Skip to main content

Η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης. Η κορύφωση της σύγκρουσης δύο κόσμων. Η ιστορική αποτίμηση, 100 χρόνια μετά

Poster Συμποσίου 2Στο μέσο ακριβώς μιας τετραετίας, η οποία, σε παγκόσμια κλίμακα, κινείται στον αστερισμό του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό ετών από τη διεξαγωγή του, τρία έγκριτα επιστημονικά Ιδρύματα της χώρας, το Ίδρυμα της Βουλής για τη Δημοκρατία και τον Κοινοβουλευτισμό, το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου και το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος”, τιμώντας τα 100 χρόνια από την έλευση του Ελευθερίου Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη και το σχηματισμό της Προσωρινής Κυβέρνησης, οργάνωσαν από κοινού διήμερο Επιστημονικό Συμπόσιο με κεντρικό θεματολογικό άξονα το παραπάνω γεγονός και τις διάφορες προεκτάσεις που αυτό προσέλαβε. Οι εργασίες του Συμποσίου πραγματοποιήθηκαν με αξιόλογη επιτυχία στη Θεσσαλονίκη στις 3 και 4 Οκτωβρίου 2016. Παραθέτουμε την αποτίμηση των εργασιών, έτσι ακριβώς όπως εκτέθηκε κατά την καταληκτική συνεδρία από τους κ.κ. Ευάνθη Χατζηβασιλείου, καθηγητή του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ και Ιωάννη Μουρέλο, καθηγητή του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ.

Αποτίμηση Ε. Χατζηβασιλείου

 

moumtzis-5
Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι καθηγητής του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας

Το συνέδριο για τα 100 χρόνια από το κίνημα της Εθνικής Αμύνης αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, μια από τις ελπιδοφόρες εξελίξεις των ημερών μας. Οργανώθηκε από τρία από τα μεγαλύτερα επιστημονικά ιδρύματα της χώρας: το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία και το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος». Είναι πράγματι ασυνήθιστο φαινόμενο να συνεργάζονται – και μάλιστα, τόσο αρμονικά – όχι δύο, αλλά τρεις μείζονος βαρύτητας επιστημονικοί οργανισμοί, στην εξέταση ενός ιστορικού φαινομένου που καθόρισε την πορεία της χώρας για δεκαετίες. Υπό την έννοια αυτή, πρόκειται για ένα πνευματικό γεγονός μεγάλης βαρύτητας. Παραπέμπει, επιπλέον, σε μια ενισχυμένη ωριμότητα που επιδεικνύει το επιστημονικό προσωπικό της χώρας.

Βασικό χαρακτηριστικό του συνεδρίου, αλλά και θεμελιώδες στοιχείο της επιτυχίας του, ήταν το ότι οι εισηγητές συζήτησαν ένα από τα πλέον ερευνημένα ζητήματα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, θέτοντας όμως μια σειρά νέων (και πολλές φορές τολμηρών, όπως πρέπει να συμβαίνει) ερευνητικών ερωτημάτων. Τούτο είναι δομικό στοιχείο του ποιοτικού επιστημονικού λόγου, ο οποίος οφείλει, στηριζόμενος πάντοτε στην υπεύθυνη έρευνα και στην υπάρχουσα ιστοριογραφία, να βρει νέες κατευθύνσεις ώστε να επεκτείνει και να εμπλουτίσει τη συζήτηση. Οι νέες οπτικές που παρουσιάστηκαν στο συνέδριο περιλάμβαναν απόπειρες λελογισμένων γενικεύσεων, αλλά και την επικέντρωση σε ελάχιστα ερευνημένα θέματα. Επιχειρήθηκαν συνθετικές («μεγάλες») ερμηνείες, αλλά παρουσιάστηκε και εξειδικευμένη έρευνα. Συζητήθηκαν οι τοπικές διαστάσεις και οι αναπόφευκτες, σε μια τέτοια σύγκρουση, αλλοιώσεις (ή συμβιβασμοί ή ακόμη και σκοτεινές πτυχές της), η διαδικασία συγκρότησης της αντιβενιζελικής ταυτότητας, η πολιτική ρητορεία του Διχασμού, ο ρόλος της Εκκλησίας, οι στρατηγικές προτεραιότητες των Κεντρικών Αυτοκρατοριών αλλά και η πρόσληψή τους από την αντιβενιζελική ηγεσία, η σερβική διάσταση των εντάσεων του Μακεδονικού Μετώπου, οι επιπτώσεις της σύγκρουσης στο νομικό/οικονομικό επίπεδο, οι πνευματικές και εκπαιδευτικές εξελίξεις που συνόδευσαν τη σύγκρουση. Υπόδειγμα επιστημονικού λόγου υψηλής ποιότητας, ικανού να αίρεται πάνω από τις εντάσεις της εποχής και να αναζητεί την ερμηνεία, υπήρξε η σειρά των ερωτημάτων που έθεσε (και απάντησε) ο Ι. Μουρέλος για μια από τις σκοτεινότερες πτυχές του Εθνικού Διχασμού, τα Νοεμβριανά του 1916. Η πολλαπλότητα των οπτικών μας δείχνει ότι και τα πιο πολυσυζητημένα ιστορικά θέματα μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νέας επεξεργασίας. Ίσως μάλιστα, περισσότερο αυτά, με την απαραίτητη προϋπόθεση της εμμονής στην επιστημονική μεθοδολογία.

Το συνέδριο αυτό επιβεβαίωσε για μια ακόμη φορά μια θεμελιώδη προϋπόθεση της καλής ιστορικής έρευνας. Συγκέντρωσε ειδικούς τριών, κατά βάση γενεών: αν μου συγχωρεθεί μια μεταφορά, τους έμπειρους, τους ανερχόμενους και τους νέους. Τούτο αποτελεί έναν βασικό μοχλό για να επιτευχθεί ένα από τα βασικά ζητούμενα της επιστήμης της ιστορίας: ο συνδυασμός της συνέχειας και της ανανέωσης.

 

Αποτίμηση Ι. Μουρέλου

 

giannis
Ο κ. Ιωάννης Μουρέλος είναι καθηγητής του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ.

   Η δική μου αποτίμηση πρόκειται να κινηθεί επάνω σε δυο άξονες. Ο πρώτος, περισσότερο θεωρητικός, έχει να κάνει με την επιστημονική προσέγγιση ενός ιστορικού φαινομένου.

Οι εργασίες του διημέρου που ολοκληρώθηκε, απέδειξαν πως εκατό χρόνια μετά, ο Εθνικός Διχασμός είναι πλέον σε θέση να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας με γνώμονα όλους τους κανόνες της επιστημονικής δεοντολογίας. Πρόκειται για πολλά υποσχόμενη διαπίστωση αναφορικά με ένα φαινόμενο, το οποίο, επί μακρόν, δεν είχε καταφέρει να αποτινάξει τη διάσταση της πολιτικής αντιπαράθεσης, αλλά ούτε και εκείνη της εξιδανίκευσης προσώπων και καταστάσεων. Όμως, η επιστήμη της Ιστορίας δεν είναι κάποιο περιστασιακό εργαλείο, που να μας επιτρέπει να προβάλλουμε τις επιθυμίες μας ή να εξορκίζουμε τις όποιες ανησυχίες, τις όποιες ανασφάλειες μας διακατέχουν. Η Ιστορία λέει αυτά που λέει, και όχι απαραίτητα εκείνα που θα επιθυμούσαμε εμείς να λέει. Ούτε και είναι θεμιτή η χρήση της για την εξυπηρέτηση πολιτικών, ιδεολογικών ή άλλου είδους σκοπιμοτήτων. Στόχος και αποστολή της δεν είναι να κατανέμει εκ του ασφαλούς ευθύνες, σαν να επρόκειτο για κάποια ανώτατη δικαστική αρχή. Στόχος και αποστολή της είναι να προσπαθεί να κατανοήσει και, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύσει το ανθρώπινο παρελθόν. Υπό αυτό το πρίσμα, σκόπιμες αποσιωπήσεις, παραποιήσεις ή προσθαφαιρέσεις προκειμένου να αναδειχθεί κάποια συγκεκριμένη πτυχή ενός ιστορικού φαινομένου και, αντιστρόφως ανάλογα, προκειμένου να υποβαθμισθεί κάποια άλλη, είναι πρακτικές, οι οποίες όχι μόνο δεν έχουν, αλλά και ούτε δικαιούνται να διεκδικήσουν θέση στο χώρο της επιστήμης της Ιστορίας.

Ο δεύτερος άξονας σχετίζεται με τον ορισμό του Εθνικού Διχασμού και με την περιγραφή του περιεχομένου του. Οι κορυφώσεις, συχνά δραματικές, που το φαινόμενο του Εθνικού Διχασμού γνωρίζει κατά καιρούς, έχουν συμβάλλει στην εμπέδωση μιας απατηλής αντίληψης ως προς τον ορισμό του φαινομένου. Ο Εθνικός Διχασμός δεν είναι μια διαφορά γύρω από μια επιλογή εξωτερικής πολιτικής (τη στάση, την οποία όφειλε να υιοθετήσει η Ελλάδα το 1914 έναντι της νέας, παγκόσμιας θεώρησης των πραγμάτων, αλλά ούτε και μια σύγκρουση ανάμεσα σε δυο ιδιοσυγκρασιακές προσωπικότητες, τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον βασιλέα Κωνσταντίνο. Αυτή είναι η μικροσκοπική προσέγγιση. Όμως, όπως κάθε ιστορικό φαινόμενο, το οποίο, το οποίο εκ των πραγμάτων εξελίσσεται μέσα στο χρόνο, έτσι και ο Εθνικός Διχασμός έχει απόλυτη ανάγκη από μια περισσότερο μακροσκοπική θεώρηση, που να του επιτρέπει να αναπτυχθεί και να αναπνεύσει.

Εάν, επομένως, υποτεθεί πως μεταξύ των ετών 1914-1918 (η επιλογή των οριακών ημερομηνιών είναι συμβατική μόνο και μόνο επειδή συμπίπτει με τη διενέργεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου) λαμβάνει, απλώς, χώρα μια θεαματική κορύφωση ενός ευρισκόμενου ήδη εν εξελίξει φαινομένου και εφόσον καταφέρει κανείς να αποδεσμευτεί από την όποια γοητεία (στους αντίποδες η μια της άλλης) μπορούν να ασκούν οι προσωπικότητες των δυο υποτιθέμενων πρωταγωνιστών, τότε είμαστε μάρτυρες μιας εκ διαμέτρου διαφορετικής πραγματικότητας: eκείνης της σύγκρουσης μεταξύ δυο διαφορετικών κοινωνικών τάξεων ( της παραδοσιακής ολιγαρχίας και της διαρκώς ανερχόμενης αστικής τάξεως) με αντικείμενο τον έλεγχο και την άσκηση της εξουσίας. Υπό αυτή την οπτική, η διεύρυνση του χρονικού ορίζοντα εκπλήσσει με το μέγεθός της. Οι καταβολές του φαινομένου του Εθνικού Διχασμού ανέρχονται στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, η δε καταληκτική ημερομηνία (περί τα μέσα της δεκαετίας 1930-1940), ξεπερνά κατά πολύ τη φυσική παρουσία του ενός εκ των πρωταγωνιστών (ως γνωστόν, ο Κωνσταντίνος πεθαίνει στις αρχές του 1923) και συμπίπτει, απλώς, με την απώλεια του δευτέρου. Επομένως, σε μια διαλεκτική σχέση αιτίου-αιτιατού, την έννοια της διάρκειας διεκδικεί επάξια το αμιγώς ελληνικό εσωτερικό φαινόμενο του Εθνικού Διχασμού.

 Αντίθετα, η συγκυριακή διάσταση του φαινομένου αντιστοιχεί στη διεθνή παράμετρο. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και οι ανάγκες, οι οποίες προκύπτουν από τη διεξαγωγή του, προσδίδουν νέες, πρωτόγνωρες διαστάσεις στον Εθνικό Διχασμό. Η θεαματική αναβάθμιση της γεωστρατηγικής σημασίας του ελλαδικού χώρου και η ένταξη του τελευταίου στον εν γένει πολεμικό σχεδιασμό, εισάγουν ρυθμούς και σφυρηλατούν συμπεριφορές, που ξεπερνούν κατά πολύ τα ελληνικά δεδομένα. Έτσι εξηγείται γιατί το Εθνικός Διχασμός προσλαμβάνει την απατηλή μορφή μιας διένεξης γύρω από μια επιλογή εξωτερικής πολιτικής. Εν κατακλείδι, ένα διεθνές φαινόμενο έρχεται να επικαθήσει επάνω σε ένα, ευρισκόμενο σε εξέλιξη ελληνικό φαινόμενο. Από αυτή, δε,την καθαρά συγκυριακή διαπλοκή, προκύπτουν εξαιρετικά έκρυθμες και δραματικές κορυφώσεις.

Με τη λήξη των εργασιών, επιχειρήθηκε μια σύνδεση του υπό πραγμάτευση αντικειμένου με την τρέχουσα πραγματικότητα, αποδεικνύοντας πως μπορεί μεν η Ιστορία να μην επαναλαμβάνεται, ωστόσο η σε βάθος γνώση της τελευταίας αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση προκειμένου να είναι κανείς σε θέση να κατανοεί το παρόν ή ακόμη και να επιχειρεί προβολή στο μέλλον.