποια φιλοϊταλικά άρθρα, αλλά το γενικότερο κλίμα ήταν μάλλον απογοητευτικό για τη Ρώμη.

Η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη για τους Ιταλούς ούτε στην Ολλανδία, όπου σύσσωμος σχεδόν ο Τύπος κατεδίκασε την ιταλική ενέργεια. Η, κατά το σχετικό τηλεγράφημα του Έλληνα πρεσβευτή, εφημερίδα με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία στο Ρόττερνταμ έγραψε ότι «ο Mussolini αφηνίασε και οι αξιώσεις του προς ταπείνωσιν της Ελλάδος υπερβαίνουσι τα όρια». Εναρμονισμένο με το αντιϊταλικό κλίμα, το οποίο επικρατούσε στην κοινή γνώμη, ήταν και το απαντητικό διάβημα του Ολλανδού υπουργού Εξωτερικών προς τον Έλληνα πρεσβευτή. Σχετικά με την κατάσταση στο Βέλγιο, ο Γάλλος πρεσβευτής στις Βρυξέλλες τόνισε πως «αν και η βελγική κοινή γνώμη αδιαφορεί για τις εξωτερικές υποθέσεις και δεν συμπαθεί ιδιαιτέρως ούτε τους Έλληνες ούτε τους Ιταλούς, ετάχθη υπέρ της Ελλάδος σε γενικές γραμμές όπως και η πλειοψηφία του Τύπου». Μάλιστα, η πολιτική αυτή της βελγικής κυβρνήσεως προκάλεσε την οργή του Mussolini, ο οποίος δήλωσε ότι «το Βέλγιο ουδεμία δουλειά είχε να ανακατευθεί στην υπόθεση». Στις Βρυξέλλες, προκλήθηκε σάλος και ο Βέλγος υπουργός Εξωτερικών κάλεσε τον Ιταλό πρεσβευτή πρίγκιπα Ruspoli για εξηγήσεις. Αξίζει πάντως να τονιστεί ότι οι Βέλγοι υιοθέτησαν αυτή την πολιτική μετά τα γεγονότα στην Κέρκυρα, καθώς η δολοφονία στην Κακαβιά είχε προκαλέσει βαθιά εντύπωση στη χώρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η βελγική κυβέρνηση είχε αποφασίσει να αναβάλει την αναγνώριση της ελληνικής κυβερνήσεως εις ένδειξιν διαμαρτυρίας για το αποτρόπαιο έγκλημα.

Η κατάσταση δεν ήταν και πολύ καλύτερη για τους Ιταλούς και στις, παραδοσιακά φιλελεύθερες, σκανδιναβικές χώρες. Στη Σουηδία, ο Τύπος ήταν μάλλον ευμενώς διακείμενος προς την Ιταλία πριν από τον βομβαρδισμό. Ο Σουηδός υπουργός Εξωτερικών, σε συζήτησή του με ανώτερο διπλωμάτη της ιταλικής πρεσβείας, αποδέχθηκε το δικαίωμα της Ρώμης να προστατεύσει τα συμφέροντά της με κάθε τρόπο αρκεί να μην προέκυπταν περαιτέρω διεθνείς επιπλοκές. Η κατάσταση άλλαξε άρδην μετά τον βομβαρδισμό. Ο σουηδικός Τύπος συναγωνιζόταν τον δανέζικο σε αντιϊταλικά σχόλια, επαινώντας τη σκληρή στάση, την οποία είχε υιοθετήσει ο Σουηδός αντιπρόσωπος στην Κ.τ.Ε. Karl Kjalmar Branting. Ο τελευταίος ηγείτο του σκανδιναβικού bloc, που απειλούσε με αποχώρηση από την Κ.τ.Ε., εάν η τελευταία δεν επιλαμβανόταν της υποθέσεως.

Γενεύη: η έδρα της Κοινωνίας των Εθνών.

Ο Τύπος επηρεαζόταν από τα αγγλικά δημοσιεύματα σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο Ιταλός επιτετραμμένος στην Στοκχόλμη να ζητήσει οδηγίες περί του πρακτέου από τη Ρώμη. Λίγες ημέρες μετά, ο Ιταλός πρεσβευτής παρουσιαζόταν ενώπιον του Σουηδού πρωθυπουργού Ernst Trygger. Ο τελευταίος, παρά τα εγκωμιαστικά του σχόλια για την Ιταλία, αρνήθηκε να παρέμβει προς τον Σουηδό αντιπρόσωπο στην Κ.τ.Ε., όπως του ζήτησε ο Ιταλός διπλωμάτης. Ο Σουηδός πρωθυπουργός υπεραμύνθηκε της ανεξαρτησίας της σουηδικής αντιπροσωπείας και δήλωσε πως η κοινή γνώμη στη χώρα του δεν ένεκρινε την ιταλική πολιτική. Παρέμβαση με παρόμοιο περιεχόμενο επεχείρησε και ο Ιταλός πρέσβης στο Όσλο. Ο Νορβηγός πρωθυπουργός Otto Halvorsen φάνηκε πιο συγκαταβατικός από τον Σουηδό ομόλογό του, δηλώνοντας πως είχε ήδη προβεί στις δέουσες ενέργειες τόσο προς τον Νορβηγό αντιπρόσωπο στην Κ.τ.Ε. Dr. Fridtjof Nansen όσο και προς τους λοιπούς Νορβηγούς διπλωμάτες. Παρόμοιο διάβημα προς την Κοπεγχάγη δεν επιχειρήθηκε για άγνωστους λόγους. Τέλος, στη Φινλανδία λαός και κυβέρνηση έπνεαν μένεα κατά της Ιταλίας και ο Γάλλος πρεσβευτής Ribot πρότεινε στο Quai d’Orsay να συστήσει στη Ρώμη όπως παρέμβει για να μετριαστεί κάπως το αντιϊταλικο κλίμα.

Ο Mussolini απογοητεύθηκε πολύ από τη πολιτική της Τσεχοσλοβακίας, για την ανεξαρτησία της οποίας είχε ο ίδιος ζωηρά προπαγανδίσει κατά τη διετία 1917-1918. Ο τσεχικός Τύπος ακολούθησε μία μετριοπαθή γραμμή, όμως, σε καμία περίπτωση δεν επεκρότησε την ιταλική ενέργεια στην Κέρκυρα, ενώ ο γερμανόφωνος Τύπος συσχέτιζε τις υποθέσεις του Ρουρ και της Κέρκυρας, τασσόμενος υπέρ της Ελλάδας. Η χώρα αυτή ήταν μέλος της λεγομένης «Μικρής Συνεννόησης» και σαφώς επηρεαζόταν από την αντιϊταλική στάση των δύο άλλων μελών της, δηλαδή της Νοτιοσλαβίας και της Ρουμανίας. Ο πρωθυπουργός Dr. Beneš έχαιρε μεγάλης εκτίμησης παγκοσμίως και αναδείχθηκε σε έναν από τους πλέον ένθερμους θιασώτες της παρέμβασης της Κ.τ.Ε. στην υπόθεση. Επιπλέον, δεν έκρυβε την απέχθειά του για τον φασισμό, προβλέποντας, μάλιστα, και τη σύντομη κατάρρευσή του.

Στην Αλβανία, ο πρωθυπουργός, θεωρώντας λίαν πιθανή μία ελληνοϊταλική σύρραξη, διετύπωσε έντονους φόβους για την πιθανή εμπλοκή της χώρας του σε μία ευρύτερη κρίση, εάν οι Ιταλοί χρησιμοποιούσαν τον Αυλώνα ως ναυτική βάση. Ακόμη και η βουλγαρική κυβέρνηση, η οποία διατηρούσε κακές σχέσεις με την Αθήνα, δεν τάχθηκε ανοικτά υπέρ της Ρώμης αλλά έδειξε να εξαρτά την πολιτική της από την ενδεχόμενη ιταλική υποστήριξη των δικών της αξιώσεων. Πάντως, η Σόφια δεν φαινόταν πρόθυμη να εμπλακεί στην όλη κρίση σε γενικές γραμμές.

Ακόμα και στη Ρουμανία, μία χώρα – φορέα του λατινικού πολιτισμού κατά τους θεωρητικούς του Palazzo della Consulta, η κατακραυγή εναντίον της Ρώμης ήταν έντονη. Ο Ρουμάνος υπουργός Εξωτερικών Duca καταφέρθηκε με σφοδρότητα εναντίον του Mussolini, ζητώντας την παρέμβαση των λοιπών Μεγάλων Δυνάμεων. Οι Ρουμάνοι αξιωματικοί ανακλήθηκαν από το εξωτερικό, ενώ ο Τύπος κυριολεκτικά ξιφούλκισε κατά της Ρώμης, δημοσιεύοντας άρθρα, τα οποία παρομοίαζαν το ιταλικό τελεσίγραφο με το αντίστοιχο αυστριακό του 1914. Επιπλέον, σε πολλά δημοσιεύματα του ρουμανικού Τύπου τονιζόταν η παντελής έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων εις βάρος της Ελλάδος.

Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε η στάση της Τουρκίας. Το επεισόδιο σχολιάστηκε ευρέως στην τουρκική Εθνοσυνέλευση και διάχυτη υπήρξε η εντύπωση πως το ιταλικό τελεσίγραφο ήταν αυστηρότερο από το αντίστοιχο αυστριακό του 1914. Εκφραζόταν ακόμη μία συγκεκαλυμμένη ανησυχία για την έκταση των επιδιώξεων της Ρώμης, κυρίως εφ’ όσον ασκήθηκε περιττή βία από όργανα της τελευταίας. Βεβαίως, δεν έλειψαν και τα ειρωνικά σχόλια για την Ελλάδα, η οποία είχε αντικαταστήσει την Τουρκία στο ρόλο του «Μεγάλου Ασθενούς» της Ανατολής (Katan -2/9/1923), τονιζόταν δε πως πιθανή αποδοχή των ιταλικών όρων από μέρους της ελληνικής κυβερνήσεως σήμαινε για την τελευταία πολιτική αυτοκτονία. Πάντως, σύμφωνα με άλλες πηγές, διάχυτη ήταν η ικανοποίηση των επίσημων τουρκικών κύκλων για την ταπείνωση, την οποία υφίστατο η Ελλάδα.

Η χώρα, όμως, η οποία πραγματικά συγκλονίστηκε από τα γεγονότα ήταν η Νοτιοσλαβία. Οι σχέσεις μεταξύ Βελιγραδίου και Ρώμης ήταν ούτως ή άλλως τεταμένες από καιρό, επειδή εκκρεμούσε και η οριστική διευθέτηση της τύχης του Φιούμε. Το Βελιγράδι διέβλεψε ορθώς τον κίνδυνο να αποκλειστεί εντός της Αδριατικής, εάν η Ρώμη εγκαθίστατο μονίμως στην Κέρκυρα. Ως εκ τούτου, την αρχική αμηχανία (μετά τη δολοφονία στην Κακαβιά) διαδέχθηκε ένας καταιγισμός αντιϊταλικών δηλώσεων και δημοσιευμάτων μετά την επίδοση του ιταλικού τελεσιγράφου, το οποίο παραλληλίστηκε με το αυστριακό του 1914 από μεγάλη μερίδα του Τύπου. Η δε επακόλουθη κατάληψη της Κερκύρας προκάλεσε σωρεία αντιϊταλικών δημοσιευμάτων στην ολότητα σχεδόν του νοτιοσλαβικού Τύπου. Στο Βελιγράδι, συνεκλήθη εκτάκτως το Υπουργικό Συμβούλιο, ανεκλήθησαν όσοι αξιωματικοί βρίσκονταν στο εξωτερικό και ο εκεί εκδιδόμενος Τύπος επιτέθηκε με δριμύτητα στη Ρώμη (χαρακτηριστικά είναι τα δημοσιεύματα των εφημερίδων Νόβι Λίστ – 1/9/1923, Νοβόστι -1/9/1923, Πρεπορόδ – 2/9/1923). Ο πρεσβευτής στην Αθήνα Baluchtchitch μετά βίας έκρυβε την απέχθειά του για τη Ρώμη και σε δηλώσεις του κατέκρινε την ιταλική ενέργεια ως βεβιασμένη, εκφράζοντας ταυτόχρονα τη συμπάθεια όλων των εθνοτήτων της χώρας του προς τον δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό.

Ο διάδοχος του σερβικού θρόνου Αλέξανδρος στην Κέρκυρα τον Φεβρουάριο του 1916.

Το διήμερο 3ης και 4ης Σεπτεμβρίου, το κλίμα στη Νοτιοσλαβία βάρυνε επικίνδυνα. Συνεκλήθη το Συμβούλιο του Στέμματος, ενώ άρχισαν να εκδηλώνονται και οι πρώτες έντονες γαλλικές πιέσεις. Κατά τα φαινόμενα, το Παρίσι ζήτησε πιεστικά από το Βελιγράδι να χαμηλώσει τους τόνους της κριτικής για την ιταλική πολιτική, προειδοποιώντας το ότι σε περίπτωση ανοικτής σύρραξης του δευτέρου με τη Ρώμη, η γαλλική κυβέρνηση θα αδυνατούσε να συνδράμει την αντίστοιχη νοτιοοσλαβική.

Ως γνωστόν, η μόνη σταθερά της πολιτικής του Βελιγραδίου ήταν η αλληλεγγύη του Παρισιού και γι’ αυτό η κυβέρνηση της Νοτιοσλαβίας συνέστησε στον Τύπο να μετριάσει την κριτική του για την Ιταλία, ενώ κατεβλήθη μία τελευταία προσπάθεια προς την πλευρά του Λονδίνου. Ο μόνιμος υφυπουργός Εξωτερικών της Νοτιοσλαβίας επεχείρησε να διερευνήσει τις προθέσεις των Βρετανών για το ενδεχόμενο δυναμικότερης αντιμετώπισης των ιταλικών προκλήσεων, αλλά κατά τα φαινόμενα δεν βρήκε ανταπόκριση. Ο συμβιβασμός αποτελούσε πλέον μονόδρομο και έως την 6η Σεπτεμβρίου, το Βελιγράδι είχε εναρμονιστεί πλήρως με τις γαλλικές υποδείξεις.

Ο αντίκτυπος των γεγονότων ξεπέρασε τα όρια της ευρωπαϊκής ηπείρου και έφθασε μέχρι τις Ηνωμένες Πολιτείες και αυτή ακόμα την Αυστραλία! Ο αμερικανικός λαός κατεδίκασε την ιταλική πολιτική σχεδόν ομόφωνα, αν και η κυβέρνησή του προσπάθησε να κρατήσει ουδέτερη στάση. Ο Τύπος της χώρας τάχθηκε εξαρχής υπέρ της Ελλάδας. Ήδη από την 31η Αυγούστου, η εφημερίδα The New York Times κατεδίκασε το ιταλικό τελεσίγραφο, το οποίο συνέκρινε με το αυστριακό του 1914 και εξέφρασε την άποψη ότι οι δολοφόνοι της ιταλικής αντιπροσωπείας ήταν πιθανότατα Αλβανοί. Επιπλέον, σημείωνε με έμφαση ότι στόχος του Mussolini ήταν ο εξευτελισμός της Ελλάδας και όχι η απόδοση της δικαιοσύνης. Η Chicago Tribune (2/9/1923) μετέφερε το αντιϊταλικό κλίμα, το οποίο επικρατούσε στις Ηνωμένες Πολιτείες, σημειώνοντας πως ουδείς επίστευε ότι η ελληνική κυβέρνηση ήταν υπεύθυνη για το έγκλημα στην Κακαβιά. Τέλος, οι αρθρογράφοι της συγκεκριμένης εφημερίδος συνιστούσαν τη λύση της διαιτησίας για την ταχύτερη επίλυση της διαφοράς.

Στη συνέχεια, αξίζει να μνημονευθεί το γεγονός ότι η αυστραλιανή εφημερίδα Stead’s Review δημοσίευσε ένα λίαν εκτενές άρθρο για την υπόθεση. Αυτό διαπνεόταν από ένα φιλελληνικό πνεύμα και σ’ αυτό δεν παρουσιαζόταν η ιταλική άποψη. Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε το γεγονός ότι με την υπόθεση αυτή ασχολήθηκαν ακόμη και στο μακρινό Περού. Η στάση της περουβιανής κοινής γνώμης ήταν τόσο εχθρική για τη Ρώμη, ώστε ο εκεί Ιταλός πρεσβευτής Αgnoli υποχρεώθηκε να δώσει μία συνέντευξη Τύπου για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις! Τέλος, προς χάριν της ιστορικής αλήθειας, πρέπει να αναφερθεί ότι υπήρξαν και ορισμένες ιταλικές εφημερίδες, οι οποίες επέκριναν τις ενέργειες της κυβερνήσεως της Ρώμης. Στην ιδία την Ιταλία, το φασιστικό περιοδικό Militia, σε ανυπόγραφο άρθρο του της 1ης Σεπτεμβρίου 1923, κατηγόρησε τους κομμουνιστές και τον παράνομο Τύπο τους πως διέδιδαν ότι το έγκλημα στην Κακαβιά οργανώθηκε από την ιταλική κυβέρνηση. Εκτός Ιταλίας, υπήρξε η σοσιαλιστική εφημερίδα Italia del popolo, η οποία κυκλοφορούσε στο Μπουένος Άϋρες της Αργεντινής. Αυτή, με τα δημοσιεύματά της, προκάλεσε την οργή των εκεί φασιστών, οι οποίοι ζήτησαν από τον Ιταλό πρέσβη Colli να παρέμβει στην τοπική κυβέρνηση κατά της συγκεκριμένης εφημερίδος.

Επηκολούθησε μία σκληρή διπλωματική μάχη. Τελικώς, τα σοβαρά σφάλματα της ελληνικής πλευράς και η θερμή υποστήριξη των Γάλλων στους Ιταλούς υποχρέωσαν την Αθήνα όπως καταβάλει στη Ρώμη αποζημίωση και διοργανώσει μία εξευτελιστική τελετή συγγνώμης στο Ζάππειο, κατά τη διάρκεια της οποίας η ελληνική σημαία χαμήλωσε προ αυτών των κρατών της Συνεννοήσεως. Μάλιστα, η Ελλάδα συνήψε δάνειο για να πληρώσει την αποζημίωση, ενώ δεν έλαβε δεκάρα για τα πολλαπλάσια θύματα του ιταλικού βομβαρδισμού στην Κέρκυρα. Τελικώς, η μαρτυρική νήσος απελευθερώθηκε την 27η Σεπτεμβρίου 1923. Το περιστατικό, όμως, έμεινε βαθιά χαραγμένο  στην μνήμη των Κερκυραίων,  οι οποίοι έμελλαν να  βιώσουν και πάλι τα «αγαθά» του λατινικού πολιτισμού 18 χρόνια αργότερα.

27 Σεπτεμβρίου 1923. Η απόσυρση των ιταλικών στρατευμάτων από την Κέρκυρα.

Εν κατακλείδι, το συγκεκριμένο γεγονός έχει πολλές εκφάνσεις, ορισμένες μόνον εκ των οποίων ανεφέρθησαν στο παρόν άρθρο. Η σημασία του στον χώρο των διακρατικών σχέσεων και, γενικότερα, σε εκείνον των διεθνών εξελίξεων, είναι πολυδιάστατη. Η δολοφονία των μελών της ιταλικής αντιπροσωπείας διαχαράξεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου, όπως και ο βομβαρδισμός αλλά κυρίως η κατάληψη της Κερκύρας έθεσαν για πρώτη φορά σε δοκιμασία τόσο την αξιοπιστία όσο και την αποτελεσματικότητα του τότε νεότευκτου συστήματος συλλογικής ασφαλείας. Είναι δε σημαντικό και επίκαιρο έως τις μέρες μας για δύο λόγους: πρώτον διότι τα χερσαία σύνορα μεταξύ των δύο κρατών δεν έχουν οριστικοποιηθεί και αναγνωρισθεί de jure από την Ελλάδα, γεγονός που θα απασχολήσει την κοινή γνώμη εκατέρωθεν των συνόρων εν όψει της οριστικής διευθετήσεως των διμερών διαφορών και δεύτερον επειδή η Ιταλία ακολουθεί με συνέπεια μία σταθερή πολιτική διεισδύσεως στην περιοχή της Ηπείρου και της σημερινής Αλβανίας, δρώντας συχνά ανταγωνιστικά έναντι της Ελλάδος.

Σημ. Το κείμενο προέρχεται από τη μονογραφία του συγγραφέως Η Ελληνοϊταλική κρίση του 1923. Το επεισόδιο Tellini/Κερκύρας, (Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών), Γ’ έκδοση (εμπλουτισμένη), Αθήνα, εκδ. Πελασγός. 2019.

 

Ο Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος είναι Νομικός – Διεθνολόγος

Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών και Καθηγητής Στρατιωτικών Σχολών

Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος: Η Ελληνοϊταλική κρίση του 1923. Μέρος Α΄: H δολοφονία του Στρατηγού Tellini

Εκατό χρόνια από τότε

Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος

Η Ελληνοϊταλική κρίση του 1923

Μέρος Α’: Η δολοφονία του Στρατηγού Tellini

 

O βομβαρδισμός και η κατάληψη της Κερκύρας από τον ιταλικό στόλο το καλοκαίρι του 1923 είναι καταχωρημένα στην ελληνική και τη διεθνή ιστοριογραφία σαν ένα από τα πρώτα θερμά επεισόδια της περιόδου του Μεσοπολέμου. Την εποχή κατά την οποία συνέβη, συνετάραξε την παγκόσμια κοινή γνώμη, κυρίως διότι ο βομβαρδισμός και η κατάληψη της ανοχύρωτης νήσου θεωρήθηκαν πράξεις δυσανάλογες με την προσβολή, την οποία είχε υποστεί η Ρώμη. Η ανθρωπότητα έφθασε εκ νέου στο χείλος μίας παγκοσμίου συρράξεως για πρώτη φορά μετά τον «Μεγάλο Πόλεμο» του 1914-1918 και μάλιστα για τον ίδιο ακριβώς λόγο, την προάσπιση της εθνικής τιμής.

Ως γνωστόν, η Ιταλία συγκαταλεγόταν μεταξύ των συσταθέντων κατά τις δεκαετίες 1860 και 1870 κρατών όπως η Γερμανία, η Ιαπωνία και η Ρουμανία. Αυτή ενοποιήθηκε (στο μεγαλύτερο τμήμα της) υπό την συνταγματική μοναρχία του Οίκου της Σαβοΐας, το 1870. Πριν καν ολοκληρωθεί η ενοποίηση αυτή, διάφοροι Ιταλοί αξιωματούχοι άρχισαν να εκφράζουν κατακτητικές φιλοδοξίες γι’ άλλες περιοχές, μεταξύ των οποίων εξέχουσα θέση κατείχε η Κέρκυρα.

Από τις αρχές του 1866, ξεκίνησε η άφιξη πολλών Ιταλών στη νήσο. Σύντομα, αυτοί κατέστησαν φανερές τις προθέσεις τους, επιδιδόμενοι σε προπαγανδιστικές ενέργειες «υπέρ της ενώσεως της Κερκύρας μετά της μητρός Ιταλίας», όπως έλεγαν χαρακτηριστικά. Ο απώτερος στόχος τους ήταν η διοργάνωση ενός συλλαλητηρίου για να διατρανώσουν οι κάτοικοι τα υποτιθέμενα φρονήματά τους προς τη Ρώμη. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα Επτάνησα είχαν ενωθεί με την Ελλάδα μόλις προ διετίας και την περίοδο εκείνη η ελληνική κυβέρνηση είχε στρέψει την προσοχή της στη νέα εξέγερση των Κρητών (η οποία κατέληξε στο ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου).

Η Κέρκυρα όπως απεικονίζεται σε χάρτη του ΙΗ΄ αιώνα.

Ευτυχώς, η συγκεκριμένη προσπάθεια των Ιταλών δεν ευοδώθηκε και οι πράκτορές τους απελάθηκαν, δίχως αυτό να σημαίνει ότι έπαψε το «ενδιαφέρον» της Ρώμης για τη νήσο. Λίγους μήνες μετά, το ιταλικό Υπουργείο Εξωτερικών απέστειλε προς όλες τις αντιπροσωπείες του στο εξωτερικό μία απόρρητη εγκύκλιο, συνιστώντας τους να υπενθυμίζουν πάντοτε ότι οι κτήσεις των Γενουατών και των Ενετών στην Εγγύς Ανατολή ήταν φυσική και αναφαίρετη κληρονομιά των Ιταλών. Την αυτή περίοδο, ο βουλευτής Petrucelli, αρθρογραφώντας στη γαλλική εφημερίδα Le Journal des Debats, διεκήρυξε ότι «η Εγγύς Ανατολή είναι για την Ιταλία ότι οι Ινδίες για την Αγγλία».

Η επόμενη προσπάθεια των Ιταλών έλαβε χώρα το 1870. Τότε, η Ευρώπη συγκλονιζόταν από τον πόλεμο μεταξύ της Γαλλίας και της Πρωσίας. Η ιταλική διπλωματία θεώρησε την περίοδο αυτή κατάλληλη για να επαναφέρει το θέμα, εκμεταλλευόμενη μία τυχαία σύρραξη στην Κέρκυρα μεταξύ ενός τάγματος εθνοφυλάκων και λίγων μεθυσμένων κατοίκων. Το ιταλικό προξενείο της νήσου ξεκίνησε μία «βιομηχανία» συντάξεως αναφορών δήθεν «αγανακτισμένων» (Καθολικών και εβραίων) Κερκυραίων με αντικείμενο το επισφαλές της θέσεώς τους και με αίτημα την προστασία τους από την Ιταλία. Στην Κέρκυρα, δημιουργήθηκε σάλος και τα έντυπα κατασχέθηκαν από την Αστυνομία. Οι αντιδράσεις της ελληνικής κυβερνήσεως υπήρξαν έντονες και η Ρώμη υποχρεώθηκε να ανακαλέσει τον πρόξενό της από τη νήσο.

Το 1878, μετά τη λήξη των εργασιών του Συνεδρίου του Βερολίνου, η ελληνική κυβέρνηση πληροφορήθηκε με έκπληξη αλλά και οργή τις δηλώσεις του Ιταλού πρέσβη  στην  Αγία  Πετρούπολη,  με  τις  οποίες  ο  ίδιος  εξέφραζε  το  έντονο «ενδιαφέρον» της χώρας του τόσο για την Κέρκυρα όσο και για την Ήπειρο. Τον Μάιο του 1879, ο Έλληνας επιτετραμμένος στο Λονδίνο Ιωάννης Γεννάδιος τηλεγράφησε στο ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών ότι «αι φήμαι αι σχετικαί προς τας ιταλικάς βλέψεις επί της Κερκύρας ανανεώθησαν ενταύθα». Οι δηλώσεις και οι φήμες αυτές συντηρούσαν το θέμα στην επικαιρότητα και προλείαναν το έδαφος για την επόμενη δυναμική κίνηση της ιταλικής διπλωματίας μόλις οι περιστάσεις το επέτρεπαν. Η κατάλληλη ευκαιρία παρουσιάστηκε τον Απρίλιο του 1891.

Τότε, σοβαρές ταραχές συνεκλόνισαν τη νήσο λόγω της δολοφονίας ενός οκτάχρονου κοριτσιού, το πτώμα του οποίου ευρέθη στην εβραϊκή συνοικία της πόλεως. Οι Καθολικοί έλεγαν ότι το κορίτσι ήταν τέκνο Καθολικής οικογενείας και είχε δολοφονηθεί από εβραίους. Οι τελευταίοι υπεστήριζαν ότι το θύμα ήταν εβραιοπούλα, που είχε βρει τον θάνατο από χριστιανούς (Καθολικούς ή Ορθοδόξους) και το πτώμα του τοποθετήθηκε στη συνοικία τους για να κατηγορηθεί η κοινότητά τους. Η δεύτερη εκδοχή φαίνεται πως ήταν η πιθανότερη σύμφωνα και με την έκθεση του ανακριτή.

Σε κάθε περίπτωση, η δολοφονία αυτή οδήγησε σε επεισόδια και βιαιοπραγίες κατά μελών της εβραϊκής κοινότητος, που επεκτάθηκαν και στα άλλα Επτάνησα. Επί ημέρες, ο ιταλικός Τύπος δημοσίευε κείμενα Επτανησίων εβραίων, με αντικείμενο τα παθήματά τους από τους Έλληνες, τα οποία τους υποχρέωναν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Τα ισραηλιτικά σωματεία ανά την Ευρώπη ξεσηκώθηκαν και η κυβέρνηση της Ρώμης εξέφρασε την πρόθεσή της να αποβιβάσει στρατεύματα στην Κέρκυρα για να αποκαταστήσει την τάξη και να «διασώσει» τους Καθολικούς και τους εβραίους της νήσου. Το όλο εγχείρημα, όμως, ματαιώθηκε ύστερα από την έντονη αντίδραση τόσο της βρετανικής όσο και της ρωσικής κυβερνήσεως.

Στο Μαρκά, την παλιά αγορά στη Σπηλιά της Κέρκυρας το 1900.

Η εξέλιξη αυτή προβλημάτισε τη Ρώμη, η οποία αποφάσισε να ακολουθήσει στο εξής ηπιότερη πολιτική, ενισχύοντας την επιρροή της μεταξύ των κατοίκων μέσω των Καθολικών σχολείων. Τα προσεχή έτη, οι κατακτητικές φιλοδοξίες της Ρώμης επικεντρώθηκαν στο ανατολικό κέρας της Αφρικής με τα γνωστά καταστροφικά γι’ αυτήν αποτελέσματα, καθώς τα στρατεύματά της συνετρίβησαν από τις δυνάμεις του Βασιλέως της Αβησσυνίας Μενελίκ Β΄ στη μάχη της Άντουα, τον Μάρτιο του 1896. Επί σειρά δεκαετιών, η Ιταλία ήταν η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα, της οποίας μία αξιοσέβαστη στρατιωτική δύναμη είχε ηττηθεί τόσο αποφασιστικά από έναν στρατό μαύρων της Αφρικής.

Τα επόμενα χρόνια, στην Κέρκυρα επικράτησε ηρεμία, που άρχισε να διαταράσσεται μετά την έναρξη του ιταλοτουρκικού πολέμου, το 1911. Ακολούθησε το ξέσπασμα των Βαλκανικών Πολέμων και η διεύρυνση των ορίων της ελληνικής επικράτειας, γεγονός που αντιστρατευόταν ευθέως τα γεωπολιτικά σχέδια της Ρώμης στην περιοχή. Οι αντιδράσεις της ιταλικής διπλωματίας υπήρξαν πολλές και ποικίλες. Μία εξ αυτών ήταν η επαναφορά στο προσκήνιο του «ενδιαφέροντός» της για την Κέρκυρα. Τον Φεβρουάριο του 1914, ο πρέσβης της Ιταλίας στην Αγία Πετρούπολη De Gubernatis δήλωσε επί λέξει στον Έλληνα ομόλογό του Αρμένη – Βράιλα πως: «οι Έλληνες οφείλουν να λάβουν υπ’ όψιν τους ότι η Κέρκυρα είναι μία νήσος ιταλική, η οποία πρέπει να επιστρέψει στην Ιταλία»! Η δήλωση αυτή εξόργισε τους Κερκυραίους σε τέτοιον βαθμό, ώστε κανείς τους να μην βοηθήσει τους επιβάτες ενός ιταλικού πλοίου, όταν αυτό προσάραξε στα ανοικτά της νησίδος Βίδο, την άνοιξη του 1914. Μάλιστα, το ιταλικό πλοίο έμεινε προσαραγμένο στα αβαθή επί πολλές ημέρες.

Ύστερα από περίπου δύο μήνες, ξέσπασε ο Α´ Παγκόσμιος Πόλεμος. Αρχικώς, η Ελλάς διεκήρυξε την πρόθεσή της να παραμείνει ουδέτερη. Εν συνεχεία, όμως, και μετά από έντονους εσωτερικούς κλυδωνισμούς, εξήλθε στον πόλεμο στο πλευρό των δυνάμεων της Συνεννοήσεως (Triple Entente). Σημειωτέον ότι τoν Δεκέμβριο του 1915 και ενώ η χώρα μας ήταν ακόμα ουδέτερη, γαλλικά στρατεύματα κατέλαβαν την Κέρκυρα για να την καταστήσουν καταφύγιο και βάση ανασυγκροτήσεως του υπό κατάρρευση ευρισκομένου σερβικού στρατού. Μία νέα περίοδος δεινών ξεκινούσε για τους κατοίκους της νήσου.

Η Ιταλία, η οποία είχε εξέλθει στον πόλεμο εναντίον των πρώην συμμάχων της Γερμανοαυστριακών, αξίωσε να αντιπροσωπευθεί και η ιδία όπως και η Μεγάλη Βρεταννία, με την αποβίβαση ενός μικρού αποσπάσματος. Η άδεια της εδόθη και στη νήσο άρχισαν να συρρέουν Ιταλοί αξιωματικοί και οπλίτες, ο αριθμός των οποίων σύντομα ανήλθε στις 10.000 άνδρες. Τα ιταλικά στρατεύματα υπερτερούσαν πλέον αριθμητικώς έναντι όλων των άλλων Συμμαχικών, συμπεριλαμβανομένων και των αντιστοίχων ελληνικών.

Δυστυχώς, η συμπεριφορά των περισσοτέρων Ιταλών οπλιτών (αλλά και πολλών αξιωματικών) προς τους κατοίκους μπορεί ανενδοίαστα να χαρακτηριστεί εχθρική. Υπάρχει πληθώρα στοιχείων, π.χ. για αθρόες συλλήψεις Κερκυραίων, παρακράτηση της αλληλογραφίας τους στο ιταλικό ταχυδρομείο και προβολή πάσης φύσεως εμποδίων στην εισαγωγή τροφίμων μέσω του ελληνικού τελωνείου . Επίσης, οι Ιταλοί διοργάνωναν πολύ συχνά πομπώδεις μέχρι θεατρικότητος στρατιωτικές παρελάσεις, που εξόργιζαν ακόμη και τους Γάλλους. Διάχυτη δε ήταν η αίσθηση μεταξύ των κατοίκων πως οι Ιταλοί συμπεριφέρονταν ως μελλοντικοί κυρίαρχοι της νήσου. Η εντύπωση αυτή ενισχυόταν και από τα κόκκινα μαντήλια με τον χάρτη της μεταπολεμικής Ιταλίας (σύμφωνα με τις επιθυμίες της Ρώμης), τα οποία φορούσαν οι Ιταλοί οπλίτες στον λαιμό τους. Ο χάρτης αυτός περιελάμβανε και την Κέρκυρα.

Αυτό, όμως, που χαράχθηκε ανεξίτηλα στη μνήμη των Κερκυραίων ήταν ένας ξύλινος κόκορας τοποθετημένος στο Νέο Φρούριο της πόλεως από τους Ιταλούς. Οι στρατιώτες της Ρώμης συνήθιζαν να τον δείχνουν, λέγοντας πως όταν αυτός ο κόκορας λαλήσει, τότε θα εγκατέλειπαν και οι ίδιοι τη νήσο. Κάποιες πληροφορίες αναφέρουν ότι η φράση αυτή είχε χαραχθεί σε ξύλινη πινακίδα, που είχαν τοποθετήσει οι Ιταλοί στην βάση του κόκορα.

Άσκηση ιταλικής λογοκρισίας στην ιδιωτική αλληλογραφία το 1916.

Τελικώς, ο «Μεγάλος Πόλεμος» τέλειωσε τον Νοέμβριο του 1918 και στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης η Ρώμη δεν απεκόμισε όλα όσα επιθυμούσε. Το γεγονός αυτό προκάλεσε βαθιά απογοήτευση στον ιταλικό λαό και οδήγησε μέχρι και σε πτώση της τότε ιταλικής κυβερνήσεως. Επιπλέον, το 1919, οι Ιταλοί υπεχρεώθησαν να εγκαταλείψουν την Κέρκυρα υπό τη συνοδεία ενός υπόκωφου «κουκουρίκου» από τους εμπαίζοντες αυτούς Κερκυραίους. Η συγκεκριμένη προσβολή έμεινε βαθιά χαραγμένη στη μνήμη πολλών Ιταλών ιθυνόντων, οι οποίοι θα επιχειρούσαν να την ξεπλύνουν υπό την ηγεσία του νέου «αστέρα» της ιταλικής πολιτικής σκηνής, του Benito Mussolini. Έλειπε μόνον η κατάλληλη αφορμή. Και αυτή εδόθη στα βουνά της Ηπείρου μετά από τέσσερα έτη, τον Αύγουστο του 1923.

Η περιοχή της σημερινής Αλβανίας υπήρξε προνομιακός χώρος εισβολής διαφόρων φυλών από την αρχαιότητα έως σήμερα. Κατά τον 15ο αιώνα, οι Τούρκοι κατέλαβαν την περιοχή, η οποία κατέστη τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μαζί με την υπόλοιπη βαλκανική χερσόνησο. Οι περισσότεροι μουσουλμάνοι κάτοικοι άρχισαν να αποκτούν εθνική συνείδηση στις αρχές του 20ου αιώνος. Μάλιστα, το 1847, οι προύχοντες 55 μουσουλμανικών, κυρίως, χωριών συνέταξαν ένα μνημόνιο, με το οποίο ζητούσαν από τον Βασιλέα Όθωνα της Ελλάδος την ένωσή τους με την χώρα του. Δυστυχώς, αυτό ήταν πρακτικώς ανέφικτο να υλοποιηθεί, κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή.

Αριστερά: O Όθων με αλβανική περιβολή. Δεξιά: Αλβανός πολεμιστής γύρω στο 1880.

Το 1908, ξέσπασε των κίνημα των Νεοτούρκων, οι οποίοι προχώρησαν σε σημαντικές παραχωρήσεις προς τους Αλβανούς, με σημαντικότερη όλων τη διασαφήνιση των εδαφών τους, το καλοκαίρι του 1912. Έκτοτε, ως Αλβανία λογιζόταν η περιοχή που ανήκε στα βιλαέτια Σκόδρας και Ιωαννίνων, καθώς και μεγάλα τμήματα των βιλαετίων Κοσσυφοπεδίου και Μοναστηρίου. Η απόφαση αυτή διέλυσε την έως τότε σύγχυση, καθώς οι ακραίοι Αλβανοί είχαν πλέον μία συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, στην οποία θα προσάρμοζαν τα σχέδιά τους περί αυτονομίας (είναι δε τα όρια της σημερινής «Μεγάλης Αλβανίας»), ενώ οι Έλληνες είδαν να συμπεριλαμβάνονται στην Αλβανία περιοχές με αμιγώς ελληνικό πληθυσμό ή με σαφή πλειοψηφία του ελληνικού στοιχείου.

Λίγους μήνες μετά, ξέσπασε ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος. Οι Αλβανοί ήταν οι μόνοι Βαλκάνιοι, που ετάχθησαν με το μέρος του Σουλτάνου. Η θέση τους κατέστη πολύ δύσκολη κυρίως μετά από τις συνεχόμενες νίκες των χριστιανικών δυνάμεων. Προς τούτο, ορισμένοι σημαίνοντες Αλβανοί μετέβησαν εσπευσμένα στο εξωτερικό για να εξασφαλίσουν διπλωματική υποστήριξη. Η ιταλική διπλωματία κυρίως και η αυστριακή δευτερευόντως τους ενεθάρρυναν και ο Ισμαήλ Κεμάλ ανεκήρυξε την ανεξαρτησία της Αλβανίας στον Αυλώνα, την 28η Νοεμβρίου 1912. Ύστερα από λίγες εβδομάδες, η Ρώμη και η Βιέννη υπέγραψαν μία συμφωνία, με την οποία δεσμεύονταν να «δημιουργήσουν» μία ανεξάρτητη Αλβανία, στην οποία θα διατηρούσαν ισοδύναμες σφαίρες επιρροής. Τον Μάιο του 1913, η συμφωνία αυτή επικυρώθηκε με συνθήκη, που υπεγράφη στη Ρώμη.

Οι μάχες, όμως, συνεχίζονταν και ο Ελληνικός Στρατός, υπό την ηγεσία του τότε Διαδόχου Κωνσταντίνου, απελευθέρωσε τα Ιωάννινα και την βόρεια Ήπειρο, προκαλώντας την οργή της Ρώμης. Στις διαπραγματεύσεις που ελάμβαναν χώρα στο Λονδίνο, οι Ιταλοί και οι Αυστριακοί κατάφεραν να εκμαιεύσουν τη σύμφωνη γνώμη των υπολοίπων αντιπροσωπειών για τη σύσταση ενός ανεξάρτητου αλβανικού κράτους. Στα τέλη Μαΐου του 1913, συνήφθη η Συνθήκη του Λονδίνου, που προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τη συγκρότηση μίας διεθνούς επιτροπής για τη διαχάραξη των συνόρων του νέου κράτους. Η Αθήνα υπέβαλε αίτημα για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος προς διακρίβωση του φρονήματος των κατοίκων της περιοχής αλλά αυτό απερρίφθη. Η προαναφερθείσα διεθνής επιτροπή εργάστηκε μέσα σε κλίμα έντονων αντιπαραθέσεων μεταξύ των μελών της στο βόρειο τμήμα της Αλβανίας έως την 12η Δεκεμβρίου 1913. Οι εργασίες της ουδέποτε επαναλήφθηκαν υπό τη σύνθεση αυτή, καθώς το επόμενο καλοκαίρι ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.

Η διαχάραξη των νοτίων συνόρων, όμως, παρουσίαζε πολύ μεγαλύτερες δυσκολίες, καθώς τόσο η Βιέννη όσο κυρίως η Ρώμη πίεζαν όπως η βόρεια Ήπειρος παραχωρηθεί στην Αλβανία. Η ελληνική κυβέρνηση εξαναγκάσθηκε να συγκατανεύσει προφορικώς υπό το βάρος των εντόνων αυτών πιέσεων. Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος, όμως, αρνείτο να συναινέσει στην παραχώρηση ελληνικών εδαφών, στην απελευθέρωση των οποίων είχε συντελέσει και ο ίδιος προσωπικώς. Τον Δεκέμβριο του 1913, υπεγράφη το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, που χάριζε τη βόρεια Ήπειρο στους Αλβανούς. Στην Αθήνα προεκλήθη σάλος. Ο Κωνσταντίνος απειλούσε να παραιτηθεί του θρόνου για να ηγηθεί του βορειοηπειρωτικού αγώνος, ενώ ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος απειλούσε με τη σειρά του να παραιτηθεί της πρωθυπουργίας, εάν ο βασιλεύς επέμενε ν’ ακολουθεί πολιτική διάφορη απ’ αυτήν της επισήμου κυβερνήσεως. Οι βάσεις της επακόλουθης οξύτατης μεταξύ τους διαφωνίας, που οδήγησε στον «εθνικό διχασμό», είχαν τεθεί.

Τελικώς, οι Βορειοηπειρώτες ξεσηκώθηκαν μόνοι τους και πέτυχαν την απελευθέρωση των εδαφών τους, δίχως την υποστήριξη της ελληνικής κυβερνήσεως. Μάλιστα, η Αθήνα επέβαλε αποκλεισμό στους λιμένες των Βορειοηπειρωτών και απηγόρευσε την ενίσχυσή τους! Η διχασμένη αλβανική πολιτική ηγεσία μπροστά στο φάσμα της στρατιωτικής ήττας απεδέχθη την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κερκύρας, τον Μάιο του 1914. Το συγκεκριμένο κείμενο προέβλεπε ευρεία αυτονομία των Βορειοηπειρωτών, εντός των ορίων, όμως, του αλβανικού κράτους. Αυτός ήταν και ο λόγος, που έκανε τους εκπροσώπους των Βορειοηπειρωτών αρνητικούς στο να υπογράψουν το προαναφερθέν πρωτόκολλο. Τελικώς, ύστερα από έντονες πιέσεις της ελληνικής κυβερνήσεως και προσωπικώς του πρωθυπουργού, η πλειοψηφία των εκπροσώπων (πλην αυτών της Χειμάρρας) επείσθη να υπογράψει το κείμενο, οι όροι του οποίου, όμως, ουδέποτε εφαρμόσθηκαν στην πράξη από το αλβανικό κράτος.

Ύστερα από λίγες εβδομάδες, ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και το θέμα των συνόρων της Αλβανίας «πάγωσε». Τον Μάιο του 1920, η αμερικανική Γερουσία αποφάσισε ομοφώνως την απόδοση της βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα. Δυστυχώς, έντεκα (11) ημέρες μετά, η κυβέρνηση Βενιζέλου και τα Τίρανα υπέγραψαν το Σύμφωνο της Καπεστίτσας, οι διατάξεις του οποίου προέβλεπαν ότι η Κορυτσά θα περιερχόταν υπό τον έλεγχο των Αλβανών. Οι τελευταίοι υπόσχονταν για μία ακόμη φορά να σεβαστούν τα δικαιώματα των Βορειοηπειρωτών. Κατά συνέπεια, ο Ελληνικός Στρατός δεν θα προήλαυνε στην περιοχή, καίτοι είχε εξασφαλίσει προς τούτο την άδεια των Γάλλων και των Ιταλών.

Τον Νοέμβριο του 1921, συνεστήθη μία διεθνής επιτροπή με επικεφαλής τον Ιταλό Στρατηγό Enrico Tellini για τον καθορισμό των συνόρων της Αλβανίας. Οι Ιταλοί αντιπρόσωποι ανέλαβαν τη διαχάραξη των ελληνοαλβανικών συνόρων, ενώ οι Αγγλογάλλοι αυτήν της αλβανοσερβικής μεθορίου. Επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας ορίστηκε ο Αντισυνταγματάρχης Δήμος Νότη Μπότσαρης. Εξ αρχής, η στάση του Ιταλού Στρατηγού ήταν ευνοϊκή για τους Αλβανούς και προκάλεσε αντιδράσεις. Οι Βορειοηπειρώτες εξοργίστηκαν και η ελληνική κυβέρνηση εξέφρασε την έντονη δυσφορία της. Επιπλέον, οι αποφάσεις του προκάλεσαν την καταφορά του ελληνικού Τύπου.

Αριστερά: η διεθνής επιτροπή χάραξης των ελληνο-αλβανικών συνόρων. Δεξιά: ο Στρατηγός Enrico Tellini.

Το πρωινό της 27ης Αυγούστου 1923, οι αντιπροσωπείες ξεκίνησαν από τα Ιωάννινα για να διεξαγάγουν αυτοψία στην επίδικη περιοχή. Το προηγούμενο βράδυ, τα μέλη των αντιπροσωπειών είχαν αργήσει να κοιμηθούν. Ο Ιταλός Στρατηγός εόρταζε τα πεντηκοστά έκτα (56α) γενέθλιά του και είχε προσκαλέσει τα μέλη της αλβανικής και της ελληνικής αντιπροσωπείας σε μία μικρή συνεστίαση. Η διάθεση όλων ήταν καλή και όταν χώρισαν, γύρω στα μεσάνυκτα, ουδείς μπορούσε να φανταστεί ότι, για ορισμένους εξ αυτών, επρόκειτο να είναι η τελευταία νύκτα της ζωής τους.

Ως τόπος της πρωινής συναντήσεως ορίστηκε το ελληνικό φυλάκιο στην Κακαβιά και ως ώρα η 9η πρωινή. Ο Αντισυνταγματάρχης Μπότσαρης, προς αποφυγή καθυστέρησης της διαδικασίας, διέταξε να υπάρχουν ξεκούραστα άλογα στο φυλάκιο προκειμένου να συνεχίσουν με αυτά την πορεία τους, επειδή αμαξιτός δρόμος δεν πήγαινε στο μεγαλύτερο μέρος της υπό αναγνώριση περιοχής. Επιπλέον, διέταξε όπως παρίστανται δύο αξιωματικοί, ένας υπεύθυνος περί τα τοπογραφικά (ο Λοχαγός Λαμπρόπουλος) και ένας, ο οποίος θα αποτελούσε τον σύνδεσμο με το αρχηγείο (ο Λοχαγός Σπυρόπουλος). Η προνοητική αυτή ενέργεια του Μπότσαρη επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί ως ενοχοποιητικό στοιχείο εναντίον του αργότερα.

Πρώτη ξεκίνησε η αλβανική αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Ταγματάρχη Colone, η οποία έφυγε στις 5:30 π.μ. (ή στις 6:15 π.μ. κατά τον γραμματέα του ιταλικού προξενείου στα Ιωάννινα Andrea Liverani) από την πρωτεύουσα της Ηπείρου. Το αυτοκίνητο το οποίο είχε στη διάθεσή της ήταν σε αθλία κατάσταση και οπωσδήποτε θα χρειαζόταν 2,5 με 3 ώρες για να διανύσει τη μήκους 62 χλμ. απόσταση έως την Κακαβιά. Δεύτερο έφυγε το όχημα της ελληνικής αντιπροσωπείας, ένα παλαιό Ford, του οποίου η κατάσταση λίγο απείχε απ’ αυτήν του αντιστοίχου οχήματος της αλβανικής αντιπροσωπείας.

Ως ώρα αναχωρήσεως είχε προεπιλεγεί η 6η πρωινή (άλλοι ισχυρίζονται ότι έφυγε στις 6:30 π.μ.), ενώ ο διοικητής της Χωροφυλακής Συνταγματάρχης Φλωριάς αναφέρει στη δική του έκθεση ως ώρα αναχωρήσεως την 7η πρωινή. Το αυτοκίνητο οδηγούσε ένας Έλληνας στρατιώτης και επέβαιναν σε αυτό ο Αντισυνταγματάρχης Μπότσαρης και ο Λοχαγός Τσίγγανος. Τελευταίο ανεχώρησε το ιταλικό όχημα. Ήταν μία απαστράπτουσα Lancia χρώματος ασημί. Επρόκειτο για το πλέον γρήγορο όχημα εκ των τριών και ευρίσκετο σαφώς στην καλύτερη κατάσταση, γι’ αυτό και έφυγε τελευταίο. Σε αυτό, επέβαιναν, εκτός του Στρατηγού Tellini, o υπασπιστής του Υπολοχαγός Mario Bonaccini, o Επίατρος Corti, ο Βορειοηπειρώτης διερμηνέας Αθανάσιος Γκαζίρης ή Κράβαρης πρώην δήμαρχος Λεσκοβικίου και ο οδηγός, στρατιώτης Farnetti.

Έχει γραφεί ότι ήταν η πρώτη φορά καθ’ όλο το διάστημα των εργασιών της Επιτροπής, κατά την οποία το αλβανικό όχημα ξεκίνησε πρώτο. Συνήθως, προηγείτο το ελληνικό όχημα. Επίσης, υπάρχει και ένα άλλο σημείο διαφωνίας. Έχει υποστηριχτεί η άποψη πως δεύτερο ήταν το ιταλικό όχημα και τρίτο το ελληνικό. Στο 15ο χλμ. (ή κατ’ άλλους μεταξύ 16ου-17ου χλμ.), το ελληνικό όχημα παρουσίασε μηχανική βλάβη. Ο οδηγός θεώρησε ότι μπορούσε να την επισκευάσει μόνος του και αρνήθηκε τη βοήθεια, την οποία του προσέφερε η ιταλική αντιπροσωπεία, όταν το όχημά της έφθασε το ελληνικό.

Λίγο αργότερα, εμφανίστηκε και ένα άλλο όχημα, στο οποίο επέβαινε ο ανιψιός του Μητροπολίτη Αργυροκάστρου, Στυλιανός Χαρισιάδης. Αυτός επέστρεφε από τους Αγίους Σαράντα, όπου είχε αφήσει τον θείο του για να επιβιβαστεί στο πλοίο με προορισμό την Βενετία. Ο Έλληνας αξιωματικός, βλέποντας την ώρα να περνάει, παρεκάλεσε τον Χαρισιάδη να δανειστεί το όχημά του, έως το βράδυ. Ο τελευταίος δεν φάνηκε ιδιαιτέρως πρόθυμος για την ανταλλαγή. Ευτυχώς, το παλαιό Ford επισκευάστηκε και η υπόθεση έληξε εκεί.

Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι ο Χαρισιάδης είχε δει πριν από ώρα τα δύο προπορευόμενα οχήματα, στα οποία επέβαιναν τα μέλη της αλβανικής και της ιταλικής αντιπροσωπείας. Πάντως, η σοβαρότητα της βλάβης του παλαιού Ford έχει αμφισβητηθεί. Η βλάβη αυτή φαίνεται πως καθυστέρησε το ελληνικό όχημα για περίπου 20 λεπτά. Ο διάλογος Μπότσαρη-Tellini και το επεισόδιο Χαρισιάδη είναι αναμφισβήτητα γεγονότα. Συνεπώς, είναι σίγουρο ότι το Ford της ελληνικής αντιπροσωπείας προηγείτο του οχήματος του Στρατηγού Tellini, διότι σε διαφορετική περίπτωση κανένα από τα δύο προαναφερθέντα περιστατικά δεν θα μπορούσε να έχει συμβεί!

Το ελληνικό όχημα ανέπτυξε τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα για να προλάβει τα άλλα δύο οχήματα. Στο 34ο χλμ., ο Μπότσαρης διέταξε να σταματήσουν στο ελληνικό φυλάκιο Καλπακίου. Από εκεί, τηλεφώνησε στον επικεφαλής του ελληνικού συνοριακού φυλακίου στην Κακαβιά για να τον πληροφορήσει σχετικά με την όλη καθυστέρηση του ελληνικού οχήματος. Επίσης, τον παρεκάλεσε να ενημερώσει προς τούτο και τα μέλη των δύο άλλων αντιπροσωπειών.

Προσέθεσε ότι δεν θα υπήρχε πρόβλημα εάν η διαχάραξη ξεκινούσε και χωρίς αυτόν. Θα τον αντικαθιστούσε ο εκεί ευρισκόμενος Λοχαγός Σπυρόπουλος, ο οποίος, μαζί με τον επίσης παρευρισκόμενο Λοχαγό Λαμπρόπουλο, θα αποτελούσαν προσωρινά την ελληνική αντιπροσωπεία, όντες μέλη αυτής (όπως έχει προαναφερθεί). Εκείνος θα τους προλάβαινε με τα άλογα, τα οποία είχε προνοήσει να υπάρχουν στο φυλάκιο. Αυτά παρακαλούσε να παραμείνουν στη διάθεσή του. Το ελληνικό όχημα ξεκίνησε εκ νέου. Στο 49ο χλμ., η ιταλική Lancia σταμάτησε, σύμφωνα με τον διοικητή του παρακείμενου τάγματος προκαλύψεως. Τα μέλη της αντιπροσωπείας ήταν εύθυμα και, αφού θαύμασαν το τοπίο, συνέχισαν την πορεία τους. Ο αξιωματικός αυτός ήταν και ο τελευταίος άνθρωπος, ο οποίος τους είδε ζωντανούς.

Στις 9:55 π.μ. περίπου, το παλαιό Ford με την ελληνική αντιπροσωπεία έφθασε αγκομαχώντας στο 54ο χλμ. στη θέση Ζέπι. Ήταν μία τοποθεσία με οργιώδη βλάστηση, όπου δύσκολα διακρινόταν η ύπαρξη δρόμου. Ένα πέτρινο γεφύρι (το οποίο σήμερα δεν υπάρχει πια) ένωνε τις δύο πλευρές μίας χαράδρας αμέσως μετά από μία απότομη στροφή. Ο Έλληνας οδηγός φρέναρε απότομα. Όλοι, για μία στιγμή, είχαν μείνει αποσβολωμένοι να κοιτούν το αποτρόπαιο θέαμα…

Το αποτρόπαιο θέαμα στον τόπο του εγκλήματος.

Ο Αντισυνταγματάρχης Μπότσαρης έγραψε χαρακτηριστικά: «ώραν 9 και 55 στρέφοντες καμπήν οδού ολίγον προ του 54ου χιλιομέτρου ένθα έδαφος πυκνότατα δασώδες ευρέθημεν προ τραγικού θεάματος καταστροφής. Στοπ. Στρατηγός Tellini έκειτο περί τριάκοντα μέτρα εντεύθεν αυτοκινήτου ούτινος ύελος ήτο συντετριμμένη. Στοπ. Νεκρός υπασπιστού Μπονατσίνι ου κατ’αρχάς εξελάβομεν ως νεκρόν επιάτρου Κόρτι έκειτο κάτωθι αυτοκινήτου όπου ήλπισε σωτηρίαν του. Στοπ. Νεκροί οδηγού Φαρνέτι και διερμηνέως Αθανασίου Γκαζίρη, Βορειοηπειρώτου εκ Λεσκοβικίου, έκειντο τρία βήματα εντεύθεν αυτοκινήτου. Στοπ. Άπαντες οικτρώς παραμορφωμένοι και πλέοντες αιμάτων. Στοπ. Νεκρού επιάτρου Κόρτι, ον συνεπώς υποθέτομεν ως υπασπιστού Μπονατσίνι δεν αντελήφθημεν αμέσως καθ… κατακείμενον βάθος αυτοκινήτου. Στοπ. Υπέθεσα ούτος διέφυγεν ή απήχθη αιχμάλωτος. Στοπ. Στιγμήν εκείνην ηγνοούμεν εάν δολοφόνοι ευρίσκοντο εισέτι πλησίον και πότε ακριβώς έγκλημα έλαβε χώραν. Στοπ. …βραδύτερον… και εκ πληροφοριών υπολογίζομεν ότι έγκλημα διεπραχθέν περί ενάτην ώραν. Στοπ. Ήτο ενδεχόμενον έχει συμβή πρό τινων λεπτών Στρατηγού ίσως αναμείναντος ημάς πού και είτα συνεχίσαντος πάλιν πορείαν. Στοπ. Πεισθέντες ότι τέσσαρις νεκροί ηθελήσαμεν αποκτήσωμεν επικουρίαν και σπεύσωμεν καταδίωξιν δολοφόνων και σωτηρίαν υπασπιστού. Στοπ».

Το σοκ πρέπει να ήταν οπωσδήποτε ισχυρό. Μολαταύτα, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αντισυνταγματάρχη Μπότσαρη, αυτός έσπευσε μαζί με τον Λοχαγό Τσίγγανο να τελέσει μία πρόχειρη αυτοψία στην περιοχή. Λίγα μέτρα μακρύτερα, αντελήφθησαν την ύπαρξη κάποιων ατόμων και κινήθηκαν προς το μέρος τους. Ήταν δύο νεαρά τσοπανόπουλα, τα οποία αρνήθηκαν ότι είχαν ακούσει το παραμικρό. Αργότερα, το ένα από αυτά παραδέχθηκε πως κάποιος αυτόπτης μάρτυρας (προφανώς ένας άλλος βοσκός) τους είχε πει για το περιστατικό και έσπευσαν να δουν τι συνέβαινε. Ο Μπότσαρης πήρε τον ένα από τους δύο μαζί του και κατευθύνθηκε προς το πλησιέστερο φυλάκιο στο Χάνι Δελβινάκι. Από εκεί, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο, ενημέρωσε όλα τα συνοριακά φυλάκια όπως ετοιμαστούν προς καταδίωξη των δραστών.

Επίσης, τηλεφώνησε αρχικώς στα Ιωάννινα για να κρατηθούν όλοι οι οδηγοί και οι επιβάτες των οχημάτων, οι οποίοι εισέρχονταν στην πόλη από το Αργυρόκαστρο. Επιπλέον, ο Έλληνας Αντισυνταγματάρχης τηλεφώνησε στην Κακαβιά, διατάσσοντας την απαγόρευση της εισόδου της αλβανικής αντιπροσωπείας στο ελληνικό έδαφος. Τέλος, διέταξε την εφεδρεία του τάγματος να ετοιμαστεί το συντομότερο δυνατόν για να μεταβεί στον τόπο της δολοφονίας. Όλες αυτές οι ενέργειες διήρκεσαν επί περίπου μία ώρα, αφού στις 10:55 π.μ. ο Έλληνας αξιωματικός βρισκόταν πάλι στον τόπο του εγκλήματος μαζί με την εφεδρεία του τάγματος υπό τον Λοχαγό Λουτσάρη. Τότε, διεπίστωσε την ύπαρξη και του άλλου πτώματος εντός του οχήματος, το οποίο ανήκε στον έως τότε «αγνοούμενο» Υπολοχαγό Bonaccini.

Το πρωτοσέλιδο της Domenica del Corrriere της 9ης Σεπτεμβρίου 1923.

Η αναγγελία των τραγικών ειδήσεων προκάλεσε σοκ στην Αθήνα. Η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να υποβαθμίσει το γεγονός, όπως αποδεικνύεται από το πρώτο ανακοινωθέν. «Επίσημον τηλεγράφημα προς την κυβέρνησιν αγγέλλει ότι την ενάτην πρωινήν ώραν χθές, πλησίον των συνόρων επί της οδού από Ιωαννίνων εις Αγίους Σαράντα εδολοφονήθησαν παρ’ αγνώστων ενεδρευόντων ο Στρατηγός Τελλίνι, πρόεδρος της επιτροπής χαράξεως Ελληνοαλβανικών συνόρων, μετά της συνοδείας αυτού Επιάτρου Σκόρτι και Υπολοχαγού Πανάτι εις το σημείον όπου η οδός διέρχεται δια δάσους. Εδολοφονήθησαν, επίσης, και ο οδηγός του αυτοκινήτου και ο διερμηνεύς. Ελήφθησαν αμέσως αυστηρότατα και έκτακτα μέτρα καταδιώξεως και ανακαλύψεως των ληστών δι’ ειδικών αποσπασμάτων αποσταλέντων εις άπασαν την περιφέρειαν. Άμα τη λήψει των ειδήσεων, εντολή του κ. Υπουργού των Εξωτερικών, ο κ. Ραφαήλ μετέβη και ανήγγειλε την θλιβεράν είδησιν εις την Ιταλικήν πρεσβείαν εις την οποίαν εξέφρασε την βαθείαν λύπην της Κυβερνήσεως δια το στυγερόν έγκλημα, διαβεβαιώσας ότι διετάχθησαν αυστηρότατα μέτρα προς ανακάλυψιν των δολοφόνων», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Επιπλέον, απέστειλε τους καλύτερους αστυνομικούς στην περιοχή το ταχύτερο δυνατόν. Οι τελευταίοι, καίτοι μεταχειρίσθηκαν κάθε πρόσφορο μέσον, δεν κατάφεραν να παρουσιάσουν μία νομικώς ακλόνητη και τεκμηριωμένη εκδοχή για το όνομα ή έστω για την εθνικότητα των δραστών.

Ο πρωθυπουργός Στυλιανός Γονατάς (αριστερά), και ο Γεώργιος Παπανδρέου (δεξιά) σε φωτογραφία του 1923.

Οι πρώτες ειδήσεις προκάλεσαν αναταραχή και στην Αλβανία. Οι αρχικές πληροφορίες έκαναν λόγο για τέλεση του εγκλήματος εντός του αλβανικού εδάφους και ότι στην παραμεθόριο περιοχή πλησίον του Αργυροκάστρου εθεάθησαν αλβανικές συμμορίες την ημέρα της δολοφονίας. Η αλβανική κυβέρνηση υιοθέτησε μία πολιτική καταδίκης του επεισοδίου ευθύς εξ αρχής. Επιπλέον, εξέφρασε τον έντονο αποτροπιασμό της και προσπάθησε από την πρώτη στιγμή να δώσει δείγματα συμπάθειας προς την Ιταλία και εκτίμησης προς το πρόσωπο του δολοφονηθέντος Στρατηγού. Μάλιστα, σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς, η προσπάθεια αυτή της αλβανικής κυβερνήσεως έφθασε τα όρια της υπερβολής, δίνοντας την εντύπωση ότι τα Τίρανα διακατέχονταν από έντονο άγχος να απομακρύνουν από πάνω τους τις όποιες υποψίες και να στρέψουν την οργή της Ιταλίας προς άλλες κατευθύνσεις.

Στη Ρώμη, τα γεγονότα έφθασαν παραποιημένα από τον Ιταλό πρέσβη στην Αθήνα Giulio Cesare Montagna. O νέος και άπειρος Benito Mussolini πήρε τις αποφάσεις του, δίχως να έχει μία σαφή εικόνα της καταστάσεως. Δεν ανέμεινε καν το πόρισμα των Ελλήνων ανακριτών και φρόντισε για την έξαρση των παθών στην κοινή γνώμη. O μετέπειτα Duce του φασισμού θεώρησε την Ελλάδα υπεύθυνη για το έγκλημα και απέστειλε στη διεθνώς απομονωμένη (μετά από την δίκη-παρωδία και την εκτέλεση των Έξι) κυβέρνηση των κινηματιών των Αθηνών μία τελεσιγραφική διακοίνωση.

Ο πρωθυπουργός Benito Mussolini (αριστερά) και ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα Giulio Cesare Montagna.

Σε αυτήν, η ιταλική κυβέρνηση, δίχως να έχει αποστείλει στον τόπο του εγκλήματος ανακριτική επιτροπή, βασιζόμενη σε προγενέστερα γεγονότα αλλά και ενδείξεις, τις οποίες ούτε καν ανέφερε αλλά και που δεν συνιστούν αποδείξεις για τη νομική επιστήμη, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ηθική αλλά και η υλική (ουσιαστική) ευθύνη βάρυνε την ελληνική κυβέρνηση. Αποτέλεσμα αυτής της θεώρησης των πραγμάτων ήταν η επακολουθήσασα διακοίνωση, η οποία είχε τη μορφή τελεσίγραφου. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτήν, η ελληνική κυβέρνηση όφειλε να εκπληρώσει τους παρακάτω όρους:

« 1. Να ζητήση συγγνώμην υπό την πλέον ευρείαν και επίσημον μορφήν παρά της ιταλικής κυβερνήσεως. Η συγγνώμη αύτη θα ζητηθή ενώπιον του πρεσβευτού της Ιταλίας εις τας Αθήνας εκ μέρους της ανωτάτης στρατιωτικής ελληνικής αρχής.

2. Να τελέση μνημόσυνον προς τιμήν των θυμάτων εις τον καθεδρικόν ναόν των Αθηνών, εις το οποίον οφείλουν να παρευρεθούν όλα τα μέλη της κυβερνήσεως.

3. Να αποδώση τιμές εις την ιταλικήν σημαίαν κατά την ιδίαν ημέραν του μνημοσύνου…

4.Αι ελληνικαί Αρχαί οφείλουν να ενεργήσουν αυστηροτάτην ανάκρισιν επί του τόπου της σφαγής με την σύμπραξιν του Στρατιωτικού Ακολούθου της Μεγαλειότητός του, Συνταγματάρχου Perrone di San Μartino. Η ελληνική κυβέρνησις θα υπέχη απόλυτον ευθύνην διά την προσωπικήν ασφάλειαν του Συνταγματάρχου Perrone και θα τον διευκολύνη δια παντός τρόπου εις την εκτέλεσιν της εμπιστευθείσης εις αυτόν απαστολής. Η ανάκρισις πρέπει να έχη συντελεσθή εντός πέντε (5) ημερών από της αποδοχής των περιεχομένων εις την διακοίνωσιν αιτημάτων.

5. Να καταδικάση όλους τους ενόχους εις την ποινήν του θανάτου.

6. Να πληρώση εις την ιταλικήν κυβέρνησιν υπό μορφήν ποινής, ποσόν εκ 50.000.000 ιταλικών λιρεττών. Το ποσόν τούτο των 50.000.000 πρέπει να έχει καταβληθή εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών από της επιδόσεως της διακοινώσεως.

7. Να αποδώση στρατιωτικές τιμές εις τας σορούς των θυμάτων εις την Πρέβεζαν κατά την στιγμήν της μεταφοράς των επί ιταλικών πλοίων. Εν ονόματι της κυβερνήσεώς της, η βασιλική πρεσβεία αναμένει την απάντησιν της ελληνικής κυβερνήσεως εις την διακοίνωσιν αυτήν εντός προθεσμίας το περισσότερον 24 ωρών».

 

Oι σοροί των μελών της ιταλικής αντιπροσωπείας τοποθετημένες σε αίθουσα της Ζωσιμαίας Σχολής στα Ιωάννινα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στο τελεσίγραφο δεν διευκρινιζόταν τι θα συνέβαινε, εάν η Αθήνα δεν απαντούσε εντός της ταχθείσης προθεσμίας. Οι όροι της ιταλικής διακοινώσεως ήταν υπέρμετρα σκληροί, κυρίως εφ’ όσον δεν είχε αποδειχθεί κατά κανέναν τρόπο η ελληνική υπαιτιότητα. Έχει γραφεί ότι το ιταλικό τελεσίγραφο ξεπερνούσε ακόμη και το αντίστοιχο αυστριακό προς το Βελιγράδι, μετά τη δολοφονία του διαδόχου του θρόνου της Αυστροουγγαρίας Φραγκίσκου- Φερδινάνδου και της συζύγου του Σοφίας από Σέρβους παρακρατικούς (με την αγαστή συνεργασία υψηλόβαθμων Σέρβων αξιωματούχων) στο Σεράγεβο, τον Ιούνιο του 1914. Ως γνωστόν, τα γεγονότα οδήγησαν στο ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ταυτόχρονα, η Ρώμη απεδύθη σε μία ανθελληνική διπλωματική εκστρατεία.

Η λήψη της ιταλικής διακοινώσεως προκάλεσε την έκτακτη σύσκεψη του Υπουργικού Συμβουλίου στην Αθήνα. Μετά από το τέλος της, εξεδόθη ένα μάλλον καθησυχαστικό ανακοινωθέν, ενώ στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και οι δηλώσεις του πρωθυπουργού Στυλ. Γονατά, ο οποίος, όμως, προϊδέασε για την επικείμενη απάντηση της ελληνικής κυβερνήσεως, καθώς σημείωσε πως «η κυβέρνησις άλλα μεν εξ αυτών (δηλαδή των αιτημάτων) απεδέχθη, άλλων ζητεί δια της απαντήσεώς της την τροποποίησιν και άλλα δηλώνει ότι δεν δύναται να αποδεχθή». Είναι αδιευκρίνιστο το κατά πόσον ήταν επιφανειακή η ηρεμία, η οποία επικρατούσε στους κόλπους της ελληνικής κυβερνήσεως ή εάν όντως οι Έλληνες ιθύνοντες είχαν αρκεστεί στις προ διμήνου δηλώσεις του Mussolini περί συνδρομής του (διπλωματικής και στρατιωτικής μέσω της χορηγήσεως όπλων) σε περίπτωση πολέμου της Ελλάδας με την Τουρκία.

Λίγο μετά, η ελληνική κυβέρνηση απεδέχθη ορισμένους από τους όρους του ιταλικού τελεσιγράφου, ζήτησε την τροποποίηση κάποιων άλλων και απέρριψε τρεις όρους, οι οποίοι κατ’ αυτήν, έθιγαν την τιμή και την κυριαρχία του ελληνικού κράτους. Τέλος, η Αθήνα δήλωνε πως στην περίπτωση που η ιταλική κυβέρνηση θεωρούσε μη επαρκείς τις προσφερόμενες επανορθώσεις, τότε η Ελλάδα θα προσέφευγε στην Κοινωνία των Εθνών, δεσμευόμενη όπως αποδεχθεί εκ των προτέρων τις όποιες αποφάσεις του διεθνούς οργανισμού.

Συν τοις άλλοις, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών, Απόστολος Αλεξανδρής, προέβη σε μία ακόμη κίνηση, ασυνήθιστη για τα διπλωματικά ειωθότα, αποστέλλοντας προς τον Mussolini, με τον οποίον συνδεόταν προσωπικώς (κατά τον Γονατά), μία επιστολή. Αυτή ήταν γραμμένη σε μάλλον συγκινητικό τόνο και του υπενθύμιζε την φράση, την οποία του απηύθυνε, ξεπροβοδίζοντάς τον από το γραφείο του στη Ρώμη. «Σας θεωρώ φίλο μου», του είχε πει ο Ιταλός ηγέτης. Κάνοντας επίκληση αυτής του της ιδιότητας, διαβεβαίωνε, λοιπόν, τον Mussolini ότι οι δολοφόνοι δεν ήταν Έλληνες αλλά Αλβανοί ληστές. Προσπαθώντας δε, κάπως «άκομψα» είναι η αλήθεια, να αποφύγει την περαιτέρω όξυνση των ελληνοαλβανικών σχέσεων, έγραφε πως οι ληστές δεν έχουν πατρίδα και γι’αυτό ουδεμία κατηγορία επέρριπτε κατά της αλβανικής κυβερνήσεως ή του αλβανικού λαού.

«Βεβαιώ και εγγυώμαι προσωπικώς εις μεγάλον άνδρα, όστις πιστεύει εις την εντιμότητά μου, εφ’όσον με θεωρεί φίλον του, ότι οι φονείς δεν είναι Έλληνες», έγραφε σε κατηγορηματικό τόνο για να προσθέσει παρακάτω: «Παρακαλώ όθεν να μην επιμείνετε εις την πληρωμήν χρηματικού ποσού ως ποινής, διότι τούτο προσβάλλει την εθνικήν μας τιμήν και είναι αδύνατον να γίνει αποδεκτόν». Συμπλήρωνε δε, πως η Ελλάδα συμφωνούσε να καταβάλει μόνο στην οικογένεια του Στρατηγού Tellini ένα «γενναίον έστω ποσόν».

Η κηδεία του στρατηγού Tellini στη Ρώμη.

 

Via Generale Enrico Tellini πρώην Via Greca στο Λιβόρνο της Ιταλίας.

Δυστυχώς, ο Mussolini δεν περίμενε καν να λάβει την ελληνική απάντηση, η οποία θεωρήθηκε εκ των υστέρων απορριπτική στο σύνολό της και διέταξε μία ισχυρή ναυτική μοίρα να αποπλεύσει, όπως θα καταδειχθεί στο β΄ μέρος του αφιερώματος στο συγκεκριμένο περιστατικό. Η διαταγή για τον απόπλου εδόθη αρκετές ώρες πριν φθάσει στα χέρια του Ιταλού ηγέτη η ρηματική διακοίνωση της ελληνικής κυβερνήσεως, ενώ τα σχέδια για την κατάληψη της Κερκύρας είχαν εκπονηθεί πολύ νωρίτερα.

 

[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ]

 

Ο Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος είναι Νομικός – Διεθνολόγος 

Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών Καθηγητής Στρατιωτικών Σχολών

Το πραξικόπημα της 19ης Αυγούστου 1991. Ο επιθανάτιος σπασμός της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας

Το πραξικόπημα της 19ης Αυγούστου 1991.

Ο επιθανάτιος σπασμός της  Σοβιετικής Αυτοκρατορίας

 

Το πραξικόπημα του Αυγούστου 1991, υπήρξε μια ετεροχρονισμένη, σπασμωδική και αψυχολόγητη ενέργεια εκτροπής μιας δυναμικής, η οποία, στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ΄80 είχε αναδείξει ανάγλυφα τις αντιφάσεις και τις εγγενείς αδυναμίες του κομμουνιστικού συστήματος διακυβέρνησης όχι μόνο στην ΕΣΣΔ, αλλά στο σύνολο των κρατών του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Δύο χρόνια νωρίτερα, το 1989, είχαν λάβει χώρα τρεις σημαδιακές εξελίξεις,  με ό,τι συνεπάγονταν σε επίπεδο συμβολισμού και όχι μόνο: η εξέγερση της πλατείας Tian’anmen του Πεκίνου (Απρίλιος-Ιούνιος),  η  αλυσίδα αμφισβητήσεων στην Πολωνία, Ουγγαρία και Ανατ. Γερμανία, η οποία, τον Νοέμβριο οδήγησε στην πτώση του τείχους  του Βερολίνου, τέλος, η ανατροπή, με δραματικό  και βίαιο τρόπο, του καθεστώτος Ceauşescu στη Ρουμανία (Δεκέμβριος).

Υπό την άγρυπνη παρακολούθηση της Δύσης, ο Κομμουνισμός είχε περιέλθει σε διαδικασία αποσύνθεσης. Ωστόσο, η απαρχή του όλου φαινομένου εντοπίζεται τέσσερα χρόνια νωρίτερα, το 1985, με την ανέλιξη του Mikhail Gorbachev στο ανώτατο αξίωμα της ΕΣΣΔ. Θεωρώντας ως ύστατη ελπίδα επιβίωσης του κομμουνιστικού συστήματος διακυβέρνησης την εισαγωγή ενός φιλόδοξου προγράμματος μεταρρυθμίσεων, με άξονα τις έννοιες της πολιτικο-οικονομικής ανασυγκρότησης (perestroika) και της ειλικρίνειας (glasnost), ο Gorbachev επιχείρησε, με εμφανή καθυστέρηση, να εμφυσήσει ζωή σε έναν υπερτροφικό και αναχρονιστικό οργανισμό, ο οποίος έπνεε τα λοίσθια. Το αποτέλεσμα υπήρξε ακριβώς το αντίθετο από το αναμενόμενο. Η πρωτοβουλία αυτή απελευθέρωσε ανεξέλεγκτες δυνάμεις, καταπιεσμένες από μια εβδομηντακονταετία συγκεντρωτικής διακυβέρνησης, προκαλώντας, ταυτόχρονα, και την αντίδραση της αρτηριοσκληρωτικής και αδύναμης να αντιληφθεί το μέγεθος του διακυβεύματος, νομενκλατούρας. Από την άλλη πλευρά, η επικοινωνιακή υποδοχή, της οποίας έτυχε, για λόγους ευνόητους, το πείραμα του Gorbachev από την πλευρά της Δύσης, συνέβαλε στην εκδήλωση μιας αίσθησης αμηχανίας στις τάξεις των παραδοσιακών κύκλων της ΕΣΣΔ, η οποία, με την πάροδο του χρόνου, άρχισε να μετουσιώνεται σε ανοικτή αντιπαλότητα. Το πραξικόπημα της 19ης Αυγούστου 1991 ενσαρκώνει και αντανακλά όλες τις παραπάνω παραμέτρους.

Το 1991, η ΕΣΣΔ ήταν αντιμέτωπη με μια σοβαρή οικονομική και πολιτική κρίση. Τη χιονοστιβάδα των θεαματικών εξελίξεων του 1989, διαδέχθηκε μια έξαρση του φαινομένου των (μη ρωσικής προέλευσης) εθνικισμών: μέσα στο 1990, οι τρεις Βαλτικές δημοκρατίες, η Αρμενία και η Γεωργία δήλωσαν την απόσχισή τους από τη Σοβιετική Ένωση. Στη Λετονία και στη Λιθουανία καταβλήθηκε προσπάθεια αποκατάστασης της Σοβιετικής κυριαρχίας δια της βίας. Με το δημοψήφισμα της 17ης Μαρτίου 1991, ωστόσο, οι υπόλοιπες δημοκρατίες επέλεξαν να παραμείνουν στους κόλπους μιας περισσότερο αποκεντρωμένης ΕΣΣΔ, υπό τη μορφή μιας Συνομοσπονδίας ανεξάρτητων κρατών με κοινό πρόεδρο και κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική. Το σχετικό Σύμφωνο επρόκειτο να υπογραφεί από τη Ρωσία, το Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν στις 20 Αυγούστου. Συνεπώς, η ημερολογιακή επιλογή των πραξικοπηματιών (άμεση παραμονή της τελετής της υπογραφής) μόνο ως τυχαία δεν δύναται να θεωρηθεί. Αν και υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις, που συνηγορούσαν υπέρ μιας επικείμενης εκτροπής (ακόμα και ο ίδιος ο Gorbachev προσεγγίστηκε, δίχως επιτυχία, από τους επίδοξους κινηματίες, ίσως δε και γι’ αυτόν τον λόγο εγκατέλειψε τη Μόσχα, μεταβαίνοντας στη θερινή του κατοικία στην Κριμαία), τα ξημερώματα της 19ης Αυγούστου οι Μοσχοβίτες αιφνιδιάστηκαν από τη θέα των τεθωρακισμένων. Το πραξικόπημα οργανώθηκε πρόχειρα και αψυχολόγητα, η δε αποτυχημένη έκβασή του σηματοδοτήθηκε από τις πρώτες, κιόλας, ώρες, εξαιτίας της αδικαιολόγητης υποβάθμισης δύο θεμελιωδών παραμέτρων: 1) Της σθεναρής αντίδρασης της κοινής γνώμης, μη διατεθειμένης να βιώσει εκ νέου τη στυγνή διακυβέρνηση του παρελθόντος και 2) της αδυναμίας έγκαιρης θέσης υπό έλεγχο του ιδιοσυγκρασιακού Προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Boris Yeltsin, ο οποίος, κατά τη διήμερη διάρκεια του πραξικοπήματος, αναδείχθηκε σε σύμβολο αμφισβήτησης και δυναμικής αντίστασης, εμπνέοντας και παρασύροντας τα πλήθη. Γύρω από το θέατρο των εξελίξεων, το κτήριο του Ρωσικού Κοινοβουλίου (Λευκός Οίκος), υψώθηκαν προστατευτικά οδοφράγματα και κατέστη ταχύτατα σαφές πως μια επίθεση των τεθωρακισμένων θα κατέληγε σε λουτρό αίματος. Η διστακτικότητα, η ολιγωρία, αλλά και η έλλειψη ομοφωνίας, που επέδειξαν οι πραξικοπηματίες σε κρίσιμες στιγμές, οδήγησαν, τελικά, το όλο εγχείρημα σε πλήρη αποτυχία, 48 ώρες αργότερα. Η διεθνής κοινότητα κατήγγειλε από την πρώτη στιγμή το πραξικόπημα, απαιτώντας την άμεση αποκατάσταση της νομιμότητας. Στην Ελλάδα σημειώθηκε σύμπραξη σύσσωμου του πολιτικού κόσμου με εξαίρεση το ΚΚΕ, το οποίο, σπεύδοντας να χαρακτηρίσει το πραξικόπημα ως “θετική εξέλιξη”, εκτέθηκε ανεπανόρθωτα. Επιστρέφοντας στη Μόσχα το βράδυ της 21ης Αυγούστου, ο Mikhail Gorbachev, γνώριζε πολύ καλά πως οι δραματικές εξελίξεις του τελευταίου διημέρου είχαν συμπαρασύρει και τις δικές του προσπάθειες. Ισχυρός άνδρας των περιστάσεων, αλλά και αξιόπιστος συνομιλητής με τη Δύση είχε, πλέον, αναδειχθεί ο Boris Yeltsin. Τα όσα συνέβησαν κατά το επόμενο τετράμηνο επιβεβαιώνουν την περίφημη θεωρία του “ντόμινο”.

Μέσα σε ένα δίμηνο (27 Αυγούστου – 27 Οκτωβρίου), τα ανώτατα Σοβιέτ της Μολδαβίας, του Αζερμπαϊτζάν, του Κιργιστάν, του Τατζικιστάν και του Τουρκμενιστάν ανακοίνωσαν την απόσχισή τους από την ΕΣΣΔ και την ανεξαρτησία τους. Την 1η Δεκεμβρίου, στο πλαίσιο σχετικού δημοψηφίσματος, το 90% του πληθυσμού της Ουκρανίας τάχθηκε επίσης υπέρ της ανεξαρτησίας. Στις 8 του ιδίου μήνα, οι Πρόεδροι της Ρωσίας, της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας συναντήθηκαν στο Μινσκ και προχώρησαν στη συγκρότηση της Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών, στην οποία προσχώρησαν αμέσως η Γεωργία, η Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν και οι Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας. Στις 24 Δεκεμβρίου, η Ρωσική Ομοσπονδία δήλωσε πως επρόκειτο να υποκαταστήσει την ΕΣΣΔ στη Γενική Συνέλευση και στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Στον Πρόεδρο της (ανύπαρκτης πλέον) Σοβιετικής Ένωσης, δεν απέμενε παρά μια μόνο κίνηση. Ανήμερα  Χριστούγεννα  του 1991, ο  Mikhail Gorbachev υπέβαλε την παραίτησή του, εκτρέποντας, άθελά του, τον ρου της Ιστορίας με την ταφόπλακα, την οποία αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να θέσει επάνω σε 74 ετών κομμουνιστική διακυβέρνηση.

 

1985: Η ανέλιξη του  Mikhail Gorbachev στην ηγεσία του Politburo χαιρετίζεται από τον διεθνή Τύπο.

 

Mikhail Gorbachev και George Bush: Η αναθέρμανση των σχέσεων της ΕΣΣΔ με τις ΗΠΑ περί τα τέλη της δεκαετίας του ΄80.

 

19 Αυγούστου 1991: Μονάδες τεθωρακισμένων στους δρόμους της Μόσχας.

 

Η συνέντευξη Τύπου των πραξικοπηματιών. Στο μέσο διακρίνεται ο Guennadij Yanayev, Αντιπρόεδρος της ΕΣΣΔ. Περιστοιχίζεται από τους  Boris Pugo, Υπουργό Εσωτερικών (αριστερά) και Oleg Baklanov, Αναπληρωτή Υπουργό του Συμβουλίου Άμυνας. Ο Pugo αυτοκτόνησε στις 23 Αυγούστου. Οι υπόλοιποι δύο αμνηστεύθηκαν το 1994.

 

Η θερινή κατοικία του Gorbachev στο Foros της Κριμαίας, όπου ο Πρόεδρος της ΕΣΣΔ παρέμεινε αιχμάλωτος καθ’ όλη τη διάρκεια του πραξικοπήματος.

 

Το διάγγελμα του Gorbachev προς τον έξω κόσμο. Τελικά, η κασέτα δεν κατέστη δυνατό να φυγαδευθεί εκτός της θερινής κατοικίας, με αποτέλεσμα να προβληθεί έπειτα από το πέρας του πραξικοπήματος.

 

Τα τεθωρακισμένα αναπτύσσονται στην περιοχή της Ερυθράς Πλατείας (επάνω) υπό τις αποδοκιμασίες των κατοίκων της Μόσχας (κάτω).

  

Πολίτες εμποδίζουν τη διέλευση των τεθωρακισμένων και σέρνουν διά της βίας τα πληρώματα έξω από αυτά.

 

Ο Πρόεδρος της Ομοσπονδίας της Ρωσίας, Boris Yeltsin, καταγγέλει το πραξικόπημα σκαρφαλωμένος σε ένα τεθωρακισμένο στον περίβολο του κτηρίου της Ρωσικού Κοινοβουλίου (Λευκός Οίκος).

 

Το πλήθος υψώνει οδοφράγματα μπροστά από τον Λευκό Οίκο, προκειμένου να αποτρέψει πιθανή έφοδο των τεθωρακισμένων.

 

Η μακρά νύκτα της 20ής προς 21η Αυγούστου (επάνω), με τα πρώτα ίχνη ανατροπής της ισορροπίας των πραγμάτων (κάτω).

21 Αυγούστου 1991: Τα πληρώματα των τεθωρακισμένων αρνούνται να υπακούσουν στις διαταγές.

 

Ο Mikhail Gorbachev επιστρέφει στη Μόσχα με εμφανή τα ίχνη της ταλαιπωρίας.

 

Ο Boris Yeltsin πανηγυρίζει την αποτυχία του πραξικοπήματος από τον εξώστη του Λευκού Οίκου . 

 

Η κηδεία των τριών θυμάτων, που πυροβολήθηκαν από στρατιώτες.

 

26 Αυγούστου 1991: O Boris Yeltsin απαιτεί την αναστολή λειτουργίας του Κομμουνιστικού Κόμματος.

 

25 Δεκεμβρίου 1991: O Mikhail Gorbachev αναγγέλει από την τηλεόραση την παραίτησή του από το αξίωμα του Προέδρου της Σοβιετικής Ένωσης.

 

26 Δεκεμβρίου 1991: Η Ρωσική σημαία κυματίζει στον τρούλο του Κρεμλίνου, θέτοντας επισήμως τέλος σε 74 έτη κομμουνιστικού καθεστώτος

The Week That Shook The World: The Soviet Coup —ABC News (1991)

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Επιμέλεια αφιερώματος: Γιάννης Μουρέλος

Μορφοποίηση – Επιμέλεια έκδοσης: Νίκος Μισολίδης

 

Θεοδόσης Καρβουναράκης: 1989, Annus Mirabilis ή το τέλος μιας εποχής; Μια επίκαιρη υπενθύμιση

Θεοδόσης Καρβουναράκης

 

1989. Annus Mirabilis ή το τέλος μιας εποχής;

Μια επίκαιρη υπενθύμιση

 

Συμπληρώνονται φέτος τριάντα τέσσερα χρόνια από τα δραματικά γεγονότα που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας στην Ευρώπη. Την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στις χώρες-δορυφόρους της σοβιετικής αυτοκρατορίας. Μία πολιτική και εθνική ομηρία σαράντα πέντε περίπου ετών, από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τερματίστηκε με απίστευτη ταχύτητα στους τελευταίους μήνες του 1989. Ο ρυθμός των αλλαγών εξέπληξε τους πάντες, ακόμη κι αυτούς στους οποίους άμεσα οφείλονταν. Η σκιά βέβαια του Ψυχρού Πολέμου εξακολουθεί να βαραίνει πάνω από την ήπειρο μας. Το σημερινό καθεστώς της Ρωσίας -υπεύθυνο για την αιματηρή σύγκρουση στην Ουκρανία- αποτελεί στην ουσία συνέχεια του καθεστώτος εκείνης της εποχής. Και η αντίδραση των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης στον Ρωσικό επεκτατισμό γίνεται πιο κατανοητή αν λάβουμε υπόψη μας τις δοκιμασίες τους τον καιρό της σοβιετικής κυριαρχίας. Για την κατανόηση λοιπόν του σήμερα είναι θεμιτή, αν όχι απαραίτητη, μια σύντομη ανασκόπηση της εμπειρίας της Ανατολικής Ευρώπης στον καιρό του Ψυχρού Πολέμου με έμφαση στην ακροτελεύτια φάση, την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και το τέλος της σοβιετικής ηγεμονίας, κορυφαίο επίτευγμα που δικαιολογεί τη σημερινή αγωνιστική της στάση.

Μέχρι το 1948 και με την καθοριστική βοήθεια της Μόσχας, οι κομμουνιστές είχαν κυριαρχήσει σε όλα τα κράτη της ανατολικής Ευρώπης.[1] Ο πλήρης έλεγχος των καθεστώτων από τη Σοβιετική Ένωση, ολοκληρώθηκε στα αμέσως επόμενα χρόνια. Ηγέτες που έπεισαν τον Στάλιν για την ιδεολογική τους ορθοδοξία -και έτσι επιβίωσαν- κατέλαβαν την εξουσία και επέβαλαν με ζήλο στις χώρες τους τα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά πρότυπα του αδίστακτου μέντορά τους.

Με το θάνατο του Στάλιν, η λαϊκή αντίδραση βγήκε στην επιφάνεια. Απλοί, καθημερινοί πολίτες και εργαζόμενοι αψήφησαν τις συνέπειες, για να ξεσηκωθούν ενάντια στην καταπίεση και την αποτυχία του καθεστώτος να υλοποιήσει τις βασικές του εξαγγελίες, τη δημιουργία δηλαδή μιας δίκαιης κοινωνίας και μιας σύγχρονης οικονομίας. Ούτε όμως μπορούσε να γίνει ανεκτή η καθοριστική επικυριαρχία των σοβιετικών[2] σε μια περιοχή που είχε υποφέρει από τις επεκτατικές διαθέσεις της Τσαρικής Ρωσίας και τις ανηλεείς τακτικές του Στάλιν στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.[3]

Οι μεγάλες, αν και όχι οι μόνες, εξεγέρσεις ξεκίνησαν το 1953 από την Ανατολική Γερμανία, όπου απεργίες και διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα αντιμετωπίστηκαν βάναυσα από τις δυνάμεις ασφαλείας και τα σοβιετικά στρατεύματα. Ακολούθησε η εξέγερση στην Ουγγαρία το 1956 με χιλιάδες Ούγγρους νεκρούς, θύματα της επέμβασης του Κόκκινου Στρατού. Το καλοκαίρι του 1968 στην Πράγα, η προσπάθεια για έναν υπαρκτό σοσιαλισμό «με ανθρώπινο πρόσωπο» κατεστάλη με λιγότερη βία αλλά την ίδια αποφασιστικότητα από στρατεύματα του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Ισχυρό πλήγμα στην αξιοπιστία του υπαρκτού σοσιαλισμού αποτέλεσε το κίνημα της Αλληλεγγύης στην Πολωνία, εργατικού συνδικάτου με τεράστια λαϊκή απήχηση που με τις απεργίες του αμφισβήτησε και απείλησε σοβαρά το καθεστώς, οδηγώντας το στην επιβολή στρατιωτικού νόμου το Δεκέμβριο του 1981. Το κυρίαρχο δηλαδή κομμουνιστικό κόμμα φάνηκε να στρέφεται το ίδιο κατά της βιομηχανικής εργατικής τάξης, της οποίας τα συμφέροντα υποτίθεται πως εκπροσωπούσε.[4]

Βουδαπέστη, 1956.
Πράγα, 1968.

Πώς όμως από τις συνεχείς αλλά ανεπιτυχείς αμφισβητήσεις του συστήματος φτάσαμε στην ολοκληρωτική του κατάρρευση; Βασικός βέβαια λόγος ήταν η πλήρης απαξίωση του συστήματος στα μάτια των υποκείμενων σε αυτό,[5] η βεβαιότητα ότι δε μπορούσε να πραγματοποιήσει τις υποσχέσεις του αλλά και η αποδοχή της αποτυχίας του από τους ίδιους τους αξιωματούχους του. Συντέλεσε επίσης, η υπογραφή από την Σοβιετική Ένωση και το σύνολο σχεδόν των κρατών του ανατολικού μπλοκ της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι το 1975, με την οποία αναλάμβαναν την υποχρέωση να σεβαστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες των πολιτών τους. Η δέσμευση αυτή, παρά τη γενική και αόριστη διατύπωσή της και την έλλειψη κυρώσεων σε περίπτωση αθέτησής της, έδωσε στους αντιφρονούντες τη δυνατότητα να εντείνουν τη δράση τους, να προβάλλουν τις ιδέες τους, να οργανώσουν το κίνημα διαμαρτυρίας και να αναλάβουν τελικά μείζονα ρόλο την ώρα των μεγάλων εξελίξεων.

Ο Λεχ Βαλέσα στα ναυπηγεία του Γκντανσκ.

Καταλυτικός όμως υπήρξε ο ρόλος του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Ο σοβιετικός ηγέτης είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ασφάλεια της χώρας του δεν κινδύνευε από τον δυτικό συνασπισμό. Δεν υπήρχε έτσι ανάγκη διατήρησης άμεσου ελέγχου της Ανατολικής Ευρώπης ως ζώνη προστασίας από πιθανή εκ δυσμών στρατιωτική εισβολή. Απεναντίας, η αποχώρηση των σοβιετικών θα αύξανε το γόητρο και την αξιοπιστία του Γκορμπατσόφ στη Δύση, διευκολύνοντας τόσο τη διαδικασία συνδιαλλαγής όσο και την παροχή πολύτιμης οικονομικής βοήθειας που η χώρα του είχε ανάγκη. Το οικονομικό βάρος, τέλος, της συνέχισης της Σοβιετικής ηγεμονίας είχε γίνει δυσβάσταχτο. Η Μόσχα πουλούσε στους Ανατολικοευρωπαίους εταίρους της πετρέλαιο σε τιμές σημαντικά χαμηλότερες εκείνων της παγκόσμιας αγοράς, με αντάλλαγμα κακής ποιότητας βιομηχανικά προϊόντα. Στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ τον Δεκέμβριο του 1988 και μετά την αναγγελία μονομερούς περιορισμού των σοβιετικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Ευρώπη, ο Γκορμπατσόφ διακήρυξε πως η ελευθερία επιλογής ήταν μια παγκόσμια αρχή. Δε μπορούσε να γίνει καμιά εξαίρεση. Τον Ιούλιο του 1989, σε λόγους του στο Συμβούλιο της Ευρώπης και σε σύνοδο των ηγετών του ανατολικού μπλοκ, ο Γκορμπατσόφ ξεκαθάρισε πως οι πολιτικές επιλογές των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης ήταν αποκλειστικό δικαίωμα των λαών της. Το Δόγμα Μπρέζνιεφ, το δικαίωμα δηλαδή παρέμβασης της Σοβιετικής Ένωσης προς προστασία της σοσιαλιστικής ορθοδοξίας, είχε πανηγυρικά εγκαταλειφθεί. Οι ηγέτες της Ανατολικής Ευρώπης δεν θα μπορούσαν πλέον να υπολογίζουν στη βοήθεια της Μόσχας για να διατηρήσουν την εξουσία τους.[6]

Μιχαήλ Γκορμπατσόφ (1931-2022).

Η κατάρρευση των καθεστώτων άρχισε από την Πολωνία, όταν σε μερικά ελεύθερες εκλογές που η κυβέρνηση είχε αναγκαστεί να αποδεχτεί υπό το βάρος οικονομικής δυσπραγίας και λαϊκών κινητοποιήσεων, οι υποψήφιοι της Αλληλεγγύης θριάμβευσαν, ενώ οι κομμουνιστές καταποντίστηκαν. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους, ο πρώτος μη κομμουνιστής πρωθυπουργός του ανατολικού μπλοκ ανέλαβε καθήκοντα πρωθυπουργού της χώρας. Στη διάρκεια του Οκτωβρίου το κομμουνιστικό κόμμα της Ουγγαρίας που είχε ήδη αποδεχτεί τον τερματισμό του πολιτικού του μονοπωλίου κατέρρευσε, με αποκορύφωμα την κατάργηση του όρου «Λαϊκή Δημοκρατία» σαν προσδιορισμό του πολιτεύματος της χώρας. Η αποκήρυξη του κομμουνισμού ήταν σαφής και αδιαμφισβήτητη. Στην Ανατολική Γερμανία μαζικές και συνεχείς διαδηλώσεις, αλλά και η κριτική του Γκορμπατσόφ κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψης, οδήγησαν στην αντικατάστασή του από το 1971 ηγέτη της χώρας Έριχ Χόνεκερ. Οι συνεχιζόμενες διαδηλώσεις και η σύγχυση της νέας κυβέρνησης έφεραν το αδιανόητο μέχρι πριν λίγους μήνες αποτέλεσμα. Την πτώση του τείχους του Βερολίνου στις 9 Νοεμβρίου. Ακολούθησε η αποδόμηση του μονοκομματικού κράτους και μια πολυσυλλεκτική πολιτική διαδικασία που οδήγησε σε ελεύθερες εκλογές τον Μάιο του 1990.

Την επομένη της πτώσης του τείχους στο Βερολίνο, ο από το 1954 ηγέτης της Βουλγαρίας Τόντορ Ζίβκοβ, καθαιρέθηκε από τους συντρόφους του στην κεντρική επιτροπή του κομμουνιστικού κόμματος. Η μυστική αστυνομία διαλύθηκε, τα μη κομμουνιστικά πολιτικά κόμματα νομιμοποιήθηκαν και ελεύθερες εκλογές αποφασίστηκε να διεξαχθούν τον επόμενο χρόνο. Τον ίδιο μήνα και σε διάστημα μόλις δέκα ημερών, το κομμουνιστικό κόμμα της Τσεχοσλοβακίας κατέρρευσε. Αρχής γενομένης από τη βίαιη καταστολή μιας αντικυβερνητικής διαδήλωσης στις 17 Νοεμβρίου, η αντικαθεστωτική αντίδραση εξελίχθηκε σε μια αναίμακτη, ειρηνική, ενθουσιώδη «βελούδινη επανάσταση» που οδήγησε σε νέα κυβέρνηση με μη κομμουνιστική πλειοψηφία και την εκλογή στο τέλος Δεκεμβρίου του διάσημου αντικαθεστωτικού συγγραφέα Βάτσλαβ Χάβελ ως προέδρου της χώρας.[7] Αντίθετα, αιματηρό ήταν το τέλος του κομμουνιστικού πολιτικού μονοπωλίου στη Ρουμανία. Οι διαδηλώσεις εκεί αντιμετωπίστηκαν με βίαιο τρόπο και μεγάλη αιματοχυσία. Η συμπαράταξη του στρατού με τον εξεγερμένο λαό είχε τραγικές συνέπειες για τον από το 1965 επικεφαλής της χώρας, Νικολάι Τσαουσέσκου, που μέσα σε τρείς μόνο μέρες συνελήφθη, δικάστηκε και εκτελέστηκε μαζί με τη σύζυγό του ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1989.[8]

Η εκτέλεση του ζεύγους Τσαουσέσκου.

Η αλλαγή καθεστώτος και ο εναγκαλισμός του δημοκρατικού καπιταλισμού δεν έλυσε ως δια μαγείας τα προβλήματα των χωρών την Ανατολικής Ευρώπης. Απεναντίας, ήδη υπάρχοντα όπως η διαφθορά και το χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα αρχικά τουλάχιστον επιδεινώθηκαν, ενώ νέα όπως η ανεργία, η υψηλή εγκληματικότητα, η ανασφάλεια που προέκυψε από την αναθεώρηση του μοντέλου υψηλής κοινωνικής προστασίας των πολιτών, έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνισή τους.[9] Το χάσμα ανάμεσα στους προνομιούχους διαχειριστές του συστήματος και τους υπόλοιπους πολίτες, που είχε εδραιωθεί μέχρι το 1989, εν πολλοίς διευρύνθηκε, αντί να μειωθεί με την έλευση των φιλελευθέρων θεσμών.[10] Η προσαρμογή στις νέες οικονομικο-πολιτικές συνθήκες δυσκόλεψε και δυσκολεύει τους λαούς της περιοχής. Δεν αμφισβητούν όμως, την αναγκαιότητα των κοσμοϊστορικών εξελίξεων που πριν τριάντα τέσσερα χρόνια έκαναν πραγματικότητα την προσωπική και την εθνική τους ελευθερία αλλά και άνοιξαν το δρόμο για μια καλύτερη ζωή.

1989: Year of Miracles

 

 

 

Ο Θεοδόσης Καρβουναράκης είναι Καθηγητής της Διπλωματικής Ιστορίας της Ευρώπης και των ΗΠΑ στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.

 

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

 

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

[1] Η περίοδος του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην Ανατολική Ευρώπη και το τι ακολούθησε, αποδίδονται στις βασικές τους παραμέτρους με επιτυχία στο John W. Young, “Cold War Europe, 1945-1991”, Arnold, London, 1996, σελ. 234-277, ελληνική έκδοση «Η Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου», Πατάκης, Αθήνα, Πιο αναλυτικό, εξίσου προσιτό και χρήσιμο για βαθύτερη κατανόηση του θέματος είναι το R. J. Crampton, “Eastern Europe in the 20th Century”, Routledge, New York, 1997. Για τις σχέσεις ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και τα άλλα κράτη του ανατολικού μπλοκ, βλέπε Charles Gati, “The Bloc that Failed”, Tauris, London, 1990. Το χρονικό της κατάρρευσης των κομμουνιστικών καθεστώτων αφηγούνται με ενάργεια δημοσιογράφοι-αυτόπτες μάρτυρες στο Nigel Hawkes (ed.), “Tearing down the Curtain. The Peoples Revolution in Eastern Europe”, Hodder and Stoughton, London. 1990.

[2]  Για παράδειγμα,, το 1955 ο Ούγγρος πρωθυπουργός υπέγραψε την ιδρυτική συνθήκη του Συμφώνου της Βαρσοβίας, χωρίς να την έχει δει προηγουμένως, πολύ δε περισσότερο να την έχει συζητήσει με τα άλλα μέλη του υπουργικού συμβουλίου. Gati, σελ.

[3] Ακραίο αλλά χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο βιασμός μέχρι και δύο εκατομμυρίων γερμανίδων από τα σοβιετικά στρατεύματα στο υπό τον έλεγχο τους τμήμα της χώρας, κατά τα έτη 1945-46, με την ανοχή συνήθως των ανωτέρων τους, όταν μάλιστα ο Στάλιν επιδίωκε να κερδίσει την καλή διάθεση των γερμανών, έχοντας κατά νου την δημιουργία μιας ενιαίας, ουδέτερης και φιλικής προς την Σοβιετική Ένωση Γερμανίας. John Lewis Gaddis, “We Now Know. Rethinking Cold War History”, Oxford University Press, Oxford, 1997, σελ. 286-287.

[4] Εκτός από φραστικές επιθέσεις, οι ΗΠΑ απέφυγαν οποιαδήποτε εμπλοκή σχετικά με τη διατήρηση της Σοβιετικής ηγεμονίας επί των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης. Έτσι, παρά τις εξαγγελίες του Αμερικανού υπουργού εξωτερικών John Foster Dulles, περί «απώθησης» (rollback) του κομμουνισμού, καμία βοήθεια δεν προσφέρθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες προς τους εξεγερμένους κατά των Σοβιετικών Ούγγρους τον Οκτώβριο-Νοέμβριο του 1956. Κατά τον ίδιο τρόπο ο Πρόεδρος Kennedy δεν αντέδρασε, αν και μπορούσε, εκ των προτέρων στην ανέγερση του τείχους του Βερολίνου, τον Αύγουστο του 1961. Οι αμερικανοί αναγνώριζαν πως ο έλεγχος των χωρών του ανατολικού μπλοκ αποτελούσε ζωτικό εθνικό συμφέρον για τους Σοβιετικούς. Η αμφισβήτησή του έτσι, εκ μέρους των αμερικανών, θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την παγκόσμια ειρήνη, μια κατάσταση που οι αμερικανοί δεν ήταν σε καμία περίπτωση διατεθειμένοι να αντιμετωπίσουν, τη στιγμή μάλιστα που γι’ αυτούς η ανατολική Ευρώπη δεν είχε την ίδια αξία.

[5] Η δίκαιη, αταξική κοινωνία που οι κομμουνιστικές αρχές πρόβαλαν ως επίτευγμά τους, διαψεύδονταν καθημερινά από τα προνόμια της νομενκλατούρας, των εκλεκτών δηλαδή του καθεστώτος που κατείχαν θέσεις-κλειδιά στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, και των μελών του κόμματος. Έτσι, στην Ουγγαρία στο τέλος της δεκαετίας του ’40, οι πολύ μεγάλες ελλείψεις καταναλωτικών αγαθών, αλλά και ευρύτερα οι στερήσεις που υφίστατο ο λαός της χώρας για χάρη του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τις προσωπικές συνθήκες του αρχηγού του στρατού, που αρνούνταν να παραλάβει το καινούργιο του σπίτι αν η πισίνα του δεν διέθετε υποβρύχιο φωτισμό. Crampton, σελ. 246.

[6] Η οικονομική αποτυχία του συστήματος ήταν επίσης αδιαμφισβήτητη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των αδυναμιών του ήταν η παραγωγή – αναξιόπιστων – ηλεκτρονικών υπολογιστών στην Ανατολική Γερμανία, που είχε επιλεγεί μάλιστα ως η πιο κατάλληλη γι’ αυτό το σκοπό ανάμεσα στις χώρες της COMECON (οργανισμού οικονομικής συνεργασίας του ανατολικού μπλοκ). Το 1989 η Ανατολική Γερμανία με πληθυσμό 16 εκατομμύρια είχε μόλις το ένα πεντηκοστό της αντίστοιχης παραγωγής της Αυστρίας, μιας χώρας 7,5 εκατομμυρίων, που με τη σειρά της είχε έναν ασήμαντο ρόλο στην παγκόσμια αγορά. Tony Judt, “Postwar. A History of Europe since 1945”, Penguin, New York, 2005, σελ. 578. Στη Ρουμανία, η οικονομική πολιτική του ισχυρού άνδρα της χώρας Νικολάι Τσαουσέσκου, οδήγησε κατά τη δεκαετία του 1980 σε πρωτοφανή, ακόμη και για το ανατολικό μπλοκ, μέτρα λιτότητας, όπως δραστικοί περιορισμοί σε βασικά είδη διατροφής και ακραίες μέθοδοι εξοικονόμησης ενέργειας (μεταξύ άλλων, μέγιστη θερμοκρασία 14 βαθμών το χειμώνα στα γραφεία). Keith Sword (ed.), “The Times Guide to Eastern Europe”, Times Books, London, 1990, σελ. 129-130.

[7] Όπως μάλιστα δήλωσε αστειευόμενος σε εμφάνιση του στην αμερικανική τηλεόραση στις 25 Οκτωβρίου 1989 ο εκπρόσωπος τύπου του σοβιετικού υπουργείου εξωτερικών, το Δόγμα Μπρέζνιεφ είχε δώσει τη θέση του στο Δόγμα Σινάτρα, ότι δηλαδή όπως και στο γνωστό τραγούδι του διάσημου τραγουδιστή (I did it) My Way (με τον τρόπο μου), έτσι και τα κράτη της ανατολικής Ευρώπης ήταν το καθένα ελεύθερο να επιλέξει το δικό του πολιτικό μέλλον. Geoffrey Roberts, “The Soviet Union in World Politics”, Routledge, London, 1999, χάρτης υπ. Αρ. Βλέπε επίσης “Sinatra Doctrine” Wikipedia the Free Encyclopedia, κείμενο της 9ης Μαρτίου 2009.

[8] Μερικά παραδείγματα: Η έκθεση της UNICEF του 1999 που συνδέει την υποβάθμιση του κράτους πρόνοιας με σοβαρά προβλήματα υγείας, ανάπτυξης και παραβατικής συμπεριφοράς των παιδιών και των εφήβων των πρώην κομμουνιστικών χωρών. Η οικονομική ανισότητα στη Σλοβακία, όπου το κατά κεφαλήν εισόδημα στην περιοχή της Μπρατισλάβα (πρωτεύουσας) ήταν το 2006 το 115.9% του μέσου αντιστοίχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ στην φτωχότερη περιφέρεια της χώρας μόλις το 38.8%. Η εγκληματικότητα στη Βουλγαρία, όπου στα τρία προηγούμενα του Ιουνίου 2007 χρόνια έγιναν εκατό δολοφονίες μεγάλης δημοσιότητας από πληρωμένους εκτελεστές. Adrian Webb, “The Routledge Companion to Central and Eastern Europe Since 1919”, Routledge, New York, 2008. 4.4. The Impact of the EU, NATO and Russia since 1990, 1.5. The Economy: recent developments.

[9] Η πρωτοφανής απόφαση της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον Ιούλιο του 2008 να αναστείλει την καταβολή οικονομικής βοήθειας προς την νεοενταχθείσα (2007) Βουλγαρία λόγω της ανεπάρκειας της στην καταπολέμηση της γιγαντωμένης διαφθοράς και του οργανωμένου εγκλήματος. “The Guardian”, 24 Ιουλίου 2008, EU Censures Bulgaria By Freezing Aid.

[10] Ενδεικτικά βλέπε worldbank.org, How to solve Bulgaria’s paradox: Robust growth yet persistent poverty and inequality?, June 29, 2022. Wikipedia: Corruption in Romania. Τελευταία προσθήκη Ιούνιος 2022.

 

 

 

 

 

 

 

Γεώργιος Ν. Λεοντσίνης: Γυμνάσιο Κυθήρων. Εκατό χρόνια προσφοράς στην Παιδεία και στον Πολιτισμό (1921 – 2021)

Γεώργιος Ν. Λεοντσίνης

Γυμνάσιο Κυθήρων. Εκατό χρόνια προσφοράς στην Παιδεία

και στον Πολιτισμό (1921 – 2021)*

 

Εισαγωγικά

Τα Κύθηρα την περίοδο που ιδρύεται το τετρατάξιο Γυμνάσιο (1921) και αργότερα, το 1929, αναβαθμισμένο ως εξατάξιο, διέθεταν όχι ευκαταφρόνητες υποδομές λειτουργίας της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Βαθμιαία είχε  διαμορφωθεί μια παράδοση αυξημένου σχολικού αλφαβητισμού (εγγραμματοσύνης) των κατοίκων και φοίτησης Κυθηρίων νέων σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, κυρίως σε αυτό της Πάδοβας. Οι απαρχές τους ανάγονται στους βενετικούς χρόνους, όπως συνέβαινε και με τα άλλα νησιά του Ιονίου. Έχω αναζητήσει και δημοσιεύσει απογραφικά στοιχεία  των Κυθήρων των ετών από το 1828 έως το 1864 (πίνακας 3) αλλά και της προόδου των σχολείων της Επτανήσου (πίνακες 1  και 2), οπότε μάς παρέχεται η δυνατότητα συγκριτικών αναφορών και διαπιστώσεων όχι μόνον με τα νησιά του Ιονίου αλλά και με άλλες πλησιόχωρες  προς τα Κύθηρα ελληνικές περιοχές,  κυρίως με την γειτονική Πελοπόννησο, την Κρήτη και τη Στερεά Ελλάδα. Αναφέρομαι κατωτέρω σ’ αυτές τις υποδομές και συνθήκες  που ενίσχυαν τη  διάδοση της παιδείας και της εκπαίδευσης στα Κύθηρα καθώς και σε νοοτροπίες και συμπεριφορές προσώπων και φορέων που, κατά περίπτωση, συνέβαλλαν ή και πρόβαλλαν εμπόδια στην ανέγερση του διδακτηρίου του Γυμνασίου Κυθήρων όπως και σε επιχειρήματα αυτών που εκατέρωθεν προβάλλονταν αναφορικά με το ζήτημα αυτό αλλά και με την προώθηση περαιτέρω της εκπαίδευσης στον τόπο τους. Η προσέγγισή μου συμβάλλει στην ανάδειξη της νεοελληνικής εκπαίδευσης κατά την περίοδο που αναφέρομαι, περίοδο κατά την οποία τόσο στα Επτάνησα όσο και στον ευρύτερο ελληνικό χώρο έχει αρκετά συνειδητοποιηθεί από τον ελληνικό πληθυσμό η ανάγκη εξασφάλισης σύγχρονων εκπαιδευτικών υποδομών και επαρκώς καταρτισμένου διδακτικού προσωπικού για να καλύπτεται το όλο και περισσότερο αυξανόμενο ενδιαφέρον του για την εκπαίδευση των νέων.

 

Υποδομές πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και συνθήκες ίδρυσης

και λειτουργίας  εξαταξίου Γυμνασίου στα Κύθηρα

Η γεωστρατηγικής σημασίας γεωγραφική θέση των Κυθήρων δεν παρέμενε ίδια σε όλες τις χρονικές περιόδους της ιστορικής τους ζωής, φαινόμενο άλλωστε που επισυμβαίνει μέχρι σήμερα σε όλους τους τόπους, ευρύτερες περιοχές, χώρες και κράτη. Οφείλεται αυτό κυρίως σε γεωπολιτικές ανακατατάξεις του γεωφυσικού τους χάρτη. Καθώς, π.χ., διαφοροποιούνταν ο πολιτικός χάρτης των Κυθήρων και των Αντικυθήρων, άλλαζαν άμεσα ή βαθμιαία και τα δεδομένα της ιστορικής τους πορείας. Η εκάστοτε νέα πολιτική συγκυρία και ξένη κατάκτηση δε σχετιζόταν μόνον με ερημώσεις, με αναγκαστική μετανάστευση, πείνα και αποδεκατισμούς του πληθυσμού τους, που αυτά άλλωστε διαχρονικά εμφανίζονταν και κατά περίπτωση τα συναντήσαμε.

Θα περιορισθώ, κατ’ ανάγκην περιληπτικά, στους έξι και πλέον αιώνες αλλεπάλληλων δυτικών ευρωπαϊκών κυριαρχιών επί των Κυθήρων, συγκεκριμένα,  από το έτος 1207 έως το 1864 όπως και σε μερικές δεκαετίες ύστερα  από την ένωση των Κυθήρων και των άλλων νησιών του Ιονίου με τον κορμό του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, μέχρι δηλαδή την ίδρυση στα Κύθηρα το έτος 1921 του τετραταξίου Γυμνασίου και το 1929 του εξαταξίου, αναδεικνύοντας, μεταξύ άλλων συνθηκών και παραγόντων, και αυτής της μορφής τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις. Το νησί μας χαρακτηριζόταν από ευρωπαίους περιηγητές, τοπικούς ιστοριογράφους και άλλους συγγραφείς και σχολιαστές  κατά τους αιώνες στους οποίους αναφέρθηκα, ως ένα νησί φτωχό και απομονωμένο, βραχώδες, πολύ αραιοκατοικημένο, εκτεθειμένο στους ανέμους και στους πειρατές, πολλές φορές μάλιστα και ως ασύμφορο για τους κατακτητές του. Κυρίως μετά την πτώση της Κρήτης στους Οθωμανούς Τούρκους, το έτος 1669, και οι Βενετοί θα το παραμελήσουν. Ακόμη και όταν αυτό θα καταληφθεί από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η κατάκτησή τους αυτή θα διαρκέσει λιγότερο  από τρία χρόνια (1715-1718), για να περιέλθει και πάλι στους Βενετούς ως ενιαία πλέον για τους ξένους κατακτητές νησιωτική ενότητα του Ιονίου Πελάγους[1].

Χάρτης των Κυθήρων (τέλος 18ου αι.).

Οι επιλεκτικές και σύντομες αυτές αναφορές μου έγιναν για να αναλύσω, πώς, στο πλαίσιο αυτών των συνθηκών,  κατέστη δυνατή η διαμόρφωση μιας παράδοσης αλφαβητισμού των κατοίκων των Κυθήρων και διαμόρφωσης μιας σταθερής ανοδικής πορείας  λειτουργίας της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, που συνοδευόταν όμως και από μια σταδιακή αύξηση του πληθυσμού τους. Σημειώνω όμως πως, πίσω από τις διαπιστώσεις της πρώτης ματιάς περιηγητών και άλλων κατά καιρούς επισκεπτών, εμφιλοχωρούσαν και άλλοι, όχι πάντοτε δευτερεύουσας σημασίας παράγοντες και συνθήκες, οι οποίες διαφοροποιούσαν το τοπίο της οικονομίας, της παιδείας και του πολιτισμού και  που για τους σχολιαστές τότε της κατάστασης των Κυθήρων αυτοί δεν ήταν  άμεσα ορατοί.

Παρατηρείται πως τα Κύθηρα όχι μόνον δεν υπολείπονταν έναντι των άλλων νησιών της Επτανήσου ως προς τη διάδοση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης αλλά και σε πολλές περιπτώσεις  βάδιζαν παράλληλους δρόμους ή και ξεπερνούσαν αυτά. Πώς λοιπόν ερμηνεύεται κατά τις περιόδους αυτές η βαθμιαία επέκταση σε ικανοποιητικά επίπεδα του αλφαβητισμού των κατοίκων των Κυθήρων; Ενδεικτικά  θα αναφερθώ στον κατάλογο που παραθέτει ο Ανδρέας Κάλβος σχετικά με την κατάσταση των αλληλοδιδακτικών σχολείων της Επτανήσου το έτος 1827. Τα Κύθηρα και η Ζάκυνθος υπερτερούν έναντι των άλλων νησιών, με οκτώ και δεκατρία αλληλοδιδακτικά σχολεία και με  πολλούς μαθητές αντίστοιχα έναντι, π.χ., των σχολείων της Κέρκυρας ή της Κεφαλονιάς που διέθεταν το ίδιο έτος τρία και  δύο αλληλοδιδακτικά αντίστοιχα, με τα νησιά αυτά να έχουν και μεγαλύτερους πληθυσμούς. Μόλις δύο χρόνια πριν, το έτος 1825, αναφορά του διευθυντή της εκπαίδευσης του Ιονίου Κράτους θα χαρακτηρίσει την κατάσταση της παιδείας στα ίδια νησιά, Κύθηρα και Ζάκυνθο, ως ευρισκόμενη «in excellent condition»[2].

Πίνακας 1 & 2. Από George N. Leontsinis, The Island of Kythera: A Social History (1700-1863), Saripolos Library, National and Kapodistrian University of Athens, Athens 2002 (2η έκδοση), σ. 314.

Θα αναφερθώ όμως στους παράγοντες που κάθε φορά διαμόρφωναν το επίπεδο αυτό αλφαβητισμού (εγγραμματοσύνης) των κατοίκων της περιόδου εκείνης. Σ’ αυτούς τους παράγοντες πρωταρχικά περιλαμβάνεται, όπως σε όλες τις περιπτώσεις συμβαίνει, η όποιας μορφής μέριμνα  της κεντρικής πολιτικής διοίκησης όπως και οι πρωτοβουλίες της κοινοτικής αυτοδιοίκησης. Αυτές όμως δεν  ήταν σε όλες τις περιόδους ίδιες ούτε ικανοποιητικές, πολλές φορές μάλιστα η μέριμνα της κεντρικής πολιτικής διοίκησης εντελώς απούσα αλλά ούτε και το ενδιαφέρον των ίδιων των κατοίκων για την παιδεία και την εκπαίδευσή τους ανεπτυγμένο. Ενώ η ξένη διοίκηση κατά τους βενετικούς χρόνους δεν εφάρμοζε απαγορευτικά μέτρα για την μη διάδοση της εκπαίδευσης και την ίδρυση σχολείων στην περιοχή της, εντούτοις αυτή διατηρείται σε χαμηλά επίπεδα. Το ενδιαφέρον όμως μετέπειτα της εκάστοτε ξένης διοίκησης διαφοροποιείται από την περίοδο των «Δημοκρατικών Γάλλων» στα νησιά του Ιονίου. Η τοπική εκκλησία, όμως, πράττει ό,τι τής είναι εφικτό για να εκπληρώνει σε ικανοποιητικό βαθμό και τις λειτουργικές της ανάγκες αλλά και για να επεκτείνεται πέραν αυτών στην ευρύτερη κοινότητα. Η συμβολή του κλήρου όπως και πολλών πρωτοβουλιών κοσμικών αναγνωρίζεται ως ιδιαιτέρως αποτελεσματική. Ωστόσο, κατά την περίοδο του Διαφωτισμού (17ος–18ος αι.) σε πολλά επίπεδα αλλάζουν τα δεδομένα. Η εκπαίδευση των νέων αναγνωρίζεται πλέον ως το μόνον μέσον  «για να οδηγείται ο άνθρωπος σε προκοπή», αντίληψη στην οποία δε δινόταν ίδια έμφαση στο παρελθόν.

A Series of Twelve Views in the Mediterranean Grecian Archipelago Bosphorus and the Black Sea, Cospatrick Baillie Hamilton, London 1857. View of the Kapsali bay and the castle of Kythera.

Στα Κύθηρα, όπως και στην Ευρώπη όλη, συναντούμε ανεπτυγμένο πλέον αυτό το ενδιαφέρον για τη διάδοση της εκπαίδευσης των νέων με συγκεκριμένες και ενσυνείδητες αναφορές των κατοίκων. Είχε δηλαδή αναπτυχθεί και στα Κύθηρα ένας εγγενής δυναμισμός που οφειλόταν και στις διαδοχικές αλλαγές της γεωπολιτικής κατάστασης της ευρύτερης περιοχής τους και που  ορισμένα από τα θεωρούμενα ως αρνητικά στοιχεία της γεωγραφικής τους θέσης σε κάποιο βαθμό αυτά εξέλειπαν γι’ αυτό και ανιχνεύονται ως θετικά για την ανάπτυξη της οικονομίας του νησιού, την αύξηση του πληθυσμού, την βαθμιαία  αύξηση του αλφαβητισμού και της εγγραμματοσύνης των κατοίκων, την ίδρυση  πολλών πρωτοβάθμιων σχολείων αλλά και τετραετούς Λυκείου[3]. Το νησί κάθε άλλο παρά  απομονωμένο  και στερημένο από φυσικούς και άλλους πόρους είναι. Γειτνιάζει με την Πελοπόννησο και την Κρήτη και αυτό τού είναι πλεονέκτημα για να διαμορφώνονται συνθήκες αξιοποίησης της γεωγραφικής του θέσης. Κατά  τη διάρκεια του μεγάλου Κρητικού Πολέμου (1645-1669) και κυρίως μετά την πτώση της Κρήτης στους Οθωμανούς (1669) φιλοπρόοδοι κρήτες  πρόσφυγες θα καταφύγουν στα νησιά του Ιονίου. Τις περισσότερες φορές τα Κύθηρα θα τα χρησιμοποιήσουν ως ενδιάμεσο σταθμό, προκειμένου να περάσουν στη συνέχεια στα άλλα νησιά. Πολλοί όμως θα μείνουν μόνιμα, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της οικονομίας, της παιδείας και του πολιτισμού των Κυθήρων.

Μεταξύ άλλων, και άλλα  συγκυριακά φαινόμενα θα συμβάλουν από τις αρχές του 19ου αιώνα στην οικονομική και στην πολιτισμική ανάπτυξη των Κυθήρων. Αναφέρομαι στο φαινόμενο της εποχικής μετανάστευσης προς τις τουρκοκρατούμενες ελληνικές και άλλες περιοχές, κυρίως στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα, περίπου από τις αρχές του 18ου αιώνα έως την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, περίοδο κατά την οποία αυτή εκδηλώθηκε δυναμικά από τα νησιά του Ιονίου προς τις περιοχές αυτές. Κυρίως αυτή η μορφή μετανάστευσης με σημείο αναφοράς τις καλλιέργειες στους τόπους αυτούς από πολλούς Κυθηρίους έγγειων ιδιοκτησιών και τη συγκομιδή των καρπών όπως και εκείνη της περιοδικής μετακίνησης εξειδικευμένου τεχνικού  δυναμικού από τα Κύθηρα προς τις ίδιες  περιοχές διασυνδέθηκαν κατά την τελική τους φάση με μεγάλο προσφυγικό ρεύμα άμαχου ελληνικού πληθυσμού προς τα νησιά του Ιονίου, προεπαναστατικά αλλά κυρίως κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης, περίπου από το 1780 έως το 1827[4].

Συγκεκριμένα, όταν τα δύο αυτά φαινόμενα, εποχική μετανάστευση Κυθηρίων και έλληνες πρόσφυγες της Ελληνικής Επανάστασης σε αυτήν την κρίσιμη καμπή της ελληνικής ιστορίας συναντιούνται ή ορθότερα όταν το προσφυγικό πρόβλημα ενέσκηψε στα νησιά, λόγω της Ελληνικής Επανάστασης, ενεργοποίησε από παλαιότερα χρόνια, κυρίως της περιόδου της εποχικής μετανάστευσης και της περιοδικής μετακίνησης για εργασία εξειδικευμένου τεχνικού δυναμικού,  ζεστές ανθρώπινες σχέσεις και δεσμούς όπως και ποικίλες άλλες δυναμικές αλληλεπίδρασης των κοινωνιών τους,  που απέβησαν ενισχυντικός παράγοντας στην ανάπτυξη της επαναστατικής δραστηριότητας των Ελλήνων της ηπειρωτικής  και της νησιωτικής Ελλάδας[5].

Η συμμετοχή τους αυτή συνίστατο στην υποδοχή στα νησιά άμαχου προσφυγικού  ελληνικού πληθυσμού κυρίως από την επαναστατημένη Πελοπόννησο και την Στερεά Ελλάδα με τη μορφή παροχής σ’ αυτόν από τους Κυθηρίους στέγασης, προσωπικής ασφάλειας και προστασίας, σίτισης και ιατρικής περίθαλψής του, καθώς αυτός  αποτελούνταν από γυναικόπαιδα, έγκυες γυναίκες, ηλικιωμένους  άνδρες και γυναίκες, ανήμπορους (πρόσωπα με αναπηρία και ασθενείς κάθε ηλικίας και φύλου) όπως και από καταδιωκομένους ή και επικηρυγμένους έλληνες αγωνιστές και τραυματίες πολέμου. Ωστόσο, εκτός από αυτήν τη συμβολή των κατοίκων σε κάθε μορφή κοινωνικής προσφοράς, στήριξης και βοήθειας προς τους άμαχους πρόσφυγες, τα Κύθηρα και τα Αντικύθηρα όπως, κατά περίπτωση, και τα άλλα νησιά του Ιονίου βαθμιαία απέβησαν «στρατόπεδα» διακίνησης κοινωνικών, πολιτικών και εθνικών ιδεών αλλά και δημιουργίας περισσότερων  υποδομών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης για την κάλυψη εκπαιδευτικών αναγκών των παιδιών τους, τα οποία είχαν μαζί τους οι μητέρες τους και είχαν επί πολλά χρόνια φιλοξενηθεί  και μεγαλώσει στα Κύθηρα κατά τη διάρκεια της μακράς περιόδου της Ελληνικής Επανάστασης[6].

Views in the Seven Ionian Islands by Edward Lear. The castle and town of Cythera and the port of Kapsali, 1863.

Από τα προεπαναστατικά χρόνια τα «απομονωμένα» αυτά Κύθηρα χρησιμοποιούνταν και ως σταθμός και ορμητήριο ελλήνων αγωνιστών, όπως, π.χ., Φιλικών, Κλεφτών, λογίων, ιερωμένων, επαγγελματιών, ναυτιλομένων και πλοιοκτητών, διδασκάλων και άλλων λαϊκών και καταδιωκομένων Ελλήνων για σχεδιασμό και οργάνωση επαναστατικής δραστηριότητας στην τουρκοκρατούμενη νησιωτική και ηπειρωτική Ελλάδα. Αυτοί οι άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, ήταν κάποτε χιλιάδες, και όσοι, από αυτούς ήταν ενεργοί για εργασία, εργάζονταν στη γεωργία, στην αλιεία, στην κτηνοτροφία ή ασχολούνταν με τις χειρωνακτικές τέχνες. Ακόμη και εγγράμματοι πρόσφυγες αναλάμβαναν οργανωμένα  να προσφέρουν στα παιδιά τους αλλά και σε εκείνα των Κυθηρίων τα στοιχειώδη γράμματα ή βοηθούσαν, με όποια μέσα μπορούσαν  μαζί με τους εντοπίους που τούς φιλοξενούσαν, στην ίδρυση νέων σχολείων ή και στην επαρκέστερη λειτουργία των υπαρχόντων πρωτοβάθμιων σχολείων. Η πολιτισμική γι’ αυτό αλληλεπίδραση των κατοίκων με τον προσφυγικό πληθυσμό με αύξηση και της εγγραμματοσύνης τους σε πολλά πεδία της κοινωνικής και της πολιτικής ζωής ανιχνεύεται ως ιδιαιτέρως δημιουργική.

Γι’ αυτό κατά τη μακρά αυτή χρονική περίοδο αναπτύχθηκαν και διατηρήθηκαν μεταξύ των πληθυσμών δεσμοί οικογενειακής φιλίας και επαγγελματικών σχέσεων, μάλιστα και πολύ πριν από την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης, από τις αρχές περίπου του 18ου αιώνα. Η προσέγγιση ιδιαίτερα του προσφυγικού προβλήματος κατά την περίοδο 1821-1827 αναδεικνύει σημαντικές πτυχές της κοινωνικής και της πολιτισμικής ζωής των κατοίκων των Κυθήρων και των Αντικυθήρων και εφαρμοσμένες πολιτικές, κοινωνικές στάσεις και συμπεριφορές που υπερέβαιναν ακόμη και τα νομικά όρια, επίσημων και μη, πολιτικών αποφάσεων της ξένης και της τοπικής διοίκησης. Η περίοδος γενικότερα της  βρετανικής διοίκησης (1809-1864), με βάση και τα ανωτέρω φαινόμενα, αναγνωρίζεται ως η πλέον  αποδοτική περίοδος σε δημόσια έργα, στην ίδρυση πολλών δημόσιων (αλληλοδιδακτικών) και ιδιωτικών σχολείων, στην ανάπτυξη της οικονομίας και στην αύξηση του πληθυσμού. Το οθωμανικό, π.χ., νόμισμα κυκλοφορούσε ευρύτατα στα Κύθηρα, λόγω και των εργασιακών σχέσεων των Κυθηρίων με ιδιοκτήτες γαιών της Πελοποννήσου και άλλων ελληνικών περιοχών, που είχαν αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια της εποχικής μετανάστευσης και της περιοδικής μετακίνησης Κυθηρίων τεχνιτών και αναγνωριζόταν αυτό ως ισχυρότερο και από αυτό της αγγλικής λίρας.

Τα Κύθηρα είχαν το έτος 1827 επτακόσιους εβδομήντα δύο μαθητές  που φοιτούσαν σε οκτώ δημόσια σχολεία πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης (αλληλοδιδακτικά) και πολλούς άλλους μαθητές που διδάσκονταν με κατ’ οίκον διδασκαλία όπως και σε ιδιωτικά επίσης σχολεία, αριθμός που βαθμιαία  αυξανόταν και διατηρούνταν σε υψηλά επίπεδα σε όλη τη διάρκεια της Βρετανικής Προστασίας όπως και μετά την Ένωση. Πριν μάλιστα από την Ένωση  είχε ιδρυθεί και λειτουργήσει επί πολλά χρόνια  στα Κύθηρα «Λύκειον Κυθήρων» από το οποίο οι απόφοιτοί του είχαν τη δυνατότητα να φοιτούν στο τότε «Οθώνειον Πανεπιστήμιο» της Αθήνας,  σημερινό «Εθνικό και Καποδιστριακό» όπως και στην Ιόνια Ακαδημία της Κέρκυρας, στο πρώτο Ελληνικό πανεπιστήμιο της χώρας. Αυτό όμως το Λύκειο μετά την Ένωση υποβαθμίστηκε, καθώς μετατράπηκε στο ονομαζόμενο τότε τριετές «Ελληνικόν Σχολείον», έστω και που ιδρύθηκε ανάλογο τριετές σχολείο και στην κωμόπολη «Ποταμός» του νησιού.

Το «αδίκημα», αυτό όπως σημειώνει ο Σπύρος Στάθης, διορθώθηκε το έτος 1921, καθώς με βασιλικό Διάταγμα ιδρύθηκε τελικά στα Κύθηρα τετραετές γυμνάσιο και με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση αργότερα του έτους 1929 το τετρατάξιο αυτό Γυμνάσιο αναβαθμίστηκε σε εξατάξιο. Έκτοτε με έτοιμο το μεγαλοπρεπές διδακτήριο του Γυμνασίου και με ολοκληρωμένη μορφή παροχής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που λειτουργεί μέχρι σήμερα, μεγάλος αριθμός αποφοίτων νέων των δημοτικών σχολείων του νησιού μπορούσαν πλέον και μπορούν αδιαλείπτως μέχρι σήμερα να λαμβάνουν στον τόπο τους ολοκληρωμένη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Γιατί άλλο να μετακινείται ο απόφοιτος νέος του δημοτικού σχολείου στην  Αθήνα από τα δώδεκά του χρόνια και άλλο από τα δεκαοκτώ του. Και πόσοι άλλωστε είχαν τότε την δυνατότητα να στέλνουν τα παιδιά τους από αυτήν την ηλικία στην Αθήνα για να φοιτήσουν στο Πανεπιστήμιο  ή και να μεταναστεύουν εκεί οι γονείς τους.

Ο ευπατρίδης γυμνασιάρχης του Γυμνασίου Κυθήρων, Σπύρος Στάθης, γνώριζε την εκπαιδευτική παράδοση και πραγματικότητα του τόπου του, το όλο και περισσότερο αυξανόμενο ενδιαφέρον μεγάλου μέρους συμπατριωτών του για συνέχιση των σπουδών τους και πέραν του δημοτικού σχολείου,  σε ολοκληρωμένη  Δευτεροβάθμια και Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Γι’ αυτό και πήρε την πρωτοβουλία ανέγερσης ενός σύγχρονου και επαρκούς διδακτηρίου για να καλύπτει τις εκπαιδευτικές ανάγκες του τόπου του. Η ανάγκη  αναβάθμισης του ήδη λειτουργούντος τετρατάξιου Γυμνασίου σε εξατάξιο αποτέλεσε, μεταξύ άλλων, το κύριο επιχείρημα προς την πολιτεία για την αναβάθμισή του. Η πρωτοβουλία του για την ανέγερση νέου διδακτηρίου ενεργοποίησε πρόσωπα και φορείς του εσωτερικού και της κυθηραϊκής ομογένειας. Συνάντησε όμως και πολλές αντιδράσεις συμπατριωτών του αναφορικά κυρίως με τον τόπο που θα επιλεγόταν η ανέγερση του διδακτηρίου. Κατά τους αντιδρώντες, έτρεχαν άλλες προτεραιότητες στο νησί, που προβάλλονταν όμως αυτές με  καθόλου πειστικά επιχειρήματα[7].

Πίνακας 3. Από  George N. Leontsinis, The Island of Kythera: A Social History (1700-1863), Saripolos Library, National and Kapodistrian University of Athens, Athens 2002 (2η έκδοση), σ. 316.

«Διά μίαν προσπάθειαν ἀγῶνες σκληροί»

Με τη συγγραφή από τον ίδιο βιβλίου με τίτλο Το Διδακτήριον του Γυμνασίου Κυθήρων – δια μίαν προσπάθειαν αγώνες σκληροί εντοπίζονται ανθρώπινες αδυναμίες, ματαιοδοξία όπως και ένας τοπικός ανταγωνισμός και πολιτικών παιχνιδιών ένιων παραγόντων της εποχής εκείνης. Καθώς μάλιστα είναι λεπτομερειακά καταγεγραμμένες οι αντιδράσεις αυτών στο βιβλίο αναφορικά με τους αγώνες του  ίδιου και πολλών συμπατριωτών του όπως και η επιμονή τους να ανεγερθεί και ολοκληρωθεί το κτήριο του διδακτηρίου, το βιβλίο εμπεριέχει δείγματα μνημειώδους αφοσίωσης στα ιδανικά της παιδείας και της εκπαίδευσης. Είναι ένα βιβλίο διαφωτιστικό με όσους πιστεύουν σε ιδέες και αγωνίζονται να τις κάνουν πράξη. Παρέχονται δείγματα ευγενών πρωτοβουλιών και δράσης συμπατριωτών μας με γνώμονα την προώθηση της παιδείας και του πολιτισμού στον περίγυρό τους. Κείμενα αντιδράσεων και απατηλών δημοσιευμάτων σε τοπικές εφημερίδες και αναφορών προς το υπουργείο Παιδείας και σε άλλους πολιτικούς παράγοντες αναδεικνύουν την έκταση αυτών αναφορικά και με την επιλογή του τόπου ανέγερσης του διδακτηρίου[8].

Έριδες για τον τόπο ανέγερσης του νέου διδακτηρίου

Προβαίνω σε μια σύντομη αλλά από εκπαιδευτική άποψη ενδιαφέρουσα διαπίστωση αναφορικά με έριδες που προέκυψαν για τον τόπο ανέγερσης του νέου διδακτηρίου. Είχε καταστεί κυρίως το ζήτημα αυτό μήλον της έριδος, το κυριότερο μάλιστα σημείο έντονης αντιπαράθεσης και αδυναμίας για σύγκλιση απόψεων. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πρότειναν άλλον τόπο ανέγερσης του διδακτηρίου από αυτόν της Χώρας, πρωτεύουσας του νησιού, όπως, π.χ., το Λιβάδι, τις Καρβουνάδες ή την κωμόπολη Ποταμός. Τα επιχειρήματά τους, αντιπαιδαγωγικά και οπωσδήποτε μεροληπτικά δημιουργούσαν διαμάχες, με κακόβουλα δημοσιεύματα, έγγραφες αναφορές προς τις κρατικές υπηρεσίες και ψευδείς ειδήσεις, φαινόμενα που συναντώνται  κάποτε, όταν ενέργειες και πρωτοβουλίες διαθέτουν υπόβαθρο πειστικής και τεκμηριωμένης επιχειρηματολογίας και βέβαια στόχους επίτευξης οραματικού έργου με κοινωνική και πολιτισμική εμβέλεια[9].

Γιατί παιδαγωγικοί, κοινωνικοί και γενικότερα πολιτισμικοί λόγοι συνηγορούσαν στο να κατασκευαστεί το διδακτήριο του Γυμνασίου στη Χώρα, πρωτεύουσα του νησιού, και να συνεχιστεί η λειτουργία του ιδρύματος με επαρκείς όρους και μετά το έτος 1929 που αναβαθμίστηκε σε εξατάξιο από τετραετές Γυμνάσιο που, ούτως ή άλλως,  λειτουργούσε στη Χώρα, όμως σε μη  επαρκείς χώρους διδασκαλίας. Ο καθηγητής Σπύρος Στάθης και τα μέλη της επιτροπής, που είχε συσταθεί για την ανέγερση  του διδακτηρίου, είχαν με επιχειρήματα προβάλει πολύ πριν από το έτος 1921 την ανάγκη οικοδόμησης ενός σύγχρονου και επαρκούς  διδακτηρίου για την κάλυψη του συνεχώς αυξανόμενου αριθμού νέων των Κυθήρων, αποφοίτων από τα δημοτικά σχολεία του νησιού μας. Οι πολλές και ανιστόρητες αντιδράσεις δεν είχαν καμία συνοχή μεταξύ τους, αντίθετα προβάλλονταν επιχειρήματα αντιπαιδαγωγικά, ιδιοτελή και ανταγωνιστικά, μάλιστα κάποτε και με αντιπολιτευτικό χαρακτήρα κριτήρια.

Το αρχικό σχέδιο του κτηρίου στο οποίο στεγάζεται το Λύκειο Κυθήρων. Ο άνω όροφος εν τέλει δεν χτίστηκε.

Οι όροι παιδαγωγική, κοινωνικοποίηση, πολιτισμική αλληλεπίδραση  και διαδικασίες προσαρμογής ενός ανήλικου ή ενήλικου ατόμου στο σώμα μιας μεγαλύτερης και περισσότερο εμπλουτισμένης με πολιτισμικά στοιχεία κοινωνίας από αυτήν του μικρού, π.χ., χωριού των Κυθήρων απουσίαζαν από την επιχειρηματολογία των αντιδρώντων να ανεγερθεί το κτήριο  του Γυμνασίου στην πρωτεύουσα του νησιού. Αγνοούσαν βέβαια ή παρέβλεπαν το πού και γιατί ανεγείρονταν την ίδια περίοδο στην υπόλοιπη χώρα και κυρίως στην ελληνική ύπαιθρο και στα νησιά τα διδακτήρια Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Μπορεί και οι εμμένοντες, εκτός από  τους περισσότερους εκπαιδευτικούς, ως προς το να ανεγερθεί το διδακτήριο στην πρωτεύουσα του νησιού να μην έθεταν το ζήτημα από την παράμετρο της πολιτισμικής κοινωνικοποίησης των μαθητών αλλά τουλάχιστον οι προτάσεις τους ευθυγραμμίζονταν με την γενική παιδαγωγική αρχή αναγκών κοινωνικοποίησης του επαρχιατόπαιδου μέσα σε έναν εμπλουτισμένο με περισσότερα πολιτιστικά και άλλα στοιχεία τόπο και όχι ένα διδακτήριο που θα ανεγειρόταν σε έναν από τους μικρούς οικισμούς του νησιού ή και στην κωμόπολη «Ποταμός».

Η πρωτεύουσα διέθετε τα αναγκαία για την εκπλήρωση εκπαιδευτικών και παιδαγωγικών στόχων, σχετικών με αναγκαίους εξωτερικούς παράγοντες, που ήταν όμως συμπληρωματικοί των πρώτων. Διέθετε περισσότερο πληθυσμό και υποδομές διαμονής των εκπαιδευτικών και των μαθητών από τα μακρινά χωριά και τους μικροοικισμούς όπως και από την κωμόπολη «Ποταμός» (περίπου ογδόντα χωριά και κωμοπόλεις την περίοδο εκείνη). Η Χώρα διέθετε επίσης ένα πρωτόγνωρο για τους νέους των δώδεκα ετών και πάνω αστικό  περιβάλλον που, εφόσον το βίωναν κατά τη διάρκεια των έξι ετών σπουδών τους στο γυμνάσιο, θα είχε γι’ αυτούς αναγκαίες πολιτισμικές αλληλεπιδράσεις, καθώς εκεί έδρευαν όλες οι δημόσιες υπηρεσίες και είχε επίσης αναπτυχθεί ένα ποικιλόμορφο τοπίο ιδιωτικής επιχειρηματικότητας, κοινωνικής και πολιτισμικής δράσης. Μέσω της προσδωκόμενης αυτής κοινωνικοποίησης  θα μεταδίδονταν στους νέους δεξιότητες και συνήθειες, οι οποίες είναι απαραίτητες για μια πιο ενεργό συμμετοχή τους στην ευρύτερη κοινωνία στην οποία θα οργάνωναν τη ζωή και τις επαγγελματικές τους ασχολίες. Θα εντάσσονταν αρμονικά και θα ενσωματώνονταν οι νέοι στο κοινωνικό σύνολο με γνώσεις και δεξιότητες ομαλής προσαρμογής τους σ’ αυτό και με πλέον συνειδητό απ’ αυτούς  έλεγχο και λειτουργία των κανόνων της οικονομίας και των μέσων παραγωγής με τους οποίους επιτυγχάνεται η πολιτισμική συνέχεια σε όποιον τόπο, ως απόφοιτοι Γυμνασίου, θα ζούσαν.

25η Μαρτίου 1956. Μαθητική παράσταση του Γυμνασίου Κυθήρων. (https://www.eleniharou.gr/anamnisis-apo-tin-25i-martiou-sto-gymnasio-kythiron/)

Οι αντιδράσεις με διασπορά ψευδών ειδήσεων και άλλων ενεργειών έφθαναν στο σημείο να διαδίδεται ότι εγγράφονταν στο Γυμνάσιο πρόσωπα μεγάλης ηλικίας για να συμπληρώνεται πλαστός αριθμός μαθητών, ώστε να μην κλείσει το Γυμνάσιο, λόγω ελλείψεως πραγματικού αριθμού φοιτώντων μαθητών, καθώς, κατ’ αυτούς, υπήρχαν δυσκολίες και απροθυμία των νέων  να προσέρχονται να φοιτούν στο Γυμνάσιο από τα χωριά, λόγω της μεγάλης απόστασής τους από την Χώρα. Επίσης, πως είχε αναληφθεί καμπάνια να προσελκύουν μαθητές από τα Βάτικα για τους ίδιους λόγους, της διατήρησης δηλαδή του Γυμνασίου σε λειτουργία στη Χώρα. Σημειώνω πως η επιλογή αποφοίτων των δημοτικών σχολείων περιοχών της νότιας Πελοποννήσου  να φοιτήσουν στο Γυμνάσιο Κυθήρων στηριζόταν σε αντικειμενικούς λόγους. Για τα παιδιά των δώδεκα ετών και τους γονείς τους ήταν προτιμότερο να προσέρχονται να φοιτούν στα Κύθηρα παρά στους Μολάους ή στην Σπάρτη. Η πρόσβαση, λόγω της κακής οδοποιίας και της μεγάλης απόστασης από τον τόπο διαμονής τους προς τις πόλεις αυτές ήταν πολύ δύσκολη, σχεδόν απαγορευτική, καθώς  και το κόστος διαμονής τους εκεί ήταν πολύ υψηλό για τις οικονομικά ασθενέστερες οικογένειες.

Στη Χώρα, ωστόσο βρίσκονταν οικογένειες που φιλοξενούσαν με μικρότερο κόστος τους μαθητές στα σπίτια τους ή τούς εξασφάλιζαν δωμάτια διαμονής με τη φροντίδα ενδιαίτησής τους και κάθε άλλης αναγκαίας φροντίδας. Η επικοινωνία κατοίκων των περιοχών με τα Κύθηρα μπορούσε να διεξάγεται με πλοιάρια από τη Νεάπολη Βοιών, και αυτό είχε πολλαπλά οφέλη γι’ αυτούς και το νησί. Οι μαθητές από περιοχές της νότιας Πελοποννήσου και οι γονείς τους ή οι κηδεμόνες τους επέφεραν μια δημιουργική κοινωνική κινητικότητα στο νησί με πολλαπλές πολιτισμικές αλληλεπιδράσεις. Προφανώς για να προβάλλεται ως  ταπεινή και μη αξιοπρεπής η πρωτοβουλία μετάβασης Κυθηρίων στα Βάτικα, για να προπαγανδίσουν υπέρ της προτίμησης του Γυμνασίου Κυθήρων και όχι αυτό, π.χ., της Σπάρτης, δε θα είχαν ερωτήσει ήδη τους πρώτους αυτούς φοιτώντες μαθητές για τους λόγους που εκείνοι προτιμούσαν τα Κύθηρα.

Προσωπικά όμως εγώ σε πολύ μεταγενέστερο χρόνο το έκανα. Όταν ρώτησα συμμαθητές μου των Βατίκων γιατί έρχονται να φοιτήσουν στο Γυμνάσιο Κυθήρων, η απάντησή τους ήταν: «Εμείς εκεί στη Νεάπολη  δεν έχουμε ιδρυμένο Γυμνάσιο και η Σπάρτη είναι πολύ μακριά μας και πολύ δύσκολη η πρόσβαση προς τα εκεί αλλά και τα οικονομικά των γονιών μας δυσβάστακτα, για να μάς στέλνουν και να μάς συντηρούν εκεί. Ευτυχώς που μπορούν και μάς στέλνουν εδώ»[10]. Πολλοί απ’ αυτούς τους μαθητές της περιόδου εκείνης και οι γονείς τους επισκέπτονταν και μέχρι σήμερα ακόμη επισκέπτονται τα Κύθηρα, για να συναντήσουν αγαπημένα τους πρόσωπα και να δουν και πάλι από κοντά τα γειτονικά τους Κύθηρα που τούς φιλοξένησαν για να σπουδάσουν και τύχουν δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Επίσης, σε πολλούς απ’ αυτούς είχαν ανοιχθεί και γι’ αυτούς προοπτικές, μετά τα δεκαοκτώ τους χρόνια να φοιτήσουν και στο Πανεπιστήμιο. Το δεύτερο μισό του τίτλου του βιβλίου που πολύ ταπεινά γράφτηκε από τον Γυμνασιάρχη Σπύρο Στάθη  για την ανέγερση του διδακτηρίου του Γυμνασίου έχει ως εξής: […], «Διά μίαν προσπάθειαν ἀγῶνες σκληροί»[11].

Θα σημειώσω καταληκτικά, τιμώντας την μνήμη του ίδιου και συνεργατών του -συντελεστών στην ανέγερση του διδακτηρίου του Γυμνασίου Κυθήρων μια αξιοσημείωτη πληροφόρηση που μάς δίνει η Ελένη Χάρου για τον φιλόλογο καθηγητή  και γυμνασιάρχη του Γυμνασίου  Κυθήρων και πρωτεργάτη ανέγερσης του διδακτηρίου του. Το έτος 1925 αλληλογραφεί με τον Κωνσταντίνο Καβάφη στην Αλεξάνδρεια και τού ζητεί, εφόσον θα τού ήταν  εφικτό, να τού στείλει τις  ποιητικές του συλλογές για να διδάξει ποιήματά του στους μαθητές του Γυμνασίου Κυθήρων και εκείνος άμεσα ανταποκρίνεται. Σε μια εποχή που τα προγράμματα σπουδών προσδιόριζαν αυστηρά και με σαφήνεια τι θα δίδασκαν οι δάσκαλοι αλλά και που και τα ποιήματα του Καβάφη δεν είχαν ακόμη κυκλοφορηθεί στην Αθήνα και βέβαια δεν είχε ακόμη επιλεγεί για να διδάσκεται Καβάφης στα σχολεία, ο πρωτοποριακός φιλόλογος της εποχής τόλμησε αυτό. Η απαντητική επιστολή του Καβάφη είναι δημοσιευμένη στο ιστολόγιο της Ελένης Χάρου με ενδιαφέροντα από τη συγγραφέα σχολιασμό της[12].

Το Γενικό Λύκειο Κυθήρων σήμερα.

 

Ο Γεώργιος Ν. Λεοντσίνης είναι Oμότιμος Καθηγητής Νεότερης Ελληνικής και  Ευρωπαϊκής Ιστορίας του  Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ  ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

*Άρθρο – αφιέρωμα με τη συμπλήρωση εκατόν χρόνων από την ίδρυση και λειτουργία του Γυμνασίου Κυθήρων (1921-2021), του οποίου είμαι απόφοιτος και για τέσσερα χρόνια έχω διατελέσει διδάσκων φιλόλογος καθηγητής σ’ αυτό. Με την ευκαιρία αυτής της επετείου οι Κούλα Κασιμάτη και Ελένη Χάρου-Κορωναίου συνέγραψαν βιβλίο με θεματική την ιστορική του διαδρομή μέχρι σήμερα. Επίσης, έλαβε χώραν και με συμμετοχή μου επετειακή επιστημονική εκδήλωση, που οργανώθηκε από την Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών στον προαύλιο χώρο του Γυμνασίου τον Ιούλιο του 2022 και είχε, μεταξύ άλλων, ως κύρια θεματική του την παρουσίαση του βιβλίου αυτού (Κούλα Κασιμάτη και Ελένη Χάρου-Κορωναίου, Εκατό χρόνια από την ίδρυση του Γυμνασίου Κυθήρων (1921-2021), Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών, Αθήνα 2022, 332 σσ.).

[1] . Ν. Λεοντσίνης, «Ελληνική ταυτότητα , “ιονική” και “επτανησιακή” ταυτότητα», Κεφαλληνιακά Χρονικά, 12 (2009-10), σ. 583-598.

[2]  George N. Leontsinis, The Island of Kythera: A Social History (1700-1863), Saripolos Library, National and Kapodistrian University of Athens, Athens 2002 (2η έκδοση), σ. 313-315.

[3]  George N. Leontsinis, The Island of Kythera: A Social History (1700-1863), ό.π., σ. 297-334.

[4]  Γεωργ. Ν. Λεοντσίνης «Ιόνια νησιά: εποχική μετανάστευση και Ελληνική Επανάσταση. Τα Κύθηρα και τα Αντικύθηρα ως μελέτη περίπτωσης (περίπου από τις αρχές του 18ου αιώνα ως το 1827)»,  Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου που διοργανώθηκε από το Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΕΚΠΑ (2019) με θεματική: Πληθυσμιακές μετακινήσεις προς τα Ιόνια Νησιά: από το 13ο αιώνα έως την Ένωση με την Ελλάδα [Ν.Γ. Μοσχονάς – Γ.Δ. Παγκράτης (επιμ.)], σ. 285-302.

[5]   Γεώργ. Ν. Λεοντσίνης, «Ελληνική Επανάσταση και Επτάνησα», Κεφαλληνιακά Χρονικά, τ. 21(2021), σ. 75-101.

[6]   Στο ίδιο.

[7]  Σπ. Στάθης, Το Διδακτήριο του Γυμνασίου Κυθήρων – δια μιαν προσπάθειαν αγώνες σκληροί, εν Αθήναις (τυπ. Γεωργ. Π. Ξένου) 1933, 348 σσ. Βλ. του ίδιου, «Η εκπαίδευση» στο: Κυθηραϊκή Επιθεώρησις (1923), σ. 53-93.

[8]  Σπ. Στάθης, Το Διδακτήριο του Γυμνασίου Κυθήρων – δια μιαν προσπάθειαν αγώνες σκληροί, ό.π. (αναδημοσίευση αυτών).

[9]  Στο ίδιο.

[10] Πβ. Γ.Ν. Λεοντσίνης, «Ενθυμήσεις: από το διθέσιο Δημοτικό Σχολείο Κοντολιάνικων – Καρβουνάδων στο Γυμνάσιο Κυθήρων ως μαθητής (1953-1959) αλλά και ως φιλόλογος καθηγητής», στο Κούλα Κασιμάτη- Ελένη Χάρου Κορωναίου, ό.π., σ. 204-214.

[11]  Σπ. Στάθης, Το Διδακτήριο του Γυμνασίου Κυθήρων – δια μιαν προσπάθειαν αγώνες σκληροί, ό.π.

[12]  Ιστολόγιο Ελένης Χάρου, «Αλληλογραφία του Καβάφη με 2 Κυθηρίους» (7 Ιουνίου 2022) ανακτήθηκε από: https://www.eleniharou.gr/allilografia-tou-kavafi-me-2-kythirious/

“Οι διακοπές του κύριου Hulot” Μια κλασσική κωμωδία-ύμνος στις θερινές διακοπές

“Οι διακοπές του κύριου Hulot”

Μια κλασσική κωμωδία-ύμνος στις θερινές διακοπές

 

Οι διακοπές του κ. Hulot (Les vacances de Monsieur Hulot) θεωρούνται ακόμα και σήμερα, επτά δεκαετίες έπειτα από τη δημιουργία τους, ως μια από τις κορυφαίες κωμωδίες όλων των εποχών. Το έργο αποτελεί σταθμό στην εν γένει σταδιοδρομία του σκηνοθέτη. Ο Jacques Tati (1907-1982) σκηνοθέτησε όλες κι όλες έξι ταινίες (Μέρα γιορτής-1949, Οι διακοπές του κ. Hulot-1953, Ο θείος μου-1958, Play Time-1967, Trafic-1971 και Parade-1973). Ο θείος μου τιμήθηκε με το βραβείο Όσκαρ της καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του συνόλου της παραγωγής του Tati είναι η έμφαση στην εικόνα (οι διάλογοι είναι σχεδόν ανύπαρκτοι), η ανάδειξη της συγκυριακής λεπτομέρειας, η παρατηρητικότητα, το λεπτό χιούμορ και, βέβαια, η αστείρευτη ευρηματικότητα. Στις Διακοπές του κ. Hulot, εισάγεται για πρώτη φορά ο αδέξιος αλλά πάντοτε καλοπροαίρετος και πρόθυμος να εξυπηρετήσει χαρακτήρας του κ. Hulot, ο οποίος θα παραμείνει ο απολαυστικός πρωταγωνιστής όλων των υπολοίπων έργων που θα ακολουθήσουν. Πρόκειται για έναν μάλλον μοναχικό άνθρωπο, ο οποίος ζει με τους δικούς του ρυθμούς και  δυσκολεύεται να παρακολουθήσει τα όσα διαδραματίζονται γύρω του. Διεκδικεί, ωστόσο, με αξιώσεις τη συμμετοχή του στα τεκταινόμενα, με συνέπεια τη δημιουργία, εξαιτίας αυτής ακριβώς της ανακολουθίας, ξεκαρδιστικών καταστάσεων. Τον Hulot υποδύεται ο ίδιος ο Tati. Πάντως, η μαγιά προϋπήρχε, καθώς ο ταχυδρόμος François, κεντρικός χαρακτήρας της πρώτης κατά σειρά ταινίας (Μέρα γιορτής), είναι ένα πρόπλασμα, η επεξεργασία του οποίου θα οδηγήσει, τέσσερα χρόνια αργότερα στην εμφάνιση και καταξίωση του διάσημου διαδόχου του. O André Bazin, εκδότης του περιοδικού Cahiers du cinéma, έγραφε σχετικά το 1957: “Ο Tati μπορούσε κάλλιστα να αποκομίσει μεγάλα χρηματικά κέρδη, γυρίζοντας σκηνές με πρωταγωνιστή τον μικρό ταχυδρόμο της επαρχίας. Αντ’ αυτού, προτίμησε να περιμένει τέσσερα χρόνια, αναθεωρώντας πλήρως, ύστερα από πολλή σκέψη, την αρχική αυτή εκδοχή. Αποτέλεσμα ήταν ένα αδιαμφισβήτητο αριστούργημα, για το οποίο μπορεί κανείς να υποστηρίξει πως αποτελεί την πλέον ριζική καινοτομία στο χώρο του κωμικού κινηματογράφου από την εποχή των Marx Brothers. Αναφέρομαι, βεβαίως, στις Διακοπές του κ. Hulot”. Ο δε Αμερικανός κωμικός ηθοποιός Buster Keaton, δήλωσε πως τα έργα του Tati, με την υποτυπώδη, μόνο, προσθήκη του ήχου, υπηρετούν και συνεχίζουν την πραγματική παράδοση του βωβού κινηματογράφου στην πλέον αυθεντική της έκφανση.

 

Jacques Tati | One of The Best Directors of All Time

Το δροσερό αφιέρωμα στον Jacques Tati και την προσφορά του στην έβδομη τέχνη ξεκινά με ένα απάνθισμα ξεκαρδιστικών αποσπασμάτων από τις ταινίες του.

 

Μέρα γιορτής

   

Οι διακοπές του κ. Hulot

 

Ο θείος μου

 

Playtime

 

Trafic

 

Ο Jacques Tati μιμείται έναν Βρετανό και έναν Γάλλο τροχονόμο

             

  

Η CLIO TURBATA  ΣΑΣ ΕΥΧΕΤΑΙ ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

ΚΑΙ ΣΑΣ ΠΡΟΣΚΑΛΕΙ ΝΑ ΑΠΟΛΑΥΣΕΤΕ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ 

 “ΟΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ TOY ΚΥΡΙΟΥ HULOT”

 

Κείμενο – επιμέλεια αφιερώματος: Γιάννης Μουρέλος

Μορφοποίηση – επιμέλεια έκδοσης: Αλεξάνδρα Περχανίδου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

          

 

 

 

 

Τα Ιουλιανά και η Αποστασία μέσα από τις γελοιογραφίες

Τα Ιουλιανά και η Αποστασία μέσα από τις γελοιογραφίες

 

Λένε πως το γέλιο μακραίνει τη ζωή. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ είχε αποδώσει στο χιούμορ την αξία που τού αρμόζει, λέγοντας πως ένα αστείο είναι κάτι πολύ σοβαρό. Το χιούμορ δεν λείπει από τον ελληνικό λαό, ακόμα και όταν αυτός βιώνει δύσκολες καταστάσεις. Άλλωστε, αποτελεί όπλο επιβίωσης. Η πολιτική γελοιογραφία είναι εξ ορισμού εφήμερη. Γεννιέται και πεθαίνει μαζί με την επικαιρότητα και ιδιαίτερα σε καιρούς που χαρακτηρίζονται από πυκνό πολιτικό χρόνο, η ζωή ενός σκίτσου είναι πολύ σύντομη. Απαιτεί δε από τον γελοιογράφο πολλαπλές δεξιότητες: σφαιρική ενημέρωση για τα τεκταινόμενα, ετοιμότητα, έμπνευση, ευρηματικότητα, χιούμορ, άνεση σχεδίου, προσωπικό ύφος, επικοινωνία με το αναγνωστικό κοινό. Πρόκειται, πέραν πάσης αμφιβολίας, περί τέχνης. Στόχος της γελοιογραφίας είναι η διακωμώδηση προσώπων και καταστάσεων που δεν συμβιβάζονται με την κοινή αντίληψη. Μεγαλοποιεί τα φυσικά γνωρίσματα και κυρίως τα ελαττώματα του γελοιογραφομένου προκειμένου να αναδείξει το κωμικό στοιχείο. Η αξία της συνάγεται από το λεπτό και συνάμα δριμύ πνεύμα, συνδυαζόμενο με σαφήνεια και απλότητα έτσι ώστε να προκαλείται αυθόρμητα στον παρατηρητή εύθυμη διάθεση ακόμα και όταν αυτή αποσκοπεί στον σαρκασμό ή στην εχθρότητα. Αντίθετα η ψυχρότητα και η ασάφεια έχουν ως συνέπεια την αποτυχία της γελοιογραφίας.

Τα Ιουλιανά του 1965 και οι διαδοχικές προσπάθειες σχηματισμού κυβέρνησης με πρωτοβουλία των Ανακτόρων και τη συμμετοχή αποστατών βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος με την υποστήριξη σύσσωμης της αντιπολίτευσης δεν αποτελεί μόνο νόθευση της εντολής του εκλογικού σώματος. Σηματοδότησε την απαρχή μιας πολιτικής κρίσης μακράς διαρκείας, που γνώρισε το αποκορύφωμά της με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου δύο χρόνια αργότερα. Την φωτίζουμε μέσα από την οπτική τριών μεγάλων ονομάτων της ελληνικής πολιτικής γελοιογραφίας. Πρόκειται για τους Φωκίωνα Δημητριάδη, Χρύσανθο Βοστανζτόγλου (Μποστ) και Κώστα Μητρόπουλο. Ποιος μπορεί, αλήθεια, να αντικρούσει πως η διακωμώδηση καθιστά ακόμα πιο θλιβερή μια αποκρουστική πραγματικότητα;

Τα προεόρτια

Πυρ ομαδόν κατά του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου (Φωκίων Δημητριάδης).
Η αποπομπή του Πέτρου Γαρουφαλιά από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας από τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου. Ο πυροκροτητής που οδήγησε στη μεγάλη πολιτική κρίση (Φωκίων Δημητριάδης).

Κυβέρνηση Γεωργίου Αθανασιάδη-Νόβα

Ο οίστρος του ποιητή-πρωθυπουργού (Μποστ).
Το προσωνύμιο «Γαργάλατας», προέρχεται από τετράστιχο που γράφτηκε με σκωπτική διάθεση (“κι ήτανε τα στήθια σου άσπρα σαν τα γάλατα και μου ’λεγες «γαργάλα τα»” και που αποδόθηκε στον Νόβα από τον δημοσιογράφο Κώστα
Σταματίου στη στήλη Αδιακρισίες της εφημερίδας Τα Νέα (Κώστας Μητρόπουλος).
Ο ρόλος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (Κώστας Μητρόπουλος).
Το Νέον “Μικρομάγαζον” (Μποστ).

Καταψήφιση της κυβέρνησης στη Βουλή παρά την σύσσωμη υποστήριξη της αξιωματικής αντιπολίτευσης της ΕΡΕ υπό τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο (Φωκίων Δημητριάδης).

Κυβέρνηση Ηλία Τσιριμώκου

Το “αμαρτωλό” αριστερό παρελθόν του νέου πρωθυπουργού (Κώστας Μητρόπουλος).
Απομίμηση της λαϊκής ρήσης “Δεν είναι βόας, δεν είναι κροταλίας, είναι το φιδάκι ο Διαμαντής!” (Κώστας Μητρόπουλος).

 

Η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης (Φωκίων Δημητριάδης) και διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας (Κώστας Μητρόπουλος).
Ο αγώνας για την εξασφάλιση ψήφου εμπιστοσύνης στη Βουλή. Διάλογος μεταξύ Σπύρου Μαρκεζίνη και Ηλία Τσιριμώκου (Μποστ).
Η ανατροπή της κυβέρνησης από τη Βουλή. Λίγο πριν την ανάληψη της εντολής για σχηματισμό κυβέρνησης, ο Τσιριμώκος είχε καυτηριάσει, σε ομιλία του στη Θεσσαλονίκη, την απόπειρα εξαγοράς βουλευτών με την ιστορική φράση: «Δεν υπάρχουν κατεψυγμένοι πρωθυπουργοί, δεν υπάρχουν πρωθυπουργοί – Ευρυδίκη». «Ευρυδίκη» ήταν η φίρμα κατεψυγμένων ψαριών λαϊκής κατανάλωσης της εποχής. Μετά από λίγο, έγινε ο ίδιος κατεψυγμένος πρωθυπουργός (Κώστας Μητρόπουλος).

Κυβέρνηση Στέφανου Στεφανόπουλου

Η εξασφάλιση οριακής πλειοψηφίας στη Βουλή (Μποστ).
Η στήριξη της κυβέρνησης Στεφανόπουλου από την ΕΡΕ του Κανελλόπουλου και το Κόμμα Προοδευτικών του Μαρκεζίνη (Κώστας Μητρόπουλος).
Εσωτερικοί κλυδωνισμοί της κυβέρνησης Στεφανόπουλου (Φωκίων Δημητριάδης).

Προφητικές προβλέψεις

 

(Φωκίων Δημητριάδης).
(Κώστας Μητρόπουλος).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η αποστασία του 1965

 

Φωκίων Δημητριάδης (1894-1977).
Χρύσανθος Βοσταντζόγλου – Μποστ (1918-1995).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κώστας Μητρόπουλος (1925).

 

 

Κείμενο – επιμέλεια αφιερώματος: Γιάννης Μουρέλος

Μορφοποίηση – επιμέλεια έκδοσης: Θωμάς Δημόπουλος