Διαρρηγνύοντας το παραπέτασμα: συνοριακά επεισόδια μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας από 1η Αυγούστου 1949 μέχρι τέλη Φεβρουαρίου 1950
Ιστορικό πλαίσιο
Όπως είναι γνωστό, μετά την κατάληψη της Ελλάδας, τον Απρίλιο του 1941, η Γερμανία ανέθεσε στη σύμμαχό της Βουλγαρία την τήρηση της «τάξης και της ασφάλειας» της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης με την αόριστη υπόσχεση ότι αυτή η de facto παραχώρηση, μετά το τέλος του Πολέμου και τη νίκη της Γερμανίας, θα αποτελούσε καθεστώς de jure. Η Βουλγαρία, πραγματοποιώντας το όραμα της «ενοποίησης των βουλγαρικών εδαφών», στα οποία περιλαμβάνονταν ελληνικά και γιουγκοσλαβικά εδάφη, προχώρησε στην πλήρη ενσωμάτωση των περιοχών αυτών στο βουλγαρικό κράτος, επιδιώκοντας παράλληλα τον εκβουλγαρισμό τους σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής, οικονομικής κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής[1]. Τον άμεσο κίνδυνο απώλειας αυτών των εδαφών για την Ελλάδα απέτρεψαν αφενός μεν η ομόθυμη, σταθερή και πεισματώδης αντίσταση του ελληνικού πληθυσμού, που έλαβε συχνά ακόμη και τη μορφή της ένοπλης δράσης[2], αφετέρου δε οι γενικότερες εξελίξεις στα μέτωπα του πολέμου που οδήγησαν στην αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής. Παρά την επιμονή της νέας φιλοσοβιετικής βουλγαρικής κυβέρνησης, που από τις 9 Σεπτεμβρίου 1944 είχε αλλάξει στρατόπεδο, να διατηρήσει τις περιοχές αυτές με διάφορες προφάσεις και στη συνέχεια να διεκδικήσει διέξοδο στο Αιγαίο, ως τις 26 Οκτωβρίου είχε συντελεστεί η αποκατάσταση των προπολεμικών συνόρων μεταξύ των δύο χωρών[3]. Από ελληνικής πλευράς, οι τραυματικές εμπειρίες από τις τρεις (για την Ανατολική Μακεδονία) και δύο (για τη Δυτική Θράκη) βουλγαρικές κατοχές σε διάστημα μόλις 30 χρόνων ευνοούσαν τη διατύπωση περιορισμένων έστω ελληνικών διεκδικήσεων σε βάρος της γειτονικής χώρας με τη μορφή της «αναπροσαρμογής» της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου[4]. Μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα η αποκατάσταση σχέσεων καλής γειτονίας και συνεργασίας αποτελούσε μία ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση.
Το κλίμα αμοιβαίας καχυποψίας ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο, καθώς οι δύο χώρες βρέθηκαν σε διαφορετικές σφαίρες επιρροής μετά τη γνωστή συμφωνία της Μόσχας περί ποσοστών τον Οκτώβριο του 1944. Το ίδιο αρνητικά επέδρασε η οξυμμένη πολιτική κατάσταση στο εσωτερικό της Ελλάδας, καθώς η Δεξιά κατηγορούσε την Εαμική αριστερά για «φιλοβουλγαρισμό» στο πλαίσιο της προπαγάνδας του νέου διχασμού που είχε ήδη οδηγήσει σε εμφύλιες συγκρούσεις.
Ο εμφύλιος πόλεμος, που ξέσπασε λίγους μήνες αργότερα, διαμόρφωσε ένα νέο τοπίο στις ήδη τεταμένες ελληνοβουλγαρικές σχέσεις, καθώς η Αθήνα είχε κάθε λόγο να κατηγορεί τη Βουλγαρία για ενεργό ανάμειξη στις εσωτερικές πολιτικές υποθέσεις της Ελλάδας έχοντας πολύ σοβαρές ενδείξεις για την παροχή κάθε είδους διευκολύνσεων στον ΔΣΕ από τη γειτονική χώρα.
Όπως γίνεται αντιληπτό, σ’ ένα τόσο εκρηκτικό πολιτικό, αλλά και διεθνές πλαίσιο, τα συνοριακά επεισόδια μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας είναι μάλλον αναμενόμενα. Αποτελούν, ωστόσο, έναν επιπρόσθετο παράγοντα ανατροφοδότησης της έντασης, που δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο τις πρωτοβουλίες εξομάλυνσης των σχέσεων μεταξύ των δύο γειτονικών χωρών. Υπό αυτή την έννοια, η μελέτη, η καταγραφή και η διαμόρφωση μιας τυπολογίας των συνοριακών επεισοδίων μπορεί να συμβάλλει στη γνώση μας για τη φύση των ελληνοβουλγαρικών σχέσεων. Ανεξάρτητα όμως από το ρόλο τους στις συγκεκριμένες διακρατικές σχέσεις, τα συνοριακά επεισόδια αποτελούν επίσης ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον ερευνητικό πεδίο ως τα θερμά γεγονότα ενός άγνωστου, ακήρυκτου, αλλά πραγματικού ψυχρού πολέμου, που ήρθε η ώρα να διερευνηθεί και να γνωστοποιηθεί με νηφαλιότητα και επιστημονική εγκυρότητα.
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου
Τα συνοριακά επεισόδια μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας υπήρξαν συνεχή καθ’ όλη τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, όπως προκύπτει από τη μελέτη των σχετικών αναφορών που φυλάσσονται στα βουλγαρικά αρχεία[5]. Εννοείται πως τα συγκεκριμένα αρχεία παρουσιάζουν τη βουλγαρική οπτική γωνία, ωστόσο σε ορισμένες περιπτώσεις εκτίθενται και οι ελληνικές απόψεις, είτε μέσω αιτιάσεων σε βάρος της βουλγαρικής πλευράς, που η τελευταία φυσικά απορρίπτει ως αβάσιμες, είτε μέσω των απαντήσεων που δίδει στις αντίστοιχες βουλγαρικές, οι οποίες επίσης, εύλογα, απορρίπτονται κατηγορηματικά. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι αντικρουόμενες απόψεις και η εκατέρωθεν επιχειρηματολογία, πέρα από την καθαρά ιστορική τους αξία, είναι επίσης αποκαλυπτικές του γενικότερου κλίματος[6].
Οι αναφορές αυτές αφορούν κυρίως: 1) τη ρίψη πυρών από τα συνοριακά φυλάκια εις βάρος συνοριακών φρουρών ή περιπόλων, 2) τις παραβιάσεις του βουλγαρικού εναέριου χώρου από αεροσκάφη προερχόμενα από την Ελλάδα, 3) την παράνομη είσοδο Ελλήνων, συχνά ενόπλων, στο βουλγαρικό έδαφος, από τους οποίους δεν είναι λίγοι όσοι απλώς παραδίδονται, οπότε προφανώς θεωρούμε πως πρόκειται για αντάρτες ή αριστερούς πολίτες καταδιωκόμενους από τις ελληνικές αρχές και 4) την παράνομη έξοδο πολιτών από τη Βουλγαρία προς την Ελλάδα. Τα επεισόδια αυτά σε καμία περίπτωση δεν οδήγησαν σε ανάφλεξη ή έστω σε σοβαρότερα επεισόδια, ακόμη και στις περιπτώσεις στις οποίες σημειώθηκαν θύματα, είτε μεταξύ των αμάχων, είτε μεταξύ των αντρών των συνοριακών φυλακίων. Η βουλγαρική κυβέρνηση ενημέρωνε τη Βαλκανική Επιτροπή Ελέγχου του ΟΗΕ που έδρευε στη Βουλγαρία και σε κάθε περίπτωση τα ζητήματα περιορίζονταν στο διπλωματικό επίπεδο.
Μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου
Η λήξη του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, τον Οκτώβριο του 1949, φάνηκε να εγκαινιάζει μία νέα εποχή στις τεταμένες ελληνοβουλγαρικές σχέσεις. Στα τέλη, άλλωστε, του 1949 το παγκόσμιο ενδιαφέρον είχε μετατοπιστεί από τα Βαλκάνια σε άλλες περιοχές της υφηλίου, γεγονός που άφηνε να διαφανούν αχτίδες ελπίδας ότι σύντομα τα πάθη του παρελθόντος θα άφηναν τη θέση τους σε μία εποχή συνδιαλλαγής και οικοδόμησης σχέσεων καλής γειτονίας. Οι ελπίδες, ωστόσο, αυτές έμελλε σύντομα να διαψευστούν. Στις 28 Φεβρουαρίου 1950, με την υπ’ αριθμ. 71-50-1 επιστολή του αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και υπουργού Εξωτερικών της Βουλγαρίας Vladimir Poptomov προς το Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Trygve Lie, η βουλγαρική πλευρά ενημέρωνε, με τον πλέον επίσημο τρόπο, για τη συνέχιση και ένταση των συνοριακών επεισοδίων με ελληνική υπαιτιότητα[7]. Η επιστολή τόνιζε ότι τα επεισόδια αυτά διατάρασσαν την ειρήνη στα Βαλκάνια και ζητούσε από το Γενικό Γραμματέα να διανείμει το συνημμένο κατάλογο των επεισοδίων στα κράτη-μέλη του Οργανισμού. Στις 9 Μαρτίου ο Γενικός Γραμματέας επιβεβαίωσε τη λήψη της βουλγαρικής επιστολής και ταυτόχρονα ενημέρωσε τον δρ. Poptomov ότι αντίγραφα του συνημμένου καταλόγου θα διαβιβαστούν στο γραφείο της Ειδικής Επιτροπής του ΟΗΕ για τα Βαλκάνια και σε όλα τα κράτη-μέλη του Οργανισμού.
Ο συνημμένος βουλγαρικός κατάλογος έφερε τον τίτλο «Κατάλογος των γενόμενων συνοριακών επεισοδίων στα βουλγαροελληνικά σύνορα, προκληθέντων από την ελληνική πλευρά για την περίοδο από 1 Αυγούστου 1949 ως τα τέλη Φεβρουαρίου 1950» και περιλάμβανε 78 επεισόδια, που κάλυπταν χρονικά την περίοδο από 3 Αυγούστου 1949 ως 21 Φεβρουαρίου 1950.
Όσον αφορά το χαρακτήρα των επεισοδίων, παρατηρούμε μία αντιστοιχία με τα επεισόδια της προηγούμενης περιόδου. Έτσι, η πλειονότητά τους αφορά τη ρίψη πυρών από την ελληνική προς τη βουλγαρική πλευρά, που ξεκινούν από τις αρχές Αυγούστου και κορυφώνονται στα τέλη του ίδιου μήνα, οπότε λαμβάνει χώρα η επιχείρηση του ελληνικού στρατού με την κωδική ονομασία «Πυρσός». Ακολουθούν οι παραβιάσεις του βουλγαρικού εναέριου χώρου από ελληνικά αεροπλάνα, οι οποίες ξεκινούν στα τέλη Αυγούστου 1949 και συνεχίζονται καθ’ όλη τη διάρκεια της καταγγελόμενης περιόδου, ως το Φεβρουάριο δηλαδή του επόμενου έτους. Τέλος, μόλις 11 επεισόδια σχετίζονται με την παράνομη είσοδο Ελλήνων στρατιωτών στο βουλγαρικό έδαφος. Παράλληλα, σε ορισμένες περιπτώσεις τα επεισόδια λαμβάνουν συνδυαστικό χαρακτήρα, με την παραβίαση του βουλγαρικού εναέριου χώρου και τη ρίψη βομβών εντός του βουλγαρικού εδάφους ή την παράνομη είσοδο Ελλήνων στρατιωτών εντός της Βουλγαρίας και τη ρίψη πυρών εναντίον των βουλγαρικών συνοριακών μονάδων. Ενδεικτικά είναι τα επεισόδια της 24ης Αυγούστου, οπότε 2 μαχητικά αεροπλάνα εισήλθαν στο βουλγαρικό εναέριο χώρο και έριξαν 4 βόμβες εντός του βουλγαρικού εδάφους και της 22ας Σεπτεμβρίου, όταν ελληνική διμοιρία εισήλθε στο βουλγαρικό έδαφος και άνοιξε πυρ εναντίον της βουλγαρικής συνοριακής περιπόλου.
Μία προσεκτική μελέτη των καταγγελόμενων επεισοδίων φανερώνει τη στενή τους εξάρτηση με το διεξαγόμενο ελληνικό εμφύλιο. Έτσι, ο αριθμός τους αυξάνεται κατακόρυφα κατά τη διάρκεια της επιχείρησης Πυρσός (Αύγουστος 1949), οπότε καταγράφονται τα 30 από τα συνολικά 78 επεισόδια. Μετά δε την αποχώρηση του Δημοκρατικού Στρατού και το διάγγελμα της Προσωρινής Κυβέρνησης ότι θέτει τα όπλα παρά πόδα, από τον Οκτώβριο δηλαδή του 1949 ως το Φεβρουάριο του 1950, καταγράφονται 25 επεισόδια, τα οποία στην πλειονότητά τους αφορούν επιχειρήσεις κατόπτευσης του βουλγαρικού εδάφους από ελληνικά αεροπλάνα. Χαρακτηριστικά από την άποψη αυτή είναι δύο επεισόδια, τα οποία υποδηλώνουν ξεκάθαρα την εξάρτηση με τον ελληνικό εμφύλιο. Συγκεκριμένα, την αυγή της 28ης Αυγούστου ξεκίνησαν μάχες μεταξύ των κυβερνητικών στρατευμάτων και τμημάτων του Δημοκρατικού Στρατού σε κοντινή απόσταση από τη συνοριακή γραμμή. Πολλές νάρκες και βλήματα, που εκτοξεύθηκαν από το κυβερνητικό πυροβολικό, κατέπεσαν εντός του βουλγαρικού εδάφους, ενώ περί τις 8:30 π.μ. ελληνικά κυβερνητικά στρατεύματα παραβίασαν τη γραμμή οριοθέτησης και εισήλθαν στο βουλγαρικό έδαφος σε βάθος περίπου 200 μέτρων. Το βουλγαρικό συνοριακό απόσπασμα, αφού προχώρησε στις απαραίτητες προειδοποιήσεις, άνοιξε πυρ εναντίον των Ελλήνων στρατιωτών, με αποτέλεσμα τρεις να σκοτωθούν και ένας να τραυματιστεί σοβαρά. Το δεύτερο επεισόδιο έλαβε χώρα στις 12 Σεπτεμβρίου, όταν ελληνική διμοιρία, αποτελούμενη από 49 στρατιώτες, επιχειρώντας κυκλωτική κίνηση εναντίον τμημάτων του Δημοκρατικού Στρατού, εισήλθε στο βουλγαρικό έδαφος σε βάθος περίπου 200 μέτρων. Επακολούθησε μάχη με τις συνοριακές βουλγαρικές μονάδες, η οποία έληξε μία ώρα αργότερα χωρίς να σημειωθούν απώλειες από τις δύο πλευρές. Επιπλέον, από τις 25 Αυγούστου, οπότε ο ελληνικός στρατός εξαπέλυσε την τελική του επίθεση εναντίον των θέσεων του Δημοκρατικού Στρατού, το βουλγαρικό έδαφος δέχθηκε πλήθος βλημάτων από το ελληνικό πυροβολικό. Έτσι, στις 28 Αυγούστου 107 βλήματα έπεσαν σε βάθος περίπου 400 μέτρων εντός του βουλγαρικού εδάφους, ενώ κατά τις επιχειρήσεις της 30ης και 31ης Αυγούστου έπεσαν στο βουλγαρικό έδαφος περισσότερες από 500 νάρκες, βλήματα και βόμβες, προκαλώντας μεγάλες ζημιές σε καλλιέργειες καπνού, οπωροφόρα δέντρα, σπίτια και κτηνοτροφικές μονάδες.
Από τα καταγγελλόμενα επεισόδια, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αιματηρές αψιμαχίες μεταξύ των συνοριακών μονάδων, καθώς φανερώνουν την ένταση που επικρατούσε στα σύνορα των δύο χωρών. Το πρώτο ανάλογο επεισόδιο έλαβε χώρα στις 30 Αυγούστου, όταν ελληνικές κυβερνητικές δυνάμεις επιτέθηκαν σε βουλγαρικό συνοριακό απόσπασμα. Επακολούθησε θερμή αψιμαχία, κατά τη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκε ένας Βούλγαρος στρατιώτης και ένας τραυματίστηκε. Στις 19 Σεπτεμβρίου βουλγαρική συνοριακή περίπολος δέχθηκε πλήθος πυρών από την ελληνική πλευρά, με αποτέλεσμα το θανάσιμο τραυματισμό ενός Βούλγαρου συνοριοφύλακα. Δύο μέρες αργότερα, στις 21 Σεπτεμβρίου, βουλγαρική περίπολος εντόπισε εντός του βουλγαρικού εδάφους 4 Έλληνες στρατιώτες, οι οποίοι άνοιξαν πυρ εναντίον της. Η περίπολος απάντησε στα πυρά, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 2 Έλληνες στρατιώτες, οι οποίοι έπεσαν εντός του βουλγαρικού εδάφους σε απόσταση περίπου 30 μέτρων από τη συνοριακή γραμμή. Η τελευταία αιματηρή συμπλοκή καταγράφηκε στις 9 Ιανουαρίου 1950, όταν βουλγαρική συνοριακή περίπολος δέχθηκε ξαφνική επίθεση από ελληνική κυβερνητική διμοιρία, με αποτέλεσμα το θάνατο ενός Βούλγαρου στρατιώτη και το τραυματισμό ενός δεύτερου.
Από τη λίστα των επεισοδίων δε λείπουν και τα ευτράπελα, όπως η απαγωγή αγελάδας από 30 Έλληνες στρατιώτες, η δολοφονία ενός γαϊδάρου, καθώς και η απαγωγή ενός ολόκληρου κοπαδιού, αποτελούμενου από 89 πρόβατα και 123 κατσίκια[8]. Αξιοσημείωτο είναι επίσης και το επεισόδιο της 29ης Σεπτεμβρίου, οπότε φωτιά που κατάκαιγε δασική έκταση στο ελληνικό έδαφος, πέρασε στη Βουλγαρία, «με αποτέλεσμα να προκληθούν τεράστιες ζημιές στην εθνική οικονομία», όπως χαρακτηριστικά τονίζεται στο έγγραφο.
Κλείνοντας, αξίζει να σχολιάσουμε τα κίνητρα που ώθησαν τη βουλγαρική πλευρά στην καταγγελία της Ελλάδας. Προφανώς, μετά την καταδίκη των βορείων γειτόνων της Ελλάδας από τον ΟΗΕ, η Βουλγαρία αναζητούσε να αποσείσει από πάνω της την ευθύνη και να πείσει ότι η Ελλάδα και οι πρακτικές της ευθύνονταν αποκλειστικά για την αναστάτωση στην περιοχή των Βαλκανίων. Παράλληλα, όμως, η καταγγελία υποκρύπτει και ιδιοτελή κίνητρα, καθώς έρχεται μόλις λίγες ημέρες μετά την επιστολή του μόνιμου επιτετραμμένου της Ελλάδας στον ΟΗΕ Αλέξη Κύρου προς το Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού, με την οποία εφιστά την προσοχή του στη συνέχιση της επιθετικής και άνομης στάσης της Αλβανίας και της Βουλγαρίας έναντι της Ελλάδας. Παραπέμπει δε στην επιστολή του Έλληνα εκπροσώπου στην Επιτροπή Ελέγχου του ΟΗΕ για τα Βαλκάνια από 1η Φεβρουαρίου, όπου απαριθμούνται περιστατικά στήριξης των ανταρτών του ΔΣΕ από τις γειτονικές κυβερνήσεις. Παράλληλα, ζητά την ενημέρωση των κρατών-μελών του Οργανισμού και την έκδοση δελτίου τύπου[9].
Όπως ήταν φυσικό, η βουλγαρική καταγγελία δε συνέβαλε στη βελτίωση των διμερών σχέσεων και στην εμπέδωση κλίματος συνδιαλλαγής και συνεννόησης. Τα συνοριακά επεισόδια συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση και οι δύο πλευρές ακροβατούσαν σε τεντωμένο σκοινί μέχρι και το 1954[10]. Κατά το εν λόγω, όμως, έτος, μία σειρά εμπορικών συμφωνιών, που υπεγράφησαν στο Παρίσι, εξομάλυναν τις διμερείς σχέσεις. Το επόμενο δε έτος, συγκεκριμένα στις 17 Αυγούστου 1955, η υπογραφή στη Βάρνα της συμφωνίας «περί προλήψεως και διευθετήσεως των μεθοριακών επεισοδίων και παραβάσεων», αλλά και η μεταγενέστερη «περί ελέγχου, συντήρησης και αποκατάστασης της μεθοριακής γραμμής επί της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου», που υπογράφηκε στη Σόφια στις 4 Σεπτεμβρίου 1957, συνέβαλε αποφασιστικά στη βαθμιαία μείωση των συνοριακών επεισοδίων και διευκόλυνε την πλήρη αποκατάσταση διπλωματικών σχέσεων που κατέστη τελικά δυνατή μόλις το έτος 1964[11]. Ήδη, εξάλλου, το διεθνές πλαίσιο είχε μεταβληθεί και οι δύο χώρες, με αφορμή το Κυπριακό και την τουρκική επιθετικότητα, είχαν συνειδητοποιήσει ότι είναι προς αμοιβαίο όφελος η εξομάλυνση των διμερών σχέσεων. Η προσέγγιση αυτή θα καταλήξει αργότερα στον περίφημο άξονα «Αθήνας-Σόφιας», για να επιβεβαιωθεί για άλλη μία φορά ο Θουκυδίδης που έγραψε πως «το αντίπαλον δέος μόνον πιστόν ες ξυμμαχίαν»[12].
[1] Κοτζαγεώργη – Ζυμάρη Ξανθίππη, «Η παραχώρηση της Ανατ. Μακεδονίας και της Θράκης εκ μέρους των Γερμανών», στο Κοτζαγεώργη – Ζυμάρη Ξανθίππη (επιμ.), Η βουλγαρική κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, 1941-1944, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου – Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 21-70.
[2] Χατζηαναστασίου Τάσος, «Αντάρτες και καπετάνιοι, η εθνική αντίσταση κατά της βουλγαρικής κατοχής της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, 1842-1944», Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2003.
[3] Καζαμίας Γεώργιος – Κοτζαγεώργη Ξανθίππη, «Το τέλος της Κατοχής», στο Κοτζαγεώργη, ό.π., σσ. 235-286, Χατζηαναστασίου, ό.π., σσ. 218-225.
[4] Κόντης Βασίλειος, «Η Διάσκεψη Ειρήνης και οι εθνικές διεκδικήσεις», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΣΤ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2000, σσ. 126-130. Αλειφαντής Στέλιος, «Η Ελλάδα στον βαλκανικό χώρο, 1974-1988», στο Γιαλλουρίδης Χριστόδουλος, Αλειφαντής Στέλιος (επιμ.), Τα Βαλκάνια στο σταυροδρόμι των εξελίξεων, εκδόσεις Ροές, Αθήνα 1988, σσ. 370-371.
[5] Βλ. CDA, ΑΡΧΕΙΟ ΠΟΠΤΟΜΟΦ, 214b, op. 1, 580a, “Άρθρα, δηλώσεις κτλ σχετικά με τις ελληνοβουλγαρικές σχέσεις – για τις ελληνικές εδαφικές διεκδικήσεις, για την έξοδο της Βουλγαρίας στο Αιγαίο Πέλαγος, για την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών κτλ.”, Απρίλιος 1942-13/2/1951. CDA, ΑΡΧΕΙΟ ΥΠΕΞ, 1477, op. 4, 77 και 78. CDA, ΑΡΧΕΙΟ ΔΗΜΗΤΡΟΦ, 146b, op. 5, 667. CDA, ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΛΑΡΟΦ, 147b, op. 3, 1703.
[6] Πολύ χαρακτηριστικό είναι το πρωτόκολλο που υπεγράφη μεταξύ των αξιωματικών των δύο συνοριακών φρουρών στην περιοχή του Σβίλεγνγκραντ Βουλγαρίας στον Έβρο στις 2 Μαρτίου 1947 και αφορούσε τις εκατέρωθεν αιτιάσεις για παράνομη είσοδο στο έδαφος της κάθε πλευράς πολιτών, στρατιωτικού προσωπικού, κυρίως όμως… κοπαδιών. Αργότερα όμως τον ίδιο μήνα στην ίδια περιοχή, οι ελληνικές αρχές διαμαρτύρονται για τη σύλληψη χωρικού εντός του ελληνικού εδάφους με την κατηγορία της κοπής δέντρων, γεγονός που οι βουλγαρικές αρχές φυσικά αρνούνται. Τον ίδιο μήνα, στην περιοχή της Ξάνθης αυτή τη φορά, καταγγέλλεται πως τμήμα των ελληνικών κυβερνητικών δυνάμεων δέχθηκε επίθεση από αντάρτες που εξόρμησαν από το βουλγαρικό έδαφος, ενώ Βούλγαροι στρατιώτες συνελήφθησαν εντός του ελληνικού εδάφους. Στην απάντησή τους οι βουλγαρικές αρχές απορρίπτουν κατηγορηματικά τους ελληνικούς ισχυρισμούς. CDA, ΑΡΧΕΙΟ ΥΠΕΞ, 1477, op. 4, 78.
[7] Βλ. CDA, ΑΡΧΕΙΟ ΥΠΕΞ, 1477, op. 7, 100.
[8] Τα επεισόδια αυτά, πέρα από τον κωμικό τους χαρακτήρα, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς αποκαλύπτουν μία δραματική, από άποψη σίτισης, κατάσταση των ελληνικών στρατευμάτων, που εξαναγκάζει ομάδες στρατιωτών να εισέρχονται εντός του βουλγαρικού εδάφους για να υφαρπάξουν κοπάδια ζώων. Παράλληλα, μπορεί να υποκρύπτουν και τη διεξαγωγή λαθρεμπορίου ζώων εκ μέρους των Ελλήνων στρατιωτών, η οποία όμως μπορεί να διαπιστωθεί μόνο μετά και τη μελέτη των ελληνικών αρχείων.
[9] Βλ. CDA, ΑΡΧΕΙΟ ΥΠΕΞ, 1477, op. 7, 100.
[10] Χαρακτηριστική είναι η διαμάχη των δύο πλευρών για τα μεταξύ τους σύνορα στην περιοχή του ποταμού Έβρου, η οποία γι’ ακόμη μία φορά προκάλεσε την παρέμβαση του ΟΗΕ. Βλ. CDA, ΑΡΧΕΙΟ ΤΣΕΡΒΕΝΚΟΦ, 396b, op. 1, 359.
[11] Βλ. Ηλία Δημητρακόπουλου, «Τα χερσαία σύνορα της Ελλάδας», Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 100.
[12] Θουκυδίδου, Ιστορίαι, Γ΄, 11.
Ο κ. Τάσος Χατζηαναστασίου είναι Δρ Νεότερης Ιστορίας-Εκπαιδευτικός με οργανική θέση στο 1ο ΕΠΑΛ Ναυπλίου. Γεννήθηκε στη Λευκωσία της Κύπρου το 1965. Έχει διδάξει στα Πανεπιστήμια Κρήτης (2000-2002: Διδακτική Άσκηση), Παλέρμου (2002-2005: Ελληνική Γλώσσα και Πολιτισμό) και Κύπρου (2008-2009: Νεότερη Ιστορία). Επιμορφωτής εκπαιδευτικών στην εισαγωγική επιμόρφωση στο ΠΕΚ Τρίπολης (2006 και 2010) στο αντικείμενο των σύγχρονων μεθόδων διδασκαλίας. Στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονται βιβλία ιστορικά και παιδαγωγικά καθώς και ένα μυθιστόρημα. Επίσης, δεκάδες επιστημονικές δημοσιεύσεις κυρίως ιστορικές, αλλά και παιδαγωγικές, πάνω στο περιεχόμενο και τη διδακτική των φιλολογικών μαθημάτων. Το βιβλίο που συνέγραψε με τον Δημήτρη Πασχαλίδη, Τα γεγονότα της Δράμας, Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1941 (Δράμα 2003), βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 2004.
Ο κ. Ευάγγελος Κατσάρας είναι Υποψήφιος Διδάκτωρ Βαλκανικής Ιστορίας. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1978. Πτυχιούχος του Τμήματος Ιστορίας-Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης (2000). Κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Η Βαλκανική Συμμαχία του 1912). Διετέλεσε επιστημονικός συνεργάτης του Ι.Μ.Χ.Α. και του ευρωπαϊκού προγράμματος THALIS με θέμα τον Ψυχρό Πόλεμο. Έχει εργαστεί ως διορθωτής κειμένων και επιμελητής ιστορικών βιβλίων. Στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονται ανακοινώσεις σε συνέδρια και άρθρα σε εφημερίδες. Είναι παντρεμένος και πατέρας μιας κόρης.