Skip to main content

Ιωάννης Κ. Χασιώτης: Η ιστορική σημασία της ναυμαχίας της Nαυπάκτου σήμερα

Ιωάννης Κ. Χασιώτης

Η ιστορική σημασία της ναυμαχίας της Nαυπάκτου σήμερα

 

Ποια μπορεί να είναι σήμερα η ιστορική θεώρηση ενός πολεμικού γεγονότος που συνέβη πριν από τεσσερισήμισι αιώνες και που, παρά τον θεαματικό του χαρακτήρα, έμεινε (σύμφωνα με τις περισσότερες εκτιμήσεις) “νίκη χωρίς επαύριον”; Γιατί το μεγαλύτερο μέρος των σύγχρονων μη περιγραφικών αναλύσεων της ναυμαχίας στα νησιά Εχινάδες στις 7 Οκτωβρίου 1571 (που καθιερώθηκε ως “της Nαυπάκτου”) αναλώθηκε στην αμφισβήτηση της διαχρονικής της σημασίας και συνακόλουθα και της υπερθετικής εκτίμησης του Θερβάντες (αλλά και πολλών άλλων συγχρόνων του) για την πιο κορυφαία στιγμή που είδαν ποτέ οι περασμένοι ή οι σημερινοί καιροί ή που θα δούν οι μελλούμενοι; H αμφισβήτηση αυτή ξεκίνησε από την εποχή του Bολταίρου και συνεχίστηκε για περισσότερο από ενάμιση αιώνα. Αλλά ως τον Μεσοπόλεμο είχε μάλλον αφετηρία ιδεολογικο-πολιτική, όχι άσχετη με την αντι-ισπανική προπαγάνδα (την περιβόητη “leyenda negra”). Επειδή η Ισπανία του Φιλίππου Β΄είχε ουσιαστικά (μαζί με τη Βενετία) εισπράξει το μέγιστο τμήμα της δόξας της χριστιανικής νίκης της Nαυπάκτου, οι αντίπαλοι του μοναρχικού απολυταρχισμού άρχισαν να αμφισβητούν και τη σημασία των στρατιωτικών επιτευγμάτων των Αψβούργων και ιδιαίτερα του ισπανικού τους κλάδου. Aλλά η σοβαρότερη –και συστηματικότερη– υποβάθμιση της σημασίας της ναυμαχίας άρχισε κυρίως στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, και οφείλεται στη θεμελιακή αλλαγή των προτεραιοτήτων της σύγχρονης ιστοριογραφίας. Eννοώ την υποβάθμιση της αποκαλούμενης “συμβαντολογικής” ιστορίας (histoire événémentielle), και μάλιστα της πολιτικής, υπέρ των ιστορικών φαινομένων “μακράς διάρκειας” (longue durée), όπως είναι π.χ. οι κοινωνικοί και οικονομικοί μετασχηματισμοί ή έστω οι μέσης διάρκειας μεταλλαγές των μεγάλων γεωστρατηγικών συσχετισμών και των ιδεολογιών ή ακόμα περισσότερο οι κλιματικές αλλαγές και οι δημογραφικές αναστατώσεις. Με δυο λόγια η ιστοριογραφία, τουλάχιστον η λεγόμενη μετανεωτερική, θεωρεί ότι η ενασχόληση με τα απλά γεγονότα –και μάλιστα τα στρατιωτικά και τα πολιτικά– δεν προάγει τον ιστορικό μας προβληματισμό, αλλά μάλλον μας αποπροσανατολίζει σε προσεγγίσεις επιφανειακές και συναισθηματικές. Με βάση τα κριτήρια αυτά πολλοί ιστορικοί, ανάμεσά τους και Έλληνες, θεωρούν ότι η ενασχόληση με τη ναυμαχία της Nαυπάκτου είναι ιστοριογραφικά τουλάχιστον “παλαιομοδίτικη”. Ο σκεπτικισμός μάλιστα αυτός για τη σημασία της θα πρέπει, σε μερικές τουλάχιστον περιπτώσεις, να συνδυαστεί και με την εμμονή που χαρακτηρίζει ένα τμήμα της νεωτερικής (ή μετανεωτερικής) ιστοριογραφίας να απομυθοποιεί υπαρκτούς ή και ανύπαρκτους εθνικούς μύθους.

Το οξύμωρο είναι ότι η αντίληψη αυτή στηρίχτηκε ουσιαστικά στη μελέτη και το έργο τού Γάλλου ιστορικού που επανέφερε στην ιστοριογραφική επικαιρότητα τη “Ναύπακτο” (Lépante/Lepanto), αφιερώνοντας μεγάλο τμήμα του καλύτερου έργου του στα πριν και τα μετά τη ναυμαχία: εννοώ τον Fernand Braudel και το τρίτο μέρος (το “παραδοσιακό” και, κατά τη γνώμη μου, το πληρέστερα τεκμηριωμένο) της μνημειώδους μελέτης του για τη Μεσόγειο κατά τον 16ο αιώνα (Braudel, 1966). Και όχι μόνον αυτό: στα επόμενα χρόνια ο Braudel χρειάστηκε να επανέλθει επανειλημμένα στο ίδιο θέμα (με διάφορες αφορμές), κυρίως με τη μελέτη του για τα υπέρ και τα κατά της ναυμαχίας (Braudel, 1974).

Fernand Braudel (1902 – 1985).

Η βασική θέση τού Braudel για τα γεγονότα και για τα πρόσωπα είναι ότι φωτίζουν μόνον πρόσκαιρα την εποχή τους και δεν είναι αυτά που καθορίζουν την εξέλιξη της ιστορίας, αλλά οι συνθήκες που τα επηρεάζουν, οι οποίες συχνά είναι υποδόριες, κάτω από την επιφάνεια των γεγονότων. Μάλιστα ο Αμερικανός Andrew C. Hess (Hess, 1972), θεωρεί ότι ο Braudel υπερεκτίμησε τη ναυμαχία, με την τάση του να της προσδώσει παρόμοια εικόνα με εκείνη των “previous imperial histories”, ίσως επειδή δεν είχε πρόσβαση στα αρχεία της άλλης πλευράς, της οθωμανικής. Ο Hess είχε δίκιο, αλλά μόνο όταν αναφέρεται στο γεγονός ότι ο Braudel δεν αμφισβήτησε ποτέ την αξία των γεγονότων στην Ιστορία· απλώς επιχείρησε να τα οργανώσει στο ιστορικό αφήγημα με διαφορετικό τρόπο, συνδέοντάς τα ή και εξαρτώντας τα από άλλους παράγοντες, όπως είναι π.χ. η οικονομία ή ακόμα και οι ανθρώπινες συμπεριφορές και νοοτροπίες. Σε τελευταία ανάλυση ο Hess υποβάθμισε τη ναυμαχία ex silentio: με το κριτήριο ότι τα οθωμανικά αρχεία (που δείχνει να τα συμβουλεύτηκε) δεν είχαν την αφθονία των στοιχείων που θα πιστοποιούσαν τη μεγάλη απήχηση της τουρκικής ήττας στην ίδια την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Η βιβλιογραφία που ακολούθησε επιβεβαίωσε την εφεκτική προσέγγιση του γεγονότος από τον καλύτερα βέβαια ενημερωμένο Braudel, ακυρώνοντας ουσιαστικά τις υποτιμητικές απόψεις τού Hess και των όχι λίγων ομοϊδεατών του. Η ακύρωση μάλιστα προήλθε από τον κορυφαίο Γάλλο τουρκολόγο R. Mantran (Mantran, 1973), αλλά και από τον Τούρκο ιστορικό Onur Yildirim (Yildirim, 2007). Ο Yildirim, μολονότι δεν θεώρησε τη “Ναύπακτο” ως απαρχή της κατάρρευσης της οθωμανικής δύναμης (τη μετέθεσε, όπως οι περισσότεροι, στη δεύτερη πολιορκία της Βιέννης του 1683), εκτίμησε τη ναυμαχία ως αφετηρία εσωτερικών οικονομικών αναστατώσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, κυρίως με την αύξηση των φορολογικών επιβαρύνσεων των υπηκόων της, που ευνόησε αλλεπάλληλες εξεγέρσεις και ανταρσίες εναντίον της Υψηλής Πύλης. Η θέσεις του Yildirim δικαιώνουν ως ένα βαθμό και μιαν ανάλογη δική μου προσέγγιση, που είχε διατυπωθεί αρκετά χρόνια νωρίτερα (Hassiotis, 1978, 2001): ότι δηλαδή μετά τη “Ναύπακτο” άρχισαν, για οικονομικούς και άλλους εσωτερικούς διοικητικούς και εξωτερικούς λόγους, να εντείνονται τα αντιτουρκικά κινήματα σε διάφορες περιοχές της οθωμανικής επικράτειας, ιδιαίτερα στην ελληνική χερσόνησο.

Giorgio Vasari, La battaglia di Lepanto, 1572-1573, Sala Regia, Πόλη του Βατικανού.

Οι αντιτιθέμενες απόψεις διαφαίνονται και στα σχετικά πρόσφατα έργα που αφιερώθηκαν στη ναυμαχία και τα οποία δείχνουν ανανεωμένο ιστοριογραφικό ενδιαφέρον για το γεγονός. Για το απροσδόκητο αυτό ενδιαφέρον υπάρχουν διάφορες ερμηνείες: Σύμφωνα με τους σκεπτικιστές, αλλά και μερικούς σοβαρούς ιστορικούς (που δεν ασχολήθηκαν όμως συστηματικά με τη “Ναύπακτο”) η ναυμαχία δεν θα πρέπει να εκτιμάται ιδιαίτερα, επειδή η πληθωρική σχετική βιβλιογραφία δεν διολισθαίνει μόνο σε μελέτες της “παλαιάς ιστοριογραφικής κοπής”, αλλά επιπλέον εξυπηρετεί αλλότριους και όχι καθαρά επιστημονικούς στόχους: προβάλλει τη σύγχρονη ισπανική και ιταλική εθνικιστική ιστοριογραφία, εξαίρει τον ιστορικό ρόλο της Αγίας Έδρας και γενικότερα των ρωμαιοκαθολικών δυνάμεων στη χριστιανική νίκη και υπερτιμά μονομερώς την υπεροχή του δυτικού ευρωπαϊκού πολιτισμού έναντι του ανατολικού, ιδιαίτερα του ισλαμικού. Τέλος υπάρχουν και δημοσιεύματα που είναι ευκαιριακά: αφορμούνται από επετειακές εκδηλώσεις διαφόρων ιταλικών και ισπανικών πόλεων (παραλείπουν, προφανώς αγνοώντας τες, τη δική μας Ναύπακτο και την Κεφαλονιά), που έχουν μάλλον χαρακτήρα συναισθηματικό, τοπικιστικό, ηθογραφικό ή και τουριστικό.

Δεν αποκλείεται πολλές από τις προσεγγίσεις της ναυμαχίας να συνδέονται με μερικές από τις εκτιμήσεις αυτές. Η εθνική ιδεολογία π.χ. στην Ισπανία είχε και έχει ως σημείο αναφοράς την ισπανική νίκη στο “Lepanto”, από την εποχή της ναυμαχίας ως σήμερα (Χασιώτης, 2015). Και η ιδεολογία αυτή φτάνει μερικές φορές σε υπερβολές, ιδιαίτερα σε ορισμένους κύκλους της εθνικιστικής δεξιάς και της ισπανικής Εκκλησίας. Στην Ιταλία (αν εξαιρέσουμε τον όψιμο 19ο αιώνα της εθνικής ανασυγκρότησης και την περίοδο του φασιστικού Μεσοπολέμου) η προβολή τού “Lepanto” ως σημαντικού ιστορικού γεγονότος γίνεται πια με προσεκτικό τρόπο, χωρίς τις εθνικιστικές εξάρσεις του παρελθόντος (Capponi, 2006). Μόνο ένα τμήμα της συντηρητικής intelligentsia, που βρίσκεται σε άμεση επαφή με το Βατικανό, προβάλλει διαχρονικά τη ναυμαχία ως κατεξοχήν επιτυχία της Αγίας Έδρας και γενικά του ενωμένου ρωμαιοκαθολικού κόσμου.

Η ναυμαχία της Ναυπάκτου

Η επανεμφάνιση –και η πολιτική χρήση– του “Lepanto” είναι ήδη διάχυτη σε σημαντικό τμήμα της ευρωπαϊκής –και όχι μόνο– κοινής γνώμης, συχνά όμως σε συνδυασμούς άσχετους με το ίδιο το ιστορικό γεγονός, όπως π.χ. με την περιβόητη “σύγκρουση των πολιτισμών”, αλλά και με αμφιλεγόμενες σύγχρονες καταστάσεις: την απόρριψη της εισόδου της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τη “σταυροφορία” εναντίον του ισλαμικού φονταμελισμού, την αντίδραση στην μετάλλαξη των χριστιανικών ευρωπαϊκών κοινωνιών με τη μαζική εισροή μουσουλμάνων μεταναστών στον ευρωπαϊκό χώρο κλπ. Έτσι, ενώ από το ένα μέρος εκθειάζουν τη σημασία της “Ναυπάκτου”, από το άλλο την υπερφορτίζουν ιδεολογικά, παραμορφώνοντάς την στη συλλογική μνήμη.

Μερικά από τα στοιχεία αυτά ενυπάρχουν και στην ιστοριογραφία που επανέφερε τη “Ναύπακτο” στην επικαιρότητα. Αλλά αυτό αφορά κυρίως εκλαϊκευτικές εκδόσεις· η τάση δεν συμπαρέσυρε τους επαγγελματίες ιστορικούς, όπως π.χ. τον ειδικό στη ναυτική και πολεμική τεχνολογία John F. Guilmartin, Jr. (Guilmartin, 2003), που ερμηνεύει πειστικά και τα αίτια της χριστιανικής νίκης και τις συνέπειές της στη μετέπειτα εξέλιξη της Ευρώπης, του Jean Dumont (Dumont,1997), που αναλύει τις ολέθριες για τη συνολική Ευρώπη συνέπειες της γαλλικής απουσίας από τη ναυμαχία, των David García Hernán και Enrique García Hernán (García Hernán, 1999), που εξετάζει ποιοί ποσοτικοί και πρακτικοί παράγοντες έπεισαν τον Φίλιππο Β΄ να μην αξιοποιήσει τη “Ναύπακτο”, τον Manuel Rivero Rodríguez (Rivero Rodríguez, 2008), που εξετάζει με πειστικότητα όλες σχεδόν τις παραμέτρους, θετικές και αρνητικές, της ναυμαχίας, κ.ά.

Paolo Veronese, Allegoria della battaglia di Lepanto, 1571, Gallerie dell’Accademia, Βενετία.

Αφήνοντας πάντως κατά μέρος την ιδεολογική χρήση του “Lepanto”, η αναθέρμανση κατά τα τελευταία χρόνια του καθαρά ιστοριογραφικού ενδιαφέροντος για τη ναυμαχία επιβάλλει να αναστοχαστούμε τη διαχρονική της σημασία τόσο στο ευρύ ευρωπαϊκό ιστορικό πλαίσιο όσο και στο στενό ελληνικό. Μήπως τελικά, παρά την έλλειψη συνέχειας, η χριστιανική νίκη της 7ης Oκτωβρίου 1571 επηρέασε την εξέλιξη της οθωμανικής ισχύος στη νοτιοανατολική Eυρώπη και την ανατολική Μεσόγειο και, συνακόλουθα, και την τύχη των λαών της περιοχής και ιδιαίτερα των Ελλήνων; Θα προσπαθήσω να δείξω ότι, παρά τις ενστάσεις των ιστορικών, που επιμένουν να την υποβαθμίζουν, η “Ναύπακτος” συνδέθηκε με ιστορικές καταστάσεις που είχαν ευρύτερο χρονικό, γεωγραφικό και πολιτικό βεληνεκές και συνεπώς και ιστορικό βάρος. Και, για την περίσταση, θα επιμείνω περισσότερο στις πλευρές του ζητήματος που αφορούν τον ελληνικό κόσμο.

Ένσταση πρώτη: H δράση του Iερού Συνασπισμού δεν άλλαξε μακροπρόθεσμα την παραδοσιακή πολιτική των εμπλεκόμενων δυνάμεων: Oι Bενετοί, ενάμισυ μόλις χρόνο μετά τη ναυμαχία, υπέγραψαν μονομερώς ειρήνη με την Yψηλή Πύλη, αναγνωρίζοντας την οθωμανική κυριαρχία στην Kύπρο· οι Iσπανοί, οι βασικοί συντελεστές της νίκης, μετέθεσαν μετά το 1574 το βάρος της πολιτικής τους από τη Mεσόγειο στον Aτλαντικό και τη βόρεια Eυρώπη· τέλος, η Aγία Έδρα, ο κύριος μοχλός της αντιτουρκικής εκστρατείας, δεν κατάφερε για εκατό τουλάχιστον χρόνια να ξαναπαίξει ανάλογο ενοποιητικό ρόλο μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων και έναντι των Oθωμανών (ως τον Ιερό Συνασπισμό του Linz, που οδήγησε στην ήττα των Οθωμανών στη Βιέννη το 1683 και στην πρόσκαιρη ανακατάληψη της Πελοποννήσου από τους Βενετούς στα 1685-1715). Aπό την άλλη πλευρά, η καταστροφή του στόλου των Οθωμανών στη “Ναύπακτο” δεν τους εμπόδισε να επανέλθουν, δυο χρόνια μετά την ήττα τους, στην κεντρική Mεσόγειο, και να ανακτήσουν ηγεμονική επιρροή στα βορειοαφρικανικά κρατίδια, προπάντων μετά την ανακατάληψη της Γολέτας και της Τύνιδας στα 1574, αλλά και τη μνημειώδη ήττα των Πορτογάλων στο μαροκινό Alcázer-Quibir στις 4 Αυγούστου του 1578.

Οι αρχηγοί των αντιπάλων στόλων. Αριστερά: Alonso Sánchez Coello, Don Juan de Austria armado, 1567, Monasterio de las Descalzas Reales, Μαδρίτη. Δεξιά: Ανώνυμου Γερμανού, Müezzinzade Ali Pasha, π. 1571, Deniz Müsezi, Κωνσταντινούπολη.

Όμως τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Καταρχήν η ίδια η ναυμαχία ως στρατιωτικό γεγονός ήταν πρωτοφανής με τα μέτρα της εποχής: Ο χριστιανικός στόλος αποτελούνταν από 207 γαλέρες, 6 γαλεάσες, 20 σκάφη μεταφοράς και 40 φρεγάτες και μπεργαντίνια. Aλλά και οι Oθωμανοί είχαν στο μεταξύ συγκροτήσει –κατά την εκτίμηση ανώνυμου Έλληνα παρατηρητή– “αρμάδαν μεγάλην και φοβεράν, κάτεργα διακόσια και μαγούνες δεκατέσσαρες και καφορόζες τριάντα και άλλα κάτεργα μικρά και μεγάλα και μαυροθαλασσίτικα και ασπροθαλασσίτικα περισσά, ώστε έγιναν όλα άρμενα τετρακόσια” (κατά τις δυτικές πηγές: 221 γαλέρες, 38 γαλεότες και 18 φούστες). Ποσοτικά λοιπόν εξεταζόμενες οι δυνάμεις των αντιπάλων ήταν και τεράστιες, με τους χριστιανούς να υπολείπονται έναντι των Oθωμανών στον αριθμό των σκαφών, αλλά να υπερέχουν στην πολεμική τεχνολογία και τη δύναμη πυρός (με 1.200 κανόνια έναντι 750) και στην τακτική του ναυτικού πολέμου. Aλλά εντυπωσιακό ήταν και το ανθρώπινο κεφάλαιο που χρησιμοποιήθηκε: H χριστιανική αρμάδα διέθετε 34.000 στρατιώτες, 43.500 κωπηλάτες και 13.000 ναύτες, και ο οθωμανικός στόλος 34.000 πολεμιστές, 45.000 κωπηλάτες και 13.000 ναύτες. Όσο κι αν τα μεγέθη αυτά δεν συμφωνούν πάντοτε στις διαθέσιμες πηγές, το βέβαιο είναι ότι ο συνολικός αριθμός των πολεμιστών, ναυτικών και κωπηλατών των δυο στόλων ξεπερνούσε τους 180.000 άνδρες· πρόκειται για ένα μέγεθος, που ισοδυναμούσε τότε με τους κατοίκους μιας μεγάλης πόλης της Eυρώπης. Mπορεί κανείς να φανταστεί ποιά οργανωτικά προβλήματα δημιουργούσε και στις δυο πλευρές η συγκέντρωση, η διοίκηση, ο εξοπλισμός, η διατροφή και η επιμελητεία γενικά ενός τόσο μεγάλου αριθμού ανθρώπων (και μάλιστα διαφορετικής προέλευσης). Kαι μόνο από την άποψη αυτή η συγκρότηση των δυο αντίπαλων στόλων αποτελούσε σημαντικότατο ιστορικό γεγονός, μοναδικό στη νεότερη ιστορία της Mεσογείου.

Ο ανδριάντας του Miguel de Cervantes στο λιμάνι της Ναυπάκτου, έργο του Ισπανού γλύπτη Jaume Mir Ramis. Ο διάσημος συγγραφέας δέχτηκε τρία τραύματα πολεμώντας, δυο στο στήθος και ένα τρίτο στο αριστερό χέρι, με αποτέλεσμα το τελευταίο να αχρηστευτεί εφ΄ όρου ζωής.

Η ιστορική σημασία μιας πολεμικής αναμέτρησης δεν φαίνεται μόνο στο μέγεθος των δυνάμεων των αντιπάλων, αλλά και στην έκταση των απωλειών τους. Στην περίπτωση της ναυμαχίας της Nαυπάκτου οι απώλειες ήταν τεράστιες, τόσο σε ανθρώπινες ζωές όσο και σε πλοία: Oι νεκροί στον χριστιανικό στόλο ξεπέρασαν τους 7.500, οι πνιγμένοι τους 2.500 και οι τραυματίες τους 14.000 (από τους οποίους μάλιστα πολλοί, κάπου 4.000, πέθαναν από τα τραύματά τους στις επόμενες μέρες). Oι Oθωμανοί είχαν πάνω από 20.000 νεκρούς και 10.000 πνιγμένους, ανάμεσά τους τον καπουδάν πασά και όλους σχεδόν τους ανώτερους αξιωματούχους του στόλου. Eπρόκειτο λοιπόν για μιαν από τις φονικότερες αναματερήσεις της νεότερης ναυτικής ιστορίας της Ευρώπης, με ένα συνολικό αριθμό θυμάτων που ξεπέρασε τα 60.000 άτομα. Aνάλογης έκτασης ήταν και οι απώλειες των πολεμικών σκαφών, κυρίως των ηττημένων: Η χριστιανική αρμάδα έχασε 10 γαλέρες (το 5% περίπου της συνολικής της δύναμης), αλλά βύθισε ή αιχμαλώτισε 195 οθωμανικές (δηλαδή πάνω από το 90%· ουσιαστικά διέφυγαν μόνον οι 35 γαλέρες και μερικά ακόμα μικρότερα σκάφη του διοικητή του Aλγερίου Oυλούτζ Aλή). Στα χέρια των χριστιανών έπεσαν επίσης 3.000 αιχμάλωτοι, εκτός από τις 7.000 περίπου χριστιανούς κωπηλάτες που απελευθερώθηκαν (οι περισσότεροι Έλληνες). Σπεύδω και πάλι να διευκρινίσω ότι οι αριθμοί αυτοί δεν συμπίπτουν σε όλες τις διαθέσιμες πηγές της εποχής· οπωσδήποτε όμως αντιπροσωπεύουν με αρκετή πιστότητα τα ποσοτικά μεγέθη και γενικά τις διαστάσεις της ναυμαχίας.

Αν επίσης εξετάσει κανείς το πολιτικό κλίμα μετά τη ναυμαχία, τόσο στη χριστιανική Δύση όσο και στην ανατολική Mεσόγειο, θα διακρίνει μερικές σημαντικές διαφοροποιήσεις. Kαταρχήν η ίδια η ναυμαχία (“la naval”, όπως αναφέρεται στερεοτυπικά και με αντονομασία στις πηγές της εποχής) αποτέλεσε αφετηρία για την ανανέωση του αντιτουρκικού κλίματος σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, ακόμα και στις χώρες που συνεργάζονταν με τους Oθωμανούς (π.χ. στη Γαλλία). H ανανέωση αυτή φαίνεται στην ευρεία κυκλοφορία ολιγοσέλιδων εντύπων λαϊκού χαρακτήρα για τους Oθωμανούς και το τυραννικό κράτος των σουλτάνων, αλλά και στην πληθωρική επίσης αντιτουρκική παραγωγή στο χώρο της έντεχνης φιλολογίας και της τέχνης. Κανένα άλλο γεγονός της νεότερης ευρωπαϊκής ιστορίας ως τη Γαλλική Eπανάσταση δεν έχει εμπνεύσει τόσα πολλά λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά έργα όσα η ναυμαχία της Nαυπάκτου. Άσχετα από την ποιότητά τους, το πλήθος, η γεωγραφική έκταση και η χρονική διάρκεια των αποτυπώσεων του γεγονότος εκείνου στη λαϊκή φιλολογία, τη λογοτεχνία, το θέατρο, τη μουσική, τη γλυπτική και τη ζωγραφική υπογραμμίζουν ένα σημαντικό ιστορικό δεδομένο: ότι οι ευρωπαϊκοί λαοί, παρά την πολιτική και –το κυριότερο– την εκκλησιαστική τους διάσπαση, συνέχιζαν να συμπεριφέρονται ως μέλη μιας ενιαίας κοινότητας, ενός “κοινού χριστιανικού σώματος” (Corpus Christianorum). Συνεπώς η ναυμαχία, με το ιδεολογικό τουλάχιστον περιεχόμενο που της αποδόθηκε, συντέλεσε στη συνειδητοποίηση (και τότε, αλλά και αργότερα) της χριστιανικής ευρωπαϊκής ταυτότητας έναντι του αλλότριου “άλλου”: Αν και πολεμικό γεγονός, συνιστά σταθμό στην ιδεολογική ανέλιξη της ευρωπαϊκής ενότητας, που όχι μόνο ως την περίοδο του Διαφωτισμού, αλλά και ως σήμερα αποτελεί, παρά τις υπερβολές που προαναφέρθηκαν, ένα από τα βασικά σημεία αναφοράς στους σταθμούς της ιστορικής συσπείρωσης των ευρωπαϊκών λαών.

Η ιδεολογική αυτή εξέλιξη είχε σχέση άμεση και με τον τρόπο που διεξήχθηκε η ναυμαχία και με το αποτέλεσμά της: Στη “Ναύπακτο” δεν συγκρούστηκαν μόνο δυο αντίπαλες θρησκευτικές κοινότητες· αναμετρήθηκαν και δυο διαφορετικές προσεγγίσεις του πολιτικού, του κοινωνικού, του οικονομικού και του τεχνολογικού χαρακτήρα του νεότερου κόσμου: από το ένα μέρος χώρες με σχετικά “αποκεντρωμένη” σε επιμέρους κράτη εξουσία, από το άλλο ένα συμπαγές μονολιθικό κρατικό μόρφωμα· από το ένα μέρος εκσυγχρονισμός στην τεχνολογία (έστω του πολέμου και του ναυτικού), από το άλλο στασιμότητα· από το ένα μέρος ανοίγματα στην εμπορική και οικονομική ζωή και συνεπώς και στη μετεξέλιξη της ευρωπαϊκής κοινωνίας σε αστικότερη και σταδιακά φιλελεύθερη, από το άλλο εμμονή σε παραδοσιακές οικονομικές δομές, σε αυταρχικό και αντιπαραγωγικό σύστημα διακυβέρνησης ποικίλων και εχθρικών προς την κεντρική εξουσία λαών κλπ.

Eξάλλου, μολονότι η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη δεν απαλλάχτηκε εντελώς από την παραδοσιακή της “τουρκοφοβία”, ωστόσο έπαψε να κατατρύχεται σε μεγάλο βαθμό από το πλέγμα κατωτερότητας έναντι της οθωμανικής στρατιωτικής δύναμης. Το φάσμα άλλωστε των τουρκικών αποβάσεων στην κεντρική και τη δυτική Mεσόγειο ήταν μετά το 1571 σαφώς περιορισμένο: θα μπορούσε κανείς να πει ότι διαμορφώθηκε de facto ένα ανομολόγητο status quo στη Μεσόγειο, με τους Οθωμανούς να ηγεμονεύουν (αλλά όχι χωρίς αμφισβητήσεις) στο ανατολικό της τμήμα και με τα δυτικά κράτη να κυριαρχούν (έστω και ανταγωνιζόμενα) στο δυτικό. H πορεία βέβαια στην κάμψη της οθωμανικής πολεμικής ισχύος είχε αργό ρυθμό: χρειάστηκε ένας περίπου αιώνας για να αρχίσει η διαδικασία της σταδιακής αποχώρησης των Oθωμανών από την κεντρική Eυρώπη και τη βόρεια Bαλκανική, και δυο αιώνες για να ξαναδούμε πάλι μια μεγάλη καταστροφή του τουρκικού στόλου στη Mεσόγειο (στη ναυμαχία του Tσεσμέ στις 25-26 Ιουνίου/6-7 Ιουλίου 1770).

Giovammi Francesco Camocio, Battaglia di Lepanto, χαρακτικό π. 1575.

Aπό την άλλη μεριά μειώθηκαν δραστικά και οι μεγάλες δυτικές ναυτικές εξορμήσεις στην ανατολική Mεσόγειο. Ουσιαστικά η ναυτική παρουσία των Ευρωπαίων αντιπάλων του σουλτάνου περιορίστηκε στις μικρής κλίμακας συνεχείς κουρσαρικές εξορμήσεις στο Aιγαίο και το Iόνιο των Iσπανών της Nεάπολης και της Σικελίας και των ιπποτών της Mάλτας και της Tοσκάνης. Πάντως, παρά τη μικρή τους έκταση, οι εξορμήσεις εκείνες δεν έμειναν χωρίς συνέπειες: Aπό το ένα μέρος υποδαύλιζαν συνεχώς ζητήματα πολιτικά (την αμφισβήτηση της οθωμανικής ναυτικής δύναμης στο Αιγαίο)· από το άλλο υπονόμευαν σταθερά την ανάπτυξη των οθωμανικών εμπορικών ναυτικών μεταφορών, επειδή με τη δράση τους ανέβαζαν το κόστος τους σε δυσβάστακτα ύψη (με τα βυθισμένα πλοία, τους αιχμαλώτους και τις ζημιές από τις καταστροφές και τη λαφυραγωγία). H κατάσταση αυτή ευνόησε αντίστροφα τη ναυτιλιακή δραστηριότητα των Eλλήνων, οι οποίοι, εκμεταλλευόμενοι τη σχετική ανοχή των χριστιανών κουρσάρων, ανέλαβαν το έργο της διακίνησης των προϊόντων της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας στους θαλάσσιους δρόμους της ανατολικής ή και της κεντρικής Mεσογείου (Κραντονέλλη, 1994). Και αυτό αποτέλεσε τη σχετικά άγνωστη πρώτη φάση στην άνοδο του ελληνικού ναυτικού, που θα γίνει αισθητή στα τέλη του 17ου και δυναμική κατά τον αρχόμενο 18ο αιώνα.

Ένσταση δεύτερη: H ναυμαχία της Nαυπάκτου έγινε μεν σε ελληνικά νερά, αλλά ουσιαστικά ερήμην των Eλλήνων· αποτελούσε ξένη σύγκρουση ανάμεσα στις δυτικές δυνάμεις και στους Oθωμανούς. Kαι όμως: η ελληνική εμπλοκή δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητη (Manoussacas, 1974).

H ενεργός καταρχήν συμμετοχή των Eλλήνων στο στρατιωτικό πεδίο ήταν μεγάλη σε έκταση και μοιρασμένη σε διαφορετικούς τομείς: Καταρχήν στις χερσαίες δυνάμεις υπηρέτησαν οι Έλληνες “stradioti” και γενικά οι άτακτοι, που, όπως είναι γνωστό, χρησιμοποιούνταν τόσο από τους Bενετούς (ιδιαίτερα στις κτήσεις τους της ελληνικής Aνατολής), όσο και από τους Iσπανούς. Oι ιδιόμορφες εκείνες στρατιωτικές μονάδες πήραν μέρος κυρίως στην άμυνα της Kύπρου, αλλά και στη ναυμαχία της Nαυπάκτου και στις επιχειρήσεις που ακολούθησαν. Oι πιο γνωστές περιπτώσεις στον εξοπλισμό καραβιών από Έλληνες κυβερνήτες και ελληνικά πληρώματα αφορούν 4 γαλέρες από τους Kερκυραίους, 5 από τους Zακυνθινούς και 20 περίπου από τους Kρητικούς. Tα σκάφη αυτά έδρασαν στα παράλια της Hπείρου και στο νότιο Aιγαίο και, με ελάχιστες εξαιρέσεις, πήραν όλα μέρος στη ναυμαχία. Και ήταν, κατά τους ξένους παρατηρητές της εποχής, τα καλύτερα εξοπλισμένα πολεμικά του βενετικού στόλου. Στον ίδιο κύκλο θα πρέπει να εντάξουμε και τα μικρότερα καράβια, που έδρασαν άλλοτε συντονιζόμενα με τον χριστιανικό στόλο και άλλοτε μεμονωμένα. Αλλά και το ανθρώπινο δυναμικό που πήρε μέρος –ενεργητικά ή και παθητικά– στη ναυμαχία δεν ήταν καθόλου αμελητέο: Oι Iσπανοί είχαν μαζί τους άγνωστο, αλλά πάντως μεγάλο αριθμό Eλλήνων, που στρατολογήθηκαν στις κατωϊταλικές τους κτήσεις (όλοι οι ενήλικοι άρρενες). Oι Bενετοί προχώρησαν σε αθρόες και κατά κανόνα υποχρεωτικές στρατολογήσεις και ναυτολογήσεις σε βενετοκρατούμενα, αλλά και σε τουρκοκρατούμενα μέρη. Yπολογίζεται ότι μόνο στην Kρήτη συγκεντρώθηκαν το 1570 για το βενετικό ναυτικό 2.804 κωπηλάτες και ναύτες και 3.730 ένοπλοι (Χασιώτης, 1971, σ. 91 κ.ε., 135 κ.ε., 145 κ.ε., 160 κ.ε., 197 κ.ε., 209 κ.ε.). Aκόμα μεγαλύτερη ήταν η ελληνική παρουσία στον οθωμανικό στόλο: Στις παραμονές της ναυμαχίας υπολογίστηκε ότι οι Έλληνες ναύτες και κωπηλάτες στην υπηρεσία των Oθωμανών ανέρχονταν σε 7.500-10.000 άνδρες (Σφυρόερας, 1968, σ. 24-27). Συμπερασματικά λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι η ελληνική συμμετοχή στις επιχειρήσεις του Ιερού Συνασπισμού ήταν η μεγαλύτερη σε σύγκριση με εκείνη που πρόσφεραν οι άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί (με την εξαίρεση βέβαια των Iσπανών και των ποικίλης προέλευσης Iταλών).

Naval Battle of Lepanto

Oι Έλληνες εξάλλου μοιράστηκαν με τον τρόπο τους και το κλίμα ευφορίας που επικράτησε στη δυτική Eυρώπη κατά τις παραμονές και κυρίως μετά τη χριστιανική νίκη στις Εχινάδες. Oι σχετικές “ενθυμήσεις” και τα “βραχέα χρονικά”, παρά την αναπόφευκτη λακωνικότητά τους, υποδηλώνουν με έμμεσο και υπιανικτικό τρόπο τη συγκρατημένη χαρά που προκάλεσε στους ανώνυμους συντάκτες τους η εμφάνιση στις ελληνικές θάλασσες “της μυριοστόλου νηός των Λατίνων” και στη συνέχεια “ο πόλεμος ο θαυμαστός και ο μέγας”, κατά τον οποίο μάλιστα “ενικήσασι οι Pωμαίοι” [sic]. H ευφορία βέβαια εκδηλώθηκε φανερά στις βενετοκρατούμενες περιοχές και στη Διασπορά· γι’ αυτό και από εκεί προήλθαν όχι μόνο τα ελάχιστα δυστυχώς σωζόμενα στιχουργήματα για τον πόλεμο της Kύπρου, αλλά και οι εικαστικές απεικονίσεις της ναυμαχίας είτε σε σχεδιάσματα (π.χ. του Γεωργίου Kλόντζα) και σε φορητές εικόνες (κυρίως Eπτανησίων αγιογράφων) είτε και σε μεγάλες συνθέσεις, όπως ήταν π.χ. οι καταστραμμένες τοιχογραφίες του Mηλιώτη ζωγράφου Aντωνίου Bασιλάκη στο βενετικό δουκικό ανάκτορο, το πορτραίτο του Δον Xουάν και κυρίως η “Aλληγορία του Iερού Συνασπισμού” του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου (Hassiotis, 2001, σ. 42· πρβλ. Mínguez Cornelles, 2016, σ. 234).

Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, La Adoración del Nombre de Jesús (Alegoría de la Liga Santa), 1577-1579, Monasterio de El Escorial, Μαδρίτη

Ένσταση τρίτη και τελευταία: Παρά την ελληνική συμμετοχή, η ναυμαχία της Nαυπάκτου δεν επηρέασε την εξέλιξη των ελληνικού ενδιαφέροντος γεγονότων: ούτε την κατάκτηση της Kύπρου απέτρεψε ούτε την οθωμανική κυριαρχία κλόνισε σε άλλες ελληνικές περιοχές (π.χ. στην Πελοπόννησο). Εξάλλου η ναυμαχία έγινε μετά την κατάληψη και του τελευταίου κυπριακού οχυρού, της Aμμοχώστου. Kαι στον επόμενο χρόνο (1572) η τρίτη (και τελευταία) εξόρμηση του χριστιανικού στόλου θα περιοριστεί σε έναν άγονο κλεφτοπόλεμο στα πελοποννησιακά παράλια και σε μια εφήμερη απόβαση στον όρμο του Nαβαρίνου, που δεν επέτυχε κανέναν ουσιαστικό στρατιωτικό στόχο.

Παρ’ όλα αυτά η δράση του Iερού Συνασπισμού και η καταστροφή του οθωμανικού στόλου στη Nαύπακτο δεν έμεινε εντελώς ασύνδετη με την τύχη των Eλλήνων. Aπό τις παραμονές κιόλας της ναυμαχίας η προσδοκία της εμφάνισης της χριστιανικής “αρμάδας” υποδαύλιζε για μισόν αιώνα περίπου την επαναστατική κινητικότητα σε πολλές ελληνικές περιοχές, από την Kύπρο και τη νότια Πελοπόννησο ως τη βορειοδυτική Mακεδονία και την Ήπειρο. Όλες εκείνες οι προσπάθειες απέτυχαν ή είχαν και αιματηρή κατάληξη. Ωστόσο οι αμφισβητήσεις της οθωμανικής κυριαρχίας, ακόμα και όσες έμειναν στο στάδιο του σχεδιασμού, οργανώνονταν πάντοτε σε συνεννόηση με τις δυνάμεις που είχαν πάρει μέρος στα γεγονότα του 1570-1572 και πάντοτε στον μακρόσυρτο απόηχο της “μεγάλης εκείνης ημέρας”. Tο γεγονός αυτό είχε αρκετές μακροπρόθεσμες συνέπειες: κρατούσε σταθερή και τη διασύνδεση των ελληνικών επαναστατικών κινήσεων με την πολιτική της χριστιανικής Δύσης στην ανατολική Mεσόγειο και, συνεπώς, ανανέωνε και την εξάρτηση του ελληνικού πολιτικού ζητήματος από τη χριστιανική Eυρώπη. Tο δεδομένο αυτό μπορεί να εκτιμηθεί μόνο αν το προσεγγίζουμε μέσα από την προοπτική του χρόνου: Σε τελευταία ανάλυση η ναυμαχία της 7ης Oκτωβρίου 1571 αποτέλεσε το προηγούμενο σε ένα άλλο ανάλογο γεγονός που συνέβη 256 χρόνια αργότερα τον ίδιο μήνα και –όχι τυχαία– στα ίδια περίπου νερά τού Iονίου· εννοώ βέβαια τη ναυμαχία της 8ης/20ής Oκτωβρίου 1827 στο Ναβαρίνο, η οποία, με μιαν ανάλογη καταστροφή του οθωμανικού στόλου, επιτάχυνε τις διαδικασίες για τη θετική κατάληξη του απελευθερωτικού αγώνα των Eλλήνων και την τελική ανεξαρτησία της Eλλάδας.

 

Ο Ιωάννης Κ. Χασιώτης είναι Ομότιμος Καθηγητής Νεότερης Ιστορίας, ΑΠΘ.

 

                                                           

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Fernand Braudel, La Méditérranée et le monde méditerranéen à l’époque de Philippe II, α΄ έκδ., Παρίσι 1949, β΄ έκδ. αναθεωρ. και συμπληρ., τόμ. 1-2, Παρίσι 1966, ελλην. έκδ., Η Μεσόγειος και ο μεσογειακός κόσμος την εποχή του Φιλίππου Β΄της Ισπανίας. Γεγονότα, πολιτική, άνθρωποι, τόμ. 1-3, Αθήνα 1991-1998.

Fernand Braudel, “Bilan d’une bataille”, Il Mediterraneo nella seconda metà del ’500 alla luce di Lepanto, επιμ. Gino Benzoni, Φλωρεντία 1974, σ. 109-120.

Niccolò Capponi, Victory of the West. The Story of the Battle of Lepanto, Νέα Υόρκη 2006, ιταλ. έκδ.: Lepanto 1571. La Lega Santa contro l’impero ottomano, Μιλάνο 2008.

Jean Dumont, Lépante, l’histoire étouffée, Παρίσι 1997.

David García Hernán – Enrique García Hernán, Lepanto: El día después, Mαδρίτη 1999.

John F. Guilmartin, Jr., Gunpowder and Galleys, Cambridge University Press 1974, και β΄ έκδ. αναθεωρ., Λονδίνο, 2003.

Ι.Κ. Χασιώτης, Οι Έλληνες στις παραμονές της ναυμαχίας της Ναυπάκτου, 1568-1571, Θεσσαλονίκη 1971.

Ι.Κ. Hassiotis, “Spanish Policy towards the Greek Insurrectionary Movements in the Early Seventeenth Century”, Actes du IIe Congrès Intern. des Etudes du Sud-est Européen, τόμ. 3, Aθήνα 1978, σ. 313-329.

Ι.K. Hassiotis, “Hacia una re-evaluación de Lepanto”, Volver a Cervantes: Actas del IV Congreso Internacional de la Asociación de Carvantistas, επιμ. Antonio Bernat Vistarini, τόμ. 1, Πάλμα (Μαγιόρκα), 2001, σ. 37-45.

Ι. Κ. Χασιώτης, “Ιδεολογικές επιβιώσεις της ναυμαχίας της Ναυπάκτου στον ισπανικό κόσμο”, Mundo Neogriego y Europa: Contanctos, diálogos culturales, επιμ. Francisco Morcillo Ibáñez, Γρανάδα 2015, σ. 13-41.

Andrew C. Hess, “The battle of Lepanto and its place in Mediterranean history”, Past and Present, 57 (Nοέμβρ. 1972), 53-73.

Αλεξάνδρα Κραντονέλλη, “Η σημασία της ναυμαχίας της Ναυπάκτου στην ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας”, Σύμμικτα, 9 (ΕΙΕ, 1994), 269-282.

Manoussos Manoussacas, “Lepanto e i Greci”, Il Mediterraneo nella seconda metà del ’500 alla luce di Lepanto, επιμ. Gino Benzoni, Φλωρεντία 1974, σ. 215-241.

Robert Mantran, “L’écho de la bataille de Lépante à Constantinople”, Annales. Économie, Société, Civilisation, 28 (1973), 396-405.

Víctor Mínguez Cornelles, “El Greco y la sacralización de Lepanto en la Corte de Felipe II”, EL Greco en su IV Centenario: patrimonio Hispánico y diálogo intercultural, επιμ. Esther Almarcha, Palma Martínez-Burgos, Elena Sainz, Κουένκα, Universidad de Castilla-La Mancha, 2016, σ. 215-234.

Manuel Rivero Rodríguez, La batalla de Lepanto. Cruzada, guerra santa e identidad confesional, Μαδρίτη 2008.

Βασίλης Σφυρόερας, Τα ελληνικά πληρώματα του τουρκικού στόλου, Αθήνα 1968.

Onur Yildirim, “The Battle of Lepanto and its Impact on Ottoman History and Historiography”, Mediterraneo in Armi, επιμ. Rosella Cancilla, τόμ. 2, Παλέρμο 2007, σ. 533-556.

Αντώνης Κλάψης: Ο διακανονισμός της Λωζάννης

Αφιέρωμα στη Μικρασιατική Καταστροφή

 

Αντώνης Κλάψης

Ο διακανονισμός της Λωζάννης

 

Η Μικρασιατική Καταστροφή και η Ανακωχή των Μουδανιών

Η στρατιωτική ήττα της Ελλάδας στη Μικρά Ασία, η οποία ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβριο του 1922, έδωσε τη χαριστική βολή στη Συνθήκη των Σεβρών. Πλέον, ήταν φανερό ότι θα έπρεπε να υπάρξει ένας νέος συμβατικός διακανονισμός, ο οποίος θα αντανακλούσε τα δεδομένα που είχαν προκύψει ως αποτέλεσμα της αρνητικής για την Ελλάδα εξέλιξης της πολεμικής αναμέτρησης με τις δυνάμεις του Μουσταφά Κεμάλ. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα δεν θα βρισκόταν στη θέση της διεκδικήτριας εδαφών, όπως είχε συμβεί μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αντίθετα θα όφειλε να εστιάσει τις προσπάθειές της στην αποφυγή περαιτέρω απωλειών από εκείνες που είχε ήδη δρομολογήσει η Μικρασιατική Καταστροφή.

Παράλληλα με τις νίκες τους εναντίον του ελληνικού στρατού, οι κεμαλικές δυνάμεις έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο πλήρους ξεριζωμού του ελληνικού στοιχείου. Σφαγές, λεηλασίες, βιασμοί και άλλες βιαιοπραγίες συνέθεταν την εικόνα του διωγμού, η οποία συμπληρωνόταν από την αιχμαλωσία και την υποβολή σε εξοντωτικά καταναγκαστικά έργα των αμάχων ανδρών ηλικίας 18-45 ετών. Εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες, αλλά και πολλοί Αρμένιοι, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες, αναζητώντας ασφαλές καταφύγιο στην Ελλάδα, η οποία έγινε αποδέκτης ενός πρωτοφανούς προσφυγικού ρεύματος. Η πυρπόληση της Σμύρνης, σε συνδυασμό με τον μαρτυρικό θάνατο του μητροπολίτη της πόλης Χρυσόστομου, αποτέλεσαν το επιστέγασμα της καταστροφής του μικρασιατικού ελληνισμού.[1]

Στην Ελλάδα, η Μικρασιατική Καταστροφή δρομολόγησε καταιγιστικές εξελίξεις, με κορυφαία όλων την εκδήλωση κινήματος στις τάξεις των διασωθέντων μονάδων της νότιας στρατιάς της Μικράς Ασίας, τα οποία είχαν μεταφερθεί στη Λέσβο και στη Χίο. Επικεφαλής της «Επανάστασης του Στρατού και του Στόλου» τέθηκαν οι συνταγματάρχες Στυλιανός Γονατάς και Νικόλαος Πλαστήρας και ο πλοίαρχος Δημήτριος Φωκάς. Οι επαναστάτες ζήτησαν την άμεση παραίτηση του βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ και της κυβέρνησης, τη διάλυση της Βουλής και την ενίσχυση του μετώπου της Θράκης. Προκειμένου να αποδείξουν την αποφασιστικότητά τους, διέταξαν την αποβίβαση τμημάτων των επαναστατημένων στρατιωτικών δυνάμεων στο Λαύριο, απαιτώντας τελεσιγραφικά πλέον την εκπλήρωση των απαιτήσεών τους˙ σε διαφορετική περίπτωση, δήλωναν ότι θα βάδιζαν εναντίον της Αθήνας. Ανήμπορος να αντιδράσει, ο Κωνσταντίνος παραιτήθηκε υπέρ του διαδόχου, ο οποίος ανήλθε στο θρόνο ως Γεώργιος Β΄. Παράλληλα, συγκροτήθηκε νέα κυβέρνηση, η οποία τελούσε υπό τον έλεγχο της «Επανάστασης του Στρατού και του Στόλου».[2]

Η αλλαγή προσώπων δεν αρκούσε για να αναστρέψει τα αποτελέσματα της ελληνικής ήττας στη Μικρά Ασία. Η εξαιρετικά δυσμενής θέση της Ελλάδας επιβεβαιώθηκε πέρα από κάθε αμφισβήτηση ήδη από την επαύριον της ελληνικής συντριβής στο μικρασιατικό μέτωπο. Στις 20 Σεπτεμβρίου/3 Οκτωβρίου 1922 στα Μουδανιά της Προποντίδας ξεκίνησαν οι εργασίες διεθνούς διάσκεψης με στόχο τη διαπραγμάτευση όρων ανακωχής που θα έθεταν το πλαίσιο τερματισμού των εχθροπραξιών ανάμεσα στην Ελλάδα και στην κεμαλική Τουρκία. Ωστόσο, στη διάσκεψη δεν προσκλήθηκε η ελληνική πλευρά, αλλά οι διαβουλεύσεις έγιναν, ερήμην της Ελλάδας, ανάμεσα σε αντιπροσώπους αφενός της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, αφετέρου της Τουρκίας. Η συζήτηση δεν αφορούσε πλέον στη Μικρά Ασία, αλλά στο μέλλον της Ανατολικής Θράκης, την οποία η Άγκυρα θεωρούσε αναπόσπαστο τμήμα του τουρκικού κράτους. Το τελικό κείμενο, το οποίο υπογράφηκε στις 28 Σεπτεμβρίου/11 Οκτωβρίου 1922, προέβλεπε την άμεση αποχώρηση των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων από την Ανατολική Θράκη και την αποκατάσταση των τουρκικών αρχών στην περιοχή μέσα σε διάστημα 30 ημερών. Η ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε να αποδεχθεί εκ των υστέρων τους επαχθείς όρους.[3] Στις 2/15 Οκτωβρίου ο ελληνικός στρατός άρχισε να εκκενώνει την Ανατολική Θράκη. Όπως ήταν αναμενόμενο, την ίδια πορεία ακολούθησε σύσσωμος ο ελληνικός της πληθυσμός. Ένα δεύτερο προσφυγικό ρεύμα προς την Ελλάδα της τάξης των 250.000 ανθρώπων προστέθηκε σε εκείνο που είχε ήδη δημιουργηθεί από τη Μικρά Ασία.[4]

Το κτήριο (σήμερα μουσείο) στα Μουδανιά, όπου έλαβαν χώρα οι διαπραγματεύσεις για την ανακωχή.

Η Συνδιάσκεψη της Λωζάννης: το διαπραγματευτικό πλαίσιο

Για τη διευθέτηση όλων των ζητημάτων –όχι μόνο εκείνων που παρουσίαζαν ελληνικό ενδιαφέρον– τα οποία αφορούσαν στην Τουρκία και παρέμεναν εκκρεμή μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου συγκλήθηκε τον Νοέμβριο του 1922 η Συνδιάσκεψη Ειρήνης της Λωζάννης. Ανταποκρινόμενος στην έκκληση της επαναστατικής κυβέρνησης, ο Ελευθέριος Βενιζέλος τέθηκε επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στην ελβετική πόλη. Η αποστολή που αναλάμβανε ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Σε αντίθεση με ό,τι είχε συμβεί στο Παρίσι λίγα χρόνια νωρίτερα, η Ελλάδα προσερχόταν πλέον στις διαπραγματεύσεις όχι ως νικήτρια, αλλά ως ηττημένη ενός πολέμου και μάλιστα με το πρόσθετο δυσβάσταχτο βάρος της καταστροφής του μικρασιατικού ελληνισμού και τη συνακόλουθη πιεστική ανάγκη περίθαλψης εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων. Η Ανακωχή των Μουδανιών είχε ήδη καταστήσει αναπόφευκτη την οριστική απώλεια και της Ανατολικής Θράκης. Χωρίς να διαθέτει σχεδόν κανένα διεθνές έρεισμα, η ελληνική πλευρά καλούνταν να αντιμετωπίσει τις διευρυμένες τουρκικές αξιώσεις, οι οποίες περιλάμβαναν τη Δυτική Θράκη και τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου.[5]

24 Ιουλίου 1923. Η καταληκτήρια συνεδρία στο Palais de Rumine της Λωζάννης.

Η δυσμενής διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας κατέστη ακόμα χειρότερη εξαιτίας της καταδίκης σε θάνατο πέντε επιφανών πολιτικών ηγετών της αντιβενιζελικής παράταξης και του τελευταίου αρχιστράτηγου της ελληνικής στρατιάς της Μικράς Ασίας ως υπαίτιων για την Καταστροφή. Οι διεθνείς πιέσεις που ασκήθηκαν (κυρίως από τη βρετανική πλευρά) για την αποτροπή των εκτελέσεων δεν είχαν αποτέλεσμα.[6] Το πρωί της 15ης/28ης Νοεμβρίου οι έξι εκτελέστηκαν στο Γουδί. Την ίδια ημέρα, υλοποιώντας τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις του, ο Βρετανός πρεσβευτής εγκατέλειψε την Αθήνα. Οι διπλωματικές σχέσεις ανάμεσα στη Μεγάλη Βρετανία και στην Ελλάδα διακόπηκαν, επιτείνοντας έτσι την ελληνική διπλωματική απομόνωση, την ώρα που η βρετανική υποστήριξη ήταν απολύτως απαραίτητη στο πλαίσιο της Συνδιάσκεψης Ειρήνης, η οποία είχε ήδη ξεκινήσει στη Λωζάννη.[7]

Το πρώτο ελληνικού ενδιαφέροντος ζήτημα που εξετάστηκε στη Λωζάννη ήταν εκείνο της χάραξης των χερσαίων ελληνοτουρκικών συνόρων. Ως προς την Ανατολική Θράκη, η παραχώρησή της στην Τουρκία είχε προδιαγραφεί με την υπογραφή της Ανακωχής των Μουδανιών. Ο Βενιζέλος το είχε έγκαιρα κατανοήσει και, ήδη πριν από την έναρξη των εργασιών της Συνδιάσκεψης είχε ξεκαθαρίσει τη στάση που θα τηρούσε:

Εδέχθην να υπηρετήσω την κυβέρνησιν της Ελλάδος, ασχέτως μάλιστα προς τ’ αποτελούντα αυτήν πρόσωπα, διότι έβλεπα και εξ άλλων τεκμηρίων και εκ της αναγνώσεως αυτού του φιλελευθέρου τύπου των Αθηνών, πόσον ολίγον αντελαμβάνετο ο κόσμος αυτού κάτω το μέγεθος της καταστροφής. Ο φιλελεύθερος τύπος και μετά την καταστροφήν εν Μικρασία επερίμενεν ότι, άμα κατήρχετο του θρόνου ο Κωνσταντίνος, ουδέν θα υπήρχε πλέον κώλυμα όπως ριφθώμεν εις τας αγκάλας των πρώην συμμάχων μας. Έβλεπα δε ότι η Επανάστασις ήρχετο με πρόγραμμα συνεχίσεως του πολέμου προς διάσωσιν της Αν. Θράκης και έκρινα ότι επεβάλλετο ν’ αποδεχθώ την επιβληθείσαν μοι υπηρεσίαν, διά να ειμπορέσω να είπω και προς την Επανάστασιν και προς τον ελλην. λαόν ότι η Αν. Θράκη εχάθη ήδη και δεν υπολείπεται παρά να ίδωμεν τι ειμπορεί ακόμη να σωθή, διά να μη φθάσωμεν εις πληρεστέραν ακόμη καταστροφήν. Εδέχθην ακόμη την εντολήν, διότι άλλως θα υπετίθετο ότι προσωπικός εγωισμός με ημπόδιζε να δεχθώ, διά να αποφύγω την τραγικήν ανάγκην να υπογράψω εξ ονόματος της Ελλάδος την συνθήκην της ήττης και δεν ήθελα να δώσω εις τους συμπολίτας μου το κακόν αυτό παράδειγμα της προτάξεως του εγώ υπέρ το κοινόν συμφέρον.[8]

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος εξέρχεται από τον πύργο του Ouchy, όπου πραγματοποιήθηκε μέρος των διαπραγματεύσεων.

Ο ρεαλισμός του Βενιζέλου βρισκόταν σε πλήρη αναντιστοιχία αφενός με τη σύγχυση που εξακολουθούσε να επικρατεί στην Ελλάδα, αφετέρου με την αδυναμία κυβέρνησης και κοινής γνώμης να προσαρμοσθούν στα νέα δεδομένα που είχαν προκύψει ως αποτέλεσμα της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ανάμεσα σε εκείνους που υποστήριζαν με πάθος ότι η Ελλάδα μπορούσε να αποφύγει την παράδοση της Ανατολικής Θράκης ήταν και ο υποστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος, ηγετικό στέλεχος της «Επανάστασης του Στρατού και του Στόλου». Την προπαραμονή της υπογραφής της Ανακωχής των Μουδανιών, διακήρυξε δημόσια ότι η απώλεια της Ανατολικής Θράκης δεν είχε έρθει ως αποτέλεσμα της ελληνικής συντριβής στη Μικρά Ασία, αλλά εξαιτίας της έλλειψης αποφασιστικότητας από την πλευρά της Ελλάδας να υπερασπιστεί τα κεκτημένα.

Δεν θα χάσωμεν την Θράκην, διότι έχωμεν ολιγώτερον στρατόν ή ως στερούμενοι όπλων, πυροβόλων και εφοδίων. Θα την χάσωμεν διότι είμεθα άνανδροι και δειλοί. Περιφανή δε απόδειξιν περί των ανωτέρω μας παρέχει το πρόσφατον παράδειγμα του αλαζόνος Κεμάλ. Δι’ επισήμου συνθήκης, υπογεγραμμένης παρά των Συμμάχων Δυνάμεων, η Τουρκία ηκρωτηριάσθη οικτρώς, ενώ ιδιαίτερον άρθρον αυτής προέβλεπε περί εκδιώξεως του Σουλτάνου εκ Κωνσταντινουπόλεως και πλήρους σχεδόν διαμελισμού, εν η περιπτώσει οι άσημοι τότε αντάρται της Αγκύρας δεν κατέθετον τα όπλα. […] Εάν χάνωμεν την Θράκην, την χάνομεν διότι ΔΕΝ ΘΕΛΟΜΕΝ ΝΑ ΤΗΝ ΚΡΑΤΗΣΩΜΕΝ. Εάν οι σημερινοί υπό τα όπλα αξιωματικοί και οπλίται ΘΕΛΗΣΟΥΝ, είναι υπεραρκετοί να κάμψουν την οφρύν του επηρμένου Τούρκου. Οι αποτελούντες σήμερον την υπό τα όπλα δύναμιν άνδρες, δεν έχωσι καν υπέρ εαυτών το επιχείρημα των εκ της μακράς στρατεύσεως κακουχιών. Εάν υπάρχουν μεταξύ αυτών τινες επιλήσμονες της υπερτάτης προς την Πατρίδα υποχρεώσεως, οφείλει το Κράτος να πατάξη παραδειγματικώς τους μητραλοίας αυτούς, όπως εξυγιάνη το σύνολον. Και έχω την ακράδαντον πεποίθησιν ότι, εάν νευρώδης Κυβέρνησις αναλάβη σήμερον στερά τη χείρι τα ηνία του Κράτους, θα δυνηθή να οδηγήση και την υστάτην αυτήν στιγμήν το Εθνικόν άρμα προς την οδόν της Τιμής και του Καθήκοντος.[9]

Οι απόψεις του Πάγκαλου βρίσκονταν μακριά από την πραγματικότητα. Όχι μόνο δεν υπήρχε κανένα περιθώριο η Ανατολική Θράκη να παραμείνει σε ελληνικά χέρια, αλλά στη Λωζάννη ο επικεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπείας Ισμέτ πασάς ήγειρε ζήτημα Δυτικής Θράκης, ζητώντας τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Ο Βενιζέλος αντέδρασε αποφασιστικά, έχοντας στη διαπραγματευτική του φαρέτρα την ανασυγκρότηση –από τον Πάγκαλο– της Στρατιάς του Έβρου,[10] η οποία έδινε στην Ελλάδα ένα σημαντικό τακτικό πλεονέκτημα. Απέρριψε το τουρκικό αίτημα, ξεκαθαρίζοντας πως εάν επρόκειτο να γίνει δημοψήφισμα στη Δυτική Θράκη, θα έπρεπε παράλληλα να γίνει και στην Ανατολική, αφού όμως επέστρεφε σε αυτή ο ελληνικός πληθυσμός. Το επιχείρημα ήταν καταλυτικό. Ομόφωνα αρνητική στάση απέναντι στις τουρκικές αξιώσεις τήρησαν και οι Μεγάλες Δυνάμεις, αλλά και τα βαλκανικά κράτη που συμμετείχαν στη Συνδιάσκεψη. Έτσι, ο Ισμέτ επικεντρώθηκε στη διεκδίκηση μόνο του Καραγάτς, το οποίο βρίσκεται στη δυτική όχθη του Έβρου. Υποστήριξε ότι το Καραγάτς έπρεπε να δοθεί στην Τουρκία ώστε να εξασφαλισθεί αφενός η άμυνα της Αδριανούπολης, αφετέρου η σύνδεσή της με τη σιδηροδρομική γραμμή Κωνσταντινούπολης-Σόφιας.

 

Η στρατιά του Έβρου

 

Ο Θεόδωρος Πάγκαλος επιθεωρεί τη στρατιά του Έβρου τον Μάιο του 1923 (πηγή: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος).

Παρεμβολή στο ζήτημα του καθεστώτος της Δυτικής Θράκης υπήρξε και από την πλευρά της Βουλγαρίας. Οι Βούλγαροι δεν είχαν εξοικειωθεί με την ιδέα της απώλειας της Δυτικής Θράκης, η οποία είχε καταστεί τελεσίδικη με τη Συνθήκη του Νεϊγύ (14/27 Νοεμβρίου 1919). Αντίθετα, εξακολουθούσαν να επιδιώκουν την εξασφάλιση εδαφικής διεξόδου στο Αιγαίο Πέλαγος. Ωστόσο, στη Λωζάννη δεν κατόρθωσαν να επιβάλουν τις απόψεις τους. Έτσι, αρκέστηκαν στα δικαιώματα οικονομικής διεξόδου στο Αιγαίο, μέσω του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης, τα οποία τους είχαν έτσι κι αλλιώς αναγνωριστεί με τη Συνθήκη του Νεϊγύ.[11]

Δεύτερο εδαφικό ζήτημα μείζονος σημασίας που εξετάστηκε στη Λωζάννη ήταν εκείνο του καθεστώτος των νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Ευθύς εξαρχής, οι Ιταλοί ξεκαθάρισαν ότι δεν θα δέχονταν καμία συζήτηση για τα Δωδεκάνησα, τα οποία διαμήνυσαν ότι σκόπευαν να τα διατηρήσουν υπό την κυριαρχία τους. Ο Ισμέτ προσπάθησε να διεκδικήσει όσα περισσότερα από τα υπόλοιπα νησιά μπορούσε. Πρωτίστως, υποστήριξε ότι, για λόγους ασφάλειας των Στενών, η Ίμβρος, η Τένεδος αλλά και η Σαμοθράκη έπρεπε οπωσδήποτε να δοθούν στην Τουρκία. Τα ελληνικά αντεπιχειρήματα ήταν θεμελιωμένα στην πληθυσμιακή σύνθεση των νησιών, η οποία ήταν συντριπτικά ελληνική.

Η τουρκική αντιπροσωπεία ζήτησε, επίσης, την πλήρη αποστρατικοποίηση της Λέσβου, της Χίου, της Σάμου και της Ικαρίας. Ο Ισμέτ υποστήριξε ότι κάτι τέτοιο ήταν απαραίτητο ώστε η Ελλάδα να μη χρησιμοποιούσε αυτά τα νησιά ως εφαλτήρια για μελλοντικές επιθετικές ενέργειες εναντίον της Τουρκίας. Επιπλέον, η τουρκική πλευρά αξίωσε την καθιέρωση στα τέσσερα νησιά ειδικού καθεστώτος αυτονομίας, το οποίο –κατά την τουρκική άποψη– θα αποτελούσε εγγύηση για την «ουδέτερη και ανεξάρτητη πολιτική τους ύπαρξη». Η τουρκική διατύπωση ήταν ενδεικτική των πραγματικών προθέσεων της Άγκυρας: εφόσον δεν μπορούσε να αποσπάσει τα τέσσερα νησιά από την Ελλάδα, να δημιουργήσει ωστόσο ένα νομικό έρεισμα για την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί αυτών όταν οι περιστάσεις θα ήταν ευνοϊκές για την Τουρκία.

Η τουρκική αντιπροσωπεία στη Συνδιάσκεψη με επικεφαλής τον Ισμέτ Πασά.

Η ανταλλαγή των πληθυσμών

Ο Βενιζέλος έγκαιρα συνειδητοποίησε ότι η de facto κατάσταση που είχε δημιουργηθεί με τον βίαιο ξεριζωμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης ήταν αδύνατο να αλλάξει, με δεδομένη την πολιτική που ακολουθούσε το κεμαλικό καθεστώς της Άγκυρας. Ενδεικτικό των προθέσεων της κεμαλικής κυβέρνησης είναι το γεγονός ότι μόλις πέντε ημέρες μετά την κατάληψη της Σμύρνης, ο διοικητής των τουρκικών δυνάμεων που έλεγχαν την πόλη, Νουρεντίν πασάς, ξεκαθάρισε προς τον επικεφαλής της αμερικανικής Επιτροπής Ανακούφισης Καταστροφής Σμύρνης Τσαρλς Κάλβιν Ντέηβις ότι η επανεγκατάσταση των προσφύγων στις εστίες τους ήταν αδύνατη και ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν οριστικά τη Μικρά Ασία: «Πιστεύω ότι αυτή είναι η τελική απόφαση της εθνικιστικής κυβέρνησης στο εθνοτικό ζήτημα», κατέληγε επιγραμματικά ο Ντέηβις.[12] Κάτω από την επίδραση των τετελεσμένων γεγονότων που ασφαλώς ευνοούσαν την τουρκική πλευρά, ο Βενιζέλος γρήγορα προσανατολίστηκε προς την ιδέα της σύναψης μιας Συνθήκης για την ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία. Αμέσως μετά τη συνομολόγηση της Ανακωχής των Μουδανιών, έσπευσε να προτείνει στον ειδικό απεσταλμένο της Κοινωνίας των Εθνών για τους πρόσφυγες Φρίντγιοφ Νάνσεν την άμεση υλοποίηση της ανταλλαγής ακόμα και πριν από την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης. Αφενός επηρεασμένος από τις εισηγήσεις του Βενιζέλου και αφετέρου απογοητευμένος από την αδιαλλαξία της Άγκυρας, ο Νάνσεν ενστερνίστηκε την ιδέα.[13]

Η σκέψη για την –εθελούσια και όχι υποχρεωτική όπως τελικά συμφωνήθηκε στη Λωζάννη– ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα στις δύο γειτονικές χώρες δεν ήταν καινούργια. Ήδη από το 1914 η κυβέρνηση Βενιζέλου είχε αποδεχθεί ανάλογες τουρκικές προτάσεις σε μια προσπάθεια προστασίας του διωκόμενου ελληνικού στοιχείου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.[14] Όμως το 1922 ο διωγμός ήταν πλέον τετελεσμένο και μη αναστρέψιμο γεγονός. Κάτω από αυτές τις δυσμενείς περιστάσεις, ο Βενιζέλος πίστευε ότι η ανταλλαγή θα εξυπηρετούσε το τιτάνιο έργο της περίθαλψης των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων, καθώς η μετεγκατάστασή τους θα διευκολυνόταν αποφασιστικά από την αποχώρηση των μουσουλμάνων από τα ελληνικά εδάφη, έστω κι αν οι πρώτοι σαφώς υπερτερούσαν αριθμητικά των τελευταίων. Γι’ αυτόν τον λόγο, δεν δίστασε να προειδοποιήσει τον Νάνσεν ότι σε περίπτωση που η τουρκική κυβέρνηση δεν ανταποκρινόταν θετικά στην πρόταση της ανταλλαγής, η ελληνική πλευρά ήταν αποφασισμένη να την εφαρμόσει μονομερώς, εκδιώκοντας τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς από την ελληνική επικράτεια.[15]

Στην Ελλάδα η προοπτική της ανταλλαγής συναντούσε ισχυρές αντιδράσεις τόσο από τα ηγετικά στελέχη της «Επανάστασης του Στρατού και του Στόλου», μεταξύ αυτών και του Πλαστήρα, όσο και από τους πρόσφυγες. Ωστόσο, η επιμονή του Βενιζέλου για την απόλυτη ανάγκη συνομολόγησης συνθήκης ανταλλαγής πληθυσμών με την Τουρκία έκαμψε τις αντιρρήσεις. Τελευταίο εμπόδιο για την κατάληξη σε οριστική συμφωνία ανάμεσα στην Αθήνα και στην Άγκυρα αποτέλεσε το ζήτημα του Οικουμενικού Πατριαρχείο, το οποίο για τους κεμαλικούς εκλαμβανόταν ως δυνητικός θεματοφύλακας της Μεγάλης Ιδέας.[16] Η τουρκική πλευρά επιδίωκε την απομάκρυνσή του από την Κωνσταντινούπολη, προβάλλοντας μεταξύ άλλων το επιχείρημα ότι τα ειδικά προνόμια που το Πατριαρχείο απολάμβανε εντός του πλαισίου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν ήταν δυνατόν να συνεχίζουν να του αναγνωρίζονται από το νέο τουρκικό κράτος. Τελικά, με δεδομένη την αντίθεση όχι μόνο της ελληνικής, αλλά και όλων των υπόλοιπων αντιπροσωπειών, η Άγκυρα υποχρεώθηκε σε αναδίπλωση: δεσμεύτηκε να διατηρήσει το Πατριαρχείο στην ιστορική του έδρα, υπό τον όρο όμως ότι το τελευταίο θα απέβαλε όλες τις μη εκκλησιαστικές αρμοδιότητες που έως τότε διατηρούσε.[17]

Ο χάρτης της Ανταλλαγής των Πληθυσμών.

Μετά τη διευθέτηση όλων των επιμέρους λεπτομερειών, στις 17/30 Ιανουαρίου 1923 υπογράφηκε στη Λωζάννη η διμερής Σύμβαση για την Ανταλλαγή των Ελληνοτουρκικών Πληθυσμών. Με βάση τις διατάξεις της προβλεπόταν η υποχρεωτική ανταλλαγή αφενός των Ελλήνων ορθόδοξων που διέθεταν τουρκική υπηκοότητα και κατοικούσαν σε τουρκικά εδάφη, αφετέρου των μουσουλμάνων με ελληνική υπηκοότητα που κατοικούσαν σε ελληνικά εδάφη. Η ισχύς της ήταν αναδρομική, με χρονικό σημείο εκκίνησης την 5η/18η Οκτωβρίου 1912, ημερομηνία έναρξης των ελληνοτουρκικών εχθροπραξιών του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου. Οι ανταλλάξιμοι δεν είχαν το δικαίωμα επανεγκατάστασης στην Ελλάδα ή στην Τουρκία χωρίς την άδεια της ελληνικής ή της τουρκικής κυβέρνησης αντίστοιχα. Από τον γενικό κανόνα της ανταλλαγής εξαιρούνταν οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης και οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.[18] Η Σύμβαση προνοούσε για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των ανταλλάξιμων στις κινητές και στις ακίνητες περιουσίες τους. Τέλος, προβλεπόταν η σύσταση Μικτής Επιτροπής, η οποία επιφορτιζόταν με το καθήκον επίβλεψης της εφαρμογής όλων των πτυχών της Σύμβασης.[19]

 

Η Συνθήκη Ειρήνης

Η συνομολόγηση της Σύμβασης της Ανταλλαγής προηγήθηκε της σύναψης της Συνθήκης Ειρήνης κατά έξι μήνες. Σε αυτό το διάστημα, οι διαπραγματεύσεις στη Λωζάννη πολύ συχνά ήταν κάθε άλλο παρά ευχερείς. Στο επίπεδο των ελληνοτουρκικών σχέσεων το πλέον ακανθώδες ζήτημα ήταν η επιμονή της τουρκικής αντιπροσωπείας στην αξίωση για την πληρωμή αποζημίωσης από την πλευρά της Ελλάδας για τις καταστροφές που είχε διαπράξει ο ελληνικός στρατός στη Μικρά Ασία. Η κατηγορηματική άρνηση της Αθήνας να αποδεχθεί αυτόν τον όρο –απότοκη μεταξύ άλλων και της πρακτικής αδυναμίας, λόγω της δεινότατης οικονομικής της θέσης, να τον εκπληρώσει– έτεινε να οδηγήσει σε ναυάγιο τις συζητήσεις. Μπροστά στο αδιέξοδο, τον Μάιο του 1923 η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να καταγγείλει την Ανακωχή των Μουδανιών και να επαναλάβει τις εχθροπραξίες με την Τουρκία με στόχο την ανακατάληψη της Ανατολικής Θράκης, χρησιμοποιώντας για αυτόν τον σκοπό τη στρατιά του Έβρου, την οποία είχε γρήγορα και αποτελεσματικά ανασυγκροτήσει ο Πάγκαλος. Η ελληνική επίθεση αποφεύχθηκε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή χάρη στην επίτευξη μιας ιδιόρρυθμης συμβιβαστικής λύσης: η Ελλάδα δήλωσε ότι δεχόταν να καταβάλει την αποζημίωση, αλλά ταυτόχρονα η Τουρκία παραιτήθηκε ρητά από την είσπραξή της· σε αντάλλαγμα, η ελληνική πλευρά συναίνεσε στην παραχώρηση στην Τουρκία του τριγώνου του Καραγάτς.[20]

Πάνω: οι επίσημες πράξεις στα αγγλικά και ελληνικά. Κάτω: τουρκική καρικατούρα με αντικείμενο τις διαπραγματεύσεις.

Η επιτυχής ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων επισφραγίστηκε στις 24 Ιουλίου 1923 με την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάννης.[21] Βάσει αυτής, ως χερσαίο σύνορο μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας καθιερώθηκε ο ποταμός Έβρος (με την οριακή εξαίρεση του τριγώνου του Καραγάτς). Βάσει ειδικότερης Σύμβασης, η οποία συνομολογήθηκε στη Λωζάννη την ίδια ημέρα με τη Συνθήκη Ειρήνης, καθιερωνόταν καθεστώς αποστρατικοποίησης σε βάθος 30 χιλιομέτρων εκατέρωθεν των ελληνοτουρκικών συνόρων κατά μήκος του Έβρου.[22] Η Ίμβρος και η Τένεδος επιστράφηκαν στην Τουρκία υπό τον όρο της εφαρμογής καθεστώτος ευρείας τοπικής αυτονομίας για τους Έλληνες κατοίκους τους.[23] Στην Ελλάδα κατακυρώθηκαν όλα τα υπόλοιπα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, στα οποία όμως επιβαλλόταν καθεστώς αποστρατικοποίησης: μερικής στη Λέσβο, στη Χίο, στη Σάμο και στην Ικαρία, πλήρους στη Λήμνο και στη Σαμοθράκη λόγω της γειτνίασής τους με τα Στενά των Δαρδανελλίων.[24] Ταυτόχρονα, αναγνωρίστηκαν αφενός η ιταλική κυριαρχία στα Δωδεκάνησα (αφού η Ρώμη είχε προκαταβολικά απορρίψει κάθε ενδεχόμενο παραχώρησής τους στην Ελλάδα),[25] αφετέρου η βρετανική στην Κύπρο.[26]

Η Συνθήκη της Λωζάννης διαμόρφωσε σχεδόν οριστικά την εδαφική φυσιογνωμία του ελληνικού κράτους: μοναδική προσθήκη έκτοτε αποτέλεσαν τα Δωδεκάνησα το 1947. Ήταν μια έντιμη ειρήνη, η οποία αποτύπωνε το συσχετισμό των δυνάμεων που είχε προκύψει μετά την ελληνική ήττα στη Μικρά Ασία. Η ανταλλαγή των πληθυσμών συνέβαλε αποφασιστικά στην εθνική ομογενοποίηση των βόρειων ελληνικών επαρχιών. Η εγκατάσταση στη Μακεδονία και στη Δυτική Θράκη μεγάλου αριθμού προσφύγων από  τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη πύκνωσε κατά πολύ το ελληνικό στοιχείο: η συνεισφορά τους έκτοτε σε όλους τους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής της χώρας υπήρξε καθοριστική. Η ταυτόχρονη αποχώρηση περίπου 350.000 μουσουλμάνων από την Ελλάδα συνέτεινε επίσης στη δραστική αλλαγή της ανθρωπογεωγραφίας στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Κατά παράδοξο τρόπο, ο στόχος της Μεγάλης Ιδέας είχε επιτευχθεί αντεστραμμένος: έναν αιώνα μετά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης το ελληνικό κράτος δεν είχε επεκταθεί τόσο ώστε να συμπεριλάβει στους κόλπους του το μέγιστο μέρος του ελληνικού  έθνους· όμως λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής, η –σε μέγιστο βαθμό– ταύτιση των δύο προέκυψε μέσα από τον καταποντισμό του στόχου της δημιουργίας της «Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» και τη συνακόλουθη αναγκαστική μετακίνηση περισσότερων από 1.000.000 Ελλήνων στη συρρικνωμένη σε σχέση με τη Συνθήκη των Σεβρών ελληνική επικράτεια.

Lausanne, Switzerland. Peace in the Near East! (British Pathé – Film ID:1934.09)

 

Ο Αντώνης Κλάψης είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Χρ. Εμ. Αγγελομάτης, Χρονικόν μεγάλης τραγωδίας (το έπος της Μικρασίας) (Αθήνα: Εστία, χ.χ.), σ. 215-270, 337-352, 382-390· George Horton, Αναφορικά με την Τουρκία (Αθήνα: Λιβάνης, 1992), σ. 132-174· Henry Morgenthau, Η αποστολή μου στην Αθήνα (Αθήνα: Τροχαλία, 1994), σ. 85-133· Δημήτρης Σταματόπουλος, «Η Μικρασιατική Εκστρατεία. Η ανθρωπογεωγραφία της Καταστροφής», στο: Αντώνης Λιάκος (επιμ.), Το 1922 και οι πρόσφυγες. Μια νέα ματιά (Αθήνα: Νεφέλη, 2011), σ. 85-97· Antonis Klapsis, «American initiatives for the relief of Greek refugees, 1922-1923», Genocide Studies and Prevention, 6(1) (2011), σ. 98-106· Antonis Klapsis, «Violent uprooting and forced migration. A demographic analysis of the Greek populations of Asia Minor, Pontus and Eastern Thrace», Middle Eastern Studies, 50(4) (2014), σ. 628-631.

[2] Γονατάς, Απομνημονεύματα,  σ. 229-250· Θησεύς Θ. Πάγκαλος (επιμ.), Αρχείον Θεοδώρου Παγκάλου, τ. 1 (Αθήνα: Κέδρος, 1973), σ. 114-159· Παύλος Π. Πετρίδης (επιμ.), Στη συγκυρία της αβασίλευτης. Από την επάνοδο του Κωνσταντίνου στην έκπτωση των Γκλύξμπουργκ (Αθήνα: Τυπωθήτω, 1999), σ. 225-230.

[3] Χαράλαμπος Ι. Ψωμιάδης, Η τελευταία φάση του Ανατολικού ζητήματος. Συμβολή στη μελέτη των ελληνοτουρκικών διπλωματικών σχέσεων (Αθήνα: Έφεσος, 2004), σ. 62-66· Γρηγόριος Δαφνής, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων, 1923-1940, τ. 1 (Αθήνα: Κάκτος, 1997), σ. 29-35· Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν, Απομνημονεύματα (Αθήνα: Ίκαρος, 1948), σ. 305-324· Charles Harington, Tim Harington looks back (London: Murray, 1940), σ. 117-128· Harry J. Psomiades, «Thrace and the Armistice of Mudanya, October 3-11, 1922», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, 12 (1997-1998), σ. 213-255· Thanassis Bravos, «The Allied note of 23rd September and Great Britain’s retreat on the question of Eastern Thrace», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, 13 (1999-2000), σ. 179-208· Άγγελος Μ. Συρίγος, Ελληνοτουρκικές σχέσεις (Αθήνα: Πατάκης, 2015), σ. 33-42.

[4] Klapsis, «Violent uprooting», σ. 632-633.

[5] Γενική επισκόπηση της δράσης του Βενιζέλου κατά τη διάρκεια της Συνδιάσκεψης της Λωζάννης: Μιχαήλ Γ. Θεοτοκάς, Ο Ελευθέριος Βενιζέλος εις την Συνδιάσκεψιν της Λωζάννης, 1922-1923 (Αθήνα: Αετός, 1946). Συνοπτικότερα: Michael Llewellyn Smith, «Venizelos’ diplomacy, 1910-23. From Balkan alliance to Greek-Turkish settlement», στο: Paschalis M. Kitromilides (ed.), Eleftherios Venizelos. The trials of statesmanship (Edinburgh: Edinburgh University Press, 2006), σ. 169-172. Πλήρης περιγραφή όλων των πτυχών των διαπραγματεύσεων (για θέματα όχι μόνο ελληνικού ενδιαφέροντος): Foreign Office, Lausanne Conference on Near East affairs, 1922-1923. Records of proceedings and draft terms of peace (London: H. M. Stationery Office, 1923)· Ministère des Affaires Étrangères, Conférence de Lausanne sur les affaires du Proche-Orient, 1922-1923. Recueil des Actes de la Conférence, première serie, τ. 1-4 (Paris: Impimerie Nationale, 1923)· Ministère des Affaires Étrangères, Conférence de Lausanne sur les affaires du Proche-Orient, 1922-1923. Recueil des Actes de la Conférence, deuxième serie, τ. 1-2 (Paris: Impimerie Nationale, 1923)· Ministère des Affaires Étrangères, Documents diplomatiques. Conférence de Lausanne, τ. 1-2 (Paris: Impimerie Nationale, 1923).

[6] Στυλιανός Γονατάς, Απομνημονεύματα Στυλιανού Γονατά, 1897-1957 (Αθήνα: 1958), σ. 258-259.

[7]Αρετή Τούντα-Φεργάδη, «Το διπλωματικό παρασκήνιο της δίκης των Εξ», στο: Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, ΚΓ΄ Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο, 24, 25, 26 Μαΐου 2002, Πρακτικά (Θεσσαλονίκη: Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, 2003), σ. 483-502.

[8] Αντώνης Κλάψης, Το ελληνοτουρκικό Οικονομικό Σύμφωνο της 10ης Ιουνίου 1930. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η διευθέτηση των εκκρεμοτήτων της Σύμβασης της Λωζάννης για την Ανταλλαγή των Πληθυσμών (Αθήνα/Χανιά: Ι. Σιδέρης/Εθνικό Ίδρυμα Μελετών και Ερευνών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», 2010), σ. 32.

[9] Πάγκαλος (επιμ.), Αρχείον Θεοδώρου Παγκάλου, σ. 162-163.

[10] Η σκληρότητα των μεθόδων που χρησιμοποίησε ο Πάγκαλος προκειμένου να επιβάλει την πειθαρχία στις μονάδες που κλήθηκε να διοικήσει υπήρξε παροιμιώδης. Ενδεικτικά σημειώνεται ότι προκειμένου να παταχθεί το φαινόμενο της λιποταξίας, η πρόσκληση προς κατάταξη πέντε κλάσεων στρατευσίμων (1919-1923) συνοδευόταν από την προειδοποίηση πως όσοι δεν παρουσιασθούν εγκαίρως «θα τυφεκισθώσιν και αι οικογένειαί των θα εξορισθώσιν εις Αφρικήν»· βλ. Πάγκαλος (επιμ.), Αρχείον Θεοδώρου Παγκάλου, σ. 206. Σχετικά με τη συνεισφορά της Στρατιάς του Έβρου ως διαπραγματευτικό όπλο κατά τη διάρκεια της Συνδιάσκεψης Ειρήνης της Λωζάννης βλ. D. Dakin, «The importance of the Greek Army in Thrace during the Conference of Lausanne, 1922-1923», Greece and Great Britain during World War I (Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, 1985), σ. 211-232.

[11] Μιράντα Παξιμαδοπούλου-Σταυρινού, Η Δυτική Θράκη στην εξωτερική πολιτική της Βουλγαρίας. Το ζήτημα της βουλγαρικής οικονομικής διεξόδου στο Αιγαίο, 1919-1923 (Αθήνα: Gutenberg, 1997), σ. 173-251· Miranda Paximadopoulou-Stavrinou, «L’attitude de la Serbie envers la Grèce et la question de la Thrace Occidentale à la Conférence de Lausanne, 1922-1923», Balkan Studies, 45 (2004), σ. 81-93.

[12] Department of State, Papers relating to the foreign relations of the United States, 1922, τ. 2 (Washington, DC: United States Government Printing Office, 1938), σ. 421.

[13]Stephen P. Ladas, The exchange of minorities. Bulgaria, Greece and Turkey (New York: Macmillan, 1932), σ. 335-344. Ειδικότερα για τις πρωτοβουλίες του Νάνσεν, αλλά και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε στις συνεννοήσεις του με την κεμαλική κυβέρνηση βλ. League of Nations, Official Journal, January 1923, σ. 126-132· League of Nations, Official Journal, March 1923, σ. 383-384· Χαράλαμπος Ι. Ψωμιάδης, Ο Φρίντγιοφ Νάνσεν και το ελληνικό προσφυγικό πρόβλημα, 1922-1924. Μελέτη για την πολιτική της διεθνούς ανθρωπιστικής παρέμβασης και την ελληνοτουρκική Συμφωνία υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών (Αθήνα: Κέντρο Προάσπισης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, 2011)· Berit Tolleshaug, Φρίντγιοφ Νάνσεν. Ένας Νορβηγός ήρωας σε μια ελληνική τραγωδία (Κατερίνη: Μάτι, 2012)· John F. L. Ross, «Fridtjof Nansen and the Aegean Population Exchange», Scandinavian Journal of History, 40(2) (2015), σ. 133-158.

[14] Yannis G. Mourelos, «The 1914 persecutions and the first attempt at an exchange of minorities between Greece and Turkey», Balkan Studies, 26 (1985), σ. 389-413· Γιάννης Μουρέλος, «Πληθυσμιακές ανακατατάξεις την επομένη των Βαλκανικών Πολέμων. Η πρώτη απόπειρα ανταλλαγής των πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία», στο: Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου και η Ελλάδα (Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, 1990), σ. 175-190.

[15] Κλάψης, Το ελληνοτουρκικό Οικονομικό Σύμφωνο, σ. 33-36· Υπουργείο Εξωτερικών, Ελληνικά διπλωματικά έγγραφα, 1919-1940, τ. 3 (Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο, 1994), σ. 242· Στέφανος Ι. Στεφάνου (επιμ.), Τα κείμενα του Ελευθερίου Βενιζέλου, τ. 3 (Αθήνα: Λέσχη Φιλελευθέρων, 1981), σ. 286.

[16] Για τη διασύνδεση του Οικουμενικού Πατριαρχείου με τον μεγαλοϊδεατισμό την περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας βλ. Σία Αναγνωστοπούλου, «Ο εθναρχισμός του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο πλαίσιο της Μεγάλης Ιδέας, 1919-1922», Τα Ιστορικά, 25(47) (2007), σ. 373-420.

[17] Th. Agnides, The Ecumenical Patriarchate of Constantinople in the light of the Treaty of Lausanne (New York: 1964)· Alexis Alexandris, The Greek Minority of Istanbul and Greek–Turkish relations, 1918-1974 (Athens: Centre for Asia Minor Studies, 21992), σ. 87-95· Χαράλαμπος Ι. Ψωμιάδης, Η τελευταία φάση του Ανατολικού ζητήματος. Συμβολή στη μελέτη των ελληνοτουρκικών διπλωματικών σχέσεων (Αθήνα: Έφεσος, 2004), σ. 125-130. Ειδικότερα για τις τουρκικές θέσεις και τη μεταστροφή τους λόγω των διεθνών πιέσεων που ασκήθηκαν στην Άγκυρα βλ. Υπουργείο Εξωτερικών, Ελληνικά διπλωματικά έγγραφα, σ. 263-264, 268-269, 352-353.

[18] Με βάση τη μεταγενέστερη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης, από την ανταλλαγή εξαιρέθηκαν και οι Έλληνες κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου. Ο λόγος για τον οποίο δεν έγινε αναφορά σε αυτούς τους πληθυσμούς από τη Σύμβαση της Ανταλλαγής ήταν ότι όταν αυτή συνομολογήθηκε τα δύο νησιά εξακολουθούσαν να βρίσκονται υπό ελληνικό έλεγχο και η τύχη τους (δηλαδή εάν θα αποδίδονταν στην Ελλάδα ή στην Τουρκία) δεν είχε ακόμα αποφασιστεί.

[19] Υπουργείο Εξωτερικών, Πράξεις υπογραφείσαι εν Λωζάννη τη 30 Ιανουαρίου και τη 24 Ιουλίου 1923 (Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο, 1923), σ. 87-90· League of Nations, Treaty Series, 32 (1925), σ. 76-87· Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Η απόφαση για την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας (Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, 1981)· Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Ελευθέριος Βενιζέλος. 12 μελετήματα (Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1999), σ. 93-120· Τh. P. Kiosseoglou, L’échange forcé des minorités daprès le Traité de Lausanne (Nancy: Imprimmerie Nancéienne, 1926)· Alexandre Emm. Deved, L’échange obligatoire des minorités grecques et turques en vertu de la Convention de Lausanne (Paris: Pierre Bossuet, 1929)· Ladas, The exchange of minorities, σ. 342-352· Dimitri Pentzopoulos, The Balkan exchange of minorities and its impact upon Greece (London: Hurst, 2002), σ. 67-71· John A. Petropulos, «The compulsory exchange of populations. Greek-Turkish peacemaking, 1922-1930», Byzantine and Modern Greek Studies, 2(1) (1976), σ. 135-160· Γιάννης Πετρόπουλος, «Η υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών. Ελληνοτουρκικές ειρηνευτικές διευθετήσεις, 1922-1930», στο: Θ. Βερέμης & Γ. Γουλιμή (επιμ.), Ελευθέριος Βενιζέλος. Κοινωνίαοικονομίαπολιτική στην εποχή του (Αθήνα: Γνώση, 1989), σ. 439-473· Kalliopi K. Koufa & Constantinos Svolopoulos, «The compulsory exchange of populations between Greece and Turkey. The settlement of minority questions at the Conference of Lausanne, 1923, and its impact on Greek-Turkish relations», στο: Paul Smith, Kalliopi K. Koufa & Arnold Seppan (eds.), Ethnic groups in international relations (New York: New York University Press, 1991), σ. 275-308· Onur Yildirim, Diplomacy and displacement. Reconsidering the Turco-Greek exchange of populations, 1922-1934 (New York, NY/London: Routledge, 2006)· Κλάψης, Το ελληνοτουρκικό Οικονομικό Σύμφωνο, σ. 31-50. Θεώρηση της διαδικασίας ανταλλαγής από την οπτική του διεθνούς δικαίου: Stélio Séfériades, «L’échange des populations», στο: Académie de Droit International, Recueil des Cours, 4 (1928), σ. 311-437.

[20] Dakin, «The importance of the Greek Army in Thrace», σ. 211-232· Πάγκαλος (επιμ.), Αρχείον Θεοδώρου  Παγκάλου, τ. 1, σ. 178-264· Απόστολος Αλεξανδρής, Πολιτικαί αναμνήσεις (Πάτρα: Φραγγούλης & Βαρζάνης, 1947), σ. 78-101· Δαφνής, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων, τ. 1, σ. 47-52· Ψωμιάδης, Η τελευταία φάση, σ. 70-73.

[21] Υπουργείο Εξωτερικών, Πράξεις υπογραφείσαι εν Λωζάννη· Photini Constantopoulou (ed.), The foundation of the modern Greek state. Major Treaties and Conventions, 1830-1947 (Αθήνα: Καστανιώτης, 1999), σ. 123-145. Γενική επισκόπηση: Arnold J. Toynbee, «The East after Lausanne», Foreign Affairs, 2 (1923-1924), σ. 84-99· Συρίγος, Ελληνοτουρκικές σχέσεις, σ. 50-71.

[22] Αρετή Τούντα-Φεργάδη, «Το καθεστώς αποστρατικοποιήσεως στην ελληνοτουρκική μεθόριο του Έβρου», στο: Κατερίνα Μανωλόπουλου-Βαρβιτσιώτη & Χρήστος Ροζάκης (επιμ.), Η αποστρατικοποίηση των ελληνοτουρκικών συνόρων (Αθήνα: Πάντειος Ανωτάτη Σχολή Πολιτικών Επιστημών, 1977), σ. 41-68.

[23] Το καθεστώς αυτό δεν εφαρμόσθηκε ποτέ από τις τουρκικές αρχές. Για το ιστορικό των κατοπινών εξελίξεων στα δύο νησιά βλ. Alexis Alexandris, «Imbros and Tenedos. A study of Turkish attitudes toward two ethnic Greek island communities since 1923», Journal of the Hellenic Diaspora, 7 (1980), σ. 5-21.

[24] Κατερίνα Μανωλοπούλου-Βαρβιτσιώτη, «Το καθεστώς αποστρατικοποιήσεως στα ελληνικά νησιά του βορείου Αιγαίου», στο: Μανωλόπουλου-Βαρβιτσιώτη & Ροζάκης (επιμ.), ό.π., σ. 69-115· A. L. Macfie, The Straits question, 1908-36 (Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, 1993), 181-211. Καθεστώς πλήρους αποστρατικοποίησης επιβλήθηκε για τους ίδιους λόγους στην Ίμβρο και στην Τένεδο, όπως φυσικά και στα Στενά αυτά καθ’ αυτά.

[25] Alan Cassels, Mussolini’s early diplomacy (Princeton, NJ: Princeton University Press, 1970), σ. 21-24, 37-42.

[26] Constantine Svolopoulos, «The Lausanne Peace Treaty and the Cyprus problem», στο: Greece and Great Britain during World War I (Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, 1985), σ. 233-245.

Αρετή Τούντα-Φεργάδη: Πτυχές της Μικρασιατικής καταστροφής και η καταφυγή των προσφύγων στην Ελλάδα

Αφιέρωμα στη Μικρασιατική Καταστροφή

 

Αρετή Τούντα-Φεργάδη

Πτυχές της Μικρασιατικής καταστροφής και η καταφυγή των  προσφύγων στην Ελλάδα[1].

 

Το 2022, που διανύουμε, είναι έτος αφιερωμένο σε εκδηλώσεις μνήμης για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή⸱ για τον αναγκαστικό και βίαιο εκπατρισμό των Ελλήνων, που ζούσαν στη Μικρά Ασία, εκπατρισμό, τον οποίο δεν διανοούνταν οι ίδιοι οι Μικρασιάτες, λίγους μήνες νωρίτερα από τον Σεπτέμβριο του 1922, όταν κάηκε η Σμύρνη. Τούτο διαπιστώνεται από κύριο άρθρο της εφημερίδας Αμάλθεια, που εκδιδόταν στη Σμύρνη. Αξίζει να διαβάσουμε λίγες γραμμές από το πρωτοσέλιδο, της 12 (25) Μαρτίου 1922: «Δύναται να είναι αγνώμων [ο Μικρασιατικός λαός] δια τας εκδηλώσεις ταύτας της αγάπης των απανταχού αδελφών του, δύναται να φαντασθή ποτέ ότι θα αφεθή μόνος και άνευ ερείσματος εις την μεγάλην εθνικήν πάλην εκ της επιτυχίας της οποίας θα κριθή η σωτηρία ή η καταστροφή του Γένους μας ολοκλήρου[2].

Όταν ο συνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας, αρχηγός της επαναστάσεως στις 2 Ιανουαρίου 1924, έλαβε τον λόγο στην πρώτη Συντακτική Συνέλευση, η οποία είχε προέλθει από τις εκλογές της 16ης Δεκεμβρίου 1923, συνόψισε τα όσα είχαν διαδραματισθεί στο πολιτικό και στρατιωτικό πεδίο της χώρας, από τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, και ως την τραγωδία της Σμύρνης, επιρρίπτοντας ευθύνη στον Κωσταντίνο, την επιστροφή του οποίου στον θρόνο χαρακτήρισε ως «έγκλημα», αναφερόμενος, δε, στις δυσκολίες του Μικρασιατικού πολέμου και στα όσα τραγικά είχαν συντελεστεί στο Μέτωπο και στη Σμύρνη, υπογράμμισε  τα ακόλουθα: «Και ο γενναίος Στρατός μας -ο οποίος πάντοτε υπήρξεν άξιος της Ελλάδος- προδοθείς εκεί, ηριθμείτο πλέον εις αιχμαλώτους, νεκρούς και φυγάδας. Και αποχαιρετίσαμεν διερχόμενοι την αλησμόνητον Σμύρνην κατά την υστάτην εκείνην αποφράδα ημέραν, καθ’ ήν αύτη συνείχετο από τον εφιάλτην της επιδρομής, και αγωνιώσα είχε βυθισθή εις την σιγήν του θανάτου»[3].

Τι έγινε, όμως, στη Σμύρνη εκείνες τις μέρες, που συντελέστηκε η μεγάλη συμφορά; Οι Μικρασιάτες είχαν αρχίσει από νωρίς, πριν από την καταστροφή, να εγκαταλείπουν τα ενδότερα της Ανατολίας. Έφταναν, σχεδόν, κοπαδιαστά, στα παράλια του Αιγαίου και στη Σμύρνη με τακτικά δρομολόγια τρένων ή με άμαξες ή και πεζοπορώντας. Καθώς τα ελληνικά στρατεύματα αντιμετώπιζαν όλο και πιο αναποτελεσματικά τις τουρκικές επιθέσεις, ο αριθμός των γηγενών Ελλήνων, που εγκατέλειπαν τα πατρογονικά τους εδάφη, αυξανόταν με γεωμετρική πρόοδο. Η προκυμαία της Σμύρνης ήταν πλέον ασφυκτικά γεμάτη από εξόριστους μέσα στην ίδια τους την χώρα.

Αυτοί οι ταλαίπωροι άνθρωποι δεν βοηθήθηκαν ιδιαιτέρως. Ο Ύπατος Αρμοστής, ο Αριστείδης Στεργιάδης, στις 19 Αυγούστου 1922, έστειλε επιστολή στους Ανώτερους Αντιπροσώπους της Κίου, των Μουδανιών και άλλων περιοχών, «Άκρως προσωπική», με την οποία έδινε οδηγίες για να συσκευάσουν τα αρχεία των υπηρεσιών τους, να συγκεντρωθούν οι δημόσιοι υπάλληλοι «και να είναι έτοιμοι προς αναχώρησιν», και με την εντολή «[π]αρούσα τηρήσατε απολύτως μυστική από πληθυσμό»[4].

Ο Γενικός Πρόξενος των ΗΠΑ προχώρησε σε μια σημαντική ενέργεια: κάλεσε το προσωπικό του Αμερικανικού Κολλεγίου της Σμύρνης, τους εκπροσώπους των τοπικών οργανώσεων περίθαλψης, καθώς και των εμπορικών οίκων, να προχωρήσουν στη σύσταση μιας επιτροπής, η οποία έμεινε γνωστή ως American Disaster Relief Committee. Πρώτη φροντίδα της Επιτροπής ήταν η διανομή ψωμιού στους ανθρώπους, που στοιβάζονταν καταταλαιπωρημένοι στην παραλία. Πώς θα μπορούσαν αυτοί οι άνθρωποι να αποδράσουν από το λιμάνι, το οποίο ήταν παντελώς νεκρό από κάθε εμπορική κίνηση, όπου τα μοναδικά ελλιμενισμένα πλοία ήταν τα θωρηκτά των ουδετέρων δυνάμεων, τα οποία είχαν έρθει για να «εποπτεύσουν» την καταστροφή;

Μια άλλη εικόνα της «εποπτείας», που τα πλοία των ουδετέρων δυνάμεων ασκούσαν στο λιμάνι μας δίνει η Διδώ Σωτηρίου, Μικρασιάτισσα η ίδια, στο πασίγνωστο και κλασικό, πλέον, βιβλίο της Ματωμένα Χώματα και την περιγράφει με μελανά χρώματα: «Τι κάνουν, λοιπόν, οι προστάτες μας; Τι κάνουν οι ναύαρχοι με τα χρυσά σιρίτια οι διπλωμάτες και οι πρόξενοι της Αντάντ! Στήσανε κινηματογραφικές μηχανές στα καράβια τους και τραβούσανε ταινίες τη σφαγή και τον ξολοθρεμό μας! Μέσα στα πολεμικά, οι μπάντες τους παίζανε εμβατήρια και τραγούδια της χαράς, για να μην φτάνουν ίσαμε τ’ αυτιά των πληρωμάτων οι κραυγές της οδύνης και οι επικλήσεις του κόσμου. Και να ξέρει κανείς πως μια, μία κανονιά, μια διαταγή, έφτανε για να διαλύσει όλα κείνα τα μαινόμενα στίφη. Και η κανονιά δε ρίχτηκε κι η εντολή δε δόθηκε[5].

Η Διδώ Σωτηρίου και τα Ματωμένα Χώματα.

Μια παραπλήσια εικόνα των τραγικών εκείνων ημερών μας δίνει και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος μέσα από ένα γράμμα του, που έστειλε στον Ηλία Βενέζη, όπου επέρριπτε ευθύνες στους λαούς «των ‘χριστιανικών’ χωρών, που τα πολεμικά τους σκάφη ή άλλα καράβια τους, στα νερά της Σμύρνης, απωθούσαν (με μοναδικές εξαιρέσεις δυο εμπορικά πλοία, ένα ιταλικό κ’ ένα γιαπωνέζικο, αυτό μη ‘χριστιανικό’) όσους ζητούσαν σωτηρία, ή παρακολουθούσαν με απάθεια τους στριμωγμένους στην προκυμαία, όταν οι φλόγες κατάπιναν την πόλη και η μάχαιρα των σφαγέων είχε υψωθεί επάνω από τα κεφάλια τους. […] έφταιξαν και οι ‘χριστιανικοί λαοί’, που οι πρόξενοι των χωρών τους στη Σμύρνη (με μοναδική εξαίρεση τον Αμερικανό Georges Horton) ετήρησαν ‘ουδετερότητα’ μπροστά στο μαρτύριο των Ελλήνων (και των Αρμενίων)»[6].

Είναι γεγονός πως οι πρόσφυγες, που έφτασαν στην Ελλάδα, στη  συντριπτική τους πλειοψηφία, ήταν γυναίκες, ηλικιωμένοι και παιδιά, διότι πολλοί άντρες είχαν χαθεί στο πεδίο της μάχης, άλλοι έμειναν πίσω και «υπηρέτησαν» στα τάγματα εργασίας των Τούρκων. Επιπλέον, οι Τούρκοι είχαν απαγορεύσει στους άντρες, που βρίσκονταν σε παραγωγική ηλικία να αποχωρήσουν από τα οθωμανικά εδάφη. Επισήμως, οι Τούρκοι υποστήριζαν πως οι άνδρες αυτής της ηλικίας θα συνέβαλαν στην ανοικοδόμηση  των περιοχών εκείνων, που ο ελληνικός στρατός είχε καταστρέψει, ενώ, στην πραγματικότητα, στόχευαν στην εθνική και στρατιωτική αποδυνάμωση της Ελλάδας, στερώντας της το παραγωγικό ανθρώπινο δυναμικό. Τούτο προκύπτει και από την ανακοίνωση, της 16ης Σεπτεμβρίου 1922, όπου αναφερόταν, μεταξύ άλλων, πως: «[…] οι Έλληνες και οι Αρμένιοι τους οποίους έφερε στη Σμύρνη και στις παράκτιες πόλεις ο εχθρικός στρατός…είναι άτομα που…ενώθηκαν ανοιχτά με τον ελληνικό στρατό και επομένως πήραν ανοιχτά τα όπλα εναντίον μας, έκαψαν τις πόλεις μας, βασάνισαν και καταδίωξαν τους αθώους κατοίκους…Για να μην επιτρέψουμε σε αυτά τα άτομα να επανενταχθούν στον ελληνικό στρατό …οι άρρενες ηλικίας 18 έως 45 ετών θα τεθούν υπό φρούρηση ως αιχμάλωτοι πολέμου…». Οι Τούρκοι είχαν, επίσης, αρπάξει νεαρά κορίτσια και γυναίκες ηλικίας 15 έως 35 ετών από όσους βρίσκονταν στην αποβάθρα, πολλές από τις οποίες εξαφανίστηκαν[7].

Η πυρκαγιά της Σμύρνης και ο πανικός του πλήθους.

Ακόμα, αρκετοί από τους στρατιώτες του μικρασιατικού μετώπου αναγκάστηκαν να παραδοθούν στον εχθρό ή να πετάξουν τα όπλα και να φύγουν πανικόβλητοι. Αυτή την αλλοφροσύνη των Ελλήνων στρατιωτών και τις άθλιες συνθήκες, που βίωναν, μας δίνει ο Έρνεστ Χεμινγουέι, ο οποίος ως δημοσιογράφος και ανταποκριτής μιας εφημερίδας του Τορόντο, σημείωνε: «Όλη τη μέρα έβλεπα να περνούν, βρώμικοι, κουρελιασμένοι, αξύριστοι, ανεμοδαρμένοι στρατιώτες, πεζοπορώντας στα μονοπάτια μέσα από την καφετιά, σβωλιασμένη, χέρσα γη της Θράκης. Ούτε επίδεσμοι, ούτε οργανωμένη περίθαλψη, ούτε στρατόπεδα, μόνο ψείρες, βρώμικες κουβέρτες και κουνούπια όλη τη νύχτα. Είναι οι τελευταίοι της δόξας που ήταν η Ελλάδα. Αυτό είναι το τέλος της δεύτερής τους πολιορκίας της Τροίας»[8].

Η δημοσιογραφική ταυτότητα του Έρνεστ Χεμινγουέι.
Τζωρτζ Χόρτον, Γενικός Πρόξενος των ΗΠΑ στη Σμύρνη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Στη Σμύρνη, ρίχνονταν προκηρύξεις στους ταλαιπωρημένους ανθρώπους, με τις οποίες τους πληροφορούσαν πως θα έπρεπε μέσα σε μια βδομάδα να εγκαταλείψουν την πόλη, διαφορετικά θα εκτοπίζονταν. Οι περίπου 350.000 άνθρωποι που βρίσκονταν στην προκυμαία προσπαθούσαν να επιβιβαστούν σε πλοία και από εκεί να περάσουν στα νησιά, την Χίο, κυρίως, και τη Μυτιλήνη και στα υπόλοιπα παράλια της Ελλάδας, αν και η αποβίβασή τους στα λιμάνια της ‘Παλαιάς Ελλάδας’ είχε απαγορευθεί από την κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας.

Λίγο αργότερα,  οι ηγέτες της «Επανάστασης του Στρατού και του Στόλου», συνταγματάρχες Νικόλαος Πλαστήρας και Στυλιανός Γονατάς, καθώς και ο πλοίαρχος Δημήτριος Φωκάς, εξανάγκασαν τον βασιλιά Κωνσταντίνο σε παραίτηση και επιδίωξαν την αντικατάστασή του από  τον γιό του, Γεώργιο Β΄, όρισαν, δε, κυβέρνηση με επικεφαλής τον Σωτήριο Κροκιδά, που διαδέχθηκε την κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου[9].  

Βέβαια, όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν είχαν μείνει απαθείς απέναντι στους πρόσφυγες, που έφταναν στη χώρα, παρόλες τις οικονομικές δυσκολίες, που αντιμετώπιζε το κράτος. Μάλιστα, στη Συνεδρίαση της 18ης Μαΐου 1922, ο Γ. Αναστασόπουλος ανακοίνωνε, ενώπιον της Γ΄ Εθνοσυνελεύσεως, Ψήφισμα, το οποίο είχε ψηφιστεί νωρίτερα και αφορούσε τα όσα «από τριετίας κατά σύστημα διαπράττονται εν τη κεμαλοκρατουμένη Ασία εναντίον των αμάχων ελληνικών χριστιανικών πληθυσμών, εκ των οποίων περί τα δύο εκατομμύρια, άνδρες, γυναίκες και παίδες εξωντώθησαν δια πυρός, σιδήρου, αγχόνης και μαρτυρικών διωγμών». Εκπροσωπώντας η Εθνοσυνέλευση, «την πανελλήνιον ψυχήν», επικαλείτο «την αντίληψιν της πεπολιτισμένης ανθρωπότητος προς διάσωσιν των διωκομένων, υπέρ ελευθερώσεως των οποίων αγωνίζεται η Ελλάς»[10].

Όμως, η έκκληση αυτή των εκπροσώπων του Ελληνικού Κοινοβουλίου προς τον πολιτισμένο κόσμο αμαυρώθηκε λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούλιο του 1922, όταν οι ίδιοι ψήφισαν, ομοφώνως, τον Νόμο 2870 «Περί της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις Ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής»[11], ένας νόμος που αφορούσε και πρόσφυγες ερχόμενους στην Ελλάδα και από άλλες περιοχές. Ήταν η περίοδος κατά την οποίαν τα προβλήματα στο μικρασιατικό μέτωπο είχαν εκτραχυνθεί και η αποτυχία της εκστρατείας ήταν υπέρ το δέον ορατή.

Οι Μικρασιάτες έφταναν στην κυρίως Ελλάδα με έκδηλα στα πρόσωπά τους τα σημάδια της ταλαιπωρίας, της στέρησης και της απογοήτευσης, οι δε δυσκολίες που καλούνταν να αντιμετωπίσουν φάνταζαν ανυπέρβλητες, και ήταν. Η ελληνική επαναστατική κυβέρνηση, η οποία σχηματίστηκε σχεδόν αμέσως μετά την καταστροφή, ανάμεσα στα τεράστια προβλήματα, που είχε να αντιμετωπίσει-συγκέντρωση των υπολειμμάτων του Στρατού, αναδιοργάνωσή του, ανασύνταξη της χώρας και προσδιορισμό της θέσης της απέναντι στους Συμμάχους, λόγω του επαναστατικού της χαρακτήρα- συγκαταλέγονταν και τα καραβάνια των προσφύγων, τα οποία κατέκλυζαν μέρα με τη μέρα τα παράλια της Ελλάδας και την ενδοχώρα της.

Μια εικόνα του ερχομού των προσφύγων στην Ελλάδα μας παρέχει ο Μιχαήλ Νοταράς στο βιβλίο του, Η Αγροτική Αποκατάστασις των Προσφύγων, όπου σημειώνει: «Μόνον εκείνοι, οίτινες έζησαν το δράμα του 1922 και παρηκολούθησαν ιδίοις όμμασι την αποβίβασιν εις τα Ελληνικά παράλια της αλλόφρονος και απεγνωσμένης μάζης των ανθρωπίνων ρακών, μόνον εκείνοι είνε εις θέσιν να εκτιμήσωσι την υπεράνθρωπον προσπάθειαν που κατέβαλε η χώρα αύτη δια να δυνηθή ν’ αφομοιώση τον πληθυσμόν εκείνον […] των ομογενών της χωρίς ποσώς να παρίδη και τους αλλοεθνείς, οίτινες κατέφυγον εις το έδαφός της»[12].

Η αναγκαστική έξοδος των προσφύγων από τη Μικρά Ασία και η εισροή τους στο ελληνικό έδαφος υποχρέωσε την Ελλάδα να απορροφήσει και να εντάξει στον πληθυσμό της έναν μεγάλο αριθμό νέων κατοίκων. Η Margaret Macmillan, θεωρεί πως «[έ]λληνες που δεν μιλούσαν ελληνικά, συνωστίστηκαν σε μια χώρα που δεν μπορούσε να τους θρέψει»[13]. Άποψη, βεβαίως, η οποία δεν ευσταθεί, διότι το «εθνοτικό χάσμα» ανάμεσα στους πρόσφυγες και στον γηγενή πληθυσμό είχε «πραγματικές αφορμές», η επικοινωνία τους δυσχεραινόταν από πολλούς παράγοντες, στους οποίους συμπεριλαμβανόταν και η γλώσσα, δεδομένου ότι «για πολλούς δεν είναι καν η ελληνική»[14].

Το γεγονός αυτό απαιτούσε την εντατικοποίηση των προσπαθειών της ελληνικής κυβέρνησης, ώστε να αντιμετωπίσει τα τεράστια προβλήματα που είχαν ανακύψει έντονα και επείγοντα και αφορούσαν την περίθαλψή τους, τη σίτισή τους, την προσωρινή στέγασή τους⸱  στη συνέχεια, έπρεπε να χτιστούν σπίτια για τη  μόνιμη στέγασή τους, να προχωρήσουν έργα υδραυλικά και συγκοινωνιακά, να συντηρηθούν οι οικίες από τις οποίες είχαν αποχωρήσει οι μουσουλμανικοί και βουλγαρικοί πληθυσμοί και, γενικώς, το κράτος να δημιουργήσει προϋποθέσεις τέτοιες, που θα επέτρεπε στους πρόσφυγες να απασχοληθούν σε παραγωγικές εργασίες, ικανές να τους παράσχουν τα προς το ζην και να ζήσουν μια ομαλή ζωή[15].

Ο αριθμός των Ελλήνων που εκδιώχθηκαν από τη Μικρά Ασία και έφτασαν στα εδάφη της Μητροπολιτικής Ελλάδας, ως πρόσφυγες, δεν ήταν δυνατόν να καθοριστεί επακριβώς. Σύμφωνα με δήλωση της All-British Appeal, η οποία ήταν αρμόδια για την πείνα στη Ρωσία, η οποία είχε ενσκήψει από το 1921, αλλά και την τραγωδία της Ανατολής, η κατανομή των προσφύγων ήταν η ακόλουθη: Στη Θεσσαλονίκη και την περιφέρειά της, εγκαταστάθηκαν πάνω από 100.000, στη Θράκη και στα νησιά της θάλασσας του Μαρμαρά, 130.000, στη Χίο 60.000, στη Σάμο 15.000, στον Πειραιά 50.000, στην Κρήτη 27.500. Επιπλέον, βρίσκονταν καθ’ οδόν, από τη Δυτική Θράκη περισσότεροι από 100.000 και 50.000 Έλληνες στρατιώτες[16]. Τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη, ο εκπρόσωπος της Κ.τ.Ε., Φρίντγιοφ Νάνσεν, τους αναβίβαζε, το Νοέμβριο του 1922, σε 900.000 σύμφωνα με τις καλύτερες πληροφορίες[17] και τις πρώτες εκτιμήσεις.

Μία στατιστική ανέφερε πως 786.430 πρόσφυγες είχαν καταφύγει στο ελληνικό έδαφος. Άλλη μιλούσε για 1.360.000 άτομα. Η ίδια η Κοινωνία των Εθνών δημοσίευε, το 1926, ένα βιβλίο αφιερωμένο στους Έλληνες πρόσφυγες, όπου αναφερόταν ο αριθμός 1.400.000, διευκρινιζόταν δε ότι σ’ αυτόν περιλαμβάνονταν και όσοι είχαν έρθει από την Ανατολική Θράκη, τη Βουλγαρία και τη Ρωσία. Προστίθετο, ακόμα, ότι η μεγαλύτερη μάζα αυτού του πληθυσμού προερχόταν από τη Μικρά Ασία. Έτσι, ο επακριβής αριθμός προσδιορίζεται από τα μεταναστευτικά ρεύματα, που αρχίζουν να καταφθάνουν στην Ελλάδα από την εποχή των Βαλκανικών πολέμων έως και λίγο καιρό μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάννης[18]. Στην έκδοση της ΚτΕ αναφερόταν πως «πολλοί από τους ανταλλαγέντες ή τους πρόσφυγες δεν πέρασαν από τους δρόμους μεταφοράς, που οργανώθηκαν από το κράτος· έφτασαν με δικά τους μέσα, διαφεύγοντας έτσι κάθε απογραφή»[19].

Ας διευκρινιστεί ότι η ελληνοτουρκική Σύμβαση για την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, της 30 Ιανουαρίου 1923, η οποία εντάσσεται στο σύνολο των συμβατικών πράξεων της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάννης, δημιούργησε και ένα άλλο προσφυγικό ρεύμα. Ορισμένοι, που υποχρεούνταν στην ανταλλαγή είχαν, ήδη, μεταναστεύσει στην Ελλάδα, εξαναγκασμένοι από τις τουρκικές ωμότητες και την γενικότερη έκρυθμη κατάσταση, που επικρατούσε στην Ανατολή, άλλοι ήρθαν αργότερα[20].

Ωστόσο, σύμφωνα με τον πρόεδρο της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων, τη γνωστή ως ΕΑΠ[21], η οποία είχε ιδρυθεί βάσει του πρωτοκόλλου του Σεπτεμβρίου 1923, στα τέλη του 1923 βρίσκονταν στην Ελλάδα 1.136.000 άτομα. Στον αριθμό αυτό, όμως, συνυπολογίζονταν και 150.000 πρόσφυγες, οι οποίοι θα έρχονταν από την Ασία, όπως και 60.000 Αρμένιοι, οι οποίοι ήδη είχαν φθάσει σε ελληνικό έδαφος. Ο ταγματάρχης Ντάβινσον, ο οποίος ήταν μέλος του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού και της Near East Relief, των Οργανώσεων, δηλαδή, που από την πρώτη στιγμή βρέθηκαν κοντά στους πρόσφυγες και τους συνέδραμαν αποτελεσματικώς στην αντιμετώπιση των επειγουσών και ζωτικών αναγκών τους, παρακολούθησαν δε, εκ του σύνεγγυς, την όλη κατάσταση, σε μια στατιστική έκθεση μιλάει για 1.000.000 πρόσφυγες. Σ’ αυτόν τον αριθμό συμπεριλαμβάνονταν και 150.000, οι οποίοι πέθαναν στη διάρκεια του χειμώνα του 1922 και της άνοιξης του 1923. Περιλάμβανε δε και 50.000, οι οποίοι είχαν κατορθώσει να διαφύγουν στο εξωτερικό. Ορισμένοι Αρμένιοι εγκαταστάθηκαν στη Σοβιετική Αρμενία, Έλληνες, μετέβησαν στην Αίγυπτο και τις ΗΠΑ για να συναντήσουν τους συγγενείς τους, που ζούσαν στις εκεί ελληνικές παροικίες. Από τους υπόλοιπους 800.000, οι 400.000 κατέστησαν αυτάρκεις, δίχως να εξηγείται πώς και με ποια μέσα. Οι υπόλοιποι 400.000 συναποτελούνταν από γέροντες, γυναίκες και παιδιά, άτομα που έχρηζαν βοήθειας και, γενικότερα, κρατικής μέριμνας και αρωγής. Κατά τον Ντάβινσον, ο προσφυγικός κόσμος περιλάμβανε 95.000 παιδιά. Τα 10.000 ήσαν ορφανά και από τους δύο γονείς, τα 40.000 από τον έναν, τα 45.000 είχαν μεν και τους δύο γονείς τους αλλά έχρηζαν, όπως και τα άλλα, άλλωστε, υποστήριξης[22]. Σύμφωνα, όμως, με τον βουλευτή Λ. Ιασωνίδη, «πλέον των εκατόν χιλιάδων [ορφανών] περιφέρονται εις την Ελλάδα, εκ των οποίων έχουν συλλεγή μόνον 30.000»[23].

Ο υπουργός Γεωργίας, Α. Μπακάλμπασης, υποστήριζε στην Ελληνική Εθνοσυνέλευση, όταν συζητείτο το προσφυγικό, ότι υπήρχε μια στατιστική του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, η οποία συμπληρώθηκε τον Απρίλιο 1923, σύμφωνα με την οποία οι πρόσφυγες που απογράφηκαν οικειοθελώς ήσαν 786.000. Σύμφωνα με αυτή τη συγκεκριμένη στατιστική, ο αριθμός των προσφύγων ανερχόταν σε 1.000.000. Ο ίδιος ο υπουργός υπολόγιζε τους πρόσφυγες, που έφτασαν στην Ελλάδα, σε 1.100.000 έως 1.200.000 τους πρώτους μήνες που γεννήθηκε το έντονο προσφυγικό ζήτημα. Αναμένονταν δε άλλοι 147.000 από διαφορετικές περιοχές της Μικράς Ασίας, άλλοι από την Κωνσταντινούπολη, εκτός από εκείνους, που θα έφταναν, όταν θα άρχιζε να εφαρμόζεται η Σύμβαση περί ανταλλαγής των ελληνοτουρκικών πληθυσμών του Ιανουαρίου 1923, έργο το οποίο ανέλαβε η αρμόδια Μικτή Επιτροπή[24].

Η μερική απογραφή των προσφύγων του 1923.

Ωστόσο, κατά τον Αλέξανδρο Πάλλη «[…] η Γενική Απογραφή του Πληθυσμού της 15 Μαΐου 1928-η πρώτη μετά την μικρασιατικήν καταστροφήν-μας παρέχει, δια πρώτην φοράν, επισήμως εξηκριβωμένον τον συνολικόν αριθμόν των προσφύγων, κατά διάκρισιν προελεύσεως. Ούτος ανέρχεται εις 1.221.849 άτομα εκ των οποίων 1.069.957 είναι οι αφιχθέντες μετά την Μικρασιατικήν καταστροφήν 151.892 δε οι προ αυτής. Μεταξύ των 151.892 τούτων συγκαταλέγονται και οι παλαιοί πρόσφυγες οι ελθόντες προ του 1920, οι οποίοι ανέρχονται εις 70.000 περίπου»[25]. Όμως, και αυτά τα στοιχεία ελέγχονται, διότι, στην συγκεκριμένη απογραφή, υπολογίστηκαν τα παιδιά, που είχαν, εν τω μεταξύ, γεννηθεί στην Ελλάδα και αυτό δεν το γνώριζε ο Βενιζέλος όταν, το 1930, αναφέρθηκε σ’ αυτήν, θεωρώντας ότι τα στοιχεία προέρχονταν από την ΕΑΠ. Και υποστηρίζει πως είναι «εντελώς αδύνατο να υπολογιστεί με ακρίβεια ο συνολικός αριθμός των προσφύγων»[26].

Ο βουλευτής Σκεύος Ζερβός, μιλώντας από το βήμα της Βουλής, προέτρεπε την κυβέρνηση να επιφορτίσει το υπουργείο Γεωργίας να διενεργήσει στατιστικές για τον ελληνικό πληθυσμό της Μικράς Ασίας, της Ανατολικής Θράκης και του Πόντου πριν από την καταστροφή. «Δεν γνωρίζομεν», ομολογούσε, «πόσοι είναι εν ζωή εν Τουρκία, πόσοι είναι τεθνεώντες εκεί». «[Ε]κ της ακριβούς στατιστικής θα γνωρίσωμεν ακριβώς πόσοι είναι άφαντοι και τελείως εξαφανισθέντες και ποίαι και πόσαι είναι αι περιουσίαι των». «Άνευ στατιστικών ακριβών ο προσφυγικός κόσμος δεν θα είναι γνωστός ποσοτικώς και ποιοτικώς». Πιο κάτω δε επισήμαινε το γεγονός ότι είχαν περάσει ήδη δύο χρόνια από την καταστροφή «και δεν γνωρίζομεν ακόμη ούτε κατά προσέγγισιν πόσος είναι ο προσφυγικός κόσμος. Άλλοι λέγουν 720.000, άλλοι 1.200.000»[27].

Σκεύος Ζερβός.

Αρκετές χιλιάδες, ο αριθμός των οποίων είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να εξακριβωθεί, και ως εκ τούτου δεν αναφέρεται πουθενά, πέθαναν από τις κακουχίες και τις στερήσεις, εξαφανίστηκαν και γενικά χάθηκαν τα ίχνη τους, για άγνωστους λόγους[28]. Υπήρχαν, ωστόσο, και οι πολιτικοί όμηροι, τους οποίους οι εν Ελλάδι υπολόγιζαν σε εκατό με εκατόν πενήντα χιλιάδες. Σύμφωνα με πληροφορίες, που δίνονταν στην Εθνοσυνέλευση, υπήρχαν «Διάφοροι Οργανώσεις Μικρασιατικαί [οι οποίες] συνεχώς δια τηλεγραφημάτων παρακαλούν και ζητούν την επέμβασιν της Κυβερνήσεως προς διάσωσιν των υπολειμμάτων του Ελληνισμού εν Μικρά Ασία». Ο Ρέντης, υπουργός Εξωτερικών στην υπό τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου κυβέρνηση, διαβεβαίωνε ότι υπήρχαν επιτροπές, οι οποίες επέβλεπαν τη μεταφορά όσων είχαν μείνει στα ενδότερα της Μ. Ασίας. Ο βουλευτής Β. Αρτεμιάδης, μιλώντας στο ελληνικό Κοινοβούλιο, αναφέρθηκε και σε όσους είχαν εξολοθρευθεί από τους Τούρκους, σε μικρό χρονικό διάστημα.  Μεταξύ άλλων, τόνιζε: «[…] από του 1908 μέχρι του 1914, εξωλοθρεύθησαν δια διαφόρων μέσων και μεθόδων 224.000 ομογενείς. Από της ημέρας της κηρύξεως του Πανευρωπαϊκού πολέμου μέχρι της ανακωχής του Μούδρου εξωλοθρεύθησαν άλλαι 450-500 χιλιάδες. Ο ολικός αριθμός των εντός της δεκαετίας, από της Τουρκικής μεταπολιτεύσεως του 1908 μέχρι της ανακωχής του Μούδρου, απολεσθέντων ανέρχεται κατά θετικάς στατιστικάς πληροφορίας εις 750 χιλιάδας»[29].

Σε πολλές περιπτώσεις ορισμένοι βρέθηκαν μετά από λίγα ή περισσότερα χρόνια. Ο Τύπος δημοσίευε αγγελίες ανθρώπων, που έψαχναν τους συγγενείς τους. Διάφορες Οργανώσεις, όπως η International Migration Service, βοήθησαν αποτελεσματικά προς αυτή την κατεύθυνση. Στη διάρκεια, ακόμα, της εξόδου από τη Μικρά Ασία και φθάνοντας στην Ελλάδα, η πείνα, οι επιδημίες, οι λοιμώξεις τυράννησαν πολλούς. Πολλοί πρόσφυγες πέθαναν στη διάρκεια του ταξιδιού τους προς την πατρίδα από τις αρρώστιες και την εξάντληση, άλλοι πέθαναν στη Μακεδονία από το ψύχος του χειμώνα του 1922-1923. Η θνησιμότητα σε μητέρες και  βρέφη, που είχαν γεννηθεί σε στρατόπεδα προσφύγων ήταν σε υψηλά επίπεδα. Στο Δημοτικό Βρεφοκομείο της Αθήνας, στο οποίο είχαν βρει στέγη βρέφη προσφύγων, το 1923, πέθανε το 74,4% αυτών και το 1924 το 83,24%[30].

Η συντριπτική  πλειοψηφία  των προσφύγων βίωνε καταστάσεις τραγικές, λόγω της έλλειψης βασικών αγαθών. Η άθλια διαβίωσή τους σε πρόχειρους καταυλισμούς εγκυμονούσε κινδύνους για εμφάνιση σοβαρών ασθενειών, όπως χολέρα, τυφοειδής πυρετός ή και τύφος, ενώ σε ορισμένους είχε παρουσιαστεί ευλογιά και δυσεντερία.  Τον χειμώνα του 1923 ο εξανθηματικός τύφος προσέλαβε επικίνδυνες διαστάσεις. Δεν ήσαν λίγοι εκείνοι, οι οποίοι αντιμετώπισαν ψυχολογικά προβλήματα, λόγω της απάνθρωπης ταλαιπωρίας που υπέστησαν. Ξεριζώθηκαν από τα σπίτια τους, έχασαν παιδιά, αδερφούς, άντρες, γυναίκες, γονείς[31].

Τα προβλήματα, που δημιουργήθηκαν για το κράτος από τον ερχομό των προσφύγων ήταν εξόχως δυσανάλογα προς τις πραγματικές δυνατότητές του, σε όλους τους τομείς. Το προσφυγικό απασχόλησε, σε όλες του τις πτυχές, τους εκπροσώπους του Έθνους, όταν μετά από καιρό αποφασίστηκε να συζητηθεί στην Εθνοσυνέλευση, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1924 και την άνοιξη του 1925, από τη στιγμή, που η ίδια το είχε αναγάγει στο υπ’ αριθμό ένα εθνικό ζήτημα. Ο προβληματισμός και η συζήτηση για τον ακριβή αριθμό των προσφύγων  συνεχίζεται μέχρι σήμερα και απασχολεί τη γραφίδα πολλών, σύγχρονων ιστορικών[32].

Πολλοί βουλευτές κατηγόρησαν το κράτος για ολιγωρία στην αντιμετώπιση του προσφυγικού, άλλοι αναγνώρισαν τις υπέρτατες δυσκολίες, την πολυπλοκότητα και την τραγικότητα του προβλήματος και τις τεράστιες προσπάθειες, που είχαν καταβάλει οι ελληνικές κυβερνήσεις για τη ρύθμισή του, τόσο στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο, όσο και στο εξωτερικό, σημαντική έκφανση του οποίου υπήρξε και η προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό, ενέργεια η οποία ήταν μεν επιβεβλημένη και αναγκαία και ανακούφισε το κράτος αλλά συνέβαλε στη διαιώνιση της οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης της χώρας από τον ξένο παράγοντα.

Οι πρόσφυγες έφταναν και κατέλυαν σε κάποιες πόλεις ή περιοχές μετά από περιπλανήσεις ημερών. Τουλάχιστον δέκα χιλιάδες πρόσφυγες έφτασαν την 1η Οκτωβρίου 1922 στο Βόλο με το μεταγωγικό Μεγάλη Ελλάς και με άλλα πλοία, εξαθλιωμένοι και αξιοθρήνητοι στο έπακρο και ήταν τα πρώτα «πολιτικά θύματα» των τραγικών γεγονότων, που είχαν σημειωθεί στην Ανατολή. Είχαν ξεκινήσει από τη Σμύρνη, έφτασαν στη Μυτιλήνη, κατόπιν στη Θεσσαλονίκη, αλλά και στα δύο λιμάνια δεν τους επετράπη η αποβίβαση. Ορισμένοι είχαν πεθάνει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Έφτασαν στο Βόλο και οι αρχές δεν είχαν λάβει μέτρα για σπίτια, όπου θα μπορούσαν να καταλύσουν, δεν τους παρασχέθηκε τροφή. Δεν υπήρχε ψωμί, δεν υπήρχε φρέσκο γάλα για τα παιδιά. Διατάχθηκε η μεταφορά ορισμένων στο Νοσοκομείο. Αποφασίστηκε να παραμείνουν στην πόλη τέσσερις χιλιάδες άτομα, οι υπόλοιποι θα προωθούνταν στις πόλεις και στα χωριά της ενδοχώρας[33].

Ο Lindley, μέλος της Βρετανικής επιτροπής, έστειλε στον Curzon, στις 7 Οκτωβρίου, έγγραφο με το οποίο τον πληροφορούσε για τις συνομιλίες που είχε με τον πρόξενο στη Θεσσαλονίκη και το Βόλο σχετικές με την κατάσταση των προσφύγων της Μικράς Ασίας[34]. «Οι συνομιλίες δίνουν μια εικόνα του τι συμβαίνει σε όλη την Ελλάδα», σημείωνε ο Lindley. Ένα τηλεγράφημα που του είχε στείλει ο πρόξενος των Χανίων τον πληροφορούσε ότι έφτασαν εκεί 17.500 πρόσφυγες, χωρίς ρούχα, χωρίς τροφή, δίχως τίποτα. Αναφορές από τη Μυτιλήνη και τη Χίο που έφταναν στον Lindley μιλούσαν για μεγάλο αριθμό δεινοπαθούντων προσφύγων.

Στις 7 Οκτωβρίου έφτασαν στη Χίο 100.000 πρόσφυγες. Η Βρετανική επιτροπή, η οποία είχε εργαστεί επί πολλές εβδομάδες στον Πειραιά και προσπαθούσε να στεγάσει περίπου 4.000 πρόσφυγες σ’ ένα εργοστάσιο στο Φάληρο, έδινε πληροφορίες για τις τραγικές συνθήκες υπό τις οποίες ζούσαν οι ταλαίπωροι άνθρωποι. «Εργοστάσια και μεγάλα κτίρια επιτάχθηκαν», έγραφε ο   Lindley «και άδεια σπίτια είχαν την ίδια τύχη». Κάθε ιδιοκτήτης ήταν υποχρεωμένος, όπως γράφτηκε στον Τύπο, να θρέψει και να στεγάσει δύο πρόσφυγες, αλλά υπήρχαν βασικές ελλείψεις σε είδη πρώτης ανάγκης, όπως ψωμί και προϊόντα υγιεινής. 500.000 άποροι πρόσφυγες είχαν φτάσει στην Ελλάδα και στα νησιά από τη Μικρά Ασία και αναμένονταν ακόμα άλλοι 120.000 από την Ανατολική Θράκη και τη Ραιδεστό. Άλλοι είχαν έρθει από την Κωνσταντινούπολη και ορισμένοι Έλληνες της Καλλίπολης ικέτευαν την ελληνική κυβέρνηση να στείλει πλοία για να τους μεταφέρει. Ο Lindley αδυνατούσε να περιγράψει με λόγια την φοβερή κατάσταση, που θα παρουσιαζόταν, μόλις τα βρετανικά στρατεύματα αποχωρούσαν από την Κωνσταντινούπολη και οι Τούρκοι θα επέτρεπαν να επαναληφθούν εκεί και στην Ανατολική Θράκη οι πράξεις βίας και τα φοβερά εγκλήματα που διαπράχθηκαν πρόσφατα στη Σμύρνη. «Σε κάθε περίπτωση», κατέληγε ο Lindley, «η υποστήριξη όλου αυτού του κόσμου, ο οποίος δεν είναι μόνο χωρίς κανένα πόρο αλλά επίσης το μεγαλύτερο μέρος ανίκανο προς εργασία, εξαιτίας των Τούρκων, οι οποίοι δεν θα επιτρέψουν σε κανέναν που είναι σε στρατεύσιμη ηλικία να ζήσει, είναι πέραν των δυνάμεων αυτής της αποδυναμωμένης χώρας»[35].

Πρόχειρος καταυλισμός προσφύγων στη Χίο.

Στην προαναφερόμενη έκδοση της Κοινωνίας των Εθνών αναγράφεται ρητά: «Εκκλησίες, σχολεία, δημόσια κτίρια, σινεμά, θέατρα, στρατώνες, σταθμοί,» όλα επιτάχθηκαν για τις στεγαστικές ανάγκες των προσφύγων. «Ένας μεγάλος αριθμός ιδιωτικών σπιτιών, επίσης. Πριν από δύο χρόνια, οι σιδηροδρομικοί σταθμοί εμποδίζονταν από τη στρατοπέδευση των προσφύγων και τέσσερα χρόνια μετά, υπάρχουν ακόμα πρόσφυγες, που στεγάζονται σε υπόστεγα και τέντες, χειμώνα και καλοκαίρι»[36].

Οι πρόσφυγες που έφτασαν στην Ελλάδα ήταν κυρίως γέροντες, παιδιά και γυναίκες, όπως προαναφέρθηκε. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία, όπου το επέτρεπε η πυκνότητα του πληθυσμού και όπου το κράτος επιθυμούσε να επιτύχει μεγαλύτερη εθνική ομοιογένεια, εφόσον τα προβλήματα με τους γείτονες ήταν έντονα. Υπήρχε, βέβαια και ένας περιορισμένος αριθμός προσφύγων, οι οποίοι δεν ήσαν εξαθλιωμένοι και δεν είχαν την ανάγκη της κρατικής αρωγής.

Το δύσκολο, επίπονο και δυσεπίλυτο έργο, που είχε να αντιμετωπίσει η Ελλάδα με την εισροή στο έδαφός της τόσων ανθρώπων, φτωχών, ταλαιπωρημένων και απογοητευμένων δεν ήταν δυνατόν να το αναλάβει μόνη της, στηριζόμενη στις δικές της αποκλειστικά δυνάμεις, δίχως την αρωγή κάποιων φορέων από το εξωτερικό. Γι’ αυτό και τη συνέδραμαν, στο αρχικό τουλάχιστον στάδιο, που ανεφύη το πρόβλημα, ο Αμερικάνικος Ερυθρός Σταυρός, η Αμερικάνικη οργάνωση Near East Relief[37], η οποία είχε αναλάβει το έργο της φροντίδας των ορφανών (οι Βρετανικές Save the Children Fund και All British Appeal ασχολήθηκαν με το ίδιο πρόβλημα) και η Κοινωνία των Εθνών[38].

Οικογένειες στοιβαγμένες στα θεωρεία του Εθνικού Θεάτρου.

Η τελευταία ενδιαφέρθηκε από πολύ νωρίς να αντιμετωπίσει την έκρυθμη κατάσταση, που είχε δημιουργηθεί, εξαιτίας του τραγικού τέλους του Μικρασιατικού πολέμου, ώστε να εκπληρώσει το σκοπό για τον οποίο είχε συσταθεί: τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, στο οποίο εντασσόταν και το ανθρωπιστικό της έργο. Ο Νάνσεν, Ύπατος Αρμοστής της Οργάνωσης για τους πρόσφυγες, τον οποίο η Συνέλευση της Κ.τ.Ε. είχε επιφορτίσει, μετά από αίτημά του, με ειδική αποστολή για τις περιοχές, που αντιμετώπιζαν σοβαρότατα προβλήματα, λόγω της κατάστασης, ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα[39]. Από τις πρώτες αναφορές του Νάνσεν, όταν έφθασε στους τόπους της συμφοράς, κατέστη φανερό το οξύτατο, ανθρωπιστικό πρόβλημα, που είχε ανακύψει στην Εγγύς Ανατολή. Σ’ ένα τηλεγράφημα, που απηύθυνε στον Γενικό Γραμματέα της Κ.τ.Ε., υπογράμμιζε ότι «το προσφυγικό πρόβλημα της Μικράς Ασίας ήταν περισσότερο σοβαρό απ’ ό,τι παρουσιάστηκε στη Συνέλευση». Ο εκτοπισμός τους από τη Μικρά Ασία είχε γίνει με θαυμαστή μεθοδικότητα και αποτελεσματικότητα, η κατάστασή τους ήταν τραγική, «δεν είχαν χρήματα, ρούχα ή στέγη  και συχνά ούτε τροφή». Μιλούσε για τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης, αν ήθελαν να αποτρέψουν μια μεγαλύτερη καταστροφή. Σημείωνε ότι τα τραγικά γεγονότα ήταν ένα καθημερινό φαινόμενο. Και ανέφερε πως εκατό παιδιά είχαν γεννηθεί σ’ έναν καταυλισμό, όπου, όμως, δεν υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες υγιεινής, ιατρικής υποστήριξης, ιματισμός ή ακόμα και γάλα[40].

Ο Νάνσεν είχε σκοπό να διακριβώσει, όσο πιο αντικειμενικά μπορούσε, τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος, με την απώτερη ελπίδα να βοηθήσει τους πρόσφυγες και να συμβάλει «στην ανοικοδόμηση της οικονομικής ζωής των περιοχών, που ερημώνονταν». Θα ενδιαφερόταν, ώστε να παρασχεθεί στις κυβερνήσεις ένα ορισμένο χρηματικό ποσό και οι αντιπρόσωποι του Οργανισμού της Γενεύης θα αναλάμβαναν μια «καθαρά ανθρωπιστική εργασία», εξυπηρετώντας, έτσι, το έργο του, το σχετικό με την ανθρωπιστική του αποστολή. Το έργο αυτό δεν θα είχε πολιτικές προεκτάσεις και αυτή η συγκεκριμένη προσπάθεια θα γινόταν «δίχως οποιαδήποτε διάκριση ανάμεσα […στους πρόσφυγες…] διαφορετικής φυλής και θρησκείας»[41].

Ενδιαφερόταν, επίσης, για τον ελληνικό πληθυσμό της Ανατολικής Θράκης⸱ όφειλε εκείνη τη δεδομένη στιγμή «να συμπαρασταθεί στη μεταφορά των Ελλήνων προσφύγων από τη Μικρά Ασία, οι οποίοι, προς το παρόν, είχαν συναθροιστεί στην Ανατολική Θράκη, στην περιοχή πέραν του ποταμού Μαρίτσα [Έβρου]». «Αυτός ο πληθυσμός συνιστούσε ένα πρόβλημα τελείως διάφορο από εκείνο των ελληνικών πληθυσμών, που κατοικούσαν στην Ανατολική Θράκη». Χαρακτήριζε, δε, ως ατυχία την έξοδο που θα λάβαινε χώρα σ’ αυτή την περιοχή, παρόμοια με την έξοδο από τη Μικρά Ασία[42], διότι και αυτή θα δυσχέραινε ακόμα περισσότερο την έκρυθμη κατάσταση, που είχε δημιουργηθεί, σ’ αυτήν την ευαίσθητη γεωγραφική περιοχή του πλανήτη.

Αναχωρώντας, ο Νάνσεν, από την Αθήνα προέβαινε σε δηλώσεις, άκρως διευκρινιστικές. Μεταξύ άλλων διατύπωνε τα ακόλουθα: « […] αισθάνομαι πως καθήκον μου είναι να απευθύνω προς τους λαούς και τις Κυβερνήσεις της Ευρώπης και του κόσμου μία έκκληση για τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης […]. Ο αριθμός αυτών των προσφύγων, σύμφωνα με τους καλύτερους υπολογισμούς είναι περίπου 900.000. Η μεγαλύτερη πλειοψηφία είναι ελληνικής φυλής […], αλλά υπάρχουν όχι λιγότεροι από 50.000 Αρμένιοι, στους οποίους η Ελληνική Κυβέρνηση […] είχε τη μεγάλη γενναιότητα να παράσχει φιλοξενία […]. Είναι απελπισμένοι και χρειάζονται τα πάντα […]. Το πρόβλημα για την Ελληνική Κυβέρνηση και τον Ελληνικό λαό είναι να βρει σπίτια […] γι’ αυτά τα δυστυχή θύματα του πολέμου και να απορροφήσει αυτούς όσο πιο γρήγορα γίνεται στην  οικονομική ζωή του έθνους. […]. Το πρόβλημα απειλεί τη σταθερότητα των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών δομών της Εγγύς Ανατολής. Το πρόβλημα, οπωσδήποτε, είναι ζωτικής σημασίας για όλα τα έθνη του πολιτισμένου κόσμου. Τώρα είναι η ψυχολογική στιγμή. Ο Ελληνικός λαός, αυτή τη δύσκολη ώρα της δοκιμασίας, σίγουρα χρειάζεται και τα δύο, την ηθική και την οικονομική υποστήριξη του κόσμου»[43].

Φρίντγιοφ Νάνσεν, Ύπατος Αρμοστής της Κοινωνίας των Εθνών για τους πρόσφυγες.

Από τα εκτεθέντα ως τώρα καθίσταται φανερό ότι η Ελλάδα βρέθηκε σε εξόχως δύσκολη θέση εξαιτίας της δημιουργίας του προσφυγικού προβλήματος και της ανάγκης, σε πρώτη φάση, να δεχθεί αυτόν τον πληθυσμό στα εδάφη της και να του παράσχει τα απολύτως χρειώδη για την επιβίωσή του.  Εν γένει, η διεθνής κοινότητα συνέδραμε την Ελλάδα σ’ αυτό το δύσκολο έργο, αν και μέλη της είχαν συμβάλει στη δημιουργία του προσφυγικού ζητήματος ή δεν είχαν πράξει όσα όφειλαν για να το αποτρέψουν[44]. Και είχαν συμβάλει, ιδίως, ο Λόυδ Τζωρτζ, ο οποίος σε συνάντησή του με τον Έλληνα πρωθυπουργό, Δημήτριο Γούναρη, τον Οκτώβριο του 1921, δήλωνε: «Πρέπει να διατηρηθήτε εις την Μ. Ασίαν μέχρι των διαπραγματεύσεων και της Ειρήνης, διότι άλλως αι διαπραγματεύσεις  θα είνε περιτταί»[45].

Η αγωνία τους, εκείνες τις τραγικές για τον ελληνισμό ώρες,  δεν ήταν η δυστυχία που προξένησαν σε τόσα εκατομμύρια ανθρώπους, αλλά η διασφάλιση των ίδιων συμφερόντων τους, που εντοπίζονταν στην περιοχή των Στενών. Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία φοβούνταν μια δυναμική ενέργεια του Κεμάλ στη ζώνη των Στενών. Σε δηλώσεις του Fethy bey, του Μουσταφά Κεμάλ και άλλων δεν διαφαινόταν πως οι Τούρκοι είχαν «παράλογες ιδέες», ούτε ότι σκέπτονταν «να προσβάλουν την ουδέτερη ζώνη» των Στενών[46]. Ωστόσο, σύμφωνα με άλλα δημοσιεύματα και πληροφορίες, όταν ο Κεμάλ έφθασε στη Σμύρνη, στις 12 Σεπτεμβρίου, είχε δηλώσει πως «[μ]όνον η άμεση παραχώρηση ολόκληρης της Ανατολικής Θράκης στην κυβέρνηση της Άγκυρας, […] θα μπορούσε να αποτρέψει τη σύγκρουση μεταξύ του συμμαχικού και του τουρκικού στρατού στην ουδέτερη ζώνη των Στενών»[47].

Την ίδια εκείνη μέρα, στις 12 Σεπτεμβρίου, η Βρετανία είχε απευθύνει στο Quai d’ Orsay μια διακοίνωση, στην οποία διατύπωνε την ελπίδα ότι η Γαλλία, η Αγγλία και η Ιταλία θα σέβονταν τις αποφάσεις, που είχαν λάβει στις 27 Μαρτίου ως προς τη  «ελευθερία των Στενών». Τρεις μέρες αργότερα, συνερχόταν στο Λονδίνο  το υπουργικό Συμβούλιο, υπό την  προεδρία του Λόυδ Τζωρτζ. Με το πέρας της συνεδρίασης οι αρμόδιοι δήλωσαν ότι η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Ιταλία συμφωνούσαν απολύτως στο θέμα «της Κωνσταντινούπολης και των Στενών και στην ανάγκη να εμποδίσουν τους Τούρκους να διεισδύσουν στη Θράκη»[48]. Είναι προφανές πως η Σοβιετική Ρωσία θεωρούσε πως δεν δεσμευόταν από τις αποφάσεις, που είχαν ληφθεί από τις Συμμαχίες.

Ωστόσο, η έκρυθμη και κρίσιμη κατάσταση είχε προξενήσει τόσο έντονη ανησυχία στις Μεγάλες Δυνάμεις, που στις 10/23 Σεπτεμβρίου 1922 έστελναν Διακοίνωση στην κυβέρνηση της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Άγκυρας, με την οποία την προσκαλούσαν, σχεδόν την παρακαλούσαν, να στείλει αντιπροσώπους της για να συμμετάσχουν στη σχεδιαζόμενη Διάσκεψη, η οποία θα συνερχόταν στη Βενετία ή αλλού. Δήλωναν, δε, ότι έβλεπαν «μετ’ ευνοίας την επιθυμίαν της Τουρκίας να ανακτήση την Θράκην μέχρι του Έβρου ποταμού, και την Αδριανούπολιν υπό τον όρον ότι η Κυβέρνησις της Άγκυρας δεν θ’ αποστείλη τον στρατόν της, διαρκουσών των διαπραγματεύσεων της ειρήνης, εις τας ζώνας των οποίων αι Σύμμαχοι Δυνάμεις εκήρυξαν την προσωρινήν ουδετερότητα». Και όλα αυτά θα γίνονταν «επί τω σκοπώ της διατηρήσεως της ειρήνης», για την «ειρηνικήν και ομαλήν αποκατάστασιν της Τουρκικής κυριαρχίας», για «την αποτελεσματικήν εξασφάλισιν, υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών, της ελευθερίας των Δαρδανελλίων, της Προποντίδος και του Βοσπόρου, ως και της προστασίας των φυλετικών και θρησκευτικών μειονοτήτων»[49]. Το πόσο προστάτεψαν τους γηγενείς πληθυσμούς, που μάλλον τους ενέτασσαν στις μειονότητες, το διαπιστώσαμε με τον πλέον τραγικό τρόπο.

Μεταξύ άλλων πολλών, επισήμαιναν πως οι τρεις συμμαχικές κυβερνήσεις θα μεριμνούσαν, ώστε οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις να αποχωρήσουν στη γραμμή, που θα καθοριζόταν από τους Στρατηγούς των Συμμάχων και των στρατιωτικών αρχών της Τουρκίας και της Ελλάδας. Η  κυβέρνηση της Άγκυρας θα υποχρεωνόταν «να μη αποστείλη, ούτε προ, ούτε διαρκούσης της Διασκέψεως, στρατεύματα εις τας ζώνας, αίτινες εκηρύχθησαν προσωρινώς ουδέτεραι και να μη διέλθη τα Στενά ούτε την θάλασσαν του Μαρμαρά».

Είναι πασιφανές πως οι τρεις Συνασπισμένες Δυνάμεις, οι οποίες είχαν εξέλθει νικήτριες από τον Μεγάλο Πόλεμο, προς χάριν των συμφερόντων τους, των συνυφασμένων με τα Στενά, υποτάσσονταν στην Τουρκία και δεν ενδιαφέρονταν για την «ατυχήσασαν σύμμαχον αυτών Ελλάδα, ούτε δια τους εγκαταλείφθέντας και σφαζομένους Ελληνικούς Μικρασιατικούς πληθυσμούς […]»[50].

Εν κατακλείδι, ας τονιστεί πως από τις Μεγάλες Δυνάμεις η Μεγάλη Βρετανία ήταν εκείνη, που ενδιαφερόταν περισσότερο για τα όσα σημειώνονταν στη Μικρά Ασία. Τούτο προκύπτει και από το Υπόμνημα, που παρέδωσε ο Σιώτης στον Παπούλα, στις 8 Φεβρουαρίου 1922, εκ μέρους της Επιτροπής, που προωθούσε την αυτονόμηση της Μικράς Ασίας, όπου αναγράφονταν τα ακόλουθα: «Βάσις της αγγλικής πολιτικής εν τη Ανατολή ήτο η εγκατάστασις της Ελλάδος όσον οίον τε ισχυροτέρας εν τη δυτική Μικρά Ασία, δια να δύναται δι’ αυτής να συγκρατή τας τουρκικάς προσπαθείας κατά της Αιγύπτου, της Μεσοποταμίας και την πανισλαμικήν προπαγάνδαν κατά των Ινδιών»[51].

 

Η Αρετή Τούντα-Φεργάδη είναι Ομότιμη Καθηγήτρια Ελληνικής Διπλωματικής Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου

 

 

 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Areti Tounda-Fergadi,«L’ histoire de l’ emprunt accordé pour les réfugiés de 1924», Balkan Studies, V. 24, 1, Thessaloniki, Institute for Balkan Studies, 1983, pp. 89-105. Αρετή Τούντα-Φεργάδη, Το Προσφυγικό Δάνειο του 1924, Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1986. Αρετή Τούντα-Φεργάδη – Κατερίνα Μανωλοπούλου-Βαρβιτσιώτη, «Η κυβέρνηση Αλέξανδρου Παπαναστασίου και το προσφυγικό ζήτημα», στο: Αλέξανδρος Παπαναστασίου: Οι Κοινωνικές, Οικονομικές και Πολιτικές απόψεις του. Πρακτικά του Συνεδρίου, Αθήνα 5-7 Δεκεμβρίου 1986, Αθήνα, Πάντειον Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 1990, σελ. 269-277. Αρετή Τούντα-Φεργάδη, «Όψεις της μεταφοράς των προσφύγων της μικρασιατικής περιπέτειας στην Ελλάδα», στο: ΚΣΤ΄ Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο, 27-29 Μαΐου 2005. Πρακτικά, Θεσσαλονίκη, Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, 2006, σελ. 321-332, της ίδιας, «Το συμπληρωματικό προσφυγικό δάνειο των ετών 1927-1928», στο:   Η Διεθνής Κοινότητα σε κίνηση. Συμβολές στη μνήμη Γεωργίου Τενεκίδη, επιμ. Στέλιος Περράκης, Αθήνα, Α.Ν. Σάκκουλας, 2006, σελ. 413-446, της ίδιας, Η Δανειακή Ελληνική Εξωτερική Πολιτική. Η περίπτωση του Δεύτερου Προσφυγικού Δανείου, 1926-1928, Αθήνα, Ι. Σιδέρης, 2009.

[2]  Αμάλθεια, 12 (25) Μαρτίου 1922, Αριθμός 19173, σελ. 1.

[3] Εφημερίς των Συζητήσεων της Δ΄ Συντακτικής των Ελλήνων Συνελεύσεως (=Ε.ΣΔ΄.Σ.Σ), εν Αθήναις, 1924,  Συνεδρίασις 1, 2 Ιανουαρίου 1924, σελ. 5.

[4] Η Μικρασιατική Καταστροφή. Αφηγήσεις-μελετήματα-ντοκουμέντα, Πρόλογος-επιμέλεια: Κώστας Φωτιάδης,  Β΄ τόμος, Αθήνα, Εκδόσεις Καλοκάθη, Real News, 20.3.2022, σελ. 481-482.

[5] Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα, (χωρίς τόπο έκδοσης), Κέδρος-Real Media, 2008, 2014, σελ. 356.

[6] Ηλίας Βενέζης, Μικρασία, χαίρε, Αθήνα, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 2022, σελ. 131-145, στις σελ. 132-133.

[7] Benny Morris, Dror Ze’evi, Η Τριακονταετής Γενοκτονία. Ο αφανισμός των χριστιανικών μειονοτήτων της Τουρκίας, 1894-1924, Μετάφραση: Μενέλαος Αστερίου, Διαδρομές Ιστορίας, Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη, 2021, σελ. 450, για το παράθεμα. Πρόκειται για τη Διακήρυξη του Νουρεντίν Πασά, της 23ης Σεπτεμβρίου 1922. Στη σελ. 444, για την αρπαγή των γυναικών.

[8] Margaret Macmillan, Οι Ειρηνοποιοί. Έξι μήνες που άλλαξαν τον κόσμο, μετάφραση: Νίκος Κούρκουλος, Αθήνα, Θεμέλιο, 2005, σελ. 582.

[9] Αντώνης  Κλάψης, «Στο κλουβί της Ελλάδος της στενής μας κλεισμένοι». Πολιτική και διπλωματία  της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης 1821-1923, Αθήνα 2019, σ. 352-362. Για τη μικρασιατική καταστροφή, γενικότερα, βλ. M. Llewellyn Smith, Το όραμα της Ιωνίας. Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία, 1919-1922, Αθήνα 2004· Ξενοφών Στρατηγός, Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία. Ιστορική Επισκόπηση, Αθήνα, Δημιουργία Απ. Α. Χαρίσης, 1999⁵. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Η απόφαση για την επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας  στη Μικρά Ασία. Κριτική αναψηλάφηση. Αθήνα, Ίκαρος 2009. Διονύσιος Τσιριγώτης, Η ελληνική στρατηγική στη Μικρά Ασία 1919-1922, Αθήνα, Εκδόσεις Ποιότητα, 2010.

[10] Κωνσταντίνος Βλάσσης, Πρόσφυγες, Οικονομία & Νομοθεσία κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία, Αθήνα, Δούρειος Ίππος, 2020, σελ. 295.

[11] Στο ίδιο, σελ. 309-310.

[12] Μιχαήλ Νοταρά, Η Αγροτική Αποκατάστασις των Προσφύγων, Αθήναι, 1934, σελ. 3.

[13] Macmillan, ό. π., σελ. 582.

[14] Γιώργος Μαυρογορδάτος, Μετά το 1922:  Η παράταση του Διχασμού, Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη⁴, 2017, σελ. 151.

[15] Νοταρά, ό.π, τον Πρόλογο του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, σελ. ζ-η.

[16] The Martyrdom of Smyrna & Eastern Christendom, préface Lysimachos Œconomos, London, George Allen & Unwin LTD, χ.χ.ε,, p. 177.

[17] Στο ίδιο, την αναδημοσίευση άρθρου από την Daily Telegraph, της 13 Νοεμβρίου 1922, με τίτλο «Near East Refugees. Dr. Nansen’s World Appeal », pp. 236-237

[18] Société des Nations, L’Établissement des Réfugiés en Grèce, Genève, 1926, p. 13 κ. ε. Αλέξανδρος Πάλλης, «Φυλετικές μεταναστεύσεις στα Βαλκάνια και διωγμοί του Ελληνισμού (1912-1924)», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, Τ. Α΄, 1977, σελ. 75-87 Επίσης, ο Λαδάς παραθέτει αναλυτικά στοιχεία για τις μεταναστεύσεις κατά περιοχές και ποσοστά.Stephen Ladas., The Exchange of Minorities. Bulgaria, Greece and Turkey, New York, The Macmillan Company, 1932, pp. 13-17.

[19] Société des Nations, ό. π., p. 12.

[20] Σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του Βενιζέλου, το 1929: «Το σύμφωνο της Λωζάννης», δεν ήταν ένα σύμφωνο για την ανταλλαγή των πληθυσμών, ελληνικών και μουσουλμανικών,  «αλλά μόνο ένα σύμφωνο για την αποχώρηση του μουσουλμανικού πληθυσμού από την Ελλάδα μετά την εκδίωξη των Ελλήνων από την Τουρκία». Άγγελος Συρίγος, «Μικρασιατική καταστροφή: «γενοκτονία» ή «μοιραία συνέπεια» ενός πολέμου;», στο: Η Διεθνής Κοινότητα…, ό. π., σελ. 367-388, στη σελ. 383.

[21] Η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (=ΕΑΠ) ή Αυτόνομο Γραφείο είχε συσταθεί με το πρωτόκολλο της 29 Σεπτεμβρίου 1923, όπου περιλαμβανόταν και το σχετικό Καταστατικό.

[22] Εφημερίς των Συζητήσεων της Δ΄ εν Αθήναις Συντακτικής των Ελλήνων Συνελεύσεως, τόμος Β΄ (=Ε.ΣΔ΄.Σ.Σ, Β΄), Συνεδρίασις 68, 28 Ιουνίου 1924, σελ. 523, από την αγόρευση του βουλευτή Π. Κουρτίδη.

[23] Ε.ΣΔ΄.Σ.Σ., Β΄, Συνεδρίασις 67, 27 Ιουνίου 1924, σελ. 513.

[24] Ε.ΣΔ΄.Σ.Σ., Β΄, Συνεδρίασις 63, 23 Ιουνίου 1924, σελ.427-428.

[25] Αλέξανδρος Πάλλης, Συλλογή των κυριωτέρων Στατιστικών των αφοροσών την ανταλλαγήν των πληθυσμών και προσφυγικήν αποκατάστασιν μετά αναλύσεως και επεξηγήσεων, 1921, σελ. 4.

[26] Μαυρογορδάτος, ό. π., σελ. 156-157, ιδίως, την υποσ. 9, γενικότερα, τις σελ. 150-158.

[27] Ομιλία Σκεύου Ζερβού στην Εθνοσυνέλευση, Ε.ΣΔ΄.Σ.Σ., Β΄, Συνεδρίασις 69, 30 Ιουνίου 1924, σελ. 556-557.

[28] Στο σημείο αυτό θα ήθελα να καταθέσω μια προφορική μαρτυρία για έναν συγγενή μου, την οποία άκουγα σε μικρή ηλικία από τον πατέρα μου. Απ’ όσο θυμάμαι, στην οικογένειά του, η οποία ζούσε στο χωριό Μπουγιάτι, σημερινή ονομασία, Λυσσαρέα, του νομού Αρκαδίας, είχε επτά μέλη, οι δυο γονείς και τα πέντε παιδιά. Ο ένας εκ των αδελφών, με το όνομα Αθανάσιος Τούντας του Παναγιώτη και της Άννας, πιθανόν ο μεγαλύτερος, συμμετείχε στον μικρασιατικό πόλεμο. Το τραγικό είναι ότι από τη στιγμή, που πήγε στον πόλεμο δεν τον ξαναείδαν. Οι τελευταίες πληροφορίες, που είχαν ήταν πως νοσηλευόταν, σε ένα νοσοκομείο της Αλεξανδρούπολης. Τίποτα άλλο δεν έμαθαν, ποτέ. Στη μνήμη του, επειδή τον θεωρούσαν νεκρό, βάπτισαν το ένα από τα παιδιά του ενός αδελφού, Αθανάσιο. Αλήθεια, πόσες τέτοιες, παρόμοιες τραγικές ιστορίες θα υπάρχουν! Δεν θα έπρεπε το κράτος να φροντίσει να μάθει για όλους και να ενημερώσει τους οικείους τους;

[29] Ε.ΣΔ΄.Σ.Σ., Β΄, Συνεδρίασις 63, 23 Ιουνίου 1924, σελ. 421 και Συνεδρίασις 64, 24 Ιουνίου 1924, σελ. 443.

[30] Ομιλία Σκεύου Ζερβού στην Εθνοσυνέλευση, ό. π., σελ. 554. Σαράντος Καργάκος, Η Μικρασιατική Εκστρατεία (1919-1922). Από το έπος στην τραγωδία, Μέρος Δ΄, Αθήναι, 2012, σελ. 386. Ειδική έκδοση για την εφημερίδα Παραπολιτικά.

[31] Ομιλία Σκεύου Ζερβού στην Εθνοσυνέλευση, ό. π., σελ. 554. Société des Nations, ό. π., p. 4. League of Nations, Official Journal, January 1923, pp. 133-134.

[32] Antonis Klapsis (2014), «Violent Uprooting and Forced Migration: A demographic Analysis of the Greek populations of Asia Minor, Pontus and Eastern Thrace», Middle Eastern Studies, 50:4, 622-639, https://doi.org/10.1080/00263206.2014.901218. Τελευταία πρόσβαση, 26 Απριλίου 2022.

[33] Archives de la Société des Nations (=A.S.d.N.), 1919-1927: 48/24357/24357(R 1761): The Situation of Asia Minor Refugees in Greece. Knight to Curzon. British Vice Consulate, Volo. October 3, 1922. Το έγγραφο φέρει και την ένδειξη: Enclosure in Mr. Lindley’s dispatch, No. 569 of October 7th, 1922.

[34] A.S.d.N., 1919-1927: 48/24357/24357 (R 1761), ό. π., Lindley to Curzon. No 569. Athens. October 7th, 1922.

[35] Στο ίδιο.

[36] Société des Nations, ό. π., p. 4.

[37] Για τη συγκεκριμένη οργάνωση και το έργο της, βλ. και Κυριάκος Λυκουρίνος, «Η American Near East Relief (Αμερικανική Περίθαλψη Εγγύς Ανατολής) στην Καβάλα, τη Δράμα, το Πράβι και στα χωριά της Ανατολικής Μακεδονίας», στο: «Μνήμη» του Συλλόγου Μικρασιατών Καβάλας, φ. 20, Ιαν. 2016.

[38] Société des Nations, ό. π., p. 4.

[39] Tounda-Fergadi, «L’ histoire… », ό. π., p. 91. Τούντα-Φεργάδη, Το Προσφυγικό, ό. π., σελ 43.

[40] The Martyrdom, ό. π., pp. 176-177.

[41] A.S.d.N., 1919-1927: 48/24400/24357 (R. 1761). General Situation of Asia Minor Refugees. Memorandum on the Mission of the High Commissioner of the League of Nations for Refugees. 10.10.22.

[42] Στο ίδιο.

[43]The Martyrdom, ό. π., άρθρο της Daily Telegraph, 13. 11. 22, με τίτλο Near East Refugees. Dr. Nansen’s World Appeal, pp. 236-237.

[44] Αξίζει να σημειωθεί πως ένας από τους σύγχρονους μελετητές αναφερόμενος στα γεγονότα της Σμύρνης και στη θέση, που έλαβαν οι Μεγάλες Δυνάμεις έναντι αυτών, επισημαίνει: «Η Ιταλία και η Γαλλία αλλά και πιο διακριτικά οι Ηνωμένες Πολιτείες συμμάχησαν με το κεμαλικό καθεστώς. Η πολιτική τους στροφή δεν λαμβάνει υπόψη την τύχη των άμαχων πληθυσμών της περιοχής. Οι πρώην πελάτες, προνομιακός στόχος των δυτικών εμπορικών και εκπαιδευτικών επιχειρήσεων, εγκαταλείπονται, αφού η πολιτική θέση που κατείχαν εξαφανίστηκε. Τα δυτικά κράτη δεν έλαβαν υπόψη, στις προετοιμασίες τους για παροχή βοήθειας, τους μη μουσουλμάνους αυτόχθονες που θα ήθελαν να διαφύγουν από την κατακτημένη πόλη και να ανέβουν πάνω σ’ ένα συμμαχικό πλοίο». Georgelin, ό. π., σελ. 319, 320.

[45] Στρατηγός, ό. π., σελ. 321.

[46] L’Action Française, 16 septembre 1922, no 259, pp. 1, 2.

[47] Γιάννης Γιανουλόπουλος, ‘‘Η ευγενής μας τύφλωσις…’’. Εξωτερική πολιτική και «Εθνικά Θέματα» από την ήττα του 1897 έως τη Μικρασιατική Καταστροφή, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2001, σελ. 298.

[48] L’Action Franҫaise, 16 septembre 1922, no 259, pp. 1, 2.

[49] Στρατηγός, ό. π., σελ. 418-419.

[50] Στο ίδιο.

[51] Η Μικρασιατική Καταστροφή, ό. π., σελ. 352-361, στη σελ. 358.

Νίκος Τόμπρος: Πολιτικά μέτρα με θρησκευτικούς αποδέκτες. Ο μοναχισμός στο οθωνικό βασίλειο

Νίκος Τόμπρος

Πολιτικά μέτρα με θρησκευτικούς αποδέκτες. Ο μοναχισμός στο οθωνικό βασίλειο

 

Στις αρχές του 1833 η Εκκλησία και o μοναχισμός του νότιου ελλαδικού χώρου είχαν περιέλθει σε αποσύνθεση, καθώς η ελληνική Επανάσταση είχε πλήξει ποικιλότροπα τους προαναφερθέντες θεσμούς. Όσο για την εκκλησιαστική ιεραρχία της συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής, αυτή είχε αποκοπεί από τα παραδοσιακά της στηρίγματα: την οθωμανική εξουσία και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η επιθυμία του ανώτερου -κυρίως- κλήρου να απαλλαγεί η ελληνική Εκκλησία από τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου δεν ήταν κάτι καινούργιο. Είχε πρωτεκφραστεί κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού Αγώνα και συνεχίστηκε επί Καποδίστρια. Σε αυτή προφανώς τη θέση βασίστηκε η Αντιβασιλεία, προκειμένου να λάβει μέτρα για την Εκκλησία και τον μοναστικό θεσμό. Το νεοσύστατο κράτος χρειαζόταν -βάσει αντιλήψεων της εποχής- μια εθνική Εκκλησία και μια νέα σχέση Πολιτείας και Εκκλησίας. Υπό αυτό λοιπόν το πρίσμα ερμηνεύονται, σε μεγάλο βαθμό, τα πολιτικά μέτρα που ελήφθησαν την εξεταζόμενη χρονική περίοδο για τους ανωτέρω θεσμούς με τα οποία η Πολιτεία επεδίωξε -σύμφωνα με τον Ν. Διαμαντούρο- να τους μετατρέψει σε έναν «από τους διάφορους κοινωνικούς θεσμούς που λειτουργούσαν στο πλαίσιο του κράτους και όπου το κράτος θα μπορούσε να υποκαταστήσει τη θρησκεία με την κοσμική ιδεολογία ως την επικρατούσα δύναμη στην καθημερινή ζωή του πληθυσμού του»[1].

Τη δυσμενή κατάσταση στον εκκλησιαστικό χώρο επέτειναν οι επίσκοποι και οι μοναχοί που προσέρχονταν στο ελεύθερο βασίλειο από τις διάφορες περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι πρόσφυγες αυτοί έπεφταν συχνά θύματα των δημαγωγών, που τους προσέφεραν εκκλησιαστικά αξιώματα με αντάλλαγμα την υποταγή τους[2]. Η παρουσία τους όμως στο βασίλειο υπονόμευε την ανεξαρτησία των γηγενών ιεραρχών, οι οποίοι με τη σειρά τους αναγκάζονταν να αποταθούν στην κοσμική εξουσία, επιζητώντας την εύνοιά της, για να προστατεύσουν τα αξιώματα που έως τότε κατείχαν. Αλληλοσυγκρουόμενα τέλος οικονομικά και κοινωνικά συμφέροντα, αλλά και αποκλίνουσες τοπικές υποχρεώσεις εμπόδιζαν τον ανώτερο κλήρο να δράσει ως συγκροτημένο και συμπαγές σώμα[3]. Αυτή ακριβώς την κατάσταση είχε να αντιμετωπίσει η Αντιβασιλεία (1833-1835), όταν ανέλαβε το έργο της στο νεοσύστατο ελληνικό βασίλειο[4].

Peter von Hess, Einzug König Ottos von Griechenland in Nauplia, 1835, München, Neue Pinakothek.

Όσον αφορά τον μοναχισμό, αρκετές από τις πολιτικές αντιλήψεις στο ελληνικό βασίλειο θεωρούσαν τον θεσμό σε παρακμή. Κάποιες μάλιστα εξ αυτών τον χαρακτήριζαν ξεπερασμένο και αναχρονιστικό[5]. Το βέβαιο πάντως είναι ότι ο μοναστικός θεσμός χρειαζόταν πολιτική και εκκλησιαστική στήριξη, αφού αρκετές μονές είχαν ερημωθεί, είχαν καταστραφεί, ή είχαν απολέσει μεγάλο μέρος του ανθρώπινου δυναμικού τους. Οι περισσότερες μάλιστα εξ αυτών διέθεταν ελάχιστους μοναστές, που δεν ξεπερνούσαν τους τρεις. Εντούτοις για ορισμένους η αριθμητική μείωση των μοναχών δεν σχετιζόταν μόνο με τον θάνατο πολλών εξ αυτών στα πεδία των μαχών, αλλά και με το ότι η Επανάσταση -με την πρόκληση για περιπέτεια, τις ευκαιρίες που προσέφερε για πλουτισμό, την αποτίναξη των παραδοσιακών περιορισμών- ενεθάρρυνε την έξοδο μοναστών από τις μονές[6].

 

Μοναστηριακά μέτρα

Με την επιλογή των μελών της Αντιβασιλείας καθορίστηκαν και οι αρμοδιότητες του καθενός. Ο G. Maurer  επιφορτίστηκε με την οργάνωση της Δικαιοσύνης, της Παιδείας και της Εκκλησίας. Επρόκειτο για έναν γερμανικής καταγωγής προτεστάντη με νομική κατάρτιση, που απέκτησε στη Γαλλία του Ναπολέοντα. Συνεπώς το βασικό οργανωτικό έργο στους προαναφερθέντες τομείς -την περίοδο 1833-1834- έφερε αποκλειστικά τη δική του σφραγίδα. Ο Maurer παρουσίασε τις απόψεις του για την Εκκλησία και τον μοναχισμό σε πόνημα που εξέδωσε ύστερα από την αποχώρησή του από την Ελλάδα (1835)[7]. Σε αυτό ανέφερε ότι, όταν ήρθε στον ελλαδικό χώρο, όλα ήταν διαλυμένα και γι’ αυτό έπρεπε να επιβάλλει τάξη σε μια κατάσταση που ήταν συνώνυμη του χάους. Οι κληρικοί -κατ’ αυτόν- ήσαν «διεφθαρμένοι και πάμπτωχοι», ενώ για τις σχέσεις της αυτοκέφαλης ελλαδικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο υποστήριζε ότι η πρώτη όφειλε να είναι ανεξάρτητη από έναν Πατριάρχη που ήταν διορισμένος από τον Σουλτάνο[8]. Διέβλεπε και έναν δεύτερο κίνδυνο για το ελληνικό βασίλειο προερχόμενο από τη ρωσική πλευρά. Εξέφραζε την άποψη ότι, εξαιτίας των επεκτατικών βλέψεων του Τσάρου κατά των Οθωμανών, η Ρωσία μπορούσε να χρησιμοποιήσει τους ορθοδόξους πληθυσμούς των Βαλκανίων, για την επίτευξη των σκοπών της. Επειδή μάλιστα αρκετοί από τους Έλληνες κληρικούς και μοναχούς ήσαν αφοσιωμένοι στην ομόδοξη Ρωσία, πίστευε ότι ήσαν πρόθυμοι να στηρίξουν τις όποιες ρωσικές φιλοδοξίες στην περιοχή. Ο αντιβασιλέας τέλος ισχυριζόταν ότι ο Τσάρος μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον διορισμό του Πατριάρχη, για να ελέγχει την ελληνική Εκκλησία. Συνεπώς ο μόνος τρόπος να αποφευχθούν τα ανωτέρω, ήταν να δημιουργηθεί μια ανεξάρτητη από την Κωνσταντινούπολη Σύνοδος[9].

Αγνώστου, Georg Ludwig von Maurer, c. 1860, München, Bayerische Akademie der Wissenschaften.
Διονυσίου Τσώκου, Θεόκλητος Φαρμακίδης, Βουλή των Ελλήνων. Ο Φαρμακίδης, διδάσκαλος του Γένους, λόγιος κληρικός, υπήρξε στενός συνεργάτης του Maurer για εκκλησιαστικά ζητήματα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο G. Maurer εξελάμβανε την Εκκλησία ως δημόσια υπηρεσία, όπως όλες οι υπόλοιπες, υφισταμένη του κράτους. Η συγκεκριμένη αντίληψη είχε διαμορφωθεί από την κατάσταση που επικρατούσε στη Βαυαρία, στην οποία η κοσμική εξουσία κυριαρχούσε στην καθολική και την προτεσταντική Εκκλησία[10]. Ο τρόπος με τον οποίο επρόκειτο να ρυθμίσει τις εκκλησιαστικές και τις μοναστηριακές υποθέσεις διαφαίνεται σε βασιλικό διάταγμα (3.4.1833) στο οποίο οι εν λόγω θεσμοί περιέρχονταν στον άμεσο έλεγχο της Πολιτείας[11]. Ο αντιβασιλέας γνώριζε όμως ότι, για να έχουν νομιμότητα οι ενέργειές του, όφειλε -έστω και τυπικά- να διαθέτει την έγκριση των ιεραρχών. Με αυτό το σκεπτικό συνεκάλεσε σύνοδο αρχιερέων στο Ναύπλιο (15–26.7.1833), στην οποία παρουσίασε τις κυβερνητικές θέσεις[12]. Απότοκος της συνόδου αυτής υπήρξε η Διακήρυξις περί της Ανεξαρτησίας της Ελληνικής Εκκλησίας με την οποία μπορούσε πλέον να αλλαχθεί ολόκληρη η δομή της ελλαδικής Εκκλησίας.

Η τελική διευθέτηση των εκκλησιαστικών και μοναστηριακών υποθέσεων περιελάμβανε τρία βασικά ζητήματα: α) την εγκαθίδρυση αυτοκέφαλης Εκκλησίας, β) τη δημιουργία καισαροπαπικού συστήματος, γ) τη μερική διάλυση των μονών της ελληνικής επικράτειας. Τα δύο πρώτα ενσωματώθηκαν στο διάταγμα της 4ης Αυγούστου 1833[13], σύμφωνα με το οποίο η Εκκλησία του ελληνικού βασιλείου κήρυττε την ανεξαρτησία της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τμήμα του οποίου αποτελούσε έως την έναρξη της Επανάστασης. Επισημοποιείτο έτσι ένας de facto διαχωρισμός, που είχε επιβληθεί δώδεκα χρόνια πρωτύτερα, όταν ο Πατριάρχης υποκύπτοντας στις πιέσεις της οθωμανικής εξουσίας είχε αποκηρύξει τους επαναστατημένους Έλληνες[14].

Παρακάμπτοντας τις προαναφερθείσες πολιτικές ενέργειες, στρέφουμε το ενδιαφέρον μας στα μέτρα εκείνα που σχετίζονταν αποκλειστικά με τον μοναστικό θεσμό, τα οποία τον έπληξαν -σύμφωνα με τους επικριτές τους- άμεσα[15]. Το τρίτο λοιπόν ζήτημα διευθετήθηκε αργότερα σε τρεις φάσεις, με αντίστοιχα διατάγματα. Η Αντιβασιλεία, έχοντας εξασφαλίσει τα μέσα ελέγχου της Εκκλησίας, έθεσε στο επίκεντρό της τις μονές του βασιλείου. Το πρώτο βασιλικό διάταγμα, που αφορούσε τις ανδρικές μονές της ελληνικής επικράτειας, εκδόθηκε στις 7.10.1833[16]. Εντύπωση προκαλεί ότι το κείμενό του -με τον παραπλανητικό τίτλο περί φορολογίας και μισθώσεως των μοναστηριακών– δεν δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Το γεγονός αιτιολογείται από την προσπάθεια της Αντιβασιλείας να μην προκαλέσει το δημόσιο αίσθημα με τη δημοσιοποίηση ενός τόσο αντιλαϊκού μέτρου. Ο Maurer φοβόταν άλλωστε ενδεχόμενες εξεγέρσεις, τις οποίες τελικά και δεν απέφυγε (Απρίλιος 1834)[17]. Ας επισημανθεί επίσης ότι η κυβέρνηση δεν έλαβε υπόψη της για τη σύνταξη του συγκεκριμένου διατάγματος τις σχετικές προτάσεις της Συνόδου, που έκαναν λόγο για διάλυση μονών με έως τρεις εγκαταβιούντες[18], αφού κήρυξε διαλυτέες όσες είχαν λιγότερους από έξι μοναχούς. Το διάταγμα ανέθετε τη διοίκηση των μοναστηριακών κτημάτων στην Πολιτεία, η οποία στερούσε πλέον από τους ιεράρχες μια από τις αρμοδιότητες που τους παρείχαν οι εκκλησιαστικοί κανόνες[19]. Όσο για τη φορολόγηση των διατηρούμενων μονών, αυτή περιερχόταν στην τοπική αυτοδιοίκηση και την κεντρική εξουσία.

Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, φύλλο της 1ης Ιανουαρίου 1834 στα ελληνικά και στα γερμανικά.

Ύστερα από τις σχετικές οδηγίες του Κ. Σχινά, Γραμματέα των Εκκλησιαστικών, το διάταγμα τέθηκε σε ισχύ στις αρχές του 1834. Ο Χρυσ. Παπαδόπουλος σημειώνει ότι πολλοί υπήρξαν οι μοναχοί που λόγω του συγκεκριμένου πολιτειακού κειμένου κατελήφθησαν από φόβο και εγκατέλειψαν τις μονές τους. Επιπρόσθετα οι δόκιμοι, καθώς και όσοι είχαν απλή χειροθεσία ή ήσαν μικρότεροι των 25 ετών, εξαιρέθηκαν -βάσει του διατάγματος- από τον κατάλογο των μοναχών. Αρκετοί τέλος ηγούμενοι, θεωρώντας την καταγραφή των μοναχών υποκινούμενη από φορολογικά αίτια, απέκρυψαν τον πραγματικό αριθμό των εγκαταβιούντων στις μονές τους. Αποτέλεσμα των προαναφερθέντων ήταν να αυξηθούν οι μονές με λιγότερους των έξι μοναχών και συνεπώς να διαλυθούν[20].

Κωνσταντίνος Σχινάς.

Συγχρόνως η Γραμματεία των Εκκλησιαστικών ζήτησε από τη Σύνοδο στοιχεία για μοναστηριακά συγκροτήματα στα οποία διέμεναν μοναχοί και μοναχές (22.1.1834). Οι επιχώριοι επίσκοποι όφειλαν, όπου συνέβαινε αυτό, να διατάξουν τη μετάβαση των μοναζουσών σε γυναικείες μονές -άνω των 25 προσώπων- και την εκεί παραμονή τους. Στην ανταπάντησή της η Σύνοδος τόνισε ότι έκανε «προς τον σκοπόν της ηθικής βελτιώσεως» ανάλογες υποδείξεις (30.1.1834)[21]. Επιπρόσθετα υπέβαλλε στη Γραμματεία προτάσεις για τις γυναικείες μονές της επικράτειας που έπρεπε να διατηρηθούν. Συγκεκριμένα πρότεινε να καταργηθούν όλες οι μονές εκτός από μία σε κάθε γεωγραφικό διαμέρισμα (Πελοπόννησο, Στ. Ελλάδα, νησιά). Στην περίπτωση που οι τρεις δεν επαρκούσαν, θα προσετίθετο μία τέταρτη ή και μία πέμπτη. Τα κτήματα όλων των γυναικείων μονών θα περιέρχονταν στο Εκκλησιαστικόν Ταμείον, εκτός από 4 έως 6 στρέμματα ανά μονή, τα οποία θα χρησιμοποιούνταν από τις μοναχές για φυτοκομία. Όσες μονάστριες ήσαν κάτω των 40 ετών μπορούσαν να εγκαταλείψουν τον μοναχισμό και να επιστρέψουν ακατακρίτως στον κοσμικό βίο. Οι άνω των 40 υποχρεούνταν να μεταβούν σε όποια από τις διατηρούμενες μονές επιθυμούσαν. Οι ανωτέρω προτάσεις απετέλεσαν το έναυσμα για την έκδοση του διατάγματος -από τη Γραμματεία των Εκκλησιαστικών– για τη διάλυση των γυναικείων μονών (25.2.1834)[22]. Το διάταγμα διαχώριζε τη διοίκηση των γυναικείων μονών σε πνευματική και κοσμική. Την πρώτη ανελάμβανε ο επιχώριος επίσκοπος, ενώ τη δεύτερη ο νομάρχης. Όσο για την οικονομική διαχείρισή τους, αυτή ανετίθετο σε κρατικό υπάλληλο, τον Οικονόμο[23]. Το προαναφερθέν πολιτειακό έγγραφο μετέβαλε ουσιαστικά τις γυναικείες μονές σε λαϊκά ιδρύματα, στα οποία θα περιθάλπονταν φτωχοί, ασθενείς και παράφρονες και υποχρέωνε τις μονάστριες να μορφώνουν άπορα κορίτσια.

Στα δύο ανωτέρω διατάγματα προστέθηκε σύντομα και ένα τρίτο (26.4.1834), με το οποίο ολοκληρώθηκαν τα μέτρα της Αντιβασιλείας για τον μοναχισμό. Σύμφωνα με αυτό, οι κάτοχοι όλων των ιδιωτικών μονών και ναών του ελληνικού βασιλείου, που μπορούσαν να αποδείξουν με τίτλους ιδιοκτησίας την κυριότητά τους, θα συνέχιζαν να τα κατέχουν ανενόχλητα. Αντίθετα, για όσα περιουσιακά στοιχεία δεν υπήρχαν τα σχετικά έγγραφα από τους κτήτορες των μονών ή τους απογόνους τους και είχαν αφιερωθεί από τρίτους, αυτά θα περιέρχονταν στο Εκκλησιαστικό Ταμείο. Έκτοτε απαγορεύτηκε η οποιασδήποτε μορφής αφιέρωση σε ιδιόκτητους ναούς και μοναστηριακά συγκροτήματα. Όσες τέλος από τις ιδιωτικές μονές διατηρούνταν θα λειτουργούσαν μόνο ως ιδιωτικά ευκτήρια και ησυχαστήρια των ιδιοκτητών τους[24].                                                                     

Χάρτης της Ελλάδας, 1835.

Έκνομη δράση, αντίδραση, αιτιολόγηση

Η καταγραφή και δήμευση της μοναστηριακής περιουσίας άρχισε ύστερα από την κοινοποίηση των διαταγμάτων και των σχετικών οδηγιών της Γραμματείας των Εκκλησιαστικών. Η εκτέλεσή τους ανατέθηκε σε κυβερνητικά όργανα (νομάρχες, εφόρους, επάρχους) που χρησιμοποίησαν μεθόδους, οι οποίες δεν προβλέπονταν ούτε από την Ιερά Σύνοδο, ούτε από την Πολιτεία. Αρκετές βιβλιογραφικές αναφορές περιγράφουν τις ενέργειες αυτές των κρατικών υπαλλήλων με τα μελανότερα χρώματα[25]. Συγχρόνως σημειώνονται περιπτώσεις στις οποίες μοναχοί και κυρίως μοναχές εκδιώχθηκαν με τη βία από τις μονές τους[26]. Τα κινητά περιουσιακά στοιχεία των διαλυμένων μονών, αφού συγκεντρώνονταν και καταγράφονταν, δημοπρατούνταν. Δεν έλειψαν πάντως -κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης διαδικασίας- συμβάντα παρακράτησης και οικειοποίησης ιερών σκευών από κρατικούς υπαλλήλους ή μετατροπής τους σε χρηστικά σκεύη[27]. Ενέργειες δηλαδή που προκαλούσαν το λαϊκό αίσθημα[28]. Ωστόσο ο υπερβάλλων ζήλος που επέδειξαν ορισμένοι κρατικοί υπάλληλοι κατά την εφαρμογή των διαταγμάτων, φτάνοντας ακόμη και σε ανομικές συμπεριφορές, δημιουργεί ερωτηματικά για το κατά πόσο οι συμπεριφορές αυτές υποκινούνταν από μίσος προς τους μοναχούς, από προσωπικά οικονομικά οφέλη, ή από επίδειξη «καλής διαγωγής» προς τους ανωτέρους τους και ευπείθειας στις κυβερνητικές εντολές.

Ας επισημανθεί πάντως ότι και η μετεγκατάσταση μοναχών από τις διαλυθείσες προς τις διατηρούμενες μονές δεν υπήρξε πάντοτε μια ανέφελη και εύκολη υπόθεση, καθώς οι μοναχοί που αναγκάσθηκαν να «μετακομίσουν» συνάντησαν την απροθυμία, ακόμα και την έντονη αντίδραση των ηγουμένων και των μοναστών στα διατηρούμενα μοναστηριακά συγκροτήματα. Συνέπεια αυτών των αντιδράσεων ήταν ακόμη και η πρόκληση επεισοδίων. Ενόψει μάλιστα αυτής της κατάστασης η Ι. Σύνοδος εξέδωσε εγκύκλιο προς τους επισκόπους (16.7.1835) με την οποία στηλίτευε τέτοιες συμπεριφορές[29].

Η απαλλοτρίωση της μοναστηριακής περιουσίας και η εκποίησή της σε ιδιώτες, επειδή πραγματοποιήθηκε από την περιφερειακή διοίκηση χωρίς σχεδιασμό και συχνά βίαια, ήταν λογικό να προκαλέσει έντονα τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Οι πιστοί αντιδρούσαν στις πωλήσεις των μοναστηριακών αντικειμένων όχι μόνο γιατί τις θεωρούσαν ανίερες, αλλά και διότι σε αρκετές περιπτώσεις τις δημοπρατήσεις χαρακτήριζε καταφανής ανεντιμότητα. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης κατέκρινε τις συγκεκριμένες ενέργειες και εξέφραζε τη συμπάθειά του στους μοναχούς, τους οποίους σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις είχε επικρίνει [30]. Πιθανότατα τις αντιδράσεις των πιστών υποκινούσαν οι μοναχοί των διατηρούμενων μονών που έβλεπαν την πολιτική εξουσία όχι μόνο να οικειοποιείται τα περιουσιακά τους στοιχεία, αλλά και να αντιμετωπίζει τον θεσμό ως κρατική υπηρεσία και μάλιστα απαλλαγμένη από τη θρησκευτική της υπόσταση. Από την άλλη πλευρά ο Finlay, που συμφωνούσε με τα μοναστηριακά μέτρα της Πολιτείας, απέδιδε τη λαϊκή δυσαρέσκεια εν μέρει στη μέθοδο συλλογής των φόρων, επειδή κατά τη γνώμη του οι ενοικιαστές τους ήσαν αυστηρότεροι από τους μοναχούς[31]. Πολιτικά πάντως η διάλυση των μονών και η δήμευση της περιουσίας τους συνετέλεσε ίσως περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον παράγοντα στη μείωση του κύρους της Αντιβασιλείας[32]. Από οικονομική άποψη οι συγκεκριμένες ενέργειες δεν βελτίωσαν το εκπαιδευτικό σύστημα, ούτε συνέδραμαν τον κατώτερο κλήρο του βασιλείου, επειδή το ετήσιο εισόδημα του νέου δημόσιου Ταμείου, που είχε δημιουργηθεί για την κάλυψη αυτών των αναγκών, δεν μπορούσε να ικανοποιήσει ούτε τις μισές.

Η εξομολόγηση.

Στις αντιδράσεις που προκάλεσαν οι εκκλησιαστικές και μοναστηριακές ενέργειες της Πολιτείας φαίνεται ότι ήταν αναμεμειγμένη και η ρωσική διπλωματία. Ο Χρόνος -φιλοκαποδιστριακή εφημερίδα- ενεθάρρυνε την αντίσταση στα επικείμενα μέτρα. Από την άλλη πλευρά η εφημερίδα Αθηνά πρότεινε να δοθεί στη συνέλευση του Ναυπλίου (15-26.7.1833) πλήρης δημοσιότητα των συζητήσεών της. Η πρόταση αυτή έβρισκε αντίθετο τον Μaurer, που φοβόταν την πρόκληση αναταραχών από τη δημοσιοποίηση ενός τόσο εκρηκτικού θέματος[33]. Οι δυσαρέσκειες πάντως για τα μοναστηριακά δεν σταμάτησαν -ακόμα και όταν με β. διάταγμα (21.7.1834) ο Μaurer παύθηκε από το αξίωμα του αντιβασιλέα και αποχώρησε από την Ελλάδα[34]– με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν ένοπλες εξεγέρσεις σε Μάνη και Μεσσηνία (άνοιξη – καλοκαίρι 1834)[35].

 

Ποσοτικοποιώντας τον θεσμό

Τα αριθμητικά δεδομένα του μοναστικού θεσμού και η ανάλυσή τους σκιαγραφούν τη δυναμική των κυβερνητικών αποφάσεων σε μονές και μοναχούς προ και μετά την έκδοση των διαταγμάτων. Επιπλέον αποτυπώνουν την επιρροή του εξεταζόμενου θεσμού στους πλησιόχωρους προς τις μονές πληθυσμούς, την ικανότητά του να ανανεώνεται, προσελκύοντας νέα μέλη, τους λόγους που ώθησαν τα πρόσωπα[36] να επιλέξουν τη μία ή την άλλη μονή, τα προβλήματα και τις δυσκολίες που ο μοναχισμός αντιμετώπισε στο νεοσύστατο κράτος -τις οποίες έπρεπε να ξεπεράσει, για να συνεχίσει τη μακραίωνη πορεία του-, την αντιμετώπιση του θεσμού και των φορέων του από την εκάστοτε πολιτική εξουσία κ.λπ. Υπό αυτό λοιπόν το πρίσμα η δημογραφική «περιέργεια» αποκτά ποικίλες διαστάσεις.

Παρά την υπάρχουσα πληθώρα βιβλιογραφικών αναφορών για τα ποσοτικά στοιχεία της ενότητας[37], δεν υπάρχει ταύτιση μεταξύ των πηγών. Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό επιχειρείται ο προσδιορισμός των αριθμητικών δεδομένων του μοναχισμού. Την προσοχή μας προσελκύουν πρωτίστως τα διαλυμένα και τα διατηρούμενα μοναστηριακά συγκροτήματα του πλαισίου. Ένας από τους πρώτους ερευνητές που ασχολήθηκε με το συγκεκριμένο θέμα υπήρξε ο Κ. Δυοβουνιώτης, ο οποίος αναφέρει ότι στον νότιο ελλαδικό χώρο υπήρχαν -πριν την ίδρυση του βασιλείου- 524 ανδρικά και 18 γυναικεία μοναστηριακά συγκροτήματα[38]. Από αυτά (542) τα 394 διαλύθηκαν (378 ανδρικά και 16 γυναικεία) και διατηρήθηκαν τα 148 (146 και 2 αντίστοιχα). Την ίδια σχεδόν εικόνα -με μικρές αποκλίσεις- παρουσιάζει ο J. Petropulos. Τα μοναστηριακά συγκροτήματα -κατ’ αυτόν- ήταν 524 μονές, εκ των οποίων διατηρήθηκαν τα 146. Όσον αφορά τα διατηρούμενα, τα 83 συνέχισαν να λειτουργούν, επειδή πληρούσαν τον όρο του σχετικού διατάγματος για τον ελάχιστο αριθμό των 6 μοναστών, και τα 63, επειδή βρίσκονταν στη Μάνη. Η Αντιβασιλεία δεν εφάρμοσε άμεσα τα σχετικά διατάγματα στη συγκεκριμένη περιοχή, γιατί φοβόταν το ενδεχόμενο εξέγερσης εξαιτίας της γενικότερης δυσαρέσκειας από τα εκκλησιαστικά μέτρα της κυβέρνησης[39]. Μοναστηριακά δεδομένα για την εξεταζόμενη περίοδο μάς παρέχει και ο G. Finlay. Οι μονές για τον Άγγλο ιστορικό -προ του 1833- ήταν 560 (542 ανδρικές και 18 γυναικείες). Από αυτές διαλύθηκαν έως τα 1835 οι 412 (396 ανδρικές και 16 γυναικείες) και συνέχισαν να λειτουργούν 148 (146 και 2 αντίστοιχα)[40].

Αρκετά μικρότερο αριθμό μονών καταγράφει ο Maurer, ο οποίος κάνει λόγο για 400 ανδρικές και για 30 με 40 γυναικείες. Από το σύνολο αυτό (430/440 μονές) διατηρήθηκαν οι 82 και έπαυσαν να λειτουργούν οι 348/358. Ωστόσο ο αντιβασιλέας δεν διευκρινίζει, αν στις 82 διατηρούμενες συμπεριλαμβάνονταν οι γυναικείες μονές, καθώς και το τι τελικά ίσχυσε στην ιδιάζουσα περίπτωση της Μάνης. Πίσω από τους συγκεκριμένους αριθμούς πάντως κρύβεται η πρόθεση του αντιβασιλέα να παρουσιάσει -συνειδητά- ψευδή στοιχεία, για να παραποιήσει την πραγματικότητα και να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη. Προφανώς ήθελε να αποδείξει ότι έκλεισαν περισσότερες μονές, επειδή δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις και συνεπώς κακώς λειτουργούσαν[41]. Ένας άλλος μελετητής που ασχολήθηκε με τα μοναστηριακά δεδομένα της περιόδου είναι ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Α΄ (Χρυσόστομος Παπαδόπουλος). Βάσει των πορισμάτων του, τα μοναστηριακά συγκροτήματα προ των διαταγμάτων ήταν 563, εκ των οποίων τα 545 ανδρικά και τα 18 γυναικεία. Από αυτά διαλύθηκαν τα 398 και τα 14 αντίστοιχα, ενώ συνέχισαν το πνευματικό τους έργο τα 147 και τα 4 (151)[42].

Η πιο αξιόπιστη πηγή για αρκετούς ιστορικούς θεωρείται ο Α. Μάμουκας, ο οποίος υπολόγισε το σύνολο των μονών σε 592[43]. Τα προαναφερθέντα στοιχεία προσεγγίζουν αρκετά τα αποτελέσματα της αρχειακής έρευνας του γράφοντος στο αρχείο Μοναστηριακά των Γ.Α.Κ. (585)[44]. Σύμφωνα με τον Μάμουκα πριν την ίδρυση του βασιλείου υπήρχαν στον νότιο ελλαδικό χώρο 592 μονές, εκ των οποίων οι 574 ήταν ανδρικές και οι 18 γυναικείες. Ύστερα από την έκδοση των διαταγμάτων έπαυσαν τη λειτουργία τους οι 441 -427 ανδρικές και 14 γυναικείες-, ενώ διατηρήθηκαν οι 151 (147 και 4 αντίστοιχα)[45]. Τα συγκεκριμένα δεδομένα διαφοροποιούνται από ό,τι έχει έως τώρα παρουσιαστεί, με συνέπεια να αυξάνεται ο συνολικός αριθμός των μοναστηριακών συγκροτημάτων του νότιου ελλαδικού χώρου.

Ιερά Μονή Αγίου Δημητρίου Αυγού, Αργολίδα.

Αξιόλογη πηγή για τις μονές που υφίσταντο στο εξεταζόμενο πλαίσιο πριν τα έτη 1833-1834, καθώς και γι’ αυτές που διατηρήθηκαν, αποτελεί το ευρετήριο του αρχείου Μοναστηριακά[46]. Το συγκεκριμένο εργαλείο έρευνας εμπεριέχει τα μοναστηριακά συγκροτήματα που διατηρούν στο συγκεκριμένο αρχειακό σύνολο ξεχωριστό φάκελο εγγράφων με έτος σύνταξης από το 1833 και έπειτα. Σύμφωνα με την καταμέτρηση των φακέλων του ευρετηρίου στον νότιο ελλαδικό χώρο υπήρχαν πριν τα διατάγματα 520 μοναστηριακά συγκροτήματα. Η έρευνα όμως στους φακέλους των Γενικών και Σύμμικτων Μοναστηριακών κατέδειξε έναν πρόσθετο αριθμό μονών που ανέρχεται σε 65[47]. Αθροίζοντας τους δύο αριθμούς προκύπτει ένα μοναστικό σύνολο της τάξης των 585 μονών. Εντούτοις ο εν λόγω αριθμός δεν αποκλείει την ύπαρξη και ορισμένων άλλων. Και σε αυτή όμως την περίπτωση οι μονές του ελληνικού βασιλείου δεν θα υπερέβαιναν τις 600[48]. Ο πραγματικά μεγάλος όγκος μονών που ιδρύθηκε και λειτούργησε στον νότιο ελλαδικό χώρο κατά την προεπαναστατική περίοδο ερμηνεύεται αφενός από τη θρησκευτική πίστη των ορθόδοξων χριστιανών και αφετέρου από τους πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς ρόλους που επιτελούσαν οι μονές στις περιοχές τους[49].

Με βάση λοιπόν το αρχειακό υλικό προκύπτει ότι στα όρια του ελληνικού βασιλείου λειτουργούσαν -έως τον Μάρτιο του 1834- 35[50] γυναικείες μονές και 560 ανδρικές. Από αυτές διαλύθηκαν οι 434 (413 ανδρικές και 21 γυναικείες), ενώ συνέχισαν το πνευματικό τους έργο οι 151 (147 και 4 αντίστοιχα)[51]. Όσο για τα ποσοστά διάλυσης, αυτά ανήλθαν σε 73,8% για τις ανδρικές και σε 84% για τις γυναικείες[52]. Η σαφής υπεροχή των ανδρικών μονών (95,7%) έναντι των γυναικείων (4,3%) αποδίδεται σε πληθώρα παραγόντων. Επιλεκτικά αναφέρουμε ότι ορισμένες γυναικείες μονές λειτουργούσαν άτυπα, χωρίς δηλαδή την επίσημη εκκλησιαστική και πολιτειακή έγκριση, με συνέπεια να μην συνυπολογίζονται στους χώρους εγκαταβίωσης[53]. Ορισμένες επίσης μονάζουσες επέλεγαν για λόγους ασφαλείας να μονάσουν σε κάποια ανδρική μονή από το να ιδρύσουν μία νέα, ή παρέμειναν στις οικίες τους ως κοσμοκαλόγριες[54]. Ωστόσο τίθεται ως υπόθεση εργασίας το αν η περιορισμένη ανάπτυξη του γυναικείου μοναχισμού στον νότιο ελλαδικό χώρο σχετίζεται με την εκκλησιαστική πολιτική της ενίσχυσης του οικογενειακού θεσμού κατά την οθωμανική περίοδο[55].

Από τη μελέτη του προαναφερθέντος εργαλείου έρευνας εντύπωση προκαλεί το ότι, αν και αρκετές από τις μονές χαρακτηρίζονται διαλελυμένες, φέρουν έγγραφα στους φακέλους τους με χρονολογίες πολύ μεταγενέστερες από την εφαρμογή των διαταγμάτων[56]. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει αφενός ότι κάποιες μονές συνέχισαν να λειτουργούν ανεπίσημα για αρκετά χρόνια μετά την έκδοση των κυβερνητικών μέτρων και αφετέρου ότι ατόνησαν οι πολιτειακές εντολές για τη διάλυση των μονών σε σύντομο χρονικό διάστημα, με συνέπεια να διατηρηθούν αρκετές ανεπίσημα. Βάσει άλλωστε του διατάγματος Περί εν τω Βασιλείω μοναστηρίων μπορούσαν να παραμείνουν μοναχοί σε διαλυμένες μονές ως ενοικιαστές[57]. Η κατάργηση πάντως του προαναφερθέντος διατάγματος με μεταγενέστερο (Δεκέμβριος 1834) φαίνεται ότι δεν στάθηκε ικανή να διακόψει άμεσα την παραμονή κάποιων μοναστών που διαβιούσαν σε διαλυμένες μονές[58]. Όσο για τους λόγους που παρέμειναν ορισμένοι εγκαταβιούντες στις μονές απόκαρσής τους, αυτοί σχετίζονταν με τους οικονομικούς ρόλους που επιτελούσαν τα μοναστηριακά συγκροτήματα στις περιοχές τους, αλλά και με τα συμφέροντα που είχαν όσοι νέμονταν τα μοναστηριακά εισοδήματα.

Οι πηγές είναι αντιφατικές και για το μοναστικό δυναμικό του πλαισίου. Συγκεκριμένα ο G. Maurer υπολόγιζε τους μοναχούς -έως και το 1833- σε λιγότερους από 8.000, ενώ τις μονάζουσες σε περίπου 100. Ο πολύ μεγάλος αριθμός των μοναχών καταδεικνύει ότι τα στοιχεία είναι παραποιημένα, αφού σύμφωνα με τον αντιβασιλέα οι μονές -στην πλειονότητά τους- διέθεταν μικρό αριθμό μοναχών και γι’ αυτό ανέστειλε τη λειτουργία τους. Ο δε Παπαδόπουλος υπολόγιζε τους μοναστές σε 3.277, εκ των οποίων οι 3.000 ήσαν άνδρες και οι 277 γυναίκες. Όσο για τον Finlay θεωρούσε το σύνολο των μοναστών στις διατηρούμενες μονές του βασιλείου σε 2.000 πρόσωπα[59]. Διαφοροποιημένη εικόνα -έστω και εν μέρει- παρουσιάζει η έρευνα στο αρχειακό υλικό των Γ.Α.Κ. Βάσει αυτής προκύπτει ότι το 1836 εγκαταβίωναν στο ελληνικό βασιλείου περίπου 1.750 μοναχοί[60]. Σε μια προσπάθεια υπολογισμού του συνόλου της ενότητας στα προ του 1833 έτη επιχειρείται ο ακόλουθος συλλογισμός. Με δεδομένο ότι οι 415 ανδρικές μονές που διαλύθηκαν διέθεταν ένα ανθρώπινο δυναμικό της τάξεως των 3 έως 5 προσώπων, προκύπτει ένα μέγεθος το μέγιστο του οποίου είναι 2.075 και το ελάχιστο 1.215 μοναχοί. Προσθέτοντας τους αριθμούς αυτούς στους περίπου 1.750 μοναχούς των διατηρούμενων μονών, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι οι εγκαταβιούντες πριν την έκδοση των διαταγμάτων -και ίσως προεπαναστατικά- κυμαίνονταν μεταξύ 3.825[61] και 2.995[62]. Συνεπώς το σύνολο των περίπου 3.000 προσώπων -σύμφωνα και με άλλες πηγές[63]– θεωρείται το πιθανότερο.

Όσο για τις καλογραίες, ο προσδιορισμός τους συναντά περισσότερες δυσκολίες συγκριτικά με των ανδρών, καθώς το αρχειακό υλικό σχετίζεται μόνο με το μοναστικό δυναμικό 17 γυναικείων μονών από το σύνολο των 25 που λειτουργούσαν προ του 1834 στο ελληνικό βασίλειο. Επιπλέον οι βιβλιογραφικές αναφορές παρουσιάζουν μεταξύ τους μεγάλες αποκλίσεις[64]. Σύμφωνα πάντως με την αρχειακή έρευνα στις αρχές της δεκαετίας του 1830 υπήρχαν σε διάφορες επαρχίες της επικράτειας περίπου 500 μοναχές, αρκετά δηλαδή περισσότερες από ό,τι σημειώνει η βιβλιογραφία. Οι περισσότερες εξ αυτών εγκαταβίωναν στις 17 μονές (384), οι 85 διέμεναν σε μη οργανωμένα μοναστηριακά συγκροτήματα και οι 32 σε ανδρικές μονές. Από τα προαναφερθέντα αριθμητικά δεδομένα προκύπτει ότι ο μοναχισμός στον νότιο ελλαδικό χώρο τις πρώτες τρεις δεκαετίες του 19ου αιώνα, αλλά και καθ’ όλη την οθωνική περίοδο (1833-1862), ήταν μια αμιγώς «ανδροκρατική υπόθεση».

Ιερά Μονή Παναγίας Ελώνης, Αρκαδία.

Απώτεροι σκοποί

Το ουσιαστικότερο πρόβλημα από την έκδοση των εξεταζομένων διαταγμάτων δεν ήταν το ποσοστό των μονών που διαλύθηκαν ή διατηρήθηκαν, καθώς μεγάλο μέρος αυτών είχε ερημωθεί -πριν ή κατά τη διάρκεια της Επανάστασης- ή διέθετε ελάχιστους μοναστές (1-3), αλλά το σκεπτικό με το οποίο η Αντιβασιλεία προχώρησε στη λήψη των συγκεκριμένων μέτρων. Η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα είναι πρωτίστως οικονομική[65]. Τα μοναστηριακά συγκροτήματα του βασιλείου ήταν στην πλειονότητά τους φορείς αξιόλογης κινητής και ακίνητης περιουσίας, στοιχείο που φαίνεται ότι γνώριζαν καλά όλες οι μετεπαναστατικές κυβερνήσεις. Επιπρόσθετα ήταν γνωστό ότι η περιουσία αυτή γινόταν συχνά αντικείμενο κακοδιαχείρισης ή διασπάθισης από εγκαταβιούντες[66]. Το σημαντικότατο αυτό πάγιο κεφάλαιο ήταν λογικό να θεωρείται από την Αντιβασιλεία και τον Όθωνα, όπως προηγουμένως από τον Ι. Καποδίστρια, βασικό εργαλείο στην ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας, αν περιερχόταν υπό τον κρατικό διαχειριστικό έλεγχο. Την αξιοποίηση της μοναστηριακής περιουσίας θέλησε -ανεπιτυχώς- να επιτύχει η Αντιβασιλεία με τη δημιουργία Εκκλησιαστικού Ταμείου, στο οποίο -με πρόσχημα τη διαχείριση των εσόδων του υπέρ της Εκκλησίας και της δημόσιας εκπαίδευσης- συγκεντρώθηκαν τα περιουσιακά στοιχεία όσων μονών διαλύθηκαν. Άποψη άλλωστε του αντιβασιλέα ήταν ότι το κράτος και όχι οι εκκλησιαστικοί ή οι μοναστηριακοί φορείς έπρεπε να εμπλέκεται με θέματα όπως η Παιδεία και η φιλανθρωπία[67].

Τα μέτρα για τις μονές του βασιλείου ενείχαν και πολιτική διάσταση· τον φόβο δηλαδή να δράσουν οι μοναχοί ενάντια στην κυβέρνηση ως σύνδεσμοι στην οργάνωση συνωμοσιών, ως ποιμένες–καθοδηγητές των λαϊκών ή ως φορείς των ρωσικών συμφερόντων[68]. Οι εγκαταβιούντες αντιτάσσονταν εξάλλου περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη κοινωνική ομάδα στα εκκλησιαστικά και μοναστηριακά μέτρα της Πολιτείας, ενώ ήσαν και οι πιο ένθερμοι οπαδοί των Ρώσων, τους οποίους θεωρούσαν πρότυπο ορθόδοξου έθνους. Εκτός αυτού μετακινούνταν εξαιρετικά εύκολα λόγω των ζητειών και βρίσκονταν σε άμεση επαφή με τους αγροτικούς πληθυσμούς, το μεγαλύτερο δηλαδή ποσοστό των Ελλήνων πολιτών, συντηρώντας ακόμα και τη θρησκοληψία τους. Συνέπεια αυτών ήταν να προκαλούν εύκολα κινητοποιήσεις, όταν τα μέτρα που υιοθετούσαν οι κρατικές αρχές τούς έβρισκαν αντίθετους. Υπάρχουν επίσης μαρτυρίες που αποδεικνύουν ότι δρούσαν ως φορείς επικοινωνίας ανάμεσα στις διάφορες αντιπολιτευτικές ομάδες και ότι υποκινούσαν τη λαϊκή δυσαρέσκεια σε ευαίσθητα πολιτικά θέματα[69]. Η επιτήρηση αυτών των τόσο επικίνδυνων για την κεντρική εξουσία ομάδων θα ήταν ευκολότερη, αν περιορίζονταν σε λιγότερους χώρους και ελέγχονταν οι μετακινήσεις τους. Απόδειξη αυτών αποτελεί το ότι η πρώτη εγκύκλιος (4.1.1834) που εξέδωσε η νεοσύστατη Σύνοδος αναφερόταν στις μετακινήσεις των μοναχών εκτός των μονών τους. Έκτοτε η Σύνοδος και η Γραμματεία των Εκκλησιαστικών εξέδωσαν αρκετές εγκύκλιους και διατάγματα Περί απαγορεύσεως των μοναχικών περιοδειών[70].

Φωτογραφία της Ιεράς Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου πριν από την καταστρεπτική πυρκαγιά του 1934.

                                                              

Εν κατακλείδι

Οι πολιτικές εξελίξεις που σημειώθηκαν στον νότιο ελλαδικό χώρο ύστερα από την Επανάσταση συνέβαλαν στην επικράτηση νέων αντιλήψεων για τη θρησκεία και τη διοίκηση του βασιλείου, οι οποίες σταδιακά επηρέασαν και τη βιοθεωρία των Ελλήνων[71]. Το συγκεντρωτικό μοντέλο εξουσίας που επεδίωξαν οι μετεπαναστατικές κυβερνήσεις συνεπαγόταν την επιβολή της κεντρικής εξουσίας στην περιφέρεια. Η ελαχιστοποίηση όμως της δύναμης των περιφερειακών κέντρων εξουσίας και του τοπικιστικού πνεύματος -απότοκος εν μέρει της μακραίωνης οθωμανικής κυριαρχίας-σήμαινε την αναδιοργάνωση και τον έλεγχο θεσμών, όπως ο μοναχισμός, που ασκούσαν έως τότε επιρροή στους χριστιανικούς πληθυσμούς, προκειμένου να μην εμποδίσουν τον δυτικό προσανατολισμό του νεοσύστατου βασιλείου. Για ένα τμήμα μάλιστα Ελλήνων πολιτών, φορέα ιδεών του Διαφωτισμού, ο μοναχισμός εθεωρείτο απηρχαιωμένος και ανασταλτικός για το μέλλον του κράτους[72]. Οι μοναχοί επομένως -εξαιτίας των μακροχρόνιων και στενών επαφών με τους αγροτικούς πληθυσμούς- αποτελούσαν για την πολιτική εξουσία μία από τις σημαντικότερες περιφερειακές δυνάμεις, η δράση της οποίας έπρεπε άμεσα να περιορισθεί σε θρησκευτικά θέματα και συγχρόνως να ελεγχθεί πολιτικά και διοικητικά. Κατά συνέπεια οι όποιες πολιτικές ενέργειες ελήφθησαν από την Αντιβασιλεία και τον Όθωνα για τον μοναχισμό δεικνύουν σαφώς την πρόθεση της Πολιτείας να περιορίσει τη δυναμική των μοναχών και τη βούλησή της να τους εντάξει στον κρατικό μηχανισμό[73].

 

Με την εφαρμογή των μέτρων από την Πολιτεία ο μοναχισμός -χωρίς να χάσει τη θέση του ως πνευματική αναζήτηση- απώλεσε αρμοδιότητες σε θέματα που παραδοσιακά του ανήκαν. Πρωτίστως αποδυναμώθηκε η οικονομική δύναμη των μονών, με αποτέλεσμα να μειωθεί σημαντικά η οικονομική τους επιρροή στις περιοχές τους. Οι μοναστικές κοινότητες βέβαια διετήρησαν τις φιλανθρωπικές τους δράσεις, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις τους επεβλήθησαν από την πολιτική εξουσία[74]. Στην προκείμενη περίπτωση το κράτος μεταβίβασε ευθύνες -ηθικές και οικονομικές- που υπό άλλες συνθήκες όφειλε το ίδιο να επωμισθεί, εξασφαλίζοντας σίτιση και στέγαση σ’ ένα τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, όπως τους αναξιοπαθούντες, τους ανάπηρους, τους ηλικιωμένους, τους φρενοβλαβείς, τα ορφανά, το οποίο δεν μπορούσε να συμβάλει στην οικοδόμηση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.

 

Τα πολιτικά μέτρα τέλος που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια των ετών 1833-1862 για τον μοναχισμό τα εκλαμβάνουμε όχι μόνο ως απότοκο των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε το ελληνικό βασίλειο από την ίδρυσή του -η μοναστηριακή άλλωστε περιουσία αποτελούσε μια αξιόλογη πηγή εσόδων για το κράτος, την οποία και είχε ανάγκη-, αλλά και ως συνέπεια των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων των δυνάμεων εκείνων που δρούσαν στο ελληνικό βασίλειο και οι οποίες σχεδίαζαν το μέλλον της Εκκλησίας και του μοναχισμού[75].

 

Ο Νίκος Τόμπρος είναι Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικής Ιστορίας της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Η παρούσα μελέτη αποτελεί συνοπτική παρουσίαση τμημάτων από μονογραφία του γράφοντος με τίτλο: Ο Μοναχισμός στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος (1833-1862), τόμ. Ι-ΙΙ, Ηρόδοτος, Αθήνα 2019.

Ν. Διαμαντούρος, Οι απαρχές της συγκρότησης σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα (1821-1827), ΜΙΕΤ, Αθήνα 2002, σ. 240.

[2] Από τις 33 αρχιεπισκοπές και τις 23 επισκοπές του νεοσύστατου ελληνικού βασιλείου (1833), οι 10 και 9 αντίστοιχα παρέμεναν κενές. J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο. (1833-1843), ΜΙΕΤ, Αθήνα 19972, σ. 214.

[3] Το 1833 υπήρχαν στο ελληνικό βασίλειο 52 ιεράρχες, εκ των οποίων μόνο οι 22 βρίσκονταν στον ελλαδικό χώρο πριν την Επανάσταση. Κ. Οικονόμος, Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά συγγράμματα Κωνσταντίνου Πρεσβυτέρου και Οικονόμου του εξ Οικονόμων, τόμ. Β΄, Αθήνα 1864, σ. 103.

[4] Χρυσ. Παπαδόπουλος, Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1920, σ. ε΄.

[5] Ν. Τόμπρος, Ο Μοναχισμός στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος (1833-1862), τόμ. Ι, Ηρόδοτος, Αθήνα 2019, σ. 236.

[6] G. Finlay, History of Greece from its Conquest by the Romans to the Present Time, B.C. 146 to A.D. 1864, H.F. Tozer, τόμ. VIΙ, Οξφόρδη, 1877, σ. 130-131. Ι. Πετρόπουλος, Αικ. Κουμαριανού, Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους. Οθωνική περίοδος 1833-1843, Παπαζήσης Αθήνα 1982, σ. 104. J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση…, ό.π., σ. 214-215.

[7] G. Maurer, Das griechischer Volk in offentlicher, Kirchlicher und privatrechtlicher Beziehung vor und nach dem Freiheitskampfe, vol. Ι-Ι, Χαϊδεμβέργη 1835.

[8] G. Maurer, Das griechischer Volk…, op. cit., vol. ΙΙ, p. 154.

[9] C. Frazee, Ορθόδοξος Εκκλησία και η ελληνική ανεξαρτησία 1821-1852, Αθήνα 1987, σ. 138-139.

[10] A. Chroust, Gesandtschaftsberichte aus München, 1814-1848, Abteilung I. Die Berichte der französischen Gesandten, τόμ. 2, Μόναχο 1935, σ. 275, 279. J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση…, ό.π., σ. 217.

[11] Εφημερίς της Κυβερνήσεως, Ναύπλιο 10.4.1833.

[12] Αθηνά, Ναύπλιο 12.7.1833.

[13] Ι. Πετρόπουλος, Αικ. Κουμαριανού, Η θεμελίωση…, ό.π., σ. 106.

[14] Δ. Σοφιανός, «Εγκύκλιοι (Αύγ. 1821-Ιαν. 1822) του Οικουμενικού Πατριάρχη Ευγένιου Β΄ περί δουλικής υποταγής των Ελλήνων στον Οθωμανό κατακτητή), Δελτίο του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού, τόμ. 2, Αθήνα 2000, σ. 21-41.

[15] Ν. Τόμπρος, Ο Μοναχισμός…, ό.π., τόμ. Ι, σ. 538.

[16] Α. Μάμουκας, Τα μοναστηριακά. Ήτοι οδηγίαι, νόμοι, βασιλικά διατάγματα, …, και του καταστατικού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1859, σ. 77-79. Κ. Οικονόμος, Τα σωζόμενα…, ό.π., τόμ. Β΄, σ. 234-235.

[17] J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση…, ό.π., σ. 244-247, 257-262.

[18] Χρυσ. Παπαδόπουλος, Ιστορία της Εκκλησίας…, ό.π., σ. 137.

[19] Νικ. Μίλας, Το Εκκλησιαστικόν Δίκαιον της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, (μτφρ. Μ. Αποστολόπουλος), Αθήνα 1906, σ. 957. Κ. Ράλλης, Εγχειρίδιον του Εκκλησιαστικού Δικαίου, κατά την εν Ελλάδι ισχύν αυτού, Αθήνα 1927, σ. 178-179.

[20] Χρυσ. Παπαδόπουλος, Ιστορία της Εκκλησίας…, ό.π., σ. 138.

[21] Α. Μάμουκας, Τα μοναστηριακά…, ό.π., σ. 122-123.

[22] Α. Μάμουκας, Τα μοναστηριακά…, ό.π., σ. 122-124. Χρυσ. Παπαδόπουλος, Ιστορία της Εκκλησίας…, ό.π., σ. 138-140.

[23] Α. Μάμουκας, Τα μοναστηριακά…, ό.π., σ. 124.

[24] Α. Μάμουκας, Τα μοναστηριακά…, ό.π., σ. 149-150. Χρυσ. Παπαδόπουλος, Ιστορία της Εκκλησίας…, ό.π., σ. 140.

[25] Πρόχειρα β. Κ. Οικονόμος, Τα σωζόμενα…, ό.π., τόμ. Β΄, σ. 269-274. Κ. Δυοβουνιώτης, «Η κατά το έτος 1834 διάλυσις των μοναστηρίων εν τη ελευθέρα Ελλάδι», Ιερός Σύνδεσμος, 85 (1908), σ. 2-3.

[26] Κ. Δυοβουνιώτης, «Η κατά το έτος…», ό.π., 85 (1908), σ. 2. Χρυσ. Παπαδόπουλος, Ιστορία της Εκκλησίας…, ό.π., σ. 141.

[27] Παν. Σούτσος, Κιθάρα, Αθήνα 1875, σ. 22.

[28] Χρυσ. Παπαδόπουλος, Ιστορία της Εκκλησίας…, ό.π., σ. 141-142. Τ. Αναστασιάδης, «(Αν)ίερη γη: Ηθική και πολιτική οικονομία των ορθόδοξων μοναστηριών στο σύγχρονο Ελληνικό Κράτος», στο Μοναστήρια, Οικονομία και Πολιτική. Από τους μεσαιωνικούς στους νεώτερους χρόνους, Ηλ. Κολοβός (επιμ.), Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2011, σ. 265.

[29] Στ. Γιαννόπουλος, Συλλογή των Εγκυκλίων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος από 1833-1901, Αθήνα 1901, σ. 821-822.

[30] Ι. Μακρυγιάννης, Αρχείον του στρατηγού Ιωάννου Μακρυγιάννη, Αρχεία της Νεωτέρας Ελληνικής Ιστορίας, Γ. Βλαχογιάννης (επιμ.), τόμ. Β΄, Αθήνα 1907, σ. 77.

[31] G. Finlay, History of Greece…, op. cit.,, τόμ. VII, p. 130-131.

[32] Κ. Οικονόμος, Τα σωζόμενα…, ό.π., τόμ. Β΄, σ. 268-278, 287-292. J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση…, ό.π., σ. 216-217.

[33] J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση…, ό.π., σ. 219.

[34] Ι. Πετρόπουλος, Αικ. Κουμαριανού, Η θεμελίωση…, ό.π., σ. 129-130. D. Dakin, Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923, Α. Ξανθόπουλος (μτφρ), ΜΙΕΤ, Αθήνα 19893, σ. 113-114. J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση…, ό.π., σ. 189.

[35] Χρ. Ρέππας, «Η Μεσσηνιακή Επανάσταση του 1834», Τριφυλιακή Εστία, 54 (1983), σ. 533-558. J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση…, ό.π., σ. 259.

[36] Επιλέγεται ο όρος πρόσωπο, αντί του όρου άτομο, καθώς είναι σύμφωνος με την ορολογία της ορθόδοξης θεολογίας.

[37] Με τον όρο ενότητα νοείται η κατηγορία που απαριθμείται. Αντίστοιχα πλαίσιο είναι ο χώρος και ο χρόνος που περιλαμβάνει η απαρίθμηση. Στην προκειμένη περίπτωση η ενότητα είναι οι μονές και οι μοναχοί και πλαίσιο το ελληνικό βασίλειο της οθωνικής περιόδου (1833-1862). Βλ. σχετικά J. Meuvret, «Τα δημογραφικά και στατιστικά δεδομένα στη νεότερη και σύγχρονη ιστορία», Encyclopedie de la pleiade, Ιστορία και μέθοδοί της, διεύθυνση Charles Samaran, μτφρ. Ελ. Στεφανάκη, Μ.Ι.Ε.Τ., τόμ. Β, τχ. 3, Αθήνα 1988, σ. 205-206.

[38] Κ. Δυοβουνιώτης, «Η κατά το έτος…», ό.π., 85 (1908), σ. 4.

[39] J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση…, ό.π., σ. 216-217.

[40] G. Finlay, History of Greece…, op. cit.,, τόμ. VII, p. 130-131.

[41] G. Maurer, Das griechischer Volk…, op. cit., vol. ΙΙ, p. 138-139, 178-180, 182.

[42] Χρυσ. Παπαδόπουλος, Ιστορία της Εκκλησίας…, ό.π., σ. 133-134, 142. Χρυσ. Παπαδόπουλος, Η Εκκλησία της Ελλάδος. Απ’ αρχής μέχρι του 1934, Αθήνα 20003, σ. 230-231.

[43] Α. Μάμουκας, Τα μοναστηριακά…, ό.π., σ. 148-150, 152.

[44] Γ.Α.Κ., Μοναστηριακά, Φ. 1-621.

[45] Α. Μάμουκας, Τα μοναστηριακά…, ό.π., σ. 152.

[46] Κ. Διαμάντης, Τα περιεχόμενα των Γενικών Αρχείων του Κράτους, τόμ. 1, Αθήνα 1972, σ. 312-371.

[47] Γ.Α.Κ., Μοναστηριακά, Φ. 1-4, 213, 228, 410, 456.

[48] Δεχόμαστε την απόκλιση αυτή -585 έως 600- εξαιτίας της ύπαρξης αρκετών μετοχίων στον νότιο ελλαδικό χώρο και των συχνών μεταβολών τους. Συγκεκριμένα κάποια από τα μετόχια μετατρέπονταν σε ανεξάρτητες μονές, ενώ κάποιες μονές συγχωνεύονταν με άλλες, ή μετατρέπονταν σε μετόχια τους. Ανάλογες περιπτώσεις βλ. στη Μεσσηνία στο Χρυσ. Θέμελης (Μητρ.), Η Ιερά Μητρόπολις Μεσσηνίας διά μέσου των αιώνων, Αθήνα 2003, σ. 114-119, 130-133.

[49] J. Emerson, P. Count, W. H. Humphreys, A picture of Greece in 1825, Λονδίνο 1826, τόμ. I, σ. 334-337. S. Runciman, Η μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία, τόμ. Β΄, Αθήνα 1979, σ. 659-660. C. Frazee, Ορθόδοξος Εκκλησία…, ό.π., σ. 88-89. D. Dakin, Ο αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία 1821-1833, Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου (μτφρ), Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 19892, σ. 30-31.

[50] Γ.Α.Κ., Αρχείο Μινιστερίου/Γραμματείας/Υπουργείου της Θρησκείας και Παιδείας (περιόδου Κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια), Φ. 19. Γ.Α.Κ., Μοναστηριακά, Φ. 1-621. Ν. Τόμπρος, Ο Μοναχισμός…, ό.π., τόμ. Ι, σ. 319-320.

[51] Οι συγκεκριμένοι αριθμοί θα διατηρηθούν έως το 1845, οπότε και οι ανδρικές μονές αυξήθηκαν κατά μία. Έκτοτε και έως το 1862 ο αριθμός των μονών του βασιλείου παρέμεινε σταθερός (148 ανδρικές και 4 γυναικείες). Α. Μάμουκας, Τα μοναστηριακά…, ό.π., σ. 152, 161.

[52] Σχετικά με τη Μεσσηνία γνωρίζουμε ότι η εφαρμογή των μέτρων ολοκληρώθηκε στο πρώτο εξάμηνο του 1835. Αλ. Χρυσομάλλης, Ο δρόμος της αυταπάρνησης. Η ιστορία και η δράση της ιεράς μονής των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Καλογραιών Καλαμάτας, Καλαμάτα 1992, σ. 178-179. Το ίδιο χρονικό διάστημα πιθανολογούμε ότι ολοκληρώθηκε και στο υπόλοιπο βασίλειο.

[53] Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η μονή Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης ή Καλογραιών στην Καλαμάτα. Χρυσ. Θέμελης (Μητρ.), Η Ιερά Μητρόπολις…, ό.π., σ. 226-227.

[54] Πρόχειρα βλ. Γ.Α.Κ., Μοναστηριακά, Φ. 1, 69, 302, 306, 308, 318.

[55] Βλ. σχετικά Αντ. Κιουσοπούλου, Χρόνος και Ηλικίες στη βυζαντινή κοινωνία. Η κλίμακα των ηλικιών από τα αγιολογικά κείμενα της μέσης εποχής (7ος-11ος αι.), Κ.Ν.Ε., Αθήνα 1997, σ. 135-136.

[56] Κ. Διαμάντης, Τα περιεχόμενα…, ό.π., σ. 314-358.

[57] Α. Μάμουκας, Τα μοναστηριακά…, ό.π., σ. 78.

[58] Περί της ιδιοκτησίας των εν τοις διαλυθείσι μοναστηρίοις μοναχών και ιδίως περί μοναχών εν γένει (4.12.1834). Α. Μάμουκας, Τα μοναστηριακά…, ό.π., σ. 83.

[59] G. Maurer, Das griechischer Volk…, op. cit., vol. ΙΙ, p. 138-139, 178-180, 182. G. Finlay, History of Greece…, op. cit.,, τόμ. VII, p. 130-131. Χρυσ. Παπαδόπουλος, Ιστορία της Εκκλησίας…, ό.π., σ. 133-134, 142. Χρυσ. Παπαδόπουλος, Η Εκκλησία…, ό.π., σ. 230-231.

[60] Προσεγγίζει δηλαδή τα ποσοτικά στοιχεία του G. Finlay. G. Finlay, History of Greece…, op. cit.,, τόμ. VII, p. 130-131.

[61] Ο Δυοβουνιώτης αναφέρεται σε 542 μονές 4.111 μοναχών. Κ. Δυοβουνιώτης, «Η κατά το έτος…», ό.π., 85 (1908), σ. 4.

[62] Θεωρούμε ότι οι περισσότερες διαλυμένες ανδρικές μονές του βασιλείου διέθεταν έως 3 μοναχούς. Πρόχειρα βλ. τα μοναστηριακά συγκροτήματα στις επαρχίες Οιτύλου και Γυθείου. Γ.Α.Κ., Μοναστηριακά, Φ. 410, 456.

[63] Ο Χρυσ. Παπαδόπουλος υπολόγιζε τους μοναχούς σε περίπου 3.000. Χρυσ. Παπαδόπουλος, Ιστορία της Εκκλησίας…, ό.π., σ. 83-84, 133-134. Επιπρόσθετα βλ. Σπ. Κοκκίνης, Τα μοναστήρια της Ελλάδος, Αθήνα 1986, σ. 221.

[64] Ο G. Maurer αναφέρει 100 μοναχές, ενώ οι Κ. Δυοβουνιώτης και Χρυσ. Παπαδόπουλος 277. G. Maurer, Das griechischer Volk…, op. cit., vol. ΙΙ, p. 138-139, 178-180, 182. Κ. Δυοβουνιώτης, «Η κατά το έτος…», ό.π., 85 (1908), σ. 4. Χρυσ. Παπαδόπουλος, Η Εκκλησία της Ελλάδος…, ό.π., σ. 230-231.

[65] Σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική της Αντιβασιλείας βλ. J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση…, ό.π., σ. 208-214.

[66] Δ. Τσοποτός, Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την Τουρκοκρατίαν, Αθήνα 1983, σ. 82. Τ. Γριτσόπουλος, Η Εκκλησία της Πελοποννήσου μετά την Άλωσιν, Αθήνα 1992, σ. 432-436. Αλ. Χρυσομάλλης, Ο δρόμος…, ό.π., σ. 100-102.

[67] G. Maurer, Das griechischer Volk…, op. cit., vol. ΙΙ, p. 182. Ν. Τόμπρος, Ο Μοναχισμός…, ό.π., τόμ. Ι, σ. 539.

[68] Εν. Αμπού, Η Ελλάδα του Όθωνα. Η σύγχρονη Ελλάδα (1854), Α. Σπήλιου (μτφρ), πρόλογος-επιμέλεια Τ. Βουρνά, Αφοί Τολίδη, Αθήνα χ.χ, σ. 188.

[69] J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση…, ό.π., σ. 221.

[70] Α. Μάμουκας, Τα μοναστηριακά…, ό.π., σ. 87-90, 92-96, 99-100. Ν. Τόμπρος, Ο Μοναχισμός…, ό.π., τόμ. Ι, σ. 539-540.

[71] Σχετικά με εκκοσμίκευση της πίστης, τη διαδικασία δηλαδή «απομάκρυνσης από τη θρησκευτική σκέψη, τη θρησκευτική πρακτική και τους θρησκευτικούς θεσμούς», που παρατηρείται και στην ελληνική κοινωνία τον 19ο αιώνα, βλ. T. Cauter, J.S. Downham, The communication of ideas, Λονδίνο 1954. T. Bottomore, Κοινωνιολογία. Κεντρικά προβλήματα και βασική βιβλιογραφία, εισαγωγή, μετάφραση, επιμέλεια Δ. Γ. Τσαούσης, Gutenberg, Αθήνα 1983, σ. 278-279. Δ. Τσαούσης, Χρηστικό λεξικό κοινωνιολογίας, Αθήνα 1989, σ. 78. Δ. Σταματόπουλος, Μεταρρύθμιση και εκκοσμίκευση. Προς μια ανασύνθεση της ιστορίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον 19ο αιώνα, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2003, σ. 375. Τ. Αναστασιάδης, «(Αν)ίερη γη…», ό.π., σ. 260-261.

[72] Β. Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία. Απ’ αρχής μέχρι σήμερον, Αθήνα 19592, σ. 746-747. Κ. Λάππας, «Φιλορθόδοξοι και φιλελεύθεροι στην πρώτη δεκαετία της βασιλείας του Όθωνα», Επιστημονικές Ανακοινώσεις (22-30 Νοεμβρίου 1979), Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 1984, σ. 121-122.

[73] Ν. Τόμπρος, Ο Μοναχισμός…, ό.π., τόμ. Ι, σ. 540.

[74] Ν. Τόμπρος, Ο Μοναχισμός…, ό.π., τόμ. Ι, σ. 302, όπου και το σχετικό αρχειακό υλικό.

[75] Ενδεικτικά βλ. Θ. Στράγκας, Εκκλησίας Ελλάδος Ιστορία εκ πηγών αψευδών (1817-1967), τόμ. Α΄, Αθήνα 1967, σ. 38-41, 52-55. J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση…, ό.π., σ. 223-224, 421. Π. Ματάλας, Έθνος και Ορθοδοξία. Οι περιπέτειες μιας σχέσης. Από το «ελλαδικό» στο βουλγαρικό σχίσμα, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2003, σ. 50.

 

 

 

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 

Frazee C., Ορθόδοξος Εκκλησία και η ελληνική ανεξαρτησία 1821-1852, Αθήνα 1987.

Maurer G., Das griechischer Volk in offentlicher, Kirchlicher und privatrechtlicher Beziehung vor und nach dem Freiheitskampfe, vol. Ι-Ι, Χαϊδεμβέργη 1835.

Petropulos J., Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο. (1833-1843), ΜΙΕΤ, Αθήνα 19972.

Αναστασιάδης Τ., «(Αν)ίερη γη: Ηθική και πολιτική οικονομία των ορθόδοξων μοναστηριών στο σύγχρονο Ελληνικό Κράτος», στο Μοναστήρια, Οικονομία και Πολιτική. Από τους μεσαιωνικούς στους νεώτερους χρόνους, Ηλ. Κολοβός (επιμ.), Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2011, σ. 253-285.

Γενικά Αρχεία του Κράτους (Γ.Α.Κ.), Αρχείο Γραμματεία / Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως, Εκκλησιαστικά, Φ. 1-910.

Γενικά Αρχεία του Κράτους (Γ.Α.Κ.), Αρχείο Μοναστηριακά, Φ. 1-621.

Γιαννόπουλος Στ., Συλλογή των Εγκυκλίων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος από 1833-1901, Αθήνα 1901.

Διαμάντης Κ., Τα περιεχόμενα των Γενικών Αρχείων του Κράτους, τόμ. 1, Αθήνα 1972, σ. 312-371.

Διαμαντούρος Ν., Οι απαρχές της συγκρότησης σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα (1821-1827), ΜΙΕΤ, Αθήνα 2002.

Δυοβουνιώτης Κ., «Η κατά το έτος 1834 διάλυσις των μοναστηρίων εν τη ελευθέρι Ελλάδι», Ιερός Σύνδεσμος, 84 (1908), σ. 3-6, 85 (1908), σ. 1-4.

Μάμουκας Α., Τα μοναστηριακά. Ήτοι οδηγίαι, νόμοι, βασιλικά διατάγματα, …, και του καταστατικού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1859.

Μανίκας Κ., «Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας στη νεώτερη Ελλάδα», Θεολογία, 70 (1999), σ. 330-410.

Ματάλας Π., Έθνος και Ορθοδοξία. Οι περιπέτειες μιας σχέσης. Από το «ελλαδικό» στο βουλγαρικό σχίσμα, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2003.

Οικονόμος Κ., Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά συγγράμματα Κωνσταντίνου Πρεσβυτέρου και Οικονόμου του εξ Οικονόμων, τόμ. Β΄-Γ΄, Αθήνα 1864-1866.

Παπαδόπουλος Χρυσ., Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1920.

Πετρόπουλος Ι., Κουμαριανού Αικ., Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους. Οθωνική περίοδος 1833-1843, Παπαζήσης Αθήνα 1982.

Τόμπρος Ν. Ο Μοναχισμός στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος (1833-1862), τόμ. Ι-ΙΙ, Ηρόδοτος, Αθήνα 2019.

 

Παρίσι, 1940 – 1944. Το ιστορικό μιας κατεχόμενης πόλης

Μεγάλες πρωτεύουσες μέσα στη δίνη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου

Παρίσι, 1940 – 1944. Το ιστορικό μιας κατεχόμενης πόλης

 

H γερμανική κατοχή του Παρισιού διήρκεσε 4 χρόνια, δυο μήνες και 10 ημέρες. Αυτό υπήρξε το χρονικό διάστημα ανάμεσα στην είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων (14 Ιουνίου 1940) και εκείνη των γαλλο-αμερικανικών ομολόγων τους (24 Αυγούστου 1944). Για τους κατοίκους της πρωτεύουσας περικλείει καταστάσεις πόνου, απόγνωσης, στερήσεων, διώξεων, βίας, δωσιλογισμού, αλλά και στιγμές απαράμιλλου ηρωισμού ενόσω έβαινε προς το τέλος. Αντίθετα, για τα στρατεύματα κατοχής, το Παρίσι διεκδικούσε αναμφίβολα τα σκήπτρα στις προτιμήσεις. Μια μετάθεση στην πόλη του φωτός εν καιρώ πολέμου, ισοδυναμούσε με τουριστική ανάπαυλα σε σύγκριση με όσα διαδραματίζονταν την ίδια εποχή στις εμπόλεμες ζώνες, ειδικότερα δε στο ανατολικό μέτωπο. Τέλος, αν και δεν επλήγη από αεροπορικούς βομβαρδισμούς ως ανοχύρωτη πόλη, το Παρίσι απέφυγε την ύστατη ώρα έναν ολικό αφανισμό χάρη στην ανυπακοή του τελευταίου Γερμανού στρατιωτικού διοικητή και ενώ τα επελαύνοντα συμμαχικά στρατεύματα είχαν ήδη εισέλθει στα προάστια της πρωτεύουσας.

Από την πρώτη κιόλας στιγμή, το Παρίσι απώλεσε την ιδιότητα της πρωτεύουσας και μετεξελίχθηκε σε έδρα της γερμανικής στρατιωτικής διοίκησης της Γαλλίας (Militärbefehlshaber in Frankreich) με συνακόλουθη την επιτόπου παρουσία ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων αλλά και πολλαπλών υπηρεσιών του κατακτητή. Το ένα εκατομμύριο εναπομείναντες κάτοικοι (είχε προηγηθεί μαζική φυγή του πληθυσμού προς νότο καθώς πλησίαζαν τα γερμανικά στρατεύματα) άρχισαν να γεύονται τις συνέπειες των περιορισμών και της ασύστολης, ενορχηστρωμένης από τον δρα Goebbels, προπαγάνδας του κατακτητή. Γρήγορα, ωστόσο, η καθημερινότητα βρήκε τους δικούς της ρυθμούς, προσαρμοσμένους βέβαια στις νέες συνθήκες. Ειδικότερα ο υπόγειος σιδηρόδρομος λειτούργησε ως σημείο συνύπαρξης (όχι πάντοτε αρμονικής), ανάμεσα στους κατοίκους και τους κατακτητές. Συγκεκριμένα, μεταξύ των ετών 1941 και 1944 καταγράφηκαν 325 περιστατικά βίας και αντίστασης (διαπληκτισμοί, απόπειρες, διανομή παράνομων προκηρύξεων, δολιοφθορές), συνήθως σε σταθμούς πλησίον των σημείων της πόλης όπου ήταν εγκατεστημένες οι αρχές κατοχής. Το έναυσμα δώθηκε στις 21 Αυγούστου 1941 στην αποβάθρα της στάσης Barbès-Rochechouart, με τη δολοφονία ενός Γερμανού αξιωματικού του Ναυτικού. Ο δράστης κατάφερε να διαφύγει, το γεγονός όμως οδήγησε σε σειρά αντιποίνων σε βάρος αθώων αμάχων και γενικότερα σε μια κλιμάκωση της έντασης. Απεχθής, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, υπήρξε η συνέργεια της δωσιλογικής κυβέρνησης του Vichy, με την ίδρυση των λεγομένων ειδικών δικαστηρίων (sections spéciales), τα οποία απήγγειλαν συλλήβδην την ποινή του θανάτου σε αθώους, επικαλούμενα διαβλητές κατηγορίες.

Κατά τα άλλα, τα σχολεία επαναλειτούργησαν από τον Οκτώβριο του 1940, τα μουσεία άνοιξαν τις πύλες τους (παρόλη την λεηλασία, την οποίαν υπέστησαν, με απώτερο σκοπό τον εμπλουτισμό της ιδιωτικής συλλογής έργων τέχνης του στρατάρχη Goering), τα κολυμβητήρια, τα θέατρα, οι κινηματογράφοι, τα εστιατόρια, τα καφενεία, τα διάσημα καμπαρέ αλλά και τα διάφορα πορνεία (όλα τα παραπάνω με προνομιακούς θαμώνες τους Γερμανούς), προίκισαν την πόλη με την απατηλή αίσθηση μιας ανέμελης καθημερινότητας μέσα στη δίνη ενός απάνθρωπου πολέμου. Βέβαια, για τον μέσο Παριζιάνο η κατάσταση ήταν εκ διαμέτρου διαφορετική: επιτάξεις διαμερισμάτων για τη διαμονή Γερμανών αξιωματικών, απαγόρευση κυκλοφορίας κατά τις νυκτερινές ώρες και επιβολή συσκότισης, δελτία τροφίμων (με συνακόλουθη την εμφάνιση της αναπόφευκτης μαύρης αγοράς), άκρατος αντισημιτισμός, αυστηρή λογοκρισία, διενέργεια καθημερινών ελέγχων σε ολόκληρη την πόλη, τρόμος, ταπείνωση και ανασφάλεια σε κάθε επίπεδο.

Στις 16 και 17 Ιουλίου 1942, 13.152 Εβραίοι (μεταξύ των οποίων 4.115 ανήλικα παιδιά) συνελήφθησαν και συγκεντρώθηκαν στο χειμερινό ποδηλατοδρόμιο (Vélodrome d’Hiver). Από εκεί μεταφέρθηκαν με λεωφορεία στο προάστιο Drancy, όπου επιβιβάστηκαν σε σιδηροδρομικούς συρμούς με προορισμό τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της κεντρικής Ευρώπης. Υπολογίζεται πως επέζησαν λιγότεροι από 100. Η όλη επιχείρηση (γνωστή ως “La rafle du Vél’d’Hiv”) σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε αποκλειστικά από τις αστυνομικές αρχές του καθεστώτος του Vichy, δίχως την ενεργό συμμετοχή του κατακτητή.

Τη νύκτα της 23 προς 24 Σεπτεμβρίου 1943, ένα βομβαρδιστικό τύπου Lancaster της Βρετανικής Βασιλικής Αεροπορίας, καταρρίφθηκε από την γερμανική αεράμυνα και κατέπεσε σε εμπορικό πολυκατάστημα πλησίον του μουσείου του Λούβρου. Το επταμελές πλήρωμα δεν κατόρθωσε να εγκαταλείψει εγκαίρως το αεροσκάφος. Το κτήριο καταστράφηκε ολοσχερώς από την πυρκαγιά που προκλήθηκε.

Η αντίστροφη μέτρηση για την απελευθέρωση ξεκίνησε στις 6 Ιουνίου 1944, με την απόβαση των Συμμάχων στη Νορμανδία. Ωστόσο, η καθυστέρηση της προέλασης ανάγκασε τους Αμερικανούς στρατηγούς Eisenhower και Bradley να επιλέξουν την παράκαμψη του Παρισιού, το οποίο δεν παρουσίαζε γι’ αυτούς την παραμικρή σημασία σε επίπεδο τακτικής. Ο κεντρικός στόχος ήταν η κοιλάδα του Ρουρ, όπου ήταν συγκεντρωμένη η αφρόκρεμα της γερμανικής βαριάς βιομηχανίας. Με γνώμονα τον ίδιο σχεδιασμό, η απελευθέρωση της γαλλικής πρωτεύουσας προγραμματιζόταν για το τέλος Οκτωβρίου. Την ίδια στιγμή, στο Παρίσι, οι πράξεις αντίστασης πολλαπλασιάζονταν μέρα με την ημέρα. Οι διάφορες οργανώσεις αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους συγκροτώντας τις Γαλλικές Δυνάμεις Εσωτερικού (Forces Françaises de l’ Intérieur – FFI) με ανώτατο διοικητή τον Marie-Pierre Koenig και σημαίνοντα πρόσωπα τον Henri Rol-Tanguy, συντονιστή των κομμουνιστικών αντιστασιακών οργανώσεων και τον Jacques Chaban-Delmas, ειδικό απεσταλμένο του στρατηγού De Gaulle. Κοινός στόχος ήταν η προετοιμασία μιας εξέγερσης, η οποία θα εξανάγκαζε τους Συμμάχους να επισπεύσουν την απελευθέρωση της πόλης. Την 1η Αυγούστου εκδηλώθηκε η εξέγερση της Βαρσοβίας, γεγονός, το οποίο επιτάχυνε τις εξελίξεις. Ο συσχετισμός των δυνάμεων ήταν συντριπτικά υπέρ του κατακτητή (20.000 στρατιώτες, 80 τεθωρακισμένα, μονάδες πυροβολικού). Οι Γαλλικές Δυνάμεις Εσωτερικού διέθεταν αυτοσχέδιο οπλισμό και παρά την παρουσία στους κόλπους τους πρώην στρατιωτικών και ανδρών των δυνάμεων ασφαλείας, υστερούσαν εμφανώς σε πολεμική ετοιμότητα. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στερούνταν ασυρμάτου, με συνέπεια να είναι αδύνατη η επικοινωνία με το στρατηγείο των Συμμάχων.

Αρχές Αυγούστου οι Παριζιάνοι πήραν τις τύχες στα χέρια τους. Στις 10, οι σιδηροδρομικοί κήρυξαν γενική απεργία. Το παράδειγμά τους ακολούθησαν τρεις μέρες αργότερα οι εργαζόμενοι του μετρό και της χωροφυλακής. Στις 15 και 16 αντίστοιχα ήταν η σειρά της αστυνομίας και των τηλεπικοινωνιών. Στις 18, η απεργία γενικεύθηκε σε όλους τους κλάδους. Το ίδιο απόγευμα, το Παρίσι γέμισε από αφίσες που καλούσαν τον πληθυσμό σε εξέγερση. Ως αντίποινα, οι αρχές κατοχής εκτέλεσαν αυθημερόν 35 συλληφθέντες, μέλη της Αντίστασης. Στις 19 ξεκίνησαν οι οδομαχίες με πρώτη την κατάληψη του αρχηγείου της αστυνομίας, απέναντι ακριβώς από τον καθεδρικό ναό της Παναγίας των Παρισίων. Σφοδρές συγκρούσεις ακολούθησαν επί τρεις ημέρες γύρω από τα κτήρια της Γερουσίας και του Δημαρχείου. Μεμονωμένα επεισόδια έλαβαν χώρα και σε πολλά προάστια. Ευρισκόμενοι σε δεινή θέση εξαιτίας της έλλειψης πυρομαχικών, οι εξεγερθέντες έστειλαν εσπευσμένα εκπροσώπους στο αρχηγείο του στρατηγού Patton επικαλούμενοι το επιχείρημα πως η πόλη είχε ήδη κατά τα δυο τρίτα τεθεί υπό τον δικό τους έλεγχο. Η 2η Τεθωρακισμένη Μεραρχία των Ελευθέρων Γάλλων, υπό την διοίκηση του στρατηγού Philippe Leclerc de Hautecloque, αναχώρησε πάραυτα για το Παρίσι, δίχως καν να αναμείνει την άδεια των Αμερικανών. Ευρισκόμενος σε αδιέξοδο, ο στρατηγός Eisenhower αναγκάστηκε με βαριά καρδιά να αναθεωρήσει τον αρχικό του σχεδιασμό, διατάζοντας την 4η Μεραρχία Πεζικού να κατευθυνθεί και εκείνη προς την πρωτεύουσα. Στις 24, οι προφυλακές του Leclerc εισήλθαν στην πόλη προερχόμενες από τον Νότο (Porte d’ Orléans). Κατευθύνθηκαν προς το Δημαρχείο όπου εγκαταστάθηκαν αναμένοντας την έλευση των ενισχύσεων. Γρήγορα τέθηκαν υπό έλεγχο νευραλγικά σημεία της πόλης ενώ αιχμαλωτίστηκε και ο Γερμανός Στρατιωτικός Διοικητής, στρατηγός Dietrich von Choltitz. Η παράδοση της πόλης υπογράφηκε από τον τελευταίο στις 25 Αυγούστου, στον σιδηροδρομικό σταθμό Montparnasse. Την ίδια μέρα, στον ίδιο σταθμό, κατέφθασε ο Charles De Gaulle. Μετέβη στο Δημαρχείο, όπου εκφώνησε έναν ιστορικό και συνάμα άκρως συγκινητικό λόγο («Paris outragé! Paris brisé! Paris martyrisé! Mais Paris libéré!»). Στις 26, ήταν η σειρά της θριαμβευτικής πορείας στη λεωφόρο των Ηλυσίων Πεδίων. Ευρισκόμενοι σε κατάσταση ξέφρενου ενθουσιασμού, οι Παριζιάνοι ανακάλυπταν την ψιλόλιγνη σιλουέτα του ηγέτη της Μαχόμενης Γαλλίας, του οποίου, μέχρι τότε, γνώριζαν μόνο τη φωνή μέσα από τα ραδιοκύματα του BBC. Παρά ταύτα, οι δοκιμασίες δεν είχαν εκπνεύσει. Γερμανοί ακροβολιστές έβαλαν κατά του πλήθους από στέγες κτηρίων, ενώ στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα το Παρίσι βομβαρδίστηκε από την Luftwaffe και επλήγη από πυραύλους V-1.

Τελευταίο αφήσαμε το ερώτημα κατά πόσο η γαλλική πρωτεύουσα απέφυγε ή όχι την ύστατη ώρα τον κίνδυνο μιας ολικής καταστροφής. Η επικρατούσα άποψη αποδίδει την αποφυγή του αφανισμού στην ανυπακοή του στρατηγού von Choltitz σε άνωθεν εντολές. Είναι γεγονός πως είχαν ναρκοθετηθεί οι γέφυρες του Σηκουάνα και τα κυριότερα μνημεία. Εξίσου γνωστή είναι η εκδικητική μανία του Hitler να μην καταθέσει τα όπλα, αλλά να παρασύρει τους πάντες σε ένα κολοσσιαίο ολοκαύτωμα βαγκνερικών διαστάσεων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να εντάξει κανείς τη διαταγή περί καταστροφής του Παρισιού. Ωστόσο, δυο χρόνια νωρίτερα, ο von Choltitz δεν δίστασε να ισοπεδώσει την Σεβαστούπολη της Κριμαίας, προκαλώντας αναρίθμητα θύματα μεταξύ των αμάχων. Μάρτυρας, τώρα, της ταχύτατης προέλασης των Συμμάχων επί του γαλλικού εδάφους, ενδεχομένως να προτίμησε να διασφαλίσει την επιβίωσή του μέσα στο μεταπολεμικό στερέωμα. Κομβικής σημασίας υπήρξε επίσης η διαμεσολάβηση του προξένου της Σουηδίας Raoul Nordling, ο οποίος περιέγραψε στον Choltitz με  χαλεπά χρώματα τις συνέπειες των πράξεών του, αλλά και ο ρόλος του γαλλόφιλου υπολοχαγού των διαβιβάσεων Ernst von Bessendorf, ο οποίος καθυστέρησε σκοπίμως την αποκρυπτογράφηση των κατεπειγόντων τηλεγραφημάτων του Φύρερ κερδίζοντας με τον τρόπο αυτό πολύτιμο χρόνο. Αντίθετα, το περίφημο τηλεφώνημα του Hitler με την ερώτηση “Φλέγεται το Παρίσι;” το οποίο συμπεριλαμβάνεται σε δυο εξαιρετικές κατά τα άλλα κινηματογραφικές ταινίες (Is Paris Burning? – 1964 – και Diplomacy – 2014) ανήκει στη σφαίρα του φαντασιακού.

14 Ιουνίου 1940. Η είσοδος των γερμανικών στρατευμάτων

 

23 Ιουνίου 1940. Η μονοήμερη επίσκεψη των Adolf Hitler και Albrecht Speer.
H έδρα της “Κομμαντατούρ”.
Ξενοδοχείο Meurice, rue de Rivoli. Η κατοικία του Γερμανού Στρατιωτικού Διοικητή.

Paris 1940

Γερμανοί θαμώνες των Παρισινών καφενείων (πηγή: Bundesarchiv).
Ερωτοτροπίες έξω από το Moulin Rouge της πλατείας Pigalle.
Κοκεταρίες στις όχθες του Σηκουάνα.
Ποδήλατα – ταξί στο πλαίσιο εξοικονόμησης καυσίμων για τις ανάγκες του γερμανικού στρατού.
Συνύπαρξη Γερμανών στρατιωτικών και Γάλλων αστυνομικών.
Η πρόσοψη του πρώην Γαλλικού Κοινοβουλίου.
Ειδικές κινηματογραφικές αίθουσες για τα στρατεύματα κατοχής.
Δελτία τροφίμων και επιτάξεις ειδών.

16 Ιουλίου 1942. Η συγκέντρωση των Εβραίων στο Χειμερινό Ποδηλατοδρόμιο.
Η μεταφορά στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Drancy.
Η επιβίβαση στο τραίνο με προορισμό τη Γερμανία.
Πλατεία Marc Bloch, προς τιμή του διαπρεπούς Γάλλου ιστορικού, συνιδρυτή της σχολής των Annales, που βασανίστηκε βάναυσα και εκτελέστηκε για την αντιστασιακή του δράση.
Η εξέγερση του Αυγούστου 1944.
Dietrich von Choltitz. Ο στρατιωτικός διοικητής που έσωσε το Παρίσι από αφανισμό χάρη στην  ανυπακοή του σε άνωθεν διαταγή.

Détruire Paris, les plans secrets d’Hitler – Documentaire histoire

Γερμανοί αιχμάλωτοι  των Γαλλικών Δυνάμεων Εσωτερικού (FFI) στη συνοικία της Όπερας.
Γυναίκες που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή.
24 Αυγούστου 1944. Το έπαθλο του νικητή.
Philippe Leclerc de Hautecloque. Ο στρατηγός-ελευθερωτής του Παρισιού.
26 Αυγούστου 1944. Η θριαμβευτική πορεία του στρατηγού De Gaulle στη Λεωφόρο των Ηλυσίων  Πεδίων.

Paris – Liberation in August 1944 (in color and HD)

Κείμενο – επιμέλεια αφιερώματος: Γιάννης Μουρέλος
Μορφοποίηση – επιμέλεια έκδοσης: Μαρία Τσιτινίδου

Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος: Η Ιστορία και οι χρήσεις της

 

Αναπαύθηκε χθες το βράδυ καθηγητής Ιωάννης Κολιόπουλος, ο Sir John, όπως τον αποκαλούσαμε, για τον ξεχωρίσουμε από τους πολλούς Γιάννηδες του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ. Με τα σπουδαία βιβλία του και τους πολλούς μαθητές του, έβαλε πολύ ψηλά τον πήχυ της ακαδημαϊκής επιτυχίας. Με πένα δυνατή, στα ελληνικά και τα αγγλικά, άνοιξε δρόμους στην ελληνική ιστορική επιστήμη. Όμως ήταν η αγάπη και η μεγάλη υποστήριξη που πρόσφερε στους μαθητές του αυτή που θα συντηρήσει τη μνήμη του. Ήμουν ο πρώτος μεταπτυχιακός φοιτητής του και υπήρξε ο μέντοράς μου για πολλά χρόνια. Του χρωστώ τα πάντα, κυρίως την απόφαση να ακολουθήσω μεταπτυχιακές σπουδές –εξωτική επιλογή το 1983– και μάλιστα εκτός του ΑΠΘ. Το σπίτι του ήταν ανοιχτό στους μαθητές του. Σε κάθε επίσκεψή, μαζί με τη Χριστίνα, φόρτιζαν τις μπαταρίες μας με αισιοδοξία και αυτοπεποίθησή. Θαυμάζαμε τον άνδρα που ξεκίνησε από ένα μικρό χωριό της Καστοριάς (όπου και θα κηδευτεί), ξενιτεύτηκε σε καιρούς δίσεκτους, δούλεψε, σπούδασε και διακρίθηκε ως ιστορικός παγκόσμιας κλάσης, απέκτησε θαυμαστή κουλτούρα και είχε τόσο μεγάλο περίσσευμα ψυχής να μας προσφέρει. Αυτό το περίσσευμα του Κολιόπουλου μας κίνησε για χρόνια. Μας πήγε πιο πέρα και πιο πάνω. Κατάλαβα και γω –ελπίζω και οι άλλοι μαθητές του– ότι ο μόνος τρόπος να του το ξεπληρώσουμε είναι να προσφέρουμε ανάλογα χωρίς όρους και ανταλλάγματα. Όταν έφυγα για την Αγγλία μου είπε: Βασίλη, just don’t betray my trust. Αυτά τα λόγια του τα σκέφτομαι ολόκληρη την επαγγελματική ζωή μου, πως να μην τον απογοητεύσω.

Βασίλης Κ. Γούναρης

 

 

Η Clio Turbata τιμώντας τη μνήμη του Ιωάννη Κολιόπουλου αναδημοσιεύει ένα παλαιότερο άρθρο, το οποίο είχε αναρτηθεί στις 29 Ιουνίου 2020.

 

Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος: Η Ιστορία και οι χρήσεις της

Ιωάννης Δασκαρόλης: Δημοκρατικά Τάγματα. Από την δημιουργία της επίλεκτης φρουράς της Δημοκρατίας στο αιματοκύλισμα της 9ης Σεπτεμβρίου 1926

Ιωάννης Δασκαρόλης

 

 Δημοκρατικά Τάγματα. Από την δημιουργία της επίλεκτης φρουράς της

Δημοκρατίας στο αιματοκύλισμα της 9ης Σεπτεμβρίου 1926

 

Τα πρώτα δειλά βήματα (1922-1923) 

Τους πρώτους μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας, η Επαναστατική Επιτροπή λάμβανε αναφορές των νεοδιορισμένων οργάνων της στην επαρχία που ζητούσαν στρατιωτική ή αστυνομική βοήθεια για την αντιμετώπιση των πολυάριθμων αντιβενιζελικών πολιτών που παρέμεναν πιστοί στον Κωνσταντίνο. Η αποσύνθεση της Χωροφυλακής και η αποστολή όλων των διαθέσιμων μονάδων Στρατού στον Έβρο, προσανατόλιζε την κυβέρνηση στην ανάγκη δημιουργίας στρατιωτικών μονάδων ασφαλείας. Υπήρχε άλλωστε και το προηγούμενο του Τάγματος Ασφαλείας Γύπαρη που είχε καταφέρει με μικρές δυνάμεις να διατηρήσει την τάξη στην Αθήνα, προπύργιο των αντιβενιζελικών, όταν οι περισσότερες μονάδες του Στρατού βρίσκονταν στο Μικρασιατικό μέτωπο. Βασικό κίνητρο πίσω από τη δημιουργία των μονάδων αυτών ήταν η τρομοκράτηση των πολιτικά αντιφρονούντων, καθώς ειδικά κατά τους πρώτους μήνες το στρατιωτικό καθεστώς δεν ένιωθε εξασφαλισμένο έναντι όσων αντιδρούσαν.[1]

Ο πρώτος πυρήνας των Ταγμάτων Εθελοντών (μετέπειτα Δημοκρατικών Ταγμάτων) υπήρξε η σύσταση μιας στρατιωτικής μονάδας μεγέθους Τάγματος στη Λέσβο, του οποίου αρχικό πυρήνα αποτέλεσαν εθελοντές βενιζελικών φρονημάτων[2] που κατάγονταν από το νησί, με πρώτο διοικητή τον ταγματάρχη Καφάτο. Η δημιουργία της μονάδας ξεκίνησε στις 27 Σεπτεμβρίου 1922, με διαταγή του υπουργείου Στρατιωτικών (υπ΄ αριθμόν 239751) και προκήρυξη του συνταγματάρχη Γ. Παπαγεωργίου, στρατιωτικού διοικητή Λέσβου διορισμένου από την Επανάσταση. Ανάμεσα στους καταταγέντες ήταν και πρόσφυγες, ορισμένοι εκ των οποίων είχαν χάσει προσφιλή τους πρόσωπα στην καταστροφή και τα αναζητούσαν μέσω του Τύπου.[3]

Το Ανεξάρτητο Τάγμα Λέσβου μεταφέρθηκε στην Αθήνα στις αρχές Οκτωβρίου αναλαμβάνοντας την επιβολή της τάξης στην πρωτεύουσα και την ασφάλεια της Επανάστασης του 1922 έναντι οποιασδήποτε εσωτερικής επιβουλής, καθώς σύμφωνα με έκθεση του 2ου επιτελικού γραφείου στην περιοχή του λεκανοπεδίου υπήρχαν περισσότεροι από 12.000 ένοπλοι οπαδοί της Βασιλείας.[4] Το Τάγμα Λέσβου ανέλαβε την φύλαξη της αίθουσας όπου έγινε η Δίκη των Έξι, την διαφύλαξη της τάξης στις δύο πόλεις (Αθήνα και Θεσσαλονίκη), ενώ μαζί με το Τάγμα Φρουράς συμμετείχαν ενεργά στην κατάπνιξη του φιλοβασιλικού κινήματος Γαργαλίδη – Λεοναρδόπουλου.

Οι στρατηγοί Γαργαλίδης (αριστερά) και Λεοναρδόπουλος, πρωτεργάτες του ομώνυμου κινήματος.

Στην πρωτοβουλία για τη δημιουργία μιας στρατιωτικής μονάδας ασφαλείας πιστής στην κυβέρνηση στο σκέλος που αφορούσε τη Θεσσαλονίκη, πρωτοστάτησε[5] αναμφίβολα ο Αλέξανδρος Οθωναίος όταν ανέλαβε τη διοίκηση του Γ΄ Σώματος Στρατού. Σύμφωνα με τον Οθωναίο, σκοπός της δημιουργίας του πρώτου Δημοκρατικού Τάγματος της Θεσσαλονίκης (που ονομάστηκε αρχικά Τάγμα Φρουράς) ήταν η τήρηση της τάξης στην πόλη μετά την αποχώρηση του Στρατού για το μέτωπο του Έβρου, καθώς η Χωροφυλακή δεν επαρκούσε. Και οι δύο σχηματισμοί χρησιμοποιήθηκαν σε κρίσιμες καταστάσεις την επόμενη διετία προσφέροντας σημαντικές υπηρεσίες στην Επαναστατική Κυβέρνηση.

 

Η ενίσχυση των Δημοκρατικών Ταγμάτων από την κυβέρνηση Καφαντάρη και ο περίφημος  Νόμος 3059

 Ακολούθησαν οι εκλογές της 17ης Δεκεμβρίου 1923, η αναγκαστική έξωση του Βασιλιά Γεώργιου Β΄ και η επιστροφή του Βενιζέλου στο πολιτικό προσκήνιο. Το πολιτικό σκηνικό δεν έδειχνε να ομαλοποιείται καθώς εκτός από τους αντιβενιζελικούς, αντιδρούσαν και οι ακραίοι δημοκρατικοί και ισχυροί στρατιωτικοί παράγοντες κατά της συμβιβαστικής πολιτειακής πολιτικής του Βενιζέλου. Ο Βενιζέλος παραιτήθηκε για λόγους υγείας, τον διαδέχθηκε ο Καφαντάρης που προσπάθησε να ενισχύσει την στρατιωτική θέση της κυβέρνησης ώστε να επιβάλλει τις θέσεις της. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η πρωτοβουλία του υπουργού Στρατιωτικών Κωνσταντίνου Γόντικα, που αφορούσε τη μετεξέλιξη του Ανεξάρτητου Τάγματος Λέσβου στην Αθήνα και του Τάγματος Φρουράς Θεσσαλονίκης σε μόνιμα σώματα ασφαλείας. Η μετατροπή αυτή έγινε όταν ο Γόντικας κατέθεσε σχέδιο νόμου στη συνεδρίαση της 19ης Φεβρουαρίου με τίτλο «Περί εθελοντών». Το νομοσχέδιο αυτό υπεβλήθη με τη διαδικασία του κατεπείγοντος και ψηφίστηκε αυθημερόν επί της αρχής από την Εθνοσυνέλευση.[6]

Το νομοσχέδιο προέβλεπε αορίστως ότι ο υπουργός Στρατιωτικών είχε το δικαίωμα να προβεί σε στρατολογία εθελοντών είτε για να καλύψει έκτακτες ανάγκες του Στρατού, είτε για να «αντιμετωπίσει έκτακτες περιστάσεις»,[7] χωρίς βέβαια να προσδιορίζονται αυτές. Η διατύπωση του νομοσχεδίου περί εθελοντών ήταν τόσο γενικόλογη ώστε αρχικά δεν συγκέντρωσε την προσοχή του αντιπολιτευόμενου Τύπου. Όταν έγινε κατανοητό ότι οι εθελοντές μόνο εθελοντές δεν θα ήταν, αλλά προορίζονταν για σωματοφυλακή των βενιζελικών και της κυβέρνησης, ο αντιπολιτευόμενος Τύπος εξεγέρθηκε κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι εξόπλιζε πρόσφυγες στο πρότυπο του τάγματος ασφαλείας Γύπαρη, ώστε να εκβιάσει και να νοθεύσει την ψήφο των πολιτών στο επερχόμενο δημοψήφισμα.[8] Η Βραδυνή ξεπέρασε τα όρια της απλής διαμαρτυρίας παρουσιάζοντας τους λόχους ως συνεχιστές του έργου των “Γυπαραίων”, απειλώντας τους πρόσφυγες που τους στελέχωναν με αντίποινα όταν ο “συνταγματικός” κόσμος θα ξανάβρισκε τις πολιτικές του ελευθερίες.[9]

 

Η ενίσχυση των Δημοκρατικών Ταγμάτων επί κυβερνήσεως Παπαναστασίου και η  οριστική τους μετονομασία (30 Ιουνίου – 17 Ιουλίου 1924)

 

Ακολούθησε η πτώση της κυβέρνησης Καφαντάρη λόγω ενός προνουντσιαμέντου του Στρατού, η άνοδος της κυβέρνησης Παπαναστασίου και το Πολιτειακό δημοψήφισμα του Απριλίου, που επισημοποίησε την κατάργηση της Βασιλείας. Ο ισχυρός παράγοντας της κυβέρνησης ήταν ο Θεόδωρος Πάγκαλος με επιρροή σε ομάδα αξιωματικών του Στρατού και με πρόθεση να χρησιμοποιήσει την επιρροή του για να στηρίξει εξωθεσμικά την κυβέρνηση. Έτσι, όταν στα τέλη Ιουνίου ξεκίνησε η προσπάθεια της υπονόμευσης της κυβέρνησης Παπαναστασίου, ο Πάγκαλος αποφάσισε να στραφεί και προς τον Στρατό προκειμένου να αντιμετωπίσει την κατάσταση και την αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης. Μεταξύ άλλων, προσπάθησε να ενισχύσει τα Δημοκρατικά Τάγματα μέσω της αύξησης της μισθοδοσίας τους, με σχετική τροποποίηση του νόμου 3059 ως προς το άρθρο 2.[10]

Παρέλαση της σημαίας των Δημοκρατικών Ταγμάτων.

Κατά την συζήτηση στην Εθνοσυνέλευση κατάφερε να περάσει αθόρυβα την εν λόγω τροπολογία που προέβλεπε αύξηση του ημερομισθίου των στρατιωτών κατά 20 δρχ., υπεραμυνόμενος της αποστολής αυτών των μονάδων, παρά τις αντιρρήσεις του Γονατά[11] που πρότεινε τη διάλυση των ταγμάτων εθελοντών, καθώς δεν είχαν πλέον καμία χρησιμότητα.[12] Με άλλη απόφασή του στα μέσα Ιουλίου, λίγο πριν την πτώση της κυβέρνησης Παπαναστασίου, ο Πάγκαλος μετονόμασε τα τρία τάγματα με τις επωνυμίες Πρότυπον Τάγμα Εκπαιδεύσεως ή Ανεξάρτητο Τάγμα Λέσβου, Τάγμα Εθελοντών και Τάγμα Φρουράς Θεσσαλονίκης και επίσημα πλέον σε Ι, ΙΙ και ΙΙΙ Τάγματα Δημοκρατικής Φρουράς αντίστοιχα.[13]

Εντελώς απρόσμενα, τα Δημοκρατικά Τάγματα στάθηκαν η κύρια αφορμή για την πτώση της κυβέρνησης Παπαναστασίου. Το βράδυ της 17ης Ιουλίου 1924 μια μικρή ομάδα στρατιωτών του Γ΄ Δημοκρατικού Τάγματος επιτέθηκαν στα γραφεία και στα τυπογραφεία των αντιβενιζελικών εφημερίδων της Θεσσαλονίκης με αφορμή ένα αρνητικό δημοσίευμα για την ηθική του διοικητή τους. Το νέο της επίθεσης έφτασε την ημέρα συζήτησης στη βουλή για παροχή ψήφου εμπιστοσύνης της κυβέρνησης Παπαναστασίου και οδήγησαν στην καταψήφισή της στις 19 Ιουλίου 1924.

 

Τα Δημοκρατικά Τάγματα κατά την περίοδο των κυβερνήσεων Σοφούλη και  Μιχαλακόπουλου  

Παρά το γεγονός ότι ήδη τα Δημοκρατικά Τάγματα είχαν εδραιώσει μια κακή φήμη στην κοινή γνώμη, διατήρησαν τη δύναμή τους τόσο κατά την διακυβέρνηση Σοφούλη (Θερινών Διακοπών) όσο και κατά τη διακυβέρνηση του Μιχαλακόπουλου, ενώ συμπεριελήφθησαν κανονικά στον νέο οργανισμό του ελληνικού Στρατού όπως δημοσιεύτηκε στον Τύπο ως νομοσχέδιο στις αρχές του 1925. Η εισήγηση της κοινοβουλευτικής επιτροπής για τον οργανισμό του Στρατού, ζητούσε την κατάργηση των Δημοκρατικών Ταγμάτων με το σκεπτικό ότι όλος ο Στρατός αποτελεί φρουρά της Δημοκρατίας ενώ η ύπαρξη τριών ιδιαίτερων Ταγμάτων με αυτή την αποστολή προκαλούσε περισσότερη ζημιά παρά ωφέλεια.[14] Ο Γόντικας όμως υποστήριξε ότι η κατάργηση των Ταγμάτων δεν ήταν συμφέρουσα καθώς ήταν ιδιαίτερα αξιόλογοι και αξιόμαχοι στρατιωτικοί σχηματισμοί., ενώ ήταν αντίθετη με την εισήγηση του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου.[15]

 

Η ίδρυση των Κυνηγών του Κονδύλη (Απρίλιος 1925)

Αλλά η ενίσχυση παραστρατιωτικών σχηματισμών δεν περιορίστηκε στα Δημοκρατικά Τάγματα καθώς στις αρχές Απριλίου ο Κονδύλης προώθησε την ίδρυση τριών ταγμάτων Κυνηγών που θα είχαν ως μοναδική αποστολή την καταπολέμηση του φαινομένου και την εμπέδωση της ασφάλειας στην ύπαιθρο. Σύμφωνα με το σκεπτικό του Κονδύλη, τα τρία Τάγματα Κυνηγών ειδικά εκπαιδευμένα και εξοπλισμένα για μια περιορισμένη διετή θητεία θα ανακούφιζαν την ύπαιθρο από τη ληστεία, παρέχοντας τον απαιτούμενο χρόνο στη Χωροφυλακή για να ανασυνταχθεί. Το νομοσχέδιο προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων από τους πληρεξουσίους της αντιπολίτευσης, ενώ η αρμόδια επιτροπή της Εθνοσυνέλευσης που εξέτασε το νομοσχέδιο για τη δημιουργία των Κυνηγών το απέρριψε παμψηφεί. Το σκεπτικό όσων το απέρριπταν ήταν ότι δεν χρειαζόταν να δημιουργηθεί μια νέα μονάδα δημόσιας ασφάλειας τη στιγμή που ήδη υπήρχε η Χωροφυλακή. Επίσης πολλοί πληρεξούσιοι υποστήριξαν – δικαίως – ότι το πιθανότερο ήταν οι Κυνηγοί αντί να καταπολεμήσουν τη ληστεία να εξελιχθούν σε κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια και μάστιγα για τους κατοίκους της υπαίθρου.

Τελικώς η Εθνοσυνέλευση σε μια ακόμη αμφιλεγόμενη νομοθετική πρωτοβουλία της, υπερψήφισε τη δημιουργία των τριών ταγμάτων Κυνηγών, αφού προηγήθηκε μεγάλο πολιτικό παρασκήνιο και συνεννοήσεις. Οι (κατά πολύ υψηλότερες από τις αντίστοιχες των Δημοκρατικών Ταγμάτων) μηνιαίες αποδοχές που προβλέπονταν ήταν 1.750 δραχμές για κάθε στρατιώτη, 1.850 δραχμές για τον δεκανέα, 2.000 δραχμές για τον λοχία, 2.250 δραχμές για τον επιλοχία, χωρίς τα πρόσθετα επιδόματα που προβλέπονταν για τις αποστολές εκτός της έδρας των λόχων. Την ίδια περίοδο ο μηνιαίος μισθός ενός χωροφύλακα ήταν περίπου 1.100 δραχμές σύμφωνα με τον Κονδύλη. Για να γίνει αντιληπτός ο προσχηματικός χαρακτήρας των κρατικών εξαγγελιών και της συζήτησης που προηγήθηκε στην Εθνοσυνέλευση, οι Κυνηγοί αντί να μεταφερθούν στις περιοχές της επαρχίας που προέβλεπε το νομοσχέδιο ώστε να καταπολεμηθεί η ληστεία, στρατωνίστηκαν στο Γαλάτσι, και χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για την ασφάλεια των κεντρικών κρατικών κτιρίων στην Αθήνα με τη χαρακτηριστική τους αποτυχία να ανταπεξέλθουν ακόμη και σε αυτή τη στοιχειώδη αποστολή κατά το κίνημα που ακολούθησε ένα μήνα μετά.

Γελοιογραφία για τους Κυνηγούς (εφημ. ΣΚΡΙΠ, 3.4.1925).

Η ισχυροποίηση και η εδραίωση των Δημοκρατικών Ταγμάτων επί της δικτατορίας του Παγκάλου (1925-1926)     

Η άνοδος του Πάγκαλου στην εξουσία επιβλήθηκε μετά από ένα επιτυχημένο κίνημα στις 25 Ιουνίου 1925 και την χαρακτηριστική αδράνεια της Κυβέρνησης Μιχαλακόπουλου και των πιστών σε αυτήν στρατιωτικών μονάδων να αντιδράσουν. Κατά το κίνημα τα Δημοκρατικά Τάγματα στήριξαν τον Πάγκαλο μετά από διακυμάνσεις και λόγω κυρίως της προσωπικής περιπετειώδους επέμβασης του Ντερτιλή. Ήδη κατά τη θητεία του ως υπουργός Στρατιωτικών, ο Πάγκαλος είχε συμβάλλει στην ισχυροποίηση των Δημοκρατικών Ταγμάτων, τα οποία θεωρούσε επίλεκτη στρατιωτική μονάδα και ασπίδα του κράτους εναντίον κάθε επιβουλής. Από την πρώτη ημέρα που σχημάτισε κυβέρνηση, έδειξε τη διάθεσή του να ενισχύσει και να στηριχτεί στα Δημοκρατικά Τάγματα, καθώς γνώριζε τον ιδιότυπο παραστρατιωτικό πολιτικό χαρακτήρα τους. Το πρώτο ΦΕΚ[16] το οποίο δημοσίευσε η “Επαναστατική Κυβέρνησή” του, αφορούσε τη συγχώνευση των Δημοκρατικών Ταγμάτων με τους Κυνηγούς, με το ύψος των αμοιβών τους να είναι αυτό που είχε ορίσει ο Κονδύλης για τους τελευταίους.[17] Επίσης το Τάγμα Κυνηγών έπαυε να υπάγεται στο υπουργείο Εσωτερικών, τιθέμενο πλέον υπό την αιγίδα του υπουργείου Στρατιωτικών και αναβαθμιζόμενο από μονάδα εσωτερικής ασφάλειας σε κανονική στρατιωτική μονάδα.[18] Έτσι, ο Πάγκαλος όχι μόνο αύξησε εκ νέου τη στρατιωτική δύναμη των Ταγμάτων αλλά και κατά 30% τις αποδοχές των αξιωματικών και στρατιωτών τους, ενώ ο σχετικός ισχυρισμός του δικτάτορα το 1928 ενώπιον ανακριτικής επιτροπής ότι δήθεν τις μείωσε είναι αναληθής.[19]

Η δεύτερη κίνηση του Παγκάλου ήταν να δημιουργήσει στην Αθήνα στις αρχές Οκτωβρίου τη μικτή Ταξιαρχία Δημοκρατικής Φρουράς την οποία έθεσε υπό ενιαία διοίκηση και την οποία προόριζε για φρουρά του νέου καθεστώτος. Συγκεκριμένα πλαισίωσε τα τρία Τάγματα με τον λόχο στρατηγείου των Δημοκρατικών Ταγμάτων ενώ για τον συντονισμό της Φρουράς δημιούργησε και την υπηρεσία της Ταξιαρχίας Δημοκρατικών Ταγμάτων. Οι πρόσθετοι δύο αυτοί σχηματισμοί είχαν δύναμη 300 ανδρών και με τις προσθήκες αυτές η συνολική δύναμη της ταξιαρχίας Δημοκρατικής Φρουράς στην Αθήνα έφτασε τους 2.500 άνδρες, τη μέγιστη δύναμη που παρέταξαν ποτέ αυτοί οι σχηματισμοί. Τα Δημοκρατικά Τάγματα χρησιμοποιήθηκαν από τον Πάγκαλο κατά την σύλληψη του Πλαστήρα, σε αστυνομικά καθήκοντα στην Αθήνα αλλά και για την διάλυση διαδηλώσεων, για την καταδίωξη ληστών αλλά και κατά την εισβολή στη Βουλγαρία.

Ο Παγκαλος επιθεωρεί τμήμα των Δημοκρατικών Ταγμάτων. Δεξιά διακρίνεται ο Ναπολέων Ζέρβας.

Ο περίπατος της Αγίας Παρασκευής και τα Δημοκρατικά Τάγματα (3 Ιανουαρίου 1926)

Όταν ισχυροποίησε τη θέση του στον Στρατό και στη δημόσια διοίκηση, ο Πάγκαλος αποφάσισε να εγκαταλείψει και τα τελευταία δημοκρατικά προσχήματα, τα οποία ούτως ή άλλως με την πάροδο του χρόνου είχαν ξεφτίσει. Την απόφασή του για την κήρυξη δικτατορίας ο Πάγκαλος την υλοποίησε ξαφνικά στις 3 Ιανουαρίου 1926 με τον λεγόμενο «περίπατο της Αγίας Παρασκευής» των Δημοκρατικών Ταγμάτων. Την ημέρα εκείνη οι οπλίτες των Α΄ και Β΄ Δημοκρατικών Ταγμάτων βγήκαν από τα παραπήγματά τους για στρατιωτικές ασκήσεις. Ακολούθως, στάθμευσαν στην Αγία Παρασκευή όπου είχε ετοιμαστεί το συσσίτιο αλλά και ένα γεύμα προς τιμήν του πρωθυπουργού για τον εορτασμό της έλευσης του νέου έτους. Το μεσημέρι έφθασε στην Αγία Παρασκευή ο Πάγκαλος με τη σύζυγό του και τρεις υπουργούς (Κούνδουρο, Ταβουλάρη, Φίλανδρο), οι οποίοι συμμετείχαν στο γεύμα καθισμένοι στο τραπέζι των αξιωματικών. Παρόντες ήταν όλοι οι στρατιωτικοί στυλοβάτες του καθεστώτος, σε παρακείμενα τραπέζια κάθονταν συνολικά 150 αξιωματικοί, κάποιοι από τους καλεσμένους συνοδεύονταν από τις συζύγους τους και οι συμποσιαζόμενοι ήταν περίπου 200 άτομα.

Το γεύμα κύλισε σε πολύ ευχάριστο κλίμα, και τίποτε δεν προϊδέαζε για ότι θα επακολουθούσε. Στις καθιερωμένες προπόσεις που διαδέχθηκαν την ολοκλήρωση του γεύματος, ο συνταγματάρχης Θ. Βουτσινάς, σε μια ολοφάνερα στημένη αλλά δήθεν αυθόρμητη μικρή ομιλία την οποία διάβαζε από χειρόγραφο,[20] ευχήθηκε στον Πάγκαλο να συνεχίσει και να ολοκληρώσει το κυβερνητικό έργο που έχει ξεκινήσει και τον κάλεσε να λάβει κάθε μέτρο που θα έκρινε απαραίτητο για να παραμερίσει τα εμπόδια που θα ορθώνονταν στην πολιτική του. Ο Πάγκαλος απάντησε με τον ίδιο στόμφο υπενθυμίζοντας τις καταστροφές που υπέστη ο ελληνισμός από τον κοινοβουλευτισμό τόσο πριν το 1909 όσο και μετά το 1920, και κατέληξε: «Επειδή βλέπω ότι είναι αδύνατον πλέον να εμπιστευόμεθα εις τον κοινοβουλευτισμόν, διά τούτο αποφάσισα να αλλάξω τη μέχρι τούδε πορεία μου. Εις το εξής στηρίζομαι εις την εμπιστοσύνην του Στρατού, όστις αποτελεί την νησίδα των εθνικών ελπίδων».

Μέσα στη βουή των χειροκροτημάτων των οπλιτών ακούγονταν φωνές από την πλευρά των αξιωματικών των Δημοκρατικών Ταγμάτων υπέρ της στρατιωτικής δικτατορίας. Ακολούθησε χορός με  δημοτικά άσματα και συμμετέχοντες στρατιώτες των Δημοκρατικών Ταγμάτων, τον δε Πάγκαλο να σέρνει τον χορό υπό τη μουσική της μπάντας της Δημοκρατικής Φρουράς. Αμέσως μετά το τέλος του γεύματος, τα Δημοκρατικά Τάγματα παρέλασαν στους δρόμους των Αθηνών υπό τους ήχους των σαλπιγκτών τους, με τέσσερα τεθωρακισμένα αυτοκίνητα να προηγούνται, καταλήγοντας στην πλατεία Ανακτόρων ενώπιον του Πάγκαλου και του Τσερούλη με τους οπλίτες τους να φωνάζουν στη διαδρομή συνθήματα υπέρ της στρατιωτικής δικτατορίας.[21]

 

Η ανατροπή του Πάγκαλου από τον Κονδύλη και τα Δημοκρατικά Τάγματα (21 Αυγούστου 1926)

Οι αρνητικές εξελίξεις στο οικονομικό πεδίο και στην κρατική μηχανή υπονόμευσαν αποφασιστικά την πιθανότητα του Πάγκαλου να διατηρηθεί στην εξουσία. Την ανατροπή του την επέφερε τελικά ο Κονδύλης στηριζόμενος στα Δημοκρατικά Τάγματα και στους διοικητές τους Ζέρβα και Ντερτιλή, που του έδωσαν κυριολεκτικά τα κλειδιά της εξουσίας. Το άρτια οργανωμένο κίνημα με κινητήριο μοχλό τα Δημοκρατικά Τάγματα, εκδηλώθηκε τα ξημερώματα της 21ης Αυγούστου 1926. Το σύνθημα για την εκκίνηση δόθηκε με μια σειρά από πυροβολισμούς σε διάφορα σημεία της πόλης και με έναν κανονιοβολισμό από τον Λυκαβηττό. Το σύνθημα των μυημένων ήταν Περικλής – Δημοκρατία[22] και το εναρκτήριο σύνθημα δόθηκε από δύο τεθωρακισμένα οχήματα με δύο αποσπάσματα οπλιτών Δημοκρατικών Ταγμάτων έχοντα επικεφαλής τον ίλαρχο Ζουμπουλάκη και τον ταγματάρχη Παυσανία Κατσώτα αντίστοιχα.[23] Στις 3 τα ξημερώματα, οι στρατιώτες των Α΄ και Β΄ Δημοκρατικών Ταγμάτων μαζί με τα τεθωρακισμένα οχήματά τους κινήθηκαν με τάξη και πειθαρχία για να καταλάβουν το υπουργείο Στρατιωτικών, το Τηλεγραφείο και τα υπόλοιπα σημαντικά κρατικά κτίρια.[24]

Τις πρώτες πρωινές ώρες μετά τις αρχικές επιτυχίες, εμφανίστηκε στα παραπήγματα των Δημοκρατικών Ταγμάτων ο Κονδύλης περιστοιχισμένος από στενούς του συνεργάτες, ο οποίος αποθεώθηκε από τους στρατιώτες.[25] Έως τις πρώτες πρωινές ώρες είχαν καταληφθεί από τα Δημοκρατικά Τάγματα όλα τα υπουργεία, το Ταχυδρομείο, η έδρα του Α΄ Σώματος Στρατού και η έδρα της Αστυνομίας χωρίς την παραμικρή αντίσταση. Τα τεθωρακισμένα και τα αποσπάσματα των Δημοκρατικών Ταγμάτων κινούνταν με μαθηματική ακρίβεια στους δρόμους των Αθηνών επιτυγχάνοντας τους αντικειμενικούς σκοπούς βάσει σχεδίου με αποφασιστικότητα και αποτελεσματικότητα, εντός των χρόνων που είχαν προβλεφθεί στο σχέδιο. Με το πρώτο φως της 21ης Αυγούστου, τα αποσπάσματα των Δημοκρατικών Ταγμάτων γκρέμιζαν από την εξουσία τον πανίσχυρο Πάγκαλο χωρίς να πέσει ούτε μια ντουφεκιά εντός Αττικής. Τα Δημοκρατικά Τάγματα είχαν εξελιχθεί σε ρυθμιστή της πολιτικής ζωής της χώρας και οι διοικητές τους ήλεγχαν πλήρως την κυβέρνηση. Ήταν ένας μεγάλος τους θρίαμβος!

Μηχανοκίνητες δυνάμεις των Δημοκρατικών Ταγμάτων κατά την εκδήλωση του κινήματος Κονδύλη.

Η έκρυθμη κατάσταση στις τάξεις του βενιζελισμού και του Στρατού λίγο πριν το οριστικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών (21η Αυγούστου – 8η Σεπτεμβρίου 1926)

Μετά την άνοδό του στην εξουσία η θέση του Κονδύλη δεν ήταν εύκολη, καθώς όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί ήταν δυσαρεστημένοι με την ανάρρησή του, ενώ επίσης εναντίον του κινούνταν και αρκετοί ανώτεροι αξιωματικοί οι οποίοι επηρεάζονταν από τον Πλαστήρα. Ο τελευταίος με δημόσια επιστολή που απεύθυνε στον Κονδύλη ζητούσε την παραδειγματική τιμωρία όσων ανέλαβαν πολιτικά αξιώματα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας.[26] Υπήρχε μεγάλη δυσαρέσκεια στην κοινή γνώμη για τη συνεχιζόμενη επέμβαση του Στρατού στην πολιτική, που υποδαυλιζόταν κυρίως από τις αντιβενιζελικές εφημερίδες που κατήγγειλαν τον Κονδύλη ως έναν ακόμη κινηματία που σφετερίστηκε την εξουσία. Οι κατηγορίες αυτές έβρισκαν απήχηση στην κοινή γνώμη λόγω του παρελθόντος του Κονδύλη και της πρωταγωνιστικής συμμετοχής του σε παλαιότερες επεμβάσεις του Στρατού στην πολιτική. Ακόμη και ο Βενιζέλος από το Παρίσι με επιστολή του συνιστούσε να διεξαχθούν αμέσως εκλογές για την αποφυγή της επανόδου είτε της στρατοκρατίας είτε της μοναρχίας.[27]

Στρατωνισμός Δημοκρατικών Ταγμάτων στις παρυφές της πρωτεύουσας.

Τα δύο Δημοκρατικά Τάγματα της Αθήνας και οι διοικητές τους Ζέρβας και Ντερτιλής, βρίσκονταν κυριολεκτικά στο απόγειο της δύναμής τους. Παρά τη μικρή μείωση που είχαν υποστεί, έχοντας συνολικά 1.600 άνδρες, με παρατακτή δύναμη 1.200 τυφέκια εκτός των 8 θωρακισμένων οχημάτων[28] αποτελούσαν τις ισχυρότερες στρατιωτικές μονάδες στο λεκανοπέδιο, σε μια εποχή που ο οργανισμός του Στρατού προέβλεπε δύναμη του συντάγματος πεζικού έως 500 οπλίτες.[29] Οι δύο αξιωματικοί διέθεταν ερείσματα (κυρίως μεταξύ παλαιών παγκαλικών αξιωματικών όπως οι Κατσώτας και Ζουμπουλάκης) σε όλες τις μονάδες των Αθηνών και στο υπουργείο Στρατιωτικών. Πολύ συχνά πραγματοποιούντο κλειστές συσκέψεις στο υπουργείο Στρατιωτικών στις οποίες δεν συμμετείχε κανείς άλλος εκτός από τους υποστηρικτές των Ταγμάτων.[30] Ο ρόλος τους και οι ενέργειές τους απασχολούσαν καθημερινά την ειδησεογραφία, που εύλογα τους αντιμετώπιζε ως παράγοντες διαμόρφωσης της πολιτικής επικαιρότητας.

Σύμφωνα με την κατάθεση του Κονδύλη στην προανάκριση για τα γεγονότα της 9ης Σεπτεμβρίου, οι δύο διοικητές των Δημοκρατικών Ταγμάτων τον πίεζαν να παραταθεί η θητεία της κυβέρνησής του τουλάχιστον για οκτώ μήνες ακόμη. Επίσης του ζητούσαν να ενισχύσει περισσότερο τα Τάγματα ώστε να μπορούν να αντιδράσουν αποτελεσματικά σε περίπτωση που ο Πλαστήρας έκανε νέο κίνημα εναντίον τους, όπως έλεγαν οι φήμες.[31] Οι δύο διοικητές των Δημοκρατικών Ταγμάτων θεωρούσαν τις μονάδες τους εγγυητές της τάξης και του πολιτεύματος και για τον λόγο αυτό πίεζαν να παραταθεί η θητεία τους. [32] Επίσης, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι οι διοικητές των Ταγμάτων είχαν ενεργό ρόλο ακόμη και στην επιλογή των πολιτικών προσώπων που θα συμμετείχαν στην κυβέρνηση.[33] Επίσης σοβαρή ένδειξη της πολιτικής τους επιρροής ήταν οι συνεχείς συναντήσεις και τα γεύματα των διοικητών των Δημοκρατικών Ταγμάτων με τον ίδιο τον Κονδύλη αυτή την περίοδο, που επιβεβαιώθηκαν από πολλούς μάρτυρες στη δίκη των Δημοκρατικών Ταγμάτων.

Γεώργιος Κονδύλης.

Η αδιαφιλονίκητη ισχύς των Δημοκρατικών Ταγμάτων εξόργιζε τους υπόλοιπους βενιζελικούς αξιωματικούς οπαδούς του Πλαστήρα, ο οποίος με δημόσιες δηλώσεις του[34] ζητούσε επίμονα την εκκαθάριση του Στρατού από τους παγκαλικούς και τα Δημοκρατικά Τάγματα, απειλώντας ότι σε αντίθετη περίπτωση ίσως διοργάνωνε νέο κίνημα για να ανατρέψει τον Κονδύλη. Ακόμη και οι πολιτικοί αρχηγοί Καφαντάρης και Μιχαλακόπουλος ζητούσαν με αρθρογραφία τους στον Τύπο την παραδειγματική τιμωρία του Πάγκαλου και των υπουργών του για τις οικονομικές και άλλες ατασθαλίες κατά τον καιρό διακυβέρνησής τους, ενώ κατήγγειλαν τον Κονδύλη ότι αδρανούσε. Επίσης τον κατηγορούσαν ότι χρησιμοποίησε τα Δημοκρατικά Τάγματα για την ανατροπή του δικτάτορα προκειμένου να αποκομίσει ο ίδιος οφέλη, σώζοντας αυτούς που καταπίεζαν τις πολιτικές ελευθερίες του λαού. Ο Κονδύλης στην απάντησή του υπενθύμισε τα αποτυχημένα κινήματα της προηγούμενης περιόδου και δήλωσε ότι χωρίς τη συνεργασία των Δημοκρατικών Ταγμάτων θα ήταν αδύνατη η πτώση του δικτάτορα. Ο Καφαντάρης απάντησε με μια ανακοίνωση-ποταμό στην οποία επιτέθηκε στον Κονδύλη με πρωτόγνωρη σφοδρότητα χαρακτηρίζοντας «κακοποιούς» τους τέως παγκαλικούς συνεργάτες του, ενώ αναφέρθηκε ονομαστικά στα Δημοκρατικά Τάγματα ως «δορυφόρους της νέας καταστάσεως ρυθμιστάς». Χαρακτήρισε βλάσφημο τον ισχυρισμό του Κονδύλη ότι μόνο τα Δημοκρατικά Τάγματα μπορούσαν να ανατρέψουν τον Πάγκαλο, ενώ τον αποκάλεσε κατά συρροή ψεύτη και εντελώς ανίκανο ακόμη και για να επιβάλει δικτατορία.[35]

Ήταν ολοφάνερο ότι ο Κονδύλης είχε στριμωχτεί από τους πολιτικούς αρχηγούς που βυσσοδομούσαν εναντίον του επειδή είχε καταφέρει να αποσπάσει την εύνοια του Κουντουριώτη και να παραμείνει πρωθυπουργός. Ταυτόχρονα, ακόμη και αν ήθελε, δεν μπορούσε να τους συλλάβει ή να τους λογοκρίνει, γιατί έτσι θα ολίσθαινε προς μια μορφή δικτατορίας. Καθώς περνούσαν οι πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου, γινόταν φανερό πως ο Κονδύλης όφειλε να επιλέξει ανάμεσα στους πλαστηρικούς και τους παλαιούς παγκαλικούς, καθώς οι αμφίπλευρες πιέσεις που δεχόταν είχαν καταστεί ασφυκτικές. Τελικά επέλεξε να διαλύσει τα Δημοκρατικά Τάγματα θέτοντας ως όρο στους πλαστηρικούς αξιωματικούς ότι μετά θα έπαυαν την πολεμική εναντίον του. Πολύ σύντομα ο Κονδύλης κατέστρωσε σχέδιο μάχης που προέβλεπε τη συντονισμένη συμμετοχή όλων των διαθέσιμων αξιόμαχων μονάδων της Αττικής, προκειμένου να συντριβούν τα Τάγματα σε περίπτωση που δεν θα πειθαρχούσαν στη διαταγή της διάλυσής τους, κάτι που πολλοί αξιωματούχοι του υπουργείου Στρατιωτικών θεωρούσαν πολύ πιθανό. Ο Κονδύλης ενέκρινε ακόμη και τη χρήση του πυροβολικού μέσα στην Αθήνα, προκειμένου να μπορέσει να θέσει εκτός μάχης τα τεθωρακισμένα των Δημοκρατικών Ταγμάτων ορίζοντας ως ημερομηνία έναρξης της επιχείρησης την 9η Σεπτεμβρίου 1926.

 Το αιματοκύλισμα της 9ης Σεπτεμβρίου 1926 και η οριστική διάλυση των Δημοκρατικών  Ταγμάτων

Ακολούθησε μια αιματηρή μάχη στους δρόμους των Αθηνών που συνοδεύτηκε και από λαϊκή εξέγερση που λίγο έλλειψε να βυθίσει την Χώρα στο χάος και στην αναρχία. Η διάλυση των Δημοκρατικών Ταγμάτων ήταν ιδιαιτέρως βίαιη κλείνοντας με αιματηρό τρόπο τον πρώτο κύκλο των μεσοπολεμικών στρατιωτικών επεμβάσεων στην πολιτική. Η επίσημη ανακοίνωση του Α΄ Σώματος Στρατού ανέφερε 29 νεκρούς και 75 τραυματίες, ωστόσο τα στοιχεία αυτά είναι προφανώς αναληθή, καθώς μόνο στην ομαδική κηδεία των στρατιωτών που ακολούθησε ενταφιάστηκαν 43 οπλίτες των Δημοκρατικών Ταγμάτων. Δημοσιογραφικές πληροφορίες από το νεκροτομείο έκαναν λόγο για τουλάχιστον 49 νεκρούς[36] ανάμεσά τους  ο λοχαγός Ποιητίδης, σύζυγος της αδελφής του Ζέρβα. Ένας δημοσιογράφος του Έθνους μέτρησε 30 νεκρούς από βλήματα οβίδας μόνο στους θαλάμους του Α΄ Δημοκρατικού Τάγματος.[37] Ο Νεολόγος Πατρών έκανε λόγο για καταγεγραμμένους 47 νεκρούς και 147 τραυματίες με πληροφορίες του από το Α΄ Σώμα Στρατού να κάνουν λόγο για τουλάχιστον 70 νεκρούς.[38] Η Μακεδονία κατέγραφε 49 νεκρούς και 147 τραυματίες,[39] ο Ριζοσπάστης 200 νεκρούς και τραυματίες χωρίς όσους μεταφέρθηκαν εσπευσμένα στα νεκροταφεία.[40] Σύμφωνα με τον δικηγόρο υπεράσπισης Αβραάμ, τα Δημοκρατικά Τάγματα είχαν συνολικά 258 νεκρούς και τραυματίες.[41] Πάντως το πιο πιθανόν είναι ότι τα Δημοκρατικά Τάγματα συνολικά είχαν πάνω από 100 νεκρούς και περισσότερους από 200 τραυματίες, ενώ απώλειες υπήρχαν και από την πλευρά των κυβερνητικών.

Η δίκη Ζέρβα – Ντερτιλή για τα αιματηρά επεισόδια της 9ης Σεπτεμβρίου 1926.

Οι νεκροί εκείνης της ταραχώδους ημέρας δεν περιορίστηκαν στους ένστολους, καθώς η εξέγερση των πολιτών και οι συγκρούσεις με τον Στρατό και τη Χωροφυλακή υπήρξαν ομοίως σφοδρές. Δημοσιογράφοι είχαν εξακριβώσει τον θάνατο επτά πολιτών, οι περισσότεροι από τους οποίους υπέκυψαν στα τραύματά τους μετά τον αρχικό σοβαρό τραυματισμό τους. Ανάμεσά τους ήταν ο απόστρατος ίλαρχος Κωνσταντίνος Χατζητόλιας με κάταγμα στο κρανίο, η νεαρή Αγγελική Μοριτσέλη που δέχθηκε σφαίρα στην καρδιά αν και ήταν απλώς περαστική από την οδό Σταδίου,[42] ο 14ετής Δημήτριος Σταματιάδης, ξυλουργός από το Αξάριο Μικράς Ασίας, και ο 12ετής Σπυρίδων Μήλιος, βοηθός κουρέα στην Ομόνοια.[43] Οι τραυματισμένοι πολίτες ήταν εκατοντάδες και οι περισσότεροι έφεραν διαμπερή τραύματα από σφαίρες. Ανάμεσά τους ήταν γυναίκες και έφηβοι ενώ αρκετοί, αν όχι η πλειονότητα, ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Τέλος, σύμφωνα με τις αναφορές των δημοσιογράφων της Προόδου, οι νεκροί της 9ης Σεπτεμβρίου από όλες τις πλευρές ήταν τουλάχιστον 200.[44]

    

Επίλογος – επιβιώσεις των Δημοκρατικών Ταγμάτων – Κατοχικά Τάγματα Ασφαλείας

Ο απόηχος της αιματηρής πορείας των Δημοκρατικών Ταγμάτων έφτασε μέχρι τα τελευταία χρόνια της Κατοχής. Μετά την πλήρη επικράτηση του ΕΛΑΣ στην ύπαιθρο (εκτός της Ηπείρου) και τη συνεχή ενδυνάμωση του ΕΑΜ στα αστικά κέντρα, η κατοχική κυβέρνηση Ράλλη σε συνεννόηση με τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής δημιούργησε ως αντίρροπό τους τα Τάγματα Ασφαλείας. Ο νόμος 260/18-6-1943 (ΦΕΚ Α΄ 180) προέβλεπε τη δημιουργία δύο Ταγμάτων Ασφαλείας στην Αθήνα και δύο στη Θεσσαλονίκη, ενώ περιέγραφε λεπτομερώς τους όρους της εθελοντικής κατάταξης οπλιτών στο νέο σώμα, αλλά και τις ανταμοιβές που θα εξασφάλιζαν μετά την απόλυσή τους.[45] Η κατοχική κυβέρνηση Ράλλη είχε την πρόθεση μέσω των Ταγμάτων Ασφαλείας να προστατέψει το υφιστάμενο κοινωνικό καθεστώς, να μην επιτρέψει την ανάληψη της εξουσίας από το ΕΑΜ και να διαφυλάξει την τάξη μέχρι την επιστροφή της εξόριστης ελληνικής κυβέρνηση στην Αθήνα.[46]

Άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας στους στρατώνες στο Γουδί, Αύγουστος 1944.

Στην αρχική τους σύλληψη τα Τάγματα Ασφαλείας είχαν τη μεσοπολεμική χροιά των Δημοκρατικών Ταγμάτων. Αυτό γίνεται εύκολα φανερό, καθώς η βασική ιδέα της δημιουργίας τους προήλθε από τον Ιωάννη Βουλπιώτη, εμπορικό εκπρόσωπο της Siemens στην Ελλάδα, με ισχυρές διασυνδέσεις στις γερμανικές Αρχές κατοχής. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο Βουλπιώτης είχε στενές επαφές με όλους τους πρωταγωνιστές των Δημοκρατικών Ταγμάτων, όπως οι Πάγκαλος, Ντερτιλής και Ζέρβας, του οποίου τη σύζυγο είχε προσλάβει ως προσωπική του γραμματέα.[47] Εκτός του Βουλπιώτη φαίνεται ότι στη δημιουργία τους συντέλεσε και ο ίδιος ο Θεόδωρος Πάγκαλος σε μια κοινή τους συνάντηση με τον Ντερτιλή και άλλους βενιζελικούς αξιωματικούς απότακτους του κινήματος του 1935.[48]

Πολλοί ερευνητές υποστήριξαν ότι στη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας βοήθησε και ο Στυλιανός Γονατάς,[49] ο οποίος ασκούσε αποφασιστική επιρροή στον ΕΔΕΣ Αθηνών. Στο αρχικό στάδιο της δημιουργίας τους απαλείφθηκε από την ονομασία των νέων μονάδων ο όρος «Δημοκρατικά», ώστε να μην απωθηθούν οι βασιλόφρονες αξιωματικοί. Στις συνεννοήσεις συμμετείχε και ο απόστρατος συνταγματάρχης Θεόφιλος Βουτσινάς, ο παλαιός διοικητής της ταξιαρχίας της Δημοκρατικής Φρουράς, που ως συντάκτης της εφημερίδας Ακρόπολις αρθρογραφούσε υπέρ της Ιταλίας. Λόγω της υποστήριξης του προς τους Ιταλούς, ο Βουτσινάς συνελήφθη μετά την απελευθέρωση και φυλακίστηκε στις φυλακές Αβέρωφ ως δωσίλογος. Εκεί τον βρήκε έγκλειστο η επίθεση των Ελασιτών κατά τα Δεκεμβριανά, από όπου όμως κατάφερε να αποδράσει μαζί με τους υπόλοιπους κρατούμενους με περιπετειώδη τρόπο.[50]

Ο αρχικός χαρακτήρας των Ταγμάτων ήταν καθαρά αντιβασιλικός και αντικομουνιστικός, στρεφόμενος κατά της επιστροφής του Βασιλιά, και κατά της επικράτησης του ΚΚΕ στην Ελλάδα, είτε κατά την αποχώρηση των Γερμανών, είτε μετά. Πρώτος γενικός διοικητής τους ορίστηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1943 ο παλαιός διοικητής των Δημοκρατικών Ταγμάτων Βασίλειος Ντερτιλής προαχθείς σε υποστράτηγο, ο οποίος σε μια συμβολική τελετή μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη, παρέλαβε την πολεμική σημαία των Ταγμάτων Ασφαλείας από τον πρωθυπουργό Ράλλη. Αλλά δεν ήταν ο μόνος αξιωματικός των Δημοκρατικών Ταγμάτων που εντάχθηκε στα Τάγματα Ασφαλείας. Ήταν επίσης ο Θεόδωρος Λεοντοκανάκης, ο οποίος ανέλαβε την διοίκηση του τάγματος Ασφαλείας Ναυπάκτου. Ο Λεοντοκανάκης άνηκε στην παγκαλική φατρία, είχε αυτομολήσει το 1920 στην Εθνική Άμυνα Κωνσταντινούπολης,[51] είχε συμμετάσχει στο κίνημα Λούφα, είχε τραυματιστεί βαριά στη μάχη της 9ης Σεπτεμβρίου, ενώ μαζί με τον Λαγογιάννη είχαν καθίσει στο εδώλιο των κατηγορουμένων της δίκης των Ταγμάτων. Αλλά και ο Ιωάννης Λαγογιάννης που ως λοχαγός των Ταγμάτων Ασφαλείας σκοτώθηκε στο μπλόκο της Καισαριανής στις 11 Ιουλίου 1944.[52]

 

Ο Ιωάννης Δασκαρόλης είναι Υποψήφιος Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Νεάπολις Πάφου και συγγραφέας της πραγματείας Δημοκρατικά τάγματα. Οι «πραιτωριανοί» της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας 1923-1926, Αθήνα, Εκδόσεις Παπαζήση, 2019.

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 

[1] «Πρέπει κ. πρόεδρε να τους τρομοκρατήσωμεν», δήλωνε ο Χατζηκυριάκος σε συζήτηση του με τον Ζαΐμη, ενώ ο Πλαστήρας συμπλήρωνε ότι «πρέπει κ. πρόεδρε να τυφεκίζωμεν καμιά εκατοστή από αυτούς κάθε εβδομάδα δια να επιβληθώμεν» (Χαραλάμπης Σωτήρης, Απομνημονεύματα, Αθήνα 1947, σελ. 114).

[2] Η επιλογή των οπλιτών με πολιτικά κριτήρια επιβεβαιώνεται και από τη στρατολόγηση του Λέσβιου σιτιστή Λεφτέρη Παρασκευαΐδη, ο οποίος στην αλληλογραφία του αναπτύσσει τα βενιζελικά πολιτικά του φρονήματα. Παρασκευαΐδης Λεφτέρης, «αδελφή στρατιώτου» (ημερολόγιο και αλληλογραφία ενός φαντάρου της μικρασιατικής εκστρατείας) επιμέλεια Γιώργου Παρασκευαΐδη, Εκδόσεις UNIVERSITY STUDIO PRESS, Θεσσαλονίκη 2008.

[3] Ελεύθερον Βήμα, 16.12.1923 και 11.1.1923.

[4] Περίπου 3.000 από αυτούς ήταν μέλη της οργάνωσης «Βασιλική Φάλαγγα» (βλ. Βλάσσης Δ. Κωνσταντίνος, Τα τεθωρακισμένα στον ελληνικό στρατό (1920-1940), Εκδόσεις Δούρειος Ίππος, Αθήνα, 2017).

[5] Συνέντευξη Οθωναίου, Ένωσις του Ελληνισμού, 25.7.1924

[6] Πρακτικά Δ΄ Εθνοσυνέλευσης, συνεδρίαση 19ης Φεβρουαρίου 1924. Η οριστική ψήφιση των διατάξεων έγινε στη συνεδρίαση της 28ης Φεβρουαρίου 1924.

[7] Νόμος 3059, Φ.Ε.Κ. 57, 17ης Μαρτίου 1924.

[8] ΣΚΡΙΠ, 28.2.1924.

[9] Βραδυνή, 3.3.1924.

[10] Πρακτικά Δ΄ Εθνοσυνέλευσης συνεδρίαση 30ης Ιουνίου 1924.

[11] Αρχείο Θεόδωρου Πάγκαλου (τόμος Α΄) σελ. 455-456, πρακτικά Δ΄ Εθνοσυνέλευσης συνεδρίαση 14ης Ιουλίου 1924.

[12] Ελεύθερον Βήμα, 16.7.1924.

[13] ΦΕΚ 14ης Ιουλίου 1924, ΣΚΡΙΠ,17.7.1924.

[14] Αρχείο Γόντικα, έγγραφο 632/5/51, Μουσείο Μπενάκη.

[15] Σύμφωνα με την άποψη του Γόντικα τα Δημοκρατικά Τάγματα Πρακτικά Δ΄ Εθνοσυνέλευσης, συνεδρίαση 18ης Ιουλίου 1924.

[16] ΦΕΚ 158, 27ης Ιουνίου 1925. Το επείγον του θέματος δείχνει τις πολιτικές προτεραιότητες του Παγκάλου.

[17] «..Οι εις τα τάγματα της δημοκρατικής φρουράς επί τη βάσει του νόμου 3059 καταταγέντες ως εθελονταί, καθώς και οι διοικητικώς οι εις τα αυτά τάγματα καταταγέντες τοιούτοι εξωμοιούνται ως προς τας αποδοχάς και τα λοιπά δικαιώματα προς τους επί τη βάσει του Νόμου τούτου «περί συντάγματος κυνηγών» καταταγέντες….» Εστία, 28.6.1925.

[18] Εμπρός, 16.7.1925.

[19] Αρχείο Θεόδωρου Πάγκαλου (τόμος Β΄), σελ. 287.

[20] Ελεύθερος Τύπος, 4.1.1926.

[21] Ελεύθερος Τύπος, 4.1.1926.Πρωία, 4.1.1926. «….Όλη τη μέρα παρελαύνουν τα Δημοκρατικά Τάγματα στην πλατεία των Ανακτόρων ζητωκραυγάζοντας υπέρ της δικτατορίας!» αποτύπωση στη λογοτεχνία στο έργο του Αθανασιάδη Τάσου, Τα παιδιά της Νιόβης, τόμος Δ΄, Εκδόσεις βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 2014, σελ. 210.

[22] Εμπρός, 23.8.1926.

[23] Ελεύθερος Τύπος, 27.8.1926.

[24] Εμπρός, 23.8.1926.

[25] Απογευματινή, 22.8.1926.

[26] Βραδυνή, 3.9.1926.

[27] Μακεδονία, 6.9.1926.

[28] Κατάθεση συνταγματάρχη Αναγνωστόπουλου, Εμπρός, 22.9.1926.

[29] Εστία, 3.9.1926.

[30] Κατάθεση του λοχαγού Γερακάρη, υπασπιστή του Κονδύλη, στη δίκη των Ταγμάτων, ΣΚΡΙΠ, 23.9.1926.

[31] Πολιτεία, 19.9.1926.

[32] Απολογία Ντερτιλή, Πολιτεία, 30.9.1926.

[33] Σύμφωνα με την κατάθεση Τσαγγαρίδη στη δίκη των Δημοκρατικών Ταγμάτων, ο ίδιος ήταν αυτόπτης μάρτυρας όταν οι Ζέρβας, Ντερτιλής, Ζουμπουλάκης και Κατσώτας είχαν επιβάλλει τουλάχιστον έναν υπουργό (τον Αποσκίτη) στον Κονδύλη ενώ είχαν εκφράσει γνώμη και για τους υπόλοιπους (Εμπρός, 22.9.1926).

[34] Ελεύθερος Τύπος, 4.9.1926.

[35] Ελεύθερος Τύπος, 2.9.1926.

[36] Πολιτεία, 11.9.1926.

[37] Έθνος, 10.9.1926.

[38] Νεολόγος Πατρών, 11.9.1926.

[39] Μακεδονία, 11.9.1926.

[40] Ριζοσπάστης, 10.9.1926.

[41] Ελεύθερος Τύπος, 3.10.1926.

[42] Ριζοσπάστης, 11.9.1926.

[43] Εσπερινή, 10.9.1926.

[44] Η πρόοδος, 10.9.1926.

[45] Γασπαρινάτος Σπύρος, Οι ελληνικές κατοχικές κυβερνήσεις, δίκες κατοχικών δοσιλόγων και εγκληματιών πολέμου, Εκδόσεις βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2015, σελ. 106.

[46] Στο ίδιο, σελ. 107-108

[47] Λεπτομέρειες για τις επαφές αυτές στην δραματοποιημένη βιογραφία του Βουλπιώτη από την κόρη του. Παλάσκα Ιζαμπέλα, Άγγελος ή δαίμονας – ο αμφιλεγόμενος πατέρας μου, Εκδόσεις Α. Λιβάνη, Αθήνα 2012, σελ. 190-192 και 234-236.

[48] Παλάσκα Ιζαμπέλα, Άγγελος ή δαίμονας, σελ. 259.

[49] Κούκουνας Δημοσθένης, Ο Στυλιανός Γονατάς στην Κατοχή, περιοδικό Τότε, τεύχος 48.

[50] Αθανάσιος Παπακωνσταντίνου, Η επίθεση των Ελασιτών κατά των φυλακών Αβέρωφ, περιοδικό Τότε, τεύχος 62.

[51] ΣΚΡΙΠ, 22.12.1924

[52] Πριόβολος Γιάννης, Εθνικιστική «αντίδραση» και Τάγματα Ασφαλείας, Εκδόσεις Παττάκη, Αθήνα 2018.

 

ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

-Αρχεία

Αρχείο Κωνσταντίνου Γόντικα, Μουσείο Μπενάκη

Αρχείο Θεόδωρου Πάγκαλου, τόμος Β΄ (επιμέλεια Θησεύς Πάγκαλος), Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1973.

Απομνημονεύματα – Μαρτυρίες – Ημερολόγια

Μεταξάς Ιωάννης, Ημερολόγιο (τόμοι Γ1- Γ2, περίοδος 1921-1932), Εκδόσεις Γκοβόστης.

Πρακτικά Δ΄ Εθνοσυνέλευσης (1923-1925)

Παρασκευαΐδης Λεφτέρης, «αδελφή στρατιώτου» (ημερολόγιο και αλληλογραφία ενός φαντάρου της μικρασιατικής εκστρατείας) επιμέλεια Γιώργου Παρασκευαΐδη, Εκδόσεις UNIVERSITY STUDIO PRESS, Θεσσαλονίκη 2008.

Σαράφης Στέφανος, Ιστορικές αναμνήσεις, Εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα 1980.

Σταυρίδης Ελευθέριος, Τα παρασκήνια του ΚΚΕ, Εκδόσεις Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα 2008.

Χαραλάμπης Αναστάσιος, Αναμνήσεις , Αθήνα 1947 ( http://cdn.sansimera.gr/media/files/Anastasios_Xaralampis-Anamniseis.pdf )

-Ημερήσιος Τύπος

Απογευματινή,

Βραδυνή,

Έθνος,

Εστία,

Ελεύθερος Τύπος

ΕΜΠΡΟΣ,

Ένωσις του Ελληνισμού,

Εσπερινή

Η πρόοδος

Μακεδονία,,

Πολιτεία,

Πρωία,

Ριζοσπάστης,

Νέα Ημέρα,

Νεολόγος Πατρών,

ΣΚΡΙΠ.

 

ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αθανασιάδης Τάσος, Τα παιδιά της Νιόβης, τόμος Δ΄, Εκδόσεις βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 2014.

Βερέμης Θάνος, Ο στρατός στην ελληνική πολιτική, Κούριερ εκδοτική, Αθήνα 2000.

Βερέμης Θάνος, Οι επεμβάσεις του Στρατού στην πολιτική 1916-1936, Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1977.

Βλάσσης Κωνσταντίνος, Τα τεθωρακισμένα στον ελληνικό στρατό (1920-1940), Εκδόσεις Δούρειος Ίππος, Αθήνα 2017.

Γασπαρινάτος Σπύρος, Οι ελληνικές κατοχικές κυβερνήσεις, δίκες κατοχικών δοσιλόγων και εγκληματιών πολέμου, Εκδόσεις βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2015.

Δαφνής Γρηγόριος, Η Ελλάς μεταξύ 2 πολέμων (τόμος Α΄), εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1999.

Δασκαρόλης Ιωάννης, Δημοκρατικά Τάγματα – Οι πραιτωριανοί της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας,  εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2019.

Κούκουνας Δημοσθένης, Ο Στυλιανός Γονατάς στην Κατοχή, περιοδικό Τότε, τεύχος 48.

Μαυρογορδάτος Γιώργος, Μετά το 1922 – η παράταση του διχασμού, Εκδόσεις Παττάκη, Αθήνα 2017.

Παλάσκα Ιζαμπέλα, Άγγελος ή δαίμονας – ο αμφιλεγόμενος πατέρας μου, Εκδόσεις Α. Λιβάνη, Αθήνα 2012

Παπακωνσταντίνου Αθανάσιος, Η επίθεση των Ελασιτών κατά των φυλακών Αβέρωφ, περιοδικό Τότε, τεύχος 62.

Πριόβολος Γιάννης, Εθνικιστική «αντίδραση» και Τάγματα Ασφαλείας, Εκδόσεις Παττάκη, Αθήνα 2018.

 

 

 

 

Γεώργιος Καλαφίκης: Η ιστορική αναμέτρηση Καρχηδόνας και Συρακουσών με έπαθλο τη Σικελία. O Β΄ Σικελικός Πόλεμος (409-404 π.Χ.)

Γεώργιος Καλαφίκης

Η ιστορική αναμέτρηση Καρχηδόνας και Συρακουσών με έπαθλο τη Σικελία. O Β΄ Σικελικός Πόλεμος (409-404 π.Χ.)

 

1. Η «Σικελική εκστρατεία» των Αθηναίων ως αιτία ανανέωσης των επιθέσεων των Καρχηδονίων εναντίον του Ελληνισμού της Σικελίας

Ύστερα από τη συντριπτική ήττα στη Μάχη της Ιμέρας το 480 π.Χ. και για εβδομήντα ολόκληρα χρόνια οι Καρχηδόνιοι δεν απείλησαν τις ελληνικές αποικίες της Σικελίας, ωσότου η δεύτερη Σικελική Εκστρατεία των Αθηναίων εναντίον των Συρακουσών (415-413 π.Χ.) οδηγήσει σε διαρκή και μόνιμη αποσταθεροποίηση τη γεωπολιτική κατάσταση στη μεγαλόνησο.[1]

Επρόκειτο για άστοχη και αστόχαστη εμφύλια σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων με υπαιτιότητα των Αθηναίων. Ουσιαστικά η δημοκρατική Αθήνα επιτέθηκε με ιμπεριαλιστική πρόθεση –χωρίς να προκληθεί ούτε καν να απειληθεί– σε μια άλλη απομακρυσμένη και ακμάζουσα ελληνική δημοκρατία εκείνης της εποχής, τις Συρακούσες, που, όμως, διέθεταν παρεμφερή ισχύ σε όλα τα επίπεδα, σε πολιτική και κοινωνία, δημογραφία και οικονομία, στρατό ξηράς και ναυτικό. Παράλληλα, οι Συρακούσες είχαν τηρήσει ως τότε στάση ουδετερότητας μεταξύ των εμπολέμων στον Πελοποννησιακό Πόλεμο (431-404 π.Χ.), μολονότι η απώτερη καταγωγή των πολιτών τους επέτρεπε δικαιολογημένα να υποστηρίξουν την Πελοποννησιακή Συμμαχία.[2] Το οξύμωρο της υπόθεσης είναι ότι ενώ η απόφαση των Αθηναίων για την Σικελική εκστρατεία ελήφθη αρχικά στη βάση της επέμβασης υπέρ της Έγεστας και κατά του Σελινούντα (Θουκυδίδης 6.8.2), ο πόλεμος τελικά διεξήχθη εναντίον των Συρακουσών! Η εκτροπή των πολεμικών επιχειρήσεων αποδεικνύει ότι η συμπαράσταση στους Εγεσταίους λειτούργησε για τους Αθηναίους αποκλειστικά και μόνον ως πρόφαση στην κατεύθυνση επίτευξης του κυρίου αντικειμενικού σκοπού (ΑΝΣΚ), δηλαδή της κατάληψης και υποταγής των Συρακουσών, της ισχυρότερης τότε σικελικής πόλης-κράτους. Οι Αθηναίοι πολίτες υπέκυψαν στον πειρασμό και υπέπεσαν στο σφάλμα της υπερεπέκτασης (overexpansion), με τραγικές επιπτώσεις για τους ίδιους και την πόλη τους, όπως άλλωστε έπαθαν τόσες άλλες ηγεμονικές δυνάμεις και υπερφίαλοι ηγέτες παγκοσμίως στον ρου της Ιστορίας.

Υποθετικές επικράτειες των αρχαϊκών ελληνικών πόλεων-κρατών της Σικελίας (De Angelis 2016 σ. 67).

Από την άλλη πλευρά βεβαίως, η έκκληση των Εγεσταίων για επικουρία από τη μακρινή Αθήνα και όχι από την κοντινή Καρχηδόνα, με τις σικελικές κτήσεις της οποίας άλλωστε συνόρευαν, αποκαλύπτει έστω και εμμέσως το κύρος της αθηναϊκής ηγεμονίας και τη φήμη της σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, σε αντιπαραβολή με το μειωμένο κύρος της καρχηδονιακής ισχύος που τελούσε ακόμη σε αδράνεια, προφανώς υπό την επήρεια της προηγούμενης συντριβής στη Μάχη της Ιμέρας. Εντούτοις, τη μεγάλη αλλά αποτυχημένη Σικελική Εκστρατεία των Αθηναίων ακολούθησε σύντομα και παρ’ ελπίδα δυναμική επέμβαση και εισβολή των Καρχηδονίων στη Σικελία. Έκτοτε, οι Καρχηδόνιοι συνεχώς θα απειλούν σοβαρά την αυτονομία και ανεξαρτησία των ελληνικών πόλεων, καθώς και την ασφάλεια και ευημερία όλων των ελληνικών πληθυσμών της Σικελίας.

Ποια ήταν όμως η κατάσταση στη Σικελία στις παραμονές της καρχηδονιακής εξόρμησης και ποια η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ Καρχηδονίων Φοινίκων και Σικελιωτών Ελλήνων; Οι τελευταίοι με επικεφαλής τις Συρακούσες είχαν μόλις εξέλθει διαιρεμένοι και εξαντλημένοι από τις συνέπειες της Σικελικής Εκστρατείας, παρά την εξολόθρευση του αθηναϊκού εκστρατευτικού σώματος και των άτυχων συμμάχων τους. Επιπλέον, σε ανταπόδοση της πολύτιμης βοήθειας που είχαν δεχτεί από τους Πελοποννήσιους με επικεφαλής τον Σπαρτιάτη στρατηγό Γύλιππο, οι Συρακούσιοι ενεπλάκησαν στην τελική φάση του Πελοποννησιακού Πολέμου με αποστολή ναυτικής μοίρας στην Ελλάδα και το Αιγαίο υπό τον Ερμοκράτη.[3] Ο Συρακούσιος λαϊκιστής δημοκράτης, πολιτικός και στρατηγός, Ερμοκράτης είχε πρωτοστατήσει στη συσπείρωση Συρακούσιων και Σικελιωτών Ελλήνων και είχε εμπνεύσει την αντίσταση κατά των Αθηναίων και την απόκρουση της αθηναϊκής απειλής τόσο στην περιορισμένη «αναγνωριστική» επέμβαση το 427-424 π.Χ., όσο και στην ευρεία «κατακτητική» εκστρατεία το 415-413 π.Χ.

Η Σικελία το 431 π.Χ.: λαοί–πολιτισμοί (πηγή).

Αντιθέτως, οι Καρχηδόνιοι είχαν εντωμεταξύ αναπτύξει συνολικά τις δυνάμεις τους καθ’ όλη τη διάρκεια ενός μάλλον ειρηνικού και επικερδούς για εκείνους αιώνα. Στο εσωτερικό, οι Καρχηδόνιοι τροποποίησαν και σταθεροποίησαν το πολίτευμά τους, ούτως ώστε η πόλη να βρει πολιτική και κοινωνική γαλήνη να προοδεύσει εμπορικά και οικονομικά. Στο εξωτερικό, η Καρχηδόνα είχε στραφεί στην επέκταση της κυριαρχικής σφαίρας επιρροής ιδίως στα παράλια της Βόρειας Αφρικής και στην ενδοχώρα της σημερινής Τυνησίας. Ενσωμάτωσε στον κορμό του καρχηδονιακού κράτους τις μικρότερες τοπικές φοινικικές αποικίες όπως την Υτίκη και το Αδρύμητο/Αδρυμητό, ενώ παράλληλα εξαπλώθηκε εις βάρος των τοπικών φύλων και λαών, Νουμιδών, Λίβυων κ.ά. Την ίδια εποχή επεκτάθηκε επιπλέον στη νότια Ιβηρική χερσόνησο.[4]

Animation depicting Carthage (Link)

Η επιτυχημένη εξάπλωση της Καρχηδόνας σε τόσες εκτάσεις, από όπου μπορούσε να προσβλέπει σε οικονομικό όφελος μέσω της συστηματικής εκμετάλλευσης των τοπικών πλουτοπαραγωγικών πηγών, καθώς και σε αύξηση της πληθυσμιακής βάσης και ασφαλώς της παρατακτέας και επιστρατευόμενης στρατιωτικής δύναμης (ναυτικής και πεζικής/ιππικής), σε αντιδιαστολή με τη φθορά και κόπωση των Συρακουσών, του αντιπάλου δέους στη Σικελία, εξαιτίας της ανάλωσης και τριβής με την απόκρουση της σφοδρής επίθεσης των Αθηναίων, λειτούργησε προφανώς ως γενεσιουργό αίτιο της αντεπίθεσης των Καρχηδονίων στη Σικελία. Μόνον η αφορμή έμεινε, την οποία έδωσε η συνεχιζόμενη εδαφική διαμάχη και παρατεταμένη σύγκρουση μεταξύ της ελληνικής πόλης-κράτους του Σελινούντα και της ελυμικής πόλης-κράτους της Έγεστας στη δυτική Σικελία, ακριβώς στα όρια των έως τότε περιορισμένων ακόμη σικελικών κτήσεων της Καρχηδόνας.

 

2. Ο Β΄ Σικελικός Πόλεμος (409-404 π.Χ.): οι δραματικές εκπορθήσεις των κυριότερων ελληνικών αποικιών από τους Καρχηδόνιους

Κατά μία περίεργη και επαναλαμβανόμενη σύμπτωση, η μάλλον διαχρονική αντιπαράθεση μεταξύ Σελινούντα και Έγεστας λειτούργησε ως έναυσμα ιστορικών εξελίξεων στην αρχαία Σικελία. Οι Εγεσταίοι μπορεί να μην διέπρεψαν ιδιαίτερα ως πόλη-κράτος, αλλά σίγουρα γοήτευσαν και δελέασαν μεγάλες μεσογειακές δυνάμεις ώστε να τους υποστηρίξουν κατά καιρούς στη διαμάχη τους με τους Σελινούντιους. Όπως ακριβώς προ(σ)κάλεσαν την επέμβαση των Καρχηδονίων γύρω στο 580 π.Χ. και την εκστρατεία των Αθηναίων το 416/15 π.Χ., έτσι πέτυχαν πάλι να προκαλέσουν τη μεγάλη εισβολή των Καρχηδονίων το 410/09 π.Χ. Η μεγάλη και σε δύο ισχυρές δόσεις καρχηδονιακή εισβολή του 409 και 406/05 π.Χ. θα οδηγήσει έκτοτε σε μόνιμη μεταβολή την ισορροπία δυνάμεων στη Σικελία και θα εμπεδώσει την κυριαρχική επιρροή των Καρχηδονίων στη μεγαλόνησο.

Έπειτα από τη συμφορά των Αθηναίων, η επικράτηση του Σελινούντα εις βάρος της Έγεστας διαφαινόταν δεδομένη. Στην απελπισία τους, οι Εγεσταίοι στράφηκαν στην Καρχηδόνα και αιτήθηκαν επιτακτικά την υπέρ τους παρέμβαση. Η ηγεσία των Καρχηδονίων ζύγισε την κατάσταση και ύστερα από δισταγμούς αποφάσισε τελικά την επέμβαση στη Σικελία, εβδομήντα ακριβώς χρόνια μετά από τη συντριπτική ήττα στην Ιμέρα. Σε ανάλογη κίνηση προέβησαν, ωστόσο, και οι Σελινούντιοι, οι οποίοι ζήτησαν και πέτυχαν τη συνδρομή των αρχικά αδιάφορων Συρακούσιων στον αγώνα τους. Ουσιαστικά, ο Β΄ Σικελικός Πόλεμος είχε μόλις ξεκινήσει (410/09 π.Χ.).[5]

Σικελοί, Σικανοί, Έλυμοι: χάρτης με τους κυριότερους οικισμούς των γηγενών λαών της αρχαϊκής Σικελίας (πηγή).

α) Πολιορκία και πτώση του Σελινούντα (409 π.Χ.)

Ο Μαγωνίδης Αννίβας, γιος του Γίσκωνα και εγγονός του περιβόητου Αμίλκα που χάθηκε στη Μάχη της Ιμέρας, ανέλαβε από πλευράς Καρχηδονίων την προετοιμασία και τη διενέργεια της εισβολής στη Σικελία. Όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, δύο υπήρξαν οι κύριοι στρατηγικοί στόχοι εκείνης της καρχηδονιακής εκστρατείας: η καταστροφή και υποταγή πρώτα του Σελινούντα στον νότο και ύστερα της Ιμέρας στον βορρά της δυτικής Σικελίας, δηλαδή των δύο μεγαλύτερων και ισχυρότερων ελληνικών αποικιών στην περιοχή. Ο Σελινούντας αποτέλεσε τον πρώτο στόχο, διότι η στρατιωτική επέμβαση των Καρχηδονίων στη Σικελία έγινε τελικά με αφορμή την εμπλοκή τους στη χρόνια διένεξη Σελινούντιων και Εγεσταίων υπέρ των δευτέρων. Υποστηρίζοντας την Έγεστα, η Καρχηδόνα φιλοδοξούσε παράλληλα να τιμωρήσει τον Σελινούντα, παλιό της σύμμαχο στην περιοχή που είχε από καιρό αποσκιρτήσει και αυτονομηθεί πλήρως από κάθε καρχηδονιακή επιρροή. Με τον δεύτερο στόχο, προφανώς οι Καρχηδόνιοι επεδίωκαν επιτέλους να ξεπλύνουν το όνειδος της Μάχης της Ιμέρας το 480 π.Χ. Ούτως ή άλλως, από στρατηγικής σκοπιάς δεν χωρά αμφιβολία ότι με αυτούς τους δύο αντικειμενικούς σκοπούς (ΑΝΣΚ) η Καρχηδόνα σκόπευε να εξασφαλίσει και να επεκτείνει τη ζώνη επικυριαρχίας της στη Σικελία.

Παράλληλα, ο Αννίβας κυνήγησε δύο φιλόδοξους στόχους ταυτόχρονα, έναν συλλογικό και έναν προσωπικό: αφενός να επαυξήσει και να κατοχυρώσει την καρχηδονιακή επικράτεια στο νησί, ενώ αφετέρου να εκδικηθεί τον θάνατο του παππού του. Καταρχάς, κατόρθωσε να παραπλανήσει και να αποκοιμίσει τους Έλληνες για τις ενδόμυχες, επικίνδυνες προθέσεις του. Αποβιβάστηκε, λοιπόν, το 409 π.Χ. στη δυτική ακτή της Σικελίας επικεφαλής τεράστιου στρατού και στόλου, τον οποίον λέγεται πως επάνδρωναν 100.000 περίπου Καρχηδόνιοι, Λίβυες, Ίβηρες και Καμπανοί, και πλαισίωναν 60 πολεμικές τριήρεις και 1.500 μεταγωγικά πλοία.

Η Ακρόπολις του Σελινούντα (πηγή).

Στη συνέχεια, ο Αννίβας προέλασε αμέσως εναντίον του Σελινούντα, της μεγάλης και ακμάζουσας, αλλά απομονωμένης στις νοτιοδυτικές ακτές ελληνικής αποικίας. Γρήγορα απέκλεισε και πολιόρκησε την πόλη με υπερμεγέθεις πολιορκητικούς πύργους. Οι Σελινούντιοι αιφνιδιάστηκαν από τη σφοδρή και απροσδόκητη επίθεση. Τα τείχη της πόλης ήταν μάλλον ανίσχυρα για να αντέξουν τις ισχυρές πολιορκητικές μηχανές που έφεραν μαζί τους οι Καρχηδόνιοι, και τις οποίες ανέπτυξαν ταχέως ώστε να προσβάλουν αποτελεσματικά τα τείχη της πόλης. Επιπλέον, η ικανή απόσταση που χώριζε τον Σελινούντα από τις υπόλοιπες ελληνικές αποικίες ήταν δυσοίωνος παράγοντας από γεωστρατηγικής άποψης ως προς τη δυνατότητα προβολής ανθεκτικής άμυνας ή έγκαιρης αποστολής στρατιωτικής επικουρίας. Ούτως ή άλλως, βοήθεια τελικά δεν φάνηκε από πουθενά· οι Συρακούσιοι αδράνησαν χαρακτηριστικά, όντας απορροφημένοι με την καθυπόταξη των ιωνικών-χαλκιδικών πόλεων Νάξου, Κατάνης και Λεοντίνων στην ανατολική Σικελία που είχαν συνταχθεί παλαιότερα με τους Αθηναίους. Η αδράνεια των Συρακουσών εμπόδισε επίσης τον Ακράγαντα και τη Γέλα από το να συνεργαστούν και να σπεύσουν σε βοήθεια των χειμαζόμενων Σελινούντιων, μολονότι ασφαλώς διέθεταν τη δυνατότητα· ίσως μάλιστα λειτούργησαν ως επιτήδειοι ουδέτεροι ώστε να μην προκαλέσουν τη μήνη της Καρχηδόνας. Έτσι, ύστερα από μόλις δέκα ημέρες ηρωικής αλλά απέλπιδας αντίστασης, οι Καρχηδόνιοι διέσπασαν τείχη και άμυνες, ξεχύθηκαν βιαίως στην αλωμένη πόλη και την παρέδωσαν στη λεηλασία και την καταστροφή. Από τους 30.000 περίπου κατοίκους του Σελινούντα, μόλις οι 2.600 κατόρθωσαν να διαφύγουν σε άθλια κατάσταση προς τον Ακράγαντα. Οι υπόλοιποι μαζί με άγνωστο αριθμό δούλων είτε εξοντώθηκαν είτε πωλήθηκαν ως δούλοι.[6]

Μάχη και άλωση του Σελινούντα (409 π.Χ.)(πηγή)

β) Πολιορκία και πτώση της Ιμέρας (409 π.Χ.)

Αμέσως μετά, ο δραστήριος και ικανός Καρχηδόνιος στρατηγός στράφηκε βόρεια εναντίον της Ιμέρας. Προηγουμένως, είχε απορρίψει προτάσεις διπλωματικής συνδιαλλαγής και ειρήνευσης που του απηύθυναν ανάστατοι οι Συρακούσιοι. Ο ισχυρός στρατός του Αννίβα ενισχύθηκε στην πορεία του από χιλιάδες Ελύμους και Σικανούς, οι οποίοι θεώρησαν ότι είχε έρθει επιτέλους η ώρα να αποτινάξουν τον ζυγό των Ελλήνων. Όλοι μαζί προσέγγισαν τα τείχη της Ιμέρας, μιας μεγάλης ελληνικής πόλης με πληθυσμό περίπου 60.000 κατοίκων. Άρχισαν τάχιστα την υπονόμευση των τειχών και τις επιθέσεις με πολιορκητικούς κριούς και πύργους. Εκτός των Ιμεραίων, την πόλη υπερασπίζονταν άλλοι 16.000 Σικελιώτες Έλληνες που είχαν ήδη σπεύσει για βοήθεια υπό την ηγεσία του Συρακούσιου στρατηγού Διοκλή. Οι Συρακούσες είχαν επιτέλους αφυπνιστεί ενώπιον του εθνικού κινδύνου. Τα τείχη υπέστησαν ωστόσο σοβαρές ζημιές και η ελληνική ηγεσία αποφάσισε τη διενέργεια μαζικής εξόδου για να αντεπιτεθεί και να εκδιώξει τους πολιορκητές, στο πρότυπο της προηγούμενης ένδοξης νίκης. Εντούτοις, στη Δεύτερη Μάχη της Ιμέρας που ακολούθησε, ενώ φάνηκε αρχικά πως οι Έλληνες θα νικούσαν, τελικά ο δαιμόνιος Αννίβας επικράτησε και οι δυνάμεις του έτρεψαν τους ηττημένους σε φυγή πίσω στα ρημαγμένα τείχη της πόλης.

Ο Έλληνες κατάλαβαν το στρατηγικό αδιέξοδο στο οποίο είχαν περιπέσει. Θέλησαν, λοιπόν, να αποφύγουν τη σφαγή όπως στην περίπτωση των Σελινούντιων και αποφάσισαν να εγκαταλείψουν σχεδόν όλοι, ένοπλοι και άμαχοι, την αδύναμη πλέον πόλη. Άφησαν πίσω τους μονάχα ένα μικρό τμήμα για να καλύψει την υποχώρηση και να καθυστερήσει την προέλαση των Καρχηδονίων. Οι τελευταίοι εισήλθαν τελικά μαχόμενοι στην Ιμέρα, τη λεηλάτησαν και την κατέστρεψαν, ενώ ισοπέδωσαν το σπουδαίο μνημείο της νίκης, αφιερωμένο στην ένδοξη μάχη του 480 π.Χ. Επρόκειτο για τον μεγαλοπρεπή δωρικό ναό που αφιέρωσαν οι Έλληνες θριαμβευτές στη θεά Νίκη και τον οποίον κατασκεύασαν με καταναγκαστική εργασία πολυάριθμοι Καρχηδόνιοι αιχμάλωτοι πολέμου. Μάλιστα, ο Αννίβας οδήγησε τους εναπομείναντες 3.000 περίπου Έλληνες αιχμαλώτους στην ακτή όπου είχε βρει τον θάνατο ο παππούς του. Εκεί, τους βασάνισε και τους εκτέλεσε όλους έναν προς ένα ως αντίποινα και εκδίκηση για εκείνη την πανωλεθρία. Έχοντας πετύχει τους αντικειμενικούς του σκοπούς, ο Αννίβας επανήλθε θριαμβευτής και τροπαιούχος στην Καρχηδόνα.[7]

Η αρχαία πόλη της Ιμέρας/Himera VR 360. A Virtual Reality Trailer

γ) Το εκκρεμές μεταξύ των Μαχών της Ιμέρας και του Ακράγαντα

Με την άλωση Σελινούντα και Ιμέρας από τους Καρχηδονίους έληξε η πρώτη φάση του Β΄ Σικελικού Πολέμου· σύντομα ωστόσο θα υπήρχε δραματική συνέχεια. Δυστυχώς για τον Ελληνισμό της Σικελίας η δεύτερη φάση του πολέμου θα εξελιχθεί ακόμη χειρότερα και τραγικότερα, διότι η Ιστορία απέδειξε πως ό,τι συνέβη «δεν ήταν το τέλος, ούτε καν η αρχή του τέλους, παρά μόνον το τέλος της αρχής», για να παραφράσουμε την περίφημη ρήση του Τσόρτσιλ τον Νοέμβριο του 1942, ενόσω ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος λυσσομανούσε παγκοσμίως και ταλάνιζε την ανθρωπότητα.[8] Το σκηνικό της Ιμέρας με την εγκατάλειψη της πόλης και την προσφυγιά των κατοίκων έμελλε να επαναληφθεί ως μοτίβο σε ακόμη μεγαλύτερη και μάλλον αδιανόητη κλίμακα για τα έως τότε δεδομένα της στρατιωτικής ιστορίας της Μεσογείου.

Χάρτης Σικελίας με την καρχηδονιακή εισβολή το 409 π.Χ. (πηγή).

Στο μεταξύ, οι Συρακούσες είχαν βυθιστεί σε πολιτική αστάθεια εξαιτίας του δεινού πλήγματος. Ο Διοκλής εξορίστηκε, ενώ ο αντίπαλός του Ερμοκράτης, δημοκράτης πολιτικός και στρατηγός, επιχείρησε αλλά απέτυχε να αναλάβει πραξικοπηματικά την εξουσία. Προηγουμένως, είχε προλάβει να αποστείλει ένοπλα τμήματα στη δυτική Σικελία, τα οποία αφενός οχύρωσαν ξανά τον Σελινούντα ώστε να αξιοποιηθεί ως προπύργιο των Συρακουσών, ενώ αφετέρου διενήργησαν επιδρομές εναντίον της Μοτύης και της Πανόρμου. Τα αντίποινα της μητρόπολης Καρχηδόνας απέναντι σε τούτες τις προκλήσεις αναμένονταν σφοδρά.

Πράγματι, το 406 π.Χ. ανατέθηκε εκ νέου στον γηραιό Αννίβα με την επικουρία του νεαρότερου Ιμίλκα να εισβάλουν ξανά στη Σικελία. Κρίνοντας από την κατεύθυνση της προέλασης, απώτερος στόχος τούτης της καρχηδονιακής εκστρατείας υπήρξε η καθυπόταξη ή καταστροφή των ισχυρών ελληνικών πόλεων-κρατών του Ακράγαντα, της Γέλας και των Συρακουσών, οι οποίες παλαιότερα είχαν συστήσει τον «νότιο δωρικό άξονα» που είχε αντιπαρατεθεί επιτυχημένα στην Καρχηδόνα. Ο αντικειμενικός σκοπός (ΑΝΣΚ), ταυτόχρονα τιμωρητικός και επεκτατικός, ήταν υπερβολικά φιλόδοξος· γι’ αυτό διατέθηκαν στους επικεφαλής στρατηγούς οι ισχυρότερες και εκλεκτότερες στρατιωτικές και ναυτικές δυνάμεις που είχε ποτέ συγκεντρώσει και παρατάξει η Καρχηδόνα, ισχύος περίπου 120.000 αντρών και πολλών εκατοντάδων πολεμικών και μεταγωγικών πλοίων.

δ) Πολιορκία και πτώση του Ακράγαντα (406 π.Χ.)

Σε μια πρώτη Ναυμαχία του Έρυκα στη δυτική Σικελία ο ελληνικός στόλος (κυρίως Συρακούσιων) που περιπολούσε στα ανοιχτά νίκησε τμήμα του αντίπαλου καρχηδονιακού· τελικά όμως, οι Σικελιώτες δεν κατόρθωσαν να αναχαιτίσουν και να εμποδίσουν την απόβαση. Όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, οι Καρχηδόνιοι εφάρμοσαν πάλι επιτυχή τακτική αντιπερισπασμού, γιατί η αποστολή μέρος του στόλου τους στις δυτικές ακτές αποδείχτηκε προκάλυμμα. Έτσι, αποκρύφθηκε επιμελώς η έλευση του κύριου και μέγιστου τμήματος του καρχηδονιακού στόλου που μετέφερε τον στρατό εισβολής στις νότιες ακτές της Σικελίας. Από στρατηγικής άποψης, ο στόχος επετεύχθη· η εκστρατευτική στρατιά υπό τους Αννίβα και Ιμίλκα αποβιβάστηκε στις νότιες σικελικές ακτές ανενόχλητη· στη συνέχεια, προέλασε εναντίον του Ακράγαντα, της δεύτερης μεγαλύτερης και ισχυρότερης ελληνίδας πόλης της Σικελίας μετά από τις Συρακούσες, με πληθυσμό που φημολογείται πως προσέγγιζε τους 200.000 κατοίκους, εκ των οποίων οι 18.000-20.000 άρρενες πολίτες. Το εγχείρημα ήταν όντως υπερβολικά φιλόδοξο, αλλά τελικά αποδείχτηκε πως η τύχη ήταν και πάλι με το μέρος των Καρχηδονίων.

Αρχικά, η ισχυρή οχύρωση του Ακράγαντα σε συνδυασμό με λοιμό που ενέσκηψε αιφνιδίως στο καρχηδονιακό στρατόπεδο και αφαίρεσε τη ζωή του ίδιου του Αννίβα, προκάλεσαν δεινά στους πολιορκητές Καρχηδονίους οδηγώντας τους σε τέλμα. Οι ανεπτυγμένες πολιορκητικές τους μέθοδοι δεν απέδωσαν, τα τείχη του Ακράγαντα αποδείχτηκαν πολύ ανθεκτικά για να καταρρεύσουν, ενώ η αδιέξοδη πολιορκία τραβούσε σε μάκρος.

Τα τείχη του Ακράγαντα/Archivio Ente Parco Valle Dei Templi: Le mura di AKRAGAS

Ακόμη χειρότερα, οι Έλληνες αντεπιτέθηκαν· εκστράτευσαν με 35.000 στρατιώτες (15.000 Συρακούσιους και άλλους 20.000 Σικελιώτες και Ιταλιώτες) υπό τον Συρακούσιο στρατηγό Δαφναίο, με αντικειμενικό σκοπό (ΑΝΣΚ) την ανακούφιση των πολιορκημένων Ακραγαντίνων και τη λύση της πολιορκίας. Όταν ο Ιμίλκας πληροφορήθηκε την αποστολή του, απέσπασε με τη σειρά του 40.000 στρατιώτες, που ακόμη διατηρούσε ως εφεδρεία της κύριας δύναμης, και τους απέστειλε να αναχαιτίσουν τους ενωμένους Έλληνες. Σε Μάχη στον ποταμό Νότιο Ιμέρα (Salso ή Imera Meridionale) ανατολικά του Ακράγαντα, οι ενωμένοι Έλληνες του Δαφναίου υπερίσχυσαν και έτρεψαν σε φυγή τους Καρχηδόνιους προς την ασφάλεια του στρατοπέδου εκστρατείας στα δυτικά του Ακράγαντα. Τότε ακριβώς η ελληνική πλευρά έχασε τη μεγαλύτερη ευκαιρία να συντρίψει και να εξολοθρεύσει τους καταπτοημένους Καρχηδονίους. Οι Ακραγαντίνοι στρατηγοί δίστασαν ή δείλιασαν να επιχειρήσουν έξοδο ώστε να κατακόψουν μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες που προήλαυναν νικητές τους υποχωρούντες Καρχηδόνιους και μαζί με αυτούς να ανατρέψουν ολόκληρη την καρχηδονιακή παράταξη, ακόμα και να κυριεύσουν το οχυρό στρατόπεδο των πολιορκητών. Έτσι, δεν επαναλήφθηκε το σκηνικό της Μάχης της Ιμέρας το 480 π.Χ., ενώ οι Καρχηδόνιοι διασώθηκαν από την καταστροφή και συνέχισαν να πολιορκούν τον Ακράγαντα διατηρώντας παράλληλα τον στενότατο αποκλεισμό της πόλης. Εξοργισμένοι από την αβελτηρία και αδράνεια, οι κάτοικοι του Ακράγαντα θανάτωσαν με λιθοβολισμό τους άτυχους συμπατριώτες στρατηγούς!

Αριστερά: ο ναός της Ομόνοιας στον Ακράγαντα. Δεξιά: Μάχη και άλωση του Ακράγαντα, (406 π.Χ.) (πηγή).

Οι Έλληνες υπερασπιστές της πόλης επιχείρησαν με έξοδο να λύσουν την πολιορκία, αλλά ο πανούργος Ιμίλκας τους εξανάγκασε με τέχνασμα να υποχωρήσουν πίσω στην ασφάλεια των ανθεκτικών οχυρώσεων. Το αδιέξοδο για πολιορκημένους και πολιορκητές επανήλθε, ωσότου οι Καρχηδόνιοι συνέλαβαν έναν ολόκληρο, αλλά αφύλακτο από συνοδά πολεμικά πλοία, στόλο με προμήθειες που είχαν αποστείλει οι Συρακούσιοι προς ανακούφιση των Ακραγαντίνων. Τότε η κατάσταση μέσα στην πόλη χειροτέρευσε περαιτέρω, διότι οι προμήθειες εξαντλούνταν με ταχύ ρυθμό, ενώ οι δεκάδες χιλιάδες συνωστισμένοι άμαχοι και ένοπλοι δυσφορούσαν λόγω της παράτασης της στενής πολιορκίας από τους Καρχηδόνιους. Παράλληλα, οι εγκλωβισμένοι στον Ακράγαντα Ιταλιώτες σύμμαχοι πίεζαν με κάθε τρόπο για απεμπλοκή και αποχώρησή τους, επειδή έλειπαν πολύ καιρό πλέον από τις πόλεις τους που τους χρειάζονταν.

 

Επάνω:  αρχαίο ελληνικό εμπορικό-φορτηγό πλοίο. Κάτω: αρχαίο φοινικικό εμπορικό-φορτηγό πλοίο. (πηγή 1)
(πηγή 2)

Το στρατηγικό αδιέξοδο έγινε εμφανές σε σύσκεψη των Ελλήνων στρατηγών με επικεφαλής τον Δαφναίο. Γι’ αυτό, παρ’ όλες τις εντονότατες διαμαρτυρίες και δραματικές ικεσίες των Ακραγαντίνων, αποφασίστηκε τελικά η εγκατάλειψη του Ακράγαντα από όλον τον άμαχο και μαχόμενο πληθυσμό, όπως ακριβώς συνέβη τρία χρόνια νωρίτερα στην περίπτωση της Ιμέρας. Η εκκένωση της λαμπρής πόλης εκτελέστηκε βέβαια με επιτυχία, εντούτοις πολλές δεκάδες χιλιάδες Έλληνες ξαναπήραν τον δρόμο της προσφυγιάς προς τη Γέλα και τις Συρακούσες. Οι Καρχηδόνιοι εισέβαλαν στην έρημη και άδεια πόλη τροπαιούχοι, τη λεηλάτησαν απηνώς και έσφαξαν τους εναπομείναντες και ανήμπορους να φύγουν κατοίκους. Τα πλουσιότατα λάφυρα από τον Ακράγαντα κόσμησαν την Καρχηδόνα σε τέτοιο βαθμό και προκάλεσαν τόσο θάμβος στον λαό της, ώστε έκτοτε συνέβαλαν κατά κάποιον τρόπο στον σταδιακό πολιτιστικό και καλλιτεχνικό εξελληνισμό της φοινικικής μητρόπολης της Βόρειας Αφρικής.[9]

Η αρχαία πόλη του Ακράγαντα/Altair4 Multimedia Archeo3D Production: Agrigento – Agrakas

ε) Πολιορκία και πτώση της Γέλας – εκκένωση Καμάρινας (405 π.Χ.)

Η απώλεια του Ακράγαντα, μιας από τις μεγαλύτερες πόλεις ολόκληρου του Ελληνισμού, προκάλεσε σοκ και δέος στους Έλληνες της Μεγάλης Ελλάδας. Ολόκληρα καραβάνια από αναρίθμητους πρόσφυγες συνέρρεαν με απόγνωση στις εναπομείνασες ελεύθερες πόλεις της Σικελίας. Μέσα στον πανικό τους άλλοι Σικελιώτες Έλληνες διέφευγαν μέσω των Στενών της Μεσσήνης ακόμη και στην Κάτω Ιταλία. Το πολιτικό σκηνικό στην ηγέτιδα πόλη των Συρακουσών ήταν εξίσου έκρυθμο και ζοφερό. Την τεταμένη πολιτική ατμόσφαιρα και την οργίλη αγανάκτηση των Συρακούσιων πολιτών εξαιτίας των αλλεπάλληλων συμφορών εκμεταλλεύτηκε ένας νεαρός αξιωματικός προερχόμενος από τις τάξεις των παλαιών οπαδών του λαϊκιστή Ερμοκράτη. Ήταν ο περιβόητος Διονύσιος, ο οποίος πλάνεψε τον δήμο και εξουδετέρωσε τους πολιτικούς αντιπάλους. Στο τέλος πέτυχε να αναγορευτεί από την εκκλησία του δήμου των Συρακούσιων «στρατηγὸς αὐτοκράτωρ» και γρήγορα συγκέντρωσε στα χέρια όλη την εξουσία λόγω της τρέχουσας έκτακτης και επείγουσας ανάγκης. Μετά από τους Διοκλή και Δαφναίο, ακόμη ένας Συρακούσιος πολέμαρχος του οποίου το όνομα άρχιζε σημαδιακά επίσης από δέλτα (Δ) αναλάμβανε την αποστολή να αποκρούσει τους Καρχηδόνιους!

Η αρχαία πόλη της Γέλας/flipped prof: Greek Gela 2 0 3d recostruction

Εντωμεταξύ, οι Καρχηδόνιοι συνέχισαν με φρενίτιδα την προέλασή τους. Το 405 π.Χ. επιτέθηκαν και έθεσαν σε στενή πολιορκία τη Γέλα, μια μεγάλη πόλη περίπου 80.000 έως 100.000 κατοίκων, παλαιά μητρόπολη του Ακράγαντα και πατρίδα της ένδοξης αριστοκρατικής δυναστείας των Δεινομενιδών, που είχε δώσει παλαιότερα τυράννους και στις Συρακούσες. Ο συμβολισμός τούτης της προκλητικής ενέργειας ήταν πρόδηλος και πασιφανής· γι’ αυτό η αντίδραση των Συρακούσιων αναμενόταν ιδιαιτέρως σφοδρή. Πράγματι, ο νέος ηγέτης των Συρακουσών, ο Διονύσιος, έσπευσε επικεφαλής ισχυρότατου στρατού, αποτελούμενου πάλι από Σικελιώτες, Ιταλιώτες και άλλους μισθοφόρους και επικουρούμενου από ισχυρή μοίρα πολεμικού στόλου, να εμπλακεί με τους Καρχηδόνιους και να ανακουφίσει τους πολιορκημένους Γελώους. Έλαβε γρήγορα θέσεις μάχης και συγκρούστηκε αμέσως με τους εισβολείς και πολιορκητές διενεργώντας μια πολύ φιλόδοξη –όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων– ολομέτωπη επίθεση με τρία ανεξάρτητα σκέλη, εκατέρωθεν και διαμέσου της πόλης της Γέλας. Τελικά, λόγω ελλιπούς συντονισμού των τριών πτερύγων –ειδικά του κέντρου που διοικούσε προσωπικά ο Διονύσιος, ο οποίος απέτυχε να διασχίσει τροχάδην τη Γέλα και εγκλωβίστηκε άπραγος μέσα στους επιμήκεις δρόμους της πόλης εξαιτίας κυκλοφοριακής συμφόρησης– οι πολυάριθμοι Έλληνες έχασαν τη Μάχη της Γέλας και περιχαρακώθηκαν εντός των μάλλον ανίσχυρων τειχών της. Όπως ακριβώς στην περίπτωση της Ιμέρας και του Ακράγαντα, το γνώριμο τέλος κατέστη προδιαγεγραμμένο και αναπόφευκτο. Στο πολεμικό συμβούλιο που διενεργήθηκε, ο Διονύσιος, αφού πρώτα κατηγόρησε τους υπόλοιπους στρατηγούς για ολιγωρία αντιστρέφοντας την πραγματικότητα και διαστρεβλώνοντας τα γεγονότα, στη συνέχεια τους έθεσε προ του γνωστού στρατηγικού διλήμματος «ή εγκαταλείπουμε (και) τη Γέλα ή αλλιώς χανόμαστε»· έτσι πέτυχε να περάσει ο εκβιασμός του.

Αριστερά: Προτομή του τυράννου των Συρακουσών Διονυσίου Α΄. Δεξιά: Μάχη και άλωση της Γέλας, 405 π.Χ. (πηγή).

Την άλωση και άγρια λεηλασία της Γέλας από τους Καρχηδόνιους ακολούθησε η αντίστοιχη εκκένωση και λεηλασία της Καμάρινας χωρίς μάχη. Οπότε, η μόνη –μεγάλη και ισχυρή για προβολή αντίστασης– πόλη που πλέον απέμενε στην κατοχή των Ελλήνων μεταξύ του καρχηδονιακού στρατού εισβολής του Ιμίλκα και της θάλασσας του Ιονίου ήταν οι Συρακούσες! Ο Ιμίλκας καταδίωξε ανεπιτυχώς τον υποχωρούντα Διονύσιο· ο τελευταίος κατέφυγε πίσω στην ασφάλεια των τειχών των Συρακουσών, μόνο για να διαπιστώσει ότι είχε εντωμεταξύ εκδηλωθεί εξέγερση μερίδας των Συρακούσιων την οποία αντιμετώπισε αποφασιστικά και κατέπνιξε γρήγορα στο αίμα. Τότε, ο Ιμίλκας κατέφτασε μπροστά στα τείχη των Συρακουσών με τις εξασθενημένες στρατιωτικές του δυνάμεις, λόγω των αλλεπάλληλων αιματηρών συγκρούσεων και ενός ακόμα λοιμού.

Πλέον, είχαν δημιουργηθεί βάσιμες υποψίες και είχαν διαδοθεί ευρύτερα φήμες μεταξύ των Ελλήνων ότι μάλλον ενδιέφερε τον Διονύσιο περισσότερο η εξυπηρέτηση πολιτικών φιλοδοξιών παρά η υπεράσπιση του Ελληνισμού της Σικελίας, ή ακόμη χειρότερα ότι είχε έλθει σε συνεννόηση με τον εχθρό παραχωρώντας «γη και ύδωρ» στον Ιμίλκα με αντάλλαγμα την αναγνώριση από την Καρχηδόνα της νεόκοπης εξουσίας του επί των Συρακούσιων. Δηλαδή, ο Διονύσιος κατηγορήθηκε ότι επιδίωξε τον προσπορισμό προσωπικού οφέλους αντί του κοινού καλού, και επομένως ότι σκοπίμως και υστερόβουλα ακολούθησε στρατηγική εκκένωσης (και απώλειας) πόλεων και οπισθοχώρησης. Αυτό το ενδεχόμενο είναι λογικό και παραμένει ισχυρή πιθανότητα.[10]

Από την άλλη πλευρά, μελετώντας κανείς τη ροή των πολεμικών εξελίξεων δύναται να αναρωτηθεί –γιατί είναι όντως άξιο απορίας– τι παραπάνω μπορούσε να επιτύχει τη δεδομένη χρονική στιγμή ο Διονύσιος πέρα από την τακτική της υποχώρησης, μέσα στο χαοτικό πανδαιμόνιο της στρατιωτικής διάλυσης και της σαρωτικής προέλασης των Καρχηδονίων, της γενικής αναταραχής και της λαϊκής κατακραυγής, μέσα στην κλαγγή των όπλων και τον αχό των μαχών, τον ορυμαγδό των αλώσεων και τον πάταγο των ερειπίων, την επέλαση του θανάτου, τον θρήνο και την εξαθλίωση αναρίθμητων προσφύγων. Μάλλον τίποτε αξιόλογο! Άραγε, ήταν εφικτό να αναχαιτιστεί η προέλαση των Καρχηδονίων και να αντιστραφούν οι τύχες του πολέμου εν μέσω κρίσης, τραγωδίας και χάους στις Συρακούσες; Μάλλον όχι! Επομένως, εκείνο που επειγόντως επιβαλλόταν ήταν ο τερματισμός των εχθροπραξιών και η ανασύνταξη δυνάμεων. Ασφαλώς, η κατάθεση των όπλων και η σύναψη ειρήνης θα αποδεικνυόταν επώδυνη διαδικασία· επίσης, φαινομενικά θα εξυπηρετούσε –σύμφωνα ενδεχομένως και με την προσδοκία του ίδιου του Διονυσίου– πρωτίστως τις προσωπικές επιδιώξεις και φιλοδοξίες του νέου Συρακούσιου ηγέτη. Παρ’ όλα αυτά, κατά τη γνώμη μας, αυτή ήταν πρακτικά η μοναδική εναλλακτική επιλογή που θα μπορούσε να επαναφέρει τις Συρακούσες σε τροχιά επιτυχιών, η λυδία λίθος για μελλοντική απόπειρα ανατροπής της καρχηδονιακής ηγεμονικής ισχύος στη Σικελία.

στ) Τέλος του πολέμου, συνθήκη ειρήνης Καρχηδόνας-Συρακουσών (405/04 π.Χ.)

Εκείνη την περίοδο, οι Συρακούσες είχαν γιγαντωθεί και μετατραπεί σε μητρόπολη του Ελληνισμού της Σικελίας εξαιτίας της συρροής και του συνωστισμού πολλών δεκάδων χιλιάδων προσφύγων από την υπόλοιπη μεγαλόνησο που είχε παραδοθεί στη διάκριση των Καρχηδονίων. Υπολογίζεται ότι τις Συρακούσες και τα περίχωρα ενδέχεται να είχαν κατακλύσει συνολικά 500.000 ως 600.000 Έλληνες! Αυτή ακριβώς η τερατώδης γιγάντωση των Συρακουσών σε συνδυασμό με την οχυρότητά της απέτρεψε τον φρόνιμο και προνοητικό Καρχηδόνιο στρατηγό από το να επιτεθεί και να θέσει σε πολιορκία την πόλη. Ούτως ή άλλως, οι δυνατότητες του καρχηδονιακού εκστρατευτικού σώματος δεν είχαν απλώς φτάσει αλλά ήδη υπερβεί κατά πολύ τα όρια τους από τη διεξαγωγή τόσο επίπονων στρατιωτικών επιχειρήσεων με υψηλό δείκτη απωλειών. Το μόνο, λοιπόν, που μπορούσε να κάνει ο Ιμίλκας μπροστά στα τείχη των Συρακουσών ήταν να εκβιάσει τη σύναψη συμφωνίας ειρήνευσης μέσω της απειλητικής παρουσίας των καρχηδονιακών στρατευμάτων που στρατοπέδευαν ante portas.

Η αρχαία πόλη των Συρακουσών/flipped prof: The eternal Syracuse (3d reconstruction)

Τελικά, το 405/04 υπογράφτηκε συνθήκη ειρήνης μεταξύ Καρχηδόνας και Συρακουσών· ο ηττημένος Διονύσιος και οι Συρακούσιοι αποδέχτηκαν τους δυσμενέστατους όρους των νικητών Καρχηδονίων: 1. επικυρώθηκε η καρχηδονιακή (επι)κυριαρχία στα εδάφη των Ελύμων και των Σικανών στη δυτική και κεντρική Σικελία. 2. περιορίστηκε η κυριαρχία των Συρακουσών στα παραθαλάσσια εδάφη της νοτιοανατολικής Σικελίας. 3. επετράπη η ανοικοδόμηση και κατοίκηση των κατεστραμμένων και εγκαταλελειμμένων ελληνικών αποικιών Σελινούντα, Ιμέρας, Ακράγαντα, Γέλας και Καμάρινας υπό τον όρο όμως να μείνουν ατείχιστες και να πληρώνουν έκτοτε φόρο υποτέλειας στην Καρχηδόνα. 4. οι Λεοντίνοι και η Μεσσήνη παρέμεναν αυτόνομες πόλεις-κράτη, ενώ παρομοίως αυτόνομο ορίστηκε το έθνος των Σικελών. 5. Τέλος, αναγνωρίστηκε από την Καρχηδόνα η τυραννική εξουσία του Διονύσιου, ενώ επεστράφησαν εκατέρωθεν οι αιχμάλωτοι πολέμου και τα κυριευμένα πολεμικά πλοία. Οι Καρχηδόνιοι επιβλήθηκαν σε όλους τους Έλληνες αντιπάλους τους, κέρδισαν μέγιστο στρατηγικό βάθος και απέκτησαν την εκτενέστερη ζώνη επικυριαρχίας στη Σικελία· ήταν η σικελική τους «ἐπικράτεια», όπως συχνά την αναφέρει ο ιστορικός Διόδωρος στα γραπτά του.[11] Η σφαίρα επιρροής και ισχύος της Καρχηδόνας στη Σικελία δεν θα διευρυνθεί ποτέ ξανά τόσο πολύ, παρά μόνο την 25ετία μεταξύ του θανάτου του Συρακούσιου τυράννου Αγαθοκλή (289 π.Χ.) και της έκρηξης του Α΄ Καρχηδονιακού Πολέμου με τη Ρώμη (264 π.Χ.).

Χάρτης επέκτασης της καρχηδονιακής επικυριαρχίας στη Σικελία, 6ος – 4ος αι. π.Χ. (Miles 2011 σ. 54).

Κατά μία περίεργη σύμπτωση της Ιστορίας, την ίδια ακριβώς περίοδο ο Πελοποννησιακός Πόλεμος στην κυρίως Ελλάδα έβαινε επίσης προς πέρας: οι Σπαρτιάτες είχαν κατανικήσει τους Αθηναίους στους Αιγός Ποταμούς και είχαν καταλάβει αμαχητί ολόκληρο τον πολεμικό στόλο των τελευταίων, δηλαδή την ύψιστη έως τότε πηγή της αθηναϊκής ισχύος και υπεροχής! Είχαν θέσει σε πολιορκία την Αθήνα από ξηράς και θαλάσσης, εξαναγκάζοντας τους απελπισμένους Αθηναίους σε άνευ όρων συνθηκολόγηση. Η τύχη των Συρακούσιων θα μπορούσε να είναι το ίδιο άδοξη με των Αθηναίων, που μόλις πριν από λίγα χρόνια είχαν αποκρούσει, και μάλιστα ακόμη χειρότερη, αφού κινδύνεψαν να καταστραφούν από ξένο, «βάρβαρο», εχθρό. Ευτυχώς για τον Ελληνισμό της Σικελίας και ολόκληρης της Δυτικής Μεσογείου κάτι τέτοιο δεν συνέβη, ειδάλλως οι συνέπειες θα ήταν ολοκληρωτικά καταστρεπτικές. Η Καρχηδόνα μόλις είχε απωλέσει μια εκπληκτική ευκαιρία να υποτάξει τις Συρακούσες, το μέγιστο αντίπαλο δέος εκείνη την περίοδο.

Τουναντίον, οι Συρακούσες υπό την ηγεσία χαρισματικών τυράννων, ηγετών και βασιλέων θα επιχειρήσουν να ανακόψουν ή και να ανατρέψουν την τάση επέκτασης της Καρχηδόνας στη Σικελία. Βρισκόμαστε, λοιπόν, ακόμη στην αρχή και έπεται συνέχεια: άλλοι έξι Σικελικοί Πόλεμοι (τρεις επί τυράννου Διονυσίου Α΄, και από ένας επί ηγεσίας Τιμολέοντα, τυράννου/βασιλέως Αγαθοκλή και βασιλέως Πύρρου) επρόκειτο να ξεσπάσουν στο μέλλον. Θα μελετήσουμε, λοιπόν, τους επόμενους πολέμους σε προσεχή σειρά άλλων δύο συνεχόμενων άρθρων.

 

3. Ο απολογισμός του Β΄ Σικελικού Πολέμου

α) Παρατηρήσεις για τη διενέργεια και τις συνέπειες του πολέμου

Κύρια γεγονότα του επονομαζόμενου «Δεύτερου Σικελικού Πολέμου» υπήρξαν αναμφίβολα οι αλώσεις μεγάλων ελληνικών πόλεων της Σικελίας από τους Καρχηδόνιους μετά από αλλεπάλληλες κρούσεις και αποστολές ισχυρών καρχηδονιακών ναυτικών και πεζικών σωμάτων εκστρατείας.[12] Σελινούντας, Ιμέρα, Ακράγαντας, Γέλα και Καμάρινα καταστράφηκαν ολοσχερώς μαζί με αμέτρητους οικισμούς, χωριά και υποστατικά. Η δραματικότητα του συγκεκριμένου πολέμου εξαιτίας της άλωσης και καταστροφής τόσο σπουδαίων αρχαίων ελληνικών πόλεων είχε συγκλονίσει τον γράφοντα ήδη από νεαρή ηλικία χάρη στις εκφραστικές περιγραφές στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, αποτελώντας έτσι σε τελική ανάλυση την απώτερη έμπνευση και το κύριο έναυσμα για τη συγγραφή τούτης της σειράς κειμένων.

Αρχαίοι ελληνικοί ναοί Ακράγαντα, Σελινούντα και Έγεστας/Cities and Monuments: The Temples of Agrigento, Selinunte & Segesta in Sicily, Italy | 2017 4K

Οι Καρχηδόνιοι κατάφεραν να φέρουν τον πόλεμο στα μέτρα τους. Απέφυγαν όπου μπορούσαν τις μάχες εκ παρατάξεως σε αναπεπταμένο πεδίο, όπου οι Έλληνες εξαιτίας του ανώτερου εξοπλισμού και της τακτικής τους παραδοσιακά υπερτερούσαν. Αντιθέτως, περιόρισαν στοχευμένα τις στρατιωτικές τους επιχειρήσεις κυρίως σε αποκλεισμούς πόλεων και σε πολιορκίες, ούτως ώστε να εκμεταλλευτούν το παραδοσιακό σημείο υπεροχής των Ανατολιτών, την ανεπτυγμένη πολιορκητική τεχνολογία. Είχαν βέβαια την τύχη με το μέρος τους, διότι συχνά βρέθηκαν με την πλάτη στον τοίχο (στις Μάχες της Ιμέρας, του Νότιου Ιμέρα/Ακράγαντα και της Γέλας) έπειτα από ορμητικές αντεπιθέσεις των Συρακούσιων και άλλων Ελλήνων της Μεγάλης Ελλάδας. Ωστόσο, οι Καρχηδόνιοι αντεπεξήλθαν, περισσότερο εξαιτίας της αποτυχίας των Ελλήνων διοικητών να εκμεταλλευτούν την αρχική τους επικράτηση στα τρία πεδία μαχών και να τις μετατρέψουν σε τελικές νίκες. Εντέλει, οι πολεμικές επιχειρήσεις εκφυλίστηκαν σε σκληρές πολιορκίες πόλεων, στις οποίες οι Καρχηδόνιοι κατείχαν και διατηρούσαν την υπεροχή και οι οποίες τους χάρισαν τέτοιους θριάμβους.[13]

Παρατηρούμε πως οι κάτοικοι των διαφόρων ελληνικών αποικιών της Σικελίας επέλεγαν συχνά και εφόσον ήταν δυνατόν να σώζουν τις ζωές τους και να διαφεύγουν από τις απειλούμενες πόλεις τους προτού εκείνες καταληφθούν από τους Καρχηδόνιους. Επομένως, αναγκάστηκαν εκ των πραγμάτων να εφαρμόσουν μια περίεργη «τακτική» όχι τόσο κλασικής «καμένης γης» αλλά μάλλον «καμένων πόλεων». Αυτό σίγουρα οφείλεται στο γεγονός ότι εξαρχής οι πόλεις-αποικίες αποτελούσαν τους πυρήνες εγκατάστασης των Ελλήνων στη Σικελία, καθιστώντας έτσι τον τοπικό Ελληνισμό από τους πιο αστικοποιημένους πληθυσμούς στην περιοχή. Επομένως, μπροστά στον θανάσιμο «βαρβαρικό» κίνδυνο οι Έλληνες εγκατέλειπαν στην κυριολεξία ό,τι πολυτιμότερο διέθεταν: τα άστη και το υψηλό βιοτικό επίπεδο της αστικής «πολιτισμένης» ζωής.

Σε τελική ανάλυση, οι πιεζόμενοι και καταδιωκόμενοι από τους Καρχηδόνιους Σικελιώτες Έλληνες είχαν την πηγαία τάση να αναζητούν καταφύγιο κατευθυνόμενοι προς τις Συρακούσες. Παραδόξως, η συγκεκριμένη επιλογή απέδωσε, διότι οι Συρακούσιοι είχαν ιδία πείρα λόγω της επίμονης πολιορκίας των Αθηναίων (που θεωρούνταν τότε ως οι καλύτεροι πολιορκητές στον ελληνικό κόσμο) λίγα μόλις χρόνια νωρίτερα, την οποία με καρτερία και επινοητικότητα απέκρουσαν. Συνεπώς, είχαν τη δυνατότητα και την εμπειρία να αντισταθούν αποτελεσματικά στην προέλαση των Καρχηδονίων. Όντως, οι Συρακούσες θα διασώσουν επανειλημμένα τον Ελληνισμό της Σικελίας, λειτουργώντας ως το «ύστατο, πανελλήνιο, οχυρό» των Σικελιωτών Ελλήνων. Εκτός των άλλων, αυτό θα αποδειχτεί περίτρανα στη σκληρή πολιορκία των Συρακουσών από τους Καρχηδόνιους το 397/96 π.Χ.

Βέβαια, δεν αποκλείεται από την πλευρά τους οι πολιορκητές Καρχηδόνιοι να ενθάρρυναν σκοπίμως την καταναγκαστική προσφυγική τάση των Σικελιωτών Ελλήνων, επιτρέποντας την εγκατάλειψη των πολιορκημένων πόλεων και παρέχοντας ατιμωρητί διαδρόμους δια-φυγής. Τοιουτοτρόπως, οι Καρχηδόνιοι προφανώς εξυπηρετούσαν δύο στρατηγικούς στόχους ταυτόχρονα: αφενός την αμαχητί άλωση των πόλεων χωρίς πολλές επιπλέον απώλειες για τους ίδιους, αφετέρου την περαιτέρω κάμψη του ηθικού, καθώς και την κατάρρευση της θέλησης και ικανότητας των αντιπάλων για προβολή πείσμονος αντίστασης και αποτελεσματικής άμυνας, ώστε αμφότερες «να πνιγούν» τελικά μέσα σε ένα ανθρώπινο «ποτάμι» ενδεών και πανικόβλητων προσφύγων, αμάχων και ενόπλων.

Πάντως, η μέγιστη στρατηγική πίεση που άσκησε σε εκείνον τον πόλεμο η Καρχηδόνα τελικά δεν απέδωσε τον τελικό αντικειμενικό της σκοπό, δηλαδή την υποταγή όλων των μεγάλων ελληνικών πόλεων-κρατών της Σικελίας, συμπεριλαμβανομένων των Συρακουσών, για δύο λόγους: πρώτον, διότι προφανώς η ισχύς της Καρχηδόνας δεν επέτρεπε την επίτευξη ενός τόσο ριζικού στρατηγικού στόχου, μολονότι αυτό δεν μπορούμε να το επαληθεύσουμε σήμερα από τα διαθέσιμα ιστορικά δεδομένα. Τεκμαίρεται ωστόσο με ασφάλεια από την πορεία και το πέρας των πολεμικών επιχειρήσεων. Παρ’ όλες τις νικηφόρες εκστρατείες τους κατά μήκος της νότιας ακτής κυριεύοντας ορισμένες από τις ακμαιότερες ελληνικές αποικίες και πόλεις-κράτη της Σικελίας, οι Καρχηδόνιοι προέλασαν ως τα τείχη των πολυάνθρωπων Συρακουσών έχοντας υποστεί εντωμεταξύ βαριές απώλειες σωρευτικά από τις αδυσώπητες αναμετρήσεις με τους Έλληνες. Εξαντλητικές πορείες, πολυαίμακτες μάχες και ανηλεείς πολιορκίες, πάμπολλοι τραυματισμοί και θάνατοι, κακουχίες και λοιμός ταλαιπωρούσαν τα στρατεύματα των Καρχηδονίων και απομείωναν έτσι σοβαρά τη μαχητική τους ικανότητα και αξία. Κοντολογίς, τη δεδομένη στιγμή, αλλά και εξαρχής συνολικά, τα μέσα και οι πόροι βρέθηκαν σε χτυπητή αναντιστοιχία με τους σκοπούς. Δεύτερον, η συμπίεση των Ελλήνων, ένοπλων και αμάχων, προς την ανατολική άκρη της Σικελίας στις Συρακούσες λειτούργησε αντιστρόφως ανάλογα προς τις επιδιώξεις των Καρχηδονίων: δεν διασκόρπισε αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο συμπύκνωσε την ελληνική ισχύ όσο αυτή περιοριζόταν και στριμωχνόταν γεωγραφικά προς τις Συρακούσες. Λειτούργησε δηλαδή ως ελατήριο: όσο περισσότερο πιέζεται και συμμαζεύεται προς τη μία πλευρά, τόσο περισσότερη ενέργεια συσσωρεύει ώστε να εκτιναχθεί πάλι με δύναμη προς την αντίθετη, ενάντια, κατεύθυνση!

β) Διδακτικοί ιστορικοί παραλληλισμοί με αφορμή τον Β΄ Σικελικό Πόλεμο

Βέβαια, καθίσταται έκδηλη η εκ διαμέτρου αντίθετη αντίδραση των Ελλήνων στις αποικίες της Σικελίας ενόψει της συγκεκριμένης εισβολής των Καρχηδονίων σε σύγκριση με τους συμπατριώτες τους στις μητροπόλεις της αρχαίας Ελλάδας ενόψει των εισβολών των Περσών. Καθώς ο περσικός «οδοστρωτήρας» σάρωνε τους Έλληνες της μητροπολιτικής Ελλάδας εκατέρωθεν του Αιγαίου από τα μέσα του 6ου ως τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., οι περισσότεροι συνήθως έσπευδαν να μηδίσουν, ενώ λιγότεροι αλλά πιο ψυχωμένοι αποφάσιζαν να αντισταθούν χωρίς να εγκαταλείψουν εντωμεταξύ τις πατρίδες και τις πόλεις τους· σχεδόν όλοι όμως παρέμειναν στις εστίες τους.[14] Άλλωστε, η αρχέγονη κοιτίδα του Ελληνισμού κείτεται γύρω από το Αιγαίο. Κάθε διαστολή ή συστολή του Ελληνισμού κατά τη μακραίωνη ιστορία του γίνεται με κέντρο βάρους και σημείο αναφοράς τη «Γαλανόλευκη Πατρίδα», αυτήν ακριβώς που σήμερα επιβουλεύονται με περισσή ιταμότητα οι Τούρκοι άσπονδοι και επεκτατικοί γείτονες.

Αντιθέτως, η απεγνωσμένη συμπεριφορά των Σικελιωτών ενόψει της ασυγκράτητης προέλασης των Καρχηδονίων περιέργως διαφέρει, αλλά εξηγείται από ιστορικής και ψυχολογικής άποψης. Φαίνεται πως λειτούργησαν περισσότερο ως άποικοι/έποικοι που μπροστά στον κίνδυνο τράπηκαν σε φυγή από τον τόπο τους, παρά ως γηγενείς κάτοικοι ώστε να υπερασπιστούν σθεναρά τα εδάφη και τις περιουσίες τους ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Άλλωστε, στη συνείδηση των συμπατριωτών τους στη μητροπολιτική Ελλάδα, οι Έλληνες της Μεγάλης Ελλάδας (Magna Grecia) –Σικελιώτες και Ιταλιώτες– θεωρούνταν περισσότερο κοσμοπολίτες παρά φιλοπάτριδες, περισσότερο τρυφηλοί και φιλήδονοι παρά ανδρείοι και εγκρατείς. Αυτό ακριβώς το στερεότυπο για το (χαμηλό, υποτίθεται) φρόνημα των κατοίκων της Σικελίας μετέδωσε ο Αλκιβιάδης στους Αθηναίους, ώστε να διαλύσει τους ενδοιασμούς και να τους εξωθήσει να εκστρατεύσουν εναντίον τους, με τα γνωστά ολέθρια αποτελέσματα.[15]

Πάντως, τα προσφυγικά καραβάνια των Σικελιωτών Ελλήνων την τελευταία δεκαετία του 5ου αι. π.Χ. προσομοιάζουν χαρακτηριστικά με τον διωγμό των Μικρασιατών Ελλήνων και την καταφυγή τους στη σωτήρια αγκάλη της μητέρας-Ελλάδας, ώστε να γλυτώσουν από τη φωτιά και το τσεκούρι των Τούρκων μεταξύ 1914-1923, καθώς και με τον ξεριζωμό των Ελληνοκυπρίων εξαιτίας της βάρβαρης τουρκικής εισβολής του 1974. Και στις τρεις περιπτώσεις, οι Έλληνες πρόσφυγες της Σικελίας, της Μικρασίας και της Κύπρου αντέδρασαν με παρόμοιο τρόπο: όταν μια ισχυρότερη ξένη δύναμη τούς επιτέθηκε για να τους εκδιώξει από τις εστίες τους, τότε προσφυγοποιήθηκαν ακουσίως ή εκουσίως ώστε να γλυτώσουν τη βέβαιη υποδούλωση, τον όλεθρο, τη σφαγή ή τη γενοκτονία. Μάλιστα, οι ανάστατοι Σικελιώτες πρόσφυγες υποχωρούσαν προς την ασφάλεια που προσέφεραν συνειρμικά οι ανατολικές ακτές της Σικελίας και ειδικά οι Συρακούσες για έναν επιπλέον ενδόμυχο –αλλά κατανοητό ψυχολογικά– λόγο: διότι οι Συρακούσες ήταν προσανατολισμένες προς την αρχέγονη εθνική κοιτίδα! Το ίδιο συνέβη πολύ πρόσφατα, το 1922 και το 1974, οπότε Μικρασιάτες και Κύπριοι πρόσφυγες κατευθύνθηκαν αντιθέτως προς τη Δύση, δηλαδή συνειρμικά προς την πλευρά πάλι της μητέρας-πατρίδας, προς το κέντρο βάρους του Ελληνισμού!

Χάρτης Μεγάλης Ελλάδας (Κάτω Ιταλία–Σικελία) με τις αποικίες και τις ζώνες των ελληνικών διαλέκτων. (πηγή)

Δυστυχώς, ένας επιπλέον παραλληλισμός καθίσταται έκδηλος και εκφράζεται εδώ ευθαρσώς: δεν είναι τυχαίο ότι και οι τρεις βίαιες προσφυγοποιήσεις ελληνικών πληθυσμών συνέβησαν ενόσω η μητέρα-πατρίδα ήταν βυθισμένη στο άγος διχασμού και εμφυλίων συγκρούσεων! Σε τελική ανάλυση, οι δραματικές για τον Ελληνισμό της Σικελίας καρχηδονιακές εισβολές μεταξύ των ετών 409-405/04 π.Χ. και οι αποκρουστικές πληγές που προξένησαν, αποτελούν μία ακόμη τραγική υπόμνηση των φοβερών δεινών που «παραδοσιακά» επιφέρουν στον Ελληνισμό οι εμφύλιες διαμάχες και συρράξεις. Αυτό το διαλυτικό για το έθνος σαράκι έχει κατά κόρον εμφιλοχωρήσει και καταδυναστεύσει τη μακραίωνη ελληνική ιστορία, αφού οι Έλληνες συχνά-πυκνά εντρυφούμε στην εξάσκηση της αδιέξοδης και εμπαθούς διαίρεσης με ολέθρια για το έθνος αποτελέσματα (πρβ. τις περσικές κατακτήσεις, την καρχηδονιακή επικράτηση, τη ρωμαϊκή κατάκτηση, τη Φραγκοκρατία και Τουρκοκρατία, τη Μικρασιατική Καταστροφή και την Κυπριακή Τραγωδία)!

Εντέλει, ο Δεύτερος Σικελικός Πόλεμος συνιστούσε κατά τη γνώμη μας έμμεση αντανάκλαση του εμφυλίου σπαραγμού στην κυρίως Ελλάδα. Αποτέλεσε, έτσι, παράγωγο υποπροϊόν του περιβόητου Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404 π.Χ.). Ειδάλλως η μητρόπολη θα μπορούσε να στέρξει σε βοήθεια των χειμαζόμενων υπερπόντιων αδελφών της, όπως συνέβη αργότερα, το 396 π.Χ. και το 344 π.Χ. Τότε, Σπάρτη και Κόρινθος ανταποκρίθηκαν στις αγωνιώδεις εκκλήσεις των Συρακούσιων και απέστειλαν στρατιωτική βοήθεια υπό τους Φαρακίδα και Τιμολέοντα αντίστοιχα, ώστε να απαλλάξουν και στις δύο περιπτώσεις τους Συρακούσιους από την απειλή των καρχηδονιακών όπλων.

Τρισκέλιον σε θραύσμα αγγείου από τον Ακράγαντα (πηγή).

Το ίδιο όμως δεν συνέβη καθόλου μεταξύ 409-405/04 π.Χ., γιατί οι Έλληνες ήταν ολωσδιόλου απορροφημένοι από την τελευταία φάση του Πελοποννησιακού Πολέμου (413-404 π.Χ., Δεκελεικός και Ιωνικός Πόλεμος). Τελούσαν δηλαδή βουτηγμένοι στον βούρκο εκείνης της παρατεταμένης εμφύλιας ανθρωποσφαγής. Ο διχαστικός και σχεδόν πανεθνικός εμφυλιοπολεμικός «πυρετός» ασφαλώς επέδρασε –έστω ακούσια αλλά εμμέσως πλην σαφώς– στην έκρηξη και δυστυχή έκβαση του Β΄ Σικελικού Πολέμου. Συμπίπτει, άλλωστε, σε ανατριχιαστικό βαθμό με την δυσοίωνη ρήση του Σπαρτιάτη απεσταλμένου Μελήσιππου καθώς έφευγε άπρακτος από την Αττική λίγο προτού εισβάλουν οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί τους εκείνη την αποφράδα άνοιξη του 431 π.Χ.: «ἥδε ἡ ἡμέρα τοῖς Ἕλλησι μεγάλων κακῶν ἄρξει».[16] Τα τραγικά για τον Ελληνισμό αποτελέσματα του αδελφοκτόνου αλληλοσπαραγμού δεν περιορίστηκαν στην κυρίως Ελλάδα, αλλά εξαπλώθηκαν στη Σικελία με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, λαμβάνοντας αντίστοιχα υπόψη ότι αφενός ο καταστροφικός Β΄ Σικελικός Πόλεμος ακολούθησε την εκστρατεία των Αθηναίων, ενώ αφετέρου οι Σικελιώτες Έλληνες υπέμειναν αβοήθητοι τις ανελέητες επιθέσεις των Καρχηδονίων!

 

Ο Γεώργιος Καλαφίκης είναι Διδάκτωρ Βυζαντινής Ιστορίας, Φιλόλογος Δ.Ε. στο Μουσικό Σχολείο Θεσσαλονίκης, επιστημονικός συνεργάτης αποσπασμένος στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Γεγονότα μεταξύ Μάχης Ιμέρας και Σικελικής Εκστρατείας (480-413 π.Χ.): Θουκυδίδης 3.86, 88, 90, 103 και 115-116· 4.1, 5.2, 24-25, 48.6 και 58-65 (α΄ αθηναϊκή επέμβαση – συνέλευση Γέλας όπου λόγος Ερμοκράτη για αδέσμευτη Σικελία, 427-424 π.Χ.)· βιβλ. 6-7 (Σικελική Εκστρατεία). – Τίμαιος F.22 : Πολύβιος 12.25k (συνέλευση Γέλας). – Διόδωρος 11.66-68, 72-73, 76 και 86-92· 12.8 και 29 (γεγονότα προ 431 π.Χ.)· 12.53-54 (α΄ αθηναϊκή επέμβαση), 12.82-84, 13.1-34 (Σικελική Εκστρατεία). ‖ Δεσποτόπουλος 1972. – Πελεκίδης 1972. – Caven 1990: 7-26. – Harrison 2000. – Benjamin 2006: 59-64. – Μοράκης 2006: 207-219. – Παπαδόπουλος 2006: 137-142. – Fields 2008. – Dummett 2010: 13-37. – Champion 2010: 74-148, 165-185. – Matyszak 2012: 71 κ.ε. – Evans 2016: 57-145. – Δρόκαλος 2017: 57-63. – Steinbock 2020.

[2] Davis Hanson 1999: 79, 116-117, και 2010: 100, 111.

[3] Ξενοφών Ελλ. 1.1.18 και 26-31· 1.2.8-9, 12 και 14.

[4] Warmington 1960: 48-73. – Hoyos 2019: 52-56.

[5] Διόδωρος 13.43-44. ‖ Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 98-101. – Caven 1990: 27-29. – Champion 2010: 186-194. – Δρόκαλος 2017: 63-64. – Hoyos 2019: 56-57.

[6] Έφορος F.201 και Τίμαιος F.103 : Διόδωρος 13.54.5. – Διόδωρος 13.54-58. ‖ Warmington 1960: 75-77. – Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 101-102. – Caven 1990: 30-34. – Champion 2010: 195-200. – Δρόκαλος 2017: 64-68. – Hoyos 2019: 57-58. Πρβ. Ward/Marconi 2020. – Baitinger 2020 (αρχαιολογικά τεκμήρια για πολιορκία και ύστερη κατοχή Σελινούντα).

[7] Έφορος F.202 και Τίμαιος F.104 : Διόδωρος 13.60.5. – Διόδωρος 13.59-62. – Frontinus Strat. 3.10.3. ‖ Warmington 1960: 77-78. – Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 102-103. – Caven 1990: 34-38. – Champion 2010: 201-203. – Δρόκαλος 2017: 68-71. – Hoyos 2019: 58. Πρβ. Vassallo 2020: 41-48 (ομαδικός τάφος, στρώματα καταστροφής που συνδέονται με τη Μάχη της Ιμέρας το 409 π.Χ.).

[8] «Now this is not the end; it is not even the beginning of the end; but it is, perhaps, the end of the beginning»: θυμόσοφο σχόλιο του Τσόρτσιλ σε δηλώσεις για τον θρίαμβο των Συμμάχων στη Δεύτερη Μάχη του Ελ Αλαμέιν (Νοε. 1942) εναντίον των δυνάμεων του Άξονα.

[9] Γεγονότα 409-406 π.Χ.: Έφορος F.203 και Τίμαιος F.25, F.26a, F.27 : Διόδωρος 13.80-85. – Ξενοφών Ελλ. 2.2.24. – Διόδωρος 13.63, 75, 79.8-90. – Frontinus Strat. 2.9.6, 3.10.5 (πρβ. Πολύαινος Στρατ. 5.10.4). – Πολύαινος Στρατ. 5.7, 5.10.5. ‖ Warmington 1960: 81-83. – Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 103-106. – Caven 1990: 39-49. – Μοράκης 2006: 222-223. – Champion 2010: 203-216. – Δρόκαλος 2017: 71-82. – Hoyos 2019: 59-62.

[10] Γεγονότα 405 π.Χ.: Ξενοφών Ελλ. 2.3.5. – Τίμαιος F.106-107 : Διόδωρος 13.108-109. – Διόδωρος 13.91-96, 108-113. ‖ Warmington 1960: 83-86. – Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 106-108. – Caven 1990: 50-74. – Μοράκης 2006: 223-224. – Champion 2010: 217-235. – Δρόκαλος 2017: 82-92. – Hoyos 2019: 63.

[11] Όροι συνθήκης ειρήνης 405/04 π.Χ.: Διόδωρος 13.114. Καρχηδονιακή «ἐπικράτεια» στη Σικελία: Διόδωρος 13.81.3, 13.109.4, 14.8.5, 14.41.1 και 3, 14.47.5, 14.54.2, 15.73.1, 16.69.5, 16.73.1, 16.78.1, 16.82.3. ‖ Warmington 1960: 86-87. – Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 108-109. – Caven 1990: 74-79. – Μοράκης 2006: 224. – Champion 2010: 235-236. – Miles 2011: 51-52. – Steinby 2014: 43-44. – Evans 2016: 150-160. – Μοράκης 2016: 105-106. – Δρόκαλος 2017: 92. – Hoyos 2019: 63. – Hoyos 2021: 55-56.

[12] Wilcken 1976: 262. – Lloyd 1977: 74-81. – Braudel 2000: 303. – Benjamin 2006: 66-71. – Μοράκης 2006: 220-224. – Dummett 2010: 42-46. – Sulosky Weaver 2015: 56-57. – DeSantis 2016: 51.

[13] Campbell 2003: 4. – Lee 2010: 139. – Γρηγορόπουλος 2017: 86.

[14] Ενόψει του περσικού κινδύνου υπήρξαν εξαιρέσεις που απλώς επιβεβαίωσαν τον κανόνα: η φυγή των Μικρασιατών Φωκαέων προς Χίο και Δύση (Κορσική, Μεγάλη Ελλάδα) στις απαρχές της περσικής κατοχής το 545-540 π.Χ., και η εκκένωση της Αθήνας κατά τη μεγάλη περσική εισβολή το 480/79 π.Χ.

[15] Θουκυδίδης 6.17.2-4. Βλ. Ξυδόπουλος 2007 [2022]: 12-13.

[16] Θουκυδίδης 2.12.3: «αυτή εδώ η μέρα θα γίνει αρχή μεγάλων συμφορών για τους Έλληνες». Τούτη η θρυλική ρήση μού φέρνει αυθόρμητα στον νου την προφητική δήλωση του Σεφέρη για την επαίσχυντη χούντα (ΒΒC, 28/03/1969): «στις δικτατορικές καταστάσεις…η τραγωδία περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα…όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό…βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό», έχοντας κατά νου και την Κύπρο που παράφορα αγάπησε. Πράγματι, πέντε μόλις χρόνια αργότερα, το 1974, ο Ελληνισμός ακρωτηριάστηκε εκ νέου χάνοντας τη βόρεια Κύπρο από τους Τούρκους.

 

ΠΗΓΕΣ

Diodorus of Sicily, vol. IV: Books IX–XII.40, vol. V: Books XII.41-XIII, vol. VI: Books XIV-XV.19, vol. VII: Books XV.20-XVI.65, vol. VIII: Books XVI.66-17, eds.-transl. C.H. Oldfather/Ch.L. Sherman/C. Bradford Welles, [LCL] London/Cambridge MA 1946, 1950, 1954, 1952, 1963, 1957 [https://penelope.uchicago.edu/Thayer/e/roman/texts/diodorus_siculus/home.htmlhttps://www.theoi.com/Text/DiodorusSiculus4A.html (μόνο αγγλ. μτφ.)]

Ephoros von Kyme, F. Jacoby (ed.), Die Fragmente der griechischen Historiker (FGrHist), II.A, 70, Leiden 1986, σ. 37-109

Frontinus The Stratagems and Aqueducts of Rome, ed.-transl. C.E. Bennett, [LCL] London/New York 1925 [https://penelope.uchicago.edu/Thayer/E/Roman/Texts/Frontinus/Strategemata/home.html]

Polyaeni Strategematon Libri VIII, edd. E. Woelfflin/J. Melber, [BT] Stuttgart 21970 [http://www.attalus.org/info/polyaenus.html]

Polybius The Histories in six volumes, Vol. IV (Books IX-XV), ed.-transl. W.R. Paton, [LCL] London/New York 1925 [https://penelope.uchicago.edu/Thayer/e/roman/texts/polybius/home.html]

Thucydidis historiae, vol. II: Libri V-VIII, eds. H.S. Jones/J.E. Powell, [OCT] Oxford 21967 [αρχαιοελλ. κείμενο και νεοελλ. απόδοση: Α.Σ. Βλάχος (2008). «Μνημοσύνη» ΚΕΓ: https://www.greeklanguage.gr/digitalResources/ancient_greek/library/index.html?author_id=160]

Timaios, F. Jacoby (ed.), Die Fragmente der griechischen Historiker (FrGrHist), III.B, 566, Leiden 1986, σ. 581-658

Xenophon Hellenica I, Books I–V, ed.-transl. C.L. Brownson, [LCL] London/New York 1918 [αρχαιοελλ. κείμενο και νεοελλ. απόδοση: Ρ. Ρούφος (2012). «Μνημοσύνη» ΚΕΓ: https://www.greeklanguage.gr/digitalResources/ancient_greek/library/index.html?author_id=191]

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Baitinger, H. 2020. «A dangerous place to live? Arms and armour in the Agora of Selinunte», στο: M. Jonasch (ed.), The Fight for Greek Sicily Society, Politics, and Landscape, Oxford/Philadelphia, σ. 47-56

Benjamin, S. 2006. Sicily. Three Thousand Years of Human History, Hanover NH

Braudel, F. 2000. Οι Μνήμες της Μεσογείου. Προϊστορία και Αρχαιότητα, μτφ. Κ. Ουγούρλογλου, [Ιστορία] Αθήνα

Campbell, D. 2003. Greek and Roman Siege Machinery 399 BC–AD 363, [New Vanguard 78] Oxford

Caven, B. 1990. Dionysius I. War-Lord of Sicily, New Haven/London

Champion, J. 2010. The Tyrants of Syracuse: War in Ancient Sicily, Vol. I: 480–367 BC, [Pen & Sword Military] Barnsley

Davis Hanson, V. 1999. The Wars of the Ancient Greeks and Their Invention of Western Military Culture, London

Davis Hanson, V. 2010. «Epaminondas the Theban and the Doctrine of Preemptive War», στο: V. Davis Hanson (ed.), Makers of Ancient Strategy. From the Persian Wars to the Fall of Rome, Princeton/London, σ. 93-117

DeSantis, M.G. 2016. Rome seizes the Trident. The Defeat of Carthaginian Sea Power and the Forging of the Roman Empire, [Pen & Sword Military] Barnsley

Δεσποτόπουλος, Α. 1972. «Κάτω Ιταλία και Σικελία», στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Ι.Ε.Ε.), τ. Γ1: Κλασσικός Ελληνισμός, Αθήνα, σ. 139-152

Δρόκαλος, Σ.Φ. 2017. Έλληνες εναντίον Καρχηδονίων. Η αδυσώπητη σύγκρουση για κυριαρχία στη δυτική Μεσόγειο (8ος-3ος αι. π.Χ.), [Μονογραφίες της «Στρατιωτικής Ιστορίας» 76] Αθήνα

Dummett, J. 2010. Syracuse City of Legends. A Glory of Sicily, London/New York

Evans, R. 2016. Ancient Syracuse. From Foundation to Fourth Century Collapse, London/New York

Fields, N. 2008. Syracuse 415-413 BC. Destruction of the Athenian Imperial Fleet, [Osprey Campaign 195] Oxford/New York

Γρηγορόπουλος, Κ. 2017. «Ο στρατός της Καρχηδόνας (5ος-3ος αι. π.Χ.). Ο χερσαίος βραχίονας μιας ναυτικής δύναμης», στο: Μάχες της Αρχαιότητας Τόμος 5, [Στρατιωτική Ιστορία] Αθήνα, σ. 61-90

Harrison, Th. 2000. «Sicily in the Athenian imagination: Thucydides and the Persian Wars», στο: Chr. Smith/J. Serrati (eds.), Sicily from Aeneas to Augustus. New Approaches in Archaeology and History (Part II. Greek settlement in Sicily), [New Perspectives on the Ancient World 1] Edinburgh 2000, σ. 84-96

Χατζόπουλος, Μ. (συνεργ. Κολιόπουλος, Ι.) 1972. «Σικελία και Κάτω Ιταλία (413 – 330 π.Χ.)», στο: Ι.Ε.Ε., τ. Γ2: Κλασσικός Ελληνισμός, Αθήνα, σ. 98-144

Hoyos, D. 2019. Carthage’s Other Wars. Carthaginian Warfare Outside the ‘Punic Wars’ Against Rome, [Pen & Sword Military] Barnsley

Hoyos, D. 2021. Carthage. A Biography, [Routledge Cities of the Ancient World] London/New York

Lee, J.W.I. 2010. «Urban Warfare in the Classical Greek World», στο: V. Davis Hanson (ed.), ό.π. σ. 138-162

Lloyd, A. 1977. Destroy Carthage! The Death Throes of an Ancient Culture, London

Matyszak, Ph. 2012. Expedition to Disaster. The Athenian Mission to Sicily 415 BC, [Pen & Sword Military] Barnsley

Miles, R. 2011. Carthage Must Be Destroyed. The Rise and Fall of an Ancient Mediterranean Civilization, New York

Μοράκης, Α. 2006. «Έλληνες της Δύσης», στο: Ιστορία των Ελλήνων τόμος 3: Κλασικοί Χρόνοι, Αθήνα, σ. 202-241

Μοράκης, Α. 2016. «Η εκστρατεία του Διονυσίου στη Δυτική Σικελία και η πολιορκία των Συρακουσών από τους Καρχηδονίους (398-396 π.Χ.)», στο: Μάχες της Αρχαιότητας Τόμος 4, [Στρατιωτική Ιστορία] Αθήνα, σ. 105-132

Παπαδόπουλος, Θ. 2006. «Πελοποννησιακός πόλεμος», στο: Ιστορία των Ελλήνων τόμος 3: Κλασικοί Χρόνοι, Αθήνα, σ. 110-157

Πελεκίδης, Χ. 1972. «Η μεγάλη αθηναϊκή εκστρατεία στη Σικελία», στο: Ι.Ε.Ε., τ. Γ1: Κλασσικός Ελληνισμός, Αθήνα, σ. 242-265

Steinbock, B. 2020. «‘Sufferings too great for tears’: the destruction of the Athenian expeditionary corps in Sicily», στο: M. Jonasch (ed.), ό.π. σ. 73-98

Steinby, Chr. 2014. Rome versus Carthage. The War at Sea, [Pen & Sword Maritime] Barnsley

Sulosky Weaver, C.L. 2015. The Bioarchaeology of Classical Kamarina. Life and Death in Greek Sicily, [Bioarchaeological Interpretations of the Human Past: Local, Regional, and Global Perspectives] Gainesville FL

Vassallo, S. 2020. «Guerre e conflitti nella Sicilia centro-settentrionale tra la metà del VI e la fine del V sec. a.C.: una prospettiva archeologica», στο: M. Jonasch (ed.), ό.π. σ. 1-17

Ward, A./Marconi, C. 2020. «War and the life of a sacred structure. Weapons from the NYU-UniMi excavations in the main urban sanctuary of Selinunte», στο: M. Jonasch (ed.), ό.π. σ. 18-46

Warmington, B.H. 1960. Carthage, London

Wilcken, U. 1976. Αρχαία Ελληνική Ιστορία, μτφ. Ι. Τουλούμακος, Αθήνα

Ξυδόπουλος, Ι.Κ. 2007. «Η ταυτότητα των Ελλήνων της Σικελίας», Εγνατία 11 (2007) 9-18 [αναδημοσίευση στην «Clio Turbata» (08/01/2022): https://clioturbata.com/απόψεις/ksidopoulos_the_identity_of_the_greeks_of_sicily/]

Γεώργιος Καλαφίκης: Η ιστορική αναμέτρηση Καρχηδόνας και Συρακουσών με έπαθλο τη Σικελία. Ο Α΄ Σικελικός Πόλεμος (480 π.Χ.)

Γεώργιος Καλαφίκης

Η ιστορική αναμέτρηση Καρχηδόνας και Συρακουσών με έπαθλο τη Σικελία. Ο Α΄ Σικελικός Πόλεμος (480 π.Χ.)

 

1. Γενικά εισαγωγικά σχόλια

Τη μελέτη της αρχαίας ελληνικής ιστορίας συχνά μονοπωλούν κλασικά θέματα, όπως οι Περσικοί Πόλεμοι, η διαμάχη Αθήνας-Σπάρτης, ή οι ένδοξες εκστρατείες των Μακεδόνων του Φιλίππου Β΄ και του Μ. Αλεξάνδρου, μαζί με τις καίριες επιπτώσεις τους στον ρου της Ιστορίας. Εντούτοις, στο περιθώριο της σύγχρονης ελληνικής και διεθνούς ιστοριογραφίας τοποθετείται συνήθως η σφοδρή αναμέτρηση μεταξύ Συρακουσών και Καρχηδόνας για την πρωτοκαθεδρία στη Σικελία. Η συγκεκριμένη μακρόχρονη αντιπαράθεση προκάλεσε την έκρηξη συνολικά οκτώ πολεμικών γύρων μεταξύ των δύο ισχυρότερων τότε δυνάμεων της Δυτικής Μεσογείου, των πόλεων-κρατών της Καρχηδόνας και των Συρακουσών. Οι απανωτοί αυτοί πόλεμοι είναι σήμερα γνωστοί ως «Σικελικοί Πόλεμοι» (480-276 π.Χ.), αλλά έληξαν χωρίς ξεκάθαρο τροπαιούχο και αδιαφιλονίκητο θριαμβευτή. Ωστόσο, η Καρχηδόνα δικαιούταν περισσότερο από τις Συρακούσες να διεκδικήσει για λογαριασμό της τον τίτλο και τις δάφνες της νικήτριας πλευράς, έστω στα σημεία.

Σε μια σειρά τεσσάρων σχετικών άρθρων συγκεντρωμένων σε δυο μέρη, θα επιχειρήσουμε να στρέψουμε τα φώτα της ιστορικής έρευνας πάνω σε σπουδαία γεγονότα με συναρπαστικές εξελίξεις που ακόμη βρίσκονται στην αχλή της Ιστορίας, προσφέροντας μια επισκόπηση των πολεμικών επιχειρήσεων και του αντίκτυπου των Σικελικών Πολέμων. Άλλωστε, συχνά παραβλέπεται ή υποεκτιμάται το γεγονός ότι κατά την αρχαιότητα το ελληνικό έθνος υπήρξε συνολικά ακμαιότατο από δημογραφικής, πολιτικής, πολιτιστικής, στρατιωτικής, τεχνολογικής, κοινωνικής και οικονομικής άποψης, συνιστώντας παγκοσμίως έναν από τους μεγαλύτερους σε πληθυσμό και ισχυρότερους σε επιρροή λαούς. Μάλιστα, ο Ελληνισμός σταδιακά εξαπλώθηκε και επεκτάθηκε εδαφικά προς όλες τις κατευθύνσεις της καθ’ ημάς οικουμένης (Μεσόγειο, Εύξεινο Πόντο, Εγγύς και Μέση Ανατολή).[1] Ασφαλώς, ο Ελληνισμός της Δύσης αποτέλεσε σπουδαίο και ανθηρό κρίκο εκείνης της εξάπλωσης και επέκτασης.

Παρ’ όλα αυτά, οι οκτώ «Σικελικοί Πόλεμοι» (480-276 π.Χ.) παραμένουν μάλλον άσημοι, ειδικά σε σύγκριση με τους διάσημους «Καρχηδονιακούς Πολέμους» της Ρώμης εναντίον της Καρχηδόνας. Εκείνοι ξεκίνησαν λίγο αργότερα (264-146 π.Χ.), ξέσπασαν συνολικά τρεις μέσα σε διάστημα 120 ετών, και ολοκληρώθηκαν με την καταστροφή της Καρχηδόνας από τους Ρωμαίους στον τρίτο γύρο πολέμου. Σε αντίθεση, λοιπόν, με τους πασίγνωστους «Καρχηδονιακούς Πολέμους» Ρώμης-Καρχηδόνας, που είναι εκτενώς και επαρκώς αναλυμένοι, οι «Σικελικοί Πόλεμοι» Καρχηδόνας-Συρακουσών εξακολουθούν να παραμένουν σε σχετική αφάνεια και έρχονται πάντα σε δεύτερη μοίρα, μολονότι από στρατιωτικής (τακτικής και στρατηγικής) και πολιτικής άποψης είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντες. Επιπλέον, οι «βίοι εμπόλεμοι» Καρχηδόνας και Συρακουσών προοιωνίστηκαν σε τελική ανάλυση τη μοιραία σύγκρουση μεταξύ Ρώμης και Καρχηδόνας για την κυριαρχία στον παρθένο ακόμη χώρο της Δυτικής Μεσογείου, που δεν είχε γνωρίσει ως τότε την ανάδειξη και κατίσχυση αυτοκρατορικών δυνάμεων, όπως αντιθέτως η λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου. Επομένως, επηρέασαν σημαντικά την εξέλιξη της αρχαίας ιστορίας και γι’ αυτό αξίζει να τους μελετήσουμε με την επικουρία σχετικής βιβλιογραφίας, πηγών και βοηθημάτων.

 

2. Η σχετική ιστοριογραφική παράδοση: βασικές πηγές και βοηθήματα

Η αποκατάσταση και παρουσίαση των αλλεπάλληλων συρράξεων και εχθροπραξιών μεταξύ Καρχηδόνας και Συρακουσών βασίζεται στην πολύτομη «Ιστορική Βιβλιοθήκη» που συνέγραψε ο ερανιστής ιστοριογράφος του 1ου αι. π.Χ. Διόδωρος ο Σικελιώτης (περ. 90-30 π.Χ.). Με τη σειρά του, ο Διόδωρος είχε στηριχτεί στις ιστορίες των δύο «πατέρων» της επιστήμης, Ηροδότου και Θουκυδίδη (5ος αι. π.Χ.), και επιπλέον σε αποσπασματικά σωζόμενα κείμενα άλλων ιστορικών· αυτοί ήταν οι: Αντίοχος του Ξενοφάνους (Συρακούσιος ιστορικός, σύγχρονος του Θουκυδίδη), Φίλιστος (επίσης Συρακούσιος, περ. 430-356 π.Χ.), Έφορος (από την Κύμη της Αιολίδας, περ. 400-330 π.Χ., τον αντέγραψε κατά κόρον ο Διόδωρος), Θεόπομπος (από τη Χίο, περ. 378-323/300 π.Χ.), και Τίμαιος (από το Ταυρομένιο, περ. 350-260 π.Χ.).

Διόδωρος ο Σικελιώτης (90 – 30 π.Χ. περίπου) και τα Βιβλιοθήκης Ιστορικής τα Σωζόμενα (έκδοση του 1746).

Στις παραπάνω πηγές βασίστηκαν μεταγενέστεροι Λατίνοι και Έλληνες συγγραφείς, όπως ο Κορνήλιος Νέπως (Cornelius Nepos, περ. 100-25 π.Χ.) και ο Πλούταρχος (περ. 45-120 μ.Χ.), καθώς και ο Ιουστίνος (Marcus Iunianus Justinus Frontinus, έζησε τον 3ο ή 4ο αι. μ.Χ.). Τέλος, διάσπαρτες πληροφορίες ειδικά για την εφαρμογή στρατηγημάτων κατά τη διεξαγωγή των Σικελικών Πολέμων αντλούμε από τα «Strategemata/Στρατηγήματα» που κατέγραψαν ο Ρωμαίος Φροντίνος (Sextus Iulius Frontinus, περ. 40-103 μ.Χ.) και ο Έλληνας Μακεδόνας Πολύαινος (2ος αι. μ.Χ., επί Μάρκου Αυρηλίου, 161-180 μ.Χ.).

Μέχρι τις μέρες μας συνεχίζουν να ανατρέχουν ειδικά στα κείμενα του Διόδωρου Σικελιώτη ως κύρια πηγή οι νεότεροι και σύγχρονοι επιστήμονες ιστορικοί και μελετητές, ώστε να ανασυνθέσουν και να περιγράψουν, να τεκμηριώσουν και να αξιολογήσουν με σχετική ακρίβεια τις ιστορικές εξελίξεις και τα γεγονότα της παρατεταμένης αντιπαράθεσης της Καρχηδόνας με τις Συρακούσες με έπαθλο τον ηγεμονικό έλεγχο και την κυριαρχία στη Σικελία. Η πρόσφατη (2017) μονογραφία του Σ. Δρόκαλου σχετικά με την «αδυσώπητη σύγκρουση Ελλήνων και Καρχηδονίων για κυριαρχία στη Δυτική Μεσόγειο (8ος–3ος αι. π.Χ.)» αποτελεί τη μοναδική αξιόλογη, εκλαϊκευτική, μελέτη που υφίσταται στην ελληνική γλώσσα για τους Σικελικούς Πολέμους. Αντίστοιχα, στην αγγλική γλώσσα υφίστανται ανάλογες εκλαϊκευτικές μελέτες του J. Champion (2011-2012, δύο τόμοι για τους πολέμους των Ελλήνων τυράννων της Σικελίας μεταξύ 480-212 π.Χ.) και του D. Hoyos (2019, ειδικά για τους εχθρούς της Καρχηδόνας πλην της Ρώμης). Επίσης αξιοποιούμε σχετικές ακαδημαϊκές μελέτες και διάφορα ειδικότερα άρθρα.

 

3. Καρχηδόνα και Συρακούσες: συγκριτική συνοπτική παρουσίαση δύο ισχυρών και ηγεμονικών πόλεων-κρατών της Δυτικής Μεσογείου

α) Γεωγραφική, δημογραφική και οικονομική επισκόπηση

Η ίδρυση Καρχηδόνας και Συρακουσών έλαβε χώρα κατά τη Γεωμετρική εποχή (περ. 1050-750/700 π.Χ.) της αρχαίας ελληνικής ιστορίας. Ποια ήταν εκείνα τα κυρίαρχα στοιχεία που δημιούργησαν τους μύθους των δύο αυτών πόλεων; Καταρχήν, η ιστορική επιστήμη αποδέχεται τρεις κύριους και βασικούς «καταλύτες, υπηρέτες ή/και δεσμώτες της Ιστορίας», οι οποίοι διαχρονικά πυροδοτούν, προκαλούν, διαμορφώνουν και περι-ορίζουν τις ιστορικές εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο: Γεωγραφία, Δημογραφία, Οικονομία. Κατά τα φαινόμενα, η αρχαία Καρχηδόνα και οι αρχαίες Συρακούσες διέθεταν σε αφθονία και τους τρεις παραπάνω παράγοντες, ούτως ώστε σταδιακά αλλά νομοτελειακά να μετεξελιχθούν σε σημαντικούς παράγοντες ισχύος στον θαλάσσιο χώρο γενικά της Μεσογείου και ειδικότερα της Δυτικής Μεσογείου κατά την Αρχαϊκή (750/700-480 π.Χ.) και Κλασική (480-323 π.Χ.) εποχή. Από γεωστρατηγικής άποψης, οι δύο πόλεις δέσποζαν στη Δυτική Μεσόγειο, σε Βόρεια Αφρική και Σικελία αντίστοιχα, καθώς διέθεταν εξαιρετικά ευρύχωρους λιμένες, με ικανή και εύφορη ενδοχώρα για πάσης φύσεως ανάπτυξη. Από δημογραφικής και οικονομικής άποψης, ο πληθυσμός, το εμπόριο και η παραγωγική δραστηριότητα των δύο πόλεων αναπτύχθηκαν με ταχείς ρυθμούς, ειδικά από τον 5ο αι. π.Χ. και εξής. Έκτοτε και μέχρι την μετεωρική εξάπλωση της λατινικής Ρώμης κατά την Ελληνιστική εποχή (323-30 π.Χ.), η φοινικική Καρχηδόνα και οι ελληνικές Συρακούσες διέπρεψαν ως εξέχουσες μητροπόλεις της Δυτικής Μεσογείου.

 

β) Η αρχαία Καρχηδόνα: ίδρυση, πολιτική και στρατιωτική οργάνωση

Η Καρχηδόνα (Qarṭāj, Τυνησία) υπήρξε αναμφίβολα μία από τις μεγαλύτερες και ισχυρότερες πόλεις-κράτη της αρχαιότητας. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους που κατάγονταν από την πόλη-κράτος της Τύρου στην αρχαία Φοινίκη (Ṣūr, Λίβανος). Ο θρύλος παραδίδει ως συμβατικό έτος ίδρυσης της Καρχηδόνας το 814 π.Χ. από τη μυθική βασίλισσα της Τύρου Διδώ. Σε γενικές γραμμές, η παράδοση συμβαδίζει με τις τρέχουσες ιστορικές εκτιμήσεις και τα αρχαιολογικά τεκμήρια για την ίδρυση της πόλης, η οποία όντως τοποθετείται χρονολογικά τον 9ο αι. π.Χ. (900-801 π.Χ.). Η επιλογή της τοποθεσίας αυτής της νέας πόλης-αποικίας, ή αλλιώς ελληνιστί «Νεάπολης» (Qart-ḥadašt, η πρωτότυπη φοινικική ονομασία της Καρχηδόνας αυτό σήμαινε), υπήρξε όντως κομβικής σημασίας για την εξέλιξη και το μεσουράνημα της Καρχηδόνας κατά τους αιώνες που ακολούθησαν την ίδρυσή της. Στρατηγικά τοποθετημένη στη Μεσόγειο θάλασσα –σήμερα είναι διαμέρισμα της Τύνιδας (Tūnis), πρωτεύουσας της Τυνησίας– η φοινικική αποικία της Καρχηδόνας σταδιακά αναδείχτηκε σε εξέχουσα και ηγεμονική δύναμη στη λεκάνη της Δυτικής Μεσογείου κατά την αρχαιότητα.

Η Καρχηδόνα και το λιμάνι της (πηγή).

Από τις αρχές του 5ου αι. π.Χ. και συγκεκριμένα έπειτα από τη συμφορά στη Μάχη της Ιμέρας το 480 π.Χ., η Καρχηδόνα κυβερνιόταν βάσει ενός υβριδικού πολιτεύματος, το οποίο συνδύαζε χαρακτηριστικά που συνάδουν με τα πολιτειακά συστήματα κυρίως της αριστοκρατίας και της ολιγαρχίας/τιμοκρατίας και πολύ λιγότερο της δημοκρατίας. Επομένως, συνιστούσε συγκερασμό των κυρίαρχων πολιτειακών τάσεων στον χώρο της Μεσογείου, ιδίως χάρη στην επίδραση του αρχαίου ελληνικού κόσμου.

Πάντως, στην Καρχηδόνα της αρχαϊκής και κλασικής εποχής σημαίνοντα ρόλο στο πολιτικό σκηνικό έπαιζε το βασιλικό και μετέπειτα αριστοκρατικό γένος των Μαγωνιδών. Οι Μαγωνίδες επάνδρωναν πολύ συχνά ηγετικές θέσεις στην πολιτική και στρατιωτική διοίκηση της πόλης. Μάλιστα, οι περισσότεροι Καρχηδόνιοι στρατιωτικοί ηγέτες που ενεπλάκησαν στους Σικελικούς Πολέμους εναντίον των Συρακουσών ανήκαν στη συγκεκριμένη δυναστεία.

Στα Πολιτικά του Αριστοτέλη το καρχηδονιακό πολίτευμα αξιολογείται θετικά, επειδή κατά τη γνώμη του κορυφαίου αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου χαρακτηριζόταν από εγγενή σταθερότητα, δημιουργική και ισορροπημένη ώσμωση των προαναφερόμενων πολιτειακών τύπων που άλλωστε επικρατούσαν τότε γενικά και κατά περίπτωση στην καθ’ ημάς μεσογειακή οικουμένη. Πάνω απ’ όλα, λέγεται ότι οι Καρχηδόνιοι επεδίωκαν θεσμικά την ανάδειξη των αρίστων, είτε κληρονομικών ευγενών είτε αυτοδημιούργητων πλουσίων, για την πλήρωση των διαφόρων οργάνων της πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας. Επρόκειτο με άλλα λόγια για μια ολιγαρχία εξ αίματος και πλούτου (αριστοκρατία και τιμοκρατία μαζί).

William Linton, Carthage, 1830, Cleveland Museum of Art (πηγή).

Πιο αναλυτικά, οι δύο «σουφέτες» (ελλ. «δικαστές», φοιν. shophtim/špṭm, λατ. suffetes) ήταν οι ανώτατοι –ενιαύσιοι αποκλειστικά πολιτικοί, άρα όχι στρατιωτικοί– άρχοντες· αντιστοιχούσαν περίπου σε αξίωμα και βαθμό στους εκλεγμένους «άρχοντες-βασιλείς» των ελληνικών πόλεων-κρατών, στους πέντε εφόρους της Σπάρτης και στους δύο υπάτους (consules) των Ρωμαίων. Η γερουσία (φοιν. adirim) αποτελείτο από περίπου 300 μέλη (φοιν. rab, ελλ. αρχηγός, πρβ. ραβίνος στα εβραϊκά). Σουφέτες και γερουσιαστές λάμβαναν σε συνεργασία τις βαρύνουσες πολιτικές και άλλες σχετικές αποφάσεις. Οι δύο αυτοί πολιτειακοί θεσμοί πλαισιώνονταν από την «αρχή των Εκατό (Τεσσάρων)», ανώτατο δικαστικό και συμβουλευτικό σώμα σε ρόλο εγγυητή της σταθερότητας του πολιτεύματος, τα μέλη του οποίου, αριστοκράτες και πλουτοκράτες, μπορούσαν να είναι παράλληλα και μέλη της Γερουσίας. Τα τρία αυτά πολιτειακά όργανα και σώματα συγκέντρωναν και ασκούσαν το σύνολο της εκτελεστικής, νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας. Την ηγεσία των στρατιωτικών δυνάμεων (πεζικού και ναυτικού) και των εκστρατευτικών σωμάτων ασκούσαν εκλεγμένοι ή διορισμένοι στρατηγοί (φοιν. rab mahanet, ελλ. αρχηγός του στρατού), που επίσης προέρχονταν από τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις.

Το κατεξοχήν δημοκρατικό στοιχείο του καρχηδονιακού πολιτεύματος αντιπροσώπευε η λαϊκή συνέλευση (φοιν. ham, ελλ. λαός) ως εκπρόσωπος των κατώτερων λαϊκών τάξεων, όπου όμως συμμετείχαν άνδρες που πληρούσαν ορισμένα εισοδηματικά κριτήρια, και επομένως όχι όλοι ανεξαιρέτως οι Καρχηδόνιοι ελεύθεροι πολίτες (άρα εφαρμοζόταν τιμοκρατία). Σε αυτήν μπορούσαν να αναπεμφθούν ζητήματα και νόμοι προς συζήτηση ή απόφαση ειδικά σε περιπτώσεις διαφωνίας μεταξύ των ανώτερων πολιτειακών θεσμών, ενώ αργότερα συμμετείχε στις αρχαιρεσίες για την εκλογή και ανάδειξη σουφετών και στρατηγών. Ωστόσο, οι λαϊκές τάξεις της Καρχηδόνας δεν μπορούσαν ποτέ να πληρώσουν τις θέσεις των σουφετών, της γερουσίας, του συμβουλίου των Εκατό (Τεσσάρων) και των στρατηγών που παρέμεναν αποκλειστικό προνόμιο των Καρχηδονίων ολιγαρχών και φατριών.

Όπως είναι φυσικό, η στρατιωτική ισχύς της Καρχηδόνας βασιζόταν στο ναυτικό. Κατά τεκμήριο, ο πολεμικός στόλος της Καρχηδόνας υπήρξε από τους ισχυρότερους συνολικά στη Μεσόγειο και ειδικά στη Δυτική Μεσόγειο μέχρι τον 3ο αι. π.Χ. Συνεπώς, αποτέλεσε διαχρονικά το κύριο εργαλείο προβολής ισχύος και βασικό όργανο στρατιωτικής επέκτασης της Καρχηδόνας στις υπερπόντιες περιοχές της Ιβηρικής, των Βαλεαρίδων, της Κορσικής, της Σαρδηνίας, και ασφαλώς της Σικελίας. Το καρχηδονιακό ναυτικό συμβάδισε με τις τεχνολογικές εξελίξεις που εκτυλίχθηκαν στον ελληνικό κόσμο. Αρχικά, τα κύρια πολεμικά σκάφη ήταν οι μονήρεις πεντηκόντοροι και οι διήρεις. Προς το τέλος της Αρχαϊκής και στις απαρχές της Κλασικής εποχής (6ος/5ος αι. π.Χ.) εμφανίστηκαν και αξιοποιήθηκαν οι πρώτες τριήρεις. Οι γνωστές μας τριήρεις μεσουράνησαν κατά τον 5ο αι. π.Χ., ενώ από τις αρχές του 4ου αι. π.Χ. και εξής, χωρίς να εξαφανιστούν, παραχώρησαν τη θέση τους σε μεγαλύτερα πολεμικά σκάφη: ήταν οι τετρήρεις και πεντήρεις, βασισμένες στο πετυχημένο σχέδιο της τριήρους. Τότε, το μέγεθος των ναυτικών δυνάμεων της Καρχηδόνας ήταν παραπλήσιο με εκείνο της θαλασσοκράτειρας Αθήνας και ισχυρότερο των Συρακουσών, εκτός της περιόδου του τυράννου Διονυσίου Α΄ (405-367 π.Χ.).

Επάνω: Καρχηδονιακή διήρης (πηγή). Κάτω:  Καρχηδονιακή τριήρης (πηγή).

Εντυπωσιακός ήταν ο ευμεγέθης λιμένας της αρχαίας Καρχηδόνας, ο περίφημος «Κώθων», δηλαδή φοινικικός τύπος τεχνητού λιμανιού με δίκτυο λιμενο-λεκανών που προέκυψαν μέσω εκσκαφής χερσαίου εδάφους. Ο Κώθων της Καρχηδόνας –ένα πραγματικό αριστούργημα της αρχαίας μηχανικής– αποτελούνταν από ένα παραλληλόγραμμο εμπορικό λιμάνι στην είσοδο και από ένα κυκλικό στρατιωτικό λιμάνι στα ενδότερα· το τελευταίο συνιστούσε την κύρια βάση του καρχηδονιακού πολεμικού στόλου.

Η φοινικική και ρωμαϊκή Καρχηδόνα /IZIgraph Patrimoine: Tunisie Antique 3D

Ο στρατός ξηράς της Καρχηδόνας βασιζόταν κυρίως σε μισθοφόρους ποικίλων λαών και εθνών. Το βαρύ πεζικό ήταν συνήθως εξοπλισμένο και πολεμούσε κυρίως ως οπλιτική φάλαγγα ελληνικού τύπου. Αποτελούνταν από πυρήνα αρκετών χιλιάδων Καρχηδόνιων πολιτών (επίλεκτο τμήμα των οποίων απάρτιζε από τον 4ο αι. π.Χ. και εξής τον περίφημο «Ιερό Λόχο», δύναμης περίπου 2.500-3.000 οπλιτών) συνεπικουρούμενο από πληθώρα Λίβυων, Ιβήρων, Σαρδηνών, Κελτών (από τη Γαλατία και τη βόρεια Ιταλία), Λιγύρων, Ιταλών (Καμπανών κ.ά.), ακόμη και Ελλήνων μισθοφόρων· οι τελευταίοι θεωρούνταν οι καλύτεροι πολεμιστές. Ανάλογη ήταν η σύσταση του ελαφρού πεζικού, δηλαδή των ψιλών (πελταστών, ακοντιστών, τοξοτών, σφενδονητών), εκ των οποίων περίφημοι στην αρχαιότητα ήταν ειδικά οι σφενδονήτες από τις Βαλεαρίδες Νήσους. Το ιππικό αποτελούσαν Καρχηδόνιοι πολίτες και Νουμίδες μισθοφόροι· οι τελευταίοι ήταν έξοχοι ελαφροί ιππείς, ξακουστοί στη Μεσόγειο ως τα τέλη της αρχαιότητας (6ος–7ος αι. μ.Χ.). Εκτός της ποικίλης σύνθεσης του στρατού, οι διαφορετικές εθνικές καταβολές των καρχηδονιακών στρατευμάτων αντανακλούσαν επιπλέον στον εξοπλισμό και στις τακτικές τους. Γενικά, κατά την υπό εξέταση περίοδο (αρχές 5ου–αρχές 3ου αι. π.Χ.), η Καρχηδόνα ήταν σε θέση να συγκεντρώνει, να αποστέλλει και να συντηρεί σε υπερπόντιες, μακρόχρονες και επίπονες, εκστρατείες στη Σικελία πλήθος στρατιωτικών δυνάμεων, της τάξεως των δεκάδων χιλιάδων ανδρών.[2]

 

γ) Οι αρχαίες Συρακούσες: ίδρυση, πολιτική ιστορία και στρατιωτική οργάνωση

Ακριβώς ογδόντα χρόνια μετά από την ίδρυση της Καρχηδόνας, δηλαδή το 734/3 π.Χ. σύμφωνα με την ευρέως αποδεκτή αρχαιοελληνική χρονολογική παράδοση, ιδρύθηκαν οι Συρακούσες (Siracusa, Ιταλία) με αποστολή αποίκων από τη μητρόπολη της Κορίνθου, που τότε διένυε περίοδο ακμής και ανάπτυξης. Ο αποικισμός των Συρακουσών παραδίδεται ότι οργανώθηκε μεθοδικά από έναν Κορίνθιο ευγενή, τον Αρχία, μέλος της βασιλικής/αριστοκρατικής δυναστείας των Βακχιάδων, που ανήγαν την απώτατη καταγωγή τους στον Ηρακλή, θεωρούνταν δηλαδή Ηρακλείδες. Ο Αρχίας φέρεται να εξαναγκάστηκε σε φυγή μαζί με οπαδούς του ενόσω την Κόρινθο συντάραζε μακρόχρονη αναταραχή και παρατεταμένη πολιτική αστάθεια, που αργότερα επέφερε την εκδίωξη των Βακχιάδων και την άνοδο στην εξουσία των Κυψελιδών τυράννων (μέσα 7ου αι. π.Χ.). Πάντως, ο Αρχίας έφερε σημαδιακό και «προφητικό» όνομα, καθώς φαίνεται πως ως οικιστής θεμελίωσε τη μελλοντική αρχή των Συρακουσών στη Σικελία και ευρύτερα στη Δυτική Μεσόγειο.

 

Η αρχαία πόλη των Συρακουσών/CHNT Vienna: Siracusa 3D Reborn. An Ancient Greek City brought Back To Life

Η πολιτική ιστορία των Συρακουσών εξελίχτηκε διαφορετικά και αποδείχτηκε πιο ταραγμένη σε σύγκριση με εκείνη της μεγάλης και ιστορικής της αντιπάλου, της Καρχηδόνας. Το πρωταρχικό πολίτευμα των Συρακουσών ήταν μάλλον αριστοκρατικό, στο πρότυπο της Κορίνθου επί εποχής Βακχιαδών. Οι αριστοκράτες απόγονοι των πρώτων αποίκων, οι γαμόροι (δωρ. του: γεωμόρος, δηλαδή γαιοκτήμονας), νέμονταν τη γη και κατείχαν την εξουσία. Στα τέλη του 6ου με αρχές του 5ου αι. π.Χ. οι κυλλύριοι (Ηρόδοτος 7.155) ή καλλικύριοι (Τίμαιος F.8), δηλαδή τα περιθωριακά λαϊκά στρώματα της πόλης (που αντιστοιχούσαν σε κοινωνική θέση περίπου με τους είλωτες της Σπάρτης, τους πενέστες της Θεσσαλίας ή τους κλαρώτες της Κρήτης), ανέτρεψαν και εξόρισαν τους γαμόρους εγκαθιδρύοντας προσωρινά μια πρώιμου τύπου δημοκρατία.

Σύντομα, ωστόσο, ο Γέλωνας, τύραννος της Γέλας, επενέβη στην πολιτική διένεξη υπέρ των εξόριστων γαμόρων και τους επανέφερε στην πόλη τους, αλλά κατέλαβε τις Συρακούσες και ανέλαβε προσωπικά την εξουσία (485 π.Χ.), αφήνοντας στη θέση του στη Γέλα ως τύραννο τον μικρότερο αδελφό του Ιέρωνα. Έκτοτε και για είκοσι χρόνια οι Συρακούσες κυβερνήθηκαν τυραννικά από τους τρεις αδελφούς της δυναστείας των Δεινομενιδών, Γέλωνα († 478 π.Χ.), Ιέρωνα Α΄ († 467 π.Χ., τον αντικατέστησε στη Γέλα ο αδελφός του Πολύζαλος, που αφιέρωσε στους Δελφούς τον πασίγνωστο Ηνίοχο) και Θρασύβουλο (467/66 π.Χ.).

Η νησίδα Ορτυγία, κέντρο της αρχαίας πόλης των Συρακουσών (πηγή).

Τότε, ο λαός (ὁ δᾶμος) των Συρακουσίων επαναστάτησε, ανέτρεψε την τυραννία και εγκαθίδρυσε τη δημοκρατία, η οποία άνθησε κατά τη διάρκεια εκείνης της «χρυσής πεντηκονταετίας» (περ. 466-410 π.Χ.), στο παράλληλο πρότυπο της ανθηρής αθηναϊκής δημοκρατίας, που διένυε φάση μέγιστης ακμής και επιρροής. Μολονότι οι διαθέσιμες σήμερα πηγές είναι φειδωλές χωρίς να επιτρέπουν την εκμαίευση ασφαλών συμπερασμάτων, γνωρίζουμε πως η εκκλησία του δήμου των Συρακούσιων πολιτών συνέστησε το κυρίαρχο πολιτειακό όργανο και εξέλεγε τους τρεις στρατηγούς (που εκπροσωπούσαν τις παραδοσιακές δωρικές φυλές: Υλλείς, Δυμάνες, Παμφύλους). Η δημοκρατία των Συρακουσών υπήρξε μάλλον μετριοπαθέστερη σε σύγκριση με τη ριζοσπαστικότερη αθηναϊκή δημοκρατία της Κλασικής Εποχής.

Εντούτοις, η Σικελική Εκστρατεία των Αθηναίων εναντίον των Συρακουσών θα επέλθει ως σημείο καμπής και θα ανατρέψει εκ βάθρων και διαπαντός το status quo (πολιτικό, γεωστρατηγικό, στρατιωτικό) στη Σικελία. Τελικά, με αφορμή την κρίσιμη καρχηδονιακή εισβολή του 409-404/05 π.Χ. το δημοκρατικό πολίτευμα των Συρακουσών αποσταθεροποιήθηκε και τελικά καταλύθηκε. Έκτοτε και μέχρι την άλωση της πόλης από τους Ρωμαίους το 212 π.Χ., ενόψει της πάγιας, διαρκούς και σοβαρής καρχηδονιακής απειλής –αλλά χωρίς ποτέ να καταργηθεί τυπικά ως σώμα η εκκλησία του δήμου– οι Συρακούσες κυβερνήθηκαν ουσιαστικά από τυράννους. Αρχικά κυβέρνησε την πόλη η δυναστεία του Διονύσιου Α΄ (Διονύσιος Α΄ ο Πρεσβύτερος, 405-367 π.Χ. – Διονύσιος Β΄ ο Νεότερος, 367-357 και 346-344 π.Χ.). Στη συνέχεια ανέβηκαν στην εξουσία διάφοροι άλλοι τύραννοι, σε πολλές περιπτώσεις ταυτόχρονα και αντιμαχόμενοι αλλήλους, με εξαίρεση τη σύντομη περίοδο παλινόρθωσης της δημοκρατίας στα χρόνια του Τιμολέοντα (περ. 344-336 π.Χ.). Αργότερα, ορισμένοι από τους ηγέτες των Συρακουσών τιτλοφορήθηκαν βασιλείς, όπως ο τύραννος Αγαθοκλής (317-289 π.Χ., βασιλεύς από το 305/04 π.Χ.) και ο στρατηγός Ιέρωνας Β΄ (275-215 π.Χ., βασιλεύς από το 270/65 π.Χ.) στο τότε πρότυπο των Μακεδόνων βασιλέων της ελληνιστικής Ανατολής.

Οι Συρακούσες διέθεταν ένοπλες δυνάμεις οργανωμένες στα γνωστά πρότυπα των ελληνικών πόλεων-κρατών της περιόδου. Τον στρατό ξηράς απάρτιζαν κυρίως οπλίτες βαρέως πεζικού, πολίτες ή μισθοφόροι. Αυτοί τάσσονταν στη μάχη και πολεμούσαν ως κλασική οπλιτική φάλαγγα. Παράλληλα, ελαφρύ πεζικό –πελταστές, ακοντιστές, τοξότες και σφενδονήτες– πλαισίωναν υποστηρικτικά τους οπλίτες. Ονομαστό ήταν εξάλλου το ιππικό των Συρακουσίων ήδη από την εποχή των Δεινομενιδών τυράννων. Επί Διονυσίου Α΄ ο στρατός των Συρακουσών εξοπλίστηκε με ελαφρά και βαρέα τηλεβόλα όπλα (γαστραφέτες, καταπέλτες κ.ο.κ.) που χρησιμοποιήθηκαν κυρίως στις πολιορκίες τειχισμένων πόλεων και οχυρών. Τον πολεμικό στόλο των Συρακουσών απάρτιζαν αρχικά τριακόντοροι, πεντηκόντοροι και διήρεις· τον 5ο αι. π.Χ. κυριάρχησαν στον ναυτικό αγώνα οι τριήρεις, ενώ από τον 4ο αι. π.Χ. οι ισχυρότερες τετρήρεις και πεντήρεις αποτέλεσαν τα κύρια πολεμικά σκάφη. Τα αριθμητικά δεδομένα για τη στρατιωτική ισχύ (στρατό και στόλο) των Συρακουσών αποκαλύπτουν μεγέθη συνήθως μικρότερα ή ενίοτε ανάλογα με τις άλλες δύο μεσογειακές ναυτικές δυνάμεις, Αθήνα και Καρχηδόνα.[3]

Επάνω αριστερά: Ελληνική τριακόντορος (πηγή). Επάνω δεξιά:   Ελληνική διήρης (πηγή). Κάτω: Ελληνική πεντηκόντορος (πηγή)

 

4. Η αρχαία Σικελία: λαοί – ελληνικός και φοινικικός αποικισμός – οι πρώτες σποραδικές αλλά ενδεικτικές του μέλλοντος συγκρούσεις

Η αρχαία Σικελία ήταν εξαιρετικά εύφορη περιοχή, ξακουστή στην αρχαιότητα για την παραγωγή σιτηρών εξίσου με την Κάτω Ιταλία (εξού και η κατεξοχήν διάδοση της λατρεία της Δήμητρας, θεάς της γεωργίας, και της Κόρης της Περσεφόνης μεταξύ Σικελιωτών και Ιταλιωτών Ελλήνων). Αρχικά, λέγεται ότι ονομαζόταν Τρινακρία λόγω του περίπου ισοσκελούς τριγωνικού της σχήματος, που ορίζεται από τα εξής ακρωτήρια: Πελωριάδα (Capo Peloro) στα ΒΑ, Πάχυνος (Capo Passero) στα ΝΑ και Λιλύβαιο (Capo Lilibeo) στα Δ, απ’ όπου το «Τρισκέλιον», διαχρονικό σύμβολο της Σικελίας.

Ήδη από την ύστερη Εποχή του Χαλκού και την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (περ. 1200-1000 π.Χ.) στη Σικελία κατοικούσαν τρεις λαοί: οι Σικελοί στα ανατολικά, οι Σικανοί στα κεντρικά και οι Έλυμοι στα δυτικά. Σημαντικοί οικισμοί των Σικελών ήταν η Παλική (Palikè), το Αγύριον (Agira, μετέπειτα πατρίδα του Διόδωρου Σικελιώτη), η Κεντόριπα (Centuripe), η Έννα (Enna), η Ύβλα και το Νέητο (Noto Antica)· των Σικανών η Κάμικος και η Ίνυκος· των Ελύμων η Έγεστα (Segesta), ο Έρυξ (Antica Erice, Erice), η Έντελλα (Rocca di Entella), οι Ιεταί (San Giuseppe Jato), οι Αλύκιαι και το Δρέπανον/τα Δρέπανα (Trapani). Οι περισσότεροι οικισμοί των γηγενών βρίσκονταν στην ενδοχώρα, διότι αργότερα τις ακτές της Σικελίας πλημμύρισαν διαδοχικά κύματα αποίκων, κυρίως Ελλήνων αλλά και Φοινίκων.

«Τρισκέλιον»: το σύμβολο της αρχαίας και σύγχρονης Σικελίας. Αργυρή δραχμή Συρακουσών εποχής Αγαθοκλή (317-289 π.Χ.) (πηγή).

Πράγματι, από τον 8ο αι. π.Χ. και εξής, πολυάριθμοι Έλληνες άποικοι, Ίωνες και Δωριείς, ίδρυσαν στο πλαίσιο του Β΄ Ελληνικού Αποικισμού (8ος–6ος αι. π.Χ.) πάμπολλες αποικίες στις ανατολικές, νότιες και βόρειες ακτές της Σικελίας. Πρώτοι οι Ίωνες Ευβοείς (κυρίως Χαλκιδείς) ίδρυσαν δύο αποικίες: τη Ζάγκλη (αργότερα Μεσσήνη, Messina), και μαζί με Ίωνες Ναξιώτες τη Νάξο (Giardini Naxos) στις βορειοανατολικές ακτές, συγκεκριμένα στα στρατηγικής σημασίας Στενά της Μεσσήνης που χωρίζουν τη Σικελία από την Ιταλία. Με τη σειρά της, η Νάξος μετατράπηκε σε μητρόπολη τριών νέων αποικιών: Ταυρομένιο (Taormina), Κατάνη (Catania) και Λεοντίνοι (Lentini), από βορρά προς νότο κατά μήκος των ανατολικών ακτών της Σικελίας. Οι Λεοντίνοι ίδρυσαν την Εύβοια (Licodia Eubea) στο εσωτερικό της νοτιοανατολικής Σικελίας. Η Ζάγκλη προμήθευσε αποίκους και έτσι ιδρύθηκαν οι Μύλαι (Milazzo), η Καλή Ακτή ή Καλάκτα (Caronia) και η Ιμέρα (Buonfornello, μαζί με Συρακούσιους φυγάδες) στις βόρειες ακτές της Σικελίας. Με τη σειρά της η Ιμέρα ίδρυσε κοντά άλλες πόλεις-φρούρια, όπως το Κεφαλοίδιον (Cefalù). Εντωμεταξύ, Δωριείς Κορίνθιοι είχαν ιδρύσει τις περίφημες Συρακούσες, οι οποίες με τη σειρά τους ίδρυσαν δικές τους μικρές αποικίες στην νοτιοανατολική Σικελία: τις Άκραι (Palazzolo Acreide), Κασμέναι (πλησίον Buscemi) και Άκριλλαι (Villaggio Gulfi) στην ενδοχώρα, την Έλωρο (Lido di Noto) και Καμάρινα (μεταξύ Scoglitti και Santa Croce Camerina) στις ακτές· έτσι, επεκτάθηκε σταδιακά αλλά σημαντικά η επικράτεια των Συρακουσών. Τα δωρικά Μέγαρα ίδρυσαν τα Υβλαία Μέγαρα (Augusta) και το γειτονικό Τρώτιλον (Brucoli) στην ανατολική ακτή, καθώς και τον Σελινούντα (Marinella di Selinunte) στη νοτιοδυτική ακτή της Σικελίας. Δωριείς Σελινούντιοι αποίκισαν τις Σελινούντιες Θέρμες (Sciacca) και τη Μινώα (Eraclea Minoa) στη νότια ακτή της Σικελίας. Δωριείς Ρόδιοι και Κρήτες ίδρυσαν τη Γέλα (Gela), μεγάλη αποικία στη νότια σικελική ακτή, ενώ Ρόδιοι και Κνίδιοι εγκαταστάθηκαν στη Μελιγουνίδα ή Λιπάρα νήσο (Lipari) βόρεια της Σικελίας· σταδιακά, όλα τα κατοικήσιμα νησιά στο σύμπλεγμα των Αιολίδων Νήσων (Isole Eolie) αποικίστηκαν από Έλληνες. Οι Δωριείς Γελώοι ίδρυσαν, τέλος, μια ακόμη αποικία που έμελλε σύντομα να γιγαντωθεί: ήταν ο Ακράγας/Ακράγαντας (Agrigento).

Ιστορικός βιντεο-χάρτης της αρχαίας Σικελίας / Mapping Armenian: [History] of Ancient Sicily

Επομένως, ήδη από τον 6ο αι. π.Χ. οι ελληνικές περιοχές είχαν εξαπλωθεί, ωσότου σταδιακά κάλυψαν σχεδόν όλο το μήκος των ανατολικών και νότιων ακτών της Σικελίας, με εκτενείς παράκτιους θύλακες επίσης απλωμένους στις βόρειες ακτές. Από τον 5ο αι. π.Χ. και εξής, οι Έλληνες άποικοι της Σικελίας αναφέρονται ως «Σικελιώτες»· παρομοίως, οι ομοεθνείς τους στην Κάτω Ιταλία επονομάζονταν «Ιταλιώτες». Μάλιστα, παρά τη διαλεκτική διαίρεση σε ιωνικής και δωρικής καταγωγής αποίκους,, οι κοινοί αγώνες των Σικελιωτών Ελλήνων πρώτα εναντίον των Αθηναίων και ύστερα ιδίως εναντίον των Καρχηδονίων προκάλεσαν τη σφυρηλάτηση μιας σχετικά ομοιογενούς τοπικής ελληνικής ταυτότητας, η οποία σταδιακά αγκάλιασε και τους ελληνίζοντες ή εξελληνισμένους λαούς του νησιού.

Β΄ Ελληνικός Αποικισμός: έτος ίδρυσης των αποικιών στη Μεγάλη Ελλάδα (Magna Grecia, Κάτω Ιταλία – Σικελία (πηγή).

Από τη μεριά τους, οι Φοίνικες και οι Καρχηδόνιοι συσπειρώθηκαν ενόψει της διογκούμενης εγκατάστασης και παραθαλάσσιας επέκτασης των Ελλήνων αποίκων και σταδιακά συνοίκισαν τρεις μεγάλες αποικίες-εμπορία στη δυτική και βορειοδυτική ακτή της μεγαλονήσου: τη Μοτύη ή Μοτύα (φοιν. Mṭwʾ ή Hmṭwʾ, ιταλ. Mozia ή San Pantaleo), την Πάνορμο (φοιν. Zyz/Ziz ή Ṣyṣ, ιταλ. Palermo) και τον Σολούντα (φοιν. Kapara/Kafara ή Kprʾ, ιταλ. Santa Flavia-Solanto).[4]

Οι πρώτες αξιομνημόνευτες συγκρούσεις Καρχηδονίων και Ελλήνων στη Σικελία χρονολογούνται από τον 6ο αι. π.Χ. Γύρω στο 580 π.Χ. Ρόδιοι και Κνίδιοι με αρχηγό-οικιστή τον Πένταθλο επιχείρησαν να αποικίσουν παράκτιες περιοχές στη νοτιοδυτική και δυτική Σικελία. Από εκεί εκδιώχθηκαν τελικά χάρη σε συνεργασία Καρχηδονίων και Ελύμων. Ύστερα, οι Καρχηδόνιοι με επικεφαλής τον Μάλχο προέβησαν σε μια πρώτη, περιορισμένη επέμβαση στη Σικελία περίπου το 550 π.Χ. ώστε να υπερασπιστούν τις τοπικές φοινικικές αποικίες και να διαφυλάξουν τις θαλάσσιες εμπορικές οδούς με τις υπόλοιπες φοινικικές εγκαταστάσεις σε Σαρδηνία και Κορσική. Αργότερα, το 510 π.Χ., Καρχηδόνιοι και Εγεσταίοι απέκρουσαν νέα απόπειρα Πελοποννησίων υπό τον Σπαρτιάτη Δωριέα, γόνο του βασιλικού οίκου των Αγιαδών και αδελφό των βασιλέων Κλεομένη (ετεροθαλή), Λεωνίδα και Κλεόμβροτου (ομομήτριο), να συστήσουν ξανά αποικία δυτικά του Σελινούντα. Τα υπολείμματα των ηττημένων αποίκων κατέφυγαν στη Μινώα στις εκβολές του ποταμού Αλυκού (Platani)· έκτοτε, η πόλη απέκτησε τον επιπλέον προσδιορισμό Ηράκλεια Μινώα.[5]

 

5. Ο Α΄ Σικελικός Πόλεμος και η Μάχη της Ιμέρας (480 π.Χ.)

α) Αιτίες και αφορμή του πολέμου

Η πρώτη μεγάλη μάχη μεταξύ Καρχηδονίων και Συρακουσίων έλαβε χώρα το 480 π.Χ. στην Ιμέρα, κοντά στις δύο καρχηδονιακές αποικίες της Πανόρμου και του Σολούντα στη βόρεια ακτή της Σικελίας. Εκεί συγκρούστηκαν ένας ισχυρός στρατός συνασπισμένων Ελλήνων υπό την ηγεσία των τυράννων Γέλωνα των Συρακουσών και Θήρωνα του Ακράγαντα με ένα μεγάλο εκστρατευτικό σώμα Καρχηδονίων και συμμάχων τους από τη Β. Αφρική, την Ιβηρική και τα νησιά της Δ. Μεσογείου υπό την ηγεσία του στρατηγού-βασιλιά Αμίλκα.

Στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. είχαν σχηματιστεί και ανταγωνίζονταν μεταξύ τους δύο ισχυροί και αντίρροποι πόλοι τυραννικής εξουσίας στην ελληνική Σικελία: ο νότιος «δωρικός» άξονας Συρακουσών/Γέλας-Ακράγαντα υπό τους Γέλωνα και Θήρωνα, και ο βόρειος «ιωνικός» άξονας Ρηγίου-Ιμέρας υπό τους Αναξίλαο και Τήριλλο, αντίστοιχα. Σταδιακά, ο Γέλωνας σε αγαστή συνεργασία με τον πεθερό του Θήρωνα άρχισαν να απειλούν σοβαρά την κυριαρχία του Αναξίλαου και του πεθερού του Τηρίλλου· τελικά, ο νότιος άξονας εξαπλώθηκε σημαντικά εις βάρος του βόρειου.

Χάρτης της Σικελίας επί Δεινομενιδών (485-465 π.Χ.).(πηγή)

Μεταξύ των ετών 491-481 π.Χ. ο Γέλωνας είχε ήδη επεκτείνει σημαντικά την επιρροή του στη Σικελία. Τότε, μετέφερε από τη Γέλα και εγκατέστησε στις Συρακούσες την πρωτεύουσα του διευρυμένου κράτους του, γιατί είχε διαβλέψει προνοητικά τις απεριόριστες δυνατότητες επέκτασης της πόλης και της μελλοντικής της καθιέρωσης ως μητρόπολης του Ελληνισμού της Σικελίας.

Εποίκισε, λοιπόν, τις Συρακούσες με κατοίκους από τη Γέλα, την Καμάρινα και τα Υβλαία Μέγαρα ακόμη και με τη βία· παράλληλα, προσείλκυσε στην πόλη και πολιτογράφησε ως Συρακούσιους χιλιάδες άλλους Έλληνες, κυρίως μισθοφόρους στρατιώτες. Έτσι, χάρη σε μεθοδικά οργανωμένη δημογραφική πολιτική μέσω στοχευμένων μετοικεσιών και πολιτογραφήσεων επιδίωξε και πέτυχε να αυξήσει σημαντικά τον συνολικό πληθυσμό της πόλης. Επιπλέον, ενίσχυσε τις οχυρώσεις των Συρακουσών τειχίζοντας τη συνοικία της Αχραδίνας βορείως της χερσονήσου της Ορτυγίας που ως τότε συνιστούσε τον πυρήνα της μικρής ακόμη σε έκταση πόλης. Παράλληλα, ο οικιστικός τομέας των Συρακουσών επεκτάθηκε και εκτός τειχών· έκτοτε, άρχισαν να αναπτύσσονται δίπλα και βορείως της Αχραδίνας δύο ακόμη συνοικίες, η Νεάπολη και η Τύχη, ώστε να ικανοποιηθούν οι αυξημένες ανάγκες στέγασης λόγω της αθρόας εισροής νέων κατοίκων, πολιτών και μετοίκων.[6]

Τέλος, ο Γέλωνας σχημάτισε ισχυρό στρατό ξηράς και ναυτικό.[7] Η σημαντική ενίσχυση του στρατού και στόλου των Συρακούσιων θα αποδώσει καρπούς, αφού οι Συρακούσες υπό τους τυράννους Γέλωνα και Ιέρωνα Α΄ αντίστοιχα θα στεφτούν νικήτριες σε δύο αποφασιστικές συγκρούσεις για την τύχη του Ελληνισμού της Μεγάλης Ελλάδας: στη Μάχη της Ιμέρας το 480 π.Χ. εναντίον των Καρχηδονίων και στη Ναυμαχία της Κύμης το 474 π.Χ. εναντίον των Τυρρηνών (Ετρούσκων).[8]

Την ίδια περίοδο, ο Θήρωνας άρχισε παρομοίως να εφαρμόζει δυναμική επεκτατική πολιτική σε βάρος γειτονικών ελληνικών πόλεων-κρατών. Προς δυσμάς απέσπασε την αποικία της Ηράκλειας Μινώας από την επικυριαρχία του Σελινούντα και την προσάρτησε στο κράτος του Ακράγαντα. Προς βορρά, ο Θήρωνας κατέλαβε την Ιμέρα και εκδίωξε από κει τον τύραννο Τήριλλο, ο οποίος κατέφυγε εξορισμένος στην αυλή του γαμπρού του Αναξίλαου στο Ρήγιο (Reggio di Calabria). Τότε, οι δύο προαναφερθέντες τύραννοι στράφηκαν απεγνωσμένοι προς τους Καρχηδονίους, στους οποίους απηύθυναν έκκληση να επέμβουν ώστε να περιορίσουν επιτέλους τη φρενήρη εξάπλωση της δύναμης των τυράννων Γέλωνα και Θήρωνα στη Σικελία.

Πράγματι, η Καρχηδόνα συμφώνησε να διενεργήσει μεγάλη ναυτική και πεζική εκστρατεία και να στηρίξει ενεργά τον τύραννο Αναξίλαο του Ρηγίου, ούτως ώστε συνεργαζόμενοι να αποκαταστήσουν στην Ιμέρα τον εξορισμένο τύραννο Τήριλλο. Σε εκείνη τη συμμαχία προστέθηκε ο Σελινούντας· οι Σελινούντιοι συμπαρατάχθηκαν με τους Καρχηδόνιους και τους Ρηγίνους χολωμένοι ύστερα από την απώλεια της Ηράκλειας Μινώας και την επέκταση του Ακράγαντα προς τα εδάφη τους. Έτσι, οι Καρχηδόνιοι συμμάχησαν με δύο από τις μεγαλύτερες και ισχυρότερες πόλεις-κράτη της Μεγάλης Ελλάδας εκείνη την εποχή, το Ρήγιο και τον Σελινούντα, με τελικό στρατηγικό στόχο την ένοπλη επιβολή επί του διδύμου Συρακουσών/Γέλας-Ακράγαντα. Γενικά, έχει υποστηριχθεί μέσω αρχαιολογικών τεκμηρίων ότι από τα τέλη του 6ου αι. έως τις αρχές του 4ου αι. π.Χ. επικράτησε οικονομική στασιμότητα γενικότερα στη λεκάνη της Δυτικής Μεσογείου, δεδομένο που ενδεχομένως συνεισέφερε στην αύξηση της αναταραχής, των ανταγωνισμών και των συγκρούσεων στην περιοχή εκείνη ακριβώς την περίοδο.[9]

Η Μάχη της Ιμέρας, 480 π.Χ. / Battles of the Ancients: How the Battle of Himera Started the Sicilian Wars

 

β) Πιθανή συνάφεια του Α΄ Σικελικού Πολέμου με τους Περσικούς Πολέμους

Οι Καρχηδόνιοι βρήκαν, λοιπόν, την αφορμή που ζητούσαν από καιρό ώστε να επέμβουν δυναμικά στη Σικελία και να επεκτείνουν την κυριαρχία και την επιρροή τους, επιχειρώντας να εκμεταλλευτούν εντέχνως και προς όφελός τους τις έριδες μεταξύ των Ελλήνων της Μεγάλης Ελλάδας. Την απόφασή τους να διοργανώσουν μια τόσο φιλόδοξη και χωρίς προηγούμενο υπερπόντια εκστρατεία ενίσχυσε πιθανότατα η παράλληλη διενέργεια της εκστρατείας του Πέρση Μεγάλου Βασιλιά Ξέρξη εναντίον της μητροπολιτικής Ελλάδας. Από τις πηγές δεν τεκμαίρεται παρά μόνον υπονοείται ότι ίσως Περσία και Καρχηδόνα συνεργάστηκαν άμεσα ή έστω συνεννοήθηκαν και συντόνισαν τις πολεμικές τους επιχειρήσεις ώστε να επιτεθούν και να προσβάλλουν ταυτόχρονα τους Έλληνες από Ανατολή και Δύση. Αδυνατούμε, επομένως, να επιβεβαιώσουμε με ασφάλεια ότι οι δύο δυνάμεις συνδύασαν τη δράση εναντίον του Ελληνισμού. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι, ενόσω οι Πέρσες προετοίμαζαν και κινητοποιούσαν τις κολοσσιαίες στρατιωτικές και ναυτικές τους δυνάμεις για την εισβολή στην Ελλάδα, τα νέα της επερχόμενης, φοβερής περσικής εκστρατείας είχαν προηγουμένως κυκλοφορήσει ευρύτερα στον κόσμο της Μεσογείου.

Όσον αφορά τη Δυτική Μεσόγειο, εκείνες οι πληροφορίες φαίνεται πως λειτούργησαν αμφίδρομα και διττά: όταν οι συνήθως συνετοί και συντηρητικοί Καρχηδόνιοι πληροφορήθηκαν τις εξελίξεις –πιθανότατα από συμπατριώτες τους της μητρόπολης Τύρου με τους οποίους είχαν στενές διαχρονικά επαφές– τις θεώρησαν ως χρυσή ευκαιρία, ώστε να εισβάλουν με περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας στη Σικελία, ενόσω δηλαδή οι Έλληνες της μητροπολιτικής Ελλάδας θα αδυνατούσαν να προστρέξουν σε βοήθεια των απειλούμενων ομοεθνών τους στη Δύση. Αυτή θεωρούμε ως την πιθανότερη και ασφαλέστερη εκτίμηση για την όντως περίεργη και όχι τόσο τυχαία (παρότι ίσως ακούσια παρά εκούσια) σύμπτωση των δύο εχθρικών επιθέσεων από Ανατολή και Δύση εναντίον του συνόλου σχεδόν του ελεύθερου Ελληνισμού. Από την άλλη, γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι οι Σικελιώτες Έλληνες απέκρουσαν τις αλλεπάλληλες, αγωνιώδεις εκκλήσεις των συμπατριωτών τους της κυρίως Ελλάδας για συμπαράσταση και συνδρομή στον υπέρ πάντων αγώνα εναντίον της τρομακτικής πολεμικής μηχανής της περσικής αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών. Μάλιστα, αιωρήθηκαν εναντίον τους αιχμές και μομφές για καιροσκοπισμό λόγω της απορριπτικής τους στάσης. Πλέον, εικάζεται ότι ο πραγματικός και ουσιαστικός λόγος εκείνης της άρνησης ήταν οι ανησυχητικές πληροφορίες ότι οι Καρχηδόνιοι είχαν αρχίσει ήδη να κινητοποιούνται εναντίον της ελληνικής Σικελίας.[10]

 

γ) Μάχη της Ιμέρας (480 π.Χ.): ένας αποφασιστικής σημασίας ελληνικός θρίαμβος

Το καλοκαίρι του 480 π.Χ. καρχηδονιακός στρατός και στόλος, θρυλούμενης ισχύος 100.000 ανδρών, 200 πολεμικών και άλλων 1.000 μεταγωγικών πλοίων με διοικητή τον ηγεμόνα Αμίλκα, αποβιβάστηκε στην Ιμέρα και άρχισε αμέσως να την πολιορκεί. Γι’ αυτό, ο Αμίλκας δημιούργησε δύο οχυρά στρατόπεδα στα δυτικά της πόλης, ένα ναυτικό βορειότερα στην ακτή και ένα πεζικό νοτιότερα στην ενδοχώρα. Τις τάξεις των καρχηδονιακών στρατευμάτων επάνδρωνε παραδοσιακά πανσπερμία λαών και φυλών: Καρχηδόνιοι και διάφοροι άλλοι Φοίνικες, Νουμίδες και Λίβυες από τη Βόρεια Αφρική, Ίβηρες και Λίγυρες από την ηπειρωτική Δυτική Ευρώπη, γηγενείς Σαρδηνοί και Κορσικανοί από τα δύο μεγάλα ομώνυμα νησιά της Μεσογείου.

Giuseppe Sciuti, Ο θάνατος του Αμίλκα στη Μάχη της Ιμέρας, αντίγραφο πίνακα του 1873 (πηγή).

Την Ιμέρα υπερασπιζόταν ο ίδιος ο Θήρωνας επικεφαλής ικανής στρατιωτικής φρουράς. Ο Γέλωνας έσπευσε από τις Συρακούσες με ισχυρό εκστρατευτικό σώμα, φημολογούμενης ισχύος 50.000 πεζών και 5.000 ιππέων, να ενισχύσει τον Θήρωνα στην άμυνα και υπεράσπιση της Ιμέρας. Καταρχάς, πέτυχε να σπάσει την πολιορκία της Ιμέρας και αμέσως μετά κατασκεύασε οχυρό στρατόπεδο στα ανατολικά της πόλης. Έτσι, η παρεμβολή των Συρακούσιων αφενός ενίσχυε τις τάξεις των πολιορκημένων ενώ αφετέρου εξουδετέρωνε την πιθανότητα ο πολιορκημένος στην Ιμέρα Θήρωνας να περικυκλωθεί από τις δυνάμεις του Αμίλκα και του Αναξίλαου. Βέβαια, ο τελευταίος δεν πρόλαβε ποτέ να φτάσει εγκαίρως στο πεδίο της μάχης επικεφαλής στρατού ώστε να ενισχύσει τους Καρχηδόνιους συμμάχους του.

Τότε, Γέλωνας και Θήρωνας πληροφορήθηκαν κατά τύχη ότι επικουρίες των Σελινούντιων πλησίαζαν να ενωθούν με τους Καρχηδόνιους· προκάλεσαν, λοιπόν, με τέχνασμα τη μάχη ώστε να αποτρέψουν τη συνένωση και συνεργασία μεταξύ τους και να συντρίψουν με ένα μόνο χτύπημα τους Καρχηδονίους προτού ισχυροποιηθούν περαιτέρω. Αρχικά, προσποιούμενοι συμμάχους Σελινούντιους ιππείς, επιτέθηκαν και εισέβαλαν στο βόρειο ναυτικό –ασθενέστερο σε αριθμούς στρατιωτών και φύλαξη– καρχηδονιακό στρατόπεδο πυρπολώντας και καταστρέφοντας τα εχθρικά πλοία. Στη συνέχεια οι ελληνικές δυνάμεις διενέργησαν από κοινού μαζική έξοδο και κυκλωτική έφοδο εναντίον του κυρίως πεζικού καρχηδονιακού στρατοπέδου στο νότο, όπου έδρευε η μάζα των καρχηδονιακών στρατευμάτων εισβολής. Εκεί περικύκλωσαν, κατέσφαξαν ή αιχμαλώτισαν ύστερα από μια ανηλεή «μάχη εξόντωσης» (Vernichtungsschlacht) όλους σχεδόν τους «βάρβαρους» εχθρούς. Η μάχη έληξε με αποφασιστική νίκη των Σικελιωτών Ελλήνων. Ο καρχηδονιακός στρατός και στόλος εξολοθρεύθηκαν, ενώ ο ίδιος ο Αμίλκας έχασε με δραματικό τρόπο τη ζωή του. Αντί να περικυκλωθούν και να εξοντωθούν οι σικελιώτικες δυνάμεις του Θήρωνα και του Γέλωνα από τη συνδυασμένη ισχύ των αντιπάλων τους, τελικά εκτέθηκαν μεταξύ «σφύρας και άκμονος» και εξοντώθηκαν πλήρως οι καρχηδονιακές δυνάμεις του Αμίλκα!

Οστά πεσόντων στη μάχη της Ιμέρας.

 

δ) Οι κυριότερες συνέπειες της Μάχης της Ιμέρας

Ο Γέλωνας δεν ηγήθηκε περαιτέρω επιθέσεων εναντίον των καρχηδονιακών κτήσεων στη δυτική Σικελία, ούτε επιτέθηκε στο Ρήγιο στην Κάτω Ιταλία, πόσο μάλλον στην Καρχηδόνα στη Βόρεια Αφρική, μολονότι προς στιγμή οι Καρχηδόνιοι φοβήθηκαν τα χειρότερα και προετοίμασαν την πρωτεύουσά τους για πολιορκία ενόψει της ολοσχερούς στρατιωτικής συντριβής τους! Αντιθέτως, η σύρραξη έληξε με την επιβολή μετριοπαθών και όχι δυσβάστακτων όρων στην Καρχηδόνα· οι ηττημένοι Καρχηδόνιοι υποχρεώθηκαν βέβαια σε καταβολή βαριάς πολεμικής αποζημίωσης ύψους 2.000 αργυρών ταλάντων (βάρους περίπου 52 τόνων αξίας 12.000.000 αργυρών αττικών δραχμών), αλλά δεν έχασαν εδάφη, ούτε απώλεσαν τα προγεφυρώματά τους στο δυτικό άκρο της Σικελίας.

Giuseppe Carta, Ο Γέλωνας επιστρέφει νικητής στις Συρακούσες μετά από τη Mάχη της Ιμέρας, 1853 (πηγή).

Με αυτή τη ρύθμιση, ο Γέλωνας επιχείρησε μάλλον να παρεμποδίσει την υπερβολική ανάπτυξη της δύναμης του Θήρωνα και των Ακραγαντίνων διατηρώντας στον ρόλο του αντίπαλου δέους τους ηττηθέντες Καρχηδονίους και τις τρεις αποικίες-προπύργια που συνέχισαν να διατηρούν και να κατέχουν ακώλυτα στη Σικελία. Βέβαια, η συμμαχία και στενή συνεργασία μεταξύ Συρακουσών και Ακράγαντα σήμανε τον έλεγχο σχεδόν ολόκληρης της Σικελίας από τον συνασπισμό των δύο αυτών ελληνικών πόλεων για δεκαετίες. Την πρωτοκαθεδρία τους αναγνώρισαν ακόμη και οι αντίπαλες ισχυρές ελληνικές πόλεις του Ρηγίου και του Σελινούντα, που προσδέθηκαν έκτοτε στο άρμα των Συρακουσών.[11]

Ο ελληνικός θρίαμβος στη Μάχη της Ιμέρας αποτυπώθηκε εύγλωττα εκείνη την ηρωική για τους Έλληνες περίοδο εθνικής ανάτασης σε επίγραμμα του λυρικού ποιητή Σιμωνίδη του Κείου, εμπνευστή ανάλογων επιγραμμάτων που «κοσμούν» και διαλαλούν στην αιωνιότητα το κλέος των Περσικών Πολέμων. Το σχετικό επίγραμμα που αναρτήθηκε στους Δελφούς –στον Ομφαλό της Γης και της Ελλάδας– περιλαμβάνει τους εξής εγκωμιαστικούς στίχους, οι οποίοι είναι τόσο εκφραστικοί και παραστατικοί, ώστε με ωθούν να ολοκληρώσω ποιητικά το παρόν άρθρο:

Φημὶ Γέλων᾽, Ἱέρωνα, Πολύζηλον, Θρασύβουλον,

παῖδας Δεινομένευς τοὺς τρίποδας θέμεναι,

βάρβαρα νικήσαντας ἔθνη, πολλὴν δὲ παρασχεῖν

σύμμαχον Ἕλλησιν χεῖρ᾽ ἐς ἐλευθερίην.[12]

 

  [ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ]

 

Ο Γεώργιος Καλαφίκης είναι Διδάκτωρ Βυζαντινής Ιστορίας, Φιλόλογος Δ.Ε. στο Μουσικό Σχολείο Θεσσαλονίκης, επιστημονικός συνεργάτης αποσπασμένος στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Πρβ. Δρόκαλος 2017: 9-10.

[2] Αριστοτέλης Πολ. 2.1272b-1273a. – Justinus 18.3-7, 19.1-2. ‖ Warmington 1960: 13-33, 114-135. – Lloyd 1977: 49-53, 61-73, 91-104. – Wise 1993: 4-23. – Braudel 2000: 290-305. – Goldsworthy 2003: 26-36. – Fields 2010: 4-6, 12 κ.ε. – Steinby 2014: 26-27, 33-35. – Miles 2011: 20-42. – Hoyos 2015: 14-23. – DeSantis 2016: 42-48. – Δρόκαλος 2017: 11-26. – Γρηγορόπουλος 2017: 67-85. – Hoyos 2019: 7-31. – Hoyos 2021: 1-52.

[3] Δρακόπουλος 2006: 199, 205. – Ναστούλης 2006: 304. – Μοράκης 2006. – Dummett 2010: chapters 1-5. – Evans 2016.

[4] Έφορος F.135-137b : Στράβων 6.2.1, 6.2.4, 6.2.2 και Ψευδο-Σκύμνος 264-277. – Τίμαιος F.164 : Διόδωρος 5.1-11. – Θουκυδίδης 6.2. – Διόδωρος 4.78-79, 83-85· 5.1-11. – Ψευδο-Σκύμνος 264-299. – Στράβων 6.2. – Justinus 4.1-3. ‖ Warmington 1960: 33-44. – Σακελλαρίου 1971. – Braudel 2000: 340-347. – Smith/Serrati 2000: Part I. Sicily and Colonisation. – Ross Holloway 2004: 43-55, 83-96, 155-156. – Benjamin 2006: 20-49. – Δρακόπουλος 2006: 196-201. – Ναστούλης 2006: 302-305. – Ξυδόπουλος 2007 [2022]. – De Simone 2008. – Champion 2010: 21-33. – Dummett 2010: 8. – Hall 2012. – Tribulato 2012: 7-10, 23-31. – Steinby 2014: 26-29. – Cipolla 2015. – Norwich 2015: Chapters 1-2. – De Angelis 2016. – Δρόκαλος 2017: 26-31. – Hoyos 2019: 45-46. – Mackay 2021: 16-31.

[5] Πένταθλος: Αντίοχος F.2 : Παυσανίας Φωκικά 10.11. – Τίμαιος F.164 : Διόδωρος 5.9.2-5. Μάλχος: Justinus 18.7. Δωριέας: Ηρόδοτος 5.42-48. ‖ Lloyd 1977: 54-56. – Champion 2010: 51-54. – Miles 2011: 37, 42-43. – Μπελέζος 2014: 11-12. – Δρόκαλος 2017: 31-35. – Hoyos 2019: 33-41, 44-45. – Hoyos 2021: 53-54.

[6] Mignosa 2020: 247-254. Νεάπολη και Τύχη περικλείστηκαν στον οχυρωματικό περίβολο των Συρακουσών αργότερα, αλλά πάντως πριν από τη «Σικελική Εκστρατεία» των Αθηναίων το 415-413 π.Χ.. Evans 2016: σημ. 31 σ. 72.

[7] Η ενίσχυση της στρατιωτικής ισχύος των Συρακουσών αναλογούσε σε μέγεθος με την αντίστοιχη της Αθήνας χάρη στο ναυτικό πρόγραμμα του Θεμιστοκλή. Αξίζει, επομένως, να παρατηρήσουμε ότι οι δύο πρόμαχοι του Ελληνισμού σε Ανατολή και Δύση, Αθήνα και Συρακούσες, εξοπλίστηκαν ταυτόχρονα· τα εξοπλιστικά τους προγράμματα συνέβαλαν τα μέγιστα στην απόκρουση Περσών και Καρχηδονίων αντίστοιχα. Πρβ. Πελεκίδης 1971: 355.

[8] Ηρόδοτος 7.154-156, 165. – Διόδωρος 10.28-29. ‖ Πελεκίδης 1971: 354-355. – Benjamin 2006: 49-51. – Ναστούλης 2006: 303-304. – Μοράκης 2006: 204-207. – Dummett 2010: 9-11. – Champion 2010: 54-63. – Μπελέζος 2014: 13-19. – Morgan 2015: 23-25, 52-61. – De Angelis 2016: 101-106, 180-188. – Evans 2016: 19-26. – Δρόκαλος 2017: 43-47.

[9] Steinby 2014: 38-39. – De Angelis 2020.

[10] Ηρόδοτος 7.157-164. –Έφορος F.186 : Sch. Pind. P 1.146a-b. – Τίμαιος F.94 : Πολύβιος 12.26b.1-3. – Διόδωρος 11.1. – Justinus 19.1.10-12. ‖ Champion 2010: 63-64. – Μπελέζος 2014: 12-13. – Morgan 2015: 25-86. – Evans 2016: 26-33, 38-40. – Δρόκαλος 2017: 47-48. – Αραποπούλου 2019: 99-100.

[11] Ηρόδοτος 7.165-167. – Διόδωρος 11.20-25 και 38. – Έφορος F.186 : Sch. Pind. P 1.146a-b. – Τίμαιος F.20 : Sch. Pind. P 2.2. – Frontinus Strat. 1.11.18. – Πολύαινος Στρατ. 1.27-28. ‖ Warmington 1960: 44-48. – Πελεκίδης 1971: 355-356. – Lloyd 1977: 57-58. – Prayon 2004: 88-89. – Benjamin 2006: 51-55. – Μοράκης 2006: 207-210. – Champion 2010: 64-73. – Dummett 2010: 11-13. – Miles 2011: 49-50. – Μπελέζος 2014: 12-27. – Steinby 2014: 41. – DeSantis 2016: 50. – Evans 2016: 33-42. – Δρόκαλος 2017: 48-57. – Hoyos 2019: 46-51. – Hoyos 2021: 54-55. Για ομαδικούς τάφους (σαν τους περίφημους «δεσμώτες του Φαλήρου») που συνδέονται με τη Μάχη της Ιμέρας το 480 π.Χ. βλ. Sulosky Weaver 2015: 135. – Vassallo 2020.

[12] «Διαλαλώ ότι οι Γέλωνας, Ιέρωνας, Πολύζαλος, Θρασύβουλος, του Δεινομένη γιοι, τους τρίποδες αφιέρωσαν, βάρβαρα νικώντας έθνη, ενώ προσέφεραν στους Έλληνες πολύ συμμαχική επικουρία για την ελευθερία». Στα Sch. Pind. P 1.152b διασώζεται η ανωτέρω ηρωική εκδοχή, ενώ αντιθέτως αφηρωισμένη στα σιμωνίδεια επιγράμματα της Anthologia Graeca (πρβ. AG 6.214).

 

ΠΗΓΕΣ

Anthologia Graeca vol. I: libr. 6, ed. H. Beckby, München 21965

Antiochi Fragmenta, ed. K. Müller, Fragmenta Historicorum Graecorum I, Paris 1841, σ. 181-184

Aristotelis politica, ed. W.D. Ross, [Oxford Classical Texts (OCT)] Oxford 1957

Diodorus of Sicily vol. III: Books IV (continued)–VIII, vol. IV: Books IX–XII.40, ed.-transl. C.H. Oldfather, [Loeb Classical Library (LCL)] London/Cambridge MA 1939, 1946 [https://penelope.uchicago.edu/Thayer/e/roman/texts/diodorus_siculus/home.htmlhttps://www.theoi.com/Text/DiodorusSiculus4A.html (μόνο αγγλ. μτφ.)]

Ephoros von Kyme, F. Jacoby (ed.), Die Fragmente der griechischen Historiker (FGrHist), II.A, 70, Leiden 1986, σ. 37-109

Frontinus The Stratagems and Aqueducts of Rome, ed.-transl. C.E. Bennett, [LCL] London/New York 1925 [https://penelope.uchicago.edu/Thayer/E/Roman/Texts/Frontinus/Strategemata/home.html]

Hérodote Histoires. Tome V. Livre V: Terpsichore, Tome VII. Livre VII: Polymnie, ed. Ph.-E. Legrand, [Collection des universités de France (CUF). Série grecque – Collection Budé 104, 113] Paris 1951 [αρχαιοελλ. κείμενο και νεοελλ. απόδοση βιβλ. 5 «Τερψιχόρη» και 7 «Πολύμνια»: Η. Σπυρόπουλος (1992, 1993). «Μνημοσύνη» Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας (ΚΕΓ): https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/index.html?author_id=153]

Justin Abrégé des Histoires Philippiques de Trogue Pompée. Tome I. Livres I-X, Tome II. Livres XI-XXIII, eds. B. Mineo/G. Zecchini, [CUF. Série latine 413, 418], Paris 2016-2020 [λατ. κείμενο με αγγλ. και γαλλ. μτφ. (J.S. Watson, 1853 ‖ M.-P. Arnaud-Lindet, 2003, αντίστοιχα) στο: https://www.forumromanum.org/literature/justinx.html. Αγγλική μτφ. και στο: http://www.attalus.org/info/justinus.html]

Pausaniae Graciae descriptio, vol. III: Libri IX-X, ed. F. Spiro, [Bibliotheca Scriptorum Graecorum et Romanorum Teubneriana (BT)] Lipsiae 1903 [https://www.theoi.com/Text/Pausanias1A.html (μόνο αγγλ. μτφ. έκδ. Loeb)]

Polyaeni Strategematon Libri VIII, eds. E. Woelfflin/J. Melber, [BT] Stuttgart 21970 [http://www.attalus.org/info/polyaenus.html]

Polybius The Histories in six volumes, Vol. IV (Books IX-XV), ed.-transl. W.R. Paton, [LCL] London/New York 1925 [https://penelope.uchicago.edu/Thayer/e/roman/texts/polybius/home.html]

Pseudo-Scymnus ad Nicomedem regem, vv. 1-980 (sub titulo orbis descriptio), ed. K. Müller, [Geographi Graeci minores 1] Hildesheim 21965, σ. 196-237

Scholia vetera in Pindari carmina, vol. II: Scholia Pythiorum, ed. A.B. Drachmann, [BT] Amsterdam 21967

Strabonis geographica, vol. I, rec. A. Meineke, [BT] Graz 21969 [https://penelope.uchicago.edu/Thayer/e/roman/texts/strabo/home.html]

Thucydidis historiae, vol. II: Libri V-VIII, eds. H.S. Jones/J.E. Powell, [OCT] Oxford: 21967 [αρχαιοελλ. κείμενο και νεοελλ. απόδοση: Α.Σ. Βλάχος (2008). «Μνημοσύνη» ΚΕΓ: https://www.greeklanguage.gr/digitalResources/ancient_greek/library/index.html?author_id=160]

Timaios, F. Jacoby (ed.), Die Fragmente der griechischen Historiker (FGrHist), III.B, 566, Leiden 1986, σ. 581-658

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αραποπούλου, Μ. 2019. «Ελπίδα και φόβος στον Ηρόδοτο: Η πρόκληση αγωνίας στον αποδέκτη», στο: Μορφές και Τρόποι της Επιθυμίας στην αρχαία ελληνική και λατινική γραμματεία, Πρακτικά 1ου Συνεδρίου Μεταπτυχιακών Φοιτητών και Υποψηφίων Διδακτόρων Κλασικής Φιλολογίας Α.Π.Θ. (4-6 Απριλίου 2019), Θεσσαλονίκη, σ. 95-114

Benjamin, S. 2006. Sicily. Three Thousand Years of Human History, Hanover NH

Braudel, F. 2000. Οι Μνήμες της Μεσογείου. Προϊστορία και Αρχαιότητα, μτφ. Κ. Ουγούρλογλου, [Ιστορία] Αθήνα

Champion, J. 2010. The Tyrants of Syracuse: War in Ancient Sicily, Vol. I: 480–367 BC, [Pen & Sword Military] Barnsley

Cipolla, G. 2015. «Sicily and Greece», στο: C. Karagoz/G. Summerfield (eds.), Sicily and the Mediterranean. Migration, Exchange, Reinvention, New York, σ. 13-28

De Angelis, F. 2016. Archaic and Classical Greek Sicily. A Social and Economic History, [Greeks Overseas] Oxford

De Angelis, F. 2020. «Energising the economy: present results and future directions», στο: M. Jonasch (ed.), The Fight for Greek Sicily Society, Politics, and Landscape, Oxford/Philadelphia, σ. 118-129

DeSantis, M.G. 2016. Rome seizes the Trident. The Defeat of Carthaginian Sea Power and the Forging of the Roman Empire, [Pen & Sword Military] Barnsley

De Simone, R. 2008. «Sicilia e Malta in età fenicia e punica: problemi e prospettive», στο: A. Bonanno/P. Militello (eds.), Interconnections in the Central Mediterranaean: The Maltese Islands and Sicily in History (Proceedings of the Conference St Julians, Malta, 2nd and 3rd November 2007), [K.A.S.A. (Koinè Archeologica, Sapiente Antichità)] Palermo, σ. 37-52

Δρακόπουλος, Δ. 2006. «Η διεύρυνση του ελληνικού κόσμου», στο: Ιστορία των Ελλήνων τόμος 2: Αρχαϊκοί Χρόνοι, Αθήνα, σ. 156-211

Δρόκαλος, Σ.Φ. 2017. Έλληνες εναντίον Καρχηδονίων. Η αδυσώπητη σύγκρουση για κυριαρχία στη δυτική Μεσόγειο (8ος-3ος αι. π.Χ.), [Μονογραφίες της «Στρατιωτικής Ιστορίας» 76] Αθήνα

Dummett, J. 2010. Syracuse City of Legends. A Glory of Sicily, London/New York

Evans, R. 2016. Ancient Syracuse. From Foundation to Fourth Century Collapse, London/New York

Fields, N. 2010. Carthaginian Warrior 264–146 BC, [Osprey Warrior 150] Oxford/Long Island NY

Goldsworthy, A. 2003. The Fall of Carthage. The Punic Wars 265–146 BC, [Cassell Military Paperbacks] London

Γρηγορόπουλος, Κ. 2017. «Ο στρατός της Καρχηδόνας (5ος-3ος αι. π.Χ.). Ο χερσαίος βραχίονας μιας ναυτικής δύναμης», στο: Μάχες της Αρχαιότητας Τόμος 5, [Στρατιωτική Ιστορία] Αθήνα, σ. 61-90

Hall, J.M. 2012. «Early Greek settlement in the West: the limits of colonialism», στο: K. Bosher (ed.), Theater Outside Athens. Drama in Greek Sicily and South Italy, Cambridge, σ. 19-34

Hoyos, D. 2015. Mastering the West. Rome and Carthage at War, [Ancient Warfare and Civilization] Oxford

Hoyos, D. 2019. Carthage’s Other Wars. Carthaginian Warfare Outside the ‘Punic Wars’ Against Rome, [Pen & Sword Military] Barnsley

Hoyos, D. 2021. Carthage. A Biography, [Cities of the Ancient World] London/New York

Lloyd, A. 1977. Destroy Carthage! The Death Throes of an Ancient Culture, London

Mackay, J. 2021. The Invention of Sicily. A Mediterranean History, London/New York

Mignosa, V. 2020. «When war changes a city. Fortifications and urban landscapes in tyrant-ruled Syracuse», στο: M. Jonasch (ed.), ό.π. σ. 242-270

Miles, R. 2011. Carthage Must Be Destroyed. The Rise and Fall of an Ancient Mediterranean Civilization, New York

Μοράκης, Α. 2006. «Έλληνες της Δύσης», στο: Ιστορία των Ελλήνων τόμος 3: Κλασικοί Χρόνοι, Αθήνα, σ. 202-241

Morgan, K.A. 2015. Pindar and the Construction of Syracusan Monarchy in the Fifth Century B.C., [Greeks Overseas] Oxford

Μπελέζος, Δ. Σ. 2014. «Η μάχη της Ιμέρας (480 π.Χ.). Η αναχαίτιση της Καρχηδόνας από τους Έλληνες», στο: Μάχες της Αρχαιότητας Τόμος 1, [Στρατιωτική Ιστορία] Αθήνα, σ. 9-28

Ναστούλης, Κ. 2006. «Ο ελληνικός κόσμος του 6ου αιώνα», στο: Ιστορία των Ελλήνων τόμος 2: Αρχαϊκοί Χρόνοι, Αθήνα, σ. 242-305

Norwich, J.J. 2015. Sicily. An Island at the Crossroads of History, New York

Πελεκίδης, Χ. 1971. «Οι μεγάλοι εθνικοί πόλεμοι», στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Ι.Ε.Ε), τομ. Β΄: Αρχαϊκός Ελληνισμός, Αθήνα, σ. 354-357

Prayon, F. 2004. Οι Ετρούσκοι. Ιστορία, Θρησκεία, Τέχνη, μτφ. Α. Φωσβίνκελ, Αθήνα

Ross Holloway, R. 2004. The Archaeology of Ancient Sicily, London/New York

Σακελλαρίου, Μ. 1971. «Ο αποικιακός Ελληνισμός», στο: Ι.Ε.Ε., τ. Β΄: Αρχαϊκός Ελληνισμός, Αθήνα, σ. 270-277

Smith, Chr./Serrati, J. (eds.) 2000. Sicily from Aeneas to Augustus. New Approaches in Archaeology and History, [New Perspectives on the Ancient World 1] Edinburgh, Part I. Sicily and Colonisation, άρθρα 2-5, σ. 9-70

Steinby, Chr. 2014. Rome versus Carthage. The War at Sea, [Pen & Sword Maritime] Barnsley

Sulosky Weaver, C.L. 2015. The Bioarchaeology of Classical Kamarina. Life and Death in Greek Sicily, [Bioarchaeological Interpretations of the Human Past: Local, Regional, and Global Perspectives] Gainesville FL

Tribulato, O. 2012. «‘So many Sicilies’: Introducing language and linguistic contact in ancient Sicily», στο: eadem (ed.), Language and Linguistic Contact in Ancient Sicily, [Cambridge Classical Studies] Cambridge/New York, σ. 1-45

Vassallo, S. 2020. «Guerre e conflitti nella Sicilia centro-settentrionale tra la metà del VI e la fine del V sec. a.C.: una prospettiva archeologica», στο: M. Jonasch (ed.), ό.π. σ. 1-17

Warmington, B.H. 1960. Carthage, London

Wise, T. 1993. Armies of the Carthaginian Wars 265-146 BC, [Osprey Military Men-At-Arms Series 121] London1982

Ξυδόπουλος, Ι.Κ. 2007. «Η ταυτότητα των Ελλήνων της Σικελίας», Εγνατία 11 (2007) 9-18 [αναδημοσίευση στην «Clio Turbata» (08/01/2022): https://clioturbata.com/απόψεις/ksidopoulos_the_identity_of_the_greeks_of_sicily/]

Βασίλης Ν. Κολλάρος: Χαρίσιος Βαμβακάς. Ο άνθρωπος που έλυσε υπέρ της Ελλάδας τον γρίφο του Θρακικού Ζητήματος (1919-1920)

Ειδικό αφιέρωμα στη Θράκη 

 

Βασίλης Ν. Κολλάρος

Χαρίσιος Βαμβακάς. Ο άνθρωπος που έλυσε υπέρ της Ελλάδας τον γρίφο του Θρακικού Ζητήματος (1919-1920)

 

Ο Βενιζέλος στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων

Ο Βενιζέλος στις 17/30 Δεκεμβρίου 1918 υπέβαλε υπόμνημα προς τη Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων, το οποίο περιείχε τις εδαφικές αξιώσεις της Ελλάδας,[i] εν ολίγοις, τα ζητήματα της Β. Ηπείρου, της Θράκης, της Μικράς Ασίας, της Κύπρου και των νήσων.[ii] Ο επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας χρησιμοποίησε την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών για να υποστηρίξει τα ελληνικά αιτήματα.[iii] Με γνώμονα το δικαίωμα του ατόμου στην εθνική συνείδηση και όχι το κριτήριο της γλώσσας, προσπάθησε να πείσει τους Συμμάχους για το δίκαιο των ελληνικών διεκδικήσεων.[iv] Για τον ίδιο, κριτήριο της εθνικότητας ήταν η εθνική συνείδηση και όχι η γλώσσα, η θρησκεία ή η φυλή.[v]

Ο μοναδικός αλάνθαστος παράγοντας για την ελληνική πλευρά υπήρξε η εθνική συνείδηση «δηλαδή η εσκεμμένη θέλησις των ατόμων όπως καθορίσουν την τύχην των και αποφασίσουν εις ποίαν εθνικήν οικογένειαν επιθυμούν να ανήκουν» (θέση του Ερνέστου Ρενάν).[vi] Ο Κρητικός πολιτικός είχε ασπαστεί την υποκειμενική αντίληψη της αρχής του έθνους, γεγονός που του επέτρεπε να βλέπει ευρύτερα το ζήτημα των μειονοτήτων.[vii]

 

 Το Θρακικό Ζήτημα

Τον Νοέμβριο του 1918, ο συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Μαζαράκης-Αινιάν, αρχηγός της ελληνικής στρατιωτικής αποστολής στη Βουλγαρία, ήρθε σε επαφή με μουσουλμάνους βουλευτές της βουλγαρικής Βουλής (Σοβράνιε), με απώτερο σκοπό να τους θέσει στην υπηρεσία της ελληνικής διπλωματίας. Με πρωτοβουλία του συντάχθηκε υπόμνημα, το οποίο έλαβε τις υπογραφές οκτώ μουσουλμάνων βουλευτών της Δυτικής Θράκης και επιδόθηκε στον αρχηγό των συμμαχικών δυνάμεων του βαλκανικού μετώπου. Στο παραπάνω κείμενο, οι μουσουλμάνοι βουλευτές διαμαρτύρονταν για τη βουλγαρική κατοχή της Θράκης και τη συμπεριφορά των βουλγαρικών δυνάμεων έναντι του μουσουλμανικού πληθυσμού, ενώ ζητούσαν την κατάληψη της περιοχής της Δυτικής Θράκης από συμμαχικά στρατεύματα στα οποία να συμπεριλαμβάνεται και μονάδες του ελληνικού στρατού.[viii]

Κωνσταντίνος Μαζαράκης-Αινιάν.

Την ίδια περίοδο, η οριστική απώλεια της Θράκης είχε ενεργοποιήσει τα εθνικιστικά αντανακλαστικά των μουσουλμάνων της περιοχής. Η ίδρυση του Τουρκικού Θρακικού Κομιτάτου, το οποίο υπήρξε παρακλάδι του Νεοτουρκικού Κομιτάτου, συνιστούσε αντίδραση στο ενδεχόμενο προσάρτησης της περιοχής από την Ελλάδα ή τη Βουλγαρία. Το Τουρκικό Θρακικό Κομιτάτο υποστήριζε τη δημιουργία αυτόνομου θρακικού κράτους υπό βρετανική κυριαρχία.[ix]

Αρχές Φεβρουαρίου του 1919, ο Βενιζέλος εμφανίστηκε ενώπιον του Ανωτάτου Συμβουλίου για να υποστηρίξει τα ελληνικά αιτήματα,[x] η εξέταση των οποίων παραπέμφθηκε σε επιτροπή με την ονομασία «Επιτροπή επί των Ελληνικών Υποθέσεων», με πρόεδρο τον Ζ. Καμπόν. Το επικρατέστερο σενάριο ήταν να δοθεί η Δυτική Θράκη στην Ελλάδα. Παράλληλα, οι σύμμαχοι, εκτός της Ιταλίας, τόνιζαν ότι η Ανατολική Θράκη μπορούσε δυνητικά να αποδοθεί στην Ελλάδα, αν ο Έλληνας πρωθυπουργός εγγυόταν τα θρησκευτικά δικαιώματα των μουσουλμάνων της περιοχής.

Ο Βενιζέλος προσκόμισε τις απαραίτητες εγγυήσεις, ενώ στην ίδια συνεδρίαση (19.2.1919) ανέγνωσε το υπόμνημα των οκτώ μουσουλμάνων της Σοβράνιε, το οποίο είχε μόλις παραλάβει, ως επιπρόσθετη απόδειξη της φιλομουσουλμανικής πολιτικής του ελληνικού κράτους.[xi] Η ιταλική, όμως, διπλωματία θα αποδειχθεί το μεγαλύτερο εμπόδιο στα σχέδια του Βενιζέλου. Η Ιταλία, στο ζήτημα της Θράκης, υποστήριζε τα βουλγαρικά συμφέροντα. Παράλληλα, ιταλικοί κύκλοι προσέγγισαν ορισμένους μουσουλμάνους βουλευτές της Δυτικής Θράκης και απέσπασαν δήλωσή τους ότι οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της περιοχής επιθυμούσαν να ορίσουν οι ίδιοι τη μοίρα τους. Η κίνηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα η επιτροπή εξέτασης των ελληνικών ζητημάτων να μη λάβει υπόψη της το αρχικό υπόμνημα των μουσουλμάνων βουλευτών της Σοβράνιε που είχε επικαλεστεί ο Βενιζέλος.[xii]

Το τελικό πόρισμα της Επιτροπής (4.3.1919) έκανε λόγο για παραχώρηση της Δυτικής Θράκης στην Ελλάδα υπό τον όρο της αναγνώρισης στη Βουλγαρία οικονομικής διεξόδου στο Αιγαίο.[xiii] Τελικά, οι ελληνικές θέσεις έλαβαν τη θερμή υποστήριξη της Αγγλίας και της Γαλλίας. Αντιθέτως, η Ιταλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής αντιτάχθηκαν στις ελληνικές αξιώσεις.[xiv] Η αμερικανική εξωτερική πολιτική επεδίωκε να μην απομακρυνθεί η Βουλγαρία από το Αιγαίο. Το θρακικό ζήτημα θα έβρισκε τη λύση του μέσα από τις συμπληγάδες των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων των συμμάχων.

Ορισμένοι από τους Οθωμανούς βουλευτές της Θράκης δέχθηκαν να εργαστούν υπέρ της προώθησης των ελληνικών συμφερόντων στο θρακικό ζήτημα.[xv] Ο Βενιζέλος αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τους μουσουλμάνους πολιτευτές της Θράκης, όπως για παράδειγμα τον μουσουλμάνο βουλευτή Γιουμουλτζίνας (Κομοτηνής), Ισμαήλ Χακή Μπέη.[xvi] Τα συγκεκριμένα πρόσωπα καλούνταν να ποδηγετήσουν τη μουσουλμανική κοινή γνώμη υπέρ των πλεονεκτημάτων που θα προέκυπταν από την προσάρτηση της Θράκης στην Ελλάδα.

Ο Βενιζέλος ανέφερε ότι σκοπός του Χακή ήταν «η επιτόπιος ενέργεια προς ταχυτέρα απομάκρυνσιν Βουλγάρων εκ Δυτ. Θράκης κατοίκων από πάσας ενεργείας προς διατάραξιν τάξεως». Σε επόμενη φάση ο Χακή θα λειτουργούσε ως μεσολαβητής για τη «διαμέλουσαν φιλικήν συνάντησιν μωαμεθανικού και ελληνικού στοιχείου».[xvii] Τον Μάρτιο του 1919 οι Οθωμανοί βουλευτές της Σοβράνιε, μετά από πιέσεις των Βουλγάρων, δήλωσαν ότι απέρριπταν την προσάρτηση της Δυτικής Θράκης στην Ελλάδα και επιθυμούσαν την αυτονομία της περιοχής.

Ο Βενιζέλος, στις παραπάνω κινήσεις των μουσουλμάνων, θα απαντήσει από το Παρίσι ότι θα δεχόταν να συμπράξει στην αυτονομία της Θράκης εάν δεν είχε ήδη αποφασιστεί «η προσάρτησις της τέως βουλγαρικής και τουρκικής Θράκης εις την Ελλάδα», διότι από τη στιγμή που η Τουρκία θα περιοριστεί στην κεντρική Μικρά Ασία, η «αυτονομία Θράκης θα ήτο εκτεθειμένη εις διαρκείς βουλγαρικάς επιδρομάς και ανίσχυρος να αμυνθή». Επίσης, ο Έλληνας πρωθυπουργός βεβαίωνε τους μουσουλμάνους βουλευτές ότι η ελληνική κυβέρνηση θα αποδεικνυόταν «εντελώς πατρική προς οθωμανικόν στοιχείον». Το τηλεγράφημα έκλεινε λέγοντας ότι «Δύνασθε προς τούτοις προτείνητε αυτοίς όπως αποστείλωσι ένα ή δυο αντιπροσώπους των ενταύθα όπως πληροφορηθώσι κατάστασιν και συνεννοηθώσι μεθ’ ημών περί καλυτέρας ενεργείας προς αποφυγήν βιαιοπραγιών κατά τουρκ. στοιχείου κατά στιγμήν καταλήψεως Θράκης υπό ημετέρου στρατού».[xviii]

Συνεπώς, το μέλλον της Θράκης θα κρινόταν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και δεν θα επηρεαζόταν η απόφαση από τις επιθυμίες του τοπικού πληθυσμού ή των τοπικών πολιτευτών. Επιπροσθέτως, η αυτονομία της Θράκης, σύμφωνα με τον Βενιζέλο, ήταν αδύνατη. Σε περίπτωση που ιδρυόταν, θα βρισκόταν εκτεθειμένη στον βουλγαρικό κίνδυνο. Άρα, ο Βενιζέλος προσπαθούσε να ανοίξει δίαυλο επικοινωνίας με τους μουσουλμάνους, για να τους πείσει να δεχτούν χωρίς αντίσταση το ελληνικό μέλλον της περιοχής.

Ο Έλληνας πρωθυπουργός, την ίδια περίοδο, ζητούσε από το Υπουργείο Εξωτερικών να έρθει σε συνεννόηση με τους Οθωμανούς βουλευτές και να τους δώσει οτιδήποτε χρειάζονταν, ώστε να προβούν σε εκδηλώσεις κατά της βουλγαρικής διοίκησης.[xix] Παράλληλα, αναγνώριζε το δικαίωμά τους να επιθυμούν την αυτονομία της Θράκης, αν και θεωρούσε ότι κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον.[xx] Η βάση της συνεργασίας του Βενιζέλου με τους μουσουλμάνους βουλευτές ήταν η εξής: Ο Έλληνας πρωθυπουργός αναγνώριζε την επιθυμία των μουσουλμάνων για αυτονομία της περιοχής, ωστόσο ήθελε οι μουσουλμάνοι να απορρίψουν, μέσω επιστολών προς τη συνδιάσκεψη, το ενδεχόμενο της προσάρτησης της Θράκης από τη Βουλγαρία. Επρόκειτο για διπλωματικό ελιγμό, δεδομένου ότι το ενδεχόμενο να συνεχιστεί η τουρκική κυριαρχία επί της περιοχής ήταν αδύνατον, ενώ και η ιδέα της αυτονομίας δεν είχε υποστηρικτές. Συνεπώς, μοναδικό εμπόδιο για τον Βενιζέλο ήταν η Βουλγαρία. Αν οι μουσουλμάνοι πολιτευτές, ως εκπρόσωποι του μουσουλμανικού λαού, τάσσονταν στο πλευρό των ελληνικών θέσεων, τότε ο Βενιζέλος θα είχε το πλεονέκτημα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Βέβαια, την ίδια στιγμή στο εσωτερικό της μουσουλμανικής κοινότητας υπήρχαν αντικρουόμενες φωνές όσον αφορά την τύχη της Θράκης. Τα πιο ακραία στοιχεία του μουσουλμανικού πληθυσμού (Τουρκικό Θρακικό Κομιτάτο) απέρριπταν την ιδέα της ενσωμάτωσης της Θράκης στην Ελλάδα, καλώντας τους μωαμεθανούς της Θράκης να μην παραπλανηθούν από τις απατηλές υποσχέσεις των Ελλήνων.[xxi] Σε γενικές γραμμές, επικρατούσε μια ρευστή κατάσταση στο εσωτερικό της μουσουλμανικής κοινότητας της Δυτικής Θράκης, όσον αφορά το μέλλον της περιοχής. Σύμφωνα με τις εκθέσεις των ελληνικών αρχών, ορισμένοι μουσουλμάνοι υποστήριζαν τη σύμπραξη με την ελληνική κυβέρνηση, μια δεύτερη ομάδα βρισκόταν σε συνεννοήσεις με τους Βουλγάρους, μια τρίτη ομάδα παρέμενε πιστή στην τουρκική κυβέρνηση και, τέλος, ορισμένοι παρέμεναν προσκολλημένοι στην ιδέα της αυτονομίας.[xxii]

Ο χάρτης της Μεγάλης Ελλάδος.

Σημαντική εμπλοκή στην εξέλιξη του θρακικού ζητήματος είχε η Ιταλία, η οποία προσπαθούσε να θέσει τους Οθωμανούς της Δυτικής Θράκης υπό την επιρροή της. Στις 21 Μαρτίου 1919 τέσσερις μουσουλμάνοι βουλευτές υπό τον Μεχμέτ Τζελάλ, αναχώρησαν για το Παρίσι για να υποστηρίξουν ενώπιον του Συνεδρίου την ιδέα της θρακικής αυτονομίας.[xxiii] Ωστόσο, ο Βενιζέλος προσπάθησε να εμποδίσει την άφιξή τους στο Παρίσι μέσω των γαλλικών αρχών, οι οποίες τους απαγόρευσαν την είσοδο στη χώρα. Από τη Ρώμη, οι μουσουλμάνοι βουλευτές απηύθυναν επιστολές στη Συνδιάσκεψη, ζητώντας την παραχώρηση αυτονομίας για την περιοχή της Θράκης. Ο Βενιζέλος έστειλε τον Χαρίσιο Βαμβακά στη Ρώμη για να τους συναντήσει και να ζητήσει τη συνεργασία τους. Ο Βαμβακάς, μετά από αρκετές συναντήσεις που είχε μαζί τους, τους παρέδωσε επιστολή του Έλληνα πρωθυπουργού, στην οποία γινόταν λόγος για παραχώρηση τοπικής αυτονομίας υπό ελληνική προστασία, σε περίπτωση προσάρτησης της περιοχής στην Ελλάδα.[xxiv]

Η ελληνική πλευρά, λοιπόν, ήταν έτοιμη να παραχωρήσει ευρεία τοπική αυτονομία, ενώ υπήρχαν σκέψεις για τη δημιουργία τοπικής βουλής, όπου πλεόναζε το τουρκικό στοιχείο. Οι δε μουσουλμάνοι θα μπορούσαν να αποστέλλουν βουλευτές στο ελληνικό κοινοβούλιο και να μετέχουν στην κυβέρνηση με μουσουλμάνο υπουργό.[xxv] Επρόκειτο για μεγάλες παραχωρήσεις από την πλευρά του Βενιζέλου μπροστά στον κίνδυνο να βρεθεί η ελληνική διπλωματία σε δεινή θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η κίνησή του προκάλεσε το ενδιαφέρον των μουσουλμάνων της Ρώμης, οι οποίοι ωστόσο ήταν αιχμάλωτοι της ιταλικής διπλωματίας.[xxvi]

Όπως προαναφέραμε, υπήρχε ρευστότητα στις συμμαχίες μεταξύ των εμπλεκομένων στο Θρακικό Ζήτημα, η οποία οφειλόταν κυρίως στην καιροσκοπική συμπεριφορά των μουσουλμάνων της Θράκης, οι οποίοι άλλαζαν συνεχώς στρατόπεδο. Τρία διαφορετικά κράτη διεκδικούσαν την εύνοια ενός πληθυσμού, στην προσπάθειά τους να εδραιώσουν τη θέση τους στον θρακικό χώρο. Οι Βούλγαροι, με τη βοήθεια των Ιταλών, προσπαθούσαν να αποτρέψουν την προσάρτηση της Θράκης στην Ελλάδα, υπόσχονταν αυτονομία στους Τούρκους της περιοχής και στρατιωτική συνδρομή σε όποιο κίνημα στρεφόταν κατά της ελληνικής κυριαρχίας. Από την άλλη, η τουρκική κυβέρνηση προσπαθούσε να περισώσει την Ανατολική Θράκη, ενώ διέθετε την υποστήριξη μιας μερίδας κομιτατικών της Δυτικής Θράκης. Τέλος, η Ελλάδα, με ισχυρότερο όπλο το γεγονός ότι βρισκόταν στο πλευρό των νικητών, κατέβαλλε προσπάθειες να ανοίξει δίαυλους επικοινωνίας με τους Τούρκους της Θράκης, με απώτερο σκοπό να διευκολύνει τη συμμαχική απόφαση ενσωμάτωσης ολόκληρης της Θράκης στο ελεύθερο ελληνικό βασίλειο. Η προσέγγιση με τους μουσουλμάνους βασιζόταν στο γεγονός ότι οι μουσουλμάνοι ήταν αντι-Βούλγαροι. Ο Βενιζέλος προσπαθούσε να τους πείσει να προτιμήσουν την ένωση με την Ελλάδα, διότι θα τους παρείχε διευρυμένη τοπική αυτονομία.

Το καλοκαίρι του 1919 οι εξελίξεις γύρω από το Θρακικό Ζήτημα υπήρξαν καθοριστικές. Η ελληνική κυβέρνηση προσπαθούσε να προλειάνει το έδαφος για την προέλαση του ελληνικού στρατού στη Δυτική Θράκη. Ο Χαρίσιος Βαμβακάς, την προσωπικότητα του οποίου θα αναλύσουμε παρακάτω, τον Ιούλιο του 1919 περιόδευσε στην Ανατολική Μακεδονία με σκοπό να προετοιμάσει το έδαφος για μια ομαλή προέλαση του ελληνικού στρατού στη Θράκη.[xxvii] Σύμφωνα με τον ίδιο, υπήρξαν θετικές οι εντυπώσεις του από την περιοδεία στην Ανατολική Μακεδονία αλλά και από την προσπάθειά του να προσεγγίσει τους μουσουλμάνους, ζητώντας τους να εξασφαλιστεί η ενθουσιώδης υποδοχή του ελληνικού στρατού, όταν αυτός εισερχόταν στη Θράκη.[xxviii]

Ο Βαμβακάς ενημέρωνε τον Βενιζέλο ότι οι μουσουλμάνοι ήταν ευχαριστημένοι σε γενικές γραμμές με την ελληνική διοίκηση, εντούτοις συνέχιζαν να αντιμετωπίζουν προβλήματα με τη συμπεριφορά των ανωτέρων υπαλλήλων των υπουργείων Δικαιοσύνης, Γεωργίας και Οικονομικών. Μείζον, επίσης, ζήτημα παρέμενε η στάση των οργάνων της Χωροφυλακής προς τους μουσουλμάνους, η οποία ορισμένες φορές δημιουργούσε δυσμενείς εντυπώσεις.[xxix]

Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, τα σχέδια που είχε εμπνευστεί το Τουρκικό Θρακικό Κομιτάτο περί αυτονόμησης της Θράκης δεν ευοδώθηκαν. Μετά την αποτυχία του κινήματος της αυτονομίας, οι μουσουλμάνοι της Θράκης άρχισαν να διάκεινται φιλικά προς την ελληνική κατοχή, η στάση τους όμως δεν χαρακτηριζόταν από σταθερότητα.[xxx] Πάντως, στις 12 Ιουνίου 1919 ο Ισμαήλ Χακή κατέθεσε υπόμνημα προς τη Συνδιάσκεψη, υποστηρίζοντας ότι αντιπροσωπεύει το αίσθημα των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης, με το οποίο ζητούσε την ενσωμάτωση της Θράκης στην Ελλάδα.[xxxi]

Μπορεί η πρόταση του Βενιζέλου για εκτεταμένη αυτονομία να είχε προκαλέσει συζητήσεις γύρω από το Θρακικό ζήτημα, ωστόσο, τα υπομνήματα των μουσουλμάνων του Τουρκικού Θρακικού Κομιτάτου προς τη Συνδιάσκεψη ζητούσαν την αυτονομία της Θράκης υπό συμμαχική προστασία και αντιλαμβάνονταν την ενσωμάτωση της περιοχής με την Ελλάδα, ως την τελευταία εναλλακτική πρόταση.[xxxii] Το ενδεχόμενο να παρέμενε η Θράκη υπό βουλγαρική διοίκηση είχε απομακρυνθεί, δεδομένου ότι οι προηγούμενες βουλγαρικές ωμότητες στην περιοχή είχαν οδηγήσει τη μουσουλμανική κοινότητα να απορρίψει τη βουλγαρική κατοχή.

Ακόμη, είναι απαραίτητο να επισημανθεί ότι ο Αμερικανός πρόεδρος Γούντροου Ουίλσον, ο οποίος, στην αρχή των διαπραγματεύσεων, ανθίστατο στην παραχώρηση της Θράκης στη Ελλάδα, εν τέλει υποχώρησε από τις αρχικές του θέσεις και πρότεινε να δοθούν στην Ελλάδα η Ξάνθη και η Κομοτηνή, ενώ στη Βουλγαρία θα παραχωρούνταν οι βόρειοι καζάδες της Θράκης. Η υπόλοιπη Ανατολική Θράκη θα υπαγόταν στο νεοσυσταθέν κράτος της Κωνσταντινούπολης (Σχέδιο Ουίλσον).

Η απώλεια των βόρειων καζάδων της Θράκης ανέτρεψε τα σχέδια της αυτονομίας, διότι χάνονταν οι κυριότεροι και συμπαγέστεροι τουρκικοί πληθυσμοί των βορείων τμημάτων της Θράκης.[xxxiii] Συν τοις άλλοις, το κρατικό μόρφωμα που οραματίζονταν οι εκπρόσωποι του Κομιτάτου δεν μπορούσε να αντισταθεί σε ενδεχόμενες βουλγαρικές πιέσεις. Ωστόσο, οι Βούλγαροι δεν αποδέχονταν το υπάρχον status quo και επιζητούσαν τη συμμαχία των Τούρκων.[xxxiv] Έχοντας απολέσει την Ανατολική και Δυτική Θράκη, προσπαθούσαν να συνεργαστούν με τους Τούρκους της περιοχής, ώστε να προχωρήσουν σε ανακήρυξη της αυτονομίας της Θράκης (όπως στην περίπτωση της Ανατολικής Ρωμυλίας το 1885), σε μια προσπάθεια να ματαιώσουν την ενσωμάτωση της περιοχής στην Ελλάδα.[xxxv] Συγκεκριμένα, «Βούλγαροι υπέσχοντο να παράσχουν αυτονομίαν Β. Θράκην, εάν Τούρκοι ενέτεινον προσπαθείας κηρύττοντες αυτονομίαν Θράκης νοτίας αποσπασθείσης Βουλγαρίας».[xxxvi]

Εν τέλει, τον Σεπτέμβριο του 1919, το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο αποφάσισε την κατάληψη της Δυτικής Θράκης. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1919 αποσύρθηκαν τα βουλγαρικά στρατεύματα από τη Δυτική Θράκη, ενώ στις 7 Οκτωβρίου 1919 τα συμμαχικά γαλλικά στρατεύματα κατέλαβαν τη Δυτική Θράκη, με τον Ελληνικό Στρατό (4-17.10.1919) να καταλαμβάνει το Τρίγωνο της Ξάνθης (περιοχή βόρεια της ομώνυμης πόλης). Τη διοίκηση της περιοχής, που ονομάστηκε «Διασυμμαχική Θράκη», ανέλαβαν οι Γάλλοι. Εγγυήσεις για τη φιλόνομη και φιλοδίκαιη συμπεριφορά του ελληνικού στρατού έναντι των μουσουλμάνων έδωσε ο επικεφαλής της διασυμμαχικής διοίκησης, Γάλλος στρατηγός Σαρλ Σαρπύ.[xxxvii] Σε επιτροπή δε μουσουλμάνων που τον επισκέφτηκε δήλωσε ότι «Τούρκοι και Έλληνες κοινόν εν τη χώρα ταύτη έχουσι εχθρόν τον Βούλγαρον ως εκ τούτου Ελλ. Στρατός διαταχθήσεται καταλάβη Θράκην αποδίδων ελευθερίαν εις μωαμεθανούς Θράκης καθόσον αυτοί υπέστησαν τα πάνδεινα εκ μέρους των Βουλγάρων».[xxxviii] Στο ίδιο τηλεγράφημα γινόταν λόγος για τη φιλοδίκαιη συμπεριφορά του ελληνικού στρατού έναντι των μουσουλμάνων αλλά και τις υποσχέσεις του Βενιζέλου έναντι των μουσουλμάνων της Θράκης, σχετικά με την παραχώρηση ευρείας αυτονομίας.[xxxix]

Για τον Βενιζέλο, η κατοχή της Δυτικής Θράκης ήταν προσωρινή, ενώ η τύχη της περιοχής δεν είχε κριθεί ακόμα. Συν τοις άλλοις, οι σύμμαχοι είχαν εκφράσει επιφυλάξεις όσον αφορά την ελληνική διοίκηση, λόγω των όσων εκτυλίχθηκαν με την απόβαση του ελληνικού στρατού στο λιμάνι της Σμύρνης. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Βενιζέλος «επανάληψη παρεκτροπών θα εσημείωνεν οριστικόν ναυάγιον όλων των εθνικών μας διεκδικήσεων. Αντιθέτως ομαλή διεξαγωγή καταλήψεως θα ύψωνε πάλιν το κύρος μας και θα ενίσχυε την θέσιν μας».[xl]

Το τηλεγράφημα του Έλληνα πρωθυπουργού προς τον αντιστράτηγο Παρασκευόπουλο περιείχε σαφείς και αυστηρές οδηγίες για τον τρόπο κατάληψης της Δυτικής Θράκης. Απώτερος στόχος ήταν η κατάληψη της περιοχής να λειτουργήσει ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τα προηγούμενα επεισόδια κατά την απόβαση του ελληνικού στρατού στο λιμάνι της Σμύρνης.[xli] Ο Βενιζέλος πίστευε ότι δεν έπρεπε να επαναληφθούν ανάλογες εικόνες διότι θα χρησιμοποιούνταν εναντίον της Ελλάδας στις διαπραγματεύσεις, ενώ έπρεπε να δοθεί μεγάλη προσοχή στην επιλογή των αξιωματικών που θα ηγούνταν των στρατιωτικών σωμάτων, ώστε να αποφευχθούν δυσάρεστες εξελίξεις.[xlii]

Charles Antoine Charpy (1869-1941), Διοικητής της Διασυμμαχικής Θράκης.
Η Μεραρχία Σερρών εισέρχεται στην Κομοτηνή.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο ρόλος του Χαρίσιου Βαμβακά στην προσέγγιση των μουσουλμάνων της Θράκης

Ο Βενιζέλος χειρίστηκε με προσοχή τα ζητήματα της Θράκης, διότι γνώριζε ότι η εδραίωση της ελληνικής διοίκησης στον θρακικό χώρο αποτελούσε άθροισμα πολλών παραγόντων. Κατ’ αρχάς, η παγίωση της ελληνικής κυριαρχίας περνούσε μέσα από την άριστη συμπεριφορά έναντι των μουσουλμάνων. Συν τοις άλλοις, η ασάφεια γύρω από το μέλλον της περιοχής ανάγκαζε τον Βενιζέλο να αναζητά διεθνή ερείσματα για τις ελληνικές θέσεις.

Όπως προείπαμε, η ελληνική διοίκηση στο Τρίγωνο της Ξάνθης ήταν προσωρινή, ενώ η Δυτική Θράκη, από τον Οκτώβριο του 1919, βρισκόταν υπό διασυμμαχικό έλεγχο και συγκεκριμένα υπό τη διοίκηση των Γάλλων. Η ελληνική πλευρά, από τη μια πλευρά έπρεπε να προσεγγίσει τον μουσουλμανικό πληθυσμό και από την άλλη να διατηρεί όσο το δυνατόν καλύτερες σχέσεις με τη γαλλική διοίκηση. Ειδικά οι σχέσεις με τη γαλλική στρατιωτική διοίκηση θα καθόριζαν σε μεγάλο βαθμό την απόφαση της Συνδιάσκεψης για την οριστική παραχώρηση ή όχι της Θράκης στην Ελλάδα. Άρα, η ελληνική κυβέρνηση χρειαζόταν ένα πρόσωπο, το οποίο θα προωθούσε τα ελληνικά συμφέροντα μέσω της γαλλικής διοίκησης αλλά και θα διατηρούσε στενές σχέσεις με τους μουσουλμάνους. Για τον ρόλο αυτό, ο Βενιζέλος επέλεξε τον Χαρίσιο Βαμβακά, πρώην βουλευτή του οθωμανικού κοινοβουλίου και άριστο γνώστη της γαλλικής γλώσσας,[xliii] ο οποίος και αποτέλεσε τον αντιπρόσωπο της ελληνικής κυβέρνησης στη Δυτική Θράκη.[xliv]

Ο Βαμβακάς υπήρξε ένας άνθρωπος με εξαιρετική διπλωματικότητα στον χειρισμό δύσκολων καταστάσεων, σαν αυτές που επικρατούσαν στη Θράκη το 1919. Επιπροσθέτως, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, υπήρξε γνήσιος εκφραστής της βενιζελικής μειονοτικής πολιτικής. Τον σημαντικό ρόλο του Χαρίσιου Βαμβακά στην κατάληψη της Δυτικής Θράκης από τον Ελληνικό Στρατό επεσήμανε και ο Έλληνας Ύπατος Αρμοστής στην Κωνσταντινούπολη, Ευθύμιος Κανελλόπουλος, ο οποίος ανέφερε ότι ο Βαμβακάς υπήρξε ιδιαίτερα συμπαθής στις μουσουλμανικές μάζες, ενώ προώθησε σε μέγιστο βαθμό τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα στη Θράκη.[xlv] Κινήθηκε αριστοτεχνικά μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων παραγόντων της Δυτικής Θράκης. Αξιοποίησε τη θέση του αλλά και το μορφωτικό του επίπεδο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καταστεί το δεξί χέρι των Γάλλων.[xlvi] Αν και οι Γάλλοι τον προόριζαν για γενικό διοικητή Κομοτηνής, στον οποίο θα υπάγονταν οι διοικήσεις Δεδέαγατς, Διδυμοτείχου, Σουφλίου, Καραγάτς και Ξάνθης, εκείνος προτίμησε να διατηρήσει τη θέση του Κυβερνητικού Αντιπροσώπου Δυτικής Θράκης, υποδεικνύοντας στον Γάλλο αρχιστράτηγο πρόσωπα της απολύτου εμπιστοσύνης του για τους επικεφαλής των κατά τόπους διοικήσεων.[xlvii]

Όσον αφορά τους Τούρκους, προσέλαβε έμπιστα πρόσωπα τα οποία γνώριζε από την παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη. Τα πρόσωπα αυτά βρίσκονταν διασκορπισμένα στην περιφέρεια, όπου προπαγάνδιζαν υπέρ των ελληνικών συμφερόντων. Σχετικά με τον ρόλο του Τουρκικού Θρακικού Κομιτάτου, σε έκθεσή του προς το Υπουργείο Εξωτερικών διέβλεπε τη διάσπασή του σε αυτούς που επιθυμούσαν τη συνεργασία με τους Βούλγαρους και σε αυτούς που έκλιναν προς την ελληνική πλευρά. Ανέφερε, επίσης, ότι κατ’ εντολή του Βενιζέλου συνάντησε όσους μουσουλμάνους του Κομιτάτου διέκειντο φιλικά προς την ελληνική πλευρά.[xlviii]

Εθνογραφικός χάρτης της Θράκης [Πηγή: France, Ministère des Affaires Étrangères/Série Ζ 116-2 (Europe 1919-1928)/ Balkans 6].

Έντονη, επίσης, υπήρξε η επιρροή του Βαμβακά και στους προκρίτους των μουσουλμανικών χωριών, που τους επισκεπτόταν συχνά, διακηρύσσοντας τα αγαθά της ελληνικής διοίκησης. Οι διάφορες τοπικές αρχές των μουσουλμάνων ζητούσαν τη συνδρομή του σε διάφορα καθημερινά ζητήματα, όπως η απαλλαγή από φόρους. Ακόμη, μεσολαβούσε στις γαλλικές αρχές για ζητήματα των μουσουλμάνων και η επιτυχής διευθέτησή τους αύξανε το κύρος αλλά και τη συμπάθεια των μουσουλμάνων στο πρόσωπό του.[xlix] Καλλιεργούσε, ακόμη, καλές σχέσεις με όλα τα στοιχεία της Θράκης μέσω αποστολών τροφίμων. Για παράδειγμα, είχε ζητήσει ελαττωμένες τιμές σε άλευρα και τρόφιμα για τους καπνεργάτες της Ξάνθης, οι οποίοι ανέρχονταν σε 2.000 – όλοι μουσουλμάνοι[l]

Ο Βαμβακάς είχε οργανώσει στη θρακική ύπαιθρο και τα αστικά κέντρα ένα δίκτυο από πληροφοριοδότες και έμπιστα πρόσωπα που έτρεφαν δεδηλωμένη αντιπάθεια για το Τουρκικό Θρακικό Κομιτάτο. Δίπλα στους Γάλλους αξιωματικούς των διαφόρων περιοχών της Θράκης πέτυχε τον διορισμό νέων διερμηνέων, οι οποίοι ήταν πιστοί στον ίδιο και του μετέφεραν χρήσιμες πληροφορίες. Το ίδιο πέτυχε με τους διορισμούς δημάρχων και διοικητικών συμβουλίων. Οι περισσότεροι διορισμοί έγιναν με βάση τον κατάλογο που είχε συντάξει ο ίδιος.[li] Πέτυχε, επίσης, τον διορισμό Ελλήνων διοικητών στην Ξάνθη, το Δεδέαγατς και το Διδυμότειχο, ενώ διορίστηκαν Έλληνες υποδιοικητές στην Κομοτηνή, το Σουφλί και το Καραγάτς. Παράλληλα, κατάφερε να διοριστεί στην Κομοτηνή Τούρκος διοικητής ο οποίος τύγχανε της ελληνικής εμπιστοσύνης,[lii] ενώ θεωρούσε ότι είχε εξασφαλίσει την πλειοψηφία στο διοικητικό συμβούλιο της Διασυμμαχικής Διοίκησης, δεδομένου ότι «πάντες ημέτεροι γνωρίζοντες καλώς γαλλικήν είναι ανώτεροι πάντων αλλοεθνών».[liii] Ο Βενιζέλος τόνιζε σε κάθε ευκαιρία ότι οι Έλληνες υπάλληλοι που διορίζονταν από τη συμμαχική διοίκηση δεν ήταν υπάλληλοι της ελληνικής διοίκησης αλλά των Γάλλων, επομένως, έπρεπε να αντιληφθούν την ιδιαιτερότητα του καθήκοντος και της αποστολής που είχαν αναλάβει.[liv]

Προσχέδιο τηλεγραφήματος Χαρισίου Βαμβακά προς τον υπουργό Εξωτερικών Νικόλαο Πολίτη και τον αρχιστράτηγο Λεωνίδα Παρασκευόπουλο [Πηγή: ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ Παράρτημα Θεσσαλονίκης/Αρχείο Χαρισίου Βαμβακά/Φάκελος 1].

Η στάση των Πομάκων

Τα μεγαλύτερα δεινά την περίοδο της βουλγαρικής κατοχής της Θράκης υπέστησαν οι Πομάκοι, ένας μουσουλμανικός πληθυσμός που κατοικούσε στον ορεινό όγκο της Ροδόπης και στην Ανατολική Ρωμυλία στη Βουλγαρία.[lvi] Οι Πομάκοι, με υπομνήματα προς τη Συνδιάσκεψη, απέρριπταν κατηγορηματικά τη βουλγαρική κατοχή. Πρόκειται για τα ψηφίσματα των μουσουλμάνων βουλευτών της θρακικής περιφέρειας Ντοβλέν προς τη Συνδιάσκεψη, με τα οποία διαμαρτύρονταν για βουλγαρικές ωμότητες σε βάρος τους, όπως βίαιο εκχριστιανισμό, καταστροφή τζαμιών, κατασχέσεις περιουσιών, μετατροπή τουρκικών σχολείων σε βουλγαρικά, κατάργηση της τουρκικής γλώσσας. Γενικότερα, τα συγκεκριμένα ψηφίσματα εξέφραζαν την επιθυμία των Πομάκων να μην υπαχθούν στη βουλγαρική διοίκηση και να ακολουθήσουν την τύχη της υπόλοιπης Δυτικής Θράκης.[lvii] Όσον αφορά τη στάση τους έναντι του Θρακικού ζητήματος, υποστήριζαν την ανεξαρτησία – αυτονομία της Θράκης. Ωστόσο, σε περίπτωση που η αυτονομία της Θράκης δεν γινόταν αποδεκτή από τη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης, θα αποδέχονταν την ελληνική κυριαρχία, απορρίπτοντας την προσχώρηση των περιοχών τους στη Βουλγαρία.[lviii]

Παρότι, τα συγκεκριμένα τηλεγραφήματα δεν επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την απόφαση των Συμμάχων για κατάληψη της Δυτικής Θράκης από τον Ελληνικό Στρατό, εντούτοις, υποβοήθησαν τις ελληνικές θέσεις έναντι των αντίστοιχων βουλγαρικών. Την ίδια περίοδο, οι Πομάκοι, αρνούμενοι να δεχθούν τη βουλγαρική κατοχή, κατέφευγαν κατά χιλιάδες στο ελληνικό έδαφος.[lix] Ο Βαμβακάς πίστευε ότι έπρεπε να μεταφερθούν στην Ανατολική Μακεδονία ή στο τμήμα Τριγώνου Ξάνθης και όχι στη γαλλοκρατούμενη Θράκη.[lx]

Πομάκοι παρελαύνουν με ελληνικές σημαίες.

Είναι γεγονός ότι η κυβέρνηση Βενιζέλου προσπάθησε να θέσει τους Πομάκους στην υπηρεσία της ελληνικής διπλωματίας. Ο Κρητικός πολιτικός πίστευε ότι η προσέγγιση των Πομάκων θα προσέφερε στα ελληνικά συμφέροντα «μεγίστας ωφελείας» κυρίως για τη στάση του τουρκικού στοιχείου.[lxi] Για τον σκοπό αυτό, πρόσωπα όπως ο Βαμβακάς και ο Χακή ανέλαβαν να τους προσεγγίσουν.[lxii] Ο πρώτος ανταποκρίθηκε στο αίτημα του Βενιζέλου και τον ενημέρωνε ότι «ελήφθησαν μέτρα περιποίησης Πομάκων».[lxiii]

Παρότι, ο Βενιζέλος, σε κάποιο σημείο της αλληλογραφίας του με τον Βαμβακά επιθυμούσε να αποσταλούν τηλεγραφήματα των μουσουλμάνων αλλά και των Πομάκων προς τη Συνδιάσκεψη στα οποία θα ζητούν προστασία,[lxiv] με νεότερο τηλεγράφημά του ζητούσε να ακυρωθεί η αποστολή τους, διότι δεν ήταν ικανά από μόνα τους να αλλάξουν τις αποφάσεις της Συνδιάσκεψης.[lxv] Όπως επίσης, σύμφωνα με τον Βενιζέλο, «εν γένει προτιμότερον αποφεύγητε και πάσαν προκήρυξιν ή δήλωσιν να τονίζητε φυλετικούς ανταγωνισμούς».[lxvi]

Τον Απρίλιο του 1920 οι εξελίξεις γύρω από την τύχη της Θράκης υπήρξαν καθοριστικές. Στις 26 Απριλίου 1920 έλαβε χώρα η Διάσκεψη του Σαν Ρέμο, όπου οι σύμμαχοι αποφάσισαν να αντικαταστήσουν τα συμμαχικά στρατεύματα που έδρευαν στη Θράκη με ελληνικά. Στις 14 Μαΐου 1920 ο Ελληνικός Στρατός εισήλθε στη Δυτική Θράκη με εντολή από τη Συνδιάσκεψη να διατηρήσει την τάξη και τη δημόσια ασφάλεια, έως ότου αποφασιστεί η τύχη της περιοχής, ενώ στις 21 Μαΐου 1920 ο Χ. Βαμβακάς διορίστηκε πρώτος γενικός διοικητής Δυτικής Θράκης.

Εν τω μεταξύ, ο Βαμβακάς ανέφερε ότι ο μουσουλμανικός πληθυσμός είχε αποδεχτεί το γεγονός της κατάληψης της Θράκης από τα ελληνικά στρατεύματα, μετά την απόρριψη της ιδέας της αυτονομίας από τη Συνδιάσκεψη.[lxvii] Σ’ αυτό συνετέλεσε καθοριστικά η στενή σχέση του με μέλη της μουσουλμανικής κοινότητας[lxviii] ενώ, σύμφωνα με τον ίδιο, «η προσέγγισις πλέον με τους μουσουλμάνους (εννοώ τας λαϊκάς τάξεις και ουχί τους ιθύνοντας, των οποίων οι πλείστοι είναι κομιτατικοί) δύναται να θεωρηθή έργον τετελεσμένον».[lxix] Αξίζει να επισημανθεί ότι ο Βαμβακάς χρησιμοποίησε ως βασικό εργαλείο προσέγγισης των μουσουλμανικών μαζών τη διαρκή υπενθύμιση των πεποιθήσεων των Νεότουρκων, οι οποίοι δήλωναν άθεοι, ενώ αντιθέτως η μουσουλμανική μάζα ήταν ιδιαίτερα θρησκευόμενη.[lxx]

Ο Βενιζέλος, ενστερνιζόμενος το πνεύμα του Βαμβακά, εξέφραζε την άποψη ότι, αν η ελληνική πλευρά κέρδιζε την εμπιστοσύνη των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης, θα διευκολυνόταν η κατάληψη της Ανατολικής Θράκης. Θεωρούσε, επίσης, σημαντικό να διατηρηθούν οι υπάλληλοι στις θέσεις τους, όσοι εξ αυτών είχαν διοριστεί από τη γαλλική διοίκηση και κυρίως οι μουσουλμάνοι, όπως και οι Εβραίοι. Όσον αφορά τους Βούλγαρους δημόσιους υπαλλήλους, ο Έλληνας πρωθυπουργός ζητούσε τη διατήρηση όσων εξ αυτών ήταν ειλικρινείς στην πρόθεσή τους να συνεχίσουν «υπό ημέτερο καθεστώς». Ζητούσε, επίσης, να διατηρηθεί η υπάρχουσα διοικητική δομή των καζάδων. Η Δυτική Θράκη θα περιλάμβανε τους καζάδες Ξάνθης, Κομοτηνής, Δεδέαγατς και Διδυμοτείχου.[lxxi]

Ο Βενιζέλος, προσπαθώντας να προλάβει τυχόν υπερβάσεις στη συμπεριφορά των στρατιωτικών έναντι των μειονοτήτων, διατηρούσε συχνή επικοινωνία με τον στρατηγό Ζυμβρακάκη, από τον οποίο ζητούσε τα στελέχη του στρατού να επιδείξουν ανωτερότητα και σεβασμό απέναντι στα αλλογενή στοιχεία. Ταυτόχρονα, έπρεπε να κερδηθεί η εμπιστοσύνη του μουσουλμανικού πληθυσμού διότι όπως ο ίδιος ανέφερε «δεν απέβησαν υπήκοοι αλλά ελεύθεροι πολίται κράτους».[lxxii] Την ίδια περίοδο, ο Βαμβακάς ενημέρωνε τον Βενιζέλο ότι οι μουσουλμάνοι ήταν ευχαριστημένοι σε γενικές γραμμές με την ελληνική διοίκηση, εντούτοις, δημιουργούνταν προβλήματα με τη συμπεριφορά  ορισμένων οργάνων της ελληνικής διοίκησης, κυρίως της χωροφυλακής.[lxxiii]

Βενιζέλος και Βαμβακάς συνέχιζαν να εκφράζουν επιφυλάξεις για τον βαθμό κατανόησης των ιδιαίτερων συνθηκών που επικρατούσαν στη Θράκη, από τις αρχές ασφαλείας (Στρατός και Χωροφυλακή). Σε τηλεγράφημα του Βαμβακά προς τον υπουργό των Εξωτερικών, Νικόλαο Πολίτη, αναφερόταν ότι οι στρατιωτικοί «μη θέλοντες περιορισθώσιν εις τα καθήκοντά των, δια των ενεργειών των δυσχεραίνουσιν αρκετά το έργον της πολιτικής διοικήσεως».[lxxiv]

Επόμενος στόχος για την ελληνική κυβέρνηση ήταν η είσοδος του ελληνικού στρατού στην Ανατολική Θράκη και η κατοχή του διοικητικού κέντρου αυτής, της Αδριανούπολης. Οι κινήσεις του Βαμβακά είχαν σκοπό να προλειάνουν το έδαφος, μέσω επαφών με το μουσουλμανικό στοιχείο της Αδριανούπολης, ώστε η ελληνική προέλαση να καθίστατο αναίμακτη. Η ανάγκη να αντιληφθεί η ελληνική πλευρά την «διανοητικότητα» των μουσουλμάνων, καθίστατο περισσότερο επιτακτική για την Ανατολική Θράκη, «όπου θα συναντήσωμεν ούχι μουσουλμανικά στοιχεία ομοειδή, όπως ενταύθα, αλλά ένα μωσαϊκόν εκ διαφόρων μωαμεθανικών φυλών».[lxxv] Η ευμένεια και η προσέλκυση των αλλογενών στοιχείων, ιδιαίτερα του τουρκικού, θα διευκόλυνε την προέλαση. Ο σεβασμός των θρησκευτικών ηθών των μουσουλμάνων δεν έπρεπε να εμποδιστεί από τις αποφάσεις της πολιτικής διοίκησης.[lxxvi]

Η απομάκρυνση των Νεότουρκων από τη Δυτική Θράκη, επιτυχία την οποία πιστώνεται ο Βαμβακάς, έπληξε καίρια τα σχέδια κομιτατικών και Βουλγάρων. Το γεγονός αυτό επηρέασε τις διαθέσεις του τουρκικού πληθυσμού της Ανατολικής Θράκης, οι οποίοι αντιλήφθηκαν ότι οποιαδήποτε αντίσταση στην προέλαση του ελληνικού στρατού ήταν μάταιη. Συν τοις άλλοις, η τουρκική κοινή γνώμη στην Αδριανούπολη δεν συγκινήθηκε από τα κελεύσματα του Τζαφέρ Ταγιάρ.[lxxvii]

Πριν από την προέλαση του Ελληνικού Στρατού στην Ανατολική Θράκη, ο Βενιζέλος εξέφραζε φόβους να μην επαναληφθούν τα επεισόδια της Σμύρνης.[lxxviii] Τα γεγονότα της απόβασης είχαν δημιουργήσει επιφυλάξεις και αμφιβολίες στους συμμάχους για την ικανότητα του ελληνικού στρατού να ελέγξει περιοχές με συμπαγείς μειονοτικές ομάδες. Στις 13 Ιουλίου 1920 τα ελληνικά στρατεύματα εισήλθαν στην Ανατολική Θράκη και κατέλαβαν την Αδριανούπολη, χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση. Η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε στη συγκρότηση της Γενικής Διοίκησης Ανατολικής Θράκης με επικεφαλής τον ύπατο αρμοστή, Αντώνιο Σαχτούρη.

Ο βασιλέας Αλέξανδρος κατά την επίσκεψή του στη Θράκη την άνοιξη του 1920.

Η προκήρυξη του νέου πολιτικού διοικητή προς τον λαό της Θράκης περιείχε τις βασικές σταθερές της βενιζελικής μειονοτικής πολιτικής. Η ελληνική Πολιτεία θα αποτελούσε παράδειγμα ευνομούμενου και ισόνομου κράτους απέναντι στις μειονοτικές ομάδες, θα σεβόταν τη θρησκευτική και φυλετική τους ιδιαιτερότητα και θα διασφάλιζε τη ζωή, την τιμή και την περιουσία των πολιτών της. Ειδικότερα,

Πολιτείαν φιλελευθέραν, διοίκησιν πατρικήν και φιλόστοργον, προστασίαν ζωής, τιμής και περιουσίας, ισοπολιτείαν και δικαιοσύνην. Συμμετοχήν πάντων εις την Διοίκηση της χώρας, τα ήθη και τα έθιμα των μουσουλμάνων έσονται σεβαστά, η δε θρησκευτική και εκπαιδευτική αυτών ελευθερία πλήρης. Τα τεμένη και τα ιστορικά αυτών μνημεία ου μόνον θα τυχώσι παντός σεβασμού αλλά και μέτρα θα ληφθώσι προς διαφύλαξιν και συντήρησιν αυτών. Όσοι εκ των δημοσίων υπαλλήλων αδιακρίτως θρησκεύματος θελήσωσι να παραμείνωσιν εις τας θέσεις των θα διατηρηθώσιν εις αυτάς, πλην των προσώπων καθ’ ων ήθελον διατυπωθή σαφείς κατηγορίαι αίτινες εξεταζόμεναι υπό της Διοικήσεως θ’ απεδεικνύοντο βάσιμοι […] το ζήτημα των εν Θράκη εγκατασταθέντων κατά τα τελευταία έτη μουσουλμάνων προσφύγων θα εξετασθή μετά μεγαλειτέρας ευμενείας και διαλλακτικότητος, της Ελληνικής Κυβερνήσεως επιθυμούσης να παραμείνωσι εν τω τόπω οι γεωργικοί ούτοι πληθυσμοί […] είναι διατεθειμένη (η Ελληνική Διοίκηση) να ρίψη εις λήθην όλας εκείνας τας πράξεις ή τα αδικήματα άτινα οφείλονται εις ραδιουργίας και υποκινήσεις προσώπων κακοβούλων, πολλά δε τα δεινά προξενησάντων εις τον αγαπητόν τούτον τόπον, αφ’ ετέρου θα πατάξη αμειλίκτως πάσαν απόπειραν τείνουσαν εις διασάλευσιν της δημόσιας τάξεως και ασφάλειας οποθενδήποτε και αν προέρχηται αύτη.[lxxix]

Η ελληνική διοίκηση κατέβαλε προσπάθειες να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης των ντόπιων πληθυσμών αλλά και να αφήσει στη λήθη του παρελθόντος τα φυλετικά μίση μεταξύ των κατοίκων.[lxxx] Σε γενικές γραμμές, το ομογενές στοιχείο δεν έδειξε αισθήματα εκδίκησης, εκτός από ορισμένα μικροεπεισόδια.[lxxxi] Η ελληνική διοίκηση διατήρησε τις δομές του προηγούμενου καθεστώτος,[lxxxii] ενώ θα παρέμενε σε ισχύ η αστική, οικονομική και διοικητική νομοθεσία όπου δεν ερχόταν σε σύγκρουση με τους ελληνικούς νόμους.[lxxxiii] Η επιλογή των τοπικών οργάνων θα γινόταν με κριτήριο την εντοπιότητα και τη γνώση της τουρκικής γλώσσας.[lxxxiv] Η ανάμειξη των ντόπιων με έμπειρα στελέχη της κυβέρνησης αποτέλεσε την πολιτική συνταγή της κυβέρνησης Βενιζέλου για την Ανατολική Θράκη.[lxxxv] Ως εκ τούτου, η ελληνική κυβέρνηση δεν δίστασε να τοποθετήσει μουσουλμάνους σε θέσεις της Γενικής Διοίκησης Θράκης.[lxxxvi] Στον τομέα της εκπαίδευσης, η ελληνική πλευρά συντηρούσε 157 δημοτικά μουσουλμανικά σχολεία, ενώ επισκεύασε πλήθος μουσουλμανικά τεμένη.[lxxxvii] Κατά το 1921, δαπάνησε για την εκπαίδευση και τη μισθοδοσία των θρησκευτικών αρχηγών των μειονοτήτων 1.755.928 δραχμές. Επίσης, προχώρησε στη δημιουργία της Διευθύνσεως Υποθέσεων Ετεροδόξων, η οποία ασχολούνταν με το σύνολο της κοινωνικής και θρησκευτικής παρουσίας των μειονοτήτων.

Μέσα στις άμεσες προτεραιότητες του νέου ύπατου αρμοστή ήταν η επανεγκατάσταση των ελληνικών πληθυσμών στην Ανατολική Θράκη. Ο Α. Πάλλης, γενικός διευθυντής της ελληνικής Ύπατης Αρμοστείας Κωνσταντινουπόλεως, επεσήμανε τους κινδύνους της άνευ σχεδίου παλιννόστησης των προσφύγων της Ανατολικής Θράκης που είχαν καταφύγει στην Ελλάδα.[lxxxviii] Η παλιννόστηση έπρεπε να λάβει χώρα όσο το δυνατόν πιο προσεκτικά και οργανωμένα, ώστε να μη δημιουργούνται διενέξεις μεταξύ των προσφύγων και των μουσουλμάνων.[lxxxix] Η κυβέρνηση Βενιζέλου, με τον Ν. 2515 «Περί εγκαταστάσεως των πληθυσμών της Ανατολικής Θράκης», χορήγησε κονδύλι 20.000.000 δραχμών για την αντιμετώπιση πάσης φύσεως ανάγκης αλλά και τη χορήγηση δανείων στους πληγέντες. Για τον σκοπό αυτό, προβλεπόταν η σύσταση πενταμελούς επιτροπής, η οποία θα κανόνιζε «παν ζήτημα σχετικόν με την παλιννόστησιν και εγκατάστασιν των πληθυσμών».[xc]

Παράλληλα, η ελληνική αποστολή προσπάθησε, με συστηματική εργασία, να συγκρατήσει τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, ώστε να μην εγκαταλείψουν τη χώρα,[xci] ενώ ήταν θετική στο ενδεχόμενο να επιστρέψουν στη Θράκη όσοι μουσουλμάνοι (περίπου 25.000) είχαν μεταναστεύσει στη Βουλγαρία.[xcii] Προς αυτήν την κατεύθυνση, η Πολιτική Διοίκηση Διδυμοτείχου ενημέρωνε τις κατά τόπους αρχές ότι «οσονούπω θα γίνη έναρξις της παλιννοστήσεως των αποδημησάντων των εκ Δυτικής Θράκης επί βουλγαρικού καθεστώτος μουσουλμάνων». Οι εν λόγω πληθυσμοί, σύμφωνα με το έγγραφο, θα εγκαθίσταντο στα ακίνητά τους, ενώ παράλληλα θα συγκροτούνταν επιτροπές για την απόδοση των κτημάτων τους.[xciii] Βασική, επίσης, προτεραιότητα υπήρξε και η εμπέδωση της πολιτικής συμφιλίωσης, μέσω της χορήγησης αμνηστίας σε όσους είχαν συνεργαστεί με τον Ταγιάρ. Οι δε γεωργικοί πληθυσμοί που είχαν εξαναγκαστεί διά της βίας να συμμετέχουν στο κίνημα, επέστρεψαν στις γεωργικές ασχολίες τους, με την προϋπόθεση να είναι πιστοί στο νέο καθεστώς.[xciv] Ο τουρκικός πληθυσμός της Ανατολικής Θράκης υποδέχτηκε θετικά το παραπάνω μέτρο.

Προτομή του Χαρισίου Βαμβακά στην κεντρική
πλατεία της Κομοτηνής.
Περγαμηνή απονομής του Χρυσού Σταυρού των Ιπποτών του Τάγματος του Σωτήρος στον Χαρίσιο Βαμβακά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο Βενιζέλος προσπάθησε να θέσει το πλαίσιο συμπεριφοράς της ελληνικής Πολιτείας προς τους μουσουλμάνους. Με  τηλεγράφημά του προς τον Σαχτούρη έκανε σαφές ότι «από την επιτυχίαν με την οποίαν θα εκπληρώσετε τα ανατεθέντα υμίν καθήκοντα  θα εξαρτηθή εν μεγάλω μέτρω το μέλλον της μεγεθυνομένης Ελλάδος», ενώ θεωρούσε υπέρτατο καθήκον της ελληνικής διοίκησης να εμπνεύσει σε όλα τα στοιχεία του πληθυσμού την εμπιστοσύνη ότι «ουδεμίαν αι αρχαί ποιούνται διάκρισιν μεταξύ πολιτών ως εκ της καταγωγής των ή των θρησκευτικών των πεποιθήσεων αλλ’ ότι πάντες είνε ίσοι ενώπιον του νόμου εφόσον σέβονται τούτον και συμμορφώνονται προς τας διατάξεις αυτού».

Ο Έλληνας πρωθυπουργός, μετά τα παράπονα των ομογενών περί εύνοιας των μουσουλμάνων από την ελληνική διοίκηση, πρότεινε να καλλιεργηθεί μεταξύ των ομογενών η ιδέα «ότι αδύνατον να μεγαλουργήση η Ελλάς εάν και άρχοντες και αρχόμενοι δεν εμπνευσθώσιν υπό την ιδέαν ότι πάντες οι πολίται δικαιούντο εις ίσην προστασίαν εκ μέρους των αρχών». Τέλος, στο ίδιο τηλεγράφημα γινόταν λόγος για τα εγκλήματα που διεπράχθησαν σε βάρος των ελληνικών πληθυσμών κατά τη προηγούμενη περίοδο. Ωστόσο, κατά την άποψη του Κρητικού πολιτικού, «επιβάλλεται όπως λήθη καλύψη εν ευρυτάτη κλίμακι τα γενόμενα».[xcv]

 

O Βασίλης Ν. Κολλάρος είναι Διδάκτωρ Διπλωματικής Ιστορίας του Τμήματος  Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[i]Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών (στο εξής Α.Υ.Ε) /1918/Θ/Άνευ Αριθμού Κατάταξης (στο εξής Α.Α.Κ.),4 Γραφείο Υπουργού, Η Ελλάς εις το Συνέδριον της Ειρήνης. Επίσης, Στέφανος Στεφάνου (επιμ.) Ελευθερίου Βενιζέλου: Πολιτικαί υποθήκαι, τ. Β΄, 1965,  σσ. 153-175.

[ii]Α.Υ.Ε./1919/Α/4/2,Τηλεγράφημα ( στο εξής Τηλ.) Ρωμανού προς το Υπουργείο Εξωτερικών (στο εξής Υπ.Εξ.), αρ. πρωτ. 520, 21/1/1919 και A.Y.E./1919/Α/5/Ι4, Συντ/ρχης Κατεχάκης προς τον Βενιζέλο, αρ. πρωτ. 2874, Παρίσι, 5/8/1919.

[iii]Αντώνιος Μπρεδήμας, «Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και το διεθνές δίκαιο. Η εφαρμογή της αρχής των εθνοτήτων» στο συλλογικό τόμο: Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως νομικός, 2003, σσ. 201-219. Για τον χειρισμό των ελληνικών διεκδικήσεων από τον Βενιζέλο βλ. Εμμ. Ρούκουνα, Εξωτερική Πολιτική (1914-1923),1983, σσ. 299-310 και Κωνσταντίνο Σβολόπουλο, Η ελληνική εξωτερική πολιτική (1900-1945), 2002, σσ. 140-157.

[iv]Ιωάννης Γκλαβίνας, Οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί στην Ελλάδα, 2008, σσ. 45-46.

[v]Στεφάνου, ό.π., σ. 199.

[vi]Στο ίδιο.

[vii]Μπρεδήμας, ό.π.,  σ. 206.

[viii]Nikolaos Petsalis – Diomidis, Greece at the Paris Peace Conference (1919), 1978, σ. 90. Βλ. επίσης, Α.Υ.Ε./1919/Α/5/6, Γενικό Στρατηγείο προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 8641, 26/8/1919. Επίσης, Ελληνικό Λογοτεχνικό Ιστορικό Αρχείο (στο εξής Ε.Λ.Ι.Α) /Α.Ε.Β./φάκ. 9/1, Φωτοαντίγραφα υπομνήματος μουσουλμάνων βουλευτών Δυτικής Θράκης προς τον στρατηγό Franchet d’ Esperey, Σόφια, 31/12/1918 και Α.Υ.Ε./1919/Α/4/2, Τηλ. Πολίτη προς Αντιπρόεδρο Κυβερνήσεως , αρ. πρωτ. 1695, 9/2/1919.

[ix]Petsalis – Diomidis, ό.π., σ. 153.

[x]Ό.π., σ. 135.

[xi]Ό.π., σ. 155.

[xii]Ό.π., σελ. 156.

[xiii]Σπυρίδων Μαρκεζίνης, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδας, τόμ. Δ΄, 1973, σ. 281. Για το ζήτημα της Θράκης στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης, βλ. Petsalis – Diomidis, ό.π., σσ.153-172, 256-279, 280-290. Επίσης, Μιράντα Παξιμαδοπούλου-Σταυρινού, Η Δυτική Θράκη στην εξωτερική πολιτική της Βουλγαρίας. Το Ζήτημα της Βουλγαρικής Οικονομικής Διεξόδου στο Αιγαίο (1919-1923), 1997, σσ. 21-68.

[xiv]Petsalis – Diomidis, ό.π., σσ. 339-340.

[xv]Για τη χρησιμοποίηση των μουσουλμάνων από τον κρατικό μηχανισμό την περίοδο της Συνδιάσκεψης, με στόχο την προώθηση των ελληνικών συμφερόντων, βλ. Γκλαβίνα, ό.π., σσ. 283, 348-370.

[xvi]A.M.M./A.E.B./173/φάκ. 25, Τηλ. Χαλκιόπουλου προς Πρεσβεία Παρισίων, Δράμα, αρ. πρωτ. 65, 20/11/1919 ∙ Αρχείο Μουσείου Μπενάκη (στο εξής A.M.M.) / Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου (στο εξής A.E.B.) /173/φάκ. 23 ∙ A.M.M./A.E.B./173/φάκ. 24, Επιστολή Βενιζέλου προς τον Γενικό Διοικητή Δράμας, αρ. πρωτ. 7318, 5-18/11/1919.

[xvii]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/6, Τηλ. Βενιζέλου προς το Υπ.Εξ. , αρ. πρωτ. 7888, Παρίσι, 10/8/1919.

[xviii]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/11, Τηλ. Βενιζέλου προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 2505, Παρίσι, 2/3/1919.

[xix]Για την εκστρατεία «διαφήμισης» των αγαθών της ελληνικής διοίκησης βλ. Στίλπων Κυριακίδη, Η Δυτική Θράκη και οι Βούλγαροι, 1997 αλλά και Al. Antoniades, Le development economique de la Thrace. : le passé, le présent, l’avenir, 1922.

[xx]Α.Υ.Ε./1919/5/11, Τηλ. Βενιζέλου προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 254, Παρίσι, 13/3/1919.

[xxi]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/6, Τηλ. Κανελλόπουλου προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 8628, Κων/πολη, 31/8/1919

[xxii]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/7/2, Τηλ. Πάγκαλου προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 12678, 17/12/1919.

[xxiii]Petsalis – Diomidis, ό.π., σ. 163.

[xxiv]A.M.M./A.E.B./173/φάκ. 23. ∙ A.M.M./A.E.B./173/φάκ. 24, Επιστολή Βενιζέλου προς τον Γενικό Διοικητή Δράμας, αρ. πρωτ. 7318, 5-18/11/1919. Βλ. επίσης, Petsalis – Diomidis, ό.π., σ. 169.

[xxv]Α.Υ.Ε./1919/5/ΧΙ/4, Βενιζέλος προς Ύπ. Αρμοστή Ελλάδος στη Κων/πολη, αρ. πρωτ. 8169, 5-18/8/1919.

[xxvi]Petsalis – Diomidis, ό.π., σ. 169.

[xxvii]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/Ι4, Τηλ. Γ. Δ. Θεσ/νίκης, προς τον Βενιζέλο, αρ. πρωτ. 132, 3/8/1919.

[xxviii]Ό.π., Για το ίδιο ζήτημα, η ελληνική στρατιωτική αποστολή στη Βουλγαρία, με επικεφαλής τον Μαζαράκη, ενημέρωσε την ελληνική κυβέρνηση ότι οι μουσουλμάνοι της Θράκης δεν θα αντισταθούν σε μια ελληνική κατοχή διότι δεν είχαν τις δυνατότητες που είχαν οι ομόθρησκοί τους στη Μ. Ασία. Α.Υ.Ε./1919/5/11, Ελληνική στρατ. Αποστολή προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 480, Σόφια, 30/7/1919.

[xxix]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/Μ/2, Σημείωμα Χ. Βαμβακά περί μουσουλμάνων προς Βενιζέλο, 23/7/1919.

[xxx]Α.Υ.Ε./1919/ Α/5/6, Τηλ. Παρασκευόπουλου προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 8102, 19/8/1919.

[xxxi]Petsalis – Diomidis, ό.π., σσ. 171-172.

[xxxii]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/6, Ελλ. στρατ. αποστολή προς το Γ. Στρατηγείο, αρ. πρωτ. 549, Σόφια, 16/8/1919.

[xxxiii]A.M.M./A.E.B./173/φάκ. 24, Τηλ. Χαλκιόπουλου προς τη Πρεσβεία Παρισίων, αρ. πρωτ. 60, Δράμα, 18/11/1919. Βλ. επίσης Α.Υ.Ε./1919/Α/5/5, Τηλ. Χαλκιόπουλου προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 11001, 4/11/1919.

[xxxiv]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/6, Τηλ. Πολίτη προς το Υπ.Εξ.. αρ. πρωτ. 10329, 14/10/1919. Ε.Λ.Ι.Α./Αρχείο Χαρίσιου Βαμβακά (στο εξής Α.Χ.Β.) /3/1, Ελληνική στρατιωτική Αποστολή στη Βουλγαρία προς το Γενικό Στρατηγείο, αρ. πρωτ. 90, 6/1/1920. Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./1/1, Τηλ. Παρασκευόπουλου προς Βαμβακά, αρ. πρωτ. 658/ΙΙ, 1/2/1920.

[xxxv]IAYE/1919/Α/5/Ι4, Τηλ. Παρασκευόπουλου προς Βενιζέλο, αρ. πρωτ. 12943, 1/10/1919.

[xxxvi]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/7/2, Τηλ. Βαμβακά προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 12310, Κομοτηνή, 7/12/1919.

[xxxvii]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/6, Τηλ. Χαλκιόπουλου προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ.10018, Δράμα, 8/10/1919.

[xxxviii]A.Y.E./1919/Α/5/Ι4, Τηλ. Διομήδη προς υπουργό Εξωτερικών, αρ. πρωτ. 8262, Αθήνα, 6/9/1919.

[xxxix]Ό.π.,

[xl]A.Y.E/.1919/Α/5/Ι4, Τηλ. Βενιζέλου προς τον Παρασκευόπουλο, αρ. πρωτ. 9339, 9-22/9/1919.

[xli]Ό.π.,

[xlii]Α.Υ.Ε./1919/5/11, Βενιζέλος προς Παρασκευόπουλο, αρ. πρωτ. 9339, 10/9/1919. Βλ. επίσης, Α.Υ.Ε./1919/Α/5/6, Τηλ. Κακλαμάνου προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 10038, Παρίσι, 10/10/1919.

[xliii]Για τη δράση του Βαμβακά, βλ. Καλλιόπη Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, (επιμ.), Η απελευθέρωση της Δυτικής Θράκης από το αρχείο του Χαρίσιου Βάμβακα,1975.

[xliv]A.Y.E./1919/Α/5/Ι4, Κρυπτ. Κακλαμάνου προς Ελληνική Αποστολή στο Λονδίνο, αρ. πρωτ. 4408, 21/10/1919. Για την αποστολή του Βαμβακά στη Θράκη, βλ. Petsalis – Diomidis, ό.π., σ. 288.

[xlv]A.Y.E./1919/Α/5/Ι4, Τηλ. Κανελλόπουλου προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ.10244, Κων/πολη ,17/10/1919.

[xlvi]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/6, Τηλ. Βαμβακά προς Υποστρ. Λεοναρδόπουλο, αρ. πρωτ. 8852, Κομοτηνή, 29/10/1919.

[xlvii]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/6, Τηλ. Κανελλόπουλου προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 9881, Κων/πολη, 4-17/10/1919.

[xlviii]Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./1/1, Επιστολή Βαμβακά προς Υπ. Εξωτερικών, αρ. πρωτ. 2846, 13/3/1920.

[xlix]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/7/2, Τηλ. Παρασκευόπουλου προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 13024, 24/12/1919.

[l]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/7/2, Καλεύρας προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 12107, 2-15/12/1919.

[li]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/7/1, Έκθεση του Χ. Βαμβακά προς τον Υπ.Εξ., 14-27/11/1919.

[lii]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/7/2, Τηλ. Βαμβακά προς Παρασκευόπουλο, αρ. πρωτ. 93, Κομοτηνή, 12-25/11/1919.

[liii]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/7/2, Τηλ. Παρασκευόπουλου προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 13023, 24/12/1919.

[liv]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/7/3, Τηλ. Βενιζέλου προς Γενικό Διοικητή Δράμας, αρ. πρωτ. 11953, Παρίσι, 29/11/1919.

[lv]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/7/1, Τηλ. Βενιζέλου προς το Υπ.Εξ. αρ. πρωτ. 11364, Παρίσι, 22/11/1919.

[lvi]Για τους Πομάκους, βλ. Κωστή Τσιούμη, Η μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις (1923-1940), ιστορία – πολιτική – παιδεία, διδακτορική διατριβή, 1994, σσ. 104-109. Επίσης, Π. Φωτέα, Οι Πομάκοι της Δ. Θράκης, 1978 ∙ Π. Χιδίρογλου, Οι Έλληνες Πομάκοι και η σχέση τους με την Τουρκία, 1984 ∙ Π. Μυλωνά, Οι Πομάκοι της Θράκης, 1990 ∙ Εμμ. Βαρβούνη, Η καθημερινή ζωή των Πομάκων – Εθνική συνείδηση και θρησκευτική ταυτότητα, 1997.

[lvii]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/Μ/1, Γενικό Στρατηγείο προς τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως, αρ. πρωτ. 7073, 3/9/1919. Βλ. επίσης, A.Y.E./1919/Α/5/Ι4, Κρυπτ. Παρασκευόπουλου προς Βενιζέλο, αρ. πρωτ. 11674/6859, 9/9/1919 και Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./2/1/2, Τηλ. Υπ. των Εξωτερικών προς Βαμβακά, αρ. πρωτ. 4579, Αθήνα, 9/4/1920.

[lviii]Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./1/4, Τηλ. Βαμβακά προς Νικ. Πολίτη, αρ. πρωτ. 879, Κομοτηνή, 19/3/1920.

[lix]Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./2/1/2, Τηλ. Παρασκευόπουλου προς Βαμβακά, αρ. πρωτ. 2417, 13/3/1920.

[lx]Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./2/1/2, Τηλ. Βαμβακά προς Πολίτη, αρ. πρωτ. 2960, Κομοτηνή, 16/3/1920.

[lxi]Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./2/1/2, Τηλ. Πολίτη προς Βαμβακά, αρ. πρωτ. 3430, Παρίσι, 30/3/1920.

[lxii]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/6, Υπουργείο των Ναυτικών προς Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 49, 12/8/1919.

[lxiii]Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./2/1/2, Τηλ. Βαμβακά προς Πολίτη, αρ. πρωτ. 3183, Παρίσι, 19/3/1920 και Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./2/3, Τηλ. Βαμβακά προς Ρακτιβάν, αρ. πρωτ. 3244, Κομοτηνή, 23/3/1920.

[lxiv]Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./2/1/2, Τηλ. Πολίτη προς Βαμβακά, αρ. πρωτ. 3430, Παρίσι, 30/3/1920.

[lxv]Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./2/1/2, Τηλ. Πολίτη προς Βαμβακά, αρ. τηλ 3819, Κομοτηνή, 7/4/1920.

[lxvi]Ό.π.,

[lxvii]Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./2/1/2, Τηλ. Βαμβακά προς Πολίτη, αρ. πρωτ. 622, Κομοτηνή, 6.1.1920.

[lxviii]Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./2/1/2, Τηλ. Βαμβακά προς Πολίτη, αρ. πρωτ. 2915, Κομοτηνή, 15.3.1920.

[lxix]Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./2/1/2, Τηλ. Βαμβακά προς Πολίτη, αρ. πρωτ. 3426, Κομοτηνή, 3/1920 (;).

[lxx]Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./2/1/2, Τηλ. Βαμβακά προς Πολίτη, αρ. πρωτ. 4040, Κομοτηνή, 11.4.1920.

[lxxi]Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./2/1/2, Τηλ. Βενιζέλου προς Βαμβακά, αρ. πρωτ. 6296, Παρίσι, 15.5.1920.

[lxxii]Α.Υ.Ε./1920/153/2/2, Τηλ. Βενιζέλου προς Ζυμβρακάκη, Παρίσι, 17.5.1920.

[lxxiii]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/Μ/2, Σημείωμα Χ. Βαμβακά περί μουσουλμάνων προς Βενιζέλο, 23.7.1919.

[lxxiv]Α.Υ.Ε./1920/152/2, Τηλ. Βαμβακά προς τον Πολίτη, αρ. πρωτ. 8359, Κομοτηνή, 26/6/1920.

[lxxv]Α.Υ.Ε./1920/153/2/2, Τηλ. Βαμβακά προς Υπ. Εξωτ. Πολίτη, αρ. πρωτ. 6059, 24/5/1920.

[lxxvi]Α.Υ.Ε./1920/153/2/2, Τηλ. Βαμβακά προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 3777, 1/4/1920.

[lxxvii]Ο Τζαφέρ Ταγιάρ υπήρξε στρατιωτικός διοικητής της Αδριανούπολης, ο οποίος στις 12 Ιουνίου 1920 κήρυξε την αυτονομία της Ανατολικής Θράκης. Ο τουρκικός πληθυσμός της περιοχής δεν σαγηνεύτηκε από τα κελεύσματα του Ταγιάρ, με αποτέλεσμα το κίνημα να κατασταλεί και ο ίδιος να συλληφθεί από τον ελληνικό στρατό στις 14 Ιουλίου 1920. Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./1/2, Τηλ. Βαμβακά προς Παρασκευόπουλο, αρ. πρωτ. 2726, 11/3/1920. Επίσης, Πετσαλή – Διομήδη, «Το ζήτημα της Θράκης στο Συνέδριο Ειρήνης», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΕ΄, 1978, σσ. 94-95.

[lxxviii]Α.Υ.Ε./1920/153/2/4, Τηλ. Βενιζέλου προς Αντιπρόεδρο Υπ. Συμβουλίου, ά.α.π., Παρίσι, 14/7/1920.

[lxxix]Α.Υ.Ε./1920/154/1/Ε, Προκήρυξη Ύπατου Αρμοστή της Ελλάδος στη Θράκη, 13-26/7/1920.

[lxxx]Δημήτριος Σβολόπουλος, Η Θράκη υπό ελληνικήν διοίκησιν, 1922, σσ. 56-58.

[lxxxi]Κώστας Γέραγας, Αναμνήσεις εκ Θράκης 1910-1922, 2005, σσ. 45-46.

[lxxxii]Κυριακίδης, ό.π., σ. 116.

[lxxxiii]Ό.π., σ. 116.

[lxxxiv]Ό.π., σ. 124.

[lxxxv]Για τη διοικητική οργάνωση της Δυτικής Θράκης. Ό.π., σσ. 60-63.

[lxxxvi]Κυριακίδης, ό.π., σ. 128.

[lxxxvii]Σβολόπουλος, ό.π., σ. 41.

[lxxxviii]Α.Υ.Ε./1920/141/1/1,Ύπατη Αρμοστεία Κων/πόλεως προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 3267, 20/5/1920.

[lxxxix]Ό.π.,

[xc]Εφημερίς της Κυβερνήσεως, Τεύχος Α΄, αρ. φ. 224, 1/10/1920, σελ. 2199.

[xci]Α.Υ.Ε./1920/152/2/Γ, Τηλ. Σαχτούρη προς Ρέπουλη, αρ. πρωτ. 226, Αδριανούπολη, 12-25/8/1920.

[xcii]Α.Υ.Ε./1920/153, Ελλ. Στρ. Αποστολή στη Βουλγαρία προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 700, 22/7/1920.

[xciii]Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./2/4/5, Πολιτ. Διοίκηση Διδυμοτείχου προς διοικητές Δυτ. Θράκης, αρ. πρωτ. 12792, 19/8/1920.

[xciv]Α.Υ.Ε./1920/152/2/Γ, Τηλ. Σαχτούρη προς Πρόεδρο Κυβερνήσεως, Υπ.Εξ. και Υπουργείο Στρατιωτικών, αρ. πρωτ. 359, Αδριανούπολη, 30/8-12/9/1920.

[xcv]Α.Υ.Ε./1920/152/2/Γ, Τηλ. Βενιζέλου προς Σαχτούρη, αρ. πρωτ. 12168, Παρίσι, 9/8/1920.