Skip to main content

Ζήσης Φωτάκης: H Εξέλιξη και η Στρατηγική Σημασία των Συγκοινωνιακών Δικτύων στην Ελλάδα 1830 – 1944

Ζήσης Φωτάκης

H Εξέλιξη και η Στρατηγική Σημασία των Συγκοινωνιακών Δικτύων στην Ελλάδα

1830 – 1944

Η περίοδος μεταξύ της ίδρυσης του ελληνικού βασιλείου και του τέλους του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου αποτελεί ορόσημο για την ανάπτυξη των χερσαίων και των θαλάσσιων συγκοινωνιακών υποδομών του. Η εξάπλωση του σιδηροδρομικού δικτύου στην ηπειρωτική Ελλάδα κατά τον ύστερο 19ο αιώνα και η υλοποίηση τεχνικών έργων όπως η διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου συνιστούν ικανά δείγματα πρωτοβουλιών που άλλαξαν την συγκοινωνιακή πραγματικότητα της Ελλάδας. Το παρόν κείμενο επισκοπεί τις σχετικές εξελίξεις επισημαίνοντας τη στρατηγική τους σημασία.

 

1.  Λιμενικό Δίκτυο

Ο κατακόρυφος διαμελισμός της Ελλάδας, η πολυνησία της, η μακρά ακτογραμμή της και ο μεγάλος αριθμός των φυσικών λιμένων της κατέστησε τη ναυτιλία το κυριότερο συγκοινωνιακό μέσο στην Ελλάδα του 19ου αιώνα και του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο πως τα σημαντικότερα ελλαδικά αστικά κέντρα διέθεταν οργανωμένους λιμένες, στις παρυφές των οποίων συντελέστηκε ο βιομηχανικός μετασχηματισμός της χώρας μας και η ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών.1 Ελλείψει σιδηροδρομικής σύνδεσης της Ελλάδας με το εξωτερικό έως το 1920 και επαρκούς ελληνικού οδικού δικτύου καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου εξασφαλιζόταν ναυτιλιακώς η γρήγορη, εύκολη και φθηνή μεταφορά των πρώτων υλών που χρειαζόταν η ελληνική βιομηχανία, αλλά και των ποικίλων αγαθών που είχαν ανάγκη τα ελληνικά αστικά κέντρα.2

Tο λιμάνι της Ερμούπολης περί τα μέσα του 19ου αιώνα.

Την επαύριο της Ελληνικής Ανεξαρτησίας το λιμάνι της Ερμούπολης κατέστη το σημαντικότερο ελληνικό λιμάνι αξιοποιώντας την στρατηγική του θέση στον άξονα Βορρά-Νότου της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά και τις εμποροναυτικές δεξιότητες των Χίων προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στο νησί της Σύρου μετά την καταστροφή του νησιού τους από τους Τούρκους, την άνοιξη του 1822. Το φυσικό λιμάνι του Πειραιά περιβαλλόταν τη δεκαετία του 1830 από έλη, οι προσχώσεις είχαν μειώσει το βάθος του και η προσέγγιση των πλοίων ήταν επακόλουθα δύσκολη. Παρά όμως την τεχνική υπεροχή του λιμανιού της Ερμούπολης, ο λιμένας του Πειραιά σταδιακά αναπτύχθηκε καθώς δεν συνέφερε στρατηγικά στο ελληνικό κράτος να συγκεντρωθεί ο εμπορικός του πλούτος σε ένα ευπρόσβλητο νησί.3 Επιπλέον, η γειτνίαση του Πειραιά με την πληθυσμιακά γοργά αναπτυσσόμενη πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, η αργή μα σταθερή επέκταση του οδικού δικτύου που συνέδεε τον Πειραιά με την Αττικοβοιωτία και τη Βόρεια Πελοπόννησο, καθώς και η φιλοξενία σε αυτόν των απαρχών της ελληνικής βιομηχανίας ανατροφοδότησαν την αναπτυξιακή πορεία του λιμανιού του.4 Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η εκφόρτωση ήταν ευκολότερη στον Πειραιά, γιατί το λιμάνι του ήταν πιο ευρύχωρο και πιο ασφαλές από αυτό της Ερμούπολης και γιατί στην ακτή Μιαούλη, που είχε μεγάλο βάθος, τα πλοία πλησίαζαν πολύ κοντά στην προκυμαία. Στον Πειραιά υπήρχαν επίσης πολύ περισσότερα και φθηνότερα εργατικά χέρια για εκφορτώσεις απ’ ό,τι στην Ερμούπολη.5 Η εξαγωγή μεγάλου όγκου βοιωτικού βάμβακος από το λιμάνι του Πειραιά κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου, ενίσχυσε ακόμα περισσότερο τη θέση του συγκεκριμένου λιμανιού έναντι της Σύρου.6 Ήταν η μόνη περίοδος στην ιστορία του Πειραιά που οι εξαγωγές ισορρόπησαν, εν μέρει, τις εισαγωγές στην Ελλάδα διά μέσου του λιμένα αυτού.7

Το λιμάνι του Πειραιά το 1832.

Η πρόδηλη χρησιμότητα του Πειραιά είλκυσε δημόσιες επενδύσεις. Έως το 1861 αποξηράνθηκαν τα περιβάλλοντα έλη και κατασκευάστηκαν από τα έσοδα του Λιμενικού Ταμείου Πειραιά κρηπιδώματα και κυματοθραύστες, πλακοστρώθηκαν προκυμαίες, εκβαθύνθηκε το λιμάνι και φωτίστηκε με φανούς πετρελαίου η προκυμαία του. Στη δεκαετία του 1860 ιδρύθηκε το Ναυπηγείο Βασιλειάδη στην Βορειοανατολική πλευρά του λιμανιού για επισκευή και καθαρισμό των πλοίων, αποτελώντας έτσι τον πυρήνα της μεγάλης πειραϊκής σιδηρουργίας. Ήταν πολύ πιο λειτουργικό το ναυπηγείο αυτό από τα αντίστοιχα της Σύρου, καθώς μπορούσε να δεχθεί πλοία κάθε μεγέθους, η προκυμαία του ήταν επικλινής και η θάλασσα είναι βαθιά στο σημείο εκείνο διευκολύνοντας την καθέλκυση και την ανέλκυση.8

Την πεντηκονταετία που ακολούθησε έως τους Βαλκανικούς Πολέμους η σημασία του Πειραιά ενισχύθηκε, καθώς η διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ (1869) και της διώρυγας της Κορίνθου (1893) κατέστησαν τον Πειραιά σημείο συνάντησης των πλοίων που έπλεαν προς την Ανατολή και τη Μαύρη θάλασσα καθώς και ναυπηγοεπισκευαστικό και εφοδιαστικό κέντρο. Η διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου αφαίρεσε επίσης από τη Σύρο το γεωγραφικό πλεονέκτημα του συντομότερου κατά 90 ναυτικά μίλια ταξιδιού από και προς τη Δυτική Μεσόγειο που έκαναν όσα πλοία κατέπλεαν στο λιμάνι της συγκριτικά με όσα πλοία έκαναν το ίδιο ταξίδι και κατέπλεαν στο λιμάνι του Πειραιά. Επιπλέον, η κατασκευή των σιδηροδρόμων Πειραιώς-Πελοποννήσου (ΣΠΑΠ) (1882-1902) και Πειραιώς-Συνόρων (1889-1909) συνέδεσε τον Πειραιά με την αγορά της υπόλοιπης χώρας. Οι εξελίξεις αυτές κατέστησαν τον τελευταίο το όγδοο πιο πολυσύχναστο λιμάνι της Ευρώπης και το τρίτο πιο πολυσύχναστο στην Μεσόγειο το 1900.

Η ένταση του μεταφορικού φορτίου που διακινούνταν διά μέσου του Πειραιά καθώς και οι νέες απαιτήσεις που προκάλεσε η μετάβαση από το ιστίο στον ατμό δημιούργησαν την ανάγκη νέων, μεγαλύτερων, τεχνικών υποδομών στο λιμάνι του. Το 1880 αγοράστηκε μια μεγάλη βυθοκόρος που προχώρησε σε νέα εκβάθυνση του Πειραϊκού λιμένος, ώστε να επιτραπεί η είσοδος ατμόπλοιων μεγάλου εκτοπίσματος. Ανακατασκευάστηκαν επίσης η μεγάλη δημοτική δεξαμενή και το δημοτικό φρέαρ ώστε να υδροδοτούνται επαρκώς τα καταπλέοντα σκάφη. Επιπλέον, κατασκευάστηκαν δύο μόνιμες δεξαμενές στο λιμάνι του Πειραιά, μία των 18.000 τόνων και μία των 2.500 τόνων και εξοπλίστηκαν με 3 ηλεκτροκίνητους γερανούς. Συνεχίστηκε επίσης η κατασκευή υποβρυχίων και υπερθαλάσσιων κρηπιδωμάτων και λιμενοβραχιόνων, η κατασκευή και η επισκευή οχετών, υπονόμων, παραλιακών δρόμων καθώς και αντιπλημμυρικών έργων στις κοίτες του Κηφισσού και του Ιλισσού. Μέχρι το 1878 το λιμάνι φωτιζόταν με πετρέλαιο, μετά με φωταέριο και από τον Μάρτιο του 1904 ηλεκτρικά.9

Την ίδια περίοδο έγιναν και άλλες κινήσεις για την περαιτέρω ανάπτυξη του λιμανιού με κυριότερη αυτή του Αρχιμηχανικού Κελλενέκ που πρότεινε στις αρχές της δεκαετίας του 1880 τη διάνοιξη διώρυγας που θα ένωνε το Φάληρο με το Κεντρικό Λιμάνι και στην οποία θα ξεφόρτωναν τα πλοία. Την ίδια δεκαετία η κυβέρνηση Τρικούπη ήρθε σε επαφή με έναν από τους μεγαλύτερους επιχειρηματίες της εποχής τον Γάλλο Ερσάν, που είχε εκτελέσει τα έργα των δεξαμενών της Τουλών και του Χερβούργου, είχε εκβραχώσει το λιμάνι της Βρέστης, είχε διαρρυθμίσει τα πλωτά μέρη του Δούναβη στη Βιέννη και είχε κατασκευάσει τις αποβάθρες της Αμβέρσας και τη δεξαμενή της Σαϊγκόν. Τόσο οι επαφές της Ελληνικής Κυβέρνησης με τον Κελλενέκ όσο και με τον Ερσάν δεν απέδωσαν γιατί το κόστος των προτάσεών τους ήταν μεγάλο.10

Έχοντας επίγνωση της σημασίας του λιμένα του Πειραιά για την αριθμητική και την ποιοτική πρόοδο της ελληνικής ναυτιλίας, ο Ελευθέριος Βενιζέλος ενέσκηψε στα προβλήματα που το λιμάνι αυτό αντιμετώπιζε, όταν ανέλαβε την Πρωθυπουργία της Ελλάδας και το Υπουργείο των Ναυτικών το φθινόπωρο του 1910. Ενώ η ναυτιλιακή κίνηση του Πειραιά γινόταν ολοένα και πυκνότερη οι φορτοεκφορτωτικές εργασίες σε αυτόν χρόνιζαν, καθώς γίνονταν κυρίως με τα χέρια. Συνακόλουθα παρατηρούνταν έλλειψη αποθηκευτικών χώρων και αταξία των διακινούμενων προϊόντων που τοποθετούνταν φύρδην-μίγδην στα στενά πεζοδρόμια της παραλίας. Το αποτέλεσμα ήταν κλοπές και καταστροφές των εμπορευμάτων που οδηγούσαν σε αύξηση των ναύλων και των ασφαλίστρων για το λιμάνι του Πειραιά. Για να αντιμετωπισθεί αυτή η κατάσταση τέθηκε σε ισχύ την 20ή Μαρτίου του 1911 ο νόμος ΓΦΛ ο οποίος ανέθεσε τη διαχείριση του λιμένος σε ένα δεκαπενταμελές όργανο, την «Επιτροπεία Λιμένος Πειραιώς» στο οποίο εκπροσωπούνταν όλες οι παραγωγικές τάξεις (τρεις αντιπρόσωποι του Δήμου Πειραιά, δύο αντιπρόσωποι του Δήμου Αθηναίων, τρεις του εμπορικού επιμελητηρίου Πειραιά, δύο του εμπορικού συλλόγου Αθηνών, ένας εφοπλιστής, ένας πράκτορας, ο Νομάρχης Αττικοβοιωτίας, ο Λιμενάρχης Πειραιά και ένας ανώτερος υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών) που είχαν άμεσο συμφέρον στην εύρυθμη λειτουργία του λιμανιού.

Η είσοδος του λιμανιού του Πειραιά σε φωτογραφία του 1880 των αδελφών Ρωμαΐδη. Στο βάθος διακρίνεται το Χατζηκυριάκειο.

Η διοικητική αυτή μεταρρύθμιση, που σύντομα απέδωσε καρπούς, συνοδεύτηκε από την μετάκληση στην Ελλάδα Γερμανού ειδικού, του Καθηγητή Kummer που μελέτησε τα έως τότε σχέδια για τη βελτίωση της υποδομής και της ανωδομής του Πειραϊκού λιμένος και εκτίμησε το κόστος της πραγματοποίησής τους σε 6-7 εκατομμύρια δραχμές. Τόσο οι επαφές της κυβέρνησης Βενιζέλου με τον Γερμανό ειδικό, όσο και ο αντίστοιχος διαγωνισμός που διεξήγαγε μεταγενέστερη κυβέρνηση Βενιζέλου με τη συμμετοχή αγγλικών εταιρειών το 1918, αλλά και η παρόμοια προσπάθεια της βασιλικής κυβέρνησης που προέκυψε από τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, δεν ευοδώθηκαν για χρηματοδοτικούς και πολιτικούς λόγους.11 Πάντως, το 1916 κατασκευάστηκε η σιδηροδρομική γραμμή που ένωσε την Ελλάδα με την Ευρώπη και η οποία ενεργοποιήθηκε μετά τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το καλοκαίρι του 1920. Η παρεπόμενη σιδηροδρομική σύνδεση του Πειραιά με την Ευρωπαϊκή ενδοχώρα αύξησε ακόμα περισσότερο τη σημασία του καθώς βρίσκεται 600 χιλιόμετρα πιο κοντά στο Πόρτ Σάιδ από τον ανταγωνιστικό λιμένα του Μπάρι συντομεύοντας έτσι το ταξίδι κατά 30 ώρες.12

Το λιμάνι του Πειραιά άρχισε να παίρνει την όψη σύγχρονου λιμένος την οκταετία 1924-1931 όταν το «Λιμενικό Ταμείο» ανέθεσε μετά από διεθνή δημόσιο διαγωνισμό στον Γαλλικό όμιλο “Hersent Schneider -Société des Batignoles -Régie générale de chemins de fer et travaux publics” την εκτέλεση μεγάλων έργων σε αυτό το λιμάνι. Κατασκευάστηκαν τότε κρηπιδώματα από τα Ναυπηγεία Βασιλειάδη μέχρι και την αρχή της βόρειας πλευράς της προβλήτας Τζελέπη με 115 δέστρες. Ανεγέρθηκαν επίσης πέντε αποθήκες χωρητικότητας 56.000 τόνων και τοποθετήθηκαν 21 γερανοί μπροστά από αυτές. Συνάμα, εγκαταστάθηκαν στην ακτή Βασιλειάδη δύο μεγάλες γερανογέφυρες για εκφόρτωση γαιανθράκων, κρηπιδώθηκε το «Κωφό» λιμάνι, κατασκευάστηκε νηοδόχος φορτηγίδων, επιμηκύνθηκε κατά 88 μέτρα ο λιμενοβραχίονας Θεμιστοκλέους και κατασκευάστηκε κυματοθραύστης 726 μέτρων και αντιβραχίονας 170 μέτρων στον όρμο του Αγίου Γεωργίου.13

Αεροφωτογραφία του Πειραιά στις αρχές της δεκαετίας του 1930.

Τη δεκαετία του 1930 η ίδρυση του ΟΛΠ (1930) βελτίωσε σημαντικά την συντήρηση και συνέβαλε στην αναβάθμιση των υποδομών και στη διαχείριση της λειτουργίας του Πειραϊκού λιμένα. Η ίδρυση επίσης Ελευθέρας Ζώνης στο λιμάνι του Πειραιά (1930) και μεγάλης σιταποθήκης (1936) το κατέστησαν το δεύτερο πιο πολυσύχναστο Μεσογειακό λιμάνι, συγκεντρώνοντας αρκετά πάνω από το μισό της συνολικής ναυτιλιακής κίνησης των ελληνικών λιμένων. Την ίδια δεκαετία ενισχύθηκε και η παράκτια άμυνα του Πειραιά, μια εξέλιξη που θωράκισε τη στρατηγική του αξία. Στον αντίποδα, ο λιμένας της Θεσσαλονίκης είχε πέσει το 1934 στο 28% της ναυτιλιακής κίνησής του πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους, καθώς οι μεταπολεμικές αλλαγές συνόρων και οι πολιτικές αυτάρκειας της δεκαετίας του 1930 ακύρωσαν στην πράξη την γεωγραφική εγγύτητά του στην Κεντρική Ευρώπη συγκριτικά με τον ανταγωνιστικό λιμένα της Τεργέστης. Πάντως, η δυνατότητα του λιμανιού αυτού να προωθεί έως και 7000 τόνους ημερησίως βόρεια και ανατολικά κέρδισε την προτίμηση των Γάλλων για την υποστήριξη ενός Βαλκανικού μετώπου μέσω της Θεσσαλονίκης σε περίπτωση νέου παγκοσμίου πολέμου.14

Την επαύριο της Μικρασιατικής καταστροφής και έως τη Δικτατορία Μεταξά αναλήφθηκαν βελτιωτικά έργα και στα μικρότερα λιμάνια της ελληνικής επικράτειας. Προβλέφθηκαν για τον σκοπό αυτό πιστώσεις 60 εκατομμυρίων δραχμών για το λιμάνι της Πάτρας, 45 εκατομμυρίων για το λιμάνι της Καλαμάτας, 37,5 εκατομμυρίων για το λιμάνι του Βόλου, 64 εκατομμυρίων για το λιμάνι της Καβάλας, 11 εκατομμυρίων για το λιμάνι του Πλωμαρίου, 8 εκατομμυρίων για το λιμάνι της Χαλκίδας και 3,5 εκατομμυρίων για το λιμάνι της Στυλίδας. Από τα λιμάνια αυτά, εκείνο του Βόλου ήταν το πλέον χρήσιμο ως επικουρικός λιμένας στα δύο κύρια ελληνικά λιμάνια σε περίπτωση πολεμικής σύρραξης και ακολουθούσαν σε σπουδαιότητα το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης και το λιμάνι της Καβάλας.15

Κατά την τελευταία τριετία πριν τον πόλεμο διατέθηκαν 50 εκατομμύρια δραχμές για λιμενικά έργα. Με τα λεφτά αυτά αποπερατώθηκε η εκσκαφή του λιμανιού της Αμφίπολης και η κατασκευή 8 αποβαθρών σε αυτό, καθώς και η εκσκαφή δύο αυλάκων πλάτους 50 μέτρων και βάθους 4 στο Πόρτο-Λάγο προς διευκόλυνση των φορτοεκφορτώσεων με φορτηγίδες. Έγινε επίσης η τμήση της διώρυγας Ποτίδαιας σε πλάτος 15 μέτρων και η κατασκευή αποβαθρών και λοιπών έργων στρατιωτικού ενδιαφέροντος στους όρμους Ελευθερών, Κεραμωτής, Πόρτο Λάγο, Φανάρι, Ελευθερούπολης και Πιερίας. Ακόμα, με πόρους του λιμενικού Ταμείου Αλεξανδρούπολης, αποφασίσθηκε να μεγαλώσει ο λιμενοβραχίονας και να κατασκευαστεί δρόμος προσπέλασης σε αυτόν. Συνάμα, με πόρους των οικείων ταμείων προωθήθηκαν σημαντικά βελτιωτικά έργα στα λιμάνια της Θεσσαλονίκης, της Καβάλας, του Βόλου, της Χαλκίδας, των Ισθμίων και του Μεσολογγίου.16 Τα έργα αυτά υπαγορεύτηκαν, σε σημαντικό βαθμό, από τον βουλγαρικό αναθεωρητισμό έναντι της Ελλάδας και τη ραγδαία ανάπτυξη της βουλγαρικής αεροπορίας που καθιστούσε απαραίτητη τη διασπορά των χώρων αποβίβασης ελληνικών στρατευμάτων σε περίπτωση πολέμου, με τη διευθέτηση όσο το δυνατόν περισσότερων λιμένων και όρμων.17

Τα προαναφερθέντα λιμενικά έργα συνέβαλλαν στην ολοκλήρωση της ελληνικής επιστράτευσης το φθινόπωρο του 1940 τέσσερις ημέρες πριν την προγραμματισμένη λήξη της.18 Απετράπη έτσι πιθανός Ελληνικός αιφνιδιασμός από τον κεραυνοβόλο πόλεμο του Άξονα που είχε καταλάβει μεγάλο τμήμα της Ευρώπης.19 Όπως πολύ εύστοχα επισήμανε ο ναύαρχος Δημήτριος Φωκάς, οι Έλληνες πριν νικήσουν τον Ιταλό, είχαν νικήσει το χρόνο.20 Ήταν αναμενόμενο τα ελληνικά λιμάνια να βομβαρδιστούν κατ’ επανάληψη κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών.21 Το λιμάνι του Πειραιά υπέφερε περισσότερο από όλα.

Κατά την Γερμανική Κατοχή η ναυτιλιακή κίνηση του Πειραιά μειώθηκε στο 1/7 της αντίστοιχης προπολεμικής και αφορούσε το εισαγωγικό εμπόριο κατά 90%. Το λιμάνι του Πειραιά υπέστη επίσης μεγάλες ζημιές κατά την ανατίναξη του αγγλικού φορτηγού Κλάν Φρέιζερ από γερμανικό αεροπορικό βομβαρδισμό τον Απρίλιο του 1941, έζησε 161 συναγερμούς αεροπορικών επιδρομών και επλήγη επίσης βαριά από τον μεγάλο βομβαρδισμό της 9ης Ιανουαρίου 1944 αλλά και από την ανατίναξη των λιμενικών του εγκαταστάσεων από τους αποχωρούντες Γερμανούς την 12η Οκτωβρίου 1944. Οι συνολικές ζημιές που προκλήθηκαν στις υποδομές του κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εκτιμώνται σε 325 εκατομμύρια προπολεμικές δραχμές.22 Γενικότερα, η κατάσταση των ελληνικών λιμένων λίγους μήνες πριν το τέλος της Κατοχής (Οκτώβριος 1943- Ιανουάριος 1944) περιγράφεται λεπτομερώς στους φακέλους WO52/1427 και WO52/1428 των Γενικών Κρατικών Αρχείων της Μεγάλης Βρετανίας.

 

Ο Πειραιάς τον 19ο αιώνα

 

2.    Οδικό Δίκτυο

Η Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα διέθετε ένα παραδοσιακό οδικό δίκτυο κατάλληλο για μεταφορές με υποζύγια. Η πρώτη αμαξιτή οδός στη χώρα μας κατασκευάστηκε το 1828 από τη Γαλλική στρατιωτική αποστολή του Στρατηγού Μαιζόν και συνέδεε την Πύλο με την Μεθώνη, δύο σημαντικά φρούρια. Η δεύτερη αμαξιτή οδός κατασκευάστηκε από το ελληνικό κράτος για να συνδεθεί το Ναύπλιο με την Τίρυνθα. Με την ανάρρηση του Όθωνα στον ελληνικό θρόνο το θέμα των μεταφορών απασχόλησε την Αντιβασιλεία η οποία και εξέδωσε σχετικό διάταγμα την 16/28 Αυγούστου 1833. Το διάταγμα αυτό προέβλεπε την κατασκευή δρόμων που θα συνέδεαν τα λιμάνια με την ενδοχώρα και συγκεκριμένα την κατασκευή των οδικών αξόνων Πάτρας-Γύθειου μέσω Τρίπολης, Κορίνθου-Πύλου μέσω Τρίπολης και Αθήνας-Βόνιτσας μέσω Θήβας-Λιβαδειάς και Αγρινίου.

Το 1835 ολοκληρώθηκε η κατασκευή 8 χιλιομέτρων δρόμου που συνέδεε την Αθήνα με τον Πειραιά και την επόμενη πενταετία ενώθηκε η Αθήνα οδικώς με το Φάληρο, τα Πατήσια, την Κηφισιά, το Μενίδι, την Ελευσίνα, τη Θήβα, τη Λιβαδειά και την Χαλκίδα. Με το νόμο Σς της 2ας Σεπτεμβρίου 1852 οι δρόμοι ταξινομήθηκαν σε εθνικούς, επαρχιακούς και κοινοτικούς.23 Την τριακονταετία που ακολούθησε το ελληνικό οδικό δίκτυο εξαπλασιάστηκε (από 168 χιλιόμετρα το 1852 σε 1050 χιλιόμετρα το 1883) και σε αυτό συνέβαλε η ίδρυση ειδικού ταμείου Οδοποιΐας από την Κυβέρνηση Κουμουνδούρου. Το ταμείο αυτό αναδιοργάνωσε ο Τρικούπης, ως Πρωθυπουργός της Ελλάδας, και το ενίσχυσε με δάνειο 20 εκατομμυρίων παλαιών δραχμών που συνήψε το ελληνικό δημόσιο με την Εθνική Τράπεζα στις 19 Μαρτίου 1882. Προσκάλεσε δε στην Ελλάδα ο Τρικούπης αποστολή από 32 Γάλλους και Ελβετούς μηχανικούς υπό τον αρχιμηχανικό Ροντέλ για τον σχεδιασμό και την πραγματοποίηση μεγάλων δημόσιων έργων.24

Χαρίλαος Τρικούπης. Ο Πρωθυπουργός των μεγαλόπνοων δημοσίων έργων.

Στο τέλος της Τρικουπικής δεκαετίας το 1892, το ελληνικό οδικό δίκτυο παρουσίαζε εντυπωσιακή επέκταση, αν και ούτε η ποιότητά του ούτε η συντήρησή του δεν ήταν ικανοποιητική.25 Η επέκταση αυτή καθώς και η αντίστοιχη θεαματική επέκταση του σιδηροδρομικού δικτύου που θα αναφερθεί στην επόμενη ενότητα οφείλονταν στην πεποίθηση του Τρικούπη ότι θα μπορούσαν να επιταχύνουν αποφασιστικά την ελληνική επιστράτευση σε περίπτωση πολέμου με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.26 Η στρατηγική χρησιμότητα της επέκτασης του οδικού και του σιδηροδρομικού δικτύου ενισχύθηκε και από την τάση της μερικής απεξάρτησης της επιστράτευσης των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων από τη θάλασσα μετά την εμπειρία του ναυτικού αποκλεισμού των ελληνικών παραλίων την άνοιξη του 1886, κατά τον «Ειρηνοπόλεμο».27 Οφείλονταν τέλος και σε αξιώσεις ισχυρών κομματικών παραγόντων. Στην εικοσαετία που μεσολάβησε από την πτώχευση της Ελλάδας (1893) έως την έκρηξη των Βαλκανικών Πολέμων η επέκταση του ελληνικού οδικού δικτύου συνεχίστηκε, αλλά με σαφώς βραδύτερους ρυθμούς (από 3286 χιλιόμετρα το 1892 σε 4800 χιλιόμετρα το 1912).

Ο διπλασιασμός της ελληνικής επικράτειας κατά την πολεμική δεκαετία ήταν φυσικό να οδηγήσει και σε μεγάλη αύξηση του οδικού δικτύου της που ανήλθε σε 8000 χιλιόμετρα το 1921.28 Αξίζει δε να σημειωθεί ότι 900 από αυτά τα χιλιόμετρα κατασκευάστηκαν από τους Συμμάχους στο Μακεδονικό Μέτωπο για την καλύτερη εξυπηρέτηση των συγκοινωνιών και του ανεφοδιασμού τους, επισκευάστηκαν δε για τον ίδιο λόγο και 300 χιλιόμετρα του Μακεδονικού οδικού δικτύου.29 Την επαύριο της Μικρασιατικής Καταστροφής η επέκταση του ελληνικού οδικού δικτύου συνεχίστηκε με αξιόλογους ρυθμούς. Ήδη το 1927 το οδικό δίκτυο της χώρας ανέρχονταν σε 10.309 χιλιόμετρα.30 Κατά τον Μεσοπόλεμο κατασκευάστηκαν σημαντικές εθνικές οδοί (Θεσσαλονίκης–Ξάνθης, Ιωαννίνων–Τρικάλων, Ναυπλίου–Κατάκολου και Μεσολογγίου–Αθηνών μέσω Ναυπάκτου και Ιτέας), αλλά και ικανής έκτασης επαρχιακή οδοποιία. Η συντήρηση του οδικού δικτύου εξακολουθούσε να μην είναι η καλύτερη δυνατή.31

Λεωφορείο της γραμμής Θεσσαλονίκης-Χορτιάτη στις αρχές της δεκαετίας του 1930.

Στην πενταετή διακυβέρνηση της χώρας μας από τον Ιωάννη Μεταξά και, ενώ τα σύννεφα του πολέμου πύκνωναν πάνω από τα Βαλκάνια και την Ευρώπη, λήφθηκαν σύντονα μέτρα για την περαιτέρω επέκταση του ελληνικού οδικού δικτύου με κύριο γνώμονα την ενίσχυση της άμυνας της χώρας. Με τον Αναγκαστικό Νόμο 162/ΙΧ.1936, χαρακτηρίσθηκαν ως εθνικοί οδοί οι στρατιωτικού ενδιαφέροντος δρόμοι της Μακεδονίας, της Θράκης και της Ηπείρου, ώστε να καταστεί νομότυπη η κατασκευή τους δημοσία δαπάνη. Χορηγήθηκε επίσης ετήσια πίστωση είκοσι πέντε εκατομμυρίων δραχμών για την επισκευή και τη συντήρηση των στρατιωτικών οδών. Με τον Αναγκαστικό Νόμο 57.5/ιιι.1937 αυξήθηκε επίσης το ετήσιο κονδύλιο συντήρησης του οδικού δικτύου της χώρας από 100 σε 160 εκατομμύρια δραχμές για τη δεκαετία 1937-1947. Με τον ίδιο νόμο διατέθηκαν 793 εκατομμύρια δραχμές στην οδοποιία κατά την τριετία 1937-1940. Επιπλέον, με τον Αναγκαστικό Νόμο 711/ΥΙ.1937 χαρακτηρίσθηκαν κατεπείγοντα τα έργα αυτά ώστε να επιτραπεί η κατασκευή τους δίχως την τήρηση των διατυπώσεων του Νόμου περί Δημοσίου Λογιστικού και του Νόμου περί προμηθειών του Δημοσίου, διευκολύνοντας έτσι την ταχεία εκτέλεσή τους. Στους υπό κατασκευή δρόμους προβλέπονταν διαπλατύνσεις μήκους 600-700 μέτρων και πλάτους 9 μέτρων ανά 10-12 χιλιόμετρα. Προβλέπονταν επίσης η κατασκευή περιφερειακών δρόμων στους κυριότερους συγκοινωνιακούς κόμβους, ώστε να αποφευχθεί κυκλοφοριακή συμφόρηση και να εξασφαλισθεί προστασία από αέρος. Επιπλέον, λήφθηκε μέριμνα για το οδικό δίκτυο που εξυπηρετούσε τις κατασκευαστικές ανάγκες των Οχυρών.32

Γενικότερα, κατά την τριετία 1937-1940 τα έργα οδοποιίας αφορούσαν κυρίως το οδικό δίκτυο προς τη Βουλγαρία. Ευτυχώς που «το Υπουργείο Συγκοινωνίας είχε προηγηθή εις την φροντίδα της διανοίξεως και κατασκευής της αμαξιτής οδού Καλαμπάκας-Μετσόβου-Ιωαννίνων, δια της Κατάρας επί του Ζυγού, χάρις εις την οποίαν κατωρθώθη τω 1940 εις κρίσιμους στιγμάς η εκ Θεσσαλονίκης προς Ήπειρον διεξέλασις της Μεραρχίας Ιππικού και είτα του Α΄ Σ. Στρατού, η περίσχεσις από Ν. του υπό της Μεραρχίας Αλπινιστών επιτευχθέντος ρήγματος επί της Πίνδου, ως και η παροχή χειρός βοηθείας εις την δεινώς αγωνιζομένην VIII Μεραρχίαν».33 Η οδός, πάντως, αυτή δεν ήταν σχεδιασμένη για να αντέξει το πλήρες μέγεθος της διοικητικής μέριμνας του ελληνικού στρατού στην Ήπειρο και η Ελλάδα δεν διέθετε επαρκή μηχανολογικό εξοπλισμό για να ανοίξει νέους δρόμους ή να συντηρήσει τους υπάρχοντες. Μόνο οι γυναίκες της Ηπείρου μπορούσαν να προσφέρουν χειρωνακτικά σε αυτή την τόσο απαιτητική εργασία στο θέατρο των επιχειρήσεων.34 Πράγματι, παρά την αδιαμφισβήτητη επέκταση του ελληνικού οδικού δικτύου, εξακολουθούσε ως τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο να υπάρχει μόνο μία βατή οδός για αυτοκίνητα από την Παλαιά Ελλάδα στην Μακεδονία μέσω Λάρισας, Ελασσόνας, Κοζάνης προς Θεσσαλονίκη ή μέσω Κοζάνης προς Φλώρινα. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι η Ήπειρος δεν επικοινωνούσε με το οδικό δίκτυο της υπόλοιπης χώρας, αλλά μόνο ακτοπλοϊκώς μέσω Πρέβεζας. Από εκεί μία και μόνη οδός οδηγούσε προς την Άρτα και τα Ιωάννινα.35

 

3.  Σιδηροδρομικό Δίκτυο

Η γεωγραφική διαίρεση της Ελλάδας σε μικρές κοιλάδες που χωρίζονται μεταξύ τους με θάλασσες ή βουνά διευκόλυνε τη δημιουργία μικρών αυτοτελών σιδηροδρομικών γραμμών αντί ενός σιδηροδρομικού δικτύου.36 Το ξεκίνημα του σιδηροδρόμου στην Ελλάδα έγινε την επαύριο του Κριμαϊκού Πολέμου το 1857 όταν άρχισαν μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις του ελληνικού κράτους με Γάλλους και Άγγλους επιχειρηματίες για την κατασκευή του σιδηροδρόμου Πειραιώς-Αθηνών. Μετά από τις πτωχεύσεις δύο γαλλικών εταιρειών και την αποχώρηση αγγλικής εταιρείας που διαδοχικά ανέλαβαν το έργο, τελικά η διαδρομή Αθηνών-Πειραιώς ολοκληρώθηκε από άλλη αγγλική εταιρεία το 1869.37 Ακολούθησε το 1873 η υπογραφή σύμβασης με συνδικάτο ομογενών τραπεζιτών της Κωνσταντινούπολης και του Λονδίνου για την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Πειραιώς-Συνόρων. Το συνδικάτο αυτό δεν κατόρθωσε να συγκεντρώσει τα αναγκαία κεφάλαια χάνοντας την εγγύηση των 300.000 δραχμών που είχε καταβάλει.38 Το 1881 ψηφίσθηκε η κατασκευή της γραμμής Πύργου-Κατάκολου η οποία άρχισε να κατασκευάζεται το 1883. Είχε μήκος 13 χιλιόμετρα, συνέδεε την πρωτεύουσα της Ηλίδας με το επίνειό της και διοχέτευε την παραγωγή της σταφίδας της πλούσιας πεδιάδας της Ηλείας στις Ευρωπαϊκές αγορές.39

Η άνοδος του Τρικούπη στην εξουσία σήμανε και την συνεπέστερη προώθηση των σιδηροδρόμων στη νεότερη ελληνική ιστορία. Μόλις τέσσερις μήνες μετά την εκλογή του ψήφισε στις 22 Ιουνίου 1882 τέσσερις νόμους, τους ΑΜΒ, ΑΜΣΤ, ΑΜΖ και ΑΜΗ μέσω των οποίων καταρτίστηκαν ειδικές συμβάσεις για την κατασκευή των σιδηροδρόμων της Πελοποννήσου, του Λαυρίου και της Θεσσαλίας. Την κατασκευή των σιδηροδρόμων αυτών επιδίωξε να αναλάβει ο ευνοούμενος του Τσαρισμού και της ελληνικής Αυλής Πολιάκωφ, ο αποκαλούμενος πατέρας των Ρωσικών σιδηροδρόμων, αλλά οι προτάσεις του απορρίφθηκαν ως ασύμφορες. Αποφασίσθηκε τελικά να αναλάβει την επίβλεψη των σιδηροδρομικών έργων η προαναφερθείσα ξένη αποστολή των Δημοσίων έργων, ενώ η χρηματοδότηση και η κατασκευή τους παραχωρήθηκαν σε εταιρείες στις οποίες απονεμήθηκαν συγκεκριμένες φορολογικές ατέλειες και επιχορηγήσεις, σε ετήσια συνήθως βάση από το ελληνικό κράτος. Οι εταιρείες αυτές προχωρούσαν τα έργα με ίδια κεφάλαια, αλλά και με χρηματοδοτήσεις. Σε επόμενες, πάντως, κατασκευές σιδηροδρομικών γραμμών το ελληνικό δημόσιο ανέλαβε το μέγιστο μέρος της δαπάνης μέσω δανείων, καθώς το περιθώριο κέρδους των γραμμών αυτών δεν αποδείχθηκε ελκυστικό για το ξένο κεφάλαιο.

Δεδομένης της οικονομικής στενότητας του ελληνικού κράτους, αλλά και των μεγάλων μηχανών που έπρεπε να έχουν πολλά ελληνικά τρένα λόγω των απότομων κλίσεων του εδάφους στο οποίο θα έπρεπε να κινηθούν, προτιμήθηκε συχνά η κατασκευή οικονομικότερων, μικρού εύρους σιδηροδρομικών γραμμών. Οι γραμμές αυτές καθώς και οι οδικές αρτηρίες που κατασκευάστηκαν κατά την Τρικουπική δεκαετία συνέπεσαν με την αναδιοργάνωση της ταχυδρομικής και της τηλεγραφικής υπηρεσίας του ελληνικού κράτους από άλλη ξένη αποστολή. Έως το τέλος της δεκαετίας αυτής είχε ολοκληρωθεί η κατασκευή των Θεσσαλικών σιδηρόδρομων (που είχαν αρχικά κυρίως στρατηγικό χαρακτήρα μιας και κάλυπταν την περιοχή των τότε ελληνικών συνόρων), των σιδηροδρόμων Αττικής και του αρχικού συμπλέγματος των σιδηροδρόμων Πελοποννήσου. Το συνολικό μήκος των γραμμών αυτών ανέρχονταν σε 750 χιλιόμετρα και η κατασκευή τους κόστισε στο Ελληνικό Δημόσιο μόνο 15 εκατομμύρια δραχμές.40 Αντίστοιχα μικρό ήταν όμως και το όφελος από την κατασκευή τους για τον κατασκευαστικό τομέα της χώρας μας, καθώς κατασκευάστηκαν από ξένες εταιρείες με ξένα μηχανήματα και με εισαγόμενα οικοδομικά υλικά, ακόμα κι αν πολλά από αυτά ήταν διαθέσιμα σε ακατέργαστη μορφή στην Ελλάδα, όπως η ξυλεία.41

Η ατμομηχανή «Μαρίνα» της γραμμής Αθήνας – Πειραιά κατασκευάστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και εκτελούσε δρομολόγια μέχρι την ηλεκτροκίνηση της γραμμής το 1904. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στις γραμμές της Θεσσαλίας.

Την δεκαετία 1882-1892 επιχειρήθηκε η κατασκευή δύο ακόμα σιδηροδρομικών γραμμών, των γραμμών Μύλων-Καλαμών και Πειραιώς-Λαρίσης, για τις οποίες δαπανήθηκαν πενήντα εκατομμύρια δραχμές χωρίς αποτέλεσμα. Η γραμμή Μύλων-Καλαμών ξεκίνησε με δάνειο το 1888 που έγινε αντικείμενο κερδοσκοπικής εκμετάλλευσης. Η Βελγική εταιρεία που ανέλαβε την κατασκευή της χρεοκόπησε, για αυτό και η γραμμή αυτή ολοκληρώθηκε το 1899.42 Η κυβέρνηση Τρικούπη συνήψε επίσης δάνειο 89,5 εκατομμυρίων φράγκων το 1889 για την κατασκευή της γραμμής Πειραιώς-Συνόρων, αλλά μόνο τα 60 εκατομμύρια του δανείου αυτού καλύφθηκαν από επενδυτές και μόνο 22 εκατομμύρια αφιερώθηκαν στην κατασκευή της γραμμής αυτής, γεγονός που αποτέλεσε προανάκρουσμα της πτώχευσης του 1893. Τα 22 αυτά εκατομμύρια δόθηκαν ως επιχορήγηση ανά κατασκευαζόμενο χιλιόμετρο στους Άγγλους εργολάβους Εκκέρσλευ και Σία. Οι Άγγλοι εργολάβοι άρχισαν να κατασκευάζουν τα χιλιόμετρα που απαιτούσαν τις μικρότερες δαπάνες ώσπου δαπάνησαν τα 22 εκατομμύρια και χρεοκόπησαν και οι ίδιοι. Κανένα τμήμα της γραμμής Πειραιώς-Συνόρων δεν πρόλαβαν να ολοκληρώσουν, άφησαν μόνο εγκατεσπαρμένα χιλιόμετρα σιδηροδρομικών γραμμών.43 Παρά τις ατυχείς αυτές προσπάθειες, στο τέλος της Τρικουπικής δεκαετίας οι σιδηρόδρομοι στην Ελλάδα είχαν μήκος 906 χιλιομέτρα από μόλις 22 χιλιόμετρα που ήταν το μήκος τους το 1883. Στην εικοσαετία που μεσολάβησε μεταξύ της Πτώχευσης της Ελλάδας το 1893 και της έναρξης του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου η επέκταση του σιδηροδρόμου συνεχίσθηκε στη χώρα μας, αλλά με σαφώς μικρότερους ρυθμούς (από 906 χιλιόμετρα το 1892 σε 1585 χιλιόμετρα το 1912).44

Η σημαντικότερη επέκταση των ελληνικών σιδηροδρόμων κατά την περίοδο 1893-1912 ήταν η κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Πειραιώς-Συνόρων η οποία ξανάρχισε το 1902, μετά δηλαδή την πτώχευση του 1893, τον πόλεμο του 1897 και την εγκαθίδρυση Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (ΔΟΕ) στη χώρα μας το 1898. Ο ΔΟΕ πείσθηκε ότι η ολοκλήρωση του έργου αυτού θα είχε θετικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη των εργασιών, του πλούτου και της κατανάλωσης και συνεπώς και στην απόδοση των υπεγγύων προσόδων, του χαρτοσήμου, του καπνού και των μονοπωλίων στα οποία βασιζόταν η σταδιακή αποπληρωμή του ελληνικού εξωτερικού χρέους.45 Για το λόγο αυτό διευκόλυνε την έκδοση δανείων το 1902, το 1905 και το 1906 με τα οποία κατασκευάστηκαν η γραμμή Πύργου-Μελιγαλά, η γραμμή Πειραιώς-Συνόρων και πραγματοποιήθηκε η ηλεκτροκίνηση της σιδηροδρομικής γραμμής Αθηνών-Πειραιώς την 8η Μαρτίου 1904.46 Έκτοτε και μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η γραμμή Αθηνών-Πειραιώς κατείχε την πρώτη θέση σε επιβατική κίνηση στα Βαλκάνια.47

Η σιδηροδρομική γέφυρα του Αλφειού. Το μεταλλικό μέρος είχε παραγγελθεί στην Ελβετία.

Η επανεκκίνηση της κατασκευής της γραμμής Πειραιώς-Συνόρων ανατέθηκε το 1902 στην Παριζιάνικη εταιρεία Batignoles η οποία στηριζόταν σε Γάλλους κεφαλαιούχους. Το στήσιμο της γραμμής αυτής ήταν δύσκολο και επακόλουθα ακριβό, καθώς έπρεπε να διέλθει από ψηλά, βραχώδη βουνά αλλά και από προσχωσιγενείς πεδιάδες οι οποίες συχνά δεν είχαν αποξηρανθεί επαρκώς. Χρειάστηκε να κατασκευαστούν 58 τούνελ και πάνω από 150 γέφυρες στη συγκεκριμένη γραμμή με αρκετές από αυτές να έχουν επιβλητικές διαστάσεις.48 Στα μέσα του 1909 η γραμμή Πειραιώς-Συνόρων έφτασε στη θέση Παπαπούλι με σκοπό τη σύνδεση των ελληνικών σιδηροδρόμων δια μέσου των Τεμπών με το Οθωμανικό και κατ’ επέκταση με το Ευρωπαϊκό σιδηροδρομικό δίκτυο. Η Τουρκία, όμως, επέμενε η σύνδεση αυτή να γίνει μέσω Τυρνάβου Ελασσόνας και Βέροιας. Ο Θεοτόκης, Πρωθυπουργός της Ελλάδας στα περισσότερα χρόνια της περιόδου 1897-1909, τόνιζε τα στρατηγικά μειονεκτήματα πού συνεπαγόταν για την Ελλάδα η αποδοχή της τουρκικής πρότασης και πρότεινε την απόρριψή της με την ελπίδα ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία, υπαναχωρώντας λόγω της σχετικής πίεσης της Αυστρίας, θα δεχόταν την ένωση των δύο δικτύων μέσω των Τεμπών. Αντίθετα, ο ελληνικός εμπορικός κόσμος έδωσε προτεραιότητα στα οικονομικά οφέλη από την άμεση σύνδεση της Ελλάδας με το διεθνές σιδηροδρομικό δίκτυο και υποστήριζε την άμεση αποδοχή της τουρκικής πρότασης, λύση που υιοθέτησε και η κυβέρνηση Δραγούμη στη σχετική βολιδοσκόπηση της απέναντι πλευράς. Στις 17/30 Απριλίου, ο Τούρκος Υπουργός των Εξωτερικών Nabi Bey ανακοίνωσε στον Έλληνα Υπουργό των Εξωτερικών Καλλέργη ότι η Υψηλή Πύλη ήταν σύμφωνη με την ελληνική για την σύνδεση των δύο σιδηροδρομικών δικτύων μέσω Ελασσόνας. Διευκρίνισε επίσης ότι η κατασκευή τής προτεινόμενης γραμμής αποτελούσε μελλοντικό ζήτημα καθώς καμία κατασκευαστική εταιρεία δεν είχε ακόμα υποβάλει προτάσεις.49 Τελικά μεσολάβησαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και ο διπλασιασμός της Ελλάδας που κατέστησε εφικτή την σύνδεση της ελληνικής σιδηροδρομικής γραμμής από το Παπαπούλι με το Πλατύ. Η κατασκευή της σύνδεσης αυτής ολοκληρώθηκε την 1η Σεπτεμβρίου 1916 και η επέκταση μέχρι τη Θεσσαλονίκη έλαβε χώρα στις 14 Μαρτίου 1918. Η Ελλάδα παρέμεινε αποκομμένη σιδηροδρομικώς από την υπόλοιπη Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Πάντως, το καλοκαίρι του 1920 ξεκίνησαν τα δρομολόγια της Simplon- Orient express που συνέδεσαν για πρώτη φορά σιδηροδρομικά την Ελλάδα με τα Βαλκάνια και την υπόλοιπη Ευρώπη.50

Ανασκοπώντας την εξέλιξη των ελληνικών σιδηροδρόμων πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους, της μόνης περιόδου που έλαβε χώρα σημαντική σιδηροδρομική επέκταση με προσπάθειες του ελληνικού δημοσίου, επισημαίνονται επιγραμματικά οι συνιστώσες:

1. Σιδηρόδρομοι Πελοποννήσου

Αποτελούνταν από 11 γραμμές:

α) Πειραιάς – Κόρινθος – Πάτρα          230 χιλιόμετρα

β) Διακοφτό – Καλάβρυτα                     22 χιλιόμετρα

γ) Κόρινθος – Καλαμάτα                       237 χιλιόμετρα

δ) Άργος – Ναύπλιο                                 11 χιλιόμετρα

ε) Μπιλάλι – Μεγαλόπολη                      5 χιλιόμετρα

στ) Καλαμάτα – Μεσσήνη                    10 χιλιόμετρα

ζ) Καλαμάτα – Πάτρα                             216 χιλιόμετρα

η) Καβάσιλα – Κυλήνη                            16 χιλιόμετρα

θ) Βαρθολομιό – Λουτρά                        11 χιλιόμετρα

ι) Πύργος – Ολυμπία                              21 χιλιόμετρα

κ) Kαλό νερό – Κυπαρισσία                    6 χιλιόμετρα

το μήκος τους ανέρχονταν συνολικά σε 742 χιλιόμετρα λαμβάνοντας υπόψη τα μικρά κοινά τους τμήματα. Σε αυτό πρέπει να προστεθεί και η μικρή ανεξάρτητη γραμμή Πύργος – Κατάκολο μήκους 13 χιλιομέτρων.

2.  Αττικό δίκτυο

Γραμμή Αθήνας – Λαυρίου, μήκους 71 χιλιομέτρων και γραμμή Αθήνας-Κηφισιάς σχεδόν εξ ολοκλήρου κοινή με την προηγούμενη

Ηλεκτρικός σιδηρόδρομος Αθηνών – Πειραιώς 10 χιλιόμετρα

3.  Βορειοδυτικό Δίκτυο

Περιλάμβανε δύο γραμμές:

Κρυονέρι – Μεσολόγγι – Αγρίνιο     61 χιλιόμετρα

Αιτωλικό – Κατοχή                              10 χιλιόμετρα

4.Παρακλάδια γραμμής Πειραιώς-Συνόρων

Οινόη – Χαλκίδα                                   22 χιλιόμετρα

Λιανοκλάδι – Λαμία – Στυλίδα           23 χιλιόμετρα

5. Θεσσαλικό Δίκτυο

α) Βόλος – Λάρισα                               60 χιλιόμετρα

β) Βόλος – Τρίκαλα                         161 χιλιόμετρα (συμπεριλαμβανομένων 19 χιλιομέτρων κοινών με την προηγούμενη γραμμή)

γ) Βόλος – Μηλιές                             28 χιλιόμετρα51

Η λειτουργία των γραμμών αυτών πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους επιβάρυνε τον ελληνικό προϋπολογισμό με 2-3 εκατομμύρια δραχμές ετησίως, ποσό που υπεραντισταθμιζόταν από την έμμεση αύξηση του εθνικού εισοδήματος λόγω της σιδηροδρομικής συγκοινωνίας.

Αθήνα 1910. Ο σταθμός Λαρίσης.

Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και την Απελευθέρωση της Μακεδονίας η παλαιά γραμμή Πειραιώς-Συνόρων επεκτάθηκε προς Βορρά. Έπειτα από την προσάρτηση της Δυτικής Θράκης περιήλθαν στη χώρα μας και οι θρακικές σιδηροδρομικές γραμμές. Μεγάλο μέρος του σιδηροδρομικού δικτύου της Βόρειας Ελλάδας είχε κατασκευαστεί πρόχειρα από την Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα. Είχε πάντως το πλεονέκτημα ότι απείχε τουλάχιστον 20 χιλιόμετρα από τις ακτές του Βορείου Αιγαίου, για να είναι εκτός του βεληνεκούς των ναυτικών πυροβόλων της εποχής εκείνης. Το 1920 οι σιδηρόδρομοι της Βορείου Ελλάδας μαζί με την γραμμή Πειραιά-Συνόρων κρατικοποιήθηκαν, μια εξέλιξη που επιβάρυνε τον κρατικό προϋπολογισμό.52 Μόνο η γραμμή Αλεξανδρούπολης-Σλίβενγκραντ παρέμεινε υπό τον έλεγχο γαλλικής εταιρείας. Η σιδηροδρομική κάλυψη των «Νέων Χωρών» είχε ως εξής:

α) γραμμή Πειραιά – Θεσσαλονίκης – Γευγελής                590 χιλιόμετρα

β)γραμμή Θεσσαλονίκης – Γιουγκοσλαβικών συνόρων, 204 χιλιόμετρα συμπεριλαμβανομένων των 36 κοινών χιλιομέτρων με την προηγούμενη γραμμή στο τμήμα Θεσσαλονίκης-Πλατύ)

γ) γραμμή Θεσσαλονίκης – Αλεξανδρούπολης                   441 χιλιόμετρα.

δ) γραμμή Αλεξανδρούπολης – Σλίβενγκραντ                   176 χιλιόμετρα συν 9 χιλιόμετρα σε ξένη επικράτεια

ε) γραμμή Σταυρός Χαλκιδικής – Σαρακλή                     67 χιλιόμετρα (κατασκευάστηκε από τον αγγλικό στρατό στο Μακεδονικό Μέτωπο)

ζ) γραμμή Σκύδρας – Αριδαίας                                              28 χιλιόμετρα

στ) γραμμή Άψαλου – Όρμα                                                  14 χιλιόμετρα

Συνοπτικά, κατά το Μεσοπόλεμο η διπλασιασθείσα Ελλάδα διέθετε 1.261 χιλιόμετρα γραμμών κανονικού εύρους (1,44 μέτρων), 1.296 χιλιόμετρα μετρικών γραμμών, 27 χιλιόμετρα σιδηροδρομικών γραμμών εύρους 75 εκατοστών και 95 χιλιόμετρα σιδηροδρομικών γραμμών εύρους 60 εκατοστών.53 Σε αντίθεση με τους βόρειους γείτονές της, η Ελλάδα δεν επέκτεινε σημαντικά το σιδηροδρομικό της δίκτυο πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.54 Μελέτες για τη βελτίωση των ελληνικών σιδηροδρόμων έγιναν τότε από Έλληνες και ξένους ειδικούς, δεν εφαρμόστηκαν όμως λόγω της οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του 1930,55 της παρεπόμενης πτώσης της επιβατικής και της εμπορευματικής κίνησης των ελληνικών σιδηροδρόμων,56 καθώς και λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ του σιδηροδρομικού και του οδικού δικτύου. Η οικονομική αυτή στενωπός, έπληξε και τους ΣΠΑΠ οι οποίοι περιήλθαν σε κρατικό έλεγχο το 1939 λόγω των μεγάλων χρεών τους.57

Το κεντρικό αμαξοστάσιο του Πειραιά.

To ελληνικό σιδηροδρομικό δίκτυο ενισχύθηκε με λιγότερο από 300 χιλιόμετρα νέων γραμμών κατά τον Μεσοπόλεμο. Ακόμα και σήμερα η πυκνότητά του προσομοιάζει στην αντίστοιχη πυκνότητα κρατών ηπειρωτικού μεγέθους (π.χ. Η.Π.Α., Καναδάς) και όχι την αντίστοιχη πυκνότητα     συγκρίσιμων     εδαφικά      και      δημογραφικά      χωρών      της      Ευρώπης.58 Η   σημαντικότερη   προσθήκη   που   έγινε   στο   Μεσοπολεμικό   ελληνικό   σιδηροδρομικό δίκτυο ήταν το παρακλάδι που συνέδεσε το λιμάνι της Αμφίπολης με τη θρακική σιδηροδρομική γραμμή στη θέση Μυρίνη. Σε συνδυασμό με την προαναφερθείσα βελτίωση του λιμένα της Αμφίπολης δόθηκε η δυνατότητα ταχύτερης προώθησης των ελληνικών στρατευμάτων στην περιοχή, βελτιώνοντας έτσι την στρατηγική θέση της Ελλάδας έναντι της Βουλγαρίας. Με τη χρήση επίσης του κλάδου της Αμφίπολης παρακάμπτονταν η κοιλάδα της Ροδόπολης, απομακρύνοντας έτσι τον κίνδυνο Βουλγαρικής ή Γιουγκοσλαβικής προσβολής των σιδηροδρομικών επικοινωνιών του ελληνικού στρατού.59 Λιγότερο σημαντική υπήρξε η επέκταση Τρικάλων-Καλαμπάκας που αποτελούσε τμήμα της στρατηγικής σημασίας μετρικής γραμμής Τρικάλων-Κοζάνης την οποία κατασκεύαζε Βελγική εταιρεία.60 Στο ξεκίνημα του Ελληνο-Ιταλικού Πολέμου το έδαφος της γραμμής είχε διαμορφωθεί και είχε ξεκινήσει η διάνοιξη των αντίστοιχων σηράγγων. Εξαιτίας όμως της έλλειψης σιδηροτροχιών δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί η κατασκευή της πριν την κατάληψη της Ελλάδας από τον Άξονα.61 Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι πριν το 1930 εισήχθησαν στους ελληνικούς σιδηροδρόμους 110 ατμάμαξες και 1850 φορτηγά βαγόνια62 ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 1930 κατασκευάστηκαν νέες μεταλλικές σιδηροδρομικές γέφυρες πλησίον της Θεσσαλονίκης εξαιτίας υδρευτικών και αρδευτικών έργων που έγιναν τότε στην Μακεδονική πεδιάδα, αλλά και της εκτροπής της κοίτης του Αξιού και του Αλιάκμονα.

 

Σιδηρόδρομος: Ταξίδι στο σήμερα του χθες

Σε καιρό ειρήνης η απόδοση του ελληνικού σιδηροδρομικού δικτύου κρινόταν ικανοποιητική, σε περίπτωση όμως πολέμου η μεταφορική του ικανότητα ήταν χαμηλή, καθώς θα χρειαζόταν τουλάχιστον μια εβδομάδα για τη μεταφορά μιας μεραρχίας από την Αθήνα στην Θεσσαλονίκη.63 Παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης Μεταξά να αυξήσει την απόδοση του σιδηροδρομικού δικτύου με τη συμπλήρωση των έργων ύδρευσης, των παρακαμπτήριων γραμμών, των στιβών επιβιβάσεως και των σιδηροδρομικών σταθμών των ελληνικών σιδηροδρόμων,64 η ελληνική επιστρατευτική ικανότητα από ξηράς παρέμεινε ουσιαστικά στο επίπεδο των παραμονών του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου,65 αν και ήταν υπερδιπλάσια συγκριτικά με την αντίστοιχη ικανότητα των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων κατά τον Ειρηνοπόλεμο.66 Παρά την αφθονία πλωτών μέσων και την ύπαρξη ικανού αριθμού λιμένων που μπορούσαν να υποστηρίξουν την εύτακτη επιστράτευση του ελληνικού στρατού από θαλάσσης, η σημαντική υποχώρηση της ελληνικής ναυτικής ισχύος σε σχέση με το Τουρκικό και το Ιταλικό ναυτικό έθετε εν αμφιβόλω την ασφάλεια της θαλάσσιας επιστράτευσης του ελληνικού στρατού. Επιπλέον, πολλές σήραγγες και μεγάλες γέφυρες του ελληνικού σιδηροδρομικού δικτύου, ειδικά εκείνες της γραμμής Πειραιώς-Συνόρων, κινδύνευαν με δολιοφθορά ή αεροπορικό βομβαρδισμό.67 Ένας κίνδυνος που επιβεβαιώθηκε, κυρίως, με την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου από Έλληνες αντάρτες και Βρετανούς κομάντο στις 25 Νοεμβρίου 1942.68

H ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου.

Επίλογος

Συμπερασματικά, οι συγκοινωνίες στην Ελλάδα εξελίχθηκαν σημαντικά κατά τον πρώτο αιώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας. Το λιμάνι του Πειραιά, το σιδηροδρομικό και το οδικό δίκτυο ξεκίνησαν από μηδενική βάση. Μερικές δεκαετίες αργότερα ο Πειραιάς συγκαταλέγονταν μεταξύ των κυριότερων λιμανιών της Μεσογείου, ενώ η αμαξιτή οδός και ο σιδηρόδρομος αριθμούσαν πια χιλιάδες χιλιόμετρα στη χώρα μας. Συνακόλουθα, η ελληνική οικονομία απέκτησε μεγαλύτερο βάθος και ύψος και οι ένοπλες δυνάμεις αύξησαν σημαντικά τους ρυθμούς της επιστράτευσής τους.

Η αδιαμφισβήτητη αυτή πρόοδος είχε και την σκοτεινή της πλευρά. Μεγάλο τμήμα των συγκοινωνιακών υποδομών της χώρας δεν κατάφερε να προσελκύσει ξένα κεφάλαια και κατασκευάστηκε με σημαντική δανειακή επιβάρυνση του δημοσίου. Οι περιορισμένοι πόροι του ελληνικού κράτους και η κακή διαχείρισή τους επηρέασαν αρνητικά την χρηστικότητα, την ποιότητα και την συντήρηση των συγκοινωνιακών αυτών υποδομών. Επίσης, η κατασκευή μεγάλων δημόσιων έργων από ξένες εταιρείες με ξένα μηχανήματα και οικοδομικά υλικά περιόρισε τη μεταφορά τεχνογνωσίας στον ελληνικό κατασκευαστικό τομέα, καθώς και την προστιθέμενη αξία των έργων αυτών για την ελληνική οικονομία. Ακόμα και η εντυπωσιακή πρόοδος του λιμανιού του Πειραιά είχε αρνητική επίπτωση στο εμπορικό ισοζύγιο της Ελλάδας και επισκίασε μέχρι πρότινος δυναμικά λιμάνια, όπως εκείνο της Θεσσαλονίκης. Στο επίπεδο της ασφάλειας, η συγκοινωνιακή πρόοδος της Ελλάδας επιτάχυνε μεν την ελληνική επιστράτευση, αλλά όχι όσο ήταν αναγκαίο και ασφαλές. Παρά την πρόοδο των ετών 1830-1944, στην ουσία ελάχιστα πράγματα άλλαξαν. Η Ελλάδα παρέμεινε μια χώρα που διέθετε λίγες σχετικά συγκοινωνιακές υποδομές προκειμένου να αντιμετωπίσει τις αυξημένες ανάγκες ασφαλείας και οικονομικής ανάπτυξης που προέκυψαν από τον πολλαπλασιασμό της επικράτειας και του πληθυσμού της την περίοδο αυτή.

Ο Ζήσης Φωτάκης είναι Επίκουρος Καθηγητής Ναυτικής Ιστορίας στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων.

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Stavrianos, L.S., The Balkans Since 1453 (London, 2001), 15-16. Η μεταπολεμική Ελλάδα έχει 3.062 νησιά, 10.000 χιλιόμετρα ακτογραμμής, 140 λιμάνια, 1643 κόλπους και όρμους και 160 διαύλους και στενά. Βλ Γιαννόπουλος, Α. Η ναρκαλιεία στις ελληνικές θάλασσες 1944-1949 (Μια άγνωστη εποποΐα) (Αθήνα, 1980), 15.

2. Παρδάλη-Λαϊνού, Α., Η εξέλιξη του Λιμανιού του Πειραιά και η επίδρασή του στην οικονομική ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά από το 1835 έως το 1985 (Πάντειο Πανεπιστήμιο, Διδακτορική διατριβή, Αθήνα, 1990), 147.

3. Στο ίδιο, 55-56.

4. Στο ίδιο, 129-130, 141, 169.

5. Στο ίδιο, 138

6. Συναρέλλη, Μ., Δρόμοι και Λιμάνια στην Ελλάδα, 1830-1880 (Αθήνα, 1989), 169.

7. Παρδάλη, ό.π., 142.

8. Συναρέλλη, ό.π., 173-175. Παρδάλη, ό.π., 137.

9. Παρδάλη, ό.π., 139-141, 144. Συναρέλλη, ό.π., 179.

10. Συναρέλλη, ό.π., 180-181.

11. Παρδάλη, ό.π., 140, 147-148. Bundesarchiv Militärrchiv (ΒΜ), RM 5/1282, Wagenheim προς Bethman Hollweg, Aθήνα, 20 Μαΐου 1912. ΒΜ, RM 5/1282, Zimmerman προς Kaiser Wilhelm II, Βερολίνο, 22 Ιουνίου 1912. The Na- tional Archives (TNA), FO 371/6090, British Delegation, Παρίσι, 20 Ιανουαρίου 1921. TNA, FO 371/6090, Memoran- dum, 26 Ιανουαρίου 1921. TNA, FO 371/6090, Tufton προς Granville, Λονδίνο, 22 Απριλίου 1921.

12. Παρδάλη, όπ.,170.

13. Στο ίδιο, 148-149.

14. Service Historique de la Défense (SHD), Archives Centrales de la Marine (ACM), 1BB3 61, Les ports grecques: traffic et installations, 4 Οκτωβρίου SHD, État Major de l’ Armee de Terre (EMAT) GR7N 2875, Le ravitaillement par les ports Grecs de l’ Europe Balkanique, Danubienne et Centrale, Attaché Militaire Legation de France en Grèce, Αθήνα, 10 Αυγούστου 1936. Yannis Mourélos, Fictions et Réalités. La France, la Grèce et la stratégie des opérations périphériques dans le sud-est européen (1939-1940) (Thessaloniki 1990) passim.

15. SHD, ACM, 1BB7, 169, Compte rendu des renseignements, Attaché Militaire Légation de France en Grèce, Αθήνα, 8 Φεβρουαρίου 1934.

16. Δεσποτόπουλος, Α.Ι., Η πολεμική προπαρασκευή της Ελλάδος 1923-1940 (Αθήνα, 1998), 110.

17. Στο ίδιο, 84.

18. Πετρόπουλος, Αναμνήσεις, 107.

19. Σχετικά με τη Γερμανική στρατηγική και τακτική στο ξεκίνημα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου έχουν γραφεί πολλά. Για μια πρόσφατη, έγκυρη θεώρηση βλέπε Frieser, K.H. & Greenwood. T. The Blitzkrieg Legend: The 1940 Campaign in the West: (Annapolis, 2005).

20. Φωκάς, Δ., Έκθεσις επί της Δράσεως του Β. Ναυτικού κατά τον Πόλεμον 1940-1944, τομ. Α, (Αθήνα 1953), 155.

21. Πετράκη, Μ., 1940-Ο άγνωστος πόλεμος. Η ελληνική πολεμική προσπάθεια στα μετόπισθεν (Αθήνα, 2014), 232-263.

22. Παρδάλη, όπ., 258, Χατζημανωλάκης, Ι.Ε., Το λιμάνι του Πειραιά στη διαδρομή των αιώνων (Πειραιάς, 1989), 155. Φωκάς, ό.π., 363-371.

23. Παρδάλη, ό.π., 169. Σύρμας, Ν. «Η κατανόηση του Γεωγραφικού Χώρου στην επιτυχή έκβαση του Μακεδονικού Μετώπου (1915-1918), Περίπλους Ναυτικής Ιστορίας, 112 (2020), 51.

24. Πουρνάρας, Δ., Χαρίλαος Τρικούπης, η ζωή και το έργο του τομ. 1, (Αθήνα, 1976), 304-305.

25. Δερτιλής, Γ.Β., Ιστορία του Ελληνικού Κράτους 1830-1920, τόμ. Β, (Αθήνα, 2005), 675.

26. TNA, FO 32/607, Monson προς Foreign Office, 1 May 1889.

27. Pepelasis Minoglou, I., “Political factors shaping the role of Foreign Finance, The Case of Greece, 1832-1932”, στo Harriss, J., Hunter, J., Lewis, C. (eds), The New Institutional Economics and Third World Development (London, 1995), 254.

28. Dakin, D., Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923 (Αθήνα, 2012), 446. Ανδρέαδης, Α., Έργα, τόμ. Β, (Αθήνα, 1938), 423.

29. Bernède, A., “The Gardeners of Salonika: The Lines of Communication and the Logistics of the French Army of the East, October 1915-November 1918”, War and Society, 16:1 (1998), 53.

30. Dakin, ό.π., 446.

31. SHD, EMAT, GR7N 2873, Les chemins de fer helléniques, Attaché Militaire, Légation de France en Grèce, Αθήνα, 11 Σεπτεμβρίου 1933.

32. Δεσποτόπουλος, ό.π., 108.

33. Στο ίδιο, 108.

34. Higham , “Preparation for War”, στο Higham, R. & Veremis, Th. (eds), Aspects of Greece 1936-1940 The Metaxas Dictatorship (Αθήνα, 1993), 45.

35. Σύρμας, ό.π., 52.

36. Beaver, H., “Railways in the Balkan Peninsula”, The Geographical Journal, 97:5 (1941), 282.

37. Συναρέλλη, ό.π., 177.

38. Ανδρεάδης, ό.π., 376.

39. Στο ίδιο, Beaver, ό.π., 282.

40. Πουρνάρας, ό.π., Pepelasis Minoglou, ό.π., 254. Beaver, ό.π., 282-283, 292. Δερτιλής, ό.π., 679-680.

41. Pepelasis Minoglou, ό.π., 260.

42. Ανδρεάδης, ό.π., 373, 427, 433.

43. Στο ίδιο, 377, 431.

44. Dakin, ό.π., 446.

45. Ανδρεάδης, ό.π., 550.

46. Στο ίδιο, 550-551. Kaloudis, , Navigating turbulent waters: Greek politics in the era of Eleutherios Venizelos (London, 2019), 38. Beaver, ό.π., 286.

47. Beaver, ό.π., 276.

48. Στο ίδιο, Ανδρεάδης, ό.π., 377.

49. Γαρδίκα-Κατσιαδάκη, Ε., «Το δάνειο του 1910 Οικονομική Ανόρθωση και Πολιτική Συγκυρία 1909-1910», Μνημοσύνη, 11 (1988-1990), 460-461.

50. Beaver, ό.π., 287.

51. SHD, EMAT, GR7N 2873, Les chemins de fer helléniques, Attaché Militaire, Légation de France en Grèce, Αθήνα, 11 Σεπτεμβρίου 1933.

52. Ανδρεάδης, ό.π., Beaver, ό.π., 283, 289. Gounaris, B., Steam over Macedonia 1870-1912. Socio-economic change and the Railway factor (New York, 1993), 58.

53. SHD, EMAT, GR7N 2873, Les chemins de fer helléniques, Attaché Militaire, Légation de France en Grèce, Αθήνα, 11 Σεπτεμβρίου Beaver, ό.π., 283.

54. Beaver, ό.π., 289.

55. SHD, EMAT, GR7N 2873, Les chemins de fer helléniques, Attaché Militaire, Légation de France en Grèce, Αθήνα, 11 Σεπτεμβρίου 1933.

56. Μπενάκειος, Αρχείο Βενιζέλου, Φάκελος 64, League of Nations, Financial Committee, Report to the Council on Greece, 6-14 June 1933, 4.

57. Beaver, ό.π., 289.

58. OECD, Economic Surveys, Greece (Paris, 2018), 117.

59. Δεσποτόπουλος, ό.π., 108-109.

60. Beaver, ό.π., 289-290. Higham , “The Metaxas Years in Perspective”, στο Higham, R. & Veremis, Th. (eds), Aspects of Greece 1936-1940 The Metaxas Dictatorship (Αθήνα, 1993), 233.

61. Higham, , “Preparation for War”, 45.

62. Δεσποτόπουλος, ό.π., 110.

63. SHD, EMAT, GR7N 2873, Les chemins de fer helléniques, Attaché Militaire, Légation de France en Grèce, Αθήνα, 11 Σεπτεμβρίου 1933.

64. Δεσποτόπουλος, ό.π., 110.

65. Στον φάκελο TNA FO286/549 περιέχονται σχετικές αναφορές στο πλαίσιο γυμνασίων του ελληνικού στόλου υπό τον Αρχηγό της Αγγλικής Ναυτικής Αποστολής στην Ελλάδα, Υποναύαρχο Lionell Tufnell.

66. Γεννάδειος, Αρχείο Στεφάνου Δραγούμη, Φάκελος 7.1., Έγγραφο 24.

67. SHD, EMAT, GR7N 2873, Les chemins de fer helléniques, Attaché Militaire, Légation de France en Grèce, Αθήνα, 11 Σεπτεμβρίου Playfair, I.S.O., The Mediterranean and Middle East. “The Germans come to the Help of their Ally” (1941) (London, 1956), 80.

68. Φλάισερ, Χ., «Κατοχή και Αντίσταση», 1941-1944 στο Χριστόπουλος, Γ. & Μπάστιας, Ι., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Σύγχρονος Ελληνισμός από το 1941 έως το τέλος του Αιώνα (Αθήνα, 2000), 22-23.

Νικόλαος Κουμαρτζής: Ψυχικές Έρευνες στην Ελλάδα*

Νικόλαος Κουμαρτζής

Ψυχικές Έρευνες στην Ελλάδα*

 

Μια προσωπικότητα ικανή να εμπνεύσει και με διεθνές αντίκτυπο, μια εταιρεία που προσέλκυσε την επιστημονική και κοινωνική ελίτ της Ελλάδας, τηλεπαθητικά πειράματα με Ευρωπαϊκές πόλεις και μια πρωτότυπη θεωρία που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο προπομπός της ψυχοκίνησης…

 

Ήταν στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν το Κίνημα του Πνευματισμού άνθιζε στην Ελλάδα. Την ίδια περίοδο, ιδρύθηκε η Ελληνική Εταιρεία Ψυχικών Ερευνών (ΕΕΨΕ), η οποία εμπλούτισε τη λίστα των μελών της με την κοινωνική και επιστημονική ελίτ της χώρας, έχτισε μια σπουδαία φήμη εντός και εκτός συνόρων και συνέβαλε ουσιαστικά στην εξέλιξη της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας των ψυχικών ερευνών.

Όλα τα παραπάνω έγιναν πραγματικότητα χάρη στις προσπάθειες του ναυάρχου Δρ. Άγγελου Τανάγρα, μία ηγετική προσωπικότητα με ένα ισχυρό επιστημονικό και κοινωνικό υπόβαθρο, ο οποίος επέδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη διερεύνηση των ψυχικών εμπειριών.

Ήταν η δική του ισχυρή θέληση που προσέλκυσε κοντά του πολλούς Έλληνες διάμεσους, οι οποίοι εκπαιδεύτηκαν και συμμετείχαν σε πειράματα και αστυνομικές έρευνες. Στις διπλωματικές και οργανωτικές του ικανότητες οφείλεται η διεξαγωγή του 4ου Διεθνούς Συνεδρίου Ψυχικών Ερευνών στην Αθήνα. Επιπλέον, η Ελληνική Εταιρεία Ψυχικών Ερευνών κατάφερε να εισαγάγει μαθήματα ψυχοφυσιολογίας στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Ελλάδας και ενέπνευσε μια από τις πλουσιότερες οικογένειες της χώρας (οικογένεια Μπενάκη) να ενισχύσει οικονομικά τους σκοπούς της.

Μέσα σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, ο Δρ. Τανάγρας και η Ελληνική Εταιρεία Ψυχικών Ερευνών διαμόρφωσαν μια επαναστατική θεωρία, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο προπομπός της ψυχοκίνησης. Ονομάστηκε ψυχοβολία και έμελλε να αποτελέσει τον πυρήνα μιας μεγάλης διένεξης δεκαοχτώ χρόνια αργότερα, όταν εκδόθηκε το βιβλίο The Reach of the Mind του J.B. Rhine. Ο Δρ. Rhine κατηγορήθηκε από την ΕΕΨΕ ότι δεν απέδωσε τα δικαιώματα της θεωρίας στο έργο του Δρ. Τανάγρα και παρουσίασε την έρευνά του ως κάτι το αυθεντικό. Με το παρόν κείμενο δεν προτίθεμαι να προβάλλω την ορθότητα της μιας ή της άλλης πλευράς, αλλά να φέρω στο φως αυτό το ξεχασμένο (εδώ και καιρό) περιστατικό.

Ποιος θα το πίστευε ότι η Ελλάδα, μια μικρή χώρα που απουσίαζε από τη διεθνή παραψυχολογική σκηνή για δεκαετίες, είχε παίξει στο παρελθόν έναν ρόλο-κλειδί για την ανάπτυξη της ψυχικής έρευνας και βοήθησε στο να επιτευχθεί μια ευρύτερη αποδοχή των ψυχικών φαινομένων στην Ευρώπη; Ότι συν-διοργάνωνε τηλεπαθητικά πειράματα με πολλές Ευρωπαϊκές και μη πόλεις, ενώ συντέλεσε στην αναγνώριση της ψυχικής έρευνας από την ελληνική κοινωνία.

Στo παρόν κείμενο επιχειρείται μια αναδρομή στην αναπάντεχα εκπληκτική ιστορία ενός ξεχασμένου κλάδου, της ψυχικής έρευνας, μέσα από μαρτυρίες, σπάνια άρθρα του περιοδικού της ΕΕΨΕ «Ψυχικαί Έρευναι», αδημοσίευτη αλληλογραφία και ημερολογιακά αποσπάσματα του Δρ. Τανάγρα και της ΕΕΨΕ, παλιές φωτογραφίες και παραπομπές σε αντίστοιχα επιστημονικά πειράματα.

Ποιος ήταν ο Άγγελος Τανάγρας;

Λίγα χρόνια μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και εν μέσω αλλεπάλληλων εχθροπραξιών, η Ελλάδα (νεοσύστατο τότε κράτος με περιορισμένα σύνορα) κατάφερε να παίξει έναν ρόλο-κλειδί στο Ευρωπαϊκό κίνημα ψυχικής έρευνας, κυρίως χάρη σε έναν τέως ναύαρχο. Το όνομά του ήταν Άγγελος Τανάγρας και για την Ελλάδα αποτελεί (όσον αφορά τον χώρο της παραψυχολογίας) ό,τι ήταν ο J.B. Rhine για τις ΗΠΑ, ο Frederic W.H. Μyers για το Ηνωμένο Βασίλειο, οι René Warcollier και Charles Richet για τη Γαλλία κ.ο.κ..

Όλα ξεκίνησαν στην Αθήνα, το 1875, όταν γεννήθηκε ο Άγγελος Τανάγρας. Το πραγματικό του όνομα ήταν Άγγελος Ευαγγελίδης, προτιμούσε όμως να χρησιμοποιεί το συγγραφικό του ψευδώνυμο, το οποίο εγκαινίασε υπογράφοντας μ’ αυτό τα πρώτα του λογοτεχνικά κείμενα.

Ο Άγγελος Τανάγρας σε νεαρή ηλικία, με την ενδυμασία του Πολεμικού Ναυτικού.

Σπούδασε Ιατρική στην Αθήνα και αργότερα στη Γερμανία. Το 1897 κατατάχθηκε στο Ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό και πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13), τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-18) και στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1919-1922 που οδήγησε στην Μικρασιατική Καταστροφή. Ανάμεσα σε άλλα, υπηρέτησε ως υγειονομικός διευθυντής στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλαμίνας και της Σμύρνης (γνωστή πλέον ως Ίζμιρ). Στην τελευταία μάλιστα διορίστηκε ως εκπρόσωπος της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Υγείας, μετά το τέλος του Α’ Π.Π.. Αποστρατεύτηκε με τον τιμητικό βαθμό του Ναυάρχου και Αρχίατρου του Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού.

Μετά την αποστράτευσή του, επικεντρώθηκε στον τομέα των ψυχικών ερευνών (τότε γνωστός στην Ελλάδα ως ψυχοφυσιολογία), χτίζοντας ταυτόχρονα τη φήμη του ως συγγραφέας (έργα του μεταφράστηκαν στα Γερμανικά και τα Γαλλικά, τα περισσότερα εκ των οποίων είχαν μυστικιστικό υπόβαθρο).

Ήταν το 1923 όταν ίδρυσε την Ελληνική Εταιρεία Ψυχικών Ερευνών, στην οποία ο Δρ. Charles Richet ορίστηκε επίτιμος πρόεδρος έως το 1927. Πολλές συγγενείς κοινότητες του εξωτερικού αντιμετώπιζαν την ΕΕΨΕ ως έναν αξιόπιστο συνεργάτη. Ανάμεσα τους και η Βρετανική Εταιρεία Ψυχικών Ερευνών (με έδρα το Λονδίνο), η οποία έχρισε τον Δρ. Τανάγρα επίτιμο μέλος της το 1930, αναγνωρίζοντας την αδιάλειπτη προσπάθεια του να καθιερώσει τον τομέα στην Ελλάδα.

Ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στο γαλλικό έντυπο Le petit Parisien τον παρουσιάζει ως: «ένα ρομαντικό πνεύμα, πρώην Υγειονομικός Διευθυντής του Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού, ο Δρ. Τανάγρας μπορεί να είναι ένας άντρας μικρού αναστήματος, αλλά το πνεύμα του πέτυχε τη μεγαλύτερη κατάκτηση που θα μπορούσε να σκεφθεί: μπορεί να εξηγήσει φαινόμενα του ψυχικού κόσμου, χρησιμοποιώντας καθαρά επιστημονικές μεθόδους».

Ο Δρ. Τανάγρας είχε ένα ισχυρό επιστημονικό υπόβαθρο, κάτι που επηρέασε βαθύτατα τον χαρακτήρα του. Για παράδειγμα, όταν ο Κωνσταντίνος Κουκίδης (συγγραφέας του άρθρου του Le petit Parisien) τον ρώτησε αν κάποια μέρα οι άνθρωποι θα μπορούν να στείλουν τις σκέψεις τους από μακριά, χρησιμοποιώντας μόνο το μυαλό τους, απάντησε: «Δεν θέλω να αγνοήσω το επιστημονικό συγκείμενο. Αυτά τα πειράματα [αναφέρεται στα τηλεπαθητικά πειράματα που περιγράφονται επιγραμματικά παρακάτω] μας δίνουν αποτελέσματα που είναι ορατά σε όλους. Ίσως μια μελλοντική ανθρώπινη γενιά να είναι καλύτερα εξοπλισμένη ώστε να στέλνει αυτοβούλως τη σκέψη της… αυτή είναι μια πιθανότητα που δεν μπορώ να αποκλείσω. Όμως εγώ, ένας άνθρωπος αφοσιωμένος στην επιστήμη, δεν μπορώ να πω πως αυτό είναι το μέλλον, βασιζόμενος μόνο στα δικά μας αποτελέσματα. Αυτό που μπορώ να σας πω με βεβαιότητα, βασιζόμενος στις έρευνες της Ελληνικής Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών που διενεργήθηκαν όλα αυτά τα χρόνια, είναι ότι η ανθρώπινη ψυχή μπορεί να παράγει εκπομπές εύκολα ανιχνεύσιμες με το γυμνό μάτι».

Η προσωπικότητα του αποτέλεσε έμπνευση, κι αυτός ήταν ο κύριος λόγος για την εγγραφή και τη στήριξη τόσων μελών της επιστημονικής και κοινωνικής ελίτ της εποχής στην ΕΕΨΕ.

Παρά τη δουλειά του αναφορικά με τη φήμη και την εξέλιξη της ΕΕΨΕ, το μεγαλύτερο κατόρθωμά του ήταν η διαμόρφωση της θεωρίας του, της ψυχοβολίας, όπως αναφέρει και ο ίδιος στην τελευταία συνέντευξη που έδωσε, στις 23 Φεβρουαρίου του 1969, στην εφημερίδα Ακρόπολις: «[Το σπουδαιότερο επίτευγμά μου είναι] η θεωρία της ψυχοβολίας, για την οποία ο Maurice Maeterlinck είπε ότι “κάποια μέρα, αυτή θα είναι η αλήθεια του μέλλοντος!”». Η ψυχοβολία ήταν η πρώτη θεωρία που πρότεινε την ενεργή υπόθεση, δηλαδή ότι ο διάμεσος που μπορεί να προβλέψει ένα μελλοντικό περιστατικό, στην πραγματικότητα είναι αυτός που το προκαλεί.

Η ίδρυση της Ελληνικής Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών

Ακολουθώντας το παράδειγμα της Βρετανικής ΕΨΕ (η οποία ιδρύθηκε στο Λονδίνο το 1882), η Ελληνική Εταιρεία ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1923 και ο Δρ. Τανάγρας εκλέχθηκε πρόεδρος της. Αξίζει να αναφερθεί ότι η Ελληνική ΕΨΕ ήταν η πρώτη εταιρεία στην Ελλάδα που προσέγγισε τα ψυχικά φαινόμενα με μία αυστηρά επιστημονική μεθοδολογία.

Όπως προαναφέρθηκε, ο Δρ. Charles Richet ορίστηκε επίτιμος πρόεδρος μέχρι το 1927 και μέχρις ενός βαθμού βοήθησε στο να οριστούν οι στόχοι της εταιρείας από τα πρώτα στάδια της. Χάρη στη φήμη του Δρ. Τανάγρα, η εταιρεία προσέλκυσε πολλά μέλη της ελληνικής επιστημονικής και κοινωνικής ελίτ. Ανάμεσα τους πανεπιστημιακοί καθηγητές, δικηγόροι, δικαστές του Αρείου Πάγου, γιατροί, πολιτικοί κ.ά. Επιπροσθέτως, η Ελληνική ΕΨΕ προσέλκυσε μια ομάδα διάμεσων, με κάποιους από αυτούς ήδη γνωστούς για τις ιδιαίτερες ψυχικές ικανότητές τους.

Επιπλέον, η Εταιρεία ανέπτυξε μια ποικιλία δραστηριοτήτων από τα πρώτα κιόλας έτη της λειτουργίας της. Για παράδειγμα, ήταν υπεύθυνη για την έκδοση και την κυκλοφορία ενός μηνιαίου περιοδικού με τον τίτλο Ψυχικαί Έρευναι, από το 1925 και έπειτα. Η Εταιρεία επίσης διοργάνωσε το 4ο Διεθνές Συνέδριο Ψυχοφυσιολογίας στην Αθήνα (1930), σε μια μεγάλη αίθουσα του συλλόγου «Παρνασσός», όπου έδωσαν διαλέξεις μερικοί από τους σπουδαιότερους παραψυχολόγους της εποχής (όπως ο Sir Oliver Lodge, ο Hans Adolf Eduard Driesch κ.ά.).

Το 4ο Διεθνές Συνέδριο Ψυχοφυσιολογίας, Αθήνα, 1930.

Συνδιοργανώνοντας διεθνή τηλεπαθητικά πειράματα

Επιπλέον, μετά το 3ο Διεθνές Συνέδριο Ψυχοφυσιολογίας που έλαβε χώρα στο Παρίσι το 1927, ο Δρ. Άγγελος Τανάγρας και η Ελληνική ΕΨΕ συνδιοργάνωσαν μαζί με πολλές Ευρωπαϊκές και μη χώρες μια σειρά τηλεπαθητικών πειραμάτων.

Σε μια επιστολή, που στάλθηκε στις 8 Νοεμβρίου 1938 (IMI Archives) από τον Δρ. Τανάγρα στον Δρ. Warcollier, αναφέρεται πως τα πειράματα αυτά πραγματοποιήθηκαν ανάμεσα στην Αθήνα, τη Βαρσοβία (Πολωνία), το Βερολίνο (Γερμανία), τη Βιέννη (Αυστρία), το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο), τη Χάγη (Ολλανδία), τη Νέα Υόρκη (ΗΠΑ) κ.ά. Επιπροσθέτως, ανάμεσα στους επιστήμονες που συμμετείχαν σ’ αυτά τα πειράματα ήταν ο Δρ. Τανάγρας, ο Δρ. Osterreich (πανεπιστημιακός καθηγητής στο Τύμπιγκεν), ο G.N.M. Tyrrell (μέλος της Βρετανικής ΕΨΕ, Λονδίνο) και ο Δρ. Schroeder (πανεπιστημιακός καθηγητής στο Βερολίνο).

Όσον αφορά το πρωτόκολλο των πειραμάτων, βασιζόταν κυρίως σ’ αυτό που περιέγραψε ο Δρ. Warcollier στο 3ο Διεθνές Συνέδριο Ψυχοφυσιολογίας στο Παρίσι. Η μόνη αλλαγή που έκανε ο Δρ. Τανάγρας ήταν το να θέτει σε κατάσταση υπνωτισμού τους διάμεσους πριν από τη διεξαγωγή των πειραμάτων (Επιστολή Τανάγρα – Warcollier, 30 Ιανουαρίου 1939, IMI Archives).

Ο Άγγελος Τανάγρας με μέντιουμ της εταιρίας: (από αριστερά πάνω) Δάφνη, Μαρίνα, Ελπίς Παυλάτου, Ελένη Ζακυνθινού και (κάτω) Κωνσταντία.

Όπως περιγράφθηκε στο περιοδικό της Ελληνικής Εταιρείας, ο Δρ. Τανάγρας και ο Δρ. Warcollier (του γαλλικού Institut Métapsychique International), διεξήγαγαν τηλεπαθητικά πειράματα ανάμεσα στην Αθήνα και το Παρίσι με θετικά αποτελέσματα. Αυτά βασίστηκαν σε παρόμοια πειράματα που είχαν διεξαχθεί στο παρελθόν ανάμεσα στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, υπό την επίβλεψη των ερευνητικών ομάδων των Δρ. Warcollier και Δρ. Murphy (καθηγητή Ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης).

Αναφορικά με τα πειράματα Αθήνας-Παρισιού, είχαν σχηματιστεί δύο ομάδες, τα μέλη των οποίων λειτουργούσαν ως «πομποί» και ως «δέκτες». Στις 14 Ιανουαρίου του 1928 (ημέρα Κυριακή) οι ομάδες αυτές συγκεντρώθηκαν, της Ελληνικής ΕΨΕ στα γραφεία της στην Αθήνα, και του γαλλικού IMI αντίστοιχα, στα γραφεία του στο Παρίσι. Η ελληνική ομάδα αποτελούνταν από τον Δρ. Τανάγρα, δύο διάμεσους (την Κωνσταντία Νικολαΐδου και τη δεσποινίς Ελπινίκη), τους νευρολόγους Δρ. Βλαστό και Δρ. Κωνσταντινίδη, τον γιατρό Δρ. Ζαφειρέλη, τον πανεπιστημιακό καθηγητή Ψυχολογίας Δρ. Βορέα, τον πανεπιστημιακό καθηγητή Φαρμακευτικής Δρ. Εμμανουήλ και πολλούς ακόμα επιστήμονες και ακαδημαϊκούς. Οι πομποί της κάθε ομάδας προσπαθούσαν να στείλουν τηλεπαθητικά διάφορες εικόνες (όπως γεωμετρικά σχέδια, μοτίβα, χαρακτήρες του λατινικού αλφαβήτου, γεωμετρικά εργαλεία κ.ά.) ενώ παράλληλα οι δέκτες προσπαθούσαν να τα οραματιστούν.

Στην αριστερή στήλη φαίνονται τα σχήματα που στάλθηκαν από το Παρίσι. Δεξιά αυτά που λήφθηκαν στην Αθήνα.

Ο Δρ. Τανάγρας παρουσιάζει τα πειράματα

Έχοντας την ευκαιρία να παρακολουθήσει εκ των έσω τα πειράματα, ο κ. Κουκίδης περιέγραψε την προσωπική του εμπειρία σε άρθρο του για το Le petit Parisien:

Ο Δρ. Τανάγρας με οδήγησε σε ένα δωμάτιο. Σε μια γωνία του στέκονταν εφτά άνθρωποι. Έλεγξε την ώρα στο ρολόι του και έκλεισε τα φώτα. Αφού πέρασαν πέντε λεπτά, μου εξήγησε: «[στα λεπτά που μεσολάβησαν] συνέβη το εξής. Η Εταιρεία Ψυχικών Ερευνών της Βιέννης έχει επίσης συναντηθεί αυτή τη στιγμή. Τους στείλαμε την εν λόγω εικόνα. Είμαι σίγουρος πως η τηλεπαθητική ομάδα της Βιέννης κατάφερε να δει την εικόνα αυτή και να τη σχεδιάσει! Έχουμε διεξάγει παρόμοια πειράματα με πολλές Ευρωπαϊκές πόλεις […] με τη συμμετοχή πολλών πανεπιστημιακών καθηγητών και μέχρι τώρα τα αποτελέσματα ήταν θετικά! […] Τώρα, θα ακολουθήσουμε τη διαδικασία αντίστροφα: η ομάδα της Βιέννης θα μας στείλει μια εικόνα και θα προσπαθήσουμε να τη δούμε και να τη σχεδιάσουμε!»

Οι άνθρωποι στη γωνία, οι οποίοι τώρα κάθονταν σε πολυθρόνες, πέρασαν σε κατάσταση υπνωτισμού. Ο Δρ. Τανάγρας έκλεισε τα φώτα και είπε: «Ξεκινήστε». Το κάθε άτομο έμεινε ακίνητο, με τα μάτια του κλειστά. Ήταν σαν να βρίσκονταν όλοι στον κόσμο των ονείρων. Αφού πέρασαν πέντε λεπτά, ο Δρ. Τανάγρας είπε «Αρκετά!» και αμέσως –χωρίς να ειπωθεί κάτι ή να περάσει λίγος χρόνος για να συγκεντρωθούν– όλοι οι διάμεσοι ξεκίνησαν να σχεδιάζουν σε ένα χαρτί.

Εκείνος, στη συνέχεια, πήρε τα σχέδια και μου τα έδειξε: σε όλα τους απεικονίζονταν ομπρέλες! «Μπορείτε να είστε βέβαιος», μου είπε, «ότι από τη Βιέννη μας έστειλαν την εικόνα μιας ομπρέλας. Θα το ξέρουμε με βεβαιότητα σε λίγες μέρες, όταν θα παραλάβουμε την πρωτότυπη εικόνα με το ταχυδρομείο».

Τηλεπαθητική ομάδα Αθήνας, 1929.

Οι Ψυχικές Έρευνες φτάνουν στο απόγειο της κοινωνικής αποδοχής τους

Το υψηλό επίπεδο της κοινωνικής αποδοχής των ψυχικών ερευνών στην Ελλάδα ήταν κάτι παραπάνω από εμφανές κατά τη διάρκεια των εορτασμών για τη 10η επέτειο ίδρυσης της Ελληνικής ΕΨΕ (5 Δεκεμβρίου 1933). Πολλοί επιστήμονες, πολιτικοί, κυβερνητικοί εκπρόσωποι, διανοητικοί κ.ά. πήραν μέρος στην εκδήλωση. Εκτός από τον Δρ. Τανάγρα, διαλέξεις έδωσαν πολλοί πανεπιστημιακοί καθηγητές όπως ο Δρ. Λιβιεράτος, ο Δρ. Μέρμηγκας και ο Δρ. Βλαβιανός (πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Ελλάδος).

Επιπροσθέτως, πολλά ελληνικά μέσα ενημέρωσης κάλυψαν την εκδήλωση. Όπως είπε ο Τανάγρας σε μια άλλη επιστολή του στον Warcollier (IMI Archives): «Όλοι τους ανακοίνωσαν πως η Ελληνική ΕΨΕ καθιέρωσε τις ψυχικές έρευνες στην Ελλάδα!»

Κατά τη διάρκεια αυτής της εκδήλωσης μια πολύ εύπορη Ελληνίδα, η κυρία Αλεξάνδρα Χωρέμη, κόρη του Έλληνα ευεργέτη Εμμ. Μπενάκη, προσέφερε στην Ελληνική ΕΨΕ μια ετήσια χορηγία. Σήμερα, το Μπενάκειο Ίδρυμα και το Μουσείο Μπενάκη, με έδρα τους την Αθήνα, συγκαταλέγονται στα σημαντικότερα λίκνα πολιτισμού της ελληνικής πρωτεύουσας.

Όλα τα παραπάνω αναφέρονται σε ένα ακόμα γράμμα του Τανάγρα προς τον Warcollier (23 Δεκεμβρίου 1933, IMI Archives) στο οποίο ο πρόεδρος της Ελληνικής ΕΨΕ δηλώνει:

«Με ευχαριστεί πολύ το ότι όλοι είναι ικανοποιημένοι από τη δουλειά μας! Στη συνέχεια της πορείας της, η Ελληνική ΕΨΕ συνέχισε να χτίζει βαθμιαία μια σπουδαία φήμη στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, το 1945, στα γραφεία της εταιρείας δίνονταν διαλέξεις κάθε Σάββατο (ανοιχτές στο κοινό) και Κυριακή (με επίκεντρο κυρίως απλά πειράματα), ενώ παράλληλα διεξάγονταν μια σειρά μαθημάτων πάνω στις ψυχικές έρευνες με τη συμμετοχή εξήντα μαθητών. Όπως αναφέρει ο Τανάγρας, αυτές οι διαλέξεις δίνονταν περισσότερο για να βοηθήσουν: «τους μελλοντικούς Έλληνες επιστήμονες να μην είναι προκατειλημμένοι εξαιτίας απαρχαιωμένων θεωριών που διδάσκονταν από παλιομοδίτες πανεπιστημιακούς καθηγητές, αλλά να έρχονται σε επαφή και με πειραματικές αποδείξεις».

Ως αποκορύφωμα, η Ελληνική Εταιρεία Ψυχικών Ερευνών κατάφερε να εισάγει το μάθημα της πειραματικής τηλεπάθειας το 1929 στο πρόγραμμα σπουδών του Εθνικού Πανεπιστημίου της Ελλάδας, το οποίο δίδασκε ο καθηγητής του πανεπιστημίου και μέλος της ΕΕΨΕ, Δρ. Βορέας. Έπειτα, το 1933, μια ολόκληρη σειρά μαθημάτων επί των ψυχικών ερευνών προστέθηκαν, για να σταματήσουν όμως έπειτα από λίγο καιρό εξαιτίας της έντονης διαμαρτυρίας διάφορων θρησκευτικών κύκλων (μια πληροφορία που δεν κατάφερα να επιβεβαιώσω).

Επιπλέον, ο Δρ. Σακελλαρίου (καθηγητής Φυσιολογίας στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Ελλάδας) προσκάλεσε τον Δρ. Τανάγρα να δώσει διαλέξεις στο πανεπιστήμιο, σχετικά με τις εμπειρίες του στο πεδίο των ψυχικών ερευνών, ενώ και η Ελληνική Αστυνομία προσκαλούσε τον πρόεδρο της ΕΕΨΕ να δώσει διαλέξεις στους μαθητές της Αστυνομικής Ακαδημίας στην Αθήνα. Σε μια επιστολή που έστειλε στις 17 Μαρτίου του 1945 (IMI Archives), ο Δρ. Τανάγρας σχολιάζει για την τελευταία περίπτωση: «[Η αστυνομία] άρχισε να δείχνει ενδιαφέρον για την Ψυχοφυσιολογία!»

Διαλέξεις εταιρείας στους αξιωματικούς της χωροφυλακής στο αμφιθέατρο Ιατροδικαστικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Άγγελος Τανάγρας, μέντιουμ Κωνσταντία, καθηγητές ιατροδικαστικής Γεωργιάδης και Κάτσας.

Η σπουδαία φήμη της Ελληνικής Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών και του προέδρου της είναι η αιτία για το θέμα της ενότητας που ακολουθεί. Έμεινε στο σκοτάδι διεθνώς, έως σήμερα, και έχει να κάνει με τον Α. Τανάγρα, τον J.B. Rhine (πατέρα της μοντέρνας παραψυχολογίας παγκοσμίως) και τη θεωρία της ψυχοβολίας.

Ψυχοβολία: ο πρόδρομος της Ψυχοκίνησης;

Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να διευκρινίσω ότι το παρόν δεν έχει σκοπό να καταλήξει σε ένα τελικό συμπέρασμα ως προς το τί συνέβη πραγματικά, ούτε καν να εκφραστεί υπέρ του ενός ή του άλλου μέρους της διένεξης. Μοναδικός σκοπός του είναι να παρουσιάσει την άγνωστη αυτή διαμάχη στην παγκόσμια παραψυχολογική κοινότητα (εκδοχή του παρόντος κειμένου είχε πρωτοδημοσιευθεί στο περιοδικό Mindfield του Parapsychological Association, στο τεύχος 5.1) και κατορθώνοντας αυτό, να πυροδοτήσει μια εκτεταμένη συζήτηση επί του θέματος.

Οι μόνες πηγές που κατάφερα να ξεθάψω πάνω στη διένεξη μπορούν να βρεθούν στα αρχεία του Institut Métapsychique International στο Παρίσι, με τη μορφή επιστολών ανάμεσα στον Δρ. Τανάγρα και τον Dr. Warcollier. Λόγω της μικρής έκτασης της παρούσας εισαγωγής, θα παρουσιαστεί μόνο μια επιστολή: εκείνη στην οποία περιγράφεται σε βάθος το περιστατικό και παρουσιάζεται ξεκάθαρα η θεωρία της ψυχοβολίας.

Είναι σημαντικό να καταστεί σαφές ότι αυτή είναι μόνο η μία πλευρά της ιστορίας, καθώς ο γράφοντας δεν κατάφερε να βρει πηγές για την πλευρά του J.B. Rhine.

Το γράμμα στάλθηκε στις 3 Αυγούστου του 1948 και φέρει την υπογραφή μιας ομάδας εξαιρετικά φημισμένων Ελλήνων επιστημόνων: του Θεόδωρου Βαρούνη (Πρύτανης του Πολυτεχνείου), του καθηγητή Δρ. Κωνσταντινίδη (Φαρμακευτική, Πανεπιστήμιο Αθηνών), του καθηγητή Δρ. Παναγιώτου (Φαρμακευτική, Πανεπιστήμιο Αθηνών), του Υποναυάρχου Στ. Λυκούδη (Ακαδημαϊκός), του Δρ. Σπ. Δημητριάδη (μέλος του Αρείου Πάγου) και του Δρ. Καρζή (πρόεδρος της Ελληνικής Φαρμακευτικής Εταιρείας και μέλος της Βουλής των Ελλήνων).

«Αγαπητοί κύριοι,

η έκπληξή μας ήταν μεγάλη όταν ενημερωθήκαμε για το τελευταίο βιβλίο του Δρ. J.B. Rhine, επίκουρου καθηγητή του πανεπιστημίου Duke των ΗΠΑ, με τίτλο The reach of the mind, το οποίο παρουσιάζει μια παλιά μελέτη της Ελληνικής Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών (που δημοσιεύτηκε αρχικά το 1929) και του προέδρου της, Ναυάρχου Δρ. Α. Τανάγρα.

Ένα εκτενές μέρος του βιβλίου και κυρίως το κομμάτι που αναφέρεται στον ανθρώπινο ψυχοδυναμισμό (ή αλλιώς, ψυχοδυναμική) πάνω σε φυσικά αντικείμενα (ψυχοκίνηση ή τηλεκίνηση) –το μόνο κομμάτι στο βιβλίο του Δρ. Rhine που είναι αυθεντικό- παρουσιάζεται από τον συγγραφέα του ως αδημοσίευτο προσωπικό του έργο, χωρίς να αναφέρει πουθενά την προγενέστερη δουλειά του Δρ. Τανάγρα.

Η μελέτη του Δρ. Τανάγρα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1929 στη Γερμανία, στο Zeitshrift für Parapsychologie (Περιοδικό για την Παραψυχολογία) του Βερολίνου, και παράλληλα στη Γαλλία, με τη μορφή ενός βιβλίου 155 σελίδων με τον τίτλο «Le Destin et la Chance, La theorie de la Psychobolie». Επιπλέον, ο Δρ. Rhine παραδέχεται στα γράμματά του ότι είχε λάβει αντίτυπο του εν λόγω βιβλίου πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η Θεωρία της Ψυχοβολίας παρουσιάστηκε στο 5ο Διεθνές Συνέδριο το 1935 στο Όσλο (Νορβηγία), μεταφράστηκε και παρουσιάστηκε στα ιταλικά από τον Δρ. Gazzamalli (πρόεδρος της Ιταλικής ΕΨΕ), συζητήθηκε σε πολλά ψυχολογικά περιοδικά από τους Driesch, Osty, De Vesme, Schroeder, Sudre, Javorsky, Deleuze, Bruck, Matiesen, L. Vivante, Richter κ.ά. και επιπλέον, σχολιάστηκε από τον κόμη Maurice Maeterlinck (βραβευμένου με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1911) στο φιλοσοφικό του βιβλίο με τον τίτλο «Avant la grande silence», το οποίο δημοσιεύτηκε το 1934.

Ο κόμης Maeterlinck ήταν τόσο εντυπωσιασμένος από τη θεωρία της ψυχοβολίας, που σε μια επιστολή του προς τον Δρ. Τανάγρα δήλωσε: «Η θεωρία σας, όπως την περιγράφετε, θα είναι η αλήθεια του μέλλοντος!»

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, οι μελέτες του Τανάγρα δεν μπορούν να θεωρηθούν μη διαδεδομένες. Η εκμετάλλευση ενός προϋπάρχοντος, καλά τεκμηριωμένου και αναγνωρισμένου έργου είναι τόσο προφανής, που ο καθένας μπορεί να τη διαπιστώσει με μια σύντομη ματιά στις περιλήψεις των δύο βιβλίων.

Η περίληψη του βιβλίου The reach of mind του Δρ. Rhine, όπως αναγράφεται στο βιβλίο:

Η ιστορία μιας εκπληκτικής έρευνας πάνω στις άγνωστες δυνάμεις του ανθρώπινου νου και οι αποδείξεις σχετικά με την ικανότητα του να επηρεάζει το μέλλον, να επιδρά ακόμη και σε φυσικά αντικείμενα.»

Η περίληψη του βιβλίου «Le Destin et La Chance», του Δρ. Τανάγρα, σελίδα 3:

«Κάθε βαθιά εντύπωση που φτάνει έως το υποσυνείδητο μας και που αγωνιά να εκδηλωθεί (Freud), μπορεί κάποιες φορές να απελευθερωθεί σε ορισμένους ανθρώπους με έναν συγκεκριμένο τύπο οργανισμού (όπως οι δυναμολυτικοί και ψυχοβολικοί διάμεσοι), μια εκπομπή που συνοδεύεται κατά την εκδήλωσή της από τηλεκινητικά φαινόμενα και η οποία, μετά από μια τυχαία πρόβλεψη, προσπαθεί να ολοκληρώσει την έκφραση της με τρεις τρόπους:

Με απευθείας, ασυνείδητη τηλεκινητική δραστηριότητα πάνω σε άψυχη ύλη (π.χ. αυτοκίνητα, τρένα ή πλοία με αποτέλεσμα μηχανικές βλάβες, εκτροχιάσεις, ναυάγια κ.λπ.).

Με δραστηριότητα πάνω σε έμβιους οργανισμούς υπό τη μορφή τηλεπαθητικής προβολής (π.χ. ασυνείδητη επιρροή στο μυαλό του οδηγού του αυτοκινήτου ή, γενικά, στην ελεύθερη βούληση του ατόμου, προκαλώντας αθέλητες κινήσεις, αλλαγές της κατεύθυνσης, των πλάνων, των απόψεών του κ.λπ.).

Με απευθείας επιρροή στους ιστούς και τις λειτουργίες ενός ζωντανού οργανισμού –ένα φαινόμενο γνωστό σε όλα τα μέρη του κόσμου ως “το κακό μάτι”.

Η δραστηριότητα αυτής της ψυχοβολικής εκπομπής αποτελεί μια νέα δύναμη που επηρεάζει την ανθρώπινη ζωή.»

Συγκρίνοντας τα δύο αποσπάσματα, πιστεύουμε πως κάθε περαιτέρω εξήγηση περιττεύει, συν του ότι ο Δρ. Rhine αποφεύγει να κάνει τις ανάλογες διορθώσεις, χρησιμοποιώντας επανειλημμένως διάφορες προφάσεις και αναβολές.

Πιστεύουμε ότι έχουμε την ευθύνη να παρουσιάσουμε αυτά τα δεδομένα (που αφορούν έναν επιστήμονα ο οποίος εργάζεται σε πανεπιστήμιο των ΗΠΑ) στη διεθνή κοινότητα και σε κάθε αυθεντικό επιστήμονα, καθώς το βιβλίο του Δρ. Rhine ζημειώνει το πρωτότυπο έργο που δημοσιεύτηκε αρχικά από την Ελληνική Εταιρεία Ψυχικών Ερευνών (19 χρόνια πριν), το οποίο δεν περιγράφηκε απλώς με αμιγώς τηλεκινητικά θεμέλια, αλλά είχε και περαιτέρω εξέλιξη χάρη στην Ελληνική ΕΨΕ.

Αθήνα,

3 Αυγούστου 1948»

Το τέλος των Ψυχικών Ερευνών στην Ελλάδα

Σχεδόν μια δεκαετία πριν από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ελληνική ΕΨΕ και οι ψυχικές έρευνες στην Ελλάδα άρχισαν να αποδυναμώνονται. Στην τελευταία του συνέντευξη (23 Φεβρουαρίου 1969, εφημερίδα Ακρόπολις), ο Δρ. Τανάγρας δήλωσε: «Εγώ φεύγω με τη θλίψη ότι το έργο μου, η ίδρυση της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών, ερευνών αυστηρώς επιστημονικών, υπήρξε πρόωρος διά τον τόπο μας, όπου το πλείστον ή αδιαφορεί ή εξακολουθεί να ενδιαφέρεται διά εντυπωσιακάς παρεξηγήσεις των ψυχικών φαινομένων και αυταπάτας δήθεν επικοινωνιών με πνεύματα νεκρών. Κρίμα εις την προσπάθειαν διά εν έθνος με την κληρονομίαν των Πυθίων και των Μαντείων, το οποίο έπρεπε να προηγήται επί του πεδίου αυτού».

Ζούσε τότε σε ένα μικρό διαμέρισμα στην οδό Επτανήσου, στην Αθήνα, ανίκανος να διαβάσει. Τον στεναχωρούσε το γεγονός πως κανένας δεν είχε αρκετή θέληση ώστε να συνεχίσει το έργο της Ελληνικής ΕΨΕ μετά την απόσυρσή του. Όπως δήλωσε, «εγώ πάντως πεθαίνω ευχαριστημένος, γιατί έδειξα στην σύγχρονη Ελλάδα τον δρόμο των Πυθίων».

Στην ίδια συνέντευξη, ο Δρ. Τανάγρας αναφέρει ότι η προσωπική του αλληλογραφία, τα ημερολόγια και όλα του τα αρχεία δόθηκαν σε έναν φίλο και πρώην πολιτικό, με το αίτημα του να τα χρησιμοποιήσει μετά τον θάνατό του. Πιθανότατα άλλαξε γνώμη, καθώς λίγο μετά έστειλε τα ημερολόγια του και μέρος του αρχειακού υλικού στη Bιβλιοθήκη Garrett του Parapsychology Foundation, ενός οργανισμού που τον στήριζε διαρκώς κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Το μόνο γνωστό επιπρόσθετο υλικό αναφορικά με το έργο της Ελληνικής ΕΨΕ φιλοξενείται στα αρχεία του Institut Métapsychique International, στο Παρίσι (IMI).

Άγγελος Τανάγρας (1887 – 1971).

Ως επίλογο της ιστορίας των Ψυχικών Ερευνών στην Ελλάδα, παραθέτω ένα απόσπασμα από την Επιστημονική Διαθήκη του Δρ. Τανάγρα, το οποίο μοιάζει να είναι το πλέον κατάλληλο:

«Αφήνω λοιπόν το βασανισμένο αυτό σαρκίον, πιστεύων ακραδάντως και μόνο εις την θρησκείαν της επιστήμης, οία διεμορφώθη μετά την ανακάλυψιν της ραδιενέργειας και της διασπάσεως του ατόμου. Δηλαδή, την ταυτότητα της ύλης και ενέργειας. Ο εστί την εν τη πραγματικότητα ανυπαρξία της ύλης με το μέγα συμπέρασμα καταρρίψεως των υλιστικών θεωριών […]».

* Το παρόν κείμενο αποτελεί την εισαγωγή του βιβλίου «Άγγελος Τανάγρας: Το Χαμένο Ημερολόγιο» (επιμ. Νικόλαος Κουμαρτζής), που κυκλοφόρησε το 2017 από τις εκδόσεις Δαιδάλεος .

 Άγγελος Τανάγρας: ο πατέρας της παραψυχολογίας

Ο Νικόλαος Κουμαρτζής είναι διδάκτωρ Δημοσιογραφίας (Α.Π.Θ.) και ιδρυτής του Πρότυπου Ομίλου Πολιτισμού SEIKILO.

Βιβλιογραφία – Πηγές:

Εφημερίδα Ακρόπολις (1969). Συνέντευξη με τον Άγγελο Τανάγρα, Εφημερίδα Ακρόπολις, 23 Φεβρουαρίου, 1969.

Κουμαρτζής, Ν. (2010). Ψυχικές Έρευνες στην Ελλάδα, Εκδόσεις Δίον.

Κουμαρτζής, Ν. (2011). Η Λευκή Βίβλος της Παραψυχολογίας, Εκδόσεις Δαιδάλεος.

Τανάγρας, Α. (1925). Ψυχικαί Έρευναι, έντυπο της Ελληνικής Εταιρίας Ψυχικών Ερευνών, τεύχος 3, έτος 1, Μάρτιος 1925.

Τανάγρας, Α. (1925). Ψυχικαί Έρευναι, έντυπο της Ελληνικής Εταιρίας Ψυχικών Ερευνών, τεύχος 11, έτος 1, Νοέμβριος 1925.

Τανάγρας, Α. (1927). Ψυχικαί Έρευναι, έντυπο της Ελληνικής Εταιρίας Ψυχικών Ερευνών, τεύχος 2, έτος 3, Φεβρουάριος 1927.

Τανάγρας, Α. (1927). Ψυχικαί Έρευναι, έντυπο της Ελληνικής Εταιρίας Ψυχικών Ερευνών, τεύχος 5, έτος 3, Μάιος 1927.

Τανάγρας, Α. (1927). Ψυχικαί Έρευναι, έντυπο της Ελληνικής Εταιρίας Ψυχικών Ερευνών, τεύχος 7, έτος 3, Ιούλιος 1927.

Τανάγρας, Α. (1927). Ψυχικαί Έρευναι, έντυπο της Ελληνικής Εταιρίας Ψυχικών Ερευνών, τεύχος 12, έτος 3, Δεκέμβριος 1927.

Τανάγρας, Α. (1928). Ψυχικαί Έρευναι, έντυπο της Ελληνικής Εταιρίας Ψυχικών Ερευνών, τεύχος 1, έτος 4, Ιανουάριος 1928.

Τανάγρας, Α. (1928). Ψυχικαί Έρευναι, έντυπο της Ελληνικής Εταιρίας Ψυχικών Ερευνών, τεύχος 2, έτος 4, Φεβρουάριος 1928.

Τανάγρας, Α. (1928). Ψυχικαί Έρευναι, έντυπο της Ελληνικής Εταιρίας Ψυχικών Ερευνών, τεύχος 3, έτος 4, Μάρτιος 1928.

Τανάγρας, Α. (1928). Ψυχικαί Έρευναι, έντυπο της Ελληνικής Εταιρίας Ψυχικών Ερευνών, τεύχος 4, έτος 4, Απρίλιος 1928.

Τανάγρας, Α. (1959). Η Θρησκεία της Επιστήμης, Εκδόσεις Σπύρου Α. Τζηρίτα.

Τανάγρας, Α. (άγνωστη χρονολογία). Επίλεκτα Έργα (ανθολογία λογοτεχνικών κειμένων), Εκδόσεις Ιωάννης Ν. Σιδέρης.

Broughton, R. (1992). Parapsychology: The Controversial Science. England: Rider.

Coukidis, C. (unknown date). Une Visite a Athenes a M. Tanagras et a Mlle Clio, Le petit Parisien newspaper. A copy can be found at Institute Métapsychique International library in Paris.

Gauld, A. (1968). The Founders of Psychical Research, England: Routledge & Kegan Paul.

IMI Archives (2012). Letters between Dr. Tanagras and Dr. Warcollier, unpublished material, Institut Métapsychique International Library (Paris), boxes 18:3 & 8:2.

Pallikari, F. (2009). Angelos Tanagras, the 1935 Oslo International Parapsychology Congress and the telekinesis of Cleio, Journal of the Society for Psychical Research, Vol. 73 (897[4]), Oct 2009, 193-206.

Tanagras, A. (1967). Psychological Elements in Parapsychological Traditions, part of Parapsychological Monographs series, U.S.A.: Parapsychology Foundation Inc.

Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ: Η Aθήνα σε τροχιά αστικού εκσυγχρονισμού, 1875-1922:Πολεοδομική εξέλιξη και αρχιτεκτονική δημιουργία

Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ

Η Aθήνα σε τροχιά αστικού εκσυγχρονισμού, 1875-1922.

Πολεοδομική εξέλιξη και αρχιτεκτονική δημιουργία

Η πολεοδομική εξέλιξη της ελληνικής πρωτεύουσας και η έντεχνη αρχιτεκτονική της από την εποχή του Τρικούπη έως τη Μικρασιατική Καταστροφή, αποτελούν το θέμα αυτού του άρθρου. Ύστερα από την αναγκαία σύνδεση με την προηγούμενη περίοδο, η οποία υπήρξε αντικείμενο εμπεριστατωμένων ερευνών, θα σκιαγραφηθεί ο πολεοδομικός και αρχιτεκτονικός εκσυγχρονισμός της Αθήνας στα σαράντα επτά αυτά χρόνια. Πρόκειται για μια περίοδο της αθηναϊκής πολεοδομίας και αρχιτεκτονικής η οποία, παρά τη σημασία της, έχει απασχολήσει πολύ λιγότερο την επιστημονική έρευνα από ότι η οθωνική περίοδος και ο Μεσοπόλεμος.

Προλεγόμενα

Η ελληνική πρωτεύουσα είναι μια νέα πόλη που δημιουργήθηκε επάνω στα ερείπια της αρχαίας Αθήνας και στα συντρίμμια της οθωμανικής κωμόπολης η οποία αριθμούσε μόλις 10 χιλιάδες κατοίκους. Η πολεοδομία και η νεοκλασική αρχιτεκτονική της κατά την oθωνική περίοδο διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη συγκρότηση της ταυτότητας του νεοελληνικού κράτους. Η προσπάθεια  οργάνωσης του χώρου σύμφωνα με τις αρχές της ευρωπαϊκής πολεοδομίας και η μέριμνα για την ανάδειξη των μνημείων της κλασικής αρχαιότητας σηματοδοτούν τη ρήξη με το oθωμανικό παρελθόν. Χάρη στην εθνικο-ρομαντική αντιμετώπιση του  παρελθόντος κλέους, τις θεσμοθετημένες παρεμβάσεις μέσω των ρυθμιστικών σχεδίων και της νομοθεσίας και με τα νεωτερικά κτίριά της, η ελληνική πρωτεύουσα λειτούργησε ως σύμβολo πολιτισμικής αναγέννησης και εξευρωπαϊσμού. H αστικότητα της νεοκλασικής Αθήνας, που υπήρξε πρότυπο για τις υπόλοιπες πόλεις της παλαιάς Ελλάδας, βοήθησε  τους κρατικούς θεσμούς να ισχυροποιήσουν την παρουσία τους και αποδείχθηκε χρήσιμο εργαλείο για την ομογενοποίηση ενός πληθυσμού πολλαπλών και ετερογενών καταβολών (Παπαγεωργίου-Βενετάς 1996: 135-164· Μαρμαράς 2004: 390, Fessas-Emmanouil, 2017, Hastaoglou-Martinidis, 1993: 99-123 και Αργυρόπουλος, 1983: 49-53).

Για τη σύνταξη των πολεοδομικών σχεδίων, την εποπτεία της ανοικοδόμησης και την εκτέλεση των δημοσίων έργων συστάθηκαν το 1833 δύο ειδικές υπηρεσίες: το αρχιτεκτονικό και το τοπογραφικό τμήμα του Υπουργείου  των Εσωτερικών, που θα διευθύνουν για δέκα χρόνια ο αρχιτέκτων Eduard Schaubert το πρώτο, με υφισταμένους τους ομοτέχνους του Hans Christian Hansen, J. Hoffer και C. Rοeser, και ο γεωμέτρης D. A. Guebhard το δεύτερο. Mετά την παύση των Βαυαρών, τo 1843 και έως το 1878,  τη θέση τους θα πάρουν Έλληνες αξιωματικοί του Σώματος του Mηχανικού αποσπασμένοι στο Υπουργείο των Εσωτερικών (Μπίρης Κ.: 43, 82 και Δανιήλ 2017: 212).

Hans Christian Hansen, αρχιτέκτων (1803-1883)
Τheohilus Hansen, αρχιτέκτων (1813-1891)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Οι ρυθμίσεις  του 19ου αιώνα οι οποίες αφορούσαν στην παραγωγή του κτισμένου περιβάλλοντος είχαν συνέχεια και επάρκεια για τα δεδομένα της εποχής τους (Μονιούδη-Γαβαλά : 27, 85-88).  Το πρώτο μεγαλόπνοο σχέδιο πόλης των Σταμάτη Κλεάνθη και Eduard Schaubert (1933-1834) τροποποιήθηκε από τον Leo von Klenze, συντάκτη του δεύτερου εγκεκριμένου σχεδίου του 1834, το οποίο αποτέλεσε τη βάση για τα επόμενα (Μπίρης Κ.: 26-39, Παπαγεωργίου-Βενετάς, 2001: 45-113, 147- 201, Δανιήλ 2017:  80, Σαρηγιάννης 2000: 71-74, Σαρηγιάννης 2010). Η ισχύς των νομοθετικών διαταγμάτων του 1835 («Περί υγιεινής οικοδομής πόλεων και κωμών»), του 1836 για την εκτέλεση του σχεδίου της Αθήνας και του 1867 («Περί εκτελέσεως των σχεδίων των πόλεων και κωμών»), όπως διαμορφώθηκαν με τις ολιγάριθμες μεταγενέστερες συμπληρώσεις τους, επεκτάθηκε στις πόλεις που ενσωματώθηκαν στον εθνικό κορμό το 1864 και το 1881. Οι διατάξεις αυτές αποτέλεσαν τη βάση και για τις ρυθμίσεις του νόμου του 1923 «Περί σχεδίων πόλεων, κωμών και συνοικισμών του κράτους και οικοδομής αυτών» (Μονιούδη-Γαβαλά, 2012: 23-27 και 2017: 21-22· Μαρμαράς, 2004: 390).

Όμως, σε αντίθεση με την Ευρώπη όπου η αύξηση του αστικού πληθυσμού οφείλεται κυρίως στην εκβιομηχάνιση, η δημογραφική ανάπτυξη της ελληνικής πρωτεύουσας ήταν αποτέλεσμα της μεγέθυνσης του τριτογενούς τομέα και της εντατικής οικοδομικής δραστηριότητας. Σε αυτό συνέβαλε το πελατειακό κράτος, η ισχυρή σχέση των Νεοελλήνων με την έγγεια ιδοκτησία και η αντιμετώπιση των ακινήτων ως των κατεξοχήν επενδυτικών αντικειμένων. Μια άλλη ιδιαιτερότητα της Αθήνας ήταν η έλλειψη της αναγκαίας δημόσιας γης για την ορθολογική συγκρότησή της. Επιπλέον, με την αυθαίρετη δόμηση, η ανάπτυξη της πόλης προηγήθηκε συχνά της επέκτασης  του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου (Τραυλός, 1993: 255). Στις ιδιαιτερότητες αυτές οφείλονται, μεταξύ άλλων,  οι δυσκολίες εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδιασμών που προϋπέθεταν την επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων, την ευθυγράμιση και διαπλάτυνση οδών, τη μεταρρύθμιση ιδιοκτησιών κ.λπ. Εξ’ ού η αμφιθυμία της αθηναϊκής κοινωνίας απέναντι στη νέα πολεοδομική πραγματικότητα: η φιλοδοξία της άρχουσας τάξης, των πολεοδόμων και αρχιτεκτόνων της για μια νέα πρωτεύουσα ευρωπαϊκών προδιαγραφών συνυπάρχει με την αντίθεση των κατοίκων προς τις αυταρχικές παρεμβάσεις της oθωνικής περιόδου (Μονιούδη-Γαβαλά: 23-24).

Κάτω από την πίεση των ιδιοκτητών της αστικής και περιαστικής γής, η οικιστική ανάπτυξη της πρωτεύουσας μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 άρχισε να γίνεται εις βάρος των ελεύθερων χώρων και των μνημείων της (Μπίρης Κ.:191-193, 226). Αυτό αποκαλύπτει το τρίτο εγκεκριμένο σχέδιο της πόλης, το οποίο προσπάθησε να εξορθολογίσει τις επεκτάσεις του σχεδίου Klenze. Εκπονήθηκε το 1864-1865 από τη Διεύθυνση Μηχανικού του Στρατού για λογαριασμό του Υπουργείου Εσωτερικών και με βάση την πρόταση Επιτροπής υπό τον συνταγματάρχη Δ. Σταυρίδη, η οποία συγκροτήθηκε το 1860 με πρωτοβουλία του Δήμου Αθηναίων (Δανιήλ 2017: 289-290). Το εγκεκριμένο σχέδιο εκφράζει την αποδοχή μιας ελαστικότερης ρύθμισης του χώρου προσαρμοσμένης στα καθ’ ημάς. Άλλωστε όλες οι κρατικές παρεμβάσεις στην αθηναϊκή πολεοδομία εξακολούθησαν να είναι αφενός επεκτάσεις των ρυθμιστικών σχεδίων της και αφετέρου τροποποιήσεις μικρότερης ή μεγαλύτερης σημασίας — διανοίξεις δρόμων και πλατειών, διευθετήσεις μικροπεριοχών εκτός σχεδίου, κ.λπ. (Σαρηγιάννης 2000: 76) Επομένως, οι συνθήκες του αστικού εκσυγχρονισμού κάθε άλλο παρά ομαλές και ανώδυνες υπήρξαν για την αθηναϊκή κοινωνία του 19ου αιώνα.

Ο Δήμος Αθηναίων δεν κατόρθωσε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της πόλης, παρά την επιθυμία του και τη στελέχωση της τεχνικής του υπηρεσίας με αξιόλογους μηχανικούς και αρχιτέκτονες. Βασικοί λόγοι αυτής της αδυναμίας ήταν η έλλειψη κτηματικής περιουσίας και οικονομικών πόρων σε συνδυασμό με την ανοχή της  κερδοσκοπίας της γης από τους δημότες – ψηφοφόρους και τη διαρκή αντιμαχία του με την Κυβέρνηση. Στα θέματα της πολεοδομίας ειδικότερα είχε μόνο δικαίωμα γνώμης, μη δεσμευτικής για τις Κυβερνήσεις (Μπίρης Κ. 21995: 86-87 και Δανιήλ 2017: επίλογος).

Τέλος, αρκετά από τα αξιολογότερα δημόσια και εκλησιαστικά κτίρια της Αθήνας σχεδιάστηκαν, ανεγέρθηκαν ή θεμελιώθηκαν στα χρόνια του Όθωνα.  Πολλά από αυτά χρηματοδοτήθηκαν από εύπορους Έλληνες της διασποράς και ήταν έργα διακεκριμένων αρχιτεκτόνων οι οποίοι εμπνεύστηκαν από την επιτόπια μελέτη των αρχαιολογικών μνημείων της. Στις κορυφαίες μορφές της αθηναϊκής αρχιτεκτονικής αυτών των χρόνων ανήκουν οι Γερμανοί Friedrich von Gärtner —αρχιτέκτων των αρχετυπικών Ανακτόρων [1836-1843]— και Leo von Klenze, οι Δανοί αδελφοί Hans Christian και Theophilus Hansen που σχεδίασαν την  Αθηναϊκή Τριλογία στο πνεύμα του ρομαντικού κλασικισμού, ο Έλληνας δημιουργός του Πολυτεχνείου Λύσανδρος Καυταντζόγλου, οι συμπατριώτες του Σταμάτιος Κλεάνθης, Παναγής Κάλκος  και Δημήτριος Ζέζος κ.ά. (Μπίρης Κ. 21995: 113-158, Τραυλός 1967: 22-24 & 27-34, Loyer 2017: 141-156, Παπανικολάου-Κρίστενσεν 1993, Μπαδήμα-Φουντουλάκη 2002 & 2011, Σκαρπιά-Χόϊπελ 1976).

Η Αθηναϊκή Τριλογία, υδατογραφία Th. Hansen, 1885. H.C.Hansen, Πανεπιστήμιο Αθηνών (1839-1843, κέντρο). Th. Hansen, [Σιναία] Ακαδημία των Επιστημών (1859-1887, δεξιά) και Εθνική Βιβλιοθήκη (1883-1888, αριστερά).
Λύσανδρος Καυταντζόγλου, αρχιτέκτων(1811-1885).
Λ. Καυταντζόγλου. Κεντρικό Κτίριο Αβέρωφ του Πολυτεχνείου, 1862-1876.

Πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι η κυριαρχία του νεοκλασικισμού στην πολεοδομία, τα δημόσια κτίρια και τα αστικά μέγαρα της οθωνικής περιόδου δεν θα εξαλείψει τις  παραδοσιακές τυπολογίες και πρακτικές. Στη κατοικία του μέσου Αθηναίου με τη νεοκλασική συχνά όψη επιβιώνει η δυναμική συγκρότηση των χώρων γύρω από μια αυλή, ενώ στην εκτός σχεδίου δόμηση συνεχίζεται αθηναϊκή παράδοση της οργανικής χρήσης του χώρου (Μπίρης Μ. 1987: 29-34, Τραυλός 21993: 247-248, Κωνσταντινίδης 1950).

  1. Η αθηναϊκή πολεοδομία από την εποχή του Τρικούπη έως το 1922

Αποφασιστικό βήμα για τον εκσυγχρονισμό της πολεοδομίας και των δημοσίων έργων υπήρξε ο νόμος ΧΠΗ΄ του 1878 «Περί συστάσεως σώματος των πολιτικών μηχανικών» ο οποίος ανεξαρτητοποιoύσε πλήρως τις τεχνικές υπηρεσίες του Υπουργείου Εσωτερικών από τον στρατό, έχοντας ως πρότυπο την οργάνωση της αντίστοιχης γαλλικής γραφειοκρατίας. Έκτοτε, και έως το 1914 που ιδρύθηκε το Υπουργείο Συγκοινωνίας, ο πολεοδομικός σχεδιασμός μεταφέρθηκε στην αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών μηχανικών του Υπουργείου των Εσωτερικών (Μπίρης 21995: 82-83, Δανιήλ 2017: 212).

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1870, που στην πολιτική ζωή της χώρας κυριαρχεί ο Χαρίλαος Τρικούπης, καταγράφεται μεγάλη αύξηση στον αριθμό των τροποποιήσεων και επεκτάσεων του τρίτου ρυθμιστικού σχεδίου, η οποία συμβαδίζει με την αλματώδη αύξηση του πληθυσμού, τις απαρχές της συγκρότησης του ελληνικού κεφαλαιοκρατικού συστήματος και την αστικοποίηση της αθηναϊκής κοινωνίας. Στο πλαίσιο του ανταγωνισμού ανάμεσα στο μεταρρυθμιστικό Τρικουπικό κόμμα, υπέρμαχο του εξευρωπαϊσμού και της ελεύθερης οικονομίας, και το παραδοσιακό Δηλιγιαννικό κόμμα, οπαδό της κρατικής και κομματικής γραφειοκρα­τίας, η ρύθμιση του αστικού χώρου γίνεται μια ελαστικότερη διαδικασία από εκείνη της προηγούμενης περιόδου. Βασικοί λόγοι αυτής της χαλάρωσης ήταν αφενός η αύξηση των επενδυόμενων κεφαλαίων στην αγορά γης και την ανέγερση οικοδομών και αφετέρου η διεύρυνση του πελατειακού κράτους.

Στα τέλη του 19ου αιώνα η Aθήνα θα έχει προωθήσει αποφασιστικά την πολεοδομική συγκρότηση και τον αρχιτεκτονικό εκσυγχρονισμό της που ενίσχυσαν τη χωρική διαφοροποίηση. Στην ανατολική περιοχή της πόλης υπήρχε το επίσημο κέντρο και η κατοικία της άρχουσας τάξης, ενώ στη δυτική της οι βιοτεχνίες, τα εργαστήρια και οι φτωχογειτονιές. Ο παλαιός πυρήνας —Πλάκα, Ψυρρή, Καλαμιώτη κ.λπ.— θα παραμείνει τόπος διαμονής γηγενών όλων  των τάξεων  (Μπίρης M. 1987: 1- 7, Σαρηγιάννης 2000: 66). Από το 1869 λειτουργούσε ο σιδηρόδρομος Αθηνών-Πειραιώς και από το 1885 οι γραμμές του ατμήλατου σιδηροδρόμου Αθηνών-Κηφισιάς — του περίφημου «θηρίου»— και Αθηνών-Νέου Φαλήρου. Το Νέο Φάληρο γίνεται το κατεξοχήν θέρετρο της πρωτεύουσας με πολυτελείς κατοικίες, ενώ τους εύπορους Αθηναίους και τους ομογενείς προσελκύει και η εξοχική Κηφισιά (Μπίρης Κ. 21995: 196-198, Σαρηγιάννης 2000: 80-87). Παράλληλα θα έχει παραγματοποιηθεί αξιόλογο έργο στην ανάδειξη των μοναδικών αρχαίων μνημείων της ελληνικής πρωτεύουσας (Μπίρης Κ. 21995: 183-185, 226-228). Παρά τις περιπέτειες και την πτώχευση του 1893 η Αθήνα ήταν πλέον μια μεσογειακή πρωτεύουσα ικανή να φιλοξενήσει το 1896 τους πρώτους Oλυμπιακούς Aγώνες των νεότερων χρόνων. Είχε εξελιχθεί σε μια ελκυστική πόλη με ειδυλλιακές εξοχές και αξιόλογα νέα κτίρια, ιδιωτικά και κυρίως δημόσια, που οφείλονταν εν πολλοίς στη γεναιοδωρία Eλλήνων της διασποράς και στους εξαίρετους  αρχιτέκτονες της άρχουσας αστικής τάξης. Aυτή την περιορισμένη σε έκταση Aθήνα των 200.000 περίπου κατοίκων, με τα διώροφα ή τριώροφα το πολύ σπίτια με αυλές και μέγαρα περιτριγυρισμένα από κήπους, παρέδωσε ο 19ος αιώνας στον 20ό (Μπίρης Κ. 21995: 202-205, 219-224, 210).

Πανοραμική φωτογραφία της Αθήνας από την Ακρόπολη, 1890 (φωτ. Αφών Ρωμαΐδη).

Aπό την αυγή του 20ού αιώνα έως το 1922, που ο πληθυσμός της εγγίζει τις 500.000 κατοίκους, η Aθήνα γίνεται ο μοχλός αλλά και ο κύριος αποδέκτης των ιστορικών αλλαγών της χώρας. Το ανορθωτικό έργο του Γεωργίου Θεοτόκη, το ευρύ πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων του Bενιζέλου, οι δύο νικηφόροι Bαλκανικοί Πόλεμοι του 1912 και 1913 και η εισαγωγή πληθώρας νεωτερισμών στην καθημερινή ζωή των Aθηναίων, θα φέρουν την πόλη τους πλησιέστερα προς τα ευρωπαϊκά της πρότυπα. Δεν θα αναιρέσουν όμως τον πολιτισμικό δυισμό της αθηναϊκής κοινωνίας στην οποία η δυτική νεωτερικότητα συνυπάρχει με την ανατολικο-μεσογειακή παράδοση. Ως πόλη που βρίσκεται στο μεταίχμιο της Ανατολής και της Δύσης, χωρίς να ανήκει ευκρινώς σε καμία, περιγράφει την Αθήνα των αρχών του 20ού αιώνα ο δημοσιογράφος Σπυρίδων Παγανέλης (Παγανέλης, 1907: 52-53).

Το αστικό τοπίο αρχίζει να μεταβάλλεται καθώς η ελληνική πρωτεύουσα προσελκύει τον μεγαλύτερο όγκο της εσωτερικής μετανάστευσης και των επαναπατριζόμενων ομογενών. Την εντατικότερη εκμετάλλευση του αστικού εδάφους θα διευκολύνει το διάταγμα του 1919 για τα ύψη των οικοδομών (το μέγιστο ύψος τους καθορίστηκε στα 12/10 του πλάτους του δρόμου, και πάντως όχι μεγαλύτερο των 23 μ.). Παράλληλα, η Αθήνα επεκτείνεται άναρχα και εμφανίζει ορισμένα από τα προβλήματα της βιομηχανικής πόλης: κακές συνθήκες κατοικίας των φτωχών μεταναστών, ανεπαρκείς υποδομές κ.ά. (Μαρμαράς 1991: 44, 77-83, Πολύζος 1985: 24-26).

Tο αισιόδοξο κλίμα της δεκαετίας του 1910 ευνοεί τη συστηματική προσπάθεια για μια σχεδιασμένη ανάπτυξη της πρωτεύουσας ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Όμως τόσο τα μεγαλεπήβολα σχέδια εκσυγχρονισμού της φυσιογνωμίας της που συντάχθηκαν από τον Γερμανό Ludwig Hoffmann (1908-1910) και τον Άγγλο Thomas Mawson (1914-1918) όσο και οι ρεαλιστικότερες προτάσεις του Αριστείδη Μπαλάνου (1917) και του Στυλιανού Λελούδα (1918, 1921) έμειναν στο χαρτί (Schmidt 1979, Πολύζος 1985: 37-39, Μανούδη 1985: 47-54). Ακυρώθηκαν κυρίως το 1922 λόγω του οξύτατου στεγαστικού προβλήματος των 230.000 ομογενών προσφύγων από τη Mικρά Aσία και των μεταναστών από την επαρχία και το εξωτερικό (περιοχές της πρώην Οθωμανικής και της πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας).

  1. 1875-1922: H αρχιτεκτονική δημιουργία

2.1. To έργο των αρχιτεκτόνων κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα

Η αρχιτεκτονική κοσμογονία της Αθήνας θα επιταχυνθεί κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα.  H έντεχνη αρχιτεκτονική της εκσυγχρονίζεται τυπολογικά, κατασκευαστικά, αλλά και μορφολογικά καθώς απομακρύνεται από τον κλασικισμό κάτω από την επίδραση των νέων ρευμάτων της Ευρώπης: του ιστορισμού και του εκλεκτικισμού. Σε αυτό δεν συνέβαλαν μόνο οι αρχιτέκτονες που δραστηριοποιήθηκαν κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, όπως ο Σάξων Ernst Ziller (1837-1923), ο μαθητής του Πάνος Καραθανασόπουλος, οι Γάλλοι Eugène Troump (1846-1929), Piat, Χ. Girard, οι στρατιωτικοί αρχιτέκτονες Ιωάννης Σέχος και Αναστάσιος Θεοφιλάς, κ.ά. (Μπίρης Κ. 21995: 173-183, Σκαρπιά-Χοϊπελ 1976 & 2010: 33-37, Loyer 2017: 165-185). Σημαντικό ρόλο είχαν και οι προτιμήσεις των πελατών τους οι οποίοι ανήκαν στην ανανεωμένη αστική τάξη της εποχής του Τρικούπη.

Ernst Ziller, αρχιτέκτων (1837-1923).

Ωστόσο, η αθηναϊκή αρχιτεκτονική —η έντεχνη και κυρίως η ανώνυμη— θα μείνουν για πολύ περισσότερα χρόνια στον κλασικισμό από ό,τι η αρχιτεκτονική άλλων ευρωπαϊκών πόλεων (Μπίρης Μ.: 153). Χαρακτηριστικά κτίρια όψιμου αθηναϊκού κλασικισμού είναι  το Δημαρχείο (π. 1872-1874, αρχιτέκτων Π. Κάλκος), το Αρεταίειο Νοσοκομείο του Πανεπιστημίου Αθηνών (1896-1898, αρχιτέκτονες Η. Αγγελόπουλος και Ι. Ιωάννου), το νέο Δημοτικό Νοσοκομείο Αθηνών «Η Ελπίς» (1904-1912, αρχιτέκτων Ι. Κολλινιάτης) και το Μαράσλειο Διδασκαλείο (π. 1905, αρχιτέκτων Δ. Καλλίας), ενώ στο πνεύμα του πιο περίτεχνου κλασικισμού της παρισινής École des beaux-arts σχεδιάστηκαν περί το 1873  από τον V.-E. Poitrineau τα μέγαρα Σκουλούδη και Βούρου της πλατείας Συντάγματος, τα οποία κατασκευάστηκαν με επιβλέποντες τους Troump και Piat και κατεδαφίστηκαν μεταπολεμικά για την ανέγερση των ξενοδοχείων King George και Athens Plaza   (Μπίρης Κ. 21995: 178-179, 207-209 & 266, Αναγνωστοπούλου 2013: 524, 536, 680 & 687,  Καλλίας 1906: 103-107 και Loyer 2017: 172-173).

Στα χρόνια του Τρικούπη ολοκληρώθηκαν, ανεγέρθηκαν και θεμελιώθηκαν αξιόλογα δημόσια κτίρια. Το 1887 αποπερατώθηκε, με δωρεές Σίμωνος και Ιφιγένειας Σίνα και επίβλεψη E. Ziller, το εμβληματικό μέγαρο της Ακαδημίας Αθηνών, το αποκαλούμενο τότε «[Σιναία] Aκαδημία των Επιστημών».  To έργο σχεδιάστηκε τo 1856-1859 από τον Τheophil Hansen σε εκλεκτικιστικό πνεύμα με αρχαιοελληνικές αναφορές που ο ίδιος χαρακτήρισε “Hellenische Renaissance” [«Ελληνική Αναγέννηση»] (Φατσέα, 2015: 233-259 και Κασιμάτη – Πανέτσος 2015). Το 1889 ολοκληρώθηκε η κεντρική πτέρυγα και η πρόσοψη του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Ludwig Lange, τροποποιημένων από τους Π. Κάλκο και Ε. Ziller, οι οποίοι ήταν και οι βασικοί επιβλέποντες των εργασιών ανέγερσής του. Το οικόπεδο δώρησε η Ελένη Τοσίτσα και τη χρηματοδότηση προσέφεραν το ελληνικό δημόσιο, η Αρχαιολογική Εταιρεία και οι ομογενείς Δ. και  Ν. Βερναρδάκης από την Πετρούπολη. Ο Τρικούπης προώθησε, μεταξύ άλλων, την ανέγερση δύο σημαντικών δημοσίων κτιρίων, της Εθνικής Βιβλιοθήκης και του Εθνικού Χημείου του Πανεπιστημίου Αθηνών.  Σχεδιασμένο το 1883-1888 από τον Τheophil Hansen σε παρόμοιο πνεύμα με την Ακαδημία  Αθηνών, το μέγαρο της Βιβλιοθήκης θεμελιώθηκε το 1888, ανεγέρθηκε με δωρεά των Κεφαλλήνων Αφών Βαλλιάνων και επίβλεψη του Ziller και αποπερατώθηκε το 1902, ολοκληρώνοντας  την Αθηναϊκή Τριλογία  (Mπίρης K., 21995: 214-216).

Στο, ευρωπαϊκών προδιαγραφών κτίριο του Εθνικού Χημείου του Πανεπιστημίου Αθηνών, που ανεγέρθηκε το 1887-1890 με πρωτοβουλία του σπουδαίου καθηγητή της Χημείας Αναστάσιου Χρηστομάνου,  ο Ziller  θα χρησιμοποιήσει μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή του αρχιτεκτονικού ιδιώματος του μέντορά του Τh. Hansen (Πανέτσος 2010: 38-42, Καρδαμίτση-Αδάμη 2006: 168-171).

Με σχέδια του Ziller ανεγέρθηκαν το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα τα δύο μνημειώδη Θέατρα της Αθήνας, το Δημοτικό και το Βασιλικό. Το πρώτο άρχισε να κτίζεται το 1873 με πρωτοβουλία μετοχικής εταιρείας εύπορων Αθηναίων, η οποία ανέλα­βε να χρηματοδοτήσει την κατασκευή του σε τμήμα της πρώην πλατείας του Λαού (μετέπειτα Λουδοβί­κου και σήμερα Κοτζιά) που παραχωρήθηκε από τον Δήμο Αθηναίων. Οι εργασίες σταμάτησαν για οικονομικούς λόγους τον επόμενο χρόνο, συνεχίστηκαν από τον Δήμο μετά 13 χρόνια και ολοκληρώθηκαν το 1888 χάρη στη δωρεά του Ανδρέα Συγγρού. Tο μυθοποιημένο αυτό αρχιτεκτόνημα του Ziller δεν αποτελούσε μόνο τον φτωχό συγγενή των ομοειδών θεάτρων της Ευρώπης και των Βαλκανικών πρωτευουσών από άποψη κατασκευής, σκηνικού χώρου, εξοπλισμού και διακόσμου. Ήταν επίσης παρωχημένης για την εποχή του τυπολογίας, τεχνολογίας και τεχνοτροπίας. Το εξωτερικό του Δημοτικού Θεάτρου, σχεδιασμένο στο πνεύμα του σαξονικού και βιεννέζικου εκλεκτικισμού της περιόδου 1860-1870, δεν έλυσε με ιδιαίτερη τέχνη ή πρωτοτυπία τα μορφολογικά προβλήματα που έθετε μια αρχιτεκτονική μεγάλων αξιώσεων και περιορισμένων μέσων στην Αθήνα εκείνης της εποχής με τις έντονες νεοκλασικές μνήμες. Μοιραία για την τύχη του κτιρίου στάθηκε η εγκατάσταση σε αυτό 1.500 Μικρασιατών προσφύγων, παρά την αντίθετη γνώμη του δημάρχου Σπύρου Πάτση και της αθηναϊκής κοινής γνώμης (Φεσσά-Εμμανουήλ 1994, Α´: 280-302).

Το εκλεκτικιστικής τεχνοτροπίας Δημοτικό Θέατρο, έργο του E. Ziller (1873/1886-1888), γύρω στα 1900. Επιστολικό δελτάριο.
Το Δημοτικό Θέατρο στα χρόνια του Μεσοπολέμου.

Αντίθετα, το Βασιλικό —και από το 1932 Εθνικό— Θέατρο (1891-1901), δικαίωσε τελικά τις προσδοκίες των δημιουργών του, παρά τις αδυναμίες του: οικόπεδο απόκεντρο και ανεπαρκών διαστάσεων, μικρή αίθουσα, κ.ά. Την πρωτοβουλία για την ανέγερσή του είχε ο Γεώργιος Α´, διαθέτοντας για τον σκοπό αυτό τις δωρεές των ευεργετών Στ. Ράλλη, Μ. Κοργιαλένιου και κρατικά κονδύλια. Το Βασιλικό (Εθνικό) Θέατρο δεν ανήκει στα σημαντικότερα έργα του Ziller, παρά τη σοβαρή μελέτη και την επιμελημένη εκτέλεση των σχεδίων του. Βασική λ.χ. αδυναμία του αρχιτεκτονήματος αυτού ήταν το μπαροκίζον ύφος των των όψεων που τους έδινε μια πλαστικότητα δυσανάλογη προς την κλίμακά τους (Φεσσά-Εμμανουήλ 1994, Α: 302-317).

Ε. Ziller. Πρόσοψη Βασιλικού —σήμερα Εθνικού—Θεάτρου, υδατογραφία 1892. Η ασυμμετρία της οφείλεται στο προϋπάρχον κτίσμα στην δεξιά γωνία του οικοδομικού τετραγώνου.
Το Εθνικό Θέατρο το 2009, μετά την τελευταία ανακαίνιση.

Η ανακατασκευή του Παναθηναϊκού Σταδίου (329-330 π.Χ. και 140-144 μ.Χ.) με χορηγία Γ. Αβέρωφ και σχέδια του Αν. Μεταξά  για τη φιλοξενία των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων των νεότερων χρόνων (1896), υπήρξε το κατεξοχήν έργο γοήτρου της νέας Αθήνας  (πύλη Οδυσσεύς, Μπίρης K. 21995: 219-221, Κασιμάτη 2010:  17, 110-111).

Άποψη του ανακατασκευασμένου Παναθηναϊκού Σταδίου κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 (αρχιτέκτων ανακατασκευής 1894-1896 Αν. Μεταξάς, ανασκαφή 1864-1869 και αποτύπωση Ε. Ziller).

Η κατοικία ήταν το κύριο θέμα της έντεχνης αρχιτεκτονικής κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα  και δεσπόζουσα μορφή της ο παραγωγικότητος Ziller. Τα νέα ηγετικά  στρώματα της αθηναϊκής κοινωνίας προτιμούσαν να προβάλονται με τις ιδιωτικές κατοικίες τους —μέγαρα και επαύλεις— και λιγότερο με την ανέγερση κτιρίων δημόσιας χρήσης, όπως το έκαμαν οι ρομαντικότεροι προκάτοχοί τους της οθωνικής περιόδου (Μπίρης Κ. : 179-183, Loyer 2017: 165, Κασιμάτη 2010: 164-179, 180-235 και Fessas-Emmanouil 2017). Στα αξιολογότερα παραδείγματα αυτής της κατηγορίας ανήκουν τέσσερα νεοαναγεννησιακής μορφολογίας έργα του Ziller —το μέγαρο Schliemann  (1878-1880), σήμερα στέγη του Νομισματικού Μουσείου· το μέγαρο Στ. Ψύχα (1885-1904), μετ. κατοικία πρίγκιπος Νικολάου και σήμερα Ιταλική Πρεσβεία· το μέγαρο του Διαδόχου (1891-1897), σήμερα Προεδρικό μέγαρο και το εκλεκτικιστικό μέγαρο Σταθάτου (μελέτη 1895) που αποτελεί παράρτημα του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης— καθώς και το εκλεκτικιστικής μορφολογίας μέγαρο Λουριώτη – Νεγρεπόντη που ανεγέρθηκε περί το 1880 με σχέδια του Troump, χρησιμοποιήθηκε ως προσωρινό ανάκτορο του διαδόχου Κωνσταντίνου, στέγασε  το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και κατεδαφίστηκε το 1956 (Τραυλός 1967: 182-186, Καρδαμίτση-Αδάμη 2006:  68-72,  98-109, Κασιμάτη 2010: 185-188, 192-196 και Loyer 2017: 165-176).

E. Ziller. Το νεοαναγεννησιακής μορφολογίας μέγαρο Schliemann —«Ιλίου Μέλαθρον»—, επί της λεωφ.Πανεπιστημίου 12 (1878-1880), σήμερα στέγη του Νομισματικού Μουσείου
E. Ziller. Το εκλεκτικιστικό μέγαρο Όθωνος Σταθάτου στη γωνία της λεωφ. Βασ. Σοφίας και Ηροδότου (μελέτη
1895), σήμερα παράρτημα του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης.
E. Troump. Το εκλεκτικιστικής μορφολογίας μέγαρο Λουριώτη – Νεγρεπόντη στη γωνία των οδών Αμαλίας και
Όθωνος που ανεγέρθηκε περί το 1880 και κατεδαφίστηκε το 1956.

2.2. 1900-1922. Η μετάβαση από τον γαλλικό εκλεκτισμό στον μετριοπαθή μοντερνισμό και το μανιφέστο του αρχιτεκτονικού δημοτικισμού

Τα χρόνια αυτά είναι μια εποχή αλλαγών για τη φύση και την άσκηση της αρχιτεκτονικής. Η ανάδυση του νεωτερικού αρχιτέκτονα-σχεδιαστή οφείλεται σε διάφορους λόγους. Ο σημαντικότερος ήταν η εισαγωγή ξένων βιομηχανικών προϊόντων και κατασκευαστικών μεθόδων (οπλισμένο σκυρόδεμα, μεταλλικές κατασκευές κ.ά.) που μόνο όσοι είχαν εκπαιδευτεί στα Πολυτεχνεία της Ευρώπης και της Ελλάδας γνώριζαν να χρησιμοποιούν. Επιπλέον, ο σχεδιασμός κτιρίων ευρωπαϊκού τύπου απαιτούσε επικαιροποιημένες γνώσεις που οι εμπειροτέχνες και οι παλιοί αρχιτέκτονες δεν είχαν. Στο ελληνικό κράτος η κίνηση για την αναβάθμιση των αρχιτεκτόνων έναντι των εμπειροτεχνών και για την κατοχύρωση του επαγγέλματός τους σε σχέση με εκείνο των πολιτικών μηχανικών, εκτός από αργοπορημένη υπήρξε και αλυσιτελής. Παρά την ίδρυση της Σχολής Αρχιτεκτόνων-Μηχανικών του Πολυτεχνείου της Αθήνας το 1917 και του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Διπλωματούχων Ανωτάτων Σχολών (ΣΑΔΑΣ) το 1922, οι κανόνες άσκησης του επαγγέλματος διαμορφώθηκαν τελικά μέσα από θεσμούς συλλογικής εκπροσώπησης των μηχανικών, όπως ήταν ο Πολυτεχνικός Σύλλογος (έτος ιδρύσεως 1899) και το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος (έτος ιδρύσεως 1923), στους οποίους οι αρχιτέκτονες αποτελούσαν αμελητέα μειοψηφία (Αντωνίου 2006:181-193 και Φεσσά-Εμμανουήλ 2001: 313-321).

Οι νέοι τύποι κτιρίων για το εμπόριο και τη βιομηχανία, οι τράπεζες, οι ναοί, οι τόποι και χώροι αναψυχής –λουτροπόλεις, θέρετρα, ξενοδοχεία–, οι μονοκατοικίες –αστικές, προαστιακές, παραθεριστικές– και οι πολυκατοικίες αποτελούν τα βασικά αντικείμενα των αρχιτεκτόνων και αρχιτεκτονούντων μηχανικών αυτής της περιόδου που εργάζονται κυρίως ως ελεύθεροι επαγγελματίες.

Η προσπάθεια ευθυγράμμισης με τα σύγχρονα ρεύματα  και προσαρμογής τους στα τοπικά δεδομένα παραμένει η βασική τάση της αστικής αρχιτεκτονικής των ετών 1900-1922. Στις καλύτερες περιπτώσεις η προσπάθεια κατορθώνει να αφομοιώσει δημιουργικά τις ευρωπαϊκές τυπολογίες και τεχνοτροπίες τόσο τις ακαδημαϊκές όσο και τις νεωτερικές. Στις χειρότερες περιπτώσεις έχουμε την αναχρονιστική ή αδόκιμη εφαρμογή των ευρωπαϊκών κτιριακών τύπων, συνθετικών κανόνων και στιλ. Οι κυρίαρχες τεχνοτροπίες της μεταβατικής αυτής περιόδου είναι ο εκλεκτικισμός του Ziller, το νεομπαρόκ της École des beaux-arts του Παρισιού και ο ανανεωμένος κλασικισμός. Αντίθετα, η επιρροή των νεωτερικών ρευμάτων της  belle époque —art nouveau, Secession, Jugendstil κ.ά— στην αθηναϊκή αρχιτεκτονική θα είναι καθυστερημένη, επίπλαστη και περιορισμένη σε διακοσμητικά μοτίβα (Μπίρης Μ. 1987: 128-139).

Από τους αρχιτέκτονες των δύο πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα ξεχωρίζουν ο ανανεωτής του αθηναϊκού κλασικισμού Αναστάσιος Μεταξάς (1862-1937), δημιουργός του Αιγινήτειου Νοσοκομείου (θ. 1900, απ. 1905/1909), της Χαροκοπείου Σχολής (μελέτη 1906-1909, αποπεράτωση 1920), της Ιονικής Τράπεζας (1911-1916) και πολλών αστικών μεγάρων — Πάλλη στην πλατεία Συντάγματος  (περί το 1910-1911), Χαροκόπου-Μπενάκη (1911) στη γωνία των οδών Βασ. Σοφίας και Κουμπάρη κ.ά.· ο παλαίμαχος Ernst Ziller με την πολυκατοικία Πεσμαζόγλου στη γωνία των οδών Βασ. Σοφίας 4 και Ηρώδου Αττικού (1900) και το Νέο Αρσάκειο (κτίριο γραφείων και καταστημάτων) επί της οδού Σταδίου (1911-1917) και τα δύο τεχνοτροπίας νεομπαρόκ· ο εκλεκτικιστής μαθητής του Πάνος Καραθανασόπουλος, αρχιτέκτων του νεομπαρόκ ξενοδοχείου Ακταίον στο Νέο Φάληρο που εγκαινιάστηκε το 1903 και της Λαϊκής Τράπεζας επί της οδού Πανεπιστημίου απέναντι περίπου από το παλιό Αρσάκειο (1908)· και ο Παναγιώτης Ζίζηλας με την πολυκατοικία Ησαΐα στη γωνία Πατησίων και Ιουλιανού (1923) («Μεταξάς, Αναστάσιος» 1987, Καρδαμίτση-Αδάμη 2006:256-261  και Μπίρης Κ.: 291-292).

Μεταξάς Α. Η Ιονική Τράπεζα επί της οδού Πεσμαζόγλου (1911-1916, δεξιά) και Λαϊκή Τράπεζα στη γωνία της λεωφόρου Πανεπιστημίου και της οδού Πεσμαζόγλου (π. 1927, αριστερά). Προοτικό σκίτσο.

Στο προσκήνιο εμφανίζονται και οι απόφοιτοι της École des beaux-arts του Παρισιού που θα πρωταγωνιστήσουν στους διαγωνισμούς και στην αστική αρχιτεκτονική του Μεσοπολέμου. Ο πρώτος από αυτούς ήταν ο δεξιοτέχνης Αλέξανδρος Νικολούδης (1874-1944) ο οποίος διετέλεσε  καθηγητής της Σχολής Αρχιτεκτόνων του Πολυτεχνείου. Η βράβευσή του σε τρεις από τους σημαντικότερους διαγωνισμούς της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα θα εκτινάξει τη φήμη του στα ύψη, παρά το γεγονός ότι οι προτάσεις του ήταν εκτός ελληνικής πραγματικότητας και γι’ αυτό έμειναν στο χαρτί. Θέματα των τριων διαγωνισμών ήταν: το Υπουργείο Οικονομικών στο οικοδομικό τετράγωνο που όριζαν η λεωφόρος Πανεπιστημίου και οι οδοί Αρσάκη, Σταδίου και Σανταρόζα   (1902, αρχιτέκτων Α. Νικολούδης, β΄ βραβείο) και το Δικαστικό Μέγαρο Αθηνών σε οικόπεδο επί των οδών Κηφισίας και Ρηγίλλης (αρχιτέκτονες Α. Νικολούδης και P. Guidetti, 1901, β΄ βραβείο και 1910-1911, α΄ βραβείο) (Κωτσάκη 2007: και μορφολογικό 27-32, 34—50, 78-82). Κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα τα γνωστά έργα του Νικολούδη που προώθησαν τον εκσυγχρονισμό της αθηναϊκής αρχιτεκτονικής ήταν τέσσερις μονοκατοικίες εύπορων αστών και ένας κινηματογράφος. Ακολουθώντας τις συνθετικές αρχές της École des beaux-arts, ο αρχιτέκτων προσάρμοσε δημιουργικά τις ορθολογιστικές διατάξεις, τις τεχνολογικές καινοτομίες και τη μορφολογία των γαλλικών προτύπων του στα αθηναϊκά δεδομένα. Το μέγαρο Λιβιεράτου στη γωνία των οδών Πατησίων και Ηπείρου (1906-1909), τεκμήριο των συνθετικών και μορφοπλαστικών ικανοτήτων του Νικολούδη, είναι σήμερα ευρύτερα γνωστό ως μέγαρο «Υπατία» που το 2011 φιλοξένησε μετανάστες απεργούς πείνας. Ο κινηματογράφος Αττικόν της οδού Σταδίου (1916), πρώτη αίθουσα αξιώσεων της έβδομης τέχνης στην Αθήνα, έγινε στόχος εμπρηστών στις ταραχές του 2007 και παραμένει έκτοτε μια χαίνουσα πληγή του ιστορικού κέντρου (Κωτσάκη 2007: 168-173 & 144-149, Φεσσά-Εμμανουήλ 1994 Β: 108-113).

Nικολούδης Α. και Guidetti P. Μελέτη Δικαστικού Μεγάρου Αθηνών, όψη επί της λεωφόρου Κηφισίας (1910, α΄
βραβείο διεθνούς [;] αρχιτεκτονικού διαγωνισμού).
Nικολούδης Α. Το μέγαρο Λιβιεράτου, Πατησίων και Ηπείρου,  1906-1909.

Παράλληλα το πνευματικό κλίμα, το οποίο από τα τέλη του 19ου αιώνα στήριξε την ανάπτυξη της λαογραφίας και τον αστικό δημοτικισμό, θα επηρεάσει και τους αρχιτέκτονες.  Το αίτημά τους για αυθεντικότητα βασίζεται στη θέση ότι ο αέναος και μιμητικός εκσυγχρονισμός δεν διευκολύνει τη νεοελληνική αρχιτεκτονική να αποκτήσει την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της, αλλά και τους δημιουργούς της να αναπτύξουν ένα προσωπικό ύφος. Ο πολιτισμικός αντίλογος στον επίπλαστο εξευρωπαϊσμό θα ενισχύσει το αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον για το Βυζάντιο και τη σύνδεσή του με την αυτόχθονη λαϊκή παράδοση ως στοιχείων της νεοελληνικής ταυτότητας. Το ενδιαφέρον αυτό δεν συνδέεται μόνο με τον εθνικό αλυτρωτισμό. Συμβαδίζει και με μεταρρυθμιστικές κινήσεις της belle époque που διαπνέονται από όραμα κοινωνικό, πολιτισμικό και αισθητικό, όπως ήταν τα αγγλικά κινήματα Τέχνες και Χειροτεχνία (Arts and Crafts, 1880-1920) και Domestic revival και o γερμανικός σύνδεσμος Deutscher Werkbund. Τις κινήσεις αυτές γέννησε η αντίθεση προς τα δεινά της βιομηχανικής κοινωνίας. H επιστροφή στη φύση και στις αξίες της παράδοσης ως μέσον αλλαγής αισθητικών κριτηρίων αλλά και ως διαδικασία αυτοπροσδιορισμού —πολιτισμικού ή εθνικού—, ήταν μια κίνηση του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού, επηρεασμένη από τη φιλοσοφία της ιστορίας και την αισθητική του Johann Gottfried von Herder (Φεσσά-Εμμανουήλ 2013: 14-16, 70-71)

Βασικός εκφραστής αυτού του νέου πνεύματος στην αρχιτεκτονική από το 1908 ήταν ο γερμανοσπουδασμένος αρχιτέκτων Αριστοτέλης Ζάχος (1871-1939), ηγετική μορφή του αρχιτεκτονικού δημοτικισμού. Στη επιτόπια μελέτη της λαϊκής αρχιτεκτονικής παράδοσης και του παρελθόντος της —βυζαντινού και παλαιοχριστιανικού́— ο Ζάχος αναζήτησε τη γνήσια έκφραση της ψυχής του ελληνικού λαού. Από τη βαθιά αυτήν δεξαμενή άντλησε συναισθηματική δύναμη, πρότυπα και εκφραστικά μέσα για την αρχιτεκτονική μεταρρύθμισή του, η οποία προαναγγέλλεται με το άρθρο του «Λαϊκή Αρχιτεκτονική» που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ο Καλλιτέχνης, τον  Αύγουστο του 1911. Το μεταρρυθμιστικό όραμα του Ζάχου θα υλοποιηθεί την περίοδο του Μεσοπολέμου στους τομείς της μονοκατοικίας, της ναοδομίας και των εκπαιδευτικών κτιρίων (Φεσσά-Εμμανουήλ  2001: 76-95 και 2013: 43-64).

Ο αρχιτέκτων Αριστοτέλης Ζάχος (1871-1939). Ελαιογραφία Ευ. Ιωαννίδη, 1911.

Βιβλιογραφικές αναφορές

  • Αναγνωστοπούλου Γεωργία Μ. (2013), Κτίρια δημόσιας υγείας στην Αθήνα, 1833-1923, διδακτορική διατριβή ΕΜΠ.
  • Αντωνίου Γιάννης (2006), Οι Έλληνες Μηχανικοί. Θεσμοί και Ιδέες, 1900-1940, Εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα.
  • Αργυρόπουλος Θαλής (1983), «Η χαμένη πολεοδομική παράδοση του Νεοκλασικισμού», στο: Νεοκλασική Πόλη και Αρχιτεκτονική, Πρακτικά Πανελλήνιου Συνεδρίου, Σπουδαστήριο Ιστορίας Αρχιτεκτονικής, Θεσσαλονίκη, σ. 49-53.
  • Δανιήλ, Μαρία (2017), Το έργο της Αρχιτεκτονικής Υπηρεσίας του Δήμου Αθηναίων κατά την περίοδο 1835-1912. Παρεμβάσεις και συμβολή του Δήμου Αθηναίων στη διαμόρφωση της πόλης των Αθηνών, διδακτορική διατριβή ΕΜΠ.
  • Fessas-Emmanouil, Helen (2017), “Neohellenic architecture”, in: Encyclopedia of Romantic Nationalism in Europe, ed. Joep Leerssen (electronic version; Amsterdam: Study Platform on Interlocking Nationalisms, www.romanticnationalism.net : http://ernie.uva.nl/viewer.p/21/56/object/122-280144)
  • Hastaoglou-Martinidis, V. (1995), “City Form and National Identity: Urban Designs in Nineteenth Century Greece”, Journal of Modern Greek Studies, 13, 99-123.
  • Καλλίας, Δημήτριος (1906), «Το Μαράσλειον διδασκαλείον», Αρχιμήδης, 106, σ. 103-106.
  • Καρδαμίτση-Αδάμη, Μάρω (2006), Ερνστ Τσίλλερ 1837-1923. Η Τέχνη του Κλασικού, Εκδοτικός Οίκος Μέλισσα, Αθήνα.
  • Κασιμάτη, Μαριλένα (επιμ.) (2010), Ερνέστος Τσίλλερ Αρχιτέκτων (1837-1923), Κατάλογος έκθεσης, Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, Αθήνα.
  • Κασιμάτη, Μαριλένα Ζ. – Πανέτσος, Γεώργιος Α. (επιμ.) (2015), Hellenische Renaissance: Η αρχιτεκτονική του Θεοφίλου Χάνσεν / The Architecture of Theophil Hansen, Ίδρυμα Β. και Μ. Θεοχαράκη, Αθήνα.
  • Κωνσταντινίδης, Άρης (1950), Τα παλιά αθηναϊκά σπίτια, Αθήνα.
  • Κωτσάκη, Αμαλία (2007), Αλέξανδρος Νικολούδης, 1874-1944. Αρχιτεκτονικά οράματα – Πολιτικές χειρονομίες, Εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα.
  • Loyer, François (2017), L’architecture de la Grèce au XIXe siècle (1821-1912), École Française d’Athènes, Athènes.
  • Μανούδη, Μαρία (1985), «Οι προτάσεις Hoffmann και Mawson και ο αθηναϊκός Τύπος», στο: Η Αθήνα στον 20ό αιώνα. 1900-1940: Αθήνα ελληνική πρωτεύουσα, Kατάλογος έκθεσης, ΥΠΠΟ – Αθήνα Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, Αθήνα, σ. 47-57.
  • Μαρμαράς, Μανόλης Β. (1991), Η αστική πολυκατοικία της μεσοπολεμικής Αθήνας. Η αρχή της εντατικής εκμετάλλευσης του αστικού εδάφους, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα.
  • Μαρμαράς, Εμμανουήλ (2004), «Ελληνική πόλη και μοντερνισμός. 1900-1940», σε: Λαγόπουλος Α.-Φ. (επιμ.), Η ιστορία της ελληνικής πόλης, «Αρχαιολογία & Τέχνες», Εκδοτική Ερμής ΕΠΕ, Αθήνα.
  • «Μεταξάς, Αναστάσιος» (1987), Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμος 6, Εκδοτική Αθηνών., σ. 155.
  • Μονιούδη-Γαβαλά,  Δώρα (2012), Πολεοδομία στο ελληνικό κράτος 1833-1890 / Urban Planning in the Greek State 1833-1890, έκδοση Τμήματος Διαχείρισης Πολιτισμικού Περιβάλλοντος και Νέων Τεχνολογιών του Πανεπιστημίου Δυτικής Ελλάδας (σήμερα Τμήμα του Πανεπιστημίου Πατρών), Αγρίνιο.
  • Μονιούδη-Γαβαλά, Δώρα (2017), Σχεδιασμός και έγγειος ιδιοκτησία στην Αθήνα, 1833-1922, Εκδόσεις Παρασκήνιο, Αθήνα.
  • Μπίρης, Κώστας Η. (21995), Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20όν αιώνα, Εκδοτικός Οίκος Μέλισσα, Αθήνα.
  • Μπίρης, Μάνος (1987), Μισός αιώνας αθηναϊκής αρχιτεκτονικής, Αθήνα.
  • Μπαδήμα-Φουντουλάκη, Όλγα (2002), Σταμάτης Κλεάνθης (1802-1862). Αρχιτέκτων, επιχειρηματίας, οραματιστής, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων, Αθήνα.
  • Μπαδήμα-Φουντουλάκη, Όλγα (2011), Η Δούκισσα της Πλακεντίας και οι αρχιτέκτονές της, Εκδόσεις Επτάλοφος, Αθήνα.
  • Παγανέλης, Σπυρίδων (1907), Αθηναϊκαί ημέραι, Αθήνα.
  • Πανέτσος, Γεώργιος Α. (2010), «Ζητήματα μαθητείας: Η σχέση Θ. Χάνσεν – Ε. Τσίλλερ και ο αθηναϊκός νεοκλασικισμός», στο: Κασιμάτη Μ. (επιμ.), Ερνέστος Τσίλλερ, Αρχιτέκτων (1837-1923), Κατάλογος έκθεσης, Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, Αθήνα.
  • Πανέτσος, Γεώργιος Α. – Κασιμάτη, Μαριλένα Ζ. (2015), «Η “Hellenische Renaissance” του Θεοφίλου Χάνσεν», στο: Hellenische Renaissance: Η αρχιτεκτονική του Θεοφίλου Χάνσεν / The Architecture of Theophil Hansen, Κατάλογος έκθεσης, Ίδρυμα Β. και Μ. Θεοχαράκη, Αθήνα, σ.  29-34 /35-3
  • Παπαγεωργίου-Βενετάς, Αλέξανδρος (2001), Αθήνα. Ένα όραμα του κλασικισμού, Εκδόσεις Καπόν, Αθήνα.
  • Παπανικολάου-Κρίστενσεν, Αριστέα (1993), Χριστιανός Χάνσεν. Επιστολές και σχέδια από την Ελλάδα, Ωκεανίδα, Αθήνα.
  • Πολύζος, Γιάννης (1985), «Η Αθήνα πρωτεύουσα του ελληνισμού» και «Μεταρρυθμιστικά όνειρα και πολεοδομικές ρυθμίσεις» στο: Η Αθήνα στον 20ό αιώνα. 1900-1940: Αθήνα ελληνική πρωτεύουσα, Κατάλογος έκθεσης, ΥΠΠΟ – Αθήνα Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, Αθήνα, σ. 24-31, 36-46.
  • Πύλη Οδυσσεύς – Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού: odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=1777
  • Σαρηγιάννης, Γεώργιος, Μ. (2000), Αθήνα 1830-2000. Εξέλιξη – Πολεοδομία – Μεταφορές, Εκδόσεις Συμμετρία, Αθήνα.
  • Σαρηγιάννης, Γεώργιος, Μ. 2010. Τα ρυθμιστικά σχέδια Αθηνών και οι μεταβολές των πλαισίων τους, greekarchitects.gr (http://www.greekarchitects.gr/gr/αρχιτεκτονικες-ματιες/τα-ρυθμιστικά-σχέδια-αθηνών-και-οι-μεταβολές-των-πλαισίων-τους-id3464).
  • Schmidt, Hartwig (1979), “Das ‘Wilhelminische’ Athen. Ludwig Hoffmanns Generalbebauungsplan für Athen”, Zeitschrift für Geschichte der Baukunst / Journal of the History of Architecture, 9/1979, S. 30-44, Deutscher Kunstverlag, München – Berlin.
  • Σκαρπιά-Χόϊπελ, Ξ. (1976), Η μορφολογία του γερμανικού κλασσικισμού (1789-1848) και η δημιουργική αφομοίωσή του από την ελληνική αρχιτεκτονική (1833-1897), διδακτορική διατριβή, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη.
  • Σκαρπιά-Χόϊπελ, Ξ. (2010), «Ο Ερνέστος Τσίλλερ, το μοντέλο της πλουραλιστικής ιδέας και η συμβολή του στη διαμόρφωση του ώριμου νεοελληνικού κλασικισμού», στο: Κασιμάτη, Μ. (επιμ.) (2010), Ερνέστος Τσίλλερ, Αρχιτέκτων (1837-1923), Κατάλογος έκθεσης, Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, Αθήνα, σ. 33-37.
  • Τραυλός, Ιωάννης (1967), Νεοκλασική Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα. Έκδοσις Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος, Αθήναι.
  • Τραυλός, Ιωάννης (21993), Πολεοδομική εξέλιξις των Αθηνών. Από των προϊστορικών χρόνων μέχρι των αρχών του 19ου αιώνος, Εκδόσεις Καπόν, Αθήνα.
  • Φατσέα, Ειρήνη [Ρένα] (2015), «Το κτήριο της Ακαδημίας Αθηνών του Θεόφιλου Χάνσεν στο πλαίσιο του ρομαντικού κλασικισμού του δέκατου ένατου αιώνα », στο: Hellenische Renaissance. Η αρχιτεκτονική του Θεοφίλου Χάνσεν / The Architecture of Theophil Hansen, Ίδρυμα Β. και Μ. Θεοχαράκη, Αθήνα, σ.   233-259.
  • Φεσσά-Εμμανουήλ, Ελένη  (1994), Η Αρχιτεκτονική του Νεοελληνικού Θεάτρου, 1720-1940, τόμοι Α´και Β´, Αθήνα.
  • Φεσσά-Εμμανουήλ, Ελένη (2001), Δοκίμια για τη νέα ελληνική αρχιτεκτονική, Αθήνα, 2001, σ. 313-321 («Η περιθωριοποίηση των αρχιτεκτόνων στη διαμόρφωση της σύγχρονης ελληνικής πόλης και των σημαντικών κτιρίων της»).
  • Φεσσά-Εμμανουήλ, Ελένη  (2013), Αριστοτέλης Ζάχος & Josef Durm. Η αλληλογραφία ενός πρωτοπόρου αρχιτέκτονα με τον  μέντορά του, Εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα.
Η Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ είναι ιστορικός της Αρχιτεκτονικής και Ομότιμη Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών

Κωνσταντίνος Τριανταφυλλίδης: Η γενετική σχέση Χριστιανών και Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης*

Κωνσταντίνος Τριανταφυλλίδης

Η γενετική σχέση Χριστιανών και Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης*

Το DNA του ανθρώπου: Ένα ανεξίτηλο μήνυμα από τους προγόνους μας.    Το ανθρώπινο γονιδίωμα (DNA) είναι μια τεράστια συλλογή πληροφοριών, οι οποίες οργανώνονται στα διαφορετικά μακρομόρια DNA (44 αυτοσωματικά και  2 φυλετικά χρωμοσώματα, τα X και Y) στον πυρήνα του κυττάρου (Εικόνα 1) και στο DNA των μιτοχονδρίων. Οι πληροφορίες αυτές καταγράφονται με τον κώδικα των τεσσάρων γραμμάτων Α, Τ, C και G, που αποτελούν συντομογραφίες των βάσεων αδενίνη, θυμίνη, κυτοσίνη και γουανίνη, αντίστοιχα (Εικόνα 1). Η διαδοχή των βάσεων δίνει την πρωτοδιάταξη του μακρομόριου του DNA, που έχει την ιδιότητα να είναι μοναδική για κάθε άνθρωπο και περιέχει τις πληροφορίες εκείνες που είναι υπεύθυνες για την εκδήλωση των βιολογικών χαρακτηριστικών μας, αλλά και τη διαφοροποίηση και εξέλιξη των οργανισμών.

Εικόνα 1. Σχηματική απεικόνιση της δομής  ενός κυττάρου (cell) με τα χρωμοσώματα (chromosomes) εντός του  πυρήνα  που εμπεριέχει το DΝΑ, ενός γονιδίου (gene), και της μοριακής δομής του DNA. Πηγή. U.S. Department of Energy Genomic Science, ηλεκτρονική διεύθυνση: http://genomicscience.energy.gov.

Στο σώμα κάθε ενήλικου ατόμου υπάρχουν 1014 κύτταρα  που περιέχουν όλα το ίδιο γενετικό υλικό. Η ολοκλήρωση της ανάλυσης του γονιδιώματος  του ανθρώπου, το 2003, έδειξε ότι το DNA σε κάθε πυρήνα ανθρώπινου  κυττάρου αποτελείται από 3,2 δισεκατομμύρια  ζευγάρια νουκλεοτιδίων. Ακόμα και  δύο τελείως ξένα μεταξύ τους άτομα έχουν ίδιες αλληλουχίες DNA  σε ποσοστό τουλάχιστον 99,0%. Η ανάλυση του DΝΑ χιλιάδων ατόμων έδειξε ότι το DNA κάθε ατόμου διέφερε από τη πρότυπη ακολουθία ανθρώπινου γονιδιώματος από 4,1 έως 5,0 εκατομμύρια νουκλεοτιδικές θέσεις. Υπολογίζεται πως υπάρχει  μία διαφορά στο DΝΑ δύο οποιωνδήποτε ατόμων  κάθε 100 ζεύγη βάσεων.

Γενετικοί δείκτες χρησιμοποιούμενοι στην ανάλυση της γενετικής σύστασης ανθρώπινων πληθυσμών. Για να μελετηθεί η γενετική σύσταση κάποιου πληθυσμού μπορούν να χρησιμοποιηθούν πολλοί και διαφορετικοί γενετικοί  δείκτες.  Η επιλογή των κατάλληλων γενετικών δεικτών για μια πληθυσμιακή μελέτη εξαρτάται από μια σειρά κριτηρίων, τα οποία λαμβάνονται υπόψη κατά τον αρχικό σχεδιασμό ενός ερευνητικού έργου. Μεταξύ αυτών τα κυριότερα είναι: Το είδος του επιστημονικού ερωτήματος, ο αριθμός και η συχνότητα των αλληλομόρφων (παραλλαγών) του γενετικού δείκτη, το κόστος ανάλυσης, κτλ. Στην πράξη, κατά την ανάλυση της γενετικής σύστασης ενός πληθυσμού, επιλέγονται εκείνοι οι πολυμορφικοί γενετικοί δείκτες που προσφέρουν τις περισσότερες πληροφορίες.

Μέχρι τη δεκαετία του 1980, οι εκτιμήσεις για  τη  γενετική  σύσταση και τη συγγένεια ανάμεσα στους πληθυσμούς του ανθρώπου βασίζονταν κυρίως στην εκτίμηση των συχνοτήτων των αλληλομόρφων  πολλών κλασικών  γενετικών δεικτών, όπως είναι τα γονίδια που καθορίζουν ομάδες αίματος.

Το 1987 διαπιστώθηκε ότι οι τότε νέες τεχνολογίες επέτρεπαν να αναλυθεί σχετικά εύκολα το μιτοχονδριακό DNA, που κληρονομείται μόνο από τη μητέρα στα παιδιά της (μητροπλευρικός τρόπος κληρονόμησης). Ακολούθησε  η ανάλυση του DNA που κληρονομείται από τον πατέρα μόνο στον γιο του   (πατροπλευρικός τρόπος κληρονόμησης).

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι τεχνικές μελέτης της γενετικής ποικιλομορφίας στον άνθρωπο βελτιώθηκαν και χαρακτηρίστηκαν χιλιάδες διαδοχικά επαναλαμβανόμενες ακολουθίες DNASTRs). Αργότερα, με τη μετέπειτα ανάπτυξη της τεχνολογίας του υβριδισμού DNA σε μικροδιατάξεις (microchips) κατέστη δυνατόν να εξετάζονται σε DNA αναλυτές  ταυτόχρονα χιλιάδες απλοί νουκλεοτιδικοί πολυμορφισμοί ή SNPs.

H ανάλυση της αλληλουχίας των βάσεων του DNA γίνεται πλέον σε αυτόματα μηχανήματα. Η δαπάνη μάλιστα για την ανάλυση όλου του DNA ενός ατόμου μειώνεται  με ραγδαίους ρυθμούς (3.000 ευρώ σήμερα), ενώ η ακρίβειά της μεθοδολογίας βελτιώνεται σημαντικά. Η επιτυχία αυτή σηματοδοτεί την απαρχή νέας εποχής, τόσο στην πληθυσμιακή γενετική, όσο και στην εφαρμοσμένη γενετική στην υγεία, τη γεωργοκτηνοτροφία και το περιβάλλον. Η ραγδαία ανάπτυξη των εργαστηριακών τεχνικών ανάλυσης του γονιδιώματος και της βιοπληροφορικής παρέχει πλέον τη δυνατότητα ανάλυσης του συνόλου της αλληλουχίας του DNA, που αποτελεί τον χρυσό κανόνα για τις γενετικές αναλύσεις. Η ανάλυση αυτή προσφέρει τις περισσότερες πληροφορίες, αφού επιτρέπει τον προσδιορισμό όλων των μεταλλάξεων (αλλαγών)  στο DNA, καθώς επίσης άμεση ποσοτική καταγραφή του μεγέθους των γενετικών πολυμορφισμών.

Η πληθυσμιακή σύνθεση των κατοίκων της Δυτικής Θράκης. Η σημερινή πληθυσμιακή σύνθεση της περιοχής χαρακτηρίζεται από  μωσαϊκό διαφορετικών πληθυσμιακών ομάδων  που διαμορφώθηκε από τις μετακινήσεις πληθυσμών, λόγω της συνθήκης της Λωζάννης (1923), αλλά και των πρόσφατων εισροών Ελληνικών πληθυσμιακών ομάδων προερχομένων από τη Γεωργία, την Αμπχαζία, το Ουζμπεκιστάν και το Καζακστάν.  Οι πληθυσμιακές ομάδες  που κατοικούν στην περιοχή κατατάσσονται βάσει της θρησκείας σε Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, και διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τη γλώσσα, τις   πολιτιστικές παραδόσεις και τα πρότυπα αναπαραγωγικών συμπεριφορών. Σύμφωνα με τη διδακτορική διατριβή της Σιμιτοπούλου-Κοτζαμάνη,1 η διαστρωμάτωση αυτή δημιουργήθηκε από το 1.400 μ.Χ., με τη κατάληψη της περιοχής από τους Οθωμανούς, οπότε προκλήθηκαν  πολιτιστικοί φραγμοί επιμειξίας λόγω της διαφορετικής θρησκείας, γλώσσας και των παραδόσεων των δύο πληθυσμών, που ενδέχεται να επηρέασαν σημαντικά τις επιμεικτικές συμπεριφορές των πληθυσμιακών ομάδων. Κατά συνέπεια ενδέχεται οι υποπληθυσμοί αυτοί να εμφανίζουν διακριτά γενετικά πρότυπα.

Οι Χριστιανικοί πληθυσμοί απαρτίζονται κυρίως από ΄Ελληνες γηγενείς και πρόσφυγες με διαφορετικά γεωγραφικά σημεία προέλευσης, όπως την Ανατολική Θράκη, την Ανατολική Ρωμυλία, τον Πόντο, την Καππαδοκία και πρόσφατα από  πρώην σοσιαλιστικές δημοκρατίες.

Η Μουσουλμανική κοινότητα του Νομού Ροδόπης απαρτίζεται από τρεις κυρίως πληθυσμιακές υποομάδες με διαφορετική δομή, τόσο βιολογική, όσο και πολιτιστική. Η πρώτη υποομάδα αποτελείται από αγροτικούς  πληθυσμούς Μουσουλμάνων που ζουν στις πεδινές περιοχές νομών της Δυτικής Θράκης. Η δεύτερη πληθυσμιακή ομάδα είναι οι Πομάκοι, που ζουν στον καταπράσινο ορεινό όγκο της Ροδόπης, κατά μήκος των Ελληνοβουλγαρικών συνόρων. Η τρίτη υποομάδα είναι οι Ρομά.  Πριν παραθέσω τα γενετικά στοιχεία για κάθε πληθυσμιακή υποομάδα, και επειδή αρκετές φορές παρερμηνεύονται τα γενετικά δεδομένα, σπεύδω να προσθέσω ότι: ως γενετιστής γνωρίζω ότι η εθνοτική ιθαγένεια είναι θέμα πολιτισμού, παιδείας, θρησκείας, γλώσσας και συνειδήσεως και δεν εντοπίζεται στο DNA ή στο αίμα.

Α. Η γενετική σύσταση των Roma

Οι Roma, γνωστοί επίσης ως Τσιγγάνοι ή Αθίγγανοι  είναι ένας νομαδικός λαός. Η πρώτη τους εμφάνιση στην Ελλάδα καταγράφεται το 1320 μ.Χ. στην Κρήτη.   Στην Ελλάδα ο πληθυσμός τους υπολογίζεται σε 120.000-150.000  και είναι διασκορπισμένος  σε όλη τη χώρα. Οι περισσότεροι ΄Ελληνες Roma καταγράφονται ως Χριστιανοί Ορθόδοξοι, εκτός από εκείνους που ζουν στη Δυτική Θράκη που η πλειονότητά τους είναι Μουσουλμάνοι. Μια μικρή πληθυσμιακή ομάδα Χριστιανών Roma κατοικεί στο χωριό ΄Αρατος. ΄Ολοι μιλούν τη μητρική τους γλώσσα, ενώ πολλοί την Ελληνική με στοιχεία από τη γλώσσα των προγόνων τους.

Οι μελέτες στα γλωσσικά ιδιώματα των Roma επιβεβαιώνουν την πολύπλοκη κοινωνική δομή τους και μέχρι πρότινος αποτελούσαν τη μόνη αξιόπιστη μέθοδο διαχωρισμού των κατά τόπους πληθυσμιακών ομάδων. Οι γενετικές μελέτες στράφηκαν κυρίως προς δυο στόχους: α) Στη σύγκριση της γενετικής σύστασης των Roma με την αντίστοιχη των τοπικών πληθυσμών των περιοχών όπου διαμένουν, και β) Στην αναζήτηση της γενετικής ταυτότητας των Roma ανά την Ευρώπη και ίσως τη διαλεύκανση του ζητήματος της καταγωγής τους.

Εικόνα 2. Φυλογενετικό δενδρόγραμμα  με βάση τις γενετικές αποστάσεις σε επίπεδο συχνοτήτων των απλοτύπων του χρωμοσώματος Υ μεταξύ των διαφορετικών πληθυσμιακών ομάδων Ρομά, αλλά και μεταξύ του πληθυσμού των Ρομά και του Ελληνικού πληθυσμού. Τροποποίηση από Δεληγιαννίδη.3

 Αντιπροσωπευτικό δείγμα Ελλήνων Roma αναλύθηκε για τέσσερα είδη DNA (γενετικών) δεικτών.2,3,4 α) Μικροδορυφορικοί δείκτες. H γενετική σύσταση των Roma συγκρίθηκε με ανάλογα αποτελέσματα από την Ελλάδα και προέκυψαν στατιστικά σημαντικές διαφορές σε 11 από τους 13 γενετικούς δείκτες που εξετάστηκαν. β) Δείκτες του χρωμοσώματος Υ. Οι  συγκρίσεις μεταξύ του πληθυσμού των Roma και αντίστοιχων αποτελεσμάτων από τον υπόλοιπο Ελληνικό πληθυσμό έδειξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές σε όλους τους γενετικούς δείκτες. Με βάση τις συχνότητες των απλοτύπων υπολογίστηκαν οι γενετικές αποστάσεις μεταξύ  διαφορετικών ευρωπαϊκών πληθυσμών των Ρομά, αλλά και μεταξύ του πληθυσμού των Ρομά και του Ελληνικού πληθυσμού και κατασκευάστηκε δενδρόγραμμα (Εικ. 2). Οι Ρομά από 6 Ευρωπαϊκές χώρες δεν ομαδοποιούνται σε ενιαία ομάδα και εντάσσονται σε ξεχωριστούς φυλογενετικούς κλάδους από αυτόν των Ελλήνων. Η πιο συχνή (~71%) γενετική σύσταση στο χρωμόσωμα Υ των Ελλήνων Roma ανήκει στην υποαπλοομάδα Η-Μ82. Η γενετική σύσταση αυτή εντοπίστηκε κυρίως  στην Ινδία και στο Πακιστάν. Επιπλέον, οι παραλλαγές DNA του πληθυσμού των Roma έδειξαν μεγαλύτερη συγγένεια (85,2%)  με τους Ινδούς, παρά με τους υπόλοιπους Έλληνες. γ) Αλληλουχία μιτοχονδριακού DNA. Η σύγκριση των συχνοτήτων αρκετών παραλλαγών του mtDNA του πληθυσμού των Roma με αντίστοιχες για τον Ελληνικό πληθυσμό έδειξε  στατιστικά σημαντικές διαφορές. δ) Ανάλυση όλου του DNΑ.  Η γενετική σύσταση των Roma, που προέρχονταν από 13 Ευρωπαϊκές χώρες, αναλύθηκε χρησιμοποιώντας χιλιάδες απλούς νουκλεοτιδικούς πολυμορφικούς δείκτες προκειμένου να διερευνηθεί η δημογραφική ιστορία τους και η συσχέτισή τους με άλλους Ευρασιατικούς πληθυσμούς. Τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι οι πληθυσμοί Roma της Ευρώπης μοιράζονται κοινή γενετική καταγωγή και  δείχνουν μεγαλύτερη γενετική συγγένεια με πληθυσμούς της Ινδίας, παρά με γηγενείς πληθυσμούς της Ευρώπης. Επιπλέον, όλοι οι Ευρωπαϊκοί υποπληθυσμοί Roma παρουσιάζουν χαμηλότερη γενετική ποικιλομορφία σε σχέση με τους μη-Ρομά τοπικούς Ευρωπαϊκούς πληθυσμούς, λόγω γάμων ανάμεσα σε συγγενικά άτομα, του νομαδικού τρόπου ζωής τους και της κοινωνικής απομόνωσης  από τους γειτονικούς τοπικούς πληθυσμούς.      

Το γεγονός ότι επί χίλια χρόνια περίπου οι Roma ζούσαν δίπλα με άλλους μη Roma Ευρωπαϊκούς πληθυσμούς αναμένεται να οδήγησε σε κάποιο βαθμό επιμειξίας μεταξύ τους. Πράγματι, φαινόμενα DNA ροής μεταξύ Roma και τοπικών πληθυσμών έχουν παρατηρηθεί  στα Βαλκάνια, όπου το γενετικό υπόβαθρο των Roma είναι αρκετά επηρεασμένο από τους τοπικούς πληθυσμούς.

Συμπερασματικά,   τα γενετικά δεδομένα των Ρομά, σε συμφωνία με τα αποτελέσματα γλωσσικών, ανθρωπολογικών και πολιτιστικών μελετών, υποδεικνύουν ότι οι πληθυσμοί των Ρομά διαφοροποιούνται από τους τοπικούς Ευρωπαϊκούς λαούς, όσον αφορά τη γενετική σύστασή τους και υποστηρίζουν την προέλευσή τους από την Ασία. Μάλιστα φαίνεται ότι οι Roma της Ελλάδας, αλλά και όλης της Ευρώπης, είναι απόγονοι ενός προγονικού πληθυσμού της Ινδίας που παραδοσιακά σήμερα αναφέρεται ως Doma ή Domna. Οι πρόγονοι των Ευρωπαίων Roma ξεκίνησαν την «έξοδό» τους από την επαρχία Παντζάμπ  της ΒΔ Ινδίας πριν από 1.500 χρόνια. Με απλά λόγια, οι γενετικές ρίζες των προγόνων των Roma βρίσκονται στη ΒΔ Ινδία.

Β. Η γενετική σύσταση και καταγωγή των Πομάκων

Οι Πομάκοι είναι Μουσουλμανική πληθυσμιακή ομάδα που ζει στη Θράκη εδώ και χιλιάδες χρόνια. Κατοικούν στον ορεινό όγκο της Ροδόπης, κατά μήκος των Ελληνοβουλγαρικών συνόρων. Μερικά από τα 80 χωριά και οικισμοί τους είναι: Οργάνη, Βυρσίνη,  Δρανιά, Δροσύνη, Εχίνος, Κένταυρος, Κερασιά, Σάτρες, Σμιγάδα, Ραγάδα, Κάρδαμος, Μύτικας, Μύκη.  Σήμερα η πληθυσμιακή αυτή ομάδα είναι διασκορπισμένη κυρίως  μεταξύ Ελλάδας, Βουλγαρίας, Τουρκίας και π.Γ.Δ.Μ. Η πλειοψηφία των Πομάκων ζει από την άλλη πλευρά των Ελληνοβουλγαρικών συνόρων, στη Νότια Βουλγαρία. Ομιλούν την Πομακική γλώσσα, ένα αμιγώς προφορικό γλωσσικό ιδίωμα. Ανήκει στην Ινδοευρωπαϊκή οικογένεια γλωσσών. Βέβαια, σήμερα οι περισσότεροι Πομάκοι μιλούν Τουρκικά ή Ελληνικά.

Oι υποπληθυσμοί των Πομάκων έχουν κοινά μορφολογικά, γλωσσικά, θρησκευτικά, κοινωνικό-οικονομικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Παρέμειναν για πολλούς αιώνες γενετικά απομονωμένοι εξαιτίας των ορεινών περιοχών όπου ζούσαν, των λαογραφικών εθίμων τους, του ενδογαμικού τρόπου της οργάνωσης της κοινωνίας τους και του παραδοσιακού τρόπου ζωής τους. Από αυτή τη σκοπιά ο πληθυσμός των Πομάκων παρουσιάζει τεράστιο επιστημονικό ενδιαφέρον. Άλλα στοιχεία που αυξάνουν το ενδιαφέρον για την επιστημονική  μελέτη τους αποτελούν: Η δημιουργία των πληθυσμών/οικισμών από μικρό αριθμό γεννητόρων,  καθώς και η περιορισμένη γονιδιακή ροή (μετακίνηση ανθρώπων) προς και από γειτονικούς πληθυσμούς. Αυτό συνεπάγεται ότι μικρό μέγεθος του πληθυσμού συμμετέχει ως γεννήτορες στη δημιουργία κάθε επόμενης γενιάς και οδηγεί τελικά σε αυξημένα επίπεδα ομοζυγωτίας. Η γενετική δομή/αρχιτεκτονική των απομονωνόμενων πληθυσμιακών ομάδων μπορεί να επηρεαστεί περαιτέρω από φαινόμενα γενετικής παρέκκλισης** που συνήθως έχουν ως αποτέλεσμα την περαιτέρω μείωση του βαθμού της γενετικής ποικιλότητας.

Η γενετική καταγωγή των Πομάκων. Η ιστορική προέλευση των Πομάκων παραμένει αδιευκρίνιστη. Σχετικά με την προέλευσή τους  έχουν διατυπωθεί διάφορες αντικρουόμενες θεωρίες/υποθέσεις, περισσότερο ή λιγότερο δόκιμες, λόγω της έλλειψης επαρκών γραπτών στοιχείων τεκμηρίωσης. Δύο είναι οι επικρατούσες θεωρίες όσον αφορά την καταγωγή τους: α) οι Πομάκοι αντιπροσωπεύουν απογόνους γηγενών Βαλκανικών πληθυσμών, π.χ. αρχαίων Θρακών,5  και β) Οι Πομάκοι  κατάγονται από Μογγολικές φυλές που κατοικούσαν στην Ασία  ή ακόμα ότι κατάγονται από αρχαίες “φυλές” της Αφρικής. Το πιθανότερο είναι ότι πρόκειται για γηγενείς πληθυσμούς, εγκατεστημένους στην ορεινή Ροδόπη γεωγραφικά απομονωμένους οι οποίοι εξισλαμίστηκαν τον 17ο  – 18ο  αιώνα κατά την Οθωμανική περίοδο.6

Γεγονός είναι ότι οι χώρες όπου κατοικούν οι Πομάκοι διεκδικούν την εθνική τους καταγωγή. Τόσο η Ελλάδα, όσο και η Βουλγαρία, αλλά και η Τουρκία έχουν διεκδικήσει τους Πομάκους, παρουσιάζοντας διαφορετικά ιστορικά στοιχεία προκειμένου να ενισχύσουν τους εθνικούς μύθους προσεταιρισμού τους. Στην Ελλάδα ιστορικοί υποστηρίζουν ότι οι Πομάκοι είναι απόγονοι του Παιονικού φύλου των Ροδοπαίων Αγριάνων. Βούλγαροι ιστορικοί θεωρούν τους Πομάκους Βούλγαρους Σλάβους, οι οποίοι εξισλαμίστηκαν. Κατά τους Τούρκους ιστορικούς είναι Τουρκογενούς προέλευσης, π.χ.  Πετσενέγοι   ή Κουμάνοι, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Ροδόπης πριν την Οθωμανική κατάκτηση της περιοχής. Βέβαια, κάθε μια από τις προηγούμενες υποθέσεις  έχει ως αποτέλεσμα οι Πομάκοι να έχουν διαφορετική γενετική σύσταση. Ας δούμε τι δείχνουν τα αποτελέσματα των γενετικών αναλύσεων πάνω στο θέμα:

Β.1 Κλασικοί γενετικοί δείκτες

Ο Καθηγητής Νικόλαος Ξηροτύρης, το 1971,6  και μετά μία εικοσαετία ο ίδιος με συνεργάτες του μελέτησαν τις γονιδιακές συχνότητες διάφορων ομάδων αίματος (ΑΒΟ, Rhesus) στους Πομάκους και άλλους τοπικούς πληθυσμούς. Τα γενετικά αποτελέσματα εμφάνισαν  ομαδοποιήσεις των πληθυσμών ανάλογα με τη γεωγραφική θέση και του τρόπου ζωής τους

Β.2. DNA γενετικοί δείκτες

Β.2.1. Μικροδορυφορικοί γενετικοί δείκτες. Η κ. Σιμιτοπούλου- Κοτζαμάνη1  εξέτασε στη διδακτορική της διατριβή τη γενετική σύσταση τυχαίων και  αντιπροσωπευτικών δειγμάτων Χριστιανών, Πεδινών Μουσουλμάνων και Πομάκων του Νομού Ροδόπης με τη χρησιμοποίηση 15 αυτοσωματικών μικροδορυφορικών γενετικών δεικτών (STRs) προκειμένου να διερευνήσει την πιθανή ετερογενή γενετική σύστασή τους.

Οι εκτιμήσεις των γενετικών αποστάσεων ανάμεσα στα  πληθυσμιακά δείγματα έδειξαν πολύ μικρές τιμές ανάμεσα στους τρεις υποπληθυσμούς, αν και διαπιστώθηκε  μεγαλύτερη γενετική απόσταση καθενός από τους δύο υποπληθυσμούς με τους Πομάκους. Το αποτέλεσμα αυτό επιβεβαιώνει την εμπειρική γνώση, ότι οι Πομάκοι της ορεινής Ροδόπης – λόγω και της μακρόχρονης γεωγραφικής απομόνωσης –  διαφέρουν από τις άλλες δύο πληθυσμιακές ομάδες, οι οποίες παρουσιάζουν κοινά γενετικά χαρακτηριστικά.

Β.2.2.  Απλοί νουκλεοτιδικοί πολυμορφισμοί. Η γενετική σύσταση μεγάλου αριθμού  Πομάκων από   Πομακοχώρια του Νομού Ξάνθης εξετάστηκε με την ανάλυση  733.202 απλών νουκλεοτιδικών πολυμορφισμών (SNPs).7 ΄Επειτα, η γενετική σύσταση των Πομάκων συγκρίθηκε με την αντίστοιχη του γενικού Ελληνικού πληθυσμού, Ευρασιατικών πληθυσμών, καθώς και  πληθυσμιακού δείγματος  που προερχόταν από την περιοχή Μυοποτάμου-Ανωγείων Κρήτης.  Η έρευνα κατέληξε στα ακόλουθα ενδιαφέροντα συμπεράσματα:

Στον τοπολογικό γενετικό χάρτη, που  κατασκεύασαν οι συγγραφείς, οι δύο απομονωμένοι υποπληθυσμοί σχημάτισαν δύο ανεξάρτητες καλοκαθορισμένες ομάδες δίπλα – αλλά εκατέρωθεν –  της θέσης του γενικού Ελληνικού πληθυσμού.

Διαπιστώθηκε, επίσης, ότι: Ο βαθμός γενετικής διαφοροποίησης ήταν υψηλότερος, αν και ακόμη σχετικά μικρός, μεταξύ  των δύο απομονωμένων πληθυσμών   (Fst = 0.005),  από ότι ανάμεσα σε κάθε απομονωμένο πληθυσμό και  το γενικό πληθυσμιακό δείγμα από την Ελλάδα, π.χ. για τους κατοίκους του Μυλοποτάμου/Ανωγείων σε σχέση με τον πληθυσμιακό δείγμα από την Ελλάδα, Fst = 0,002, και ανάμεσα στους Πομάκους σε σχέση με τον πληθυσμιακό δείγμα από την Ελλάδα, Fst = 0,003. Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι οι Πομάκοι ομαδοποιούνται μαζί με άλλα Ευρωπαϊκά πληθυσμιακά δείγματα.

Ο συντελεστής ομομιξίας ήταν πολλαπλάσιος στο πληθυσμιακό δείγμα των Πομάκων και αυτού από τον Μυλοπόταμο σε σχέση με τον γενικό πληθυσμιακό δείγμα από την Ελλάδα (0,014, 0,007 και 0,0004, αντίστοιχα). Παρόμοια, ο βαθμός ομοζυγωτίας στο γονιδίωμα των Πομάκων ήταν λίγο υψηλότερος από τον αντίστοιχο του γενικού Ελληνικού πληθυσμού (0,643 και 0,635, αντίστοιχα). Ο βαθμός απομόνωσης των Πομάκων τεκμηριώνεται και από το γεγονός ότι  88% του πληθυσμιακού δείγματος έχει τουλάχιστον ένα «υποκατάστατο (surrogate)  γονέα» σε σύγκριση με το 6% του γενικού Ελληνικού πληθυσμού. Μάλιστα εκτιμήθηκε πως  η μέση ηλικία των κοινών προγόνων ήταν  8.56  και  89,7 γενιές πριν από σήμερα, αντίστοιχα. Με βάση αυτά τα στοιχεία υπολογίστηκε πως το  δραστικό*** πληθυσμιακό μέγεθος  ήταν 2.400 και 32.000 άτομα, αντίστοιχα.  Με απλά λόγια, το ποσοστό της γενετικής παρέκκλισης στον απομονωμένο πληθυσμό των Πομάκων είναι τουλάχιστο  10 φορές μεγαλύτερο από αυτό του γενικού Ελληνικού πληθυσμού.

Β.2.3. HLA δείκτες. Η ανάλυση της γενετικής σύστασης των Πομάκων με τον DNA προσδιορισμό των αλληλομόρφων γονιδίων που καθορίζουν λευκοκυτταρικά αντιγόνα (HLA) έδειξε8 ότι  οι πληθυσμιακές ομάδες που βρίσκονται γενετικά πλησιέστερα προς τους Πομάκους είναι οι  Έλληνες και οι Βούλγαροι, παρά οι Τούρκοι.

Β.2.4.  Συσχέτιση γενετικών παραλλαγών με αιματολογικά χαρακτηριστικά. Διαπιστώθηκε9 στους Πομάκους υψηλός βαθμός συσχέτισης ανάμεσα σε τέσσερις παραλλαγές αλληλουχιών DNA (rs13382259,  rs6131100, rs79748197 rs557129696) που επηρεάζουν τη διαστολική αρτηριακή πίεση, τα επίπεδα της γλυκόζης (σακχάρου), τον αριθμό των λευκών αιμοσφαιρίων και τα επίπεδα της αιμοσφαιρίνης, αντίστοιχα.

Νωρίτερα, είχε διαπιστωθεί7 υψηλός βαθμός συσχέτισης ανάμεσα  σε δύο άλλες γενετικές παραλλαγές (rs 6913631 και rs7116019) που εδράζονται στο κοντό βραχίονα του 11ου χρωμοσώματος και στην περιοχή 15.41 του ίδιου χρωμοσώματος (στην οποία βρίσκεται και το γονίδιο που κωδικοποιεί την αλυσίδα β της αιμοσφαιρίνης) και σε αιματολογικά χαρακτηριστικά, όπως τον μέσο όγκο ερυθρών, τη μέση συγκέντρωση αιμοσφαιρίνης και τη μέση περιεκτικότητα αιμοσφαιρίνης. Τo αλληλόμορφο π.χ. rs 6913631 είχε 32 φορές υψηλότερη συχνότητα (4,41%) στους Πομάκους σε σχέση με τον γενικό πληθυσμιακό δείγμα από την Ελλάδα (0,14%).

Τα προηγούμενα αιματολογικά χαρακτηριστικά ίσως αποτελούν θετικές προσαρμογές της γενετικής σύστασης των Πομάκων στη μακρόχρονη  κατοίκησή τους σε υψηλά ορεινά υψόμετρα, όπως συμβαίνει με τους κατοίκους του Θιβέτ που  επιβιώνουν σε μεγάλο υψόμετρο (υψόμετρο 4.900 μέτρων)  σε οροπέδιο  της Κεντρικής Ασίας. Ειδικότερα, διαπιστώθηκε ότι δύο γονίδια ρυθμίζουν την παραγωγή αιμοσφαιρίνης των ερυθροκυττάρων ως απόκριση στις χαμηλές συγκεντρώσεις οξυγόνου που υπάρχουν σε μεγάλα υψόμετρα.

Στο ίδιο πλαίσιο, ένα γενετικό στοιχείο χαρακτηριστικό για τους ΄Ελληνες Πομάκους αποτελεί η παραλλαγή της αιμοσφαιρίνης που ονομάζεται αιμοσφαιρίνη HbO-Arab.10 Αυτή παρουσιάζει τη μεγαλύτερη συχνότητα παγκοσμίως στους ΄Ελληνες Πομάκους.11 H συγκεκριμένη μετάλλαξη, η HbO-Arab, δημιουργήθηκε στους ΄Ελληνες Πομάκους περίπου 2.000 χρόνια πριν.12 Η συχνότητά της στον απομονωμένο πληθυσμό είναι αυξημένη ως συνέπεια της  ενδογαμίας και της υψηλής γενετικής παρέκκλισης σε αυτόν τον πληθυσμό. Η σύγκριση των απλότυπων HbO-Arab των Πομάκων με αντίστοιχα δεδομένα από άλλους πληθυσμούς (΄Ελληνες, Ευρωπαίους, Ασιάτες, Ινδιάνους των Η.Π.Α., Αφρικανούς)  υποδεικνύουν ότι οι Πομάκοι βρίσκονται γενετικά πλησιέστερα στους Ευρωπαίους και στους ΄Ελληνες, παρά σε Αφρικανούς ή Ασιάτες. Το στοιχείο αυτό υποδεικνύει ότι οι ΄Ελληνες Πομάκοι είναι Ευρωπαϊκής (καλύτερα Βαλκανικής) καταγωγής και όχι Ασιατικής ή Αφρικανικής  προέλευσης, ενισχύοντας την υπόθεση που διατυπώθηκε από τον Θεοχαρίδη5 ότι πρόκειται για γηγενή πληθυσμό, πιθανώς απογόνων Θρακοελληνικών “φύλων”.

Γ. Η γενετική σύσταση των Χριστιανών και των Μουσουλμάνων που ζουν στις πεδινές περιοχές

Προκειμένου να διερευνηθεί η πιθανώς ανομοιογενής γενετική δομή των Χριστιανών και των  πεδινών Μουσουλμάνων, η κ. Σιμιτοπούλου-Κοτζαμάνη1  προσδιόρισε σε  πληθυσμιακά δείγματα από τους δύο υποπληθυσμούς τις συχνότητες των αλληλομόρφων σε αρκετούς αυτοσωματικούς μικροδορυφορικούς δείκτες.

Η γενετική μελέτη αποκάλυψε ότι ο συνολικός αριθμός των αλληλομόρφων που παρατηρήθηκε στους 15 γενετικούς δείκτες σε κάθε έναν από τους δύο πληθυσμούς ήταν 165 και 173, αντίστοιχα.  Ο μέσος αριθμός αλληλομόρφων που ανιχνεύτηκε σε κάθε πληθυσμό ήταν σχεδόν παρόμοιος μεταξύ Χριστιανών και Πεδινών Μουσουλμάνων. Επίσης, ο μέσος βαθμός ετεροζυγωτίας ήταν παρόμοιος ανάμεσα στα πληθυσμιακά δείγματα των Πεδινών Μουσουλμάνων και των Χριστιανών.

Η σύγκριση του Χριστιανικού υποπληθυσμού με αντίστοιχα δεδομένα από γειτονικές πληθυσμιακές ομάδες από την Ελλάδα, τη Βουλγαρία και την Τουρκία έδειξε ότι:  Ο Χριστιανικός πληθυσμός του Νομού Ροδόπης εναρμονίζεται με τα γενετικά δεδομένα του ευρύτερου Ελληνικού πληθυσμού, ενώ δεν διαφέρει σημαντικά από αντίστοιχα  δείγματα Ελληνικών πληθυσμών Μικρασιατικής καταγωγής, αλλά και  πληθυσμών από περιοχές των ακτών του Αιγαίου και του Μαρμαρά. Το γεγονός ότι το δείγμα Χριστιανών από τη Ροδόπη δεν διαφέρει στατιστικά σημαντικά από τα γενετικά δεδομένα του ευρύτερου Ελληνισμού μάλλον οφείλεται στη δημογραφική επίρρωση της Θράκης, μετά τον 16ον αιώνα, από Ελληνικούς πληθυσμούς ολόκληρου του ελλαδικού γεωγραφικού χώρου.13

Το πληθυσμιακό δείγμα των πεδινών Μουσουλμάνων του Νομού Ροδόπης  δείχνει ελάχιστες γενετικές αποκλίσεις  από το δείγμα του Ελληνικού πληθυσμού. Οι γενετικοί δηλαδή αυτοί δείκτες δεν αποκάλυψαν  γενετική διαφοροποίηση ανάμεσα στους Χριστιανούς και τους πεδινούς Μουσουλμάνους, οι οποίοι διαφοροποιήθηκαν πολιτισμικά στη διάρκεια των τελευταίων 6  περίπου αιώνων.

Τα συνολικά αποτελέσματα,1 στο επίπεδο του DNA, δεν καταδεικνύουν σημαντικές διαφορές  στη γενετική σύσταση των δύο θρησκευτικών κοινοτήτων (Χριστιανοί και πεδινοί Μουσουλμάνοι) του Νομού Ροδόπης. Προφανώς σε αυτές τις περιπτώσεις οι διαφορές στη θρησκεία ή και στη γλώσσα δεν αντιστοιχούν σε γενετικές διαφορές, αλλά οφείλονται σε προσηλυτισμό μέρους του Χριστιανικού πληθυσμού στη Μωαμεθανική θρησκεία κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας. Η υιοθέτηση της Μουσουλμανικής θρησκείας  από τον αυτόχθονα πληθυσμό δεν οδήγησε βέβαια και στην αλλαγή της γενετικής του σύστασης. Από γενετικής δηλαδή άποψης ο εξισλαμισμός αυτός αποτελεί μια πρόσφατη εξέλιξη  η οποία διατηρείται σήμερα, ως παρόμοια συχνότητα γενετικών δεικτών­ μεταξύ των δύο ομάδων πληθυσμού που διαμένουν στον ίδιο γεωγραφικό χώρο. Αξίζει να ειπωθεί πως η ανάλυση της γενετικής κληρονομιάς των κατοίκων της Κύπρου αποκάλυψε,14 επίσης, ότι οι Ελληνοκύπριοι  και οι Τουρκοκύπριοι  μοιράζονται μια κοινή πατρική καταγωγή από την περίοδο πριν από την Οθωμανική κυριαρχία στο νησί. Έτσι, αυτή η μεταξύ τους γενετική ομοιότητα (μεγαλύτερη από ό,τι με οποιονδήποτε άλλο πληθυσμό της γύρω περιοχής) θα μπορούσε να αποδοθεί  στην κοινή προ-οθωμανική καταγωγή και των δύο κοινοτήτων που διαφοροποιήθηκε (αλλά ακόμη διατηρούνται σημαντικές ομοιότητες) μετά την Οθωμανική κατάκτηση της Κύπρου.

Δ. Συμπεράσματα

Συνοψίζοντας, τα βασικά συμπεράσματα της γενετικής έρευνας των πληθυσμών της Δυτικής Θράκης με τη χρήση ποικίλων γενετικών DNA δεικτών είναι:

  • Oι Ρομά διαφοροποιούνται από τους υπόλοιπους ΄Ελληνες, όσον αφορά τη γενετική σύστασή τους. Οι Ρομά είναι απόγονοι ενός προγονικού πληθυσμού της ΒΔ Ινδίας, που μετανάστευσε προς την Ευρώπη πριν από 1.500 χρόνια.
  • Οι πληθυσμοί των Πομάκων παρουσιάζουν μικρότερη γενετική ποικιλότητα και βαθμό ετεροζυγωτίας σε σχέση με άλλους Βαλκανικούς πληθυσμούς, γεγονός που υποδεικνύει δράση γενετικής παρέκκλισης ή μειωμένη αρχική ιδρυτική πληθυσμιακή ομάδα δημιουργίας τους ή και τα δύο.
  • Οι Πομάκοι παρουσιάζουν διακριτό γενετικό πρότυπο σε σχέση με τις άλλες δύο πληθυσμιακές ομάδες της Δυτικής Θράκης (Χριστιανούς και Πεδινούς Μουσουλμάνους).
  • Τα πολλαπλά γενετικά στοιχεία ενισχύουν την υπόθεση ότι οι Πομάκοι αποτελούν γηγενή πληθυσμό της Βαλκανικής χερσονήσου.
  • Οι πληθυσμιακές ομάδες που βρίσκονται γενετικά πλησιέστερα προς τους Πομάκους είναι οι Έλληνες και οι Βούλγαροι, παρά οι Τούρκοι. Ως εκ τούτου τα γενετικά στοιχεία απορρίπτουν το σενάριο που προβλέπει ότι οι Πομάκοι έχουν Τουρκογενή προέλευση. Οι Πομάκοι ζουν από την αρχαιότητα στην περιοχή της οροσειράς της Ροδόπης. Πρόκειται για απογόνους ενός  προγονικού πληθυσμού της Θράκης, που ζει στην περιοχή για εκατοντάδες χρόνια.
  • Τα γενετικά στοιχεία, στο επίπεδο του DNA, δεν αποδεικνύουν σημαντικές διαφορές στο γονιδιακό απόθεμα των δύο θρησκευτικών κοινοτήτων (Χριστιανοί και πεδινοί Μουσουλμάνοι) της Δυτικής Θράκης.

Η μεγάλη γενετική ομοιότητα ανάμεσα στις δύο θρησκευτικές κοινότητες (Χριστιανοί και πεδινοί Μουσουλμάνοι) της Δυτικής Θράκης θα μπορούσε να αποδοθεί  στην κοινή προ-οθωμανική καταγωγή τους.

Ο Κωνσταντίνος Τριανταφυλλίδης είναι Ομότιμος Καθηγητής Γενετικής και Γενετικής του Ανθρώπου, Τμήμα Βιολογίας Α.Π.Θ.

Υποσημειώσεις

*Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του άρθρου προέρχεται από το βιβλίο μου με τίτλο: The Genetic Origins of the Greeks, 2018, Εκδόσεις Δέσποινας Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη.

**Γενετική παρέκκλιση. Οι τυχαίες αλλαγές στις γονιδιακές συχνότητες ενός πληθυσμού από τη μια γενιά στην άλλη, που οφείλονται σε τυχαίες διακυμάνσεις στο δείγμα των γαμετών που συμβάλλουν στη δημιουργία της επόμενης γενιάς. ΄Οσο μικρότερος είναι ένας πληθυσμός, τόσο εντονότερη είναι η γενετική παρέκκλιση. Το τελικό αποτέλεσμα της γενετικής παρέκκλισης είναι η διαφοροποίηση μεταξύ πληθυσμών.

***O αριθμός των ενεργά αναπαραγόμενων ατόμων σε ένα πληθυσμό  που συμβάλλει στη δημιουργία της επόμενης γενιάς. Είναι μικρότερος από τον πραγματικό αριθμό των ατόμων του πληθυσμού.

Βιβλιογραφία

  1. Σιμιτοπούλου-Κοτζαμάνη Κ. (2011). Μελέτη γενετικών δεικτών σε πληθυσμιακές ομάδες της Θράκης. Τμήμα Ιστορίας-Εθνολογίας. Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. (Διδακτορική Διατριβή), Κομοτηνή.
  2. Deligiannidis P., Triantaphyllidis C., et al. (2006). Forensic Sci. Int. 157: 198-200.
  3. Δεληγιαννίδης Π. (2007). Πληθυσμιακή ανάλυση DNA δεικτών και Ιατροδικαστική αξιολόγησή τους. Διδακτορική διατριβή, Τμήμα Βιολογίας ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, σελ. 200.
  4. Martinez-Cruz B., Mendizzabal I., et al. (2016). Origins, admixture and founder lineages in European Roma. J. Human Genetics 24: 937-943.
  5. Θεοχαρίδης Π. (1995). ΠΟΜΑΚΟΙ. Οι Μουσουλμάνοι της Ροδόπης: Ιστορία, Καταγωγή, Γλώσσα, Θρησκεία, Λαογραφία. ΄Εκδοση Πολιτιστικού Αναπτυξιακού Κέντρου Θράκης, Ξάνθη 1995, σελ. 600.
  6. Ξηροτύρης Ν.Ι. (1971). ΄Ιδιαι παρατηρήσεις επί της κατανομής των συχνοτήτων των ομάδων αίματος εις τους Πομάκους. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Διδακτορική διατριβή), Θεσσαλονίκη.
  7. Panoutsopoulou K., Hatzikotoulas K., Xirafa D., et al. (2014). Genetic characterization of Greek population isolates reveals strong genetic drift at missense and trait-associated variants. Nature Commun. 5: 5345, σελ. 11.
  8. Khdair Sawsan (2013). Πολυμορφισμός των HLA τάξης Ι-ΙΙ γονιδίων στους Πομάκους της Ανατολικής Θράκης. Τμήμα Ιατρικής, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (Διδακτορική διατριβή),  Αθήνα , σελ. 151.
  9. Sautharm L., Gilly A., Suveges D., et al. (2017). Whole genome sequencing and imputation in isolated populations identity genetic associations with medically-relevant complex traits. Nature Commun.  8: 15606
  10. Skaragas G., Koliakos G., et al. (1996). Haemoglobin O Arab in the Pomak Population of Thrace. Gene Geography 10, σελ. 123-133.
  11. Papadopoulos , Dermitzakis E., et al. (2005). HbO-Arab mutation originated in the Pomak population of Greek Thrace. Haematologica 90 , σελ. 255-257.
  12. Papadopoulos , Dermitzakis E., et al. (2006). The origin Greek Pomaks based on HbO-Arab mutation history. Haema 9, σελ. 380-394.
  13. Βακαλόπουλος Κ. (2004). Ιστορία της Μείζονος Θράκης. Εκδότης Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη, σελ. 1-32, 40-41.
  14. Heraclides A.et al. (2017). Y-chromosomal analysis of Greek Cypriots reveals a primarily common pre-Ottoman paternal ancestry with Turkish Cypriots), PLoS One 12:e0179474.

Γιάννης Γκλαβίνας: Η οπτική του λογοκριτή: Η λογοκρισία στην Ελλάδα μέσα από το αρχείο της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών (1944 – 1974)

Γιάννης Γκλαβίνας

Η οπτική του λογοκριτή: Η λογοκρισία στην Ελλάδα μέσα από το αρχείο της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών 

(1944 – 1974)

Η λογοκρισία στην Ελλάδα θεσμική ή μη, κατασταλτική ή προληπτική εμφανίζεται ήδη από τα πρώτα χρόνια ζωής του νεοελληνικού κράτους αποτελώντας αγαπημένο μέσο προπαγάνδας και χειραγώγησης για τα ολοκληρωτικά και αυταρχικά καθεστώτα, αλλά και την καθεστηκυία τάξη. Η κυρίαρχη εικόνα για την κρατική λογοκρισία στην Ελλάδα διαμορφώνεται, κυρίως, από την εμπειρία της δικτατορίας των Συνταγματαρχών και από μαρτυρίες όσων έπεσαν θύματα του «ψαλιδιού» της λογοκρισίας, δίνοντας, μάλιστα, έμφαση στην ευτράπελη πλευρά της, όπου επιτροπές άσχετων στρατιωτικών αναζητούσαν σε κείμενα και στίχους μηνύματα της κομμουνιστικής προπαγάνδας. Η εικόνα αυτή για την κρατική λογοκρισία του δημόσιου λόγου και της καλλιτεχνικής έκφρασης ήταν αποσπασματική, αφού έλειπαν οι πληροφορίες για την άλλη πλευρά της λογοκρισίας, της συγκρότησης, δηλαδή, και του τρόπου λειτουργίας του μηχανισμού λογοκρισίας καθώς και της κατανόησης της «λογικής» με την οποία δρούσε ο λογοκριτής. Το κενό αυτό καλύπτεται πια, σε ικανοποιητικό βαθμό, από τους φακέλους του αρχείου της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών, της αρμόδιας, δηλαδή, υπηρεσίας για την άσκηση της προληπτικής κρατικής λογοκρισίας την περίοδο 1936 – 1974, αρχείο που φυλάσσεται στην Κεντρική Υπηρεσία των Γενικών Αρχείων του Κράτους.

Σφραγίδα λογοκρισίας (Πηγή: ΓΑΚ – Κ.Υ., Αρχείο Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών).

Το νομικό πλαίσιο και ο μηχανισμός λογοκρισίας

Τομή στην ιστορία των κρατικών πολιτικών λογοκρισίας στην τέχνη και το δημόσιο λόγο αποτελεί η δικτατορία του Μεταξά που εισήγαγε και συστηματοποίησε την έννοια της προληπτικής λογοκρισίας με βασικό μηχανισμό εφαρμογής της το νεοσυσταθέν το 1936 Υφυπουργείο Τύπου και Τουρισμού. Το Υφυπουργείο, σύμφωνα με τον ιδρυτικό του νόμο, αναλάμβανε τη διαφώτιση της κοινής γνώμης και τον έλεγχο όλων των εκδηλώσεων, «ίνα αύται ευρίσκωνται εντός του πλαισίου των εθνικών παραδόσεων και ιδεωδών». Μετά τη σύσταση του Υφυπουργείου, η δικτατορία του Μεταξά αλλά και οι κατοχικές κυβερνήσεις συγκρότησαν ένα νομικό οπλοστάσιο άσκησης προληπτικής λογοκρισίας σε Τύπο, εκδόσεις, κινηματογράφο, θέατρο και τραγούδι.

Ο Τύπος τέθηκε υπό τον πλήρη έλεγχο του καθεστώτος, αφού με υπουργική απόφαση που εκδόθηκε μία μέρα μετά την επιβολή της δικτατορίας απαγορεύονταν η δημοσίευση πληροφοριών που υποδείκνυαν την ύπαρξη προληπτικής λογοκρισίας, η κρίση για το έργο της κυβέρνησης, εκτός αν ήταν θετική, η αρθρογραφία για την ακρίβεια του βίου κ.ά.  Τον έλεγχο και τη χειραγώγηση του Τύπου είχε αναλάβει η Διεύθυνση Εσωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού και από το 1938 η Διεύθυνση Λαϊκής Διαφωτίσεως.

Θεολόγος Νικολούδης, Υφυπουργός Τύπου και Τουρισμού, αρμόδιος για τη Μεταξική προπαγάνδα.

Οι μεταξικοί Αναγκαστικοί Νόμοι 445, 446 και 955 του 1937 και 1619 του 1939 και το Ν.Δ. 1108/1942 της κυβέρνησης Τσολάκογλου καθόριζαν το πλαίσιο άσκησης προληπτικής λογοκρισίας σε κινηματογράφο, θέατρο, τραγούδι και βιβλίο. Σύμφωνα με τις διατάξεις των παραπάνω νόμων, εταιρείες κινηματογραφικών ταινιών, θιασάρχες, θεατρικοί συγγραφείς, συνθέτες, εταιρείες παραγωγής «φωνογραφικών δίσκων» και εκδότες έπρεπε να υποβάλλουν στη Διεύθυνση Λαϊκής Διαφωτίσεως αιτήσεις στις οποίες επισύναπταν αντίτυπα σεναρίων και θεατρικών κειμένων, στίχους και παρτιτούρες τραγουδιών ή δοκίμια βιβλίων για τη χορήγηση σχετικής άδειας. Οι αιτήσεις διαβιβάζονταν στις αρμόδιες επιτροπές που αποτελούνταν από ανώτερους υπαλλήλους του Υφυπουργείου Τύπου, αξιωματικούς της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας Πόλεων, τους προέδρους της Εταιρείας Θεατρικών Συγγραφέων, του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, της Ένωσης Διευθυντών Θεάτρων Αθηνών, της Πανελλήνιας Ένωσης Κινηματογράφων καθώς και από δύο ειδικούς στη μουσική. Οι επιτροπές ελέγχου, βάσει των αιτήσεων και της παρακολούθησης της γενικής πρόβας ενός θεατρικού έργου ή της ενώπιών τους εκτέλεσης ενός τραγουδιού ή των δοκιμαστικών προβολών μιας ταινίας, μπορούσαν να απαγορεύσουν ταινίες κ.λπ. και να τροποποιήσουν ή να αφαιρέσουν κείμενα, στίχους, σκηνές ή διαλόγους, εάν έκριναν ότι επιδρούσαν «επιβλαβώς» στη νεολαία, διατάρασσαν τη δημόσια τάξη, προπαγάνδιζαν ανατρεπτικές θεωρίες, δυσφημούσαν τη χώρα, υπονόμευαν «τας υγιείς κοινωνικάς παραδόσεις» των Ελλήνων, καθάπτονταν της χριστιανικής θρησκείας και στερούνταν καλλιτεχνική αξία. Οι επιτροπές μπορούσαν, για τους ίδιους λόγους, να απαγορεύσουν την εξαγωγή μιας ταινίας στο εξωτερικό, ήταν αρμόδιες για τον χαρακτηρισμό μιας ταινίας ως κατάλληλης ή ακατάλληλης δι’ ανηλίκους, ενώ είχαν το δικαίωμα ανά πάσα στιγμή να ανακαλέσουν άδειες «δια λόγους γενικωτέρας φύσεως».

Δελτίο της  Γερμανικής Υπηρεσίας Ελέγχου Ταινιών – 1944 (Πηγή: ΓΑΚ – Κ.Υ., Αρχείο Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών).

Οι μεταξικές και κατοχικές νομικές διατάξεις προληπτικής λογοκρισίας συνέχισαν να ισχύουν μέχρι το 1974 και διαμόρφωσαν, είτε πρόκειται για δικτατορικά καθεστώτα είτε για καχεκτικές δημοκρατίες, μία ενιαία περίοδο άσκησης θεσμικών και εξωθεσμικών πολιτικών περιστολής του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης στην τέχνη και τον δημόσιο λόγο, πολιτικών που διαπλέκονταν με το φόβο της κομμουνιστικής απειλής, την εθνικοφροσύνη και την ανάγκη περιφρούρησης της ελληνικής κοινωνίας από την επίδραση της «παρηκμασμένης Δύσης».

Με την απελευθέρωση οι αρμοδιότητες του Υφυπουργείου Τύπου μεταβιβάστηκαν στη Γενική Διεύθυνση Τύπου και Πληροφοριών της Προεδρίας της Κυβερνήσεως και η προληπτική λογοκρισία του Τύπου άρθηκε, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, αφού η έκτακτη νομοθεσία του Εμφυλίου άφηνε λίγα περιθώρια ελεύθερης έκφρασης. Το Σύνταγμα του 1952 απαγόρευσε την προληπτική λογοκρισία στις εκδόσεις, καθορίζοντας ταυτόχρονα και τις περιπτώσεις κατάσχεσης εντύπων. Όμως στην περίπτωση του κινηματογράφου, της φωνογραφίας, της ραδιοφωνίας και των δημοσίων θεαμάτων η προληπτική λογοκρισία συνέχιζε να λειτουργεί στο ίδιο πλαίσιο όπως και πριν από το 1944, έστω και αν κάποιες από τις παραπάνω διατάξεις ατόνησαν και δεν εφαρμόζονταν.

Η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 αναζητώντας προκάλυμμα νομιμότητας, εκμεταλλεύτηκε το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο έκτακτης ανάγκης και προληπτικής λογοκρισίας ερμηνεύοντας τις σχετικές διατάξεις διασταλτικά και κατά το δοκούν. Παράλληλα, προχώρησε στον επανέλεγχο κινηματογραφικών ταινιών που είχαν παραχθεί πριν από την 21η Απριλίου, συγκρότησε λίστα με απαγορευμένα βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά, ενώ επέβαλε και προληπτική λογοκρισία στον Τύπο και τις εκδόσεις μέχρι το 1969. Τροποποιήσεις έγιναν και στο νομικό πλαίσιο επιβολής λογοκρισίας, ιδίως στη σύσταση των επιτροπών ελέγχου, που αποτελούνταν μετά το 1969 όχι μόνο από ανώτερα στελέχη της δημόσιας διοίκησης και της αστυνομίας, αλλά και από ιδιώτες, όπως σκηνοθέτες, κινηματογραφικούς παραγωγούς, μουσικοσυνθέτες, θεατρικούς συγγραφείς, καθηγητές πανεπιστημίου, νομικούς, λογοτέχνες κ.λπ. Βεβαίως, στις επιτροπές, ιδίως την περίοδο 1967 – 1969 κυριαρχούσαν οι στρατιωτικοί, με τον συνταγματάρχη Βρυώνη να ήταν επικεφαλής των υπηρεσιών λογοκρισίας. Επιπλέον, το 1970 η Γενική Διεύθυνση Τύπου και Πληροφοριών υπήχθη στον πρωθυπουργό και μετονομάστηκε σε Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών.

Σε όλη την περίοδο 1944 – 1974 μπορεί η λογοκρισία να λειτουργούσε υπό ένα ενιαίο νομικό πλαίσιο, αλλά διακρίνονται φάσεις λειτουργίας του μηχανισμού λογοκρισίας με αυστηρότερους ή λιγότερο αυστηρούς όρους, που έχουν άμεση σχέση με την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Έτσι, οι πολιτικές λογοκρισίας σε σχέση με τη δεκαετία του ‘50 χαλάρωσαν κατά τη διάρκεια της σύντομης άνοιξης της δεκαετίας του ‘60. Στο απριλιανό καθεστώς, η περίοδος 1967 – 1969 αποτέλεσε την σκληρότερη φάση της λογοκρισίας που επιβλήθηκε από τους συνταγματάρχες, ενώ έγινε πιο ελαστική το 1969 – 1973 στο πλαίσιο ενός ψευδεπίγραφου δημοκρατικού ανοίγματος από τον δικτάτορα Παπαδόπουλο. Την περίοδο του Ιωαννίδη ο κύκλος κλείνει με την αυστηρότητα του λογοκρίνειν να επανέρχεται.

Προκήρυξη της Διεύθυνσης Στρατιωτικής Δικαιοσύνης – 21 Αυγούστου 1967 (Πηγή: ΓΑΚ – Κ.Υ., Αρχείο Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών).

Εφαρμόζοντας τις διατάξεις λογοκρισίας

Οι διατάξεις του νομικού πλαισίου προληπτικής λογοκρισίας, καθιστούν προφανές το τι λογοκρίνονταν, αν και το αρχείο της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών (από το οποίο προέρχονται τα παραδείγματα λογοκρισίας που ακολουθούν) αποδεικνύει ότι η φαντασία και ο παραλογισμός των λογοκριτών ήταν ανεξάντλητα.

Στην εμφυλιακή και μετεμφυλιακή Ελλάδα ο αντικομμουνισμός μετατράπηκε σε ακρογωνιαίο λίθο της κυρίαρχης ιδεολογίας του κράτους και της άρχουσας τάξης λαμβάνοντας θεσμικό χαρακτήρα. Οι νικητές του εμφυλίου ήθελαν να θωρακίσουν το αστικό πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς εξαλείφοντας οποιαδήποτε υπαρκτή ή φανταστική κομμουνιστική απειλή και αποκόπτοντας τους κομμουνιστές από τα μέσα προπαγάνδας της ιδεολογίας τους. Έτσι, ταινίες, θεατρικά κείμενα κ.λπ. με αναφορές σε κομμουνισμό ή αριστερή ιδεολογία απαγορεύονταν ή λογοκρίνονταν. Το 1947 απαγορεύτηκε η προβολή της ταινίας Ο Λένιν του Οκτώβρη με την επιτροπή ελέγχου να επισημαίνει ότι η ταινία θα επιφέρει διατάραξη της δημόσιας ασφάλειας, τονίζοντας ότι οι αντιλήψεις της ταινίας επιβάλλουν στην κοινωνική ζωή τον νόμο της ζούγκλας εισάγοντας την πάλη των τάξεων ως νόμο της Ιστορίας. Το 1964 από την ταινία Σταυροδρόμι ή Τέλος και Αρχή του Μάνου Ζαχαρία, κόπηκε, μεταξύ άλλων, η φράση «αν δεν υπήρχαν οι χωροφύλακες δεν θα υπήρχαν κομμουνιστές», ενώ το 1966 από την ταινία Το Μπλόκο του Κύρου κόπηκε η σκηνή όπου εμφανίζεται σύνθημα της ΕΠΟΝ γραμμένο σε τοίχο.

Η αντικομμουνιστική υστερία χτυπά κόκκινο την περίοδο της δικτατορίας των Συνταγματαρχών, άλλωστε η δικτατορία ήταν αναγκαία για τους εμπνευστές της για να αποτραπεί ο κομμουνιστικός κίνδυνος. Στο πλαίσιο αυτό απαγορεύτηκε η ταινία Το θωρηκτό Ποτέμκιν, έργα των Βάρναλη, Ρίτσου, Κορδάτου, η εφημερίδα Αυγή και ξένα κινηματογραφικά επίκαιρα που αναφέρονταν σε Ρώσους κοσμοναύτες. Θύμα της αντικομμουνιστικής υστερίας έπεσε και η Αλίκη Βουγιουκλάκη και η ταινία Η κόρη μου η σοσιαλίστρια, αφού, σύμφωνα με την αρμόδια επιτροπή, η ταινία έπρεπε να απαγορευτεί «λόγω της εμφανίσεως της Μαραθωνίου πορείας της οργανουμένης υπό της αριστεράς και των υποκινούμενων στάσεων εις το εργοστάσιον» και παρά τον κωμικό χαρακτήρα των σκηνών. Την ίδια τύχη είχαν και σκηνές ταινιών όπου εμφανίζεται το σήμα της ειρήνης που ταυτίζεται με τον Λαμπράκη, όπως στην ταινία Χιροσίμα αγάπη μου. Απαγορευτέα ήταν και τα έργα αριστερών ή αντεθνικώς δρώντων δημιουργών, έστω και αν δεν υπήρχε η παραμικρή αναφορά σε κομμουνισμό και αριστερά. Στο index με τα απαγορευμένα βιβλία της Χούντας περιλαμβάνονται έργα, όπως τα Ματωμένα Χώματα της Διδούς Σωτηρίου, η Σονάτα του σεληνόφωτος του Ρίτσου, η Ειρήνη του Αριστοφάνη σε μετάφραση του Κύπριου κομμουνιστή Θεοδόση Πιερίδη και ένα ελληνοβουλγαρικό λεξικό. Για ένα διάστημα οι λογοκριτές απαγόρευσαν και το βιβλίο του Σολζενίτσιν Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς επειδή ο συγγραφέας ήταν Ρώσος, αγνοώντας, μάλλον, τον αντισοβιετικό χαρακτήρα του μυθιστορήματος.

Κόκκινο πανί για την δικτατορία ήταν ο Θεοδωράκης. Όλα τα τραγούδια του μουσικοσυνθέτη είχαν απαγορευτεί να μεταδίδονται ή να τραγουδιούνται ακόμα και όσα δεν είχαν πολιτικό περιεχόμενο. Την ίδια τύχη είχαν και τα έργα δημιουργών ή σε όσα εμφανίζονταν ηθοποιοί που είχαν εκφράσει ανοιχτά την αντίθεσή τους στην απριλιανή δικτατορία, όπως η Μερκούρη, η Ειρήνη Παππά, ο Μιχάλης Κακογιάννης. Έτσι, το 1970 απαγορεύτηκε η προβολή της ταινίας Ηλέκτρα του Κακογιάννη με πρωταγωνίστρια την Ειρήνη Παππά και μουσική του Μίκη Θεοδωράκη.

Η Ειρήνη Παππά και η Αλέκα Κατσέλη στην Ηλέκτρα του Μιχάλη Κακογιάννη (1962).

Εκτός από τις άμεσες αναφορές στην κομμουνιστική ιδεολογία, για τις κρατικές αρχές υπήρχαν ταινίες, τραγούδια κ.λπ. που χαρακτηρίζονταν ως αναρχικά, ανατρεπτικά, αντικοινωνικά ή αντεθνικά και έπρεπε να λογοκριθούν γιατί ασκούσαν κριτική στις δομές του κυρίαρχου αστικού κοινωνικού καθεστώτος, στηλίτευαν την εκμετάλλευση των λαϊκών τάξεων και την αναλγησία των κρατούντων μπροστά στο δράμα των φτωχότερων στρωμάτων του πληθυσμού. Το 1950 η αρμόδια επιτροπή έκοψε διαλόγους και σκηνές από την ταινία Τα σταφύλια της οργής του Στάινμπεργκ – ταινία που αναφέρεται στις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των αμερικανών αγροτών την περίοδο της οικονομικής κρίσης το 1929 – «ως δυνάμενα να ενισχύσουν εμμέσως την αντικοινωνικήν προπαγάνδαν». Στο ίδιο πλαίσιο, από την ταινία Μάνα μου παραστράτησα κόπηκε η φράση «Χωρίσατε σε κοπάδια τους ανθρώπους, σαν νανε πρόβατα. Αλλά μην ξεχνάτε, τα πρόβατα γίνονται λύκοι καμιά φορά και τρώνε τον αφέντη τους». Αντεθνικά κρίνονταν, επίσης, σκηνές και στίχοι που υπαινίσσονταν τη ζοφερή πολιτική κατάσταση στην μεταπολεμική Ελλάδα, όπως τα τραγούδια Κάποια μάνα αναστενάζει (Μπάμπης Μπακάλης – Βασίλης Τσιτσάνης 1947) και Το νύχτωσε χωρίς φεγγάρι (Απόστολος Καλδάρας 1947), ενώ, για τους ίδιους λόγους, το 1966 κόπηκε από την ταινία Έρωτας στην καυτή άμμο η φράση «Εξορία για πολιτικούς λόγους».

Την περίοδο της δικτατορίας οποιαδήποτε νύξη στην πολιτική κατάσταση της χώρας και οι αναφορές σε δημοκρατία και ελευθερία απαγορεύονταν ή λογοκρίνονταν. Έτσι, από την ταινία Σπάρτακος του Κιούμπρικ κόπηκε ο διάλογος: «Δέχομαι λίγη δημοκρατική διαφθορά μαζί με λίγη ελευθερία. Δεν δέχομαι όμως δικτατορία χωρίς καθόλου ελευθερία». Από μια ταινία του Ρομπέν των Δασών του 1967 κόπηκε από τη λογοκρισία η φράση «στο Βασιλιά Ριχάρδο σύντομα να γυρίση να απαλλάξουμε τον τόπο από τον πρίγκηπα Ιωάννη, το Νόττιγχαμ και όλους του τυράννους», ενώ η ταινία Χουαρέζ του 1939 που αναφέρεται στη μεξικανική επανάσταση του 19ου αιώνα απαγορεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 1967 διότι «αι ιδέαι περί δημοκρατίας απαιτούν ανεπτυγμένον κοινόν ίνα μη παρεξηγηθούν υπό τας παρούσας συνθήκας». Το 1968 οι επιτροπές λογοκρισίας δεν έδωσαν, αρχικά, άδεια στον Κάρολο Κουν να ανεβάσει το Περιμένοντας τον Γκοντό του Μπέκετ θεωρώντας ότι «το έργο διαστρεβλώνει τη σύστασιν μιας υγιούς αστικής κοινωνίας». Στον χώρο του τραγουδιού ανατρεπτικά χαρακτηρίστηκαν από τη λογοκρισία το Χασάπικο του Κουγιουμτζή, ο Μέρμηγκας του Λοΐζου και το Ζεϊμπέκικο του Σαββόπουλου. Από το σενάριο Ο Θίασος του Αγγελόπουλου διαγράφηκαν αναφορές σε ελευθερία και Γαλλική Επανάσταση, ενώ από την ταινία Οι θαλασσιές οι χάνδρες η φράση «Τώρα έχουμε δημοκρατία και ο καθένας κάνει ό,τι θέλει». Μεγάλος πονοκέφαλος για τους λογοκριτές της Χούντας ήταν οι θεατρικές επιθεωρήσεις, αφού η απουσία σταθερού σεναρίου και οι αυτοσχεδιασμοί των ηθοποιών αναιρούσαν την έννοια της προληπτικής λογοκρισίας.

Για τις επιτροπές λογοκρισίας και τις αρχές ασφαλείας ταινίες, τραγούδια κ.λπ. που παρουσίαζαν εικόνες εξαθλίωσης της ελληνικής κοινωνίας ήταν κοινωνικώς επικίνδυνα, δυσφημούσαν τη χώρα, την έπλητταν τουριστικά και αναιρούσαν τη διαφημιζόμενη πολιτική των ελληνικών μετεμφυλιακών κυβερνήσεων περί ανασυγκρότησης και ευημερίας. Έτσι, το 1951 οι αρχές αλληλογραφούσαν σχετικά με την απαγόρευση του τραγουδιού της Βέμπο «Φτωχομαχαλάς» που ακούγονταν σε μια επιθεώρηση του Τραϊφόρου διότι προκαλούσε «την πικρίαν και τον πεσιμισμόν των πενομένων τάξεων, στοιχεία άτινα υποβοηθούν την ανάπτυξιν κομμουνιστικών και άλλων ανατρεπτικών ιδεών». Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και το πιο γνωστό παράδειγμα λογοκρισίας της περιόδου, η λογοκρισία της ταινίας Συνοικία το Όνειρο του Αλεξανδράκη έχοντας, βέβαια, και άμεση σχέση με τα κομμουνιστικά φρονήματα πρωταγωνιστών και συντελεστών της ταινίας. Η δικτατορία συνέχισε την ίδια λογική περικοπών και έτσι, οι ταινίες Μαγική πόλις του Κούνδουρου και Κλέφτης του Βούλγαρη κρίθηκαν ακατάλληλες να προβληθούν στο εξωτερικό, αφού παρουσίαζαν εικόνες μιζέριας. Το 1972 η αρμόδια επιτροπή ενέκρινε το σενάριο Ο δρόμος του Κατσουρίδη με την προϋπόθεση της αντικατάστασης των σκηνών του χωριού που «παρουσιάζουν γενικήν αθλιότητα» με σκηνές που «δεν θα προπαγανδίζουν οικονομικήν κατάστασιν μη γνώριμον σήμερον πλέον εν Ελλάδι».

“Ραπτοκοπτική” της Απριλιανής δικτατορίας (Πηγή: ΓΑΚ – Κ.Υ., Αρχείο Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών).

Για όλη την περίοδο 1944 – 1974, αλλά ιδίως για την περίοδο της δικτατορίας, η λογοκρισία έπρεπε να διαφυλάξει την εικόνα ενός ιδεατού κρατικού μηχανισμού απαλλαγμένου από φαινόμενα διαφθοράς και ασυδοσίας. Το 1965, για παράδειγμα, κόπηκε από την ταινία Ουρανοκατέβατος η φράση «ρουσφέτια δεν κάνω εγώ τι με πέρασες για κανέναν υπουργό», ενώ, κατά τη διάρκεια της Χούντας, από την ταινία Μιας πεντάρας νειάτα διαγράφηκε η φράση «τι να κάνης τα προσόντα, εδώ χρειάζονται μέσα, γνωριμίες».

Οι επιτροπές λογοκρισίας ασκούσαν και εξωτερική πολιτική, αφού ταινίες, τραγούδια κ.λπ. θα έπρεπε να προσαρμόζονται στις επιδιώξεις της ελληνικής διπλωματίας. Βασική αρχή της μεταπολεμικής ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ήταν οι καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ και έτσι οι επιτροπές λογοκρισίας, προστατεύοντας τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, έκοψαν το 1962 από ξένη ταινία τη φράση «η σκουπιδιάρης ή Πρόεδρος Ηνωμένων Πολιτειών». Και οι σχέσεις με τη Δυτική Γερμανία, παρά τις νωπές μνήμες της Κατοχής, έπρεπε να ήταν φιλικές στο πλαίσιο των επιδιώξεων του Ψυχρού Πολέμου. Το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών το 1952 ζητούσε από τις επιτροπές ελέγχου κινηματογραφικών ταινιών να μετριάσουν τον αντιγερμανικό τόνο των αντιστασιακών ταινιών, γιατί οι ελληνογερμανικές σχέσεις «υπαγορευόμεναι εκ σκληρών οικονομικών λόγων», έπρεπε να ήταν ομαλές, ενώ για την Αθήνα η γερμανική συνεργασία με τις «δημοκρατικές χώρες» ήταν απαραίτητη για την άμυνα της Ευρώπης. Οι μεταπολεμικές περιπλοκές του μακεδονικού ζητήματος επέβαλαν το 1961 την περικοπή σκηνής με σέρβικο χορό στην ταινία «Στέγνωσαν τα δάκρυα μας», ενώ ανάλογες περικοπές γίνονταν σε ταινίες με αναφορές στο Κυπριακό, όπως η σκηνή Τουρκοκύπριας που κλαίει πάνω σε μνήμα Τουρκοκυπρίου σε γαλλικά επίκαιρα του 1964.  Η φιλοαμερικανική πολιτική συνεχίστηκε και την περίοδο της δικτατορίας με τις επιτροπές λογοκρισίας να κόβουν οποιαδήποτε αιχμή εναντίον των ΗΠΑ, όπως τη φράση «οι Αμερικανοί είναι κατακτητές» σε μια ταινία του Ζορό, ενώ από κινηματογραφικά επίκαιρα απαλείφονταν θέματα με διαδηλώσεις εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ. Οι καλές σχέσεις της Χούντας με την κομμουνιστική Βουλγαρία είχαν αντίκτυπo και στο έργο των λογοκριτών που απαγόρευσαν ένα ποντιακό τραγούδι για τη σφαγή της Δράμας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο για να μη «δημιουργηθούν προβλήματα μετά της γείτονος χώρας».

Κατά τη διάρκεια της Χούντας οι επιτροπές λογοκρισίας διαφύλασσαν, παράλληλα, τις καλές σχέσεις των συνταγματαρχών με το οικονομικό κατεστημένο, απαλείφοντας ό,τι αναφερόταν με μελανά χρώματα σε εφοπλιστές ή εργοστασιάρχες, όπως στην ταινία Κάποτε κλαίνε και οι δυνατοί όπου αφαιρέθηκαν φράσεις σχετικά με την πρόταση του εφοπλιστή Βενέτη να βουλιάξει πλοίο για να εισπράξει τα ασφάλιστρα.

Στη μετεμφυλιακή Ελλάδα η λογοκρισία προάσπιζε θεσμούς και αξίες που αποτελούσαν θεμέλιοι λίθοι του κοινωνικού καθεστώτος και συγκροτούσαν αυτό που ο νόμος όριζε ως υγιείς κοινωνικές παραδόσεις του ελληνικού λαού. Κόβονταν σκηνές, στίχοι και διάλογοι που έθιγαν τη θρησκεία, την οικογένεια, τον στρατό, το σχολείο κ.ά. Πριν από το 1967, για παράδειγμα, από την ταινία Δις Διευθυντής κόπηκε η φράση «το αγόρι από εδώ δεν πίνει είναι του Σεμιναρίου», είναι, δηλαδή, του κατηχητικού, θρήσκος. Η λογοκρισία της Χούντας, από την πλευρά της, έχοντας έμβλημα το πατρίς, θρησκεία, οικογένεια θα κόψει από τη Μανταλένα τη σκηνή που ο ιερέας αναποδογυρίζει το φλιτζάνι του καφέ επειδή αντιτίθεται με τις χριστιανικές αντιλήψεις στην Ελλάδα, όπως και την προσβλητική για το στράτευμα σκηνή «ραπίσματος του εν στολή λοχαγού από την κοπέλα» στην ταινία Κονσέρτο για Πολυβόλα, ενώ το 1972 θα απαγορεύσει το θεατρικό Μια μέρα στο Γυμνάσιο της Έλλης Αλεξίου γιατί θίγονταν το εκπαιδευτικό σώμα. Η λογοκρισία την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών ήταν θεματοφύλακας και της ελληνικής γλώσσας, απαγορεύοντας, τουλάχιστον μέχρι το 1969, τη δημοτική, αλλά και τον υποτιτλισμό ταινιών χωρίς τόνους και πνεύματα, γεγονός που θεωρούνταν από το ΓΕΣ μέρος «της κομμουνιστικής προπαγάνδας κατά της Ελληνικής γλώσσης και απομακρύνσεως του νέου Ελληνισμού από τας Ελληνοχριστιανικάς παραδόσεις».

Ο φόβος της ελληνικής κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος για τη φθοροποιό επίδραση της «αθεϊστικής» Δύσης στην ελληνική νεολαία δημιούργησε ηθικό πανικό σε όλη τη διάρκεια της μετεμφυλιακής περιόδου. Οι καινούργιοι τρόποι ψυχαγωγίας, ο κινηματογράφος, ο «τεντιμποϊσμός» δαιμονοποιήθηκαν, ενώ το 1959 ψηφίστηκε ο διαβόητος Νόμος 4000. Το 1961, για παράδειγμα, η Πανελλήνιος Ορθόδοξη Ένωση και η Ιερά Σύνοδος επισήμαιναν την επιβλαβή επίδραση του κινηματογράφου στη νεολαία προτείνοντας τη διενέργεια ελέγχων στις εισαγόμενες ταινίες ανάλογους με αυτούς που γίνονταν στα τρόφιμα για την υγεία του σώματος. Η δικτατορία ακολούθησε την ίδια πολιτική απέναντι στους «διαφθορείς» της νεολαίας, με κορυφαίο παράδειγμα την απαγόρευση το 1970 της προβολής της ταινίας Γούντστοκ με το αιτιολογικό της πρόκλησης υστερικών και αντικοινωνικών εκδηλώσεων από τη νεολαία.

Παράλληλα, η λογοκρισία περιφρουρούσε και «τας περί ηθικής κρατούσας εν Ελλάδι αντιλήψεις» κόβοντας βωμολοχίες, άσεμνες ή βίαιες σκηνές, περικοπές που είχαν άμεση σχέση με το αν μια ταινία θα χαρακτηριζόταν κατάλληλη ή ακατάλληλη για ανηλίκους. Από την ταινία, λοιπόν, Το Δόλωμα με τη Βουγιουκλάκη η επιτροπή το 1964 έκοψε «πλάνο οπισθίων εξαπλωμένης γυναικός επί της αμμουδιάς», το 1961 από την ταινία Ψυχώ του Χίτσκοκ η επιτροπή επέβαλε περιορισμό της διάσημης σκηνής του μαχαιρώματος, ενώ οι σκηνές του στριπτίζ στην ταινία Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη κόπηκαν την περίοδο της δικτατορίας.

Οι λογοκριτές περιφρουρούσαν εκτός από τις αντιλήψεις περί ηθικής και την ορθή αισθητική ανάπτυξη του λαού κόβοντας οτιδήποτε θεωρούσαν ότι στερούνταν καλλιτεχνική αξία. Οι λογοκριτές της Χούντας, για παράδειγμα, απαγόρευσαν το Τραγούδι του Σαββόπουλου «ως αντιτιθέμενον εις το καλλιτεχνικόν αίσθημα», το Ζαβαρακατρανέμια του Μαρκόπουλου «διότι αποτελείται από αγνώστους λέξεις» και το Μια φωτογραφία σου του Λοΐζου  επειδή «είναι ασύνδετο από απόψεως εννοίας το ρεφραίν προς το κουπλέ».

Η μονοδιάστατη προπαγάνδα υπέρ του “Ναι” στο “Δημοψήφισμα” του 1968.

Κλείνοντας, κάποιες παρατηρήσεις για τα κοινά χαρακτηριστικά της προληπτικής κρατικής λογοκρισίας την περίοδο 1944 – 1974. Εκτός από τον ενιαίο χαρακτήρα της περιόδου όσον αφορά τη θεσμική και εξωθεσμική πολιτική περιστολής της ελευθερίας της έκφρασης, η άσκηση πολιτικών προληπτικής λογοκρισίας αναδεικνύει ένα κράτος πανεπόπτη που λειτουργώντας πατερναλιστικά όριζε για τον πολίτη τις επιτρεπόμενες ιδεολογίες, τις υγιείς κοινωνικές του παραδόσεις ακόμη και το αισθητικό του κριτήριο. Η κοινωνία αντιμετωπίζονταν ως ανώριμο παιδί που έπρεπε να προστατευτεί μέσω της λογοκρισίας από επιβλαβείς εικόνες, παραστάσεις, στίχους και αναγνώσματα. Τα παραδείγματα λογοκρισίας που αναφέρθηκαν μπορεί να αποκαλύπτουν μια αδέξια και γκροτέσκα πλευρά της λογοκρισίας, όμως ο φόβος και μόνο της ύπαρξης της λογοκρισίας, μπορούσε να οδηγήσει την κοινωνία σε μια συνειδητή παραλυσία απέναντι στον αυταρχισμό και την απώλεια δικαιωμάτων και ελευθεριών, σε αυτολογοκρισία δηλαδή, αποτελώντας ένα από τα ισχυρότερα όπλα επιβολής, αφού έχει το πλεονέκτημα να μην αφήνει ίχνη. Κατά την ίδια περίοδο λειτουργούσε και ένα παράλληλο δίκτυο λογοκρισίας που αποτελούνταν από «αγανακτισμένους» πολίτες, συλλόγους, πολιτευτές, εκκλησιαστικούς φορείς, υπηρεσιακούς παράγοντες, αστυνομικούς, στρατιωτικούς κ.ά. που υποδείκνυαν στις επιτροπές πολιτικά και εθνικά επιλήψιμα, άσεμνα και αντιβαίνοντα στις ελληνοχριστιανικές αρχές αναγνώσματα και δημόσια θεάματα. Το παράλληλο αυτό δίκτυο λογοκρισίας – που επιβιώνει και σήμερα – ήταν πολλές φορές ισχυρότερο από τον επίσημο μηχανισμό λογοκρισίας, έχοντας την «αποκλειστικότητα» στην ερμηνεία του κοινού αισθήματος και του εθνικού συμφέροντος και επιβάλλοντας το κατέβασμα θεατρικών παραστάσεων και έργων τέχνης, την απαγόρευση ταινιών και την απόσυρση βιβλίων.

Ο Γιάννης Γκλαβίνας είναι Διδάκτωρ του  Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. και   Αρχειονόμος της Κεντρικής Υπηρεσίας των Γενικών Αρχείων του Κράτους

Ενδεικτική βιβλιογραφία

Γενικά Αρχεία του Κράτους – Κεντρική Υπηρεσία, Αρχείο Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών (υπό ταξινόμηση)

Αγγελής, Βαγγέλης,  Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελάει, πατέρα…: Μαθήματα εθνικής αγωγής και νεολαιίστικη προπαγάνδα στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας. Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2006.

Αλιβιζάτος, Νίκος. Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση (1922-1974): όψεις της ελληνικής εμπειρίας, μτφρ. Βενετία Σταυροπούλου. Αθήνα: Θεμέλιο, 1995.

Ανδρίτσος, Γιώργος,  «Η λογοκρισία στον ελληνικό κινηματογράφο (1945-1974)» στο Η λογοκρισία στην Ελλάδα , επιμ. Πηνελόπη Πετσίνη – Δημήτρης Χριστόπουλος, 35-42. Αθήνα:  Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ – Παράρτημα Ελλάδας, 2016.

Βλάχου, Ελένη,  «Οι Συνταγματάρχες και ο Τύπος» στο Η Ελλάδα κάτω από Στρατιωτικό ζυγό, επιμ. Γιώργος Γιαννόπουλος – Richard Clogg, μτφρ. Η. Κανάκη – Γ. Γιαννουλόπουλος, 113-135. Αθήνα: Παπαζήσης, 1976.

Γεωργακάκη, Κωνστάντζα,  Βίος και πολιτεία μιας γηραιάς κυρίας στην επταετία: Επιθεώρηση και δικτατορία. Θεσσαλονίκη, Ζήτη, 2015.

Γκλαβίνας, Γιάννης,  «Η “Κυρά Αναστασία” και οι Συνταγματάρχες: Η λογοκρισία της δικτατορίας των Συνταγματαρχών στον πολιτισμό και τον δημόσιο λόγο μέσα από το αρχείο της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών» Νέα Εστία 1864:485-498, 2014.

Γκλαβίνας, Γιάννης. «Το προληπτικό “ψαλίδι” του κράτους». Εφημερίδα των Συντακτών, 10.04.2016.

Δούβλης, Βασίλης, Στοργή στο Λαό (ντοκιμαντέρ). Παραγωγή Βουλή Τηλεόραση, 2013.

Ραϊτσίνης, Χάρης, Ρωγμές στο γύψο. Παράνομος Τύπος, Λογοκρισία και Προπαγάνδα στην Ελλάδα των Συνταγματαρχών 1967 – 1974. Αθήνα: Red Marks, 2017.

Ρούφος, Ρόδης,  «Η κουλτούρα και οι στρατιωτικοί» στο Η Ελλάδα κάτω από Στρατιωτικό ζυγό, επιμ. Γιώργος Γιαννόπουλος – Richard Clogg, μτφρ. Η. Κανάκη – Γ. Γιαννουλόπουλος, 232-255. Αθήνα: Παπαζήσης, 1976.

Στάθη, Ειρήνη,  «Πολιτική λογοκρισία, τέχνη και επικοινωνία: Το έργο της Μαρίας Καραβέλα» στο Η λογοκρισία στην Ελλάδα , επιμ. Πηνελόπη Πετσίνη – Δημήτρης Χριστόπουλος, 97-106. Αθήνα:  Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ – Παράρτημα Ελλάδας.,2016.

Χάγερ, Φίλιππος, «Η παράσταση ως πρόφαση· Το Μεγάλο μας Τσίρκο του Ι.  Καμπανέλλη ή η Αφήγηση της Ιστορίας σε Χρόνο Ενεστώτα» στο Πρακτικά Πανελληνίου Συνεδρίου προς τιμήν του Ιάκωβου Καμπανέλλη, επιμ. Νίκος Χρυσοχόος – Μαρία Ρενιέρη, 244-253. Πάτρα: Περί Τεχνών. 2006.

Clogg, Richard.,  «Η ιδεολογία της Επαναστάσεως της 21ης Απριλίου 1967» στο Η Ελλάδα κάτω από Στρατιωτικό ζυγό, επιμ. Γιώργος Γιαννόπουλος – Richard Clogg, μτφρ. Η. Κανάκη – Γ. Γιαννουλόπουλος, 81-112. Αθήνα: Παπαζήσης, 1976.

McDonald, Robert.  Pillar & Tinderbox: the Greek Press under Dictatorship, Νέα Υόρκη, Scribner.1983.

Van Dyck, Karen,  Η Κασσάνδρα και οι λογοκριτές στην ελληνική ποίηση 1967-1990.  Μτφρ. Παλμύρα Ισμυρίδου, Αθήνα, Άγρα.2002.

Λύντια Τρίχα: Η παρουσία του Χαρίλαου Τρικούπη στις βουλευτικές εκλογές, Μεσολόγγι 1865-1895

Λύντια Τρίχα

Η παρουσία του Χαρίλαου Τρικούπη στις βουλευτικές εκλογές, Μεσολόγγι 1865-1895

Πολιτική σταδιοδρομία

 Βουλευτής στα τριάντα τρία του ο Χαρίλαος Τρικούπης, υπουργός στα τριάντα τέσσερα, αρχηγός κόμματος στα σαράντα και πρωθυπουργός στα σαράντα τρία, υπήρξε από νέος ένας από τους κύριους παίκτες της πολιτικής σκακιέρας, για να εξελιχθεί σταδιακά στον επικρατέστερο και να δεσπόσει επί είκοσι χρόνια στην ελληνική πολιτική ζωή (1875-1895). Η σταδιοδρομία του, που άρχισε πανηγυρικά με την πρώτη εκλογή του, το 1865, δεν ήταν πάντα ανθόσπαρτη. Τις μεγάλες επιτυχίες, τις ακολουθούσαν αποτυχίες και απογοητεύσεις, με αποκορύφωμα την τελευταία εκλογική πανωλεθρία του, το 1895. Η σταδιοδρομία των πολιτικών συνήθως τελειώνει είτε με μια ήττα, είτε με τον θάνατό τους. Στην περίπτωση του Τρικούπη συνέβησαν και τα δύο: την ήττα, την ακολούθησε ο θάνατος, πριν προλάβει να επαναδραστηριοποιηθεί.

Δεδομένης της μικρής συμμετοχής του Χαρίλαου Τρικούπη στις εργασίες της Β΄ Εθνικής Συνέλευσης, στην οποία είχε εκλεγεί πληρεξούσιος της Ελληνικής Κοινότητας του Λονδίνου, ως αρχή της πολιτικής του σταδιοδρομίας ουσιαστικά θα πρέπει να θεωρήσουμε το 1865. Τότε κατέρχεται για πρώτη φορά στον εκλογικό στίβο, λαμβάνοντας μέρος στις πρώτες εκλογές της βασιλείας του Γεωργίου Α΄, που προκηρύχθηκαν μετά την ψήφιση του Συντάγματος. Στα επόμενα τριάντα χρόνια, μέχρι το 1895, ο ελληνικός λαός θα κληθεί συνολικά δεκατέσσερεις φορές στις κάλπες. Ο Τρικούπης, υποψήφιος πάντα στο Μεσολόγγι, συμμετείχε στις δεκατρείς, αρνούμενος να θέσει υποψηφιότητα το 1874, όταν οι εκλογές προμηνύονταν, και όντως ήταν, κατεξοχήν νόθες. Εκλέχθηκε εννέα φορές βουλευτής και απέτυχε τέσσερεις, τρεις κατά τη νεότητά του (1868, 1869 και 1873) και μία το μοιραίο 1895.

1865                Εκλέγεται βουλευτής Μεσολογγίου στην Α΄ Βουλευτική περίοδο (1865-1868)

1868                Αποτυγχάνει στις εκλογές.

1869                Αποτυγχάνει πάλι στις εκλογές.

1872                Εκλέγεται βουλευτής Μεσολογγίου στη Δ΄ Βουλευτική περίοδο (1872)

1873                Αποτυγχάνει στις εκλογές.

1874                Δεν λαμβάνει μέρος στις εκλογές.

1875                Εκλέγεται βουλευτής Μεσολογγίου στη Ζ΄ Βουλευτική περίοδο (1875-1879)

1879                Εκλέγεται βουλευτής Μεσολογγίου στην Η΄ Βουλευτική περίοδο (1879-1881)

1881                Εκλέγεται βουλευτής Μεσολογγίου στη Θ΄ Βουλευτική περίοδο (1881-1885)

1885                Εκλέγεται βουλευτής Μεσολογγίου στην Ι΄ Βουλευτική περίοδο (1885-1886)

1887                Εκλέγεται βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας στην ΙΑ΄ Βουλευτική περίοδο (1887-1890)

1890                Εκλέγεται βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας στην ΙΒ΄ Βουλευτική περίοδο (1890-1892)

1892                Εκλέγεται βουλευτής Μεσολογγίου στην ΙΓ΄ Βουλευτική περίοδο (1892-1895)

1895                Αποτυγχάνει στις εκλογές.

Διεξαγωγή των εκλογών

Επί της βασιλείας του Όθωνα οι εκλογές διεξάγονταν τμηματικά, σε διαφορετική ημερομηνία σε κάθε εκλογική περιφέρεια. Η ψηφοφορία διαρκούσε οκτώ ημέρες, αρκετό χρόνο ώστε να «μαγειρεύονται» τα αποτελέσματα, και επιπλέον χρησιμοποιούσαν ψηφοδέλτια, ενώ οι περισσότεροι εκλογείς ήταν αγράμματοι. Οι εκλογικές παρεμβάσεις της εκτελεστικής εξουσίας ήταν απροκάλυπτες και η εκτεταμένη καλπονοθεία έδινε συχνά μηδενικό αριθμό ψήφων στους υποψήφιους της αντιπολίτευσης. Έτσι οι εκλογές κατέληγαν να είναι παρωδία εκλογών. Αυτά ήρθε να θεραπεύσει το Σύνταγμα του 1864 και οι εκλογικοί νόμοι που ψηφίσθηκαν για την εφαρμογή του.

Για να μη νοθεύεται η θέληση του μεγάλου αριθμού των αναλφάβητων, καταργήθηκαν τα ψηφοδέλτια, που ίσχυαν επί Όθωνα, και από το 1865 μέχρι το 1926 οι εκλογές γίνονταν με μολυβένια σφαιρίδια. Οι κάλπες ήταν χωρισμένες εσωτερικά σε δύο τμήματα, που εξωτερικά ήταν βαμμένα το ένα άσπρο και το άλλο μαύρο. Το άσπρο τμήμα έγραφε ναι, το μαύρο έγραφε όχι, και ο ψηφοφόρος ρίχνοντας το σφαιρίδιό του σε μια από τις δύο πλευρές, υπερψήφιζε ή καταψήφιζε τον υποψήφιο. Λόγω του ισχύοντος συστήματος, κάθε εκλογέας μπορούσε να υπερψηφίσει όσους υποψήφιους ήθελε, ακόμη και όλους. Επιτυχόντες ήταν εκείνοι, στις κάλπες των οποίων ευρίσκονταν τα περισσότερα ναι.

Στο Μεσολόγγι

Οι πρώτες μεταπολιτευτικές εκλογές διενεργήθηκαν στις 14-17 Μαΐου 1865· μέχρι το 1879, που εφαρμόσθηκε ο εκλογικός νόμος του 1877 και θεσπίσθηκε η διεξαγωγή τους σε μία μόνον ημέρα, η ψηφοφορία διαρκούσε τέσσερεις ημέρες, διεξαγόταν όμως ταυτόχρονα σε όλη την χώρα.  Ο Τρικούπης, έχοντας επιστρέψει από την Ευρώπη με την επιτυχή διαπραγμάτευση της Ένωσης των Επτανήσων στο ενεργητικό του, κατέρχεται το 1865 για πρώτη φορά στις εκλογές και επιλέγει να πολιτευθεί στο Μεσολόγγι, από όπου καταγόταν. Έκτοτε θα πολιτεύεται πάντοτε εκεί, παρόλο που θα το επισκέπτεται ελάχιστα.

Τα πρώτα χρόνια ο Τρικούπης βρισκόταν συνεχώς στο Μεσολόγγι κατά την προεκλογική περίοδο, περιοδεύοντας σχεδόν καθημερινά σε όλη την επαρχία. Προς ενίσχυσή του ερχόταν και ο θείος του, Απόστολος Τρικούπης, ενώ τον συνέδραμε και ο άλλος αδελφός του πατέρα του, ο Θεμιστοκλής, που ήταν δημοτικός σύμβουλος Μεσολογγίου. Αλλά από τη στιγμή που ανέλαβε πρωθυπουργός, περιόρισε δραστικά την προσωπική του παρουσία στην επαρχία του και ανέθεσε για πολλά χρόνια την εκπροσώπισή του στον Απόστολο Τρικούπη. Κατά τις τελευταίες όμως εκλογές, το 1895, θα παραμείνει πάλι αρκετό διάστημα στο Μεσολόγγι, περιοδεύοντας και ενθαρρύνοντας τους οπαδούς του, που δυστυχώς μειώνονταν.

Το Μεσολόγγι εξέλεγε αρχικά δύο βουλευτές. Οι εκλογές γίνονταν με το σύστημα της στενής εκλογικής περιφέρειας, όπου κάθε επαρχία αποτελούσε μια εκλογική περιφέρεια και ο αριθμός των βουλευτών της καθοριζόταν σε συνάρτηση με το μέγεθος του πληθυσμού της. Έτσι, όταν με την απογραφή του 1879 αυξήθηκε ο πληθυσμός του, αυξήθηκε και ο αριθμός των βουλευτών του σε τρεις. Ο Τρικούπης θα θεσπίσει το 1886 το σύστημα της ευρείας εκλογικής περιφέρειας, περιορίζοντας δραστικά τον αριθμό των εκλογικών περιφερειών από 74 σε 19, ενώ συγχρόνως θα μειώσει τον αριθμό των βουλευτών από 245 σε 150, ρυθμίσεις που θα ισχύσουν για δύο μόνο εκλογικές αναμετρήσεις (1887 και 1890). Το Μεσολόγγι κατά τις αναμετρήσεις αυτές ανήκε στην εκλογική περιφέρεια Αιτωλίας και Ακαρνανίας, που εξέλεγε δέκα βουλευτές.

Οικονομικά των εκλογών

Ο νεαρός Τρικούπης το 1865 άρχισε τον προεκλογικό αγώνα με μια τακτική, που δεν ξαναχρησιμοποίησε αργότερα: προσέφερε στον δήμο, για την κατασκευή υδραγωγείου, όλες τις αποδοχές που είχε λάβει ως πληρεξούσιος στην Εθνοσυνέλευση, 3.390 δραχμές, και γνωστοποίησε την πρόθεσή του, εφόσον εκλεγεί, να παραχωρεί το σύνολο των βουλευτικών αποδοχών του κατ’ αναλογία στους πέντε δήμους της επαρχίας. Δεν ήταν ούτε ανιδιοτελής ούτε πρωτότυπη η σκέψη του. Η προσφορά στο κοινωνικό σύνολο με απώτερο σκοπό τη δημόσια προβολή και την αύξηση της δημοτικότητας υπήρξε γνωστή και επιτυχημένη τακτική από την εποχή ήδη του Περικλή, που και αυτός προσέφερε μια χορηγία πριν εμφανισθεί στον πολιτικό στίβο.

Παρά το ότι η διάθεση του μισθού του υπέρ της επαρχίας του δείχνει οικονομική ευμάρεια, ο προεκλογικός αγώνας είχε έξοδα, τα οποία φαίνεται ότι ο Τρικούπης δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει μόνος, παρόλο που κατά δική του ομολογία δαπανούσε πολύ  λιγότερα χρήματα από ό,τι οι αντίπαλοί του. Αρωγός του ήρθε ήδη από το 1865 ο εξάδελφός του Γεώργιος Μαυροκορδάτος, δευτερότοκος γιος του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, ο οποίος έχοντας μεγάλη οικονομική άνεση λόγω του γάμου του με την κόρη του εθνικού ευεργέτη Σίμωνα Σίνα, θα χρηματοδοτήσει πολλές φορές στο μέλλον τις προεκλογικές ανάγκες του. Το 1865 τού διέθεσε το σημαντικό ποσόν των 20.000 φράγκων, αλλά το 1895, δυσαρεστημένος θα αρνηθεί καθε οικονομική ενίχυση, συντελώντας ίσως έτσι στη μεγάλη τρικουπική ήττα.

Πιθανώς υπήρχαν και άλλοι χρηματοδότες, τα ονόματα των οποίων δεν είναι γνωστά. Ο ίδιος ο Τρικούπης την εποχή εκείνη είχε πλέον εξαντλήσει την οικογενειακή περιουσία και είχε αναγκασθεί να πάρει δάνειο 28.000 δραχμών από την Εθνική Τράπεζα, δίνοντας ως ενέχυρο το βαρύτιμο ασημένιο σερβίτσιο τσαγιού, το οποίο του είχαν δωρίσει οι Έλληνες του Λονδίνου, όταν είχε ολοκληρώσει τις διαπραγματεύσεις για την Ένωση της Επτανήσου.

Εκλογείς και υποψήφιοι βουλευτές

Επαμεινώνδας Δεληγεώργης

Παρά την καθολική ψηφοφορία, καθώς ψήφιζαν μόνον οι άνδρες, το εκλογικό σώμα δεν αντιστοιχούσε ούτε στο ένα τρίτο του πληθυσμού. Σύμφωνα με τους επίσημους πίνακες, οι εκλογείς αντιπροσώπευαν το 32% του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας το 1870, το 25% το 1879 και το 29% το 1895. Από αυτούς ψήφιζε το 65-72 %, συνεπώς το 20% περίπου του συνολικού πληθυσμού. Αντίστοιχα ποσοστά ίσχυαν και για το Μεσολόγγι, όπου ήταν εγγεγραμμένοι περίπου 6.000 εκλογείς και συνήθως ψήφιζαν περί τους 4.500-4.800.

Οι υποψήφιοι βουλευτές Μεσολογγίου ήταν από τέσσερεις (το 1865) μέχρι δεκατέσσερεις (το 1895), δεν ενδιαφέρονταν όμως όλοι πράγματι για την εκλογή τους. Κάποιοι έθεταν υποψηφιότητα για να ενισχύσουν άλλον υποψήφιο ενώ ορισμένοι αξιωματικοί ήθελαν απλώς να επωφεληθούν από την υποχρεωτική άδεια, που έπαιρναν, για να ρυθμίσουν τις προσωπικές τους υποθέσεις. Βασικός τοπικός αντίπαλος του Τρικούπη ήταν τα πρώτα χρόνια ο Επαμεινώνδας Δεληγεώργης και μετά τον θάνατό του ο αδελφός του Λεωνίδας. Αντίθετα, ο Μιλτιάδης Γουλιμής, για τον οποίο λέχθηκε το περίφημο «Ανθ’ ημών ο κύριος Γουλιμής», ήταν αρχικά προστατευόμενος του Τρικούπη και  ένθερμος υποστηρικτής του, αλλά το 1895, χωρίς να προβεί σε απροκάλυπτη προεκλογική υποστήριξη του Δηλιγιάννη, είχε μεταστραφεί και είχε αποφύγει τον συνδυασμό με τον Τρικούπη.

Συνδυασμοί                                                                                      

Δεδομένου ότι οι ψηφοφόροι μπορούσαν να ψηφίζουν ελεύθερα όποιους και όσους  υποψήφιους ήθελαν, για να θεραπευθεί η έλλειψη κοινού ψηφοδελτίου που θα καθοδηγούσε τους εκλογείς, δημιουργήθηκαν οι «συνδυασμοί», συνεταιρισμοί δηλαδή υποψηφίων, όπου κάθε ένας αναλάμβανε την υποχρέωση να δώσει τις ψήφους των οπαδών του και στους άλλους συμμετέχοντες. Μερικές φορές καταρτίζονταν και οι ονομαζόμενοι μικτοί συνδυασμοί, όπου δηλαδή δύο ή περισσότεροι υποψήφιοι ζητούσαν από κοινού την ψήφο των συμπολιτών τους, για να υποστηρίξουν μετά στη Βουλή οι μεν την κυβέρνηση και οι δε την αντιπολίτευση.

Στις δύο πρώτες εκλογικές αναμετρήσεις (1865 και 1868), ο Τρικούπης έθεσε «ορφανή» κάλπη, δεν μετείχε δηλαδή σε κανένα συνδυασμό, γεγονός που ήταν μάλλον δυσμενές για την προοπτική της εκλογής του. Το 1865 κατάφερε να υπερκεράσει τις δυσκολίες και να εκλεγεί, αλλά το 1868 δεν εκλέχθηκε. Έκτοτε θα μετέχει πάντα σε συνδυασμό, από δε το 1879 και στο εξής ως επικεφαλής του.

Το 1875, διενεργώντας ο ίδιος πρώτη φορά εκλογές ως πρωθυπουργός, εξέπληξε τους συμπολίτες του, καθώς συνδυάσθηκε με τον Επαμεινώνδα Δεληγεώργη. Και τούτο παρά το ότι δήλωναν ότι αντιπροσώπευαν εκ διαμέτρου αντίθετες ιδέες, παρά τις διαφορές που τους χώριζαν μέχρι την παραμονή της ανακοίνωσης του συνδυασμού, παρά τις κατηγορίες που εκτόξευαν ο ένας για τον άλλον ακόμη και κατά το πολύ πρόσφατο παρελθόν και παρά την κυβερνητική καταγγελία των μικτών συνδυασμών ως καρκινωμάτων. Ίσως να υπερίσχυσε η σκέψη ότι ο συνδυασμός τους  θα είχε το θετικό αποτέλεσμα να αμβλύνει τα ακραία αποτελέσματα της προεκλογικής πόλωσης. Πάντως ο συνδυασμός των δύο πρωθυπουργών χαιρετίσθηκε με ενθουσιασμό, με πανηγυρικές εκδηλώσεις και τραγούδια και αποδείχθηκε απολύτως επιτυχής, καθώς εκλέχθηκαν αμφότεροι και μάλιστα με τον ίδιο αριθμό ψήφων.

Πρόγραμμα

Ο Τρικούπης δεν γνωρίζουμε να δημοσίευε γραπτό προσωπικό πρόγραμμα πριν από τις εκλογές. Τις θέσεις που επρόκειτο να ακολουθήσει ως βουλευτής και ως αρχηγός κόμματος τις εξέθετε προφορικά στους λίγους σχετικά προεκλογικούς ή μετεκλογικούς λόγους  του. Θεωρούσε ότι καθήκον του βουλευτή είναι να μεριμνά για την επαρχία του, αλλά και να μην ξεχνά ότι η ευημερία κάθε επαρχίας εξαρτάται αναπόσπαστα από την ευημερία ολόκληρου του κράτους. Διακήρυττε από την αρχή της σταδιοδρομίας του την πίστη του στο Σύνταγμα και στο πολίτευμα, τόνιζε, όμως, συγχρόνως και τον απαραίτητο δημοκρατικό χαρακτήρα του. Κατατάσσοντας σαφώς την Ελλάδα στη Δύση, υποστήριζε ότι έπρεπε να αναπτυχθεί για να καταλάβει τη θέση που της άρμοζε και θεωρούσε ότι ήταν καθήκον όλων των πολιτευόμενων να επιδιώξουν από κοινού την ανάπτυξή της, βασίζοντας την πολιτική τους στην ηθική και τη νομιμοφροσύνη της κυβέρνησης και στον σεβασμό της ελευθερίας και των δικαιωμάτων των πολιτών.

Ο Χαρίλαος Τρικούπης στο βήμα της Βουλής των Ελλήνων.

Γενικότερα, οι βασικοί άξονες της πολιτικής του, τους οποίους διακήρυττε με κάθε ευκαιρία, στηρίζονταν α) στην υπακοή στο Σύνταγμα, στους νόμους και στην ελεύθερη βούληση του λαού, β) στον σεβασμό των κοινοβουλευτικών θεσμών, γ) στην επιδίωξη του εκσυγχρονισμού και της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας σε συνδυασμό με την οργάνωση και την ενίσχυση του στρατού και του στόλου και δ) στη διαφύλαξη της ειρήνης μέχρι να καταστεί η Ελλάδα ισχυρή και ικανή να διεκδικήσει οποιαδήποτε επέκταση των εδαφικών ορίων της. Δεδομένου, όμως, ότι η πολιτικο-στρατιωτική ισορροπία στην περιοχή ήταν εξαιρετικά ασταθής και το Ανατολικό Ζήτημα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να εκραγεί, θεωρούσε ότι έπρεπε η οικονομική και η στρατιωτική ανάπτυξη να επιτευχθούν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Εξ ου και η σπουδή του στην εφαρμογή του εκσυγχρονιστικού του προγράμματος.

Αποτυχίες

Τα αίτια της επιτυχίας ενός βουλευτή σπάνια αναζητούνται. Αντιθέτως τα αίτια της αποτυχίας του διερευνώνται και αναλύονται προσεκτικά τόσο από τον ίδιο όσο και από εχθρούς και φίλους.

Ο Τρικούπης το 1868 απέδωσε την αποτυχία του στην ελεύθερη μεταστροφή των ψηφοφόρων του. Τον επόμενο όμως χρόνο θα αποτύχει για λόγους που αποτυπώνουν την έκρυθμη κατάσταση που επικράτησε στο Μεσολόγγι κατά τις εκλογές: στην αποτυχία του συνετέλεσαν η δολοφονία ενός κομματάρχη του, που διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας, η απόπειρα δολοφονίας ενός άλλου και η φήμη ότι υπήρχε κατάλογος προγραφών, γεγονότα που προκάλεσαν μεγάλη αναταραχή και αποχή από τα εκλογικά τμήματα. Το 1873 θα αποδώσει την αποτυχία του στις κυβερνητικές πιέσεις που γίνονταν μέχρι την τελευταία ημέρα της ψηφοφορίας, στην αποσκίρτηση φίλων του που διορίσθηκαν από την κυβέρνηση σε δημόσιες υπηρεσίες και στην παράνομη συγκρότηση της εφορευτικής επιτροπής Μεσολογγίου, που επέτρεψε να ψηφίσουν άλλοι αντί άλλων, ακόμη και νεκρών. Εκτός των άλλων, όμως, κατά τη διάρκεια του προεκλογικού αγώνα φαίνεται ότι στήθηκε και μια ενέδρα για να τον δολοφονήσουν. Απογοητευμένος κατά βάθος, αλλά ψύχραιμος, κατέληξε τότε να πιστεύει ότι έτσι όπως ήταν τα πράγματα μόνον εκτός Βουλής θα μπορούσε να πετύχει κάτι. Γιαυτό και δεν συμμετείχε στις εκλογές του 1874.

Τα αίτια της αποτυχίας του το 1895 και της πανωλεθρίας του τρικουπικού κόμματος είναι πολύ πιο σύνθετα. Οι εκλογές οδήγησαν σε σαρωτική νίκη του Δηλιγιάννη, ο προεκλογικός αγώνας του οποίου είχε βασισθεί κυρίως στη λαϊκή δυσφορία για την κακή οικονομική κατάσταση. Έχει υποστηριχθεί, ότι η αποτυχία του τόσο του ίδιου όσο και του κόμματός του στις τελευταίες αυτές εκλογές μπορεί να εκληφθεί και ως αποδοκιμασία όλου του φιλελεύθερου αγγλικού κοινωνικού προτύπου, προς το οποίο ήθελε να οδηγήσει την ελληνική κοινωνία. Ο μέσος Έλληνας είχε συνηθίσει στο ρουσφέτι, στη χαλαρότητα της διοίκησης, στην έλλειψη αυστηρού νομοθετικού και θεσμικού πλαισίου και δεν ήταν πρόθυμος να ξεφύγει από αυτά. Πιθανόν, επίσης, η καταψήφισή του να μην οφειλόταν μόνο στη δημαγωγία του Δηλιγιάννη και στον φατριασμό των αντιπάλων του, αλλά να είχε και κοινωνικο-οικονομικό χαρακτήρα, κατά της πλουτοκρατίας, την οποία τον κατηγορούσαν ότι ευνοούσε. Οπωσδήποτε πάντως οφειλόταν και στις επιπτώσεις των εκσυγχρονιστικών αλλαγών που επέβαλε στα ήδη διαμορφωμένα συμφέροντα, στο «ξεβόλεμα» πολλών, που έβλεπαν αρνητικά την επιδίωξη της συγκρότησης ενός ευνομούμενου σύγχρονου κράτους.

Το ίδιο εκείνο βράδυ, μετά τη συνειδητοποίηση της ήττας του, γράφει μια επιστολή στην αδελφή του όπου της δηλώνει και την πρόθεσή του να εγκαταλείψει οριστικά την πολιτική. Όσο εκλεγόταν βουλευτής, έστω και αν έχανε τις εκλογές το κόμμα του, αισθανόταν την υποχρέωση, τόσο απέναντι στην επαρχία του όσο και στους άλλους βουλευτές που πολιτεύονταν μαζί του, να μην εγκαταλείψει την πολιτική αρένα. Τώρα, όμως, αφού είχε κάνει ό,τι επιβαλλόταν για να παραμείνει στη Βουλή αλλά δεν εκλέχθηκε, θεωρούσε ότι κανείς δεν μπορούσε να έχει παράπονο αν αποσυρόταν για να ιδιωτεύσει.

Ακόμη και αν μπορούσε να ισχυρισθεί ότι δεν τον λύπησε η προσωπική αποτυχία του, δεν ήταν δυνατόν να μην παραδεχθεί ότι τον λύπησε η γενική αποτυχία των βουλευτών του, την οποία χαρακτήρισε ως αποδοκιμασία όλων των προσπαθειών του τόσων ετών. «Επί είκοσι έτη αγωνιζόμεθα ανενδότως δια να διορθώσωμεν τα κακώς κείμενα», έλεγε προσθέτοντας μελαγχολικά «και όμως ουδείς ανεγνώρισε τους κόπους μας και τους αγώνας μας. Εκοπιάσαμεν εις μάτην».

Η Λύντια Τρίχα είναι νομικός και ιστορικός. Έχει ειδικευθεί στη μελέτη της προσωπικότητας και του έργου του Χαριλάου Τρικούπη.
Οι πληροφορίες του παρόντος άρθρου αντλήθηκαν από την πραγματεία της συγγραφέως Χαρίλαος Τρικούπης. Ο πολιτικός του «Τις πταίει» και του «Δυστυχώς επτωχεύσαμε»,Αθήνα, Εκδόσεις Πόλις, 2016.

Γ. Κοντογιώργης – Η προσωπικότητα και το έργο του Χαρίλαου Τρικούπη (2014)

Κατερίνα Γιουέ Γου: Η Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα

Ο Μάο Τσε Τουνγκ (αριστερά) και ο Λιν Πιάο, υπ’ αριθμόν 2 ισχυρός άνδρας του καθεστώτος, κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης.
Ο Μάο Τσε Τουνγκ (αριστερά) και ο Λιν Πιάο, υπ’ αριθμόν 2 ισχυρός άνδρας του καθεστώτος, κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης.

Η Πολιτιστική Επανάσταση ίσως είναι η πιο δραματική σελίδα στην ιστορία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Η ιστορία της συχνά απλοποιείται από τις συγκινήσεις. Ομως, τρία συνυφασμένα στοιχεία δεν πρέπει να παραμεληθούν αν θέλουμε να καταλάβουμε την ιστορική δυναμική στα δέκα ολόκληρα χρόνια της Πολιτιστικής Επανάστασης: η επαναστατική θεωρία του Μάο Τσε Τουνγκ, η πάλη των ανώτερων στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας για την εξουσία, και η κοινωνική πραγματικότητα της τότε Κίνας.

Η επαναστατική θεωρία Ντου Μάο Τσε Τουνγκ

Ο Μάο, ως ένας μεγάλος επαναστάτης, πίστευε ότι η τάξη ενός ανθρώπου εξαρτάται όχι μόνο από τη σχέση του με τα μέσα παραγωγής, αλλά και από την ιδεολογία και τις πολιτικές σκέψεις του. Συνεπώς, πρέπει να πραγματοποιηθεί μια επανάσταση του πολιτισμού, για να καθαρίσει την ιδεολογία των μαζών. Αυτή θα ήταν η τελευταία επανάσταση, που θα σώσει τις ψυχές των ανθρώπων.

Ανησυχητικές εξελίξεις εμφανίστηκαν από το 1961. Για να αντιστρέψουν την καταστροφική συνέπεια του «Αλματος προς τα Εμπρός», οι μετριοπαθείς του Κόμματος με επικεφαλής τον Λιου Σάο Σι και τον Ντενγκ Σιαοπίνγκ χρησιμοποίησαν υλικά κίνητρα για να προωθήσουν τη βιομηχανική και τη γεωργική παραγωγή. Η οικονομία βελτιώθηκε, αλλά η διαφορά μεταξύ της διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας αυξήθηκε. Η νέα γενιά αναζητούσε δουλειές γραφείου και περιφρονούσε τις εργασίες του μπλε κολάρου. Στις εφημερίδες, μερικοί διανοούμενοι ηγέτες του Κόμματος επέκριναν τις πολιτικές του Μάο με έξυπνες ιστορικές μεταφορές. Ολα αυτά έκαναν τον Μάο να πιστεύει ότι το Κόμμα απειλείτο από ρεβιζιονιστικές τάσεις και οι κύριοι αστικοί ταξικοί εχθροί ήταν οι ίδιοι οι παλιοί του σύντροφοι, όπως ο Λιου Σάο Σι, ο πρόεδρος της Κίνας και επιλεγμένος ως διάδοχος του Μάο στη δεκαετία του 1950. Κατά την ίδια περίοδο, οι σινοσοβιετικές σχέσεις επιδεινώνονταν, γεγονός που ενίσχυσε την απόφαση του Μάο: η ανάγκη μιας πολιτιστικής επανάστασης ήταν επείγουσα, αλλιώς η Κίνα, μετά τον θάνατό του, θα ακολουθούσε τον «ρεβιζιονιστικό» δρόμο της Σοβιετικής Ενωσης και ο καπιταλισμός θα ήταν η μόνη επιλογή.

Ο Μάο βρήκε τους έμπιστους υποστηρικτές του στην κομματική ηγεσία: τον Λιν Πιάο που ήταν ο αρχηγός του στρατού και τη σύζυγό του Τζιανγκ Τσινγκ μαζί με άλλους ριζοσπάστες στην Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος. Ετσι, ο Μάο ήταν έτοιμος για το πρώτο χτύπημα. Στις 16 Μαΐου του 1966, στο Πολιτικό Γραφείο του Κόμματος, ο Μάο εξέδωσε μια απόφαση: «Πρέπει να επικρίνουμε την αντιδραστική αστική ιδεολογία στον τομέα της ακαδημαϊκής κοινότητας, της παιδείας, των μέσων ενημέρωσης, των τεχνών, και της εκδοτικής βιομηχανίας, να αδράξουμε την ηγεσία στον τομέα του πολιτισμού… Οπωσδήποτε να εκκαθαρίσουμε τους εκπροσώπους της αστικής τάξης που κρύβονται μέσα στο Κόμμα, στην κυβέρνηση και στον στρατό… Οι άνθρωποι σαν τον Χρουστσόφ τώρα κοιμούνται δίπλα μας».

Αυτή ήταν η γνωστή «Ανακοίνωση της 16ης Μαΐου», που σηματοδότησε την έναρξη της Πολιτιστικής Επανάστασης.

Η ταραγμένη εποχή των ερυθροφρουρών

Η στρατηγική του Μάο ήταν να χρησιμοποιήσει τους ριζοσπάστες ηγέτες και τις μάζες για να επιτεθούν στους ρεβιζιονιστές. Τον ίδιο μήνα ίδρυσε το ανώτερο κέντρο της Επανάστασης, την «Κεντρική Ομάδα της Πολιτιστικής Επανάστασης», με όλα τα μέλη της από την φατρία της Τζιανγκ Τσινγκ. Κάτω από την εντολή της ΚΟΠΕ, ξεκίνησε ένα φοιτητικό κίνημα κατά των αστών δασκάλων και διαδόθηκε σε όλα τα σχολεία και πανεπιστήμια της Κίνας. Εμφανίστηκαν οι ερυθροφρουροί –«φρουροί που υπερασπίζονταν την ερυθρή εξουσία». Τα μέλη αυτών των φοιτητικών οργανώσεων κακοποίησαν με βία και ταπεινωτικό τρόπο τους «αστούς», καθηγητές, διανοούμενους, καλλιτέχνες κ.τ.λ. Οι ερυθροφρουροί εισέβαλλαν στα σπίτια των υπόπτων «ταξικών εχθρών» και άρπαζαν τα «αποδεικτικά στοιχεία». Στις παράνομες δημόσιες δίκες, οι «ταξικοί εχθροί» αναγκάστηκαν να φορέσουν τα χάρτινα καπέλα και τις πινακίδες με τα «εγκλήματά» τους γραμμένα πάνω. Μερικοί βασανίστηκαν μέχρι θανάτου. Μερικοί αυτοκτόνησαν. Επιπλέον, οι ερυθροφρουροί κατέστρεψαν όλα τα παλιά και συνεπώς αντεπαναστατικά αντικείμενα: αρχαία μνημεία, παραδοσιακά μαγαζιά, βιβλία…

Και ο Μάο τους ευλόγησε. Από τον Αύγουστο μέχρι τον Νοέμβριο του 1966, ο Μάο στην Πλατεία Τιενανμέν συναντήθηκε οκτώ φορές με τους συνολικά 11 εκατομμύρια ερυθροφρουρούς από όλη την Κίνα. Το πλήθος εκατομμυρίων νέων, κουνώντας το «κόκκινο βιβλίο» (οι αναφορές του Μάο) και φωνάζοντας «Ζήτω ο πρόεδρος Μάο!», αποτελεί μια τυπική εικόνα της Πολιτιστικής Επανάστασης.

Αλλά το κίνημα των ερυθροφρουρών έγινε ανεξέλεγκτο ακόμα και για τον Μάο. Σχεδόν από την αρχή του κινήματος, οι ερυθροφρουροί χωρίστηκαν σε δύο παρατάξεις που μάχονταν μεταξύ τους. Αυτοί που λέγονταν «βασιλόφρονες» προέρχονταν από τις οικογένειες στελεχών και στρατιωτών, ενώ οι άλλοι που λέγονταν «επαναστάτες» προέρχονταν από αστικές οικογένειες. Οι τελευταίοι άδραξαν την ευκαιρία της εκδίκησης για τις διακρίσεις και τις αδικίες που υπέφεραν χρόνια και σκόπευαν να καταστρέψουν το σύστημα που μέχρι τώρα ωφελούσε μόνο τους «βασιλόφρονες». Καθώς η Πολιτιστική Επανάσταση επεκτεινόταν, αυτές οι δύο παρατάξεις εμφανίστηκαν επίσης στους εργάτες και στις μάζες, κάνοντας περισσότερο ορατή τη διαίρεση στην κινεζική κοινωνία της δεκαετίας του 1960.

Οι «επαναστάτες» είχαν τον Μάο και τη σύζυγό του ως υποστηρικτές τους, ενώ οι «βασιλόφρονες» τον Λιου Σάο Σι. Με το απόλυτο πλεονέκτημα στον έλεγχο του Κόμματος, ο Μάο καταδίκασε τον Λιου ως «προδότη» και ο τελευταίος πέθανε από βασανιστήρια το 1969. Ο επόμενος διάδοχος του Μάο ήταν ο Λιν Πιάο από τον στρατό. Η φατρία της Τζιανγκ Τσινγκ έχασε σε αυτόν τον γύρο, για δύο λόγους: πρώτον, ο Μάο ανησυχούσε για την αναρχική τάση των οπαδών της Τζιανγκ, και δεύτερον, χρειαζόταν τη βοήθεια της συζύγου του στην Πολιτιστική Επανάσταση, αλλά ποτέ δεν σκόπευε να δημιουργήσει μια αυτοκράτειρα στην Κίνα.

Από το 1967 μέχρι το 1969, η πάλη για την εξουσία μεταξύ του Λιν Πιάο και της Τζιανγκ Τσινγκ οξυνόταν και στο επίπεδο των μαζών. Τον Ιανουάριο του 1967, ο Μάο κάλεσε τους «επαναστάτες» να καταλάβουν την εξουσία σε όλα τα κυβερνητικά όργανα και επομένως να οργανωθούν οι καινούργιες αρχές από τρεις δυνάμεις: τις μάζες, τον στρατό και τα «καλά» στελέχη. Οι λεγόμενες «μάζες», στην ουσία οι «επαναστάτες», πάλευαν να μονοπωλήσουν την εξουσία. Ο στρατός και τα στελέχη σχημάτισαν μια συμμαχία να αντεπιτεθούν. Ενας εμφύλιος πόλεμος ξεκίνησε. Σε ένα επεισόδιο στην πόλη Βουχάν, 184.000 σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν. Τον Αύγουστο του 1967, όταν οι «επαναστάτες» κατέλαβαν τα γραφεία της βρετανικής διπλωματικής αποστολής, ο Μάο συνειδητοποίησε ότι οι ερυθροφρουροί είχαν ξεπεράσει τα όρια. Προσπάθησε στα επόμενα δύο χρόνια να τους περιορίσει και τελικά έδωσε εντολή να εξοριστούν μαθητές και φοιτητές (ανάμεσα στους οποίους και όλοι οι ερυθροφρουροί) στις επαρχίες μια για πάντα. Συνολικά, 160.000 νέοι αναγκάστηκαν να αφήσουν τα σπίτια τους. Ετσι τον Απρίλιο του 1969, η ταραγμένη εποχή των ερυθροφρουρών τελείωσε και η φατρία της Τζιανγκ Τσινγκ αποδυναμώθηκε. Με τη βοήθεια του στρατού του Λιν Πιάο, ο Μάο αποκατέστησε σε κάποιο βαθμό την τάξη.

Η πάλη για την εξουσία και το τέλος του ιδεαλισμού

Το καλοκαίρι του 1970, η ανυπομονησία του Λιν Πιάο για να γίνει το νούμερο ένα της Κίνας ήταν τόσο προφανής που προκάλεσε την αντιπάθεια του Μάο. Ο ανήσυχος Λιν Πιάο προγραμμάτιζε να δολοφονήσει τον Μάο στις 12 Σεπτεμβρίου του 1971, σε ένα ταξίδι του τελευταίου στη νότια Κίνα. Η συνωμοσία διέρρευσε και ο Μάο επέζησε. Την ίδια νύχτα, ο Λιν Πιάο διέφυγε με ένα αεροπλάνο που τελικά συνετρίβη στην έρημο της Μογγολίας.

Ο γέροντας πια Μάο έπρεπε να βρει το συντομότερο δυνατόν έναν αξιόπιστο διάδοχο. Μην έχοντας κάποια καλύτερη επιλογή, τον Σεπτέμβριο του 1972 επέλεξε τον Γούανγκ Χονγκ Γούεν, έναν ριζοσπάστη ηγέτη της Σαγκάης, μόλις 36 ετών. Ο Γούανγκ αποδείχθηκε οπαδός της Τζιανγκ Τσινγκ και ο Μάο τελικά τον εγκατάλειψε. Ετσι, την άνοιξη του 1973, ο Μάο επανέφερε τον Ντενγκ Σιαοπίνγκ, ο οποίος είχε καταδικαστεί μαζί με τον Λιου Σάο Σι ως «καπιταλιστής». Το 1974, ο Ντενγκ έγινε ο de facto διαχειριστής της χώρας, τονίζοντας την ανάγκη για οικονομική επανόρθωση παρά την ταξική πάλη. Σύντομα ο Μάο κατάλαβε ότι ο Ντενγκ ήταν επικίνδυνος ρεβιζιονιστής και τον καταδίκασε ξανά. Τον Απρίλιο του 1976 ο Μάο επέλεξε για πέμπτη φορά τον διάδοχό του. Αυτή την φορά ήταν ο Χούα Γκούο Φενγκ, που είχε παραμείνει ουδέτερος στην πάλη της εξουσίας. Πέντε μήνες μετά, στις 9 Σεπτεμβρίου, ο Μάο, 83 χρόνων, πέθανε.

Αντιμετωπίζοντας την επιθετική φατρία της Τζιανγκ Τσινγκ, ο Χούα Γκούο Φενγκ στράφηκε προς τους βετεράνους για βοήθεια. Στις 6 Οκτωβρίου, σε ένα αναίμακτο πραξικόπημα, η συμμαχία του Χούα Γκούο Φενγκ και των βετεράνων συνέλαβε τα κύρια μέρη της φατρίας της Τζιανγκ Τσινγκ. Η Πολιτιστική Επανάσταση τελείωσε.

Μαζί τελείωσε και ο κομμουνιστικός ιδεαλισμός των Κινέζων. Οπως επιθυμούσε ο Μάο, η Πολιτιστική Επανάσταση σκότωσε την παλιά ψυχή της Κίνας: η κοινωνική ιεραρχία ανατρεπόταν, η παράδοση εγκαταλειπόταν και η ηθική ποδοπατούνταν. Το επαναστατικό πνεύμα σίγουρα είχε κάτι λάθος: εκατό εκατομμύρια Κινέζοι διώκονταν άδικα, η φιλοδοξία και τα εγκλήματα των ανώτερων ηγετών προκάλεσαν κρίση στην πίστη του λαού. Τελικά, η Πολιτιστική Επανάσταση άφησε την κινέζικη ψυχή άδεια. Και αυτό το κενό, θα το γέμιζε ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ με τον υλισμό, αφού επιτυχώς έδιωξε τον Χούα Γκούο Φενγκ και έγινε ο ισχυρός άνδρας της Κίνας το 1980. Η μεγαλύτερη ανησυχία του Μάο πραγματοποιήθηκε: ο καπιταλισμός ορθώθηκε στην Κίνα μετά τον θάνατό του.

* Η κ. Κατερίνα Γιουέ Γου είναι διδάκτωρ του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Πηγή: Η Καθημερινή

Νίκος Κ. Μιχαηλίδης: Οι ΗΠΑ, η Τουρκία και το αβέβαιο μέλλον

Παρά τις αναμενόμενες δημόσιες δηλώσεις και την καλλιέργεια προσδοκιών για βελτίωση των διμερών σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας, οι πραγματικότητες επί του εδάφους προς το παρόν δεν επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο. Οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή σε συνδυασμό με τις μεγαλοϊδεατικές, αυταρχικές και τυχοδιωκτικές πολιτικές της Άγκυρας στο εσωτερικό και στον άμεσο περίγυρό της, συνεχίζουν να αποτελούν πρόκληση για τη σταθερότητα της περιοχής και για αυτό που οι αρμόδιες αμερικανικές ελίτ ορίζουν ως εθνικό τους συμφέρον. Η απόκλιση των συμφερόντων ΗΠΑ-Τουρκίας είναι ένα υπαρκτό ζήτημα που δημόσια πλέον το συζητούν στελέχη αμερικανικών think tanks αλλά και Τούρκοι σχολιαστές και αναλυτές.  Η πρόσφατη εμπρηστική δήλωση στα τουρκικά ΜΜΕ του βουλευτή του ΑΚΡ Σαμίλ Ταγιάρ ότι το ΝΑΤΟ αποτελεί τρομοκρατική οργάνωση που απειλεί την Τουρκία, αποτελεί μια μικρή ένδειξη του κλίματος που επικρατεί στις διμερείς σχέσεις.Παρόλα αυτά,για ορισμένους Αμερικανούς σχεδιαστές πολιτικής η στενότερη συνεργασία των ΗΠΑ με την Τουρκία θα παραμείνει μια δελεαστική αλλά ουτοπική προοπτική.

Τα στελέχη της κυβέρνησης του κ. Τραμπ που θα ασχοληθούν με την εξωτερική πολιτική και την πολιτική άμυνας και ασφάλειας, είναι αμφίβολο πλέον αν θα παραμείνουν εγκλωβισμένα στον παραδοσιακό μύθο περί «αμερικανοτουρκικής εταιρικής σχέσης» παρέχοντας νομιμοποίηση σε ένα αυταρχικό καθεστώς που υπονομεύει τα αμερικανικά συμφέροντα. Αυξάνονται οι φωνές στην Ουάσινγτον που καλούν τους αρμοδίους να αναγνωρίσουν την έκταση των πραγματικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η κοινωνία και το πολιτικό σύστημα της Τουρκίας και να κατευθύνουν την ενέργειά τους στην αντιμετώπιση του προβλήματος της συνεχούς διάβρωσης της δημοκρατίας, που οδηγεί σε περαιτέρω αποσταθεροποίηση τη γειτονική χώρα και αυξάνει τον κίνδυνο αστάθειας σε όλη την περιοχή.

Παρά τις προσεκτικές δημόσιες τοποθετήσεις στελεχών της αμερικανικής διοίκησης, είναι πλέον κοινά αποδεκτό ότι Ουάσινγκτον και Άγκυρα διαφωνούνκάθετασεστρατηγικήςσημασίας ζητήματα που αφορούν τη Μέση Ανατολή. Η προσπάθεια των ΗΠΑ να περιθωριοποιήσουντοισλαμικόκράτος (ISIS) μέσα από συνεργασίες με ομάδες στις οποίες περιλαμβάνεται και το κουρδικό YPG έχουν προκαλέσει πανικό στην Άγκυρα. Η σταδιακήνομιμοποίησητωνκουρδικώνενόπλωνομάδωνκαι του πλουραλιστικού, δημοκρατικού ιδεώδους που εκπροσωπούν, προκαλεί τριγμούς σε ένα καθεστώς που επί δεκαετίες στηρίχθηκε στη βίαιη καταστολή των κουρδικών αιτημάτων αλλά και των γενικότερων αιτημάτων εκδημοκρατισμού. Αυτή η περίπλοκη κατάσταση δεν φαίνεται να αλλάζει στο άμεσο μέλλον.

16409614_811161135705768_1806241140_oΤουρκική εξωτερική πολιτική

Η Τουρκία, σε συνεργασία με το Κατάρ και τη Σαουδική Αραβία, ενίσχυσετζιχαντιστικέςτρομοκρατικέςομάδες προκειμένου να ανατρέψει τον πρόεδρο της Συρίας Μ.Άσαντ και να εγκαταστήσει στη χώρα μια φιλοτουρκική σουνιτική κυβέρνηση. Έτσι θα έθετε υπό τον πλήρη έλεγχό της τους διαδρόμους διακίνησης φυσικού αερίου και πετρελαίου προς τη Μεσόγειο και την Ευρώπη αλλά και θα περιόριζε τις πιθανότητες αυτονόμησης των Κούρδων της βόρειας Συρίας.Η παρέμβαση όμως του Ιράν και της Ρωσίας καθώς και η καθοριστική αντίσταση και η αυξανόμενηδιεθνήςνομιμοποίησητωνκουρδικώνενόπλωνομάδωντης περιοχής, ανέκοψαν τις μεγαλοϊδεατικές τουρκικές επιδιώξεις. Η Τουρκία ταπεινωμένη, αναγκάστηκε να ευθυγραμμιστεί με τις ρωσικές πολιτικές προτεραιότητες, προσπαθώντας παράλληλα να εμποδίσει την περαιτέρω ενίσχυση των Κούρδων.Μετά από αυτή τη δραματική αλλαγή στρατοπέδου, η Σαουδική Αραβία κατηγόρησε ευθέως την Άγκυρα ότι πρόδωσε τη συμμαχία τους. Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά στην ιστορία που οι τουρκικές πολιτικές ελίτ προδίδουν τους συμμάχους τους προκειμένου να διασώσουν τον εαυτό τους.

Η τρέχουσα τουρκική εξωτερική πολιτική, που διαμορφώνεται και ασκείται υπό τον φόβο και την ανασφάλεια ενός αυταρχικού προέδρου, στοχεύειπρωτίστωςστηνενδυνάμωσητηςθέσηςτουτουρκοσουνιτικού καθεστώτος στο εσωτερικό της χώρας. Ο αυξανόμενος αυταρχισμός του ΑΚΡ, οι διαδικασίες αλλαγής του πολιτειακού καθεστώτος, οι διώξεις κατά της δημοκρατικής αντιπολίτευσης και των ΜΜΕ, ο πόλεμος με το Εργατικό Κόμμα Κουρδιστάν (ΡΚΚ), η επέκταση αυτού του πολέμου στη Συρία καθώς και η διεθνής κρατική τουρκική εκστρατεία εναντίον του ισλαμιστή κληρικού Φετουλάχ Γκιουλέν είναι τμήματα της ίδιας πολιτικής ατζέντας.Το καθεστώς Ερντογάν προετοιμάζεται για μεγαλύτερης έκτασης πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον του ΡΚΚ στο εσωτερικό της χώρας ενώ υπάρχουν πληροφορίες και για σχεδιαζόμενη επέμβαση στις βάσεις της οργάνωσης στο βόρειο Ιράκ περί τα τέλη Μαρτίου, πριν από το σχεδιαζόμενο δημοψήφισμα. Μια τέτοια επέμβαση, παρόμοια με αυτή στη βόρεια Συρία, θα πυροδοτήσει σφοδρές αντιδράσεις από διαφορετικές πλευρές.

Επιπλέον ο σουνίτης πρόεδρος Ερντογάν, εκτός από την ενίσχυση της προσωπικής του εξουσίας, επιχειρεί, με βάση σεκταριστικά θρησκευτικά πρότυπα και αξίες, να αλλάξει ριζικά την Τουρκία και τον ρόλο της στον κόσμο. Η αυτοανακήρυξή του σε προστάτη των απανταχού μουσουλμάνων και η διαρκής κριτική του στην«κακή ιμπεριαλιστική Δύση» και ειδικά ο ανοιχτά εκφραζόμενος αντιαμερικανισμός του, είναι μέρος της προσπάθειάς του να νομιμοποιηθεί και να βρει διεθνή στηρίγματα σε χώρες και ακροατήρια όπου τα αντιδυτικά αισθήματα είναι έντονα. Σε πρόσφατο ταξίδι του σε χώρα της Αφρικής δεν έχασε την ευκαιρία να κατηγορήσει και πάλι τη Δύση για τις ανισότητες και τους πολέμους στον πλανήτη και να παρουσιάσει τη χώρα του ως δήθεν προστάτη των φτωχών και κατατρεγμένων του κόσμου. Παραβλέποντας βέβαια τις τρομακτικές ανισότητες, την ωμή βία και την κασταστολή που το καθεστώς του έχει επιβάλλει στην ίδια του τη χώρα. Σε αυτή την αντιδυτική του υστερία ο Ερντογάνδεν είναι μόνος. Πολιτικό Ισλάμ και παραδοσιακοί Κεμαλιστές ταυτίζονται απόλυτα όσον αφορά τα άκρως αρνητικά αισθήματά τους έναντι της Ε.Ε και των ΗΠΑ λόγω της στάσης τους έναντι των Κουρδικών ομάδων στην περιοχή και της δίκαιης κριτικής τους στον πολιτικό αυταρχισμό και στην ωμή καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όλα τα παραπάνω θα συνεχίσουν να προκαλούν σοβαρές τριβές στις σχέσεις Ουάσινγκτον-Άγκυρας.

Η άκρως σεκταριστική και διχαστική ρητορική  Ερντογάν στο εσωτερικό της χώρας, η άμεση και έμμεση ενίσχυση των τζιχαντιστών, οι μαζικές συλλήψεις και φυλακίσεις αντιφρονούντων, η υπονόμευση της οικονομίας λόγω διαφθοράς και οιαντιδυτικές του κορώνες, ρίχνουν τους σπόρους μιας αιματηρής εμφύλιας σύγκρουσης. Η δημιουργία ενός αληθινά δημοκρατικού καθεστώτος στην Τουρκία και η επάνοδος στη σταθερότητα και στην ομαλότητα θα πάρει χρόνο και αναπόφευκτα θα απαιτήσει ανασχεδιασμό της αμερικανικής πολιτικής προς τη γειτονική χώρα. Αυτό προϋποθέτει αλλαγή του τρόπου με τον οποίο πολλοί αμερικανοί ιθύνοντες σκέφτονται και κατανοούν τις εσωτερικές δυναμικές και τη φυσιογνωμία της Τουρκίας καθώς και απαλλαγή από ορισμένους μύθουςκαι παραδοχές οι οποίες κυριαρχούν στο πεδίο των αμερικανοτουρκικών σχέσεων μέχρι και σήμερα.

Αμερικανικοί μύθοι και αδιέξοδα.

Μια σειρά από αμερικανικές κυβερνήσεις, Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών, σκέφτονταν και δρούσαν στηριζόμενες σε μιαν υπερβολική πίστη στο ρόλο και στις δυνατότητες της Τουρκίας και στη βοήθεια που πίστευαν πως η Άγκυρα μπορούσε και επιθυμούσε να τους παράσχει στην αντιμετώπιση κρίσιμων γεωπολιτικών προκλήσεων. Αυτή η υπερβολική εμπιστοσύνη στο ρόλο, στις επιθυμίες και στις δυνατότητες της Τουρκίας οδήγησε πολλέςφορέςστηνεξάντλησησημαντικούκεφαλαίουεκμέρουςτης αμερικανικής διπλωματίας στην προσπάθειά της να κερδίσει την τουρκική συνεργασία και συμβολή, χωρίς τα επιθυμητά αποτελέσματα.

Μέσα σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο, οποιαδήποτε απόπειρα της Ουάσινγκτον να απαλύνει τις φοβίες και τις ανασφάλειες του Ερντογάν για να δημιουργήσει διαύλους επικοινωνίας και συνεργασίας με το καθεστώς του, θα δυσχεράνει τις μεταξύ τους σχέσεις.  Ακόμα και στην περίπτωση που οι ΗΠΑ αποφάσιζαν να ικανοποιήσουν τα δύο βασικά αιτήματα της τουρκικής κυβέρνησης, δηλαδή  να εκδόσουν στην Τουρκία τον Φετουλάχ Γκιουλέν και να διακόψουν τη συνεργασία με το κουρδικό YPG στη Βόρεια Συρία, θα ήταν αφελές να προσδοκούν ότι ο Ερντογάν θα αλλάξει στάση. Ένα τέτοιο δώρο θα ενίσχυε το αυταρχικό καθεστώς και τον ίδιο προσωπικά, καθιστώντας τον περισσότερο αλαζονικό στο εσωτερικό αλλά και επιθετικό  προς τον άμεσο διεθνή περίγυρώ του. Αυτή η εξέλιξη θα υπέσκαπτε περαιτέρω τη σταθερότητα της γειτονικής χώρας και θα πυροδοτούσε μεγαλύτερες εντάσεις στη Μέση Ανατολή.

Δεν είναι μόνο η έλλειψη επαρκών επιβαρυντικών στοιχείων και οι περίπλοκες νομικές διαδικασίες που δυσκολεύουν την έκδοση Γκιουλέν στην Άγκυρα. Παρά το ότι το δίκτυο του τούρκου ιμάμη έχει υποστεί σοβαρή ζημία και έχει χάσει σημαντικό μέρος της δύναμής του στο εσωτερικό της Τουρκίας, παραμένει ιδιαίτερα ισχυρό και με επιρροή σε αρκετές ισλαμικές χώρες. Το δίκτυο Γκιουλέν παρέχει δυνητικά στις ΗΠΑ ένα χρήσιμο εργαλείο επικοινωνίας και επιρροής σε τμήματα του ισλαμικού κόσμου. Έτσι η Ουάσινγκτον δεν έχει να κερδίσει πολιτικά από την παράδοση του ηγέτη και τη διάλυση του παγκόσμιου θεολογικού, κοινωνικού και πολιτικού του δικτύου. Επιπλέον στη μάχη κατά του ισλαμικού κράτους οι ΗΠΑ βλέπουν στην κουρδική οργάνωση YPG της βόρειας Συρίας έναν πιστό και αποτελεσματικό σύμμαχο τον οποίο δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν για να ικανοποιήσουν τα τουρκικά μαξιμαλιστικά αιτήματα.

Έχει πλέον καταστεί σαφέις Ουάσινγκτον και Άγκυρα δεν μοιράζονται τις ίδιες αξίες και στρατηγικές προτεραιότητες. Έτσι δεν υπάρχει κάτι που οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να προσφέρουν στον Ερντογάν προκειμένου να τον καταστήσουν έναν λογικό και συνεργάσιμο εταίρο. Επιπλέον οι αμερικανοί ιθύνοντες θα πρέπει να απαλλαγούν από την ψευδαίσθηση ότι οι ΗΠΑ χρειάζονται την Τουρκία περισσότερο από ότι η τελευταία τις πρώτες.Μια τέτοια ψευδαίσθηση τις καθιστά όμηρο της τουρκικης αλαζονείας και του μεγαλοϊδεατισμού. Οι αμερικανοί αναλυτές φαίνεται πως άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι η αυξανόμενηισχύςτουΕρντογάνδενενισχύει αλλά υποσκάπτει τη σταθερότητα της Τουρκίας και τη δημοκρατική προοπτική της, ενώ παράλληλα μειώνει τις πιθανότητες η Άγκυρα να συμπεριφερθεί υπεύθυνα και με σεβασμό στο διεθνές δίκαιο. Η νέα κυβέρνηση του κ.Τράμπ θα πρέπει να αντιμετωπίσει αυτό το ενοχλητικό τουρκικό παράδοξο γνωρίζοντας επιπλέον ότι η παρούσα συμμαχία ισλαμιστών και κεμαλιστών εθνικιστών δεν μπορεί να αποτελέσει έναν αξιόπιστο και αποτελεσματικό εταίρο στην αντιμετώπιση των προκλήσεων στη Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο. Πολιτικοί αναλυτές στις ΗΠΑ από τον χώρο των think tanks εκτιμούν ότι η χώρα τους δεν έχει πλέον την πολυτέλεια να θεωρεί την Τουρκία σύμμαχο, παρά τις περίτουαντιθέτουδημόσιεςδηλώσειςτων αρμοδίων. Έτσι μια νέα αμερικανική πολιτική για την Τουρκία, ανάμεσα στα άλλα, θα επιχειρήσει να περιορίσει τις αρνητικές επιπτώσεις από την απόκλιση των αμερικανοτουρκικών συμφερόντων και να βοηθήσει την Τουρκία, όσο μπορεί, ώστε να μην οδηγηθεί σε περαιτέρω αστάθεια και τυχοδιωκτισμούς, παρασύροντας στόχος τη δική της κοινωνία και ολόκληρη τη Μέση Ανατολή. Το αν η Ουάσινγκτον τα καταφέρει είναι κάτι που θα φανεί στους επόμενους μήνες.

Ο κ. Νίκος Κ. Μιχαηλίδης είναι διδάκτωρ ανθρωπολογίας του πανεπιστημίου Princeton και έχει διεξάγει πολυετή επιτόπια έρευνα στην Τουρκία.

Πηγή: Το Βήμα

Ιωάννης Καποδίστριας: Ο Έλληνας Διπλωμάτης που άλλαξε τον ρου της Ιστορίας

Όταν σήμερα ομιλούμε για το διπλωματικό έργο του Ιωάννη Καποδίστρια δεν θα πρέπει να αναφερόμαστε σε αυτό ωσάν να ήταν ένα ιστορικό απολίθωμα, αναχρονιστικό και ξεθωριασμένο, αλλά ως μια ζώσα πνευματική και ιστορική πηγή, ανεξάντλητη στον χρόνο, από την οποία ασυγκράτητα αναβλύζουν όλα εκείνα τα ευγενή ιδανικά του τόπου μας και δίνουν πνοή ζωής στην ύπαρξή μας.

Αν θα πρέπει ιστορικά να απαντηθεί το πώς ο Καποδίστριας κατάφερε να επιτύχει τελικά τον σκοπό του σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο δημιουργώντας τις προϋποθέσεις να αναγνωριστεί η Ελλάδα διεθνώς ως ανεξάρτητο κράτος, παρά τις μηχανορραφίες και τις ραδιουργίες που υφάνθηκαν εις βάρος του, ιδίως από το λεπτό νήμα της αυστριακής διπλωματίας, αυτή θα ερχόταν σίγουρα από την επιστολή που έγραψε ο καγκελάριος της Αυστρίας πρίγκιπας Κλήμης φον Μέττερνιχ στη Δωροθέα Lieven:

«Τότε μονάχα θα μπορέσω να κοιμηθώ ήσυχα, όταν ο Καποδίστριας θα έχει θανατωθεί! Ενόσω ζει, θα είναι πάντοτε επικίνδυνος. Όμως, για να ειπώ την αλήθεια, αυτός είναι ένας έντιμος και πολύ χρήσιμος άνθρωπος, ενώ εγώ; Ο μόνος αντίπαλος που δύσκολα ηττάται είναι ο απόλυτα έντιμος άνθρωπος, και τέτοιος είναι ο Καποδίστριας».

Η ιστορική αυτή διαμάχη μεταξύ των δύο αυτών ανδρών ήταν διαμάχη μεταξύ δύο κόσμων. Ο Μέττερνιχ υπήρξε ένας πολιτικός πάντοτε πιστός στις αρχές της Ιεράς Συμμαχίας και της διατήρησης της νομιμότητας στην Ευρώπη. Ένας ακραιφνής οπαδός της πολιτικής της καταπιέσεως και της επιβολής της βίας έναντι σε κάθε απελευθερωτικό κίνημα. Από την άλλη μεριά, η προσέγγιση του Καποδίστρια στο θέμα της επεμβάσεως των μεγάλων δυνάμεων στα επαναστατικά κινήματα των μικρότερων και ασθενέστερων λαών της Ευρώπης υπήρξε ριζικά αντίθετη, όχι μόνο ως προς τους τρόπους, αλλά κυρίως ως προς τα μέσα καταστολής τους. Ο Καποδίστριας χωρίς να επικροτεί τις επαναστάσεις, εν τούτοις τασσόταν υπέρ της αρχής της μη ένοπλης επεμβάσεως και θεωρούσε πως αυτές οι επαναστάσεις έπρεπε να αντιμετωπιστούν με σταδιακές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα λαμβάνουν υπόψιν κυρίως την παραχώρηση Συντάγματος και Συνταγματικών ελευθεριών, τη λαϊκή κυριαρχία και την πολιτική και εθνική ανεξαρτησία των λαών.

Ένα τέτοιο ιστορικό παράδειγμα αποτελεί το ζήτημα της Νεάπολης, όπου εκεί ο Καποδίστριας πρότεινε ως λύση την αλλαγή κυβερνητικού συστήματος εν αντιθέσει προς τον Μέττερνιχ ο οποίος έβλεπε ως μοναδική λύση την ένοπλη επέμβαση. Αλλά δεν είναι και το μόνο. Στο συνέδριο του Aachen, το 1818, ο Καποδίστριας αγωνίστηκε με παρρησία και σθεναρότητα για τις αξίες και τις ελευθερίες των μικρότερων κρατών, όπως η Ισπανία και η Ιταλία, ασχέτως αν οι προσπάθειές του δεν τελεσφόρησαν επειδή δεν ταυτίζονταν με τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής.

Οφείλει να μην παροραθεί το γεγονός ότι ο Καποδίστριας σε εκείνο το συνέδριο, παρά τις σθεναρές αντιρρήσεις του Μέττερνιχ, κατάφερε να πείσει τους αντιπροσώπους των μεγάλων Δυνάμεων να αποσύρουν τα στρατεύματα κατοχής από την ηττημένη Γαλλία και ταυτοχρόνως να περιορίσει τις οικονομικές απαιτήσεις των νικητών διασώζοντας τη Γαλλία από την οικονομική κατάρρευση. Ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προσέφερε στον Καποδίστρια ένα πολύ σημαντικό χρηματικό ποσό. Ο Καποδίστριας όμως αρνήθηκε κατηγορηματικά. Και όταν εκείνοι επέμειναν, τότε ο Καποδίστριας τους ζήτησε να προσφέρουν από ένα αντίτυπο όσων βιβλίων υπήρχαν διπλά στη βιβλιοθήκη των Παρισίων για τις βιβλιοθήκες που σκόπευε να ιδρύσει στην Ελλάδα.

«Το περιττόν σας είπε, θα γίνει κεφάλαιον της βιβλιοθήκης την οποίαν επιθυμώ να συστήσω εις την πατρίδα μου και άλλο ουδέν υπάρχει εις εμέ χαριέστερον.»

Την ίδια προσπάθεια κατέβαλε και στα συνέδρια του Troppau και του Laibach το 1820 και 1821 τα οποία συνήλθαν προκειμένου να αντιμετωπιστούν από τις Μεγάλες Δυνάμεις τα λεπτής και ίσως εύθραυστης ισορροπίας ζητήματα για τις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις που προέκυψαν μετά την έκρηξη των επαναστάσεων αρχικώς στην Ισπανία και στην Νεάπολη και κατόπιν στο Πεδεμόντιο, καθώς και στο συνέδριο της Βιέννης όπου ο Καποδίστριας αγωνίστηκε για την βελτίωση των συνθηκών ζωής των μαύρων, την κατάργηση του δουλεμπορίου και της δουλείας στις ακτές της Αφρικής. Οι σύνεδροι ταυτίστηκαν πλήρως με τις ανθρωπιστικές ιδέες του Καποδίστρια και υιοθέτησαν τις προτάσεις του διακηρύσσοντας ότι το εμπόριο των νέγρων αντιτασσόταν στους νόμους της ανθρωπότητας και του δημόσιου ήθους.

Η ιστορική αυτή διαμάχη μεταξύ των δύο αυτών ανδρών ήταν διαμάχη μεταξύ δύο κόσμων.

 
 

Ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν ο διπλωμάτης που με το πάθος του για την ελευθερία, το απροσκύνητο ήθος και την ευρεία μόρφωση άλλαξε άπαξ διά παντός τον ρου της Ευρωπαϊκής Ιστορίας υπέρ της Ελλάδος, η απελευθέρωση της οποίας σήμανε την αρχή της αφύπνισης και των υπόλοιπων αδύναμων και κατατρεγμένων λαών της Ευρώπης που ζούσαν εγκλωβισμένοι στον ιστό της διατήρησης της ισορροπίας ισχύος της Ιεράς Συμμαχίας. Ο πρώτος κυβερνήτης της χώρας αφιέρωσε την ζωή του στην Ελλάδα με περισσή αυταπάρνηση, εντιμότητα και προσηνή απλότητα και εκείνη με προθυμία του την πήρε. Και μαζί του πήρε μακριά από τούτο τον τόπο και τον ελεύθερο άνθρωπο, δηλαδή τον κριτικά σκεπτόμενο. Όχι τον εκ πεποιθήσεως αντιδραστικό αλλά τον εξ ανάγκης φιλαλήθη. Και τέτοιοι άνθρωποι από την εποχή του Σωκράτη διώκονται απηνώς ή χαρακτηρίζονται ως «τύραννοι» όπως αποκαλούσε η αντιπολίτευση της εποχής τον Καποδίστρια. Ο δε ποιητής Αλέξανδρος Σούτσος έγραφε λίγο πριν τη δολοφονία του:

Τρέμε τύραννε.
Η ώρα του θανάτου σου σημαίνει
Η οργή του Έθνους όλου, η οργή μου σε προσμένει.
Στον ναόν που θα μολύνεις τρέχω να παραμονεύσω,
Τρέχω τρέχω στου Υψίστου τον βωμόν να σε φονεύσω.
Έρχεται… Τον προμηνύουν σάλπιγγες και μουσική.
Έρχεται… Τον προπομπεύει μισθοφόρος φυλακή.
Μιμητής του Αρμοδίου και Αριστογείτων νέος,
Σκέπασε, Μαυρομιχάλη, το σπαθί σου με μυσρίνη
Τον προδότη της πατρίδος κτύπα… Κτύπα και γενναίως
Πέθανε καθώς εκείνοι.

Φέτος, συμβολικά στις 11 Φεβρουαρίου, ημερομηνία γεννήσεως του πρώτου κυβερνήτη της χώρας, εορτάστηκαν στην παλαιά Βουλή των Ελλήνων τα 240 χρόνια από τη γέννηση του Ιωάννη Καποδίστρια. Του δικού μας Γιάννη Αγιάννη. Του ανθρώπου που αγάπησε, καλλώπισε και ευεργέτησε τον τόπο του όσο ελάχιστοι και για την αγάπη του αυτή, ανταμείφθηκε από τους συντοπίτες του με σφαίρες. Σφαίρες οι οποίες τελικά βρήκαν ευθεία στην καρδιά τον ίδιο μας τον εαυτό. Έκτοτε, ψάχνουμε σαν στοιχειά, απελπισμένα να τον βρούμε, αλλ’ ανάσασιν καμιά και όπου κι αν τον ψάξαμε είπαν όλοι με ένα στόμα πως θα μας βοηθούσαν, αλλά μας γέλασαν οικτρά.

Πηγή: Πέτρος Καψάσκης – Huffigton Post Greece