Skip to main content

Σπύρος Σφέτας : «Η ανόθευτη ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα αποδείχτηκε ανέφικτη»

Σπύρος Σφέτας

«Η ανόθευτη ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα αποδείχτηκε ανέφικτη»

 

 

 Κύριε καθηγητά, θα ήθελα να μας σκιαγραφήσετε το  πλαίσιο εντός του οποίου εκδηλώθηκε το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974  στη Κύπρο

Μετά την επιβολή της δικτατορίας της 21ης Απριλίου στην Ελλάδα υπήρχε ένταση στις σχέσεις μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας, δεδομένου ότι η Χούντα είχε ενεργοποιήσει δυναμικά τη στρατηγική της ένωσης. Η  κυβέρνηση των Αθηνών πίστευε πως,  λόγω του αναβαθμισμένου ρόλου της Ελλάδας στη Μεσόγειο και της ανοχής  που επέδειξαν τελικά οι Η.Π.Α στο χουντικό καθεστώς,  θα μπορούσε να επιβάλει τη λύση της ένωσης, με την εκχώρηση μιας στρατιωτικής βάσης στη Τουρκία. Ωστόσο, το σενάριο αυτό αποδείχθηκε ότι ήταν ανέφικτο. Έκτοτε ακολουθείται μια στάση αναμονής από τον Παπαδόπουλο και αρχίζουν ενδοκοινοτικές συνομιλίες στη Κύπρο για τη διευθέτηση του συνταγματικού ζητήματος.  Εν τούτοις, καταλύτης για τις εξελίξεις είναι το εξής γεγονός: Εντός της  Χούντας των Αθηνών υπάρχουν διάφορες τάσεις. Η μετριοπαθής πολιτική του Παπαδόπουλου συγκρούεται με την σκληροπυρηνική πολιτική του Ιωαννίδη, του Λαδά, του Ασλανίδη και των άλλων, οι οποίοι εμμένουν στην λύση της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Ως εκ τούτου παρατηρούμε μια μετριοπαθή στάση του Παπαδόπουλου, ο οποίος θέλει η Χούντα να προχωρήσει  σε έναν «κοινοβουλευτισμό νέου τύπου», όπως τον αντιλαμβανόταν αυτός,  και  μια σκληρή στάση του Ιωαννίδη και άλλων  που δεν θέλουν  καμία αλλαγή του  καθεστώτος της Χούντας και εμμένουν  στην ένωση ως λύση του Κυπριακού.

Από το 1969 αρχίζει στην  Κύπρο ένας εμφύλιος πόλεμος. Δραστηριοποιείται  μια οργάνωση ενωτικών,  το Εθνικό Μέτωπο, που είχε  τη στήριξη  της σκληροπυρηνικής ομάδας της Χούντας και  κατηγορούσε   τον Μακάριο για προδοσία του οράματος της ένωσης με την μητροπολιτική Ελλάδα. Επίσης, ο Μακάριος κατηγορείται   ότι υποθάλπει τον κομμουνισμό λόγω της συνεργασίας με το ΑΚΕΛ και της ένταξης της Κύπρου στο Κίνημα των Αδεσμεύτων. Οι εσωτερικές διαμάχες της Χούντας μεταφέρονται ως αντανάκλαση  και στην Κύπρο. Ταυτόχρονα, γίνονται διαπραγματεύσεις με Τουρκοκύπριους για την επίλυση του συνταγματικού ζητήματος. Οι διαρκείς εσωτερικές αντιπαραθέσεις των Ελληνοκυπρίων  δίνουν το πρόσχημα  στους Τουρκοκύπριους να θέτουν μαξιμαλιστικά αιτήματα, τα οποία παραπέμπουν στη λύση της διχοτόμησης. Στην Αθήνα, ο  Γεώργιος Παπαδόπουλος επί της ουσίας έχει αποδεχθεί την ανεξαρτησία της Κύπρου, με ουσιαστικές παραχωρήσεις στην τουρκοκυπριακή μειονότητα, ώστε να μην δίνεται στη Τουρκία το δικαίωμα να ισχυρίζεται ότι καταπιέζεται η μειονότητα. Και ο Μακάριος,   ο οποίος από το 1968 διέκρινε το ευκταίο  (ένωση) από το εφικτό (ανεξαρτησία),  ήταν υπέρ της παραχώρησης στους Τουρκοκυπρίους,  που από το 1963/64  είχαν αυτοπεριχαρακωθεί σε μη βιώσιμους  θυλάκους, ενός καθεστώτος πέραν μιας προστατευόμενης μειονότητας, αλλά χωρίς να μεταβληθεί ο ενιαίος  χαρακτήρας του κράτους. Ακριβώς για το βαθμό των προνομίων των Τουρκοκυπρίων συγκρούστηκε η Αθήνα με τη Λευκωσία το 1971.  Στον αντίποδα, η  σκιώδης ομάδα του  Ιωαννίδη  εμμένει πεισματικά στη λύση της ένωσης και στην φυσική και πολιτική εξάλειψη του «Κάστρο της Μεσογείου». Σημειωτέον, θα πρέπει να τονίσουμε πως ο Ιωαννίδης και ο Σαμψών έχουν ένα βεβαρημένο παρελθόν συγκρούσεων  με τον Πρόεδρο της Κύπρου, καθώς, όταν  το 1963 εισηγήθηκαν στον  Μακάριο τη σφαγή των Τουρκοκυπρίων ως λύση του Κυπριακού, ο Μακάριος τους απέπεμψε. Η σκληροπυρηνική ομάδα του Ιωαννίδη καπηλεύεται  το ευαίσθητό  ζήτημα της ένωσης. Μιλάμε  για έναν αρρωστημένο πατριωτισμό. Συνεπώς, όταν πέφτει ο Παπαδόπουλος και ανεβαίνει ο Ιωαννίδης με την ομάδα του στην εξουσία, αυτή η μεταβολή αντανακλάται και στην Κύπρο, διότι ο Ιωαννίδης συνεχίζει τις προσπάθειες εξόντωσης του Μακαρίου. Είχαν ήδη πραγματοποιηθεί  δολοφονικές απόπειρες  εναντίον του Μακάριου το 1970 και το 1973 με ηθικό αυτουργό τον Ιωαννίδη.   Παρόλα αυτά,  στο εσωτερικό ο Μακάριος φαίνεται να ελέγχει το παιχνίδι της εξουσίας. Όταν πέθανε ο Γρίβας τον Ιανουάριο του 1974,  ο  Μακάριος  ακολούθησε  πολιτική συμφιλίωσης,  δίνοντας αμνηστία σε όλους τους Γριβικούς, στην ουσία στην ΕΟΚΑ Β’, που ως διάδοχη οργάνωση  του Εθνικού Μετώπου υπέθαλπε εμφύλιο πόλεμο στην Κύπρο το 1972-74 κατά  των Μακαριακών.  Ωστόσο, η γραμμή του  Ιωαννίδη, ο οποίος μετά τον θάνατο του Γρίβα ήλεγχε την ΕΟΚΑ Β’, παραμένει αμετάβλητη.  Η Αθήνα επιθυμεί διακαώς την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, για να καταστεί η χώρα σημαντικός παράγοντας στη Μέση Ανατολή, προσφέροντας παράλληλα ‘’υπηρεσίες στον δυτικό κόσμο’’, με την εξόντωση του Μακαρίου. Ταυτόχρονα, υπεισέρχεται και  το ζήτημα των πετρελαίων στο  Αιγαίο, η ανακάλυψη των οποίων πείθει  τον Ιωαννίδη ότι η Ελλάδα θα ευημερήσει ως μια νέα δύναμη στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η γραμμή της Χούντας του Ιωαννίδη είναι ξεκάθαρη: δύο πράγματα μπορούν να συμβούν στο Κυπριακό. Συγκεκριμένα, είτε θα πραγματοποιηθεί η  ένωση της Ελλάδας με τη Κύπρο με πτώση του Μακαρίου,  είτε η Κύπρος θα ‘’κουβανοποιηθεί’’. 

Μετά τον θάνατο του Γρίβα , τον Ιανουάριο του 1974,   ο Μακάριος μέσω της δικής του αστυνομίας, του Εφεδρικού,  κατόρθωσε  να αποδιοργανώσει  την ΕΟΚΑ Β’,  αλλά το παιχνίδι αρχίζει τώρα  να παίζεται από την Εθνοφρουρά. Πρώην αντιμακαριακοί παίρνουν όπλα από αξιωματικούς της Εθνοφρουράς.  Στο σημείο αυτό  ο Μακάριος θέτει το ζήτημα των ευθυνών που έχουν Ελλαδίτες αξιωματικοί.  Καλεί την κυβέρνηση –  μαριονέτα του Ανδρουτσόπουλου να ανακαλέσει, από τη Κύπρο, μια ομάδα αξιωματικών, που στρέφονταν εναντίον του. Από την ελληνική κυβέρνηση έρχονται αόριστες απαντήσεις. Στην πορεία τίθενται και άλλα ζητήματα,  όπως για παράδειγμα, να επιλέγει ο Μακάριος τους μελλοντικούς Ελληνοκυπρίους αξιωματικούς που θα εκπαιδεύονταν  στις παραγωγικές σχολές της Ελλάδας.  Μάλιστα, αυτό προβλεπόταν από τις σχετικές συμφωνίες, αλλά επί της ουσίας δεν τηρούνταν. Στην πραγματικότητα, αυτό που επιθυμεί η Λευκωσία  είναι η   διαβεβαίωση της κυβέρνησης Ανδρουτσοπούλου, ότι δεν αποσκοπεί στην πτώση του Μακαρίου. Ωστόσο, πίσω από την επίσημη ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται ο Ιωαννίδης, ο επονομαζόμενος «σκοτεινός δικτάτορας».  Μάλιστα, ο Ιωαννίδης  έχει επικοινωνία με πράκτορες  της C.I.A και τους έχει εκμυστηρευθεί τα σχέδιά του και τους στόχους του.  Τα παραπάνω  τα γνωρίζει και ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα  Τάσκα.   Η απομάκρυνση του Μακαρίου από την εξουσία μπορεί να γίνει  είτε με δολοφονία,  αλλά  αυτό δεν πέτυχε- όπως έλεγε και ο Μακάριος: «Δεν με πιάνουν οι σφαίρες»- είτε με πραξικοπηματική ανατροπή. Σε αυτό  ακριβώς αποσκοπεί ο Ιωαννίδης, με ανθρώπους που έχει μέσα στην Εθνοφρουρά. Ωστόσο, η ηγεσία της  είναι αντίθετη, καθώς ο  αντιστράτηγος  Γ. Ντενίσης είναι εναντίον όλων αυτών των σχεδίων. Εδώ  ο Ιωαννίδης λειτουργεί με την τακτική της παραπλάνησης και  της συνωμοσίας, κάτι που ταιριάζει με τον χαρακτήρα του και το ήθος του, όπως θα δούμε. Συνεπώς, το σχέδιο ανατροπής του Μακαρίου προετοιμάζεται πριν ακόμα  από τη γνωστή επιστολή της 2ης Ιουλίου προς τον Γκιζίκη, που δημοσιεύθηκε στον Τύπο.  Με την επιστολή αυτή ο Μακάριος ζητούσε την απομάκρυνση όλων των Ελλαδιτών αξιωματικών, ήταν μια  κίνηση τακτικής στο πλαίσιο μιας αυτοάμυνας. Η επιστολή   δεν ήταν  ο καταλύτης για να εκδηλωθεί  το πραξικόπημα, καθώς αυτό  ήδη σχεδιάζονταν. Ο Μακάριος ήθελε μια επίσημη διαβεβαίωση ότι δεν υπάρχουν σχέδια ανατροπής του.  Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε πως μέσα στη κυβέρνηση Ανδρουτσοπούλου υπήρχαν και νηφάλια άτομα που καταλάβαιναν τι γίνεται και «έβλεπαν» την τουρκική εισβολή ως επακόλουθο,  αλλά δεν εισακούονταν. Έτσι, παραιτείται ο Άγγελος Χωραφάς, ο Ιωάννης Τζούνης, ακόμα  και ο υπουργός Εξωτερικών Σπυρίδων Τετενές.  Όλοι  καταλάβαιναν τις συνέπειες,  και ο Μακάριος φυσικά, για το λόγο αυτό το Εφεδρικό ήταν σε επιφυλακή τις νύχτες.   Ταυτόχρονα, συνεχίζονταν ικανοποιητικά και οι ενισχυμένες ενδοκοινοτικές διαπραγματεύσεις για να λυθεί το Συνταγματικό, αλλά δεν είχαν πλέον νόημα.  Στο σχέδιο του Ιωαννίδη ήταν και παρέμενε η ένωση, η οποία αποτελούσε και μια καταστροφική επιλογή. Όπως σας ανέφερα, στο νησί μαίνεται ένας εμφύλιος το 1973  – 1974 με την ανάμιξη τώρα και αξιωματικών της Εθνοφρουράς. Κατά συνέπεια, όλοι καταλαβαίνουν ότι κάτι θα γίνει σε σχέση με τον Μακάριο.

Όσον αφορά τις Η.Π.Α,  υπάρχουν δύο  βασικές γραμμές. Δεν υπάρχει εξ αρχής μια συγκεκριμένη συνωμοτική αμερικανική στάση. Το 1974 η μια  μετριοπαθής γραμμή εκφράζεται από στελέχη  του  State Department, που  εισηγούνται  να δοθεί  ένα ισχυρό μήνυμα στον Ιωαννίδη, για να μην προβεί σε κινήσεις υπονόμευσης του Μακαρίου, γιατί κάτι τέτοιο  θα έχει καταστρεπτικές συνέπειες για τη Κύπρο και την Ελλάδα. Μάλιστα, στις 29 Ιουνίου 1974 ο υφυπουργός Εξωτερικών  Σίσκο καλεί τον  Τάσκα να βρει τρόπο να επικοινωνήσει με τον Ιωαννίδη, για να τον ενημερώσει για τις συνέπειες που θα έχει η πράξη του,  με την επισήμανση ότι οι  Αμερικανοί  θα αποδέχονταν οποιαδήποτε λύση προέκυπτε από τις διακοινοτικές συνομιλίες. Η άλλη γραμμή είναι  του Κίσινγκερ και της CIA. Σύμφωνα με αυτή την σκληροπυρηνική γραμμή, οι Η.Π.Α δεν θα απέτρεπαν την εκδήλωση του πραξικοπήματος κατά του Μακάριου και  την  ακολουθούμενη  τουρκική εισβολή, θα προωθούσαν μια λύση  υπέρ των τουρκικών θέσεων. Έπρεπε  όμως με κάθε τρόπο να αποτραπεί ελληνοτουρκικός πόλεμος. Ο Κίσινγκερ, υπουργός Εξωτερικών από το 1973,  είναι κυρίαρχος παράγοντας  στην εξωτερική  πολιτική,  καθώς ο Πρόεδρος Νίξον είναι αποδυναμωμένος λόγω του σκανδάλου Watergate.  Επίσης, πολύ σημαντικός είναι και ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ (Οκτώβριος 1973), καθώς ο πόλεμος αυτός συνδέει τη λύση του Κυπριακού με το Μεσανατολικό. Οι ΗΠΑ μετά  τον πόλεμο κέρδισαν την Αίγυπτο, η οποία απομακρύνεται από τη σφαίρα της σοβιετικής επιρροής. Τα σχέδια των Αμερικανών επικεντρώνονται στη συγκρότηση ενός τριγώνου στην περιοχή μέσω μιας στρατηγικής σχέσης  Τουρκίας-Αιγύπτου-Ισραήλ. Στα νέα αυτά δεδομένα, η Τουρκία ήταν εξαιρετικά σημαντικός σύμμαχος των Η.Π.Α. Μάλιστα, οι ΗΠΑ ξεκινούν μια εκστρατεία αντιστροφής του αντιαμερικανικού κλίματος που επικρατούσε στη Τουρκία. Κίσινγκερ και Ετζεβίτ  γνωρίζονταν καλά, τουλάχιστο από το 1957, όταν ο τελευταίος ως υπότροφος παρακολουθούσε στο Χάρβαρντ τις πανεπιστημιακές παραδόσεις του πρώτου. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε πως αντιαμερικανικό κλίμα είχε καλλιεργηθεί στη χώρα λόγω της απομάκρυνσης των πυραύλων Jupiter μετά την  κρίση της Κούβας το 1962. Επίσης, η Άγκυρα είχε δυσαρεστηθεί από την αρνητική στάση των ΗΠΑ στα σχέδια εισβολής στο νησί το 1964. Η Τουρκία εκείνη τη στιγμή ήταν πιο σημαντικός σύμμαχος από την Ελλάδα. Το κλειδί της υπόθεσης είναι η θέληση των Η.Π.Α να αποφευχθεί ο πόλεμος, ο οποίος θα αποδυνάμωνε αισθητά τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.

 Επιστρέφοντας στα τεκταινόμενα στην Αθήνα, το εν λόγω τηλεγράφημα με το αυστηρό μήνυμα του State Department δεν έφτασε στον Ιωαννίδη, καθώς, όταν ο Τάσκα έλαβε το τηλεγράφημα, με το πρόσχημα ότι ο ακριβοθώρητος Ιωαννίδης δεν εκπροσωπούσε την κυβέρνηση, δεν τον αναζήτησε, και μια  πολιτική σύμβουλος της πρεσβείας μετέφερε υποτονικά ένα αόριστο μήνυμα για μη χρήση  βίας    στον Ανδρουτσόπουλο και στον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, με τον οποίο ο Ιωαννίδης διατηρούσε καλές σχέσεις. Αυστηρό μήνυμα  ότι μετά την ανατροπή του Μακαρίου θα εισβάλει η Τουρκία και η Αμερική δεν θα βοηθήσει δεν στάλθηκε ποτέ στον Ιωαννίδη. Αλλά και ο Ιωαννίδης ήθελε να παραπλανήσει τη C.I.A. Όταν έλαβε το υποτονικό αυτό μήνυμα,  στις 3 Ιουλίου αρνήθηκε σε πράκτορες της CIA ότι είχε σχέδια να ανατρέψει τον Μακάριο. Δεν ήθελε να φανεί ότι  το πραξικόπημα στη Λευκωσία ήταν εκπορευόμενο από την Αθήνα. Στόχος του ήταν να παρουσιαστεί  ότι η Εθνική Φρουρά αντιδρά, επειδή ο Μακάριος θέλει να διώξει τους  αξιωματικούς και να επεμβαίνει στον στρατό. Ο Ιωαννίδης  καλεί στην Αθήνα δήθεν για διαβουλεύσεις τον πρέσβη Ευστάθιο Λαγάκο και τον αρχηγό της Εθνοφρουράς, αντιστράτηγο Ντενίση, για να μην είναι παρόντες, όταν  εκδηλωθεί το πραξικόπημα, συγκαλύπτοντας την εμπλοκή της Αθήνας.

Μάλιστα, προχωρά ακόμα παραπέρα και στις 14 Ιουλίου στέλνει μήνυμα στη C.I.A ότι δεν έχει σχέδιο να ανατρέψει τον Μακάριο. Το τραγελαφικό είναι πως το επόμενο πρωί, ενώ το πραξικόπημα εξελίσσεται, το Υπουργείο Εξωτερικών των Η.Π.Α αξιολογεί την πληροφορία αυτή… Εν κατακλείδι, δεν  ήταν πρωτίστως οι Αμερικανοί  που μηχανορραφούσαν κατά του Μακαρίου, αλλά  Ελλαδίτες αξιωματικοί της Χούντας. Η Αμερική δεν καταδίκασε το πραξικόπημα, δεν το χαρακτήρισε ως ανάμιξη στα εσωτερικά του κράτους, ενθαρρύνοντας έτσι τα σχέδια των Τούρκων. Σκοπός της αμερικανικής πολιτικής ήταν απλά  η αποτροπή ελληνοτουρκικού πολέμου.

 

Κύριε Καθηγητά πως εξηγείτε το γεγονός πως το πραξικόπημα δεν εκδηλώθηκε εν τω μέσω της νυκτός ή τα ξημερώματα όπως είθισται σε τέτοιες ενέργειες   αλλά το πρωί της 15ης Ιουλίου;

 Το γεγονός αυτό εντάσσεται στην  τακτική  της παραπλάνησης. Ο Μακάριος είχε πληροφορίες ότι θα γίνει πραξικόπημα. Το πρωί εκείνο της 15ης Ιουλίου   είχε επιστρέψει  από τη Μονή  Κίκου  και πέρασε επιδεικτικά από το στρατόπεδο. Το ότι προετοιμαζόταν για πραξικόπημα καταδεικνύει το γεγονός πως είχε συγκροτήσει το λεγόμενο Εφεδρικό,  μια μυστική αστυνομία, που κάθε βράδυ περιπολούσε. Έτσι, εφαρμόζεται  και εδώ η τακτική της παραπλάνησης από τον Ιωαννίδη. Το πραξικόπημα γίνεται πρωί, καθώς το Εφεδρικό αναπαυόταν. Πιάστηκε στον ύπνο, όταν έγινε το πραξικόπημα. Η τακτική της παραπλάνησης του Ιωαννίδη οδήγησε στην αυτοκαταστροφή  του χουντικού καθεστώτος που έπεσε με μια εθνική τραγωδία. Θεωρούσε ότι οι Η.Π.Α θα  δεχτούν  το πραξικόπημα ως προσφορά  του στον δυτικό κόσμο, που απαλλάσσει την Κύπρο από τον Μακάριο και ότι οι Τούρκοι δεν θα εισβάλουν. Μια προσφορά στον δυτικό κόσμο και στους Τούρκους, καθώς πίστευε  ότι οι   Τούρκοι δεν θέλουν τον Μακάριο. Αλλά τον προτιμούν τον Σαμψών;  Ο Σαμψών είναι κόκκινο πανί για τους Τούρκους, η τοποθέτησή του  ως ‘’Προέδρου’’ είναι  βαθύτατη πρόκληση για την Τουρκία, άσχετα  αν είπε ότι πολιτική  του ήταν η ανεξαρτησία και η ολοκλήρωση  των ενισχυμένων  ενδοκοινοτικών συνομιλιών.  Αλλά  και με οποιονδήποτε  νέο ‘’Πρόεδρο’’ η Τουρκία θα εισέβαλε. Σε περίπτωση εισβολής ο Ιωαννίδης σχεδίαζε ελληνοτουρκικό πόλεμο-κάτι που οι Αμερικανοί ήθελαν να αποτρέψουν – αλλά δεν είχε προβεί σε καμιά προετοιμασία με το Γενικό Επιτελείο. 

Το Κυπριακό εκείνη την περίοδο συνδέεται άμεσα με το ζήτημα του Αιγαίου. Οι Τούρκοι έχουν ήδη  θέσει ζήτημα υφαλοκρηπίδας,  ζήτημα ‘’τουρκικής μειονότητας’’,   και οι διμερείς σχέσεις είναι οξυμένες. Ακόμη και όταν πήγε στην κηδεία του Ινονού ο υπουργός Πολιτισμού, ο Δημήτρης Τσάκωνας,  ο  Ιωαννίδης αντέδρασε. Πολιτικά πρόσωπα ήταν υπέρ των διμερών, έστω και προσχηματικών, συνομιλιών για τη συζήτηση  διμερών θεμάτων,  αλλά ο Ιωαννίδης δεν ασπαζόταν αυτή την  τακτική. Πρόκειται για ένα πλέγμα ελληνοτουρκικών σχέσεων, στο οποίο περιλαμβάνεται  και το Κυπριακό, αλλά σε εκείνη τη φάση για τη Τουρκία κυρίαρχο είναι το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας και του Αιγαίου. Θα πρέπει να σημειώσουμε πως η Τουρκία εκείνη τη περίοδο αντιμετωπίζει οξεία οικονομική κρίση (επιτράπηκε η απαγορευμένη καλλιέργεια και  εξαγωγή οπίου).  Η Τουρκία  αποσκοπεί σε μια  λύση- πακέτο. Η Τουρκία βλέπει το Κυπριακό ως ένα ακόμη ζήτημα στο πλέγμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Το Κυπριακό ήταν μέσο πίεσης εκείνη τη στιγμή. Τον Φεβρουάριο του  1972 υπήρξε συνεννόηση  του Τούρκου  πρωθυπουργού Νιχάτ Ερίμ  και του  Παπαδόπουλου για ανατροπή του Μακαρίου, την αποδιεθνοποίηση του Κυπριακού  και τη λύση του σε νατοϊκά πλαίσια,    όμως ο Μακάριος είχε πληροφορηθεί τα σχέδια, μέσω τηλεφωνικών υποκλοπών, τα δημοσιοποίησε, προκαλώντας την υποχώρηση του Παπαδόπουλου.  Τότε υπήρξε και δυναμική παρέμβαση των Αμερικανών κατά της ανατροπής του Μακαρίου και της κατάλυσης του κυπριακού κράτους. Έκτοτε ο Παπαδόπουλος δεν στράφηκε κατά του Μακαρίου. Μάλιστα το καλοκαίρι του 1973 καταδίκασε δημόσια τον Γρίβα  και την υπονομευτική δράση της ΕΟΚΑ Β’ στο  όνομα της  ‘’ψευτοένωσης’’. Οι ενισχυμένες ενδοκοινοτικές συνομιλίες σημείωναν πρόοδο,  αλλά από   τα μέσα του 1972 η Τουρκία  άρχισε να θέτει ζήτημα Αιγαίου,  ‘’τουρκικής ‘’ μειονότητας,  επέβαλε την εκλογή του  Οικουμενικού Πατριάρχη με το καθεστώς που ισχύει  μέχρι σήμερα. Μετά την ανατροπή  του Παπαδόπουλου (25.11.1973),   ο  Ιωαννίδης στηρίζει τον Γρίβα, την ΕΟΚΑ Β’, σχεδιάζει το πραξικόπημα.  

Ποια ήταν η στάση της ΕΣΣΔ στο Κυπριακό εκείνη την εποχή;

Η σοβιετική στάση γενικά ήταν υπέρ της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας της Κύπρου. Η Μόσχα  δεν επιθυμούσε την ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ και  η λύση της ένταξής της  στους Αδέσμευτους ικανοποιούσε τα σοβιετικά συμφέροντα στη περιοχή.  Ακριβώς για   αυτό το λόγο στο παρελθόν (1964) οι Σοβιετικοί είχαν παίξει αποτρεπτικό ρόλο στο ενδεχόμενο  τουρκικής  εισβολής στη νήσο.  Όταν ο Μακάριος «έπαιζε το σοβιετικό χαρτί», αυτό το έκανε λόγω του φόβου μιας τουρκικής εισβολής. Όταν ανατράπηκε ο Μακάριος, τα δεδομένα άλλαξαν για τη σοβιετική πολιτική. Το πραξικόπημα ερμηνεύθηκε   από  τους Σοβιετικούς ως συνωμοσία για την ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ. Η τουρκική εισβολή δεν ήταν πλέον ανεπιθύμητη, καθώς προκαλούσε ρήγμα στο ΝΑΤΟ. Η Τουρκία είχε ενημερώσει την Ε.Σ.Σ.Δ για την εισβολή και αυτή δεν αντέδρασε. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε, ότι βρισκόμαστε σε περίοδο ύφεσης στις σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών και Σοβιετικής Ένωσης, χωρίς αυτό να σημαίνει εξάλειψη των ανταγωνισμών.  Η Ε.Σ.Σ.Δ δεν θα διακύβευε το φιλικό κλίμα  τις σχέσεις της με τις Η.Π.Α λόγω Κυπριακού, εκείνη την περίοδο υπάρχει αμερικανο-σοβιετική πρωτοβουλία για το Μεσανατολικό. Ουσιαστικά ζητήματα, όπως το Γκολάν και η διώρυγα του Σουέζ,  επιλύονται εκείνη τη περίοδο, επίσης είναι σε εξέλιξη η Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, σε ένα χρόνο (1η Αυγούστου  1975) υπογράφεται η Τελική Πράξη του Ελσίνκι,  κανείς δεν ήθελε διεθνή κρίση για το Κυπριακό το 1974.  Σοβιετική παρέμβαση για αποτροπή τουρκικής εισβολής ίσως θα υπήρχε,  μόνο αν ήταν ο Μακάριος στην εξουσία. Για αυτό και οι Σοβιετικοί αντέδρασαν σθεναρά το 1964,  αποτρέποντας τουρκική εισβολή στη Κύπρο.  Μάλιστα, μετά τα γεγονότα του 1963 και τη δημιουργία των τουρκοκυπριακών θυλάκων υπήρχε σχέδιο των Άγγλων και των Αμερικάνων, αγνοώντας πλήρως την Κύπρο ως κράτος, για την εγκατάσταση νατοϊκών δυνάμεων. Προσπαθούν να επιβάλουν ένα νέο αποικιοκρατικό καθεστώς και εκεί ο Μακάριος αντιδρά και καταφεύγει στον Ο.Η.Ε, όπου  έχει επιτυχίες. Πριν εντάξει την Κύπρο στους Αδέσμευτους  το 1961, από τους οποίους ανέμενε πολιτική και ηθική στήριξη, ο Μακάριος βολιδοσκόπησε τους Αμερικανούς αν είχαν τη βούληση να δεχτούν την Κύπρο στο ΝΑΤΟ. Η απάντηση δεν ήταν ενθαρρυντική, διότι ένα μικρό  νησί δεν θα είχε να προσφέρει κάτι το ουσιαστικό στη Συμμαχία. Οι αγγλικές βάσεις παρέμειναν. Η Κύπρος ήταν αρχικά  η φωνή της Δύσης στους Αδέσμευτους, κάτι που ικανοποιούσε τους Αμερικανούς. Μετά το 1963-64, με τη δημιουργία των τουρκοκυπριακών θυλάκων, νατοϊκή παρουσία στην Κύπρο, υπό οιανδήποτε μορφή,  σήμαινε  την είσοδο  της Τουρκίας στο νησί και την εκ των έσω διχοτόμηση, με  δεδομένη και τη σημασία που  είχε η  Τουρκία για το ΝΑΤΟ  στη Μέση Ανατολή (Σύμφωνο της Βαγδάτης-CENTO).         

Κατά την εκτίμησή μου, ίσως μια ευκαιρία υπήρχε για το Κυπριακό, το σχέδιο Γκάλο Πλάζα του 1965. Ωστόσο, η αποδοχή του σχεδίου αυτού  συνεπαγόταν πως η Ελλάδα θα εγκατέλειπε το αίτημα της ένωσης και αποδεχόταν οριστικά  την ανεξαρτησία με καλύτερους όρους από αυτούς που προέβλεπε το εκτρωματικό σύνταγμα. Αυτό το σχέδιο μακροπρόθεσμα θα μπορούσε να λειτουργήσει, αλλά η Ελλάδα δεν το δέχτηκε, λόγω της ένωσης. Την Τουρκία την ενοχλούσε το αίτημα της ένωσης. Το σχέδιο αυτό προέβλεπε ανεξαρτησία, με καλύτερους όρους. Μόνο ο Μακάριος δέχτηκε αυτό το σχέδιο. Η ανόθευτη ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα αποδείχτηκε ανέφικτη, επιτακτική ήταν η ενότητα και η προώθηση της ανεξαρτησίας με σταδιακά  καλύτερους όρους.       

Σπ. Σφέτας
Σπυρίδων Σφέτας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, Λαογραφίας και Kοινωνικής Ανθρωπολογίας ΑΠΘ. Επίσης, ο κ. Σφέτας είναι επίτιμο μέλος του Μακεδονικού Επιστημονικού Ινστιτούτου της Σόφιας και μέλος του Βαλκανολογικού Ινστιτούτου του Βελιγραδίου. Τέλος ο κ. Σφέτας είναι μέλος της συντακτικής επιτροπής των περιοδικών Balcanica (Βελιγράδι) και Analele Universități din Craiova, Serie Istorie.

 

 

Η συνέντευξη δόθηκε στον υπ. διδάκτορα του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ Νικόλαο Μισολίδη και τον προπτυχιακό φοιτητή του ιδίου τμήματος Δημήτρη Μητσόπουλο. 

Ελευθερία Κ. Μαντά: «Περί εργαλειοποίησης της Ιστορίας»

Ελευθερία Κ. Μαντά

«Περί εργαλειοποίησης της Ιστορίας»

Αφορμή για τον σημερινό προβληματισμό αποτέλεσαν οι σχετικά πρόσφατες «θεαματικές» δράσεις που πραγματοποιήθηκαν από κύκλους Αλβανών εθνικιστών, σε διαφορετικά επίπεδα και χώρους, προκειμένου να αναβιώσει ως επίκαιρο πολιτικό ζήτημα ένα τετελεσμένο για την ελληνική πλευρά θέμα, αυτό των Αλβανών Τσάμηδων, πρώην κατοίκων της Ηπείρου, που εκδιώχθηκαν βίαια από την περιοχή το 1944 λόγω της συνεργασίας ενός μεγάλου τμήματος του πληθυσμού με τις ιταλικές και γερμανικές αρχές κατοχής κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

Η ιστορία του θέματος είναι σε γενικές γραμμές γνωστή και μακρά και δεν θα μας απασχολήσει εδώ. Ωστόσο, η σύνδεσή της με τα πρόσφατα γεγονότα συνιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός ευρύτερου φαινομένου που παρατηρείται στον σύγχρονο κόσμο μας, αυτό της χρησιμοποίησης της Ιστορίας –μονομερούς και παραποιημένης ή, έστω, κατάλληλα προσαρμοσμένης– ως εργαλείου νομιμοποίησης πολιτικών ή άλλων επιλογών ή ως μοχλού άσκησης πιέσεων για την επίτευξη ιδιοτελών στόχων.

Εξηγούμαστε. Τα γεγονότα στα οποία αναφερόμαστε είναι συγκεκριμένα:

Πρώτα, το πλέον πρόσφατο επεισόδιο ανάρτησης ενός ανθελληνικού πανό από Αλβανούς «φιλάθλους» σε αγώνα ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου σε γήπεδο της Γαλλίας. Το πανό, γραμμένο στην αγγλική γλώσσα, προορίστηκε ασφαλώς να αναδείξει την «αδικία» στη διεθνή κοινή γνώμη, να προσελκύσει την προσοχή της γύρω από θέματα που ο σύγχρονος κόσμος αντιμετωπίζει με ευαισθησία. Το γεγονός ότι το περιεχόμενο του πανό συνιστούσε ένα κατάφωρο ιστορικό ψέμα λίγο φαίνεται να απασχολούσε τους εμπνευστές της δράσης.

Δεύτερο, η «θερμή» υποδοχή που επιφυλάχθηκε στον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών κατά την επίσκεψή του στα Τίρανα από τον αρχηγό και οπαδούς του κόμματος που εκπροσωπεί στην αλβανική Βουλή τους Τσάμηδες. Τα συνθήματα που χρησιμοποιήθηκαν, επίσης έντονα ανθελληνικά, «υπόσχονταν» επιστροφή των απογόνων των εκδιωχθέντων στη Θεσπρωτία, θέτοντας έτσι ένα θέμα που είναι γνωστό ότι δεν έχει καμία βάση ή προοπτική.

Τρίτο, και ίσως το πιο χαρακτηριστικό από την οπτική που μας ενδιαφέρει εδώ, η κατάθεση φακέλου εκ μέρους ενός συλλόγου Τσάμηδων της Ολλανδίας προς το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης, όπου σύμφωνα με τα αναφερόμενα «τεκμηριώνεται» η «γενοκτονία» που διέπραξαν οι Έλληνες στην Ήπειρο και προβάλλονται αντιστοίχως αιτήματα επανόρθωσης, αποζημίωσης, επιστροφής των απογόνων των Αλβανών στις εστίες τους κ.λπ. Το γεγονός ότι, όπως είναι τοις πάσι γνωστό, το συγκεκριμένο δικαστήριο δεν έχει καμία δικαιοδοσία για θέματα πριν από το 2002 –έτος κατά το οποίο τέθηκε σε ισχύ το Καταστατικό του– δεν φάνηκε να ενδιαφέρει κανέναν∙ ούτε καν τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, που έσπευσαν να αναπαράγουν την είδηση επισημαίνοντας τον «κίνδυνο», αλλά και την «ελληνική κρατική αδιαφορία».

Αυτά τα παραδείγματα αρκούν, πιστεύουμε, για να καταδειχθεί η ουσία του προβλήματος: ότι, δηλαδή, μέσα σε συνθήκες μιας ευρύτερης κρίσης αξιών και ανασφάλειας σαν αυτές που βιώνουμε σήμερα, όπου το φαίνεσθαι αποδίδει περισσότερο από το είναι, η Ιστορία κακοποιείται βίαια. Το ζητούμενο δεν είναι πλέον η νηφάλια, εποικοδομητική προσέγγιση του παρελθόντος που μπορεί να συμβάλει στην καλύτερη αυτογνωσία μας, αλλά η χρήση «στιγμιότυπων», παραποιημένων ή κατασκευασμένων από ψεύτικα υλικά, που εξυπηρετούν σκοπούς οπωσδήποτε όχι αγαθούς.

Το χειρότερο: η διαρκής αναπαραγωγή αυτών των ψευδών στιγμιότυπων είναι τόσο καθολική και εθιστική, που αδυνατούμε πια να συνειδητοποιήσουμε τη διαβρωτική της επίδραση.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Η Ελευθερία Μαντά είναι Λέκτορας Ιστορίας Α.Π.Θ

Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης: Η δική μας Ευρώπη

Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης : Η δική μας Ευρώπη

Με νωπό το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στη Βρετανία ας επιχειρήσουμε μια πρώτη ανάλυση της επόμενης μέρας στη Γηραιά Ήπειρο. Είναι κοινή παραδοχή πως η λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα τελευταία χρόνια έχει αποκλίνει σημαντικά από τους μεταπολεμικούς οραματισμούς των ιδρυτών της. Η παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, αυτή που αυτάρεσκα προέκυψε μετά το «τέλος της ιστορίας» προκαλεί αποστροφή σε μεγάλα τμήματα των Ευρωπαίων πολιτών. Επιπλέον, οι συνεχιζόμενες πολιτικές λιτότητας, οι ασύμμετροι κίνδυνοι της διεθνούς τρομοκρατίας αλλά κυρίως η ανασφάλεια λόγω της πλημμυρίδας του μεταναστευτικού οδηγούν αναπόφευκτα σε κινητοποίηση τα αμυντικά αντανακλαστικά της κοινής γνώμης. Όλο και περισσότεροι Ευρωπαίοι πολίτες αισθάνονται αποκομμένοι από την αποκαλούμενη γραφειοκρατία των Βρυξελλών, κοινωνικά αποκλεισμένοι και πολιτισμικά αποκομμένοι από την ιδεολογία των ευρωπαϊκών ελίτ. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο βρίσκουν πρόσφορο έδαφος ξενοφοβικές και μισαλλόδοξες απόψεις που εκμεταλλεύονται τη δικαιολογημένη δυσαρέσκεια και την ανασφάλεια των Ευρωπαίων επιχειρώντας να οικειοποιηθούν τη λαϊκή οργή. Από την άλλη πλευρά οι δυσλειτουργίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι εγγενείς αντιφάσεις της στρώνουν το δρόμο σε όσους εργάζονται για επιστροφή σε κλειστοφοβικές και απομονωτικές κοινωνίες.

Τις επόμενες εβδομάδες θα ακούσουμε πολλά. Από το διάγγελμα του Τσώρτσιλ προς τον βρετανικό λαό το 1940 ως τη μετατροπή του ΟΧΙ σε ΝΑΙ στο ελληνικό δημοψήφισμα του 2015. Από την κινδυνολογία του φόβου ως τον λαϊκισμό της αντίστασης, από τη διάλυση του Ηνωμένου Βασιλείου έως την αποδόμηση και τελικά την κατάρρευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 Η Ευρώπη δεν θα είναι ποτέ η ίδια, απλά γιατί η Ευρώπη δεν πρέπει να παραμείνει η ίδια. Το μεταπολεμικό στοίχημα των ηγετών και των λαών της για την οικοδόμηση μιας πολιτικής ένωσης που θα διασφαλίζει τις φιλελεύθερες αξίες και τα κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών της, μιας Ευρώπης της ευημερίας, της ειρήνης και της ανεκτικότητας εξακολουθεί να παραμένει ζητούμενο. Οι κοινωνίες δεν είναι συνεταιρισμοί και ο συνταγματισμός πατριωτισμός ευδοκιμεί μόνο σε περιόδους ευμάρειας. Η πολιτισμική ενοποίηση, μέσω της οικοδόμησης μιας ανοιχτής και φιλόξενης ευρωπαϊκής ταυτότητας δίχως ηγεμονικό χαρακτήρα και περιεχόμενο, αυτής της ταυτότητας που διασφαλίζει την κοινωνική συνοχή και την αλληλεγγύη, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων, η οποία πηγάζει από τους λησμονημένους, στο όνομα της πολυπολιτισμικότητας, πυλώνες της ευρωπαϊκής πολιτισμικής κληρονομιάς, εξακολουθεί να αναζητεί τους οραματιστές της.

Μιλώντας για τις ευρωπαϊκές πολιτικές ηγεσίες στις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ο Αυστραλός ιστορικός Christopher Clark επέλεξε τον χαρακτηρισμό The Sleepwalkers (Οι υπονοβάτες) προκειμένου να σκιαγραφήσει τον χαρακτήρα τους. Έναν αιώνα αργότερα αισθάνομαι ότι ο χαρακτηρισμός του παραμένει εξαιρετικά επίκαιρος και προφητικός.

IMG_6886
Ο Ιάκωβος Μιχαηλίδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας της ΦΛΣ του ΑΠΘ. Επίσης, είναι μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής του Κέντρου Μακεδονικής Ιστορίας και Τεκμηρίωσης του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα της Θεσσαλονίκης, της Επιτροπής Προγραμμάτων της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, της Ελληνικής Ιστορικής Εταιρείας, της Εθνικής Χαρτοθήκης, του «Commission of History of International Relations» καθώς και της Συντακτικής Επιτροπής του περιοδικού Κλειώ. Συμμετέχει επίσης στο ευρωπαϊκό θεματικό δίκτυο ιστορίας Clioh/Cliohnet. Το ακαδημαϊκό έτος 2012-2013 υπηρέτησε ως Επισκέπτης Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.

Πέτρος Παπαπολυβίου: Λύση του Κυπριακού δεν είναι η «όποια λύση»

Πέτρος Παπαπολυβίου: Λύση του Κυπριακού δεν είναι η «όποια λύση»

Κύριε Καθηγητά,  θα ήθελα να μας μιλήσετε για τον τελευταίο ενωτικό αγώνα των Κυπρίων και τις σύγχρονες προεκτάσεις του. Επίσης, θα θέλαμε να μας πείτε πώς ο αγώνας αυτός επηρεάζει τη κυπριακή κοινωνία και πολιτική ζωή;

Ουσιαστικά, ο ενωτικός αγώνας των Κυπρίων και η ένοπλη φάση του (1955-1959) αποτελεί την τελευταία νεοελληνική επανάσταση. Κατά την άποψή μου ήταν η κορύφωση του μαζικότερου αλυτρωτικού κινήματος της νεοελληνικής ιστορίας. Ήταν ένας αγώνας, ο οποίος  έγινε με πρωτοβουλία των Κυπρίων και  διεξήχθη αποκλειστικά από Κυπρίους αγωνιστές. Παράλληλα, θα πρέπει να τονίσουμε πως ο αγώνας αυτός πραγματοποιήθηκε σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες για την μητροπολιτική Ελλάδα, καθώς έλαβε χώρα κατά τα μεταπολεμικά και μετεμφυλιακά χρόνια. Μολαταύτα, κατάφερε και συνένωσε ψυχικά τους Έλληνες, που έβγαιναν από αυτή τη τραυματική δεκαετία.  Ο κυπριακός αγώνας κατάφερε να βγάλει για πρώτη φορά  τους Έλληνες στη μητροπολιτική Ελλάδα μαζικά στους δρόμους, για ένα στόχο, που αρχικά φαινόταν απλός και εύκολος, καθώς  το αίτημα απευθυνόταν σε μια παραδοσιακή σύμμαχο της Ελλάδος τη Μεγάλη Βρετανία, η οποία τόσο κατά τον 19ο αιώνα όσο και στους δύο αλλεπάλληλους παγκοσμίους πολέμους έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη πορεία της χώρας. 

Το αποτέλεσμα του αγώνα των Κυπρίων ήταν η ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Το γεγονός αυτό ήταν  μια θετική έκβαση για εμάς, τους Κυπρίους, καθώς  για πρώτη φορά μετά από αιώνες, η Κύπρος γινόταν ένα ανεξάρτητο κράτος. Ωστόσο, το νεοσύστατο κυπριακό κράτος ήταν δέσμιο, των συνθηκών εντός των οποίων γεννήθηκε και ενός πολύπλοκου συντάγματος, με περίπλοκους θεσμούς, όπως τελικά  αποδείχθηκαν και στην πράξη. Επίσης οι συνθήκες αυτές (Ζυρίχης- Λονδίνου) δεν οδήγησαν στην ένωση, που ήταν ο στόχος των Ελλήνων της Κύπρου, της πλειοψηφίας του νησιού.  Επιπλέον, θα πρέπει να τονίσουμε ότι το γεγονός, αυτό  δεν έγινε αμέσως κατανοητό και αποδεκτό. Ήταν το τέλος ενός αγώνα που διήρκησε δεκαετίες και δεν είναι εύκολο στην Iστορία απλώς να κλείνεις μια πόρτα ή ένα βιβλίο και να ξεκινάς το επόμενο. Αντίστοιχα, στην τουρκική κοινότητα, που αντιπροσώπευε το  18% του πληθυσμού, δόθηκαν ορισμένα υπέρ-προνόμια. Η ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας είχε τις δικές της επιδιώξεις, οι οποίες αρχικά ήταν  η ένταξη στη Τουρκία, στη συνέχεια ήταν η διχοτόμηση και τελικώς δειλά- δειλά  εμφανίστηκε η  λέξη «ομοσπονδία».

Στο πλαίσιο αυτών των συνθηκών η Κυπριακή Δημοκρατία άρχισε να κάνει τα πρώτα βήματά της. Ωστόσο,  εκείνα τα βήματα σταμάτησαν τον Δεκέμβρη του 1963.  Ο πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, που είχε ηγηθεί και του ενωτικού αγώνα (1955-1959), υπέβαλε τότε τα 13 σημεία για αναθεώρηση του Συντάγματος. Η πρόταση του Μακαρίου ήταν απολύτως λογική και είχε ως στόχο να θεραπεύσει κάποιες δυσλειτουργίες. Ωστόσο, η πρόταση αυτή δεν έγινε αποδεκτή από τη Τουρκία και τους Τουρκοκύπριους.  Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε ήταν μια δύσκολη εποχή για την Ελλάδα, καθώς η χώρα βρισκόταν σε προεκλογική περίοδο.  Η παραίτηση της Κυβέρνησης Καραμανλή και οι δύο διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις έφεραν στη Κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου την ίδια ώρα που η κατάσταση στη Κύπρο παρουσίαζε επιδείνωση και είχαν γίνει οι πρώτες συγκρούσεις. Στη συνέχεια, έγινε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου το 1967, που είναι μια καθοριστική τομή  στην ελληνική ιστορία αλλά είχε  και τραγικές συνέπειες για το Κυπριακό.

Τον Ιούλιο του 1974, η σοβούσα αντιπαράθεση μεταξύ Αθηνών και Λευκωσίας, η υπονόμευση  του Μακαρίου από το καθεστώς των Συνταγματαρχών και ιδιαίτερα την χούντα Ιωαννίδη οδήγησε το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου. Μόλις 5 ημέρες μετά, ξεκίνησε η τουρκική εισβολή στο νησί. Η περίοδος αυτή είναι εξαιρετικά σκοτεινή, καθώς δεν έχει μελετηθεί ακόμη από την ελληνική ιστοριογραφία. Επίσης θα πρέπει να τονίσουμε πως η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από τις τεράστιες ελλείψεις στις αρχειακές διαθεσιμότητες. Είναι κάτι τραγικό. Πρέπει να το λέμε, είναι τραγικό τα διπλωματικά αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών για την ιστορία του Κυπριακού να παραμένουν κλειστά για τους ερευνητές. Αυτό το πολύτιμο αρχειακό υλικό είναι απροσπέλαστο ακόμα και για τους φακέλους της δεκαετίας του 1950, πόσο μάλλον για τα γεγονότα του 1974 ή ακόμη για  εκείνα του 1967.

 Η Κύπρος από το 1974 είναι σε συνθήκες ημικατοχής. Οι επαρχίες της Αμμοχώστου, της Κερύνειας  και της Μόρφου βρίσκονται κάτω από τουρκική κατοχή.  Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια νέα προσφυγιά, δεκάδων χιλιάδων Κυπρίων, μπορούμε να μιλήσουμε για  μια νέα Μικρασιατική Καταστροφή. Ωστόσο, αντίθετα με τη Μικρασιατική Καταστροφή, που έκλεισε – όσο μπορούμε να πούμε πως έκλεισε τον κύκλο των ελληνοτουρκικών συγκρούσεων – με τη  Συνθήκης της Λοζάνης, το Κυπριακό παραμένει μια ανοικτή πληγή. Το Κυπριακό Ζήτημα πληγώνει όσους έχασαν ανθρώπους, περιουσίες, όσους έχουν αγνοούμενους,  όσους αντιλαμβάνονται τι χάθηκε στη Κύπρο το 1974. Εδώ και 42 χρόνια παρακολουθούμε τις ατέρμονες συζητήσεις και σχέδια για τη  λύση του προβλήματος, που να μην ξεχνάμε, είναι μια από τις τελευταίες «ουρές» του Ανατολικού ζητήματος.

 

Tο Κυπριακό σήμερα  διχάζει ή ενώνει την κυπριακή κοινωνία;

Κοιτάξτε, μόλις πριν 12 χρόνια έγινε ένα δημοψήφισμα, για το Σχέδιο Ανάν, όπου το 76% των Ελλήνων της Κύπρου το απέρριψε. Εκείνο το δημοψήφισμα συνεχίζει να διχάζει, με την έννοια ότι προκαλεί συζητήσεις. Δεν είμαστε σε περίοδο πολωτικού διχασμού, προφανώς όμως υπάρχουν διαφορετικές σχολές για την αντιμετώπιση και τη λύση του Κυπριακού ζητήματος. Θα προσέθετα πως κάτι ανάλογο συμβαίνει και με αυτούς που ασχολούνται με το ζήτημα στη μητροπολιτική Ελλάδα.

Κύριε Καθηγητά, παίρνοντας τη τελευταία σας φράση για τη μητροπολιτική Ελλάδα, εδώ και δεκαετίες οι Έλληνες πολιτικοί, κυρίως της συντηρητικής παράταξης, μιλούν για μια σειρά διαρκώς χαμένων ευκαιριών σχετικά με τη λύση του Κυπριακού. Ποια είναι η γνώμη σας; Ισχύει αυτή η άποψη ή είναι προσπάθεια των Ελλαδιτών να βρουν άλλοθι για όσα έγιναν στη Κύπρο;

Κατά την άποψη μου, η μόνη χαμένη ευκαιρία για την Κύπρο ήταν  το 1915, όταν η  κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη  απέρριψε την προσφορά της Κύπρου, από την Μ. Βρετανία. Μέχρι το 1960, ο εθνικός στόχος ήταν η ένωση της Κύπρου με την μητροπολιτική Ελλάδα, στις αρχές της αυτοδιάθεσης. Το Κυπριακό ήταν ένα ξεκάθαρο ζήτημα, το οποίο άρχισε να περιπλέκεται, όταν οι Βρετανοί δέχονται επίσημα τον Δεκέμβριο του 1956, τη «διπλή αυτοδιάθεση», με τις δηλώσεις τoυ Βρετανού υπουργού Lennox-Boyd, της κυβέρνησης Ήντεν. Ήταν μια μέθοδος που εφαρμόστηκε ήδη σε κάποιες αποικίες, αλλά στη περίπτωση της Κύπρου, η «μέθοδος» αυτή  άνοιξε το Κουτί της Πανδώρας. Το 18% του πληθυσμού  αποκτά δικαίωμα λόγου, που εξισώνεται, με αυτό που κατέχει και δικαιούται το 80%. Ουσιαστικά, αυτό το είδαμε και στην πράξη και το 2004, στο τελευταίο δημοψήφισμα. Αποδεχτήκαμε την πρακτική του. Από εκεί και πέρα, υπάρχει η λογική, που ορίζει πως κάθε σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού έχει  πρόνοιες, που είναι χειρότερες από το προηγούμενο. Αυτό οφείλεται και στο  γεγονός ότι λίγο πολύ επαναλαμβάνονται όλα τα σχέδια επίλυσης του Κυπριακού, από τη δεκαετία του ’50 μέχρι σήμερα.  Αν δει κανείς τα σχέδια λύσης, βρίσκει τεράστιες ομοιότητες, σε επίπεδα αντιγραφής. Οπότε, το «κάθε πέρσι και καλύτερα» μας κάνει  επιφυλακτικούς σε κάθε καινούρια πρόταση «λύσης», καθώς υπάρχει  η αγωνία, για το αύριο, ο φόβος και η αβεβαιότητα. Είμαστε καχύποπτοί τόσο για τα μικρά γράμματα, που εκεί κρύβεται ο διάβολος, όσο και για τις γενικές γραμμές, στην απόδοση ενός όσο το δυνατόν βιώσιμου και δημοκρατικού συντάγματος.

 

Θα ήθελα να πάμε λίγο στο τώρα. Κατά τη γνώμη σας θα βοηθήσει η λύση του Κυπριακού στην εμπέδωση της ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο;  Αντίστοιχα,  πιστεύετε ότι μια οποιαδήποτε λύση  θα εντείνει τις διαμάχες και θα πυροδοτήσει μια νέα κρίση στην πολύπαθη περιοχή; Επίσης, θα ήθελα να σας ρωτήσω αν επί του παρόντος θα ήταν προς όφελος τόσο της Ελλάδος όσο και της Κύπρου μια λύση του ζητήματος, λαμβάνοντας υπόψιν πως  η Κύπρος εξέρχεται, από μια μεγάλη οικονομική κρίση, ενώ η Ελλάδα είναι ακόμη βυθισμένη στη χειρότερη μεταπολεμική κρίση;

 Οπωσδήποτε η λύση του Κυπριακού  θα βοηθήσει στην οικοδόμηση ενός πλαισίου ασφαλείας στη περιοχή και αυτή την άποψη επαναλάμβανε, η ελληνική διανόηση στην Αθήνα τη δεκαετία του ’50, σε μια εποχή που οι δικοί μας διανοούμενοι, στη Κύπρο, ήταν πολύ λίγοι. Αν δει κανείς κείμενα Ελλαδιτών διανοούμενων, θα διαπιστώσει ότι έλεγαν αυτό ακριβώς που  είπατε στην ερώτηση σας δηλαδή ότι η λύση του Κυπριακού, με την ένωση στην Ελλάδα, θα φέρει τη σταθερότητα και θα βοηθήσει στην εμπέδωση της ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο. Ειδικότερα, θα βοηθήσει και στη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ωστόσο, θα πρέπει να τονίσουμε πως  το 1950 συζητούσαμε  για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα  ή τέλος πάντων την αυτοδιάθεση του κυπριακού λαού. Και βέβαια πάντοτε στην  τότε ελληνική σκέψη υπήρχε η διάθεση παραχώρησης ενός συνόλου εγγυήσεων ασφαλείας στη μειονότητα των Τούρκων Κυπρίων του 18%.

Σήμερα, είναι καίριο να δούμε τα επίθετα, που συνοδεύουν από το 1974 και μετά, τη λέξη «λύση». Ξεκινήσαμε με το «δίκαιη» και το «βιώσιμη» και έκτοτε καταλήξαμε στην οριστικοποίηση, του «μια λύση», δηλαδή την «όποια λύση». Αυτό είναι τραγικό. Τα τελευταία χρόνια έχει εισαχθεί η θεωρία του winwin, του «κερδίζουμε και εμείς, κερδίζουν και αυτοί», και το «κέρδος» πέφτει στο τραπέζι με τη μορφή εκατοντάδων εκατομμυρίων, είτε εξαιτίας του φυσικού αερίου, είτε εξαιτίας των αναμενόμενων επενδύσεων είτε εξαιτίας της σύνδεσης της ενιαίας Κύπρου  με τα κεφάλαια της αναδυόμενης τουρκικής αγοράς, δηλαδή της μητροπολιτικής Τουρκίας. Είναι ζητήματα, τα οποία θα αντιμετωπίσουμε. Βάσει των  συνομιλιών και όσων θα προκύψουν, θα κληθεί ο κυπριακός λαός να αποφασίσει. Βέβαια, με το καθεστώς Ερντογάν, τα τελευταία χρόνια, δεν είναι σίγουρο πού οδηγείται η Τουρκία. Και εδώ ας υπενθυμίσουμε μια εκπληκτική πρόνοια που συνόδευε το σχέδιο Ανάν, σε ένα από τα πρώτα άρθρα, που προέβλεπε πως  η «Νέα Κύπρος»  θα ήταν η πρώτη, που θα συνηγορούσε  στην ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε….

Αντίστοιχα, το 1959 οι συνθήκες ανεξαρτησίας ήταν απόλυτα συνυφασμένες με την εσαεί ελληνοτουρκική συνεννόηση (στα πλαίσια του ΝΑΤΟ). Δηλαδή, η Κύπρος ήταν ένας τομέας, που  διεξάγονταν δοκιμές και συνταγματικά πειράματα για την επιβίωση της ελληνοτουρκικής συνεργασίας.  Όλα αυτά ακούγονται πολύ «καλά» και «ρομαντικά» για την υπάρχουσα κατάσταση. Όμως, επειδή ακριβώς είναι ρομαντικές όλες αυτές οι θεωρίες, υπάρχουν πολλά ζητήματα που πρέπει πρώτα να επιλυθούν. Μην σκεφτόσαστε μόνο τις  περιουσίες, μόνο τις αποζημιώσεις, επειδή είναι μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ ή δολάρια. Τα μείζονα είναι το θέμα της ασφάλειας, είναι το θέμα της απόσυρσης του τουρκικού στρατού και των εποίκων, της συνύπαρξης με την Τουρκία, όπως είναι σήμερα.

 Κανένας Έλληνας της Κύπρου, είτε στις πολιτικές δυνάμεις, είτε στον απλό λαό δεν έχει να αντιπαραβάλει  οτιδήποτε με τον απλό Τούρκο της Κύπρου. Έχουν περάσει όμως 42 ολόκληρα χρόνια διαχωρισμού και παγίωσης αρκετών καταστάσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και σε αυτήν τη περίοδο, που ηγέτης της τουρκοκυπριακής κοινότητας είναι ο Μουσταφά Ακιντζί, ένας κατ’ εξοχήν μετριοπαθής πολιτικός, συνεχίζεται αμείωτη η προσπάθεια κατάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πρόσφατο παράδειγμα, αυτό που έγινε προχθές στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Μουσταφά Ακιντζί προσκλήθηκε από τον Ερντογάν, μυστικά από τον Πρόεδρο της Κύπρου, Νίκο Αναστασιάδη για να παρευρεθεί σε ένα δείπνο με αρχηγούς κρατών και την ηγεσία του ΟΗΕ.

Ο σκοπός του δείπνου αυτού και η μυστικότητα του, μας οδηγεί στο συμπέρασμα, πως η Τουρκία δίνει τη γραμμή στο Κυπριακό και ο Ακιντζί πήγε να πάρει οδηγίες;

Ο Ακιντζί πήγε όχι μόνο για να επιβεβαιώσει τη γραμμή,  αλλά και να νομιμοποιηθεί  η ύπαρξη του ψευδοκράτους, γεγονός που αντιβαίνει και παραβιάζει κατάφωρα την απόφαση του ΟΗΕ της 18ης Νοεμβρίου 1983.  Η τουρκική πλευρά συνεχίζει να υπονομεύει την Κυπριακή Δημοκρατία. Είναι ένα παράδειγμα των τεράστιων δυσκολιών που υπάρχουν, ακόμη και σε αυτές τις θεωρητικά «ιδανικές συνθήκες» και της έλλειψης εμπιστοσύνης. Είναι προφανές ότι αν η λεγόμενη «λύση» στηριχθεί σε τέτοιο υπόβαθρο, θα καταρρεύσει. Θα ήθελα να τονίσω, όμως, με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, ότι όλοι εμείς που καταγόμαστε από προσφυγικές οικογένειες, μας λείπει ο τόπος μας. Δεν ισχύει το ότι όσοι καταψήφισαν το 2004 το «Σχέδιο Ανάν», «δεν ήθελαν λύση». Δεν υπάρχει Κύπριος, που να μην θέλει τη λύση του Κυπριακού. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι θα δεχθούμε κάθε «λύση», η οποία με την πάροδο μηνών ή χρόνων, θα δημιουργήσει ένα νέο πρόβλημα  και θα  τρέχουμε κατόπιν εορτής  να βρούμε νέα «βιώσιμη» λύση.

Κύριε Καθηγητά η  κυπριακή διπλωματία τα έχει καταφέρει αρκετά καλά την τελευταία δεκαετία, από το 2004 μέχρι σήμερα, και έχει δημιουργήσει συμμάχους, τους οποίους δεν θα φανταζόμασταν πριν μερικά χρόνια. Ένας από τους βασικούς παράγοντες στη πολιτική της Ανατολικής Μεσογείου είναι το Ισραήλ και βλέπουμε ότι το Ισραήλ, υποστηρίζει σθεναρά τη Κύπρο. Πιστεύετε ότι το Ισραήλ είναι ένας σημαντικός σύμμαχος, ένα αντίβαρο, που ίσως αντισταθμίσει την απώλεια της Ελλάδος, η οποία βρίσκεται επί του παρόντος βρίσκεται σε δεινή θέση τόσο οικονομικά όσο και ως διεθνής παράγων. 

 Το πόσο σημαντικός σύμμαχος είναι το Ισραήλ θα το δείξει το μέλλον. Αλλά αυτό εξαρτάται και από τη δική μας πολιτική.  Η άποψή μου είναι ότι και για στρατηγικούς λόγους,  ο μόνος αξιόπιστος σύμμαχος  της Κύπρου είναι η Ελλάδα, σε όποια θέση και αν βρίσκεται η Αθήνα και η Λευκωσία. Όπως ξέρετε πολύ καλά ο  παραδοσιακός γεωστρατηγικός σύμμαχος, για την Ελλάδα και την Κύπρο ήταν ο αραβικός κόσμος, οι χώρες περιφερειακά της Κύπρου, η Αίγυπτος, η Συρία ακόμα και  η Λιβύη. Τα όσα εξελίσσονταν τα τελευταία χρόνια με την πολιτική του Ισραήλ και  της Ρωσίας δείχνουν πόσο σύνθετη πρέπει να είναι η ελληνική πολιτική στο Κυπριακό. Δυστυχώς, η  τουρκική επεκτατικότητα  είναι μια πραγματικότητα  είτε μας αρέσει να το ομολογούμε είτε όχι.  Τη σημασία του Ισραήλ για την Κύπρο την τονίζουν πολλοί ήδη από την δεκαετία του 1970. Προφανώς, σε αυτή την περίοδο το Ισραήλ διαπίστωσε ότι έπρεπε να αναπτύξει σχέσεις με νέους συμμάχους, μεταξύ αυτών και η Κύπρος. Το πώς θα το αξιοποιήσει αυτό η Ελλάδα και η Κύπρος θα το δούμε.

197
Ο Πέτρος Παπαπολυβίου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Κύπρου. Το πλήρες βιογραφικό  του κ. Παπαπολυβίου μπορείτε να το βρείτε  εδώ

Η συνέντευξη δόθηκε στον υπ. διδάκτορα Σύγχρονης Ιστορίας του Α.Π.Θ Νικόλαο Μισολίδη. 

Ευχαριστούμε θερμά τη Βιβλιοθήκη της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών για τη παραχώρηση του χώρου όπου πραγματοποιήθηκε  η συνέντευξη. 

Επιμέλεια – Απομαγνητοφώνηση: Δημήτρης Μητσόπουλος 

Νίκος Ζάικος: Πρόσφυγες, Μετανάστες και Διεθνές Δίκαιο. Χθές, σήμερα…

Πρόσφυγες, Μετανάστες και Διεθνές Δίκαιο.

Χθές, σήμερα…

 

Η ιστορική σχέση του διεθνούς δικαίου με τις πληθυσμιακές μετακινήσεις είναι σχετικά μακρά και σίγουρα ταραχώδης. Όπως ανέκαθεν συνέβαινε σε κάθε τομέα διεθνούς ρύθμισης, έτσι και στην περίπτωση των μεταναστών και των προσφύγων, το διεθνές δίκαιο άσκησε και ασκεί μια καταλυτική επίδραση στις ζωές αναρίθμητων ανθρώπων.

Το διεθνές δίκαιο είναι το νομικό σύστημα που ρυθμίζει τις διεθνείς σχέσεις, προπαντός τις σχέσεις ανάμεσα σε ανεξάρτητα, κυρίαρχα κράτη. Θεσπίζεται κυρίως με διμερείς και πολυμερείς διεθνείς συμβάσεις, τις οποίες τα κράτη διαπραγματεύονται, είναι ελεύθερα να μην αποδεχτούν ή η να αποδεχτούν, αλλά, στην τελευταία περίπτωση καλούνται στη συνέχεια να τηρούν (Pacta sunt servanda). Συνεπώς, το διεθνές δίκαιο είναι η νομική «εικόνα του κόσμου», όπως τη διαμορφώνουν τα ίδια τα κράτη εφόσον κάθε διεθνής ρύθμιση για κάθε θέμα εξαρτάται από αυτά και αποτελεί εντέλει την κανονιστική έκφραση μιας συλλογικής πολιτικής επιλογής τους.

Πριν από τον Μεσοπόλεμο, υπήρχε ένα μεγάλο θεσμικό κενό στο διεθνές δίκαιο αναφορικά με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και κατ’ επέκταση τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Το διεθνές δίκαιο δεν παρενέβαινε ακόμη στη σχέση του ατόμου με την κρατική εξουσία. Η διεθνής προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα από τους τρέχουσες διεθνείς εγγυήσεις και μηχανισμούς ελέγχου, ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη.

Οι πρώτες αξιοπρόσεκτες διεθνείς πράξεις που αφορούσαν έμμεσα ή άμεσα τους μετανάστες εργαζόμενους ως νομικά καθορισμένης κατηγορίας ατόμων υιοθετήθηκαν κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1920 στο πλαίσιο της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας. Λίγο νωρίτερα είχαν προηγηθεί οι πρώτες διεθνείς συμβάσεις για τους πρόσφυγες, οι οποίες είχαν έναν ad hoc, περιπτωσιολογικό χαρακτήρα, δηλ. αφορούσαν τους Ρώσους πρόσφυγες, τους Αρμένιους πρόσφυγες… Ήδη από τότε το διεθνές δίκαιο αντιμετώπιζε διαφορετικά τον μετακινούμενο άνθρωπο ανάλογα με το αίτιο της μετακίνησης. Δηλαδή, ο οικονομικός μετανάστης υποτίθεται ότι εγκαταλείπει την εστία του οικειοθελώς και για μια καλύτερη τύχη. Από την άλλη πλευρά, ο πρόσφυγας φεύγει από την πατρίδα του εξαιτίας δικαιολογημένου φόβου δίωξης λόγω της καταγωγής, της θρησκείας, της εθνικότητας, της κοινωνικής ομάδας, ή των πολιτικών πεποιθήσεών του.

Κατά τον Μεσοπόλεμο παρατηρήθηκε και η συμβατικά προβλεπόμενη αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών. Από την άποψη αυτή, η Σύμβαση της Λωζάννης (1923) υπήρξε σίγουρα πρωτοφανής στην ιστορία των διεθνών σχέσεων όχι μόνο λόγω της φύσης και της έκτασης της πρωτοφανούς συναλλαγής που προέβλεψε, αλλά και του στυγνού πολιτικού ρεαλισμού που την υπαγόρευσε, με την έννοια ότι  αδιαφόρησε για κάθε ανθρωπιστική εκτίμηση. Αν επιχειρείτο σήμερα, η αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών θα ήταν αντίθετη σε ένα εκτεταμένο φάσμα διεθνών νομικών κανόνων.

Όταν μιλάμε για μετανάστες στον σύγχρονο κόσμο εννοούμε 244 εκατομμύρια (2015) ανθρώπους που ζουν και εργάζονται σε κράτη άλλα από εκείνα της γέννησης ή της ιθαγένειάς τους. Ο αριθμός αυτός αυξήθηκε ραγδαία σε σύγκριση με το 2010 (222 εκ.) και το 2000 (173 εκ.). Περίπου το ήμισυ του παγκόσμιου αριθμού των μεταναστών (49%), είναι γυναίκες, αν και το ποσοστό των γυναικών μεταναστών στην Ευρώπη είναι μεγαλύτερο από των ανδρών μεταναστών. Ο παγκόσμιος μέσος όρος ηλικίας των μεταναστών κατά το 2015 ήταν τα 39 έτη.  

Σύμφωνα με πολύ πρόσφατα στοιχεία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, τα 2/3 του παγκόσμιου πληθυσμού των μεταναστών ζουν σήμερα στην Ευρώπη (76 εκ.) και την Ασία (75 εκ.). Το 2015, τα 2/3 του συνόλου των μεταναστών (67%) κατανέμονταν σε 20 μόνο χώρες. Ο μεγαλύτερος αριθμός μεταναστών συναντάται στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (47 εκ., δηλ. το 19% σε παγκόσμια κλίμακα). Η Γερμανία και η Ρωσία ακολουθούν με μεγάλη διαφορά (12 εκ.) και μετά η Σαουδική Αραβία (10 εκ.). Στις χώρες με τον μεγαλύτερο αριθμό μεταναστών περιλαμβάνονται επίσης: Ηνωμένο Βασίλειο (9 εκ.), Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Καναδάς και Γαλλία (8 εκ.), Αυστραλία (7 εκ.), Ισπανία και Ιταλία (6 εκ.), Ινδία και Ουκρανία (5 εκ.), Ταϊλάνδη, Πακιστάν και Καζακστάν (4 εκ.) και Νότιος Αφρική (3 εκ.). (Πηγή: International Migration Report 2015, United Nations).

Κατά το 2015, η χώρα με τη μεγαλύτερη «διασπορά» παγκοσμίως ήταν η Ινδία (16 εκ.). Ακολουθούν: Μεξικό (12 εκ.), Ρωσική Ομοσπονδία (11 εκ.), Κίνα (10 εκ.),  Μπανγκλαντές (7 εκ.), Πακιστάν και Ουκρανία (6 εκ.), Φιλιππίνες, Συρία, Ηνωμένο Βασίλειο και Αφγανιστάν (5 εκ.), Πολωνία, Καζακστάν, Γερμανία, Ινδονησία και Παλαιστίνη (4 εκ.), Ρουμανία, Αίγυπτος, Τουρκία (3 εκ.)

Η Ελλάδα είναι χώρα τόσο υποδοχής, όσο και αποστολής μεταναστών. Κατά το 2015, ο αριθμός των μεταναστών στην Ελλάδα ανήλθε σε 1.242,5 εκ., δηλ. αντιστοιχούσε στο 11% του συνολικού πληθυσμού της χώρας, που είναι 10.955 εκ. Ανάλογα με τη χώρα, το ποσοστό των μεταναστών επί του συνολικού πληθυσμού διαφέρει, π.χ. στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία είναι μόνον 1%, στην Πολωνία 2%, στη Τσεχία 4%, στην Ουγγαρία το 5%, στη Φινλανδία 6%. Άλλες χώρες έχουν ανάλογο ή μεγαλύτερο ποσοστό σε σύγκριση με την Ελλάδα, π.χ. Δανία και Ιταλία 10%, Βέλγιο 12%, Ισπανία 13%, Νορβηγία 14%, Γερμανία 15%, Αυστρία και Σουηδία 17% κ.λπ.

Σύμφωνα με τη Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού, σήμερα περισσότεροι από 5 εκ. πολίτες ελληνικής καταγωγής ζουν εκτός Ελλάδας διεσπαρμένοι σε 140 χώρες του κόσμου. Η μεγαλύτερη συγκέντρωση πληθυσμού ελληνικής καταγωγής καταγράφεται στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (περίπου 3 εκ.), Αυστραλία (650-700 χιλ.), Γερμανία (400-450 χιλ.), Ηνωμένο Βασίλειο (400 χιλ. με την κυπριακή κοινότητα), Καναδά (350-400 χιλ), Ρωσία (98 χιλ.), Ουκρανία (92 χιλ.), Γαλλία (55 χιλ.), Νότια Αφρική (50 χιλ.), Ιταλία (45 χιλ.) Βραζιλία και Ολλανδία (30 χιλ.), Σουηδία (26 χιλ.), Βουλγαρία (25.5 χιλ.), Αργεντινή και Νέα Ζηλανδία (5 χιλ.). Η ελληνική διασπορά απλώνεται όμως και σε άλλα, λιγότερο αναμενόμενα μέρη του κόσμου, όπως Χιλή (5 χιλ.), Μεξικό (1.600), Ουρουγουάη και Παναμά (2 χιλ.), Βενεζουέλα  (2.5 χιλ), Συρία (1.370), Βόρειο Κορέα (153), Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (350).   

Η τρέχουσα διεθνής διαχείριση της μετανάστευσης είναι προβληματική. Πριν από μερικά χρόνια, ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης κατέγραψε σε έναν κατάλογο τους κύριους διεθνούς οργανισμούς που δραστηριοποιούνται με διάφορους τρόπους στον τομέα της μετανάστευσης. Σύμφωνα με τα τότε διαθέσιμα – και πάντως μη εξαντλητικά – στοιχεία, πάνω από 10 όργανα και επιτροπές των Ηνωμένων Εθνών, 13 άλλα Προγράμματα, Ταμεία και θεσμοί των Ηνωμένων Εθνών, 5 Ειδικευμένες Οργανώσεις, 6 άλλοι μείζονες διακυβερνητικοί οργανισμοί, καθώς και τουλάχιστον 6 μείζονες περιφερειακοί σχηματισμοί, ανάμεσα στους οποίους και η Ευρωπαϊκή Ένωση, ασχολούνταν παράλληλα με τη μετανάστευση. Η παράλληλη αυτή δράση έχει οδηγήσει σήμερα σε μια υπερπληθώρα ψηφισμάτων, προγραμμάτων, συστάσεων, σχεδίων δράσης και, κατά συνέπεια, σε μια εντελώς ασυντόνιστη νομική κατάσταση που έχει παρομοιαστεί με «ένα γιγαντιαίο ασυναρμολόγητο ψηφιδωτό» .

Η  συγκυρία για να καταρτιστεί μια γενική, περιεκτική Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων Όλων των Μεταναστών Εργαζομένων και των Μελών των Οικογενειών Τους διαμορφώθηκε μόλις το 1990. Όμως από τα 193 κράτη μέλη του ΟΗΕ, μόνο 48 έχουν εκφράσει τη συναίνεση να δεσμευτούν από αυτή τη Σύμβαση μέχρι σήμερα. Κατά συνέπεια, η σημαντικότερη διεθνής πράξη για την ευάλωτη κοινωνική κατηγορία που είναι οι μετανάστες έχει μια πολύ απογοητευτική απήχηση.

Τα σπουδαιότερα θεσμικά βήματα πάνω στο θέμα των προσφύγων παρατηρήθηκαν μετά την τραυματική εμπειρία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Σύμβαση για το Καθεστώς των Προσφύγων υιοθετήθηκε το 1951, συμπληρώθηκε με ένα Πρωτόκολλο το 1967 και η ισχύς τους εκτείνεται σήμερα σε 145 και 146 κράτη αντίστοιχα.

Η ιδιότητα του πρόσφυγα προσδιορίζεται βάσει των νομικών κριτηρίων που προβλέπονται στη Σύμβαση του 1951. Ο καθοριστικός παράγοντας για την αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα είναι η ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, πολιτικών πεποιθήσεων ή ένταξης σε συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα. Η βασιμότητα του φόβου δίωξης κρίνεται ανάλογα με τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης.

Το 2014, ο παγκόσμιος αριθμός των προσφύγων υπολογίστηκε σε 19.5 εκατομμύρια. Η Τουρκία υποδέχτηκε τον μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων (1.6 εκ.), ακολουθούμενη από το Πακιστάν (1.5 εκ.), τον Λίβανο (1.2 εκ.) και το Ιράν (1 εκ.). Το 53% του παγκόσμιου αριθμού των προσφύγων προήλθε από τρεις μόνο χώρες, τη Συρία (3.9 εκ.), το Αφγανιστάν (2.6 εκ.) και τη Σομαλία (1.1 εκ.). Ο αριθμός των προσσφύγων από τη Συρία δεν έχει σταματήσει να αυξάνεται. 

Η εγκατάσταση ενός πρόσφυγα στην Ευρώπη είναι μια μοναχική και ψυχοφθόρα πορεία που μπορεί να διαρκέσει πολλά χρόνια. Η αρχή της προσφυγικής εμπειρίας έχει τα χαρακτηριστικά μιας ύστατης απόφασης – δηλ. την εγκατάλειψη της εστίας για ένα ταξίδι που συχνά ενέχει κίνδυνο ζωής. Εφόσον ο πρόσφυγας καταφέρει να φτάσει στην Ευρώπη, μετά καλείται να τηρήσει χρονοβόρες διοικητικές διαδικασίες και να επιβιώσει κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες και πιθανώς υπό κράτηση. Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, εφόσον οι αρμόδιες κρατικές αρχές αναγνωρίσουν ότι ένα άτομο είναι πρόσφυγας – δηλ. δεν πρόκειται για οικονομικό μετανάστη –, τότε εφαρμόζεται η Αρχή της Μη Επαναπροώθησης (Non-refoulement), δηλ. το Κράτος απαγορεύεται να απελάσει ή να επιστρέψει τον πρόσφυγα στο κράτος, όπου κινδυνεύει η ζωή ή η ελευθερία του ή εικάζεται ότι θα υποβληθεί σε βασανιστήρια. Αν η απόφαση είναι αρνητική, τότε το πρόσωπο θα κληθεί να εγκαταλείψει τη χώρα ή θα απελαθεί ως παράτυπος αλλοδαπός, εκτός και αν του επιτραπεί η παραμονή για ανθρωπιστικούς λόγους.

Λόγω της γεωγραφικής θέσης και της πολιτικής συγκυρίας, η Ελλάδα υπήρξε επανειλημμένα στο επίκεντρο μαζικών πληθυσμιακών ροών. Το μεγαλύτερο ποσοστό των άτυπων εισόδων στην Ευρώπη, είτε πρόκειται για μετανάστες, είτε για πρόσφυγες, συντελείται δια μέσου των ελληνικών συνόρων. Εκτός από την παράτυπη μετανάστευση, η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος εξαιτίας της τραγωδίας των προσφύγων από τη Συρία.

Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, ο αριθμός των θυμάτων του πολέμου στη Συρία υπολογίζεται σε 350.000. Περίπου ο μισός πληθυσμός του κράτους αυτού, 11 από τα 22 εκατομμύρια, έχει αναγκαστεί να εγκαταλείψει τις εστίες του. Ο αριθμός των Σύριων που αναζητά διεθνή προστασία στην Ευρώπη συνεχίζει να αυξάνεται, αν και δεν αποτελεί παρά μόνο το 10% σε σύγκριση με τον αριθμό των Σύριων προσφύγων σε χώρες γειτονικές της Συρίας. Από το 2011 ως το 2015, καταγράφηκαν 579.184 αιτήσεις για χορήγηση ασύλου σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι περισσότερες αιτήσεις υποβλήθηκαν στη Γερμανία και τη Σουηδία, ενώ ακολουθούν η Ουγγαρία, η Αυστρία, η Ολλανδία, η Δανία και η Βουλγαρία. Ακόμη μεγαλύτερος αριθμός αιτήσεων έχει υποβληθεί στη Σερβία (και το Κόσοβο).

Όπως υπολογίζεται, το 61% των αφίξεων στην Ελλάδα προέρχονται από τη Συρία, το 22% από το Αφγανιστάν, το 7% από το Ιράκ και το 3% από το Πακιστάν – όλες χώρες που μαστίζονται από ένοπλες συγκρούσεις, ανασφάλεια και πολιτική αστάθεια. Το 1/3 των προσφύγων που πνίγηκαν στο Αιγαίο ήταν παιδιά, ενώ ο αριθμός των παιδιών που υπέβαλαν αίτηση για άσυλο διπλασιάστηκε το 2015 σε σύγκριση με το 2014. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών έχει εκφράσει την «ντροπή» και την «οργή» του για τη συνεχιζόμενη αδυναμία του Οργανισμού να τερματίσει την τρομακτική αυτή κατάσταση, αν και δεν απέδωσε ευθύνες σε συγκεκριμένες χώρες.

Όπως γνωρίζουμε, η ανθεκτικότητα των προστατευτικών κανόνων για τους πρόσφυγες δοκιμάζεται σοβαρά στη σημερινή Ευρώπη. Μετά από πολλά χρόνια, οι πρόσφατες εξελίξεις έδωσαν εκ νέου την αφορμή για να ανοίξει ένας παθιασμένος μεν, αλλά και καθόλου πρωτότυπος διάλογος. Από τη μια πλευρά, προβάλλεται το νομικό καθήκον – και η ανθρωπιστική ηθική επιταγή – των κρατών να βοηθήσουν τους πρόσφυγες, ενώ από την άλλη πλευρά, οι πρόσφυγες αντιμετωπίζονται ως μια σοβαρή απειλή για την κρατική δημόσια τάξη και τη διεθνή ασφάλεια.

Ας σημειώσουμε ότι η διασύνδεση των μαζικών διασυνοριακών ροών με εκτιμήσεις ασφαλείας συναντάται σε αρκετές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Στο ιδεολογικό αυτό πλαίσιο εντάσσεται και η πρόσφατη Συμφωνία μεταξύ των 28 κρατών-μελών της ΕΕ και της Τουρκίας, σύμφωνα με την οποία, όσοι πρόσφυγες εισέρχονται στην Ελλάδα, θα επιστρέφουν στη γειτονική χώρα. Συνολικά 72.000 πρόσφυγες προβλέπεται να μετεγκατασταθούν από την ΕΕ στην Τουρκία και ισάριθμοι από την Τουρκία στα κράτη της ΕΕ. Το άρθρο της Συμφωνίας που ορίζει ότι για κάθε Σύριο που επιστρέφεται στην Τουρκία από τα ελληνικά νησιά θα υπάρξει ένας Σύριος που θα εγκατασταθεί στην Ε.Ε. είναι διάτρητο από νομική και λογική άποψη. Ήδη παρατηρούνται κραδασμοί στην υλοποίηση της ούτως ή άλλως προβληματικής αυτής Συμφωνίας.

Πολύ συχνά οι πρόσφυγες αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα μέλη της οικογένειάς τους σε εμπόλεμες ζώνες ή σε στρατόπεδα της πατρίδας τους. Στην περίπτωση αυτή, η οικογένεια του πρόσφυγα συχνά στοχοποιείται. Προπαντός  τα παιδιά, οι γυναίκες και οι ηλικιωμένοι μπορεί να εκτεθούν σε θανάσιμο κίνδυνο για λόγους π.χ. αντεκδίκησης εξαιτίας της φυγής του μέλους της οικογένειάς τους.

Η τρέχουσα ευρωπαϊκή νομοθεσία δεν εγγυάται την επανένωση των προσφυγικών οικογενειών. Μερικά παραδέιγματα καταγεγραμμένα από τον Ερυθρό Σταυρό. Ένας Πακιστανός πρόσφυγας στη Γαλλία φρόντιζε στην πατρίδα του την ανάπηρη αδελφή του μετά από την εξαφάνιση των γονέων τους. Οι γαλλικές αρχές θεώρησαν ότι η ανάπηρη γυναίκα δεν εμπίπτει στους δικαιούμενους οικογενειακή επανένωση, παρά την εξάρτησή της από τον αδελφό της. Ένας άλλος Πακιστανός πρόσφυγας στο Ηνωμένο Βασίλειο μπόρεσε μεν να επανενωθεί με τη σύζυγο και το ανήλικο παιδί του, αυτό όμως δεν στάθηκε δυνατό για τα άλλα δύο παιδιά του, τα οποία ήταν άνω των 18 ετών. Εξάλλου, οι αρχές της Αυστρίας δεν έχουν αποδεχθεί τη γνησιότητα των πιστοποιητικών γάμου από συγκεκριμένες χώρες, όπως  π.χ. τη Σομαλία και το Αφγανιστάν, με αποτέλεσμα να απορρίπτουν τα αιτήματα για οικογενειακή επανένωση.

Σύμφωνα με την τρέχουσα τάση των νομοθεσιών στην Ευρώπη, η διαδικασία για την επανένωση των μελών μιας προσφυγικής οικογένειας θα πρέπει να κινηθεί από τα μέλη της οικογένειας του πρόσφυγα που παραμένουν στην πατρίδα τους ή σε άλλες χώρες. Η διαδικασία αυτή είναι δύσκαμπτη και συχνά αδύνατον να τηρηθεί στην πράξη. Για παράδειγμα, το 2012, μία οικογένεια Αφγανών που ζούσε προσωρινά στο Πακιστάν επιχείρησε να επανενωθεί με ένα συγγενή, ο οποίος ήταν πρόσφυγας στη Φινλανδία. Επειδή όμως η Πρεσβεία της Φινλανδίας στο Ισλαμαμπάντ του Πακιστάν εκείνη τη χρονιά έκλεισε, η οικογένεια κλήθηκε να απευθυνθεί προς την Πρεσβεία της Φινλανδίας στο Νέο Δελχί της Ινδίας, δηλ. στην πρωτεύουσα μιας άλλης χώρας, που απείχε περίπου 700 χιλιόμετρα από τόπο της διαμονής  της οικογένειας. Επειδή όμως οι Αφγανοί που διαμένουν στο Πακιστάν δεν έχουν εν γένει νομιμοποιητικά έγγραφα, η οικογένεια κλήθηκε να επιστρέψει στην Καμπούλ προκειμένου να της χορηγηθεί βίζα για την Ινδία και να παραμείνει στο Αφγανιστάν έως ότου η Πρεσβεία της Φινλανδίας να την προσκαλέσει για συνέντευξη στο Νέο Δελχί, όπου έπρεπε ίσως και να υποβληθεί σε εξέταση DNA. Πέρα από τους κινδύνους που κρύβουν οι παραπάνω μετακινήσεις, αν η οικογένεια είχε την πρόθεση να τηρήσει την προβλεπόμενη τυπική διαδικασία κατά γράμμα, θα έπρεπε να ταξιδέψει μέχρι και 4 φορές από το Πακιστάν στην Ινδία και να διαθέσει ένα ποσό της τάξης των 10.000 ευρώ για μεταφράσεις, διαμονή και διοικητικά έξοδα, κάτι το οποίο ήταν αδύνατον. – Σε μια άλλη περίπτωση,  μια γυναίκα με τα παιδιά της ταξίδεψαν με τη συνοδεία του αδελφού και του γαμπρού της από τη Συρία προς την Άγκυρα της Τουρκίας προκειμένου να τους χορηγηθεί βίζα από την Πρεσβεία του Βελγίου για να επανασυνδεθεί με τον σύζυγό της, πρόσφυγα στο Βέλγιο. Όμως στην τουρκο-συριακή μεθόριο ο αδελφός και ο γαμπρός της δολοφονήθηκαν, ενώ η γυναίκα και τα παιδιά κρατήθηκαν όμηροι για μέρες, κατέβαλαν λύτρα και τελικά επέστρεψαν στη Συρία. Στη συνέχεια, η γυναίκα αυτή υπέβαλε ταχυδρομικά αίτημα προς την Πρεσβεία του Βελγίου στη Βυρηττό του Λιβάνου.  Η εξέταση του αιτήματός της προϋπέθετε όμως τη φυσική παρουσία της στη Βυρηττό και, συνεπώς, ένα νέο επικίνδυνο ταξίδι. – Σε μια άλλη περίπτωση, μια Σομαλή πρόσφυγας στην Ολλανδία επιχείρησε ανεπιτυχώς να επανενωθεί με τα δυό ανήλικα παιδιά της, τα οποία φρόντιζε μια φίλη της στην Αντίς Αμπέμπα της Αιθιοπίας. Οι αιθιοπικές αρχές την κάλεσαν να προσκομίσει την έγκριση του πατέρα των παιδιών, με τον οποίο η μητέρα δεν είχε καμία επικοινωνία για 5 χρόνια. – Αντίστοιχα, πολλές γυναίκες από το Αφγανιστάν αδυνατούν να αποδείξουν στις αρχές τον θάνατο ή την αφάνεια του συζύγου τους για να αναλάβουν την κηδεμονία  των παιδιών τους. Προκειμένου να επανενωθούν με τα παιδιά τους έχουν κληθεί να προσκομίσουν απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Καμπούλ κάτι το οποίο είναι πρακτικά αδύνατο.   

Η αυστηρότητα των ευρωπαϊκών νομοθεσιών και η δαιδαλώδης γραφειοκρατία δεν συντελούν στην επίλυση των παραπάνω προβλημάων. Ανάμεσα στους ανθρωπιστικούς θεσμούς που αναπτύσσουν ένα αθόρυβο έργο κατά τις τρέχουσες προσφυγικές κρίσεις, θα πρέπει να αναφερθεί ο Ερυθρός Σταυρός. Το 2015, ο Ερυθρός Σταυρός δραστηριοποιήθηκε σε περισσότερες από 80 χώρες με τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις στα λεγόμενα «Σολφερίνο του σήμερα»: Συρία, Νότιο Σουδάν, Ιράκ, Αφγανιστάν, Σομαλία, Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, Νικγηρία, Ισραήλ και Κατεχόμενα Εδάφη, Ουκρανία, Υεμένη, Λίβανο, Μάλι, Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, Ιορδαβία, Κολομβία. Ανάμεσα στις δράσεις του Ερυθρού Σταυρού συγκαταλέγονται καταστάσεις κρατικής καταστολής και διακοινωτικής βίας, καθώς και οι βίαιες διενέξεις σε μεγάλα αστικά κέντρα που δεν έχουν κλιμακωθεί σε ένοπλη σύρραξη. 

Μέσα στο 2015, ο ΕΣ παρέλαβε 129.778 RCMs (Red Cross Messages/ Μηνύματα Ερυθρού Σταυρού) και διένειμε 106.108 Μηνύματα παρέχοντας τουλάχιστον τη δυνατότητα μιας επικοινωνίας ανάμεσα στα μέλη οικογενειών που σκόρπισαν και διαλύθηκαν. Καταγράφηκαν επίσης 479.358 κλήσεις ανάμεσα στα μέλη οικογενειών από όλες τις ηπείρους. – Μέσα στο 2015, καταμετρήθηκαν 3.809 ανήλικα/ασυνόδευτα παιδιά (εκ των οποίων 1.348 κορίτσια), από τα οποία 968 (256 κορίτσια) ενώθηκαν με τις οικογένειές τους. Στα τέλη του 2015, ο ΕΣ χειριζόταν τις υποθέσεις 3.219 ανήλικων/ασυνόδευτων παιδιών.

Όμως οι ανθρωπιστικοί διεθνείς οργανισμοί, όπως ο Ερυθρός Σταυρός, δεν μπορούν να κάνουν κάτι για να τερματίσουν τους πολέμους στον κόσμο. Αυτό μπορούν να το κατορθώσουν οι πολιτικές ηγεσίες των κρατών στο πλαίσιο των διεθνών οργανισμών. Κατά την εκτίμηση του Ερυθρού Σταυρού, οι ειδικότεροι κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το προσφυγικό φαινόμενο είναι δυστυχώς αδιαφανείς, αναποτελεσματικοί και πρέπει να αναθεωρηθούν άμεσα. Πρόκειται για ένα νομικό πλαίσιο που μάλλον οδηγεί στη διάλυση των προσφυγικών οικογενειών, παρά στην επανένωσή τους.

Η τρέχουσα διεθνής αντιμετώπιση του προσφυγικού φαινομένου εμφανίζει κάποιες αναλογίες με τη μετανάστευση. Διαπιστώνεται μια συγκεκριμένη πολιτική επιλογή, η οποία εκδηλώνεται ως θεσμική αδυναμία για τη διαχείριση της επίμαχης κατάστασης με επίκεντρο τον άνθρωπο. Συνεπώς, εκτός από την ασυντόνιστη εικόνα στον τομέα της μετανάστευσης, το πιο αποκαρδιωτικό νέο στοιχείο είναι η απαξίωση του διεθνούς προσφυγικού δικαίου – δηλ. ενός συνόλου διεθνών νομικών κανόνων που κατακτήθηκε κυριολεκτικά με το αίμα των προηγούμενων γενεών. Ας ελπίσουμε ότι οι πολιτικές ηγεσίες θα αξιοποιήσουν τις τεράστιες τεχνικές δυνατότητες του σύγχρονου διεθνούς δικαίου για να προστατευτεί η ζωή και η υπόσταση κάθε ανθρώπου χωρίς διάκριση, σε έναν κόσμο όπου η βία γίνεται όλο και πιο πολυμέτωπη, αδιάκριτη, χαοτική.

zaikos
Νίκος Ζάικος Αναπληρωτής καθηγητής Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

Ανδρέας Ε. Γκουτζιουκώστας : Η Δικαιοσύνη στο Βυζάντιο

 

Ανδρέας Ε. Γκουτζιουκώστας

«Η Δικαιοσύνη στο Βυζάντιο»

 Η συνέντευξη δόθηκε στον υπ. διδάκτορα Βυζαντινής Ιστορίας του Α.Π.Θ Γιάννη Σαραντίδη 

Κύριε Καθηγητά θα ήθελα να μας πείτε ποιος απένειμε τη δικαιοσύνη στο Βυζάντιο;

Στο Βυζάντιο πηγή όλων των εξουσιών, κύριος του δικαίου και ανώτατoς δικαστής είναι ο αυτοκράτορας. Στο όνομα του αυτοκράτορα απονέμουν δικαιοσύνη οι επικεφαλής διοικητικών υπηρεσιών. Αυτό σημαίνει ότι στο Βυζάντιο δεν υπάρχει διάκριση των εξουσιών. Επομένως, τα εκτελεστικά όργανα είναι και φορείς απονομής του δικαίου. Αμιγώς δικαστικοί λειτουργοί δεν υφίστανται μέχρι τον 6ο αιώνα.

Η τομή γίνεται από τον Ιουστινιανό, που θεσμοθέτησε για πρώτη φορά τους δώδεκα «επαγγελματίες» δικαστές, που είχαν ως μόνη αρμοδιότητα την εκδίκαση υποθέσεων. Όσον αφορά τους υπολοίπους αξιωματούχους-δικαστικούς λειτουργούς, καθώς δεν αναμένεται από όλους να γνωρίζουν τους νόμους, η αδυναμία αυτή θεραπεύεται από την παρουσία των λεγομένων συνέδρων, παρέδρων, συμπόνων, συμβούλων ή assessores στο πλευρό των αρχόντων. Οι σύνεδροι προέρχονται ως επί το πλείστον από τους συνηγόρους, δηλαδή τους δικηγόρους, έχουν νομική κατάρτιση και συμβουλεύουν ως προς το νομικό σκέλος της υποθέσεως τους δικαστικούς άρχοντες.

Κύριε Καθηγητά ποια ήταν τα δικαιοδοτικά όργανα στο Βυζάντιο;

 Όπως είπα και προηγουμένως, εκτός από τον Αυτοκράτορα δικαιοσύνη απονέμουν και οι κρατικοί λειτουργοί. Συγκεκριμένα, στις επαρχίες αυτοί που κρίνουν υποθέσεις σε πρώτο βαθμό είναι οι επαρχιακοί άρχοντες.  Ωστόσο, αν κάποιος επιθυμεί να εφεσιβάλει την απόφασή τους, απευθύνεται στα δικαστήρια της πρωτεύουσας.  Κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο ο έπαρχος πραιτωρίων Ανατολής, ο επικεφαλής της μεγαλύτερης διοικητικής περιφέρειας του κράτους που περιελάμβανε τη Θράκη, τη Μ. Ασία, τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο, εδρεύει στην Κωνσταντινούπολη και είναι ένας από τους πιο υψηλόβαθμους δικαστές στο Βυζάντιο, μαζί με τον κοιαίστωρα του ιερού παλατίου,  o οποίος είναι υπεύθυνος για την υπαγόρευση των νόμων (leges dictandae). Οι δύο αυτοί λειτουργοί εξετάζουν πολλές από τις εφέσεις, που προέρχονται από τα επαρχιακά δικαστήρια. Από εκεί και πέρα στην πρωτεύουσα υπάρχουν σημαντικοί αξιωματούχοι, επικεφαλής μεγάλων υπηρεσιών, που ταυτόχρονα έχουν και δικαστικές αρμοδιότητες. Ένας από τους πιο σημαντικούς λειτουργούς στη πρωτεύουσα ήταν ο διοικητής της, ο έπαρχος της πόλεως, ο οποίος είχε δικαιοδοσία επί όλων των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης για οποιοδήποτε αδίκημα αστικής ή ποινικής φύσεως. Επίσης ο μάγιστρος των οφφικίων και οι δύο επικεφαλής των κεντρικών οικονομικών υπηρεσιών του κράτους (o κόμης των θείων θησαυρών και ο κόμης των ιδικών κτήσεων) εξέταζαν κυρίως υποθέσεις που αφορούσαν τους υφισταμένους τους. Τέλος, θα πρέπει να προσθέσουμε και δύο ακόμη αξιωματούχους που θεσμοθετήθηκαν από τον Ιουστινιανό. Ο ένας ήταν ο praetor plebis ή πραίτωρ του δήμου, που δημιουργήθηκε το 535 αντικαθιστώντας τον νυκτέπαρχο, προκειμένου να ανακουφίσει, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στη σχετική Νεαρά 13 του Ιουστινιανού, τον έπαρχο της πόλεως, από το φόρτο εργασίας του εκτελώντας αστυνομικά αλλά και δικαστικά καθήκοντα. Μάλιστα σε περίπτωση επεισοδίων, που ήταν συχνά στην Κωνσταντινούπολη από τους οπαδούς των ομάδων του ιπποδρόμου, και πυρπόλησης κτηρίων, ήταν υπεύθυνος για την κατάσβεση των πυρκαγιών και την προφύλαξη των περιουσιακών στοιχείων των υπηκόων από το πλιάτσικο που συνήθως ακολουθούσε. Η δεύτερη αρχή που εισήχθη από τον Ιουστινιανό λίγα χρόνια μετά, το 539, ήταν ο κοιαισίτωρ, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την ταχεία διεκπεραίωση των υποθέσεων των επαρχιωτών που κατέφθαναν στην Κωνσταντινούπολη είτε συντονίζοντας τα αρμόδια όργανα, τα οποία θα εκδίκαζαν αυτές τις υποθέσεις, είτε εκδικάζοντας ο ίδιος τις υποθέσεις σε περίπτωση καθυστέρησης ή ολιγωρίας των αρμόδιων αρχών. Βέβαια στη μέση περίοδο τα πράγματα αλλάζουν.

Κύριε Καθηγητά θα ήθελα να μας περιγράψετε το δικαστικό σύστημα κατά τις επόμενες περιόδους του Βυζαντίου και να μας διευκρινίσετε αν υπήρξαν αμιγώς δικαστικοί λειτουργοί;

Κατά την πρώιμη περίοδο το μόνο δικαστικό σώμα, που γνωρίζουμε από τις πηγές, όπως σας είπα, είναι οι δώδεκα δικαστές του Ιουστινιανού, στους οποίους μπορούσαν τόσο ο αυτοκράτορας όσο και οι κρατικοί λειτουργοί να παραπέμψουν την εξέταση υποθέσεων. Δηλαδή οι πολίτες δεν μπορούσαν να προσφύγουν απευθείας σε αυτούς τους δικαστές. Οι αλλαγές που γίνονται στη μέση βυζαντινή περίοδο στην περιφερειακή και κεντρική διοίκηση της αυτοκρατορίας επηρεάζουν και τη δικαιοσύνη, καθώς εξακολουθεί να μην υφίσταται ο σαφής διαχωρισμός μεταξύ διοίκησης και δικαιοσύνης. Εκείνη την περίοδο δημιουργούνται νέα διοικητικά όργανα, τα οποία ταυτόχρονα απονέμουν και δικαιοσύνη.  Παραμένουν όμως και κάποιοι κρατικοί αξιωματούχοι από την προηγούμενη περίοδο. Για παράδειγμα ο κοιαίστωρ του ιερού παλατίου και ο έπαρχος  της πόλεως, οι οποίοι κατά τη μέση περίοδο είναι οι πιο υψηλόβαθμοι δικαστικοί λειτουργοί, που εδρεύουν στη Κωνσταντινούπολη. Στη συνέχεια θα προστεθούν σε αυτούς ο επί των κρίσεων, ο δρουγγάριος της βίγλης που τέθηκε στο δεύτερο μισό του 11ου αιώνα στην κορυφή της δικαστικής ιεραρχίας, ο δικαιοδότης, ο πρωτοασηκρῆτις, που ήταν προηγουμένως μέλος της αυτοκρατορικής γραμματείας, και ο προκαθήμενος των δημοσιακών δικαστηρίων, που εξέταζε δημοσιονομικού περιεχομένου υποθέσεις. Φυσικά το αυτοκρατορικό δικαστήριο εξακολουθεί να λειτουργεί σε όλες τις περιόδους και ταυτίζεται πάντοτε με τον αυτοκράτορα. Είναι το ανώτατο δικαστήριο.

Όσον αφορά τις επαρχίες κατά τη μέση περίοδο έχουμε μια εντελώς διαφορετική οργάνωση. Από τις πρωτοβυζαντινές επαρχίες περνάμε στα θέματα, που από κινητές στρατιωτικές μονάδες μετεξελίχθηκαν σε στρατικοδιοικητικές περιφέρειες, τη ραχοκοκαλιά του συστήματος της περιφερειακής οργάνωσης κατά τη μέση περίοδο. Ωστόσο, στο σημείο αυτό θα πρέπει να περιγράψουμε τη συγκεκριμένη οργάνωση. Τα θέματα, λοιπόν, είναι μεγάλες στρατικοδιοικητικές περιφέρειες, με επικεφαλής έναν στρατηγό, ενώ παράλληλα υπάρχει και ένα σκέλος πολιτικής διοίκησης, στο οποίο ανήκει ο κριτής, δηλαδή ο δικαστής, του θέματος. Ο αξιωματούχος αυτός από το 10ο αιώνα αναδεικνύεται στον πραγματικό διοικητή του θέματος και αποκτά και οικονομικές αρμοδιότητες. Είναι ο κατ’ εξοχήν αρμόδιος για τη δικαστική διευθέτηση των υποθέσεων εντός του θέματος του. Οι αποφάσεις του εφεσιβάλλονται στα κεντρικά δικαστήρια της πρωτεύουσας. Εκεί εδρεύουν δύο ομάδες δικαστών λειτουργών, οι  κριτές επί του ιπποδρόμου και οι κριτές του βήλου, που είχαν ως μόνη αρμοδιότητα την εκδίκαση υποθέσεων και ασκούσαν το λειτούργημά τους στον μικρό σκεπαστό ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, ένα κτήριο εντός του συγκροτήματος του ιερού παλατίου που γειτνίαζε με τον μεγάλο ανοικτό ιππόδρομο, όπου λάμβαναν χώρα οι αρματοδρομίες. Σε αυτούς, κατά το πρότυπο της πρώιμης βυζαντινής περιόδου των δώδεκα δικαστών του Ιουστινιανού, παραπέμπονται υποθέσεις από τους ανώτερους κρατικούς-δικαστικούς λειτουργούς ή τον αυτοκράτορα και εν συνεχεία οι αποφάσεις τους εφεσιβάλλονται είτε ενώπιον του αυτοκρατορικού δικαστηρίου είτε ενώπιον αυτού που παρέπεμψε την υπόθεση σε αυτούς. Όλο αυτό το σύστημα επιβιώνει ως το 1204.

 Μετά το 1204, την Δ΄ Σταυροφορία και την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, το κέντρο εξουσίας μεταφέρεται στη Νίκαια  και την Ήπειρο, μέχρι την ανάκτηση της Πόλης από την αυτοκρατορία της Νίκαιας το 1261, οπότε επιχειρείται η συγκρότηση ενός κεντρικού δικαστηρίου στην πρωτεύουσα από τον πρώτο εκπρόσωπο της δυναστείας των Παλαιολόγων, τον Μιχαήλ Η΄.  Εκείνη ακριβώς την εποχή ανασυστήνεται το «σβεσθέν», όπως αναφέρεται στις πηγές, «σέκρετον», ένα ανώτατο και μόνιμο δικαστήριο στην πρωτεύουσα. Μάλιστα έχει σωθεί και μια εντυπωσιακή σφραγίδα, που απεικονίζει τον αυτοκράτορα στην εμπρόσθια όψη, να κρατά πάνω από το κεφάλι του μία κυκλική εικόνα της Παναγίας δεομένης, η οποία φέρει στο στήθος της τον Χριστό νήπιο, ενώ στον οπισθότυπο αναφέρεται ακριβώς η ίδρυση αυτού του σεκρέτου, του δικαστηρίου. Στη συνέχεια υπήρξαν δύο σημαντικές προσπάθειες για την αναδιοργάνωση της δικαιοσύνης. Η πρώτη γίνεται από τον Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο, ο οποίος θέσπισε το 1296 ένα δωδεκαμελές σώμα δικαστών, το οποίο φαίνεται ότι δεν μακροημέρευσε. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι η σύσταση αυτού του σώματος έγινε, μετά από ένα σεισμό, ο οποίος θεωρήθηκε ως θεϊκό σημάδι, λόγω της κατίσχυσης της αδικίας και γι’ αυτό, για να θεραπευτεί η αδικία έπρεπε να προβούν σε συγκεκριμένα μέτρα, όπως για παράδειγμα τη θέσπιση ενός ανώτατου μόνιμου δικαστηρίου. Εν συνεχεία, η δεύτερη μεταρρυθμιστική προσπάθεια γίνεται από τον Ανδρόνικο Γ΄ Παλαιολόγο, τον εγγονό του Ανδρόνικου Β΄, ο οποίος θεσπίζει τους τέσσερεις  καθολικούς κριτές των Ρωμαίων, ένα αμιγώς δικαστικό σώμα και αυτό, μετά από μία ήττα των Βυζαντινών στη Μ. Ασία το 1329, που επίσης θεωρήθηκε ως θεϊκή τιμωρία. Οι κριτές αυτοί εκδίκαζαν υποθέσεις σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας είτε ως πολυμελές είτε ως μονομελές όργανο. Πρέπει επίσης να σημειωθεί πως λίγο αργότερα το 1337 ορισμένοι από  τους καθολικούς κριτές κατηγορήθηκαν για δωροδοκία και τελικά αντικαταστάθηκαν. Ωστόσο ο συγκεκριμένος θεσμός διατηρήθηκε μέχρι την Άλωση και μάλιστα καθολικοί κριτές εκτός από την πρωτεύουσα εμφανίζονται και στις επαρχίες, όπως για παράδειγμα στη Λήμνο, τη Θεσσαλονίκη και το Μοριά, ενώ ο θεσμός πέρασε και στο μεσαιωνικό σερβικό κράτος. 

Κύριε Καθηγητά μας περιγράψαμε το ψηφιδωτό του συστήματος απονομής δικαιοσύνης στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αλλά θα ήθελα να σας ρωτήσω εάν ένας απλώς πολίτης της Αυτοκρατορίας μπορούσε να δικαιωθεί και να προστατευτεί από τις αδικίες των λεγόμενων Δυνατών;

Αρχικά,  πρέπει να τονιστεί ότι σύμφωνα με τις βυζαντινές πηγές μία από τις βασικές αρετές του Αυτοκράτορα είναι η απονομή του Δικαίου, «βασιλεία δικαιοσύνη ἐστὶ δι’ ἒργων κεκυρωµένη» σύμφωνα με τον ρήτορα του 4ου αιώνα Θεμίστιο. Επομένως δίνεται ιδιαίτερη σημασία στη Δικαιοσύνη και υπάρχει έστω και θεωρητικά το πλαίσιο, με βάση το οποίο μπορεί να βρει ο οποιοσδήποτε το δίκιο του. Γιατί «∆ικαιοσύνη ἐστὶ σταθηρὰ καὶ διηνεκὴς βούλησις ἑκάστῳ τὸ ἴδιον ἀπονέμουσα δίκαιον», όπως αναφέρεται στα Βασιλικά. Και βέβαια δεν είναι λίγα τα παραδείγματα που μας παραδίδουν οι πηγές για αυτοκράτορες που δικαιώνουν αδυνάμους έναντι των δυνατών, προκειμένου βέβαια να υπηρετηθεί η προβολή της συγκεκριμένης αρετής του εκάστοτε αυτοκράτορα. Και από τη στιγμή που υπάρχουν τακτικά δικαστήρια και ένα συγκροτημένο θεσμικό πλαίσιο  οποιοσδήποτε πολίτης έχει τη δυνατότητα να προσφύγει στα θεσπισμένα δικαστικά όργανα του Βυζαντίου και να δικαιωθεί, και αν δεν ικανοποιηθεί σε πρώτο βαθμό έχει τη δυνατότητα να ασκήσει έφεση.

Βέβαια υπάρχουν και κάποιες δυσκολίες. Για παράδειγμα μια παθογένεια του συστήματος είναι ότι η κοινωνική θέση κάποιου, η επιρροή του και οι διασυνδέσεις του με υψηλόβαθμους αξιωματούχους επηρεάζουν σε ένα βαθμό τους δικαστές και την απονομή του δικαίου. Επίσης, κάτι που θα πρέπει να τονιστεί είναι ότι για ορισμένους αξιωματούχους, συγκλητικούς, κρατικούς αξιωματούχους ή κρατικούς λειτουργούς προβλέπεται ένα καθεστώς ειδικής δωσιδικίας. Επί παραδείγματι, τα μέλη αυτών των ομάδων θα κριθούν όχι από τα κατά τόπους αρμόδια δικαστήρια, αλλά αν κάποιος είναι στρατιώτης από το στρατηγό του, αν είναι εκκλησιαστικός λειτουργός από τον επίσκοπο στον οποίο υπάγεται και αν πρόκειται για συγκλητικό από το δικαστήριο του επάρχου της πόλεως ή ακόμη και από τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Επομένως, στην πράξη παρακάμπτονται κάποια δικαστήρια ή δικαστικοί λειτουργοί, που κανονικά θα έπρεπε να κρίνουν τις υποθέσεις.  Επίσης, κατά τη φάση της εκδίκασης μίας υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό προκύπτουν και άλλα εμπόδια. Το πρώτο που πρέπει να αναλογιστούμε είναι πως αυτός που επιθυμεί να εφεσιβάλει μια πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να μετακινηθεί στον τόπο, στον οποίο εδρεύει το Εφετείο. Αν πρόκειται δηλαδή για κάποιον που κατοικεί στις επαρχίες, θα πρέπει να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη. Βεβαίως, αυτό επιφέρει μια μεγάλη οικονομική επιβάρυνση,  καθώς το άτομο αυτό θα πρέπει να μείνει για ένα χρονικό διάστημα στη Πόλη, τουλάχιστον μέχρι να τελεσιδικήσει η υπόθεση του. Το πρόβλημα επιτείνεται, όταν προέρχεται από μία απομακρυσμένη από την Κωνσταντινούπολη επαρχία. Ωστόσο, ορισμένοι αυτοκράτορες αναγνώρισαν το συγκεκριμένο πρόβλημα. Ο μεν Ιουστινιανός μέσω της σύστασης του κοιαισίτωρος, που αναφέραμε, προσπάθησε να διευθετούνται οι υποθέσεις των επαρχιωτών, όσο το δυνατόν γρηγορότερα, για να γυρίζουν πίσω στις εστίες τους. Βέβαια αυτό υπαγορεύεται και από έναν ακόμη σοβαρό λόγο, καθώς οι επαρχιώτες πρέπει να επιστρέψουν στον τόπο διαμονής τους, για να μην μένουν οι γαίες ακαλλιέργητες και να εξελίσσεται ομαλά  ο οικονομικός βίος στις επαρχίες, προκειμένου στη συνέχεια να καταβληθούν και οι απαραίτητοι για το κράτος φόροι.  Ο δε  Βασίλειος Α΄ ο Μακεδών προχώρησε ένα βήμα παραπέρα φροντίζοντας να πληρώνονται τα έξοδα διαμονής των επαρχιωτών στη Κωνσταντινούπολη, μέχρι να τελεσιδικήσουν οι υποθέσεις τους.

Κύριε Καθηγητά, ποιος εκπροσωπούσε τους πολίτες στα δικαστήρια, δηλαδή υπήρχαν δικηγόροι που αναλάμβαναν υποθέσεις ιδιωτών; 

Βεβαίως και υπήρχαν δικηγόροι, οι γνωστοί συνήγοροι. Επίσης, πολλοί από τους συνηγόρους, λόγω της νομικής τους εμπειρίας ακολουθούσαν σταδιοδρομία κρατικού λειτουργού και έχουμε πολλά τέτοια παραδείγματα. Έχει σημασία και ενδιαφέρον να αναφέρουμε ότι στα χρόνια του Μανουήλ Α’ Κομνηνού (1166) λαμβάνονται κάποια δικονομικά μέτρα, προκειμένου να απονέμεται ταχύτερα το δίκαιο. Σε μια εκ των Νεαρών που εκδίδει ο αυτοκράτορας, αναφέρεται ότι μια κακοδαιμονία του συστήματος είναι η εκκρεμοδικία υποθέσεων. Το αποτέλεσμα ήταν ορισμένοι από τους εμπλεκομένους σε μια υπόθεση να έχουν αποβιώσει πριν η υπόθεσή τους τελεσιδικήσει. Μεταξύ των δυσλειτουργιών του συστήματος αναφέρεται και η απεραντολογία των συνηγόρων, οι οποίοι με διάφορους τρόπους προσπαθούν να κερδίσουν χρόνο, με αποτέλεσμα να κωλυσιεργούν και να μην ολοκληρώνονται εγκαίρως οι υποθέσεις. Είναι λοιπόν ένα σημαντικό στοιχείο του συστήματος και οι συνήγοροι.

Προχωρώντας στην τελευταία ερώτηση πώς οι συνήγοροι αυτοί και οι δικαστές λαμβάνουν νομική παιδεία;

Πρέπει να πούμε ότι την εποχή του Ιουστινιανού λειτουργούν δυο σημαντικές νομικές σχολές, στη Βηρυτό και στην Κωνσταντινούπολη, στις οποίες διδάσκουν οι λεγόμενοι αντικήνσωρες. Από τον 7ο αιώνα όμως και μετά αρχίζει να αλλάζει το σύστημα. Τη διδασκαλία των αντικηνσώρων διαδέχεται εκείνη των σχολαστικών που προέρχονται ως επί το πλείστον από τις τάξεις των συνηγόρων, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στο ρητορική δεινότητα και λιγότερο στη νομική εξειδίκευση. Δεν υπάρχει έκτοτε μια κρατική δομή παροχής νομικών σπουδών. Η μόνη προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση έγινε αρκετά αργότερα από τον Κωνσταντίνο Θ’ Μονομάχο (1047), όταν δημιουργήθηκε μια σχολή, το διδασκαλεῖον τῶν νόμων, κατά ορισμένους ερευνητές μια ιδιωτική σχολή που χάρη στην αυτοκρατορική αρωγή και πατρωνία αναδείχθηκε σε ένα σημαντικό κρατικό ίδρυμα, με στόχο οι φοιτήσαντες να αποκτούν νομική παιδεία και οι απόφοιτοί της να διορίζονται στον κρατικό μηχανισμό.  Φανταστείτε αυτό το ίδρυμα ως μια  ανώτατη σχολή διοίκησης, αλλά με έμφαση στη νομική παιδεία. Πάντως η διάρκεια της σχολής αυτής ήταν βραχύβια. Από εκεί και πέρα, η παιδεία στο Βυζάντιο, και μάλιστα η νομική, κινείται σε ιδιωτικό πλαίσιο. Υπάρχουν ιδιώτες καθηγητές, πολλοί εκ των οποίων είναι κρατικοί λειτουργοί με νομική παιδεία, οι οποίοι παραδίδουν και μαθήματα. Επίσης, υπάρχουν οι συμβολαιογράφοι, οι γνωστοί ταβουλλάριοι, που  αποκτούν τη νομική τους κατάρτιση στο πλαίσιο της επαγγελματικής τους συσσωμάτωσης, δηλαδή της συντεχνίας, από τον λεγόμενο παιδοδιδάσκαλο της νομικής

Στο σημείο αυτό, κλείνοντας, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι το πλαίσιο παροχής της νομικής παιδείας στην Αυτοκρατορία καθορίζει ως ένα βαθμό τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται οι Βυζαντινοί το νόμο. Δεν σκέφτονται και δεν ενεργούν όπως οι σύγχρονοι νομικοί. Ένας δικαστής έχει πρώτα στο μυαλό του, ποιο είναι το ηθικό και το δίκαιο και στη συνέχεια επιχειρεί να θεμελιώσει την άποψή του αντλώντας επιχειρήματα από το γραπτό δίκαιο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν λαμβάνονται υπόψιν οι νόμοι. Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι το κωδικοποιημένο ρωμαϊκό δίκαιο και το νέο δίκαιο που παράγεται από τους νόμους που θεσπίζουν οι αυτοκράτορες αποτελούν τη βάση για την απονομή του δικαίου. Ωστόσο, υπάρχει αυτή η πιο χαλαρή αντίληψη των Βυζαντινών για το νόμο.

s200_andreas.gkoutzioukostas
Ο κ. Ανδρέας Ε. Γκουτζιουκώστας είναι Επίκουρος Καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας του Α.Π.Θ

Επιμέλεια – Απομαγνητοφώνηση: Μητσόπουλος Δημήτριος – Μισολίδης Νικόλαος 

Σπυρίδων Σφέτας: Η πολιτική της Ρωσίας στα Βαλκάνια (18ος – 19ος αιώνας) Μέρος Πρώτο

Σπυρίδων   Σφέτας: Η πολιτική της Ρωσίας στα Βαλκάνια (18ος – 19ος αιώνας)

Μέρος Πρώτο

Πάντα είναι ενδιαφέρουσα μια συνέντευξη με τον Σπύρο Σφέτα, Αναπληρωτή Καθηγητή Βαλκανικής Ιστορίας στο ΑΠΘ. Σήμερα συζητούμε μαζί του για το ιστορικό υπόβαθρο της ρωσικής αυτοκρατορικής πολιτικής στα Βαλκάνια.  Στο πρώτο μέρος αυτής της εξιστόρησης της εμπλοκής του ρωσικού παράγοντα στη Βαλκανική, κάνουμε μια ανασκόπηση της ιστορίας από την γέννηση της Ρωσίας μέχρι και τις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης.

 

Κύριε Σφέτα, θα ήθελα να σας ρωτήσω ποιες ήταν οι αιτίες που οδήγησαν τη Ρωσική Αυτοκρατορία σε τροχιά σύγκρουσης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Συμπληρωματικά θα ήθελα να μας εξηγήσετε πως αυτή η διαχρονική σύγκρουση επηρέασε την ιστορία της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

 Ας ξεκινήσουμε από την αρχή, ώστε να αποδώσουμε το ιστορικό πλαίσιο της σύγκρουσης αυτής. Όταν η Δύση διεξαγάγει τις σταυροφορίες εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Ρωσία ως δύναμη δεν παίζει κάποιον σημαίνοντα ρόλο, αναφερόμαστε φυσικά στον 14ο και 15ο αιώνα. Σε εκείνη την εποχή αναδύεται  το δουκάτο της Μόσχας και η Ρωσία  προσπαθεί να σταθεροποιήσει την θέση της. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε πως η Ρωσία εκείνη την εποχή έχει ανοικτά μέτωπα με τους Μογγόλους αρχικά και έπειτα με τους Πολωνούς. Συνεπώς, σε εκείνη την φάση της ιστορίας της, η Ρωσία δεν δύναται να προσφέρει καμία ουσιαστική βοήθεια στους Χριστιανούς της Βαλκανικής Χερσονήσου. Ωστόσο, διαπιστώνουμε πως από εκείνη την εποχή η βυζαντινή παράδοση στη Ρωσία είναι ορατή. 

Η κατάσταση αρχίζει να  μεταβάλλεται μετά την προσάρτηση της Ανατολικής  Ουκρανίας στη Ρωσία  το 1654. Τώρα  η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχει κοινά σύνορα με την αναδυόμενη Τσαρική Αυτοκρατορία. Ακριβώς, από εκείνη την εποχή  οι υπόδουλοι Χριστιανοί της Οθ. Αυτοκρατορίας αρχίζουν να στηρίζουν τις ελπίδες τους στον Τσάρο Αλεξέι Μιχάηλοβιτς Ρομανόφ, καθώς τον έβλεπαν ως τον διάδοχο του θρόνου της Κωνσταντινούπολης. Θα πρέπει να κατανοήσουμε πως οι υπόδουλοι Χριστιανοί εκείνη την εποχή αποζητούσαν την στήριξη μιας μεγάλης χριστιανικής δύναμης, η οποία  θα μπορούσε, αν όχι να τους απελευθερώσει,  τουλάχιστον  να  διαμορφώσει μέσω της άσκησης πίεσης καλύτερες συνθήκες υποτέλειας εντός της αυτοκρατορίας του Σουλτάνου. Υπό το πρίσμα αυτό εξηγούνται και τα αντι- οθωμανικά κινήματα. Για παράδειγμα, τι είναι το κίνημα του Διονυσίου του Σκυλόσοφου; Σαφώς, το κίνημα αυτό εντάσσεται μέσα στον ευρύτερο αυστροτουρκικό πόλεμο (1593-1606). Αυτό που αποζητούν οι Χριστιανοί της Οθ. Αυτοκρατορίας είναι ευνοϊκότερες  σχέσεις υποτέλειας. Κατά την περίοδο εκείνη  λοιπόν,  οι υπόδουλοι Χριστιανοί  αναζητούσαν τον Σωτήρα στο  πρόσωπο του Αψβούργου  Καρόλου Ε΄, ο οποίος κατά την άποψη τους θα μπορούσε να παίξει τον ρόλο του συνεχιστή των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, καθώς κατέχει τον τίτλο «Αυτοκράτωρ   της Αγίας Ρωμαϊκής  Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους». Ωστόσο, σταδιακά κατά τον επόμενο αιώνα  τον  ρόλο αυτό τον επωμίζεται  ο Τσάρος Αλέξιος Μιχαήλοβιτς. Επίσης θα πρέπει να επισημάνουμε  πως στις αρχές του 17ου αιώνα έχει αλλάξει η δυναστεία  στη Ρωσία, καθώς τη δυναστεία των Ρούρικ  τη διαδέχεται η δυναστεία των Ρομανὀφ. Το γεγονός λοιπόν της γειτνίασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την Τσαρική Ρωσία  δημιουργεί στους υπόδουλους  Ορθοδόξους  την ελπίδα  της απελευθέρωσης. Από τότε γίνεται  λόγος για το ξανθό γένος. Ο Θεολόγος Παΐσιος Λιγαρίδης, απευθυνόμενος στον Αλεξέι  Μιχαήλοβιτς, έγραφε χαρακτηριστικά στο Χρησμολόγιο:

‘’Από διάφορα Βιβλία της οικουμένης εσύναξα τα όσα ερρέθησαν και φημίζονται περί της κλεινής Κωνσταντινουπόλεως,  ελπίζων ομού και θαρρών να ελκύσω την μεγάλην σου βασιλείαν εις ζήλον και έρωτα της τοσαύτης περικαλούς αυτοκρατορίσσης, της κλεινής Κωνσταντινουπόλεως από την οποίαν έλαβες πατροπαραδότως την πίστιν και την συγγένειαν αλληλοδιαδόχως, από την Παλαιολογίναν Σοφἰαν, του δεσπότου Θωμά θυγατέρα. Και λοιπόν η απανταχού των ταλαιπώρων Ρωμαίων και η μετά θεόν προσδοκία είσαι, κράτιστε Αλέξιε’’.

Σχηματικά, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως από το σημείο αυτό και εντεύθεν η  Ρωσία είναι αναμεμειγμένη σε αυτό που αποκαλούμε «Ανατολικό Ζήτημα». Φυσικά,  ο όρος αυτός δεν υπάρχει ακόμη, αλλά τον χρησιμοποιούμε εδώ σχηματικά, για να αποδώσουμε  την ενεργή ανάμιξη των Τσάρων στους πολέμους που διεξαγάγουν γενικώς οι χριστιανικές δυνάμεις της Ευρώπης εναντίον του Οθωμανικού Κράτους. Συνεπώς,  παρατηρούμε από τα τέλη του 17ου αιώνα την Ρωσία να είναι αναμεμειγμένη στους πολέμους αυτούς: Συνθήκες Ειρήνης του Κάρλοβιτς (1699),  Πασάροβιτς (1718),  Βελιγραδίου  (1739).  Ωστόσο, εδώ τίθεται το κεντρικό ερώτημα,  τι επιδιώκουν οι Ρώσοι; Η απάντηση είναι πως η Ρωσία πλέον ασκεί αυτοκρατορική πολιτική.  Η Ρωσία έχει γίνει μια ορθόδοξη αυτοκρατορία με μια πρωτεύουσα την Μόσχα, η οποία αποκαλείται Τρίτη Ρώμη και διεκδικεί ανοικτά την  βυζαντινή κληρονομία. Ο Τσάρος εμφανίζεται πλέον ως ο ορθόδοξος Αυτοκράτορας, διάδοχος των Παλαιολόγων. Εν τούτοις, πέρα από την διαμόρφωση της αυτοκρατορικής ιδεολογίας, η Ρωσία επιδιώκει την περαιτέρω εδαφική εξάπλωσή της. Επί της ουσίας, ο Τσάρος θέλει προσβάσεις, προς το Νότο, αφού έχει προσαρτήσει  την Ανατολική Ουκρανία. Άμεση επιδίωξη  του Μεγάλου Πέτρου είναι το Αζόφ.  

 Ωστόσο, τα εδαφικά κέρδη  της Ρωσίας οριστικοποιούνται   στον πρώτο ρωσοτουρκικό πόλεμο επί Μεγάλης Αικατερίνης 1769-1774.  ‘Ένα γεγονός που σημαδεύει αυτό τον πόλεμο και την συνθήκη Κιουτσούκ – Καϊναρτζή, με την οποία και έληξε, είναι πως για πρώτη φόρα ο ρωσικός στόλος κατέρχεται στη Μεσόγειο  από την ατλαντική οδό διαπλέοντας το Γιβραλτάρ.

Κύριε Καθηγητά, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως η Ρωσική Αυτοκρατορία με την συνθήκη του Κιουτσούκ – Καϊναρτζή επιθυμεί να εμφανιστεί ως η κραταιά δύναμη της Ανατολής;

 Μακροπρόθεσμα ναι.    Ο μείζον στόχος της ρωσικής πολιτικής είναι η χώρα να αποκτήσει προσβάσεις  στη Μαύρη Θάλασσα ώστε να είναι εγγύτερα στη Κωνσταντινούπολη και στα Στενά. Αυτή είναι μια μακρά διαδικασία, η οποία εμπεριέχει νίκες και ήττες. Εν τέλει, αυτό που κερδίζει  η Ρωσία με τη συνθήκη Κιουτσούκ – Καϊναρτζή  (1774) είναι το Αζόφ, το Κερτς και  το Γενί Καλέ. Έπειτα,  έρχεται  να προστεθεί και η  χερσόνησος της Κριμαίας (1783).  Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να σταθούμε λίγο. Αρχικά, με τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή  αναγνωρίζεται η πολιτική ανεξαρτησία των Τατάρων της Κριμαίας και του Κουμπάν. Η περιοχή αυτή παίζει σημαίνοντα γεωστρατηγικό ρόλο. Είναι γνωστό ότι, όταν μια δύναμη ελέγχει την Κριμαία, δύναται να επεκτείνει ευκολότερα την επιρροή της νοτιότερα, επικρατώντας στη περιοχή της Μαύρης Θάλασσας.  Επίσης, θα πρέπει να σημειωθεί πως η Ρωσία, παρερμηνεύοντας έναν ασαφή όρο της συνθήκης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, διεκδίκησε το δικαίωμα της προστασίας των Ορθοδόξων της Βαλκανικής.  Η Ρωσία δεν διεξήγαγε εκείνο τον πόλεμο για να απελευθερώσει τους Έλληνες ή τους άλλους χριστιανούς. Το μέτωπο που ανοίγει στο νότο ο ρωσικός στόλος με τους αδελφούς Ορλώφ, με τα γνωστά αποτελέσματα για τους χριστιανούς της Πελοποννήσου, είναι απλά ένας αντιπερισπασμός, καθώς το κύριο μέτωπο του πολέμου είναι στο Βορρά. Ωστόσο, όπως αναφέραμε παραπάνω, ο ρωσικός στόλος που εμφανίστηκε στη Μεσόγειο πέρασε από τα στενά του Γιβραλτάρ, που ήλεγχαν  οι Βρετανοί.

Κύριε Σφέτα, εδώ μας δημιουργείτε μια μεγάλη σύγχυση, πως οι Βρετανοί επιτρέπουν στους Ρώσους να διέλθουν από το Γιβραλτάρ , καθώς έχουμε την άποψη πως οι δύο αυτές δυνάμεις είχαν μια διαχρονική αντιπαλότητα;

Αν και έχετε δίκιο, υπάρχει εξήγηση. Εκείνη την εποχή ο μεγάλος εχθρός της Βρετανίας είναι η Γαλλία. Είναι νωπές ακόμη οι μνήμες από τον Επταετή Πόλεμο. Θα πρέπει να σημειώσουμε πως εκείνη την εποχή η Βρετανία έχει ανεπτυγμένες οικονομικές σχέσεις με την Ρωσία.  Επί παραδείγματι, ο αγγλικός στόλος κατασκευάζεται με ρωσική ξυλεία και  οι Άγγλοι επενδύουν στο χρηματιστήριο της Αγίας Πετρούπολης.  Θα πρέπει να αναλογιζόμαστε πως η αγγλική πολιτική έχει πάντα  τον  χαρακτήρα της εξισορρόπησης δηλαδή επιτρέπει στη Ρωσία να διέλθει από το Γιβραλτάρ για να κάνει αισθητή την παρουσία της στη Μεσόγειο ώστε αντισταθμιστεί ο γαλλικός κίνδυνος. Ωστόσο, οι Βρετανοί παρακολουθούν τις κινήσεις των Ρώσων με Βρετανούς  ναυάρχους. 

Κύριε Καθηγητά, σε αυτό το σημείο αρχίζει και εμφανίζεται και ο ελληνικός παράγοντας. Πως αυτός επιδρά στις εξελίξεις που έχουμε αυτή τη περίοδο;

 Ο ελληνικός παράγων  αποτελεί  σημαντική παράμετρο  και  χρήζει μιας βαθύτερης ανάλυσης. Το ερώτημα που γεννάται είναι ποιοι ξεσηκώνονται στα Ορλωφικά; Εκείνοι λοιπόν που εξεγείρονται είναι οι προύχοντες, όπως ο Μπενάκης. Η ‘’τάξη των αγιάνηδων’’  είχε αποκομίσει σημαντικά οικονομικά  οφέλη  από την οθωμανική διοίκηση μέσω της υπενοικίασης των φόρων, αλλά στα  Ορλωφικά εξεγείρεται και καταστρέφεται.   Διατυπώνεται η άποψη πως οι ομάδες αυτές εντάχθηκαν άθελα  στη Φιλική Εταιρεία. Η άποψη αυτή δεν ευσταθεί, καθώς η Φιλική Εταιρεία μέχρι το 1818 έχει τεράστια οργανωτικά προβλήματα. Συνεπώς, και οι προυχοντικές ομάδες  δεν παύουν να είναι ραγιάδες , παρόλο που είναι ενταγμένες στο οθωμανικό σύστημα.

Τώρα, για να ξαναγυρίσουμε στην υπό εξέταση εποχή, μετά τα  Ορλωφικά  η Ρωσία φρόντισε  στη Συνθήκη του Κιουστούκ-Καϊναρτζή να συμπεριληφθούν  ευνοϊκοί όροι για τους χριστιανικούς πληθυσμούς. Σε αυτό το πλαίσιο  εντάσσεται και η διάταξη, σύμφωνα με την οποία τα ελληνικά πλοία υπό ρωσική σημαία  θα δύνανται να πλέουν ελεύθερα στη Ανατολική Μεσόγειο και στη Μαύρη Θάλασσα, διερχόμενα τα Στενά. Τα πλοία αυτά στην πλειονότητα τους κατευθύνονταi  στη λεγόμενη Νέα Ρωσία, δηλαδή της περιοχές που προσαρτά η Ρωσία  με τις διαδοχικές νίκες της επί της Οθ. Αυτοκρατορίας. Επίσης, τις περιοχές αυτές η Ρωσία τις εποικίζει με χριστιανικούς πληθυσμούς,  κυρίως Έλληνες. Συνεπώς, παρατηρούμε  μια φυγή χριστιανικών πληθυσμών προς την Νότιο Ρωσία. Ταυτόχρονα, η Ρωσία εγκαθιστά τους πληθυσμούς αυτούς σε εκείνες τις περιοχές, χρησιμοποιώντας τους κατά κάποιον τρόπο  ως ασπίδα στους Οθωμανούς.

Κύριε Καθηγητά, παρατηρούμε σημαντικές ομοιότητες με το σήμερα στη ρωσική πολιτική, τελικά είμαστε όμηροι της γεωγραφίας κατά την ρήση του Μπροντέλ. Τι γίνεται στη συνέχεια με τον δεύτερο πόλεμο της Μεγάλης Αικατερίνης κατά των Οθωμανών;  

Όταν είσαι όμηρος της γεωγραφίας, αναγκαστικά πρέπει να προσαρμόζεσαι στα νέα δεδομένα. Προχωρούμε στο δεύτερο ρωσοτουρκικό πόλεμο της Μεγάλης Αικατερίνης (1787-1792). Με τη Συνθήκη του Ιασίου, η Ρωσία κατοχυρώνει  ό, τι είχε κερδίσει  στο Κιουτσούκ – Καϊναρτζή και επιπλέον προσαρτά την περιοχή του Οτσακώφ, νότια του Δνείστερου. Ιδρύεται  η  Οδησσός. Η νέα πόλη προορίζεται να εποικιστεί με Έλληνες, που είχαν συμμετάσχει στο δεύτερο ρωσοτουρκικό πόλεμο. Γίνονται ναυμαχίες στο Αιγαίο κατά το δεύτερο ρωσοτουρκικό πόλεμο. Ωστόσο, ας μην είμαστε ρομαντικοί. Αναφέρομαι στο περίφημο σχέδιο της Μεγάλης Αικατερίνης.  Κανείς δεν θα μπορούσε να πιστέψει εκείνη την εποχή πως η Οθ. Αυτοκρατορία θα μπορούσε να διαλυθεί και να αναδυθεί ένα νέο κρατικό μόρφωμα  με ελληνικό χαρακτήρα και βυζαντινές καταβολές.  Αυτό που ισχύει είναι πως οι Ρώσοι στα πλαίσια του  ψυχολογικού πολέμου που διεξάγουν εναντίον των Οθωμανών ρίχνουν το  «χαρτί» που λέγεται ελληνικό σχέδιο.

  Σκεφθείτε πως αρχίζει ο δεύτερος ρωσοτουρκικός πόλεμος επί  Μεγάλης Αικατερίνης. Η  Τσαρίνα πραγματοποιεί επίσημη επίσκεψη  στη Σεβαστούπολη, η οποία είναι η ρωσική  βάση στην Κριμαία. Οι τοπικές αρχές είχαν υψώσει μια  αψίδα, στην οποία αναγράφονταν οι λέξεις  «Ο Δρόμος προς την Κωνσταντινούπολη». Το γεγονός αυτό αναστάτωσε την Κωνσταντινούπολη και οι Οθωμανοί ζήτησαν να ακυρωθούν προηγούμενες συμφωνίες και φυσικά οι Ρώσοι αρνήθηκαν. Συνεπώς, η ρωσική πολιτική  εντάσσει τον ελληνικό παράγοντα στον ψυχολογικό πόλεμο κατά των Οθωμανών, για να επιτύχει πρώτα τους στόχους της. Αυτό μην το λησμονούμε, καθώς όταν αναφερόμαστε  στη Ρωσία, σκεφτόμαστε την κοινή θρησκεία ως ικανό παράγοντα, ο οποίος θα οδηγήσει τον Τσάρο να σώσει τους Χριστιανούς και εν προκειμένω τους Έλληνες από τον οθωμανικό ζυγό.  Στο επίκεντρο της ρωσική πολιτικής, όπως είναι απολύτως λογικό, προέχουν πάντοτε τα ρωσικά συμφέροντα.  Υπό το πρίσμα αυτό, όπως και κάθε μεγάλη δύναμη, η Ρωσία  επιδιώκει να επωφεληθεί και από άλλους παράγοντες και προσπαθεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην νέα τάξη πραγμάτων. Σίγουρα, η ρωσική πολιτική σε αυτή τη περίοδο είναι ξεκάθαρη. Ο βασικός στόχος της Αγ. Πετρούπολης είναι η αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ωστόσο, στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε και την  μεταστροφή της βρετανικής πολιτικής μετά την υπογραφή της συνθήκης του Κιουτσούκ – Καϊναρτζή. Το Λονδίνο αρχίζει να σκέπτεται πως οι Ρώσοι ίσως αποδειχθούν επικίνδυνος αντίπαλος στην Ανατολή.  Θυμηθείτε πως η Βρετανία διευκόλυνε τη Ρωσία στον πόλεμο εκείνο. Στα τέλη του 18ου αιώνα οι Βρετανοί είναι επιφυλακτικοί έναντι του ρωσικού παράγοντα. Τέλος, αν επιθυμούμε να βάλουμε συμβατικά ένα ορόσημο για την αρχή του Ανατολικού Ζητήματος,  θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως μια χρονιά είναι το 1774  και μια άλλη χρονιά, κατά την οποία και αίρονται οι επιφυλάξεις της Αγγλίας για τη διατήρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αρχίζει η αγγλορωσική προσέγγιση,  είναι το 1907, όταν πλέον έχουν αλλάξει τα δεδομένα. Εν τούτοις,  τη συνθήκη του  Κιουτσούκ – Καϊναρτζή συμβατικά τη θεωρούμε  ως αρχή του  Ανατολικού  Ζητήματος υπό την έννοια ότι η Αγγλία  επιδιώκει να αποτρέψει την κάθοδο της Ρωσίας στη Μεσόγειο. Εν κατακλείδι, η συνθήκη του  Κιουτσούκ –Καϊναρτζή και η Συνθήκη του Ιασίου είναι τομές όσον αφορά τη ρωσική πολιτική και αυτό είναι ένα γεγονός, το οποίο έχει θορυβήσει πάρα πολύ τους Οθωμανούς.  Ωστόσο, στο σημείο αυτό έχουμε την εμφάνιση της Γαλλικής Επανάστασης και του Ναπολέοντα, που αλλάζει άρδην τα δεδομένα.

Κύριε Καθηγητά κάνατε και την εισαγωγή στην επόμενη ερώτηση μου. Πώς επηρεάζει ο παράγων Ναπολέοντας τη ρωσική πολιτική και τι επίδραση έχει στη βαλκανική χερσόνησο.

Κοιτάξτε, αλλάζει όλη η ισορροπία δυνάμεων και το status quo. Οι Ρώσοι έχουν να αντιμετωπίσουν πλέον τον Ναπολέοντα, με όλη την ιδεολογία της γαλλικής επανάστασης  (η έννοια του έθνους ως πολιτική κοινότητα,  δικαιώματα της τρίτης τάξης κατά των ευγενών και του κλήρου στα πλαίσια ενός κράτους, το οποίο υφίστατο).  Η ιδεολογία αυτή ήταν εντελώς αντίθετη στην απολυταρχική διάρθρωση της τσαρικής αυτοκρατορίας και φυσικά αποτελούσε δυνητικά έναν κίνδυνο αποσταθεροποίησής της. Όσον αναφορά, την Ανατολή, γνωρίζουμε  ότι ο Μέγας Ναπολέων δεν είχε σχέδια να διαλύσει το Οθωμανικό Κράτος, παρά τα όσα η γαλλική προπαγάνδα διέδιδε. Τα σχέδια του Ναπολέοντα είχαν στο επίκεντρο την Αυστρία και την Πρωσία. Ωστόσο, η γαλλική ρητορική γεννά ελπίδες στους υπόδουλους στα Βαλκάνια. Ταυτόχρονα, η Βρετανία διαβλέπει τον κίνδυνο αποσταθεροποίησης όλης της περιοχής και αναγκάζεται να έλθει σε κάποιου είδους συνεννόηση με την Ρωσία. Μάλιστα και το Οθωμανικό κράτος συμμαχεί προσωρινά με την τσαρική αυτοκρατορία. Αυτό δεν σημαίνει όμως πως παύουν οι  προγενέστεροι ανταγωνισμοί, ότι η Ρωσία δεν προσπαθεί να επωφεληθεί από την αδυναμία του οθωμανικού κράτους. Είμαστε στην εποχή του Σουλτάνου του Σελίμ του Γ΄,  ο Ναπολέοντας καταλύει τη Βενετία (1797), καταλαμβάνει τα Επτάνησα  και μετά αποβιβάζεται στην Αίγυπτο. Συγκροτείται  μια άτυπη συμμαχία Οθωμανών και Ρώσων και για πρώτη φορά στην Ιστορία ο  ρωσικός στόλος πέρασε τα Στενά. Ήταν το 1798, όταν ο ρωσικός στόλος διέρχεται από τα Στενά και κατευθύνεται στα Επτάνησα, για να καταλύσει την Γαλλοκρατία. Το γεγονός αυτό είχε μεγάλη απήχηση στους χριστιανικούς πληθυσμούς και ιδιαίτερα στους Έλληνες. Όλοι ανέμεναν μια ρωσική κίνηση,  ίσως μια απόβαση στη Πελοπόννησο, ώστε να απελευθερωθούν οι χριστιανικοί πληθυσμοί. Μάλιστα, οι Επτανήσιοι υποδέχονται του Ρώσους ως απελευθερωτές.

Κύριε Καθηγητά, για ποιο λόγο γίνεται αυτή υποδοχή στους Ρώσους; Τα Επτάνησα ήταν υπό γαλλική κατοχή δηλαδή υπό την κατοχή μια φιλελεύθερης δύναμης;

Κοιτάξτε η Γαλλική Διοίκηση είναι πολύ σκληρή. οι Γάλλοι μπορεί να έχουν αυτές τις φιλελεύθερες αρχές  αλλά όταν ασκούν διοίκηση είναι αμείλικτοι. Πάρτε ως παράδειγμα τις Ιλλυρικές περιοχές (1809-1813),  όπου οι Νότιοι Σλάβοι αναγκάζονταν να πληρώνουν  φόρους  και  να συντηρούν  τα  γαλλικά στρατεύματα. Συνεπώς, όταν έρχονται οι Ρώσοι στα Επτάνησα, γίνονται δεκτοί ως απελευθερωτές  και οι Επτανήσιοι  σφάζουν τους Γάλλους.  Επίσης, έχουμε την ίδρυση της Επτανήσου Πολιτείας, η οποία με τον τρόπο με τον οποίο θεσπίζεται αποτελεί επί της ουσίας  μια αυτόνομη πολιτεία, υπό την προστασία της Ρωσίας και την επικυριαρχία των Οθωμανών. Είναι το πρώτο ελληνικό κράτος, το οποίο έχει επίδραση και αργότερα κατά την περίοδο της  ελληνικής επανάστασης, καθώς αποτελεί ένα μοντέλο κρατικής υπόστασης.  Τέλος, αυτή την εποχή ξεκινούν και οι  εξεγέρσεις των βαλκανικών λαών. Η αρχή γίνεται με  την εξέγερση των Σέρβων το 1804. Το γεγονός πως  οι Σέρβοι ξεσηκώνονται κατά των Γενιτσάρων δεν αποκλείει την αντίθεσή τους στη κεντρική εξουσία. Μάλιστα, το τελευταίο αυτό στοιχείο με την πάροδο του χρόνου υπερισχύει και έχουμε μια εξέγερση  κατά του αδύναμου Οθωμανικού Κράτους.  Από  το σημείο αυτό και κατόπιν εισερχόμαστε σε ένα νέο κεφάλαιο, γιατί πλέον  λαμβάνουν χώρα εξεγέρσεις και  επαναστάσεις  χριστιανικών λαών. Συνεπώς, η ρωσική πολιτική  και οι ρωσοτουρκικοί πόλεμοι παίρνουν μια άλλη διάσταση. Ωστόσο, το γεγονός  αυτό δεν σημαίνει ότι η Ρωσία δεν στοχεύει στην ικανοποίηση πρωτίστως των δικών της συμφερόντων.

Κύριε Σφέτα, θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε πως η Επτανήσιος Πολιτεία αποτελεί πλέον ένα είδος δεδικασμένου ή προτύπου συγκρότησης ενός νέου κρατικού μορφώματος;

Ήταν ένα πρότυπο, το οποίο λειτουργούσε ως ένα κρατικό μόρφωμα.  Προσέξτε, όταν ακόμη δεν συντρέχουν οι συνθήκες εκείνες για την διάλυση της Οθ. Αυτοκρατορίας, η λύση της Επτανήσου Πολιτείας ήταν δόκιμη. Η συρρίκνωση  της Οθ. Αυτοκρατορίας γίνεται σταδιακά.  Η Επτανήσιος Πολιτεία  είναι πρότυπο και για τους Σέρβους το 1804, αλλά όταν διαπιστώνεται ότι το Οθωμανικό Κράτος δεν δέχεται τη χορήγηση αυτής της αυτονομίας, τότε η εξέγερση των Σέρβων  μεταστρέφεται εναντίον της κεντρικής εξουσίας. Είμαστε στο έτος  1805, πλέον η εξέγερση είναι κατά του Σελίμ του Γ΄. Τώρα πως επιδρά ο ρωσικός παράγοντας; Η ρωσική πολιτική γίνεται επιθετική. Ωστόσο, ο  ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1806-1807 δεν γίνεται απλά και μόνο  για την  σερβική υπόθεση. Οι στόχοι είναι βαθύτεροι. Τα αίτια είναι βαθύτερα, καθώς η σύγκρουση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο των Ναπολεόντειων Πολέμων.  Θα πρέπει να εξετάσουμε το ζήτημα υπό το πρίσμα που το έβλεπαν οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής. Ο Ναπολέων προχωράει στην Ευρώπη, έχει  αλώσει την  Βιέννη, έχει αλώσει το Βερολίνο, έχει διαλύσει την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους.  Όπως καταλαβαίνετε, εξαναγκάζεται τώρα ο Σουλτάνος Σελίμ Γ’ να αναγνωρίσει το Ναπολέοντα και να καταστρατηγήσει συμφωνίες που είχε κάνει με τους Ρώσους, μετά από έντονη γαλλική πίεση. Σε αυτό τον σημείο ξεκινά το μείζον ζήτημα. Η Κωνσταντινούπολη  κλείνει τα Στενά στα ρωσικά πλοία και καθαιρεί τους ηγεμόνες στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, χωρίς την σύμφωνη γνώμη του Τσάρου, δίνοντας με αυτό τον τρόπο τον αποχρώντα λόγο στη Ρωσία να αρχίσει το ρωσοτουρκικό αυτό πόλεμο του 1806-1807. Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού ήταν η είσοδος των  Ρώσων στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες.  Επίσης, αυτό δίνει τη δυνατότητα στους Σέρβους να εντείνουν τον αγώνα κατά της κεντρικής εξουσίας,  διεκδικώντας όχι πλέον αυτονομία, αλλά ανεξαρτησία. Βλέπετε πως έχουμε κλιμάκωση των σερβικών  αιτημάτων ανάλογα με τις προσδοκίες που γεννιούνται για μια ξένη επέμβαση. Ωστόσο, ο ρωσοτουρκικός πόλεμος  του 1806-1807 ελάχιστα βοήθησε  τους Σέρβους. Ο πόλεμος τελειώνει γρήγορα, το 1807, με την συνθήκη του Τιλσίτ, τότε φεύγουν οι Ρώσοι από τα Επτάνησα, και εδώ μπορεί να δει κανείς την απογοήτευση γενικά των χριστιανικών πληθυσμών και όχι μόνο των Ελλήνων.

Κύριε Σφέτα το ζήτημα που γεννάται σε αυτή την φάση είναι αν μπορεί να υπάρξει μια προσέγγιση μεταξύ των Γάλλων και των Ρώσων;

Κοιτάξτε,  η βάση διαπραγμάτευσης που θέτουν οι Ρώσοι περιστρέφεται γύρω από το ζήτημα της διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, αυτό δεν συνάδει με την  πολιτική του Ναπολέοντα. Ο στόχος του είναι η διάλυση και η καθυπόταξη της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.  Σε περίπτωση που ανακινούνταν το ζήτημα της διάλυσης της αυτοκρατορίας του Βοσπόρου, ο Ναπολέων σε καμία περίπτωση δεν θα ήταν διατεθειμένος να παραχωρήσει την Κωνσταντινούπολη στο Τσάρο. Τέτοια πολιτική δεν ασκείται, μάλιστα τα Στενά τα έχουν οχυρώσει οι Γάλλοι. Ο Ναπολέων επιδικάζει μόνο  τη Βλαχία και τη Μολδαβία στη Ρωσία (Συνθήκη της Ερφούρτης  το 1808). 

Κύριε Καθηγητά μια τελευταία ερώτηση που κλείνει τον πρώτο μας κύκλο. Θεωρείτε πως ο Τσάρος αρχίζει να βλέπει τον Ναπολέοντα ως τον νέο δυτικό αυτοκράτορα; Σας το ρωτώ αυτό υπό το πρίσμα της έντονης βυζαντινής κληρονομίας που παρουσιάζει η Ρωσία και της εν γένει ιδεολογίας της περί κληρονόμου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Ο μεγάλος φόβος του Τσάρου σε σχέση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία είναι το ενδεχόμενο της υποσκέλισης της ορθόδοξης ρητορικής και της βυζαντινής κληρονομιάς από την επαναστατική φρασεολογία της Γαλλίας. Επί της ουσίας η Ρωσία φοβάται το ενδεχόμενο οι υπόδουλοι να αρχίσουν να εναποθέτουν ελπίδες στους Γάλλους και  να χάσουν οι Ρώσοι στην προπαγάνδα τους. Αυτό βέβαια γρήγορα απομυθοποιείται, γιατί φαίνεται ότι η Γαλλία  δεν έχει τέτοια πολιτική, οι προσδοκίες όμως των υποδούλων ήταν μεγάλες. Μπορούμε να αναφέρουμε  και το παράδειγμα των Σέρβων που δεν βοηθήθηκαν από τον Ναπολέοντα, παρά την παρουσία των Γάλλων στις ιλλυρικές επαρχίες. Το 1809  άρχισε νέος ρωσοτουρκικός πόλεμος,  διότι  Οθωμανική Αυτοκρατορία αρνήθηκε να εκχωρήσει τη Μολδαβία και τη Βλαχία στη Ρωσία.  Είναι ένας πόλεμος ο οποίος βοηθάει πάρα πολύ την υπόθεση των Σέρβων, οι οποίοι  συνεχίζουν την εξέγερση τους κατά της κεντρικής εξουσίας.  Παράλληλα, ρωσικές φρουρές συνεργάζονται  στο Δούναβη με τους Σέρβους επαναστάτες. Έχουν μεγάλες επιτυχίες οι Σέρβοι τα χρόνια αυτά. Ο Καραγιώργης παίρνει τον τίτλο του κληρονομικού ηγεμόνα της Σερβίας.  Ωστόσο, εδώ παρατηρούμε ένα άλλο γεγονός που ανατρέπει τα μέχρι τότε δεδομένα, ο Ναπολέων ετοιμάζει την εκστρατεία στη Ρωσία, γιατί η τελευταία  δεν τήρησε τον ηπειρωτικό αποκλεισμό κατά της Αγγλίας.  Η  Ρωσία πρέπει να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Πρέπει να αποσυρθεί από τα Βαλκάνια. Πρέπει να εγκαταλείψει τους Σέρβους, σε πρακτικό επίπεδο πλέον. Αυτό που λέει η Ρωσία στους Σέρβους είναι πως σταματώ τον πόλεμο  και θα κλείσω μια συμφωνία με τους Οθωμανούς που σας ευνοεί, αλλά δεν μπορώ πλέον να είμαι παρούσα στο μέτωπο, όπως είμαι μέχρι το 1812, ούτε  μπορώ πιέσω τους Οθωμανούς να σας χορηγήσουν εσωτερική αυτοδιοίκηση με βάση τη συμφωνία. Το 1813 οι Σέρβοι κατέρρευσαν.   

Κύριε Σφέτα σας ευχαριστούμε πολύ για την πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση. Θα συνεχίσουμε στο επόμενο μέρος από το Συνέδριο της Βιέννης και την Ελληνική Επανάσταση μέχρι και τις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων, ώστε σταδιακά να εισέλθουμε και στον 20 αιώνα

Σπ. Σφέτας
Σπυρίδων Σφέτας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, Λαογραφίας και Kοινωνικής Ανθρωπολογίας ΑΠΘ. Επίσης, ο κ. Σφέτας είναι επίτιμο μέλος του Μακεδονικού Επιστημονικού Ινστιτούτου της Σόφιας και μέλος του Βαλκανολογικού Ινστιτούτου του Βελιγραδίου. Τέλος ο κ. Σφέτας είναι  μέλος της συντακτικής επιτροπής των περιοδικών Balcanica (Βελιγράδι) και Analele Universități din Craiova, Serie Istorie.

Η συνέντευξη δόθηκε στον υπ. διδάκτορα του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ Νικόλαο Μισολίδη και τον προπτυχιακό φοιτητή του ιδίου τμήματος Χαράλαμπο Γάππα.