Skip to main content

Τάσος Χατζηαναστασίου – Ευάγγελος Κατσάρας: Διαρρηγνύοντας το παραπέτασμα: συνοριακά επεισόδια μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας από 1η Αυγούστου 1949 μέχρι τέλη Φεβρουαρίου 1950

Διαρρηγνύοντας το παραπέτασμα: συνοριακά επεισόδια μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας από 1η Αυγούστου 1949 μέχρι τέλη Φεβρουαρίου 1950

 

Ιστορικό πλαίσιο

Όπως είναι γνωστό, μετά την κατάληψη της Ελλάδας, τον Απρίλιο του 1941, η Γερμανία ανέθεσε στη σύμμαχό της Βουλγαρία την τήρηση της «τάξης και της ασφάλειας» της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης με την αόριστη υπόσχεση ότι αυτή η de facto παραχώρηση, μετά το τέλος του Πολέμου και τη νίκη της Γερμανίας, θα αποτελούσε καθεστώς de jure. Η Βουλγαρία, πραγματοποιώντας το όραμα της «ενοποίησης των βουλγαρικών εδαφών», στα οποία περιλαμβάνονταν ελληνικά και γιουγκοσλαβικά εδάφη, προχώρησε στην πλήρη ενσωμάτωση των περιοχών αυτών στο βουλγαρικό κράτος, επιδιώκοντας παράλληλα τον εκβουλγαρισμό τους σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής, οικονομικής κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής[1]. Τον άμεσο κίνδυνο απώλειας αυτών των εδαφών για την Ελλάδα απέτρεψαν αφενός μεν η ομόθυμη, σταθερή και πεισματώδης αντίσταση του ελληνικού πληθυσμού, που έλαβε συχνά ακόμη και τη μορφή της ένοπλης δράσης[2], αφετέρου δε οι γενικότερες εξελίξεις στα μέτωπα του πολέμου που οδήγησαν στην αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής. Παρά την επιμονή της νέας φιλοσοβιετικής βουλγαρικής κυβέρνησης, που από τις 9 Σεπτεμβρίου 1944 είχε αλλάξει στρατόπεδο, να διατηρήσει τις περιοχές αυτές με διάφορες προφάσεις και στη συνέχεια να διεκδικήσει διέξοδο στο Αιγαίο, ως τις 26 Οκτωβρίου είχε συντελεστεί η αποκατάσταση των προπολεμικών συνόρων μεταξύ των δύο χωρών[3]. Από ελληνικής πλευράς, οι τραυματικές εμπειρίες από τις τρεις (για την Ανατολική Μακεδονία) και δύο (για τη Δυτική Θράκη) βουλγαρικές κατοχές σε διάστημα μόλις 30 χρόνων ευνοούσαν τη διατύπωση περιορισμένων έστω ελληνικών διεκδικήσεων σε βάρος της γειτονικής χώρας με τη μορφή της «αναπροσαρμογής» της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου[4]. Μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα η αποκατάσταση σχέσεων καλής γειτονίας και συνεργασίας αποτελούσε μία ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση.

Το κλίμα αμοιβαίας καχυποψίας ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο, καθώς οι δύο χώρες βρέθηκαν σε διαφορετικές σφαίρες επιρροής μετά τη γνωστή συμφωνία της Μόσχας περί ποσοστών τον Οκτώβριο του 1944. Το ίδιο αρνητικά επέδρασε η οξυμμένη πολιτική κατάσταση στο εσωτερικό της Ελλάδας, καθώς η Δεξιά κατηγορούσε την Εαμική αριστερά για «φιλοβουλγαρισμό» στο πλαίσιο της προπαγάνδας του νέου διχασμού που είχε ήδη οδηγήσει σε εμφύλιες συγκρούσεις.

Ο εμφύλιος πόλεμος, που ξέσπασε λίγους μήνες αργότερα, διαμόρφωσε ένα νέο τοπίο στις ήδη τεταμένες ελληνοβουλγαρικές σχέσεις, καθώς η Αθήνα είχε κάθε λόγο να κατηγορεί τη Βουλγαρία για ενεργό ανάμειξη στις εσωτερικές πολιτικές υποθέσεις της Ελλάδας έχοντας πολύ σοβαρές ενδείξεις για την παροχή κάθε είδους διευκολύνσεων στον ΔΣΕ από τη γειτονική χώρα.

Όπως γίνεται αντιληπτό, σ’ ένα τόσο εκρηκτικό πολιτικό, αλλά και διεθνές πλαίσιο, τα συνοριακά επεισόδια μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας είναι μάλλον αναμενόμενα. Αποτελούν, ωστόσο, έναν επιπρόσθετο παράγοντα ανατροφοδότησης της έντασης, που δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο τις πρωτοβουλίες εξομάλυνσης των σχέσεων μεταξύ των δύο γειτονικών χωρών. Υπό αυτή την έννοια, η μελέτη, η καταγραφή και η διαμόρφωση μιας τυπολογίας των συνοριακών επεισοδίων μπορεί να συμβάλλει στη γνώση μας για τη φύση των ελληνοβουλγαρικών σχέσεων. Ανεξάρτητα όμως από το ρόλο τους στις συγκεκριμένες διακρατικές σχέσεις, τα συνοριακά επεισόδια αποτελούν επίσης ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον ερευνητικό πεδίο ως τα θερμά γεγονότα ενός άγνωστου, ακήρυκτου, αλλά πραγματικού ψυχρού πολέμου, που ήρθε η ώρα να διερευνηθεί και να γνωστοποιηθεί με νηφαλιότητα και επιστημονική εγκυρότητα.

 

Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου

Τα συνοριακά επεισόδια μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας υπήρξαν συνεχή καθ’ όλη τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, όπως προκύπτει από τη μελέτη των σχετικών αναφορών που φυλάσσονται στα βουλγαρικά αρχεία[5]. Εννοείται πως τα συγκεκριμένα αρχεία παρουσιάζουν τη βουλγαρική οπτική γωνία, ωστόσο σε ορισμένες περιπτώσεις εκτίθενται και οι ελληνικές απόψεις, είτε μέσω αιτιάσεων σε βάρος της βουλγαρικής πλευράς, που η τελευταία φυσικά απορρίπτει ως αβάσιμες, είτε μέσω των απαντήσεων που δίδει στις αντίστοιχες βουλγαρικές, οι οποίες επίσης, εύλογα, απορρίπτονται κατηγορηματικά. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι αντικρουόμενες απόψεις και η εκατέρωθεν επιχειρηματολογία, πέρα από την καθαρά ιστορική τους αξία, είναι επίσης αποκαλυπτικές του γενικότερου κλίματος[6].

Οι αναφορές αυτές αφορούν κυρίως: 1) τη ρίψη πυρών από τα συνοριακά φυλάκια εις βάρος συνοριακών φρουρών ή περιπόλων, 2) τις παραβιάσεις του βουλγαρικού εναέριου χώρου από αεροσκάφη προερχόμενα από την Ελλάδα, 3) την παράνομη είσοδο Ελλήνων, συχνά ενόπλων, στο βουλγαρικό έδαφος, από τους οποίους δεν είναι λίγοι όσοι απλώς παραδίδονται, οπότε προφανώς θεωρούμε πως πρόκειται για αντάρτες ή αριστερούς πολίτες καταδιωκόμενους από τις ελληνικές αρχές και 4) την παράνομη έξοδο πολιτών από τη Βουλγαρία προς την Ελλάδα. Τα επεισόδια αυτά σε καμία περίπτωση δεν οδήγησαν σε ανάφλεξη ή έστω σε σοβαρότερα επεισόδια, ακόμη και στις περιπτώσεις στις οποίες σημειώθηκαν θύματα, είτε μεταξύ των αμάχων, είτε μεταξύ των αντρών των συνοριακών φυλακίων. Η βουλγαρική κυβέρνηση ενημέρωνε τη Βαλκανική Επιτροπή Ελέγχου του ΟΗΕ που έδρευε στη Βουλγαρία και σε κάθε περίπτωση τα ζητήματα περιορίζονταν στο διπλωματικό επίπεδο.

Μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου

Η λήξη του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, τον Οκτώβριο του 1949, φάνηκε να εγκαινιάζει μία νέα εποχή στις τεταμένες ελληνοβουλγαρικές σχέσεις. Στα τέλη, άλλωστε, του 1949 το παγκόσμιο ενδιαφέρον είχε μετατοπιστεί από τα Βαλκάνια σε άλλες περιοχές της υφηλίου, γεγονός που άφηνε να διαφανούν αχτίδες ελπίδας ότι σύντομα τα πάθη του παρελθόντος θα άφηναν τη θέση τους σε μία εποχή συνδιαλλαγής και οικοδόμησης σχέσεων καλής γειτονίας. Οι ελπίδες, ωστόσο, αυτές έμελλε σύντομα να διαψευστούν. Στις 28 Φεβρουαρίου 1950, με την υπ’ αριθμ. 71-50-1 επιστολή του αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και υπουργού Εξωτερικών της Βουλγαρίας Vladimir Poptomov προς το Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Trygve Lie, η βουλγαρική πλευρά ενημέρωνε, με τον πλέον επίσημο τρόπο, για τη συνέχιση και ένταση των συνοριακών επεισοδίων με ελληνική υπαιτιότητα[7]. Η επιστολή τόνιζε ότι τα επεισόδια αυτά διατάρασσαν την ειρήνη στα Βαλκάνια και ζητούσε από το Γενικό Γραμματέα να διανείμει το συνημμένο κατάλογο των επεισοδίων στα κράτη-μέλη του Οργανισμού. Στις 9 Μαρτίου ο Γενικός Γραμματέας επιβεβαίωσε τη λήψη της βουλγαρικής επιστολής και ταυτόχρονα ενημέρωσε τον δρ. Poptomov ότι αντίγραφα του συνημμένου καταλόγου θα διαβιβαστούν στο γραφείο της Ειδικής Επιτροπής του ΟΗΕ για τα Βαλκάνια και σε όλα τα κράτη-μέλη του Οργανισμού.

Ο συνημμένος βουλγαρικός κατάλογος έφερε τον τίτλο «Κατάλογος των γενόμενων συνοριακών επεισοδίων στα βουλγαροελληνικά σύνορα, προκληθέντων από την ελληνική πλευρά για την περίοδο από 1 Αυγούστου 1949 ως τα τέλη Φεβρουαρίου 1950» και περιλάμβανε 78 επεισόδια, που κάλυπταν χρονικά την περίοδο από 3 Αυγούστου 1949 ως 21 Φεβρουαρίου 1950.

Όσον αφορά το χαρακτήρα των επεισοδίων, παρατηρούμε μία αντιστοιχία με τα επεισόδια της προηγούμενης περιόδου. Έτσι, η πλειονότητά τους αφορά τη ρίψη πυρών από την ελληνική προς τη βουλγαρική πλευρά, που ξεκινούν από τις αρχές Αυγούστου και κορυφώνονται στα τέλη του ίδιου μήνα, οπότε λαμβάνει χώρα η επιχείρηση του ελληνικού στρατού με την κωδική ονομασία «Πυρσός». Ακολουθούν οι παραβιάσεις του βουλγαρικού εναέριου χώρου από ελληνικά αεροπλάνα, οι οποίες ξεκινούν στα τέλη Αυγούστου 1949 και συνεχίζονται καθ’ όλη τη διάρκεια της καταγγελόμενης περιόδου, ως το Φεβρουάριο δηλαδή του επόμενου έτους. Τέλος, μόλις 11 επεισόδια σχετίζονται με την παράνομη είσοδο Ελλήνων στρατιωτών στο βουλγαρικό έδαφος. Παράλληλα, σε ορισμένες περιπτώσεις τα επεισόδια λαμβάνουν συνδυαστικό χαρακτήρα, με την παραβίαση του βουλγαρικού εναέριου χώρου και τη ρίψη βομβών εντός του βουλγαρικού εδάφους ή την παράνομη είσοδο Ελλήνων στρατιωτών εντός της Βουλγαρίας και τη ρίψη πυρών εναντίον των βουλγαρικών συνοριακών μονάδων. Ενδεικτικά είναι τα επεισόδια της 24ης Αυγούστου, οπότε 2 μαχητικά αεροπλάνα εισήλθαν στο βουλγαρικό εναέριο χώρο και έριξαν 4 βόμβες εντός του βουλγαρικού εδάφους και της 22ας Σεπτεμβρίου, όταν ελληνική διμοιρία εισήλθε στο βουλγαρικό έδαφος και άνοιξε πυρ εναντίον της βουλγαρικής συνοριακής περιπόλου.

Μία προσεκτική μελέτη των καταγγελόμενων επεισοδίων φανερώνει τη στενή τους εξάρτηση με το διεξαγόμενο ελληνικό εμφύλιο. Έτσι, ο αριθμός τους αυξάνεται κατακόρυφα κατά τη διάρκεια της επιχείρησης Πυρσός (Αύγουστος 1949), οπότε καταγράφονται τα 30 από τα συνολικά 78 επεισόδια. Μετά δε την αποχώρηση του Δημοκρατικού Στρατού και το διάγγελμα της Προσωρινής Κυβέρνησης ότι θέτει τα όπλα παρά πόδα, από τον Οκτώβριο δηλαδή του 1949 ως το Φεβρουάριο του 1950, καταγράφονται 25 επεισόδια, τα οποία στην πλειονότητά τους αφορούν επιχειρήσεις κατόπτευσης του βουλγαρικού εδάφους από ελληνικά αεροπλάνα. Χαρακτηριστικά από την άποψη αυτή είναι δύο επεισόδια, τα οποία υποδηλώνουν ξεκάθαρα την εξάρτηση με τον ελληνικό εμφύλιο. Συγκεκριμένα, την αυγή της 28ης Αυγούστου ξεκίνησαν μάχες μεταξύ των κυβερνητικών στρατευμάτων και τμημάτων του Δημοκρατικού Στρατού σε κοντινή απόσταση από τη συνοριακή γραμμή. Πολλές νάρκες και βλήματα, που εκτοξεύθηκαν από το κυβερνητικό πυροβολικό, κατέπεσαν εντός του βουλγαρικού εδάφους, ενώ περί τις 8:30 π.μ. ελληνικά κυβερνητικά στρατεύματα παραβίασαν τη γραμμή οριοθέτησης και εισήλθαν στο βουλγαρικό έδαφος σε βάθος περίπου 200 μέτρων. Το βουλγαρικό συνοριακό απόσπασμα, αφού προχώρησε στις απαραίτητες προειδοποιήσεις, άνοιξε πυρ εναντίον των Ελλήνων στρατιωτών, με αποτέλεσμα τρεις να σκοτωθούν και ένας να τραυματιστεί σοβαρά. Το δεύτερο επεισόδιο έλαβε χώρα στις 12 Σεπτεμβρίου, όταν ελληνική διμοιρία, αποτελούμενη από 49 στρατιώτες, επιχειρώντας κυκλωτική κίνηση εναντίον τμημάτων του Δημοκρατικού Στρατού, εισήλθε στο βουλγαρικό έδαφος σε βάθος περίπου 200 μέτρων. Επακολούθησε μάχη με τις συνοριακές βουλγαρικές μονάδες, η οποία έληξε μία ώρα αργότερα χωρίς να σημειωθούν απώλειες από τις δύο πλευρές. Επιπλέον, από τις 25 Αυγούστου, οπότε ο ελληνικός στρατός εξαπέλυσε την τελική του επίθεση εναντίον των θέσεων του Δημοκρατικού Στρατού, το βουλγαρικό έδαφος δέχθηκε πλήθος βλημάτων από το ελληνικό πυροβολικό. Έτσι, στις 28 Αυγούστου 107 βλήματα έπεσαν σε βάθος περίπου 400 μέτρων εντός του βουλγαρικού εδάφους, ενώ κατά τις επιχειρήσεις της 30ης και 31ης Αυγούστου έπεσαν στο βουλγαρικό έδαφος περισσότερες από 500 νάρκες, βλήματα και βόμβες, προκαλώντας μεγάλες ζημιές σε καλλιέργειες καπνού, οπωροφόρα δέντρα, σπίτια και κτηνοτροφικές μονάδες.

Από τα καταγγελλόμενα επεισόδια, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αιματηρές αψιμαχίες μεταξύ των συνοριακών μονάδων, καθώς φανερώνουν την ένταση που επικρατούσε στα σύνορα των δύο χωρών. Το πρώτο ανάλογο επεισόδιο έλαβε χώρα στις 30 Αυγούστου, όταν ελληνικές κυβερνητικές δυνάμεις επιτέθηκαν σε βουλγαρικό συνοριακό απόσπασμα. Επακολούθησε θερμή αψιμαχία, κατά τη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκε ένας Βούλγαρος στρατιώτης και ένας τραυματίστηκε. Στις 19 Σεπτεμβρίου βουλγαρική συνοριακή περίπολος δέχθηκε πλήθος πυρών από την ελληνική πλευρά, με αποτέλεσμα το θανάσιμο τραυματισμό ενός Βούλγαρου συνοριοφύλακα. Δύο μέρες αργότερα, στις 21 Σεπτεμβρίου, βουλγαρική περίπολος εντόπισε εντός του βουλγαρικού εδάφους 4 Έλληνες στρατιώτες, οι οποίοι άνοιξαν πυρ εναντίον της. Η περίπολος απάντησε στα πυρά, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 2 Έλληνες στρατιώτες, οι οποίοι έπεσαν εντός του βουλγαρικού εδάφους σε απόσταση περίπου 30 μέτρων από τη συνοριακή γραμμή. Η τελευταία αιματηρή συμπλοκή καταγράφηκε στις 9 Ιανουαρίου 1950, όταν βουλγαρική συνοριακή περίπολος δέχθηκε ξαφνική επίθεση από ελληνική κυβερνητική διμοιρία, με αποτέλεσμα το θάνατο ενός Βούλγαρου στρατιώτη και το τραυματισμό ενός δεύτερου.

Από τη λίστα των επεισοδίων δε λείπουν και τα ευτράπελα, όπως η απαγωγή αγελάδας από 30 Έλληνες στρατιώτες, η δολοφονία ενός γαϊδάρου, καθώς και η απαγωγή ενός ολόκληρου κοπαδιού, αποτελούμενου από 89 πρόβατα και 123 κατσίκια[8]. Αξιοσημείωτο είναι επίσης και το επεισόδιο της 29ης Σεπτεμβρίου, οπότε φωτιά που κατάκαιγε δασική έκταση στο ελληνικό έδαφος, πέρασε στη Βουλγαρία, «με αποτέλεσμα να προκληθούν τεράστιες ζημιές στην εθνική οικονομία», όπως χαρακτηριστικά τονίζεται στο έγγραφο.

Κλείνοντας, αξίζει να σχολιάσουμε τα κίνητρα που ώθησαν τη βουλγαρική πλευρά στην καταγγελία της Ελλάδας. Προφανώς, μετά την καταδίκη των βορείων γειτόνων της Ελλάδας από τον ΟΗΕ, η Βουλγαρία αναζητούσε να αποσείσει από πάνω της την ευθύνη και να πείσει ότι η Ελλάδα και οι πρακτικές της ευθύνονταν αποκλειστικά για την αναστάτωση στην περιοχή των Βαλκανίων. Παράλληλα, όμως, η καταγγελία υποκρύπτει και ιδιοτελή κίνητρα, καθώς έρχεται μόλις λίγες ημέρες μετά την επιστολή του μόνιμου επιτετραμμένου της Ελλάδας στον ΟΗΕ Αλέξη Κύρου προς το Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού, με την οποία εφιστά την προσοχή του στη συνέχιση της επιθετικής και άνομης στάσης της Αλβανίας και της Βουλγαρίας έναντι της Ελλάδας. Παραπέμπει δε στην επιστολή του Έλληνα εκπροσώπου στην Επιτροπή Ελέγχου του ΟΗΕ για τα Βαλκάνια από 1η Φεβρουαρίου, όπου απαριθμούνται περιστατικά στήριξης των ανταρτών του ΔΣΕ από τις γειτονικές κυβερνήσεις. Παράλληλα, ζητά την ενημέρωση των κρατών-μελών του Οργανισμού και την έκδοση δελτίου τύπου[9].

Όπως ήταν φυσικό, η βουλγαρική καταγγελία δε συνέβαλε στη βελτίωση των διμερών σχέσεων και στην εμπέδωση κλίματος συνδιαλλαγής και συνεννόησης. Τα συνοριακά επεισόδια συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση και οι δύο πλευρές ακροβατούσαν σε τεντωμένο σκοινί μέχρι και το 1954[10]. Κατά το εν λόγω, όμως, έτος, μία σειρά εμπορικών συμφωνιών, που υπεγράφησαν στο Παρίσι, εξομάλυναν τις διμερείς σχέσεις. Το επόμενο δε έτος, συγκεκριμένα στις 17 Αυγούστου 1955, η υπογραφή στη Βάρνα της συμφωνίας «περί προλήψεως και διευθετήσεως των μεθοριακών επεισοδίων και παραβάσεων», αλλά και η μεταγενέστερη «περί ελέγχου, συντήρησης και αποκατάστασης της μεθοριακής γραμμής επί της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου», που υπογράφηκε στη Σόφια στις 4 Σεπτεμβρίου 1957, συνέβαλε αποφασιστικά στη βαθμιαία μείωση των συνοριακών επεισοδίων και διευκόλυνε την πλήρη αποκατάσταση διπλωματικών σχέσεων που κατέστη τελικά δυνατή μόλις το έτος 1964[11]. Ήδη, εξάλλου, το διεθνές πλαίσιο είχε μεταβληθεί και οι δύο χώρες, με αφορμή το Κυπριακό και την τουρκική επιθετικότητα, είχαν συνειδητοποιήσει ότι είναι προς αμοιβαίο όφελος η εξομάλυνση των διμερών σχέσεων. Η προσέγγιση αυτή θα καταλήξει αργότερα στον περίφημο άξονα «Αθήνας-Σόφιας», για να επιβεβαιωθεί για άλλη μία φορά ο Θουκυδίδης που έγραψε πως «το αντίπαλον δέος μόνον πιστόν ες ξυμμαχίαν»[12].

[1]   Κοτζαγεώργη – Ζυμάρη Ξανθίππη, «Η παραχώρηση της Ανατ. Μακεδονίας και της Θράκης εκ μέρους των Γερμανών», στο Κοτζαγεώργη – Ζυμάρη Ξανθίππη (επιμ.), Η βουλγαρική κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, 1941-1944, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου – Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 21-70.

[2]   Χατζηαναστασίου Τάσος, «Αντάρτες και καπετάνιοι, η εθνική αντίσταση κατά της βουλγαρικής κατοχής της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, 1842-1944», Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2003.

[3]   Καζαμίας Γεώργιος – Κοτζαγεώργη Ξανθίππη, «Το τέλος της Κατοχής», στο Κοτζαγεώργη, ό.π., σσ. 235-286, Χατζηαναστασίου, ό.π., σσ. 218-225.

[4]   Κόντης Βασίλειος, «Η Διάσκεψη Ειρήνης και οι εθνικές διεκδικήσεις», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΣΤ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2000, σσ. 126-130. Αλειφαντής Στέλιος, «Η Ελλάδα στον βαλκανικό χώρο, 1974-1988», στο Γιαλλουρίδης Χριστόδουλος, Αλειφαντής Στέλιος (επιμ.), Τα Βαλκάνια στο σταυροδρόμι των εξελίξεων, εκδόσεις Ροές, Αθήνα 1988, σσ. 370-371.

[5]   Βλ. CDA, ΑΡΧΕΙΟ ΠΟΠΤΟΜΟΦ, 214b, op. 1, 580a, “Άρθρα, δηλώσεις κτλ σχετικά με τις ελληνοβουλγαρικές σχέσεις – για τις ελληνικές εδαφικές διεκδικήσεις, για την έξοδο της Βουλγαρίας στο Αιγαίο Πέλαγος, για την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών κτλ.”, Απρίλιος 1942-13/2/1951. CDA, ΑΡΧΕΙΟ ΥΠΕΞ, 1477, op. 4, 77 και 78. CDA, ΑΡΧΕΙΟ ΔΗΜΗΤΡΟΦ, 146b, op. 5, 667. CDA, ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΛΑΡΟΦ, 147b, op. 3, 1703.

[6]   Πολύ χαρακτηριστικό είναι το πρωτόκολλο που υπεγράφη μεταξύ των αξιωματικών των δύο συνοριακών φρουρών στην περιοχή του Σβίλεγνγκραντ Βουλγαρίας στον Έβρο στις 2 Μαρτίου 1947 και αφορούσε τις εκατέρωθεν αιτιάσεις για παράνομη είσοδο στο έδαφος της κάθε πλευράς πολιτών, στρατιωτικού προσωπικού, κυρίως όμως… κοπαδιών. Αργότερα όμως τον ίδιο μήνα στην ίδια περιοχή, οι ελληνικές αρχές διαμαρτύρονται για τη σύλληψη χωρικού εντός του ελληνικού εδάφους με την κατηγορία της κοπής δέντρων, γεγονός που οι βουλγαρικές αρχές φυσικά αρνούνται. Τον ίδιο μήνα, στην περιοχή της Ξάνθης αυτή τη φορά, καταγγέλλεται πως τμήμα των ελληνικών κυβερνητικών δυνάμεων δέχθηκε επίθεση από αντάρτες που εξόρμησαν από το βουλγαρικό έδαφος, ενώ Βούλγαροι στρατιώτες συνελήφθησαν εντός του ελληνικού εδάφους. Στην απάντησή τους οι βουλγαρικές αρχές απορρίπτουν κατηγορηματικά τους ελληνικούς ισχυρισμούς. CDA, ΑΡΧΕΙΟ ΥΠΕΞ, 1477, op. 4, 78.

[7]   Βλ. CDA, ΑΡΧΕΙΟ ΥΠΕΞ, 1477, op. 7, 100.

[8]   Τα επεισόδια αυτά, πέρα από τον κωμικό τους χαρακτήρα, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς αποκαλύπτουν μία δραματική, από άποψη σίτισης, κατάσταση των ελληνικών στρατευμάτων, που εξαναγκάζει ομάδες στρατιωτών να εισέρχονται εντός του βουλγαρικού εδάφους για να υφαρπάξουν κοπάδια ζώων. Παράλληλα, μπορεί να υποκρύπτουν και τη διεξαγωγή λαθρεμπορίου ζώων εκ μέρους των Ελλήνων στρατιωτών, η οποία όμως μπορεί να διαπιστωθεί μόνο μετά και τη μελέτη των ελληνικών αρχείων.

[9]   Βλ. CDA, ΑΡΧΕΙΟ ΥΠΕΞ, 1477, op. 7, 100.

[10]  Χαρακτηριστική είναι η διαμάχη των δύο πλευρών για τα μεταξύ τους σύνορα στην περιοχή του ποταμού Έβρου, η οποία γι’ ακόμη μία φορά προκάλεσε την παρέμβαση του ΟΗΕ. Βλ. CDA, ΑΡΧΕΙΟ ΤΣΕΡΒΕΝΚΟΦ, 396b, op. 1, 359.

[11]  Βλ. Ηλία Δημητρακόπουλου, «Τα χερσαία σύνορα της Ελλάδας», Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 100.

[12]  Θουκυδίδου, Ιστορίαι, Γ΄, 11.

unnamed (1)Ο κ. Τάσος Χατζηαναστασίου  είναι  Δρ Νεότερης Ιστορίας-Εκπαιδευτικός με οργανική θέση στο 1ο ΕΠΑΛ Ναυπλίου. Γεννήθηκε στη Λευκωσία της Κύπρου το 1965. Έχει διδάξει στα Πανεπιστήμια Κρήτης (2000-2002: Διδακτική Άσκηση), Παλέρμου (2002-2005: Ελληνική Γλώσσα και Πολιτισμό) και Κύπρου (2008-2009: Νεότερη Ιστορία). Επιμορφωτής εκπαιδευτικών στην εισαγωγική επιμόρφωση στο ΠΕΚ Τρίπολης (2006 και 2010) στο αντικείμενο των σύγχρονων μεθόδων διδασκαλίας. Στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονται βιβλία ιστορικά και παιδαγωγικά καθώς και ένα μυθιστόρημα. Επίσης, δεκάδες επιστημονικές δημοσιεύσεις κυρίως ιστορικές, αλλά και παιδαγωγικές, πάνω στο περιεχόμενο και τη διδακτική των φιλολογικών μαθημάτων. Το βιβλίο που συνέγραψε με τον Δημήτρη Πασχαλίδη, Τα γεγονότα της Δράμας, Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1941 (Δράμα 2003), βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 2004.

unnamed (2)Ο κ. Ευάγγελος Κατσάρας είναι Υποψήφιος Διδάκτωρ Βαλκανικής Ιστορίας. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1978. Πτυχιούχος του Τμήματος Ιστορίας-Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης (2000). Κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Η Βαλκανική Συμμαχία του 1912). Διετέλεσε επιστημονικός συνεργάτης του Ι.Μ.Χ.Α. και του ευρωπαϊκού προγράμματος THALIS με θέμα τον Ψυχρό Πόλεμο. Έχει εργαστεί ως διορθωτής κειμένων και επιμελητής ιστορικών βιβλίων. Στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονται ανακοινώσεις σε συνέδρια και άρθρα σε εφημερίδες. Είναι παντρεμένος και πατέρας μιας κόρης.

Σπυρίδων Σφέτας: Η ευρωπαϊκή «πυριτιδαποθήκη» και το βαλκανικό φιτίλι

 Σπυρίδων Σφέτας: Η ευρωπαϊκή «πυριτιδαποθήκη»

και το βαλκανικό φιτίλι 

 Εδώ και καιρό βρίσκεται σε εξέλιξη μια πολύ σοβαρή πολιτική κρίση στα Σκόπια. Πως θα αποκωδικοποιούσατε εσείς την κρίση την οποία βιώνει σήμερα η ΠΓΔΜ;

17200255_831358750352673_1808088903_o
Οι Πρωθυπουργοί της FYROM και της Αλβανίας, Νίκολα Γκρούεφσκι και Έντι Ράμα

Είναι μια κρίση που σοβεί εκεί περισσότερο από έναν χρόνο, και ουσιαστικά εκτυλίσσεται σε πολλαπλά επίπεδα. Πρώτον, μεταξύ της ίδιας της σλαβομακεδονικής κοινότητας, με την έννοια ότι υπάρχει ένα πολωτικό κλίμα μεταξύ των δύο κύριων σλαβομακεδονικών κομμάτων,   του VMRO- DPMNE   του Γκρούεφσκυ και των Σοσιαλδημοκρατών, οι οποίοι πριν  από δύο χρόνια με την αποκάλυψη των σκανδάλων επεδίωξαν την πτώση της κυβέρνησης  Γκρούεφσκυ.  Πολύ πιο ανησυχητικό όμως,  κατά την γνώμη μου,  είναι ότι στην κρίση αυτή εμπλέκεται άμεσα ο αλβανικός παράγοντας. Οι Αλβανοί, προκειμένου να συμμετάσχουν τώρα σε μια κυβέρνηση- αφού ο σχηματισμός κυβέρνησης εξαρτάται αναγκαστικά από τις έδρες των Αλβανών βουλευτών-θέτουν ορισμένα αιτήματα. Τα αιτήματα αυτά ήταν ήδη γνωστά από την Αλβανική Πλατφόρμα του 1998 που είχε εκδώσει  τότε  η Ακαδημία Επιστημών των Τιράνων  για την λύση του Αλβανικού ζητήματος στα Βαλκάνια. Εκτός  από την ανεξαρτησία του Κοσόβου ως άλλο άμεσο στόχο έθετε την ομοσπονδοποίηση της FYROM.  

Επί της ουσίας, σήμερα με την πολιτική κρίση που έχουν τα Σκόπια αυτό  επιχειρούν να κάνουν οι Αλβανοί. Τα αιτήματα που θέτουν ουσιαστικά είναι  αναγνώριση της αλβανικής γλώσσας σε όλη την επικράτεια της FYROM,   αναγνώριση της γενοκτονίας των Αλβανών από το 1912 έως το 1956- κάτι για το οποίο ενδεχομένως δεν ευθύνονται οι Σλαβομακεδόνες, διότι κατά τον Μεσοπόλεμο η περιοχή ανήκε στη Σερβία-  μεγαλύτερο μερίδιο    στον προϋπολογισμό,   ανάλογη συμμετοχή  στις δημόσιες υπηρεσίες,   πλήρη εφαρμογή της  Συμφωνίας  της Αχρίδας (2001),    χρήση της αλβανικής γλώσσας  στις επιτροπές της Βουλής, στη σύνταξη των Πρακτικών της Βουλής κ. λπ.    

Τα αιτήματα αυτά ούτε λίγο ούτε πολύ μπορούν να οδηγήσουν στην ομοσπονδοποίηση της χώρας,  αν και  δεν χρησιμοποιείται ο όρος ομοσπονδοποίηση, αλλά  ο όρος επαναπροσδιορισμός- redefinition- των διεθνοτικών σχέσεων. Ο Ζάεφ,  ο αρχηγός των Σοσιαλδημοκρατών, μετά την αδυναμία του Γκρούεφσκυ να σχηματίσει κυβέρνηση,   δεν έχει ακόμη λάβει  εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από τον Πρόεδρο Ιβάνωφ, ο οποίος φοβάται ότι   ο Ζάεφ θα υποκύψει στους Αλβανούς και η χώρα θα μπει σε μια μεγάλη περιπέτεια. Διότι άλλωστε, εάν όλα αυτά γίνουν αποδεκτά, αυτό σημαίνει μεγάλες υποχωρήσεις προς τους Αλβανούς, και στην ουσία υλοποίηση των αλβανικών εθνικών στόχων. Σημειωτέον,  ότι ο Έντι Ράμα κάλεσε τους αρχηγούς όλων των αλβανικών  κομμάτων της FYROM  στα Τίρανα  και όλοι μαζί συνέταξαν το ‘’αλβανικό  τελεσίγραφο’’.  Με άλλα λόγια, τα Τίρανα  αποφάσισαν  τι πρέπει να κάνουν  τα αλβανικά κόμματα στα Σκόπια, κάτι που θεωρεί απαράδεκτο ο Πρόεδρος  της FYROM Γκεόργκυ Ιβάνωφ .      

Αυτή είναι κατά συνέπεια η μεγαλύτερη διάσταση της κρίσης. Ο Γκρούεφσκυ, που το παίζει υπερπατριώτης με όλον αυτόν τον κιτς πατριωτισμό των τελευταίων ετών  και ευθύνεται για το αδιέξοδο στο οποίο οδηγήθηκε η  FYROM , θέλει η χώρα να οδηγηθεί σε νέες εκλογές,  πιστεύοντας ότι πολλοί ψηφοφόροι του Ζάεφ, τώρα, εν όψει του αλβανικού κινδύνου,  θα συσπειρωθούν υπό τον ίδιο και θα μπορέσει μόνος του να σχηματίσει κυβέρνηση με  κάποιο άλλο σλαβομακεδονικό κόμμα που τυχόν  θα καταφέρει να μπει στην Βουλή,  και με διακοσμητικό το ρόλο  των αλβανικών κομμάτων  που , όπως διατείνεται,   πρέπει να αποσύρουν τα απαράδεκτα αιτήματά τους.    Όπως και να ‘χει το πράγμα,  το αλβανικό ζήτημα θα καθίσταται εντονότερο κάθε μέρα, η κοινωνία πολώνεται, και βέβαια, η προοπτική είναι δυσοίωνη. ‘’Στην ανάγκη οι Αλβανοί θα πάρουν την τύχη στα χέρια τους’’,   είπε ο Πρόεδρος του Κοσόβου  Χασίμ Θάτσι ( γνωστός  με το ψευδώνυμο ‘’το φίδι’’ κατά τον πόλεμο του 1998-99 στο Κόσοβο).    

Τώρα, σε ότι αυτό αφορά εμάς, ακουγόταν παλαιότερα το σενάριο της  λύσης  του αλβανικού ζητήματος ως redefinition των διεθνοτικών σχέσεων, και επιπλέον λύση του ζητήματος του ονόματος με την προώθηση του όρου ‘’Βόρεια Μακεδονία’’. Τώρα κατά πόσο αυτό θα υλοποιηθεί,  εφόσον   γίνει  πρωθυπουργός ο  Ζάεφ, είναι ένα άλλο ζήτημα.

Πάντως, η ίδια η κρίση δεν μας  ξενίζει.  Από παλιά είχε γίνει αντιληπτό πως,  εφόσον το Κόσοβο δεν είναι υπό τον έλεγχο της Σερβίας, η δυναμική του αλβανικού εθνικισμού θα διαχυθεί και στα Σκόπια, αλλά και έναντι ημών με τις προκλήσεις που βλέπουμε με τους Τσάμηδες και τα λοιπά. Πρέπει  να αντιληφθούμε τον ιστορικό χρόνο στον οποίο ζει σήμερα η Αλβανία από την  άποψη των  εθνικών οραμάτων. Βιώνει  ετεροχρονισμένα την  πραγμάτωση    της  εθνικής ιδέας του 19ου αιώνα, πιστεύοντας  ότι οι  συγκυρίες την ευνοούν.   Η οικονομική  κρίση υποθάλπει εθνικιστικές εξάρσεις.   Το 2016  θα μπορούσαμε να πούμε πως για την Αλβανία ήταν η χρονιά της κάνναβης. Η διαφθορά έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις. Η  δικαιοσύνη στην ουσία δεν λειτουργεί. Κράτος και παρακράτος είναι ένα ενιαίο σύνολο. Για τους λόγους αυτούς έχουμε και τις διαδηλώσεις της αντιπολίτευσης  τον τελευταίο καιρό   στην Αλβανία υπό την επήρεια και των τεκταινομένων στη Ρουμανία.  

Σε ό,τι αφορά τα τελευταία γεγονότα, και με δεδομένο το κλίμα ανάμεσα σε Αλβανούς και Σλαβομακεδόνες στα Σκόπια, πως θα σχολιάζατε εσείς τις δηλώσεις του Dana Rohrabacher περί διάλυσης της FYROM;

17121631_830820517073163_995631361_o
Dana Rohrabacher, Ρεπουμπλικανός βουλευτής από την Καλιφόρνια.

Ο Dana Rohrabacher εκπροσωπεί το αλβανικό λόμπι της Αμερικής, όσο και αν αυτό φαίνεται παράξενο. Είναι ένας βουλευτής ο οποίος  προΐσταται  ορισμένων επιτροπών στο Κογκρέσο   για εξωτερικές υποθέσεις, και είναι γνωστό ότι έχει διασυνδέσεις με το αλβανικό λόμπι της Αμερικής. Νωρίτερα, είχε στείλει και επιστολή προς τον Πρόεδρο της Σερβίας, τον Τόμισλαβ Νίκολιτς, την οποία έχω την διάθεσή μου, όπου ζητούσε, ούτε λίγο ούτε πολύ, η Σερβία να αναγνωρίσει ότι το Κόσοβο είναι μια χαμένη υπόθεση, και να πάψει να καταδιώκει τον Χαραντινάϊ, ο οποίος κρατείται σήμερα στην Γαλλία,   και δεν έχει αποφασίσει ακόμα  το γαλλικό δικαστήριο αν θα τον  εκδώσει τελικά στην Σερβία για να δικαστεί για εγκλήματα  πολέμου με  βάση νέα στοιχεία.  

Ουσιαστικά, ό,τι είπε ο Dana Rohrabacher στην αλβανική τηλεόραση,   το  είπε μέσα στο πλαίσιο ενός φιλοαλβανικού πνεύματος,  λαμβάνοντας υπόψη  και την υφισταμένη κρίση σήμερα στα Σκόπια.  Ωστόσο,  το   State Department  δήλωσε  ότι οι ΗΠΑ στηρίζουν την ακεραιότητα των Σκοπίων.

Βέβαια, η όλη συζήτηση αντανακλά την   κρίση που σοβεί  και το γεγονός ότι υπάρχουν κύκλοι που απεργάζονται νέα σύνορα στα Βαλκάνια. Διότι δεν είναι μόνον τα Σκόπια που βρίσκονται σε  κρίση. Και η Βοσνία είναι σε παρόμοια κρίση. Έτσι  εν γένει γίνεται λόγος για νέο χάρτη στα Βαλκάνια.

Πάντως, σε ότι αφορά την Ελλάδα, δεν θεωρώ πως είναι προς το συμφέρον της το ενδεχόμενο αλλαγής συνόρων. Οι  Σλαβομακεδόνες θα έπρεπε να είχαν καταλάβει από νωρίς ότι είναι  προς το συμφέρον τους να   διευθετήσουν τη διένεξη    με την Ελλάδα, και όχι να προκαλούν με τον κιτς πατριωτισμό τους, διότι   από τους Αλβανούς κινδυνεύουν και όχι από την Ελλάδα. Η παγίδα για μιας είναι διάφορο εξωτερικοί  κύκλοι, επικαλούμενοι τον κίνδυνο διάλυσης της FYROM και την ανάγκη σταθερότητας,  να προωθήσουν την ένταξη των Σκοπίων  στο ΝΑΤΟ ως FYROM και να δώσουν στα Σκόπια ημερομηνία έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ ως FYROM,  με τη ρητορική ότι στην πορεία  των διαπραγματεύσεων  θα επιλυθεί  το ζήτημα  της ονομασίας.  Εκεί αποσκοπεί ο Γκρούεφσκυ  και ο Ιβανώφ.      

2017_03_03_11_43_04

2017_03_03_11_43_46
Επιστολή του Αμερικανού βουλευτή Dana Rohrabacher, με την οποία ζητά από τον Πρόεδρο της Σερβίας Τόμισλαβ Νίκολιτς, η Σερβία να παύσει την δίωξη σε βάρος του πρώην πρωθυπουργού του Κοσόβου Ραμούς Χαραντινάι και να αποδεχτεί ότι το Κόσοβο είναι χαμένη υπόθεση για τη Σερβία (προσωπικό αρχείο καθηγητού Σπυρίδωνα Σφέτα)

Μια τέτοια συζήτηση περί αλλαγής συνόρων έχει ουσιαστική βάση;

Παλαιότερα υπήρχε η άποψη πως τα όποια προβλήματα υπάρχουν θα μπορούσαν  να λυθούν εντός της Ενωμένης Ευρώπης, με το μοντέλο της πολυπολιτισμικότητας,  της ανεκτικότητας,  τον εκσυγχρονισμό και την ευημερία !. Πλέον αυτά έχουν καταρρεύσει. Ο ευρωσκεπτικισμός και στις χώρες που είναι υπό ένταξη στα δυτικά Βαλκάνια είναι πάρα πολύ έντονος. Όσο   η Ευρώπη παύει να είναι ελκυστική,  τόσο αυτοί οι εθνικισμοί εντείνονται. Παρακολούθησα την πρόσφατη   επίσκεψη της ‘’Υπουργού Εξωτερικών της ΕΕ’’ Φεντερίκα Μογκερίνι στα δυτικά Βαλκάνια. Προσπάθησε να πείσε ότι  η ένταξη στην ΕΕ είναι μονόδρομος και  γι’ αυτό  οι χώρες πρέπει να κάνουν μεταρρυθμίσεις. Εμείς  βαρεθήκαμε  να ακούμε αυτή τη λέξη.  Είπε μάλιστα  στο Βελιγράδι ότι η ένταξη της Σερβίας και των δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ θα αναπληρώσει το κενό  του Brexit!. Στο Μαυροβούνιο η αντιπολίτευση  δεν παρέστη Βουλή όταν μιλούσε, στη Βοσνία ο Σερβοβόσνιος  ηγέτης Ντόντικ  δεν συναντήθηκε μαζί της,   απουσίαζε  στη Ρωσία, στα Σκόπια ο Ιβάνωφ αρνήθηκε να δεχτεί την πρότασή της να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Ζάεφ,    και στη σερβική  Βουλή  βουλευτές  του Σέσελ την αποδοκίμασαν με πάνω ‘’ δεν χρειαζόμαστε την ΕΕ, μας αρκεί η Ρωσία’’.  Προφανώς η Γερμανία για ευνόητους  ωφελιμιστικούς  λόγους  δεν θέλει να χαθεί η ευρωπαϊκή προοπτική των δυτικών Βαλκανίων, από φόβο μήπως  αυτές οι χώρες στραφούν αλλού ( Ρωσία). Η ΕΕ με την  κρίση  της   βιώνει το γιουγκοσλαβικό σύνδρομο της αντίθεσης Βορρά –Νότου,  έχει καταστεί   δυνητικά μια ‘’πυριτιδαποθήκη’’ με  την ευρεία έννοια του όρου, και στα Βαλκάνια υπάρχει αρκετό φιτίλι, είναι πολύ νωπές οι μνήμες από τον πόλεμο  στη Γιουγκοσλαβία (1991-1999) και την κληρονομιά του.  Τα Βαλκάνια αποσταθεροποιούν την Ευρώπη ή το αντίθετο συμβαίνει σήμερα ; Η Ευρώπη  που βλέπει  τα Βαλκάνια   ως οικονομική ζώνη πληρώνει την  έλλειψη στρατηγικής για τα Βαλκάνια  από το 1991/92. Άφησε την Αμερική  (χωρίς τότε το αντίπαλο δέος της Ρωσίας) να επιβάλει την προκρούστεια  Rax Americana. Αλλά δεν είναι εδώ  ο κατάλληλος   χώρος για μια τέτοια συζήτηση που αφορά το παρελθόν.                     

     Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι θα γίνει, αλλά  αποδεικνύεται  ότι το εθνικό κράτος αντέχει στις δοκιμασίες της ιστορίας σε έναν κόσμο που καθίσταται πολυπολικός, και ότι  το τέλος της ιστορίας της ιδεολογίας δεν έχει έρθει ακόμα.  Στη  Βοσνία,  οι Σερβοβόσνιοι,  στηριζόμενοι στη Ρωσία, ούτε λίγο ούτε πολύ προλειαίνουν το έδαφος για την μελλοντική απόσχιση με την καθιέρωση της 9ης Ιανουαρίου, της ημέρας που ανακήρυξαν  την ανεξαρτησία  τους το 1991, ως επίσημης γιορτής ,  οι  Κροάτες πλέον επί της ουσίας συμφωνούν με τους Σέρβους  της Βοσνίας  στην κατάλυση  της ομοσπονδίας  Κροατών και Μουσουλμάνων  που δεν λειτουργεί . Κάτι τέτοιο ερμηνεύεται ως μια κρυφή ατζέντα Σέρβων και Κροατών  για μελλοντικό διαμελισμό της Βοσνίας. Και το ζήτημα που προκύπτει είναι τι θα απογίνουν πλέον οι Βόσνιοι Μουσουλμάνοι που δεν έχουν  πια  την στήριξη της Σαουδικής Αραβίας, η οποία  έχει οικονομικές δυσκολίες .  Οι  φανατικοί  Βόσνιοι Μουσουλμάνοι του Μπεκίρ Ιζετμπέκοβιτς  (ο πατέρας του Αλία Ιζετμπέκοβιτς άφησε θλιβερή κληρονομιά το 1990-1995),   οι οποίοι  προσέβλεπαν  στον  Ερντογάν,  σήμερα βλέπουν πως η τουρκική προοπτική δεν είναι και τόσο ελκυστική. Φοβούνται  για την ακεραιότητα της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης.

Το σίγουρο είναι πως ˙ τόσα χρόνια μετά το Ντέιτον (1995)  δεν έχει γίνει τίποτα για την συμφιλίωση  στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Ο παχυλόμισθος  ύπατος αρμοστής της ΕΕ μάλλον παίζει αρνητικό  ρόλο.

 

Ramush Haradinaj, πρωθυπουργός του Κοσσόβου(2004-2005), πρώην στέλεχος του UCK
Ramush Haradinaj, Πρωθυπουργός του Κοσσόβου(2004-2005), πρώην στέλεχος του UCK

Στο  Κόσοβο, οι Σέρβοι προωθούν το σχέδιό τους για την διχοτόμηση του Κοσόβου,   ίσως και ενθαρρυμένοι από την άνοδο του Τράμπ στην εξουσία  προέβησαν σε κάποιες προκλήσεις, όπως ένα τραίνο που έστειλαν στην Μητροβίτσα με το σύνθημα ότι το Κόσοβο είναι Σερβία , και το ένταλμα για την σύλληψη του Χαραντινάι στη Γαλλία, τον οποίο η Σερβία κατηγορεί ως εγκληματία πολέμου. Όλα αυτά αποσκοπούν στο να καταλάβουν πλέον και οι Αλβανοί πως ένα ενιαίο  και  ανεξάρτητο Κόσσοβο δεν μπορεί να επιβιώσει. Άλλωστε το Κόσοβο δεν έχει θέση στον  ΟΗΕ,  οικονομικά είναι ακόμη συνδεδεμένο με την Σερβία (σερβικά προϊόντα στα σούπερ –μάρκετ του Κοσόβου ),  εσωτερικά κυβερνά η μαφία, ηγέτες της    αντιπολίτευσης  είναι στην φυλακή ή ‘’εξαφανίζονται’’ μυστηριωδώς από την κυβερνώσα  κλίκα του Θάτσι. Η αλβανική βεντέτα  αντανακλάται και στην  πολιτική.  Το 2015 με σερβικά διαβατήρια    μαζικά    Αλβανοί  του  Κοσόβου ζητούσαν ‘’άσυλο΄΄ στη Ευρώπη  ως οικονομικοί  μετανάστες, περνώντας  ως λαθρομετανάστες  τα σύνορα της Ουγγαρίας και της Αυστρίας.  Αν λάβουν οι Κοσοβάροι βίζα   για την Ευρώπη, θα σημειωθεί μαζική έξοδος. Δεν λειτουργεί κανένας κρατικός θεσμός και η οικονομική κατάσταση  είναι άθλια στο Κόσοβο.         

Με την νέα ηγεσία στις ΗΠΑ παρατηρείται μια αλλαγή πολιτικής τόσο στον υπόλοιπο κόσμο όσο και στα Βαλκάνια. Το προηγούμενο διάστημα οι Αμερικανοί είχαν στηρίξει την προοπτική ένταξης του Μαυροβουνίου στο ΝΑΤΟ, προσπαθώντας να το αποσπάσουν από την ρωσική σφαίρα επιρροής. Ποια προοπτική βλέπετε εσείς στις εξελίξεις σχετικά με το Μαυροβούνιο;

Γενικά δεν θα έλεγα πως υπάρχει μια ριζική μεταβολή της αμερικανικής  πολιτικής. Υπάρχουν όμως κάποια σημεία στα οποία ο Τράμπ,  όπως  φαίνεται,  δεν θέλει να συγκρουστεί με τον Πούτιν,  εάν δεν θίγονται ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα. Ένα από αυτά, τουλάχιστον επί του παρόντος,   είναι και το θέμα του Μαυροβουνίου.

Η ένταξη του Μαυροβουνίου στο ΝΑΤΟ είναι κάτι που προωθούσε ο πρώην πρωθυπουργός, Μίλο Τζουκάνοβιτς, ο οποίος ακόμη ελέγχει τα πράγματα από το παρασκήνιο. Το κόμμα του έχει αναγκαστεί να σχηματίσει κυβέρνηση με μειονοτικά κόμματα, έχοντας μία έδρα διαφορά από την αντιπολίτευση, καθιστώντας την κυβέρνηση εύθραυστη.

Ο Τζουκάνοβιτς εκφράζει την φιλοδυτική  πτέρυγα,   διότι οι Δυτικοί ουσιαστικά τον ελέγχουν, αφού ο ίδιος είναι μπλεγμένος σε πολλά σκάνδαλα, όπως λαθρεμπόριο τσιγάρων κ.α. Από την άλλη υπάρχει η αντιπολίτευση, η οποία ενισχύεται από την Ρωσία,   είναι κατά της ένταξης του Μαυροβουνίου στο ΝΑΤΟ. Μην ξεχνούμε άλλωστε ότι η Ρωσία έχει διεισδύσει οικονομικά στο Μαυροβούνιο. Το όλο ζήτημα της ένταξης του Μαυροβουνίου στο ΝΑΤΟ  έχει  αντιρωσική αιχμή, αφού με αυτόν τον τρόπο το σχέδιο της Ρωσίας να έχει μία ναυτική βάση στην Αδριατική μάλλον ματαιώνεται.   Εφόσον όμως η Αλβανία και η Κροατία είναι μέλη του ΝΑΤΟ,  η ένταξη του Μαυροβουνίου δεν καθίσταται ζωτικής σημασίας για τις ΗΠΑ, οπότε η νέα διοίκηση  μάλλον θεωρεί πως δεν χρειάζεται να έρθει σε σύγκρουση με την Ρωσία για το μικροσκοπικό Μαυροβούνιο.

Το παρελθόν έτος έχουν υπογραφεί τα ενταξιακά πρωτόκολλα,  έλαβε  πρόσκληση το Μαυροβούνιο και παρευρέθη στην Σύνοδο του ΝΑΤΟ  στην Πολωνία, έχουν επικυρωθεί τα ενταξιακά πρωτόκολλα από 24 χώρες του ΝΑΤΟ, αλλά, υπάρχουν μερικές χώρες, όπως μεταξύ αυτών ο Καναδάς κι οι ΗΠΑ, που ακόμη δεν τα έχουν επικυρώσει λόγω των ρωσικών αυτών ενστάσεων και του φόβου αντιδράσεων.

Η κατάσταση αυτή προκαλεί εκνευρισμό σήμερα στον Τζουκάνοβιτς και στην κυβέρνηση Μάρκοβιτς. Η αντιπολίτευση οργανώνει διαδηλώσεις κατά της ένταξης της χώρας  στο ΝΑΤΟ, τις οποίες στηρίζει η Ρωσία. Άλλωστε  και  η συντριπτική πλειοψηφία των Μαυροβουνίων   δεν επιθυμεί αυτήν την ένταξη, διότι είναι ακόμη νωπές οι μνήμες από τους βομβαρδισμούς του 1999.  Αυτό το  γνωρίζει  ο Τζουκάνοβιτς, και για αυτόν τον λόγο δεν κάνει δημοψήφισμα για την ένταξη στο ΝΑΤΟ,  γνωρίζει  ότι θα το χάσει. Αντίθετα, θεωρεί πως από τη Βουλή με μια ψήφο διαφορά μπορεί να  περάσει την απόφαση για ένταξη στο ΝΑΤΟ.  Παρόλα ταύτα,  υπάρχει στασιμότητα.

Τα προηγούμενα χρόνια είδαμε την Τουρκία να διεισδύει στα Βαλκάνια, τόσο οικονομικά, όσο και πολιτισμικά. Πως διαγράφεται πλέον όμως, η πολιτική της στην περιοχή;

erntogan-enti-rama-3
Ο Πρωθυπουργός της Αλβανίας, Έντι Ράμα και ο Πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν

Όσο ήταν ο Νταβούτογλου στην κυβέρνηση, γνωρίζαμε την διείσδυση αυτή διά της οικονομικής και πολιτισμικής διπλωματίας από   μηδενική βάση, όπως την είχε εξαγγείλει αυτός στο Σαράγιεβο το 2009.  Σήμερα, στην κατάσταση που βρίσκεται η Τουρκία, η πολιτική αυτή έχει απολέσει την δυναμική της, αλλά και οι κύκλοι τους οποίους στήριζε στα Βαλκάνια η Τουρκία  έχουν πλέον επιφυλάξεις. Παρόλα ταύτα, αν και δεν έχει την δυναμική που είχε, η Τουρκία προσπαθεί να παίξει έναν ρόλο. Κάτι τέτοιο για παράδειγμα φαίνεται στην Αλβανία. Πλέον είναι ξεκάθαρο – αφού συζητήθηκε στην αλβανική Βουλή- ότι ο Ερντογάν πίεσε την Αλβανία ώστε  το Συνταγματικό Δικαστήριο για να μην επικυρώσει  την συμφωνία  με την ελληνική  κυβέρνηση  για την οριοθέτηση  της  ΑΟΖ στο Ιόνιο.  Επομένως,   η ακύρωση της συμφωνίας είναι έργο της τουρκικής διπλωματίας. Επιπλέον, οι Τούρκοι έχουν αγοράσει την πρώην σοβιετική βάση στο Πασά-Λιμάν  και την έχουν ανακαινίσει  για ελλιμενισμό τουρκικών πλοίων στην Αλβανία. Ο Ράμα  έχει ειδική σχέση με τον Ερντογάν, προσκλήθηκε και στον γάμο της κόρης του. 

Ακόμη  δείγματα τέτοιας πολιτική βλέπουμε και στην Βουλγαρία. Εκεί ο Ερντογάν έχει δημιουργήσει φιλικά προσκείμενο σε αυτόν κόμμα (Dosta)  ως αντιπερισπασμό στο άλλο παραδοσιακό τουρκικό κόμμα του Αχμέτ Ντογκάν, που έχει έρθει σε σύγκρουση με τον Ερντογάν. Αλλά και στα Σκόπια ο Ερντογάν έχει δημιουργήσει   φιλοτουρκικό  αλβανικό κόμμα (Besa) , το οποίο εξασφάλισε ορισμένες έδρες στις εκλογές της 11ης Δεκεμβρίου 2016  και   φιλοδοξεί να μπει  τώρα στην κυβέρνηση .

H  Τουρκία κάνει την πολιτική της, αλλά τα εσωτερικά της προβλήματα τής   έχουν στερήσει την δυναμική που  είχε. Δεν σχολιάζω τα ελληνοτουρκικά.  

 Η συνέντευξη δόθηκε στον μεταπτυχιακό φοιτητή του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Χαράλαμπο Γάππα. 

Σπύρος Πλουμίδης: Από την Μικρασιατική καταστροφή, στον Αγροτισμό του Μεσοπολέμου

Σπύρος Πλουμίδης: Από την Μικρασιατική καταστροφή, στον Αγροτισμό του Μεσοπολέμου

Η συνέντευξη  δόθηκε στο μεταπτυχιακό φοιτητή του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας, του Α.Π.Θ, Χαράλαμπο Γάππα

Κατ’ αρχάς κύριε Καθηγητά θα ήθελα να μας μιλήσετε για το πώς εμφανίζονταν η προοπτική της διαχείρισης της Μικράς Ασίας, από τις ελληνικές κυβερνήσεις;

Η πολιτική διαχείριση ήταν κάτι το οποίο προέκυψε ως επιτακτική ανάγκη την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1914 όταν κατέφθασαν εσπευσμένα στην Ελλάδα 150.000 περίπου πρόσφυγες από τη δυτική Μικρά Ασία. Η απάντηση του Βενιζέλου σε αυτή τη κρίση, η πρώτη λύση που σκέφτηκε, ήταν η αμοιβαία ανταλλαγή ανθρώπων και κτημάτων, μεταξύ των Ελλήνων Ορθοδόξων της Μικράς Ασίας και συγκεκριμένα των αγροτικών πληθυσμών και των μουσουλμανικών πληθυσμών της ελληνικής Μακεδονίας και της ελληνικής Ηπείρου. Ο λόγος ήταν ότι η Ελλάδα εκείνη τη στιγμή, μέχρι το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου, δεν είχε, θεωρητικά, τις δυνατότητες να προχωρήσει σε πόλεμο με την Τουρκία, προκειμένου να την αναγκάσει να αποδεχτεί πίσω τους εκτοπισμένους ελληνικούς πληθυσμούς. Ο Α΄Π.Π, που προέκυψε, χρησιμοποιώντας μια «τραγικά ειρωνική έκφραση», ως «από μηχανής θεός», για την Ελλάδα, αποσόβησε, πρώτον ένα πόλεμο ρεβάνς της Τουρκίας εναντίον της Ελλάδας, καθώς στο Αιγαίο πλέον έπλεε αγγλικός στόλος, ενώ από τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς, η Βρετανία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία είναι εχθροί, ενώ παράλληλα προσφέρονταν η ευκαιρία η Ελλάδα, να εξέλθει στο πόλεμο και να συμμετάσχει πλάι σε Μεγάλους Συμμάχους, όπως η Βρετανία και η Γαλλία. Άλλωστε ο Βενιζέλος ήδη από τον Αύγουστο του ’14 πρότεινε την είσοδο της Ελλάδας στο πόλεμο, στο πλευρό της Ανταντ, πρόταση όμως που δεν έγινε αποδεκτή.

15218425_774958545992694_279943642_nΣε αυτή την πρόταση επανήλθε ο Βενιζέλος τον Ιανουάριο του 1915 και μετά από συγκεκριμένη πρόταση του Foreign Office. Και στα 3 υπομνήματα του Βενιζέλου προς τον βασιλιά Κωνσταντίνο αιτιολογία είναι το ζήτημα της Μικράς Ασίας και της επιστροφής των προσφύγων στις εστίες τους καθώς και η ασφαλής τους παρουσία εκεί, με εγγυητή τον ελληνικό στρατό. Όταν χάθηκε αυτή η ευκαιρία, αυτή η μοναδική ευκαιρία, για τα χρονικά δεδομένα, από εκεί και πέρα το μικρασιατικό ζήτημα σημείωσε μια κάμψη μέχρι την επάνοδο του Βενιζέλου  στην εξουσία το ’17. Οι προτάσεις των συμμάχων προς την Ελλάδα, για παραχώρηση εδαφικών εκτάσεων στη Δυτική Μικρά Ασία, επανήλθαν και πραγματώθηκαν με την αποβίβαση του ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη τον Μάιο του 1919. Η διαχείριση του Μικρασιατικού ζητήματος  δεν έληξε όμως, καθώς είχε έντονη στρατιωτική όψη και η Ελλάδα δεν παρέμεινε ανενόχλητη στη ζώνη της Σμύρνης, αλλά αντιμετώπισε έντονη τουρκική αντίσταση, ήδη από το Σεπτέμβρη του ’19, με συνέπεια να εμπλακεί όλο και εντονότερα στο μέτωπο της Μικράς Ασίας. Το ζήτημα αυτό είχε δύο διαστάσεις, ως προς την διαχείριση του: την βενιζελική και την αντιβενιζελική. Ο Βενιζέλος έβλεπε ως μόνη λύση του ζητήματος την συμπαράταξη της Ελλάδας με τις Μεγάλες Δυνάμεις, ενώ οι αντίπαλοι του δεν αντιλαμβάνονταν το ζήτημα των Δυνάμεων, αλλά προέβαλαν την ανεξάρτητη Ελλάδα, που δια της λόγχης θα αντιμετωπίσει τους κεμαλικούς. Αποδείχθηκε ότι ο Βενιζέλος είχε δίκιο και ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να σηκώσει μόνη της το βάρος και ότι οι αντίπαλοι του δεν ήταν τόσο καλοί σε διπλωματία και διεθνείς σχέσεις.  Η Καταστροφή θα οδηγήσει στη έξοδο του Μικρασιατικού ελληνισμού, ο οποίος πρίν τον πόλεμο αντιστοιχούσε στο ¼ του ελληνισμού στα Βαλκάνια και την Εγγύς Ανατολή. Περίπου ενάμιση εκατομμύριο πρόσφυγες θα φθάσουν τελικά στην Ελλάδα, και θα την μεταμορφώσουν πληθυσμιακά, οικονομικά και κοινωνικά.

 

2 (1)Στον ελληνικό Μεσοπόλεμο εμφανίζεται ο  επονομαζόμενος «αγροτικός εθνικισμός» ως μια νέα μορφή εθνικισμού. Θα μπορούσατε να μας τον περιγράψετε;

    Ο αγροτικός εθνικισμός δεν απευθύνονταν στους πρόσφυγες και κακώς τους έχουμε τοποθετήσει ιστοριογραφικά σαν μια εντελώς ξεχωριστή και διακριτή πληθυσμιακή ομάδα, εντός της ελληνικής επικράτειας. Οι πρόσφυγες και οι φορείς υποδοχής, εξ’ αρχής επεδίωξαν την ταχεία κοινωνική, οικονομική και παραγωγική ενσωμάτωση. Ο γεωργικός εθνικισμός ήταν μια ιδεολογική τοποθέτηση κατ’ αρχάς απέναντι στην οικονομική αγροτική κρίση του 1924 και την κορύφωση της  το 1928, που οδηγούσε τους αγρότες σε μαζική μετακίνηση, προς τα αστικά  κέντρα. Στην Ελλάδα βέβαια όταν μιλάμε για πόλεις εννοούμε την Αθήνα, το Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη.

Για να ενισχυθεί το εισόδημα των αγροτών αλλά και να περιοριστεί το φαινόμενο της αστυφιλίας η Ελλάδα πήρε πολλά πρακτικά μέτρα, όπως η συγκέντρωση των σιτηρών, από το 1928, μέσω ενός κεντρικού φορέα και αφετέρου μέσω της προπαγάνδας, που σκοπό είχε να πείσει, με αφελή θα λέγαμε σήμερα τρόπο, τους αγρότες για την χρησιμότητα του επαγγέλματος τους καθώς και την ανάγκη να παραμείνουν στην γη τους και να την καλλιεργήσουν, ενώ στιγμάτιζαν αρνητικά τον αστικό τρόπο ζωής. Αυτός ο «αγροτισμός» που έλαβε ριζοσπαστικές μορφές κυρίως από το ’27 και μετά, όταν ελήφθησαν τα πρώτα μέτρα προστασίας των αγροτών, ενώ φορείς του είναι κυρίως οι γεωπόνοι και τα αγροτικά περιοδικά, που εξέδιδαν, όπως η «Αγροτική Ζωή», ο «Αγροτικός Ταχυδρόμος», τα Δελτία Τύπου του Υπουργείου Γεωργίας, της Ελληνικής Γεωργικής Εταιρείας και άλλα έντυπα μέσα της εποχής, όπως τα περιοδικά «Εργασία» και «Πολιτεία» , όπου εκεί βρίσκουμε πολλά άρθρα, που πέρα από το τεχνοκρατικό περιεχόμενο τους, βρίσκει κανείς και πολιτικό περιεχόμενο. Και όσο περνάει ο χρόνος, ο λόγος, γίνεται ακόμη πιο πολιτικός και ακόμη πιο εθνικιστικός, με έντονες αναφορές στο έθνος και το επάγγελμα του αγρότη ταυτίζεται με το λειτούργημα του στρατιώτη και η καλλιέργεια της γης με την άσκηση της εθνικής κυριαρχίας. Αυτός ο εθνικιστικός αγροτιστικός λόγος προβάλλεται έντονα και επίσημα με το καθεστώς Μεταξά. Το 1937 σε μια ομιλία του ο Κωνσταντίνος Νέβρος , εξ ονόματος του Υπουργού Γεωργίας, Γεωργίου Κυριακού, εντός της Ακαδημίας Αθηνών, υπάρχει ταύτιση αγροτών και έθνους. Οι αγρότες είναι ό, τι καλύτερο υπήρχε εντός της ελληνικής κοινωνίας. Από το 1936 έως το 1941 αυτή η εικόνα των αγροτών, ως φυλάκων των συνόρων, προβάλλεται  μέσα από τις στήλες του «Νέου Κράτους», της «Νεολαίας» αλλά και όλων των έντυπων μέσων, του περιοδικού «Εργασία», του «Μέλλοντος». Ο γεωργικός εθνικισμός έτσι έλαβε μια πολύ επίσημη μορφή. Είναι δύσκολο κανείς  να αποδείξει την δημοφιλία αυτής της ιδεολογίας, αλλά σίγουρα αυτή η φιλοαγροτική εκστρατεία σε συνδυασμό με πληθώρα μέτρων και το προπαγανδιστικό σκέλος είχε πρακτικό αποτέλεσμα καθώς το ρεύμα της αστυφιλίας αναχαιτίστηκε. Η έκρηξη του ρεύματος τη δεκαετία του ΄20, από την ύπαιθρο στις πόλεις, με 500.000 ανθρώπους, στη δεκαετία του ’30 μιλάμε για περίπου 200.000 ψυχές, δηλαδή λιγότερο από μισό. Άρα, σίγουρα υπάρχει αντίκρισμα σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες.

Τέλος, ποια η θέση των αγροτών στο καθεστώς Μεταξά;

Μεταπολεμικά, στην ιστοριογραφία απομονώσαμε τους πρόσφυγες και τους θεωρήσαμε κάτι εντελώς διακριτό και ξεχωριστό, κάτι που δεν ισχύει τόσο. Δεν είναι τόσο έντονες οι αναφορές σε αυτούς εκείνη τη περίοδο, και αυτό ισχύει και για το καθεστώς Μεταξά. Δεν υπήρξαν οπαδοί του Μεταξά, άλλωστε η συντριπτική πλειοψηφία ήταν βενιζελικοί, λάτρεις του Νικολάου Πλαστήρα. Σε κάθε προσφυγικό σπίτι δίπλα στη Παναγία υπήρχαν εικόνες του Πλαστήρα και του Βενιζέλου, γεγονός, που ισχύει και μεταπολεμικά. Δεν έτυχαν κάποιας ιδιαίτερης μεταχείρισης ή κάποιας διάκρισης. Μια διαπίστωση είναι ότι η αγροτική προπαγάνδα του Μεταξά είχε μεγαλύτερη απήχηση στην Πελοπόννησο, από ότι στις Νέες Χώρες. Δεν μπόρεσαν να δημιουργηθούν οι «Οίκοι του Αγρότου», που εφαρμόστηκαν πειραματικά μόνο στη Πελοπόννησο. Δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τους πρόσφυγες ως «πελατεία» του Ιωάννη Μετάξα ή ως εχθρούς του. Γενικά, δεν μπορούμε να διακρίνουμε τους πρόσφυγες από την υπόλοιπη ελληνική κοινωνία.

Πλουμίδης

Ο Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης γεννήθηκε στα Ιωάννινα το 1974. Το 1996 αποφοίτησε από το Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Το 2000 έλαβε Master’s απότο School of Slavonic and East European Studies. Το 2004 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ από το Department of Byzantine and Modern Greek Studies του King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου.Το 2009 αναγορεύτηκε λέκτορας της Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας – Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από τον Μάρτιο του 2015 υπηρετεί ως Επίκουρος Καθηγητής της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Χάρης Μελετιάδης: Το ζήτημα της Παιδείας στη πολιτική σκέψη του Ελευθερίου Βενιζέλου

Η συνέντευξη δόθηκε στον Δημήτρη Μητσόπουλο, προπτυχιακό φοιτητή του τμήματος Ιστορίας – Αρχαιολογίας του ΑΠΘ

 

Κύριε Μελετιάδη, αρχικά, θα ήθελα να μας αναλύσετε, την εκπαιδευτική πολιτική, που ακολουθήθηκε, στη Κρητική Πολιτεία(1899) και την περίοδο 1910-1920, επί Βενιζέλου;

Ο Βενιζέλος έχει ένα νέο τρόπο να βλέπει το εκπαιδευτικό σύστημα και αυτό είναι φανερό από τις πρώτες συζητήσεις, αν όχι και νωρίτερα σε άρθρα του στην εφημεριδα «Λευκά Όρη». Κατά τις συνταγματικές συζητήσεις της Κρητικής Πολιτείας, προωθεί μια νέα ιδέα που είναι παράδοξη και πρωτοποριακή όχι μόνο για τα ελληνικά αλλά και τα ευρωπαϊκά ηπειρωτικά δεδομένα: όποιος θέλει, αρκεί να μην αντιστρατεύεται τους νόμους και την ηθική του κράτους μπορεί να ιδρύσει ένα σχολείο, χωρίς να ελέγχει το κράτος τι διδάσκει. Αν θέλει, ας πούμε να διδάσκει μαντινάδες, μπορεί να διδάσκει μαντινάδες, αν θέλει να διδάσκει ελληνικά, μπορεί να διδάσκει ελληνικά. Ακριβώς, αυτός ο άνθρωπος είναι ελεύθερος αρκεί να μην αντιστρατεύεται την ηθική και τους νόμους του κράτους. Αυτή η ιδέα έχει καταγωγή. Δεν είναι επινόηση του Βενιζέλου. Είναι μια ιδέα, που τη συναντάμε στο βιβλίο ενός καθηγητή του, όταν σπούδαζε στη νομική σχολή στην Αθήνα, του Θεόδωρου Φλογαϊτη. Ο Φλογαϊτης ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση νομικού, που είχε ενημέρωση ακόμη και για τις νομικές εξελίξεις στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκεί κυρίως εντοπίζεται αυτή η εκπαιδευτική δυνατότητα, όπως και στην Αγγλία. Ο Φλογαϊτης τα διδάσκει αυτά στις παραδόσεις Συνταγματικού Δικαίου και αυτή την ιδέα ασπάζεται ως φοιτητής και ο Βενιζέλος. H διαδρομή από το δάσκαλο στο μαθητή, από τον Φλογαϊτη στο Βενιζέλο έχει πολλά στάδια και επίπεδα. Ο Βενιζέλος στη Κρητική Πολιτεία καθιερώνει ένα τέτοιο σύστημα εκπαίδευσης και έτσι στην ουσία λέει ότι κάθε κοινότητα, οι Χριστιανοί και οι Μουσουλμάνοι ας ιδρύσουν ό,τι σχολείο θέλουν και ας το συντηρήσουν, όπως μπορούν. Δεν τον ενδιαφέρει αν το σχολείο θα έχει δίδακτρα, αν θα επιχορηγείται ή αν θα υπάρχει κάποιος ευεργέτης. Η σύλληψη αυτή βρίσκεται σε αντιδιαστολή με το εκπαιδευτικό μοντέλο στην Ελλάδα και έτσι συναντάει αντίδραση μεταξύ των Ελλήνων βουλευτών. Επιπλέον πολλοί μουσουλμάνοι πληρεξούσιοι αντιδρούν προς τις πολιτισμικές προοπτικές που έθετε κατά τη συνταγματική συζήτηση ο Βενιζέλος με τον ισχυρισμό ότιοι Μουσουλμάνοι της Κρήτης λόγω της άγνοιας της ελληνικής γλώσσας δεν θα είναι σε θέση να διαβάζουν τα κείμενα· ήθελαν συνεπώς να εγκαθιδρύσουν μια διπλή γλωσσική πραγματικότητα στο νησί, μολονότι προφορικός λόγος όλων ανεξαρτήτως θρησκείας ήταν στα ελληνικά. Ο Βενιζέλος αντιπαραβάλει το επιχείρημα ότι τα ελληνικά στα δημόσια κείμενα της Κρητική πολιτείας θα μπορούσαν να είναι κατανοητά από όλους, αρκεί να μην έχουν πολλές «ελληνικούρες» και με την επίνοια αυτή φαίνεται να συντάσσεται με μια απλουστευμένη, επικοινωνιακή μορφή της ελληνικής γλώσσας ως μέσου έκφρασης της διοίκησης.

                Αυτή η αντίληψη τον ακολουθεί και στην ηπειρωτική Ελλάδα, το 1911, όταν ο Βενιζέλος έρχεται, μετά το κίνημα στο Γουδί, και αντιμετωπίζει το γλωσσικό ζήτημα. Το ξεπερνά λέγοντας ότι η γλώσσα η επίσημη είναι  η γλώσσα του κράτους, χωρίς όμως υπερβολές και όσο το δυνατόν, πιο κατανοητή. Το γλωσσικό ζήτημα δεν θα επιλυθεί στους δρόμους με κοινωνικές εντάσεις, αλλά μέσα στο σχολείο. Το σχολείο όμως είναι ζήτημα συσχετισμών και επάλληλων πολιτισμικών διεργασιών. Το τι γίνεται σε μια σχολική τάξη δεν είναι απλό πράγμα, δεν λέει, ας πούμε, ο δάσκαλος Α και οι μαθητές μαθαίνουν Α. Γίνονται πολλά πράματα μέσα σε μια τάξη. Ο Βενιζέλος φαίνεται ότι από το ’11 προωθεί μια λύση, κοντά στη λύση της Κρήτης, που αποκτά όμως πιο σοβαρό θεσμικό χαρακτήρα καθώς αποτυπώνεται στο άρθρο για την επίσημη γλώσσα του κράτους. Το γλωσσικό ζήτημα αφήνεται στους συσχετισμούς της εκπαίδευσης να λειτουργήσουν υπέρ μιας γλωσσικής συναίρεσης ανάμεσα στο γραπτό και τον προφορικό λόγο.

                Το 1913 γίνεται η πρώτη σοβαρή, κατά τη γνώμη μου, απόπειρα εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και προωθείται το σχολείο του λαού, από το οποίο θα περνάνε όλοι οι Έλληνες. Είναι το σχολείο των βασικών γνώσεων. Ο Βενιζέλος στήνει αυτό το σχολείο, αλλά τα νομοσχέδια του 1913 δεν γίνονται νόμος του κράτους. Χρειάζεται να φτάσουμε στο 1917, να μεσολαβήσει ο Διχασμός και να επιστρέψει ο Βενιζέλος στην Αθήνα. Όσο όμως ήταν στη Θεσσαλονίκη καθιερώνει την δημοτική γλώσσα στα αναγνωστικά των πρώτων τεσσάρων τάξεων του δημοτικού σχολείου.Γίνεται έτσι ένα σημαντικό βήμα, ενώ το 1918 γίνεται προσπάθεια επέκτασης της δημοτικής γλώσσας, στα αναγνωστικά της 5ης και 6ης δημοτικού.

Κύριε Καθηγητά, ποία ήταν η σημασία της εκπαιδευτικές μεταρρύθμισης του 1929;

                Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929 είναι τομή. Πρόκειται για μια πραγματικά μεγάλη μεταρρύθμιση. Το καινούριο στοιχείο είναι ότι τώρα πια δεν έχουμε μόνο τους αντιπάλους της δημοτικής, αλλά έχουμε και την παρουσία του κομμουνιστικού κινήματος, που έχει τα δικά του ενδιαφέροντα, τις δικές τους στοχεύσεις, τη δικιά του πολιτική. Μάλιστα, υπάρχει ο Δημήτρης Γληνός, που έχει μετακινηθεί και δεν είναι πια φιλελεύθερος οπαδός του Βενιζέλου, αλλά ανήκει στις τάξεις του Κ.Κ.Ε. Ο Γληνός έχει κοινωνική ατζέντα για το σχολείο, ενώ είναι ένας σημαντικός και ικανός αντίπαλος, καθώς έχει πείρα και γνώσεις. Έχειεργαστεί για τη μεταρρύθμιση του 1913 και έχει συντάξει το νόμο του 1917. Η μεταρρύθμιση του 1929 προωθεί το δημοτικό σχολείο, αλλά το βασίζει στις αρχές του σχολείου εργασίας. Η τομή, που επιχειρείται τότε, βασίζεται στις θεωρίες του Georg Kerchensteiner, ενός γερμανού παιδαγωγού, τον οποίον περιέργως τον χρησιμοποιούν οι πάντες, και φιλελεύθεροι και συντηρητικοί και άλλοι, έστω και αν το έργο του δεν είναι απολύτως κατανοητό, σε όλες του τις διαστάσεις. Στη μεταρρύθμιση του ’1929 ξεχωριστό ρόλο παίζει ο Δημήτριος Γόντικας, ο οποίος είναι εκφραστής μιας κάπως παραδοσιακής αντίληψης για τα πράγματα, ενώ ειδικός αγορητής, στις συζητήσεις στη Βουλή είναι  ένας φιλόδοξος νέος, ο Γεώργιος Παπανδρέου. Το 1930 παραιτήθηκε ο Γόντικας και τον διαδέχτηκε ο Παπανδρέου.

                Μετά το πόλεμο στην απόπειρα μεταρρύθμισης του Καραμανλή, το 1958, και κυρίως του Γεωργίου Παπανδρέου, το 1963-1964, οι αντίπαλοι των αλλαγών λένε ότι επιχειρείται η επαναφορά μοντέλων και προτάσεων, που διατυπώθηκαν το 1929. Από αυτό συνάγεται η «μακρά διάρκεια» της σημασίας της μεταρρύθμισης του 1929.

Τέλος, θα ήθελα να σας ρωτήσω, ποιον δρόμο ακολουθεί ο Βενιζέλος στο γλωσσικό ζήτημα, στη Μακεδονία;

                Όπως είναι γνωστό, η Μακεδονία, υπήρξε μια γλωσσικά ανομοιογενής περιοχή, τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Οι εμπειρίες των μακεδονομάχων που προέρχονταν από το ελληνικό κράτος περιλάμβαναν εικόνες μιας αφελληνισμένης γλωσσικά περιοχής πλην γεμάτης αυτοθυσία εθνικής συνείδησης των γηγενών· εντυπώσεις ότι γύρω από τα σχολεία διαδραματίστηκε ένας τιτάνιος αγώνας, που κλόνισε τον παραδοσιακό πολιτισμικό ρόλο τους και τα έριξε στη δίνη των εθνικισμών· πληγές, καταστροφές, θάνατος και πένθος που αναστάτωσαν τις δομές της συμπεριφοράς των ανθρώπων. Αυτό το αξεδιάλυτο κουβάρι η ελληνική κοινωνία σαν να μην πρόλαβε να το επεξεργαστεί ολοκληρωμένα και να το εκφέρει με τη μορφή ενός προωθητικού προτάγματος.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στις διαπραγματεύσεις της ειρήνης των βαλκανικών πολέμων ο Βενιζέλος δεν επικαλούνταν τη γλώσσα ως στοιχείο της εθνικής ταυτότητας.Μια τέτοια τακτική ήταν adhoc προσανατολισμένη στις διαπραγματεύσεις και δεν μπορούσε να έχει συνέχεια μέσα στα όρια του κράτους, όπου πλέον ζούσαν όχι μόνο οι αφελληνισμένοι γλωσσικά ελληνικοί πληθυσμοί, αλλά και ομάδες άλλες χωρίς ελληνική συνείδηση, τις οποίες είτε η παραδοσιακή παρουσία τους είτε η δίνη των πολεμικών επιχειρήσεων είτε οι συνοριακές διευθετήσεις τους έφεραν εντεύθεν των κρατικών συνόρων.

Ο Βενιζέλος ήδη σε αγόρευσή του στη Βουλή στις 15 Δεκεμβρίου 1914 επεσήμανε: «Εάν θέλωμεντους αλλογλώσσους αυτούς να τους κάμωμεν να μάθουν τα ελληνικά και Έλληνας, οφείλομεν να τους διδάξωμεν την λαλουμένην γλώσσαν και όχι την ψευδή. Βεβαίως εάν θελήσωμεν να τους πούμε τον σκύλο να τον λέγουν κύνα δεν θα κατορθώσωμεν ποτέ να κάμωμεν τίποτε». Σπεύδω να σημειώσω αμέσως ότι μια τέτοια πολιτική δεν είναι ακόμη εκείνη την εποχή αυτονόητη: ο βουλευτής Κορινθίας Σωτήριος Κροκιδάς, επιφανής νομικός με σπουδές στη Γερμανία και στη Γαλλία και αργότερα πρωθυπουργός, απαντά αμέσως στην τοποθέτηση του Βενιζέλου: «Ας μας λείψουν αυτά, εάν πρόκειται να χαλάση η γλώσσαν μας». Τι σημαίνει αυτή η αντίδραση; Κατά τη γνώμη μου ο Κροκιδάς φαίνεται να λέει ότι ο εξελληνισμός στη Μακεδονία θα ακολουθήσει μια μόνο οδό, την οδό της ωμής επιβολής. Είναι ο Κροκιδάς ο μόνος που υποστηρίζει μια τέτοια άποψη; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά αρνητική. Η γλωσσική καταπίεση και οι βίαιες εθνοκαθάρσεις δεν συνιστούν άγνωστη πολιτική επιλογή μόνο στην Ελλάδα, αλλά και τρέχουσα πολιτική επιλογή στην ηπειρωτική Ευρώπη γενικά και όχι απλώς στα εδάφη της Αυστροουγγαρίας, όπως έδειχνε τότε το γνωστό στους δημοτικιστές βιβλίο του OnisiforGhibu,ή αργότερα στην οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Βενιζέλος όμως δεν ασπάζεται αυτή τη λογική, τη λογική της βίαιης εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας, αλλά θεωρεί ότι η εκπαίδευση είναι ο παράγοντας εκείνος, που θα μεταβάλλει τις συνθήκες.

Στην πραγματικότητα οι τομές που προωθεί ο Βενιζέλος, για το γλωσσικό ζήτημα έχουν διττό χαρακτήρα και στόχευση: από τη μια να ενισχύσει τη συνοχή της ελληνικής κοινωνίας, που έχει πλέον επεκταθεί και ενέχει ακόμη στοιχεία από τους εθνικισμούς του παρελθόντος, από την άλλη να χρησιμοποιήσει το σχολείο για να μεταδώσει ένα σύνολο κοινών αξιών, αρχών με στόχο την επιβίωση της πολιτείας και ταυτόχρονα ένα σύνολο δεξιοτήτων για την επιτυχία στο επάγγελμα και στο βίο, το οποίο θα λειτουργήσει και αυτό ενισχυτικά προς την κοινωνική συνοχή. Αξίζει να επισημανθεί ότι ο αγώνας για το γλωσσικό ξανακέρδισμα των πληθυσμών βρίσκεται στο παρασκήνιο ή ακριβέστερα στο παρασκήνιο μένουν όλες εκείνες οι ενέργειες που θα συγκροτούσαν την αυθαίρετη και μονόπλευρη γλωσσική επιβολή· επιλέγεται αντίθετα μια μετριοπαθής σύλληψη, η οποία κατά τη γνώμη μου είναι η δοκιμασία για το υβριδικό πολυπολιτισμικό κράτος, που αρχίζει να σχεδιάζει ο Βενιζέλος  για τα μικρασιατικά εδάφη και εξαγγέλλει από το 1916 κατά την επίσκεψή του στην Αίγυπτο.

Ο κ. Χάρης Μελετιάδης είναι Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου
Ο κ. Χάρης Μελετιάδης είναι Καθηγητής Ιστορίας στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου

Η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης. Η κορύφωση της σύγκρουσης δύο κόσμων. Η ιστορική αποτίμηση, 100 χρόνια μετά

Poster Συμποσίου 2Στο μέσο ακριβώς μιας τετραετίας, η οποία, σε παγκόσμια κλίμακα, κινείται στον αστερισμό του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό ετών από τη διεξαγωγή του, τρία έγκριτα επιστημονικά Ιδρύματα της χώρας, το Ίδρυμα της Βουλής για τη Δημοκρατία και τον Κοινοβουλευτισμό, το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου και το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος”, τιμώντας τα 100 χρόνια από την έλευση του Ελευθερίου Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη και το σχηματισμό της Προσωρινής Κυβέρνησης, οργάνωσαν από κοινού διήμερο Επιστημονικό Συμπόσιο με κεντρικό θεματολογικό άξονα το παραπάνω γεγονός και τις διάφορες προεκτάσεις που αυτό προσέλαβε. Οι εργασίες του Συμποσίου πραγματοποιήθηκαν με αξιόλογη επιτυχία στη Θεσσαλονίκη στις 3 και 4 Οκτωβρίου 2016. Παραθέτουμε την αποτίμηση των εργασιών, έτσι ακριβώς όπως εκτέθηκε κατά την καταληκτική συνεδρία από τους κ.κ. Ευάνθη Χατζηβασιλείου, καθηγητή του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ και Ιωάννη Μουρέλο, καθηγητή του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ.

Αποτίμηση Ε. Χατζηβασιλείου

 

moumtzis-5
Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι καθηγητής του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας

Το συνέδριο για τα 100 χρόνια από το κίνημα της Εθνικής Αμύνης αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, μια από τις ελπιδοφόρες εξελίξεις των ημερών μας. Οργανώθηκε από τρία από τα μεγαλύτερα επιστημονικά ιδρύματα της χώρας: το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία και το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος». Είναι πράγματι ασυνήθιστο φαινόμενο να συνεργάζονται – και μάλιστα, τόσο αρμονικά – όχι δύο, αλλά τρεις μείζονος βαρύτητας επιστημονικοί οργανισμοί, στην εξέταση ενός ιστορικού φαινομένου που καθόρισε την πορεία της χώρας για δεκαετίες. Υπό την έννοια αυτή, πρόκειται για ένα πνευματικό γεγονός μεγάλης βαρύτητας. Παραπέμπει, επιπλέον, σε μια ενισχυμένη ωριμότητα που επιδεικνύει το επιστημονικό προσωπικό της χώρας.

Βασικό χαρακτηριστικό του συνεδρίου, αλλά και θεμελιώδες στοιχείο της επιτυχίας του, ήταν το ότι οι εισηγητές συζήτησαν ένα από τα πλέον ερευνημένα ζητήματα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, θέτοντας όμως μια σειρά νέων (και πολλές φορές τολμηρών, όπως πρέπει να συμβαίνει) ερευνητικών ερωτημάτων. Τούτο είναι δομικό στοιχείο του ποιοτικού επιστημονικού λόγου, ο οποίος οφείλει, στηριζόμενος πάντοτε στην υπεύθυνη έρευνα και στην υπάρχουσα ιστοριογραφία, να βρει νέες κατευθύνσεις ώστε να επεκτείνει και να εμπλουτίσει τη συζήτηση. Οι νέες οπτικές που παρουσιάστηκαν στο συνέδριο περιλάμβαναν απόπειρες λελογισμένων γενικεύσεων, αλλά και την επικέντρωση σε ελάχιστα ερευνημένα θέματα. Επιχειρήθηκαν συνθετικές («μεγάλες») ερμηνείες, αλλά παρουσιάστηκε και εξειδικευμένη έρευνα. Συζητήθηκαν οι τοπικές διαστάσεις και οι αναπόφευκτες, σε μια τέτοια σύγκρουση, αλλοιώσεις (ή συμβιβασμοί ή ακόμη και σκοτεινές πτυχές της), η διαδικασία συγκρότησης της αντιβενιζελικής ταυτότητας, η πολιτική ρητορεία του Διχασμού, ο ρόλος της Εκκλησίας, οι στρατηγικές προτεραιότητες των Κεντρικών Αυτοκρατοριών αλλά και η πρόσληψή τους από την αντιβενιζελική ηγεσία, η σερβική διάσταση των εντάσεων του Μακεδονικού Μετώπου, οι επιπτώσεις της σύγκρουσης στο νομικό/οικονομικό επίπεδο, οι πνευματικές και εκπαιδευτικές εξελίξεις που συνόδευσαν τη σύγκρουση. Υπόδειγμα επιστημονικού λόγου υψηλής ποιότητας, ικανού να αίρεται πάνω από τις εντάσεις της εποχής και να αναζητεί την ερμηνεία, υπήρξε η σειρά των ερωτημάτων που έθεσε (και απάντησε) ο Ι. Μουρέλος για μια από τις σκοτεινότερες πτυχές του Εθνικού Διχασμού, τα Νοεμβριανά του 1916. Η πολλαπλότητα των οπτικών μας δείχνει ότι και τα πιο πολυσυζητημένα ιστορικά θέματα μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νέας επεξεργασίας. Ίσως μάλιστα, περισσότερο αυτά, με την απαραίτητη προϋπόθεση της εμμονής στην επιστημονική μεθοδολογία.

Το συνέδριο αυτό επιβεβαίωσε για μια ακόμη φορά μια θεμελιώδη προϋπόθεση της καλής ιστορικής έρευνας. Συγκέντρωσε ειδικούς τριών, κατά βάση γενεών: αν μου συγχωρεθεί μια μεταφορά, τους έμπειρους, τους ανερχόμενους και τους νέους. Τούτο αποτελεί έναν βασικό μοχλό για να επιτευχθεί ένα από τα βασικά ζητούμενα της επιστήμης της ιστορίας: ο συνδυασμός της συνέχειας και της ανανέωσης.

 

Αποτίμηση Ι. Μουρέλου

 

giannis
Ο κ. Ιωάννης Μουρέλος είναι καθηγητής του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ.

   Η δική μου αποτίμηση πρόκειται να κινηθεί επάνω σε δυο άξονες. Ο πρώτος, περισσότερο θεωρητικός, έχει να κάνει με την επιστημονική προσέγγιση ενός ιστορικού φαινομένου.

Οι εργασίες του διημέρου που ολοκληρώθηκε, απέδειξαν πως εκατό χρόνια μετά, ο Εθνικός Διχασμός είναι πλέον σε θέση να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας με γνώμονα όλους τους κανόνες της επιστημονικής δεοντολογίας. Πρόκειται για πολλά υποσχόμενη διαπίστωση αναφορικά με ένα φαινόμενο, το οποίο, επί μακρόν, δεν είχε καταφέρει να αποτινάξει τη διάσταση της πολιτικής αντιπαράθεσης, αλλά ούτε και εκείνη της εξιδανίκευσης προσώπων και καταστάσεων. Όμως, η επιστήμη της Ιστορίας δεν είναι κάποιο περιστασιακό εργαλείο, που να μας επιτρέπει να προβάλλουμε τις επιθυμίες μας ή να εξορκίζουμε τις όποιες ανησυχίες, τις όποιες ανασφάλειες μας διακατέχουν. Η Ιστορία λέει αυτά που λέει, και όχι απαραίτητα εκείνα που θα επιθυμούσαμε εμείς να λέει. Ούτε και είναι θεμιτή η χρήση της για την εξυπηρέτηση πολιτικών, ιδεολογικών ή άλλου είδους σκοπιμοτήτων. Στόχος και αποστολή της δεν είναι να κατανέμει εκ του ασφαλούς ευθύνες, σαν να επρόκειτο για κάποια ανώτατη δικαστική αρχή. Στόχος και αποστολή της είναι να προσπαθεί να κατανοήσει και, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύσει το ανθρώπινο παρελθόν. Υπό αυτό το πρίσμα, σκόπιμες αποσιωπήσεις, παραποιήσεις ή προσθαφαιρέσεις προκειμένου να αναδειχθεί κάποια συγκεκριμένη πτυχή ενός ιστορικού φαινομένου και, αντιστρόφως ανάλογα, προκειμένου να υποβαθμισθεί κάποια άλλη, είναι πρακτικές, οι οποίες όχι μόνο δεν έχουν, αλλά και ούτε δικαιούνται να διεκδικήσουν θέση στο χώρο της επιστήμης της Ιστορίας.

Ο δεύτερος άξονας σχετίζεται με τον ορισμό του Εθνικού Διχασμού και με την περιγραφή του περιεχομένου του. Οι κορυφώσεις, συχνά δραματικές, που το φαινόμενο του Εθνικού Διχασμού γνωρίζει κατά καιρούς, έχουν συμβάλλει στην εμπέδωση μιας απατηλής αντίληψης ως προς τον ορισμό του φαινομένου. Ο Εθνικός Διχασμός δεν είναι μια διαφορά γύρω από μια επιλογή εξωτερικής πολιτικής (τη στάση, την οποία όφειλε να υιοθετήσει η Ελλάδα το 1914 έναντι της νέας, παγκόσμιας θεώρησης των πραγμάτων, αλλά ούτε και μια σύγκρουση ανάμεσα σε δυο ιδιοσυγκρασιακές προσωπικότητες, τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον βασιλέα Κωνσταντίνο. Αυτή είναι η μικροσκοπική προσέγγιση. Όμως, όπως κάθε ιστορικό φαινόμενο, το οποίο, το οποίο εκ των πραγμάτων εξελίσσεται μέσα στο χρόνο, έτσι και ο Εθνικός Διχασμός έχει απόλυτη ανάγκη από μια περισσότερο μακροσκοπική θεώρηση, που να του επιτρέπει να αναπτυχθεί και να αναπνεύσει.

Εάν, επομένως, υποτεθεί πως μεταξύ των ετών 1914-1918 (η επιλογή των οριακών ημερομηνιών είναι συμβατική μόνο και μόνο επειδή συμπίπτει με τη διενέργεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου) λαμβάνει, απλώς, χώρα μια θεαματική κορύφωση ενός ευρισκόμενου ήδη εν εξελίξει φαινομένου και εφόσον καταφέρει κανείς να αποδεσμευτεί από την όποια γοητεία (στους αντίποδες η μια της άλλης) μπορούν να ασκούν οι προσωπικότητες των δυο υποτιθέμενων πρωταγωνιστών, τότε είμαστε μάρτυρες μιας εκ διαμέτρου διαφορετικής πραγματικότητας: eκείνης της σύγκρουσης μεταξύ δυο διαφορετικών κοινωνικών τάξεων ( της παραδοσιακής ολιγαρχίας και της διαρκώς ανερχόμενης αστικής τάξεως) με αντικείμενο τον έλεγχο και την άσκηση της εξουσίας. Υπό αυτή την οπτική, η διεύρυνση του χρονικού ορίζοντα εκπλήσσει με το μέγεθός της. Οι καταβολές του φαινομένου του Εθνικού Διχασμού ανέρχονται στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, η δε καταληκτική ημερομηνία (περί τα μέσα της δεκαετίας 1930-1940), ξεπερνά κατά πολύ τη φυσική παρουσία του ενός εκ των πρωταγωνιστών (ως γνωστόν, ο Κωνσταντίνος πεθαίνει στις αρχές του 1923) και συμπίπτει, απλώς, με την απώλεια του δευτέρου. Επομένως, σε μια διαλεκτική σχέση αιτίου-αιτιατού, την έννοια της διάρκειας διεκδικεί επάξια το αμιγώς ελληνικό εσωτερικό φαινόμενο του Εθνικού Διχασμού.

 Αντίθετα, η συγκυριακή διάσταση του φαινομένου αντιστοιχεί στη διεθνή παράμετρο. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και οι ανάγκες, οι οποίες προκύπτουν από τη διεξαγωγή του, προσδίδουν νέες, πρωτόγνωρες διαστάσεις στον Εθνικό Διχασμό. Η θεαματική αναβάθμιση της γεωστρατηγικής σημασίας του ελλαδικού χώρου και η ένταξη του τελευταίου στον εν γένει πολεμικό σχεδιασμό, εισάγουν ρυθμούς και σφυρηλατούν συμπεριφορές, που ξεπερνούν κατά πολύ τα ελληνικά δεδομένα. Έτσι εξηγείται γιατί το Εθνικός Διχασμός προσλαμβάνει την απατηλή μορφή μιας διένεξης γύρω από μια επιλογή εξωτερικής πολιτικής. Εν κατακλείδι, ένα διεθνές φαινόμενο έρχεται να επικαθήσει επάνω σε ένα, ευρισκόμενο σε εξέλιξη ελληνικό φαινόμενο. Από αυτή, δε,την καθαρά συγκυριακή διαπλοκή, προκύπτουν εξαιρετικά έκρυθμες και δραματικές κορυφώσεις.

Με τη λήξη των εργασιών, επιχειρήθηκε μια σύνδεση του υπό πραγμάτευση αντικειμένου με την τρέχουσα πραγματικότητα, αποδεικνύοντας πως μπορεί μεν η Ιστορία να μην επαναλαμβάνεται, ωστόσο η σε βάθος γνώση της τελευταίας αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση προκειμένου να είναι κανείς σε θέση να κατανοεί το παρόν ή ακόμη και να επιχειρεί προβολή στο μέλλον.

           

Tο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» και το έργο του. Συνέντευξη με τον Διευθυντή του κ. Νικόλαο Παπαδάκη.

Κύριε Παπαδάκη, στο πλαίσιο τoυ αφιερώματος μας σε επιστημονικά και ακαδημαϊκά  ιδρύματα στην Ελλάδα θα θέλαμε να μας μιλήσετε, για την ιστορία, το έργο και τις δράσεις του «Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών Ελευθέριος Βενιζέλος»

Αυτή η αναδρομή απαιτεί πολύ χρόνο. Το ίδρυμα ήρθε να καλύψει ένα μεγάλο κενό. Τη μελέτη της σημαντικότερης προσωπικότητας του νεότερου ελληνισμού. Ένα κενό που είχε να κάνει τόσο με την έρευνα όσο και με τη συγκρότηση των μελετών, που αναφέρονται στο έργο, στην εποχή και στη προσωπικότητα του Βενιζέλου. Αναμφισβήτητα, πριν συσταθεί το ίδρυμα υπήρχαν αξιόλογες μελέτες και σημαντικές εκδόσεις, αλλά έλειπε  ο συντονισμός. Αυτό το έργο ανέλαβε το Ίδρυμα, που συστάθηκε το 2000 στα Χανιά.  Το Εθνικό Ίδρυμα  Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Βενιζέλος»  έχει διαφορετικό χαρακτήρα από άλλα ομόλογα ιδρύματα, που αφορούν άλλες μεγάλες προσωπικότητες της χώρας.  Έχει θεσμικό χαρακτήρα, καθώς μετέχουν στη διοίκηση του ελάχιστα φυσικά πρόσωπα. Το μέγιστο ποσοστό της διοίκησης  κατέχεται από θεσμικούς παράγοντες με εκπροσώπηση της τοπικής αυτοδιοίκησης, της Εκκλησίας,  φορέων, όπως τα πανεπιστημιακά ιδρύματα της Κρήτης, πνευματικών ιδρυμάτων, όπως το Μουσείο Μπενάκη. Όλα αυτά προδιαθέτουν την διαύγεια και την επιστημονική προσέγγιση του στόχου. Το ίδρυμα δεν συστάθηκε, για να καταλήξει σε μια εκκλησία του Βενιζέλου ή να κάνει μια αγιογράφηση του. Συστάθηκε, για να μελετά το έργο και τη προσωπικότητα του, πλην όμως στο πλαίσιο της επιστημονικής δεοντολογίας. Η συνεργασία με κορυφαίους πανεπιστημιακούς φορείς της χώρας, με κορυφαία ιδρύματα, όπως καλή ώρα, τώρα με το Ι.Μ.Χ.Α και με το Ίδρυμα της Βουλής, στη πραγματοποίηση του συμποσίου, που είναι εν εξελίξει. Επιδιώξαμε και καταφέραμε ,νομίζω, το βήμα του Ιδρύματος, όπου και αν είναι αυτό, είτε στα Χανιά, είτε στην Αθήνα, είτε στη Θεσσαλονίκη, να είναι ελεύθερο βήμα. Να είναι ανεπηρέαστο, από ψυχώσεις και φανατισμούς.  Κεντρικός άξονας είναι να υπηρετηθεί στο μέγιστο δυνατό η ιστορική αλήθεια,  γεγονός που το αποδεικνύουν όχι μόνο οι εκδόσεις και τα συνέδρια αλλά η ευρύτερη παρουσία  του ιδρύματος στον επιστημονικό και εκπαιδευτικό χώρο. Κάθε χρόνο 4000 παιδιά περνάνε από το ίδρυμα, όχι μόνο για να επισκεφθούν το ίδρυμα ή το σπίτι του Βενιζέλου, αλλά για  τις πολύ υψηλού επιπέδου δράσεις, που το ίδρυμα μας συνεχίζει να προσφέρει. Η ιστορία στο ίδρυμα έχει διαδραστική μορφή, είναι ζωντανή και λόγω του διαρκώς αυξανόμενου ενδιαφέροντος μερικές φορές δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε, όπως θα θέλαμε. Αντιλαμβάνεστε ότι από όλη την Ελλάδα χιλιάδες παιδιά και δεν μπορούμε να τους εξυπηρετήσουμε όπως θα θέλαμε. Φέτος, οι δράσεις του ιδρύματος θα επεκταθούν και θα χρησιμοποιήσουμε νέες μεθόδους, όπως τη «βαλίτσα» με εκπαιδευτικό υλικό, που θα αντικαθιστά το σπίτι του Βενιζέλου και θα ταξιδέψει σε σχολεία όλης της χώρας και του εξωτερικού. Αξίζει να σημειωθεί ότι η βαλίτσα κατασκευάστηκε στη Θεσσαλονίκη. 

Εντάσσεται στους στόχους του ιδρύματος η εξωτερίκευση του έργου του Βενιζέλου;

Η εξωστρέφεια είναι βασικό ζητούμενο, αν και πρόκειται για μια πολύ δύσκολη προσπάθεια. Το γεγονός αυτό σχετίζεται άμεσα με τους πόρους και τα οικονομικά του ιδρύματος, που είναι σε κάτω του μετρίου κατάσταση.  Επίσης, ο στόχος αυτός σχετίζεται άμεσα με την παρούσα οικονομική κατάσταση, αλλά δεν καταθέτουμε τα όπλα. Η αποκατάσταση του σπιτιού του Βενιζέλου στη Χαλέπα, με χρήματα του ΕΣΠΑ, οδήγησε σε ένα πρότυπο μουσειακό έργο, αυτής της πολιτικής. Το σπίτι αποκαταστάθηκε με ευρωπαϊκά κονδύλια. Ο επισκέπτης μένει έκπληκτος με όσα συναντά στο σπίτι του Βενιζέλου και νιώθει ότι μπορεί να επιστέψει στο κλίμα της εποχής, εκεί που έζησε μια μεγάλη προσωπικότητα. Δυο επισκέπτες, ένας γάλλος πανεπιστημιακός, έγραψε στο βιβλίο επισκεπτών ότι θεωρεί το σπίτι εφάμιλλο του Γάλλου στρατηγού Ντε Γκωλ και ένας Αμερικάνος έγραψε ότι κάτι τέτοιο είδε μόνο στο σπίτι του Άβρααμ Λίνκολν. Στο βιβλίο επισκεπτών συναντά κανείς χιλιάδες τέτοια σχόλια. Όλα αυτά τα λέω, για να ενισχύσω την προβολή του σπιτιού και εδώ οι Μακεδόνες, οι Θεσσαλονικείς αξίζει να επισκεφθούν  το σπίτι.

Κύριε Παπαδάκη, όλοι ξέραμε για το κοινωνικό και πολιτικό έργο. Θα ήθελα να μας  μιλήσετε για τη προσωπικότητα του Βενιζέλου. Τι άνθρωπος ήταν ο Βενιζέλος;

Είμαι θαυμαστής του Βενιζέλου αλλά όχι αγιογράφος του. Ήταν πολυσύνθετη προσωπικότητα. Απλός, ευαίσθητος, ευγενής, από την άλλη πλευρά ως πολιτικός προσπάθησε να θεμελιώσει θεσμούς και να τους υπερασπιστεί. Οι συνθήκες της εποχής δεν του επέτρεψαν να ολοκληρώσει το έργο του. Ήταν σκληρός, όταν χρειαζόταν να υπερασπιστεί τη χώρα του και να αντιμετωπίσει πολιτικές, που υποθήκευαν το μέλλον της χώρας.

Οι σχέσεις του με το λαό μαρτυρούνται από πολλές πηγές. Δεν ήταν λαϊκιστής. Ήταν μέσα στα γεγονότα και  στις επαναστάσεις για αυτό είχε την αγάπη του κόσμου. Θα πρέπει να δει κανείς, να διαβάσει την αλληλογραφία του. Να διαβάσει περιγραφές συνεργατών του. Να εντυπωσιαστεί από το χαμόγελο του, για να συνειδητοποιήσει το ψυχικό του κόσμου. Πάντα υποδεχόταν με χαρά τους παλιούς συντρόφους τους και ήταν στη διάθεση τους. Προσπαθούσε να τους στηρίξει και ακόμη περισσότερο μετά το γάμο του με την Έλενα Σκυλίτση απέκτησε οικονομική ισχύ. Πολλούς από αυτούς τους συντηρούσε.  Εν κατακλείδι, υπάρχουν ακόμη άγνωστα κεφάλαια γύρω από το Βενιζέλο.

stratigikes-epiloges-eleutheriou-benizelou-kata-a-pagkosmio-polemoΟ κ. Νικόλαος Εμμ. Παπαδάκης είναι  νομικός και μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Χανίων. Διατέλεσε Πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Βάμου από το 1980 ως το 1990. Διατελεί Γενικός Διευθυντής του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών & Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» από την ίδρυσή του το 2000. Διατελεί Αντιπρόεδρος του Κοινωφελούς Ιδρύματος «Αγία Σοφία» από το 1990.
Δημοσιεύσεις: Έχει συγγράψει δύο βιβλία με τίτλους: i)Ελευθέριος Βενιζέλος και Μακεδονία, 1914-1918: Η σημασία της μάχης του Σκρα (Μια επισκόπηση), Χανιά 2008 και ii) Eleftherios K. Venizelos: A biography, Chania 2006. Επίσης έχει επιμεληθεί διάφορες εκδόσεις με θέματα ιστορικά.

Μαρία Καζαντζίδου (ΙΑΠΕ): Ο αφανισμός του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης. Συνέντευξη στους Χαράλαμπο Γάππα και Δημήτρη Μητσόπουλο

Μαρία Καζαντζίδου (ΙΑΠΕ): Ο αφανισμός του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης

Συνέντευξη στους Χαράλαμπο Γάππα και Δημήτρη Μητσόπουλο

 

Κυρία Καζαντζίδου, στο πλαίσιο του συνεδρίου για τον ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης θα μπορούσατε να μας περιγράψετε τη κοινωνική διάρθρωση των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και κάποιους σταθμούς της ιστορίας, από το 1924 έως το 1964;

Σύμφωνα με τη πρώτη επίσημη απογραφή του 1927, στην  Τουρκία ζούσανε 199.822 ελληνόφωνοι χριστιανοί ορθόδοξοι, εκ των οποίων οι 7.000 ήταν κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου και οι 15.666 ήταν Έλληνες υπήκοοι, που είχαν μεταναστεύσει στο παρελθόν από περιοχές της Ηπείρου της Στερεάς Ελλάδας και του Μωριά,για επαγγελματικούς και οικονομικούς λόγους. Οι 15.000 ζούσαν υπό το καθεστώς των εταμπλί ενώ οι 7.000 ήταν Ίμβριοι και Τενέδιοι. Οι υπόλοιποι ήταν Χριστιανοί ορθόδοξοι αλλά τούρκοι υπήκοοι.  Το 1930 ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Μουσταφά Κεμάλ υπογράψανε  το Σύμφωνο Ειρήνης και Φιλίας όπως ξέρουμε σύμφωνα με το οποίο, μπορούσανε και οι Έλληνες υπήκοοι να ζουν στη Τουρκία, πάντοτε υπό το καθεστώς των εταμπλί. Ωστόσο, εξετάζοντας την πορεία των ελληνορθόδοξων που ζούσαν στη Τουρκία, η περίοδος μετά το Σύμφωνο Φιλίας μόνο ειρηνική και φιλική προς τους Έλληνες δεν υπήρξε

Το τουρκικό κράτος στη προσπάθεια του να αποδυναμώσει το ελληνορθόδοξο στοιχείο κατά περιόδους έπαιρνε μέτρα, νομοθετούσε και έθετε περιορισμούς έτσι ώστε βαθμιαία να αποδυναμωθεί σιγά-σιγά το ελληνορθόδοξο στοιχείο. Υπάρχουν κάποιοι σταθμοί που δείχνουν τη βαθμιαία αποδυνάμωσή του. Ο πρώτος σταθμός είναι το 1932 με το Νόμο Περί Επαγγελμάτων. σύμφωνα με αυτόν απαγορεύονταν στους Έλληνες υπηκόους η άσκηση 20 επαγγελμάτων. Δεν αφορούσε εξειδικευμένα επαγγέλματα, αλλά αυτά που ασκούσε η μεσαία τάξη, όπως οι φωτογράφοι, κουρείς, ξεναγοί, πλανόδιοι πωλητές, κατασκευαστές ενδυμάτων, υποδημάτων,  καπελών, εργαζόμενοι στην εστίαση ή στη βιομηχανία την ξυλουργεία τις οικοδομές κ.ά. Αυτό το μέτρο έπληξε περίπου 12.000 Έλληνες υπηκόους, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Τουρκία, μη έχοντας κάποιο επάγγελμα να ασκήσουν. Στη συνέχεια με τον Β΄ Π. Π το τουρκικό κράτος επιστράτευσε μη μουσουλμάνους (Εβραίους, Αρμένιους, Ελληνορθόδοξους) και έστειλε τους μεν μεγαλύτερους σε στρατόπεδα στα βάθη της Ανατολής, τους δε νεότερους σε περιοχές της Ανατολικής Θράκης. Επίσημα δεν είναι γνωστός ο λόγος της επιστράτευσης, αυτοί οι άνθρωποι έζησαν για 14 μήνες σε στρατόπεδα, κάνοντας καταναγκαστικά έργα, υπό άθλιες συνθήκες διαβίωσης, ενώ 2.000 έχασαν τη ζωή τους στα τάγματα εργασίας και αρκετοί πέθαναν, μετά την επιστροφή στις εστίες τους, λόγω της ταλαιπωρίας, που είχαν υποστεί.              

 Ένα ακόμη μέτρο, που έπληξε τους μη μουσουλμάνους, είναι το «βαρλίκ Βεργκισί», δηλαδή ο φόρος ευμάρειας ή περιουσίας, που αρχικά (1942) θεσπίστηκε για όλο τον πληθυσμό, αλλά τελικά εφαρμόστηκε μόνο στους μη μουσουλμάνους. Οι διαμαρτυρίες όμως της γαλλικής, της γερμανικής και της ιταλικής κοινότητας μέσω των πρεσβειών τους διαμαρτυρήθηκαν έντονα και πέτυχαν την εξαίρεση τους, από το φόρο αυτό. Τελικά ο φόρος αυτός έπληξε μόνο τους ελληνορθόδοξους, τους Εβραίους και τους Αρμένιους. O οφειλέτης έπρεπε μέσα σε 10 μέρες -και σε ορισμένες περιπτώσεις δίνονταν παράταση 5 ημερών- να πληρώσει το χρέος του. Σε περίπτωση μη πληρωμής εκποιούνταν η περιουσία του και αν και η εκποιημένη περιουσία του πάλι δεν επαρκούσε στο να «καλύψει» την οφειλή του, οδηγούταν σε εξορία στη «Σιβηρία» της Ανατολής στο Άσκαλε και το Κοπ Νταγί σε τάγματα εργασίας, με σκοπό να αποπληρώσει έτσι την οφειλή του προς 100 γρόσια τη μέρα. Συνολικά εξορίστηκαν 2.500 άτομα από τα οποία τα 25 έχασαν τη ζωή τους στην εξορία.               

Μετά το πόλεμο πως είναι η ζωή των Ρωμιών και τι προβλήματα αντιμετώπιζαν;

Οι Ρωμιοί της Κωνσταντινούπολης ανήκαν στη μεσαία τάξη, ενώ ασχολούνταν με το εμπόριο και πολλοί ήταν ελεύθεροι επαγγελματίες, αποτελώντας ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της τουρκικής οικονομίας.

Septembriana_1955-2
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας στα ερείπια του ναού του Αγίου Κωνσταντίνου, Κωνσταντινούπολη.

Η μελανότερη σελίδα για τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης γράφτηκε το Σεπτέμβρη του 1955, στις 6 προς 7 Σεπτεμβρίου. Κατά τη διάρκεια των ημερών αυτών έφτασαν στη Κωνσταντινούπολη φορτηγά από άλλες περιοχές της Τουρκίας στη Κωνσταντινούπολη, μεταφέροντας άτομα, ενώ ο δήμος τους εφοδίαζε με τσεκούρια, ρόπαλα και βαριοπούλες  ενθαρρύνοντας τον όχλο αυτό να προβεί  σε ξυλοδαρμούς κατά Ελλήνων και σε λεηλασίες και καταστροφές των επιχειρήσεων τους, των κατοικιών τους, των εκκλησιών. Αφορμή υπήρξε μια εμπρηστική ενέργεια στη Θεσσαλονίκη κατά του Τουρκικού Προξενείου, γεγονός που προκάλεσε ζημίες στο σπίτι του Μουσταφά Κεμάλ. . Σήμερα γνωρίζουμε όμως πως αυτό υπήρξε αφορμή και πως δράστης ήταν ένας φοιτητής από τη Κομοτηνή, ο Οκτάϊ Εγκίν, που ζούσε στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια στην Τουρκία απέκτησε και πολιτικά αξιώματα. Αρχειακές έρευνες από τους εκεί ερευνητές αποκαλύπτουν πως η όλη «επιχείρηση» οργανώθηκε από την Υπηρεσία Ανορθόδοξου Καθοριστική τομή υπήρξαν οι απελάσεις του 1964 όταν ο Ισμέτ Ινονού κατήγγειλε μονομερώς τη Συμβαση του 1930.

Οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης χαρακτηρίζονταν επιζήμιοι, επικίνδυνοι και ανεπιθύμητοι για το τουρκικό κράτος, με την κατηγορία ότι ασκούν εγκληματικές ενέργειες, όπως κατασκοπεία, πορνεία , διακίνηση ναρκωτικών και άλλες εγκληματικές πράξεις και έπρεπε να εγκαταλείψουν τη χώρα. Από το μέτρο αυτό επλήγησαν περίπου 12.500 Έλληνες, αλλά η φυγή Ελλήνων ξεπέρασε σε αριθμό τις 30.000 καθώς οι οικογένειες ήταν μεικτές και μπορούσε το ένα μέλος να έχει τούρκικη υπηκοότητα και τα υπόλοιπα ελληνική ή αντίστροφα. Συνολικά, ο ελληνικός πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης, μέσα σε 12 μήνες, μειώθηκε από 90.000 στις 30.000.

Septembriana_1955-1Η διαδικασία ήταν πολύ σύντομη και οδυνηρή. Έπρεπε να εγκαταλείψουν τη χώρα μέσα σε λίγα 24ωρα , ενώ το πληροφορούνταν από τις εφημερίδες ή την αστυνομία. Επιτάχθηκαν τα περιουσιακά τους στοιχεία, κινητά και ακίνητα, ενώ μπορούσαν να πάρουν μαζί τους μόνο μια βαλίτσα 20 κιλών και ένα ποσό, που αντιστοιχούσε στα 20 δολάρια. Αφού του ανακοινωνόταν η απέλαση του και από εκεί οδηγούνταν στο 4ο αστυνομικό τμήμα, υπέγραφε ένα έγγραφο, το οποίο δεν μπορούσε να διαβάσει, σύμφωνα με το οποίο ασκούσε εγκληματικές ενέργειες. Σε περίπτωση άρνησης του να υπογράψει οδηγούνταν στην απομόνωση, μέχρι να υπογράψει. Βέβαια, ήδη από το ’55  και μετά, πέρα από το επίσημο κράτος, υπήρξε μια συντονισμένη προσπάθεια για να συνδεθεί ο ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης με τα γεγονότα στη Κύπρο. Οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν τον αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α κατά των Ρωμιών, ενώ υπήρχε και ένα κίνημα «Πολίτη, μίλα τουρκικά!», που ανάγκαζε τους Ρωμίους της Πόλης να μιλάνε χαμηλόφωνα ή δεν μιλούσαν ελληνικά.  Παράλληλα, φοιτητικές εθνικιστικές ομοσπονδίες προχώρησαν σε ανθελληνικές ενέργειες οικονομικού αποκλεισμού, τοιχοκολλώντας πινακίδες , που έγραφαν: «Πολίτη, μην ψωνίζεις από αυτό το κατάστημα, γιατί ο ιδιοκτήτης του είναι Έλληνας και κάθε γρόσι που του δίνεις γίνεται σφαίρα, για τον Έλληνα αδερφό μας στη Κύπρο». Κανένας δεν συνελήφθη και κανένας δεν τιμωρήθηκε για αυτές τις ενέργειες.                   

Τα τελευταία χρόνια συλλέγονται μαρτυρίες Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Αυτές θα παρουσιαστούν στο συνέδριο, με κάποιο τρόπο;

septemvriana-konstantinople-1-1300Τα  τελευταία χρόνια εκπονήσαμε ένα ερευνητικό πρόγραμμα με σκοπό τη συλλογή μαρτυριών και αρχειακού υλικού από Έλληνες της Κωνσταντινούπολης. Καταφέραμε να συγκεντρώσουμε 70 μαρτυρίες και πλούσιο φωτογραφικό και αρχειακό υλικό, που αποτυπώνει την ζωή τους στην Πόλη. Στο συνέδριο υπάρχουν εισηγήσεις, που βασική πηγή άντλησης πληροφοριών είναι οι  προφορικές μαρτυρίες, όπως αυτή της κα Αικατερίνης Πλίασα,¨Η τελευταία άλωση¨: Τα Σεπτεμβριανά μέσα από τις προφορικές μαρτυρίες των Κωνσταντινουπολιτών, του κ. Γιώργου Μαυρουδή, ¨Με μια Βαλίτσα στο χέρι¨. Οι απελάσεις του 1964-65 μέσα από τις προφορικές μαρτυρίες των Κωνσταντινουπολιτών, της κα Ευδοκίας Σαρρίδου, Μνήμη και λήθη: ο ρόλος της συλλογικής μνήμης, των Μαρία Καζαντζίδου – Ελένη Ιωαννίδου, Οι Ρωμιοί απελαθέντες της Κωνσταντινούπολης στη Θεσσαλονίκη και της Μαρία Καζαντζίδου,Μια ομάδα, μία κληρονομία. Ο Πανθεσσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών   (1926-1979) ως φορέας συλλογικής μνήμης και κοινωνικής καταξίωσης.

14459784_1491901197505264_535039648_n

Η κα. Μαρία Καζαντζίδου αποφοίτησε από το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Από το 1999, εργάζεται στο Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού του Δήμου Καλαμαριάς ως  ιστορικός. Στα πλαίσια αυτά δραστηριοποιείται στον ερευνητικό τομέα με τη συλλογή προφορικών μαρτυριών, αρχειακού και φωτογραφικού υλικού καθώς και την αξιοποίηση αρχειακών τεκμηρίων δημόσιων φορέων και ιδιωτικών συλλογών. Συμμετείχε στην έρευνα, αξιοποίηση και  συγγραφή των ιστορικών φωτογραφικών λευκωμάτων: “Η Καλαμαριά Γράφει Ιστορία. 1940 – 1967 Από την Επιβίωση στη Δημιουργία” και “Μια ζωή Απόλλων Μορφωτικός Γυμναστικός Σύλλογος Ο Απόλλων 1926 – 2006”.  Διοργανώνει και συμμετέχει εκ μέρους του Ι.Α.Π.Ε. σε συνέδρια, ημερίδες διαλέξεις, παρουσιάσεις βιβλίων και εκπαιδευτικά προγράμματα. Επίσης άρθρα της υπάρχουν δημοσιευμένα στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο. Τα επιστημονικά και ερευνητικά της ενδιαφέροντα σχετίζονται με την κοινωνική και πολιτισμική ιστορία του προσφυγικού ελληνισμού στο σύνολό του (Πόντο, Μικρά Ασία, Ανατολική Θράκη) τους Ελληνοκύπριους πρόσφυγες του 1974 και των Ρωμιών της Κωνσταντινούπολης κατά τον 20ο αιώνα καθώς και η αποκατάστασή τους στην Ελλάδα

Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, Η «Σύνοδος» της Κρήτης νόθος καρπός εξωσυζυγικών σχέσεων

1. Η Κωνσταντινούπολη εγκαταλείπει την Ορθόδοξη Παράδοση και αναγνωρίζει εκκλησιαστικότητα στους αιρετικούς
Ο συνοδικός θεσμός δεν έπαυσε ποτέ να λειτουργεί στη ζωή της Εκκλησίας. Και μετά τις θεωρούμενες από όλους επτά οικουμενικές συνόδους, με τελευταία την Ζ´ της Νικαίας (787), και τις μετά ταύτα θεωρούμενες από πολλούς ως Η´ και Θ´, την επί Μ. Φωτίου δηλαδή το 879 και την επί Αγίου Γρηγορίου Παλαμά του 1341/1351, συνήλθαν πολλές σύνοδοι με ευρύτερη η μικρότερη σύνθεση και με σπουδαίο συνοδικό έργο.
 ᾽Ακόμη και κατά την Τουρκοκρατία και σε όλη την διάρκεια του 19ου αιώνος πάμπολλες σύνοδοι, με την συμμετοχή τις περισσότερες φορές και των πατριαρχών Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων ως και ιεραρχών από τα πρεσβυγενή αυτά πατριαρχεία, αντιμετώπισαν τα ανακύψαντα θέματα στην ζωή της Εκκλησίας, ιδιαίτερα τον προσηλυτισμό Ορθοδόξων πιστών από παπικούς και προτεστάντες ιεραποστόλους. Δεν έπαυσε πάντως η Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, υπό καθεστώς δουλείας και αιχμαλωσίας, να οργανώνει με την δέουσα ιεροπρέπεια τα της διοικήσεως και της λατρείας της. Πλην της Αγίας και Μεγάλης Ρωσίας, όλες σχεδόν οι ορθόδοξες χώρες ήσαν υπό τον Οθωμανικό ζυγό.
Η παρακμή των Οθωμανών και η δημιουργία νέων κρατών, με την παραχώρηση αυτοκεφαλίας στις κατά τόπους εκκλησίες, εμείωσαν το ποίμνιο της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως και περιόρισαν την δικαιοδοσία της, έδωσαν όμως νέα δυναμική στα νέα ορθόδοξα κράτη να οργανώσουν ελεύθερα τα του εκκλησιαστικού βίου και να λαμπρύνουν την Ορθόδοξη πίστη και ζωή. Οι μεταξύ τους βέβαια ανταγωνισμοί και εθνοφυλετισμοί, που έφθασαν κάποιες φορές και μέχρι των πολεμικών συγκρούσεων, παρεμπόδιζαν την έκφραση της ενότητας των αυτοκεφάλων εκκλησιών και έδιναν την εικόνα μιας διεσπασμένης Εκκλησίας, μολονότι δεν υπήρχε τίποτε που να τις χωρίζει στο δόγμα, στη λατρεία και στην διοίκηση. Η μετά τους βαλκανικούς πολέμους και τον α´ παγκόσμιο πόλεμο σταθεροποίηση της πολιτικής καταστάσεως δεν διήρκεσε πολύ, διότι ακολούθησαν η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 στη Ρωσία, που έθεσε την μεγαλύτερη και πιο δυνατή ορθόδοξη χώρα και την Εκκλησία της σε σκληρό αντιχριστιανικό διωγμό, δέσμια της κομμουνιστικής δικτατορίας και θηριωδίας, κατάσταση που επεκτάθηκε σε λίγο και στις άλλες βαλκανικές χώρες, πλην της Ελλάδος. Ήλθε κατόπιν η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, με τα εκατομμύρια των Ελλήνων προσφύγων που εγκατέλειψαν τις πατρογονικές τους εστίες και απογύμνωσαν από ποίμνιο την ήδη αποδυναμωμένη από τις αυτοκεφαλίες «Εκκλησία των του Χριστού πενήτων», που έγινε τώρα φτωχότερη.
Στην Δύση, που δεν γνώρισε την ισλαμική τυραννία και δικτατορία, ο Παπισμός γεμάτος υπερηφάνεια και αυτοπεποίθηση συγκάλεσε το 1870 την Α´ Βατικάνειο Σύνοδο ως Οικουμενική, και εδογμάτισε το πρωτείο και το αλάθητο του πάπα, ενώ οι Προτεστάντες διηρημένοι και διεσπασμένοι οργάνωσαν από το τέλος του 19ου αιώνος την Οικουμενική Κίνηση που οδήγησε στην εξωτερική τους έστω ενότητα στο λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών». Μέσα σ᾽ αυτές τις παγκόσμιες και διαχριστιανικές διεργασίες θελήσαμε και οι Ορθόδοξοι να δώσουμε το παρόν, για να μην είμαστε δήθεν απομονωμένοι και αποδυναμωμένοι, αλλά όλος μαζί ο χριστιανικός κόσμος, ενωμένος
Κοντεύουν να κλείσουν από τότε εκατό χρόνια, και η αντιπαραδοσιακή αυτή και εκκλησιολογικά απαράδεκτη εκτροπή της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως να μεταμορφώσει τις αιρέσεις σε «εκκλησίες», να χορηγήσει με συνοδικό έγγραφο εκκλησιαστικότητα στους αιρετικούς, αποκτά τώρα με την «Σύνοδο» της Κρήτης πανορθόδοξη συνοδική κατοχύρωση με το προβληματικό κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», που διαιρεί και διχάζει την Εκκλησία. Η αιχμάλωτη τώρα στον Οικουμενισμό της Δύσεως Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως προσπαθεί να παρασύρει και να πείσει τις άλλες ορθόδοξες τοπικές εκκλησίες, ως προκαθημένη και ως Μητέρα Εκκλησία των νεωτέρων αυτοκεφάλων εκκλησιών, ότι οι καιροί άλλαξαν, ότι η Πατερική Παράδοση και οι Ιεροί Κανόνες, που απαγορεύουν την κοινωνία με τους αιρετικούς και τις συμπροσευχές, πρέπει να αλλάξουν, να προσαρμοσθούν στις δήθεν νέες ανάγκες των καιρών, οι κήρυκες των οποίων μοναδικό στόχο έχουν να προκαλέσουν διαιρέσεις και σχίσματα στο σώμα της Εκκλησίας με το να αρνούνται την αποκλειστικότητα της σωτηρίας εν Χριστώ και την εκκλησιαστική αποκλειστικότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως της μόνης Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, όντως εχθροί του Χριστού και της δι᾽ Αυτού σωτηρίας.
Ήδη η Ημερολογιακή Μεταρρύθμιση το 1924 με πρωτεργάτη τον μασόνο πατριάρχη Μελέτιο Μεταξάκη, επιβληθείσα πραξικοπηματικώς, χωρίς πανορθόδοξη απόφαση, ετραυμάτισε και τραυματίζει σκληρά μέχρι σήμερα την εορτολογική ενότητα των Ορθοδόξων[2], ενώ η έκτοτε αρξαμένη συζήτηση για σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου με βασική θεματολογία οικουμενιστική, που όρισε ο εν λόγω καινοτόμος πατριάρχης, έθεσε δυστυχώς τις βάσεις και τα θεμέλια όχι για μία αληθινά Ορθόδοξη Σύνοδο, αλλά για μία ψευδοσύνοδο οικουμενιστικών προδιαγραφών, βασικός στόχος της οποίας δεν ήταν η επίλυση επειγόντων και φλεγόντων θεμάτων, αλλά η νομιμοποίηση των αιρέσεων ως εκκλησιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ στον κατάλογο των θεμάτων γράφτηκαν και διαγράφτηκαν πολλά θέματα, μερικά από τα οποία όντως φλέγοντα, όπως το Ημερολογιακό, της χορηγήσεως αυτοκεφάλου και άλλα, το μόνο που παρέμεινε από τότε σταθερά και δεν ετόλμησε κανείς να το θίξει είναι το θέμα «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», ήτοι «Σχέσεις της Εκκλησίας προς τις αιρέσεις και τα σχίσματα», που, επειδή είναι δεδομένες και αμετάβλητες με βάση την Αγία Γραφή και τους Πατέρες, προσπαθούν να τις αλλάξουν και να προκαλέσουν νέα σχίσματα και διαιρέσεις.
Η μεταξάκεια περίοδος δεν είχε καλή συνέχεια και λόγω αντιδράσεων στο σώμα της ιεραρχίας στην Κωνσταντινούπολη και λόγω απροθυμίας των λοιπών αυτοκεφάλων εκκλησιών να ακολουθήσουν τις καινοτομίες της Κωνσταντινούπολης, όπως φάνηκε από τα απαντητικά γράμματά τους στις ανιχνευτικές των προθέσεών τους πατριαρχικές και συνοδικές εγκυκλίους των ετών 1902 και 1904 του πατριάρχου Ιωακείμ του Γ´. Την σκυτάλη του Οικουμενισμού παρέλαβε από τον Μεταξάκη ο πατριάρχης Αθηναγόρας, που κατέλαβε τον πατριαρχικό θρόνο το 1948 με βίαιη έξωση του προκατόχου του Μαξίμου του Ε´, πρόσωπο της εμπιστοσύνης των Αμερικανών και γνωστών μυστικών εταιρειών, των οποίων ήτο μέλος. Δεν θα προχωρήσω σε άλλες αναλύσεις, γιατί τα πράγματα είναι γνωστά στους περισσοτέρους. Αυτό που αξίζει να αναφερθεί είναι ότι η ενότητα του χριστιανικού κόσμου επιδιώχθηκε από τους σχεδιαστάς εις βάρος του κύρους και της αξιοπρέπειας της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, της Ορθοδόξου Εκκλησίας, με πρωτεργάτη τον Αθηναγόρα, με δύο απαράδεκτες εκκλησιολογικά κινήσεις. Να γίνουν μέλη του παναιρετικού προτεσταντικού «Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών» (ποιων «Εκκλησιών»;) σταδιακά όλες οι αυτοκέφαλες ορθόδοξες εκκλησίες, πρωτοστατούσης της Κωνσταντινουπόλεως, και να αρχίσει η προσέγγιση με τους Παπικούς, οι οποίοι τη επιδράσει των αυτών κύκλων είχαν αρχίσει να εγκαταλείπουν την αυστηρή εκκλησιολογική τους αποκλειστικότητα, και να αναγνωρίζουν κάποια στοιχεία εκκλησιαστικότητας στους εκτός της παπικής μάνδρας Χριστιανούς. Είναι εξόχως χαρακτηριστικό, και έχει επισημανθή από πολλούς, ότι την ίδια εποχή που προετοιμαζόταν και λειτουργούσε η Β´ Βατικάνειος Σύνοδος (1962-1965) την ίδια εποχή και με παρόμοια εκκλησιολογική γραμμή καλούσε ο Αθηναγόρας στην Ρόδο τις τρεις «Πανορθόδοξες Διασκέψεις» (1961, 1963, 1964) και την τετάρτη στο Chambésy της Γενεύης (1968), οι οποίες καθόρισαν και τον πρώτο κατάλογο θεμάτων της μελλούσης να συνέλθει Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και οδήγησαν στις «Διορθόδοξες Προπαρασκευαστικές Επιτροπές» και στις «Προσυνοδικές Διασκέψεις» από το 1971 μέχρι την σύγκληση της «Συνόδου» της Κρήτης τον Ιούνιο του 2016. Επί πενήντα πέντε έτη (55) μετά την «Α´ Πανορθόδοξη Διάσκεψη» της Ρόδου (1961) και επί σαράντα πέντε έτη (45) μετά την «Α´ Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Επιτροπή» στην Γενεύη (1971) και σαράντα έτη (40) μετά την «Α´ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη» στην Γενεύη (1976), ετοιμάζεται και μαγειρεύεται και κοσκινίζεται η πολυθρύλητη και προσδοκώμενη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Και ποιο είναι το αποτέλεσμα; Η ψευδοσύνοδος της Κρήτης του Ιουνίου του 2016.
Ουδέποτε στην ιστορία της Εκκλησίας χρειάσθηκε τόσος χρόνος για να ετοιμασθεί μία σύνοδος, διότι οι σύνοδοι αντιμετώπιζαν πάντοτε φλέγοντα και επείγοντα θέματα, που δεν επέτρεπαν χρονικές καθυστερήσεις και παρατάσεις, αλλά απαιτούσαν άμεση αντιμετώπιση. Που οφείλεται άραγε αυτή η καθυστέρηση και αδυναμία να συγκαλέσουμε μία μεγάλη σύνοδο οικουμενικών προδιαγραφών, που να ανταγωνίζεται, να στέκεται επάξια απέναντι στην Β´ Βατικάνειο Σύνοδο, η οποία προετοιμάσθηκε τάχιστα, έλαβαν μέρος 2.500 επίσκοποι, έναντι των 150 στην δική μας «μεγάλη» της Κρήτης, διήρκεσε όχι μία εβδομάδα, αλλά δύο έτη, και παρήγαγε θεολογικά κείμενα με τα οποία μέχρι σήμερα ασχολείται η θεολογική έρευνα, ακόμη και η Ορθόδοξη, και γενικώς συγκέντρωσε το παγκόσμιο ενδιαφέρον επί μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ η δική μας χάθηκε και εξαφανίσθηκε, όσο ακόμη διαρκούσε η βραχύβια, μερικών ημερών, ζωή της; Γιατί τόση βία και σπουδή να κλείσουν γρήγορα τα θέματα, να μη δίνεται επαρκής χρόνος στις συζητήσεις, να μη μετέχουν όλοι οι επίσκοποι, να μην έχουν όλοι δικαίωμα ψήφου, να μην είναι ανοικτές οι συζητήσεις όχι μόνον στους δημοσιογράφους, αλλά και στον κλήρο και στον λαό, και να φυλάσεται από αστυνομικές δυνάμεις ο περιβάλλων χώρος; Γιατί φοβόμαστε το πλήρωμα της Εκκλησίας, αν οι αποφάσεις μας είναι θεάρεστες, ευαγγελικές και πατερικές;
Η απάντηση δεν είναι δύσκολη. Από την αρχή οι σκοποί της «Συνόδου» δεν εκινούντο στην ορθόδοξη συνοδική παράδοση, η οποία βασικώς προϋποθέτει ότι κάθε σύνοδος ακολουθεί και σέβεται τις αποφάσεις των προηγουμένων συνόδων «επομένη τοις Αγίοις Πατράσι»· καταδικάζει τις συμπροσευχές που εκείνες απαγόρευσαν και τις αιρέσεις που εκείνες κατεδίκασαν, σαν να είναι όλες οι σύνοδοι συνεδρίες μιάς και της αυτής συνόδου. Καταπολεμεί και αναθεματίζει νέες αιρέσεις που εμφανίσθηκαν και ανησυχούν το πλήρωμα της Εκκλησίας, αντιμετωπίζει ποιμαντικά και διοικητικά προβλήματα και γενικώς φροντίζει να τηρείται απαρασάλευτα η ευαγγελική και Πατερική Παράδοση. Τίποτε από όλα αυτά δεν έπραξε η Σύνοδος της Κρήτης, αλλά ακριβώς τα αντίθετα. Όχι μόνο δεν επανέλαβε την καταδίκη των αιρέσεων που οι παλαιές σύνοδοι κατεδίκασαν, όπως του Μονοφυσιτισμού, του Παπισμού και του Προτεσταντισμού, αλλά αντίθετα τις ονόμασε εκκλησίες. Αντί να καταδικάσει την νέα παναίρεση του Οικουμενισμού, την εισήγαγε συνοδικά μέσα στην Εκκλησία επαινώντας τα απαράδεκτα κείμενα των Θεολογικών Διαλόγων και την εξευτελιστική συμμετοχή μας στο λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», δηλαδή στο προτεσταντικό «Παγκόσμιο Συμβούλιο Αιρέσεων». Απέφυγε να καταδικάσει τις συμπροσευχές με τους αιρετικούς, οι οποίες έγιναν πλέον συρμός και μόδα· αντίθετα τις επεκύρωσε με την συμπροσευχή των ετεροδόξων παρατηρητών στις διάφορες ακολουθίες. Δεν ασχολήθηκε, αντίθετα διέγραψε από την θεματολογία το καυτό και επείγον θέμα του Ημερολογίου, δεν έλυσε το θέμα της Διασποράς ούτε του αυτοκεφάλου, και απλώς ενόμισε ότι καλύπτει όλα αυτά τα κενά με γενικόλογες θεολογικές διακηρύξεις στο μήνυμα και στην εγκύκλιο που εξαπέστειλε.
Η ορθόδοξη και παραδοσιακή αντιμετώπιση όλων αυτών των θεμάτων δεν ήταν επιθυμητή στους σχεδιαστάς της «Συνόδου». Σε κάθε φάση της μακρόχρονης προετοιμασίας η αγρυπνούσα συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας ήγειρε αντιρρήσεις. Σεβαστοί Γέροντες και Άγιοι νεώτεροι της Εκκλησίας, όπως και μαχητικοί επίσκοποι της Εκκλησίας, το Άγιον Όρος σύσσωμο, η πάλαι ποτέ παραδοσιακή Εκκλησία της Ελλάδος, πολλοί καθηγηταί των Θεολογικών Σχολών, χριστιανικές αδελφότητες και σωματεία, και πλήθος πιστών, αντιδρούσαν στην σύγκληση της Συνόδου[3], διότι εγνώριζαν τους αντορθόδοξους στόχους της. Δεν είχαμε εδώ τον αλάθητο και πρώτο πάπα για να κάνει ο,τι θέλει, όπως έκανε με την Β´ Βατικάνειο Σύνοδο, η οποία ας σημειωθεί, παρά τις κάποιες εκσυγχρονιστικές και προτεσταντίζουσες αποφάσεις της, δεν έθιξε καθόλου τα ουσιώδη εκκλησιολογικά δόγματα του Παπισμού. Καθυστερούσαν, λοιπόν, κοσκίνιζαν και μαγείρευαν οι μάγειροι του Οικουμενισμού, μέχρις ότου αλλάξουν επί το ευνοικώτερο οι συνθήκες για την σύγκληση της οικουμενιστικής τους «Συνόδου». Αυτός είναι ο λόγος της μακροχρόνιας προετοιμασίας και αντιπαραδοσιακής καθυστέρησης. Δεν τους έβγαινε η οικουμενιστική «Σύνοδος», που θα διέκοπτε την συνέχεια της Συνοδικής Πατερικής Παραδόσεως.
Η αιφνίδια επίσπευση της σύγκλησης της «Συνόδου» από τον τρίτο μεγάλο σκυταλοδρόμο του Οικουμενισμού, τον πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, μετά τους Μελέτιο Μεταξάκη και Αθηναγόρα, οφείλεται στην εκτίμηση, ότι το κλίμα τώρα είναι ευνοικό. Η παραδοσιακή και συντηρητική μέχρι του αειμνήστου αρχιεπισκόπου Σεραφείμ Εκκλησία της Ελλάδος, άλλαξε πορεία και πλεύση προς τον Οικουμενισμό· στο Άγιον Όρος έχουν εμφυτευθή οικουμενιστικοί πυρήνες που το διχάζουν και το εμποδίζουν να εκφρασθεί παραδοσιακά· οι Θεολογικές Σχολές έχουν υιοθετήσει με συντριπτική πλειοψηφία των καθηγητών το οικουμενιστικό ψευδοόραμα, όπως φαίνεται από την υποστήριξη της ίδρυσης Τμήματος Ισλαμικών Σπουδών, από την μετατροπή του ορθοδόξου μαθήματος των Θρησκευτικών σε θρησκειολογικό και από πλήθος δημοσιευμάτων και εκδηλώσεων· οι θεολόγοι του «Καιρού» και της «Μεταπατερικής Θεολογίας» του Βόλου καλύπτονται και ενισχύονται από πατριαρχικές, αρχιεπισκοπικές και επισκοπικές ευλογίες, ενώ ξεθεμελιώνουν την Ορθοδοξία και τον σωτήριο «καιρό» της Κ. Διαθήκης τον μετατρέπουν σε καιρό απωλείας, προσαρμογής και καινοτομίας. Η εκκλησιαστική ηγεσία της Μεγάλης Ρωσίας συμπλέει μετά χαράς μέσα στα θολά νερά της οικουμενιστικής εκτροπής, ενώ θα μπορούσε ανταποκρινόμενη στα αντιοικουμενιστικά, αντιπαπικά, αντιδυτικά αισθήματα του ρωσικού λαού να ανατρέψει την καταστροφική πορεία. Και ο δικός μας ευσεβής λαός, ο ελληνικός, ζαλισμένος από τα μνημόνια, την φορολογία, την ανεργία, την αιφνίδια ανατροπή των βιωτικών του σχεδίων και προγραμμάτων, στήνεται στις ουρές των τραπεζών, των εφοριών, των συσσιτίων, προσπαθεί να εξασφαλίσει τον επιούσιο, να επιβιώσει και, πλην ολίγων, αδιαφορεί για τα εκκλησιαστικά και πνευματικά.
Να λοιπόν, ποια κατάλληλη στιγμή, ποιο ευνοικό κλίμα περίμεναν τα κλιμάκια της Νέας Εποχής του Οικουμενισμού και της Πανθρησκείας, για να τερματίσουν το κοσκίνισμα και το μαγείρεμα επί ένα σχεδόν αιώνα, και να συγκαλέσουν εσπευσμένα την ψευδοσύνοδο της Κρήτης. Απατώνται όμως, αν νομίζουν, ότι, όπως ξεγέλασαν πολλές εκκλησιαστικές ηγεσίες και πολλούς επισκόπους -ευτυχώς υπάρχουν και αυτοί που δεν ξεγελάστηκαν- θα εξαπατήσουν και την γρηγορούσα συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας, θα εξαπατήσουν τελικώς τον Θεό, τον ιδρυτή και κεφαλή της Εκκλησίας, τον Χριστόν Ιησούν, και το Άγιο Πνεύμα, που οδηγεί την Εκκλησία εις πάσαν την αλήθειαν και αποδιώκει τα πνεύματα της πλάνης και των αιρέσεων. Η «Σύνοδος» της Κρήτης ως καρπός και γέννημα αλλοτρίων πνευμάτων θα απορριφθεί και θα σβήσει από τις δέλτους της εκκλησιαστικής ιστορίας ως νόθο γέννημα κακών και αμαρτωλών ωδίνων, του έρωτα και της αγάπης κάποιων προκαθημένων προς τις αιρέσεις του Παπισμού και του Οικουμενισμού. Εκεί κυοφορήθηκε και εκεί γεννήθηκε· δεν είναι τέκνο και γέννημα της Ορθοδόξου Εκκλησίας· στην Κρήτη μας την έφεραν απλώς για αναγνώριση, αλλά το DNA της δεν είναι συμβατό με τα βιολογικά χαρακτηριστικά των Πατέρων της Ορθοδοξίας. Δεν μας είχε προειδοποιήσει ο Άγιος Παίσιος για τις ερωτικές προτιμήσεις του Αθηναγόρα; Ταιριάζει απόλυτα στην συνάφεια: «Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, όπως φαίνεται, αγάπησε μίαν άλλην γυναίκα μοντέρνα, που λέγεται Παπική Εκκλησία, διότι η Ορθόδοξος Μητέρα μας, δεν του κάνει καμίαν εντύπωσι, επειδή είναι πολύ σεμνή»[4].

[1]. Για όλη αυτή την αλλαγή στην Κωνσταντινούπολη βλ. περισσότερα εις Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, «Από την Ορθοδοξία στον Οικουμενισμό. Η μεγάλη ανατροπή του 20ου αιώνα», εις το πρόσφατο βιβλίο μας: Αγία και Μεγάλη Σύνοδος. Πρέπει να ελπίζουμε η να ανησυχούμε; Θεσσαλονίκη 2016, εκδόσεις «Το Παλίμψηστον», σελ. 15-48.
[2]. Για την ημερολογιακή μεταρρύθμιση και γενικώς τον οικουμενιστικό ρόλο του πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη βλ. περισσότερα στην μελέτη μας «Παλαιό και Νέο Ημερολόγιο. Γιατί απέσυρε το φλέγον θέμα η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος;» Θεοδρομία 18 (2016) 264-291 και στο προαναφερθέν στην υποσημ. 1, βιβλίο μας, στις σελ. 179-216, όπου παρατίθενται πολλές αρνητικές εκτιμήσεις για τον εσχάτως πολυεπαινούμενο πολυπράγμονα και καινοτόμο πατριάρχη.
[3]. Όλες αυτές τις υγιείς αντιδράσεις βλ. στο ειδικό αφιερωματικό διπλό τεύχος της Θεοδρομίας Ιανουάριος-Ιούνιος 2016.
[4]. Από επιστολή που έστειλε ο Άγιος Παίσιος στον αείμνηστο Γέροντα π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο για δημοσίευση στον «Ορθόδοξο Τύπο» με ημερομηνία 23 Ιανουαρίου 1968. Ολόκληρο το κείμενο της επιστολής βλ. εις Θεοδρομία 12 (2010) 420-423. Για την αρνητική στάση του Αγίου Παισίου έναντι του Οικουμενισμού, η οποία συνήθως αποσιωπάται βλ. το αφιερωματικό εις αυτόν τεύχος της Θεοδρομίας Απρίλιος-Ιούνιος 2015.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
To πρωτότυπο κείμενο ήταν γραμμένο σε πολυτονικό σύστημα. Για τεχνικούς λόγους έχει μετατραπεί σε μονοτονικό.

zisis

Ο Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης είναι Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. Στο παρελθόν διετέλεσε επιστημονικός συνεργάτης του Ιδρύματος Πατερικών Μελετών και του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών (Κ.Β.Ε.) του Α.Π.Θ., του οποίου υπήρξε και πρόεδρος. Έχει εκπροσωπήσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Εκκλησία της Ελλάδος σε διορθόδοξες και διαχριστιανικές συναντήσεις. Έλαβε μέρος στο Διάλογο Ορθοδόξων και Παλαιοκαθολικών, στο Διάλογο Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, όπως και σε διορθόδοξες συναντήσεις, στη Γενεύη, για την προετοιμασία της Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Ένας χρόνος Clio Turbata!!! Σας ευχαριστούμε πολύ!!!

H Clio Τurbata συμπλήρωσε ένα χρόνο ζωής και στο διάστημα αυτό μας έμαθε πολλά.  Μέσα από τις 29 συνεντεύξεις που μας παραχώρησαν ιστορικοί από την Ελλάδα και το εξωτερικό  φωτίσαμε πλευρές διαφόρων ιστορικών περιόδων, που είτε  τις αγνοούσαμε είτε διατηρούσαμε μια θολή εικόνα γι’ αυτές. Είχαμε τη τιμή να φιλοξενήσουμε άρθρα  έγκριτων ιστορικών και ειδικών ερευνητών,  ενώ καταφέραμε να δώσουμε βήμα σε νέους επιστήμονες που μας τίμησαν με την αρθρογραφία τους. Τέλος, πετύχαμε να ολοκληρώσουμε την ψηφιοθήκη μας, η οποία αποτελεί έναν μοναδικό οδηγό αρχείων και βιβλιοθηκών από όλο τον κόσμο. 

Στόχος μας η διάδοση της ιστορικής επιστήμης και η προαγωγή της δημόσιας ιστορίας. 

Εφαλτήριο η αγάπη μας για την Ιστορία.

Σας ευχαριστούμε εκ βάθους καρδίας για την υποστήριξη σας!

Συνεχίζουμε !!!!  

logo Clio

 

Χαράλαμπος Αλεξάνδρου: Η Ιστορία ως προπαγανδιστικό εργαλείο: η χρήση της Ιστορίας στις προκηρύξεις της ΕΟΚΑ

Χαράλαμπος Αλεξάνδρου: Η Ιστορία ως προπαγανδιστικό εργαλείο:

η χρήση της Ιστορίας στις προκηρύξεις της ΕΟΚΑ

«Αδελφοί Κύπριοι,

Από τα βάθη των αιώνων, μας ατενίζουν όλοι εκείνοι, οι οποίοι ελάμπρυναν την Ελληνικήν ιστορίαν δια να διατηρήσουν την ελευθερίαν των, οι Μαραθονομάχοι, οι Σαλαμινομάχοι, οι τριακόσιοι του Λεωνίδα και οι νεώτεροι του Αλβανικού έπους. Μας ατενίζουν οι αγωνισταί του 21, οι οποίοι μας εδίδαξαν ότι η απελευθέρωσις από τον ζυγόν του δυνάστου αποκτάται πάντοτε με το ΑΙΜΑ. […] Ας απαντήσωμε με έργα, ότι θα γίνομεν «πολλώ κάρρονες» τούτων».

Το πιο πάνω απόσπασμα εντοπίζεται στην πρώτη και άρα ιδιαιτέρως σημαντική προκήρυξη της ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών), υπογεγραμμένη από τον αρχηγό της, τον Διγενή. Η χρήση της ελληνικής Ιστορίας είναι συχνή καθ’ όλη τη διάρκεια της τετραετίας 1955-1959. Πότε όμως παρουσιάζεται εντονότερη χρήση της Ιστορίας; Ποιες ιστορικές στιγμές και ιστορικές προσωπικότητες εμφανίζονται συχνά; Και αντιθέτως. Ποιες σημαντικές στιγμές και προσωπικότητες απουσιάζουν; Με ποιο κριτήριο γινόταν η επιλογή τους; Ποιες σκοπιμότητες εξυπηρετούσε η χρήση της Ιστορίας; Αναλύονταν ή όχι η Ιστορία στην οποία γινόταν αναφορά; Αυτά είναι κάποια από τα ερωτήματα στα οποία, υπό τους περιορισμούς του χώρου, θα επιχειρηθεί να δοθεί απάντηση.

Όπως θα ήταν αναμενόμενο, συχνότερη εμφάνιση θεμάτων της Ιστορίας παρατηρείται στις μέρες εθνικών επετείων. Τις ημέρες εκείνες κατά τις οποίες ο λαός συμμετείχε με ενθουσιασμό, παντοιοτρόπως και καθολικώς στους εορτασμούς υπήρχε ευνοϊκότερη πρόσληψη των μηνυμάτων της επαναστατικής Οργάνωσης που μαχόταν ενόπλως για την αποτίναξη του βρετανικού ζυγού. Κύριος σκοπός των φυλλαδίων που κυκλοφορούσαν κατά τις συγκεκριμένες μέρες ήταν η ανάδειξη του αγώνα ως συνέχειας των εθνικών αγώνων των Ελλήνων και η ανάδειξη των ηρώων της Οργάνωσης ως συνεχιστών του έργου των μεγάλων εθνικών ηρώων. Οι κυριότερες επέτειοι κατά τις οποίες κυκλοφορούσαν φυλλάδια της Οργάνωσης ήταν η 25η Μαρτίου και η 28η Οκτωβρίου. Η ανάδειξη της 1ης Απριλίου ως μιας σημαντικής ημέρας η οποία είχε προστεθεί στο ιστορικό επετειολόγιο των Ελλήνων, παρουσιάζεται ήδη από την πρώτη χρονιά του αγώνα. Σε ένα επετειακό φυλλάδιο αναγράφεται: «ο αγώνας των Κυπρίων όχι μόνο κατατάσσεται ανάμεσα στους ενδοξότερους των Ελλήνων αλλά προβάλλεται να έχει ξεπεράσει όλους τους υπόλοιπους εξ αιτίας των τεράστιων επιτυχιών που κατάφερε να έχει παρά τη δυσανάλογων δυνάμεων των εμπλεκομένων».

Η 25η Μαρτίου δεν αποτελούσε μόνο μια πασίγνωστη εθνική επέτειο. Αποτελούσε μια σελίδα ηρωισμού εκ μέρους των Ελλήνων και βιαιότητας του αντιπάλου. Αποτελούσε μια ιστορική στιγμή κατά την οποία ο λαός αψήφησε το πλήθος του εχθρού και την υλική του υπεροχή. Η συγκεκριμένη ιστορική στιγμή εμπεριείχε σαφείς προεκτάσεις για την Κύπρο και τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά τον ένοπλο αγώνα της ΕΟΚΑ. Έτσι, δεν προκαλεί έκπληξη η αναφορά στο «αρματολίκι του Διγενή», στον «κλεφτοπόλεμον της ΕΟΚΑ» και στα «Κυπριακά καριοφίλλια».  Η χρήση όμως παραδειγμάτων από τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, σε καμιά περίπτωση δεν ενείχε αντιτουρκική χροιά. Το σημείο που τονιζόταν ήταν το πλήθος και η αγριότητα του αντιπάλου και όχι η τουρκική ή μουσουλμανική του ταυτότητα. Επιπλέον, η ΕΟΚΑ ως στρατιωτική οργάνωση και ο ίδιος ο αρχηγός της, χρησιμοποιούσαν κατά κόρον προσωπικότητες όπως οι Κολοκοτρώνης, Καραϊσκάκης, Τζαβέλας, Μπότσαρης, Παπαφλέσσας ενώ απουσιάζουν οι αναφορές σε Μαυροκορδάτο, Καποδίστρια, Όθωνα κ.ά.

Ενδιαφέρον θα ήταν να εντοπιστεί η απάντηση της ΕΟΚΑ στο ζήτημα της εμπλοκής της Αγγλίας στη δημιουργία του ελληνικού κράτους. Η απάντηση παρουσιάζεται σε κείμενο της ΑΝΕ (Άλκιμος Νεολαία ΕΟΚΑ) και ακολουθεί την πάγια τακτική που ακολουθούσε και ο Διγενής σε άλλες προκηρύξεις του.  Του διαχωρισμού του λαού από την ηγεσία του. Σε αυτό το σχήμα εξηγείται και η εξής αναφορά:

«Δεν είναι αι κυβερνήσεις των λεγομένων Μεγάλων Δυνάμεων που εβοήθησαν τους Έλληνας κατά την Επανάστασιν του Γένους. Ήσαν οι λαοί. Αρκεί να ενθυμηθώμεν ότι ο Άγγλος Ναύαρχος Κόρδιγκτων εδικάσθη και κατεδικάσθη […] επειδή εξ ιδίας πρωτοβουλίας απήντησεν εις τα πυρά του Τουρκικού στόλου εις το Ναυαρίνον […]. Το Ναυαρίνον λοιπόν […] δεν είναι η Αγγλική κυβέρνησις που το εδημιούργησεν αλλά μία σύμπτωσις. Μόνον λόγοι διπλωματικής σκοπιμότητος έκαμαν τους Έλληνας να ομιλούν περί ευγνωμοσύνης προς την Αγγλίαν».

Το φυλλάδιο συνεχίζει επιχειρώντας να αποδείξει τη διαχρονική έχθρα των βρετανικών κυβερνήσεων προς την Ελλάδα, με αναφορές στην υπόθεση Πατσίφικο, στις κρητικές επαναστάσεις και στη στάση τους κατά τις τραγικές ημέρες της μικρασιατικής καταστροφής. Στο φυλλάδιο της ΠΕΚΑ (Πολιτική Επιτροπή Κυπριακού Αγώνος) με τίτλο «Οι αιώνιοι  εχθροί της Ελλάδος» το οποίο απαντούσε στα «Πικρολέμονα» του Ντάρελ, γίνεται και πάλιν αναφορά στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου και αποκαλύπτεται ο λόγος που η Οργάνωση επανέφερε το θέμα επιχειρώντας να πείσει για τη διαχρονική έχθρα του Λονδίνου εναντίον των Ελλήνων:

«Άλλωστε αυτό το γεγονός το εκμεταλλεύονται πολύ οι Άγγλοι «Ιεροεξετασταί του Σπέσιαλ Μπραντς» όταν πρόκειται να πείσουν κάποιον συλληφθέντα, ότι πάντοτε οι Άγγλοι υπήρξαν φιλέλληνες και ότι επομένως αδίκως ήρχισε τον αγώνα η ΕΟΚΑ».

Στο φυλλάδιο με τίτλο «Πάντοτε οι ίδιοι» παραλληλίζεται η στάση των Βρετανών στο θέμα των Επτανήσων με το θέμα της Κύπρου. Εκείνο που τονίζεται δεν είναι το γεγονός ότι οι Βρετανοί απέδωσαν τα Επτάνησα στην Ελλάδα αλλά το γεγονός ότι για να γίνει αυτό, οι Επτανήσιοι έπρεπε να απορρίψουν μια «νόθον λύσιν» που πρότειναν οι Βρετανοί και να αγωνιστούν για την Ένωση τους με την Ελλάδα». Τα υπονοούμενο προς τους Κύπριους αποδέκτες του μηνύματος της προκήρυξης ήταν σαφές.

Η επιλογή των παραδειγμάτων από την κλασσική εποχή και τη νεότερη Ιστορία γινόταν γιατί αποτελούσαν δύο ιστορικές περιόδους κατά τις οποίες το κοινό σημείο αναφοράς και συνεκτικός δεσμός των ενόπλων Ελλήνων ήταν η εθνική τους καταγωγή. Κάτι που έλειπε από τους ένοπλους του Βυζαντίου, κύριος – και σε πολλές περιπτώσεις ο μόνος – συνεκτικός δεσμός των οποίων αποτελούσε η θρησκεία∙ μια θρησκεία την οποία ασπάζονταν όμως και οι ίδιοι οι Άγγλοι. Σε μια προσπάθεια αφαίρεσης ακόμα και αυτού του μοναδικού ίσως ταυτοτικού  χαρακτηριστικού που ένωνε Έλληνες και Βρετανούς, παρουσιάζεται σε φυλλάδιο της ΠΕΚΑ η ιστορία των δεκατριών μοναχών της Καντάρας τους οποίους είχαν βασανίσει και κάψει οι Λατίνοι επειδή αρνήθηκαν να ασπαστούν τον καθολικισμό.

Πέρα από την ανάδειξη ηρωικών προτύπων αντίστασης λοιπόν, η Οργάνωση επιχειρούσε να αναδείξει την αγωνιστική παράδοση των Ελλήνων, την πίστη τους στην Πατρίδα και στην υπεράσπισή της με κόστος ακόμα και της ζωή τους. Σε αυτή τη λογική δεν ταίριαζαν οι πόλεμοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου και η reconquista του Ιουστινιανού. Οι ηρωικές αναφορές στο Βυζάντιο που εξαντλούνταν σε μία αναφορά στον Διγενή Ακρίτα και τρεις στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο επιβεβαιώνουν τα πιο πάνω. Η ελάχιστη χρήση των προτύπων αυτών σε σύγκριση με το πλήθος των παραδειγμάτων από κλασσική και νεότερη Ελλάδα φυσικά δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπέκρυπτε κάποια άλλη σκοπιμότητα πέρα από την ανάδειξη ιστορικών προτύπων ηρωικής αντίστασης για την υπεράσπιση του πατρώου εδάφους. Εντοπίζεται λοιπόν στοχευμένη χρήση ιστορικών γεγονότων και προσωπικοτήτων. Κριτήριο όμως δεν ήταν μόνο πόσο γνωστή ή άγνωστη ήταν η συγκεκριμένη ιστορία στο κοινό. Επιπλέον, και εξ ίσου σημαντικό, κριτήριο ήταν η συμβατότητα με τα προπαγανδιζόμενα μηνύματα και η ένταξη στον ευρύτερο προπαγανδιστικό στόχο. Ακόμα λοιπόν και στο Εγερτήριο Σάλπισμα (το περιοδικό που παρανόμως εξέδιδε και κυκλοφορούσε η ΑΝΕ) που διέθετε περισσότερο χώρο, δεν παρουσιάζεται ως παράδειγμα ο Μεγάλος Κωνσταντίνος, ο Ιουστινιανός ή ο Νικηφόρος Φωκάς αλλά ο τελευταίος αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Χαρακτηριστικό της σκοπιμότητας που ενείχε η χρήση της Ιστορίας είναι το εξής: η άρνηση του Παλαιολόγου να παραδώσει τη Βασιλεύουσα στους Οθωμανούς Τούρκους δημοσιεύεται στο τεύχος του Εγερτηρίου Σαλπίσματος του πρώτου δεκαπενθημέρου του Ιουνίου, σε μια περίοδο κατά την οποία είχε απορριφθεί το Σχέδιο Φουτ και ετοιμαζόταν το Σχέδιο Μακμίλαν με τις διχοτομικές του διατάξεις. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος συναντάται επίσης σε προκήρυξη της ΠΕΚΑ στις 25/10/58, παραμονές της 28ης Οκτωβρίου μαζί με τον Λεωνίδα και τον Μεταξά, ως ιστορικές φυσιογνωμίες που προέταξαν το ΟΧΙ, πιστοί στο χρέος τους προς την πατρίδα, αδιαφορώντας για την υλική και αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου. Η αναφορά στους τρεις άνδρες, πέρα από την ενότητα της ελληνικής Ιστορίας, αναδείκνυε και το διαχρονικό πνεύμα ηρωισμού και αντίστασης που διέτρεχε την Αρχαία, Βυζαντινή και Σύγχρονη Ιστορία της Ελλάδας, συνεχιστές της οποίας τότε ήταν η ΕΟΚΑ και ο αρχηγός της ο Διγενής. Το όνομα του Παλαιολόγου είχε επίσης αναφερθεί προηγουμένως τον Μάρτιο του 1957 μετά τη θυσία του Αυξεντίου ως παράδειγμα αυτοθυσίας και πίστης στο καθήκον. Σε καμιά περίπτωση και πάλιν, όπως συνέβαινε και με τα ιστορικά παραδείγματα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, δεν υπονοούνται αντιτουρκικά μηνύματα.

Αξιοσημείωτη είναι η απουσία της ελληνιστικής περιόδου με ελάχιστες αναφορές στο Εγερτήριο Σάλπισμα. Η κορυφαία προσωπικότητα της περιόδου, ο Μέγας Αλέξανδρος, παρουσιάζεται μόνο σε ένα άρθρο του περιοδικού Αγωγή των Νέων τον Οκτώβριο του 1958 χωρίς να επιχειρείται οποιοσδήποτε παραλληλισμός με τον ένοπλο αγώνα των Κυπρίων. Αφού αναφέρθηκε σύντομα η ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου το άρθρο κλείνει με την διαπίστωση ότι «αξίζει, λοιπόν, τα Ελληνόπουλα νάχουν πρότυπο τους τον Μέγαν Αλέξανδρο».

Περιορισμένη είναι η χρήση της κυπριακής Ιστορίας. Οι αναφορές που συναντώνται εξαντλούνται στο Μαρτύριο των δεκατριών μοναχών της Καντάρας το 1231 κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, στη Θυσία της Μαρίας Συγκλητικής κατά τις μέρες κατάληψης της Λευκωσίας από τους Οθωμανούς το 1570, στον απαγχονισμό του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού από τους Τούρκους στις 9 Ιουλίου 1821, στην παρουσία των Κυπρίων εθελοντών στην ελληνική επανάσταση και στους άλλους αγώνες του έθνους και στην επίσκεψη του Κανάρη στην Κύπρο. Ακόμα όμως και όταν γίνεται χρήση της τοπικής Ιστορίας, αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο των διαχρονικών αγώνων της ελληνικής Ιστορίας, της ανάδειξης της μοχθηρότητας των κατακτητών αλλά και της ηρωϊκότητας των Ελλήνων της Κύπρου. Επιπλέον τεκμηρίωνε με ιστορικά παραδείγματα την ενωτική επιθυμία των Ελλήνων του νησιού η οποία δεν έμενε σε ρητορικό επίπεδο. Μπορεί άρα να λεχθεί ότι η χρήση της κυπριακής Ιστορίας ενδυνάμωνε περαιτέρω το μήνυμα της αντίστασης στον κατακτητή, αφού μέσω των συγκεκριμένων παραδειγμάτων αποδεικνυόταν ότι η αυτοθυσία και η μαχητικότητα αποτελούσε χαρακτηριστικό των προηγούμενων γενιών της Κύπρου, τις οποίες όφειλαν να μιμούνταν οι σύγχρονοι Κύπριοι.

Προς επαλήθευση των πιο πάνω, χαρακτηριστικές είναι οι πρώτες γραμμές επετειακού φυλλαδίου για την εθνική επέτειο της 28ης Οκτωβρίου που είχε κυκλοφορήσει στις 28.10.57:

«Ποτέ η Ελληνική Κύπρος δεν γιόρτασε λαμπρότερα την 28ην Οκτωβρίου από όσο τα τελευταία τρία χρόνια. Η 28η Οκτωβρίου δεν μας βρήκε σαν ανάξιους ραθυμούντας δούλους που ανέχονται μοιρολατρικά την διαιώνιση της σκλαβιάς. Μας βρήκε πιστούς στη θυσία των Αλβανομάχων και των Μαραθωνομάχων[…]. Βρήκε τα νιάτα της Κύπρου με το όπλο στο χέρι[…] Βρήκε χιλιάδες πατριώτες στα συρματοπλέγματα και τες φυλακές […]. Είδε τον Εθνάρχη μας ένα χρόνο αλυσοδεμένο στον Ινδικό Ωκεανό[…].» Κλείνει το συγκεκριμένο φυλλάδιο: «Η προσταγή και η λαχτάρα των νεκρών του Αλβανικού και του Κυπριακού έπους μια είναι: Να συνεχίσωμε τον Αγώνα μέχρι της τελικής νίκης.»

Συμπερασματικά, διαφαίνεται ότι ενώ ο Διγενής και οι συντάκτες των φυλλαδίων είχαν πολύ καλή γνώση και αντίληψη της Ιστορίας, εντούτοις σε ελάχιστα φυλλάδια επιχειρείται ανάλυση των ιστορικών δεδομένων. Τις περισσότερες φορές η ιστορική στιγμή ή η ιστορική προσωπικότητα ανάγονται σε διαχρονικά εθνικά σύμβολα. Η ανάδειξή τους όμως δεν ενείχε διδακτικές ή ενημερωτικές σκοπιμότητες. Εν μέσω μιας ένοπλης δυναμικής σύγκρουσης, ο σκοπός ήταν άλλος.  Να παρουσιαστεί η ένοπλη εξέγερση ως μια συνέχεια των ένοπλων εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων της Ελληνικής Ιστορίας. Επίσης να αναδειχθεί ότι η συμμετοχή στον ένοπλο αγώνα ήταν μονόδρομος γιατί έτσι επέβαλλε η ελληνική Ιστορία και άρα η συμβολή σε αυτόν ήταν εθνική επιταγή. Τέλος, η χρήση της Ιστορίας στόχευε στην ανάδειξη ηρωικών προτύπων ανδρείας, ηρωισμού, αγωνιστικότητας, ψυχικού σθένους και αυτοθυσίας. Η προβολή τέτοιων προτύπων στο πλαίσιο μιας ένοπλης επανάστασης αποσκοπούσε στην ανύψωση του ηθικού του λαού και στην ενδυνάμωση της πίστης του για την αποτελεσματικότητα του ένοπλου αγώνα. Στα πιο πάνω συνηγορούν και όλα τα επετειακά φυλλάδια τα οποία πάντοτε προέβαλλαν τον παραλληλισμό της ΕΟΚΑ με άλλες ιστορικές στιγμές κατά τις οποίες ο Ελληνισμός είχε χρησιμοποιήσει τα όπλα για να υπερασπιστεί ή για να κερδίσει την Ελευθερία του. Η χρήση λοιπόν της Ιστορίας μπορεί να θεωρηθεί ότι, μεταξύ άλλων, αποτελούσε απάντηση στις φωνές που ακούγονταν ότι η ένοπλη επιλογή δεν ήταν ενδεδειγμένη για την επίτευξη του στόχου της Ένωσης. Και η απάντηση ήταν ότι κανένας «μαζικοπολιτικός ειρηνικός αγώνας,» δεν έφερε ποτέ το ποθητό αποτέλεσμα. Η Ιστορία επέβαλλε προσφυγή στα όπλα και ριζοσπαστικό αγώνα.

270088_10150341810478969_5244699_n
Ο κ. Χαράλαμπος Αλεξάνδρου είναι Υποψήφιος Διδάκτωρ Νεότερης & Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου