Skip to main content

Αναστασία Σιώψη: Όταν η τέχνη κραυγάζει. Η κραυγή ως ήχος και εικόνα, με αφετηρία την «Κραυγή» (Der Schrei der Natur, 1893) του Edvard Munch

Αναστασία Σιώψη

Όταν η τέχνη κραυγάζει. Η κραυγή ως ήχος και εικόνα, με αφετηρία την «Κραυγή» (Der Schrei der Natur, 1893) του Edvard Munch

 

Εισαγωγή

Στο έργο με τίτλο Κραυγή (Der Schrei der Natur (1893), ο αρχικός γερμανικός τίτλος που δόθηκε στον πίνακα από τον Edvard Munch 1863-1944) μια μορφή, ενώ περπατάει κατά μήκος της παραλίας, πιάνει με τα χέρια το κεφάλι ξεσπώντας σε μια κραυγή αγωνίας χωρίς όμως ήχο. Στο κείμενο του καλλιτέχνη διαβάζουμε: «Σταμάτησα και έγειρα στα κάγκελα, σχεδόν πεθαμένος από την κούραση. Επάνω από το μαύρο-μπλε φιόρντ κρέμονταν τα σύννεφα, κόκκινα σαν το αίμα και τις γλώσσες της φωτιάς. Οι φίλοι μου με είχαν εγκαταλείψει και μόνος, τρέμοντας με αγωνία, συνειδητοποίησα την απέραντη, ατέλειωτη κραυγή της φύσης». Το έργο αυτό είναι η απόλυτη ενσάρκωση του φόβου, της αγωνίας και της αποξένωσης. Θεωρείται από μερικούς, πως συμβολίζει το ανθρώπινο είδος κάτω από τη συντριβή του υπαρξιακού τρόμου.

Η λεγόμενη Ur-schrei, δηλαδή η «πρωτογενής» κραυγή, εμφανίζεται ως εκφραστικό μοτίβο στην εξπρεσιονιστική λογοτεχνία, στη ζωγραφική και στη μουσική για να δηλώσει την πιο ακραία έκφραση της συναισθηματικής έντασης. Στην παρούσα ανακοίνωση θα ασχοληθώ με εκφάνσεις της στη ζωγραφική και τη μουσική.

Προς το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα, την ίδια περίπου εποχή που ο γνωστός ψυχίατρος Ζίγκμουντ Φρόιντ (Siegmund Freud 1856-1939) εξερευνούσε τα φαινόμενα του υποσυνειδήτου και την επιρροή των παιδικών εμπειριών στην πρόκληση νευρώσεων, ένας όχι και τόσο γνωστός Νορβηγός καλλιτέχνης, ο Έντβαρντ Μούνχ (Edvard Munch 1863 – 1944), ξεκινούσε να απεικονίζει τον εσωτερικό βασανισμένο κόσμο του στις δημιουργίες του, θέτοντας την αφετηρία ανάπτυξης ενός καλλιτεχνικού κινήματος που θα γινόταν αργότερα γνωστό με την ονομασία ‘Εξπρεσιονισμός’.

 

Παρουσιάση του εικαστικού έργου

Η Κραυγή είναι ο πιο γνωστός πίνακας του Νορβηγού ζωγράφου και απεικονίζει μια αγωνιούσα μορφή με φόντο τον ουρανό σε κόκκινο χρώμα. Αποτελεί μέρος μιας σειράς έργων, με την ονομασία Η Ζωφόρος της Ζωής, στην οποία ο καλλιτέχνης έρχεται αντιμέτωπος με διάφορα σκοτεινά θέματα που αφορούν στη ζωή, το θάνατο, τον φόβο και τη μελαγχολία.1

O Μουνχ δημιούργησε τέσσερις εκδοχές της Κραυγής, το διάστημα 1893-1910.2 Θα λέγαμε ότι είναι μια σειρά από επαναλήψεις της ίδιας ιδέας: αυτής της θεμελιώδους ‘διαφωνίας’ με το ηχητικό περιβάλλον (θυμίζω τον τίτλο που δόθηκε από τον ίδιο τον Μουνχ: Ο λυγμός της φύσης).

Der Schrei der Natur (1893-1910). Μέρος της σειράς Η Ζωφόρος της Ζωής. Τέσσερις εκδοχές της Κραυγής.

Όπως χαρακτηριστικά περιγράφει το έργο αυτό ο φίλος του καλλιτέχνη και σημαντικός θεατρικός συγγραφέας και μυθιστοριογράφος August Strindberg (1849-1912), σε ένα πεζογράφημα-ποίημα που έγραψε για κάποια από τα έργα του Μουνχ (στο Revue Blanche),
    «[είναι μια κραυγή] τρόμου στη Φύση, η οποία [η Φύση], με λάμψη οργής, πρόκειται να μιλήσει με καταιγίδα και βροντές σε αυτά τα ανόητα, μικροκαμωμένα όντα που φαντάζονται τους εαυτούς τους θεούς χωρίς να μοιάζουν με θεούς».3

Η Κραυγή είναι, επομένως, ένα αγωνιώδες ουρλιαχτό που μεταδίδεται με ορατούς παλμούς στην ατμόσφαιρα, σαν ηχητικά κύματα. Μακριές, κυμματιστές γραμμές φαίνεται να περιέχουν την ηχώ μιας βασανισμένης κραυγής και να την διαχέουν σε κάθε σημείο του έργου. Ο ψυχισμός του καλλιτέχνη διαπερνάει την εικόνα, ή, σύμφωνα με τον Μουνχ, ωθήσεις ‘πανικού’ που είναι καλά κρυμμένες από την ορατή πραγματικότητα. Άλλωστε, στο συγκεκριμένο πίνακα φαίνεται η στάση του καλλιτέχνη στην εμπειρία της συναισθησίας, ή της ένωσης των αισθήσεων, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα την εικαστική απεικόνιση ήχου (κραυγή) και συναισθήματος. Συγκεκριμένα, στόχος του καλλιτέχνη ήταν να εκφράσει πως μια ξαφνική συγκίνηση μεταβάλλει όλες τις εντυπώσεις της αίσθησης. Από αυτή την άποψη, η Κραυγή αποτελεί ένα έργο ορόσημο για το κίνημα των Συμβολιστών όπως και σημαντική πηγή έμπνευσης για το εξπρεσιονιστικό κίνημα των αρχών του εικοστού αιώνα από το οποίο αντλώ τα μουσικά παραδείγματα που παρουσιάζω παρακάτω, όπως και κάποια εικαστικά. Το έργο αυτό, από κάθε άποψη, αποτελεί την ουσία του εξπρεσσιονισμού, ενός κινήματος που έδωσε έργα ακραία και αντισυμβατικά με κυρίαρχο το συναίσθημα που ωθείται στα άκρα και μια επίμονη αίσθηση ευθύνης να εκφραστεί η αλήθεια, όπως ανιχνεύεται στο αρχέγονο και στα βάθη της ψυχής (υποσυνείδητο).

Βέβαια ξεπερνάει τα όρια του εξπρεσσιονισμού καθώς έχει καθιερωθεί να συμβολίζει τον υπαρξιακό φόβο (angst) του σύγχρονου ανθρώπου στη ξέφρενη κοινωνία μας. Mάλιστα, μαζί με τη Μόνα Λίζα, είναι από τις πιο συχνά αναπαραγόμενες εικόνες στο κόσμο.

Αυτό στο οποίο θα επικεντρωθώ στο παρόν κείμενο είναι όχι τόσο το ίδιο το έργο αλλά οι ιδέες που εκπροσωπεί και οι τρόποι που εμφανίζονται σε άλλα έργα στη μουσική και τις εικαστικές τέχνες, έχοντας ως εκφραστικό μοτίβο την «πρωτογενή» κραυγή (Ur-schrei), η οποία δηλώνει την πιο ακραία έκφραση της συναισθηματικής έντασης. Το κείμενο του ίδιου του Μουνχ μιλάει για την ‘απέραντη, ατέλειωτη κραυγή της φύσης’, σε άμεση αντιστοιχία με το αίσθημα της παρακμής στη Βιέννη και το Βερολίνο της δεκαετίας του 1890, του τέλους μιας εποχής, και με αντιπροσωπευτική μελέτη-ορόσημο το βιβλίο του O. Spengler Der Untergang des Abendlandes [Η παρακμή της Δύσης] (1918-1922), το οποίο μάλιστα άσκησε μεγάλη επιρροή στους κύκλους της διανόησης σε πολλές χώρες της Ευρώπης εκείνης της εποχής. Το έργο επίσης δημιουργήθηκε σε μιά εποχή όπου τα έργα του Κάρολου Δαρβίνου (1809-1882) και του Φρίντριχ Νίτσε (1844-1900) προκαλούσαν μια ευρύτερη αίσθηση ανησυχίας. Σύμφωνα με την Sue Prideaux, συγγραφέα της βραβευμένης βιογραφίας του Μουνχ, είναι αδύνατο να αγνοήσουμε αυτό το γενικότερο πλαίσιο. Ήταν η ικανότητα του Μουνχ να συνδυάσει το βαθιά προσωπικό με το καθολικό που έκανε το πιο διάσημο έργο του να διαρκέσει στον χρόνο.4

Η ‘κραυγή’ ενταγμένη σε φιλοσοφικό πλαίσιο μας κατευθύνει σε ιδέες όπως η υπαρξιακή αγωνία, ο υπέρτατος φόβος και, κυρίως, η αποκοπή από τη φύση. Το έργο αυτό του Μουνχ, κατά συνέπεια, είναι η απόλυτη ενσάρκωση του φόβου, της αγωνίας και της αποξένωσης. Θεωρείται από μερικούς, πως συμβολίζει το ανθρώπινο είδος κάτω από τη συντριβή του υπαρξιακού τρόμου.

Ο Edvar Munch και η εκδοχή της Κραυγής σε λιθογραφία του 1895 που είχε διαδοθεί ευρύτερα από όλες τις άλλες στις αρχές του εικοστού αιώνα

Κεντρική Ιδέα: αποκοπή του ανθρώπου απο τη φύση

Η ιδέα της ‘κραυγής της φύσης’ είναι διαχρονική. Μας ταξιδεύει στη μυθολογία, στο μύθο του βιασμού της Περσεφόνης.

Η ‘Ανα Μοζόλ (Ana Mozol), μια Γιουνγκιανή αναλύτρια στο πανεπιστήμιο British Columbia του Βανκούβερ, υποδεικνύει αυτό τον μύθο, αφού η απαγωγή της Περσεφόνης από τον Θεό του Κάτω Κόσμου έφερε τον χειμώνα. «Αυτή ήταν μια κραυγή που κατευθύνθηκε υπογείως και δεν ακούστηκε»5, παρατηρεί. Και πιστεύει ότι μπορεί να διευρυνθεί ως η κραυγή της φύσης ή η κραυγή της γης.6

Η αρπαγή της Περσεφόνης, περ. 336 π.Χ., κεντρικό τμήμα τοιχογραφίας από βασιλικό τάφο της Βεργίνας.

Η ιδέα της αποκοπής του ανθρώπου από τη φύση είναι παλαιότερη από το έργο του Μουνχ. Προβάλλεται σε πρώτο πλάνο στην αισθητική του ρομαντισμού. Ο Ρομαντισμός όμως, σε αντίθεση με τον εξπρεσιονισμό, πιστεύει στο όραμα της επανένωσης του ανθρώπου με τη φύση. Δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από την Τετραλογία του Ρίχαρντ Βάγκνερ όπου η κεντρική ιδέα έχει να κάνει με τη βίαιη αποκοπή του ανθρώπου από τη φύση (πολιτισμός) και την τελική οραματική και καθαρά μουσική πρόταση της επανένωσής του με αυτή στο τέλος της Τετραλογίας.7

Στον εξπρεσιονισμό δεν υπάρχει τέτοιο όραμα, έτσι, όπως στο έργο του Μουνχ, οι κραυγές ‘αιωρούνται’, οι διαφωνίες στα μουσικά έργα αφήνονται άλυτες για να σοκάρουν, να ταρακουνήσουν. Η άλυτη διαφωνία στο αποκορύφωμα της σύνθεσης μπορεί να παραπέμπει σε θεμελιώδη ανθρώπινα συναισθήματα σε ‘ρήξη’ με την εξωτερική πραγματικότητα.

Ξεκινώ με τρία παραδείγματα τέτοιων κραυγών από την ατονική περίοδο του Σένμπεργκ που παραδόξως, κατά την άποψή μου, παραπέμπουν στην Κούντρι, την πρωταγωνίστρια της τελευταίας όπερας του Βάγκνερ, του Πάρσιφαλ.

Arnold Schoenberg (1874-1951), Αυτοπροσωπογραφία, 1910.

Ο Πιερότος (Pierrot Lunaire, 1912), op. 21, συμβολίζει για τον Σένμπεργκ με αντιπροσωπευτικό τρόπο τον καλλιτέχνη του πρώιμου εικοστού αιώνα. Το έργο αυτό, βέβαια, έχει σημασία και πέρα από το συμβολικό επίπεδο, καθώς εκφράζει την ‘εσωτερικότητα’ όχι μόνο ως προς τις ιδέες, με το να αναδεικνύει τον Πιερρότο σε εκφραστή του εσώτερου ευαίσθητου ‘Εγώ’ του μοντέρνου καλλιτέχνη, αλλά και μέσω του ίδιου του έργου, στο οποίο η μουσική χρησιμοποιεί τα εσωτερικά της αποθέματα για να δηλώσει, με την αντιπαράθεση μουσικού υλικού και μουσικής στρατηγικής, την κρίση της μουσικής γλώσσας της οποίας οι παραδοσιακές φόρμες αποδυναμώνονταν.

Στον Πιερότο βρίσκουμε μια πολύ χαρακτηριστική αναφορά στο κομμάτι αρ. 9, «Gebet an Pierrot», στη λέξη ‘Lachen (γέλιο)’, όπου η γραμμή του κλαρινέτου παραπέμπει έμμεσα στην περίφημη κραυγή της Κούντρι, στην όπερα Πάρσιφαλ του Βάγκνερ, στη λέξη ‘lachte’ από τη δεύτερη πράξη της όπερας αυτής, δίνοντας την αίσθηση μουσικής παραπομπής.8 Στη λέξη αυτή η Κούντρι τραγουδάει από τη νότα σι3 δύο οκτάβες κάτω στο ντο#. Το κλαρινέτο στην «Προσευχή στον Πιερότο» είναι σαν να ‘θυμάται’ αυτό που η πρωταγωνίστρια, η Κολουμπίνα, φαίνεται να έχει ξεχάσει ή να μη γνώρισε ποτέ.

Νο. 9, Gebet an Pierrot, κείμενο: «mein Lachen”, γραμμή κλαρινέτου.

Ανάμεσα στην Κούντρι και τον Πιερότο μπορούμε να βρούμε και συμβολικές αναλογίες με κεντρική ιδέα τη ‘ρήξη’, ή, τον ‘διχασμό’. Η Κούντρι είναι μια γυναίκα χωρισμένη στα δύο και καταδικασμένη να ζει σε δύο διαφορετικά επίπεδα: από τη μια μεριά υπηρετεί απρόθυμα το Άγιο Δισκοπότηρο για να εξιλεωθεί για την αμαρτία της, ενώ, από την άλλη, είναι υποχείριο του μάγου Κλίνγκσορ. Τρομοκρατημένη από τη μαγική του δύναμη, οφείλει να σαγηνεύει τους Ιππότες του Αγίου Δισκοπότηρου. Μέσα από το συμβολισμό της φιγούρας του Πιερότου εκφράζεται επίσης διχασμός, καθώς απεικονίζει τον μοντέρνο καλλιτέχνη που βρίσκεται σε ρήξη με τον κόσμο αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό.9

Δεύτερη πράξη, μ. 1182, Parsifal του Richard Wagner (Richard Wagner, Parsifal, G. Schirmer, Inc.: 195).

Η ίδια μουσική παραπομπή πραγματοποιείται πιο εμφανώς, και όχι από όργανο αλλά από γυναικεία φωνή, σε άλλα δύο έργα του Σένμπεργκ, δηλαδή στο αποκορύφωμα της Προσμονής (1909), op. 17, μ. 189, στη λέξη ‘Hilfe (βοήθεια)’ της Γυναίκας και στο αποκορύφωμα ‘Liebe (αγάπη)’ στο Δεύτερο κουαρτέτο εγχόρδων του Σένμπεργκ (1908), οp. 10, μ. 63-68, έργα που γράφονται την ίδια εποχή με τον Φεγγαρίσιο Πιερότο (1912).

Η Προσμονή (Erwartung), είναι σε ποίηση της Marie Pappenheim και φανερώνει γνώση της ψυχανάλυσης. Η ποιήτρια, εξέχουσα ψυχίατρος στη Βιέννη και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της πόλης, δίδαξε τη θεωρία και τις μεθόδους του Φρόιντ. Η Γυναίκα στην Προσμονή διακατέχεται από μια έμμονη ιδέα: στο έργο αυτό σκιαγραφούνται οι διαρκώς εναλλασσόμενες σκέψεις και συναισθήματα καθώς μες στο σκοτάδι αναζητά στο δάσος τον εραστή της. Είναι χαρακτηριστικό ότι το έργο αυτό το περιγράφει αργότερα ο συνθέτης ως «αυτός ο εφιάλτης, αυτό το δισαρμονικό βασανιστήριο…αυτές οι ακατάλληπτες ιδέες…αυτή η μεθοδική τρέλλα».10

Arnold Schönberg, Erwärtung (1909), op. 17, μ. 189-193.
Arnold Schönberg, Δεύτερο Κουαρτέτο Εγχόρδων (1908), op. 10, μ. 63-68.

Στο αποκορύφωμα του Δεύτερου κουαρτέτου εγχόρδων, το «Litanei», (βασισμένο σε ποιητικά οράματα του Stefan George με τίτλο Der siebente Ring (1907), με θέμα την αγωνία ενός περιπλανώμενου που αναζητά πνευματική παρηγοριά), οι στίχοι του παραδείγματος είναι «[…] πάρε από μένα τη γήινη αγάπη, δώσε μου την ευτυχία» (Nimm mir die liebe, gib mir dein glück!)».

Στην Προσμονή, η Γυναίκα χρησιμοποιεί τα ίδια ύψη φθόγγων για την κραυγή της για ‘βοήθεια’ με αυτά της Κούντρι, ενώ το αποκορύφωμα ‘Αγάπη’ του Δεύτερου κουαρτέτου εγχόρδων χρησιμοποιεί την ίδια αναφορά αλλά όχι τα ίδια ύψη φθόγγων.

Το τρομακτικό ‘ξέσπασμα’ της κραυγής της πρωταγωνίστριας και στις δύο περιπτώσεις είναι εύκολο να παραλληλιστεί με την Κραυγή του Μουνχ. Επιπλέον, μπορεί να θεωρηθεί ως το αποκορύφωμα ολόκληρου του εγχειρήματος της ελεύθερης ατονικότητας, μια μουσική ανάπτυξη που πραγματοποιείται περίπου δεκαπέντε χρόνια μετά το εμβληματικό έργο του Μουνχ.11 Η στιγμή αυτή άλλωστε μπορεί να θεωρηθεί ως στιγμή ‘υστερίας’ της πρωταγωνίστριας και στα δύο παραδείγματα και, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Slavoj Žižek,
«Εάν υπάρχει κάποιο χαρακτηριστικό που λειτουργεί ως ξεκάθαρος δείκτης του μοντερνισμού –από τον Strindberg ως τον Kafka, από τον Munch ως την «Προσμονή» του Schoenberg– αυτό είναι η εμφάνιση της φιγούρας της υστερικής γυναίκας, η οποία αντιπροσωπεύει την ριζική έλλειψη αρμονίας στη σχέση ανάμεσα στα δύο φύλα12

‘Οπως επιχείρησα να καταδείξω, οι τρεις παραπάνω αναφορές του Σένμπεργκ στο ‘lachte’ της Κούντρι είναι αναφορές ιδεών: οι λέξεις Lachen (Pierrot Lunaire), Hilfe (Προσμονή) και Liebe (Δεύτερο κουαρτέτο εγχόρδων) εκφράζουν ειρωνεία και, όντας στο αποκορύφωμα των μουσικών έργων, δείχνουν δυσπιστία απέναντι στην αλήθεια παρόμοια με την Κούντρι μπροστά στον Εσταυρωμένο. Έτσι εκφράζουν το διχασμό, ή και τη ρήξη, με αυτήν (την αλήθεια).

Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα που παραπέμπει στην ‘πρωτογενή κραυγή’ περιλαμβάνεται στην όπερα Βότσεκ (Wozzeck) (1925) του Άλμπαν Μπέργκ (1885-1935), η οποία θεωρείται ως το πιο αντιπροσωπευτικό μουσικό έργο του εξπρεσσιονισμού. Ο ίδιος ο Μπεργκ πρόσθεσε πολυάριθμες σκηνοθετικές οδηγίες σε όλο το έργο. Μία απο αυτές με εξπρεσιονιστικό χαρακτήρα, για τη σκηνή με το ηλιοβασίλεμα, πραγματοποιείται όταν ο Βότσεκ, καθώς μαζεύει ραβδιά με τον φίλο του τον Αντρές, ξαφνικά αντιλαμβάνεται το ηλιοβασίλεμα σαν

    «…φωτιά! Υψώνεται απο τη γη στους ουρανούς και κατευνάζει σε μια βουή σαν τα τρομπόνια«. (Πράξη 1, σκηνή 2, μέτρα 290-295)».

Στη σκηνοθετική οδηγία που ακολουθεί διαβάζουμε τα εξής:

    «Ο ήλιος πρόκειται να δύσει. Οι μεγάλες κοφτερές ακτίνες του λούζουν με το φως τους τον ορίζοντα με το πιο λαμπερό φως του ήλιου, το οποίο απότομα ακολουθείται (με την επίδραση του πιο βαθιού σκοταδιού) από το λυκόφως, με το οποίο σταδιακά εξοικειώνεται το μάτι».

Σαν τον Μούνχ, ο οποίος αντιλαμβανόταν το ηλιοβασίλεμα σαν κραυγή που διαπερνάει την φύση, ο Μπεργκ απεικονίζει εδώ την φύση σαν κάτι απειλητικό ενώ ο Βότσεκ ανταποκρίνεται καθώς ενοράται. Στη μουσική, αντίστοιχα, η στάση (ακινησία) του προηγούμενου μέρους (ανταποκρινόμενης στα λόγια του Βότσεκ «Υπάρχει περίεργη ακινησία…σε κάνει να θέλεις να κρατήσεις την αναπνοή σου») κάνει πολύ αποτελεσματική την ορχηστρική ‘έκρηξη’ που ακολουθεί.

Ο Alban Berg (1885-1935) και η αφίσα του Jan Lenica για την παράσταση του Wozzeck στη Βαρσοβία το 1964.

Άλυτες κραυγές στα εικαστικά

Σημαντικές άλυτες κραυγές στα εικαστικά, ‘διαδόχους’ της Κραυγής του Μουνχ, έχουμε από την εποχή του εξπρεσιονισμού.

Ξεκινώ με την ξυλογραφία του Γερμανού καλλιτέχνη Erich Heckel (1883–1970) του 1917 με τίτλο Mann in der Ebene (Ανθρωπος σε ένα επίπεδο/πεδίο, Αυτοπροσωπογραφία). Ο Heckel είναι ένας από τους κεντρικούς εκροσώπους της «Γέφυρας (Die Brücke)» στη Δρέσδη, της πρώτης ομάδας Γερμανών εξπρεσιονιστών  (από το 1905). Θα πρέπει  να παρατηρήσω ότι οι εκπρόσωποι της «Γέφυρας», γενικότερα, λόγω της σημασίας που έδιναν στη γραμμή και στο σχέδιο για την απόδοση ψυχικών καταστάσεων και συναισθημάτων, δημιούργησαν πληθώρα χαρακτικών (κυρίως ξυλογραφίες) αφού χαρακτηρίζονται από μεγάλη εκφραστική δύναμη.13 Η ξυλογραφία αυτή, στην οποία ένας άντρας κρατάει τους κροτάφους του ενώ στέκεται σε μια αποκρουστική ερημιά με καμπύλες, ή θραύσματα φωτός, που φαίνονται σαν να ‘ακτινοβολούν’, να προκύπτουν, από την ίδια τη φιγούρα, ένα συγκινησιακά φορτισμένο έργο που εκφράζει ψυχική αναταραχή, εμφανώς παραπέμπει στην ασπρόμαυρη λιθογραφία της Κραυγής του Μουνχ του 1895. Η συγκεκριμένη λιθογραφία ήταν η εκδοχή της Κραυγής που είχε διαδοθεί ευρύτερα από όλες τις άλλες στις αρχές του εικοστού αιώνα.

Erich Heckel (1883–1970), Mann in der Ebene (1917, Ανθρωπος σε ένα επίπεδο/πεδίο, Αυτοπροσωπογραφία).

Η επιρροή της Κραυγής στη μοντέρνα τέχνη είναι σημαντική και φαίνεται και σε μια σειρά από μεταγενέστερα εικαστικά έργα:

Ο Μεξικανός καλλιτέχνης David Siqueiros (1896-1974) φιλοτέχνησε το 1937 το έργο με τίτλο Ηχώ μιας κραυγής (90Χ125 εκατ., Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Νέας Υόρκης) όπου απεικονίζει την τραγωδία του πολέμου. Τα έργα του, γενικότερα, αντανακλούν την ισχυρή του πίστη στην Μαρξιστική ιδεολογία. Στο συγκεκριμένο έργο απεικονίζονται οι φοβερές συνέπειες του πολέμου, η τραυματική εμπειρία της ανθρώπινης απώλειας. Η αναφορά εδώ γίνεται στον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, στον οποίο και ο ίδιος είχε εμπλακεί, αλλά το έργο αυτό ξεπερνάει το συγκεκριμένο γεγονός για να δώσει το στίγμα του στην πανανθρώπινη έκφραση και διαμαρτυρία κατά των δεινών του πολέμου. Σε πρώτο πλάνο είναι τα δύο μωρά που κλαίνε με σπαραγμό. Το κεφάλι του ενός μωρού είναι σε μεγέθυνση ενώ το κεφάλι του άλλου μωρού βγαίνει έξω από το στόμα του. Το μεγάλο μωρό κάθεται σε μια επιφάνεια που φαίνεται ότι υπήρξε πεδίο πολέμου στο οποίο η μάχη έχει τελειώσει και φαίνονται τα καταστροφικά της αποτελέσματα. Το συναίσθημα που αναδύεται είναι αυτό της έντονης θλίψης, καθώς έχει εξανεμιστεί η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.

David Siqueiros (1896-1974), Ηχώ μιας κραυγής (1937, 90Χ125 εκατ., Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Νέας Υόρκης).

Την ίδια χρονιά ο Πικάσο (Pablo Picasso (1881-1973)) φιλοτεχνεί το αριστουργηματικό του έργο Guernica, ένα από τα σπουδαιότερα εικαστικά έργα του εικοστού αιώνα. Ο πίνακας είναι τεράστιος (διαστάσεις 3,49Χ7,76 μ.) σε μαύρο, άσπρο και γκρίζο. Εκτέθηκε στο περίπτερο της Ισπανίας στη Διεθνή Έκθεση του 1937 στο Παρίσι και είχε αφορμή τον βομβαρδισμό και τη καταστροφή της Guernica, της παλαιάς πρωτεύουσας των Βάσκων στη βόρεια Ισπανία, από αεροπλάνα που ανήκαν στους Γερμανούς συμμάχους του Φράνκο. Σε αυτόν τον πίνακα βέβαια ο Πικάσο δεν απεικονίζει το ίδιο το γεγονός αλλά, όπως και ο Siqueiros, αποκαλύπτει την αγωνία του ολοκληρωτικού πολέμου. Τα εξπρεσιονιστικά στοιχεία τα οποία παραπέμπουν στο έργο του Μουνχ είναι εμφανή: η γυναίκα που σπαράζει με το νεκρό παιδί και το άλογο που χλιμιντρίζει με τη λογχοειδή γλώσσα. Άλλωστε, σε συμβολικό επίπεδο, η μητέρα με το παιδί θυμίζει το θέμα της Pietà (δηλαδή τον εικονογραφικό τύπο της Παναγίας με τον νεκρό Χριστό στην αγκαλιά της) ενώ το άλογο που ξεψυχάει είναι το πανάρχαιο σύμβολο του Καλού, σε αντίθεση με τον ταύρο, που συμβολίζει τις απειλητικές δυνάμεις του σκότους.

Pablo Picasso (1881-1973), Guernica (λεπτομέρεια), 1937, σε μαύρο, άσπρο και γκρίζο.

Τα έργα αυτά διαδέχονται οι «Πάπες που ουρλιάζουν» (“Screaming/ howling Popes”) του ‘Αγγλου Francis Bacon (1909-1992), συμπεριλαμβανόμενης της Σπουδής με βάση το Πορτρέτο του Πάπα Ιννοκέντιου του 10ου, έργου του 1650 του Βελάσκεθ (Diego Rodríguez de Silva y Velázquez (1599- 1660).

Ο Bacon, ο οποίος θεωρείται από τους πιο διακεκριμένους εικαστικούς του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα στην Ευρώπη, συχνά κατέφευγε στην ειρωνική εκκοσμίκευση καθιερωμένων τύπων θρησκευτικής ζωγραφικής. Γενικότερα, όπως παρατηρεί ο ιστορικός της τέχνης Άλκης Χαραλαμπίδης,
«δύσκολα θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι στη ζωγραφική του Bacon δεν αισθάνεται την παρουσία ή την απειλή της βίας. Μερικοί μάλιστα μιλούν για τρόμο, πανικό και σαδομαζοχισμό»14

Francis Bacon, Σπουδή με βάση το Πορτρέτο του Πάπα Ιννοκέντιου του 10ου”, έργου του 1650 του Βελάσκεθ (1953).

Το σκοτεινό θρησκευτικό περιεχόμενο των έργων που βλέπουμε είναι εμπνευσμένο από μια σύγχρονη φωτογραφία του Πάπα Πίου του 12ου. Ο Μπέικον απομακρύνεται από το πρότυπο του έργου του Βελάσκεθ, αφαιρώντας την ωραιοποιημένη εξωτερική εμφάνιση και αποκαλύπτωντας το ανθρώπινο ον που ουρλιάζει μέσα του.15 Εδώ, όπως και σε πολλά άλλα έργα του, ένα από τα πιο ευανάγνωστα αισθητικά στοιχεία του είναι το στόμα. Η Dawn Ades επισημαίνει ότι το στόμα είναι αυτό που εκφράζει φυσιολογικά την πιο συμπυκνωμένη αγωνία ή έκσταση και σ’αυτή την έκφραση είναι που ο άνθρωπος πλησιάζει περισσότερο το ζώο. Ο Georges Bataille επισημαίνει ότι
«σε οριακές στιγμές η ανθρώπινη ζωή συγκεντρώνεται κτηνωδώς στο στόμα. Ο θυμός μας κάνει να σφίγγουμε τα δόντια, ο τρόμος και το φρικτό βασάνισμα καθιστούν το στόμα όργανο σπαρακτικών κραυγών»16

Τα παραμορφωμένα ανοικτά στόματα των έργων που βλέπουμε μας παραπέμπουν στην Κραυγή του Μουνχ, καθώς στο έργο αυτό, ιδιαίτερα στη λιθογραφία του 1895, όλες οι γραμμές μοιάζουν να οδηγούν προς τη μοναδική οπτική εστία του έργου, το κεφάλι που φωνάζει. Το πρόσωπο που φωνάζει, και στις δύο περιπτώσεις –Μουνχ και Μπέικον- είναι παραμορφωμένο και τολμώ να πω ότι θυμίζει το πρόσωπο του θανάτου (γουρλωμένα μάτια, σκαμμένα μάγουλα). Επίσης, στο έργο Σπουδή κατά το πορτρέτο του Βελάσκεθ Πάπα Ιννοκέντιου 10ου του 1953, ο τρόπος που ο καλλιτέχνης ενώνει το ανοικτό στόμα με την κατακρεουργημένη μύτη-τσιμπίδα, προδίδει την επιρροή του από το παραμορφωμένο στόμα της πληγωμένης νταντάς που ουρλιάζει στο κινηματογραφικό έργο Θωρηκτό Ποτέμκιν του Eisenstein.17

‘Ενα εντυπωσιακό αποτέλεσμα του έργου αυτού του Μουνχ δεν ήταν η επιρροή του στη τέχνη που ακολούθησε αλλά ο τρόπος που μεταμόρφωσε την ιστορία της τέχνης έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένα σημείο επαφής με τη δημοφιλή κουλτούρα. Και αναφέρομαι στις μεταξοτυπίες του έργου του Munch με φωτεινά, κραυγαλέα χρώματα από τον Αμερικανό καλλιτέχνη Andy Warhol (1928-1987) με τίτλο The Scream (After Munch) (1984).

Ο καλλιτέχνης αυτός ήταν ο πιο φημισμένος και ο πιο αμφιλεγόμενος από όλους τους δημιουργούς της Ποπ-Αρτ. Βασισμένος στις γραφικές τέχνες και τη μεταξοτυπία, ο Γουόρχολ υπήρξε ο κατεξοχήν εκφραστής της καταναλωτικής κοινωνίας και του κόσμου της διαφήμισης.18 Στην συγκεκριμένη περίπτωση, επωφελήθηκε από την ευκαιρία να αποδόσει ειρωνικό φόρο τιμής σε ένα τόσο φημισμένο έργο, κάνωντας μόνο μικρές διαφοροποιήσεις/ παραμορφώσεις στην αυθεντική εικόνα του Μουνχ.

Γενικότερα η ποπ κουλτούρα έχει αγκαλιάσει το έργο αυτό, από τη μάσκα στη ταινία-θρίλερ με τίτλο Scream19 έως τους εμπνευσμένους από τον Munch «κακούς» στον Doctor Who.

Andy Warhol (1928-1987), The Scream (After Munch), (1984) (4 εκδοχές).

Συμπεράσματα

Συμπερασματικά, η διαχρονικότητα της κραυγής, μιας αρχέγονης κραυγής που παραμένει άλυτη, ‘αιωρούμενη’ για να εκφράζει τον υπαρξιακό τρόμο, την ανθρώπινη ‘υστερία’, την κραυγή της βασανισμένης ψυχής κατά την ψυχανάλυση, ή της ‘συλλογικής σκιάς’ (collective shadow) κατά τον Καρλ Γιούνκ, βρήκε την ιδεώδη μορφή της στο έργο του Έντβαρντ Μουνχ.

Αν δεχτούμε ότι πολλά από τα σημαντικότερα θέματα καλλιτεχνικών επιτευγμάτων αναφέρονται σε στοιχεία της ανθρώπινης φύσης που είναι κοινά για όλους και αναλλοίωτα στο πέρασμα του χρόνου –θνησιμότητα, πείνα, πόνος, σεξουαλικές ορμές, χιούμορ, θλίψη κ.λ.π..- δεν θα είναι δύσκολο να συμπεριλάβουμε την Κραυγή του Μουνχ, όπως και την ‘ηχώ’ της σε σημαντικά έργα στις τέχνες του εικοστού αιώνα, σε αυτήν ακριβώς τη κατηγορία.

Άλλωστε, η ιδέα της ‘κραυγής’ του θνήσκοντος Θεού, της παράξενης φιγούρας που πιέζει με τα χέρια τα αυτιά της με έκδηλο το συναίσθημα του φόβου και της αγωνίας, εξακολουθεί να είναι επίκαιρη στις μέρες μας. Αντιπροσωπεύει κυρίως τον άνθρωπο του εικοστού αλλά και του εικοστού πρώτου αιώνα, αποκομμένο από όλες τις βεβαιότητες που τον διακατείχαν, τον σύγχρονο άνθρωπο χωρίς Θεό, παραδόσεις, έθιμα και συνήθειες, αντιμέτωπο με την υπαρξιακή του κρίση, μέσα σε ένα σύμπαν που δεν κατανοεί και γι’αυτό αντιδράει με πανικό.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της ιδέας του πανικού είναι η άποψη που ενσωματώνει ο Γιάννης Χρήστου στην Ορέστεια, το τελευταίο και ατυχώς ανολοκλήρωτο έργο του, μέσα από την αλλαγή του τέλους σκόπιμα για να καταδειχτεί ότι ο κόσμος δεν έχει ελπίδα αίσιου τέλους. Στη τελευταία του συνέντευξη σχετικά με το έργο αυτό, μάλιστα, μιλάει για τον «πανικό έλλειψης λύσης στο πρόβλημα της ανθρώπινης ύπαρξης».20

Η Κραυγή, λοιπόν, του μεγάλου Νορβηγού καλλιτέχνη Έντβαρντ Μουνχ, αποτελεί μία από τις πιο ηχηρές απεικονίσεις του εικοστού αιώνα και όχι μόνο, αντηχώντας σε όλες τις πολιτισμικές εκφάνσεις, από τις πιο ‘υψηλές’ ως τις πιο κοινότυπες. Δηλώνει με αποφασιστικότητα και ισχύ ότι στο περιβάλλον μας δεν αντηχεί η ‘μουσική των σφαιρών’ αλλά μια αρχέγονη κραυγή που ξεκινάει από την χαραυγή του χρόνου. Και καταφέρνει να αποδώσει με έναν αξεπέραστο εκφραστικό τρόπο τη στιγμή που –για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του ίδιου του καλλιτέχνη-
«μόνος, τρέμοντας με αγωνία, συνειδητοποιώ την απέραντη, ατέλειωτη κραυγή της φύσης».

The Scream: Great Art Explained

Η Αναστασία Σιώψη είναι Καθηγήτρια της Αισθητικής της Μουσικής στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Το παρόν κείμενο αποτελεί ανακοίνωση στο 3ο διατμηματικό συνέδριο της ΕΕΜ (Ελληνική Μουσικολογική Εταιρεία), 25-27 Νοεμβρίου 2016, Αθήνα (Πρακτικά στην Ιστοσελίδα της Εταιρείας). https://musicology.mus.auth.gr/wp-content/uploads/2019/04/ConfProc2016.pdf : 406-420.

Γιάννης Μουρέλος: Ο Γουλιέλμος Τέλλος και η γέννηση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας

Γιάννης Μουρέλος

Ο Γουλιέλμος Τέλλος και η γέννηση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας

 

Το αφήγημα

Στην κεντρική πλατεία της κωμόπολης Altdorf, πρωτεύουσας του καντονίου Uri, έχει ανεγερθεί ένα μνημείο. Στο μπροστινό μέρος δεσπόζει ένα μπρούντζινο άγαλμα με δύο ανθρώπινες φιγούρες. Έναν ενήλικα άνδρα, ο οποίος φέρει στους ώμους του ένα τόξο σε σχήμα βαλλίστρας. Ταυτόχρονα, αγκαλιάζει ένα ανήλικο ξυπόλητο αγόρι. Ακριβώς πίσω από το άγαλμα υπάρχει μια πινακίδα, στην οποία επάνω έχει σκαλιστεί το κείμενο ERZÆHLEN WIRD MAN VON DEM SCHÜTZEN TELL SO LANG DIE BERGE STEH’N AUF IHREM GRUNDE (ΟΣΟ ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΝ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ, ΑΛΛΟ ΤΟΣΟ ΘΑ ΑΝΤΙΛΑΛΟΥΝ ΤΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΚΟΠΕΥΤΗ ΤΕΛΛΟΥ).

Από το ίδιο ακριβώς σημείο είχε περάσει, στις 18 Νοεμβρίου 1307, ο Γουλιέλμος Τέλλος, ένας ντόπιος αγρότης, δεινός ορειβάτης, σκοπευτής και κυνηγός. Στο κέντρο της πλατείας υπήρχε ένα κοντάρι, στην κορυφή του οποίου είχε τοποθετηθεί ένας πίλος. Κατά διαταγή του Albrecht Gessler, νεοδιορισθέντα τοπικού διοικητή και εκπροσώπου του αυτοκράτορα των Αψβούργων, στη δικαιοδοσία του οποίου υπαγόταν η σημερινή Ελβετία, κάθε άτομο που περνούσε από το συγκεκριμένο σημείο, ήταν υποχρεωμένο, επί ποινή θανάτου, να υποκλίνεται σε ένδειξη σεβασμού και υποταγής. Ο Τέλλος προσπέρασε επιδεικτικά το κοντάρι δίχως να συμμορφωθεί στη διαταγή. Συνελήφθη αυτοστιγμεί και καταδικάστηκε σε θάνατο. Ωστόσο, ο Gessler τού προσέφερε μια δυνατότητα να σώσει τη ζωή του: την επιτόπου έμπρακτη απόδειξη της σκοπευτικής του ικανότητας. Συγκεκριμένα, τον κάλεσε να κόψει με το βέλος του στη μέση ένα μήλο, το οποίο θα τοποθετείτο επάνω στο κεφάλι του γιου του. Ο Τέλλος επιστράτευσε ολόκληρη την ψυχραιμία που διέθετε και κατάφερε να κόψει το μήλο. Κάνοντας επίδειξη μεγαλοψυχίας, ο Gessler τον απελευθέρωσε ρωτώντας τον λόγο, για τον οποίο ο σκοπευτής έφερε και δεύτερο βέλος στη φαρέτρα του. Η απάντηση προέκυψε αβίαστα, δίχως υπαινιγμούς και υπεκφυγές: “Προκειμένου να σε σκοτώσω, σε περίπτωση που ο γιος μου έχανε τη ζωή του”. Κατόπιν τούτου, ο Τέλλος συνελήφθη εκ νέου.

To μνημείο του Γουλιέλμου Τέλλου (Telldenkmal ) στην κεντρική πλατεία του Altdorf, έργο του γλύπτη Richard Kissling (1905).

Λίγο αργότερα, καθώς το πλοιάριο, το οποίο τον μετέφερε στον τόπο του εγκλεισμού του, τον πύργο του Gessler στο γειτονικό Küsnacht, διέσχιζε τη λίμνη της Λουκέρνης, ξέσπασε σφοδρή καταιγίδα. Μπροστά στον κίνδυνο ανατροπής, το πλήρωμα ελευθέρωσε τον Τέλλο από τα δεσμά του και τού ζήτησε να αναλάβει το πηδάλιο. Ο τελευταίος εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και απέδρασε, βουτώντας στα νερά της λίμνης και βρίσκοντας, εν συνεχεία, καταφύγιο στην ακτή. Το συγκεκριμένο σημείο είναι σήμερα γνωστό ως Tellsplatte (Το άλμα του Τέλλου). Ο Τέλλος περπάτησε μέχρι το Küsnacht παραμονεύοντας την έλευση του διοικητή. Μόλις ο Gessler και η συνοδεία του έκαναν την εμφάνισή τους, τον σημάδεψε με τη βαλλίστρα του και τον φόνευσε.

Η ανυπότακτη στάση του Γουλιέλμου Τέλλου άναψε τη σπίθα μιας εξέγερσης των ντόπιων ενάντια στους Αυστριακούς δυνάστες, στην οποία ο ίδιος διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο. H μία και μόνη βολή, που κομμάτιασε το μήλο, σηματοδότησε μια ολόκληρη αλληλουχία γεγονότων, η οποία, στο διάβα του χρόνου, μετάλλαξε μια χούφτα φτωχών ορεσίβιων στο σύγχρονο και ευδαίμον ελβετικό έθνος του σήμερα. Ο αγώνας οδήγησε τελικά στον σχηματισμό της Ελβετικής Συνομοσπονδίας. Ο Τέλλος πολέμησε κατά των Αυστριακών και στη μάχη του Morgarten (15 Νοεμβρίου 1315) . Ο θάνατός του επήλθε το 1354, όταν σε προχωρημένη ηλικία επιχείρησε να σώσει ένα παιδί που κινδύνευε από πνιγμό στο ποτάμι.

Το άλμα του Τέλλου (Tellsplatte).

Η μεθοδευμένη σφυρηλάτηση ενός μύθου

Ο Γουλιέλμος Τέλλος δεν υπήρξε ιστορικό πρόσωπο. Σε κανένα χρονικό της ίδιας εποχής δεν συναντάται το όνομά του, αλλά ούτε και καταγράφεται πουθενά κάποιο περιστατικό δολοφονίας τοπικού διοικητή, εγκαθέτου της αυστριακής ηγεμονίας στην κεντρική Ελβετία. Για πρώτη φορά γίνεται αναφορά το 1474, πάνω από έναν αιώνα έπειτα από τα υποτιθέμενα συμβάντα, σε ένα χρονικό, το οποίο τιτλοφορείται Η Λευκή Βίβλος του Sarnen (Weisses Buch von Sarnen). Πρόκειται για μια ανθολογία μεσαιωνικών κειμένων του τέλους του 15ου αιώνα, που συγκέντρωσε ο Hans Schriber, ανώτατος αξιωματούχος (Landschreiber) του καντονίου Obwalden. Η συλλογή αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτο και μεγαλύτερο περιλαμβάνει 77 διαφορετικά τεκμήρια που o Schriber αντέγραψε από πρωτότυπα, τα οποία είχε εντοπίσει στα αρχεία του Sarnen, πρωτεύουσας του καντονίου. Ο ίδιος φρόντισε να επισυνάψει και μια δική του αφήγηση της πρώιμης περιόδου της Ελβετικής Συνομοσπονδίας. Στο δεύτερο μέρος, έκτασης 25 σελίδων, γίνεται αναφορά στον όρκο του Rütli [Βλ. παρακάτω] καθώς και στα ανδραγαθήματα του Γουλιέλμου Τέλλου. Παρά το γεγονός ότι η Λευκή Βίβλος του Sarnen αποτελεί την πρώτη, κατά σειρά, αναφορά, δεν συνέβαλε ιδιαίτερα στη σφυρηλάτηση του μύθου, καθώς υπήρξε μικρός ο αριθμός των ατόμων που είχαν πρόσβαση σε αυτή. Το μοναδικό αντίγραφο, το οποίο ανακαλύφθηκε τυχαία το 1856, φυλάσσεται σήμερα στα τοπικά αρχεία του καντονίου Obwalden. Ωστόσο, έχει ξεσπάσει διχογνωμία μεταξύ των ειδικών, κατά πόσο ή όχι αποτελεί ακριβές αντίγραφο προγενεστέρου χειρόγραφου, η χρονολόγηση του οποίου εκτιμάται περί το έτος 1426.

Μεταξύ των ατόμων, τα οποία απόκτησαν πρόσβαση στη Λευκή Βίβλο του Sarnen ήταν δύο χρονικογράφοι. Ο πρώτος από αυτούς, Petermann Etterlin (c. 1430/1440 – c. 1509) από τη Λουκέρνη, ήταν γιος επίσης χρονικογράφου της περιοχής. Το 1464 διορίστηκε επίσημος αντιγραφέας της πόλης. Ανέπτυξε στρατιωτική δραστηριότητα στις τάξεις του στρατού της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αλλά και στη Γαλλία, όπου παρέμεινε επί μια δεκαετία. Στο τέλος της ζωής του, μεταξύ των ετών 1505 και 1507, συνέταξε ένα μνημειώδες Χρονικό της Ελβετικής Συνομοσπονδίας (Kronika von der loblichen Eidgenossenschaft). Σε μεγάλο ποσοστό, το τελευταίο στηρίζεται στη Λευκή Βίβλο του Sarnen, αναπαράγοντας τις αναφορές στα κατορθώματα του Γουλιέλμου  Τέλλου.  Το  πρωτότυπο  φυλάσσεται  σήμερα  στο  Εθνικό  Ελβετικό  Μουσείο (Schweizerisches Nationalmuseum) στη Ζυρίχη.

Το πρωτότυπο του Χρονικού της Ελβετικής Συνομοσπονδίας (Πηγή: Schweizerisches Nationalmuseum, Zürich).

O δεύτερος από αυτούς, Aegidius Tschudi (1505-1572), πολιτικός και ιστορικός, έχει μείνει γνωστός κυρίως από το έργο του Chronicon Helveticum (1550), το πρώτο μέρος του οποίου (καλύπτει την ιστορία της περιόδου από το 1001 έως το 1470) εκδόθηκε και έγινε γνωστό μετά θάνατον, κατά τη διετία 1734-1736. Το υπόλοιπο παρέμεινε ανέκδοτο. Θεωρείται από τις θεμελιώδεις πηγές της πρώιμης περιόδου της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, καθώς περιλαμβάνει αντίγραφα 50 περίπου παλαιοτέρων χειρογράφων, τα πρωτότυπα των οποίων δεν υφίστανται πλέον. Μεταξύ άλλων, το Chronicon Helveticum περιλαμβάνει πολύτιμο υλικό σχετικά με τον μύθο του Γουλιέλμου Τέλλου. Αυτός υπήρξε προφανώς ο λόγος, για τον οποίο χρησιμοποιήθηκε αργότερα εκτενώς ως σημείο αναφοράς από όλους τους συγγραφείς που εμπνεύσθηκαν από τον χαρακτήρα και τη δραστηριότητα του ήρωα.

O Aegidius Tschudi και το Chronicon Helveticum.

Ο Ελβετός ιστορικός Johannes von Müller (1752-1809) έζησε στη γενέτειρά του Schaffhausen, στη Γενεύη, στο Κάσελ, στη Βιέννη και στο Βερολίνο. Μεταξύ άλλων, διετέλεσε σύμβουλος του τελευταίου αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Φραγκίσκου Β΄ και μέλος της Ακαδημίας του Βερολίνου. Δεσπόζουσα θέση στο πλούσιο έργο του κατέχει η μνημειώδης Ιστορία της Ελβετικής Συνομοσπονδίας (Geschichten Schweizerischer Eidgenossenschaft), η οποία εκδόθηκε σταδιακά σε πέντε τόμους (αντίστοιχα τα έτη 1786, 1788, 1795, 1805 και 1808). Έπειτα από τον θάνατό του, το έργο επανεκδόθηκε σε 15 τόμους (Λειψία-Ζυρίχη 1824-1853), ενώ μεταξύ των ετών 1837 και 1851 κυκλοφόρησε στο Παρίσι και στη Γενεύη μετάφραση της παραπάνω έκδοσης στη γαλλική γλώσσα. Αν και δομημένο επάνω σε περισσότερο αξιόπιστα επιστημονικά θεμέλια σε αντιπαράθεση με τις προγενέστερες πραγματείες, η επικάλυψη ανάμεσα στον μύθο και την ιστορική πραγματικότητα παραμένει αισθητή σε ό,τι αφορά τις καταβολές της Ελβετικής Συνομοσπονδίας.

O Johannes von Müller και η Ιστορία της Ελβετικής Συνομοσπονδίας.

Πάντως, εάν οι ιστορικοί-χρονικογράφοι είναι αυτοί που εμφύσησαν ζωή σε ένα ανύπαρκτο πρόσωπο, ο Γουλιέλμος Τέλλος οφείλει μεγάλο μέρος της δημοτικότητάς του στον χώρο της λογοτεχνίας και της τέχνης σε μια εποχή μάλιστα (19ος αιώνας), όπου ο κυρίαρχος ρομαντισμός εξάπτει τη φαντασία, αναδεικνύει το συναίσθημα και εξυμνεί τον ηρωισμό. Ο Γουλιέλμος Τέλλος (Wilhelm Tell) είναι ένα πεντάπρακτο θεατρικό έργο του Friedrich Schiller (1759-1805). Γράφτηκε μεταξύ των ετών 1803 και 1804, οπότε και κυκλοφόρησε σε 7.000 αντίτυπα και έκτοτε μεταφράστηκε σε διάφορες γλώσσες. Ο Schiller δεν επισκέφτηκε ποτέ την Ελβετία. Όφειλε, ωστόσο, τις γνώσεις του για τη χώρα και την ιστορία της στην παιδεία του καθώς πέρα από ποιητής, φιλόσοφος και θεατρικός συγγραφέας, υπήρξε και ιστορικός. Πολύτιμες πληροφορίες αποκόμισε από άλλα δύο πρόσωπα του στενού του περιβάλλοντος, τα οποία, εκείνα, γνώριζαν την Ελβετία από προσωπική εμπειρία. Επρόκειτο για τη σύζυγό του Lotte και τον αγαπητό του φίλο, Johann Wolfgang von Goethe, που τού μετέφεραν τις εντυπώσεις τους. Κύρια πηγή πληροφόρησης, πάντως, υπήρξαν τα γραπτά των Petermann Etterlin, Aegidius Tschudi και Johannes von Müller. Η πρώτη παράσταση έλαβε χώρα στη Βαϊμάρη στις 17 Μαρτίου 1804, σε σκηνοθεσία του Goethe. Η πλοκή του έργου ακολουθεί πιστά τον μύθο. Προφανώς για τον λόγο αυτό, ο Γουλιέλμος Τέλλος παρουσιάστηκε το 2004 (με την ευκαιρία συμπλήρωσης 200 ετών από την πρώτη παράσταση) σε έναν συμβολικό και σημαδιακό τόπο: το λιβάδι του Rütli, όπου το 1307 απαγγέλθηκε ο περίφημος ομώνυμος όρκος, ιδρυτική πράξη της Ελβετικής Συνομοσπονδίας. Στο παραπάνω επεισόδιο είναι αφιερωμένη ολόκληρη η δεύτερη πράξη του έργου. Ο Schiller χαρακτήρισε το τελευταίο ως “θεατρικό” (Schauspiel). Κατά κάποιο τρόπο όμως, αυτό ανήκει περισσότερο στην κατηγορία του λαϊκού θεάματος (Volksstück), με εμφανή μια τάση ηρωοποίησης. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει το φυσικό περιβάλλον. Η αντίσταση στην τυραννία και η δίψα για ελευθερία ενσωματώνονται στο ελβετικό τοπίο, τη μητέρα γη, με ό,τι κάτι τέτοιο συνεπάγεται σε επίπεδο συμβολισμού και συναισθήματος. Το κείμενο είναι διαποτισμένο με πολιτικά μηνύματα. Εξαγγέλλει πόσο σημαντική είναι μια πολιτική οργάνωση, δομημένη επάνω σε δημοκρατικά θεμέλια. Ο πρωταγωνιστής υπερασπίζεται τις αρχές και αξίες της γνήσιας δημοκρατίας όταν διακηρύσσει πως “Ο καθένας αξιολογείται ανάλογα με τις δυνατότητές του” (Ein jeder wird besteuert nach Vermögen). Ταυτόχρονα, ωστόσο, τονίζεται το ειδικό βάρος του αστάθμητου παράγοντα μέσω της ανάληψης ατομικών πρωτοβουλιών, ενίοτε δε με τη συμβολή της τύχης. Τέλος, θίγεται και το θέμα της τυραννοκτονίας (Tyrannenmord ) με την υποβολή του ερωτήματος κατά πόσο νομιμοποιείται ή όχι ένας φόνος με παρόμοια κίνητρα. Το 1941, οι παραστάσεις του Γουλιέλμου Τέλλου απαγορεύτηκαν από το ναζιστικό καθεστώς. Τρία χρόνια νωρίτερα, το 1938, ένας Ελβετός φοιτητής Θεολογίας ονόματι Maurice Bavaud, είχε αποπειραθεί να δολοφονήσει τον Hitler. Καθώς αποδόθηκε στον δράστη ο χαρακτηρισμός του “Νέου Γουλιέλμου Τέλλου”, ο ηγέτης του Γ΄ Ράιχ καταφέρθηκε κατά του…Schiller, εκφράζοντας δημόσια την απογοήτευσή του επειδή ο μεγάλος Γερμανός λογοτέχνης είχε επιλέξει να απαθανατίσει τον ανυπότακτο Ελβετό σκοπευτή! Στην περίπτωση, η αυθόρμητη ταύτιση του Hitler με τον τύραννο Gessler είναι αποκαλυπτική συνάμα, όμως, απόλυτα αναμενόμενη.

Wilhelm Tell /Friedrich Schiller/Passionstheater Oberammergau

 

Friedrich Schiller.

Ένας δεύτερος δημιουργός, στον οποίο ο μύθος του Γουλιέλμου Τέλλου οφείλει την εμπέδωση της δημοτικότητάς του, είναι, αναμφίβολα, ο Ιταλός μουσικοσυνθέτης Gioachino Rossini (1782-1868), o διασημότερος, ίσως, του είδους την εποχή εκείνη σε ολόκληρο τον κόσμο και μάλιστα εν ζωή. Η τεράστια απήχηση που γνώρισε (και εξακολουθεί να γνωρίζει) το έργο του, οφείλεται στην πλούσια παραγωγή (συνέθεσε 39 όπερες, έργα θρησκευτικής μουσικής, έργα για πιάνο, μουσική δωματίου και πάμπολλα τραγούδια), αλλά και στην ποιότητα της μουσικής του γραφής. Είναι γνωστός στο ευρύ κοινό χάρη, κυρίως, σε δύο έργα: Il barbiere di Siviglia και La Cenerentola (H Σταχτοπούτα). Αμφότερα ανήκουν στην κατηγορία της κωμικής όπερας (opera buffa), στην οποία διέπρεψε ως συνεχιστής της κληρονομιάς του Domenico Cimarosa. Άλλα γνωστά έργα της ίδιας κατηγορίας είναι: L’ italiana in Algeri, Il viaggio a Reims, Il turco in Italia, La gazza ladra, La scala di seta. O Rossini συνέθεσε επίσης έργα με περισσότερο σοβαρή πλοκή (opera seria), ορισμένα εκ των οποίων παραπέμπουν σε ιστορικά γεγονότα: Otello, Tancredi, Semiramide, L’assedio di Corinto, Moϊse. Στην κατηγορία αυτή ανήκει και η τελευταία, κατά σειρά, όπερα, την οποία συνέθεσε το 1829: Guillaume Tell. Τα υπόλοιπα 40 χρόνια του βίου του ουδέποτε καταπιάστηκε, πλέον, με το είδος της όπερας. Οι εξηγήσεις ποικίλουν, κινούμενες από την εκδοχή του κορεσμού έως την τεράστια δημοτικότητα, της οποίας ο συνθέτης έχαιρε στον συγκεκριμένο αυτό τομέα, και που λειτούργησε, τελικά, ανασταλτικά στη δημιουργική του έμπνευση. Την ίδια εποχή τέθηκαν και τα θεμέλια της ρομαντικής όπερας από τον Giacomo Meyerbeer. Η απότομη εισαγωγή ενός νέου είδους αποτελεί, ενδεχομένως, μια πειστική εξήγηση για την ασυνήθιστη, ομολογουμένως, σιωπή τόσων πολλών δεκαετιών.

Gioachino Rossini.
Υπαίθρια παράσταση της όπερας το 1941 με αφορμή την 650ή επέτειο της Ελβετικής Συνομοσπονδίας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Όταν συνέθετε τον Γουλιέλμο Τέλλο, ο Rossini είχε απόλυτη επίγνωση του γεγονότος ότι επρόκειτο για την τελευταία του ενασχόληση με το συγκεκριμένο είδος μουσικής. Ενδεχομένως δε, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, θέλησε να κληροδοτήσει στο κοινό ένα σαφές πολιτικό μήνυμα, μέσω της επιλογής του θέματος, αλλά και του ιδίου του λιμπρέτου (Victor-Joseph-Étienne de Jouy και L. F. Bis), το οποίο ακολουθεί σχεδόν αυτολεξεί το δράμα του Schiller. Ο τίτλος Guillaume Tell προδίδει τη γλώσσα, στην οποία ανεβάστηκε για πρώτη φορά το έργο. Το τελευταίο συγκαταλέγεται στη λεγόμενη “γαλλική” περίοδο της παραγωγής του Ιταλού μουσικοσυνθέτη. Άλλωστε, η πρεμιέρα έλαβε χώρα στις 3 Αυγούστου 1829 στην αίθουσα Le Peletier και ήταν παραγωγή της Όπερας του Παρισιού. Ο αριθμός των παραστάσεων στην Ιταλία υπήρξε περιορισμένος. Το γεγονός ότι η υπόθεση  εξυμνούσε  μια  επαναστατική  προσωπικότητα  ενάντια  στην  υπάρχουσα  εξουσία, πυροδότησε την κινητοποίηση της ιταλικής λογοκρισίας. Το Teatro San Carlo της Νάπολης υπήρξε η πρώτη σκηνή της χώρας, η οποία φιλοξένησε την όπερα σε κοντινή ημερομηνία με την πρεμιέρα (1833). Ωστόσο, χρειάστηκε να μεσολαβήσουν πενήντα ολόκληρα χρόνια, έως ότου ο ίδιος οργανισμός αποφασίσει να την συμπεριλάβει εκ νέου στο πρόγραμμά του. Στο Teatro La Fenice της Βενετίας, ο Γουλιέλμος Τέλλος ανέβηκε σε προχωρημένη χρονολογία (1856). Αντίθετα, η ύπαρξη λογοκρισίας (αλλά και η ίδια η πλοκή) δεν εμπόδισε το έργο να γίνει δημοφιλές ευθύς εξαρχής στην Αυστρία. Μεταξύ των ετών 1830 και 1907, η Αυτοκρατορική Όπερα της Βιέννης συμπλήρωσε τον εντυπωσιακό αριθμό των 422 παραστάσεων. Τέλος, το έργο έγινε ευνοϊκά δεκτό στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη, στη Βαρκελώνη (όπου το 1893 ένας αναρχικός έριξε δυο βόμβες εν μέσω μιας παράστασης) και πολύ αργότερα στο Μιλάνο, στη Ρώμη, στο Βερολίνο και στη Φλωρεντία.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το δημοφιλέστερο σημείο του Γουλιέλμου Τέλλου είναι η πασίγνωστη εισαγωγή, η οποία εκτελείται συνήθως αυτόνομα, ως σύνθεση συμφωνικής μουσικής. Πρόκειται για ένα δωδεκάλεπτης διάρκειας έργο, το οποίο έχει να επιδείξει μια αξιοζήλευτη ποικιλία και πληρότητα. Ταυτόχρονα, δίνει ανάγλυφα το στίγμα όσων έπονται, τόσο σε δραματική, όσο και σε μουσική κλίμακα. Τη μαγευτική ατμόσφαιρα και το ρομαντικό πνεύμα του Schiller συμπληρώνουν συμμετρικά τα πλούσια και γεμάτα φαντασία και πρωτότυπες ιδέες ηχοχρώματα της ορχήστρας του Rossini. Η εισαγωγή αποτελείται από τέσσερα μικρότερα μέρη (τα τρία από αυτά γραμμένα σε μείζονα κλίμακα και μόνο το δεύτερο σε ελάσσονα) το καθένα εκ των οποίων οδηγεί εντελώς φυσιολογικά στο επόμενο. Έτσι, και παρά την εναλλαγή ως προς το ύφος και την ενορχήστρωση, διατηρείται στο ακέραιο η ενότητα και η ροή του συνόλου. Το πρώτο μέρος (Χαραυγή), σε αργό ρυθμό, είναι γραμμένο για σόλο βιολοντσέλο, με τη συνδρομή, κατά στιγμές, ολόκληρης της ομάδας των εγχόρδων και μέρους των κρουστών. Η μετάβαση στο δεύτερο μέρος (Καταιγίδα) είναι ευρηματική και αποδίδει εύστοχα την κλιμάκωση από την εμφάνιση των πρώτων σταγόνων της βροχής έως το απότομο ξέσπασμα του κατακλυσμού. Στην περίπτωση επιστρατεύεται το σύνολο του δυναμικού της ορχήστρας. Το τρίτο μέρος (Ranz des Vaches) παραπέμπει ευθέως στο βουκολικό τοπίο της Ελβετίας. Ο τίτλος δεν είναι τυχαίος. Το Ranz des Vaches ή Kuhreihen είναι μια απλή λαϊκή μελωδία, η οποία εκτελείται από τους ποιμένες, τη στιγμή που οδηγούν το κοπάδι για βοσκή ή επιστρέφουν από αυτή. Η νοσταλγική και κάπως μελαγχολική ατμόσφαιρα κυριαρχεί από την αρχή μέχρι το τέλος. Το συναίσθημα που προκαλείται είναι γνωστό ως Ελβετική νοσταλγία (Mal du Suisse ή Schweizerheimweh) σε βαθμό, μάλιστα, που η χρήση των μοτίβων Ranz des Vaches απαγορευόταν στις τάξεις του ελβετικού στρατού κατά τον 18ο αιώνα, καθώς εθεωρείτο ότι επηρέαζε ανασταλτικά την ψυχολογία και το αξιόμαχο των ανδρών. Ο Rossini εμπιστεύεται το βουκολικό τρίτο μέρος της εισαγωγής στα πνευστά, ειδικότερα δε στο αγγλικό κόρνο και στο φλάουτο. Η απότιση φόρου τιμής στον Ludwig van Beethoven και σε αντίστοιχα σημεία της προ εικοσαετίας συμφωνίας αρ. 6 Ποιμενικής, είναι εμφανής στα δυο μεσαία αυτά μέρη της εισαγωγής του Γουλιέλμου Τέλλου. Το εντυπωσιακό φινάλε (Εμβατήριο των Ελβετών Στρατιωτών) είναι ένας θριαμβικός καλπασμός, ο οποίος κινητοποιεί εκ νέου το σύνολο της ορχήστρας. Πέραν του ότι αναδεικνύει την ηρωική διάσταση του πρωταγωνιστή, το αδιαμφισβήτητο πατριωτικό στοιχείο αλλά και τον δυναμισμό της όλης υπόθεσης, έχει καταγραφεί στο παγκόσμιο μουσικό ρεπερτόριο ως μια από τις πλέον γνωστές και δημοφιλείς συνθέσεις.

Gioachino Rossini «Guillaume Tell«ouverture/ Symphonieorchester des Bayerischen Rudfunks/ Mariss Jansons

Τον Ιούλιο του 1832, τρία μόλις χρόνια έπειτα από την πρεμιέρα της όπερας του Rossini, ο Alexandre Dumas πατήρ (1802-1870) εγκατέλειπε εσπευσμένα το Παρίσι. Δύο ήταν οι λόγοι που τον είχαν πείσει να απομακρυνθεί από τη γαλλική πρωτεύουσα. Ο πρώτος ήταν πολιτικός. Ο Dumas είχε λάβει μέρος, ένα μήνα νωρίτερα, σε μια αποτυχημένη εξέγερση με στόχο την ανατροπή του καθεστώτος της λεγομένης Μοναρχίας του Ιουλίου (επί βασιλείας του Λουδοβίκου Φιλίππου). Ως εκ τούτου, διέτρεχε μέγιστο κίνδυνο να συλληφθεί από τις αστυνομικές αρχές. Ο δεύτερος λόγος, εξίσου σοβαρός, σχετιζόταν με την κακή κατάσταση της υγείας του, καθώς είχε προσβληθεί από χολέρα. “Ο γιατρός μου με συμβούλεψε αυτό που ο κάθε γιατρός συμβουλεύει τον ασθενή του όταν δεν έχει πια να πει κάτι άλλο: ένα ταξίδι στην Ελβετία”, έγραφε αργότερα. Οι τρίτομες Ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την Ελβετία, τις οποίες ο μεγάλος Γάλλος μυθιστοριογράφος συνέγραψε το 1834, έχοντας πλέον επιστρέψει στην πατρίδα του, κατέθεσαν το στίγμα του ταλέντου του δέκα χρόνια προτού κυκλοφορήσουν τα δύο δημοφιλέστερα έργα του, οι Τρεις Σωματοφύλακες και ο Κόμης Μοντεχρήστος. Πεπεισμένος ότι συνέγραφε ένα απλό βιβλίο, ο Dumas επινόησε ένα νέο είδος πρόζας, το οποίο συμπεριελάμβανε, αναμιγνύοντας με θαυμαστή αφηγηματική δεξιοτεχνία, ταξιδιωτική περιγραφή, ιστορική διήγηση, μύθους και θρύλους, διηγήματα, ανέκδοτα, ειδήσεις της εποχής, συνομιλίες με επώνυμα πρόσωπα, πολιτικά μηνύματα κ.λπ. Με άλλα λόγια, οι Εντυπώσεις από την Ελβετία θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως πρόδρομος συνάμα όμως και εργαστήρι, μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε η μετέπειτα μεγαλειώδης συγγραφική του παραγωγή.

Alexandre Dumas.

Τα κεφάλαια αρ. 31 και 32 είναι αφιερωμένα στον μύθο του Γουλιέλμου Τέλλου. Η πέννα του Dumas αποδίδει γλαφυρά το πασίγνωστο επεισόδιο:

Φτάνοντας στην κεντρική πλατεία του Altdorf, [ο Gessler] διέταξε να βυθίσουν στο χώμα ένα κοντάρι, στην κορυφή του οποίου κρέμασε το καπέλο του, που έφερε το στέμμα του Δουκάτου της Αυστρίας. Ανήγγειλε δε, υπό τον ήχο σαλπισμάτων, πως κάθε ευγενής, αστός ή χωρικός, περνώντας μπροστά από αυτό το σύμβολο ισχύος των Αψβούργων, όφειλε να αποκαλυφθεί σε ένδειξη πίστης και υποταγής. […] Τοποθέτησε επιτόπου μια φρουρά από δώδεκα τοξότες με διαταγή να συλλάβουν όποιον αρνείτο να συμμορφωθεί. Τρεις ημέρες αργότερα, τον ειδοποίησαν πως ένας άνδρας είχε συλληφθεί επειδή δεν υπάκουσε. Ο Gessler, συνοδευόμενος από τους φρουρούς του, μετέβη δίχως χρονοτριβή στο Altdorf. Ο ένοχος ήταν δεμένος στο ίδιο κοντάρι. Από τα ρούχα του φαινόταν πως ήταν κυνηγός. […].

-Αληθεύει, είπε ο Gessler, ότι αρνήθηκες να υποκλιθείς μπροστά σε αυτό το καπέλο;

-Μάλιστα, Άρχοντά μου.

-Για ποιο λόγο;

-Επειδή οι πατεράδες μας μάς έμαθαν να μην αποκαλυπτόμαστε παρά μόνο μπροστά στον Θεό, στους γέρους και στον αυτοκράτορα.

-[…] Εσύ δεν είσαι αυτός που όλοι θεωρούν ως τον καλύτερο τοξότη της Ελβετίας;

-Θα έσκιζε στα δύο, από απόσταση εκατόν πενήντα βημάτων, ένα μήλο τοποθετημένο πάνω στο κεφάλι του γιου του, ακούστηκε να λέει κάποιος μέσα από το πλήθος.

-Ο Θεός να συγχωρέσει όποιον το είπε, φώναξε ο Γουλιέλμος. Δεν είναι λόγια πατέρα αυτά!

-Έχεις παιδιά; ρώτησε ο Gessler.

-Τρία αγόρια και ένα κορίτσι. Ο Θεός ευλόγησε το σπιτικό μου.

-Ποιο αγαπάς περισσότερο;

-Τα αγαπώ όλα τρυφερά.

-Δεν υπάρχει κάποιο που να ξεχωρίζεις;

-Ίσως τον μικρότερο, επειδή είναι πιο αδύναμος και με έχει περισσότερο ανάγκη.

-[…] Πηγαίνετε αμέσως να τον φέρετε, διέταξε ο Gessler.

Για ποιο λόγο; ρώτησε τότε ο Γουλιέλμος.

-Θα δεις.”

Ακολουθεί η εξιστόρηση της άφιξης του αγοριού, της διαταγής του Gessler να το δέσουν σε μια παρακείμενη δρυ, προκειμένου να εξασκηθούν, χρησιμοποιώντας το ως στόχο, οι τοξότες του κυβερνήτη, της εύλογης απορίας του παιδιού (“Τι θέλουν από μένα πατέρα;” και λίγο πιο κάτω, μόλις πληροφορείται την αλήθεια, “Γιατί; Δεν έχω βλάψει κανέναν”) και της απόγνωσης του Τέλλου.

Οι φρουροί άρπαξαν το παιδί από την αγκαλιά του πατέρα του. Τότε ο Γουλιέλμος έπεσε μπροστά στα πόδια του αλόγου του Gessler.

– Άρχοντά μου, εγώ είμαι εκείνος που σας αμφισβήτησε, εμένα πρέπει να τιμωρήσετε. Σκοτώστε με, στείλτε όμως το παιδί αυτό πίσω στη μητέρα του.

-[…] Υπάρχει ένας τρόπος για να το σώσεις, είπε ο Gessler.

-Ποιος είναι αυτός; Πείτε μου, πείτε μου γρήγορα τι ακριβώς επιθυμείτε και θα σπεύσω να το ικανοποιήσω εάν εμπίπτει στις δυνατότητές μου.

-[…] Μια φωνή ακούστηκε προηγουμένως λέγοντας ότι είσαι τόσο δεινός κυνηγός, που θα κατάφερνες να κόψεις στα δύο από απόσταση εκατόν πενήντα βημάτων ένα μήλο, τοποθετημένο επάνω στο κεφάλι του γιου σου.

-Ω, ήταν μια καταραμένη φωνή που νόμισα πως μόνο ο Θεός κι εγώ ακούσαμε.

-Λοιπόν, συνέχισε ο Gessler, εάν μου προσφέρεις αυτή την απόδειξη της ικανότητάς σου, θα σου δώσω χάρη και θα παραβλέψω το ότι αμφισβήτησες την διαταγή μου.

-Αδύνατον, αδύνατον, Άρχοντά μου. Θα ήταν σαν να προκαλούσαμε τον ίδιο τον Θεό.

-Τότε, θα σου αποδείξω ότι διαθέτω τοξότες εξίσου ικανούς με σένα. Να δέσετε το παιδί.

-Περιμένετε, Άρχοντά μου, περιμένετε! Μου ζητήσατε κάτι τρομερό, σκληρό, σατανικό. Αφήστε μου λίγο χρόνο να το σκεφτώ.

-Έχεις πέντε λεπτά.

-Φέρτε, τουλάχιστον, το παιδί κοντά μου.

-Ελευθερώστε το παιδί, διέταξε ο Gessler.

-Μας συγχώρεσαν πατέρα; ρώτησε το αγόρι, σκουπίζοντας τα δάκρυα με τα μικρά του χέρια, κλαίγοντας και γελώντας ταυτόχρονα.

-Συγχώρεσαν; Ξέρεις τι θέλουν, ω Θεέ μου! Πως είναι δυνατόν παρόμοια σκέψη να περνά από το μυαλό ενός ανθρώπου! Θέλουν…όχι, όχι δεν μπορεί να το θέλουν, αδύνατον να θέλουν κάτι τέτοιο. Θέλουν, φτωχέ μου γιε, να κόψω ένα μήλο πάνω στο κεφάλι σου από απόσταση εκατόν πενήντα βημάτων.

-Και γιατί δεν δέχεσαι πατέρα; ρώτησε πάλι το παιδί χαμογελώντας.

-Να δεχτώ; Και αν αστοχήσω, αν το βέλος κτυπήσει εσένα;

-Μα αφού ξέρεις πως δεν υφίσταται τέτοιος κίνδυνος, συνέχισε το παιδί χαμογελώντας.

-[…]Όχι, όχι, ψέλλισε ο Γουλιέλμος.

-Ο πατέρας μου δέχεται, φώναξε το παιδί.

Ξεφεύγοντας από την πατρική αγκαλιά έτρεξε μόνο του προς το δέντρο”.

Αγωνία, απόγνωση, σπαραγμός, στοργή, ελπίδα, φθόνος, αλαζονεία διατρέχουν διαγώνια τους παραπάνω διαλόγους, καθηλώνοντας τον αναγνώστη. Τα πάντα κορυφώνονται την κρίσιμη στιγμή.

Χαρακτικό του Charles-Abraham Chasselat για την όπερα του Rossini, 1829.

Η απόσταση μετρήθηκε στα εκατόν πενήντα βήματα. Ο Γουλιέλμος […] την επαλήθευσε ο ίδιος τρεις φορές.

Ένα μόνο βέλος, φώναξε ο Gessler.

-Αφήστε με, τουλάχιστον, να το επιλέξω εγώ, απάντησε ο Γουλιέλμος.

[…]Κατόπιν εξέτασε προσεκτικά όλα τα βέλη, τοποθετώντας το ένα μετά το άλλο στη βαλλίστρα. Είχε εντοπίσει ευθύς εξαρχής εκείνο που ταίριαζε, ωστόσο προσποιούνταν πως έψαχνε ακόμη, προκειμένου να κερδίσει χρόνο.

-Λοιπόν; φώναξε ανυπόμονα ο Gessler.

-Είμαι έτοιμος. Δώστε μου λίγο χρόνο να προσευχηθώ. Μη έχοντας πετύχει την ευσπλαχνία των ανθρώπων, το μόνο που μου απομένει είναι να ζητήσω συγχώρεση από τον Θεό. Ακόμα και ένας μελλοθάνατος έχει αυτό το δικαίωμα ευρισκόμενος μπροστά στο ικρίωμα.

Ο Γουλιέλμος γονάτισε και έδειχνε να είναι απορροφημένος από την προσευχή. Την ίδια στιγμή, οι φρουροί έδεναν το αγόρι στο δέντρο. Θέλησαν, μάλιστα, να τού δέσουν τα μάτια, όμως εκείνο αρνήθηκε.

-Δεν θα τού δέσετε τα μάτια; ρώτησε ο Γουλιέλμος διακόπτοντας την προσευχή του.

-Ζήτησε να μπορεί να σας βλέπει, του αποκρίθηκαν εκείνοι.

-Δεν θέλω να με βλέπει, δεν θέλω, ακούτε; Θα κινηθεί βλέποντας να έρχεται το βέλος καταπάνω του κι έτσι θα σκοτώσω το παιδί μου. Άφησε να σου δέσουν τα μάτια, σε εκλιπαρώ γονατιστός.

-Σύμφωνοι, απάντησε το αγόρι.

-Ευχαριστώ, είπε ο Γουλιέλμος, σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το πρόσωπό του. Ευχαριστώ! Είσαι πολύ γενναίος.

-Κουράγιο πατέρα, φώναξε το παιδί.

Απευθυνόμενος κατόπιν προς τον Gessler τον ικέτευσε για τελευταία φορά:

-Άρχοντά μου, υπάρχει ακόμα χρόνος για να με απαλλάξεις από ένα τέτοιο έγκλημα και τον εαυτό σου από τύψεις. Πες μου ότι όλα αυτά έγιναν για να με τιμωρήσεις και πως τώρα, βλέποντας πόσο πολύ έχω υποφέρει, με συγχωρείς. Στο όνομα της Παρθένου Μαρίας, στο όνομα των Αγίων, δείξε μεγαλοψυχία!

-Τελείωνε, φώναξε ο Gessler, η υπομονή μου εξαντλείται.

-Θεέ μου, βόηθησέ με, είπε σχεδόν από μέσα του ο Γουλιέλμος κοιτάζοντας προς τον ουρανό.

Μάζεψε από το έδαφος τη βαλλίστρα, τοποθέτησε μέσα το βέλος και τη στήριξε στον ώμο του σηκώνοντας προσεκτικά την άκρη. Φτάνοντας στο επιθυμητό ύψος, ο ίδιος άνθρωπος, ο οποίος λίγο νωρίτερα έτρεμε σαν φύλλο στον άνεμο, έμεινε ακίνητος σαν μαρμαρωμένος. Οι πάντες κρατούσαν την ανάσα τους. Το βέλος εκτοξεύτηκε. Μια κραυγή χαράς ακολούθησε. Το βέλος είχε διαπεράσει το μήλο και καρφωθεί στον κορμό του δέντρου. Το αγόρι ήταν ανέπαφο. Ο Γουλιέλμος παραπάτησε και έπεσε στο έδαφος λιπόθυμος. Όταν συνήλθε, βρισκόταν στην αγκαλιά του γιου του”.

 Με ανάλογη γλαφυρότητα, που παραπέμπει ευθέως σε ακρίβεια και ρυθμό κινηματογραφικού φακού, ο Dumas εξιστορεί και τη συνέχεια: τη στιχομυθία του Τέλλου με τον Gessler, την καταιγίδα στη λίμνη της Λουκέρνης, την απόδραση από το πλοιάριο και την τραγική κατάληξη του κυβερνήτη. Οι Ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την Ελβετία αποτελούν ένα πρώτο δείγμα αφήγησης μακράς διαρκείας του συγγραφέα. Εκεί μέσα εντοπίζονται, σε πρωτόλεια μορφή, όλα τα διακριτικά γνωρίσματα, τα οποία έμελλαν αργότερα να εμφυσήσουν ζωή στα αριστουργήματά του. Ο όρος “Εντυπώσεις” (“Impressions”) είναι καθόλα εύστοχος. Με τον τρόπο, με τον οποίον αφηγείται και περιγράφει, ο Dumas καθίσταται ένας ιμπρεσιονιστής πριν την ώρα του, προτού ο συγκεκριμένος όρος αποδοθεί αργότερα στους ζωγράφους. Ζωγραφίζει και αυτός, με τον δικό του τρόπο. Από την καταγραφή του τρίμηνου οδοιπορικού στην Ελβετία, το μόνο στοιχείο που απουσιάζει είναι κάποιος οδικός χάρτης, ούτως ώστε το τελικό αποτέλεσμα να καθίσταται ακόμα πιο τρισδιάστατο.

Benjamin Roubaud, Alexandre Dumas, Impressions de voyage en Suisse, καρικατούρα, 1838.

Σήμερα, ο Γουλιέλμος Τέλλος λατρεύεται στη χώρα του ως εθνικός ήρωας. Το μνημείο στην κεντρική πλατεία του Altdorf είναι τόπος λαϊκού προσκυνήματος. Τα ανδραγαθήματά του εξυμνούνται σε αφηγήσεις και τραγούδια, αλλά και συμπεριλαμβάνονται στο πρόγραμμα διδασκαλίας των σχολείων ήδη από τις αρχικές τάξεις. Η μορφή του κοσμεί νομίσματα και γραμματόσημα. Το ότι δεν υπήρξε ιστορικό πρόσωπο ουδόλως προβληματίζει. Όπως και το γεγονός ότι διετέλεσε άξιος διάδοχος και συνεχιστής παλαιοτέρων ηρώων της σκανδιναβικής μυθολογίας (υπάρχουν εξόφθαλμες ομοιότητες με ορισμένα αρχέτυπα) ή του ετέρου δεινού σκοπευτή-τοξότη και υπερασπιστή των κατατρεγμένων, Ρομπέν των Δασών. Μύθοι και θεματολογίες λειτουργούν διαθέτοντας κοινό παρονομαστή και ανταποκρίνονται, ως σημεία αναφοράς, σε διαχρονικές ανθρώπινες ανάγκες.

 

 

 

 

 

 

 

Η γέννηση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας

Η ανάπτυξη της Ελβετίας ως συγχρόνου ομοσπόνδου κράτους, χρονολογείται από το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα (1803-1848). Ωστόσο, στο πλαίσιο της παραπάνω διαδικασίας, αναζητήθηκαν σημεία αναφοράς, ικανά να διευκολύνουν, όπως ήταν αναμενόμενο, τη σφυρηλάτηση μιας ελβετικής εθνικής ταυτότητας. Τα σημεία αυτά, κινούμενα στο μεταίχμιο ανάμεσα στην ιστορική πραγματικότητα και την περιστασιακή παραποίησή της, ανέρχονται στην εποχή της Παλαιάς Ελβετικής Συνομοσπονδίας (Alte Schweizerische Eidgenossenschaft, 1291/1315 – 1516), του όρκου του Rütli και, φυσικά, του μύθου του Γουλιέλμου Τέλλου.

Η Παλαιά Ελβετική Συνομοσπονδία ήταν, στην ουσία, ένας χαλαρός συνασπισμός ανάμεσα στις διάφορες κοινότητες των Κεντρικών Άλπεων, οι οποίες αποτελούσαν, τότε, αναπόσπαστο τμήμα της Αγίας Ρωμαιο-γερμανικής Αυτοκρατορίας. Σκοπός της παραπάνω συσπείρωσης ήταν η εξυπηρέτηση εμπορικής φύσεως, κυρίως, συμφερόντων, μέσω του ελέγχου και της προστασίας των στρατηγικής σημασίας περασμάτων ανάμεσα στους δύσβατους ορεινούς όγκους. Στις αρχές του 14ου αιώνα, οι περιοχές αυτές έχαιραν ενός ειδικού προνομιακού πολιτικού και νομικού καθεστώτος (Reichsfreiheit), βάσει του οποίου υπάγονταν απευθείας στη δικαιοδοσία του ιδίου του αυτοκράτορα, δίχως να είναι υπόλογες έναντι των τοπικών αρχόντων. Το συγκεκριμένο καθεστώς πήγαζε από τη γερμανική φεουδαρχική νομοθεσία του Μεσαίωνα και μπορούσε να επεκταθεί σε πόλεις, επισκοπές, ακόμα και σε μεμονωμένα άτομα, όπως οι αυτοκρατορικοί ιππότες. Ωστόσο, άμεση συνέπεια ήταν η υπαγωγή όσων απολάμβαναν το ιδιαίτερο προνομιακό αυτό καθεστώς στις στρατιωτικές και φορολογικές απαιτήσεις και επιταγές του ηγεμόνα, με άλλα λόγια του αυτοκράτορα. Η σταδιακή αποδυνάμωση της εξουσίας του τελευταίου στις αρχές του 14ου αιώνα, είχε ως αποτέλεσμα πολλοί από από τους δικαιούχους των παραπάνω προνομίων (κοινότητες και άτομα) να οπλιστούν με ενισχυμένα δικαιώματα και αρμοδιότητες, που έως τότε ανήκαν στον αυτοκράτορα, καθώς και με ένα πνεύμα σχετικής αυτονόμησης έναντι της κεντρικής εξουσίας.

Μεταξύ των παραπάνω περιοχών ήταν και τα τρία καντόνια Uri, Schwys και Unterwalden της σημερινής κεντρικής Ελβετίας. Οι εκτιμήσεις ως προς τον ακριβή χρονικό προσδιορισμό της μεταξύ τους συσπείρωσης ποικίλλουν. Οι περισσότερες χώρες επιλέγουν ένα ιστορικό γεγονός, προκειμένου να τιμήσουν τη σφυρηλάτηση της ταυτότητας ή την απόκτηση της ανεξαρτησίας τους. Ως ημέρα μνήμης, στην περίπτωση της Ελβετίας, έχει επιλεγεί η 1η Αυγούστου, η οποία συμβολίζει τον συνασπισμό, το έτος 1291, των τριών παραπάνω καντονίων. Πρόκειται για τη γέννηση της Παλαιάς Ελβετικής Συνομοσπονδίας.

Χάρτης της Παλαιάς Ελβετικής Συνομοσπονδίας (1291/1315 – 1516). Με βαθύ πράσινο χρώμα διακρίνονται στο κέντρο τα τρία ιδρυτικά καντόνια Uri, Schwys και Unterwalden.

Το γραπτό τεκμήριο, το οποίο επισφραγίζει την όλη διαδικασία είναι η λεγομένη Ομόσπονδη Χάρτα (Bundesbrief) του 1291. Ωστόσο, φαίνεται πως δεν επρόκειτο για την πρώτη προσπάθεια του είδους. Στις 20 Νοεμβρίου 1243, είχε προηγηθεί η συνομολόγηση ενός συμφώνου συσπείρωσης ανάμεσα στη Βέρνη και το Φράϊμπουργκ (Freiburg im Uechtland), το οποίο, σε πολλά σημεία διακατέχεται από το ίδιο ακριβώς πνεύμα με εκείνο της μετέπειτα Ομόσπονδης Χάρτας. Προσλαμβάνει, μάλιστα, τη μορφή ανανέωσης παλαιότερου συμφώνου, δίχως αυτό να αναφέρεται. Επειδή δεν έχει επιβιώσει κάποιο γραπτό ίχνος του συμφώνου του 1243, η αναζήτηση σημείου αναφοράς, έχει μοιραία στραφεί προς την κατεύθυνση της Ομόσπονδης Χάρτας. Πρόκειται για ένα κείμενο 469 λέξεων, σε λατινική γλώσσα, ορισμένες εκ των οποίων δεν είναι πλήρεις. Το περιεχόμενο του κειμένου επικεντρώνει στη δέσμευση του καθενός από τα συμβαλλόμενα μέρη να συνδράμει τα υπόλοιπα δύο σε περίπτωση εσωτερικών ή εξωτερικών κινδύνων, ανεξάρτητα από το κόστος σε επίπεδο ανθρωπίνων απωλειών. Το σύμφωνο είχε διαμειφθεί ανάμεσα στους κατοίκους των τριών προαναφερθέντων καντονίων (Homines vallis Uranie universitasque vallis de Switz ac communitas hominum Intramontanorum Vallis Inferioris). Επί χρόνια, οι ιστορικοί ήταν πεπεισμένοι πως το πρωτότυπο αποτελούσε προϊόν του 14ου αιώνα. Ωστόσο, το 1991 η περγαμηνή υπέστη επεξεργασία με χρήση άνθρακα-14. Με γνώμονα το τελικό πόρισμα της έρευνας, η ακριβής χρονολόγηση εκτιμάται μεταξύ των ετών 1252 και 1312, με ποσοστό ακριβείας της τάξεως του 85%. Η πρωτοβουλία να αποτελέσει το ιδρυτικό κείμενο της Ελβετικής Συνομοσπονδίας ανέρχεται στο 1889, ενόψει, τότε, του εορτασμού της συμπλήρωσης 700 ετών από την ίδρυση της Βέρνης και 600 ετών από εκείνη της Συνομοσπονδίας. Η επιλογή της 1ης Αυγούστου ως εθνικής εορτής της χώρας, αν και χρονολογείται ως πρόταση από το 1899, υιοθετήθηκε επίσημα μόλις το 1994.

Η Ομόσπονδη Χάρτα του 1291, Bundesbriefmuseum, Schwyz.

Έως τότε, επικρατέστερη χρονολογία ήταν η 8η Νοεμβρίου 1307, με την ευκαιρία του περίφημου όρκου του Rütli (Rütlischwur) ανάμεσα στα ίδια τρία, πάντοτε, καντόνια. Ο ομώνυμος χώρος ήταν ένα λιβάδι πλησίον της λίμνης της Λουκέρνης. Το συμβάν δεν είναι ιστορικά αποδεδειγμένο (αναφέρεται για πρώτη φορά στην Λευκή Βίβλο του Sarnen με έτος συγγραφής το 1474, η οποία επικαλείται πηγές πέριξ του 1420). Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, τον όρκο έδωσαν τρία άτομα: oι Werner Stauffacher, Walter Fürst και Arnold von Melchtal, εκπρόσωποι, αντίστοιχα, των καντονίων Uri, Schwys και Unterwalden. Πρόκειται για τους θεωρούμενους τρεις πατέρες (Eidgenossen) της Ελβετικής Συνομοσπονδίας. Τον προαύλιο χώρο του Ελβετικού Κοινοβουλίου, στη Βέρνη, κοσμεί, από το 1914, ένα μνημείο του γλύπτη James Vibert, το οποίο απεικονίζει, τιμής ένεκεν, τα τρία παραπάνω πρόσωπα. Μέσα στη δεκαετία του 1470, έκανε την εμφάνισή του ένα πατριωτικό τραγούδι με τίτλο Το τραγούδι του Τέλλου (Tellenlied) ή Το τραγούδι της Συνομοσπονδίας (Bundeslied). Με την ευκαιρία αυτή, βλέπουμε για πρώτη φορά τον μύθο του όρκου του Rütli να συγχωνεύεται με εκείνον του Γουλιέλμου Τέλλου, καθώς ως πρώτος και μοναδικός δώσας τον όρκο (der erste Eydgnoss) εμφανίζεται ο ίδιος ο Τέλλος. Σε μεταγενέστερη εκδοχή του 1512, ο Τέλλος αντικαθιστά τον έναν εκ των τριών πρωταγωνιστών του όρκου του Rütli και συγκεκριμένα τον Walter Fürst. Μέσα στον 17ο αιώνα έκαναν την εμφάνισή τους οι Τρεις Τέλλοι (Drei Tellen), ηγετικές, υποτίθεται, μορφές στο πλαίσιο του επονομαζόμενου Πολέμου των Χωρικών (Schweizer Bauernkrieg), μιας λαϊκής εξέγερσης, η οποία έλαβε χώρα το 1653.

Όπως αναφέρθηκε ήδη, η ιστορικότητα του όρκου του Rütli δεν είναι αποδεδειγμένη. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί ούτε να αποκλειστεί, καθώς η ημερομηνία (8 Νοεμβρίου 1307), την οποία επικαλείται ο Aegidius Tschudi στο Chronicon Helveticum, συνάδει με μια ευρύτερη περίοδο συσπειρώσεων ανάλογης μορφής ανάμεσα στα ελβετικά καντόνια, αρχής γενομένης βέβαια από την Ομόσπονδη Χάρτα του 1291. Σύμφωνα, μάλιστα, με μια πρόσφατη θεωρία του έγκριτου Ελβετού ιστορικού Roger Sablonier (Gründungszeit ohne Eidgenossen: Politik und Gesellschaft in der Innerschweiz um 1300., Baden 2008) η χρονολόγηση της ίδιας της Ομόσπονδης Χάρτας παρουσιάζει ελαφρά απόκλιση και θα έπρεπε να επανατοποθετηθεί περί το έτος 1309, κατά πολύ πλησιέστερο της ημερομηνίας του Tschudi.

Το μνημείο των τριών πατέρων της Ελβετικής Συνομοσπονδίας στον προαύλιο χώρο του Κοινοβουλίου της Βέρνης.

Εν είδει συμπεράσματος, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ενότητα της Ελβετίας ουδέποτε ενσαρκώθηκε από έναν και μοναδικό κυβερνήτη, από σταθερά φυσικά σύνορα, από μια κοινή γλώσσα ή από μια ενιαία και ομοιόμορφη εθνοτική ταυτότητα. Μέσα σε αυτό το ποικίλο και πολυδιάστατο πλαίσιο, αναζητήθηκε το αυτονόητο: η επίκληση της ιστορίας και του μύθου, καθώς όλα τα έθνη δικαιούνται να προστρέξουν σε ιστορικά αφηγήματα προκειμένου να νομιμοποιήσουν και να θεμελιώσουν την ύπαρξή τους, αρκεί να μη λειτουργούν εις βάρος τρίτων. Ο μύθος του Γουλιέλμου Τέλλου είναι αναμφίβολα ένα από τα αφηγήματα αυτά. Μπορεί η ιστορική έρευνα να είναι σε θέση, σήμερα, να αποδείξει μετά βεβαιότητας ότι ο γενναίος σκοπευτής-τοξότης δεν ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Ωστόσο, ο ελβετικός λαός εξακολουθεί να σφυρηλατεί την ενότητα, την εθνική του συνείδηση και τις κοινές του αξίες γύρω από αυτόν τον μύθο, τον οποίο έχει αναβαθμίσει σε κτήμα και κυρίαρχη παράμετρο της δικής του ιστορικής κληρονομιάς.

 

Ο Γιάννης Μουρέλος είναι Ομότιμος Καθηγητής του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας, ΑΠΘ.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Γεώργιος Καλαφίκης: Η ιστορική αναμέτρηση Καρχηδόνας και Συρακουσών με έπαθλο τη Σικελία. Οι τρεις τελευταίοι Σικελικοί Πόλεμοι (345-276 π.Χ.)

Γεώργιος Καλαφίκης

Η ιστορική αναμέτρηση Καρχηδόνας και Συρακουσών με έπαθλο τη Σικελία. Οι τρεις τελευταίοι Σικελικοί Πόλεμοι (345-276 π.Χ.)

 

1. Ο Στ΄ Σικελικός Πόλεμος (345-338 π.Χ.): η ηρωική δράση του Κορίνθιου ευπατρίδη Τιμολέοντα

 

α) Ταραχές στην ελληνική Σικελία (367-345 π.Χ.) – άφιξη και πρώτες επιτυχίες του Τιμολέοντα εναντίον τυράννων και Καρχηδονίων (345-341 π.Χ.)

Ο Έκτος Σικελικός Πόλεμος προκλήθηκε εξαιτίας της αναταραχής και αταξίας στην οποία είχαν περιπέσει οι περισσότερες ελληνικές πόλεις της Σικελίας στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., από το 367 ως το 345 π.Χ. Ο θάνατος του Διονυσίου Α΄, ενός ομολογουμένως κραταιού και ρέκτη, μολονότι απολυταρχικού και αμφιλεγόμενου ηγέτη, οδήγησε σταδιακά σε αποσύνθεση εκείνο το μεγάλο ελληνικό κράτος της Δύσης που είχε εγκαθιδρύσει ο τύραννος με τόσους κόπους και αγώνες στη Μεγάλη Ελλάδα, και το οποίο αναμφίβολα υπήρξε καθαρά προσωπικό του επίτευγμα. Οι διάφοροι διάδοχοι ή σφετεριστές τύραννοι και ηγέτες των Συρακουσών (Διονύσιος Β΄, Δίων, Ικέτας) αποδείχτηκαν κατώτεροι των περιστάσεων. Στις περισσότερες ελληνικές πόλεις της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας (και βεβαίως στις Συρακούσες) σοβούσε πολιτική κρίση και εκδηλώνονταν αιματηρές ταραχές και εμφύλιες συγκρούσεις.

 

Πανοραμική Αεροφωγραφία των Συρακουσών.

Στην ηγέτιδα πόλη-κράτος των Συρακουσών το πολιτικό αδιέξοδο ήταν τόσο επιζήμιο και οι διαμάχες τόσο σφοδρές ώστε πολλοί Συρακούσιοι φυγάδες αιτήθηκαν απεγνωσμένα την αρωγή της μητρόπολης Κορίνθου. Ζήτησαν από τους Κορίνθιους βοήθεια για την εκδίωξη των τυράννων και για την αντιμετώπιση των Καρχηδονίων. Οι τελευταίοι είχαν βρει πάλι την ευκαιρία να επέμβουν στις εσωτερικές υποθέσεις των Σικελιωτών Ελλήνων εξαιτίας του εμφυλίου σπαραγμού, ούτως ώστε να αυξήσουν την επιρροή και την επικράτειά τους στη Σικελία, και ενεπλάκησαν ενεργά στην εμφύλια διένεξη στις Συρακούσες. Εκμεταλλευόμενοι εντέχνως το μείζον πολιτικό σχίσμα στις τάξεις των ίδιων των Συρακούσιων, οι οποίοι είχαν διαιρεθεί σε φράξιες με επικεφαλής τυράννους που αντιμάχονταν αλλήλους intra muros, οι Καρχηδόνιοι υπό τον στρατηγό Μάγωνα στρατοπέδευσαν με στρατό και στόλο στις παρυφές των Συρακουσών, ενώ στρατιωτικά τμήματα έγιναν δεκτά ακόμη και μέσα στην πόλη (345/44 π.Χ.).[1] 

Εντωμεταξύ, οι Κορίνθιοι ανταποκρίθηκαν, όπως εβδομήντα χρόνια παλαιότερα το 415/14 π.Χ., στη συγκεκριμένη έκκληση βοήθειας και αποφάσισαν να αποστείλουν στη Σικελία επικουρική δύναμη. Αρχηγός της αποστολής ορίστηκε ο Τιμολέων, ευπατρίδης Κορίνθιος στρατηγός και πολιτικός άμεμπτου κύρους. Με μια μικρή εκστρατευτική δύναμη, αποτελούμενη από μόλις 10 τριήρεις και 700 μισθοφόρους, έπλευσε το 345/44 π.Χ. στη Σικελία, αποβιβάστηκε στις βορειοανατολικές ακτές της, εγκαταστάθηκε και αξιοποίησε ως βάσεις την Κατάνη και το Ταυρομένιο (Taormina). Από εκεί προωθήθηκε στις Συρακούσες, αφού όμως πρώτα εδραίωσε και ισχυροποίησε τη θέση έναντι των διαφόρων αντιμαχόμενων πλευρών.

Η θετική αύρα που απέπνεε η «ολύμπια» προσωπικότητα του Τιμολέοντα ενέπνευσε τους Σικελιώτες Έλληνες, και ειδικά τους ταλαιπωρημένους από τις χαοτικές εμφύλιες διαμάχες Συρακούσιους, να παύσουν τις έριδες μεταξύ τους και να ομονοήσουν. Ο Τιμολέων κατόρθωσε αφενός να εκδιώξει τους Καρχηδόνιους από τις Συρακούσες, και αφετέρου να ανατρέψει τους δύο αντιπάλους Συρακούσιους τυράννους, Διονύσιο Β΄ και Ικέτα. Το 344/43 π.Χ. οι Καρχηδόνιοι εγκατέλειψαν την πόλη, όταν πια απώλεσαν την ανοχή των Συρακούσιων. Η προοπτική συνέχισης της παρουσίας τους σε ξένο και αναφανδόν εχθρικό έδαφος αποδείχτηκε ουτοπική. Η Καρχηδόνα μόλις είχε χάσει την ευκαιρία να υποτάξει – έστω δια της πλαγίας και εκ των έσω – τις Συρακούσες! Πίσω στην Καρχηδόνα, οι συμπατριώτες του Μάγωνα οργίστηκαν τόσο πολύ από την αποτυχία ώστε τον ώθησαν στην αυτοκτονία, όπως τον Ιμίλκα μισόν αιώνα νωρίτερα, όταν συνετρίβησαν οι δυνάμεις του τελευταίου στη μεγάλη πολιορκία των Συρακουσών.

Ακολούθως, ο Τιμολέων ανέλαβε τη διακυβέρνηση της πόλης μέσα σε κλίμα ανακούφισης και γενικής ευφορίας. Μεταξύ 343-340 π.Χ. επιδόθηκε απερίσπαστος στην αποκατάσταση της σταθερότητας και της δημοκρατίας στις πολύπαθες Συρακούσες και στις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις της Σικελίας. Σε αυτό το πλαίσιο, αντιμετώπισε επιτυχώς και εκδίωξε ορισμένους τυράννους. Παράλληλα, απηύθυνε εκκλήσεις στο πανελλήνιο – οι οποίες βρήκαν άμεση ανταπόκριση – για τον αποικισμό των Συρακουσών και της Σικελίας, επειδή ο τοπικός ελληνικός πληθυσμός είχε μειωθεί σημαντικά. Επίσης, διενέργησε επιδρομές και λεηλασίες εναντίον καρχηδονιακών εδαφών, οι οποίες απέφεραν πολλά λάφυρα. Τέλος, Σικανοί και Σικελοί προσέγγισαν τον Τιμολέοντα με πρόθεση να ενταχθούν στη συμμαχία των Συρακουσών. Ο Ελληνισμός της Σικελίας άρχισε πάλι να ανακάμπτει, να ενισχύεται και να αναπτύσσεται με ρυθμούς ραγδαίους και ανησυχητικούς για την Καρχηδόνα και την ηγεμονική της επιρροή στο νησί.

Giuseppe Patania, Ritratto di Timoleonte.

β) Η μάχη του Κρίμησου ποταμού (340/339 π.Χ.): ο εκπληκτικός, ηρωικός θρίαμβος του Τιμολέοντα εναντίον των Καρχηδονίων εισβολέων

Γι’ αυτό, οι Καρχηδόνιοι διοργάνωσαν άλλη μία μεγάλη εκστρατεία εναντίον των Σικελιωτών Ελλήνων, προκειμένου να αναχαιτίσουν την ενίσχυση των Συρακουσών υπό την ηγεσία του Τιμολέοντα. Το 340/39 π.Χ., πολυάριθμη καρχηδονιακή στρατιά 70.000 έως 80.000 στρατιωτών (70.000 πεζικό, 10.000 ιππικό και πολεμικά άρματα) διαπεραιώθηκε στη Σικελία από έναν στόλο 200 πολεμικών και 1.000 μεταγωγικών πλοίων και αποβιβάστηκε στο ορμητήριο του Λιλύβαιου. Επικεφαλής είχαν οριστεί οι στρατηγοί Ασδρούβας και Αμίλκας.

Ο Τιμολέων είχε, ωστόσο, άλλα σχέδια. Αντί να υπομείνει την εισβολή του εχθρού και την προέλασή του μέχρι την πρωτεύουσα του Ελληνισμού της Σικελίας, προτίμησε – σε αντίθεση με τη συνήθη αντίδραση των Σικελιωτών Ελλήνων σε παλαιότερες ανάλογες περιστάσεις – να εφορμήσει πρώτος εναντίον του εχθρού. Επικεφαλής ενός ολιγάριθμου αλλά ψυχωμένου στρατού 6.000 έως 12.000 ανδρών, ο Τιμολέων προήλασε τάχιστα σε εχθρικά εδάφη στη δυτική Σικελία, προτού ο αντίπαλος προλάβει να κινηθεί αντιθέτως προς την ανατολική Σικελία. Η τόλμη της συγκεκριμένης επιθετικής πρωτοβουλίας, σε συνδυασμό με την ταχύτητα με την οποία εκτελέστηκε από τον Τιμολέοντα, αιφνιδίασε αλλά δεν αποθάρρυνε ούτε πτόησε τους Καρχηδονίους. Ως αντιστάθμισμα, οι τελευταίοι κινητοποίησαν τις πολυπληθείς διαθέσιμες δυνάμεις τους εναντίον της μικρής ελληνικής στρατιάς.

Η μάχη του Κρίμησου ποταμού, χαλκογραφία του Heinrich Leutemann.

Οι δύο αντίπαλοι στρατοί ήρθαν σε επαφή στις όχθες του Κρίμησου ποταμού [μάλλον ο σύγχρονος Fiume Freddo, κοντά στην Έγεστα], η κοίτη του οποίου τους χώριζε. Οι Έλληνες στρατιώτες πήραν αμυντική θέση, ώστε να αποτρέψουν τη διάβαση του ποταμού από τους συντριπτικά υπέρτερους Καρχηδόνιους (τουλάχιστον έξι προς ένα). Το σχέδιο μάχης απέδωσε· οι Καρχηδόνιοι απέτυχαν να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στο ταυτόχρονο εγχείρημα της διάβασης του ποταμού και της ένοπλης εμπλοκής. Οι εισβολείς κάμφθηκαν, διέλυσαν τις γραμμές τους και εγκατέλειψαν πανικόβλητοι το πεδίο της μάχης. Ο θρίαμβος του Τιμολέοντα και των ευάριθμων Ελλήνων μετά από τη σκληρή αναμέτρηση στη Μάχη του Κρίμησου ποταμού ήταν απόλυτος: 10.000 Καρχηδόνιοι και σύμμαχοι κείτονταν νεκροί (ανάμεσά τους 2.500 Καρχηδόνιοι πολίτες/οπλίτες που ανήκαν στον Ιερό Λόχο, το πιο επίλεκτο σύνταγμα βαρέως πεζικού του καρχηδονιακού στρατού), ενώ άλλοι 15.000 παραδόθηκαν και συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Οι τροπαιούχοι Έλληνες έγιναν κάτοχοι τεράστιας ποσότητας λαφύρων σε στρατιωτικό εξοπλισμό και πανοπλίες των ηττημένων αντιπάλων τους, μέρος των οποίων αφιέρωσαν ως ανάθημα στο ιερό τέμενος του Ποσειδώνα στον Ισθμό της Κορίνθου, με την εξής επιγραφή: «Κορίνθιοι καὶ Τιμολέων ὁ στρατηγός, ἐλευθερώσαντες τοὺς Σικελίαν οἰκοῦντας Ἕλληνας ἀπὸ Καρχηδονίων, χαριστήρια θεοῖς ἀνέθηκαν» (Πλούταρχος Τιμολέων 29.6). Επρόκειτο ομολογουμένως για μια αποφασιστική, μολονότι παντελώς ανέλπιστη, νίκη!

 

γ) Τέλος του πολέμου (339/38 π.Χ.) – αποκατάσταση της ειρήνης και της δημοκρατίας στη Σικελία

Ο πόλεμος συνεχίστηκε για λίγο καιρό ακόμη. Ο Τιμολέων απομάκρυνε και εξουδετέρωσε όσους τυράννους κυβερνούσαν ακόμη ελληνικές πόλεις της μεγαλονήσου. Απελευθέρωσε από τους Καρχηδόνιους και ανοικοδόμησε τις κατεστραμμένες πόλεις του Ακράγαντα, της Γέλας και της Καμάρινας, ενώ παράλληλα εγκαθίδρυσε παντού δημοκρατικά πολιτεύματα. Μεταξύ 343-338 π.Χ., πλήθη Ελλήνων αποίκων (περίπου 55.000-60.000 άτομα) συνέρρευσαν στην περιοχή, συνεπαρμένοι από τις υψηλές προσδοκίες και τις ασφαλείς συνθήκες που θεμελίωνε η επιτυχημένη δράση του τροπαιούχου Τιμολέοντα, μιας ηγετικής προσωπικότητας με εντιμότητα και ακεραιότητα, καθώς και ανιδιοτελή διάθεση προσφοράς. Το ανανεωτικό πρόγραμμα της ανοικοδόμησης και του εποικισμού της Σικελίας έδρεπε ήδη σπουδαίους καρπούς.

Τελικά, ο Τιμολέων σύναψε ειρήνη με την Καρχηδόνα το 339/38 π.Χ., βάσει της οποίας επανήλθε το status quo ante: ο ποταμός Αλυκός επανακαθορίστηκε ως βασικό όριο και κύριο σύνορο μεταξύ της καρχηδονιακής επικράτειας στα δυτικά και των ελληνικών εδαφών στα ανατολικά. Επιπλέον, όλες οι ελληνικές πόλεις της Σικελίας καθορίστηκαν ως ελεύθερες και αυτόνομες, ενώ οι Καρχηδόνιοι όφειλαν να διακόψουν την παροχή υποστήριξης στους Σικελιώτες τυράννους.[2] Χάρη στο υπέροχο όραμα και την ακατάβλητη δράση του ενάρετου Κορίνθιου η ειρήνη είχε μόλις επιστρέψει στην ταλαίπωρη Σικελία μαζί με την ελευθερία και τη δημοκρατία.

Jean-Joseph Taillasson , Timoléon à qui les Syracusiens amènent des étrangers, Musée des Beaux-Arts, Tours.

Τα επιτεύγματα του Τιμολέοντα εκείνα τα κρίσιμα χρόνια στάθηκαν μια πραγματική όαση ελπίδας, αφού όχι μόνο επέφεραν την πολυπόθητη καθεστωτική σταθερότητα, αλλά προσέτι κατοχύρωσαν την ασφαλή υπόσταση και μακροημέρευση του Ελληνισμού της Σικελίας. Χάρη στα εγγενή χαρίσματα και στα ηγετικά προσόντα που διέθετε, ο Τιμολέων έδρασε με αποφασιστικότητα και πέτυχε να δώσει λύσεις σε όλα ανεξαιρέτως τα ζητήματα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει. Πρώτον, πολέμησε νικηφόρα εναντίον των Καρχηδονίων, των προαιώνιων εχθρών του Ελληνισμού στη Σικελία, τους αναχαίτισε και τους περιόρισε ξανά στο δυτικό τμήμα του νησιού. Δεύτερον, απέπεμψε τους τυράννους και εγκαθίδρυσε παντού τη δημοκρατία ύστερα από πολλές ταραγμένες δεκαετίες δεσποτισμού και σπαραγμού. Τρίτον, καταπολέμησε την ανομία και την ανασφάλεια, εμπέδωσε τη δικαιοσύνη, αποκατέστησε την τάξη και ασφάλεια, και επανέφερε τις ελληνικές πόλεις της μεγαλονήσου σε τροχιά ευημερίας και ανάπτυξης. Τέλος, ο Τιμολέων δεν διατήρησε τις ανατεθειμένες έκτακτες εξουσίες που εκείνα τα χρόνια διέθετε και ασκούσε λόγω των εξαιρετικά δυσχερών συνθηκών και κρίσιμων περιστάσεων· τουναντίον, απέδωσε εκουσίως την εξουσία στους πολίτες αμέσως μόλις έφερε ευδόκιμα σε πέρας την αποστολή που του είχε ανατεθεί.

 

δ) Απόσυρση του Τιμολέοντα από την ενεργό πολιτική δράση και θάνατος (337/36 π.Χ.)

Στη συνέχεια, ο Τιμολέων αποσύρθηκε για να ζήσει εν ειρήνη τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε κτήμα που του είχε δοθεί τιμής ένεκεν λίγο έξω από τις Συρακούσες. Ο ίδιος απολάμβανε την αγάπη, την εκτίμηση και τον σεβασμό των συμπολιτών του. Ως αντάλλαγμα, συνέχισε να τους παρέχει αφειδώς συμβουλές και τη γνώμη του, όποτε του ζητούνταν, πάντοτε με τη γνώριμη για την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του μετριοπάθεια και πραότητα. Τόση αρετή και ήθος σε έναν ηγέτη δεν έμελλε ποτέ ξανά να αντικρύσουν οι πολύπαθοι και συνήθως τυραννισμένοι – κυριολεκτικά και μεταφορικά – Σικελιώτες Έλληνες!

Για όλους τους παραπάνω λόγους, όταν ο Τιμολέων έφυγε από τη ζωή γύρω στο 337/36 π.Χ., οι συμπατριώτες του τον θρήνησαν ειλικρινά σε μεγαλοπρεπή κηδεία στις Συρακούσες, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό του τον ελευθερωτή και σωτήρα των Σικελιωτών Ελλήνων, όπως χαρακτηριστικά σημειωνόταν σε τιμητικό ψήφισμα που εξέδωσε ο δήμος των Συρακούσιων προς τιμήν του αποθανόντος ήρωα.[3] Διότι, πράγματι, εάν ο τοπικός Ελληνισμός επιβίωσε έως και το τέλος περίπου της βυζαντινής εποχής και του μεσαίωνα, αυτό οφείλεται αναμφίβολα και στη συνεισφορά και συμβολή του ορμώμενου εκ Κορίνθου ευπατρίδη Τιμολέοντα.

Giuseppe Sciuti, I funerali di Timoleonte, 1874, Galleria d’Arte Moderna, Palermo.

Παράλληλα, η νεκρική πυρά του Τιμολέοντα (καθώς και εκείνη του βασιλέα της Μακεδονίας Φιλίππου του Β΄ λίγο αργότερα) τολμούμε να ισχυριστούμε ότι σηματοδοτούσε τη λήξη μιας ένδοξης εποχής για τον Ελληνισμό, καθώς έδυε πλέον η περίοδος της αρχαϊκής και κλασικής αρχαιότητας και ανέτελλε μια ολότελα νέα εποχή· εντελώς σημαδιακά, ο Μέγας Αλέξανδρος ανήλθε σύντομα στον θρόνο της Μακεδονίας και οδήγησε ταχέως τον Ελληνισμό μαζί με την τότε γνωστή οικουμένη στην κοσμοπολίτικη ελληνιστική αρχαιότητα.

 

2. Ο Ζ΄ Σικελικός Πόλεμος (311-306 π.Χ.): ο πόλεμος του τυράννου των Συρακουσών Αγαθοκλή εναντίον της Καρχηδόνας

 

α) Περίγραμμα των ιστορικών εξελίξεων στη Σικελία μεταξύ 336-311 π.Χ.

Όπως θα διαπιστώσουμε σε τούτη την ενότητα, ο Έβδομος Σικελικός Πόλεμος είχε εντυπωσιακές και περιπετειώδεις ανατροπές. Σε κάποια φάση των εχθροπραξιών οι δύο αντίπαλες πόλεις, Καρχηδόνα και Συρακούσες, βρέθηκαν να πολιορκούνται ταυτόχρονα μεταξύ τους! Πώς όμως είχε εξελιχθεί εντωμεταξύ η κατάσταση στη Σικελία έπειτα από τον θάνατο του Τιμολέοντα; Όπως ακριβώς είχε συμβεί πλειστάκις στο παρελθόν, οι ελληνικές πόλεις της Σικελίας βυθίστηκαν εκ νέου στην εσωστρέφεια και την αστάθεια. Οπαδοί των δημοκρατικών και των ολιγαρχικών συγκρούονταν διαρκώς για τη νομή της εξουσίας. Οι πολιτικές αντιπαραθέσεις όξυναν τα πάθη και τις έριδες μεταξύ των πολιτών. Συγχρόνως, διάφοροι τυχοδιώκτες και καιροσκόποι καραδοκούσαν να καταλάβουν πραξικοπηματικά την εξουσία, εγκαθιδρύοντας τις τόσο γνώριμες και συνηθισμένες στον Ελληνισμό της Σικελίας δεσποτικές τυραννίδες.[4]

Αυτή η επαναλαμβανόμενη εξέλιξη συνέβη και στις Συρακούσες, ωσάν οι πολίτες και το ίδιο το πολιτικό σύστημα να είχαν πλέον εθιστεί στις συχνές πολιτικές και πολιτειακές εκτροπές. Από τις ανατρεπτικές διαμάχες μεταξύ ολιγαρχικών και δημοκρατικών αναδείχτηκε μια νέα ηγετική προσωπικότητα, ο Αγαθοκλής, ο οποίος ανήλθε πραξικοπηματικά στην εξουσία το 317/16 π.Χ., εξοντώνοντας και εξορίζοντας εκατοντάδες ολιγαρχικούς μαζί με τις οικογένειές τους. Ο Αγαθοκλής τιτλοφορήθηκε «στρατηγός καί φύλαξ τῆς εἰρήνης» (Διόδωρος 19.5.5), ώστε να διασφαλίσει και να εμπεδώσει τη νεόκοπη και ακόμη ασταθή ηγεσία του έναντι των εξωτερικών εχθρών και των εσωτερικών αντιπάλων αντιστοίχως.[5] Για τρίτη φορά μέσα σε δύο περίπου αιώνες, θα κληθεί να προστατέψει την ασφάλεια των Σικελιωτών Ελλήνων από την απειλή των Καρχηδονίων ένας ακόμη «χαρισματικός» τύραννος, ο Αγαθοκλής (317/16- 289 π.Χ.), όπως προηγουμένως ο Γέλων (491/85-478 π.Χ.) και ο Διονύσιος Α΄ (405-367 π.Χ.).[6]

Τετράδραχμο των Συρακουσών με τη μορφή του Αγαθοκλή (317-289 π.Χ.).

Αρχικά, ο γνωστός μας από τον αμέσως προηγούμενο Έκτο Σικελικό Πόλεμο και τη Μάχη του Κρίμησου Αμίλκας, ως τοποτηρητής της Καρχηδόνας στη Σικελία, ήρθε σε συνεννόηση με τον Αγαθοκλή, τον νέο ηγέτη των Συρακουσών. Οι δύο άντρες συμφώνησαν να μοιράσουν τη Σικελία στις δύο γνώριμες και σχεδόν «καθιερωμένες» ζώνες επικυριαρχίας βάσει του Αλυκού ποταμού ως εκατέρωθεν ορίου. Εντούτοις, και εκείνος ο διαμοιρασμός δεν επρόκειτο να μακροημερεύσει, αφού από διάφορες πλευρές άρχισε γρήγορα να καταστρατηγείται. Πολλοί Συρακούσιοι και Σικελιώτες ολιγαρχικοί δυσανασχέτησαν, διότι θεωρούσαν ότι οι Καρχηδόνιοι είχαν συνδιαλλαγεί επισήμως με έναν κατά τη γνώμη τους δυνάστη και πραξικοπηματία. Από την πλευρά τους, οι ηγέτες της Καρχηδόνας δυσαρεστήθηκαν με τη συγκεκριμένη διπλωματική πρωτοβουλία του τοποτηρητή τους στη Σικελία· κατηγόρησαν, λοιπόν, τον Αμίλκα για μειοδοσία και μάλιστα τον οδήγησαν στον θάνατο κάτω από ύποπτες και μυστηριώδεις συνθήκες.

Τη θρυαλλίδα ενός νέου γύρου πολέμου μεταξύ Συρακουσών και Καρχηδόνας άναψε στο τέλος ο ίδιος ο Αγαθοκλής. Ο νέος τύραννος συνέχισε τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των Συρακούσιων ολιγαρχικών και των πόλεων υποδοχής και δραστηριοποίησής τους, από τη Μεσσήνη και το Ταυρομένιο στον βορρά έως τη Γέλα και τον Ακράγαντα στον νότο. Η επέκταση των πολεμικών ενεργειών του Αγαθοκλή πολύ κοντά στα όρια των καρχηδονιακών κτήσεων στη Σικελία θορύβησε την Καρχηδόνα. Οι Καρχηδόνιοι απέστειλαν ναυτικές και πεζικές στρατιωτικές ενισχύσεις στη Σικελία, ούτως ώστε να ανακόψουν τη δράση του Αγαθοκλή και να ενισχύσουν τις τάξεις των πολιτικών του αντιπάλων σε διάφορες πόλεις. Όπως ήταν αναμενόμενο, η επέμβαση των Καρχηδονίων στη Σικελία θεωρήθηκε από τον Αγαθοκλή ως casus belli (αιτία πολέμου)· έτσι, ξεκίνησε ο Έβδομος Σικελικός Πόλεμος (311 π.Χ.).

Η Σικελία την εποχή του Αγαθοκλή.

β) Η διεξαγωγή του πολέμου: ένας κυκεώνας μαχών, πολιορκιών, συμμαχιών και ανατρεπτικών γεγονότων

Το 311/10 π.Χ., οι δυνάμεις του Αγαθοκλή, παρότι κατώτερες σε αριθμό, συγκρούστηκαν με ισχυρή εχθρική εκστρατευτική δύναμη Καρχηδονίων που διοικούσε ο Καρχηδόνιος στρατηγός Αμίλκας, ο γιος του Γίσκωνα (απλή συνωνυμία με τον προαναφερθέντα και ήδη αποθανόντα Αμίλκα). Οι Καρχηδόνιοι είχαν προωθηθεί στο ακρωτήριο Έκνομον, νοτιοανατολικά του Ακράγαντα, στις εκβολές του ποταμού Νότιου Ιμέρα (Salso ή Imera Meridionale). Η Μάχη του ποταμού Ιμέρα θυμίζει την παλαιότερη διπλή σύγκρουση στα Κάβαλα και στο Κρόνιο που είχε δοθεί λίγο δυτικότερα: ενώ αρχικά ο Αγαθοκλής αναχαίτισε και περιόρισε τους Καρχηδόνιους στο οχυρό τους στρατόπεδο, τελικά οι Καρχηδόνιοι δέχτηκαν ενισχύσεις, διενήργησαν μαζική έφοδο εναντίον των Συρακούσιων, τους κατανίκησαν και τους εξώθησαν σε άτακτη φυγή, αρχικά προς τη Γέλα και ύστερα κακήν κακώς πίσω στις Συρακούσες, τις οποίες οι τροπαιούχοι Καρχηδόνιοι έθεσαν στη συνέχεια υπό πολιορκία.

Ο πανούργος Αγαθοκλής δεν ήταν όμως ένας τυπικός και συνετός αλλά αντιθέτως ένας απρόβλεπτος και ριψοκίνδυνος ηγέτης. Μηχανεύτηκε, λοιπόν, τη μέχρι τότε αδιανόητη υπέρβαση: αντί να στηριχτεί στις ισχυρές οχυρώσεις της πρωτεύουσάς του και να δώσει από τις επάλξεις της τον υπέρ πάντων αγώνα, προτίμησε να διενεργήσει μια ηρωική πλην παράτολμη έξοδο, όχι εναντίον των καρχηδονιακών στρατευμάτων που ήδη πολιορκούσαν τις Συρακούσες αλλά εναντίον της πόλης της Καρχηδόνας. Επέλεξε δηλαδή να πολιορκήσει την πρωτεύουσα των πολιορκητών του, ενόσω οι τελευταίοι πολιορκούσαν τη δική του πρωτεύουσα! Τούτη η αντισυμβατική επιλογή στρατιωτικής τακτικής υπήρξε μια στρατηγική πρωτοβουλία τύπου «think out of the box» (εκτός της πεπατημένης), όπως χαρακτηριστικά περιγράφεται στη σύγχρονη αγγλική γλώσσα.[7]

Καρχηδόνιοι οπλίτες.

Κάτω από συνθήκες άκρας μυστικότητας, το 310 π.Χ. ο Αγαθοκλής απέπλευσε από τις Συρακούσες επικεφαλής στρατού και στόλου. Μετά από δοκιμασίες και περιπέτειες κατά τη θαλάσσια διαδρομή, το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα κατόρθωσε να αποβιβαστεί στην τοποθεσία Λατομίαι, σχετικά κοντά στο ακρωτήριο Μπον της Τυνησίας. Στη συνέχεια, ο Αγαθοκλής διέταξε την πυρπόληση όλων των πλοίων. Εκ πρώτης όψεως έμοιαζε με απέλπιδα κίνηση στρατηγικά, ωστόσο ήταν λογική από τακτικής άποψης, διότι η ανάγκη προστασίας και επάνδρωσης πλοίων έκθετων σε επιθέσεις από τον συντριπτικά ανώτερο καρχηδονιακό στόλο θα κινδύνευε να εξελιχθεί σε μεγάλο βραχνά για τη διεξαγωγή των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην καρδιά της εχθρικής επικράτειας από τον υπόλοιπο στρατό ξηράς των Συρακούσιων.

Τα λατομία (Λατομίαι) El-Haouaria, σημείο απόβασης του Αγαθοκλή στις ακτές της βορείου Αφρικής.

Στη συνέχεια, ο Αγαθοκλής προήλασε τάχιστα προς την Καρχηδόνα, λεηλατώντας στην πορεία του την εύφορη καρχηδονιακή ύπαιθρο και σκορπώντας αρχικά τον πανικό στους αιφνιδιασμένους Καρχηδόνιους. Παρ’ όλα αυτά, οι Καρχηδόνιοι σύντομα συνήλθαν από το σοκ και αποφάσισαν να αντεπιτεθούν με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις τους, τις οποίες εξαπέστειλαν κατά των προελαυνόντων στρατευμάτων του Αγαθοκλή. Στη λεγόμενη Πρώτη Μάχη του Λευκού Τύνητα (σημ. Τύνιδα) στα περίχωρα της Καρχηδόνας, ο καρχηδονιακός στρατός (40.000 πεζοί, 2.000 πολεμικά άρματα και 1.000 ιππείς) υπό τους στρατηγούς Βομίλκα και Άννωνα επιτέθηκε, αλλά συνάντησε σκληρή αντίσταση από το ελληνικό στράτευμα που αριθμούσε μόλις 13.500 μάχιμους άνδρες. Μια πρώτη επίθεση των Καρχηδονίων με εξαπόλυση των πολυάριθμων αρμάτων τους εξουδετερώθηκε από τους οπλίτες του ελληνικού πεζικού. Έπειτα, ολόκληρη η καρχηδονιακή παράταξη δεν άντεξε την αντεπίθεση και τον ωθισμό της αντίπαλης ελληνικής οπλιτικής φάλαγγας, τα άκρα εξαρθρώθηκαν, όλες οι γραμμές κατέρρευσαν, και οι στρατιώτες τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή. Οι ηττημένοι Καρχηδόνιοι οπισθοχώρησαν στην ασφάλεια των τειχών της πρωτεύουσάς τους έχοντας υποστεί σημαντικές (μεταξύ των πεσόντων συγκαταλέχθηκε ο στρατηγός Άννων) αλλά όχι εξουθενωτικές απώλειες.

Πολεμικό άρμα του 4ου αιώνα π.Χ.

Εκείνη την εποχή η οχύρωση της Καρχηδόνας ήταν υποδειγματική, καθώς συνδύαζε την προαιώνια εμπειρία και πανάρχαια παράδοση των Ανατολιτών μπολιασμένη με τις σύγχρονες τότε κατακτήσεις των Ελλήνων στην οχυρωτική τέχνη. Την φοινικική μητρόπολη της Δυτικής Μεσογείου προστάτευαν τρεις παράλληλες σειρές τειχών: η κάθε σειρά ήταν ψηλότερη από την αμέσως προηγούμενη, με εξίσου πυκνή διασπορά πύργων εναλλάξ τοποθετημένων μεταξύ και των τριών οχυρωματικών γραμμών. Έτσι σχηματίζονταν αδιαπέραστες και αλληλοϋποστηριζόμενες γραμμές αμύνης και επάλξεων, από το ύψος των οποίων ο επιτιθέμενος βαλλόταν με διασταυρωμένα πυρά από πολεμικές μηχανές και βλήματα όλων των τύπων και διαμετρημάτων.[8] Μπροστά σε μια τόσο άρτια διαρθρωμένη, πληρέστατη και φονικότατη αμυντική οχυρωματική γραμμή, το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Αγαθοκλής ήταν να εφαρμόσει αποκλεισμό της πόλης ελπίζοντας να προκληθεί έλλειψη εφοδίων και τροφίμων, ούτως ώστε οι Καρχηδόνιοι να εξαναγκαστούν σε συνθηκολόγηση. Αντικειμενικά, η κατάληψη της πόλης εξ εφόδου ήταν αδύνατη για τα δεδομένα και τις δυνατότητες του ελληνικού στρατού εκστρατείας και εισβολής. Ενόσω οι Καρχηδόνιοι παρέμεναν αποκλεισμένοι εντός των τειχών της πρωτεύουσάς τους, ο Αγαθοκλής δεν έμεινε αδρανής, αλλά ξεκίνησε να κυριεύει και να καταλαμβάνει τη μία μετά την άλλη πολλές πόλεις της υπαίθρου, στο σύνολο σχεδόν διακόσιους οικισμούς, συμπεριλαμβανομένης της μεγάλης πόλης Αδρύμητου/Αδρυμητού.

Ανάγλυφο της μάχης των Γαυγαμήλων. Ο Αγαθοκλής επηρεάστηκε από την πρόσφατη ακόμα εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Museo Arqueológico Nacional, Madrid.

Το επόμενο έτος (309/08 π.Χ.) και ενόσω ο Αγαθοκλής είχε θέσει την Καρχηδόνα για πρώτη φορά στην ιστορία της σε αποκλεισμό και πολιορκία, πίσω στη Σικελία ο Καρχηδόνιος στρατηγός Αμίλκας διέταξε αποτυχημένη έφοδο εναντίον των εξίσου απόρθητων οχυρώσεων των Συρακουσών, με επίκεντρο την κατάληψη του εξέχοντος και δαιδαλώδους φρουρίου του Ευρύαλου· εκεί, ο ίδιος συνελήφθη και εκτελέστηκε μετά από άγρια βασανιστήρια από τους έξαλλους Έλληνες. Η πολιορκία των Συρακουσών όμως δεν τερματίστηκε, όπως δεν τελείωσαν τα βάσανα και οι στερήσεις των εγκλωβισμένων πίσω από τα τείχη πολιτών, αμάχων και μαχίμων, εξαιτίας του σκληρού αποκλεισμού που συνέχισαν να υποβάλλουν στους πολιορκημένους Συρακούσιους οι πολιορκητές Καρχηδόνιοι.

Στο μέτωπο της Καρχηδόνας οι πολιορκημένοι Καρχηδόνιοι αντεπιτέθηκαν, αλλά αποκρούστηκαν από τις δυνάμεις του Αγαθοκλή. Οι πολεμικές επιχειρήσεις τόσο των Καρχηδονίων εναντίον των Συρακουσών όσο και των Συρακούσιων εναντίον της Καρχηδόνας είχαν οδηγηθεί σε προφανές αδιέξοδο. Αμφότεροι είχαν εγκλωβιστεί σε υπερβολικά φιλόδοξες στρατιωτικές επιχειρήσεις, καθώς κάθε πλευρά επιχειρούσε ταυτοχρόνως να αλώσει την αντίπαλη πρωτεύουσα!

Το πρωτότυπο στοιχείο του συγκεκριμένου τελματωμένου πολέμου ήταν ότι οι Καρχηδόνιοι στηρίζονταν στη Σικελία από άλλους Έλληνες που αντιμάχονταν την ηγεμονία των Συρακουσών, ενώ οι Συρακούσιοι είχαν συμμαχήσει στην Αφρική με διάφορες τέως υποτελείς αλλά τότε επαναστατημένες κατά της Καρχηδόνας φυλές. Μάλιστα, οι εκατέρωθεν σύμμαχοι Καρχηδονίων και Συρακούσιων αποδείχτηκαν σε αρκετές περιπτώσεις ασταθείς και ευεπίφοροι σε αλλαγή στρατοπέδου ανάλογα με τη μεταβολή στην έκβαση των πολεμικών επιχειρήσεων υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς. Επομένως, επρόκειτο για έναν χαοτικό πόλεμο, αφού ενίοτε φαινόταν σαν όλοι να πολεμούν εναντίον όλων.

Το 308/07 π.Χ. ο δαιμόνιος και ραδιούργος Αγαθοκλής παρέσυρε τον Οφέλλα, Μακεδόνα δυνάστη της Κυρηναϊκής, να έρθει προς υποστήριξή του στην Καρχηδόνα. Εντούτοις, αφού πρώτα δολοφόνησε τον Οφέλλα με ύπουλο τέχνασμα, στη συνέχεια προσεταιρίστηκε τα στρατεύματά του (10.000 πεζούς, 600 ιππείς και 300 αρματηλάτες με 100 πολεμικά άρματα), και τους χιλιάδες άλλους Έλληνες αμάχους με τις οικογένειές τους, που είχαν ακολουθήσει τον τυχοδιώκτη Μακεδόνα επειδή είχαν οσμιστεί ενδεχόμενη κατάκτηση και αποικισμό νέων εύφορων εδαφών. Ο Αγαθοκλής τούς εκμεταλλεύτηκε κατά το δοκούν: οι μάχιμοι πύκνωσαν τις τάξεις του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στη Βόρεια Αφρική, ενώ οι άμαχοι απεστάλησαν να εποικίσουν τις Συρακούσες και τη Σικελία.

Την ίδια στιγμή, εντός της πολιορκημένης Καρχηδόνας συνέβη απόπειρα πραξικοπήματος και καθεστωτικής εκτροπής εξαιτίας των δυσμενών συνθηκών και της παράτασης του πολέμου. Ο προαναφερθείς στρατηγός Βομίλκας επιχείρησε να εκμεταλλευθεί προς όφελος του την αγωνία και αγανάκτηση των Καρχηδονίων για την έκβαση του πολέμου, ώστε να εγκαθιδρύσει προσωπική τυραννίδα. Ατύχησε όμως και εκτελέστηκε μαζί με πολυάριθμους οπαδούς του.

Από την πλευρά του, ο Αγαθοκλής απέτυχε να εκμεταλλευτεί εγκαίρως την εμφύλια σύγκρουση των Καρχηδονίων και στράφηκε εναντίον δύο μεγάλων φοινικικών πόλεων βορείως της Καρχηδόνας. Πολιόρκησε, κυρίεψε και λεηλάτησε την Ιτύκη και την Ίππου Άκρα (ή Ιππώνα Διάρρυτο, σημ. Bizerta), και κυριάρχησε σε ολόκληρη την καρχηδονιακή ενδοχώρα, έχοντας μάλιστα συμμαχήσει με ιθαγενείς, τους οποίους έστρεψε εναντίον των Φοινίκων επικυρίαρχων. Τότε στράφηκε ξανά εναντίον της Καρχηδόνας περισφίγγοντας ακόμη περισσότερο τον πολιορκητικό κλοιό (307/06 π.Χ.).

Μπιζέρτα, η είσοδος του λιμανιού.

Ενώ, λοιπόν, ο Αγαθοκλής φάνηκε πως πλησίαζε στο να επιτύχει τη συνθηκολόγηση και παράδοση της Καρχηδόνας, συνέβη ακόμη μία από εκείνες τις τόσο συχνές μεταβολές της Τύχης στους Σικελικούς Πολέμους. Διότι τότε ακριβώς, οι μεγαλύτερες ελληνικές πόλεις της Σικελίας συμμάχησαν και στράφηκαν εναντίον των Συρακουσών με επικεφαλής συντονιστή τον Συρακούσιο αριστοκράτη Δεινοκράτη, πολιτικό αντίπαλο του Αγαθοκλή. Ανάστατος, ο Αγαθοκλής εναπόθεσε στον γιο του Αρχάγαθο τη διοίκηση του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος της Βόρειας Αφρικής· ο ίδιος έσπευσε πίσω στη Σικελία επικεφαλής επίλεκτης δύναμης και κατόρθωσε στο διάβα του να διασκορπίσει την εναντίον του τοπική αντίσταση. Όταν οι Καρχηδόνιοι πληροφορήθηκαν την αποχώρηση του τυράννου, έσπευσαν να εκμεταλλευτούν τις περιστάσεις και αντεπιτέθηκαν μαζικά αποστέλλοντας τρεις στρατιές εναντίον των Ελλήνων, τους οποίους συνέτριψαν, επανακτώντας έτσι το σύνολο σχεδόν των εδαφών που είχαν χάσει και λύοντας παράλληλα την πολιορκία της πρωτεύουσάς τους. Ο Αρχάγαθος, απελπισμένος από την εξέλιξη των επιχειρήσεων, εκλιπάρησε τον πατέρα του να επανέλθει στη Βόρεια Αφρική, ώστε να αναλάβει τα ηνία του εκεί πολέμου.

Πράγματι, ο πανούργος Αγαθοκλής, αφού πρώτα πέτυχε με κόπους να αποκαταστήσει την ηγεμονία του στη Σικελία, στη συνέχεια αποβιβάστηκε πάλι στις ακτές της Βόρειας Αφρικής το 307 π.Χ. επικεφαλής ισχυρών ενισχύσεων Ελλήνων και διαφόρων βαρβάρων συμμάχων (στο σύνολο 22.000 πεζοί, 1.500 ιππείς και 6.000 λιβυκά άρματα), και κατόπιν προήλασε μέχρι τα περίχωρα της Καρχηδόνας. Ωστόσο, στη Δεύτερη Mάχη του Λευκού Τύνητα, που ακολούθησε, συνέβησαν τα εξής τραγελαφικά: οι Καρχηδόνιοι απέκρουσαν επιτυχώς τους Έλληνες, αλλά κατά τη διάρκεια των ξέφρενων και μεθυστικών επινίκιων εορτασμών έπιασε φωτιά το στρατόπεδό τους. Μέσα στον πανικό της πυρκαγιάς, οι στρατιώτες του καρχηδονιακού στρατού συγκρούστηκαν κατά λάθος μεταξύ τους και υποχώρησαν πανικόβλητοι πίσω στην Καρχηδόνα! Οι δε Έλληνες πανικοβλήθηκαν εξίσου και υποχώρησαν, όταν εξέλαβαν κατά λάθος την άφιξη φίλιων συμμαχικών δυνάμεων ως εχθρική επίθεση! Οι απώλειες στις τάξεις των τελευταίων ήταν τόσο μεγάλες, ώστε o Αγαθοκλής αποχώρησε ηττημένος και οριστικά από τη Βόρεια Αφρική μαζί με τα υπολείμματα των στρατευμάτων του, έχοντας συνάμα απωλέσει δύο γιους, τον Αρχάγαθο και τον Ηρακλείδη.

Χάρτης της αφρικανικής εκστρατείας του Αγαθοκλή.

γ) Τέλος του πολέμου και ειρήνη (306/05 π.Χ.) – γεγονότα μέχρι τον θάνατο του Αγαθοκλή (289 π.Χ.)

Επιστρέφοντας στη Σικελία, ο Αγαθοκλής εκπόρθησε και κατέστρεψε συθέμελα την Έγεστα, «σπάζοντας» έτσι ένα προαιώνιο και συχνά προκλητικό «απόστημα» κατά των Συρακουσών. Ακολούθως, συνομολόγησε ειρήνη με τους Καρχηδόνιους, βάσει της οποίας η Καρχηδόνα επανακτούσε τον έλεγχο της δυτικής Σικελίας. Όπως άλλοτε στο παρελθόν, επανήλθε το γνώριμο status quo ante bellum στην πολύπαθη Σικελία. Το 306/05 π.Χ., ο περιπετειώδης και γεμάτος ανατροπές Έβδομος Σικελικός Πόλεμος έληξε άδοξα και χωρίς ξεκάθαρο τελικό νικητή.

Πίσω στις Συρακούσες, ο Αγαθοκλής αναγορεύθηκε «βασιλεύς» κατά το πρότυπο των υπολοίπων μοναρχών της ελληνιστικής Ανατολής και παράλληλα επέτυχε να ομονοήσει με τον Δεινοκράτη, τον κυριότερο πολιτικό του αντίπαλο στη μεγαλόνησο, αφού πρώτα τον νίκησε σε μάχη το 305/04 π.Χ. Έτσι, έληξε η μεταξύ τους αντιπαράθεση, που είχε οδηγήσει τους Σικελιώτες Έλληνες σε διαρκή εμφύλιο σπαραγμό. Επίσης, ο Αγαθοκλής ενσωμάτωσε στο ελληνικό βασίλειο της Σικελίας την Καλαβρία έως το ύψος του Κρότωνα. Παρ’ όλα αυτά, όπως ακριβώς είχε συμβεί προηγουμένως με το κράτος του τυράννου Διονυσίου Α΄, ο θάνατος του Αγαθοκλή το 289 π.Χ. οδήγησε παρομοίως σε κατάρρευση και εκείνο το ενιαίο αλλά προσωποπαγές ελληνικό κράτος, αφήνοντας καίριο κενό ισχύος το οποίο έσπευσαν να εκμεταλλευτούν ένας συνήθης και ένας ασυνήθης ύποπτος: αναφερόμαστε αντιστοίχως στην Καρχηδόνα και στη Ρώμη.[9]

 

Μαυσωλείο του Αγαθοκλή, Συρακούσες

 

3. Ο Η΄ Σικελικός Πόλεμος (278-276 π.Χ.): η αποτυχημένη εκστρατεία του Ηπειρώτη βασιλιά Πύρρου στη Σικελία εναντίον των Καρχηδονίων

Ύστερα από τον θάνατο του Αγαθοκλή η ισχύς των Συρακουσών παρήκμασε γρήγορα. Το ελληνικό βασίλειο που είχε δημιουργήσει με τόσο μόχθο αποσυντέθηκε μαζί με τον ιδρυτή του εις τα εξ ων συνετέθη. Για πολλοστή φορά η Καρχηδόνα έσπευσε να εκμεταλλευτεί το προκληθέν κενό ισχύος. Την επόμενη δεκαετία, οι Καρχηδόνιοι κατόρθωσαν να θέσουν εκ νέου υπό την επιρροή και κυριαρχία τους το μεγαλύτερο τμήμα της Σικελίας, συμπεριλαμβανομένων των κυριότερων ελληνικών πόλεων και των άλλων εδαφών πλην της επικράτειας των Συρακουσών στα νοτιοανατολικά. Ακόμη και στις Συρακούσες είχαν εγκατασταθεί φιλοκαρχηδόνιοι ηγέτες. Απεγνωσμένοι, οι Έλληνες της Σικελίας είδαν στο πρόσωπο του βασιλέα της Ηπείρου Πύρρου, που ήδη πολεμούσε στην Κάτω Ιταλία εναντίον των Ρωμαίων κατόπιν προηγούμενης έκκλησης των Ταραντίνων, έναν από μηχανής θεό που θα τους λύτρωνε από την απειλή των Καρχηδονίων. Προσκάλεσαν λοιπόν τον Ηπειρώτη βασιλιά στη Σικελία, προκειμένου να αντιμετωπίσει τους Καρχηδονίους. Ο Πύρρος, ευρισκόμενος τότε σε τέλμα, καθώς είχε αποτύχει να οδηγήσει διαμέσου πολεμικών επιχειρήσεων τους Ρωμαίους σε συνθηκολόγηση, αποδέχτηκε την πρόσκληση των Σικελιωτών Ελλήνων να ηγηθεί της προσπάθειας για την αποτίναξη του καρχηδονιακού ζυγού και την απαλλαγή της Σικελίας από την κυριαρχική επιρροή των Καρχηδονίων.

Την περίοδο που κατήλθε στη Σικελία ο Πύρρος η κατάσταση δεν μπορούσε να είναι χειρότερη: η ηγέτιδα πόλη των Συρακουσών ήταν διαιρεμένη μεταξύ δύο τυραννίσκων, Θοίνωνα και Σωσίστρατου (ή Σώστρατου), που αντιμάχονταν αλλήλους κυριολεκτικά μέσα στον οικιστικό ιστό, όπως περίπου συνέβαινε παλαιότερα πριν από τη σωτήρια έλευση του Τιμολέοντα.[10] Επιπλέον, οι Καρχηδόνιοι έθεσαν ξανά τις Συρακούσες σε στενή πολιορκία (278 π.Χ.) έχοντας βάσιμες προσδοκίες ότι επιτέλους θα υπέτασσαν τον βασικό γεωπολιτικό τους αντίπαλο στη Δυτική Μεσόγειο. Ωστόσο, και μόνον η φήμη της προσεχούς άφιξης του Ηπειρώτη βασιλιά μαζί με τον εμπειροπόλεμο στρατό του κατατρόμαξε τους πολιορκητές Καρχηδόνιους, μολονότι υπερτερούσαν σημαντικά σε αριθμούς στρατιωτών (50.000) και πολεμικών πλοίων (100). Έτσι έλυσαν άδοξα την πολιορκία των Συρακουσών.

Ο Πύρρος εισήλθε χωρίς μάχη ως ελευθερωτής στις Συρακούσες το 278/77 π.Χ. Ανέλαβε την αρχηγία και διοίκηση όλων των διαθέσιμων ελληνικών δυνάμεων για τη διεξαγωγή του Όγδοου (συνολικά) Σικελικού Πολέμου. Έπειτα εισέβαλε στα καρχηδονιακά εδάφη της δυτικής Σικελίας με 30.000 πεζούς, 1.500 έως 2.500 ιππείς, πολεμικούς ελέφαντες, πλήθος πολεμικών και πολιορκητικών μηχανών και πάνω από 200 πολεμικά πλοία. Κατέλαβε τάχιστα ολόκληρη την καρχηδονιακή επικράτεια στη Σικελία και περιόρισε τους Καρχηδόνιους μόνο στην κατοχή του Λιλυβαίου. Τη δεδομένη στιγμή ο Πύρρος είχε αποκτήσει τον πλήρη σχεδόν έλεγχο της Σικελίας.

Μετώπη του τέλους του 3ου-αρχών 2ου αιώνα με απεικόνιση του Πύρρου. Βρέθηκε στον τάφο 1 της Via Umbria, στον Τάραντα.

Ακολούθως, ο καθ’ έξη ανυπόμονος Πύρρος αποπειράθηκε να αλώσει το ισχυρότατο (σε οχύρωση, επάνδρωση, προμήθειες και δυνατότητα ανεφοδιασμού) Λιλύβαιο. Απέτυχε όμως, και παραιτήθηκε από το εγχείρημα λύοντας την πολιορκία του. Επέστρεψε άπρακτος στις Συρακούσες, όπου σύντομα ήρθε αντιμέτωπος με τη δυσαρέσκεια και απαρέσκεια των Συρακούσιων και των Σικελιωτών Ελλήνων. Υποχρεώθηκε, λοιπόν, να εγκαταλείψει τον πόλεμο εναντίον των Καρχηδονίων και την ίδια τη Σικελία. Το 276 π.Χ. πέρασε το Στενό της Μεσσήνης και επέστρεψε στην Κάτω Ιταλία, ώστε να συνεχίσει τον αποτυχημένο πόλεμο εναντίον των Ρωμαίων.[11] Η οριστική ταφόπλακα των κατακτητικών οραματισμών του Πύρρου στη Δύση έληξε το 275 π.Χ. με την ήττα της μακεδονικής του φάλαγγας από τις ρωμαϊκές λεγεώνες στη Μάχη του Βενεβέντου, την πρώτη μιας σειράς κομβικών αναμετρήσεων, κατά τις οποίες οι μακεδονικού τύπου φάλαγγες διαφόρων ελληνιστικών κρατών θα ηττηθούν από τις λεγεώνες της νέας και ανερχόμενης μεσογειακής υπερδύναμης, της Ρώμης.

 

4. Η διαμάχη μεταξύ Καρχηδόνας και Συρακουσών: αγώνας για την εξουθένωση ή για την εξολόθρευση εκάστου αντιπάλου;

Ύστερα από την παρουσίαση και ανάλυση σε τετραλογία των αλλεπάλληλων πολέμων και μαχών μεταξύ Καρχηδονίων και Συρακούσιων, εντός ενός χρονικού διαστήματος που εκτείνεται σε πάνω από διακόσια χρόνια και διατρέχει τρεις περιόδους της αρχαίας ελληνικής ιστορίας (αρχαϊκή, κλασική και ελληνιστική εποχή), προκύπτουν αβίαστα μία διαπίστωση και ένα ζήτημα. Πρώτον, σε καθαρά τακτικό επίπεδο, οι συχνές πολεμικές αναμετρήσεις μεταξύ Καρχηδονίων και Συρακούσιων επέφεραν μία έμμεση επίπτωση: συγκεκριμένα, προσέφεραν τη βάση για τη σταδιακή ώσμωση μιας κοινής πολεμικής κουλτούρας στη Δυτική Μεσόγειο. Αυτή η κοινή πολεμική κουλτούρα, όπως διαμορφώθηκε κατά τους Σικελικούς Πολέμους, περιλάμβανε παρόμοια σύνθεση δυνάμεων, παραπλήσιες τακτικές και παρεμφερή εξοπλισμό μεταξύ των αντιπάλων στρατών που εμπλέκονταν κατά περίπτωση στη διενέργειά τους.[12] Δεύτερον, ξεπροβάλλει μια απορία στρατηγικών διαστάσεων: τελικά, σε τι ακριβώς αποσκοπούσαν οι δύο αντίπαλες πόλεις-κράτη της Καρχηδόνας και των Συρακουσών με τη διενέργεια των Σικελικών Πολέμων; Μήπως οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές επεδίωκαν την ολοκληρωτική ήττα και την άνευ όρων συνθηκολόγηση του εχθρού, στόχος που για την Καρχηδόνα ισοδυναμούσε τουλάχιστον με την υποταγή των Συρακουσών και των υπολοίπων πόλεων-κρατών των Σικελιωτών Ελλήνων, ή αντιθέτως για τις Συρακούσες με την ολοσχερή εκδίωξη των Καρχηδονίων από τη Σικελία; Ή μήπως οι επιθυμητοί αντικειμενικοί σκοποί της κάθε πλευράς ήταν πιο μετριοπαθείς; Δηλαδή, η ηγεμονική επικυριαρχία πάνω στις διάφορες ελληνικές και φοινικικές πόλεις-κράτη καθώς και επί των άλλων τριών εθνών της Σικελίας (Σικελών, Σικανών και Ελύμων), στόχος που ήταν δυνατό να επιτευχθεί χωρίς μαξιμαλιστικές επιδιώξεις μέσω ολοκληρωτικού πολέμου για εξουδετέρωση και εκμηδένιση του αντιπάλου;

Από τη διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων και το διαρκές εκκρεμές των μεταξύ τους συρράξεων, θεωρούμε πως αναδεικνύεται ότι, κατά την περίοδο που μας ενδιαφέρει και εξετάζουμε, ούτε η Καρχηδόνα επεδίωξε πραγματικά με όλες της τις δυνάμεις την ολοκληρωτική καταστροφή των Συρακουσών, πολύ δε περισσότερο, ούτε οι Συρακούσες επεδίωξαν το αντίστροφο. Ως μοναδικές εξαιρέσεις, που επιβεβαιώνουν όμως τον γενικό κανόνα των μεταξύ τους εχθροπραξιών, μπορούμε να προσδιορίσουμε αφενός τις στενές πολιορκίες των Συρακουσών το 396/95 π.Χ. και το 278 π.Χ., και αφετέρου την αντίστοιχη χαλαρή πολιορκία της Καρχηδόνας το 310-307 π.Χ. Εάν, ωστόσο, οι δύο πρώτες επιχειρήσεις πιθανώς στόχευαν στην υποταγή ή υποδούλωση των Συρακούσιων (μολονότι θεωρούμε ως πιο πιθανό σενάριο την υποτέλεια των Συρακουσών στην Καρχηδόνα και την εξουδετέρωσή της ως μεγάλης δύναμης και αντιπάλου δέους στη Σικελία), το δεύτερο εγχείρημα μάλλον απέβλεπε πρωτίστως στην αποφόρτιση και άρση της καρχηδονιακής πίεσης επί των Συρακουσών και μόνο δευτερευόντως σε ενδεχόμενη και ευκταία συνθηκολόγηση αλλά όχι στην εξολόθρευση των Καρχηδονίων. Κατά τα άλλα, οι δύο δυνάμεις συνήθως αποσκοπούσαν να πλήττουν περιφερειακά η μία την άλλη στα εδάφη και στις θάλασσες της Σικελίας, επεκτείνοντας ή υπερασπιζόμενες έτσι τις αντίστοιχες σφαίρες επιρροής και τις ζώνες κυριαρχίας τους στη μεγαλόνησο, τις επονομαζόμενες και περιγραφόμενες σε πηγές ως «επικράτειες».

 

Ιστορικός βιντεο-χάρτης της αρχαίας Σικελίας

 

Επομένως, οι πολιτικο-στρατιωτικές ηγεσίες της Καρχηδόνας και των Συρακουσών ούτε διαμόρφωσαν τη θεωρητική υποδομή ούτε εξαπέλυσαν στην πράξη ολοκληρωτικό πόλεμο με τελικό στόχο τον εκατέρωθεν αφανισμό. Οι μεταξύ τους συγκρούσεις διέπονταν συνήθως από τη «στρατηγική της εξουθένωσης» και όχι «της εκμηδένισης» του αντιπάλου.[13] Μόνον οι αρχαίοι Ρωμαίοι επιχείρησαν, επιδεικνύοντας απαράμιλλη μέθοδο και συστηματική σταθερότητα, και υλοποίησαν, με ιώβειο ενίοτε υπομονή και σε βάθος χρόνου, το στρατηγικό δόγμα της εκμηδένισης των εχθρών τους μέσω εξαπόλυσης ολοκληρωτικών πολέμων εναντίον τους. Τοιουτοτρόπως, νίκησαν και υπέταξαν τους εκάστοτε αντιπάλους γύρω από τη Μεσόγειο, ενσωματώνοντας σταδιακά στην οικουμενική τους αυτοκρατορία πλήθος λαών και κρατών σε Ευρώπη, Εγγύς Ανατολή και Βόρεια Αφρική.

 

5. Επιγραμματικά, συνολικά συμπεράσματα

 Τελικά, έπειτα από δύο ολόκληρους αιώνες σφοδρής αντιπαράθεσης και αλλεπάλληλων αιματηρών πολεμικών αναμετρήσεων με άφθονες και ενίοτε δραματικές διακυμάνσεις, που έμειναν γνωστές στην Ιστορία ως Σικελικοί Πόλεμοι, ειδικά οι Συρακούσες είχαν εξαντληθεί. Η ηγεμονική ισχύς των Συρακούσιων στη Σικελία είχε τρωθεί σημαντικά εξαιτίας των επαναλαμβανόμενων συρράξεων και συγκρούσεων με τους επίμονους Καρχηδόνιους. Οι Συρακούσες μαζί με τον υπόλοιπο Ελληνισμό της Σικελίας είχαν περιέλθει σε εμφανή πολιτικο-στρατιωτική αδυναμία, παρότι διατηρούσαν σαφώς την πολιτιστική, ακόμη και δημογραφική τοπικά, υπεροχή. Βέβαια, αξίζει να συνεκτιμηθεί στην εξίσωση ότι η πολιτική παρακμή και πτώση του Ελληνισμού συνολικά στη Δύση συνέπεσε χρονικά με το τεράστιο επεκτατικό άλμα των αρχαίων Ελλήνων υπό την ηγεσία των ομοεθνών Μακεδόνων προς την Ανατολή, το οποίο απορρόφησε σχεδόν ολοκληρωτικά κάθε ικμάδα δύναμης και ισχύος του Ελληνισμού, όπως και κάθε δημιουργικό κεφάλαιο: πολιτικό, στρατιωτικό, δημογραφικό, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό κ.ο.κ.

Όσον αφορά την Καρχηδόνα, εκείνη μετρούσε περισσότερες στρατιωτικές επιτυχίες στις εχθροπραξίες εναντίον των Συρακουσών.[14] Προς το τέλος αυτής της μακρόχρονης σειράς πολέμων η ηγεμονία των Συρακουσών είχε συμπιεστεί προς τις νότιες και ανατολικές ακτές, ενώ αντιθέτως η επικράτεια των Καρχηδονίων είχε επεκταθεί στο υπόλοιπο και μεγαλύτερο τμήμα της Σικελίας, στα δυτικά, κεντρικά και βόρεια. Παράλληλα, η Καρχηδόνα είχε εξαπλώσει την επικυριαρχία της ευρύτερα στα νησιά της Δυτικής Μεσογείου, ενώ αντιθέτως οι Συρακούσες είχαν περιοριστεί στην κυριαρχία μόνο της νοτιοανατολικής Σικελίας.[15] Ταυτοχρόνως, ο πανίσχυρος καρχηδονιακός πολεμικός στόλος είχε απομείνει σχεδόν χωρίς αντίπαλο και διαφέντευε τη θαλάσσια λεκάνη της Δυτικής Μεσογείου. Ο σωρευτικός γεωστρατηγικός και γεωπολιτικός αντίκτυπος των οκτώ Σικελικών Πολέμων ευνοούσε πλέον φανερά την Καρχηδόνα. Επομένως, η Καρχηδόνα φάνηκε προς στιγμήν ότι θα επικρατούσε … ωστόσο την ίδια στιγμή η Ρώμη καραδοκούσε …!

Οι επικράτειες Καρχηδόνας, Ρώμης και Συρακουσών το 264 π.Χ.

 

Ο Γεώργιος Καλαφίκης είναι διδάκτορας Βυζαντινής Ιστορίας, φιλόλογος Δ.Ε. στο Μουσικό Σχολείο Θεσσαλονίκης, επιστημονικός συνεργάτης αποσπασμένος στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Πηγές-βοηθήματα για τα γεγονότα μεταξύ 367-345 π.Χ.: Διόδωρος 5-7.1, 16.9-20. – Cornelius Nepos Dion. – Πλούταρχος Δίων, Δίωνος και Βρούτου σύγκρισις. – Πολύαινος Στρατ. 5.2.7-8, 5.4. – Justinus 21. – Κων. Πορφ. de virt. et vit. 1.241.33- 1.242.23 [§ 139 (: Διόδωρος 16.5.1), 140 (: Διόδωρος 16.11.12), 141-142 (: Διόδωρος 16.17.5)]. – Κων. Πορφ. de sententiis 320.22-321.21 (§ 172-173). ‖ Warmington 1960: 97-100. – Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 128-135. – Wilcken 1976: 263. – Betts 1980: 45 κ.ε. – Caven 1990: 216-221. – Benjamin 2006: 75-76. – Μοράκης 2006: 232- 237. – Dummett 2010: 57-61. – Lee 2010: 138-162. – Champion 2012: 20-73. – Αρεταίος 2015: 91-103. – Evans 2016: 166-188. – Δρόκαλος 2017: 130-134, 143, 147- 148. – Dudziński 2019: 195-196. – Hoyos 2019: 93-95.

[2] Πηγές-βοηθήματα για τη δράση του Τιμολέοντα: Τίμαιος 3b [: Πλούταρχος Τιμολέων 10.6], F.118.1 [: Πλούταρχος Quaest. Conv. 5.3.2 (676D)], F.119a (: Πολύβιος 12.23), F.119b (: Πλούταρχος Τιμολέων 36). – Πολύβιος 12.23, 12.25k2, 12.26a. – Διόδωρος 16.65-84, 90.1 [πρβ. Κων. Πορφ. de sententiis 324.19-325.3 (§ 183)]. – Cornelius Nepos Timoleon. – Πλούταρχος Τιμολέων, Τιμολέοντος και Παύλου Αιμιλίου σύγκρισις. – Πολύαινος Στρατ. 5.12. – Κων. Πορφ. de virt. et vit. 2.133.9-25 (§ 42). – Κων. Πορφ. de sententiis 159.17-160.6 (§ 84). ‖ Jurien de La Gravière 1887: 226-229. – Warmington 1960: 100-104. – Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 137-141. – Wilcken 1976: 264. – Lloyd 1977: 85-87. – Rainey 2004: 217, 258-260. – Benjamin 2006: 76-87. – Μοράκης 2006: 238-240. – Παλαιοθόδωρος 2006: 349-351. – Dummett 2010: 61-78. – Prag 2010: 63-64. – Miles 2011: 56. – Champion 2012: 74-114. – Αρεταίος 2015: 103-114. – Sulosky Weaver 2015: 57-58. – De Angelis 2016: 122-124, 129-132, 217-219. – DeSantis 2016: 52. – Δρόκαλος 2017: 133-143. – Hoyos 2019: 95-116. – Hoyos 2021: 58-59.

[3] Διόδωρος 16.90.1 [πρβ. Κων. Πορφ. de sententiis 19-325.3 (§ 183)]: «ὁ δᾶμος τῶν Συρακοσίων Τιμολέοντα Τιμαινέτου υἱόν…τιμᾶσθαι…εἰς τόν ἅπαντα χρόνον…ὅτι τούς τυράννους καταλύσας καί τούς βαρβάρους καταπολεμήσας καί τάς μεγίστας τῶν Ἑλληνίδων πόλεων ἀνοικίσας αἴτιος ἐγενήθη τᾶς ἐλευθερίας τοῖς Σικελιώταις».

[4] Wilcken 1976: 264.

[5] Tokarczuk 2012.

[6] Δρόκαλος: 2017: 148.

[7] CHGRW 2007: 371.

[8] Lloyd 1977: 21-26. – Hoyos 2019: 31-32.

[9] Πηγές-βοηθήματα για τη δράση του Αγαθοκλή: Διόδωρος 19.1-9, 19.70-72.1 και 102-104, 19.106-110, 20.3-18, 20.29.2-20.34, 20.38-20.44.7, 20.54-72, 20.77-79 και 89- 90, 21.2-4, 8 και 15-17. – Τίμαιος F.120 (: Διόδωρος 20.79.5), F.121 (: Διόδωρος 20.89.4), F.123a (: Διόδωρος 21.16.5), F.124b (: Πολύβιος 12.15), F.124d (: Διόδωρος 21.17). – Frontinus Strat. 1.12.9 (πρβ. Διόδωρος 20.5.5. – Justinus 22.6.1-5). – Πολύαινος Στρατ. 5.3, 5.41. – Justinus 22, 23.1-2. – Κων. Πορφ. de virt. et vit. 1.247.25- 1.248.12 [§ 166 (: Διόδωρος 19.1.6)-167 (: Διόδωρος 19.3.2)], 1.254.19-1.255.17 [§ 191 (: Διόδωρος 21.17.1)], 2.131.22-2.132.23 (§ 41). – Κων. Πορφ. de sententiis 172.29- 173.7 (§ 172-173), 338.23-343.2 (§ 225-231). ‖ Jurien de La Gravière 1887: 245-287. – Warmington 1960: 105-113. – Χατζόπουλος 1973: 324-351. – Wilcken 1976: 362. – Lloyd 1977: 87-88. – Betts 1980: 45 κ.ε. – Rainey 2004: 217, 219, 260-261. – Benjamin 2006: 78-81. – Παλαιοθόδωρος 2006: 352-359. – Evans 2009: 97-100. – Dummett 2010: 66-69. – Prag 2010: 64-65 (όψεις αντικαρχηδονιακής προπαγάνδας επί Αγαθοκλή). – Miles 2011: 58-61. – Thatcher 2011: 254-258. – Champion 2012: 115-182, 197-211. – Steinby 2014: 51-52. – De Vido 2015. – DeSantis 2016: 52-53. – Δρόκαλος 2017: 148-195. – Bearzot 2018. – Hoyos 2019: 117-147. – Hoyos 2021: 59-61.

[10] Διόδωρος 7.2-3, 6. – Πολύαινος Στρατ. 5.37.

[11] Πηγές-βοηθήματα για τα γεγονότα μεταξύ 289-276 π.Χ. και την «πύρρειο» εκστρατεία στη Σικελία: Διόδωρος 21.18, 22.8 και 10. – Διονύσιος Αλικαρνασσεύς Ρωμ. Αρχαιολ. 8. – Πλούταρχος Πύρρος 22-23 (καθώς αναχωρούσε από τη Σικελία, ο Πύρρος σχολίασε διορατικά: «οἵαν ἀπολείπομεν ὦ φίλοι Καρχηδονίοις καὶ Ῥωμαίοις παλαίστραν», δηλαδή ότι άφηναν στρατηγικό κενό, και τη Σικελία ως κονίστρα κυριαρχικού ανταγωνισμού μεταξύ Καρχηδονίων και Ρωμαίων). – Justinus 22.3. ‖ Χατζόπουλος 1973: 362-364. – Wilcken 1976: 363-364. – Lloyd 1977: 88-89. – Benjamin 2006: 82-84. – Παλαιοθόδωρος 2006: 361-362. – Zambon 2008: 15-176. – Dummett 2010: 69-71. – Prag 2010: 65-66 (όψεις αντικαρχηδονιακής προπαγάνδας επί Πύρρου). – Miles 2011: 63-64. – Thatcher 2011: 264-279. – Champion 2012: 212-236. – Steinby 2014: 58-60. – DeSantis 2016: 54. – Γρηγορόπουλος 2016: 93-103. – Δρόκαλος 2017: 200-212. – Hoyos 2019: 149-156. – Hoyos 2021: 61-63.

[12] Lumsden 2016: 123-128. – Wrightson 2019: 115, 130 σημ. 99, 212-213 σημ. 3. Ενδεικτική για τη γεωγραφική ετερογένεια των μαχητών και πολεμιστών, συχνά μισθοφόρων, που συμμετείχαν (και θανατώνονταν) στους αλλεπάλληλους πολέμους μεταξύ Καρχηδονίων και Συρακούσιων στη Σικελία υπήρξε η ανεύρεση οκτώ ομαδικών τάφων που περιείχαν τα λείψανα συνολικά 132 πεσόντων ανδρών στην περιοχή της αρχαίας Ιμέρας. Η ανθρωπολογική εξέταση μέσω ισοτοπικής ανάλυσης σε δεκάδες σορούς των επτά τάφων που χρονολογήθηκαν στην πρώτη Μάχη της Ιμέρας (480 π.Χ.) αποκάλυψε ότι οι νεκροί κατάγονταν και προέρχονταν από διάφορες περιοχές της Μεσογείου, ακόμη και του Ευξείνου Πόντου. Βλ. Reinberger κ.ά. 2021.

[13] Για αυτές τις δύο βασικές επιλογές υψηλής στρατηγικής: Πλατιάς 1999: 80-81, 191-206. Ανάλυση και αξιολόγηση των διαχρονικών στρατηγικών στόχων της Καρχηδόνας στη Σικελία: Rainey 2004: 251-263.

[14] Sulosky Weaver 2015: 62-63 (υπολογίζεται ότι μεταξύ 330-210 π.Χ. οι κατοικημένοι οικισμοί στη Σικελία ελαττώθηκαν περίπου κατά το ήμισυ, ενδεικτικό της μετατροπής της μεγαλονήσου σε πεδίο μαχών και καταστρεπτικών πολέμων). – Γρηγορόπουλος 2017: 62-65. – Hoyos 2019: 156-158.

[15] Πρβ. τη συμπερασματική ανάλυση του Σ. Δρόκαλου (2017: 213-222 και ειδικά 217-222), ο οποίος συγκρίνει την εξέλιξη των σχέσεων και της ισορροπίας ισχύος μεταξύ Συρακουσών και Καρχηδόνας σε συνάρτηση με τη σταδιακή ισχυροποίηση της Ρώμης, που συνέβη μάλλον ανεπαίσθητα και στη σκιά των αλλεπάλληλων και παρατεταμένων συγκρούσεων μεταξύ Καρχηδόνας και Συρακουσών.

 

ΠΗΓΕΣ

Cornelius Nepos On Great Generals. On Historians, ed.-transl. J.C. Rolfe, [Loeb 467] Cambridge MA 1929, Dion: σ. 108-125, Timoleon: σ. 238-245

Diodorus Siculus Library of History, vol. VII: Books XV.20-XVI.65, vol. VIII: Books XVI.66-XVII, vol. IX: Books XVIII-XIX.65, vol. X: Books XIX.66-XX, vol. XI: Books 21-32, eds.-transl. Ch.L. Sherman, C. Bradford Welles, R.M. Geer, F.R. Walton, [Loeb 389, 422, 377, 390, 423] London/Cambridge MA 1952, 1963, 1947, 1954, 1957

Dionysius of Halicarnassus Roman Antiquities, Volume VII: Books 11-20, ed.-transl. E. Cary, [Loeb 388] Cambridge MA 1950

Excerpta historica iussu imp. Constantini Porphyrogeniti confecta, vol. 2: excerpta de virtutibus et vitiis, pts. 1-2, eds. T. Büttner-Wobst/A.G. Roos, Berlin 1906, 1910

Excerpta historica iussu imp. Constantini Porphyrogeniti confecta, vol. 4: excerpta de sententiis, ed. U.P. Boissevain, Berlin 1906

Frontinus The Stratagems and Aqueducts of Rome, ed.-transl. C.E. Bennett, [Loeb 174] London/New York 1925

Justin Abrégé des Histoires Philippiques de Trogue Pompée. Tome II. Livres XI-XXIII, eds. B. Mineo/G. Zecchini, [CUF. Série latine 418] Paris 2020

Plutarch’s Lives, ed.-transl. B. Perrin, Vol. VI, [Loeb 98] Cambridge MA 1918, Dion: σ. 1-124, Comparison of Dion and Brutus: σ. 248-258, Timoleon: σ. 259-356, Comparison of Timoleon and Aemilius Paulus: σ. 458-466. Vol. IX, [Loeb 101] Cambridge MA 1920, Pyrrhus: σ. 345-464

Plutarch’s Moralia vol. VIII: Table-Talk, Books 1-6, ed.-transl. P.A. Clement/H.B. Hoffleit, [Loeb 424] Cambridge MA/London 1969, Table-Talk (Quaestiones Convivales) Book 5, σ. 371-449

Polyaeni Strategematon Libri VIII, edd. E. Woelfflin/J. Melber, [Teubner] Stuttgart 21970

Polybius The Histories, vol. IV: Books IX-XV, ed.-transl. W.R. Paton, [Loeb 159] London/New York 1925

Timaios von Tauromenion, F. Jacoby (ed.), Die Fragmente der Griechischer Historiker (FrGrHist) III.B 566, Leiden 1964, σ. 581-658

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αρεταίος, Λ. 2015. «Δίων – Τιμολέων (367 – 338 π.Χ.). Οι σωτήρες των Συρακουσών», στο: Μάχες της Αρχαιότητας Τόμος 2, εκδ. Β. Καμπάνης, [Στρατιωτική Ιστορία] Αθήνα, σ. 91-114

Bearzot, C. 2018. «Polybius and the Tyrants of Syracuse», στο: N. Miltsios/M. Tamiolaki (eds.), Polybius and His Legacy, [Trends in Classics – Supplementary Volumes, vol. 60] Berlin/Boston, σ. 43-54

Benjamin, S. 2006. Sicily. Three Thousand Years of Human History, Hanover NH

Betts, D.J. 1980. ‘Stasis’, Political Change and Political Subversion in Syracuse, 415- 305 B.C., MA thesis, University of Tasmania, Hobart

Caven, B. 1990. Dionysius I War-Lord of Sicily, New Haven/London

Champion, J. 2012. The Tyrants of Syracuse: War in Ancient Sicily, Vol. II: 367–211 BC, [Pen & Sword Military] Barnsley

Χατζόπουλος, Μ. (συν. Κολιόπουλος, Ι.) 1972. «Σικελία και Κάτω Ιταλία (413 – 330 π.Χ.)», στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Ι.Ε.Ε.), τ. Γ2: Κλασσικός Ελληνισμός, Αθήνα, σ. 98-144

Χατζόπουλος, Μ. 1973. «Η Σικελία και η Κάτω Ιταλία (330 – 275 π.Χ.)», στο: Ι.Ε.Ε., τ. Δ2: Μέγας Αλέξανδρος Ελληνιστικοί Χρόνοι, Αθήνα, σ. 322-367

CHGRW I 2007 = Ph. Sabin/H. van Wees/M. Whitby (eds.). The Cambridge History of Greek and Roman Warfare, Vol. I: Greece, the Hellenistic world and the rise of Rome, Cambridge

De Angelis, F. 2016. Archaic and Classical Greek Sicily. A Social and Economic History, [Greeks Overseas] Oxford

DeSantis, M.G. 2016. Rome seizes the Trident. The Defeat of Carthaginian Sea Power and the Forging of the Roman Empire, [Pen & Sword Military] Barnsley

De Vido, S. 2015. «Il re Agatocle nello spazio ionico: prospettive e modelli», στο: C. Antonetti/E. Cavalli (eds.), Prospettive Corciresi, [Diabaseis 5] Pisa, σ. 169-190

Δρόκαλος, Σ.Φ. 2017. Έλληνες εναντίον Καρχηδονίων. Η αδυσώπητη σύγκρουση για κυριαρχία στη δυτική Μεσόγειο (8ος-3ος αι. π.Χ.), [Μονογραφίες της «Στρατιωτικής Ιστορίας» 76] Αθήνα

Dudziński, Α. 2019. «The Treaty of 376/5 BC – A New Interpretation», Historia 68/2, σ. 188-199

Dummett, J. 2010. Syracuse City of Legends. A Glory of Sicily, London/New York

Evans, R. 2009. Syracuse in Antiquity. History and Topography, Pretoria

Evans, R. 2016. Ancient Syracuse. From Foundation to Fourth Century Collapse, London/New York

Γρηγορόπουλος, Κ. 2016. «Τάραντας (5ος-3ος αι. π.Χ.). Ο πρόμαχος της Μεγάλης Ελλάδας», στο: Μάχες της Αρχαιότητας Τόμος 4, εκδ. Β. Καμπάνης, [Στρατιωτική Ιστορία] Αθήνα, σ. 75-104

Γρηγορόπουλος, Κ. 2017. «Ο στρατός της Καρχηδόνας (5ος-3ος αι. π.Χ.). Ο χερσαίος βραχίονας μιας ναυτικής δύναμης», στο: Μάχες της Αρχαιότητας Τόμος 5, εκδ. Β. Καμπάνης, [Στρατιωτική Ιστορία] Αθήνα, σ. 61-90

Hoyos, D. 2019. Carthage’s Other Wars. Carthaginian Warfare Outside the ‘Punic Wars’ Against Rome, [Pen & Sword Military] Barnsley

Hoyos, D. 2021. Carthage. A Biography, [Cities of the Ancient World] London/New York

Jurien de La Gravière, E. 1887. La Marine des Anciens, 2ème Partie: La Revanche des Perses. Les Tyrans de Syracuse, Paris

Lee, J.W.I. 2010. «Urban Warfare in the Classical Greek World», στο: V. Davis Hanson (ed.), Makers of Ancient Strategy. From the Persian Wars to the Fall of Rome, Princeton/London, σ. 138-162

Lloyd, A. 1977. Destroy Carthage! The Death Throes of an Ancient Culture, London

Lumsden, A. R. 2016. Ante bella punica: Western Mediterranean Military Development 350-264 BC, MA thesis, University of Auckland NZ

Miles, R. 2011. Carthage Must Be Destroyed. The Rise and Fall of an Ancient Mediterranean Civilization, New York

Μοράκης, Α. 2006. «Έλληνες της Δύσης», στο: Ιστορία των Ελλήνων τόμος 3: Κλασικοί Χρόνοι, Αθήνα, σ. 202-241

Παλαιοθόδωρος, Δ. 2006. «Ελληνιστική περίοδος στη Δύση», στο: Ιστορία των Ελλήνων τόμος 4: Ελληνιστικοί Χρόνοι, Αθήνα, σ. 344-383

Πλατιάς, Α. 1999. Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγική στον Θουκυδίδη, [Σειρά Πολιτική & Ιστορία 40] Αθήνα

Prag, J. 2010. «Tyrannizing Sicily: The Despots who cried ‘Carthage!’», στο: A.J. Turner/J.H.K.O. Chong-Gossard/F.J. Vervaet (eds.), Private and Public Lies: The Discourse of Despotism and Deceit in the Graeco-Roman World, [Impact of Empire vol. 11] Leiden, σ. 51-71

Rainey, S. 2004. The Nature of Carthaginian Imperial Activity: Trade, Settlement, Conquest, and Rule, PhD thesis, University of Canterbury

Reinberger, K.L./Reitsema, L.J./Kyle, B./Vassallo, St./Kamenov, G./Krigbaum, J. 2021. «Isotopic evidence for geographic heterogeneity in Ancient Greek military forces», PLOS One (May 12, 2021): https://journals.plos.org/plosone/article? id=10.1371/journal.pone.0248803https://doi.org/10.1371/journal.pone.0248803

Steinby, Chr. 2014. Rome versus Carthage. The War at Sea, [Pen & Sword Maritime] Barnsley

Sulosky Weaver, C.L. 2015. The Bioarchaeology of Classical Kamarina. Life and Death in Greek Sicily, [Bioarchaeological Interpretations of the Human Past: Local, Regional, and Global Perspectives] Gainesville FL

Thatcher, M.R. 2011. A Variable Tapestry: Identity and Politics in Greek Sicily and Southern Italy, PhD thesis, Brown University, Providence RI

Tokarczuk, R. 2012. «Internal Politics in Syracuse, 330–317 BC», Electrum 19, σ. 149-156

Warmington, B.H. 1960. Carthage, London

Wilcken, U. 1976. Αρχαία Ελληνική Ιστορία, μτφ. Ι. Τουλουμάκος, Αθήνα

Wrightson, G. 2019. Combined Arms Warfare in Ancient Greece. From Homer to Alexander the Great and his Successors, [Routledge Monographs in Classical Studies] London/New York

Zambon, E. 2008. Tradition and Innovation: Sicily between Hellenism and Rome, [Historia Eizelschriften 205] Stuttgart

 

Γεώργιος Καλαφίκης: Η ιστορική αναμέτρηση Καρχηδόνας και Συρακουσών με έπαθλο τη Σικελία. Οι καρχηδονιακοί πόλεμοι του Συρακούσιου τυράννου Διονυσίου Α΄ (398-367 π.Χ.)

Γεώργιος Καλαφίκης

Η ιστορική αναμέτρηση Καρχηδόνας και Συρακουσών με έπαθλο τη Σικελία.

Οι καρχηδονιακοί πόλεμοι του Συρακούσιου τυράννου Διονυσίου Α΄ (398-367 π.Χ.)

 

Εισαγωγικό περίγραμμα

Σε δύο προηγούμενα άρθρα είχαμε ήδη ασχοληθεί με τη διαμάχη και σύγκρουση Καρχηδόνας και Συρακουσών για τα πρωτεία και την υπεροχή στην αρχαία Σικελία. Συγκεκριμένα, έχουμε αφηγηθεί τη διεξαγωγή και αναλύσει τα αποτελέσματα των δύο πρώτων Σικελικών Πολέμων το 480 π.Χ. και 409-405/04 π.Χ. αντίστοιχα.[1] Σε άλλα δύο συνεχόμενα άρθρα αφενός θα εξιστορήσουμε τους τρεις καρχηδονιακούς πολέμους του Συρακούσιου τυράννου Διονυσίου Α΄, και αφετέρου θα περιγράψουμε τις τρεις επόμενες συγκρούσεις των Συρακούσιων υπό τους Τιμολέοντα, Αγαθοκλή και Πύρρο με τους Καρχηδόνιους. Συνολικά, θα παρουσιάσουμε έξι Σικελικούς Πολέμους, που ξέσπασαν μέσα σε έναν και πλέον αιώνα (περίπου 120 χρόνια) από το 398 π.Χ. έως το 276 π.Χ. Η εξιστόρηση των ιστορικών γεγονότων πλαισιώνεται από την αξιολόγηση και ερμηνεία των κύριων συνεπειών τους, που ακολουθούν στο τέλος κάθε άρθρου.

Χάρτης της Μεγάλης Ελλάδας (Magna Grecia).

1. Ο Γ΄ Σικελικός Πόλεμος (398-391 π.Χ.): η μεγάλη αντεπίθεση των Συρακουσών εναντίον της Καρχηδόνας

 

α) Η μεθοδική προετοιμασία του τυράννου Διονυσίου Α΄ για τον πόλεμο

Η στρατηγική συμπίεση που άσκησαν προηγουμένως στον Δεύτερο Σικελικό Πόλεμο οι Καρχηδόνιοι εναντίον των Συρακούσιων, παραδόξως διευκόλυνε τη μελλοντική στρατηγική εξάπλωση των τελευταίων προς δυσμάς. Εκείνα τα τελευταία ειρηνικά χρόνια του 5ου αιώνα π.Χ. ο τύραννος της πόλης Διονύσιος εκμεταλλεύτηκε την κατάπαυση των εχθροπραξιών, ώστε να σταθεροποιήσει την απόλυτη εξουσία του και να προετοιμάσει μεθοδικά την αντεπίθεση εναντίον της υπερεκτεταμένης ζώνης κυριαρχίας και επικυριαρχίας της Καρχηδόνας στη Σικελία. Καταρχάς, αυτοανακηρύχθηκε ισόβιος κυβερνήτης των Συρακουσών· χωρίς να καταργήσει την εκκλησία του δήμου, θεσμοθέτησε για τον εαυτό του, τους απογόνους και διαδόχους του το αξίωμα του δια βίου άρχοντα. Επιπλέον, ανέλαβε πρωτοβουλίες στο πλαίσιο μιας πολιτικής που στόχευε στη μελλοντική επέκταση του σικελικού κράτους των Συρακουσών προς την Κάτω Ιταλία και στην εγκαθίδρυση μιας νέας ηγεμονικής δυναστείας (Διόδωρος 14.40, 44).

Παράλληλα, ο τύραννος Διονύσιος αξιοποίησε δημιουργικά το ανθρώπινο δυναμικό και τους πόρους που είχαν συσσωρευτεί στην πόλη τα προηγούμενα έτη. Τότε, ένας οικοδομικός και κατασκευαστικός πυρετός συνεπήρε τις Συρακούσες. Ο Διονύσιος οχύρωσε μεθοδικά την πόλη, δίνοντας τον τόνο με το προσωπικό του παράδειγμα συμμετέχοντας ενεργά στις επίπονες και επίμοχθες οικοδομικές εργασίες. Ύψωσε τείχη και ασφάλισε ολόκληρη την περίμετρο του εκτεταμένου υψιπέδου των Επιπολών που δέσποζε πάνω από τις Συρακούσες, εκεί όπου Συρακούσιοι και Αθηναίοι έδωσαν σκληρό αγώνα επικράτησης κατά τη διάρκεια της Σικελικής Εκστρατείας (415-413 π.Χ.). Στη δυτική άκρη των Επιπολών, έχτισε το δεσπόζον κάστρο του Ευρύαλου. Επρόκειτο για οχυρό εντυπωσιακό, επιβλητικό και πανίσχυρο, ιδιαίτερα επιμελημένο όσον αφορά τον σχεδιασμό, χάρη στην ενσωμάτωση καινούργιων τεχνικών κατά την κατασκευή του, και τις αμυντικές δυνατότητες, λόγω της φέρουσας ικανότητας για παροχή αυτοδύναμης και πολύπλευρης αμυντικής κάλυψης. Αντικειμενικά, ο Ευρύαλος ήταν ένα οχυρότατο φρούριο που παρέπεμπε σε πολύ μεταγενέστερες μεσαιωνικές και αναγεννησιακές οχυρώσεις, συνοψίζοντας, ένα αριστούργημα της αρχαίας οχυρωματικής τέχνης.

 

Ευρύαλος, αναπαράσταση του αρχαίου φρουρίου

 

Η περιτειχισμένη έκταση των Συρακουσών εξαπλώθηκε σε μήκος περίπου είκοσι οκτώ (28) χιλιομέτρων. Η καινούργια, εκτεταμένη και εξελιγμένου τύπου οχύρωση προσέφερε το απαραίτητο αμυντικό βάθος, κάλυπτε αμυντικά όλες ανεξαιρέτως τις κατοικημένες συνοικίες της πόλης και προστάτευε το σύνολο του πληθυσμού. Έκτοτε, και για δύο περίπου αιώνες, οι Συρακούσες ασφαλίστηκαν με τα ισχυρότερα τείχη του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Ο πειρασμός του συνειρμού για έναν Βυζαντινολόγο όπως τον γράφοντα είναι μεγάλος: από άποψη λειτουργικής τοπογραφίας, οι Συρακούσες μπορούν να συγκριθούν με την Κωνσταντινούπολη, την πρωτεύουσα του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους που σταδιακά μετεξελίχθηκε στην εξελληνισμένη χριστιανική Ρωμανία (ευρέως γνωστή σήμερα ως Βυζάντιο/Βυζαντινή αυτοκρατορία). Μια αντιπαραβολή στις τοπογραφικές αναπαραστάσεις των δύο ελληνικών μεγαλουπόλεων της αρχαιότητας και του μεσαίωνα τείνει να επιβεβαιώσει την αντιστοιχία.

Οι αρχαίες Συρακούσες.
Η βυζαντινή Κωνσταντινούπολη.

Αφού, λοιπόν, πρώτα κατοχύρωσε ακλόνητα την εξουσία του και οχύρωσε με απόρθητα τείχη τις Συρακούσες, στη συνέχεια ο Διονύσιος στράφηκε στη συστηματική προετοιμασία της μεγάλης αντεπίθεσης εναντίον των Καρχηδονίων, για την οποία οι Σικελιώτες Έλληνες αδημονούσαν. Συγκέντρωσε, λοιπόν, επιστήμονες, μηχανικούς, τεχνίτες και οπλοποιούς και τους παρώθησε να συνεργαστούν για την επινόηση και κατασκευή καινούργιων οπλικών συστημάτων. Στις Συρακούσες των αρχών του 4ου αιώνα π.Χ. συντελέστηκε μια εκρηκτική άνθηση στη βαλλιστική επιστήμη. Τότε κατασκευάστηκαν τα πρώτα τηλεβόλα του Δυτικού Κόσμου και Πολιτισμού (τῆλε + βάλλω = γενική σημασία: χτυπώ/ρίχνω μακριά· τεχνική σημασία: εκτελώ βολή σε μακρινή απόσταση): ήταν οι οξυβελείς (με βέλη) και λιθοβόλοι (με πέτρες) καταπέλτες, οι οποίοι θα κυριαρχήσουν στα πεδία μαχών και ειδικά στις πολιορκίες διαμέσου αλλεπάλληλων τροποποιήσεων και διαρκών βελτιώσεων για τα επόμενα 2.000 περίπου χρόνια.

 

Αρχαία ελληνικά τηλεβόλα όπλα

 

Παράλληλα, την ίδια εποχή, στις Συρακούσες βελτιώθηκαν, επινοήθηκαν και κατασκευάστηκαν εξελιγμένα και μεγαλύτερα πολεμικά πλοία, που βασίζονταν στην ήδη δοκιμασμένη και αποδοτική κλάση των τριήρεων. Ήταν οι περίφημες τετρήρεις και πεντήρεις. Κατά την Ελληνιστική Περίοδο (323-30 π.Χ.), οι τετρήρεις και ειδικά οι πεντήρεις μεσουράνησαν στον ναυτικό πόλεμο στα ύδατα της Μεσογείου, μαζί με τις ακόμη μεγαλύτερες εξήρεις, επτήρεις, οκτήρεις, δεκήρεις, εκκαιδεκήρεις και τις λοιπές πολυήρεις. Οι τελευταίες κλάσεις αποτελούσαν τροποποιημένα, βελτιωμένα και βαρύτερα σχέδια των τετρήρεων και των πεντήρεων.

Το συγκεκριμένο στρατιωτικό εξοπλιστικό πρόγραμμα ολοκληρώθηκε με την κατασκευή πανοπλιών για το πεζικό και το ιππικό. Τέλος, πολλές χιλιάδες πολίτες, Συρακούσιοι και Σικελιώτες (δηλαδή ελληνικής καταγωγής ή/και ελληνίζοντες κάτοικοι της Σικελίας), καθώς και άλλοι Έλληνες και βάρβαροι μισθοφόροι, ιδίως από την ιταλική χερσόνησο, κατετάγησαν και πύκνωσαν τις τάξεις των στρατευμάτων του Διονύσιου.[2]

Τοιουτοτρόπως, ο πολυμήχανος Διονύσιος και οι Συρακούσιοι επεδίωξαν να αφομοιώσουν ορθολογικά τα διδάγματα από τον τύπο πολέμου που είχαν επιβάλει οι Καρχηδόνιοι εναντίον τους, δηλαδή είτε τις ανελέητες πολιορκίες πόλεων είτε τη συγκρότηση ισχυρών πολεμικών στόλων για την αποστολή και υποστήριξη πολυάριθμων εκστρατευτικών δυνάμεων. Με άλλα λόγια, ικανοποίησαν απτές και δεδομένες στρατηγικές και τακτικές ανάγκες καλύπτοντας αντίστοιχα κενά στη στρατιωτική τους οργάνωση. Απώτερος αντικειμενικός σκοπός ήταν η αποτελεσματική αντιμετώπιση και αποφασιστική υπερκέραση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων των Καρχηδονίων τόσο στις πολιορκητικές επιχειρήσεις όσο και στον ναυτικό πόλεμο.[3] Η προς πόλεμο προπαρασκευή του Διονυσίου οφείλουμε να παραδεχτούμε πως υπήρξε άρτια: αφενός «θωράκισε» την πρωτεύουσά του, ώστε να εξασφαλίσει τις Συρακούσες από το απευκταίο ενδεχόμενο της εκπόρθησης από τους έμπειρους και σκληροτράχηλους Καρχηδονίους, και αφετέρου εξόπλισε τις ένοπλες δυνάμεις του, στρατό ξηράς και πολεμικό ναυτικό, με υπερσύγχρονα για την εποχή όπλα και τις επάνδρωσε με πλήθος στρατιωτών. Πράγματι, τα αποτελέσματα εκείνης της μεθοδικής προετοιμασίας δεν άργησαν να καταπλήξουν τον εχθρό και να στεφτούν με τις δάφνες της νίκης.

 

β) Κήρυξη του πολέμου (398/97 π.Χ.) – εκπόρθηση και ισοπέδωση της Μοτύης (397/96 π.Χ.)

Κατόπιν τούτων, χάρη στην πρότερη εντατική προετοιμασία και με την εξουσία του ασφαλώς εδραιωμένη, ο Διονύσιος καλλιέργησε εντέχνως το άσβεστο μίσος των Ελλήνων κατά των Καρχηδονίων. Οι μνήμες της κτηνώδους καταστροφής που επέφεραν στον Ελληνισμό της Σικελίας οι καρχηδονιακές επιθέσεις κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Σικελικού Πολέμου (409-405/04 π.Χ.) ήταν ακόμη πολύ νωπές. Αθρόες σφαγές Καρχηδονίων και άλλων Φοινίκων αόπλων και ανυπεράσπιστων αμάχων συνέβησαν τότε παντού στη Σικελία από έξαλλους Έλληνες (Διόδωρος 14.45-46). Αυτή η σαφώς υποκινημένη φονική θηριωδία έχει παραλληλιστεί και παρομοιαστεί με τον πολύ μεταγενέστερο «Σικελικό Εσπερινό» το 1282, δηλαδή με τη μαζική σφαγή των Φράγκων (Γάλλων) κυριάρχων από τους εξεγερμένους γηγενείς Σικελούς.[4]

Τελικά, το 398/97 π.Χ. ο Διονύσιος ανακοίνωσε στους εμβρόντητους Καρχηδόνιους ότι θα αγωνιζόταν για την απελευθέρωση των Ελλήνων της Σικελίας από τον εχθρικό ζυγό. Αμέσως μετά κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Καρχηδόνας και λίγο αργότερα εισέβαλε στην καρχηδονιακή επικράτεια της Σικελίας επικεφαλής του μεγαλύτερου και ισχυρότερου ελληνικού στρατού εκστρατείας που είχε ποτέ συγκεντρωθεί ύστερα από τη Μάχη των Πλαταιών το 479 π.Χ. Στην πορεία συσπειρώθηκαν στις τάξεις του ευμεγέθους εκστρατευτικού σώματος των Συρακούσιων χιλιάδες Έλληνες από τις υποτελείς στους Καρχηδόνιους πόλεις-κράτη της Σικελίας. Συγκεκριμένα, παραδίδεται συνολική δύναμη 83.000 ανδρών (3.000 ιππείς, 80.000 πεζοί και βοηθητικοί), που πλαισιώνονταν υποστηρικτικά από εκατοντάδες πολιορκητικές μηχανές, 200 πολεμικά πλοία και 500 άλλα μεταγωγικά σκάφη. Αντικειμενικός σκοπός ήταν η Πολιορκία και Άλωση της Μοτύης, του οχυρότερου τότε προγεφυρώματος των Καρχηδονίων στη Σικελία (Διόδωρος 14.46-47).

Αεροφωτογραφία της Μοτύης.

Η φοινικική αποικία της Μοτύης (Mozia) βρισκόταν σε ένα μικρό νησί στο δυτικό άκρο της Σικελίας, περιτριγυρισμένο από λιμνοθάλασσα που δημιουργεί έναν εξαιρετικά προσήνεμο όρμο για τον ελλιμενισμό και τη ναυσιπλοΐα. Ουσιαστικά επρόκειτο για μικρογραφία της Καρχηδόνας. Η πόλη-νήσος ήταν βαρύτατα οχυρωμένη και διέθετε επίσης έναν μικρό κωδωνόσχημο πολεμικό λιμένα, υπό κλίμακα αντίγραφο του αντίστοιχου περίφημου «Κώθωνα» της Καρχηδόνας. Μάλιστα, οι Καρχηδόνιοι είχαν κατασκευάσει μια υπερυψωμένη οδογέφυρα μήκους περίπου ενός χιλιομέτρου, αληθινό τεχνικό επίτευγμα και θαύμα μηχανικής της εποχής, η οποία ένωνε την οχυρή πόλη με την απέναντι σικελική ακτή. Από τον 8ο αιώνα π.Χ. και εξής, η Μοτύη υπήρξε το σημαντικότερο έρεισμα της Καρχηδόνας και ο «τοποτηρητής» της στη Σικελία, σε συνδυασμό με τη φοινικική αποικία της Πανόρμου (Palermo) βορειότερα· υπήρξε η κύρια ναυτική (εμπορική και στρατιωτική) βάση των Καρχηδονίων στη μεγαλόνησο και συνάμα τόπος διαπεραίωσης και συγκέντρωσης των καρχηδονιακών ναυτικών και πεζικών δυνάμεων από τη Βόρεια Αφρική προς τη Σικελία.

Μοτύη: η είσοδος του “Κώθωνα”.

Ο Διονύσιος φιλοδοξούσε με την καταστροφή της απόρθητης ως τότε Μοτύης να εξουδετερώσει διαπαντός το διαχρονικά κυριότερο «πέρασμα και πάτημα» της Καρχηδόνας στη Σικελία, καθότι βρισκόταν σε ευθεία γραμμή διαγωνίως απέναντι από την Καρχηδόνα. Μόλις οι τεράστιες δυνάμεις του τυράννου κατέφτασαν στην πόλη- φρούριο, την έθεσαν σε στενή πολιορκία από όλες τις πλευρές της λιμνοθάλασσας. Παρότι οι Καρχηδόνιοι ταλαιπωρούνταν από χρόνιο λοιμό εκείνη την περίοδο, κατάφεραν να αποστείλουν επικουρία. Ο έμπειρος Καρχηδόνιος στρατηγός Ιμίλκας, που διακρίθηκε στη δεύτερη και τελική φάση του Β΄ Σικελικού Πολέμου (406-405 π.Χ.), έσπευσε με ισχυρή μοίρα στόλου 100 τριήρεων να σπάσει τον αποκλεισμό της Μοτύης. Τελικά, όμως, η επιχείρηση απέτυχε εξαιτίας της συνδυασμένης προβολής ισχύος από τα πολεμικά πλοία και τις βλητικές μηχανές των Συρακούσιων, τις οποίες ο προνοητικός Διονύσιος είχε τοποθετήσει περιμετρικά της λιμνοθάλασσας. Ο Ιμίλκας αναγκάστηκε, λοιπόν, να επιστρέψει άπρακτος στην Καρχηδόνα, εγκαταλείποντας τους πολιορκημένους Μοτυηνούς (δηλαδή τους κατοίκους της Μοτύης· πρβ. Διόδωρος 14.48.2, 14.52.1) στη μοίρα τους.

Η πολιορκία της Μοτύης.

Στη συνέχεια, ο Διονύσιος μπόρεσε απερίσπαστος να δημιουργήσει ανάχωμα, επί του οποίου τοποθέτησε δεκάδες πολεμικές μηχανές. Σύντομα οι βολές των πολιορκητών προκάλεσαν ανεπανόρθωτες ζημιές και ευρεία ρήγματα στις οχυρώσεις της πόλης. Τότε, οι Συρακούσιοι και λοιποί Σικελιώτες σύμμαχοι εισήλθαν μαχόμενοι στην πόλη, έσφαξαν ή υποδούλωσαν ολόκληρο τον πληθυσμό της Μοτύης, λεηλάτησαν και ισοπέδωσαν την οχυρή πόλη-νήσο, μέσα σε όργιο βιαιοπραγιών και σε λουτρό αίματος. Οι Έλληνες πήραν την ικανοποίηση της μεγάλης αντεκδίκησης που γύρευαν για τα αλλεπάλληλα δεινά που είχαν υποστεί λίγα μόλις χρόνια νωρίτερα. Αντιθέτως, οι Καρχηδόνιοι απώλεσαν με δραματικό τρόπο τη σημαντικότερη ως τότε βάση τους στη Σικελία, η οποία καταστράφηκε ολοσχερώς και έκτοτε παρέμεινε ακατοίκητη (397/96 π.Χ.).[5]

 

γ) Αντεπίθεση των Καρχηδονίων, πολιορκία των Συρακουσών και πανωλεθρία των Καρχηδονίων (396/95 π.Χ.)

Όπως έχουμε ήδη διαπιστώσει σε τούτη τη σειρά εξιστορήσεων, η έντονη δράση της μίας πλευράς έτεινε σχεδόν αναπόφευκτα να επιφέρει εξίσου έντονη αντίδραση της άλλης. Το επόμενο έτος, 396 π.Χ., οι Καρχηδόνιοι εξαπέλυσαν αντεπίθεση με όλες τους τις δυνάμεις. Υπό την ηγεσία του Ιμίλκα, μεγάλη στρατιά εκστρατείας απεστάλη από την Καρχηδόνα· οι πηγές απαριθμούν με υπερβολή 130.000 έως 300.000 στρατιώτες (επιπροσθέτως, 4.000 ιππικό και 400 πολεμικά άρματα), και ναυτικό αποτελούμενο από 400 πολεμικά και 600 μεταγωγικά πλοία [Διόδωρος 14.54.5-6· παραπέμπει σε Έφορο (F.204) και Τίμαιο (F.108)]. Οι αναμφίβολα πολυάριθμοι Καρχηδόνιοι και οι σύμμαχοί τους παραπλάνησαν μοίρα του στόλου των Συρακούσιων, που ναυλοχούσε και περιπολούσε στην ευρύτερη περιοχή υπό τον ναύαρχο Λεπτίνη – αδελφό του Διονύσιου ακριβώς για να παρεμποδίσει την έλευσή τους. Με αντίτιμο μικρές σχετικά απώλειες σε πλοία, άνδρες και πολεμικό υλικό, προσορμίστηκαν και αποβιβάστηκαν στην αποικία/βάση της Πανόρμου στη βόρεια Σικελία. Από εκεί, ο ευμεγέθης στρατός του Ιμίλκα, συνεπικουρούμενος και με τοπικά στρατολογημένους συμμάχους, κατευθύνθηκε αμέσως στη Μοτύη, την οποία σύντομα εκπολιόρκησε, εξουδετερώνοντας την ολιγάριθμη ελληνική φρουρά. Στην πορεία του, ο Ιμίλκας υπερκέρασε με επιτυχία τις δυνάμεις του Διονύσιου, οι οποίες πολιορκούσαν την Έγεστα. Ο Διονύσιος απέφυγε να συγκρουστεί με τις μάλλον υπέρτερες δυνάμεις του Ιμίλκα και προτίμησε να υποχωρήσει με ασφάλεια στα γιγάντια τείχη της πρωτεύουσας πόλης των Συρακουσών.

Τότε, ο Ιμίλκας ξεδίπλωσε αριστοτεχνικά μια έμμεση στρατηγική προσέγγιση που εξέπληξε δυσάρεστα τον Διονύσιο. Συγκεκριμένα, περιέπλευσε με στόλο και στρατό αντίστοιχα τις βόρειες ακτές της Σικελίας και κατέλαβε τη Μεσσήνη (Messina). Έτσι, ο Καρχηδόνιος στρατηγός απέκτησε παράλληλα τον έλεγχο των στρατηγικότατων Στενών της Μεσσήνης, ενώ απέκλεισε την επαφή και το ενδεχόμενο υποστήριξης των Συρακούσιων από τους ομοεθνείς τους της υπόλοιπης Μεγάλης Ελλάδας στην Κάτω Ιταλία. Κατόπιν, συνέχισε την προέλασή του νοτιότερα προς τις Συρακούσες κατά μήκος των ανατολικών ακτών της Σικελίας, ώστε στρατός και στόλος να συμπορεύονται και να αλληλοϋποστηρίζονται.

Ο Ιμίλκας όντως αιφνιδίασε, αλλά δεν πτόησε τον Διονύσιο. Ο τελευταίος κήρυξε πανστρατιά και συγκέντρωσε δεκάδες χιλιάδες στρατό και περίπου 250 πολεμικά πλοία. Οι δύο αντίπαλοι συναντήθηκαν περίπου στο ύψος της Κατάνης. Στη Ναυμαχία της Κατάνης που ακολούθησε, ο καρχηδονιακός στόλος υπό τον Ιμίλκα καταναυμάχησε τον αντίπαλο στόλο των Συρακούσιων υπό τον Λεπτίνη επιφέροντας στους τελευταίους συνολικές απώλειες περίπου 100 πλοίων και 20.000 ναυτών και πεζοναυτών. Υπό τον φόβο άμεσης προώθησης και αποβίβασης καρχηδονιακών ναυτικών δυνάμεων στις Συρακούσες και κατάληψης της πόλης από τα νώτα, ο τύραννος Διονύσιος έδωσε εντολή στον ανέπαφο ακόμη στρατό του να υποχωρήσει εντός της ασφάλειας που παρείχαν οι νέου τύπου εκτενείς οχυρώσεις των Συρακουσών.

Τη στρατηγικού χαρακτήρα οπισθοχώρηση του Διονυσίου ακολούθησε η προέλαση του Ιμίλκα μέχρι τις Συρακούσες. Στρατοπέδευσε με τον στρατό του νοτίως της πόλης επί του ποταμού Ανάπου (Anapo), περίπου στο σημείο όπου είκοσι χρόνια νωρίτερα είχαν στρατοπεδεύσει οι Αθηναίοι πολιορκητές, ενώ ο στόλος του κατέλαβε το μεγάλο λιμάνι των Συρακουσών. Στη συνέχεια, κατασκεύασε τρία οχυρά στις θέσεις Δάσκων, Πλημμύριον και Πολίχνη, ώστε να διασφαλίσει αμυντικά τον έλεγχο του μεγάλου λιμένα. Ο Ιμίλκας είχε διατάξει τις δυνάμεις του έναντι των πολιορκημένων Συρακουσών κατά παρόμοιο τρόπο με τις δυνάμεις του Νικία, του επικεφαλής στρατηγού των Αθηναίων. Άρχιζε όμως την Πολιορκία των Συρακουσών με ένα σημαντικό μειονέκτημα: ο Διονύσιος είχε ήδη προλάβει να τειχίσει και να οχυρώσει ολόκληρο το στρατηγικό υψίπεδο των Επιπολών που δέσποζε πάνω από την πόλη.

Αρχικά, οι Καρχηδόνιοι αποπειράθηκαν μάταια να προσβάλουν τα ανθεκτικά και στιβαρά τείχη. Έτσι, ο Ιμίλκας προετοιμάστηκε για μακροχρόνια πολιορκία ευελπιστώντας να πετύχει την παράδοση των Συρακουσών μέσω στενού αποκλεισμού. Το 395 π.Χ. όμως, οι πολιορκημένοι Συρακούσιοι ενισχύθηκαν από ικανή επικουρία που απεστάλη από τη μητροπολιτική Ελλάδα υπό την ηγεσία του Σπαρτιάτη στρατηγού Φαρακίδα. Στην αντίθετη πλευρά, οι πολιορκητές Καρχηδόνιοι ταλαιπωρούνταν από λοιμό που προκάλεσε χιλιάδες θανάτους στις τάξεις των στρατευμάτων τους.[6] Ενθαρρυμένοι από τα γεγονότα, οι Συρακούσιοι οργάνωσαν θυελλώδη αντεπίθεση εναντίον των Καρχηδονίων. Ανέτρεψαν σχεδόν όλες τις εχθρικές θέσεις πολιορκίας και κατέστρεψαν ολόκληρο τον εχθρικό πολεμικό στόλο. Αίφνης, οι Καρχηδόνιοι βρέθηκαν σε τραγικό στρατηγικό αδιέξοδο παρόμοιο με εκείνο των Αθηναίων είκοσι χρόνια νωρίτερα, αφού μεταβλήθηκαν μέσα σε μία μέρα από πολιορκητές σε πολιορκημένους και κινδύνευαν ανά πάσα στιγμή να εξολοθρευθούν από τους Συρακούσιους και τους λοιπούς Έλληνες που είχαν στέρξει σε βοήθεια.

Η πολιορκία των Συρακουσών (397-396 π.Χ.) και η αντεπίθεση των Συρακουσίων.

Ευτυχώς για τον Ιμίλκα, ο τύραννος Διονύσιος «ανέλαβε» να τον βγάλει από την απόγνωση και τη ζοφερή προοπτική της πανωλεθρίας. Ενώ ήταν δυνατό να επιδιώξει την ολοσχερή σφαγή των Καρχηδονίων, τελικά ο Συρακούσιος τύραννος αποδέχτηκε έπειτα από μυστικές διαπραγματεύσεις να παράσχει ακώλυτη οδό διαφυγής μόνο για τους περίπου 8.000-10.000 Καρχηδόνιους πολίτες/οπλίτες υπό τον Ιμίλκα, αφού όμως πρώτα τού είχαν προσωπικά καταβάλει λύτρα. Σε γενικές γραμμές η μυστική συμφωνία τηρήθηκε. Εντούτοις, οι Καρχηδόνιοι υπέστησαν επιπρόσθετες απώλειες κατά τη φυγή τους από τις Συρακούσες και τη Σικελία. Οι υπόλοιποι δεκάδες χιλιάδες άτυχοι άνδρες του πολυάριθμου αλλά πλέον εγκλωβισμένου σε εχθρικό έδαφος καρχηδονιακού εκστρατευτικού σώματος αιχμαλωτίστηκαν από τους νικητές Συρακούσιους.

Η τρομερή συμφορά των Καρχηδονίων εξαιτίας της αποτυχημένης πολιορκίας των Συρακουσών προκάλεσε ισχυρούς τριγμούς στο εσωτερικό της Καρχηδόνας. Ο Ιμίλκας κατηγορήθηκε από τους συμπατριώτες του ως υπεύθυνος της συντριβής και εξωθήθηκε σε αυτοκτονία. Διάφορες βορειοαφρικανικές φυλές αποστάτησαν και μόνο με ανταλλάγματα κατόρθωσαν οι Καρχηδόνιοι να τις επαναφέρουν στην ηγεμονία τους. Στη δε Σικελία ο Διονύσιος εκμεταλλεύτηκε με επιτυχία το στρατηγικό κενό. Εκστράτευσε και υπέταξε αρκετές πόλεις συμμάχους των Καρχηδονίων σε ολόκληρη τη μεγαλόνησο, ενώ παρείχε τη δυνατότητα στους πολυπληθείς Σικελιώτες πρόσφυγες να επανέλθουν στις εστίες τους και να αρχίσουν την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων ελληνικών πόλεων.[7]

Τετράδραχμο των Συρακουσών (380 π.Χ. π.)

 

δ) Τέλος του πολέμου (392/91 π.Χ.) – μέγιστη επέκταση του κράτους των Συρακουσών στη Σικελία

Ο πόλεμος συνεχίστηκε για ορισμένα ακόμη χρόνια. Οι Καρχηδόνιοι αποπειράθηκαν επανειλημμένα να αντιδράσουν στη Σικελία, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία και απτά αποτελέσματα. Ο Διονύσιος, επικεφαλής Συρακούσιων και άλλων Σικελών συμμάχων, νίκησε αντίπαλο συνασπισμό Καρχηδονίων και των δικών τους Σικελών συμμάχων στη Μάχη του Αβάκαινου (Αβάκαινον/Αβάκαινα, κοντά στο σημερινό Tripi) στη βορειοανατολική πλευρά της νήσου. Στη συνέχεια, αναχαίτισε νέα εισβολή Καρχηδονίων στη Μάχη του ποταμού Χρύσα (Dittaino) στην περιοχή της Μοργαντίνης (Morgantina), πόλης των Σικελών στην κεντρική Σικελία. Και οι δύο μάχες διεξήχθησαν γύρω στο 392 π.Χ. Έτσι, το στρατηγικό και τακτικό πλεονέκτημα παρέμεινε στα χέρια του Διονυσίου και των Συρακούσιων, οπότε η πλευρά των Καρχηδονίων αιτήθηκε το πέρας των εχθροπραξιών και την ειρήνευση.

Η συνθήκη ειρήνης του 392/91 π.Χ. θεωρητικά ήταν παραπλήσια με εκείνη του 405/04 π.Χ., αλλά πρακτικά επιβεβαίωσε την ηγεμονία και πρωτοκαθεδρία των Συρακουσών στη Σικελία. Πιο συγκεκριμένα, το έθνος των Σικελών και η πόλη του Ταυρομένιου έγιναν υποτελείς των Συρακουσών. Υπό τον άμεσο έλεγχο ή την επιρροή των Καρχηδονίων απέμειναν οι δυτικές ακτές και η εκεί ενδοχώρα, όπου κατοικούσε το έθνος των Ελύμων, ενδεχομένως και με κάθε επιφύλαξη η περιοχή δυτικά του ποταμού Ύψα (Belice) και της πόλης του Σελινούντα. Ανομολόγητα και διακριτικά, η υπόλοιπη Σικελία αφέθηκε στην κυριαρχία ή επικυριαρχία του Διονυσίου. Οι όροι τούτης της συμφωνίας ειρήνης αποτέλεσαν όντως ένα από τα κυριότερα επιτεύγματα της τυραννίδας του Διονυσίου Α΄.[8]

Χάρτης των σικελικών κτήσεων του τυράννου Διαονυσίου Α΄ των Συρακουσών το 380 π.Χ.

 

ε) Απολογισμός του πολέμου

Τον επονομαζόμενο Τρίτο Σικελικό Πόλεμο προκάλεσε αναμφίβολα ο τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος Α΄. Δυστυχώς για τις τύχες των Σικελιωτών Ελλήνων, εκ του αποτελέσματος διαπιστώνεται πως ο Διονύσιος επέλεξε κυρίως να προωθήσει ίδια οφέλη. Επομένως, δεν άδραξε την ευκαιρία για να περιορίσει δραστικά την ισχύ της Καρχηδόνας στη Σικελία ή ακόμη και να την εκπαραθυρώσει οριστικά από τη μεγαλόνησο. Εντέλει, προτίμησε με υστεροβουλία να τη διατηρήσει ως αντίπαλο δέος, ώστε να συνεχίσει να δικαιολογεί την απόλυτη εξουσία που ασκούσε πάνω στους Συρακούσιους και τους λοιπούς Σικελιώτες.

Εκ πρώτης όψεως, ο Διονύσιος Α΄ έπραξε περίπου όπως ο τύραννος Γέλων μετά από τη νικηφόρα Μάχη της Ιμέρας το 480 π.Χ. Ωστόσο, η συγκεκριμένη ατυχής επιλογή του Διονυσίου μόνο βραχυπρόθεσμα εξυπηρέτησε τις Συρακούσες. Μεσο-μακροπρόθεσμα απέβη καταφανώς εις βάρος του ευρύτερου συμφέροντος τόσο των Συρακούσιων όσο και των υπολοίπων Ελλήνων της Σικελίας· διότι, ενώ η νίκη του Γέλωνα εξάλειψε πλήρως για επτά ολόκληρες δεκαετίες την απειλή των Καρχηδονίων, η νίκη του Διονύσιου Α΄ εξυπηρέτησε τον ίδιο στόχο μόλις για μία δεκαετία.

Επιπλέον, αξίζει να επισημανθεί ως ενδεικτική της προόδου των Καρχηδονίων στη μεγαλόνησο η εξής σημαντική παρατήρηση: τελικά, ενώ ο Γέλων νίκησε τους Καρχηδόνιους κοντά στα εδάφη τους στη βόρεια Σικελία, αντιθέτως ο Διονύσιος Α΄ απέκρουσε τους Καρχηδόνιους μπροστά στα τείχη της οχυρότατης πρωτεύουσάς του. Η γεωγραφική μετατόπιση των κέντρου βάρους των εχθροπραξιών μεταξύ Καρχηδονίων και Ελλήνων ως τη νοτιοανατολική Σικελία και τις ίδιες τις Συρακούσες αποδεικνύει εμμέσως πλην σαφώς το εύρος της προηγούμενης γενικής ανάπτυξης και επέκτασης της Καρχηδόνας στο νησί αντιστρόφως ανάλογα προς εκείνη των Συρακουσών.

 

2. Ο Δ΄ Σικελικός Πόλεμος (383 – περ. 376 π.Χ.): η επιβεβαίωση του status quo μεταξύ Καρχηδόνας και Συρακουσών

 

α) Το απόγειο της ισχύος των Συρακουσών (391-383 π.Χ.)

Την επόμενη δεκαετία, ο τύραννος Διονύσιος αξιοποίησε την ανάπαυλα με τους Καρχηδόνιους, ώστε να πραγματώσει ένα κορυφαίο πολιτικό όραμα: τον σχηματισμό ενός κραταιού ελληνικού κράτους της Μεγάλης Ελλάδας υπό την προσωπική του ηγεμονία, ένα οιονεί «ελληνικό βασίλειο» στη Δύση. Οι Συρακούσες εκείνα τα χρόνια της παντοδυναμίας προσέγγισαν στη μέγιστη ανάπτυξη και στο απόγειο της ισχύος τους σε όλα τα επίπεδα: πολιτικό, στρατιωτικό, ναυτικό, οικονομικό, εμπορικό κ.ο.κ.

Ο Διονύσιος κατόρθωσε να επεκτείνει το κράτος των Συρακουσών πέραν των ορίων της Σικελίας. Καταρχάς, ίδρυσε αποικίες σε διάφορες στρατηγικές τοποθεσίες στα βορειοανατολικά της Σικελίας [Άδρανον (Adrano, δυτικά της Κατάνης/Catania)· Τυνδαρίς (Tindari, ανατολικά των Μύλων/Milazzo)].

Τυνδαρίς. Το αρχαίο ελληνικό θέατρο

Ακολούθως, έστρεψε το ενδιαφέρον του προς την Κάτω Ιταλία και τις θάλασσες του Ιονίου και της Αδριατικής. Έως το 383 π.Χ., το κράτος του τυράννου Διονυσίου Α΄ των Συρακουσών είχε επεκταθεί εδαφικά στην Κάτω Ιταλία μέχρι τη Λευκανία και τα πρόθυρα του Τάραντα στην Απουλία, ύστερα από μια αλληλουχία κατάληψης των κυριότερων ελληνικών αποικιών στην περιοχή [Καυλωνία (Monasterace Marina, δεν αντιστοιχεί στη σύγχρονη Caulonia), Ιππώνιο (Vibo Valentia), Κρότωνας (Crotone), Ρήγιο (Reggio di Calabria)], μολονότι οι τελευταίες είχαν συστήσει έναν αμυντικό πολιτικο-στρατιωτικό συνασπισμό εναντίον του. Την ίδια περίοδο, ο Διονύσιος Α΄ ίδρυσε διάσπαρτες αποικίες στην Αδριατική [Λισσός (Lezhë: Αλβανία), Ίσσα και Φάρος (Vis, Hvar: Κροατία), Αγκώνα και Αδρία (Ancona, Adria: Ιταλία)], ώστε να κατοχυρώσει τη νομή και εκμετάλλευση αυτής της μεγάλης και προσοδοφόρας θαλάσσιας λεκάνης.

Διονύσιος Α΄ ο Πρεσβύτερος (430 – 367 π.Χ.).

Ο Διονύσιος αξιοποίησε τις τεράστιες προσόδους που απέκτησε από την κατάληψη νέων εδαφών σε Σικελία και Κάτω Ιταλία, τη δημιουργία νέων αποικιών και τον αποτελεσματικό έλεγχο θαλασσίων οδών στην Αδριατική θάλασσα και στο Ιόνιο πέλαγος, ώστε να ενισχύσει ακόμη περισσότερο τις οχυρώσεις της πρωτεύουσάς του, να κατασκευάσει καινούργιους ναυστάθμους για τον τεράστιο στόλο του, καθώς και νέα έμπεδα και οπλοστάσια για τον πολυάριθμο στρατό του. Η συγκεντρωτική ισχύς του κράτους του Διονυσίου έφτασε τότε στον κολοφώνα της.[9] Η προσωπική του εξουσία, βασιλικών ουσιαστικά προδιαγραφών και διαστάσεων, ήταν αδιαφιλονίκητη στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Οι Συρακούσες έδρεπαν τους καρπούς μιας εκπληκτικής οικονομικής άνθησης και μιας αδιανόητης ως τότε πολιτικής και στρατιωτικής επέκτασης. Φημολογείται ότι εκείνη την περίοδο οι συνολικές στρατιωτικές δυνάμεις των Συρακουσών προσέγγιζαν πλέον τους 100.000 πεζούς, 10.000 ιππείς και τα 400 πολεμικά πλοία (τριήρεις, τετρήρεις και πεντήρεις), ενώ λέγεται ότι στα οπλοστάσια και στους ναυστάθμους τελούσαν σε αποθήκευση πανοπλίες, εξαρτήσεις και τηλεβόλα για τον εξοπλισμό άλλων τόσων στρατιωτών και πλοίων! Επρόκειτο ασφαλώς για εκπληκτικά και κολοσσιαία μεγέθη στρατιωτικής ισχύος, απολύτως πρωτοφανή έως τότε στον αρχαίο ελληνικό κόσμο.[10]

 

Ο πολυβόλος καταπέλτης του Διονυσίου

 

β) Η κήρυξη του πολέμου και τα κυριότερα πολεμικά γεγονότα

Το ίδιο χρονικό διάστημα, η Καρχηδόνα έλειχε ακόμη τις πληγές της προσπαθώντας να συνέλθει από τη συμφορά εμπρός στα απόρθητα τείχη των Συρακουσών. Την εσωστρέφεια των Καρχηδονίων ήρθε να διαταράξει η ασίγαστη ενεργητικότητα και η απέραντη φιλοδοξία του τυράννου Διονυσίου. Το καινούργιο και ενισχυμένο πολεμικό ναυτικό των Συρακούσιων διενήργησε ληστρικές επιδρομές εναντίον καρχηδονιακών και ετρουσκικών στόχων στην Τυρρηνική θάλασσα, απ’ όπου αποσπάστηκαν πλούσια λάφυρα συνολικής αξίας πολλών χιλιάδων ταλάντων. Η πιθανότητα επέκτασης της επιρροής των Συρακουσών και στο Τυρρηνικό πέλαγος θορύβησε την ηγεσία της Καρχηδόνας. Ύστερα από άκαρπες διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών εξαιτίας της αγέρωχης στάσης του Συρακούσιου ηγέτη, ξεκίνησαν εκ νέου οι εχθροπραξίες μεταξύ Συρακουσών και Καρχηδόνας το 383/82 π.Χ. Δυστυχώς, το σωζόμενο σήμερα κείμενο της κύριας πηγής μας, του Διόδωρου Σικελιώτη, είναι λακωνικό και φειδωλό σε πληροφορίες σχετικά με τη διεξαγωγή του Τέταρτου Σικελικού Πολέμου, τα κύρια γεγονότα του οποίου φαίνεται να συμπυκνώνει σε ένα μόλις έτος· αντιθέτως, σήμερα εκτιμάται ότι ο πόλεμος διήρκεσε περίπου έξι ως επτά χρόνια.[11]

 

γ) Μάχες στα Κάβαλα και στο Κρόνιο: αρχική νίκη Διονυσίου Α΄ – τελική νίκη των Καρχηδονίων

Οι δύο αντίπαλοι, Καρχηδόνιοι και Συρακούσιοι, επέμειναν για καιρό σε στρατιωτικές επιχειρήσεις με στόχο την αποσταθεροποίηση αδύναμων εκατέρωθεν ερεισμάτων σε Κάτω Ιταλία και Σικελία αντίστοιχα, αλλά με αμφίρροπα αποτελέσματα. Εντούτοις, οι αποφασιστικές συγκρούσεις που έκριναν τη μοίρα εκείνου του πολέμου έλαβαν χώρα στη νοτιοδυτική Σικελία στις Σελινούντιες Θέρμες (Sciacca), μεταξύ Σελινούντα και Ακράγαντα. Συνήθως τοποθετούνται χρονολογικά μεταξύ 379-376 π.Χ., χωρίς να είναι δυνατόν να χρονολογηθούν με περισσότερη ακρίβεια εξαιτίας της ασαφούς και ελλιπούς τεκμηρίωσης βάσει των σωζόμενων πηγών. Μάλλον διενεργήθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα μεταξύ τους, αλλά είχαν διαφορετικό αρχικό και τελικό νικητή. Καταρχάς, στη Μάχη στα Κάβαλα ο Διονύσιος με τον στρατό του υπερίσχυσε επί των δυνάμεων του στρατηγού Μάγωνα. Οι Συρακούσιοι θανάτωσαν 10.000, ενώ αιχμαλώτισαν άλλους 5.000 Καρχηδόνιους. Ο Μάγων αναγκάστηκε να υποχωρήσει στο οχυρό ημιορεινό του στρατόπεδο στο κοντινό όρος Κρόνιον (μάλλον το σημερινό San Calogero), ενώ ο αντίπαλος κατέλαβε τις Σελινούντιες Θέρμες.

Στη συνέχεια, ο Διονύσιος απαίτησε την ολοκληρωτική και οριστική εγκατάλειψη της Σικελίας από τους Καρχηδονίους για να λύσει τον αποκλεισμό του καρχηδονιακού στρατού. Ο Μάγων προφασίστηκε ότι συζητά τις αιφνίδιες μαξιμαλιστικές αξιώσεις, ώστε να κερδίσει χρόνο και να οργανώσει την αντεπίθεσή του, όντας βέβαιος ότι η πατρίδα του ούτως ή άλλως δεν θα αποδεχόταν ποτέ τόσο συντριπτικούς εις βάρος της όρους ειρήνευσης, γιατί θα την έθεταν μονομιάς και πιθανώς διαπαντός εκτός Σικελίας.

Τελικά, οι Καρχηδόνιοι πραγματοποίησαν μαχόμενοι έξοδο από το καταφύγιό τους στο Κρόνιο όρος, οπότε οι δύο αντίπαλοι στρατοί αναμετρήθηκαν ξανά. Ενώ η πτέρυγα που διοικούσε ο Διονύσιος επικρατούσε, η άλλη που διοικούσε ο αδελφός του Λεπτίνης ανατράπηκε, γιατί ο τελευταίος τραυματίστηκε θανάσιμα κατά τη συμπλοκή και οι στρατιώτες του εγκατέλειψαν πανικόβλητοι το πεδίο της μάχης. Οι Συρακούσιοι έχασαν τελεσίδικα τη Μάχη του Κρονίου αφήνοντας στο πεδίο 14.000 περίπου νεκρούς και τους θριαμβευτές Καρχηδόνιους να στήνουν τρόπαιο νίκης στη θέση τους.

 

δ) Ειρήνη μεταξύ Καρχηδόνας και Συρακουσών (περ. 376 π.Χ.)

Η αρνητική τροπή των επιχειρήσεων έπεισε τον τύραννο Διονύσιο ότι δεν διέθετε άλλη εναλλακτική παρά να δεχτεί τους μετριοπαθείς όρους που του πρότειναν οι Καρχηδόνιοι, προκειμένου να λήξει και αυτός ο γύρος αναμέτρησης. Σύμφωνα με βασικό όρο της συγκεκριμένης συνθήκης ειρήνης (περίπου το 376 π.Χ.), η σφαίρα επιρροής και επικυριαρχίας των Συρακούσιων θεωρείται πως περιορίστηκε ανατολικά του ποταμού Αλυκού (αρχ. Ἁλυκός, σημ. Platani ή Platani Alikòs), ενώ η αντίστοιχη των Καρχηδονίων ότι επεκτάθηκε δυτικά του ίδιου ποταμού, πέραν μιας πολεμικής αποζημίωσης 1.000 ταλάντων που όφειλε να αποπληρώσει ο Διονύσιος στη νικήτρια πλευρά του πολέμου. Οι Καρχηδόνιοι ενέταξαν τον Σελινούντα, τις Ιμεραίες Θέρμες (Termini Imerese, είχαν αντικαταστήσει την κατεστραμμένη από το 409 π.Χ. πόλη της Ιμέρας) και τη δυτική επικράτεια του Ακράγαντα μαζί με την Ηράκλεια Μινώα στη σικελική τους «επικράτεια». Όντως, επρόκειτο για ισορροπημένη εδαφική ρύθμιση, που έμελλε να επαναληφθεί σε αρκετές ακόμη περιπτώσεις στο μέλλον μεταξύ των αντιμαχόμενων Καρχηδονίων και Συρακούσιων.[12]

 

Βίντεο-αναπαράσταση των αρχαίων Συρακουσών

3. Ο Ε΄ Σικελικός Πόλεμος (368/67 π.Χ.): το κύκνειο άσμα του Συρακούσιου τυράννου Διονυσίου Α΄

 

α) Στροφή Συρακούσιων και Καρχηδόνιων προς άλλα μέτωπα (375-368 π.Χ.)

Για πολλοστή φορά, οι δύο σπουδαιότερες τότε δυνάμεις της Δυτικής Μεσογείου – Καρχηδόνα και Συρακούσες – είχαν οδηγηθεί σε τέλμα, εγκλωβισμένες καθώς ήταν σε μια παρατεταμένη αλλά ατελέσφορη σύγκρουση για την ολοκληρωτική κυριαρχία στη Σικελία, η παράταση της οποίας φαίνεται πως πλέον απέδιδε για κάθε πλευρά περισσότερο ποταμούς αίματος παρά εδάφη πέραν ορισμένων ποταμών! Επομένως, οι δύο δυνάμεις προτίμησαν να κατοχυρώσουν παρά να επεκτείνουν την επικυριαρχία ή/και κυριαρχία τους, εξαντλημένες καθώς ήταν από τις απανωτές αιματηρές εχθροπραξίες.

Ο μεν τύραννος Διονύσιος των Συρακουσών ασφάλισε και εδραίωσε την κυριαρχία του στην Κάτω Ιταλία, κτίζοντας μακρά τείχη κατά μήκος του στενού «λαιμού» της Καλαβρίας νοτίως του Κρότωνα. Παράλληλα, ενεπλάκη ενεργά στις υποθέσεις της κυρίως Ελλάδας. Υποστήριξε σθεναρά τη φθίνουσα ηγεμονία της Σπάρτης, ενώ παράλληλα άπλωσε την επιρροή του στο βασίλειο των Μολοσσών στην Ήπειρο. Αντιθέτως, ήδη από το 379 π.Χ., η Καρχηδόνα υπέφερε από επιδημία και ταλαιπωρήθηκε από διάσπαρτες ανταρσίες ιθαγενών στη Λιβύη και στη Σαρδηνία, τις οποίες κατέστειλε με δυσκολία. Οι χρόνιες δυσχέρειες που εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει η Καρχηδόνα ήρθαν σε γνώση του Διονύσιου, ο οποίος θεώρησε εκ νέου τις περιστάσεις πρόσφορες ώστε να εκστρατεύσει εναντίον των καρχηδονιακών κτήσεων στη δυτική Σικελία.

 

β) Αποτυχημένη πολιορκία του Λιλύβαιου (368/67 π.Χ.) και επιστροφή στο status quo ante bellum (367/66 π.Χ.)

Το 368/67 π.Χ., ο ανήσυχος Διονύσιος κήρυξε ξανά τον πόλεμο στην Καρχηδόνα. Συγκέντρωσε πεζική και ναυτική δύναμη από 30.000 πεζούς, 3.000 ιππείς και 300 πολεμικά πλοία και κινήθηκε προελαύνοντας ως το Λιλύβαιο. Διακηρυγμένος αντικειμενικός στόχος ήταν η πολιορκία και κατάληψη του Λιλύβαιου, η απελευθέρωση όλων των ελληνικών πόλεων από το ζυγό της υποτέλειας στους Καρχηδόνιους και η οριστική αποπομπή των τελευταίων από τη Σικελία.

Έπειτα από την καταστροφή της Μοτύης οι Καρχηδόνιοι είχαν καταστήσει το γειτονικό Λιλύβαιο κύρια ναυτική και στρατιωτική τους βάση στη Σικελία. Το οχυρότατο Λιλύβαιο αποδείχτηκε άξιος αντικαταστάτης της Μοτύης. Καταρχάς, η νέα πόλη- φρούριο ήταν σαφώς μεγαλύτερη από τη λιλιπούτεια Μοτύη· συνεπώς, μπορούσε να φιλοξενήσει ισχυρότερες δυνάμεις με περισσότερα εφόδια για μεγαλύτερη χρονική διάρκεια. Επιπλέον, οι Καρχηδόνιοι είχαν επιμεληθεί ιδιαιτέρως τις οχυρωματικές ζώνες του καινούργιου τους προπυργίου. Είχαν υψώσει απρόσβλητα και πανύψηλα τείχη, τα οποία ενισχύονταν από πολλούς πύργους κάθε λίγες δεκάδες μέτρα, ενώ την επιμελημένη οχύρωση συμπλήρωνε βαθιά τάφρος που είχε σκαφτεί περιμετρικά του τείχους. Έτσι, είχαν μετατρέψει ουσιαστικά το Λιλύβαιο σε ένα τεχνητό νησί.[13]

Αναπαράσταση τμήματος των τειχών του Λιλύβαιου.

Η οχύρωση και η αντοχή του Λιλύβαιου στην πολιορκία εξέπληξαν δυσάρεστα τον Διονύσιο. Αποφάσισε, λοιπόν, να περισφίξει τον αποκλεισμό της πόλης-φρουρίου από ξηράς και θαλάσσης προσδοκώντας να το κυριεύσει μετά από πόλεμο φθοράς. Ως αντίδραση, η Καρχηδόνα απέστειλε στο απειλούμενο μέτωπο το σύνολο σχεδόν του διαθέσιμου στόλου της, που τον απάρτιζαν 200 πολεμικά σκάφη. Ο καρχηδονιακός στόλος επέπεσε και κατέστρεψε αιφνιδιαστικά τον αντίπαλο στόλο των Συρακούσιων που είχε στο μεταξύ ελαττωθεί σε μόλις 130 πλοία. Ο Διονύσιος είχε αποσύρει μεγάλο τμήμα των ναυτικών του δυνάμεων από την περιοχή, επειδή οι Καρχηδόνιοι είχαν εντέχνως διασπείρει τη φήμη ότι ο πολεμικός τους στόλος κατακάηκε σε πυρκαγιά που εκδηλώθηκε μέσα στον Κώθωνα, τον λιμένα και ναύσταθμο της Καρχηδόνας. Στη συνέχεια και μετά από τη Ναυμαχία του Έρυκα, ο καρχηδονιακός στόλος αποβίβασε χιλιάδες στρατό, ο οποίος έλυσε την Πολιορκία του Λιλύβαιου.

Λιλύβαιο: καρχηδονιακό ναυάγιο.

Στα τέλη του 367 π.Χ., ο Διονύσιος Α΄ ο πρεσβύτερος απεβίωσε σε ηλικία περίπου 62 ετών. Ο Διονύσιος Β΄ ο νεότερος (περ. 397-342 π.Χ., τύραννος 367-357 και 346-343 π.Χ.) διαδέχθηκε τον πατέρα του ως ανώτατος άρχων των Συρακουσών και προτίμησε να συνάψει ειρήνη με τους Καρχηδόνιους (περ. 367/66 π.Χ.), βάσει της οποίας οι ποταμοί Αλυκός προς νότο και Ιμέρας (αρχ. Ἱμέρας, σημ. Imera Settentrionale ή Fiume Grande) προς βορρά επαναπροσδιορίστηκαν ως όριο μεταξύ των κτήσεων και της σφαίρας επιρροής Καρχηδονίων και Συρακούσιων στη Σικελία. Έτσι έληξε και ο Πέμπτος Σικελικός Πόλεμος.[14]

Λιλύβαιο: επιτύμβια στήλη του 2ου π.Χ. αιώνα. Αποτίμηση και αξιολόγηση των καρχηδονιακών πολέμων του τυράννου των Συρακουσών Διονυσίου Α΄

Οι σωρευτικές απώλειες για τις δύο αντιπάλους, Συρακούσες και Καρχηδόνα, κατά τη διάρκεια των τριών καρχηδονιακών πολέμων του τυράννου Διονυσίου υπήρξαν αναμφίβολα βαρύτατες. Εντούτοις, ο Διονύσιος Α΄ πέτυχε να αυξήσει σημαντικά την επικράτεια των Συρακουσών στη Σικελία και στην Κάτω Ιταλία. Θεωρείται ότι τότε οι Συρακούσες αναδείχτηκαν στο μεγαλύτερο σε έκταση οργανωμένο κράτος στην ευρωπαϊκή ήπειρο.[15] Ο τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος Α΄ έφερε, ατύπως ή τυπικά, ποικίλα αξιώματα και διάφορους τίτλους, ώστε να διατυμπανίσει την ευρεία και εκτεταμένη εξουσία του ιδίως στη Σικελία αλλά και στην Κάτω Ιταλία.[16] Πράγματι, το κράτος του Συρακούσιου τυράννου Διονυσίου Α΄ στη Μεγάλη Ελλάδα υπερέβη σαφώς και ξεπέρασε εμφανώς τα έως τότε συνήθως πεπερασμένα γεωγραφικά και πολιτικά πλαίσια της αρχαιοελληνικής πόλης-κράτους, συνιστώντας τελικά ένα πρώιμο αρχαιοελληνικό «υπερκράτος».

Ωστόσο, τούτο επρόκειτο περισσότερο για προσωπικό κατόρθωμα του Διονύσιου Α΄ και λιγότερο για συλλογική επιτυχία των Συρακουσών. Ουσιαστικά, οι αδιαμφισβήτητες και πολυσχιδείς ικανότητες του δαιμόνιου Διονύσιου τέθηκαν προπάντων στην εξυπηρέτηση της προσωπικής του φιλοδοξίας και όχι στην υπηρεσία του γενικότερου συμφέροντος των Συρακούσιων και των Ελλήνων της Μεγάλης Ελλάδας.[17] Βέβαια, ο συνολικός γεωπολιτικός και γεωστρατηγικός αντίκτυπος των τριών πολέμων που εξαπέλυσε ο εν λόγω τύραννος ευνόησε τις Συρακούσες περισσότερο από την Καρχηδόνα.[18] Πάντως, μέχρι το 367 π.Χ. και οι δύο δυνάμεις είχαν λίγο ως πολύ σταθεροποιήσει τις σφαίρες επιρροής και κυριαρχίας τους στη Σικελία, κατά τρόπο που άφηνε και τις δύο πλευρές γενικά ικανοποιημένες.

Ύστερα από τον θάνατο του τυράννου Διονυσίου Α΄, μιας αναμφίβολα ισχυρής προσωπικότητας και ενός χαρισματικού πολιτικού και στρατιωτικού ηγέτη παρ’ όλα τα ελαττώματά του, ματαιώθηκαν και έσβησαν οριστικά τα όποια όνειρα των Συρακούσιων για εκδίωξη των Καρχηδονίων και πλήρη κυριαρχία στη Σικελία. Οι εκ διαμέτρου αντίθετες εξελίξεις στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό μεταξύ των δύο πόλεων- κρατών και ισχυρότερων τότε δυνάμεων της Δυτικής Μεσογείου θα συνεχίσουν να τροφοδοτούν τη μεταξύ τους σύγκρουση πυροδοτώντας εξελίξεις στην εξωτερική τους πολιτική. Η παραδοσιακή πολιτειακή σταθερότητα των Καρχηδονίων θα μετατραπεί σύντομα σε οιονεί όπλο απέναντι στην παροιμιώδη πολιτειακή αστάθεια ειδικά των Συρακούσιων, και στον ασύγγνωστο πολιτικό κατακερματισμό γενικά των Σικελιωτών Ελλήνων.[19]

Χρυσό νόμισμα της εποχής της τυραννίας του Διονυσίου Α΄ (405-367 π.Χ.)

 

Ο Γεώργιος Καλαφίκης είναι διδάκτορας Βυζαντινής Ιστορίας, φιλόλογος Δ.Ε. στο Μουσικό Σχολείο Θεσσαλονίκης, επιστημονικός συνεργάτης αποσπασμένος στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] «Η ιστορική αναμέτρηση Καρχηδόνας και Συρακουσών με έπαθλο τη Σικελία. Ο Α΄ Σικελικός Πόλεμος (480 π.Χ.)», Clio Turbata (4/6/2022): https://clioturbata.com/απόψεις/kalafikis-first-sicilian-war/. – «Η ιστορική αναμέτρηση Καρχηδόνας και Συρακουσών με έπαθλο τη Σικελία. O Β΄ Σικελικός Πόλεμος (409-404 π.Χ.)», Clio Turbata (11/6/2022): https://clioturbata.com/απόψεις/kalafikis-second- sicilian-war/.

[2] Πηγές-βοηθήματα: Φίλιστος 28 (34) : Αίλιος Θέων Προγυμν. 17-21: «…τὰ περὶ τὴν παρασκευὴν τὴν ἐπὶ Καρχηδονίους Διονυσίου τοῦ τυράννου, καὶ τῶν ὅπλων καὶ τῶν νεῶν, καὶ τῶν ὀργάνων (δηλ. των πολεμικών μηχανών) τὴν ποίησιν». – Αναλυτικά Διόδωρος 14.41-44. ‖ Jurien de La Gravière 1879: 861-864, 870-873. – Του ιδίου 1887: 179-185, 199-206. – Hulot/Fugères 1910: 177-190. – Warmington 1960: 88-89. – Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 109-111, 121-123. – Δεσποτόπουλος 1972: 206, 230, 233. – Lloyd 1977: 81-82. – Caven 1990: 80-97. – Campbell 2003: 3-8. – Ross Holloway 2004: 142-147. – Benjamin 2006: 71-72. – Fields 2006: 52. – Μοράκης 2006: 224-225. – CHGRW 2007: 124, 241, 358, 451, 462. – Fields 2007: 21. – Champion 2010: 237-249. – Dummett 2010: 46-50. – Miles 2011: 52, 68. – Steinby 2014: 22-23. – De Angelis 2016: 124-126. – Evans 2016: 163. – Μοράκης 2016: 106-108. – Δρόκαλος 2017: 93-96. – Hoyos 2019: 67-68. – Mignosa 2020: 397-409.

[3] Wilcken 1976: 262-263.

[4] Prag 2010: 61. – Harris 2018: 146-148. Ο «Σικελικός Εσπερινός» ξέσπασε στις 29 Μαρτίου 1282 κατόπιν μυστικής υποκίνησης από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο και τον βασιλιά της Αραγωνίας Πέτρο Γ΄. Η μηχανορραφία των δύο μεσογειακών ηγεμόνων στρεφόταν κατά του κοινού τους αντιπάλου, Φράγκου βασιλιά της Σικελίας Καρόλου του Ανδεγαυού (Charles d’Anjou) και οδήγησε τους Σικελούς σε ξεσηκωμό και επανάσταση εναντίον των Φράγκων. Οι τελευταίοι εκδιώχθηκαν από το νησί, ενώ παράλληλα ο Κάρολος ο Ανδεγαυός ανατράπηκε και απώλεσε τα εκεί εδάφη και τον θρόνο του. Επιστρέφοντας στο θέμα μας, έχει γενικά παρατηρηθεί ότι οι Σικελικοί Πόλεμοι διεξάγονταν με υπερβολική βιαιότητα τον 4ο αι. π.Χ. (CHGRW 2007: 396).

[5] Πηγές-βοηθήματα: Διόδωρος 14.48-53. – Πολύαινος Στρατ. 2.6. ‖ Jurien de La Gravière 1879: 873-874. – Του ιδίου 1887: 206-209. – Warmington 1960: 89-91. – Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 111-113. – Caven 1990: 98-106. – Rainey 2004: 41. – Ross Holloway 2004: 141-142. – Benjamin 2006: 73-74. – Μοράκης 2006: 225-226. – Champion 2010: 249-255. – Lee 2010: 148. – Miles 2011: 53. – Steinby 2014: 44. – Μοράκης 2016: 108-115. – Δρόκαλος 2017: 97-103. – Caruso 2019: 15. – Hoyos 2019: 69-71. – Souza 2020: 130 κ.ε.

[6] Οι αρκετά συχνές και επαναλαμβανόμενες λοιμικές εξάρσεις που ταλαιπωρούσαν τα εκστρατευτικά σώματα των Καρχηδονίων κατά τους Σικελικούς Πολέμους ενδέχεται ως έναν βαθμό να υπέκρυπταν προβλήματα επιμελητείας και λογιστικής υποστήριξης.

[7] Πηγές-βοηθήματα: Ισοκράτης Αρχίδαμος 43-45. – Έφορος F.204 και Τίμαιος F.108 : Διόδωρος 54.5. – Διόδωρος 14.54-78. – Frontinus Strat. 1.1.2 (πρβ. Πολύαινος Στρατ. 5.10.2), 1.4.12 (πρβ. Πολύαινος Στρατ. 2.11). – Frontinus Strat. 2.5.11 (πρβ. Πολύαινος Στρατ. 5.8.1). – Πολύαινος Στρατ. 5.2.17, 6.16.2-3. – Justinus 19.2-3. – Κων. Πορφ. de virt. et vit. 1.236.30-1.237.10 [§118 (: Διόδωρος 14.63.1)-119 (: Διόδωρος 14.76.3)]. ‖ Jurien de La Gravière 1879: 874-879. – Του ιδίου 1887: 210-218. – Warmington 1960: 91-94. – Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 113-115. – Caven 1990: 106-123. – Μοράκης 2006: 226-228. – CHGRW 2007: 457 σημ. 152. – Evans 2009: 92- 97. – Champion 2010: 256-268. – Miles 2011: 53-54. – Dudziński 2016: 52. – Μοράκης 2016: 115-132. – Δρόκαλος 2017: 103-113. – Hoyos 2019: 71-76.

[8] Πηγές-βοηθήματα: Διόδωρος 95-96. ‖ Hulot/Fugères 1910: 123-125. – Warmington 1960: 94. – Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 115-116. – Caven 1990: 124-131. – Rainey 2004: 216. – Champion 2010: 268-272. – Δρόκαλος 2017: 113-115. – Dudziński 2019: 192. – Hoyos 2019: 77-80.

[9] Πηγές-βοηθήματα: Πολύβιος 1.6.2. – Διόδωρος 14.91.1, 14.100-108 και 111-112, 15.6.1, 15.13 και 15.14.1-2. – Frontinus Strat. 3.4.3. – Πολύαινος Στρατ. 5.2.10 (πρβ. Frontinus Strat. 3.4.4), 18, 22. – Justinus 20. – Κων. Πορφ. de virt. et vit. 1.238.17-20 [§ 125 (: Διόδωρος 14.111.4)]. ‖ Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 116-119, 123-125. – Caven 1990: 131-185. –   Μοράκης 2006: 228-231. – Champion 2010: 273-283. – Christien 2015: 128-135. – Δρόκαλος 2017: 115-121. – Bearzot 2018: 49-51. – Harris 2018: 136, 139, 148-153. – Hoyos 2019: 80-82.

[10] Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 122-123. – Caven 1990: 245. – Αρεταίος 2015: 96. – De Angelis 2016: 126-129.

[11] Caven 1990: 186-180. – Dudziński 2019: 188-189.

[12] Πηγές-βοηθήματα: Διόδωρος 15.14.3-4 [πρβ. Κων. Πορφ. de virt. et vit. 1.239.21- 27 (§ 128)], 15.15-17. – Πολύαινος Στρατ. 5.2.21, 6.16.1. ‖ Hulot/Fugères 1910: 125. – Warmington 1960: 95-96. – Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 119-120. – Caven 1990: 186-201. – Rainey 2004: 216. – Μοράκης 2006: 231. – CHGRW 2007: 283. – Champion 2010: 284-288. – Dummett 2010: 50-53. – Δρόκαλος 2017: 121-124. – Dudziński 2019. – Hoyos 2019: 82-88. Σύγχρονοι ιστορικοί έχουν υποστηρίξει, μάλλον λανθασμένα, ότι τότε η καρχηδονιακή «επικράτεια» στη Σικελία προωθήθηκε ακόμη δυτικότερα κατά μήκος του ποταμού Νοτίου Ιμέρα (Fiume Salso ή Imera Meridionale), και επομένως ότι η ειρήνευση του 376 π.Χ. (περ.) υπήρξε ακόμη δυσμενέστερη για τις Συρακούσες. Πρβ. π.χ. De Vincenzo 2013: 25-26. Αντιπρβ. Dudziński 2019: 192 κ.ε.

[13] Rainey 2004: 81-85. – Miles 2011: 54-55. – Caruso 2019: 20-22.

[14] Πηγές-βοηθήματα: Διόδωρος 23-24, 73. – Frontinus Strat. 1.8.11 (πρβ. Πολύαινος Στρατ. 5.2.9). – Πολύαινος Στρατ. 5.9. ‖ Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 120. – Caven 1990: 202-215. – Μοράκης 2006: 231. – Champion 2010: 288-294. – Δρόκαλος 2017: 124-130. – Hoyos 2019: 88-92.

[15] Πρβ. Jurien de La Gravière 1887: 219-225. – Warmington 1960: 96-97. – Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 126-128 (αρνητική αξιολόγηση Διονυσίου). – Lloyd 1977: 81-85. – Caven 1990: 222-253. – Lewis 2000. – Μοράκης 2006: 231-232. – Champion 2010: 295-298 (αρνητική αξιολόγηση Διονυσίου). – Thatcher 2011: 161-178. – De Angelis 2016: 126-129, 212-217 (θετική αποτίμηση Διονυσίου). – Bearzot 2018. – Harris – Hoyos 2021: 56-58 (συνολικά αρνητικό για την Καρχηδόνα το αποτέλεσμα των πολέμων εναντίον του Συρακούσιου τυράννου Διονυσίου).

[16] Bearzot 2018: 44, 47. Βλ. π.χ. IG II2 18.6-7 (Αττική, 394/93 π.Χ.), 103.19-20 (Αττική, 369/68 π.Χ.): και 105.7-8 (Αττική, 368/67 π.Χ.): «…Διονύσιον τὸν Σικελίας ἄρχοντα…». Betts 1980: 146. – Harris 2018: 151-153. Μάλιστα, ο Λυσίας συγκαταλέγει στον «Κατ’ Ἀνδοκίδου ἀσεβείας» λόγο (Or. VI.6-7) τον Διονύσιο Α΄ ανάμεσα στους «βασιλέας». Betts 1980: 144-150. – Griffin 2005: 225-231.

[17] Πρβ. Ισοκράτης Φίλιππος 65: «Διονύσιος…ἐπιθυμήσας μοναρχίας ἀλόγως καὶ μανικῶς καὶ τολμήσας ἅπαντα πράττειν τὰ φέροντα πρὸς τὴν δύναμιν ταύτην, κατέσχε μὲν Συρακούσας, ἁπάσας δὲ τὰς ἐν Σικελίᾳ πόλεις, ὅσαι περ ἦσαν Ἑλληνίδες, κατεστρέψατο, τηλικαύτην δὲ δύναμιν περιεβάλετο καὶ πεζὴν καὶ ναυτικὴν ὅσην οὐδεὶς ἀνὴρ τῶν πρὸ ἐκείνου γενομένων». Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 128. Πρβ. Λυσίας Ὀλυμπιακός, όπου οι Έλληνες προτρέπονταν να ανατρέψουν την τυραννίδα του Διονυσίου Α΄. Lamb 51967: 680-683. Για όψεις της αντικαρχηδονιακής προπαγάνδας επί Διονυσίου Α΄: Prag 2010: 60-63.

[18] Rainey 2004: 255-258. Για την πολεμική δράση και διάφορα στρατηγήματα του Διονυσίου Α΄: Πολύαινος Στρατ. 2.

[19] Betts 1980: 45 κ.ε. – De Angelis 2016: 132. – Δρόκαλος 2017: 218-220.

 

ΠΗΓΕΣ

Aelius Théon Progymnasmata, eds.-transl. M. Patillon/G. Bolognesi, [Collection des universités de France. Série grecque 376 – Collection Budé] Paris 1997

Diodorus Siculus Library of History, vol. VI: Books XIV-XV.19, vol. VII: Books XV.20- XVI.65, eds.-transl. C.H. Oldfather, Ch.L. Sherman, [Loeb 399, 389] London/Cambridge MA 1954, 1952

Ephoros von Kyme, F. Jacoby (ed.), Die Fragmente Der Griechischer Historiker (FGrHist) II.A 70, Leiden 1986, σ. 37-109

Excerpta historica iussu imp. Constantini Porphyrogeniti confecta, vol. 2: excerpta de virtutibus et vitiis, pts. 1-2, eds. T. Büttner-Wobst/A.G. Roos, Berlin 1906, 1910

Frontinus The Stratagems and Aqueducts of Rome, ed.-transl. C.E. Bennett, [Loeb 174] London/New York 1925

Inscriptiones Graecae (= IG) vol. II/III², Inscriptiones Atticae Euclidis anno posteriores, ed. J. Kirchner, Pars I. Decreta continens, Fasc. 1. Decreta annorum 403/2– 230/29 a. Chr., Berlin 1913

Isocrates vol. I, ed.-transl. G. Norlin, [Loeb 209] London/New York 1928, Oration V. To Philip: σ. 243-340, Oration VI. Archidamus: σ. 341-411

Justin Abrégé des Histoires Philippiques de Trogue Pompée. Tome II. Livres XI-XXIII, eds. B. Mineo/G. Zecchini, [CUF. Série latine 418] Paris 2020

Lysias, ed.-transl. W.R.M. Lamb, [Loeb 244] Cambridge MA/London 51967, VI. Against Andocides: For Impiety: σ. 112-143, XXXIII. Olympic Oration: σ. 680- 690

Polyaeni Strategematon Libri VIII, edd. E. Woelfflin/J. Melber, [Teubner] Stuttgart

21970

Philistos von Syrakus, F. Jacoby (ed.), FrGrHist III.B 556, Leiden 1964, σ. 551-567 Polybius The Histories, Vol. I: Books I-II, ed.-transl. W.R. Paton, [Loeb 128]

London/New York 1922

Timaios von Tauromenion, F. Jacoby (ed.), FrGrHist III.B 566, Leiden 1964, σ. 581- 658

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αρεταίος, Λ. 2015. «Δίων – Τιμολέων (367 – 338 π.Χ.). Οι σωτήρες των Συρακουσών», στο: Μάχες της Αρχαιότητας Τόμος 2, εκδ. Β. Καμπάνης, [Στρατιωτική Ιστορία] Αθήνα, σ. 91-114

Bearzot, C. 2018. «Polybius and the Tyrants of Syracuse», στο: N. Miltsios/M. Tamiolaki (eds.), Polybius and His Legacy, [Trends in Classics – Supplementary Volumes, vol. 60] Berlin/Boston, σ. 43-54

Benjamin, S. 2006. Sicily. Three Thousand Years of Human History, Hanover NH

Betts, D.J. 1980. ‘Stasis’, Political Change and Political Subversion in Syracuse, 415- 305 B.C., MA thesis, Hobart

Campbell, D.B. 2003. Greek and Roman Artillery 399 BC–AD 363, [Osprey, New Vanguard 89] Oxford

Caruso, E. 2019. «Archaeological Landscape of the “Punic Epicracy” of Sicily», στο: E. Caruso/F. M. Raimondo/ G. Domina (eds.), BOCCONEA–28. Proceedings of the Meeting Botany at the intersection of Nature, Culture, Art and Sciences. Archaeological Park, Selinunte (Sicily), 28-30 June 2018, Palermo, σ. 13-25

Caven, B. 1990. Dionysius I War-Lord of Sicily, New Haven/London

Champion, J. 2010. The Tyrants of Syracuse: War in Ancient Sicily, Vol. I: 480–367 BC, [Pen & Sword Military] Barnsley

Χατζόπουλος, Μ. (συν. Κολιόπουλος, Ι.) 1972. «Σικελία και Κάτω Ιταλία (413 – 330 π.Χ.)», στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Ι.Ε.Ε.), τ. Γ2: Κλασσικός Ελληνισμός, Αθήνα, σ. 98-144

CHGRW I 2007 = Ph. Sabin/H. van Wees/M. Whitby (eds.). The Cambridge History of Greek and Roman Warfare, Vol. I: Greece, the Hellenistic world and the rise of Rome, Cambridge

Christien, J. 2015. «Corcyre au IVe siècle entre Sparte et Syracuse: que sont mes vaisseaux devenus?», στο: C. Antonetti/E. Cavalli (eds.), Prospettive Corciresi, [Diabaseis 5] Pisa, σ. 119-144

De Angelis, F. 2016. Archaic and Classical Greek Sicily. A Social and Economic History, [Greeks Overseas] Oxford

Δεσποτόπουλος, Α. 1972. «Η πολεμική τέχνη των Ελλήνων κατά την περίοδο 1100-336 π.Χ.», στο: Ι.Ε.Ε., τ. Γ2: Κλασσικός Ελληνισμός, Αθήνα, σ. 192-235

De Vincenzo, S. 2013. Tra Cartagine e Roma. I centri urbani dell’eparchia punica di Sicilia tra VI e I sec.a.C., Berlin/Boston

Δρόκαλος, Σ.Φ. 2017. Έλληνες εναντίον Καρχηδονίων. Η αδυσώπητη σύγκρουση για κυριαρχία στη δυτική Μεσόγειο (8ος-3ος αι. π.Χ.), [Μονογραφίες της «Στρατιωτικής Ιστορίας» 76] Αθήνα

Dudziński, A. 2016. «Diodorus’ use of Timaeus», Ancient History Bulletin 30/1-2, σ. 43-76

Dudziński, Α. 2019. «The Treaty of 376/5 BC – A New Interpretation», Historia 68/2, σ. 188-199

Dummett, J. 2010. Syracuse City of Legends. A Glory of Sicily, London/New York

Evans, R. 2009. Syracuse in Antiquity. History and Topography, Pretoria

Evans, R. 2016. Ancient Syracuse. From Foundation to Fourth Century Collapse, London/New York

Fields, N. 2006. Ancient Greek Fortifications 500 – 300 BC, [Osprey, Fortress 40] Oxford/New York

Fields, N. 2007. Ancient Greek Warship 500–322 BC, [Osprey, New Vanguard 132] Oxford/New York

Griffin, M.J. 2005. The Tyrannies in the Greek Cities of Sicily: 505-466 BC, PhD thesis, University of Leeds

Harris, J.R. 2018. «Continuity through Rupture: Space, Time, and Politics in the Mass Migrations of Dionysius the Elder», στο: S. Montel/A. Pollini (eds.), La question de l’espace au IVe siècle avant J.-C. dans les mondes grec et étrusco- italique : continuités, ruptures, reprises, [Institut des Sciences et Techniques de l’Antiquité (ISTA) 1442] Besançon, σ. 135-157

Hoyos, D. 2019. Carthage’s Other Wars. Carthaginian Warfare Outside the ‘Punic Wars’ Against Rome, [Pen & Sword Military] Barnsley

Hoyos, D. 2021. Carthage. A Biography, [Cities of the Ancient World] London/New York

Hulot, J./Fugères, G. 1910. Sélinonte. Colonie dorienne en Sicile. La Ville, l’Acropole et les Temples, [Librairie générale de l’architecture et des arts décoratifs] Paris

Jurien de La Gravière, E. 1879. «La marine de Syracuse», Revue des deux mondes (Sept. 2/2), σ. 861-885

Jurien de La Gravière, E. 1887. La Marine des Anciens, 2ème Partie : La Revanche des Perses. Les Tyrans de Syracuse, Paris

Lee, J.W.I. 2010. «Urban Warfare in the Classical Greek World», στο: V. Davis Hanson (ed.), Makers of Ancient Strategy. From the Persian Wars to the Fall of Rome, Princeton/London, σ. 138-162

Lewis, S. 2000. «The tyrant’s myth», στο: Chr. Smith/J. Serrati (eds.), Sicily from Aeneas to Augustus. New Approaches in Archaeology and History, [New Perspectives on the Ancient World 1] Edinburgh, σ. 97-106

Lloyd, A. 1977. Destroy Carthage! The Death Throes of an Ancient Culture, London

Mignosa, V. 2020. «When war changes a city. 14. Fortifications and urban landscapes in tyrant-ruled Syracuse», στο: M. Jonasch (ed.), The Fight for Greek Sicily Society, Politics, and Landscape, Oxford/Philadelphia, σ. 380-419

Miles, R. 2011. Carthage Must Be Destroyed. The Rise and Fall of an Ancient Mediterranean Civilization, New York

Μοράκης, Α. 2006. «Έλληνες της Δύσης», στο: Ιστορία των Ελλήνων τόμος 3: Κλασικοί Χρόνοι, Αθήνα, σ. 202-241

Μοράκης, Α. 2016. «Η εκστρατεία του Διονυσίου στη Δυτική Σικελία και η πολιορκία των Συρακουσών από τους Καρχηδονίους (398-396 π.Χ.)», στο: Μάχες της Αρχαιότητας Τόμος 4, εκδ. Β. Καμπάνης, [Στρατιωτική Ιστορία] Αθήνα, σ. 105- 132

Prag, J. 2010. «Tyrannizing Sicily: The Despots who cried ‘Carthage!’», στο: A.J. Turner/J.H.K.O. Chong-Gossard/F.J. Vervaet (eds.), Private and Public Lies: The Discourse of Despotism and Deceit in the Graeco-Roman World, [Impact of Empire vol. 11] Leiden, σ. 51-71

Rainey, S. 2004. The Nature of Carthaginian Imperial Activity: Trade, Settlement, Conquest, and Rule, PhD thesis, University of Canterbury

Ross Holloway, R. 2004. The Archaeology of Ancient Sicily, London/New York

Souza, R. 2020. «Enslavement and redemption in Classical Sicily», στο: M. Jonasch (ed.), The Fight for Greek Sicily Society, Politics, and Landscape, Oxford/Philadelphia, σ. 121-141

Steinby, Chr. 2014. Rome versus Carthage. The War at Sea, [Pen & Sword Maritime] Barnsley

Thatcher, M.R. 2011. A Variable Tapestry: Identity and Politics in Greek Sicily and Southern Italy, PhD thesis, Brown University, Providence RI

Warmington, B.H. 1960. Carthage, London

Wilcken, U. 1976. Αρχαία Ελληνική Ιστορία, μτφ. Ι. Τουλουμάκος, Αθήνα

 

Οι αναχρονισμοί του Astérix

Το Πασχαλινό αφιέρωμα της Clio Turbata

 

Οι αναχρονισμοί του Astérix

 

Στον Αριστομένη Καζόγλου

 

Ένα αφιέρωμα αυτού του είδους έχει άραγε θέση σε μια ιστοσελίδα σαν την Clio Turbata; Η απάντηση είναι καταφατική. Πέραν πάσης αμφιβολίας, η ανατροπή της ιστορικής πραγματικότητας είναι ο κυρίαρχος λόγος, που εξηγεί τη μεγάλη επιτυχία της σειράς. Όμως, για να είναι κάποιος σε θέση να το πράξει, οφείλει να κατέχει την εν λόγω πραγματικότητα από κάθε άποψη και μάλιστα σε βάθος. Αυτό ακριβώς συμβαίνει εν προκειμένω. Άλλωστε, πρόκειται περί Τέχνης, οπότε τα πάντα επιτρέπονται, τα πάντα δικαιολογούνται.

Αναφορές σε ιστορικά συμβάντα

Ο Γαλατικός Πόλεμος είναι μια σειρά στρατιωτικών εκστρατειών με επικεφαλής τον Ρωμαίο ανθύπατο Ιούλιο Καίσαρα εναντίον γαλατικών φυλών. Διήρκεσε από το 58 έως το 51 π.Χ. και ουσιαστικά ολοκληρώθηκε με την αποφασιστική μάχη της Αλεσίας, η οποία οδήγησε στην επέκταση της κυριαρχίας της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας στο σύνολο της Γαλατίας. Η εσωτερική διάσπαση των Γαλατών σε φυλές διευκόλυνε τη νίκη του Καίσαρα και η προσπάθεια του Βερκινγκετορίξ να ενώσει τους Γαλάτες κατά της ρωμαϊκής εισβολής σημειώθηκε καθυστερημένα. Παρόλο που ο Καίσαρ περιέγραψε την εισβολή ως προληπτική και αμυντική δράση, οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι ο πόλεμος διεξήχθη κυρίως για να εδραιώσει την πολιτική του σταδιοδρομία και να τού εξασφαλίσει πόρους. Ωστόσο, η κατάκτηση της Γαλατίας είχε μεγάλη σημασία για τους Ρωμαίους, καθώς οι ήδη από το 121 π.Χ. κατακτημένες από τη Ρώμη περιοχές στα νότια της Γαλατίας δέχονταν επιθέσεις από διάφορες γαλατικές φυλές εγκατεστημένες βορειότερα. Η κατάκτηση της Γαλατίας επέτρεψε επίσης στη Ρώμη να διασφαλίσει τα φυσικά σύνορα του Ρήνου. Η εξέλιξη του πολέμου περιγράφεται από τον Ιούλιο Καίσαρα στο έργο του Απομνημονεύματα περί του Γαλατικού Πολέμου (Commentarii de Bello Gallico), το οποίο παραμένει η πιο σημαντική ιστορική πηγή για τον Γαλατικό πόλεμο, τόσο για τα πολεμικά γεγονότα όσο και για τις πολλές πληροφορίες για την κοινωνική δομή των Γαλατών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι René Goscinny και Albert Uderzo τοποθέτησαν το 1959 τις περιπέτειες του Astérix. Όλη η Γαλατία έχει πέσει στα χέρια των Ρωμαίων. Όλη; Όχι! Οι κάτοικοι ενός μικρού χωριού της Αρμορικής, χάρη στο μαγικό φίλτρο που παρασκευάζει ο δρυίδης Πανοραμίξ, και που τους δίνει υπερφυσική δύναμη, συνεχίζουν να αντιστέκονται στους Ρωμαίους. Γνωρίζοντας ότι η κατάκτηση του χωριού μέσω πολέμου είναι αδύνατη λόγω της υπερφυσικής δύναμης των Γαλατών, ο Ιούλιος Καίσαρας και οι Ρωμαίοι προσπαθούν κάθε φορά να κατακτήσουν το χωριό χρησιμοποιώντας κάποιο πανούργο τέχνασμα, πάντoτε όμως με αποτυχημένη κατάληξη. Αυτό είναι και το κύριο θέμα του κόμικ.

Το χωριό των ανυπότακτων Γαλατών.
Η ολοκλήρωση της κατάκτησης της Γαλατίας με την παράδοση των όπλων του Βερκινγκετορίξ στον Ιούλιο Καίσαρα.
Το σύνδρομο της ήττας των Γαλατών στην αποφασιστική μάχη της Αλεσίας.

Πολλά αδιαμφισβήτητα ιστορικά συμβάντα είναι ενσωματωμένα με περίτεχνο τρόπο και πάντοτε με ευρηματικότητα: η εκστρατεία του Καίσαρα στην αντίπερα όχθη της Μάγχης, οι εξεγέρσεις στην Ιβηρική χερσόνησο, η σύγκρουση με τις δυνάμεις του Πομπήιου στη βόρεια Αφρική, ο δεσμός του Καίσαρα με την Κλεοπάτρα, οι πολεμικές τεχνικές των Ρωμαίων, η συνωμοσία του Βρούτου κλπ.

Ο διάπλους της Μάγχης από τον στόλο του Ιουλίου Καίσαρα.
Εξέγερση στην Ιβηρική χερσόνησο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η θυελλώδης σχέση του Ιουλίου Καίσαρα με την Κλεοπάτρα.
“Και όσο ο Βρούτος βρίσκεται στο πλευρό σου, δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα, ω Καίσαρ!”
Τα ρωμαϊκά όργια.
Η μάχη της Θάψου (46 π.Χ.).

Ωστόσο, ένα θεμελιώδες συστατικό γνώρισμα του συνόλου της σειράς αποτελεί το γεγονός ότι οι συγγραφείς επιλέγουν συνειδητά να διαχωρίσουν τη θέση τους από την ιστορική συνέχεια αντιστρέφοντας την προοπτική του χρόνου. Υπό αυτή την έννοια δεν είναι λίγες οι αναφορές σε μεταγενέστερα γεγονότα, ο δε κόσμος του Astérix δεν είναι σχεδόν τίποτα άλλο από μια προβολή του μέλλοντος στο αρχαίο παρελθόν, υπό το πρίσμα, πάντοτε, της καρικατούρας: μεταξύ πολλών άλλων τα μέσα μαζικής μεταφοράς στο Λονδίνο είναι δίπατες βοϊδάμαξες, στην Λουτέτια (πρόδρομο του Παρισιού) δεσπόζει ένας γιγάντιος περιστερεώνας με το σχήμα του πύργου του Άιφελ, οι Ελβετοί είναι μανιακοί με την καθαριότητα, οι Βρετανοί πίνουν τσάι στις 17.00 μ.μ., οι πρωταγωνιστές συναντώνται με τον Δον Κιχώτη μπροστά από έναν ανεμόμυλο, χορεύουν συρτάκι μέσα σε μια αθηναϊκή ταβέρνα, οι πειρατές ναυαγούν συγκεντρωμένοι επάνω σε μια σχεδία, η οποία αποτελεί ευθεία αναφορά στον γνωστό πίνακα του ζωγράφου Théodore Géricault H σχεδία της Μέδουσας, σε ένα άσυλο ψυχασθενών αποτελεί ανεξήγητο φαινόμενο η παρουσία ενός τροφίμου ντυμένου σαν τον Ναπολέοντα, στους δρόμους του Λονδίνου κάνει θραύση ένα συγκρότημα τροβαδούρων με τη μορφή των Beatles, οι Astérix και Obélix ανακαλύπτουν κατά λάθος την Αμερική αιώνες πριν από τον Χριστόφορο Κολόμβο κλπ.

Η ανακάλυψη της Αμερικής.
Οι δίπατες βοϊδάμαξες του Λονδίνου.
Ο μεγάλος περιστερεώνας της Λουτέτιας.
Αναφορά στον γερμανικό μιλιταρισμό.
Amnésix: ο μυστηριώδης τρόφιμος του ψυχιατρείου.
Πινακίδα στα σύνορα μεταξύ Γαλατίας και Ελβετίας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η σχεδία της Μέδουσας του Théodore Géricault και η κατά Astérix εκδοχή της.
Five o’ clock tea.
Οι Beatles αναστατώνουν την καθημερινότητα του Λονδίνου.
Συναπάντημα με τους Δον Κιχώτη και Σάντσο Πάντσα στην Ισπανία.
Χορεύοντας φλαμένκο στην Ανδαλουσία.
Τρώγοντας ελβετική φοντύ στη Γενεύη.
Πετώντας με μαγικό χαλί στην Ινδία.
Οι Βρετανοί ανακαλύπτουν το ράγκμπυ.

Συχνότατες είναι και οι αναφορές σε μεταγενέστερα γεγονότα όπως οι μάχες του Αούστερλιτς και του Βατερλώ, η απόβαση των Συμμάχων στη Νορμανδία κλπ.

Αναφορά στη μάχη του Αούστερλιτς (1805) και παράφραση της έκφρασης του Ναπολέοντα “Le soleil d’ Austerlitz” (O ήλιος του Austerlitz) ως “Le sommeil d’ Osterlix”(O ύπνος του Osterlix).
Η μάχη του Βατερλώ (1815) δεκαεννέα αιώνες πριν από τη διεξαγωγή της.
Οι Νορμανδοί αποβιβάζονται στη Γαλατία! Αναφορά στη Συμμαχική απόβαση στη Νορμανδία (6 Ιουνίου 1944) με το τραγούδι, που οι Ελεύθεροι Γάλλοι του στρατηγού De Gaulle είχαν αναγάγει σε σύμβολο.

Χαρακτήρες και επιλογή ονομάτων

Προνομιακός χώρος έμπνευσης για τους σκιτσογράφους υπήρξε ο κόσμος της έβδομης τέχνης. Οι πρωταγωνιστές της σειράς παρελαύνουν δανειζόμενοι τα χαρακτηριστικά δημοφιλών ηθοποιών και άλλων επωνύμων προσώπων της πολιτικής και του αθλητισμού.

Οι ηθοποιοί Stan Laurel και Oliver Hardy ως Ρωμαίοι λεγεωνάριοι.
O ηθοποιός Jean Gabin ως Πόντιος Πιλάτος.
Η ηθοποιός Romy Schneider ως τραγουδίστρια όπερας Latraviata.
Ο Μαρσεγιέζος ηθοποιός Raimu, ως ταβερνιάρης από τη Μασσαλία.
Ο ηθοποιός Sean Connery ως Γαλάτης κατάσκοπος Dubbelosix, παράφραση του double o seven, χαρακτηρισμού του James Bond.
Ο ηθοποιός Jean Marais ως Γαλάτης γόης Tragicomix.
Ο ηθοποιός Lino Ventura ως Ρωμαίος εκατόνταρχος Aérobus.
Ο ηθοποιός James Coburn ως μάντης.
Ο ηθοποιός Kirk Douglas ως Σπάρτακος.
Ο ηθοποιός Charles Laughton ως Γάιος Γράκχος.
Ο τηλεοπτικός κονφερανσιέ Guy Lux ως υπεύθυνος προγραμματισμού στο Κολοσσαίο.
Ο Siegmund Freud ως Δρυίδης Psychoanalytix.
Ο Jacques Chirac ως Ρωμαίος τεχνοκράτης.
Ο ποδηλάτης Eddy Merckx ως ταχύς αγγελιοφόρος.
O Julius Assange ως Ρωμαίος στατιστικολόγος.

H επιλογή των ονομάτων αποτελεί πηγή έμπνευσης και άφθονου γέλιου. Εκείνα των Γαλατών λήγουν πάντοτε σε -ix (Astérix, Obélix, Astronomix – ο πατέρας του Astérix, Panoramix, Patologix, Diagnostix, Amnésix, Homéopathix, Anorexix, Tragicomix, Carferrix, Ramolix, Psychoanalytix, Hérétix, Salamix, Otorinolaringologix, Atmosférix Fantasmagorix, κλπ). Άξιες μνείας είναι οι περιπτώσεις του Κορσικανού Ocatarinetabellatchitchix (από το τραγούδι O Catarinetta bella tchi- tchi, του, επίσης Κορσικανού, Tino Rossi) και του Labelledecadix (από το τραγούδι La belle de Cadix του Luis Mariano).

Τα ονόματα των γυναικείων χαρακτήρων λήγουν σε -ine (Bonemine – υγειής όψη προσώπου – Gélatine, Ielosubmarine, Praline – η μητέρα του Astérix) ή σε -α (Falbala, Coriza, Latraviata, Mozzarella).

Όπως είναι επόμενο, τα ονόματα των Ρωμαίων λήγουν σε -us (Octopus, Hotelterminus, Processus, Prospectus, Juventus, Vestiarius, Malentendus, Showbusinus, Stradivarius, Tiramisus, Autobus, Campus, Hypoténus, Eucalyptus, Radius, Stupidus, Tumulus, Affairedreyfus – υπόθεση Ντρέιφους – Trolleybus, Habeascorpus, Wolfgangamadeus). Το 2017 έκανε την εμφάνισή του ο τρομακτικός μασκοφόρος αρματοδρόμος Coronavirus!

Τα ονόματα των Γότθων λήγουν σε -ic (Téléféric, Numéric, Cylindric, Chiméric), των Βρετανών σε -ax (Ipipourax – από το hip-hip hooray – Relax, Surtax – υπερφορολόγηση), των Νορμανδών σε -af (Nescaf, Cryptograf, Dactylograf, Bathyscaf, Baf), των Ελλήνων σε -as (Plexiglas, Garemonparnas – σταθμός Montparnasse), των Αιγυπτίων, οι οποίοι μιλούν με ιερογλυφικά, σε -is (Tournevis – κατσαβίδι – Courdeténis – γήπεδο τένις), των Βίκινγκς, με την απαραίτητη ορθογραφία, σε -sen (Kerøsen, Øbsen, Neuillisursen – από το Neuilly-sur-Seine, προάστιο του Παρισιού), ενώ ο σκύλος Zøødvisen – από το zoo de Vincennes, ζωολογικός κήπος Vincennes – γαυγίζει με την αρμόζουσα προφορά.

Τέλος, όλες σχεδόν οι περιπέτειες διατρέχονται από ιστορικές εκφράσεις και αποφθέγματα, που λαμβάνουν χώρα σε λανθασμένη χρονική συγκυρία.

O Astérix επί το ελληνικότερον

Ο Αστερίξ στους Ολυμπιακούς Αγώνες διαδραματίζεται εξολοκλήρου στην Ελλάδα και είναι ένας από τους δημοφιλέστερους τόμους της σειράς. Η πλοκή διαδραματίζεται στον Πειραιά, στην Αθήνα και φυσικά στην αρχαία Ολυμπία. Οι αναχρονισμοί περισσεύουν: από το τραγούδι Τα παιδιά του Πειραιά μέχρι το ομαδικό συρτάκι υπό τον ήχο λύρας και αυλών σε μια ταβέρνα στους πρόποδες της Ακρόπολης.

Τα ονόματα εξακολουθούν να είναι ευρηματικά. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί ο Ρόδιος αθλητής Okeibos. Για μια και μοναδική φορά οι δημιουργοί της σειράς René Goscinny και Albert Uderzo αυτοσαρκάζονται. Συγκεκριμένα, εμφανίζουν τους εαυτούς τους επάνω σε ένα ανάγλυφο της Άλτεως της Ολυμπίας ως ΓΟΣΚΙΝΝΥ και ΥΔΕΡΖΟ μαζί με τις ιδιότητες ΔΕΣΠΟΤΗΣ και ΤΥΡΑΝΝΟΣ. Το ανάγλυφο σχολιάζουν δυο Ελλανοδίκες καυτηριάζοντας συνάμα την παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

 

 

 

 

 

 

 

 

Κατά τα άλλα, υπάρχουν πάμπολλες αναφορές στην τέλεση των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, όπως λ.χ. η τελετή έναρξης, η προπόνηση των αθλητών, η βράβευση των νικητών και το πρόβλημα του ντόπινγκ.

Τέλος, ο τόμος κυκλοφορεί και στα αρχαία ελληνικά!

https://vivliothikiagiasmatos.files.wordpress.com/2012/02/ceb1cf83cf84ceb5cf81ceafcebaceb9cebf cf82-ceb5cebd-cebfcebbcf85cebccf80ceafceb1.pdf

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αυθαίρετος αναχρονισμός επί το ελληνικότερον. Ενδείκνυται για προεκλογικές περιόδους και όχι μόνο…

 

Κείμενο – Επιμέλεια αφιερώματος: Γιάννης Μουρέλος

Μορφοποίηση – Επιμέλεια έκδοσης: Θωμάς Δημόπουλος

Αρετή Τούντα-Φεργάδη: Τα Δάνεια της Ανεξαρτησίας: διεθνείς ανταγωνισμοί και οικονομικές διελκυστίνδες στον καιρό της Επανάστασης

 

Αρετή Τούντα-Φεργάδη

Τα Δάνεια της Ανεξαρτησίας: διεθνείς ανταγωνισμοί  και οικονομικές διελκυστίνδες στον καιρό της Επανάστασης

 

Στη σύγχρονη, ιστορική της πορεία, η Ελλάδα, από την εποχή της έναρξης του Αγώνα της Ανεξαρτησίας έως και τα μέρες μας, δεν ήταν ανεξάρτητη από εξωτερικές δεσμεύσεις τόσο πολιτικής όσο και οικονομικής φύσεως. Πολιτικές δεσμεύσεις και οικονομικές εξαρτήσεις, που προσδιόριζαν την υφή και τον χαρακτήρα της πολιτικής της, τόσο στο εσωτερικό πολιτικό τοπίο, όσο και στον τομέα των σχέσεών της με τα άλλα κράτη της διεθνούς κοινότητας. Πολιτικές δεσμεύσεις και οικονομικές εξαρτήσεις, οι οποίες αποκρυσταλλώνονταν στα όσα έγραφε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, τον Απρίλιο του 1927, προς τον Γεώργιο Καφαντάρη, υπουργό Οικονομικών στην κυβέρνηση Συνεργασίας, όπου σημείωνε: «κυβέρνησις δεν δύναται ευρεθή εις ανάγκην να αγωνισθή απεγνωσμένως προς περίσωσιν ανεξαρτησίας Ελλάδος δια τον απλούστατον λόγον ότι τοιαύτη ανεξαρτησία δεν υφίσταται σήμερον, ουδέν μικρόν κράτος είναι πράγματι ανεξάρτητον. Αλλά όταν το μικρόν κράτος ευρίσκεται εις το οικονομικόν κατάντημα της Ελλάδος και διατελεί υπό τον διαρκή φόβον ότι ο κανονικός πολιτικός βίος της δύναται να διακοπή από το ξίφος ενός φιλόδοξου στρατηγού, το κράτος τούτο πρέπει να βλέπη υπερβολικώς ρόδινα τα πράγματα δια να νομίση ότι είναι αληθώς ανεξάρτητον».

Ίσως, ως απαρχή αυτής της εξάρτησης δύνανται να θεωρηθούν τα δύο εξωτερικά δάνεια, που συνήψαν οι Έλληνες εμπόλεμοι με τη Βρετανία, στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, το 1824 και το 1825, δοθέντος ότι συνιστούν έναν από τους πλέον αξιόλογους σταθμούς της πορείας του Ελληνικού Έθνους προς την ίδρυση κράτους, ανεξάρτητου και κυρίαρχου. Παράλληλα, όμως, η παροχή χρημάτων από την Αγγλία θεωρείται, σε συνάρτηση με την αναγνώριση των Ελλήνων ως εμπολέμων από τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών, Γεώργιο Κάνιγκ, το 1823, ως το προοίμιο της Ελληνικής Ανεξαρτησίας.

 

Θεόδωρος Βρυζάκης, Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί τη σημαία της Επανάστασης, 1865, Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα.

Τα προηγούμενα χρόνια, από την εποχή που ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση έως το 1823, τα πράγματα εξελίσσονταν με δυσκολία, τόσο στο εσωτερικό πολιτικό και στρατιωτικό πεδίο του ελληνικού χώρου όσο και στον διεθνή περίγυρο.

Στο εσωτερικό πολιτικό τοπίο, η Επανάσταση είχε, εν πολλοίς, προετοιμαστεί από την Φιλική Εταιρεία, αλλά δεν υπήρχε κάποιο επιχειρησιακό σχέδιο για την πορεία του Αγώνα, «ουδέ γενική συμφωνία περί του χρόνου και του τόπου […] ουδέ τα στοιχειώδη οικονομικά μέσα, ουδέ κοινός αρχηγός. Υπήρχεν όμως κοινόν φρόνημα […]», που είχε επηρεάσει τον λαό, τον μετέβαλε «εις εύφλεκτον ύλην», η οποία πυροδοτήθηκε «εις τον κατάλληλον χρόνον». Λίγες μέρες μετά την 25η Μαρτίου του 1821, το επαναστατικό κύμα ξεπέρασε τον Μοριά και συμπαρέσυρε την Ήπειρο, την Στερεά Ελλάδα, τη Θεσσαλία και τη Μαγνησία, την Μακεδονία, Ανατολική και Κεντρική, το Άγιον Όρος, τη Χαλκιδική. Εν τω μεταξύ ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, απελευθέρωσαν την Καλαμάτα και σχημάτισαν την Μεσσηνιακή Γερουσία, το πρώτο πολιτικό σώμα, με περιορισμένη, τοπική εξουσία. Η άλωση της Τριπολιτσάς, τον Σεπτέμβριο του 1821, συγκαταλέγεται στις πρώτες επιτυχίες των αγωνιζομένων Ελλήνων κατά του Οθωμανού δυνάστη. Αξιοσημείωτη ήταν και η μετάδοση της Επανάστασης στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, καθώς και η συμβολή των νησιών, Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών, που διέθεσαν τα μικρά τους πλοία στην υπηρεσία του Έθνους.

Στο εξωτερικό πολιτικό τοπίο, οι αντιπαλότητες των Μεγάλων Δυνάμεων, αντιπαλότητες συνυφασμένες με την επιβολή της ισχύος τους και άρα και της εξυπηρέτησης των ίδιων συμφερόντων τους στον ευρύτερο, πλανητικό αλλά και στενότερο γεωγραφικό χώρο της Εγγύς Ανατολής και της Χερσονήσου του Αίμου, δυσχέραιναν την ευτυχή έκβαση του Αγώνα. Οι Δυνάμεις, αν και συνδεδεμένες, ορισμένες εξ αυτών ή και όλες, με συμβατικούς δεσμούς με προεξάρχον το κείμενο του Νοεμβρίου 1815, βάσει του οποίου είχε συσταθεί το σύστημα ισορροπίας, που έμεινε γνωστό ως Διευθυντήριο των Δυνάμεων και το οποίο λειτούργησε αρχικώς ως Τετραρχία και στη συνέχεια, ως Πενταρχία, ύστερα από την εισδοχή της Γαλλίας στους κόλπους των Δυνάμεων, το 1818, δεν ήταν δυνατόν να μην προσβλέπουν στην ικανοποίηση των στόχων της δικής τους εξωτερικής πολιτικής, γεγονός, που, αν συνέβαινε, θα συνεπέφερε τη μείωση της ισχύος τους σε περιφερειακό και πλανητικό επίπεδο.

Το ευρωπαϊκό Διευθυντήριο, αντίθετο σε κάθε επαναστατική κίνηση (π.χ. Ισπανία, Πεδεμόντιο), όπως και η Ιερά Συμμαχία, που απειλούσε να διαταράξει και να ανατρέψει την ισορροπία δυνάμεων, την οποία τόσο αριστοτεχνικά είχε επιβάλει με τις αποφάσεις του Συνεδρίου της Βιέννης, άρα και το εδαφικό status quo της Ευρώπης, είχε αντιδράσει, όταν εκδηλώθηκε το κίνημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη, τον Φεβρουάριο/Μάρτιο 1821, στη Μολδοβλαχία, το οποίο εναντιωνόταν στον σουλτάνο. Η αντίδρασή του εκφράστηκε στο Συνέδριο του Λάυμπαχ, όπου ο καγκελάριος, πλέον, της Αυστρίας, Κλέμενς φον Μέττερνιχ, έπεισε τους συνέδρους, κυρίως, τον τσάρο Αλέξανδρο, να προβούν στην καταδίκη της Επανάστασης. Η αυστηρή ουδετερότητα, που τήρησαν οι Δυνάμεις, έναντι της Επανάστασης και η αποφυγή στρατιωτικής επέμβασης στις επαναστατημένες περιοχές, με σκοπό την καταστολή οφειλόταν, εν πολλοίς, στους διπλωματικούς χειρισμούς του Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος εκπροσωπούσε τη Ρωσία στο Συνέδριο, μια και κατείχε πια τη θέση του υπουργού Εξωτερικών.

Έγγραφο της Φιλικής Εταιρείας υπογεγραμμένο από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στο Κισνόφ, τον Δεκέμβριο 1820 (Αρχείο Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος).

Ίδια ήταν και η αντίδραση των ευρωπαϊκών ανακτοβουλίων, όταν μαθεύτηκε πως στις 25 Μαρτίου/6 Απριλίου 1821, ξέσπασε και στον Μοριά η Ελληνική Επανάσταση, η οποία ακολούθησε τα γεγονότα του Φεβρουαρίου, εξέλιξη η οποία δεν ήταν δυνατόν ν’ αφήσει αδιάφορη την Ευρώπη. Ο τσάρος Αλέξανδρος, επιστρέφοντας στην Πετρούπολη μετά το Λάυμπαχ και έχοντας απομακρυνθεί από την επιρροή του δαιμόνιου Αυστριακού καγκελάριου, πιέζεται από την κοινή γνώμη, μετά τα αιματηρά γεγονότα της Κωνσταντινούπολης, ιδίως τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄, και λαμβάνει περιορισμένα μέτρα, τα οποία τείνουν στη διασφάλιση των συμφερόντων των Ορθοδόξων υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μια και η Ρωσία είχε αποκτήσει το δικαίωμα προστασίας τους, βάσει των άρθρων 7 και 17 της Συνθήκης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, του 1774, δικαίωμα το οποίο χρησιμοποίησε κατά το δοκούν, ώστε να ασκεί επεμβατική πολιτική στην Πύλη. Τηρώντας τη στάση αυτή, στη δεδομένη συγκυρία, εφάρμοζε πολιτικές προηγούμενων τσάρων. Επιπλέον, η κοινή γνώμη ασκούσε ιδιαίτερη πίεση στον Αλέξανδρο. Έτσι, δεν είναι παράδοξο το γεγονός, ότι ενέκρινε την επίδοση μιας διακοίνωσης στην Πύλη, την οποία συνέταξε ο Καποδίστριας.

Η τροπή, την οποία προσέλαβε η όλη κατάσταση, ήταν επόμενο να ανησυχήσει ολόκληρη την Ευρώπη. Οι υπόλοιπες Μεγάλες Δυνάμεις δεν ήταν δυνατό να παραμείνουν απλοί θεατές στην πολεμική αντιπαράθεση Ελλήνων και Τούρκων, διακυβεύοντας τα οικονομικά συμφέροντά τους, που ήταν άρρηκτα συνυφασμένα με το Ανατολικό Ζήτημα. αλλά και «την πολιτική ισορροπία, που ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αποκτηθεί σ’ αυτές τις περιοχές». Δεν έδειχναν καμία διάθεση να επιτρέψουν στον Αλέξανδρο Α΄ να διαχειριστεί μόνος του μια τόσο σοβαρή κρίση, στην Ανατολή.

Από το 1823, όμως, το τοπίο αρχίζει να μεταβάλλεται και τούτο οφείλεται στην μεταστροφή της βρετανικής πολιτικής απέναντι στον Αγώνα των Ελλήνων, αλλαγή η οποία είναι απότοκη εσωτερικών πιέσεων, που προέρχονται από τους οικονομικούς κύκλους του Λονδίνου, το Φιλελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου, το οποίο ιδρύθηκε το Νοέμβριο του 1823, αλλά και προωθημένων τάσεων, που εκδηλώνονται στο Φόρεϊν Όφις, ύστερα, κυρίως, από την ανάληψη της ηγεσίας του από τον Κάνιγκ, ο οποίος διαδέχθηκε τον Κάσλερη μετά την αυτοκτονία του. Ο νέος υπουργός Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, εφαρμόζοντας μια πιο φιλελεύθερη πολιτική, αλλά και περισσότερο διορατικός, ίσως, από τον προκάτοχό του, θέλει να εκμεταλλευθεί το κενό, που βλέπει να δημιουργείται από τον τρόπο, με τον οποίο ο τσάρος ασκεί την πολιτική του σε σχέση με το Ελληνικό Ζήτημα και, ταυτοχρόνως, θεωρεί πως θα είναι επωφελής για την χώρα του ο προσεταιρισμός των Ελλήνων σε περίπτωση, που η επαναστατική αντίδρασή τους εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα στεφόταν από επιτυχία. Επομένως, οι δύο αυτοί παράγοντες θα συμβάλουν στην περαιτέρω ισχυροποίηση και εδραίωση της βρετανικής, ναυτικής επιρροής και υπεροχής στη Μεσόγειο, η οποία είχε εγκαινιασθεί με τη Συνθήκη της Ουτρέχτης (1713) και, συγχρόνως, θα προσφέρουν εχέγγυα για την ευτυχή λύση του Ανατολικού Ζητήματος, μια λύση εξυπηρετική των βρετανικών συμφερόντων.

Δύο συγκεκριμένες κινήσεις του φαίνεται πως συμβάλουν στην επίτευξη των πιο πάνω στόχων. Η δήλωση, μέσω του Βρετανού πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη, Στράνγκφορντ, στην Υψηλή Πύλη, τον Φεβρουάριο του 1823, πως η διατήρηση αγαστών σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες θα ήταν δυνατή, εάν ο σουλτάνος σεβόταν και εφήρμοζε τις υποχρεώσεις, που είχε αναλάβει η Οθωμανική Αυτοκρατορία, βάσει ορισμένων συμβάσεων, και αφορούσαν στην καλή μεταχείριση των χριστιανών υπηκόων της. Ένα μήνα, περίπου, αργότερα στις 25 Μαρτίου 1823 ο Κάνιγκ προβαίνει σε μια ενέργεια θεμελιώδους σημασίας για τον απελευθερωτικό Αγώνα των Ελλήνων: ένα χρόνο νωρίτερα, στις 25 Μαρτίου 1822, η ελληνική επαναστατική κυβέρνηση είχε κηρύξει τον αποκλεισμό των οθωμανικών ακτών στο Ιόνιο Πέλαγος και το είχε γνωστοποιήσει στις Μεγάλες Δυνάμεις∙ τώρα, η Αγγλία ερχόταν να αναγνωρίσει αυτόν τον αποκλεισμό, προβαίνοντας έτσι σε μια διπλωματική κίνηση υψίστης πολιτικής και νομικής σημασίας, δεδομένου ότι αναγνώριζε τους Έλληνες ως εμπόλεμους. Το γεγονός αυτό σήμαινε, στην πραγματικότητα πως, πιεσμένος, ο Κάνιγκ, από το πρόβλημα της πειρατείας, που λυμαινόταν το Αιγαίο και προξενούσε ιδιαίτερες δυσκολίες στο διάπλου του βρετανικού στόλου, αναγνώριζε στους Έλληνες το δικαίωμα να προβαίνουν σε νηοψίες, επί ουδετέρων πλοίων, τα οποία βοηθούσαν τους Οθωμανούς στον αγώνα, που διεξαγόταν στην Ελλάδα και, υπό την κάλυψη της σημαίας τους, μετέφεραν ανενόχλητα στρατεύματα και πολεμοφόδια.

Η σπουδαία αυτή διπλωματική κίνηση του Κάνιγκ, έγινε σε περίοδο, κατά την οποία είχαν ξεκινήσει οι ενέργειες για την έκδοση του πρώτου δανείου της ανεξαρτησίας. Ο Λουριώτης και ο Edouard Blaquière, ο ιδρυτής της Φιλελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου, έφτασαν τον Απρίλιο του 1823 στην Τριπολιτσά, με σκοπό να ενημερώσουν την Προσωρινή Διοίκηση και να την πείσουν πως έπρεπε να προωθήσει τις διαδικασίες για τη σύναψη σύμβασης, σχετικής με το αγγλικό δάνειο.

Sir Thomas Lawrence, George Canning, c. 1825–1829, National Portrait Gallery, Λονδίνο.
Edouard Blaquière.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Στις εντολές, που έλαβαν, αργότερα, τα ορισθέντα μέλη της επιτροπής για το δάνειο, τόσο εγγράφως όσο και προφορικώς, περιλαμβανόταν και η συζήτηση για εκλογή βασιλιά, προοπτική, η οποία είχε αρχίσει να διαφαίνεται ήδη από το 1821, όταν ο Μαυροκορδάτος θέλησε να προτείνει τον Ευγένιο, θετό γιό του Μεγάλου Ναπολέοντα, για τον θρόνο της Ελλάδας, διακρινόμενο για τις πολιτικές και στρατιωτικές του δεινότητες. Η προσπάθεια προσέγγισης, που έγινε το 1823, έμεινε ατελέσφορη, λόγω του θανάτου του πρίγκιπα, το δε ενδιαφέρον του Μαυροκορδάτου εστράφη προς τον Λεοπόλδο. Σε μεταγενέστερο χρόνο, οι παραινέσεις του προς τα μέλη της ελληνικής επιτροπής του Δανείου για συνομιλίες με τον Άγγλο υπουργό Εξωτερικών, αποσκοπούσαν στο να αποσπάσουν τη συναίνεσή   του για την εκλογή του πρίγκιπα Λεοπόλδου, του μετέπειτα βασιλιά του Βελγίου. Σε άλλο έγγραφο, της 20ης Ιουνίου 1825, τις συμβουλές του Κάνιγκ, η κυβέρνηση, τις είχε χαρακτηρίσει ως «σωστικάς».

Η ανάμιξη της Μεγάλης Βρετανίας στην ελληνική υπόθεση δεν πρέπει να ξενίζει, δεδομένου ότι στις πρώτες προσπάθειες για εξωτερικό δάνειο εντάσσεται και η απόπειρα, που είχε σημειωθεί, όταν η τοπική κυβέρνηση, η αποκληθείσα Άρειος Πάγος, η οποία είχε προκύψει από τη συνέλευση της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, που είχε συγκαλέσει ο Θεόδωρος Νέγρης στην Άμφισσα, επιχείρησε να συνάψει δάνειο στο εξωτερικό. Παρόμοιες προσπάθειες έγιναν και το επόμενο χρονικό διάστημα αλλά η πρώτη σοβαρή απόφαση για προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό απαντάται στην Α΄ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου, η οποία κήρυττε, συν τοις άλλοις, και «την Ανεξαρτησία της Ελλάδας» και δικαίωνε την Επανάσταση, που την χαρακτήριζε ως ‘Εθνική Επανάσταση’, διακρίνοντάς την από τα ‘δημαγωγικά και στασιαστικά κινήματα’ της εποχής», διαφοροποιώντας την, κατ’ αυτόν τον τρόπο, και από τη Γαλλική επανάσταση του 1789. Στις 20 Δεκεμβρίου 1821, συγκεντρώθηκαν στο χωριό Πιάδα, πλησίον της αρχαίας Επιδαύρου, οι 60 «παραστάτες», οι οποίοι εκπροσωπούσαν τις περιοχές του ελλαδικού χώρου, που είχαν απελευθερωθεί από τον οθωμανικό ζυγό, ενώ δεν συμμετείχαν αντιπρόσωποι από τις Κυκλάδες, τις Νότιες Σποράδες (Δωδεκάνησος), τις Σποράδες, την Κρήτη και άλλα νησιά, γεγονός, που στερούσε από την Α΄ αυτή Εθνική Συνέλευση «τον χαρακτήρα ενός γενικού συναγερμού του Έθνους για τη ρύθμιση των πολιτειακών του ζητημάτων». Ας διευκρινισθεί πως λίγες μέρες πριν από την σύγκληση της Εθνοσυνέλευσης, όσοι κινούσαν τα νήματα, ιδίως ο Μαυροκορδάτος και ο Νέγρης, είχαν αρνηθεί κάθε αναφορά στη Φιλική Εταιρεία, καταργώντας τα σύμβολά της, παραμερίζοντας, έτσι, τον Δημήτριο Υψηλάντη. Σημαντικό είναι ότι την πρώτη μέρα οι συμμετέχοντες ψήφισαν τον Κανονισμό της Συνελεύσεως, ο οποίος περιλάμβανε είκοσι άρθρα. Την 1η Ιανουαρίου 1822, άρχιζαν οι εργασίες της Συνέλευσης υπό την προεδρία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, και η δωδεκαμελής επιτροπή, που είχε οριστεί από τη Συνέλευση, υπέβαλε το κείμενο του πρώτου Συντάγματος του επαναστατημένου Έθνους, το γνωστό ως Σύνταγμα της Επιδαύρου και το οποίο ονομάστηκε τότε Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος∙ ο όρος Προσωρινόν, υποδήλωνε την προσπάθεια των συντακτών του να μην «ενοχλήσουν» τις ευρωπαϊκές Δυνάμεις. Ύστερα από την ψήφιση της 1ης Ιανουαρίου, του Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος, στις 15 του μηνός, με θέσπισμα της Εθνικής Συνέλευσης, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος εξελέγη Πρόεδρος του Εκτελεστικού σώματος, ο δε Δημήτριος Υψηλάντης, Πρόεδρος του Βουλευτικού σώματος, «τιμής ένεκεν». Ο Υψηλάντης, είχε φτάσει στην Ελλάδα τον Ιούνιο του 1821, εκπροσωπώντας τον αδελφό του Αλέξανδρο Υψηλάντη, που ήταν φυλακισμένος στην Αυστρία και δεν παρέστη στην Εθνοσυνέλευση, λόγω της συμμετοχής του στην πολιορκία του Ακροκορίνθου, αλλά και επειδή τον είχαν παραγκωνίσει, λόγω της αντιπαράθεσής του με τους προκρίτους της Πελοποννήσου. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, απουσίαζε, επίσης.

Ήδη, από τις 20 Δεκεμβρίου, οι συνελθόντες στην Πιάδα (Νέα Επίδαυρο), αποφάσισαν πως η αναζήτηση χρημάτων από το εξωτερικό ήταν ένα «αίτημα πρωταρχικής σημασίας δια το Έθνος», γι’ αυτό και έπρεπε ειδικοί απεσταλμένοι να μεταβούν στην Ευρώπη, με σκοπό να διαπραγματευθούν την έκδοση εξωτερικού δανείου. Σημειωτέον, πως η προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό, όπως και στον εσωτερικό, που προηγήθηκε και συνεχίστηκε, δεν είχε να κάνει, εκείνη την περίοδο, με τις υποχρεώσεις του ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους, που ιδρύθηκε με το πρώτο από τα τρία Πρωτόκολλα του Λονδίνου, της 3ης Φεβρουαρίου 1830. Είχε άμεση σχέση, όπως σημειωνόταν στο Ψήφισμα της Γερουσίας της Δυτικής Ελλάδος, σχετικού με την έκδοση εσωτερικού ομολογιακού δανείου, το ποσό του οποίου ανερχόταν στα 300 χιλ. γρόσια καθώς και στον τρόπο εξόφλησης αυτού, με το «να προφθασθώσιν αι μεγάλαι χρείαι της Διοικήσεως» αφ’ ης στιγμής διαπίστωναν πως «εκ των δημοσίων εισοδημάτων κατά τας έκπαλαι συνηθείας των μερών τούτων και δια τας δυστυχίας τας οποίας επροξένησεν ο εσωτερικός πόλεμος αργοπορούσι να συναχθούν μετρητά εις το Δημόσιον Θησαυροφυλάκιον» και ανέκυπτε κατεπείγουσα η ανάγκη «του να οικονομηθώσι τα του πολέμου χρεώδη».

Η Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου.

Στις γενικότερες συζητήσεις, που διεξάγονταν όλο το προηγούμενο διάστημα, ανάμεσα σε ηγετικά στελέχη της Επανάστασης, για το εν γένει πολίτευμα της Ελλάδας και τους θεσμούς, που θα το διήπαν, δεν έλειπαν οι ανταγωνισμοί και οι έριδες ανάμεσα σ’ εκείνους, οι οποίοι προσπαθούσαν να στήσουν ένα οργανωμένο κρατικό μόρφωμα, ώστε να πετύχουν στην υλοποίηση των εθνικών τους ονείρων και επιδιώξεων, που θα αποκρυσταλλώνονταν στην αυτονομία ύπαρξής του. Επομένως, συμπεραίνεται πως η ανάγκη για εξεύρεση χρημάτων, που θα βοηθούσαν στην αίσια έκβαση του αγώνα των Ελλήνων εναντίον των Οθωμανών, ήταν επιτακτική και η προσφυγή στη δανειοδότηση των επαναστατημένων και από την αλλοδαπή ήταν απόρροια και της εσωτερικής διαμάχης.

Όντως, η ασυνεννοησία και ο «εσωτερικός πόλεμος» διακρίνονται και μέσα από την επιστολή, που έστειλε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης προς το Βουλευτικό σώμα, τον Οκτώβριο του 1823, με την οποία δήλωνε πως παραιτείται από την αντιπροεδρία του Εκτελεστικού σώματος, όπου έγραφε, μεταξύ άλλων, πως έβλεπε «τα εθνικά εισοδήματα διασκορπιζόμενα», «τον εχθρόν προχωρούντα πανταχόθεν εις την ελληνικήν γην» και «να εισβάλλη εις την Πελοπόννησον» και ότι αι διχόνοιαι και φατρίαι δεν αφίνουν να ενεργηθή τι των προς σωτηρίαν ως δει […]».

Διαπιστώνεται και από την επιστολή, που έστειλε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος προς τον Αδαμάντιο Κοραή, τον Μάρτιο του 1824, όπου τον παρακαλούσε και τον προσκαλούσε να κατέλθει στην πατρίδα και να αναλάβει ηγετικό ρόλο, ούτως ώστε να συμβάλει στην ευτυχή έκβαση του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνα. Μιλούσε για τις διασπαστικές τάσεις, που είχαν παρατηρηθεί στους αρχηγούς της Ελλάδας, οι οποίοι, όμως, αγωνίζονταν «την αυτονομίαν» και «ανεξαρτησίαν των»∙ πράγματα «ουσιώδη» και «δύσκολα, ως προς ημάς» και τη δυσκολία αυτή την απέδιδε στην τουρκική βαρβαρότητα και κακοήθεια, η οποία «είναι εισέτι πολλή εις ημάς εξ αιτίας της πολυχρονίου συναναστροφής μας με τους τυράννους. Της παιδείας αι ρίζαι είναι ακόμη και ολίγαι και αδύνατοι, και η επανάστασις πριν λάβη τέλος, εγέννησε την φιλαρχίαν και την φιλοπλουτίαν. Το φίλαρχον και το φιλόπλουτον τούτον θέλον να εμποδίση το έθνος, εις σύλλογον ήλθεν εις Επίδαυρον και Άστρος, και εις την πρώτην περίστασιν και εις την δευτέραν πάντοτε υπερίσχυσαν η ιδοτέλεια και αι φατρίαι».

Επομένως, εκτός από την πραγματική έλλειψη οικονομικών πόρων, που θα ενίσχυαν τις πολεμικές επιχειρήσεις και θα συνέβαλαν στην αίσια έκβαση του αγώνα, η «φιλαρχία» και η «φιλοπλουτία», συνιστούσαν στοιχεία διασπαστικά της όποιας συνεννόησης, ακόμα και στην περίπτωση εξεύρεσης χρημάτων.

Το Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος, της 1ης Ιανουαρίου 1822, βάσει του οποίου συστάθηκε το ενιαίο Νεοελληνικό κράτος, όριζε την Κόρινθο ως «κατοικία προσωρινή της Διοικήσεως» και η μετακίνηση της Διοικήσεως και των Υπουργείων από την Πιάδα (Νέα Επίδαυρο), στην Κόρινθο πραγματοποιήθηκε από τις 23 έως τις 31 Ιανουαρίου 1822. Η Κόρινθος, παρέμεινε ως Καθέδρα της Διοικήσεως ως τα τέλη Μαΐου, αρχές Ιουνίου 1822. Στο διάστημα κατά το οποίο το Εκτελεστικό Σώμα λειτουργούσε στην Κόρινθο εκδόθηκε μια σειρά Νόμων, που επικύρωναν Ψηφίσματα του Βουλευτικού, τα οποία αφορούν και δάνεια. Έτσι, εκδόθηκε ο νόμος υπ. αριθμ. 5, της 4ης Μαρτίου 1822, με τον οποίο το δάνειο, ύψους πέντε μιλλιουνίων γροσίων, της 18ης Ιανουαρίου 1822, κηρυσσόταν ως αναγκαστικό. Όπως παρατηρεί ο Δημακόπουλος, «έτσι ήρχισεν η ιστορία του χρονίου δανεισμού της Ελλάδος, εν συνεχεία επιδιώξεων από του προηγούμενου έτους». Ακόμα, ψηφίστηκε ο νόμος με αριθμό 7, της 9ης Μαρτίου 1822, που αφορούσε δάνειο ενός «μιλλιουνίου ισπανικών κολωνάτων ταλλήρων εκ του εξωτερικού». Αξιοσημείωτος ήταν και ο νόμος με αριθμό 9, της 5ης Απριλίου 1822, βάσει του οποίου αποφασιζόταν η συλλογή «των πολυτίμων ιερών σκευών ναών και μονών», που θα μετατρέπονταν σε νόμισμα, γεγονός που αποδείκνυε, βέβαια, και την άμεση ανάγκη των επαναστατημένων για εξεύρεση χρημάτων, με σκοπό τη χρηματοδότηση του αγώνα. Το χρηματικό ποσό, που προέκυψε από την πώληση των ιερών αντικειμένων ανήλθε στα 140.000 γρόσια.

Επιπροσθέτως, βάσει του νόμου της 9ης Μαρτίου 1822, η Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος, που έδρευε στην Κόρινθο, αποφάσιζε τη σύναψη δανείου «επί υποθήκη εθνικών γαιών» και «διακήρυττ[ε]», μέσω του Προέδρου του Εκτελεστικού, «Ότι το Βουλευτικόν εθεσπίσατο και το Εκτελεστικόν επεκύρωσε τάδε, επειδή η Διοίκησις έχει μεγίστην ανάγκην χρηματικών μέσων, επειδή από το Έθνος ολιγώτερα εκ του προχείρου ελπίζονται αφ’ όσα είναι άφευκτα: Αον. Να ληφθώσι 1.000.000 τάλλαρα κολωνάτα Ισπανίας έξωθεν της Επικρατείας δάνεια. Βον. Επί τόκω συμφεροτέρω. Γον. Πληρωτέα μετά τρεις ολοκλήρους ενιαυτούς. Δον. Ει δε χρεία και υποθήκης, το Εκτελεστικόν Σώμα θέλει προσδιορίσει την των εθνικών κτημάτων διπλήν του δανείου τούτου ποσότητα». Με τον ίδιο νόμο της 9ης Μαρτίου, που αφορούσε δάνειο από την αλλοδαπή, αποφασίστηκε και εγκρίθηκε η αποστολή στο Λιβόρνο, της Ιταλίας, του Ανδρέα Λουριώτη, όπου θα συνεργαζόταν με τον μητροπολίτη Ιγνάτιο, αλλά και με άλλους ομογενείς, οι οποίοι βρίσκονταν εκεί και δραστηριοποιούνταν, ώστε να επιτύχουν τον συγκεκριμένο σκοπό, δηλ., την παροχή δανείου στους επαναστατημένους Έλληνες, που είχαν συγκροτήσει έναν ιδιότυπο επαναστατικό οργανισμό, ο οποίος, ωστόσο, δεν παρείχε τα απαραίτητα εχέγγυα στους ξένους για τη διασφάλιση των χρημάτων τους. Ο Λουριώτης είχε εντολή να μεταβεί στην Ισπανία ή την Πορτογαλία ή τη Βρετανία, αν οι προσπάθειές του αποτύγχαναν στην Ιταλία. Παραλλήλως, όμως, η Συνέλευση επιφόρτισε και άλλη επιτροπή με τις ίδιες αρμοδιότητες, με σκοπό να διαβουλευθεί δάνειο με αρμόδιους παράγοντες της Ελβετίας και της Γερμανίας. Οι απεσταλμένοι, σ’ αυτή την περίπτωση, ήταν ο Μιχαήλ Σχινάς και ο Γουλιέλμος Δίττμαρ.

Υποσχετικό για την εξόφληση 1000 γροσίων εντόκως από το Εθνικό Ταμείο, σε τρία έτη (Συλλογή ΕΕΦ).

Οι συγκεκριμένες προσπάθειες δεν απέφεραν τους προσδοκώμενους καρπούς. Άλλες κινήσεις και συζητήσεις, που έλαβαν χώρα διαρκούντος του 1822 και του 1823, είχαν την ίδια τύχη. Ωστόσο, αξιομνημόνευτη και σημαντικότερη, ίσως, ήταν εκείνη, που σχετιζόταν με τους απεσταλμένους του Τάγματος των Ιπποτών της Ρόδου, Φίλιππο Σαστελαίν και Φίλιππο Ζουρνταίν, τον Νοέμβριο του 1823, στην Ύδρα, όπου πρότειναν στον Μαυροκορδάτο σύναψη δανείου στην Αγγλία, με σκοπό την απελευθέρωση της Ελλάδας, την οποία ήλπιζαν να συνδέσουν με την ανασύσταση του συγκεκριμένου Τάγματος, στον ελλαδικό χώρο. Οι προτεινόμενοι δυσμενείς όροι διευκόλυναν τον Μαυροκορδάτο να αφήσει το θέμα σε εκκρεμότητα, προσβλέποντας στη σύναψη δανείου με τους χρηματιστηριακούς κύκλους του Λονδίνου, όπου ήδη ελάμβαναν χώρα σχετικές συζητήσεις.

Είναι γεγονός, πως ο Μαυροκορδάτος, είχε αναλάβει τις εξωτερικές σχέσεις της Επανάστασης δίχως να διορισθεί στο αξίωμα του υπουργού Εξωτερικών, εφόσον στη θέση αυτή είχε τοποθετηθεί ο Θεόδωρος Νέγρης, τον πρώτο καιρό. Μάλιστα, κατά τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, «στην Συνέλευσιν», εννοώντας, προφανώς τη Β΄ Εθνική Συνέλευση, που είχε λάβει χώρα στο Άστρος, από τις 29 Μαρτίου έως τις 18 Απριλίου 1823, «έγεινε ψήφισμα ότι να μην βάλουν άλλους ξένους, ειμή τον Μαυροκορδάτον δια τα εξωτερικά».

Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του Συντάγματος του Άστρους.

Με τη λήξη των εργασιών της Β΄ Εθνοσυνέλευσης, η οποία είχε διακηρύξει και πάλι «την πολιτικήν των Ελλήνων ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν», άνοιγε η περίοδος της δεύτερης προσωρινής διοικήσεως, με έδρα την Τριπολιτσά. Τον Ιούνιο του 1823 το Εκτελεστικό Σώμα εξεδωσε Διαταγή, με την οποία παρείχε την άδεια στον Ιωάννη Ορλάνδο, τον Ιωάννη Ζαΐμη και τον Ανδρέα Λουριώτη «να πραγματευθώσιν Δάνειον μέχρι της ποσότητος τεσσάρων μιλλιουνίων Ταλλήρων Ισπανικών», την πληρεξουσιότητα «να ενεργήσωσι και φέρωσιν εις έκβασιν το ρηθέν Δάνειον, καθ’ ον κρίνωσιν συμφερώτερον τρόπον». Ας σημειωθεί πως ο Ορλάνδος είχε εκλεγεί πρόεδρος του Βουλευτικού, ύστερα από τη λήξη των εργασιών της Β΄ Εθνοσυνελεύσεως, θέση στην οποία παρέμεινε ως τις 20 Μαΐου. Ταυτοχρόνως, η Διοίκηση δεσμευόταν πως θα επικύρωνε τις συμφωνίες, που οι συγκεκριμένοι απεσταλμένοι θα υπέγραφαν, το δε δάνειο θα αναγνωριζόταν ως χρέος της Ελλάδας. Εάν απουσίαζε ο ένας εκ των τριών μελών, των ορισθέντων για τη διεξαγωγή των συζητήσεων, τα άλλα δύο μέλη θα είχαν την ίδια πληρεξουσιότητα. Στο τέλος, εντελλόταν ο Γενικός Γραμματέας «να ενεργήση την διαταγήν ταύτην». Η Διαταγή ανέφερε ως τόπο έκδοσης την Τρίπολη, έφερε ημερομηνία 2 Ιουνίου 1823(αωκγ΄) και την υπέγραφαν ο Πρόεδρος του Εκτελεστικού Σώματος, Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο Θ. Κολοκοτρώνης, ο Α. Ζαΐμης, ο Σ. Χαραλάμπης και ο Γενικός Γραμματέας, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος.

Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης.
Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Όντας, επομένως, ο Μαυροκορδάτος αρμόδιος για «τα εξωτερικά» είχε αναλάβει και τις ενέργειες, τις σχετιζόμενες με τις διαπραγματεύσεις, που αφορούσαν στο δάνειο από την αλλοδαπή. Δεν πρέπει, ωστόσο, να διαλάθει της προσοχής μας και το γεγονός πως οι καλές σχέσεις με τη Βρετανία, θα ενίσχυαν την αγγλόφιλη παράταξη, την οποία εκπροσωπούσε. Στις 24 Ιουνίου του 1823, ευρισκόμενος στην Τρίπολη, ύστερα από την Διαταγή του Εκτελεστικού, της 2ας Ιουνίου 1823, έστειλε επιστολή προς την τριμελή επιτροπή, όπου επισήμαινε πως η οικονομική σύνδεση με την Αγγλία στόχευε στην εξυπηρέτηση δύο σκοπών, εξίσου σημαντικών και των δύο: αφ’ ενός στην οικονομική ενίσχυση του Αγώνα και αφ’ ετέρου στο «να ενοχοποιήση ούτως ειπείν την Αγγλίαν εν τη εκβιάσει της ελληνικής επαναστάσεως», δίνοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο «την αφορμήν εις την έναρξιν αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ των δύο εθνών».

Στην επιστολή του εκείνη, περιλαμβανόταν ειδικό κεφάλαιο για τις σχέσεις των δύο χωρών. Για τις εμπορικές σχέσεις, ο Μαυροκορδάτος, προέτρεπε τα μέλη της επιτροπής να διαπραγματευθούν αλλά «ουχί αποκλειστικώς». Διευκρίνιζε πως η Αγγλία είχε μεταβάλει «σύστημα» και, ίσως, οι αιτίες αυτής της μεταβολής να ήταν: «η υποψία μήπως η Ρωσσία τρέφουσα σκοπούς να εκτανθή κατά το μέρος της Τουρκίας, εκτανθή και εις την Ελλάδα». Ακόμα, το γεγονός πως η μέχρι εκείνη τη στιγμή γενναία αντίσταση της Ελλάδας θα μπορούσε «να χρησιμεύση εις τους μελλοντικούς σκοπούς της Αγγλίας εναντίον των προόδων της Ρωσσίας». Η Ελλάδα είχε δικαίωμα να επωφεληθεί από την περίσταση και η Αγγλία να την βοηθήσει. Το ενδιαφέρον τους έπρεπε να επικεντρωθεί στους πραγματικούς σκοπούς της Αγγλίας, αν, όντως, επιθυμούσε την ανεξαρτησία της Ελλάδας, «εις ποία όρια φρονεί ότι θέλομεν σταθεί», να καταστήσουν γνωστή «την απόφασιν των Ελλήνων του ν’ αποκτήσουν εντελώς την εθνικήν ανεξαρτησίαν των, και όχι ποτέ να υποδουλωθούν εις άλλους». Η εκπλήρωση των ρωσικών σχεδίων δεν συνέφερε την Αγγλία, επομένως υπήρχε ταυτότητα συμφερόντων Ελλάδας-Αγγλίας, η οποία έπρεπε «να συντρέξη εις το να κατασταθή η Ελλάς όχι μόνον αυτόνομος, αλλά και ισχυρά», η κατάρρευση της οθωμανικής Διοίκησης ήταν «άφευκτο[ς]» ύστερα από τον κλονισμό, που είχε υποστεί.

Ο Μαυροκορδάτος, παρείχε την άδεια στους εντεταλμένους απεσταλμένους της ελληνικής Διοίκησης να προχωρήσουν σε συνομιλίες και σε συμφωνίες «περί βοηθείας δοθεισομένης εκ μέρους της Αγγλίας εις την Ελλάδα, χρείας τυχούσης, βοηθείας όμως χρηματικής, ή άλλων αναγκαίων, ουχί δε στρατιωτικής ποτέ∙». Οι συμφωνίες αυτές θα επικυρώνονταν από τη Διοίκηση. Το πλέον, ωστόσο, ουσιώδες σημείο της επιστολής έγκειτο, προφανώς, στα ακόλουθα γραφόμενα του Μαυροκορδάτου: «Επειδή δεν συμφέρει εις την Ελλάδα να γνωρισθή ότι πραγματεύεται περί οποιωνδήποτε πολιτικών σχέσεων με την Αγγλίαν, καθότι τούτο δύναται να κινήση την ζηλοτυπίαν των άλλων Δυνάμεων, θέλετε φροντίσει, όσον το δυνατόν, να γνωρισθή ως μόνος σκοπός της αποστολής ο του δανείου∙ εις τούτο απαιτείται να καταβάλετε όλην την δυνατήν προσοχήν».

Επομένως, από το περιεχόμενο της επιστολής του Μαυροκορδάτου συνάγεται πως η προσφυγή των επαναστατημένων Ελλήνων στην Αγγλία, για χρηματοδότηση, υποκινείτο από λόγους πολιτικούς, δίχως, βέβαια, τούτο να σημαίνει πως και τα χρήματα δεν ήταν υπέρ το δέον αναγκαία για την συνέχιση και την ευτυχή έκβαση του Αγώνα. Σε πολιτικούς λόγους πρέπει να αναζητηθούν και ορισμένα από τα αίτια της καθυστέρησης της έκδοσης του πρώτου δανείου. Αναφερόμαστε στους αδιάκοπους εσωτερικούς σπαραγμούς, όπως σημειώνει ο Ανδρεάδης, και στους δύο Εμφυλίους Πολέμους. Ο πρώτος, ξεκίνησε το 1823, είχε να κάνει με τις διαφορές, που εκδηλώθηκαν μεταξύ των προκρίτων της Πελοποννήσου και των οπλαρχηγών και τελείωσε, όταν, τον Ιούνιο του 1824, ο Κολοκοτρώνης παρέδωσε το Ναύπλιο στην κυβέρνηση. Λίγους μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 1824, ξεκινά ο δεύτερος Εμφύλιος, ο οποίος οφειλόταν στις διαφορές Στερεοελλαδιτών, Πελοποννησίων και νησιωτών και τελείωσε το 1825. Κατά τον Γεώργιο Κουντουριώτη, η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο, την άνοιξη του 1824, «το εθνικόν ταμείον […] δεν έχει δέκα γρόσια∙ στρατεύματα πολλά∙ σίτος διόλου∙ δύο ημέρας έχουσιν δίχως ψωμί τα στρατεύματα […] μ’ έναν λόγο ευρίσκεται η πατρίς εις τον έσχατον κίνδυνον […]».

Στο διεθνή στίβο οι ανταγωνισμοί των Δυνάμεων, αναφορικά με την ανατολική Μεσόγειο, διαμόρφωναν το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα μπορούσε να κινηθεί και να εξελιχθεί η ελληνική υπόθεση. Σημαντική ιστορική στιγμή, η οποία συνέβαλε στο να στραφεί περισσότερο η Ελλάδα προς την Αγγλία ήταν το ρωσικό Υπόμνημα, της 28 Δεκεμβρίου 1823/9ης Ιανουαρίου 1824, το οποίο έχει μείνει γνωστό ως «Σχέδιο των Τριών Τμημάτων». Στο σχέδιο αυτό, το οποίο, αν και μυστικό, δημοσιεύθηκε τον Μάιο, στην εφημερίδα Constitutionnel του Παρισιού, ο τσάρος Αλέξανδρος ο Α΄ πρότεινε την επίλυση του Ελληνικού ζητήματος, βασιζόμενη στο διοικητικό πρότυπο, που ίσχυε στη Μολδαβία και τη Βλαχία. Προέβλεπε την ίδρυση τριών ή τεσσάρων αυτόνομων ηγεμονιών, οι οποίες θα είχαν διευρυμένα όρια, αφού θα περιλάμβαναν η πρώτη τη Θεσσαλία, την Αττική και τη Βοιωτία, η δεύτερη την Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία, η τρίτη την Πελοπόννησο και την Κρήτη. Τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους θα υπάγονταν σ’ ένα καθεστώς διοικητικής αυτονομίας, ενώ ο σουλτάνος θα ήταν επικυρίαρχος των τριών ηγεμονικών. Στους Έλληνες θα αποδιδόταν η διοίκηση των ηγεμονιών και θα εκπροσωπούνταν στην Υψηλή Πύλη από τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Η όλη προσπάθεια του τσάρου ναυάγησε και εξαιτίας των ραδιουργιών του Μέτερνιχ, δεδομένου ότι οι ηγεμονίες, στην ουσία, θα ήταν υποχείριο της Ρωσίας. Ας σημειωθεί πως το ρωσικό Υπόμνημα δεν προέβλεπε την ανεξαρτησία της Ελλάδας, αλλά θα μπορούσε να εκληφθεί ως «μια πράξη γέννησης της Ελλάδας, αν και δεν είχε ακόμα αναγνωρισθεί», όπως παρατηρεί ο Driault, ή, όπως παρατηρεί ο ίδιος «είχε ως αποτέλεσμα να κλείνει περισσότερο η Ελλάδα προς την Αγγλία». Και ναι μεν δεν είχε, ακόμα, αναγνωρισθεί η ανεξαρτησία της Ελλάδας, αλλά το σχέδιο άνοιγε τον δρόμο για αλλαγή πλεύσης της βρετανικής, ιδίως, πολιτικής, έναντι του Ελληνικού Ζητήματος.

Δεν θα ήταν υπερβολή, επομένως, να υποστηρίξουμε πως μέσα σ’ αυτό το διεθνές πολιτικό και διπλωματικό περιβάλλον, η συνομολόγηση της σύμβασης για το πρώτο δάνειο της ανεξαρτησίας ήταν μια αναγκαιότητα επιτακτική, αλλά και επιβεβλημένη από τις περιστάσεις, εσωτερικές και εξωτερικές. Στο εσωτερικό πεδίο τα χρήματα δεν ήσαν απαραίτητα μόνο για την εξυπηρέτηση των αναγκών του πολέμου, που μεταφράζονταν σε πολεμοφόδια και στη σίτιση των στρατιωτών, αλλά και για τον λαό, ο οποίος, επίσης, λιμοκτονούσε. Ας αναφερθεί, ενδεικτικά πως την περίοδο κατά την οποία ο Ιμπραήμ είχε φτάσει στην Πελοπόννησο, οι περιγραφές για την πείνα αποτυπώνονται στα όσα ο Κολοκοτρώνης έγραφε στα Απομνημονεύματά του: «ο τόπος είχε ερημωθή, ο πολέμος δεν άφηνε να καλλιεργήται, ψωμί δεν ευρίσκαμεν, η Κυβέρνησι ήτον μόνον δια το όνομα, διότι δεν είχε κι’ εκείνη και δεν μας έστελνε». Την δε εποχή της πολιορκίας του Μεσολογγίου, ο φιλέλληνας, Ελβετός, Ιάκωβος Μάγερ, σημείωνε σε επιστολή του, του Μαρτίου 1826: «Καταντήσαμεν εις τοιαύτην ανάγκην, ώστε να τρεφόμεθα εδώ με ακάθαρτα ζώα». Η κατάσταση αυτή δεν ήταν καινούργια, κρατούσε χρόνια.

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η χρηματοδότηση του Αγώνα ήταν αναγκαία. Έτσι, στο Λονδίνο, την έκδοση του δανείου ανέλαβαν οι τραπεζίτες Loughman και υιοί, O’brien, Ellice και Σία και η σύμβαση υπογράφηκε στις 21 Φεβρουαρίου 1824. Το ονομαστικό κεφάλαιο του δανείου ήταν 800.000 λίρες προς 59%, με τόκο 5% και χρεολύσιο 1%. Από το αρχικό κεφάλαιο αφαιρέθηκαν διάφοροι τόκοι, χρεολύσια, μεσιτείες, προμήθειες, έξοδα, δαπανήθηκαν περί τις 10.000 λίρες για πολεμοφόδια. Αφαιρουμένων και διαφόρων άλλων ποσών στην Ελλάδα έφθασαν, τμηματικώς, 302.585.99 λίρες, μεταφραζόμενες σε 8.472.000 παλαιές δραχμές. Αυτό το ποσό αναγράφεται στον λογαριασμό, που επισύναψαν στην απολογία τους οι Λουριώτης και Ορλάνδος, το 1835, οι οποίοι κατηγορήθηκαν για διασπάθιση δημοσίου χρήματος.

Σημειωτέον πως στην υπόθεση του δανείου είχε παίξει ρόλο και το Ελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου, το οποίο ανέλαβε και την αποστολή των χρημάτων στην Ελλάδα. Με δική του πρωτοβουλία το προϊόν του δανείου θα στελνόταν στον λόρδο Βύρωνα και στον συνταγματάρχη Stanhope «δια να τα βαστάξουν αυτοί εις την θέλησιν της Βουλής προς ωφέλειαν του Γένους, χωρίς να τα οικειοποιηθούν οι κλέπται». Δεν είναι παράδοξο, επομένως, πως τα χρήματα στάλθηκαν με το πλοίο Φλώριντα στη Ζάκυνθο, η οποία ήταν βρετανικό έδαφος και κατατέθηκαν στις τράπεζες του Καίσαρα Λογοθέτη και του Σ. Βάρφ, Άγγλου υπηκόου, εμπόρου, με την εντολή να αποδοθούν στην ελληνική κυβέρνηση, μόνο αν συμφωνούσαν ο λόρδος Βύρων, ο Stanhope και ο Λάζαρος Κουντουριώτης. Στο μεταξύ, ο λόρδος Βύρων πέθανε, η κατάσταση περιπλέχθηκε και ήταν, πλέον, απαραίτητη καινούργια εντολή από το Λονδίνο.

Τα χρήματα του δανείου τα μετέφερε ο Edouard Blaquière. Αυτή πρέπει να ήταν η πρώτη δόση του δανείου, δεδομένου ότι τα χρήματα έφτασαν τμηματικώς, σε δόσεις, από τον Απρίλιο του 1824 ως τον Απρίλιο της επόμενης χρονιάς. Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, πως υπό τον μανδύα του φιλελληνισμού υποκρύπτονταν, σε κάποιες περιπτώσεις, οικονομικά συμφέροντα, πολιτικές φιλοδοξίες, στις οποίες εντάσσονταν και οι ελπίδες για έμμεση παρεμβολή και επιρροή αλλοδαπών κυβερνήσεων στα εσωτερικά πράγματα του κράτους, που ευελπιστούσαν πως θα αναδυόταν από την Επανάσταση. Επενδύοντας, λοιπόν, οι χρηματιστές του Λονδίνου, τα κεφάλαιά τους σε επισφαλείς επιχειρήσεις ήλπιζαν σε μεγάλα κέρδη, αν ο αγώνας είχε αίσια έκβαση. Όπως δε παρατηρεί ο Λιγνάδης, «το απεγνωσμένον του αγώνος ενός λαού, μη έχοντος άλλην περιουσίαν ει μη τα ‘χώματα’ των προγόνων του, παρείχε προϋποθέσεις συνάψεως συμφωνίας επί τη βάσει ληστρικών όρων».

Ωστόσο, οι ανάγκες του πολέμου στην Ελλάδα απαιτούσαν κι’ άλλα χρήματα, μια και το 1824 ήταν μια εξόχως δύσκολη περίοδος για τον Αγώνα, όπως προαναφέρθηκε. Ήδη, από τον Ιανουάριο του 1823, είχαν αρχίσει να γίνονται αισθητές οι ανησυχίες της Πύλης για τη συνέχεια των πολεμικών επιχειρήσεων και οι προθέσεις της για ενίσχυση των στρατιωτικών και ναυτικών της δυνάμεών από τον αντιβασιλέα της Αιγύπτου, Μωχάμετ ΄Αλη, του οποίου τη βοήθεια είχε ζητήσει ο σουλτάνος. Ο γιός του Αιγύπτιου ηγέτη, Ιμπραήμ, έφθασε στη Μεθώνη, τον Φεβρουάριο του 1825, ηγούμενος ενός αξιόμαχου στρατού και ικανού στόλου∙ και τα δύο σώματα διοικούνταν, κυρίως, από Γάλλους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς, τον δε Απρίλιο του 1825 άρχισε η πολιορκία του Μεσολογγίου, υπό τον Κιουταχή.

Thomas Phillips, Byron in Arnaout Dress, 1835, National Portrait Gallery, Λονδίνο.

Οι εν Ελλάδι κρατούντες, σ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων ενημέρωναν τα μέλη της επιτροπής, στο Λονδίνο, για την πορεία των πολεμικών επιχειρήσεων και τις ανάγκες, που προέκυπταν σε πολεμοφόδια. Όπως εξηγούσαν τα μέλη της επιτροπής στην απολογία τους, αρκετά χρόνια αργότερα, όταν κατηγορήθηκαν οι Λουριώτης και Ορλάνδος για διασπάθιση των χρημάτων των δανείων, ανέφεραν πως η «απόλυτος ανάγκη μεγαλητέρας δραστηριότητος, και πλειοτέρων πολεμικών βοηθημάτων, ικανών προς αντίκρουσιν των εχθρών, των οποίων η επιμονή και η δύναμις ηύξησαν τα μέγιστα εκ της συγκεντρώσεως των Αιγυπτίων και όλων των τότε Αφρικανών δυνάμεων του Σουλτάνου, μας έπεισαν ότι η Ελλάς είχεν ανάγκην και δευτέρου Δανείου».

Η απόλυτη αναγκαιότητα για την εκ νέου προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό επιβεβαιώνεται και από μεταγενέστερη της υπογραφής της σύμβασης του δεύτερου δανείου, από επιστολή της κυβέρνησης, της 13ης Μαρτίου 1825, όπου αναφέρεται, μεταξύ άλλων, «χωρίς το δεύτερον Δάνειον, μήτε φρεγάταις, μήτε κανόνια, δεν αγοράζονται». Άλλωστε, έπρεπε να εκσυγχρονίσουν και τα όπλα, που διέθεταν, όταν μιλούσαν για αλλαγή των ορειχάλκινων κανονιών με σιδερένια.

Έτσι, τα μέλη της Επιτροπής, που παρέμεναν στο Λονδίνο, είχαν προτείνει στους εν Ελλάδι κυβερνώντες να προχωρήσουν στη σύναψη και άλλου δανείου, συμβουλεύοντας, στις 27 Μαρτίου 1824, την κυβέρνηση να στείλει τα αναγκαία πληρεξούσια έγγραφα, θεωρώντας πως η εποχή ήταν κατάλληλη, δοθέντος ότι τα «ελληνικά κεφάλαια» (ομόλογα), εκείνη την εποχή, «ήσαν εν υπολήψει».

Μάλιστα, την 1η/13η Αυγούστου 1824 η «επιτροπή συνάψεως αγγλικού δανείου», έστελνε αναφορά προς την «Σεβαστήν Ελληνικήν Διοίκησιν», που έδρευε στο Ναύπλιο, όπου ενημέρωνε πως η Φλώριδα θα μετέφερε 40 ή 50 χιλιάδες λίρες. Στην αναφορά τους, προτείνονταν τρόποι, βάσει των οποίων θα μπορούσε να ενεργήσει η Διοίκηση. Αξιοπρόσεκτα ήταν και τα ακόλουθα, που δίνουν και μια χροιά των διαπραγματεύσεων: «Φρονούμεν όμως ότι και δια τον προδιορισμόν της γης ή δεν πρέπει να τον αποφασίση και θεσπίση η Σεβαστή Διοίκησις ή, αν τον θεσπίση, να θεσπίση τόπους ακάρπους, νοσώδεις και βουνά, εις μέρη ασήμαντα, με ονόματα όμως παλαιά και λαμπρά, δια να κάμουν εντύπωσιν εις αυτούς τους κομισαρίους. Αυτήν την απάτην την μερετάρει [καλύπτει] καλά, φαίνεταί μας, ο Χουμ, όστις επέμενεν ο μόνος εις αυτό το άρθρον, και με αυτήν η Διοίκησις εκληπαροί τα ζητήματα των καθ’ όλην την έκτασίν των».

Εν τω μεταξύ, στις 31 Ιουλίου 1824, το Βουλευτικό είχε αποφασίσει τα μέλη της Επιτροπής να αιτηθούν καινούργιο Δάνειο «[ε]πειδή ο πόλεμος χρήζει πολλών χρημάτων», τα οποία το Ελληνικό Έθνος, που πολεμούσε για την ανεξαρτησία του, χρειαζόταν, «δια να δυνηθή να υποστηρίξη την πολιτικήν ύπαρξιν». Το ποσό του καινούργιου δανείου οριζόταν στα δεκαπέντε «Μιλλιούνια Ταλλήρων Ισπανικών». Ο πρόεδρος του Εκτελεστικού, Γεώργιος Κουντουριώτης, επικύρωνε την απόφαση του Βουλευτικού και στις 14 Αυγούστου 1824, το Εκτελεστικό παρείχε στα τρία μέλη της Επιτροπής πλήρη πληρεξουσιότητα, για να διαπραγματευθούν ένα δεύτερο δάνειο, ύψους δεκαπέντε εκατομμυρίων ισπανικών ταλίρων, να τα ασφαλίσει με ομολογίες ίσης ποσότητας, βάζοντας ως εγγύηση τα εθνικά κτήματα.

Όταν έφτασε η απάντηση της κυβέρνησης, τα ελληνικά κεφάλαια ήταν «εις εκπεσμένας τιμάς». Γι’ αυτό, ο Λουριώτης, μετέβη «εις Παρίσια», με σκοπό να προχωρήσει σε συζητήσεις και με Γάλλους κεφαλαιούχους, σχετικά με το νέο Δάνειο, και εκφράζοντας τις προθέσεις και των άλλων δύο μελών της επιτροπής, είχε κατά νου να θέσει «εις άμιλλαν τα δύο έθνη», συζητώντας, παράλληλα και το ζήτημα του δούκα του Νεμούρ. Τελικώς, όμως, επικράτησαν οι διαπραγματεύσεις με τους επιχειρηματικούς κύκλους του Λονδίνου, δεδομένου ότι θεωρήθηκαν συμφερότεροι οι προσφερθέντες όροι τους. Η σύμβαση του δεύτερου δανείου υπογράφηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1825, το ύψος του ήταν 2.000.000 λιρών στερλινών, οι Έλληνες θα εισέπρατταν 816.000 και στην Ελλάδα έφτασαν οι 232.558 λίρες.

 

Αγγλική γελοιογραφία του 1826. Η Πίστη, η Ελπίδα και η Φιλανθρωπία γίνονται μηχανές που βγάζουν χρήμα για τις δυτικές κυβερνήσεις ενώ υποκριτικά μιλούν για το “Δίκαιο” του ελληνικού Αγώνα.

Στις 12 Φεβρουαρίου 1825, ο Ιωάννης Ζαΐμης μετακαλείτο και το Εκτελεστικό παρείχε στους άλλους δύο, τον Λουριώτη και τον Ορλάνδο, κάθε πληρεξουσιότητα, για να προχωρήσουν στη διαπραγμάτευση και στην υπογραφή συμβάσεως νέου δανείου. Σε περίπτωση, που απουσίαζε ο ένας εκ των δύο, ο έτερος θα είχε την ίδια πληρεξουσιότητα, για να προβεί μόνος του σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες. Αν, ωστόσο, η Επιτροπή είχε προχωρήσει τις διαπραγματεύσεις και είχε υπογράψει τη σύμβαση του καινούργιου δανείου, η μετάκληση του Ζαΐμη δεν θα επέφερε την ακύρωση της συμφωνίας. Ύστερα από τέσσερις μήνες, ο Ζαΐμης αντικαταστάθηκε από τον Γ. Σπανιολάκη, ο οποίος εστάλη, για να προσκομίσει επιστολή προς τον Κάνιγκ, αλλά αναμίχθηκε στη διαχείριση του δανείου και ήρθε σε αντιπαράθεση με τους Λουριώτη και Ορλάνδο, όταν κατηγορήθηκαν για διασπάθιση των χρημάτων των δύο δανείων. Ο Samuel Howe, βέβαια, υποστηρίζει πως, όταν έφτασε ο Σπανιολάκης στο Λονδίνο, βρήκε τα μέλη της Επιτροπής διαχείρισης του Δανείου και τους ομολογιούχους «να τρώγονται μεταξύ τους». Κλεψιές και καταχρήσεις ήταν στην πρώτη γραμμή και τα σχετικά δημοσιεύματα στον τύπο «ξεσκέπαζαν αισχρή παραμέληση του καθήκοντος» «από ανθρώπους που στο στόμα τους είχαν συνεχώς τη λέξη ελευθερία, πατριωτισμός, φιλανθρωπία, φιλελληνισμός».

Η διαχείριση των εκ του δευτέρου δανείου προελθόντων χρημάτων ανετέθη στους εκδότες του και σε φίλους τους, τους Hobhouse, Elliot και Burdett. Η αποκληθείσα, αργότερα, από τους Times, του Λονδίνου, «Τετραρχία» διαχειρίστηκε τα χρήματα κατά βούληση, αγνοώντας τους Έλληνες αντιπρόσωπους, μη στέλνοντας τα χρήματα, που έπρεπε να αποδοθούν στην Ελλάδα αλλά ούτε και τα πλοία, που παραγγέλθηκαν. Τα «όργια», όπως τα χαρακτηρίζει ο Ανδρεάδης, που σημειώθηκαν κατά τη χρήση του προϊόντος του δανείου, ήσαν πάμπολλα και αποτυπώνονται στα όσα έγραφαν οι Times, σε άρθρο δημοσιευμένο στις 26 Οκτωβρίου 1826: «Η Ελλάς απώλεσε πάντα τα πλεονεκτήματα, όσα εκ του δανείου προσεδόκα. Η ελληνική υπόθεσις προεδόθη, και προεδόθη εν Αγγλία. Θα εθριάμβευε σήμερον άνευ της Αγγλίας και του Αγγλικού Χρηματιστηρίου». Αποτυπώνονται και στα όσα έγραφε ο Εϋνάρδος στον Stanhope, υπογραμμίζοντας πως το Φιλελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου όφειλε να διερευνήσει τα της χρήσεως του δανείου, του οποίου η κακή διαχείριση των εξ αυτού προελθόντων χρημάτων «είχε φέρει την Ελλάδα εις τα πρόθυρα της καταστροφής, εν τούτοις όμως η Ελλάς κατηγορείτο ως σπαταλήσασα το δάνειον».

Η υπόθεση της ιστορίας των Δανείων της Ανεξαρτησίας δεν τελείωσε με την υπογραφή των συμβάσεων. Ορισμένοι από τους διαπραγματευτές των Δανείων, ενεπλάκησαν σε δικαστικές διαμάχες ή κατηγορήθηκαν. Το 1824, η ελληνική κυβέρνηση είχε δώσει οδηγίες στους Έλληνες αντιπροσώπους, που βρίσκονταν στο Λονδίνο, να φροντίσουν για την προμήθεια οκτώ φρεγατών, κάθε μία των οποίων θα έφερε 18 κανόνια. Οι αντιπρόσωποι θεώρησαν πως θα μπορούσαν να βρουν τα πλοία στις ΗΠΑ. Η υπόθεση δεν προχώρησε ομαλώς, οι Αμερικανοί ζητούσαν και άλλα χρήματα και, τελικώς, εστάλη στην Αμερική ο Α. Κοντόσταυλος, έμπορος, που ζούσε στο Λονδίνο, έχοντας ως αποστολή να συνάψει δάνειο, ούτως ώστε να ολοκληρωθεί η κατασκευή των δύο φρεγατών ή, έστω, της μιας. Ο Κοντόσταυλος συνάντησε δυσκολίες, έφτασε μέχρι του σημείου να ζητήσει ακρόαση από τον Αμερικανό πρόεδρο, James Adams, και αποτάθηκε και στον φιλελληνικό κύκλο της Ουάσιγκτον. Η όλη περιπέτεια είχε ως αποτέλεσμα η μια φρεγάτα να φτάσει στην Ελλάδα, στο Ναύπλιο, το Νοέμβριο του 1826. Οι ενέργειες του Κοντόσταυλου επικροτήθηκαν από την Κυβέρνηση, αργότερα, όμως, έγινε μάρτυρας «κακοβούλων νύξεων και παντοίων διαβολών».

Το ομόλογο του δεύτερου δανείου, Συλλογή ΕΕΦ.

Η Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις είχε αποφασίσει με Ψήφισμα, που εκδόθηκε στην Επίδαυρο, στις 13 Απριλίου 1826, να παύσει «την εν Λονδίνω Επιτροπήν του Δανείου» και να την αντικαταστήσει με άλλη, η οποία θα έπρεπε να παραλάβει ακριβή λογαριασμό από την πρώτη και να υποβάλει στην Επιθεώρηση της Γ΄ Εθνικής Συνελεύσεως «την καθαράν έκθεσιν των επεξεργασθέντων παρ’ αυτής λογαριασμών».

Οι Λουριώτης και Ορλάνδος παρέμειναν στο Λονδίνο ως τις 10 Ιουνίου 1827 και το 1835 κηρύχθηκαν «αλληλεγγύως καθαροί χρεώσται λιρών Στερλινών 28769—17—0 ή δραχμών 809.000:18». Ούτε ο Ζαΐμης, ο οποίος είχε αντικατασταθεί από τον Σπανιολάκη, ούτε ο τελευταίος περιλαμβάνονταν στην απόφαση. Για τη μη συμπερίληψη άλλου ατόμου στις κατηγορίες, δεν δινόταν καμία εξήγηση στο έγγραφο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της 14ης Ιανουαρίου 1835.

Ιωάννης Ορλάνδος, μέλος της ελληνικής αποστολής στο Λονδίνο.
Απολογία Ιωάννου Ορλάνδου και Ανδρέου Λουριώτου
εις την κατ’ αυτών απόφασιν του Ελεγκτικού Συνεδρίου περί των εν Λονδίνω διαπραγματευθέντων δύο ελληνικών δανείων κατά το 1824 και 1825.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τα πραγματικά χρήματα, που εισέπραξε η Ελλάδα ανέρχονταν σε 298.726 λίρες από το πρώτο δάνειο και σε 232.558 από το δεύτερο. Ο Μέντελσον Μπαρτόλδυ, παράλληλα, υποστηρίζει πως στην Ελλάδα έφτασαν οι 300.000 του πρώτου και οι 600.000 του δεύτερου. Με τα άλλα πληρώθηκαν μεσιτικά, τόκοι, χρεολύσια, προμήθεια «και όπως αλλιώς ονομάζονται συνήθως τα άτιμα μέσα με τα οποία οι τραπεζίτες καλύπτουν τα κέρδη τους και εκμεταλλεύονται την αμάθειαν του πλήθους». Ο Μάουρερ, ο ένας εκ των τριών μελών της Αντιβασιλείας, επί Όθωνος, μιλάει για «πρωτάκουστα ποσά για προμήθειες».

Είναι γεγονός πως τα Δάνεια της Ανεξαρτησίας επιβάρυναν την οικονομία του Ελληνικού κράτους, το οποίο ιδρύθηκε με το πρώτο από τα τρία πρωτόκολλα, που υπογράφηκαν στο Λονδίνο στις 3 Φεβρουαρίου 1830 και από τις Συνθήκες, που υπογράφηκαν το 1832. Ίσως, να μην ήταν δυνατόν να συμβεί το αντίθετο. Σ’ αυτό συνέτρεχαν δύο, κυρίως, λόγοι. Ο πρώτος, είχε να κάνει με το ερώτημα εάν δάνεια, που είναι προϊόν διαχείρισης διπλωματικών διαβουλεύσεων από εκπροσώπους επαναστατικών κυβερνήσεων, τις οποίες δεν έχουν αναγνωρίσει ξένα κράτη και συνάφθηκαν από αυτές, μπορούν να γίνουν απαιτητά από τους δανειστές και να βαρύνουν το νεοσύστατο κράτος, που είναι προϊόν της επανάστασης. Η απάντηση στο ερώτημα, που έχει δώσει ο διεθνολόγος Ν. Πολίτης, είναι κατηγορηματική: «Ότε μια κυβέρνησις, νόμω ή βία, εγκαθίσταται εν τη αρχή, και γίνεται δεκτή ή τουλάχιστον ανεκτή υπό του έθνους, αντιπροσωπεύει την χώραν και υποχρεοί αυτήν δια των πράξεων ας συνάπτει εν ονόματί της, αδιάφορον αν η κυβέρνησις αύτη είναι ή ου ανεγνωρισμένη διπλωματικώς υπό των άλλων Δυνάμεων». Ο δεύτερος ήταν συνυφασμένος με την αδυναμία αποπληρωμής των ποσών του δανείου από τους Έλληνες εμπολέμους, έστω και μέρος των δανείων, μια και τα οικονομικά τους μέσα ήταν, σχεδόν, ανύπαρκτα. Εκτός τούτου, τα χρήματα των συγκεκριμένων δανείων διασπαθίσθηκαν σε αλλότριους, εχθρικούς σκοπούς. Επιπλέον, τα χρήματα του πρώτου δανείου και όλα, σχεδόν, του δευτέρου, τα οποία μεταβιβάστηκαν στην Ελλάδα, μετά την εκκαθάριση, κατασπαταλήθηκαν «εις τον υπέρ ηγεμονίας και πρωτείων αγώνα, εχρησίμευσαν δε μόνον όπως περατωθώσιν οι εμφύλιοι πόλεμοι, ους αυτά ταύτα τα δάνεια κατά μέγα μέρος προεκάλεσαν».

Νεότεροι ιστορικοί (Λιγνάδης), έχουν χαρακτηρίσει τα πρώτα ελληνικά εξωτερικά δάνεια, τα οποία έχουν μείνει γνωστά στην Ιστορία, ως «Δάνεια της Ανεξαρτησίας», ως «θεμελιώδεις» συντελεστές της «εξαρτήσεως» του Ελληνικού κράτους από τους ξένους. Παλαιότεροι (Ανδρεάδης), ως «το προοίμιον της εθνικής υμών υποστάσεως». Και οι δύο, συγκαταλέγονται στους ιστορικούς, που ασχολήθηκαν περισσότερο επισταμένα με την πτυχή εκείνη της ελληνικής ιστορίας, που αφορά την προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό, για την εξυπηρέτηση των αναγκών του Αγώνα κατά των Οθωμανών, που διεξήγαν οι ηγέτες του υποτυπώδους κρατικού μορφώματος, το οποίο συνέστησαν οι επαναστατημένοι Έλληνες. Ο Λιγνάδης θεωρεί τα «επαναστατικά» δάνεια του 1824 και του 1825, ως την απαρχή για «την μέσω τρίτων ‘ευγενών’ φορέων οικονομικήν αποικιοποίησιν της Ελλάδος»∙ οικονομική αποικιοποίηση, την οποία διερευνά και εξετάζει έως τη δεκαετία του 1930, οπότε σημειώνεται η τέταρτη πτώχευση του Ελληνικού κράτους, οφειλόμενη, εν πολλοίς, στην προηγηθείσα παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929. Και τούτο θεμελιώνεται στα όσα αναλύει, όταν υποστηρίζει πως η διαπραγμάτευση των εν λόγω δανείων «περιέχει εν σπέρματι τους λόγους εκ των οποίων ερμηνεύονται αι διαδικασίαι, αι οδηγήσασαι το ελληνικόν κρατίδιον εις την πολιτικήν υποτέλειαν, την διήκουσαν καθ’ όλην την νεωτέραν και νεωτάτην ιστορικήν διαδρομήν αυτού. Η σύναψις των δύο δανείων συνετέλεσεν εις την συγκεκριμενοποίησιν της ελληνικής διχονοίας και των στόχων του εμφυλίου πολέμου, υπεβοήθησε τας πολιτικάς επιδιώξεις και βλέψεις του ξένου παράγοντος, υπήρξεν η μήτρα της κυήσεως των ξενοκίνητων κομματικών πυρήνων και κυρίως εδημιούργησεν την αφετηρίαν του περίφημου Χρέους της Ελλάδος, το οποίον εχρησιμοποίουν οι ξένοι, οσάκις ήθελον να εξαναγκασθή το Έθνος να κύπτη τον αυχένα εις τας επιθυμίας των. Το χρέος τούτο θα εξαναγκασθούν να αντιμετωπίζουν οι Έλληνες μετ’ αισθήματος εθνικής ενοχής επί ένα και πλέον αιώνα και η πλεγματικότης αύτη, η καταλλήλως εμφυτευθείσα έξωθεν, θα διαπλάση μίαν ‘παιδείαν’ χαρακτηρολογικής μειοδοσίας εις τας μετά των ξένων σχέσεις και δοσοληψίας».

Από τους σύγχρονους ιστορικούς, ο Γεώργιος Δερτιλής, υποστηρίζει πως τα δάνεια βοήθησαν στο να αποκτήσει η Βρετανία τον πολιτικό έλεγχο της Ελλάδας. Έναν έλεγχο, ο οποίος μαζί με συγκεκριμένες διατάξεις των Συνθηκών, που οδήγησαν στην εντελή ανεξαρτησία του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους και της Συνθήκης του 1864, απέβησαν το προοίμιο της επεμβατικής πολιτικής του Λονδίνου στην Ελλάδα, πολιτική την οποία εφάρμοσαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, οι εγγυήτριες της ελληνικής ανεξαρτησίας, υπό την κάλυψη της προστασίας της πολιτικής της ανεξαρτησίας και της εδαφικής της ακεραιότητας, πλείστες φορές στα χρόνια, που ακολούθησαν (π.χ. Κριμαϊκός πόλεμος). Τυπικώς, η επεμβατική αυτή πολιτική τερματίστηκε με τη Συνθήκη των Σεβρών, της 10 ης Αυγούστου 1920, στο Προοίμιο της οποίας οριζόταν η κατάργηση του καθεστώτος Προστασίας. Στην πραγματικότητα, όμως, η Βρετανία συνέχισε να θεωρεί την Ελλάδα ως δορυφόρο της, ως τα τέλη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν εξερχόμενη, εξουθενωμένη και αποδυναμωμένη, από την παγκόσμια, πολεμική αναμέτρηση παρέδωσε τα σκήπτρα στις ΗΠΑ.

Η τραγικότητα της προσφυγής στον εξωτερικό δανεισμό, εκ μέρους της Ελλάδας, είναι πως δεν σταμάτησε ποτέ. Πάντα οι αλλοδαποί φίλοι έβρισκαν την ευκαιρία, εκμεταλλευόμενοι, βέβαια, τις εσωτερικές διαμάχες και έριδες, να δημιουργούν καταστάσεις ανάγκης, τέτοιας φύσης, που δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις αναγκαστικής δανειοδότησης. Και ο δανεισμός από τις ξένες χρηματαγορές συνεπέφερε την πολιτική εξάρτηση, με ό, τι αυτό συνεπαγόταν. Βέβαιο, ωστόσο, είναι πως δίχως τα χρήματα από το εξωτερικό, αλλά και δίχως την πολιτική στήριξη των Δυνάμεων, η οποία εκδηλώθηκε, όταν ανέκυψαν οι μεταξύ τους ανταγωνισμοί για τον έλεγχο της περιοχής, ο Αγώνας, ίσως, να είχε μείνει ανολοκλήρωτος, ίσως, να μην είχε οδηγήσει τους επαναστάτες στην εν μέρει υλοποίηση των εθνικών τους ονείρων και στην πολυπόθητη ίδρυση πλήρως ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους.

Η Αρετή Τούντα-Φεργάδη είναι Ομότιμη Καθηγήτρια Ελληνικής Διπλωματικής Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστήμιου.

Οδηγός Βιβλιογραφίας

 

Πρωτογενείς Δημοσιευμένες Πηγές

Απολογία Ιωάννου Ορλάνδου και Ανδρέα Λουριώτου εις την κατ’ αυτών απόφασιν του Ελεγκτικού Συνεδρίου περί των εν Λονδίνω Διαπραγματευθέντων δύο Ελληνικών Δανείων κατά το 1824 και 1825, Εν Αθήναις 1839.

Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας 1821-1832. Αι Εθνικαί Συνελεύσεις. Τόμος Πρώτος. Εκδόσεις Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων, Αθήναι 1971.

Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας μέχρι της Εγκαταστάσεως της Βασιλείας. Τόμος Α΄. Πρώτη Βουλευτική Περίοδος 1822-1823. Επανέκδοσις υπό της Βιβλιοθήκης της Βουλής, Αθήναι 1971.

Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας 1821-1832. «Λυτά Έγγραφα» Α΄ και Β΄ Βουλευτικής Περιόδου. Τόμος Πρώτος, Εκδόσεις Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων. Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, Αθήναι 1976.

Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας 1821-1832. «Λυτά Έγγραφα» Α΄ και Β΄ Βουλευτικής Περιόδου. Τόμος Δεύτερος. Εκτελεστικόν. Αθήναι 1977.

Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας 1821-1832. «Λυτά Έγγραφα» Α΄ και Β΄ Βουλευτικής Περιόδου. Τόμος Τέταρτος, Βουλευτικόν Σώμα. Εκδόσεις Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων. Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, Αθήναι 1979.

Ελληνική Λευκή Βίβλος, An agreement with the Hellenic Government for the convention of the Greek loans of 1824 and 1825, London, 1878.

Εφημερίδες

 Ελληνικά Χρονικά (Μεσολόγγι), 15 Μαρτίου 1824.

Δευτερογενής Βιβλιογραφία

 Ανδρεάδης Ανδρέας, Ιστορία των Εθνικών Δανείων, Εν Αθήναις 1904.

Βερέμης Θάνος, Γιάννης Κολιόπουλος, Ιάκωβος Μιχαηλίδης, 1821. Η δημιουργία ενός έθνους-κράτους, Αθήνα 2018.

Γεωργής Γιώργος, Στις απαρχές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, Αθήνα 1995.

Γρηγόριος Δαφνής, Ιωάννης Α. Καποδίστριας. Η γένεση του ελληνικού κράτους, Αθήνα 2018².

Δερτιλής Γεώργιος, «Διεθνείς οικονομικές σχέσεις και πολιτική εξάρτηση: Η ελληνική περίπτωση, 1824-1878», Τα Ιστορικά, 1, (1), 1983, σ. 145-174.

Δερτιλής Γεώργιος, Ιστορία του Ελληνικού Κράτους, 1830-1920, τ. 1-2, τέταρτη έκδοση, Αθήνα 2006.

Δημακόπουλος Γεώργιος, «Κόρινθος «Καθέδρα (Πρωτεύουσα) του Νεοελληνικού Κράτους (Φεβρουάριος-Μάιος 1822)», στο Πρακτικά του Η΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (Κόρινθος 26-28 Σεπτεμβρίου 2008). Αφιέρωμα στην Αιώνια Κόρινθο, Ανάτυπον, Αθήναι 2010, σελ. 261-284.

Διβάνη Λένα, Η Εδαφική Ολοκλήρωση της Ελλάδας (Απόπειρα Πατριδογνωσίας), Αθήνα 1997.

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Η Ελληνική Επανάσταση και η ίδρυση του Ελληνικού κράτους (1821-1832), Τόμος ΙΒ΄, Αθήνα 1975.

Κλάψης Αντώνης, «Στο κλουβί της Ελλάδος της στενής μας κλεισμένοι». Πολιτική και διπλωματία της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης 1821-1923, Αθήνα 2019.

Λιγνάδης Τάσος, Το Πρώτον Δάνειον της Ανεξαρτησίας, Αθήναι 1970.

Του ίδιου, Η Ξενική Εξάρτησις κατά την Διαδρομήν του Νεοελληνικού Κράτους (1821-1945). Πολιτική Διαμόρφωσις-Εθνική Γη-Δανειοδότησις, Αθήναι 1975.

Παντελάκης Νίκος, Συμμαχικές Πιστώσεις. Κράτος και Εθνική Τράπεζα (1917-1928), Αθήνα 1988.

Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Ζ, Αθήναι χχε. Πρωτοψάλτης Εμμανουήλ, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, τευχ. Β΄, Αθήναι 1970.

Πρωτοψάλτης Εμμανουήλ, Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως 1821, Αθήναι 1977.

Σκληράκη Εύη, Τα Δάνεια της Εξάρτησης και της Χρεοκοπίας 1824-1940, Αθήνα 2015. Σβορώνος Νίκος, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, Αθήνα 1976.

Τούντα-Φεργάδη Αρετή, «Όψεις της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής από τα τέλη του 18ου αιώνα ώς το Συνέδριο της Βιέννης» στο 175 χρόνια Διπλωματικών Σχέσεων Ελλάδας-Ρωσίας (1828-2003), Αθήνα 2007, σελ. 77-101.

Της ίδιας, Η δανειακή ελληνική εξωτερική πολιτική. Η περίπτωση του δεύτερου προσφυγικού δανείου, 1926-1928, Αθήνα 2009.

Χριστοδουλίδης Θεόδωρος, Διπλωματική Ιστορία τριών αιώνων. Από τη Βιέννη στις Βερσαλλίες, τ. Β΄, Αθήνα 1997.

Dertilis Georgios, «Hiérarchies sociales, capitaux et retard économique en Grèce (XVIIIE- XXE siècle)», στο Actes du 11e Colloque International d’Histoire, T. II, Tirage à part, Athènes 1985, σελ. 302-332.

Driault Édouard et Lhéritier Michel, Histoire Diplomatique de la Grèce de 1821 à nos jours,

Tome Premier. L’Insurrection et l’Indépendance, par Édouard Driault, Paris 1925-1926.

Kofas J., Financial relations of Greece and the Great Powers, 1832-1862, East European Monographs, Νέα Υόρκη 1981

 

Ζήσης Φωτάκης: Διακλαδική Θεώρηση της Ελληνικής Επανάστασης του 1821

Ζήσης Φωτάκης

Διακλαδική Θεώρηση της Ελληνικής Επανάστασης του 1821

 

Το παρόν κείμενο παρουσιάζει ευσύνοπτα το ιστορικό πλαίσιο της Εθνεγερσίας του 1821 και την εξέλιξή της σε ναυτικό και στρατιωτικό επίπεδο, επιχειρώντας να αναδείξει σημαντικές πτυχές της. Η Επανάσταση του 1821 δεν υπήρξε ούτε η πρώτη ούτε η πιο εκτεταμένη επαναστατική προσπάθεια του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού. Αντίθετα, περί τα 30 επαναστατικά κινήματα έλαβαν χώρα κατά την Τουρκοκρατία, κινήματα που αγκάλιασαν κάποτε και τις δύο όχθες του Αιγαίου.[1] Οι επαναστάσεις αυτές εξέφραζαν, μεταξύ άλλων, την αγανάκτηση των Ελλήνων για την επαχθή διακυβέρνηση των Οθωμανών που κατείχαν, μεσοσταθμικά, έως και εικοσαπλάσια γαιοκτησία στην Ελλάδα συγκριτικά με τους Έλληνες κατοίκους της.[2] Η Επανάσταση του 1821 δεν ευνοήθηκε επίσης από την Ευρωπαïκή διπλωματία, όπως είχε συμβεί με παλαιότερες ελληνικές επαναστάσεις. Αν και βρήκε αντίθετη την επίσημη Ευρώπη κατά τα πρώτα κρίσιμα χρόνια της,[3] κατόρθωσε να αναδειχθεί ως η πλέον μακρόχρονη στη νεότερη Ευρωπαïκή ιστορία, απασχολώντας τη διπλωματία των Μεγάλων Δυνάμεων, όσο καμία άλλη εθνική επανάσταση τους τελευταίους δύο αιώνες.

Την παραμονή της έναρξης του Αγώνα της Ανεξαρτησίας, ο Ελληνισμός της Ανατολικής Μεσογείου είχε δημογραφικά διπλασιαστεί σε σχέση με το 1715. Η ναυτική ισχύς και η κεφαλαιακή συγκρότησή του είχαν επίσης πολλαπλασιαστεί, καθώς οι Έλληνες διεύρυναν την εμπορική σφαίρα επιρροής τους επωφελούμενοι από την ανανέωση του εμπορίου μεταξύ Αυστρίας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, από τους Αγγλο-γαλλικούς πολέμους του 18ου αιώνα και από την κατάλυση της Βενετίας, της Γένοβας και των Ιωαννιτών Ιπποτών της Μάλτας κατά τους Ναπολεόντειους Πολέμους. Την ίδια περίοδο εξασφάλισαν μεγάλα κέρδη επιδιδόμενοι σε κούρσο και σε λαθρεμπόριο. Επωφελήθηκαν επίσης οι Έλληνες από την συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) που τους κατέστησε μεταφορείς του ρωσικού σιτεμπορίου,[4] αλλά και από την επιτυχή, διαχρονική πρακτική τους να έχουν σκάφη σχετικώς μεγάλα, πληρώματα ολιγάριθμα αλλά εξησκημένα, μισθούς χαμηλούς και τροφή λιτή.[5] Τα σκάφη τους συχνά ναυπηγούνταν σε ναυπηγεία του εξωτερικού και στη συνέχεια λειτουργούσαν ως μοντέλα για την ντόπια ναυπηγική παραγωγή.

Αριστερά: Οθωμανός ναύτης. Δεξιά: Louis Dupré, Grec d’Hydra, Paris, Imprimerie Dondey-Dupré, 1825-1837.

Έτσι τα ελληνικά πλοία κατέστησαν σταδιακά πιο αξιόπλοα και απέκτησαν μεγαλύτερη πυροβολική ισχύ.[6] Επιπρόσθετα, χιλιάδες Έλληνες εκπαιδεύτηκαν στρατιωτικά, υπηρετώντας ως μισθοφόροι της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Ρωσίας κατά τους Ρωσο-Τουρκικούς και τους Ναπολεόντειους Πολέμους του μακρού ναυτικά 18ου αιώνα.[7] Η δυναμική του ελληνικού παράγοντα ανακόπηκε προσωρινά την επαύριο των Ναπολεόντειων Πολέμων, λόγω της πτώσης της κερδοφορίας της ελληνικής ναυτιλίας.[8] Η πτώση αυτή υπήρξε τόσο θεαματική, που ώθησε αρκετούς Έλληνες ναυτικούς να επιδιώξουν την απασχόλησή τους στο Οθωμανικό πολεμικό ναυτικό, ενισχύοντας έτσι την διαχρονική στελέχωση του στόλου αυτού με ελληνικά κατώτερα πληρώματα.[9]

Η αυξημένη στελέχωση του Οθωμανικού Ναυτικού από ελληνικά πληρώματα οδήγησε τη Φιλική Εταιρεία, στην υιοθέτηση της ιδέας της κατάληψης ή της πυρπόλησης του Οθωμανικού στόλου στο ορμητήριο του, στην Κωνσταντινούπολη. Κάτι τέτοιο όμως δεν πραγματοποιήθηκε λόγω της απόταξης της πλειοψηφίας των ελλήνων ναυτικών από τον Οθωμανικό στόλο και τη σφαγή αρκετών από αυτούς από τους Τούρκους την επαύριο της έναρξης του Αγώνα.[10]

Ο οθωμανικός στόλος παρατεταγμένος μπροστά από το τζαμί του Ορτάκιοϊ της Κωνσταντινούπολης.

Η έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης τον Μάρτιο του 1821 συνέπεσε σκόπιμα με ικανό αριθμό περισπασμών που αντιμετώπισε η Οθωμανική αυτοκρατορία, τη στιγμή που η κατάπτωση του σώματος των γενιτσάρων κατέστη τροχοπέδη στην προάσπιση της εδαφικής της ακεραιότητας.[11] Η καθυπόταξη του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και του Πασά της Πτολεμαΐδας, οι στασιαστικές τάσεις των Δρούζων, ο πόλεμος μεταξύ της Περσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1821-1823), η επανάσταση των Ελλήνων στη Μολδοβλαχία και η απειλητική στάση της Ρωσίας ανάγκασαν την Πύλη να διαιρέσει τις δυνάμεις της. Οι πενήντα από τους εκατό χιλιάδες άνδρες που μπορούσε να επιστρατεύσει η Υψηλή Πύλη εστάλησαν στη Μολδοβλαχία για να αντιμετωπιστεί το επαναστατικό κίνημα του Υψηλάντη και των Ρουμάνων συμμάχων του. Το υπόλοιπο τμήμα των Οθωμανικών δυνάμεων διατέθηκε κυρίως στις  Οθωμανικές επιχειρήσεις  κατά του Αλή Πασά καθώς και για την προστασία της Ανδριανούπολης από Ρωσικό αιφνιδιασμό.[12] Οι περισπασμοί αυτοί του Οθωμανικού στρατού, διευκόλυναν το έργο των χερσαίων δυνάμεων των ελλήνων επαναστατών που δεν υπερέβαιναν τους τριάντα χιλιάδες άνδρες στην Πελοπόννησο.[13]

Η επιλογή της κατάλληλης συγκυρίας για την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης δεν ήταν δυνατό να έχει μονιμότερα ευνοϊκά αποτελέσματα, αν η γεωμορφολογία και η γεωοικονομία του ελληνικού χώρου δεν προσέφεραν πρόσθετα πλεονεκτήματα για την ευόδωση της Ελληνικής Επανάστασης. Η Ελλάδα του 1821, όπως και κάθε χώρα της προβιομηχανικής Ευρώπης που η πυκνότητα του πληθυσμού της δεν ξεπερνούσε τους 35 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, δε μπορούσε να εξασφαλίσει στους εισβολείς της επαρκή ανεφοδιασμό. Επιπλέον, το έντονο γεωγραφικό ανάγλυφό της και οι πολλές κλεισούρες της καθιστούσαν εξαιρετικά κοπιώδη, δαπανηρή, αργή και ριψοκίνδυνη την προώθηση ανδρών και πολεμοφοδίων στα πολιορκούμενα τουρκικά κάστρα της Πελοποννήσου, της καρδιάς της Ελληνικής Επανάστασης.[14]

Πράγματι, η συγκρότηση Οθωμανικών εκστρατευτικών στρατευμάτων στη Βόρεια Ελλάδα διαρκούσε τουλάχιστον επτά μήνες. Η κάθοδός τους στην Πελοπόννησο, έπρεπε να λάβει χώρα μέσα από τις δύο κάθετες στενωπούς της Πίνδου οι οποίες είναι συνήθως κλειστές μεταξύ του Δεκεμβρίου και του Μαρτίου, λόγω της βαρυχειμωνιάς. Είχαν επίσης να αντιμετωπίσουν τον ελληνικό κλεπτοπόλεμο σε ένα περιβάλλον χαμηλής ορατότητας λόγω της οργιώδους βλάστησης των στενωπών αυτών. Το διάστημα που απέμενε στα εκστρατευτικά σώματα των Τούρκων για να ενισχύσουν τα τουρκικά κάστρα στην Πελοπόννησο αποδείχθηκε ότι δεν επαρκούσε,[15] καθώς οι Έλληνες επαναστάτες καθυστερούσαν επίσης σημαντικά την τουρκική προέλαση, ταμπουρωμένοι στις υπώρειες ορεινών όγκων, όπως είχαν ήδη παρόμοια πράξει και αντάρτες στη Γαλλία, στην Ιβηρική Χερσόνησο, στο Τυρόλο και αλλού. Οι αμυντικές επιτυχίες των Ελλήνων οφείλονταν και στο άκρατο επιθετικό πνεύμα των Τούρκων. Ενθαρρυμένοι από την αριθμητική τους υπεροχή και ποτισμένοι από θρησκευτικό φανατισμό και από μεγάλες δόσεις αλκοόλ πριν την μάχη, οι Τούρκοι στρατιώτες δεν λάμβαναν τις απαιτούμενες προφυλάξεις.[16]

Τα Πελοποννησιακά κάστρα βρίσκονταν σε άγονα εδάφη και συνδέονταν με την ενδοχώρα μέσω ενός υποτυπώδους, ημιορεινού οδικού δικτύου που επέτεινε την απομόνωση και την εξάρτησή τους από την εξωτερική βοήθεια. Ελλείψει αποτελεσματικής χερσαίας ενίσχυσης, η μόνη ουσιαστικά ατραπός διοικητικής μέριμνας που διέθεταν οι Τούρκοι ήταν η θαλάσσια.[17] Η Ελληνική Επανάσταση, όπως και η Αμερικανική Επανάσταση μισό αιώνα νωρίτερα, διέθετε ευμεγέθη εμπορικό στόλο και αξιόλογη ναυπηγική ικανότητα που αξιοποιήθηκε για την αποτελεσματική παρενόχληση των θαλασσίων επικοινωνιών του αντιπάλου.[18] Ο τρινήσιος ελληνικός στόλος (Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά) αριθμούσε μαζί με τα πλοία της Κάσου 180 περίπου μονάδες, σπάνια, όμως χρησιμοποιούνταν πάνω από 60-70 πλοία στις επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων εξαιτίας δημοσιονομικών περιορισμών.[19] Ενδεικτικά αναφέρεται ότι από τα 20 εκατομμύρια δραχμές που χρειάστηκαν για την συντήρηση του ελληνικού στόλου κατά την πρώτη τριετία του Αγώνα, μόνο το 1,4 εκατομμύρια προήλθαν από τον κρατικό ταμείο. Τα υπόλοιπα καλύφθηκαν κυρίως από ιδιωτικούς πόρους των τριών νήσων.[20] Το γεγονός ότι τα πλοία του Αγώνα αποτελούσαν συγγενικές συμπλοιοκτησίες που στελεχώνονταν από συγγενείς δυσχέραινε επίσης την πολεμική αξιοποίησή τους.[21]

Ομοίωμα ψαριανής γαλιότας, Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος, Πειραιάς.

Στις συγκρούσεις που ακολούθησαν με τους Τούρκους, η ελληνική ναυτική ισχύς θύμιζε σε πολλά την κατίσχυση των μικρών πλοίων του λόρδου Howard επί των πλοίων της γραμμής της Ισπανικής Αρμάδας του Φιλίππου Β΄ το 1588.[22] Όταν τα ελληνικά πλοία συναντούσαν εχθρική δύναμη που συνόδευε ή που ακολουθούνταν από φορτηγά ή μεταγωγικά, κτυπούσαν τα πολεμικά και όχι τα συνοδευόμενα πλοία. Με την τακτική αυτή ανάγκαζαν την εχθρική δύναμη να διασπαρεί καθιστώντας ευάλωτα τα συνοδευόμενα πλοία.[23] Έτσι επιβεβαίωσε ο ελληνικός στόλος την αρχή της ναυτικής ιστορίας που θέλει τα καταδρομικά να είναι εκείνα που ασκούν πραγματικά την κυριαρχία της θάλασσας και όχι τα πλοία της γραμμής.[24] Η αποτελεσματική παρενόχληση των Οθωμανικών θαλασσίων επικοινωνιών διευκόλυνε σημαντικά την παράδοση των κυριότερων κάστρων της Πελοποννήσου στους Έλληνες κατά την πρώτη τριετία του Αγώνα.

Η στρατηγική χρησιμότητα του Ελληνικού ναυτικού του ΄21 δεν εξαντλήθηκε στην επιτυχημένη παρενόχληση των θαλασσίων επικοινωνιών του αντιπάλου. Στο ξεκίνημα της Επανάστασης το ελληνικό ναυτικό ήταν αυτό που τη διέδωσε σε πολλά νησιά και ηπειρωτικές ακτές του Αιγαίου,[25] ενώ και πριν την Επανάσταση πολλοί καπεταναίοι είχαν διαδώσει το ιδανικά της Φιλικής Εταιρείας στα λιμάνια που επισκεπτόντουσαν.[26] Επίσης, το ελληνικό ναυτικό διασφάλισε τον εφοδιασμό των επαναστατών σε τρόφιμα και πολεμικό υλικό.[27] Διευκόλυνε ακόμη τη σύναψη δανείων με παράγοντες του εξωτερικού, καθώς η εμπορική πίστη των επαναστατημένων Ελλήνων συνέχισε να υφίσταται, λόγω της στήριξής τους από τις ελληνικές παροικίες και τα φιλελληνικά κομιτάτα της Ευρώπης.[28]

Ο τρινήσιος στόλος πιστώνεται επίσης με σημαντική προβολή ναυτικής ισχύος στο χερσαίο μέτωπο του αντιπάλου. Ήδη τον Απρίλιο του 1821, αξιοποιώντας τις κατάλληλες για καταδρομικές επιχειρήσεις γαλιότες τους αλλά και την σχετική πείρα τους από την εποχή των Ορλωφικών, Ψαριανοί υπό τον Νικολή Αποστόλη βύθισαν ένα τουρκικό πλοίο και αιχμαλώτισαν άλλα τέσσερα τουρκικά πλοία που ετοιμάζονταν να επιβιβάσουν κοντά στην Σμύρνη 3000 ετοιμοπόλεμους Τούρκους με τελικό προορισμό την Πελοπόννησο. Αφού λεηλάτησαν και τα μικρασιατικά παράλια μέχρι το ύψος της Λέσβου, επέστρεψαν στα Ψαρά.[29] Οι Ψαριανοί συνέχισαν την καταδρομική δράση τους εναντίον των Μικρασιατικών παραλίων έως την καταστροφή του νησιού τους το 1824, προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων από τους Τούρκους και τους Ευρωπαίους της περιοχής.[30] Προληπτικά πλήγματα και καταδρομικές επιχειρήσεις του ελληνικού ναυτικού έλαβαν χώρα όχι μόνο στην Μικρασιατική ακτογραμμή, αλλά και εναντίον Οθωμανικών θέσεων στον Λίβανο, στη Συρία και στην Αίγυπτο. Ο λιμένας της Αλεξάνδρειας δέχθηκε επίσης την «επίσκεψη» του Κανάρη, του Κόχραν και των Κασίων, ενώ και η Δαμιέτη υπέφερε από τις επιδρομές των Κασίων και των άλλων Ελλήνων.[31] Ακόμα και σε ακατοίκητη νησίδα ανοικτά της Βεγγάζης ιδρύθηκε ελληνική πειρατική βάση το 1826.[32]

Για να καλυφθούν οι οικονομικές ανάγκες του Αγώνα, αλλά και ως επιχειρηματική πρακτική, πολλοί Έλληνες ναυτικοί επιδόθηκαν στην πειρατεία, προκαλώντας σοβαρές ζημιές στους ευρωπαϊκούς εμπορικούς στόλους. Υπολογίστηκε από τον υποναύαρχο Δεριγνύ, τον Διοικητή του Γαλλικού στόλου της Ανατολικής Μεσογείου, ότι κατά την περίοδο 1821-1826 οι ζημιές που υπέστη η Αυστριακή ναυτιλία από την ελληνική πειρατεία στο Αιγαίο ανήλθαν σε 4 εκατομμύρια φράγκα, ενώ οι ζημιές που υπέστησαν η Αγγλική και η Γαλλική ναυτιλία ήταν αντίστοιχα 900.000 και 300.000 φράγκα.[33] Για να μειωθούν οι απώλειες της ναυτιλίας των ουδετέρων κρατών από την ελληνική πειρατεία εισήχθη ο σχηματισμός της νηοπομπής στο Αιγαίο το 1825 δεν μπόρεσε όμως να ανακόψει την πειρατική δράση των Ελλήνων, που επιτίθεντο και εναντίον των Ευρωπαϊκών νηοπομπών, όπως ήδη έκαναν με τις Οθωμανικές νηοπομπές. Τον Απρίλιο του 1826 ήταν αδύνατο να πλεύσει μεμονωμένο σκάφος έστω και 10 λεύγες στο Αιγαίο και να μην προσβληθεί από Έλληνες πειρατές, σύμφωνα με τον Δεριγνύ.[34] Η πειρατεία στις ελληνικές θάλασσες εντάθηκε περαιτέρω μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου, όταν η εξουδετέρωση του Τουρκο-αιγυπτιακού στόλου από τους Συμμάχους έδωσε τη δυνατότητα σε περισσότερους Έλληνες να στραφούν από τις πολεμικές επιχειρήσεις στην πειρατεία.[35] Εντάθηκε επίσης για να εξυπηρετηθεί η πολιτική βάση και η επιβίωση ελληνικών κυβερνήσεων -κυρίως της Αντικυβερνητικής Επιτροπής που μοίραζε αφειδώς διπλώματα καταδρομής για να προσεταιριστεί τους νησιώτες το 1827 και για να διατηρήσει το μόνο εισόδημα που ακόμα ήλεγχε, τις προσόδους από το Δικαστήριο των Λειών.[36] Υπολογίζεται ότι το 1828 έπλεαν στο Αιγαίο γύρω στα χίλια πειρατικά σκάφη και διέθεταν οχυρωμένες βάσεις στη Γραμβούσα, στην Αντίπαρο, στην Κάσο, στο Καστελόριζο και αλλού.[37] Επλήγησαν επίσης και τα εμπορικά συμφέροντα της Ρωσίας από τις τουρκικές αυθαιρεσίες, που εμπόδισαν πλήθος Ελληνικών πλοίων να μεταφέρουν Ρωσικά δημητριακά στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης.[38] Η θέληση των Ευρωπαίων να μην επιμηκυνθεί περαιτέρω η οικονομική βλάβη τους από την Ελληνική Επανάσταση συνέβαλε σημαντικά στη μεταστροφή της πολιτικής τους υπέρ των Ελλήνων μετά το 1826.

Ambroise-Louis Garneray, La Bataille de Navarin, c. 1831, Musée des Beaux-Arts, Narbonne.

Η προαναφερθείσα δράση του ελληνικού ναυτικού κατέστη δυνατή διότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν ανέλαβε την πρωτοβουλία στο πεδίο της ναυτικής στρατηγικής, αλλά περιορίστηκε σε αμυντικού χαρακτήρα παρεμβάσεις κατά την πρώτη τριετία του Αγώνα. Τον Απρίλιο του 1821, η Υψηλή Πύλη διέταξε τον Οθωμανικό στόλο να μετασταθμεύσει στην Τραπεζούντα, φοβούμενη Ρωσική επέμβαση υπέρ των Ελλήνων.[39] Η διακοπή των διπλωματικών σχέσεων της Ρωσικής με την Οθωμανική Αυτοκρατορία μεταξύ του Αυγούστου του 1821 και του Φεβρουαρίου του 1824, ενίσχυσε τη Ρωσοφοβία των Οθωμανών ιθυνόντων και περιόρισε τις ναυτικές δυνάμεις που μπορούσαν να διατεθούν εναντίον των Ελλήνων Επαναστατών.[40] Επιπλέον, για την εκκαθάριση του Οθωμανικού στόλου από τα ελληνικά πληρώματά του και για την «ἐκ τῶν ἐνόντων συμπλήρωσι τῶν τεραστίων κενῶν μέ τά διάφορα «κατακάθια» τῶν λιμένων τῆς Μεσογείου ἐπέρασαν δύο μῆνες. Κατά τό διάστημα δέ αὐτό κατέστη δυνατή ἡ ἐπέκτασις τῆς ἐπαναστατικῆς φλογός εἰς ὅλας τάς νήσους καί τάς παραλίους πόλεις τοῦ Αἰγαίου»,[41] όπως εύστοχα παρατηρεί ο ναύαρχος Αλεξανδρής. Επισημαίνει δε εξίσου εύστοχα ότι «Κατά περίεργον ἱστορικήν σύμπτωσιν, ἡ αὐτή παρετηρήθη ἀδράνεια, ἂν καί εἰς ἄλλους ὀφειλομένη λόγους, κατά τό πρῶτον δίμηνον τοῦ Α΄ Βαλκανικοῦ πολέμου, ἧς ἐπωφελήθη ὁ ναύαρχος Π. Κουντουριώτης διά τήν κατάληψιν τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου[42] Κινούμενη μακροϊστορικά η ναυτική σκέψη του Αλεξανδρή, αποδίδει στην αδράνεια της Οθωμανικής Ναυτικής Ισχύος το 1821 και το 1912 τη διευκόλυνση της επίτευξης της απελευθέρωσης της Ελλάδας το 1821 και την πραγματοποίηση της κατά προσέγγισης εθνικής ολοκλήρωσή της το 1912.

Μετά την επαναστελέχωσή του με κατώτερα πληρώματα, ο Οθωμανικός στόλος εμφανίστηκε στο Αιγαίο τον Μάιο του 1821. Την τριετία που ακολούθησε, διακατεχόμενος από «χερσαῖας» ἀντιλήψεις έθεσε ως άμεσο αντικειμενικό στόχο του «τόν ἀπό θαλάσσης ἐφοδιασμόν τῶν παραλίων φρουρίων Ναυπλίου, Μονεμβασίας, Μεθώνης, Κορώνης καί Πατρῶν, ἅτινα ἐπολιορκοῦντο ἀπό ξηρᾶς καί θαλάσσης παρά τῶν Ἐπαναστατῶν….. χωρίς καθόλου νά ἀσχοληθῇ εὐθύς ἐξ ἀρχῆς μέ τήν ἐξουδετέρωσιν τῶν ναυτικῶν βάσεων καί τήν καταστροφήν τῆς ναυτικῆς δυνάμεως τῶν Ἐπαναστατῶν[43] Ο Οθωμανικός Στόλος παρέμεινε προσηλωμένος στην αποστολή αυτή, η υλική του όμως ανωτερότητα έναντι του ελληνικού στόλου διευκόλυνε και την κατά καιρούς ανάληψη επιθετικού χαρακτήρα επιχειρήσεων εναντίον χερσαίων στόχων, όπως την καταστροφή του Γαλαξιδίου το 1821 και της Χίου το επόμενο έτος.[44]

Το παράλιο φρούριο της Μεθώνης.

Ο Οθωμανικός στόλος ήταν ένας κεντρικά διοικούμενος πολεμικός στόλος που αποτελούνταν, σύμφωνα με τον de la Graviere, από 17 πλοία τής γραμμής (4 τρίκροτα και 13 δίκροτα των 74 πυροβόλων), 7 φρεγάτες, 5 κορβέτες και κάποιους πάρωνες. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία έκανε επίσης χρήση του Αιγυπτιακού στόλου και μοιρών ελαφρών μονάδων από την Τυνησία και την Αλγερία. Τα ελληνικά πλοία, αν και όπως αναφέρθηκε ήταν αρκετά, δεν ήταν πολεμικά. Ήταν δίστηλα τα περισσότερα, με μέσο εκτόπισμα 250 τόνων και έφεραν 10 περίπου κανόνια παντός τύπου και προέλευσης. Τα κανόνια αυτά ήταν ακατάλληλα για εκ παρατάξεως ναυμαχία και ο χειρισμός τους γινόταν εμπειρικά, όχι με τις μεθόδους διεύθυνσης βολής των προηγμένων στόλων. Έλειπε επίσης το πνεύμα της συνεργασίας μεταξύ των επιμέρους τμημάτων του τρινήσιου στόλου, αλλά και το πνεύμα της πειθαρχίας σε όλες τις βαθμίδες της διοίκησής του. Δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο της εγκατάλειψης της θέσης μάχης από ελληνικά πλοία για να λαφυραγωγήσουν ή για να μεταφέρουν ασθενή ή τραυματία στη γενέτειρά του.[45]

Κωνσταντίνος Βολανάκης, Το κάψιμο της τουρκικής φρεγάτας, ιδιωτική συλλογή.

Η προφανής υλική και οργανωτική υπεροχή του Οθωμανικού στόλου θα μπορούσε να του είχε δώσει καθαρή και γρήγορη νίκη, αν δεν προσέπιπτε στην τεχνολογική και την οργανωτική καινοτομία των Ελλήνων επαναστατών. Το ελληνικό ναυτικό έδωσε νέα πνοή ζωής σε ένα πανάρχαιο ελληνικό όπλο, το πυρπολικό.[46] Αυτό παρέσχε στους Έλληνες ναυτικούς τη δύναμη πυρός που τόσο τους έλειπε, χωρίς να αντιμετωπίσουν ιδιαίτερη απειλή από το άστοχο οθωμανικό ναυτικό πυροβολικό.[47] Μέσα από την υιοθέτηση του καμφορέλαιου και του πετρελαίου στις εμπρηστικές ουσίες που χρησιμοποιούνταν στο πυρπολικό, καθώς και μέσα από την επιτάχυνση των μηχανισμών ανάφλεξης και διάδοσης του πυρός στο εσωτερικό του, το πυρπολικό κατέστη πυρφόρος ρομφαία στα χέρια του Κανάρη και των άλλων πυρπολητών.[48] Το πυρπολικό αξιοποιήθηκε τακτικά από τον Μιαούλη ως εργαλείο αιφνιδιασμού του αντιπάλου, στο πλαίσιο νυκτερινών προσβολών, τις οποίες συστηματικά απέφευγαν οι Οθωμανοί, αλλά και σε εκ παρατάξεως ημερινές ναυμαχίες,[49] αξιοποιώντας την αδιαμφισβήτητη υπεροχή του πυρπολικού σε ταχύτητα και ευελιξία.[50] Αξίζει δε να σημειωθεί ότι ο χειρισμός του πυρπολικού κατά την Επανάσταση του 1821 παρουσιάζει σημαντικές αναλογίες με την επιθετική, ηρωϊκή προκάλυψη των βαρέων μονάδων ενός στόλου από τις ελαφρές μονάδες του με στόχο την απαγκίστρωση από την αναμέτρηση με υπέρτερο αντίπαλο. Κάτι που συνέβη συχνά κατά τους δύο παγκόσμιους πολέμους του 20ου αιώνα.[51]

Τομή πυρπολικού, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα.

Προς το τέλος του 1824 ο Τουρκοαιγυπτιακός στόλος ανέπτυξε αντίμετρα που μείωσαν δραστικά την αποτελεσματικότητα του πυρπολικού.[52] Παρά την υπεροχή των Ελλήνων σε ναυτική ικανότητα και τόλμη, αναγκάστηκαν τότε, για να διατηρήσουν την κυριαρχία της θάλασσας σε κάθε περίπτωση και όχι μόνο σε ειδικές συνθήκες τόπου και χρόνου, να παραγγείλουν εκ κατασκευής πολεμικά πλοία που έφεραν καινοτόμα τεχνικά χαρακτηριστικά και ισχυρό πυροβολικό. Αφιέρωσαν δε σε αυτές τις παραγγελίες σημαντικό τμήμα των δανείων που είχε συνάψει η επαναστατημένη Ελλάδα στο City του Λονδίνου.[53]

Αφού εξετάστηκε η πρόταση ενός Ευρωπαίου τυχοδιώκτη για την χρηματοδότηση της κατασκευής ατμοκίνητου πολεμικού πλοίου στα Ψαρά το 1822, αλλά και Γάλλων φιλελλήνων που πρότειναν να ενταχθεί στον ελληνικό στόλο ένας πρώιμος τύπος υποβρυχίου, τελικά ακολουθήθηκαν οι συμβουλές του Βρετανού φιλέλληνα Hastings και του ομοεθνή του ναυάρχου Κόχραν. Αυτές προέβλεπαν την αγορά μιας ατμοκίνητης πολεμικής μοίρας της οποίας η αυτονομία κίνησης και τα καινοφανή στον ναυτικό πόλεμο, μεγάλου διαμετρήματος βλήματα με γόμωση πιθανόν να έκριναν το ναυτικό Αγώνα υπέρ των Ελλήνων. Με την ενέργειά του αυτή το ελληνικό επαναστατικό ναυτικό βρέθηκε στην παγκόσμια ναυτική πρωτοπορία. Μόνο η βρετανική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών είχε χρησιμοποιήσει ατμόπλοιο σε ναυτική επιχείρηση στη Βιρμανία λίγους μήνες νωρίτερα. Το πρώτο πλοίο της μοίρας αυτής, το Καρτερία, πέτυχε καταπληκτικά αποτελέσματα στον Πειραιά, στην Ιτέα στον Βόλο και στο Μεσολόγγι γοργά εκμηδενίζοντας εχθρικές μοίρες, αιχμαλωτίζοντας τα μεταγωγικά τους, θέτοντας εκτός μάχης την τουρκική παράκτια άμυνα και υποστηρίζοντας αποτελεσματικά αποβατικές ενέργειες των ελλήνων επαναστατών. Μια σειρά πάντως από τεχνικά, οικονομικά και πολιτικά ζητήματα εμπόδισαν την επαναστατημένη Ελλάδα να αποκτήσει την ατμοκίνητη μοίρα στην οποία τόσα όνειρα και πόρους επένδυσε μεταξύ του 1825 και του 1828.[54]

Καρτερία, το πρώτο ατμοκίνητο πολεμικό πλοίο του ελληνικού ναυτικού.

Η τελική ευόδωση του επαναστατικού αγώνα κινδύνεψε από το προγεφύρωμα που εγκατέστησε ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο τον χειμώνα του 1825, αξιοποιώντας τη δυνατότητα σε χειμερινούς πλόες που του πρόσφερε το μεγάλο εκτόπισμα των πλοίων του. Είχαν προηγηθεί οι ναυτικές ήττες που υπέστη ο στόλος του κατά το 1824, ιδιαίτερα δε ο κίνδυνος που ο ίδιος διέτρεξε να αιχμαλωτιστεί κατά τη Ναυμαχία του Γέροντα, όταν το πλοίο του βρέθηκε μεταξύ ελληνικών πλοίων, αποκομμένο από τον υπόλοιπο Τουρκο-αιγυπτιακό στόλο.[55] Το προγεφύρωμα αυτό σύντομα διευρύνθηκε με την κατοχή του μεγαλύτερου και κεντρικότερου τμήματος της Πελοποννήσου από τους άνδρες του Ιμπραήμ. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι Έλληνες δεν μπορούσαν να συγκεντρώσουν εναντίον των Αιγυπτίων πάνω από 15.000 ατάκτους. Η αριθμητική και κυρίως η ποιοτική υστέρηση των ατάκτων αυτών έναντι των γαλλο-εκπαιδευμένων και πολυπληθών τακτικών στρατευμάτων του Ιμπραήμ υπήρξε προφανής. Τελικά η Επανάσταση σώθηκε και πάλι, ως ένα βαθμό, από το ερευνητικό πνεύμα των Ελλήνων επαναστατών. Όπως απέδειξε ο στρατηγός Μακρυγιάννης στη μάχη στους Μύλους της Αργολίδας, η κατά προτεραιότητα εξουδετέρωση των Αιγύπτιων αξιωματικών είχε δυσανάλογα βαριά επίπτωση στο στράτευμα του Ιμπραήμ, όπως και σε κάθε, άλλωστε, τακτικό στράτευμα της εποχής εκείνης.[56] Συνάμα, οι ωμότητες των Αιγυπτίων εναντίον των Ελλήνων επαναστατών, όπως και οι σφαγές Ελλήνων αμάχων από τους Τούρκους μετά το 1821, ώθησαν τη Ρωσία και αργότερα τη Βρετανία και τη Γαλλία να παρέμβουν δυναμικά στο Ελληνικό Ζήτημα το 1827.[57]

Στο πλαίσιο αυτό, έλαβε χώρα η Ναυμαχία του Ναυαρίνου που μείωσε δραστικά τη ναυτική ισχύ των Τουρκο-Αιγυπτίων.[58] Η υπαναχώρηση της Αγγλικής πολιτικής στο Ελληνικό Ζήτημα, όταν ανέλαβε την Πρωθυπουργία της Αγγλίας ο Wellington τον Ιανουάριο του 1828, ενίσχυσε την τουρκική αδιαλλαξία, εξωθώντας τη Ρωσία σε πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία τον Απρίλιο του ίδιου έτους. Το ενδεχόμενο της αναβάθμισης της Ρωσικής παρουσίας στην Ανατολική Μεσόγειο, η Οθωμανική ήττα στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1829 και στη Συρία το 1831, η έξυπνη διπλωματία του Καποδίστρια και νέοι περισπασμοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Βοσνία και αλλού, διευκόλυναν την ανάδυση ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους το 1832, μετά από μια δεκαετία πολύνεκρων αγώνων.[59]

Συμπερασματικά, η Επανάσταση του 1821 αποτέλεσε την ωρίμανση μιας πολύχρονης διαδικασίας κατά την οποία ο Ελληνισμός διήλθε από την έσχατη εξουθένωση στην σημαντική ενδυνάμωσή του. Η εύστοχη επιλογή της συγκυρίας για την έναρξη της Επανάστασης, οι τουρκικές αδυναμίες σε ξηρά και θάλασσα, που εντάθηκαν από τη δυσμενή γεωοικονομία και γεωμορφολογία του ελληνικού χώρου, αλλά και η οργανωτική και τεχνολογική καινοτομία της πολεμικής προσπάθειας των Ελλήνων, επιμήκυναν τον Αγώνα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας. Εκβίασαν επίσης την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων στο Ελληνικό Ζήτημα, οδηγώντας στη δημιουργία του πρώτου ανεξάρτητου εθνικού κράτους από τη Βαλτική ως το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος.

Ο Ζήσης Φωτάκης είναι μόνιμος Επίκουρος Καθηγητής Ναυτικής Ιστορίας της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Για τα προεπαναστατικά κινήματα δες Χασιώτης, Ι., «Πολεμικές συγκρούσεις στον Ελληνικό Χώρο και η Συμμετοχή των Ελλήνων», στο Χριστόπουλος Γ. & Μπάστιας Ι., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Ο Ελληνισμός υπό Ξένη Κυριαρχία, Τουρκοκρατία – Λατινοκρατία (περίοδος 1453-1669), (Αθήνα, 1974), σελ. 311-312, και Παπαδόπουλος, Στ., «Επαναστατικές ζυμώσεις και ανταρσίες των Ελλήνων κατά τα τέλη του 16ου και τις αρχές του 17ου αιώνα», στο Χριστόπουλος Γ. & Μπάστιας Ι., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Ο Ελληνισμός υπό Ξένη Κυριαρχία, Τουρκοκρατία – Λατινοκρατία (περίοδος 1453-1669), σελ. 322-333 και Παπαδόπουλος, Στ., Η Ελληνική Επανάσταση του 1770 και ο αντίκτυπός της στις Ελληνικές χώρες» στο Χριστόπουλος Γ. & Μπάστιας Ι., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Ο Ελληνισμός υπό Ξένη Κυριαρχία, Τουρκοκρατία – Λατινοκρατία (περίοδος 1669-1821), (Αθήνα, 1975), σελ. 58-85. Βακαλόπουλος, Α., «Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1787-1792 και οι Έλληνες. Οι Αγώνες των Σουλιωτών και η δράση του Λάμπρου Κατσώνη», στο Χριστόπουλος Γ. & Μπάστιας Ι., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Ο Ελληνισμός υπό Ξένη Κυριαρχία, Τουρκοκρατία – Λατινοκρατία (περίοδος 1669-1821), (Αθήνα, 1975), σελ. 86-97.

[2] Stavrianos, S., The Balkans since 1500 (New York, 1958), 280.

[3] Δεσποτόπουλος, Α., «Η στάση της Ρωσίας και των άλλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση ως το τέλος του 1821» στο Χριστόπουλος, Γ. & Μπάστιας, Ι, Ιστορία του ελληνικού έθνους. Η ελληνική επανάσταση και η ίδρυση του ελληνικού κράτους (1821-1832) (Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975), 204-211, 286-288.

[4] Stavrianos, ό.π., 274-276, 281-282. Χαρλαύτη, Τζ., Ιστορία της Ελληνόκτητης Ναυτιλίας 19ος-20ος αιώνας (Αθήνα, 2001), 66-69, 74-75, 81-82, 86-91. Αλεξανδρής, K., Το Ναυτικό του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος του 1821-1829 και η δράσις των πυρπολικών (Αθήνα, 1968), 17-18. Σίμψας, M., Το Ναυτικό στην Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 3, (Αθήνα, 2006), 204. Αλεξανδρής, Κ., Η Αναβίωσις της Θαλασσίας μας Δυνάμεως κατά την Τουρκοκρατίαν, (Αθήνα, 1960), 199-200.

[5] Αλεξανδρής, Κ., Η Αναβίωσις της Θαλασσίας μας Δυνάμεως κατά την Τουρκοκρατίαν, 154.

[6]  Στο ίδιο, 246.

[7] Stavrianos, ό.π., 213.

[8] Κωνσταντινίδης, Τρ., Καράβια, Καπετάνιοι και Συντροφοναύται 1800-1830 Εισαγωγή εις την Ιστορίαν των Ναυτικών Επιχειρήσεων του Αγώνος (Αθήνα, 1954), 65.

[9]Αλεξανδρής, Κ., Αι Ναυτικαί Επιχειρήσεις του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος 1821-29 (Αθήνα, 1930), 4, 6,10.

[10] Σίμψας, Μ.., Το Ναυτικό στην Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 3, Αλεξανδρής, Το Ναυτικό του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, 37.

[11] Stavrianos, ό.π., 300-303.

[12] Stavrianos, L.S., The World since 1500. A Global History (Englewood Cliffs N.J., 1971), 307. Stavrianos, The Balkans since 1500, 282-283, 301. Κωνσταντινίδης, ό.π., 372. de la Graviere, J., Ιστορία του υπέρ ανεξαρτησίας των Ελλήνων αγώνος: κυρίως υπέρ του Ναυτικού (Αθήνα, 1894), 55. Παπασωτηρίου, Χ., Ο Αγώνας για την Ελληνική Ανεξαρτησία. Πολιτική και Στρατηγική των Ελλήνων και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, 1821-1832 (Αθήνα, 1996), 88.

[13] Graviere, ό.π., 80.

[14] Strachan, Η., European Armies and the Conduct of War (London and New York, 1983), σελ. 10. Η χαρακτηριστική περίπτωση της στρατιάς του Δράμαλη επιβεβαιώνει τις δυσκολίες διοικητικής μέριμνας που αντιμετώπιζαν μεγάλες εισβάλλουσες στρατιές στ Νότια Ελλάδα. Graviere, ό.π., 111. Jelavich, B., Russia’s Balkan Entaglements, 1806-1914 (Cambridge, 2004),

[15] Dakin, D., Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923 (Αθήνα, 2012), 82. Graviere, ό.π., 55. Stavrianos, The Balkans since 1500, Βακαλόπουλος, Α.Ε., Τα Ελληνικά Στρατεύματα του 1821. Οργάνωση, Ηγεσία, Ήθη, Τακτική, Ψυχολογία (Θεσσαλλονίκη, 1991), 138-141.

[16] Βακαλόπουλος, ό.π., 146-149.

 [17] Σίμψας, , Το Ναυτικό στην Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 4, (Αθήνα, 2006), 9.

[18] Baugh, D. & Rodger, N. ,“The War for America, 1775-1783” στο Hattendorf, J.B. (ed.), Maritime History. The Eighteenth Century and the Classic Age of Sail (Malabar Florida, 1997), 200, 204.

[19] Κωνσταντινίδης, ό.π., 319.

[20] Αλεξανδρής, Αι Ναυτικαί Επιχειρήσεις του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, 9.

[21] Κωνσταντινίδης, ό.π., 338.

[22] Στο ίδιο, 387.

[23] Σίμψας, Το Ναυτικό στην Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 3, 178.

[24] Baugh, , “Elements of Naval Power in the Eighteenth Century” στο Hattendorf, J.B. (ed.), Maritime History. The Eighteenth Century and the Classic Age of Sail (Malabar Florida, 1997), 133.

[25] Διαμαντούρου, Ι., «Εξάπλωση της Επαναστάσεως κατά τον Απρίλιο και τον Μάϊο. Επέκταση και ένταση των πολεμικών συγκρούσεων» στο Χριστόπουλος, Γ. & Μπάστιας, Ι, Ιστορία του ελληνικού έθνους. Η ελληνική επανάσταση και η ίδρυση του ελληνικού κράτους (1821-1832) (Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975), 124.

[26] Σίμψας, Το Ναυτικό στην Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 3, 204.

[27] Αλεξανδρής, Αι Ναυτικαί Επιχειρήσεις του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, 14.

[28] Στο ίδιο, 149-150.

[29] Διαμαντούρου, ό.π., 109. Αλεξανδρής, Το Ναυτικό του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, 51.

[30] Κούκκου, Ε., «Τα Πολεμικά Γεγονότα ως τον Ιούνιο, στο Χριστόπουλος, Γ. & Μπάστιας, Ι, Ιστορία του ελληνικού έθνους. Η ελληνική επανάσταση και η ίδρυση του ελληνικού κράτους (1821-1832) (Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975), 349.

[31] Διαμαντούρου, ό.π., 125. Κωνσταντινίδης, ό.π., 514-521, 525. Σίμψας, Το Ναυτικό στην Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 4, 39. Βακαλόπουλος, Α., «Η Επανάσταση κατά το 1825» στο Χριστόπουλος, Γ. & Μπάστιας, Ι, Ιστορία του ελληνικού έθνους. Η ελληνική επανάσταση και η ίδρυση του ελληνικού κράτους (1821-1832) (Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975), 392-393. Δημητρακόπουλος, Ο., «Πολεμικά Γεγονότα» στο Χριστόπουλος, Γ. & Μπάστιας, Ι, Ιστορία του ελληνικού έθνους. Η ελληνική επανάσταση και η ίδρυση του ελληνικού κράτους (1821-1832) (Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975), 456.

[32] Κωνσταντινίδης, ό.π., 490.

[33] Graviere, ό.π., 187.

[34] Κωνσταντινίδης, ό.π., 532.

[35] Στο ίδιο, 537.

[36] Στο ίδιο, 492.

[37] Αλεξανδρής, Κ., Αι Ναυτικαί Επιχειρήσεις του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, 143.

[38] Jelavich, ό.π., 57, 66. Sparo, O. και Asoura, G., Η Απελευθέρωσης της Ελλάδας και η Ρωσία, 1821-1829, (Warszawa: Wydawnictwa Szkolne i Pedagogiczne, 1982), 87-91, 130-31, 158.

[39] Σίμψας, Το Ναυτικό στην Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 3, 263.

[40] Κωνσταντινίδης, ό.π., 373. Jelavich, ό.π., 72.

[41] Αλεξανδρής, Το Ναυτικό του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, 43.

[42] Στο ίδιο, 50.

[43] Στο ίδιο, 50-51.

[44] Στο ίδιο, 52-53. Σφυρόερας, Β., «Σταθεροποίηση της Επαναστάσεως 1822-1823» στο Συλλογικό έργο Ιστορία του ελληνικού έθνους. Η ελληνική επανάσταση και η ίδρυση του ελληνικού κράτους (1821-1832) (Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975), 244-246.

[45] Αλεξανδρής, Κ., Αι Ναυτικαί Επιχειρήσεις του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, 2. Κωνσταντινίδης, ό.π., 334-335.

[46] Rodgers, L., Greek and Roman Naval Warfare (Annapolis, 1937), 167.

[47] Κωνσταντινίδης, ό.π., 424.

[48] Αλεξανδρής, Το Ναυτικό του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, Κωνσταντινίδης, Τρ., «Τα πυρπολικά και αι παραδοξολογίαι των Φιλελλήνων», Ναυτική Επιθεώρησις, 211, (1948) 313-315. Αλεξανδρής, Αι Ναυτικαί Επιχειρήσεις του Υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, 20.

[49] Αλεξανδρής, Το Ναυτικό του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, 56-57, 64-69, 73-77, 82-87. Κωνσταντινίδης, ό.π., 427

[50] Αλεξανδρής, Αι Ναυτικαί Επιχειρήσεις του Υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, 156.

[51] Κωνσταντινίδης, ό.π., 415.

[52] Αλεξανδρής, Αι Ναυτικαί Επιχειρήσεις του Υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, 103

[53] Στο ίδιο, 156-157.

[54] Κωνσταντινίδης, ό.π., 188-208, William St. Clair, That Greece might still be free (London 1972), 297, 307-310, 313.

[55] Σίμψας, Το Ναυτικό στην Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 4, 45-50. Κωνσταντινίδης, ό.π., 302.

[56] Παπασωτηρίου, ό.π., 160-167.

[57] Δοντά, Β.Δ., Ανατολική Μεσόγειος Πολιτική και Οικονομική Σημασία μιας θάλασσας (1815-1914) (Αθήνα-Κομοτηνή, 2005), 93-97.

[58] Παπασωτηρίου, ό.π., 244, 288-289, 294-299.

[59] Anderson, C., Naval Wars in the Levant, 1559-1853 (Liverpool, 1952), 532.

Αναστάσιος Πανουτσόπουλος: Η κρίση του Κονγκό, 1960-1964

Αναστάσιος Πανουτσόπουλος

Η κρίση του Κονγκό, 1960-1964

Η παραχώρηση ανεξαρτησίας στο βελγικό Κονγκό, τη μεγαλύτερη, πλουσιότερη και, ίσως, την πιο υπανάπτυκτη ευρωπαϊκή αποικία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς αποτέλεσε αφορμή για να προκληθεί μία μείζων διεθνής κρίση με σημαντικές επιπτώσεις στον ΟΗΕ και τις σχέσεις μεταξύ των δυτικών Συμμάχων. Παράλληλα όξυνε τον ανταγωνισμό των δύο υπερδυνάμεων, Ηνωμένων Πολιτειών και Σοβιετικής Ένωσης, και τράβηξε την προσοχή όχι μόνο των μικρότερων δυνάμεων του Ανατολικού συνασπισμού, αλλά και της Κίνας και της Κούβας, που από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 είχαν αρχίσει να βλέπουν ευκαιρίες στον Τρίτο Κόσμο για εξαγωγή του δικού τους κοινωνικού και οικονομικού μοντέλου.

Το βελγικό Κονγκό

Το Κονγκό υπήρξε το πιο σκοτεινό σύμβολο της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας. Μία σειρά από σημαίνοντες συγγραφείς και διανοούμενους, ακτιβιστές και ιεραποστόλους είχαν εξαπολύσει οξεία κριτική εναντίον του Βέλγων για τις εξαιρετικά βίαιες πρακτικές που ακολουθούσαν. Το Ελεύθερο Κράτος του Κονγκό, όπως αρχικά ονομαζόταν, είχε αποτελέσει προσωπική κτήση του βασιλιά Λεοπόλδου Β’ του Βελγίου από το 1885. Τον Αύγουστο του 1908 περιήλθε τελικά στην κυριαρχία του βελγικού κράτους, το οποίο ενδιαφέρθηκε σχεδόν αποκλειστικά για την εκμετάλλευση των φυσικών του πόρων και των ιθαγενών πληθυσμών, παραβλέποντας εντελώς την κοινωνική και πολιτική του ανάπτυξη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το βελγικό Κονγκό υπό την οπτική γωνία των Βρυξελλών.

Η σκληρότητα των Βέλγων αποικιοκρατών αποτυπώθηκε σε ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, την Καρδιά του Σκότους (Heart of Darkness) του Πολωνοβρετανού συγγραφέα Joseph Conrad που εκδόθηκε το 1899.1 Αποτέλεσε επίσης αντικείμενο εξέτασης και σκληρής κριτικής σε ένα από τα ιστορικά έργα ενός άλλου κορυφαίου συγγραφέα, του Σκωτσέζου Arthur Conan Doyle, ο οποίος το 1909 δημοσίευσε το Το Έγκλημα του Κονγκό (The Crime of the Congo). Στην εισαγωγή του βιβλίου, ο συγγραφέας δήλωνε «πεπεισμένος ότι ο λόγος για τον οποίο η κοινή γνώμη δεν έχει υπάρξει πιο ευαίσθητη ως προς το ζήτημα του Ελεύθερου Κράτους του Κονγκό είναι επειδή αυτή η τρομερή ιστορία δεν έχει γνωστοποιηθεί διεξοδικά στους ανθρώπους».2

Λίγο νωρίτερα, το 1905 ο Mark Twain είχε δημοσιεύσει το Μονόλογος του Βασιλιά Λεοπόλδου: Υπεράσπιση της Διακυβέρνησής του στο Κονγκό (King Leopold’s Soliloquy: A Defense of His Congo Rule). Οι τρεις αυτοί συγγραφείς αποτελούσαν μέλη της Ένωσης για τη Μεταρρύθμιση του Κονγκό (Congo Reform Association), μίας βρετανικής οργάνωσης που είχε ιδρυθεί το 1904 από τον E. D. Morel, έναν δημοσιογράφο και ακτιβιστή που είχε και αυτός ασχοληθεί με το ζήτημα αυτό, δημοσιεύοντας το ίδιο έτος μία εκτενή μελέτη, την Εξουσία του Βασιλιά Λεοπόλδου στην Αφρική (King Leopold’s Rule in Africa) που αποτελούσε σφοδρή κριτική για τη βελγική πολιτική στο Κονγκό. Για τον Morel, το σύστημα του Κονγκό ήταν «τόσο ανήθικο στη σύλληψη, όσο βάρβαρο είναι στην εκτέλεση, και καταστροφικό για το Ευρωπαϊκό γόητρο στις απώτερες συνέπειές του».3

Η αδυσώπητη πραγματικότητα.

The Atrocities of The Congo Free State

 

Μια πικρή ανεξαρτησία

Μετά από μία μακρά περίοδο υπό βελγική διοίκηση, στις 30 Ιουνίου του 1960, το Κονγκό γινόταν ανεξάρτητο κράτος μέσα από μία διαδικασία που είχε πλημμελώς σχεδιαστεί από το βελγικό κράτος. Το αίτημα για άμεση ανεξαρτησία της χώρας είχε αρχίσει να προβάλλεται παράλληλα με την ανάπτυξη του κονγκολικού εθνικισμού που κορυφωνόταν από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, οπότε και έσπαγε τα όρια της πολιτικής ελίτ και αποκτούσε απήχηση σε όλο και ευρύτερα ακροατήρια, συμπαρασύροντας τελικά το σύνολο του πληθυσμού. Ωστόσο, ο κονγκολικός εθνικισμός έκανε την εμφάνισή του αρκετά καθυστερημένα σε σύγκριση με την πλειονότητα των υπόλοιπων αφρικανικών αποικιών. Σε αυτό είχε συμβάλει το γεγονός ότι μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο απουσίαζε κάποια ελίτ που να είχε λάβει έστω δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με την εξαίρεση μόνο κάποιων κληρικών, το γεγονός ότι η ύπαρξη πολιτικών κομμάτων ήταν απαγορευμένη και η έννοια της πολιτικής εκπροσώπησης που είχε αρχίσει να αποκτά κάποια νομιμοποίηση στις βρετανικές και τις γαλλικές αποικίες ήταν ανύπαρκτη στο Κονγκό και, τέλος, το ότι ο πληθυσμός της χώρας ζούσε σε συνθήκες εξαιρετικής απομόνωσης, που του στερούσε τη δυνατότητα να κοινωνικοποιηθεί και να έρθει σε επαφή με τα εθνικιστικά ρεύματα που επικρατούσαν στην ήπειρο.4 Το αρχικό αίτημα για άμεση ανεξαρτησία ήρθε από το πρώτο πολιτικό κόμμα της χώρας, το ABAKO, υπό την ηγεσία του Joseph Kasavubu τo 1954. Δύο γεγονότα συνέβαλαν στην ταχεία κοινωνικοποίηση των κονγκολικών εθνικιστικών δυνάμεων και τις έφεραν σε άμεση επαφή με τις ιδεολογικές τάσεις της εποχές. Κατά έναν ειρωνικό τρόπο, το ένα ήταν το ταξίδι περίπου επτακοσίων Κονγκολέζων στη Διεθνή Έκθεση των Βρυξελλών, όπου ήρθαν σε επαφή Κονγκολέζοι από διαφορετικά τμήματα της βελγικής αντιαποικιακής αριστεράς, συνειδητοποιώντας το πρόβλημα και διαμορφώνοντας κοινή συνείδηση και δεύτερον τη συμμετοχή του Patrice Lumumba, ως επικεφαλής της αντιπροσωπείας του Κονγκό στο Παναφρικανικό Συνέδριο της Άκκρα τον Δεκέμβριο του 1958.5

Το 1956 ο Βέλγος καθηγητής Jef Van Bilsen δημοσίευσε ένα μανιφέστο, με τίτλο Τριακονταετές Πλάνο για την Πολιτική Χειραφέτηση της Βελγικής Αφρικής (Thirty-Year Plan for the Political Emancipation of Belgian Africa) που πρότεινε την παραχώρηση ανεξαρτησίας στο Κονγκό σε βάθος τριακονταετίας.6 Όμως ο δυναμικός εθνικισμός που κέρδιζε έδαφος στη χώρα ήταν αδύνατον να συγκρατηθεί για τα επόμενα τριάντα χρόνια. Το ABACO, που είχε αναχθεί σε βασικό μοχλό του αντιαποικιακού αγώνα, απαιτούσε άμεση ανεξαρτησία. Τα γεγονότα που ακολούθησαν εγκαινίασαν μία σειρά από βίαιες εξελίξεις που θα μάστιζαν τη χώρα για τις επόμενες δεκαετίες, ανάγοντας εκ νέου το Κονγκό σε ένα σκοτεινό σύμβολο.

Χάρτης του βελγικού Κονγκό.

Η βελγική πολιτική που στόχευε στο να προετοιμάσει το Κονγκό για την ανεξαρτησία απέτυχε παταγωδώς και εισήγαγε τη χώρα σε μία κρίση δεκαετιών, αφήνοντας τους θεσμούς και την οικονομία της κατεστραμμένη, ενώ οι προοπτικές ανάκαμψης ήταν εξαιρετικά απίθανες. Το 1962 ο Van Bilsen δημοσίευσε ένα ακόμα άρθρο στο περιοδικό International Affairs με τίτλο Ορισμένες Όψεις του Προβλήματος του Κονγκό (Some Aspects of the Congo Problem) το οποίο μπορεί να διαβαστεί και ως απολογία των Βέλγων για την αποτυχία του εγχειρήματος της ανεξαρτησίας.7 Στην κριτική ότι το Κονγκό έγινε ανεξάρτητο πρόωρα, αντέτασσε το επιχείρημα ότι ήταν η προετοιμασία που ξεκίνησε να σχεδιάζεται πολύ αργά. Το γεγονός ότι το Βέλγιο βρέθηκε αιφνιδιασμένο από το ξέσπασμα του εθνικισμού και το πιεστικό αίτημα για άμεση ανεξαρτησία το απέδιδε σε τρεις λόγους. Πρώτον, υποστηρίζει ο ίδιος, υπήρχε η αίσθηση ότι το υψηλό επίπεδο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης των ιθαγενών, που μοιράζονταν τις ίδιες συνθήκες διαβίωσης με τους Βέλγους της χώρας, θα προστάτευε την αποικία από τους τριγμούς που παρατηρούνταν σε άλλα τμήματα του αποικιακού συστήματος και ορισμένες μεταρρυθμίσεις θα επέτρεπαν την αδιάκοπη βελγική παρουσία. Δεύτερον, το Βέλγιο, ως μικρή χώρα χωρίς ιδιαίτερες «διεθνείς υποχρεώσεις» είχε αντιληφθεί σε μικρότερο βαθμό από τις «Μεγάλες Δυνάμεις» τις βαθιές αλλαγές που συνέβαιναν στον παγκόσμιο συσχετισμό ισχύος. Απόδειξη τούτου ήταν ότι λίγο μετά το Συνέδριο του Μπαντούνγκ, ο Βέλγος βασιλιάς Baudouin θα διακήρυσσε στην Léopoldville (σημερινή Kinshasa), ότι το Βέλγιο και το Κονγκό θα παρέμεναν ένα ενιαίο έθνος. Τρίτον, λόγω της απουσίας πνευματικών ελίτ δημιουργούσε στο Βέλγιο την εντύπωση ότι τα κινήματα ανεξαρτησίας στο Κονγκό ουδέποτε θα μπορούσαν να αποβούν επιτυχημένα.

Παρ’ όλη την καθυστέρηση, οι προετοιμασίες για την ανεξαρτησία προχωρούσαν κανονικά. Οι πρώτες δημοκρατικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στις 22 Μαΐου του 1960 ανέδειξαν πρωθυπουργό τον Patrice Lumumba του κόμματος MNC και πρόεδρο τον Joseph Kasavubu του ABAKO. Παράλληλα, οι δεσμοί με το Βέλγιο παρέμεναν αναγκαστικά ισχυροί. Το Κονγκό είχε υποχρεωθεί να υπογράψει ένα σύμφωνο φιλίας, βοήθειας και τεχνικής συνεργασίας με το Βέλγιο και να παραχωρήσει σε αυτό δύο στρατιωτικές βάσεις στο έδαφός του στην Καμίνα και την Κιτόνα, διαφυλάσσοντας έτσι σε ένα βαθμό την κυριαρχία της πρώην μητρόπολης.

Léopoldville, 29 Ιουνίου 1960. Η ιστορική φωτογραφία του Robert Lebeck, που έχει απαθανατίσει έναν νεαρό Κονγκολέζο να αφαιρεί από τον βασιλιά των Βέλγων Baudouin το ξίφος του και ενώ ο τελευταίος περιφερόταν με κάθε επισημότητα συνοδευόμενος από τον πρόεδρο Joseph Kasavubu την ημέρα της ανακήρυξης της ανεξαρτησίας του Κονγκό. Η φωτογραφία προσέλαβε πάραυτα διαστάσεις συμβολισμού του τέλους της αποικιοκρατίας στην Αφρική.

Ωστόσο, λίγο μετά την ανεξαρτησία της χώρας, στις 5 Ιουλίου ο στρατός (Force Publique), που επρόκειτο να αποτελέσει τον κορμό του νέου κράτους στασίασε, καθώς οι ελπίδες των μελών του για βελτίωση των αποδοχών του, εξέλιξη των αξιωματικών και απομάκρυνση των λευκών από το στράτευμα, διαψεύστηκαν σύντομα. Η ανταρσία αποτέλεσε το πρώτο πλήγμα στους νεοϊδρυθέντες κρατικούς θεσμούς, καθώς στερούσαν από την κυβέρνηση τον έλεγχο της χώρας, υπονομεύοντας έτσι την κεντρική διοίκηση. Τα γεγονότα που ακολούθησαν λειτούργησαν σα ντόμινο. Στις 12 Ιουλίου, ο Moise Tshombe προχώρησε, με τη στήριξη δυτικών μεταλλευτικών εταιριών (Union Miniere du Haut Katanga), στην κήρυξη της ανεξαρτησίας της πλούσιας σε φυσικούς πόρους επαρχίας της Κατάνγκα, με πρωτεύουσα την Elisabethville, που είχε αποτελέσει τη βάση της ισχύος του. Παράλληλα, ο ίδιος έκανε έκκληση στους Βέλγους για βοήθεια, οι οποίοι τελικά επενέβησαν παράνομα με πρόσχημα την προστασία των ομογενών τους, αποστέλλοντας αλεξιπτωτιστές και καταλαμβάνοντας την πρωτεύουσα Léopoldville, ενώ ο ίδιος έλαβε βοήθεια και από τους λευκούς αποίκους της βρετανικής ανατολικής Αφρικής. Λίγο αργότερα, στις 8 Αυγούστου, τμήμα της επαρχίας Κασάι, λίγο βορειότερα της Κατάνγκα, επίσης αποσχίστηκε από την κεντρική κυβέρνηση και κήρυξε την ανεξαρτησία της με πρόεδρο τον Albert Kalonji και την υποστήριξη της βελγικής μεταλλευτικής εταιρίας Forminière.

Τα παραπάνω ερμηνεύτηκαν από τους υπόλοιπους Αφρικανούς ηγέτες και την αριστερά στις χώρες της Δύσης ως εκδήλωση νεο-αποικιοκρατίας και προκάλεσαν σφοδρές αντιδράσεις, εγκαινιάζοντας έναν κύκλο διεθνών περιπλοκών που θα απειλούσαν την περιφερειακή ειρήνη και θα έθεταν ουσιαστικά για πρώτη φορά τον ειρηνευτικό μηχανισμό του ΟΗΕ σε δοκιμασία.8

Le début des évacuations – Documentaire sur la crise du Congo

Η διεθνοποίηση της κρίσης

Το ζήτημα απέκτησε και επίσημα διεθνείς διαστάσεις όταν στις αρχές Ιουλίου, ο πρόεδρος Kasavubu και ο πρωθυπουργός Lumumba, στράφηκαν στον ΟΗΕ, κάνοντας έκκληση αρχικά για τεχνική βοήθεια, οργάνωση και εξοπλισμό των δυνάμεων ασφαλείας, και στη συνέχεια για βοήθεια στην αντιμετώπιση της βελγικής επιθετικότητας. Η προσφυγή του Lumumba στα Ηνωμένα Έθνη αποτέλεσε την αρχή της δημιουργίας της μεγαλύτερης, ίσως, επιχείρησης του ΟΗΕ, ενός εγχειρήματος με πολύπλευρους στόχους, που ενέπλεξε σχεδόν είκοσι χιλιάδες ανθρώπους σε διάφορους ρόλους από ολόκληρο τον κόσμο.

Ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Dag Hammarskjöld αντέδρασε άμεσα στο αίτημα του Κονγκό. Κάνοντας χρήση του Άρθρου 99 9του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ συγκάλεσε το Συμβούλιο Ασφαλείας το απόγευμα της 13ης Ιουλίου 1960, για να θέσει υπ’ όψιν του ένα ζήτημα που «δύναται να απειλήσει τη διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης και ασφάλειας». 10Το Συμβούλιο Ασφαλείας ανταποκρίθηκε εκδίδοντας το ψήφισμα 143 στις 14 Ιουλίου του 1960 με το οποίο ζητούσε από την κυβέρνηση του Βελγίου να αποσύρει όλα της τα στρατεύματα από την επικράτεια του Κονγκό. Εξουσιοδοτούσε επίσης τον γενικό γραμματέα «να λάβει τα απαραίτητα μέτρα, κατόπιν διαβούλευσης με τη Δημοκρατία του Κονγκό, ώστε να παράσχει στην κυβέρνηση την απαραίτητη στρατιωτική βοήθεια μέχρι, μέσω των προσπαθειών της κυβέρνησης του Κονγκό, με την τεχνική βοήθεια των Ηνωμένων Εθνών, οι δυνάμεις εθνικής ασφαλείας να είναι ικανές, κατά τη γνώμη της κυβερνήσεως, να επιτελέσουν πλήρως τα καθήκοντά τους».11

Ο Patrice Lumumba στην έδρα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (24 Ιουλίου 1960).

Τα γεγονότα στο Κονγκό έθεσαν τον Hammarskjöld ενώπιον της πρώτης μεγάλης και τόσο περίπλοκης κρίσης που καλείτο να διαχειριστεί ο οργανισμός, που όχι μόνο ενέπλεκε τις δύο υπερδυνάμεις και τα μικρότερα μέλη των συνασπισμών, αλλά θα μπορούσε να αποτελέσει προηγούμενο στη διαχείριση ανάλογων κρίσεων εκ μέρους της διεθνούς κοινότητας, σε μία περίοδο όπου η μία μετά την άλλη, οι χώρες της Αφρικής γίνονταν ανεξάρτητες.

Το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας είχε τύχει της υποστήριξης αμφότερων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης, καλλιεργώντας αρχικά προσδοκίες για τη συνεργασία των κυρίαρχων δυνάμεων του διπολικού διεθνούς συστήματος. Ωστόσο, η διαδρομή δεν υπήρξε ομαλή. Ήδη από την πρώτη συνεδρίαση διαφαινόταν η σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων. Σε πρόταση της Σοβιετικής Ένωσης που ζητούσε να προσκληθεί ο αντιπρόσωπος του Κονγκό στις συνομιλίες- καθώς ο Βέλγος μόνιμος αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ είχε ζητήσει να παραστεί αυτοπροσώπως στις συνεδριάσεις- ο Αμερικανός αντιπρόσωπος Henry Cabot Lodge Jr. εξέφρασε την αντίθεσή του. Θεωρούσε ότι με τον ελιγμό αυτό η ίδια η Μόσχα επιχειρούσε να μιλήσει εξ ονόματος του Κονγκό που, ενώ είχε τη δυνατότητα, δεν είχε εκφράσει τέτοιο αίτημα.12 Αλλά και το ίδιο το πρόβλημα του Κονγκό οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση εκλάμβαναν με διαφορετικό τρόπο. Για τους Αμερικανούς, οι ρίζες του προβλήματος βρίσκονταν στις δομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο διοικητικός μηχανισμός και η οικονομία του Κονγκό. Ο Lodge υπενθύμιζε στο Συμβούλιο Ασφαλείας ότι η αμερικανική πλευρά, ήδη από τη στιγμή της εισδοχής του Κονγκό στα Ηνωμένα Έθνη μερικές εβδομάδες νωρίτερα, ήταν της άποψης πως ο Οργανισμός όφειλε να στηρίξει τη νεαρή δημοκρατία στην επίλυση των εκκρεμοτήτων που η τελευταία είχε κληρονομήσει από το παρελθόν.13 Ειδικότερα επέμενε ότι η Ουάσιγκτον θεωρούσε κομβική την αποχώρηση των ξένων τεχνικών από το Κονγκό, που είχε οδηγήσει στην κατάρρευση της ασφάλειας και των επικοινωνιών και είχε συντελέσει στο ξέσπασμα της πείνας και των ασθενειών που είχαν ακολουθήσει. Τα Ηνωμένα Έθνη όφειλαν να δράσουν γρήγορα, καθώς οποιαδήποτε καθυστέρηση θα επέτεινε τις συνθήκες με τις οποίες βρισκόταν αντιμέτωπος ο λαός της νεότευκτης δημοκρατίας. Σύμφωνα με τον Lodge, η αναζήτηση ευθυνών για τα πρόσφατα γεγονότα τη συγκεκριμένη στιγμή και η απόπειρα πολιτικής εκμετάλλευσης της όλης ρευστότητας ενείχε τον κίνδυνο να αποβεί καταστροφική. Επομένως, η άμεση δράση ήταν εκείνη που έπρεπε να προκριθεί.

Η προσέγγιση της Σοβιετικής Ένωσης διέφερε παρασάγγας. Παρά το γεγονός ότι ο μόνιμος αντιπρόσωπος στα Ηνωμένα Έθνη Arkady Soboleff καλούσε επίσης στην ανάληψη άμεσης δράσης στο Κονγκό, επιχειρούσε παράλληλα να τοποθετήσει το πρόβλημα σε ένα ευρύτερο πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο και να υποδείξει τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης ως συλλήβδην υπεύθυνα για την κατάσταση στον Κονγκό. Σε αντίθεση με τους Αμερικανούς, οι Σοβιετικοί δεν πίστευαν σε μία κοινή προσπάθεια αποκλιμάκωσης και υποστήριξης. Ο Soboleff αναπαρήγαγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας τις δηλώσεις της σοβιετικής κυβέρνησης της ίδιας ημέρας, οι οποίες ερμήνευαν τα γεγονότα στο Κονγκό με όρους ανταγωνισμού των δύο συνασπισμών. Στο πλαίσιο αυτό, η αποστολή βελγικών δυνάμεων στο Κονγκό αποτελούσε αποστολή δυνάμεων υπό «ΝΑΤΟϊκή διοίκηση», μία ακόμα ένδειξη για τον καταπιεστικό ρόλο του «ΝΑΤΟϊκού μπλοκ» κατά των Αφρικανών στον ρόλο του ως «διεθνούς χωροφύλακα».14 Αξίζει να σημειωθεί ότι η αναφορά στο ΝΑΤΟ ήταν έτσι κι αλλιώς λανθασμένη: το Κονγκό δεν ανήκε στη ΝΑΤΟϊκή περιοχή ευθύνης και θα ήταν αδιανόητο για τη συμμαχία να αναλάβει δράση εκεί. Αλλά η εμπλοκή του ονόματός της προσέβλεπε αλλού. Η απροθυμία των Βέλγων να αποσύρουν άμεσα τα στρατεύματα από τη χώρα κατέστησε εκρηκτική την όλη κατάσταση και όξυνε περαιτέρω την αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ.

Το Συμβούλιο Ασφαλείας συσκέπτεται για το ζήτημα του Κονγκό τον Ιούλιο του 1960.

Η μη ικανοποίηση των αιτημάτων του Lumumba από τον ΟΗΕ τον έκανε περισσότερο άκαμπτο, ενώ η εκδίωξη του δυτικού στοιχείου από τη χώρα και η κακοποίηση των Ευρωπαίων πολιτών του Κονγκό που ακολούθησε οδήγησε στην ταύτιση του Lumumba από την πλευρά της Δύσης με τη Σοβιετική Ένωση. Σε περιφερειακό επίπεδο, η προσλαμβανόμενη από τα αφρικανικά κράτη έλλειψη βούλησης εκ μέρους του ΟΗΕ οδήγησε με τη σειρά της στην υπονόμευση της αξιοπιστίας του Οργανισμού προκαλώντας τη μήνη των Αφρικανών εναντίον της Δύσης. Με τις προσδοκίες τους να διαψεύδονται ολοένα και εντονότερα, οι τελευταίοι έβλεπαν πλέον τον ΟΗΕ ως υποχείριο των ευρωπαϊκών αποικιακών δυνάμεων και όχι ως παγκόσμιο οργανισμό που είχε ως αποστολή, με βάση το διεθνές δίκαιο, τη διασφάλιση της ειρηνικής επίλυσης των διεθνών συγκρούσεων και την προώθηση της ειρήνης. Την οπτική αυτή των Αφρικανών επιχειρούσε συστηματικά να ενισχύσει η Σοβιετική Ένωση, η οποία από κοινού με τους δορυφόρους της, αλλά και συγγενείς δυνάμεις, όπως η Κούβα και η Αλβανία, υπονόμευαν την αξιοπιστία και το έργο του ΟΗΕ καθώς και του γενικού γραμματέα προσωπικά, εποφθαλμιώντας τον ρόλο του ως διαιτητή προκειμένου να κεφαλαιοποιήσουν κέρδη για τον εαυτό τους. Οι προσωπικές επιθέσεις του Nikita Khrushchev στον Hammarskjöld, στον οποίο χρέωνε καθυστέρηση ως προς την ανάληψη δράσης από τον ΟΗΕ, συνέβαλαν στην απονομιμοποίησή του στα μάτια της πλειοψηφίας των κρατών του Κινήματος των Αδεσμεύτων που αποτελούσε τότε ανερχόμενη δύναμη στους κόλπους της Γενικής Συνέλευσης.

Η κατάσταση αυτή, σε συνδυασμό με την άρνηση του Βελγίου να αποχωρήσει οριστικά από το Κονγκό επικαλούμενο διάφορα προσχήματα και τη συνεχιζόμενη ενίσχυση που παρείχε στο καθεστώς της Κατάνγκα, οδηγούσε σε όξυνση της κομμουνιστικής κριτικής προς τη Δύση συνολικά. Αυτή οδηγούσε, συνακόλουθα, στη συσπείρωση των Δυτικών δυνάμεων έναντι αυτού εκλάμβαναν ως σοβιετικό κίνδυνο.

Η αποπομπή του Lumumba από τον πρόεδρο της χώρας στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1960 προσέδωσε νέα δυναμική στην κρίση και οδήγησε λίγο αργότερα στη δημιουργία ενός τρίτου πόλου ισχύος. Εκτός από την κεντρική κυβέρνηση της Léopoldville και την αποσχιστική κυβέρνηση του Tshombe στην Elisabethville στην επαρχία της Κατάνγκα, τον Δεκέμβριο του 1960 ένας από τους κύριους συνεργάτες και αναπληρωτής του Lumumba, ο Antoine Gizenga, σχημάτισε κυβέρνηση στην Stanleyville στην Ανατολική Επαρχία (Province Orientale), που σύντομα κέρδισε την υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης, της Ανατολικής Γερμανίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Κούβας, του Ιράκ, της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας, της Γκάνας, της Γουινέας, του Μαρόκου, και της προσωρινής κυβέρνησης της Αλγερίας.15 Στο μεταξύ, η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω.
Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1960 ο Lumumba συνελήφθη από τις δυνάμεις του συνταγματάρχη Joseph Mobutu και τέθηκε υπό κράτηση.16 Τον Ιανουάριο του 1961 μεταφέρθηκε αεροπορικώς μαζί με δύο συνεργάτες του στην Κατάνγκα, που αποτελούσε τη βάση των αντιπάλων του, ενώ όσο βρισκόταν στον αέρα βασανίστηκε. Μετά την άφιξή του, ο βασανισμός από δυνάμεις της Κατάνγκα και των Βέλγων συνεχίστηκε, για να καταλήξει τελικά στην εκτέλεση αυτού και των συνεργατών του από απόσπασμα Βέλγων και Κονγκολέζων. Ο θάνατός του Lumumba έγινε γνωστός με καθυστέρηση, περίπου έναν μήνα αργότερα, παρά τις έντονες φήμες που κυκλοφορούσαν, συγκινώντας όμως βαθύτατα την παγκόσμια κοινή γνώμη. Το γεγονός αυτό θα τον ανήγαγε σε ένα σύμβολο του αντιαποικιακού αγώνα ή, μιλώντας με θρησκευτικούς όρους, σε έναν μάρτυρα του ιμπεριαλισμού, πλήττοντας ανεπανόρθωτα την εικόνα της Δύσης στην Αφρική. Ο σχηματισμός νέας κυβέρνησης υπό τον Cyrille Adoula τον Αύγουστο του 1961 καλλιέργησε προσωρινά αισιοδοξία για εξομάλυνση της κατάστασης μέσω της συμμετοχής του Gizenga και του Tshombe. Ωστόσο οι προσδοκίες θα διαψεύδονταν σύντομα.

Moise Tshombe.
O Patrice Lumumba δέσμιος, λίγο προτού εκτελεστεί.

 

Η άνοδος του J.F. Kennedy και η αλλαγή της αμερικανικής πολιτικής

Μετά τη δολοφονία του Lumumba τον Ιανουάριο του 1961, ο Kennedy στράφηκε προς την υποστήριξη μίας ευρείας κυβέρνησης στο Κονγκό, με την συμμετοχή του πρώην συνεργάτη του Lumumba, Gizenga, που εκείνη τη στιγμή παρέμενε επικεφαλής της αποσχιστικής κυβέρνησης στη Stanleyville και τον οποίο νωρίτερα τόσο ο υπουργός Εξωτερικών Dean Rusk, όσο και οι Γάλλοι και οι Βρετανοί απέρριπταν ως επικίνδυνο ριζοσπάστη.17 Από την άλλη πλευρά όμως, οι Σοβιετικοί απομακρύνονταν όλο και περισσότερο από μία συμβιβαστική λύση στο πλαίσιο του ΟΗΕ, τον οποίο στοχοποιούσαν με πρωτοφανή σφοδρότητα. Σε αντίθεση με τη συναίνεση που προωθούσαν οι ΗΠΑ, το Κρεμλίνο στρέφονταν πλέον προς την ιδέα μιας απευθείας παροχής βοήθειας μονομερώς προς την κυβέρνηση του Gizenga στη Stanleyville, που είχε σχηματιστεί τον Δεκέμβριο του 1960 και έχαιρε ευρείας υποστήριξης από κομμουνιστικά και ουδέτερα κράτη της Ασίας και της Αφρικής.

Ο J. F. Kennedy υποδέχεται τον Antoine Gizenga στον Λευκό Οίκο.

Στις αρχές του 1961, υπό τη σκιά της δολοφονίας του Lumumba, το Συμβούλιο Ασφαλείας συνεδρίασε εκ νέου. Από εκείνο το σημείο και πέρα η κρίση προσέλαβε νέα τροπή, καθώς εγκαινιάστηκε μία πιο αποφασιστική πολιτική που, με τη σειρά της, οδήγησε στην ανάληψη στρατιωτικής δράσης για τον τερματισμό της απόσχισης της Κατάνγκα. Στις 21 Φεβρουαρίου το Συμβούλιο Ασφαλείας υιοθέτησε το ψήφισμα 161 όπου, υπό τον φόβο του εμφυλίου, καλούσε στη λήψη μέτρων που θα απομάκρυναν όλους τους Βέλγους και άλλους ξένους στρατιωτικούς, παραστρατιωτικούς και «τεχνικούς συμβούλους» (που συχνά σήμαινε λευκούς μισθοφόρους) από το Κονγκό και θα ξεκινούσε η διερεύνηση της δολοφονίας του Lumumba.

Το κείμενο αλλά και η γενικότερη στάση που είχε τηρήσει ο ΟΗΕ δεν έδειχναν, ωστόσο, ιδιαίτερη αποφασιστικότητα, τουλάχιστον σε αρχική κλίμακα. Ο Βέλγος υπουργός Εξωτερικών Pierre Wigny εξέφρασε αργότερα- με έκδηλο σαρκασμό- την ικανοποίησή του, καθώς υποδεικνυόταν στο Βέλγιο με «αυτόν τον σουηδικό τρόπο που τόσο εκτιμώ» ότι οι Βέλγοι τεχνικοί έπρεπε να αποχωρήσουν.18 Ήταν εμφανές πως το ψήφισμα του Φεβρουαρίου είχε θεωρηθεί από τους Ευρωπαίους ότι είχε προχωρήσει πιο μακριά απ’ όσο έπρεπε. Αντιδρώντας στη νέα αμερικανική πολιτική, οι Βέλγοι είχαν αντιταχθεί ειδικά στα άρθρα που καλούσαν στην αποχώρηση των στρατιωτικών και «πολιτικών συμβούλων» τους από τη χώρα, ενώ η παρουσία των στρατευμάτων του ΟΗΕ θεωρούνταν καταστροφική για τα βελγικά συμφέροντα.19 Η βελγική κυβέρνηση, μάλιστα, απειλούσε με αποχώρηση από το ΝΑΤΟ.20 Αλλά και η κεντρική κυβέρνηση του Κονγκό, υπό τον πρόεδρο Kasavubu, δεν υποδέχθηκε καλύτερα το ψήφισμα, το οποίο ερμήνευσε ως παραβίαση της εθνικής κυριαρχίας.21

Οι δυνάμεις του ΟΗΕ εναντίον της Κατάνγκα

Μετά από μία μακρά περίοδο διαβουλεύσεων μεταξύ των μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας που διήρκεσε περισσότερο από έναν χρόνο, το καλοκαίρι του 1961 ο ΟΗΕ ανέλαβε πιο δυναμική δράση εναντίον του Tshombe. Στις 28 Αυγούστου του 1961 η ειρηνευτική αποστολή του ΟΗΕ ONUC (Opération des Nations Unies au Congo) πραγματοποίησε την πρώτη επιχείρηση εναντίον της Κατάνγκα, την Operation Rumpunch, η οποία είχε ως στόχο να προσφέρει τη δυνατότητα στην κεντρική κυβέρνηση να αφοπλίσει τον στρατό της Κατάνγκα, να εκδιώξει τον Tshombe και να τερματίσει την απόσχιση. Κατά την επιχείρηση, 338 μισθοφόροι και 443 σύμβουλοι συνελήφθησαν προκαλώντας σοκ στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Βέλγιο και τη Βρετανία.

Οι αποσχίσεις των επαρχιών Κατάνγκα και Κασάι.

Παρ΄ όλα αυτά η επιχείρηση ήταν αναποτελεσματική και προκάλεσε τις αντιδράσεις των Βρετανών και την οργή των ιθυνόντων της Κατάνγκα, που επιτίθεντο στον ΟΗΕ. Λίγες εβδομάδες αργότερα, στις 13 Σεπτεμβρίου, αποφασίστηκε η διεξαγωγή μίας ακόμα απόπειρας των Ηνωμένων Εθνών να δοθεί τέλος στην απόσχιση της Κατάνγκα. Επρόκειτο για την Επιχείρηση Morthor, η οποία είχε μάλιστα σχεδιαστεί υπό τον φόβο να στραφεί η χωροφυλακή της Κατάνγκα εναντίον του ευρωπαϊκού πληθυσμού ως αντίποινα. Η επιχείρηση, που δεν έχαιρε ευρείας υποστήριξης από τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, στέφθηκε και αυτή με αποτυχία, καθώς οι δυνάμεις του ΟΗΕ είχαν δεχθεί αποφασιστικά πλήγματα από την αεροπορία της Κατάνγκα και Ευρωπαίους μισθοφόρους που είχαν στελεχώσει τις δυνάμεις της επαρχίας από γειτονικά κράτη. Παράλληλα, η πλειοψηφία των μελών της κυβέρνησης Tshombe, για τους οποίους είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης, είχε καταφέρει να διαφύγει, ενόσω οι συγκρούσεις συνεχίζονταν επί οχτώ ημέρες. Επιπρόσθετα, ένα τάγμα Ιρλανδών αιχμαλωτίστηκε στην περιοχή Jadotville από τις δυνάμεις του Tshombe- γεγονός που έμεινε γνωστό στην ιστορία ως Πολιορκία της Jadotville και αποτέλεσε πηγή ντροπής για τον ΟΗΕ. Το επεισόδιο αυτό έχει πρόσφατα πραγματευθεί και μια αξιόλογη κινηματογραφική ταινία.22

Ιρλανδοί κυανόκρανοι στη διάρκεια της πολιορκίας της Jadotville.

Η ανάληψη πιο αποφασιστικής δράσης από τον ΟΗΕ, που θα επέβαλε τελικά τα αρχικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας καθυστερούσε. Εντός της πρώτης ημέρας από την έναρξη της Morthor, η Βρετανία είχε απειλήσει να αποσύρει πλήρως την υποστήριξή της αν ο Hammarskjold δεν κατάφερνε να παράσχει μία πειστική εξήγηση για το τι είχε συμβεί στην Κατάνγκα ή, έστω, διαβεβαιώσεις για τον άμεσο τερματισμό των εχθροπραξιών.23 Οι Βρετανοί κατηγορούσαν τον γενικό γραμματέα ότι είχε αθετήσει τον λόγο του για μη χρήση βίας, ενώ οι Βέλγοι υποστήριζαν ότι είχαν λάβει και εκείνοι παρόμοιες διαβεβαιώσεις. Υπήρχε όμως και μία άλλη διάσταση. Όπως γράφει ο ιστορικός John Kent, η ασυμβατότητα μεταξύ της υποστήριξης του ΟΗΕ προκειμένου να επιτευχθούν οι αμερικανικοί καπιταλιστικοί στόχοι σε ένα ενοποιημένο Κονγκό αφ’ ενός, και του μη τερματισμού της απόσχισης προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι καπιταλιστικοί στόχοι των Ευρωπαίων, αφ’ ετέρου, γινόταν ολοένα και πιο έντονη. Σε κάθε περίπτωση, και παρά τις έντονες ανησυχίες του, το State Department συνέχιζε να υποστηρίζει το έργο των Ηνωμένων Εθνών στο Κονγκό, κάτι που όξυνε περαιτέρω τις σχέσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Λονδίνου, αλλά και του τελευταίου με τον ΟΗΕ, καθώς ο τρόπος με τον οποίον προσλάμβαναν εκατέρωθεν τα ψηφίσματα του οργανισμού και την εφαρμογή τους διέφερε ριζικά. Απεναντίας, το αφροασιατικό μέτωπο τήρησε μία εξαιρετικά θετική στάση έναντι της επιχείρησης Morthor, καθώς αποτελούσε ένα σημαντικό βήμα για την επανένωση του Κονγκό.24 Το αδιέξοδο, στο οποίο είχε περιέλθει η κατάσταση επιχείρησε να λύσει ο γενικός γραμματέας προσωπικά. Στις 18 Σεπτεμβρίου 1961, ο Hammarskjold ξεκίνησε με προορισμό το Κονγκό προκειμένου να διαπραγματευτεί την κατάπαυση του πυρός μεταξύ της ONUC και των δυνάμεων του Tshombe στην Κατάνγκα. Το αεροπλάνο του κατέπεσε κοντά στη Ντόλα, στη Βόρεια Ροδεσία (σημερινή Ζάμπια), οδηγώντας στον θάνατο του ίδιο και το πλήρωμα. Τα αίτια του αεροπορικού δυστυχήματος παραμένουν μέχρι σήμερα ανεξιχνίαστα.

Dag Hammarskjold.
Τα συντρίμμια του αεροσκάφους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

The Mysterious Death of a UN Secretary-General

Τον Ιούνιο του 1962, το Κονγκό συμπλήρωσε δύο χρόνια ανεξαρτησίας και λίγο αργότερα η Κατάνγκα γιόρτασε τη δική της επέτειο. Στο μεταξύ, ελάχιστη πρόοδος είχε σημειωθεί στο ζήτημα του τερματισμού της απόσχισης, καθώς δεν είχε βρεθεί τρόπος να καμφθεί η αδιαλλαξία του Tshombe. Το αδιέξοδο προβλημάτιζε ιδιαίτερα τους Αμερικανούς, καθώς εξαιτίας της στασιμότητας, ο Adoula θα μπορούσε να αντικατασταθεί από έναν φιλοσοβιετικό ριζοσπάστη. Ταυτόχρονα, το αμερικανικό γόητρο θα υφίστατο σημαντικό πλήγμα σε περίπτωση που οι Σοβιετικοί αποκτούσαν και πάλι ερείσματα στη χώρα, ενώ την ίδια στιγμή οι διαθέσιμοι πόροι για την αποστολή των Ηνωμένων Εθνών εξαντλούνταν.

Τον Αύγουστο, ο νέος γενικός γραμματέας του ΟΗΕ U-Thant, υπό το βάρος του αυξανόμενου οικονομικού και πολιτικού κόστους που γινόταν αντιληπτό τόσο στον ΟΗΕ όσο και στο State Department, παρουσίασε ένα σχέδιο οριστικού τερματισμού της απόσχισης της Κατάνγκα. Το τελευταίο προέβλεπε την παροχή φόρων της UMHK όχι μόνο στην Κατάνγκα, αλλά και στην κεντρική κυβέρνηση της χώρας, ενώ η χωροφυλακή της επαρχίας θα ενσωματωνόταν στον εθνικό στρατό ANC. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρόσφεραν υποστήριξη στον Adoula, ενισχύοντάς τον έναντι των αντιστάσεων του Tshombe. Παράλληλα, προβλέπονταν οικονομικές κυρώσεις μέσω μποϋκοτάζ σε συγκεκριμένα προϊόντα της Κατάνγκα. Η αμερικανική οικονομική επίθεση στην Κατάνγκα προκάλεσε τις αντιδράσεις των Ευρωπαίων, όπως της Βρετανίας, του Βελγίου, της Γαλλίας και της Γερμανίας, ενώ ο Γερμανός καγκελάριος Konrad Adenauer κατηγορούσε τους Αμερικανούς ότι προσπαθούσαν «να μειώσουν τον ρόλο των Ευρωπαίων στη σκοτεινή ήπειρο».25

Παρ’ όλα αυτά, το φθινόπωρο του 1962 ο U-Thant ήταν αποφασισμένος να εφαρμόσει το σχέδιό του και να προχωρήσει στον τερματισμό της απόσχισης στην Κατάνγκα, ενώ, παρά τις βρετανικές αντιδράσεις, ο Kennedy δεν ήταν πρόθυμος να εμποδίσει τον γενικό γραμματέα.26 Στις 24 Δεκεμβρίου 1962 σημειώθηκαν νέες συγκρούσεις μεταξύ των δυνάμεων της Κατάνγκα και των στρατευμάτων του ΟΗΕ κοντά στην Elisabethville. Ο ΟΗΕ πραγματοποίησε τελικά την επιχείρηση Grandslam, καταλαμβάνοντας την επαρχία και εξαναγκάζοντας τον Tshombe σε φυγή.

Τελικά, η απόσχιση της Κατάνγκα τερματίστηκε τον Ιανουάριο του 1963, ως αποτέλεσμα μίας πιο ενεργού πολιτικής που είχε εγκαινιάσει ο Αμερικανός Πρόεδρος John F. Kennedy με την άνοδό του στην εξουσία το 1961 και ο Tshombe διέφυγε στο εξωτερικό, για να επιστρέψει τον Ιούλιο του 1964 ως νέος πρωθυπουργός της χώρας. Μετά τις εκλογές του 1965, ο Tshombe σχημάτισε κυβέρνηση συνεργασίας, για να εκδιωχθεί τον Οκτώβριο του ίδιου έτους από τον πρόεδρο Kasavubu. Ένα μήνα αργότερα, ο ίδιος ο Kasavubu ανατράπηκε με στρατιωτικό πραξικόπημα που είχε σχεδιάσει ο στρατηγός Joseph-Désiré Mobutu, και ο οποίος έμελλε να καταγραφεί από την ιστορία ως ένας από τους πιο στυγνούς δικτάτορες της Αφρικής.

Joseph-Désiré Mobutu Sese Seko.

Συμπεράσματα

Η κρίση του Κονγκό, έτσι όπως ξέσπασε το 1960 και εξελίχθηκε στα επόμενα χρόνια, ήγειρε μια σειρά από καινοφανείς προκλήσεις για το διεθνές σύστημα και ειδικά για την Αφρική που όδευε προς την ανεξαρτησία, έχοντας παράλληλα να αναμετρηθεί με την επιβίωση των ρατσιστικών καθεστώτων στο νότο (πορτογαλικές αποικίες, Νότια Αφρική και σύντομα το ρατσιστικό καθεστώς της Ροδεσίας).

Πρώτα, ανέκυπτε το πρόβλημα της διατήρησης της εδαφικής ακεραιότητας των χωρών της ηπείρου που αποκτούσαν την ανεξαρτησία τους. Οι πρώην ευρωπαϊκές αποικίες στην Αφρική δεν διέθεταν κατά κανόνα συμπαγείς εθνοτικά πληθυσμούς, δεν διέθεταν δηλαδή εθνικό κορμό. Αποτελούσαν την ανάδυση ως «έθνη-κράτη» περιοχών που οι Ευρωπαίοι είχαν διαμοιράσει μεταξύ τους χωρίς μέριμνα για την ομοιογένεια του πληθυσμού τους και συγκέντρωναν διαφορετικά τμήματα φυλών, συχνά ευρισκόμενα σε αντιπαλότητα μεταξύ τους. Το ερώτημα ήταν: θα μπορούσε ένα τέτοιο νέο κράτος να οδηγηθεί στη διάλυση; Είναι φανερό ότι η προοπτική αντιμετωπίστηκε με μεγάλη εχθρότητα από τις υπόλοιπες αφρικανικές χώρες που αποκτούσαν την ανεξαρτησία τους. Η βίαιη κατάπνιξη της εξέγερσης της Κατάνγκα ακολουθήθηκε από την εξ ίσου, αν όχι και περισσότερο, βίαιη αντιμετώπιση της εξέγερσης της Μπιάφρα στη Νιγηρία στα τέλη της ίδιας δεκαετίας. Το Κονγκό είχε, έτσι, εγείρει το μείζον ερώτημα της νομιμοποίησης μιας βίαιης απόσχισης στον μεταπολεμικό διεθνές σύστημα.

Δεύτερον, η ανεξαρτητοποίηση και η κρίση του Κονγκό αμέσως μετά, σε συνδυασμό με τις επεκτεινόμενες φιλοδοξίες της ΕΣΣΔ του Nikita Khrushchev στον Τρίτο Κόσμο, έφερνε στο προσκήνιο ένα στρατηγικό φόβο των Δυτικών: εκείνον της «σοβιετικής διείσδυσης» στην περιφέρεια, ειδικά στην Αφρική και ακόμη ειδικότερα σε περιοχές που διέθεταν ορυκτό πλούτο και πρώτες ύλες στρατηγικής σημασίας. Ως το 1960, οι ΗΠΑ διέκειντο ευμενώς έναντι των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, οσάκις αυτά δεν ελέγχονταν από κομμουνιστική ηγεσία. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τις περιπτώσεις της Ινδίας, της Ινδονησίας, της Αλγερίας, ακόμη και της Κύπρου. Μόνον όταν το αντιαποικιακό κίνημα βρισκόταν υπό κομμουνιστική καθοδήγηση, τάσσονταν οι ΗΠΑ υπέρ της αποικιακής δύναμης, όπως είχε συμβεί στην Ινδοκίνα και στη Μαλαισία. Τώρα όμως το πρόβλημα επρόκειτο να εμφανιστεί με διαφορετικούς όρους. Τι θα συνέβαινε αν, λόγω των εσωτερικών συγκρούσεων, αποκτούσαν εκ των υστέρων οι Σοβιετικοί πρόσβαση σε τέτοιες χώρες; Πόσο ασφαλής ήταν ο δυτικός έλεγχος της περιφέρειας; Το Κονγκό, επομένως, μετατράπηκε σε ένα (ίσως το πρώτο) ψυχροπολεμικό πεδίο μάχης στην υποσαχάρια Αφρική, όπου οι δύο επιρροές, δυτική και σοβιετική, αντιπαρατέθηκαν με ένταση και εκτός κάθε ορίου.

Τρίτον, σύντομα μετά την έναρξη του εμφυλίου και της ξένης επέμβασης στο Κονγκό, το μέλλον του τελευταίου θα συμπλεκόταν με τη νέα στρατηγική του «εκσυγχρονισμού» (modernization) του Τρίτου Κόσμου, την οποία προωθούσε η αμερικανική κυβέρνηση του John Kennedy από το 1961 και κατόπιν. Υπήρχε δίοδος ώστε με μια σταδιακή μεταρρυθμιστική πολιτική, να διατηρήσει η Δύση τη φιλία και συνεργασία αυτών των νέων κρατών; Οι εξελίξεις στο Κονγκό (όπως και στο Βιετνάμ λίγο αργότερα) δεν αποδείχθηκαν ιδιαίτερα θετικές για την αμερικανική εικόνα στον Τρίτο Κόσμο.

Τέταρτον, η εξ αρχής ανάμιξη του ΟΗΕ στην κρίση του Κονγκό έθετε και το θέμα των δικών του εξουσιών και αρμοδιοτήτων; Ο γενικός γραμματέας Hammarskjöld προσπάθησε να αναβιβάσει τον ΟΗΕ σε κέντρο λήψης αποφάσεων, δηλαδή περίπου σε αυτόνομο δρώντα στη διεθνή σκηνή; Ήταν αυτό αποδεκτό από τα κράτη-μέλη, ιδίως τις Μεγάλες Δυνάμεις; Η νομική φύση του ΟΗΕ ως διακυβερνητικού οργανισμού θα συνεπαγόταν ότι δεν ήταν.

Τα διακυβεύματα της κρίσης ήταν πολλά και αλληλοδιαπλεκόμενα. Το Κονγκό του 1960-64 δεν αποτελούσε μια από τις «μείζονες» ψυχροπολεμικές αναμετρήσεις – σε σύγκριση τουλάχιστον με την ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου το 1961 πόσο μάλλον με την κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962 ή με τον πόλεμο του Βιετνάμ από το 1964 και μετά. Ωστόσο, η κρίση του Κονγκό αφορούσε την δομή του διεθνούς συστήματος, σε ένα από τα πιο καινοφανή τμήματά του, τον αναδυόμενο Τρίτο Κόσμο.

Ο Αναστάσιος Πανουτσόπουλος, είναι Διδάκτωρ Ιστορίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

“ Έφυγε” η Άρτεμις Ξανθοπούλου

“ Έφυγε” η Άρτεμις Ξανθοπούλου

 

Σήμερα το πρωί “έφυγε” από κοντά μας η Άρτεμις Ξανθοπούλου-Κυριακού. Η αγωνιστικότητα και η δίψα της για ζωή, παράδειγμα προς μίμηση για όλους εμάς που είχαμε την τύχη και τη χαρά να την γνωρίσουμε, να συνεργαστούμε μαζί της και να την εκτιμήσουμε ως επιστήμονα και ως άνθρωπο, καθιστά αδιανόητη τη θλιβερή είδηση.

Η Άρτεμις Ξανθοπούλου-Κυριακού ήταν Ομότιμη Καθηγήτρια του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, του οποίου είχε διατελέσει και Πρόεδρος. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ και για μεγάλο χρονικό διάστημα ερεύνησε στο Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας. Ασχολήθηκε με θέματα, τα οποία άπτονται της προεπαναστατικής περιόδου, της ιστορίας και εξέλιξης του παροικιακού Ελληνισμού, του ποντιακού Ελληνισμού, της αποκατάστασης των προσφύγων την επομένη της Μικρασιατικής Καταστροφής, κ.ά. Δραστηριοποιήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος Ιάσων για τον Ελληνισμό της Μεσημβρινής Ρωσίας, Ουκρανίας και Καυκάσου. Συνεργάστηκε με το Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού του Δήμου Καλαμαριάς και διετέλεσε Πρόεδρος του Κέντρου Ποντιακών Ερευνών του ΑΠΘ.

Η εικόνα της στην καρδιά και στο νου μας θα παραμείνει αναλλοίωτη έτσι ακριβώς όπως έχει στο βίντεο που ακολουθεί.

 

Ο Πόντος των Ελλήνων. Άρτεμις Ξανθοπούλου – Κυριακού 29.02.16

Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος: Η Εξωτερική Πολιτική και η Υψηλή Στρατηγική των ΗΠΑ στον Ψυχρό Πόλεμο

Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος

Η Εξωτερική Πολιτική και η Υψηλή Στρατηγική των ΗΠΑ στον Ψυχρό Πόλεμο1

Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι σήμερα η μόνη υπερδύναμη του πλανήτη. Αν και δεν έχουν μακραίωνη ιστορία, είναι το αρχαιότερο ομοσπονδιακό κράτος παγκοσμίως, καθώς ιδρύθηκε το 1776. Επίσης, είναι μία από τις μεγαλύτερες χώρες σε έκταση και πληθυσμό. Έχει μία πολύ ισχυρή οικονομία, η πορεία της οποίας επηρεάζει όλο τον πλανήτη. Στο παρόν άρθρο, θα εξεταστεί η εξωτερική πολιτική και η υψηλή στρατηγική της από την επαύριο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (όταν ήταν η μία εκ των δύο υπερδυνάμεων του πλανήτη), το 1949 έως την πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, το 1989.

Ο όρος «στρατηγική» προέρχεται από την αρχαία ελληνική γραμματεία (στρατός + ηγούμαι). Αν και χρησιμοποιείται ευρέως, τυγχάνει διαφορετικών ερμηνειών. Δεν θα γίνει, όμως, αναφορά σε όλες τις εκδοχές ή τις θεωρίες που αναλύονται ή βασίζονται στην στρατηγική. Κατ’ ουσίαν, πρόκειται για το σχέδιο δράσεως, στο οποίο αναλύονται οι μέθοδοι και οι τακτικές που θα χρησιμοποιηθούν προς επίτευξη ενός σκοπού. Φυσικά, δεν εφαρμόζεται μόνο στο πολεμικό πεδίο αλλά και σε διάφορες άλλες περιπτώσεις (πολιτική, οικονομία, εμπόριο, παιχνίδια, τεχνολογία, κ.α.), μολονότι αρχικά είχε καθαρά στρατιωτική έννοια.

Η ερμηνεία αλλά και το περιεχόμενο της επονομαζόμενης «Υψηλής Στρατηγικής», που είναι η ελληνική απόδοση του όρου «grand strategy», αποτελεί ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο των στρατηγικών σπουδών. Σύμφωνα με τον Βρεταννό αξιωματικό και συγγραφέα Σερ Μπέηζιλ Λίντελλ Χαρτ (Sir Basil Henry Lidell Hart), ο ρόλος της Υψηλής Στρατηγικής είναι «… να συντονίζει και διευθύνει όλες τις πηγές ενός έθνους ή ομάδας εθνών προς την κατεύθυνση επιτεύξεως του πολιτικού σκοπού του πολέμου: του σκοπού που καθορίζεται από την θεμελιώδη πολιτική. Η Υψηλή Στρατηγική πρέπει να υπολογίζει και να αναπτύσσει τους οικονομικούς πόρους και το ανθρώπινο δυναμικό των εθνών για να υποστηρίζει τα μαχόμενα στρατεύματα. Επίσης, και τις ηθικές δυνάμεις, γιατί για να αναπτυχθεί το πνεύμα και η θέληση του λαού, συχνά οι ηθικές δυνάμεις είναι εξ ίσου σπουδαίος παράγοντας όσο και η κατοχή πιο συγκεκριμένων μορφών ισχύος».

Επομένως, το επίκεντρο του ενδιαφέροντος πρέπει να είναι α) στη σημασία της διαχειρίσεως και του εναρμονισμού των εθνικών πόρων προς επίτευξη της ισορροπίας μεταξύ μέσου και σκοπού, β) στη διπλωματία, ο ζωτικός ρόλος της οποίας στην προσπάθεια της θέσεως του έθνους και της επιτεύξεως επιτυχίας μέσα στο πλαίσιο μίας συμμαχίας είναι καθοριστικός προκειμένου να εκμηδενισθεί ο εν δυνάμει εχθρός και γ) στο ηθικό του λαού και στην καλλιέργεια πολιτικής κουλτούρας προκειμένου να καταστεί εφικτή η υποστήριξη τόσο της πολεμικής προσπάθειας όσο και υψηλών εξοπλιστικών προγραμμάτων εν καιρώ ειρήνης.2

Ο επίσης Βρεταννός ιστορικός και συγγραφέας Έντουαρντ Λούτβακ (Edward Luttwak) θεωρεί ότι «όλα τα κράτη έχουν μία Υψηλή Στρατηγική», την οποία ορίζει ως «την εφαρμογή της μεθόδου και της ευφυΐας στην χρήση τόσο της πειθούς όσο και της ισχύος – δηλαδή την στρατηγική σε όλες τις πτυχές της, από την υψηλότερη πολιτειακή οργάνωση μέχρι τις στρατιωτικές τακτικές». Ο προσδιορισμός της έννοιας της Υψηλής Στρατηγικής έχει απασχολήσει και Έλληνες θεωρητικούς. Ενδεικτικώς, αναφέρεται ο Αθανάσιος Πλατιάς, ο οποίος εκτιμά ότι η Υψηλή Στρατηγική ορίζεται «ως η χρήση όλων των διαθέσιμων μέσων που ένα κράτος μπορεί να χρησιμοποιήσει προκειμένου να επιτύχει τους μακροπρόθεσμους πολιτικούς του στόχους, ενόψει πραγματικής ή ενδεχόμενης σύγκρουσης». Τέλος, ο Κωνσταντίνος Κολιόπουλος έγραψε ότι στρατηγική «είναι η σύζευξη μέσων και σκοπών υπό το πρίσμα πραγματικής ή ενδεχόμενης σύγκρουσης» και Υψηλή Στρατηγική είναι το ανώτερο επίπεδο στρατηγικής ενός κράτους, κατά το οποίο «χρησιμοποιούνται όλα τα διαθέσιμα μέσα όπως διπλωματικά, οικονομικά και στρατιωτικά για την επίτευξη ενός πολιτικού αντικειμενικού σκοπού ενόψει πραγματικής ή ενδεχόμενης σύγκρουσης».3

Μετά τον θάνατο του Προέδρου Φραγκλίνου Ρούσβελτ (Franklin Delano Roosevelt)4, την 12η Απριλίου 1945, τα ηνία της χώρας ανέλαβε ο έως τότε Αντιπρόεδρος Χάρρυ Τρούμαν (Harry S. Truman). O νέος Πρόεδρος ήταν παντελώς άπειρος ως προς τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής. Ο Τρούμαν συγκρότησε τάχιστα μία ομάδα συμβούλων,5στους οποίους δεν συγκαταλέγονταν άτομα του περίφημου «περιβάλλοντος Ρούσβελτ» και ενημερώθηκε επί των τεκταινομένων. Εξ αρχής, φάνηκε διατεθειμένος να μην επαναλάβει τα σφάλματα του προκατόχου του και δήλωνε αποφασισμένος να επιδείξει μία σθεναρότερη στάση έναντι των Σοβιετικών. Στην Ευρώπη, ο πόλεμος τελείωσε πριν συμπληρωθεί ένας μήνας από την ημέρα αναλήψεως των καθηκόντων από τον νέο Αμερικανό Πρόεδρο. Εντούτοις, ο Τρούμαν θα είχε μία λαμπρή ευκαιρία να επιδείξει το νέος «ύφος» της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής κατά τη διάρκεια των εργασιών της Συνδιασκέψεως στο Πότσνταμ της Γερμανίας (17/7/1945-2/8/1945).6 Σε αυτήν συμμετείχαν, εκτός από τον Τρούμαν, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μπερνς, οι ηγέτες της Μεγ. Βρεταννίας και της Σοβ. Ενώσεως Ουΐνστον Τσώρτσιλ (Winston Spencer Churchill) και Ιωσήφ Στάλιν (Joseph Stalin), με τους υπουργούς Εξωτερικών των δύο χωρών Άντονυ Ήντεν (Anthony Eden)7και Βιατσεσλάβ Μολότωφ (Vyacheslav Mikhaylovich Molotov), αντιστοίχως.

Η Συνδιάσκεψη του Πότσνταμ πριν και μετά την εκλογική ήττα του Ουΐνστον Τσώρτσιλ η οποία έλαβε χώρα ενόσω οι εργασίες βρίσκονταν σε εξέλιξη.

Βασικό αντικείμενο των εργασιών της συγκεκριμένης συνδιασκέψεως αποτελούσε η υπογραφή της ειρήνης με τη Γερμανία και τα συμμαχικά με αυτήν κράτη στην Ευρώπη αλλά και η γενικότερη διευθέτηση των υποθέσεων της γηραιάς ηπείρου. Οι Σοβιετικοί αντιμετώπισαν για πρώτη φορά την αντίδραση των Δυτικών σχετικά με την πολιτική τους στην κεντρική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, ενώ απερρίφθη κάθε ιδέα για έλεγχο των Στενών των Δαρδανελίων από αυτούς. Ο Τρούμαν είχε καταφέρει να κάνει αισθητή την παρουσία του και να εκφράσει τη νέα αμερικανική προσέγγιση των διεθνών υποθέσεων. Πάντως, ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος συνέχισε και ολοκλήρωσε τα σχέδια του προκατόχου του για τη σύσταση ενός νέου διεθνούς οργανισμού, ο οποίος θα αντικαθιστούσε την, για πολλούς αποτυχημένη, Κοινωνία των Εθνών. Ο καταστατικός χάρτης του νέου οργανισμού (ο οποίος ονομάστηκε Ο.Η.Ε. – Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών) υπεγράφη την 26η Ιουνίου 1945 και τέθηκε σε ισχύ την 24η Οκτωβρίου του ιδίου έτους.

Είναι βέβαιον ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες εισήλθαν και στις δύο παγκόσμιες συρράξεις, έχοντας σαφή γεωπολιτική αντίληψη των επικειμένων επιπτώσεων στην αμερικανική ασφάλεια, αλλά και συνείδηση των ιδίων δυνατοτήτων εθνικής ισχύος. Αν και έως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η αμερικανική εξωτερική πολιτική χαρακτηρίζεται από ιδεολογική αμφιθυμία (στρεφόμενη άλλοτε προς τον παρεμβατισμό και άλλοτε προς την αναδίπλωση), μετά το 1917 και ιδιαίτερα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αυξημένη ισχύς των Ηνωμένων Πολιτειών σε συνδυασμό με τα γεγονότα στη διεθνή σκηνή κατέστησαν αναπόφευκτη την ουσιαστική συμμετοχή της χώρας στις εξελίξεις.

Η κρίση του Βερολίνου και η παραβίαση των συμπεφωνημένων από σοβιετικής πλευράς οδήγησαν τον Τρούμαν στην απόφαση να εξαγγείλει ένα νέο δόγμα στην εξωτερική πολιτική, τον Μάρτιο του 1947. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν πλέον μία χώρα με τεράστιο πλούτο, η οποία ουδεμία πρόθεση είχε να επιτρέψει στη Σοβ. Ένωση όπως κυριαρχήσει είτε στην Ευρώπη είτε στη βορειοανατολική Ασία. Σύμφωνα με το Δόγμα Τρούμαν,8 η εξωτερική πολιτική εγκατέλειπε την ιδέα του άβατου αμερικανικού «κάστρου» του Δόγματος Μονρόε και υιοθετούσε μία παγκόσμια παρουσία.

Η εξαγγελία του Δόγματος Τρούμαν (12 Μαρτίου 1947).

Η εντύπωση, η οποία προκλήθηκε ξεπέρασε τα όρια των Ηνωμένων Πολιτειών. Το Δόγμα Τρούμαν πιστοποιούσε την οριστική διάσπαση του μετώπου των Συμμάχων, που επεκράτησαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επιπλέον, το δόγμα αυτό αποτελούσε μία ριζική αλλαγή (ή μάλλον ανατροπή) της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί από τον Πρόεδρο Ρούσβελτ κατά τη διάρκεια του πολέμου. Τέλος, η Ουάσινγκτον τοποθετούσε τον εαυτό της στην ηγετική θέση του Δυτικού κόσμου στον αγώνα εναντίον του σοβιετικού επεκτατισμού. Ο αγώνας αυτός αποκτούσε και ιδεολογική χροιά και προσδιοριζόταν ως διαπάλη της ελευθερίας (την οποία αντιπροσώπευαν προφανώς οι Ηνωμένες Πολιτείες) κατά της δικτατορίας του προλεταριάτου. Η σπουδαιότητα της εξαγγελίας της 12ης Μαρτίου 1947 έγινε αμέσως αντιληπτή από τα αμερικανικά Μέσα Μαζικής Ενημερώσεως και τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Έγραψε χαρακτηριστικά η εφημερίδα Washington Post (στις 13/3/47): «Η τελευταία ομιλία του Προέδρου Τρούμαν στο Κογκρέσο είναι αναμφισβήτητα μία από τις σημαντικότερες που εκφωνήθηκαν ποτέ από επικεφαλής της αμερικανικής εκτελεστικής εξουσίας».

Άλλες εφημερίδες δεν αρκέστηκαν στο να επισημάνουν τη σημασία του νέου δόγματος αλλά τάχθηκαν αναφανδόν υπέρ της πλήρους εφαρμογής του. Πιο συγκεκριμένα, οι New York Times έγραψαν (στις 12/3/47) ότι είχε πλέον τερματιστεί η εποχή της απομονώσεως και των επιλεκτικών παρεμβάσεων στις διεθνείς εξελίξεις. Είχε ανατείλει η εποχή της αναλήψεως των ευθυνών από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σκοπός όλων των Αμερικανών έπρεπε να είναι η δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών, υπό τις οποίες τόσο ο Ο.Η.Ε. όσο και οι αμερικανικές αξίες θα είχαν πιθανότητες επιτυχίας. Στο δε φύλλο της επομένης ημέρας (13/3/47), η εφημερίδα σημείωνε ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος ζήτησε δράση, η οποία θα επέτρεπε στη χώρα την άσκηση μίας νέας εξωτερικής πολιτικής αναλήψεως παγκόσμιων ευθυνών για τη διασφάλιση της ειρήνης και την τήρηση της τάξεως. Είναι αξιοσημείωτο ότι η πλέον φιλελεύθερη εφημερίδα της χώρας χρησιμοποιούσε μία φρασεολογία, η οποία παρέπεμπε ευθέως στην υιοθέτηση της πολιτικής του «παγκόσμιου χωροφύλακα» (κατά τη Μόσχα). Αντιθέτως, η πιο μετριοπαθής Washington Daily News έδωσε μία ιδεολογική διάσταση στο νέο δόγμα, σημειώνοντας (στις 14/3/47): «Οι Ηνωμένες Πολιτείες έδειξαν πάντα ένα ζωηρό ενδιαφέρον για τα έθνη, τα οποία αγωνίζονται για την ελευθερία τους, τη διασφάλιση των ατομικών ελευθεριών των πολιτών τους, τη διεξαγωγή αδιάβλητων εκλογών…».

Εντούτοις, η αμερικανική κοινή γνώμη μάλλον δεν συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό του Τύπου για το Δόγμα Τρούμαν. Την 20η Μαρτίου 1947, διεξήχθησαν δύο σφυγμομετρήσεις σχετικά με τις απόψεις των πολιτών επί του θέματος. Η μεγάλη πλειοψηφία των Αμερικανών συμφωνούσε με την υιοθέτηση μίας δυναμικότερης εξωτερικής πολιτικής και πολλοί ήταν αυτοί, οι οποίοι επικροτούσαν την οικονομική στήριξη της Ελλάδος. Η πλειοψηφία των Αμερικανών πολιτών, όμως, δεν ενέκρινε την παροχή στρατιωτικής βοήθειας προς την Αθήνα υπό τον φόβο της προκλήσεως ρωσσικών αντιδράσεων, οι οποίες θα καθιστούσαν πιθανότερο το ξέσπασμα ενός νέου πολέμου, ενώ πολλοί υπεστήριζαν την άποψη ότι η επίλυση του προβλήματος έπρεπε να ανατεθεί στα Ηνωμένα Έθνη. Αντιθέτως, ιδιαιτέρως θετικά για το Δόγμα Τρούμαν εξεφράσθη ο Ρεπουμπλικανός Πρόεδρος της Επιτροπής Διεθνών Υποθέσεων της αμερικανικής Γερουσίας Άρθουρ Βάντενμπεργκ (Arthur H. Vandenberg), πρώην οπαδός του απομονωτισμού. Η στάση του τελευταίου επηρέασε καθοριστικά μεγάλο αριθμό Ρεπουμπλικανών μελών του Κογκρέσου. Τέλος, πολύ θετική στάση επέδειξαν διάφορες θρησκευτικές και κοινωνικές οργανώσεις, όπως η Ομοσπονδία του Συμβουλίου των Εκκλησιών και η Κοινωνική Δημοκρατική Ομοσπονδία.

Το νέο δόγμα, όμως, συγκέντρωσε τα πυρά των δύο άκρων του πολιτικού φάσματος, αφ’ ενός των οπαδών της συνδιαλλαγής με τη Σοβ. Ρωσία, οι οποίοι ανήκαν στην αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών και αφ’ ετέρου των Ρεπουμπλικανών υποστηρικτών του απομονωτισμού. Κύριοι εκφραστές των απόψεων της πρώτης ομάδας ήταν οι πολιτικοί Λοτζ και Ουάλας (Wallace). Ο πρώτος θεωρούσε την Ελλάδα την πλέον αντιδραστική μοναρχία της Ευρώπης, η οποία δεν έπρεπε να ενισχυθεί με χρήματα των Αμερικανών φορολογουμένων τουλάχιστον προτού εξυγιανθεί πλήρως το δημοσιονομικό της σύστημα. Ο δεύτερος υπεστήριζε ότι η υπόθεση έπρεπε να ανατεθεί στον Ο.Η.Ε. και οι Ηνωμένες Πολιτείες ουδεμία πρωτοβουλία να αναλάβουν, η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει την αντίδραση των Σοβιετικών. Επίσης, ο Ουάλας πίστευε ότι έπρεπε να καταλαγιάσουν τα πάθη στην Ελλάδα, να δοθεί γενική αμνηστία και να σχηματιστεί οικουμενική κυβέρνηση στη χώρα. Ταυτόχρονα, έντονη κριτική δεχόταν το νέο δόγμα και από τους απομονωτιστές, οι οποίοι διεκήρυτταν ότι τυχόν εφαρμογή του θα υπέσκαπτε την οικονομική ευμάρεια της χώρας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έπρεπε να εμπλακούν εκ νέου στις ευρωπαϊκές υποθέσεις. Οι θεωρίες των απομονωτιστών ήταν πλέον ξεπερασμένες από τα πράγματα και γι’ αυτό συγκέντρωναν ελάχιστη υποστήριξη.

Η πλέον τεκμηριωμένη κριτική του «δόγματος Τρούμαν» στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών προήλθε από τον καθηγητή και αρθρογράφο της εφημερίδος New York Times Γκίλμπερτ Mάκμπεθ (Gilbert Macbeth), ο οποίος έκανε λόγο «για τεχνητή κατάσταση ανάγκης στην Ελλάδα». Αυτός θεωρούσε ότι δεν συνέβαινε κάτι το εξαιρετικό στη χώρα μας πέραν των συνήθων πολιτικών αντιπαραθέσεων. Η δράση του «Δημοκρατικού Στρατού» δεν αποτελούσε μέρος μίας ευρύτερης σοβιετικής επιθετικής πολιτικής και σε κάθε περίπτωση η υπόθεση έπρεπε να παραπεμφθεί στον Ο.Η.Ε.. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του οργανισμού ήταν σε συνεχή λειτουργία για τον χειρισμό μειζόνων κρίσεων. Σε αυτό, θα εκτίθονταν όλες οι απόψεις και θα γίνονταν γνωστές όλες οι παράμετροι της υποθέσεως. Ακόμα και αν η Μόσχα προέβαλε βέτο, η παγκόσμια κοινή γνώμη θα επεκροτούσε τις αμερικανικές απόψεις, εάν και εφ’ όσον αυτές ήταν δίκαιες, και ως εκ τούτου η Ουάσινγκτον θα νομιμοποιούταν να δράσει μονομερώς.

Η εξαγγελία του Δόγματος Τρούμαν στον αμερικανικό ημερήσιο Τύπο.

Στο εξωτερικό, η εξαγγελία του νέου αμερικανικού δόγματος προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη φοβόταν μία επιδείνωση της καταστάσεως και το ξέσπασμα ενός νέου πολέμου, ο οποίος θα διεξαγόταν πρωτίστως στη γηραιά ήπειρο. Αντιθέτως, οι κομματικοί σχηματισμοί τοποθετήθηκαν αναλόγως της ιδεολογίας τους, δηλαδή οι αντικομμουνιστές υπέρ και οι κομμουνιστές κατά. Πιο συγκεκριμένα, στη Μεγ. Βρεταννία οι Συντηρητικοί της αντιπολιτεύσεως ήταν θετικά διακείμενοι, αν και ορισμένοι εξ αυτών δεν έκρυβαν τον φθόνο τους για τη μετεξέλιξη των Ηνωμένων Πολιτειών σε παγκόσμια υπερδύναμη. Η κυβέρνηση των Εργατικών κράτησε εφεκτική στάση, αν και το Εργατικό κόμμα επέκρινε την εξαγγελία του Αμερικανού Προέδρου. Στη Γαλλία, το κύριο γνώρισμα ήταν η οξεία αντίδραση των κομμουνιστών, ενώ στη Γερμανία σχολιάστηκε η διαίρεση του Συμμαχικού στρατοπέδου και η ανακολουθία λόγων και έργων των Συμμάχων. Στην Ιταλία, η πλειοψηφία του λαού και των πολιτικών φαίνεται ότι ετάχθησαν υπέρ του δόγματος. Το τοπικό Κ.Κ. ήταν πολύ ισχυρό και τα πολιτικά πάθη οξυμένα. Επίσης, οι Ιταλοί χαιρέτιζαν την αναβάθμιση του ρόλου της Μεσογείου στις διεθνείς εξελίξεις. Τέλος, στην Ελλάδα η εξαγγελία του νέου δόγματος προκάλεσε «κύματα ενθουσιασμού» στους βασιλόφρονες και στους συντηρητικούς του Κέντρου. Αντιθέτως, οι φανατικοί αντιμοναρχικοί του Κέντρου (οι οποίοι εξέλαβαν την εφαρμογή του δόγματος ως ενίσχυση του βασιλικού θεσμού), καθώς και οι κομμουνιστές το επέκριναν με δριμύτητα.

Η σφοδρότερη αντίδραση στο Δόγμα Τρούμαν προήλθε από τη Μόσχα, όπως ήταν φυσικό. Η τελευταία κατηγόρησε την Ουάσινγκτον ότι απέβλεπε στην εξασφάλιση της παγκόσμιας κυριαρχίας, μιμούμενη τον ιταλικό φασισμό και τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό. Ο σοβιετικός Τύπος έγραψε ότι ήταν η πρώτη φορά στα χρονικά της παγκοσμίου ιστορίας, που μία τέτοια επιδίωξη δηλωνόταν επισήμως και με τόσο απροκάλυπτο τρόπο. Οι Αμερικανοί απέβλεπαν στη δημιουργία περιφερειακών βάσεων για την επέκταση της επιρροής τους και τον έλεγχο των οδών του εμπορίου και του πετρελαίου. Στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου, η Ελλάδα ήταν απαραίτητη για την εφαρμογή των σχεδίων της Ουάσινγκτον και γι’ αυτό η τελευταία στήριζε με κάθε τρόπο τον «ελληνικό μοναρχοφασισμό». Ο Τρούμαν ανέβασε τους τόνους με σκοπό να συσπειρώσει τα ελεγχόμενα από τους Δυτικούς κράτη και να επιβεβαιώσει την κυρίαρχη θέση των Ηνωμένων Πολιτειών ως διαδόχου της Μεγ. Βρεταννίας στη θέση της ιμπεριαλιστικής δυνάμεως. Ο Ο.Η.Ε. θα ετίθετο υπό τον αμερικανικό έλεγχο ή θα εκμηδενιζόταν, υπεστήριζαν οι Σοβιετικοί.

Πάντως, το Δόγμα Τρούμαν απετέλεσε τη δυναμικότερη έκφραση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και επηρέασε άμεσα τις εξελίξεις στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Οι πρώτοι πολιτικοί σκοποί των Ηνωμένων Πολιτειών, που προωθήθηκαν στο πλαίσιο του δόγματος αυτού (και του επακόλουθου Σχεδίου Mάρσαλ), ήταν: α) η παροχή βοήθειας στην Ελλάδα, την Τουρκία και την Περσία για να αντέξουν τη σοβιετική πίεση και β) η απαγόρευση, από κοινού με τη Μεγ. Βρεταννία, υλοποιήσεως των σχεδίων της Μόσχας στον χώρο της Μ. Ανατολής και της ανατολικής Μεσογείου γενικότερα.

Αυτό εσήμαινε ότι η σύμμαχος στον πόλεμο κατά του Άξονα Σοβ. Ένωση ήταν η μελλοντική αντίπαλος στην ψυχροπολεμική Ευρώπη αλλά και στον αγώνα για την απόκτηση σφαιρών επιρροής στον υπόλοιπο κόσμο. Η σκέψη της αμερικανικής διοικήσεως9είχε σαν βασικό γνώμονα ότι μία Ευρώπη υπό γερμανική κυριαρχία ήταν εξίσου απευκταία με μία Ευρώπη τελούσα υπό σοβιετική ηγεμονία. Άλλωστε, ο διάδοχος του Ρούσβελτ στον Λευκό Οίκο δεν είχε βιώσει την συνεργασία με τους Σοβιετικούς στον πόλεμο, ενώ τους αντιμετώπιζε πάντα με καχυποψία.

Κατά την εκδήλωση της γερμανικής επιθέσεως εναντίον της Σοβ. Ενώσεως, θεωρούσε τις δύο χώρες ηθικά ισοδύναμες και πίστευε ότι η Αμερική έπρεπε να τις ενθαρρύνει όπως πολεμήσουν μέχρι τελικής πτώσεως. Εκείνη την εποχή, ο Τρούμαν ήταν μέλος της Γερουσίας και είχε δηλώσει: «Εάν δούμε ότι κερδίζει η Γερμανία, θα πρέπει να βοηθήσουμε τη Ρωσσία και εάν κερδίζει η Ρωσσία, θα πρέπει να βοηθήσουμε τη Γερμανία και με αυτόν τον τρόπο θα τους αφήσουμε να σκοτώσουν όσους περισσότερους μπορούν, αν και δεν θα ήθελα να δω τον Χίτλερ νικητή υπό οιεσδήποτε συνθήκες».10

Η προσπάθεια του Σχεδίου Mάρσαλ κατευθυνόταν πρώτιστα στην οικονομική και πολιτική ανόρθωση της Δυτ. Γερμανίας, χωρίς τη σύμπραξη της οποίας το δυτικό αμυντικό οικοδόμημα (ενόψει μάλιστα και των φυγόκεντρων τάσεων της Γκωλικής Γαλλίας) δεν θα είχε την απαιτούμενη συνοχή. Αργότερα, ο Τρούμαν δήλωσε ότι το σημαντικότερο επίτευγμά του στον χώρο της εξωτερικής πολιτικής ήταν ότι οι Αμερικανοί νίκησαν τους εχθρούς τους και τους ανάγκασαν να παραδοθούν. «Και έπειτα τους βοηθήσαμε να συνέλθουν, να γίνουν δημοκράτες και να επιστρέψουν στην κοινότητα των εθνών. Μόνον η Αμερική θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο».11

Ο αποκλεισμός του Βερολίνου και ο πόλεμος της Κορέας παγίωσαν την άποψη της αμερικανικής ηγεσίας για τις προθέσεις της Μόσχας, ενώ και η αμερικανική κοινή γνώμη πίστευε ότι σκοπός του Στάλιν ήταν η παγκόσμια κυριαρχία.12Η Ουάσινγκτον έβλεπε να ξεδιπλώνεται μία σοβιετική στρατηγική που ήθελε να παρασύρει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μακρινές συγκρούσεις για να γίνει ευκολότερη μία επίθεση της Μόσχας στη δυτική Ευρώπη. Έχει γραφεί ότι επρόκειτο περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των δυνατοτήτων των Σοβιετικών και των προθέσεων του Στάλιν προσωπικά.13

Ο αποκλεισμός του Βερολίνου (24 Ιουνίου 1948 – 12 Μαΐου 1949) και ο πόλεμος της Κορέας (25 Ιουνίου 1950 – 27 Ιουλίου 1953).

Πάντως, και ο τελευταίος δεν είχε αντιληφθεί ότι για τους Αμερικανούς ηγέτες η ηθική έπαιζε ρόλο και είχαν σκοπό να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους. Σύμφωνα με τον Χένρυ Κίσινγκερ (Henry Alfred Kissinger), ο Σοβιετικός ηγέτης διέπραξε το ίδιο λάθος με αυτό που είχε κάνει το 1945. Τότε, δεν είχε δώσει μεγάλη σημασία στην καλή θέληση της Ουάσινγκτον. «Το 1952, υπετίμησε τις αντιδράσεις που είχαν προκαλέσει οι πράξεις του στο ενδιάμεσο διάστημα. Από το 1945 έως το 1948, οι Αμερικανοί ηγέτες ανυπομονούσαν να επιτύχουν κάποιον διακανονισμό με τη Σοβ. Ένωση αλλά δεν είχαν ούτε την διάθεση ούτε την ικανότητα να υπολογίσουν αθροιστικά τις πιέσεις που θα έπαιρνε στα σοβαρά ο Στάλιν. Το 1952, είχε αρχίσει να τις παίρνει αρκετά στα σοβαρά αλλά στο μεταξύ είχε κατορθώσει με το παραπάνω να πείσει τους Αμερικανούς ηγέτες για την κακή του προαίρεση».14

Πάντως, ο απολογισμός της προεδρίας Τρούμαν στον χειρισμό των εξωτερικών θεμάτων δεν συγκέντρωσε μόνον θετικά σχόλια. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι αν και αρχικώς ήταν άπειρος ως προς τον χειρισμό των εξωτερικών υποθέσεων, επέδειξε μία έντονη δραστηριότητα και έναν αξιοσημείωτο δυναμισμό. Εντούτοις, ο εμφύλιος πόλεμος στην Κίνα βρήκε την ηγετική ομάδα στην Ουάσινγκτον απροετοίμαστη. Ο Πρόεδρος έστειλε τον Μάρσαλ στην Κίνα15 αλλά αυτός δεν μπόρεσε να συμβιβάσει τους δύο αντιπάλους. Μετά την επιστροφή του, ενημέρωσε τον Τρούμαν πως οι εθνικιστές θα κέρδιζαν μόνον εάν είχαν την αμέριστη και πολύπλευρη αμερικανική υποστήριξη, ενδεχόμενο όμως που ενδεχομένως να εξασθένιζε το Δυτικό στρατόπεδο στην Ευρώπη. Τελικώς, οι κομμουνιστές του Μάο Τσε Τουνγκ (Mao Zedong) επεκράτησαν16και ο Τρούμαν κατηγορήθηκε σφόδρα για την «απώλεια» της Κίνας.

Η επικράτηση των Κομμουνιστών στην Κίνα. Προπαγανδιστική αφίσα.

Την 4η Νοεμβρίου 1952, ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών Στρατηγός Ντουάϊτ Αϊζενχάουερ (Dwight David «Ike» Eisenhower) κέρδισε τις προεδρικές εκλογές. Εξ αρχής, έδειξε ότι είχε μία άλλη ματιά για τα διεθνή ζητήματα από τους προκατόχους του. Η εξωτερική πολιτική θα βασιζόταν (ιδίως κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του στον Λευκό Οίκο, 1952-1956) σε τέσσερις πυλώνες: α. την ενίσχυση της οικονομίας, προκειμένου η Ουάσινγκτον να είναι εις θέσιν όπως διατηρεί αξιόμαχες ένοπλες δυνάμεις, ασκώντας παράλληλα μία παρεμβατική πολιτική στη διεθνή αρένα, β. την ανάπτυξη των πυρηνικών όπλων, γ. την «αξιοποίηση» της CIA για τη διεξαγωγή επιχειρήσεων εναντίον κυβερνήσεων ή ηγετών που ευρίσκοντο υπό κομμουνιστικό έλεγχο ή «φλέρταραν» με τη Μόσχα17 και δ. την παροχή βοήθειας στους συμμάχους της Δύσεως και τον προσεταιρισμό των ουδετέρων κρατών.

Ο θάνατος του Στάλιν (τον Μάρτιο του 1953) ώθησε τον Αμερικανό Πρόεδρο να εκφωνήσει μία ομιλία, που έμεινε στην ιστορία υπό τον τίτλο «Ας δώσουμε στην ειρήνη μία ευκαιρία». Η ομιλία του έλαβε χώρα στην Αμερικανική Ένωση Εκδοτών Τύπου, την 16η Απριλίου 1953, μόλις τρεις μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του. Ήταν μία εποχή κατά την οποία ο πόλεμος στην Κορέα τελείωνε, όλοι γνώριζαν ότι η Μόσχα διέθετε και αυτή ατομική βόμβα, ενώ πολλοί θεωρούσαν ότι η Ουάσινγκτον κινδύνευε να απωλέσει το προβάδισμα στο στρατιωτικό πεδίο. Πλήθαιναν, λοιπόν, οι φωνές, που ζητούσαν την ενίσχυση της χρηματοδοτήσεως των στρατιωτικών δαπανών και την άσκηση μίας πιο δυναμικής πολιτικής έναντι της Σοβ. Ενώσεως.

Ο Αϊζενχάουερ απεφάσισε να εκμεταλλευθεί το πολιτικό κενό που είχε προκύψει αιφνιδίως στη σοβιετική πολιτική ηγεσία, επιχειρώντας να προσεγγίσει την νέα κατάσταση, προτείνοντας την μείωση των στρατιωτικών δαπανών.18 Εντούτοις, οι Σοβιετικοί ηγέτες είχαν αποδυθεί σε έναν αγώνα αλληλοεξοντώσεως και ουδεμία πρόθεση υιοθετήσεως μίας πολιτικής που θα τους «εξέθετε» στα μάτια φίλων και αντιπάλων ως ουδέτερους είχαν. Κατά συνέπεια, ο Ψυχρός Πόλεμος εξέλαβε νέες διαστάσεις επί των ημερών της προεδρίας του, ενώ ο προϋπολογισμός των στρατιωτικών δαπανών ανήλθε σε μεγάλα ύψη, που παρέμειναν αναλλοίωτα έως τα τέλη του Ψυχρού Πολέμου.19

O Αμερικανός Πρόεδρος δεν απογοητεύτηκε. Τον Νοέμβριο του 1955, η Σοβιετική Ένωση δοκίμασε με επιτυχία μία βόμβα υδρογόνου. Ο Αϊζενχάουερ παρήκουσε τις συμβουλές στενών συνεργατών του (όπως ο υπουργός Εξωτερικών Τζων Φόστερ Ντάλλες – John Foster Dulles) και υπέβαλε στους Σοβιετικούς μία πρόταση αφοπλισμού προκειμένου οι δύο υπερδυνάμεις να αφιερώσουν τις έρευνές τους σχετικά με το σχάσιμο υλικού μόνο για ειρηνικές χρήσεις (π.χ. για την παραγωγή ενέργειας) και όχι για την κατασκευή ακόμη πιο φονικών όπλων.20

RDS-37 Soviet H-bomb test 1955 / РДС-37

Η Μόσχα δεν ανταποκρίθηκε θετικά, καθώς ήταν πεπεισμένη ότι η Ουάσινγκτον υπερτερούσε σημαντικά σε αποθέματα πυρηνικών όπλων. Αυτό ώθησε τον Αϊζενχάουερ να διαθέσει περισσότερα χρήματα για τα πυρηνικά όπλα (και την Πολεμική Αεροπορία), μειώνοντας τις δαπάνες για τον Στρατό Ξηράς.21 Οι Αμερικανοί υιοθέτησαν την αρχή της ακρίβειας πυρός, την ιδία ώρα που οι Ρώσσοι διαχρονικά επικεντρώνονται στην μάζα πυρός. Οι κινήσεις αυτές σηματοδοτούσαν την νέα αντίληψη του Προέδρου για την αμερικανική εξωτερική πολιτική και τον σχεδιασμό της εθνικής αμύνης. Επιπλέον, επικεντρώθηκε στην προσπάθεια ελέγχου του πυρηνικού οπλοστασίου και όχι αφοπλισμού. Εντούτοις, αυτό ήταν μάλλον ανέφικτο να πραγματοποιηθεί, καθώς και οι δύο υπερδυνάμεις εμφανίζονταν διστακτικές να δεχθούν έλεγχο του πυρηνικού οπλοστασίου τους.

Το πυρηνικό δόγμα της εποχής βασιζόταν στην θεωρία της αποτροπής. Συνίστατο αφ’ ενός στη διατήρηση της ανταποδοτικής ικανότητος (second strike capacity) και αφ’ ετέρου στη «μαζική ανταπόδοση» (massive retaliation). Προς τούτο, απαιτείτο όχι απλώς η κατοχή αλλά και η συνεχής αναβάθμιση του πυρηνικού οπλοστασίου, γεγονός που οδήγησε σε κούρσα εξοπλισμών με τη Σοβ. Ένωση.

Το 1957, διατυπώθηκε ένα νέο δόγμα εξωτερικής πολιτικής από τον Αϊζενχάουερ. Είχαν μεσολαβήσει η έναρξη της αποσαθρώσεως του αποικιακού συστήματος της Γαλλίας και της Μεγ. Βρεταννίας, η αδυναμία των οποίων είχε πιστοποιηθεί περίτρανα κατά την κρίση του Σουέζ, το 1956.22 Επίσης, η Μόσχα είχε στείλει στρατεύματα για να επαναφέρει στην «κομμουνιστική  ορθοδοξία» την Ουγγαρία, ενώ παρενέβαινε απροκάλυπτα στα εσωτερικά των κρατών της ανατ. Ευρώπης, όπως είχε πράξει στην Ανατ. Γερμανία (το 1953) και την Πολωνία (τον Ιούνιο του 1956).

Το νέο αμερικανικό δόγμα ήταν μία επιθετική και καθαρά στρατιωτική εκδοχή του Δόγματος Tρούμαν. Το Δόγμα Αϊζενχάουερ προέβλεπε τη δραστηριοποίηση στον αγώνα εναντίον του κομμουνισμού σε όλη την υφήλιο, η οποία «διαιρέθηκε» σε φίλιες και εχθρικές δυνάμεις. Η Αμερική θα ενίσχυε διπλωματικά και στρατιωτικά τους συμμάχους της, ενώ θα χρησιμοποιούσε όλα τα διαθέσιμα μέσα για να ανακόψει την αύξηση της κομμουνιστικής επιρροής. Στο πλαίσιο της πολιτικής περί ανασχέσεως του κομμουνισμού23 και της θεωρίας του ντόμινο, βάσει της οποίας εάν ένα κράτος γινόταν κομμουνιστικό θα ακολουθούσαν και άλλα στην ιδία περιοχή,24 οι Ηνωμένες Πολιτείες ανεμείχθησαν στον πόλεμο του Βιετνάμ, 25 διαπράττοντας το ίδιο λάθος για το οποίο κατηγορούσαν τους Γάλλους έως τότε.

Επίσης, η Ουάσινγκτον υπέγραψε μία σειρά συμφωνιών με τρίτα κράτη (π.χ. με την Εθνικιστική Κίνα, την Ιαπωνία, την Νότια Κορέα, τις Φιλιππίνες κ.α.) με σκοπό την περικύκλωση της Μόσχας, ενώ προχώρησε στην ίδρυση οργανισμών (όπως ο SEATO26) για την ανάσχεση της κομμουνιστικής επιρροής σε συγκεκριμένες περιοχές του πλανήτη. Το 1954 και το 1958, οι Ηνωμένες Πολιτείες στάθηκαν σθεναρά στο πλευρό της Εθνικιστικής Κίνας, ορισμένες νήσοι της οποίας ευρέθησαν στο στόχαστρο του Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.

Το Δόγμα Αϊζενχάουερ του 1957.

Σημειωτέον ότι το συγκεκριμένο δόγμα διατυπώθηκε για πρώτη φορά στην ομιλία του Προέδρου στο Κογκρέσο για την κατάσταση στην Μ. Ανατολή, τον Ιανουάριο του 1957. Στην ομιλία αυτή, ο Αϊζενχάουερ ξεκαθάρισε ότι θα βοηθούσε οιαδήποτε χώρα του το ζητούσε για να αποκρούσει μία επίθεση στον χώρο της Μ. Ανατολής.27 Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεσμεύονταν να προστατέψουν την εδαφική ακεραιότητα των κρατών της περιοχής, που θα εδέχοντο επίθεση από οιαδήποτε χώρα ελεγχόταν από τον διεθνή κομμουνισμό. Επομένως, ο επιτιθέμενος μπορούσε να μην είναι η Σοβ. Ένωση αλλά μία άλλη κομμουνιστική χώρα.

Σκοπός του Αμερικανού Προέδρου ήταν να σταθεροποιήσει τα ευάλωτα αραβικά καθεστώτα και να τα απομακρύνει από την επιρροή της Αιγύπτου, που τελούσε υπό την χαρισματική ηγεσία του Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ (Gamal Abdel Nasser).28 Σε αυτό, απέτυχε παταγωδώς, καθώς η δημοφιλία του Αιγύπτιου ηγέτη γνώρισε αλματώδη άνοδο και σύντομα έγινε ευρέως αποδεκτός ως ο ενσαρκωτής των ελπίδων και των πόθων πολλών Αράβων, ανεξαρτήτως του κράτους στο οποίο διαβιούσαν.

Το συγκεκριμένο δόγμα χρησιμοποιήθηκε ως δικαιολογία για την πραγματοποίηση της πρώτης στρατιωτικής επεμβάσεως των Ηνωμένων Πολιτειών στον χώρο της Μ. Ανατολής, στον Λίβανο τον Ιούλιο του 1958.29 Επρόκειτο για την επιχείρηση «Blue bat» (Μπλε ρόπαλο). Επιπλέον, η Αμερική «έσπασε» τη διπλωματική απομόνωση της Ισπανίας, υπογράφοντας μαζί της μία σειρά συμφωνιών, τον Σεπτέμβριο του 1953.30 Τέλος, αξιοσημείωτη ήταν η ένταση στις γαλλο-αμερικανικές σχέσεις εξ αιτίας της αρνήσεως του γαλλικού Κοινοβουλίου να επικυρώσει τη Συνθήκη των Παρισίων του 1952 για τη δημιουργία Κοινής Ευρωπαϊκής Αμύνης. Το γεγονός αυτό ώθησε τον Αϊζενχάουερ να εντάξει τη Δυτ. Γερμανία στο ΝΑΤΟ ως πλήρες μέλος, τον Μάϊο του 1955.31

Επί προεδρίας Αϊζενχάουερ, το ΝΑΤΟ κατέστη η κυρίαρχη στρατιωτική δύναμη στη δυτική Ευρώπη, ενώ ανέλαβε ενεργό ρόλο και στα τεκταινόμενα σε άλλες γωνιές του πλανήτη. Αλλά και οι επόμενοι δύο πρόεδροι που προήρχοντο από το Δημοκρατικό κόμμα – ο Τζων Φιτζέραλντ Κέννεντυ (John Fitzgerald «Jack» Kennedy) και ο Λύντον Τζόνσον (Lyndon B. Johnson) έδωσαν προτεραιότητα στον ρόλο του ΝΑΤΟ. Ο πρώτος επικεντρώθηκε στην προσπάθεια ανασχέσεως του κομμουνισμού στην κεντρική και τη Λατινική Αμερική (εξαιτίας της επαναστάσεως του Φιντέλ Κάστρο – Fidel Castro στην Κούβα, το 1959), αλλά και στον περιορισμό της επεκτάσεως της επιρροής του στη δυτική Ευρώπη.

Tην 20η Ιανουαρίου 1961, κατά την ημέρα της ορκωμοσίας του, ο Κέννεντυ, είπε μεταξύ άλλων, τα εξής: «Ενημερώστε κάθε έθνος… ότι θα πληρώσουμε οποιοδήποτε τίμημα, θα φέρουμε οποιοδήποτε βάρος, θα αντιμετωπίσουμε οποιαδήποτε δυσκολία, θα υποστηρίξουμε οποιονδήποτε φίλο, θα αντιταχθούμε σε οποιονδήποτε εχθρό, προκειμένου να διασφαλίσουμε την επιβίωση και την επιτυχία της ελευθερίας». Επίσης, ζήτησε απ’ όλους να συστρατευθούν στον αγώνα κατά των εχθρών της ανθρωπότητος, δηλ. της τυραννίας, της φτώχειας, των ασθενειών και του πολέμου.

Το δόγμα που φέρει το όνομά του ήταν ουσιαστικά μία προέκταση των απόψεων για την εξωτερική πολιτική των προηγούμενων προέδρων, Αϊζενχάουερ και Tρούμαν, καθώς βασίστηκε στους ίδιους στόχους. Ο Κέννεντυ, όμως, δεν είχε αντίρρηση, όπως το τελικό αποτέλεσμα επιτευχθεί, ανεξαρτήτως κόστους. Οι επικλήσεις για την χρήση στρατιωτικής ισχύος και την ομοφωνία στον αγώνα κατά του κομμουνισμού ισορροπήθηκαν με ελπίδες για τον αφοπλισμό και παγκόσμια συνεργασία. Επιπλέον, άλλαξαν οι βασικές γεωγραφικές προτεραιότητες της Ουάσινγκτον, που ήθελε να κυριαρχήσει πρωτίστως στο δυτικό ημισφαίριο, επιστρέφοντας στο Δόγμα Μονρόε. Προς τούτο, ο Κέννεντυ ζήτησε να συναφθεί μία «Συμμαχία για την Πρόοδο» μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των κρατών της περιοχής, σε ομιλία του την 13η Αυγούστου 1961.

Η εξωτερική πολιτική του Κέννεντυ έμεινε στην ιστορία για την σθεναρή στάση, που τήρησε στην κρίση των πυραύλων στην Κούβα (τον Οκτώβριο του 1962)32 και την ομιλία του στο δυτ. Βερολίνο, την 26η Ιουνίου 1963. Σε αυτήν, επανέλαβε την αμερικανική δέσμευση έναντι της Γερμανίας και επέκρινε τον κομμουνισμό, κερδίζοντας το χειροκρότημα περίπου 1.000.000 Βερολινέζων.33 Ανέφερε την κατασκευή του Τείχους του Βερολίνου ως παράδειγμα των αποτυχιών του κομμουνισμού: «Η ελευθερία έχει πολλές δυσκολίες και η δημοκρατία δεν είναι τέλεια. Αλλά ποτέ δεν χρειάστηκε να υψώσουμε ένα τείχος για να κρατήσουμε τους ανθρώπους μας, για να τους αποτρέψουμε να φύγουν από εμάς», δήλωσε χαρακτηριστικά. Η ομιλία είναι γνωστή για την καταληκτική φράση «Ich bin ein Berliner» (Είμαι και εγώ ένας Βερολινέζος). Αργότερα, ο Αμερικανός Πρόεδρος δήλωσε ενθουσιασμένος: «Δεν θα έχουμε ποτέ άλλη μέρα σαν αυτή, όσο ζούμε».34 Ο Κέννεντυ δολοφονήθηκε στο Ντάλλας του Τέξας, την 22α Νοεμβρίου 1963 και τον διαδέχθηκε ο έως τότε Αντιπρόεδρος Τζόνσον.

Ο αποκλεισμός (επισήμως “καραντίνα”) της Κούβας κατά τη διάρκεια της κρίσης των πυραύλων.

Το δόγμα του Προέδρου Τζόνσον αποτελούσε παραλλαγή του Δόγματος Mονρόε. Το 1965, οι Ηνωμένες Πολιτείες επενέβησαν στρατιωτικά στη Δομινικανή Δημοκρατία για την προάσπιση των συμφερόντων τους, που απειλούντο από την ισχυροποίηση των τοπικών σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κομμάτων. Τότε, ο Τζόνσον δήλωσε ότι οι τοπικές επαναστάσεις στο δυτικό ημισφαίριο δεν είχαν αποκλειστικώς και μόνον τοπικό χαρακτήρα αλλά παγκόσμιο, καθώς ο στόχος τους ήταν η επιβολή της κομμουνιστικής δικτατορίας. Επομένως, η Αμερική είχε κάθε δικαίωμα να επεμβαίνει, καθώς οι χώρες των δύο αμερικανικών ηπείρων δεν θα επέτρεπαν την εγκαθίδρυση κομμουνιστικών καθεστώτων στο έδαφός τους.

Βεβαίως, η προεδρία του στιγματίστηκε από την ενεργό ανάμειξη των Ηνωμένων Πολιτειών στον πόλεμο του Βιετνάμ.35 Την ημέρα που ανέλαβε τα καθήκοντα του προέδρου, υπήρχαν 16.000 στρατιωτικοί στο Βιετνάμ προς υποστήριξη των αντικομμουνιστικών δυνάμεων. Αμέσως, ακύρωσε την απόφαση του προκατόχου του για απόσυρση 1.000 ανδρών μέχρι το τέλος του έτους εκείνου και σταδιακά έστειλε εκατοντάδες χιλιάδες Αμερικανούς για να πολεμήσουν (και να σκοτωθούν) στην περιοχή.36 Γενικά, η διοίκηση Τζόνσον χαρακτηρίστηκε από μία τάση στρατιωτικής επιλύσεως των προβλημάτων εξωτερικής πολιτικής, χωρίς τη θεώρηση εναλλακτικών πολιτικών επιλογών.

H κλιμάκωση της αμερικανικής εμπλοκής στον πόλεμο του Βιετνάμ επί προεδρίας Τζόνσον.

Σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση κινήθηκε το Δόγμα Νίξον, το οποίο διατυπώθηκε την 25η Ιουλίου του 1969 (απεκλήθη Δόγμα του Γκουάμ) και άρχισε να υλοποιείται το 1971. Είχε δύο σκέλη: το πρώτο αφορούσε στην στρατιωτική απεμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών από τα τοπικά προβλήματα των συμμάχων χωρών, τα οποία θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται από τις δικές τους στρατιωτικές δυνάμεις. Η Ουάσινγκτον θα τους εξασφάλιζε αντιπυρηνική προστασία αλλά θα βοηθούσε μόνον χώρες, η ασφάλεια των οποίων αφορά ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα, όπως το Ισραήλ. Εφαρμόστηκε κατ’ εξοχήν στο Βιετνάμ, αλλά και στην Καμπότζη, την Νότια Κορέα κ.α. Υπενθυμίζεται ότι οι Αμερικανοί θρηνούσαν 300 νεκρούς κάθε βδομάδα στο Βιετνάμ, όταν ο Νίξον ανέλαβε τα καθήκοντα του Προέδρου. Προφανώς, το προαναφερθέν δόγμα διαφοροποιούσε την Υψηλή Στρατηγική της Ουάσινγκτον. Αυτή βασιζόταν στην έλλειψη οιασδήποτε συμβατικής δεσμεύσεως παροχής βοηθείας προς τα κράτη αυτά και απέβλεπε μακροπρόθεσμα στη μείωση της εντάσεως με τον ανατολικό συνασπισμό.

Το δεύτερο σκέλος (που ήταν εν μέρει απόρροια του πρώτου) αφορούσε στην «Ύφεση» (Detente)37 των σχέσεων με τη Σοβιετική Ένωση,38 που οδήγησε στην υπογραφή της πρώτης Strategic Arms Limitation Αgreement (περισσότερο γνωστή ως SALT I).39 Μάλιστα, ο Νίξον είχε την τόλμη να δηλώσει πως «εάν η συνεργασία με κομμουνιστικές χώρες προωθεί την παγκόσμια σταθερότητα, είναι αποδεκτή». Απτό αποτέλεσμα της εφαρμογής του δόγματος αυτού υπήρξε η στρατιωτική απεμπλοκή από τον «βούρκο» του Βιετνάμ και τα τολμηρά ανοίγματα προς την Κίνα. Σημειωτέον ότι ο Νίξον θεωρείται (και είναι) ο εμπνευστής της λεγομένης «τριγωνικής διπλωματίας» (Ουάσινγκτον-Μόσχα-Πεκίνο).40

Αρχικώς, άνοιξε διαύλους με την κινεζική ηγεσία μέσω Ρουμανίας και Πακιστάν, ενώ έστειλε στο Πεκίνο τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας και μετέπειτα υπουργό Εξωτερικών Κίσινγκερ.41 Ακολούθησε η ανταλλαγή επισκέψεων αθλητών και στο τέλος πήγε ο ίδιος ο Αμερικανός Πρόεδρος στην κινεζική πρωτεύουσα (την 21η Φεβρουαρίου 1972). Υιοθέτησε το ρητό «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου», θέλοντας να βαθύνει το ρήγμα στο κομμουνιστικό μπλοκ.42 Η Ουάσινγκτον άρχισε να απομακρύνεται από την Εθνικιστική Κίνα (Φορμόζα), δίχως να την εγκαταλείπει φανερά. Η πολιτική του συνεχίστηκε και από τον διάδοχό του Τζέραλντ Φορντ (Gerald Rudolph Ford).

Ο τελευταίος μετέβη αυτοπροσώπως στην Κίνα για να ενισχύσει την σχέση που θεμελίωσε ο προκάτοχός του, ενώ συμμετείχε στην υπογραφή της Τελικής Πράξεως του Ελσίνκι, στο πλαίσιο της Διασκέψεως για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΔΑΣΕ), τον Αύγουστο του 1975. Σημειωτέον ότι χρειάστηκαν δύο χρόνια προετοιμασίας, περισσότερες από 3.000 διαβουλεύσεις και η υπογραφή 40 τόννων επίσημων εγγράφων, προτού καταστεί δυνατή η συνάθροιση των εκπροσώπων των 15 χωρών – μελών του ΝΑΤΟ, των επτά χωρών – μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας και των 13 ουδέτερων κρατών.

John Adams, Nixon in China, Banquet Scene, Metropolitan Opera New York, 31.01.2011

Πάντως, η υπογραφή της Τελικής Πράξεως αντιμετωπίστηκε τότε από τα δυτικά ΜΜΕ ως μία υποχώρηση της Δύσεως απέναντι στις απαιτήσεις της Σοβιετικής Ενώσεως για έλεγχο των εξοπλισμών και ως παγίωση του status quo στην Ευρώπη, χωρίς να υπάρχουν αντίστοιχα εγγυήσεις για τη βελτίωση της καταστάσεως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα κράτη του ανατολικού συνασπισμού.

Επόμενος Πρόεδρος ήταν ο Τζίμυ Κάρτερ (James Earl «Jimmy» Carter Jr). Είχε επιτύχει οριακή νίκη στις εκλογές και είχε αναλάβει καθήκοντα την επαύριο της αποχωρήσεως των αμερικανικών στρατευμάτων από το Βιετνάμ. Στην εναρκτήρια ομιλία του, δήλωσε ότι «το έθνος μας έχει τα αναγνωρισμένα του όρια (ισχύος) και δεν μπορούμε ούτε να ανταποκρινόμαστε σε όλες τις προκλήσεις, ούτε να λύσουμε όλα τα προβλήματα». Επρόκειτο για ένα σημείο καμπής, αναφορικά με τα απεριόριστα όρια του Δόγματος Tρούμαν. Μολαταύτα, δεν ήθελε να αφήσει ελεύθερο το πεδίο για αμφισβήτηση της αμερικανικής ισχύος. Ως εκ τούτου, έστειλε στη Μόσχα μία «τελεσιγραφική» προειδοποίηση σχετικά με τα ζωτικά ενδιαφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών στην Μ. Ανατολή, μετά την εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν (τον Δεκέμβριο του 1979) και την απειλητική – όπως χαρακτηρίστηκε – προσέγγισή τους στην περιοχή του Περσικού κόλπου.

Η υπογραφή της Συμφωνίας του Καμπ Ντέηβιντ μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ, 17 Σεπτεμβρίου 1978.

Πιο συγκεκριμένα, την 23η Ιανουαρίου 1980 δήλωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα χρησιμοποιούσαν στρατιωτική δύναμη εάν ήταν απαραίτητο για να υπερασπιστούν τα εθνικά τους συμφέροντα στην περιοχή του Περσικού Κόλπου. Το δόγμα του είχε ως στόχο να αποτρέψει τη Μόσχα από το να κατακτήσει μία ηγεμονική θέση στη συγκεκριμένη περιοχή43 Επικέντρωσε την προσοχή του στον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο και είχε συχνές επαφές με ηγέτες του. Στα θετικά του Κάρτερ πιστώνεται αναμφίβολα η Συμφωνία του Καμπ Ντέηβιντ μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ, τον Σεπτέμβριο του 1978.44 Πάντως, η θητεία του σημαδεύτηκε από την κατάληψη της αμερικανικής πρεσβείας στην Τεχεράνη από Ιρανούς και την αιχμαλωσία του προσωπικού της, μετά την τοπική εξέγερση κατά του Σάχη.45 Οι εσφαλμένοι χειρισμοί του και οι διαψεύσεις των προσδοκιών που είχε καλλιεργήσει (και στους Ελληνοαμερικανούς)46 επέφεραν την ήττα του από τον Ρέηγκαν, στις εκλογές του 1980.

Ο τελευταίος ήταν αποφασισμένος να ανυψώσει το τρωθέν αμερικανικό γόητρο και να σταματήσει την ανάπτυξη του κομμουνισμού στον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο. Ακολούθησε μία πραγματικά πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, υπογράφοντας μία σειρά συμφωνιών με τη Σοβ. Ένωση. Από την άλλη πλευρά, εφήρμοσε μία επιθετική πολιτική έναντι της Μόσχας ασκώντας της τη μέγιστη δυνατή πίεση (Δόγμα Ρέηγκαν),47 παρέχοντας στρατιωτική υποστήριξη στις αντι-κομμουνιστικές ανταρτικές ομάδες (Νικαράγουα, Αγκόλα, Μοζαμβίκη, Καμπότζη, Αφγανιστάν) και υποχρεώνοντας τους Σοβιετικούς σε μία αμυντική πολιτική στις χώρες του Τρίτου Κόσμου.48 Ήταν σφόδρα αντίθετος με την πολιτική της «Υφέσεως», την οποία επέκρινε προσωπικά από την εποχή που ήταν κυβερνήτης της Καλιφόρνιας. Την τερμάτισε και αφοσιώθηκε σε μία σταυροφορία για την οριστική κατανίκηση της Σοβ. Ενώσεως.49 Ήταν δε ο πρώτος Αμερικανός πρόεδρος μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που έλαβε επιθετική θέση τόσο ιδεολογικά όσο και γεωστρατηγικά.50 Ταυτόχρονα, όμως, είχε το θάρρος να στείλει προσωπικές επιστολές σε δύο σοβιετικούς ηγέτες – Λεονίντ Μπρέζνιεφ (Leonid Ilyich Brezhnev) και Γιούρι Αντρόπωφ (Yuri Vladimirovich Andropov)-, με τις οποίες τους διαβεβαίωνε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν επιθετικές προθέσεις.51 Τέλος, δεν εδίστασε να αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα από τον Λίβανο, μετά από τρομοκρατική επίθεση εναντίον πεζοναυτών στη Βηρυττό (τον Οκτώβριο του 1983).52

«Berlin Wall» Speech – President Reagan’s Address at the Brandenburg Gate – 6/12/87

Οι εχθροί του τού κατελόγισαν το Ιράν-γκέητ,53 αλλά η δημοφιλία του παρέμεινε στα ύψη. Άλλωστε, είναι ο μοναδικός υποψήφιος στην ιστορία των αμερικανικών εκλογών που κατόρθωσε να κερδίσει 49/50 πολιτείες (το 1984). Το σχέδιό του για τον πόλεμο των άστρων οδήγησε την παρηκμασμένη Σοβ. Ένωση σε μία κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών, στην οποία αδυνατούσε να ανταπεξέλθει. Επίσης, δημιούργησε ένα πλέγμα συμμαχιών προκειμένου να ανασχέσει την επέκταση της σοβιετικής επιρροής στο εξωτερικό, ενώ ήρθε σε συνεννόηση με ισχυρά πετρελαιοπαραγωγά κράτη (όπως τη Σαουδική Αραβία) προκείμενου να μείνει χαμηλά η τιμή του «μαύρου χρυσού». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, στέρησε από τη Μόσχα κρίσιμους για την οικονομία της πόρους. Τέλος, υπονόμευσε την εσωτερική νομιμοποίηση του σοβιετικού καθεστώτος, καθώς και των αντίστοιχων καθεστώτων των φιλικών προς αυτό κρατών της ανατ. Ευρώπης μέσω της ενίσχυσης των πάσης φύσεως αντιπολιτευτικών φωνών. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την πλήρη αποσύνθεση της Σοβ. Ενώσεως λίγο μετά το τέλος της θητείας του Ρέηγκαν. Αν και είχε μονίμως απέναντί του τα ΜΜΕ, έμεινε στην ιστορία ως ο Αμερικανός Πρόεδρος που κατέδειξε το σαθρό υπόβαθρο του ανατολικού συνασπισμού.54

Ο Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος είναι Νομικός-Διεθνολόγος Δρ. Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ