Σταύρος Γιολδάσης
Η Μάχη της Γαλλίας (10/5- 25/6/1940):
η αυγή ενός νέου Πολέμου
Εισαγωγή
Στις 10 Μαΐου 1940 οι γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις παραβιάζουν τα γερμανοολλανδικά σύνορα και εισέρχονται σε ολλανδικά εδάφη. Η επίθεση αυτή σηματοδοτεί την έναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων που έλαβαν χώρα μεταξύ 10 Μαΐου και 25 Ιουνίου 1940 και είναι γνωστές στην ιστοριογραφία ως «Μάχη της Γαλλίας». Μέσα σε διάστημα έξι εβδομάδων ο ολλανδικός, ο βελγικός και ο γαλλικός Στρατός είχαν κατά σειρά συνθηκολογήσει, ενώ οι βρετανικές δυνάμεις αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στην αντίπερα όχθη της Μάγχης.
Η κατάρρευση υπήρξε ραγδαία και ολοκληρωτική, γεγονός το οποίο προκάλεσε απέραντη έκπληξη στους σύγχρονους παρατηρητές, με δεδομένο ότι οι γαλλικές ένοπλες δυνάμεις θεωρούνταν οι ισχυρότερες της εποχής. Η έκπληξη αυτή αντικατοπτρίστηκε πλήρως στο έργο του Γάλλου ιστορικού Marc Bloch «L’ étrange Défaite». Ο ίδιος, έχοντας υπηρετήσει στον γαλλικό στρατό κατά τις επιχειρήσεις του 1940, είναι ο πρώτος, ο οποίος επιχείρησε να απαντήσει στο πώς και γιατί η τελική τους έκβαση τους υπήρξε τη φορά αυτή τόσο διαφορετική.
Η άποψη της «περίεργης ήττας» έχει ανασκευαστεί από την ιστορική έρευνα. Παλαιότερες αλλά και πιο πρόσφατες μελέτες καταδεικνύουν πως η κατάσταση των Συμμάχων, και ιδίως της Γαλλίας, την άνοιξη του 1940, ήταν περισσότερο εύθραυστη από όσο φαινόταν. Σε κάθε περίπτωση όμως, ακόμη και αν οι συνθήκες ήταν τέτοιες που καθιστούσαν μια γερμανική επικράτηση εφικτή, τίποτα δεν δικαιολογούσε μια τόσο ραγδαία κατάρρευση του Στρατού και του Κράτους που κατόρθωσε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων 26 χρόνια νωρίτερα. Επρόκειτο κυρίως για έναν οδυνηρό όλεθρο, τόσο στο στρατηγικό όσο και στο τακτικό πεδίο.
Ο Μεσοπόλεμος
Η υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών, στις 28 Ιουνίου 1919, έθεσε και επίσημα τέλος στον πόλεμο μεταξύ της Γερμανίας και των Συμμάχων. Οι όροι της Συνθήκης προέβλεπαν, μεταξύ άλλων, την μείωση των γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων στους 100.000 άνδρες, τη διάλυση του γερμανικού στόλου, την αποστρατικοποίηση της Ρηνανίας και την καταβολή υπέρογκης οικονομικής αποζημίωσης από τους Γερμανούς μέσω της συμπερίληψης, στη Συνθήκη, του Άρθρου 231, το οποίο επέρριπτε την ευθύνη για τον Πόλεμο στη Γερμανία. Η Συνθήκη των Βερσαλλιών ανέτρεψε τις ισορροπίες στην ευρωπαϊκή ήπειρο αποδυναμώνοντας την Γερμανία και ενισχύοντας τη Γαλλία. Η εφαρμογή των όρων της Συνθήκης των Βερσαλλιών αποτέλεσε ανάθεμα τόσο για τη στρατιωτική όσο και ένα μέρος της πολιτικής ηγεσίας της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Η ατυχής γαλλική επέμβαση το 1923 στο Ruhr (Ρηνανία) και η συνεχιζόμενη γερμανική αναβάθμιση σε διπλωματικό επίπεδο, με τις Συμφωνίες του Rapallo (1922) και του Locarno (1926), οδήγησαν την κυβέρνηση του Παρισιού στην υιοθέτηση μιας αμυντικής στάσης. Οι παραδοσιακοί γαλλικοί φόβοι ως προς το μέγεθος του γερμανικού έμψυχου δυναμικού σε σχέση με το γαλλικό και η πρόοδος της γερμανικής βιομηχανίας κατά τον Μεσοπόλεμο συνέβαλαν καθοριστικά προς αυτήν την κατεύθυνση.

Αυτήν ακριβώς την τακτική εξυπηρετούσε η κατασκευή της Γραμμής Maginot 1 μεταξύ 1928 και 1938. Επρόκειτο για ένα τιτάνιο κατασκευαστικό έργο, το οποίο κάλυπτε τη συνοριακή γραμμή της Γαλλίας με τη Γερμανία από το ύψος των συνόρων με την Ελβετία έως το δάσος των Αρδενών. Παρά το τεράστιο οικονομικό της κόστος, η οχυρωματική αυτή γραμμή επέτρεπε την φύλαξη των συνόρων με χρήση περιορισμένου αριθμού ανδρών, σύμφωνα, άλλωστε, με το αμυντικό στρατιωτικό δόγμα της εποχής, τις γενικότερες αντιλήψεις της γαλλικής ηγεσίας, αλλά ακόμα και εκείνες της κοινής γνώμης. Ωστόσο, η Γραμμή Maginot δεν είχε επεκταθεί κατά τρόπο ώστε να καλύπτει το σύνολο των γαλλικών συνόρων. Η επέκταση της βόρεια των Αρδενών δεν έλαβε ποτέ χώρα, αφ’ ενός για οικονομικούς και αφ’ ετέρου για διπλωματικούς λόγους. Πιο συγκεκριμένα, θεωρήθηκε σκόπιμο να μην απομονωθεί το Βέλγιο (σύμμαχο με τη Γαλλία ως το 1936) έναντι της αναδυόμενης γερμανικής απειλής από τη Ναζιστική Γερμανία του Adolf Hitler. Επιπρόσθετα, το έδαφος της βορειοανατολικής Γαλλίας ήταν μάλλον ακατάλληλο για αμυντικές θωρακίσεις.Κατά τα επόμενα χρόνια, η πολιτική αστάθεια στη Γαλλία και η μεταστροφή, από τον Απρίλιο του 1938, της γαλλικής κυβέρνησης του Edouard Daladier προς την κατεύθυνση της υποστήριξης της φιλελεύθερης οικονομίας, αποκλείοντας κάθε πρόθεση άσκησης κεντρικού ελέγχου της βιομηχανίας, επέφερε μεγάλη δυσλειτουργία στην πολεμική προπαρασκευή της χώρας.
Οι επιτελικοί σχεδιασμοί των αντιπάλων
Ήδη στις 27 Σεπτεμβρίου 1939, και ενώ η εκστρατεία κατά της Πολωνίας είχε εισέλθει στην τελική φάση, ο Hitler ανάθεσε στους αρχηγούς των επιτελείων την κατάρτιση σχεδίου επιχείρισης σε βάρος της Γαλλίας. Το κυρίαρχο σκεπτικό στους κόλπους των στρατηγικών σχεδιαστών και του ιδίου του Γερμανού καγκελαρίου προέβλεπε, για την ώρα, τη διενέργεια εισβολής κατά των βορείων γεωγραφικών διαμερισμάτων της Γαλλίας μέσω Ολλανδίας και Βελγίου. Στην περίπτωση, οι Κάτω Χώρες μπορούσαν, κάλλιστα, να λειτουργήσουν ως προγεφύρωμα για επίθεση τόσο κατά της Γαλλίας όσο και κατά της Μεγάλης Βρετανίας.
Στόχος του αρχικού σχεδίου («Επιχείρηση Κίτρινο»- στα γερμανικά Fall Gelb) ήταν ή διάσπαση της βελγικής άμυνας στη δίαυλο Αλβέρτου (σύνορα Γερμανίας – Βελγίου) και εν συνεχεία η προέλαση προς τον ποταμό Somme με 43 μεραρχίες (από τις οποίες 9 τεθωρακισμένες και 4 μηχανοκίνητες). Επρόκειτο, εν πολλοίς, για μια επανάληψη του σχεδίου Schlieffen, που είχε εφαρμοστεί κατά το αρχικό στάδιο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου 2. Το σχέδιο αυτό, ωστόσο, δεν ικανοποίησε ούτε τους Γερμανούς ανώτατους αξιωματικούς, ούτε τον Hitler, λόγω των ισχνών προοπτικών μιας επιτυχούς εφαρμογής του.
Τη λύση έδωσε, τελικά, ο επιτελάρχης της Ομάδας Στρατιών Α΄ Erich von Manstein. Η τροποποιημένη εκδοχή του Fall Gelb, όπως παρουσιάστηκε από τον von Manstein στον Hitler στις 17 Φεβρουαρίου 1940, μετατόπιζε το κέντρο βάρους (Schwerpunkt) της κύριας επίθεσης προς το δάσος των Αρδενών, λίγες μέρες έπειτα από μια επιχείρηση αντιπερισπασμού εναντίον των Κάτω Χωρών. Προβλεπόταν η διάρρηξη του μετώπου νοτίως της κύριας συγκέντρωσης των Συμμαχικών δυνάμεων και μια δρεπανοειδής κίνηση προς αποκοπή και περικύκλωση τους εντός του βελγικού εδάφους. Το νέο σχέδιο στηριζόταν στην αρχή του κεραυνοβόλου πολέμου (Blitzkrieg), δηλαδή την τελική επικράτηση χάρη σε μια άριστα συντονισμένη επιθετική ενέργεια μονάδων πεζικού, τεθωρακισμένων αρμάτων και αεροπορίας, στους αντίποδες, ακριβώς, ενός πολέμου φθοράς παρόμοιου με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Στο αντίπαλο στρατόπεδο, οι Σύμμαχοι βρίσκονταν αντιμέτωποι με μια σωρεία διχογνωμιών και αντιπαραθέσεων ως προς τον προσδιορισμό της τακτικής τους: διάσταση απόψεων μεταξύ του διοικητή των γαλλικών Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγού Maurice Gamelin, και του διοικητή του τομέα του Βορειοανατολικού Μετώπου, στρατηγού Alphonse Georges, προβληματική επικοινωνία των δυο τελευταίων με τον διοικητή του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος (British Expeditionary Force) Λόρδο Gort, προβλήματα συνεννόησης μεταξύ Βρετανών Γάλλων και Βέλγων. Όλα τα προαναφερθέντα καθιστούσαν, εκ των πραγμάτων, τον συντονισμό των ενεργειών δυσχερή και την αποτελεσματικότητα τους περιορισμένη.
Το επιχειρησιακό σχέδιο των Συμμάχων, περί τα τέλη του χειμώνα, προέβλεπε την προώθηση των Συμμαχικών δυνάμεων από τα σύνορα μεταξύ Γαλλίας και Βελγίου με προορισμό τον ποταμό Dyle ευθύς μετά την εκδήλωση της γερμανικής επίθεσης. Ένας γερμανικός ελιγμός μέσω των Κάτω Χωρών εθεωρείτο βέβαιος. Κατά συνέπεια, τον Μάρτιο του 1940, ο Gamelin εισήγαγε στο Συμμαχικό στρατηγικό σχέδιο την «Παραλλαγή Breda», η οποία προέβλεπε μια ταχύτατη προέλαση της Έβδομης Γαλλικής Στρατιάς ως την ολλανδική πόλη Breda, με αντικειμενικό στόχο την διατήρηση της επαφής με τους Ολλανδούς, σε περίπτωση που οι τελευταίοι δέχονταν πλήγμα. Επρόκειτο για κρίσιμο στρατηγικό σφάλμα, καθώς δέσμευε μεγάλο μέρος των ταχύτερων και ισχυρότερων μηχανοκίνητων και τεθωρακισμένων μονάδων του Γαλλικού Στρατού σε μια επιχείρηση προτού διασαφηνιστεί ο στόχος της κύριας γερμανικής επίθεσης, ενώ παράλληλα εξαντλούσε τις γαλλικές εφεδρείες.

Οι μετατροπές, τις οποίες είχαν επιδεχθεί τα δυο σχέδια κατά τους πρώτους μήνες του 1940 είχαν από μόνες τους θέσει τα θεμέλια για την επιτυχία ή την αποτυχία των δύο αντιμαχόμενων πλευρών. Πιο συγκεκριμένα, ο σχεδιαζόμενος γερμανικός ελιγμός στόχευε στο μαλακό υπογάστριο των Συμμαχικών δυνάμεων, οι οποίες είχαν την προσοχή τους στραμμένη έναντι μιας γερμανικής επίθεσης μέσω Βελγίου. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι η γαλλική μακροπρόθεσμη στρατηγική της συγκράτησης της γερμανικής προέλασης και η επίτευξη νίκης μέσω ενός πολέμου φθοράς, στον οποίο η καθοριστική επίθεση θα λάμβανε χώρα εκτός του εθνικού εδάφους και έπειτα από μια ανασύνταξη των αγγλογαλλικών δυνάμεων, ήταν σε γενικές γραμμές εκείνη που ακολουθήθηκε μετά το 1941 από τον Συμμαχικό συνασπισμό και οδήγησε στην ήττα των δυνάμεων του Άξονα.
Ψευτοπόλεμος και Πόλεμος
Ως Ψευτοπόλεμος (Phoney War – Drôle de guerre – Sitzkrieg ) ορίζεται το χρονικό διάστημα μεταξύ της ολοκλήρωσης της γερμανικής εκστρατείας στην Πολωνία και της εκδήλωσης της επίθεσης κατά της Δύσης, στις 10 Μαΐου 1940. Η ονομασία οφείλεται στην έλλειψη στρατιωτικής δραστηριότητας στα δυτικά σύνορα της Γερμανίας, αν και ο Ψευτοπόλεμος περιλάμβανε πολεμικές συγκρούσεις στην περιφέρεια (Χειμερινός Πόλεμος μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Φινλανδίας, γερμανική εισβολή στην Δανία και στη Νορβηγία).

Παρά τη φαινομενική απραξία, έλαβαν χώρα ορισμένα γεγονότα, που επηρέασαν σημαντικά την εξέλιξη των επιχειρήσεων στο Δυτικό Μέτωπο λίγους μήνες αργότερα. Το ηθικό των Συμμαχικών στρατευμάτων δοκιμάστηκε άσχημα λόγω του βαρύ χειμώνα, των κακών συνθηκών διαβίωσης των Γάλλων στρατιωτών και της εξαντλητικής απασχόλησης των ανδρών του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος στην κατασκευή οχυρωματικών έργων κατά μήκος της γαλλοβελγικής μεθορίου. Παράλληλα, η αδημονία για ανάληψη δράσης, η οποία εκδηλώθηκε στους κόλπους της βρετανικής και της γαλλικής κοινής γνώμης κατά τους πρώτους μήνες του 1940, οδήγησε στην ατυχή εμπλοκή των δύο χωρών στις επιχειρήσεις της Νορβηγίας τον Απρίλιο, γεγονός που, με τη σειρά του, είχε αρνητικό αντίκτυπο τόσο στον στρατιωτικό τομέα (απώλεια πολεμικού υλικού και εξάντληση ενισχύσεων) όσο και στο πολιτικό στερέωμα, με την διαδοχή του Daladier από τον Paul Reynaud και την ανάληψη της βρετανικής πρωθυπουργίας από τον Winston Churchill.
Στις 24 Απριλίου 1940, με δεδομένη την ασαφή στάση των Βέλγων σε περίπτωση καταφοράς γερμανικού πλήγματος σε βάρος τους, συμφωνήθηκε μεταξύ Γάλλων και Βρετανών ότι τα στρατεύματα τους θα έπρεπε να προελάσουν εντός του Βελγίου ανεξαρτήτως της στάσης, που θα επέλεγε να τηρήσει η – ουδέτερη ακόμα – κυβέρνηση των Βρυξελλών. Το ανώτατο όριο προέλασης προσδιοριζόταν στον ποταμό Dyle, σε περίπτωση που οι Βέλγοι δεν εξέφραζαν αντίρρηση ή στον ποταμό Σκάλδη (Escaut), σε περίπτωση που οι τελευταίοι προέβαλλαν ενστάσεις.
Στις 02:40 της 10ης Μαΐου 1940 το ολλανδικό και το βελγικό στρατιωτικό επιτελείο έγιναν αποδέκτες σημάτων περί ασυνήθιστης γερμανικής κινητικότητας κατά μήκος των συνόρων έως το Λουξεμβούργο, στο οποίο οι Γερμανοί είχαν εισέλθει μυστικά λίγες ώρες νωρίτερα. Λίγο αργότερα, η στασιμότητα και η απραξία των τελευταίων μηνών παραχωρούσαν τη θέση τους σε ένα νέο τρόπο διεξαγωγής πολέμου, πραγματική πρόκληση στην έως τότε λογική των πραγμάτων .
Οι δυνάμεις των αντιπάλων
Την ημέρα της εκδήλωσης της γερμανικής επίθεσης βρίσκονταν, σε πολεμική ετοιμότητα, συνολικά περίπου 5.900.000 στρατιώτες και από τις δύο πλευρές. Από αυτούς, περίπου τα 2.9 εκατομμύρια ήταν Γερμανοί. Οι υπόλοιποι ήταν άνδρες των ολλανδικών, βελγικών και γαλλικών ενόπλων δυνάμεων, καθώς και στρατιώτες του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος. Οι δυνάμεις των Συμμάχων ήταν κατανεμημένες σε 135 μεραρχίες, από τις οποίες οι 96 ήταν γαλλικές, 10 βρετανικές, 21 βελγικές και 8 ολλανδικές. Ο αντίστοιχος αριθμός των γερμανικών μεραρχιών ήταν 157, με τις 136 να είναι προορισμένες για την επιχείρηση και τις υπόλοιπες σε εφεδρεία. Οι Σύμμαχοι παρέτασσαν επίσης 2.280 άρματα μάχης, με τα περισσότερα από αυτά, ωστόσο, να είναι διεσπαρμένα σε μεραρχίες πεζικού με αποστολή την υποστήριξη των μονάδων τους και όχι συγκεντρωμένα σε ειδικές αυτόνομες μονάδες.
Η επιχειρησιακή αυτή λογική βρισκόταν σε ευθεία αντίθεση με τη νέα αντίληψη περί πολέμου, που είχαν υιοθετήσει οι Γερμανοί. Τα 2.800 άρματα που οι τελευταίοι είχαν στη διάθεσή τους, αν και τεχνολογικά κατώτερα από εκείνα των αντιπάλων τους, ήταν συγκεντρωμένα σε μηχανοκίνητες και τεθωρακισμένες μεραρχίες, οι οποίες δρούσαν αυτοτελώς με την υποστήριξη βοηθητικών σωμάτων μηχανικών, διαβιβάσεων, πεζικού και επιμελητείας. Ο τομέας όπου οι Γερμανοί υπερτερούσαν συντριπτικά ήταν εκείνος της πολεμικής αεροπορίας. Για την επίθεση κατά της Δύσης, η γερμανική πολεμική αεροπορία (Luftwaffe) διέθεσε περί τις 3.000 έως 3.500 αεροσκάφη, ενώ οι Σύμμαχοι μόλις 1.800 (με πολλά από τα βρετανικά να επιχειρούν από αεροδρόμια της νότιας Αγγλίας και όχι της Γαλλίας). Καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισαν τα βομβαρδιστικά «Stuka», ενώ η γερμανική υπεροχή ήταν έκδηλη και στην εμπειρία των πιλότων, καθώς πολλοί από αυτούς είχαν λάβει το βάπτισμα του πυρός από την εποχή του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου και των πρόσφατων εκστρατειών κατά της Πολωνίας και της Νορβηγίας. Οι γερμανικές δυνάμεις χωρίστηκαν σε τρεις Ομάδες Στρατιών. Από αυτές, η Πρώτη, αποτελούμενη από 44 μεραρχίες υπό τη διοίκηση του στρατάρχη von Rundstedt, είχε την κύρια ευθύνη για την επιτυχία της επίθεσης. Στόχος της ήταν οι γαλλικές θέσεις στον ποταμό Μεύση (Meuse), δυτικά από το Δάσος των Αρδεννών και ακριβώς βορείως του ανώτατου άκρου της Γραμμής Maginot. Περιλάμβανε (κατά σειρά, από Βορρά προς Νότο) τρεις μηχανοκίνητες Στρατιές: την 15η (5η Τεθωρακισμένη Μεραρχία υπό τον Hartleb και 7η υπό τον Rommel) υπό τον Hoth, την 41η (6η και 8η Τεθωρακισμένη Μεραρχία), υπό τον Reinhardt, και την 19η (1η, 2η και 10η Τεθωρακισμένη Μεραρχία, επίλεκτη Μηχανοκίνητη Ταξιαρχία Grossdeutschland) υπό τον Guderian. Η Δεύτερη Ομάδα Στρατιών, υπό τη διοίκηση του Von Bock, διέθετε 29 μεραρχίες (με 3 μηχανοκίνητες και μια τεθωρακισμένη). Η αποστολή της ήταν η προέλαση στις Κάτω Χώρες και θέση σε λειτουργία της παγίδας που προέβλεπε το γερμανικό επιτελικό σχέδιο. Η Τρίτη Ομάδα Στρατιών, διοικούμενη από τον von Leeb και αποτελούμενη μόλις από 17 μεραρχίες, είχε αναπτυχθεί σε αμυντική διάταξη απέναντι από τη Γραμμή Maginot ως αντιπερισπασμός και πρόληψη ενόψει κάποιας γαλλικής κυκλωτικής κίνησης. Άλλες 45 μεραρχίες βρίσκονταν σε εφεδρεία.

Η Πρώτη Ομάδα Στρατιών , που αποτελούνταν από την αφρόκρεμα του γερμανικού στρατού, θα έβρισκε απέναντί της μόλις 17 μεραρχίες, αποτελούμενες από στρατιώτες προερχόμενους από την εφεδρεία και οργανωμένες σε δυο στρατιές: την 9η υπό τη διοίκηση του Corap (βορείως της πόλης Sedan) και την 2η υπό τον Huntziger (βορείως της Γραμμής Maginot). Επρόκειτο για μονάδες δεύτερης και τρίτης διαλογής 3, με υψηλό μέσο όρο ηλικίας, κακής ποιότητας εξοπλισμό και ελλιπέστατο δίκτυο επικοινωνιών, καθώς η διάβαση των Αρδεννών και η συνακόλουθη καταφορά εχθρικού πλήγματος στον συγκεκριμένο τομέα του μετώπου εθεωρούντο απίθανες. Οι Γάλλοι είχαν παρατάξει επίσης 51 εξαιρετικά ετοιμοπόλεμες μεραρχίες εντός και εκτός των οχυρών της Γραμμής Maginot, οι οποίες δεν είχαν, τελικά, την παραμικρή συμμετοχή κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων. Άλλες 25 μεραρχίες βρίσκονταν ακόμα σε εφεδρεία, όμως το διάστημα που απαιτούνταν για την προετοιμασία και την άμεση αποστολή τους στο μέτωπο είχε υπολογιστεί σε 4 ημέρες. Ίσως η πιο εντυπωσιακή διαφορά μεταξύ των αντιπάλων δυνάμεων, όπως την κατέγραψαν σύγχρονοι παρατηρητές, ήταν η ηλικιακή. Ο γηρασμένος γαλλικός στρατός ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το νεότατο της ηλικίας των επίλεκτων γερμανικών σωμάτων, ενώ οι ανώτατοι Γάλλοι αξιωματικοί ήταν κατά μέσο όρο 8 με 10 χρόνια μεγαλύτεροι από τους Γερμανούς ομολόγους τους, γεγονός που, όπως ήταν αναμενόμενο, είχε και τις αντίστοιχες επιπτώσεις ως προς την αντίληψη για την άσκηση των επιχειρήσεων.
Η εισβολή στις Κάτω Χώρες (10- 15 Μαΐου )
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 10ης Μαΐου εκδηλώθηκε η επίθεση κατά της Ολλανδίας και του Βελγίου. Πρωταρχικός στόχος των γερμανικών όπλων ήταν η κατάληψη των περασμάτων στα κανάλια της Ολλανδίας, προκειμένου να καταστεί δυνατή η διάβαση τους από τις μονάδες εδάφους. Για τον στόχο αυτό, χρησιμοποιήθηκαν 4.000 αλεξιπτωτιστές, οι οποίοι εκπλήρωσαν την αποστολή τους με την κατάληψη αεροδρομίων, γεφυρών, οδικών κόμβων και λοιπών στρατηγικών σημείων.
Στις 07:00 της 10ης Μαΐου, μόλις ενημερώθηκε για την γερμανική επίθεση, ο Gamelin διέταξε την εφαρμογή του σχεδίου Dyle με την παραλλαγή Breda. Ωστόσο, η ολλανδική υποχώρηση και η ταχεία προέλαση της 9ης Τεθωρακισμένης γερμανικής μεραρχίας στη Νότια Ολλανδία, κατέστησε αδύνατη την επαφή της 7ης Γαλλικής Στρατιάς με τους Ολλανδούς. Στις 14 του μηνός βομβαρδίστηκε από τη Luftwaffe το λιμάνι του Rotterdam. Οι Ολλανδοί, αβοήθητοι πλέον, συνθηκολόγησαν πέντε, μόλις, μέρες μετά την έναρξη της επίθεσης, με την Βασίλισσα Βιλελμίνη και την Κυβέρνηση να διαφεύγουν στη Μεγάλη Βρετανία.
Αντιθέτως, η άμυνα των Συμμάχων στο Βέλγιο αποδείχθηκε αποτελεσματική, παρά τα προβλήματα τα οποία προέκυπταν από την μέχρι πρότινος στάση των Βέλγων και την γρήγορη κατάρρευση των βελγικών προφυλακών στον δίαυλο Αλβέρτου (κυρίως λόγω της, εντελώς απροσδόκητης, αστραπιαίας κατάληψης του ισχυρότατου φρουρίου Eben- Emael από επίλεκτη γερμανική διμοιρία). Στις 15 Μαΐου ανακόπηκε η γερμανική προέλαση προς την Louvain. Ωστόσο, την ίδια μέρα δόθηκε εντολή από τον Gamelin για γενική υποχώρηση από τον Dyle προς τον Escaut λόγω των εξελίξεων στον κεντρικό τομέα του μετώπου.

Η διέλευση του ποταμού Mεύση και η διάσπαση του μετώπου (12- 15 Μαΐου)
Η κύρια επίθεση που προέβλεπε το γερμανικό σχέδιο, όπως ήδη προαναφέρθηκε, επρόκειτο να εκδηλωθεί στο ύψος του ποταμού Mεύση, στο κενό ανάμεσα στη Γραμμή Maginot και την 1η Γαλλική Στρατιά, η οποία είχε εισέλθει στο Βέλγιο. Η εξέλιξη της επιχείρησης παρουσίασε δυσχέρειες για τους επιτιθέμενους, αλλά τα αποτελέσματα ξεπέρασαν και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις.
Πριν από την έναρξη των εχθροπραξιών, ο κύριος όγκος των γερμανικών δυνάμεων ήταν συγκεντρωμένος στα μετόπισθεν, στην ευρύτερη περιοχή της Βόννης, μη προσφέροντας, έτσι, κάποιο στοιχείο ως προς το που θα μπορούσε να εκδηλωθεί η σημαίνουσα επίθεση. Την ίδια στιγμή, ο κύριος όγκος της Luftwaffe πετούσε πάνω από την περιοχή των Αρδεννών, έτσι ώστε να μην γίνει αντιληπτή από τη γαλλική αεροπορία η τρομερή κυκλοφοριακή συμφόρηση των γερμανικών τεθωρακισμένων στην περιοχή.
Τη νύκτα της 12ης Μαΐου, ο Rommel προσέγγισε τον Mεύση στο ύψος του Houx, εκμεταλλευόμενος τη σύγχυση της γαλλικής 9ης Στρατιάς, που βρίσκονταν στην περιοχή και καταφέρνοντας, το πρωί της επομένης, να εξασφαλίσει ένα εύθραυστο προγεφύρωμα στην περιοχή της Dinant, παρά την ισχυρότατη αντίσταση, προερχόμενη από την αντίπερα όχθη του ποταμού.
Στον νότιο τομέα του μετώπου, ο Guderian διέταξε οργανωμένη επίθεση κατά των γαλλικών θέσεων στο Sedan για το πρωί και μεσημέρι της 13ης Μαΐου. Έως τα μεσάνυχτα είχε ολοκληρωθεί το γερμανικό προγεφύρωμα στην δυτική όχθη του Mεύση, ενώ έως το απόγευμα της επομένης και οι τρεις τεθωρακισμένες μεραρχίες υπό τη διοίκηση του Guderian είχαν καταφέρει να διαβούν τον ποταμό.
Η πρόοδος των σωμάτων του Reinhardt, στον κεντρικού τομέα, επιβραδύνθηκε εξαιτίας της μορφολογίας του εδάφους, το οποίο άφηνε τις δυνάμεις που προσπαθούσαν να αποβιβαστούν απέναντι (κυρίως με φουσκωτές λέμβους) εκτεθειμένες στα γαλλικά πυρά. Ωστόσο, το βράδυ της 14ης προς 15η Μαΐου κατέστη δυνατόν να δημιουργηθεί ένα μάλλον επισφαλές προγεφύρωμα στο Monthermé, το οποίο επεκτάθηκε κατά τις αμέσως επόμενες ώρες .

Στις 14 Μαΐου, η Στρατιά του Hoth,στο βορειότερο άκρο του κεντρικού τομέα, προωθήθηκε ως το Sivry. Εκεί, όμως, δέχθηκε επίθεση από την 1η γαλλική Τεθωρακισμένη Μεραρχία, με αποτέλεσμα να καθηλωθεί επιτόπου. Η εξέλιξη αυτή εξανάγκασε την γερμανική ανώτατη ηγεσία να διατάξει προσωρινή επιβράδυνση της προέλασης. Την επόμενη μέρα, οι γερμανικές φάλαγγες συνέχισαν ακάθεκτες την πορεία δυτικά. Ως αποτέλεσμα των συγκρούσεων, το βράδυ της 15ης Μαΐου 1940, η 2η και η 9η γαλλική Στρατιά βρίσκονταν υπό καθεστώς διάλυσης, ενώ ο δρόμος προς την Μάγχη ήταν ορθάνοιχτος για τους Γερμανούς. Με την είδηση της διάσπασης του μετώπου, η σύγχυση της Γαλλικής Ανώτατης Διοίκησης ήταν απόλυτη. Ο Gamelin αρνήθηκε να πιστέψει ότι είχε πραγματοποιηθεί ρήγμα στη γαλλική άμυνα στο Sedan ως τις 15 Μαΐου, οπότε και αποφάσισε να ανακοινώσει στον Daladier (Υπουργό Άμυνας στην Κυβέρνηση Reynaud, πλέον) την επικείμενη κατάρρευση. Την ίδια μέρα ο Reynaud σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Churchill εμφανίστηκε απαισιόδοξος για την τελική έκβαση του πολέμου.
Η ακαταμάχητη πορεία προς τη θάλασσα (15- 20 Μαΐου)

Ένα από τα κυριότερα πλεονεκτήματα του σχεδίου Manstein ήταν ότι εξασφάλιζε στις γερμανικές δυνάμεις, μετά τη διάβαση του Μεύση, το στοιχείο του αιφνιδιασμού, καθώς δεν επέτρεπε στην γαλλική πλευρά να διαβλέψει εγκαίρως τις προθέσεις του αντιπάλου κατά την επόμενη φάση των επιχειρήσεων. Πράγματι, αρχική εκτίμηση των Γάλλων ιθυνόντων, έπειτα από τη διάσπαση του μετώπου, ήταν η στροφή των Γερμανών προς Νότο, για υπερφαλάγγιση της Γραμμής Maginot.
Ωστόσο, ο πραγματικός στόχος των Γερμανών δεν ήταν η άμεση κατάληψη του πολιτικού κέντρου της Γαλλίας, του Παρισιού, ούτε ή υπερφαλάγγιση της Γραμμής Maginot. Στόχος ήταν η εκμηδένιση των γαλλικών στρατιωτικών δυνάμεων. Η πορεία των τριών Στρατιών προς τα βορειοδυτικά συνεχίστηκε ακάθεκτη, με τις εμπροσθοφυλακές του Guderian να φτάνουν στις 16 Μαΐου στον ποταμό Serre, ενώ την ίδια μέρα ο Rommel διέσχυσε μια απόσταση 80 χιλιομέτρων, φτάνοντας στην πόλη Aresnes το πρωί της 17ης. Το διήμερο που προηγήθηκε, οι αιχμάλωτοι που συνέλαβε η μεραρχία του ανέρχονταν σε 10.000.
Μόλις εκείνη τη μέρα ο στρατηγός Georges διέταξε άμεση και γενικευμένη αντεπίθεση από Βορρά και Νότο προς την γερμανική φάλαγγα τεθωρακισμένων με 6 μεραρχίες, οι οποίες όμως αποδείχθηκε αδύνατο να εκτελέσουν τη διαταγή. Μόνη σχετική ενέργεια υπήρξε η αντεπίθεση της 4ης γαλλικής Τεθωρακισμένης Μεραρχίας, υπό τη διοίκηση του συνταγματάρχη Charles de Gaulle, από τα νότια προς το Montcornet, χωρίς σημαντικά αποτελέσματα.
Η αντεπίθεση του De Gaulle, ωστόσο, κλόνισε το ηθικό της γερμανικής ανώτατης ηγεσίας. Όπως προαναφέρθηκε, στις 14 Μαΐου είχε διαταχθεί επιβράδυνση της προέλασης. Στις 17, ο Guderian έλαβε εντολές να αναστείλει την επίθεση του, ώστε να δοθεί χρόνος στις δυνάμεις πεζικού να καλύψουν το έδαφος ανάμεσα σε αυτές και τις προπορευόμενες φάλαγγες των τεθωρακισμένων. Ο Guderian, αντιδρώντας, επικοινώνησε με τον von Rundstedt και επέτυχε να του αναγνωριστεί το δικαίωμα διενέργειας »αναγνωριστικών επιχειρήσεων». Με τον τρόπο αυτό, συνέχισε αδιάλειπτα την πορεία του με προορισμό τις ακτές της Μάγχης. Επρόκειτο για μια πρωτοβουλία η οποία, όπως έχει χαρακτηριστικά υποστηριχθεί, μετέτρεψε τη γαλλική ήττα σε πανωλεθρία, καθώς στέρησε από τους Γάλλους πολύτιμο χρόνο ανασύνταξης. Στις 20 Μαΐου 1940, οι φάλαγγες του Guderian και του Reinhardt έφτασαν στις όχθες της Μάγχης, στο ύψος της Abbeville. Μέσα σε χρονικό διάστημα μόλις μιας εβδομάδας είχαν καλύψει μια απόσταση 386 χιλιομέτρων, έχοντας εξαρθρώσει πλήρως τη γαλλική άμυνα και δημιουργήσει ένα έμβολο, το οποίο διέσπασε τις δυνάμεις των Συμμάχων στα δύο.
Συμμαχικές ανακατατάξεις και επαναπροσδιορισμοί
Οι εντυπωσιακές και απροσδόκητες ήττες του δεύτερου δεκαημέρου του Μαΐου επέφεραν ζυμώσεις τόσο στο εσωτερικό των Συμμάχων χωρών όσο και στις μεταξύ τους σχέσεις. Οι διεργασίες αυτές αποκρυσταλλώθηκαν σε αλλαγές και εξελίξεις, που, εν πολλοίς, καθόρισαν στη συνέχεια την εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων.

Στις 15 Μαΐου, ο Reynaud ανακάλεσε από τη Συρία τον στρατηγό Maxime Weygand, ως αντικαταστάτη του Gamelin στην ηγεσία του Γαλλικού Στρατού. Παράλληλα, ο Γάλλος πρωθυπουργός ήρθε σε επαφή και τον στρατάρχη Philippe Pétain, εμβληματική μορφή της εποχής του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, προσφέροντας στον τελευταίο την αντιπροεδρία της Κυβέρνησης. Στόχος αυτής της κίνησης ήταν η τόνωση του ηθικού της κοινής γνώμης. Την ίδια στιγμή, ο Reynaud, διατηρώντας την προεδρία, ανέλαβε ταυτόχρονα καθήκοντα Υπουργού Εθνικής Αμύνης και Πολέμου. Ο νέος Γάλλος Αρχιστράτηγος εξέφρασε την επιθυμία να συγκληθεί διασυμμαχική στρατιωτική σύσκεψη στην πόλη Ypres του Βελγίου, προκειμένου να καταστεί δυνατή μια συνεννόηση για τη διενέργεια αντεπίθεσης. Το »συμβούλιο της τελευταίας ευκαιρίας», όπως χαρακτηρίστηκε 4, έλαβε χώρα στις 21- 22 Μαΐου 1940. Εκεί, ο Weygand πρότεινε την διεξαγωγή ταυτόχρονης επίθεσης στις 25 Μαΐου, εν είδει τανάλιας, από το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα (με 2 μεραρχίες) στον Βορρά και τις γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις (με 3 μεραρχίες) που βρίσκονταν νοτίως του γερμανικού διαδρόμου. Ενδεχομένως ο Weygand να ήταν αισιόδοξος σχετικά με την προοπτική μιας τέτοιας επιχείρησης, έχοντας πληροφορηθεί τη -μερική έστω- επιτυχία μιας βρετανικής αντεπίθεσης προς το Arras στις 21 Μαΐου. Στις 11:00 της 22ας, ανέπτυξε το σχέδιο ενώπιον του Reynaud και του Churchill, με τον τελευταίο να εκφράζει, επίσης, μια υπέρμετρη αισιοδοξία για την τελική έκβαση της όλης επιχείρησης.
Αποτυχημένη αντεπίθεση και βελγική συνθηκολόγηση
Η αντεπίθεση, που ευαγγελιζόταν ο Weygand, δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, ή τουλάχιστον ποτέ σύμφωνα με το σχέδιο. Η έλλειψη μηχανοκίνητων γαλλικών μονάδων και η συντριπτική υπεροχή των Γερμανών στους αιθέρες είχαν, ως αποτέλεσμα, την ανάσχεση της γαλλικής πρωτοβουλίας στις 25 Μαΐου, στο ύψος του ποταμού Somme (θέατρο σημαντικών επιχειρήσεων κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο), τη στιγμή που οι δυνάμεις των Βρετανών, οι οποίες βρίσκονταν στο Arras μετά την επίθεση της 21ης, υφίσταντο ισχυρές πιέσεις τόσο από τις γερμανικές μονάδες που αντιμετώπιζαν όσο και εκείνες που πλησίαζαν στα νώτα τους.
Η κατάρρευση του βελγικού στρατού, ο οποίος κάλυπτε το κενό μεταξύ του Arras και του λιμένα της Δουνκέρκης (μοναδικής προσφερόμενης διεξόδου για μια εκκένωση των Συμμαχικών στρατευμάτων που είχαν εγκλωβιστεί στο Βέλγιο) στις 22- 23 Μαΐου, καθιστούσε αδύνατη περαιτέρω παραμονή των Βρετανών στο Arras χωρίς να συντρέχουν άμεσο κίνδυνο περικύκλωσης. Έως τις 25 Μαΐου, οι Βρετανοί είχαν εκκενώσει το Arras, με απόφαση του Λόρδου Gort, με προορισμό την Δουνκέρκη, ενέργεια που οι Γάλλοι εξέλαβαν ως εγκατάλειψη.
Η υποχώρηση των Βρετανών είχε, ως λογική συνέπεια, τη συνθηκολόγηση του Βελγίου στις 28 Μαΐου 1940. Με τις γραμμές άμυνας εξαρθρωμένες και τις βελγικές στρατιωτικές δυνάμεις σε συνθήκες διάλυσης, δεν φαινόταν στην βελγική ηγεσία να υφίσταται λόγος συνέχισης του πολέμου.
Επιχείρηση “Δυναμό”: Η εκκένωση της Δουνκέρκης
Ήδη από τις 20 Μαΐου είχε ξεκινήσει από τη βρετανική στρατιωτική ηγεσία η εκπόνηση σχεδίου για επιχείρηση εκκένωσης, με απώτερο σκοπό την εκ νέου μεταφορά του Εκστρατευτικού Σώματος στη Γαλλία και την συμμετοχή του στον Νότιο Τομέα των επιχειρήσεων κατά των Γερμανών. Η επιχείρηση τέθηκε υπό την εποπτεία του ναύαρχου Ramsey και έλαβε την κωδική ονομασία «Operation Dynamo». Το μόνο λιμάνι στον βελγικό θύλακα το οποίο θα μπορούσε να υποστηρίξει μια τέτοια επιχείρηση ήταν η Δουνκέρκη. Οι συνθήκες, ωστόσο, δεν ήταν ευνοϊκές, καθώς ήδη στις 23 Μαΐου οι Γερμανοί βρίσκονταν σε απόσταση 10 μόλις χιλιομέτρων από το λιμάνι της πόλης, ενώ οι βρετανικές δυνάμεις αντιμετώπιζαν άμεσο κίνδυνο απομόνωσης στο Arras. Οι Βρετανοί δεν μπορούσαν να γνωρίζουν πως στις 23 Μαΐου είχε εκδοθεί διαταγή του στρατάρχη von Rundstedt, η οποία όριζε την αναστολή της γερμανικής επίθεσης επί τρεις ημέρες. Ο ίδιος ο Hitler, αργότερα, ισχυρίστηκε ότι η διαταγή υπαγορεύθηκε έτσι, ώστε να διευκολύνει την επαναπροσέγγιση με τη Μεγάλη Βρετανία μετά το διαφαινόμενο πέρας του πολέμου. Στην πραγματικότητα, σε αυτήν οδήγησαν η έμφυτη ανασφάλεια του Fũhrer σε συνδυασμό με την επιφυλακτικότητα της πλειοψηφίας των Γερμανών ανώτατων αξιωματικών. Επίσης, δεν θα πρέπει να αγνοηθεί και η προσωπική φιλοδοξία του αρχηγού της Luftwaffe, Hermann Goering, ο οποίος επεδίωκε να δρέψει δάφνες με την εκμηδένιση των Βρετανών με αεροπορικές επιδρομές εντός του θύλακα της Δουνκέρκης.
Στις τρεις επόμενες μέρες, η γερμανική πολεμική αεροπορία υπέστη σημαντικότατες απώλειες, γεγονός που ώθησε τη γερμανική ηγεσία στην επανάληψη της χερσαίας επίθεσης κατά των Βρετανών. Ωστόσο, οι βρετανικές δυνάμεις είχαν, στο μεταξύ, κατορθώσει να συμπτυχθούν και να οργανώσουν αμυντική περίμετρο γύρω από το λιμάνι και στις παραλίες της Δουνκέρκης. Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης εκκένωσης, η οποία διήρκεσε από τις 26 Μαΐου ως τις 4 Ιουνίου και διεξήχθη υπό εξαιρετική σφοδρότητα αεροπορικών επιδρομών (σε σημείο που κατέστη ανάγκη να επιστρατευθούν, μεταξύ άλλων, μαούνες και ψαράδικα για την αποκομιδή των στρατιωτών), 340.000 περίπου άνδρες (220.000 Βρετανοί και 120.000 Γάλλοι) κατάφεραν να διαφύγουν, ενώ στις 31 Μαΐου ο αντίστοιχος αριθμός ανερχόταν μόλις στους 126.000. Ο αριθμός των διασωθέντων ξεπέρασε κάθε προσδοκία, με συνέπεια η εκκένωση να εκληφθεί από τη βρετανική κοινή γνώμη ως νίκη.

Είναι δύσκολο, πάντως, να θεωρηθεί η εκκένωση της Δουνκέρκης ως νικηφόρο γεγονός. Οι βρετανικές υλικές απώλειες υπήρξαν τεράστιες και ανέρχονταν -κατά προσέγγιση- σε 84.000 οχήματα πάσης φύσεως. Ακόμη, η βρετανική αποχώρηση είχε απογοητεύσει βαθύτατα τους Γάλλους, με τη διάσημη φράση »οι Βρετανοί είναι διατεθειμένοι να πολεμήσουν ως τον τελευταίο Γάλλο» να απηχεί το αίσθημα της γαλλικής κοινής γνώμης και των στρατιωτών.
Επιχείρηση “Κόκκινο” (Fall Rot)
Μετά την αποτυχία εκμηδένισης των βρετανικών δυνάμεων στην Δουνκέρκη, η γερμανική επιθετικότητα διοχετεύθηκε προς τον Νότο και την γραμμή άμυνας, την οποία είχε βεβιασμένα προσπαθήσει να οργανώσει ο Weygand (Γραμμή Weygand). Επρόκειτο για ένα εκτεταμένο μέτωπο κατά μήκος των ποταμών Somme και Aisne, πρόχειρα οχυρωμένο και επανδρωμένο από 49 μόλις μεραρχίες, από τις οποίες οι 4 ήταν τεθωρακισμένες – αλλά μόνο κατ’ όνομα. Έχοντας ως στόχο την πρόταξη άμυνας ώσπου να καταφτάσουν οι ενισχύσεις, οι οποίες αναμένονταν από τη Μεγάλη Βρετανία, ο Weygand δεν έτρεφε ψευδαισθήσεις ως προς τη δυνατότητα να αποκρουσθεί η επικείμενη γερμανική επίθεση.
Αυτή τη φορά οι Γερμανοί απολάμβαναν συντριπτική αριθμητική υπεροχή, παρατάσσοντας συνολικά 130 μεραρχίες. Η γερμανική επίθεση («Επιχείρηση Κόκκινο» – Fall Rot) ξεκίνησε στις 5 Ιουνίου στον δυτικό τομέα του μετώπου, μεταξύ της Laon και του στενού της Μάγχης. Οι γαλλικές δυνάμεις προέβαλαν γενναία αντίσταση στο ύψος του ποταμού Somme, παρά την γερμανική υπεροπλία. Ωστόσο, οι δυνάμεις του Hoth κατόρθωσαν να διασπάσουν, στις 7 Ιουνίου, τη γραμμή άμυνας και προχωρήσουν προς τη Rouen, γεγονός το οποίο επέφερε την σταδιακή κατάρρευση του μετώπου. Η διάσπαση των γραμμών άμυνας τις επόμενες μέρες κατέστησε, πλέον, αδύνατη την παραμονή της κυβέρνησης Reynaud στο Παρίσι, με αποτέλεσμα η τελευταία να αναχωρήσει από την πρωτεύουσα στις 10 Ιουνίου. Κατόπιν τούτου, το Παρίσι κηρύχθηκε ανοχύρωτη πόλη. Την ίδια μέρα, η Ιταλία εξήλθε στον πόλεμο στο πλευρό των Γερμανών, προσβάλλοντας τις γαλλικές δυνάμεις, που βρίσκονταν στα σύνορα των Άλπεων, δίχως, ωστόσο, να επιτύχει καμιά απολύτως πρόοδο έως την υπογραφή της γαλλικής συνθηκολόγησης. Στις 14 Ιουνίου τα γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στο Παρίσι, και δυο μέρες αργότερα, στις 16, έφτασαν στην κοιλάδα του ποταμού Ροδανού (Rhône). Είχε προηγηθεί, κατά μια μέρα, η αποχώρηση των τελευταίων Βρετανών από τη Γαλλία από τους λιμένες του Χερβούργου και της Βρέστης. Στις 22 Ιουνίου, τρεις ημέρες πριν την εφαρμογή της ανακωχής, οι γερμανικές δυνάμεις έφτασαν στο νοτιότερο όριο της προέλασης, τη γραμμή Bordeaux- Clermont-Ferrand- Lyon.

Η πτώση του Reynaud και η συνθηκολόγηση της Γαλλίας
Οι προπολεμικοί προβληματισμοί σε μέρος του γαλλικού πολιτικού κόσμου σχετικά με το νόημα της αντίστασης απέναντι σε έναν ισχυρότερο εχθρό εντάθηκαν μετά τις ήττες του Μαΐου και του Ιουνίου. Είχε αρχίσει πλέον να διαφαίνεται στο προσκήνιο το αίτημα για κατάπαυση των εχθροπραξιών, ειδικά από τη στιγμή που οι Γάλλοι έδειχναν να πολεμούν μόνοι. Στις 16 Ιουνίου, ανατράπηκε ο Reynaud, με πρωτοβουλία ορισμένων μελών της κυβέρνησης που δεν επιθυμούσαν την συνέχιση του πολέμου με κάθε κόστος, και αντικαταστάθηκε από τον Pétain. Στο ραδιοφωνικό του μήνυμα την ίδια μέρα, ο νέος πρωθυπουργός εξέφρασε την επιθυμία να συναφθεί ανακωχή.

Στις 20 Ιουνίου, σε μια βαθύτατα συμβολική πράξη, οι γερμανικοί όροι για ανακωχή υπαγορεύθηκαν στην γαλλική αντιπροσωπεία στο Δάσος της Compiègne, στο ίδιο βαγόνι όπου είχε υπογραφεί η ανακωχή μεταξύ Συμμάχων και Γερμανίας τον Νοέμβριο του 1918. Οι όροι ήταν σκληροί, καθώς περιλάμβαναν την θέση υπό γερμανικό έλεγχο των βορείων γεωγραφικών διαμερισμάτων της χώρας. Είχαν, όμως, σχεδιαστεί κατά τέτοιο τρόπο από τους Γερμανούς, ώστε να είναι ανεκτοί, διασφαλίζοντας μεταξύ άλλων τη διατήρηση των αποικιών και του Στόλου από τη γαλλική κυβέρνηση. Οι ιταλικές επιθυμίες για προσάρτηση εκτεταμένων εδαφών δεν εισακούστηκαν. Οι όροι έγιναν δεκτοί από την κυβέρνηση Pétain στις 22 Ιουνίου 1940 και η ανακωχή ανάμεσα στη Γαλλία και τον Άξονα τέθηκε σε εφαρμογή τρεις ημέρες μετά. Η Γαλλία, πλέον βρισκόταν στο περιθώριο του πολέμου, ευρισκόμενη εκτός των αντίπαλων συνασπισμών. Ο επίλογος στην τραγωδία θα δοθεί με τον βομβαρδισμό, από μοίρα Βρετανικού Ναυτικού, του τμήματος του γαλλικού στόλου που ήταν ελλιμενισμένος στο λιμάνι της Αλγερίας Mers-el-Kebir στις 3 Ιουλίου. Η προληπτική αυτή επίθεση, με σκοπό να αποτραπεί τυχόν παράδοση του γαλλικού Στόλου στους Γερμανούς, είχε ως αποτέλεσμα την βύθιση 6 πλοίων και τον θάνατο 1297 ναυτών. Οι συναισθηματικές γέφυρες μεταξύ Γαλλίας και Μεγάλης Βρετανίας είχαν πλέον αμετάκλητα διαρραγεί.
Αποτίμηση
Η πρωτοφανής επιτυχία των Γερμανών στην Γαλλία, οφειλόμενη κυρίως στην υπεροχή ενός επιτελικού σχεδίου και των στρατιωτικών που το έφεραν εις πέρας έναντι των αντιπάλων τους, δεν απέβη μακροπρόθεσμα προς όφελος τους. Κατέστησε, βέβαια, δυνατή την περαιτέρω εξάπλωση της γερμανικής επιρροής στην Ανατολική Ευρώπη (ιδίως στη Ρουμανία), αλλά σε βάθος χρόνου επέτρεψε την γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση σε συνδυασμό με μια αύξηση της εμπλοκής του Hitler στον στρατηγικό σχεδιασμό. Αν η διάσπαση του μετώπου στον ποταμό Μεύση οδήγησε στην νίκη των Γερμανών στην μάχη της Γαλλίας, μπορεί να ειπωθεί ότι άνοιξε ταυτόχρονα και τον δρόμο προς την ήττα τους στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Apocalypse. The Second World War, Part 2: The Collapse Of France
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Bloch, Marc, Strange Defeat: a Statement of Evidence Written in 1940, New York: W.W. Norton and Co. 1999
- Butler J. R. M. (επιμ.), History of the Second World War: Grand Strategy (vol. 2), London: Her Majesty’s Stationary Office 1957
- Hart, Basil Liddell, History of the Second World War, London: Cassell and Co. 1970
- Heyword, James, Μύθοι και Θρύλοι του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, Αθήνα: Ενάλιος 2009
- Imlay, Talbot, Facing the Second World War: Strategy, Politics and Economics in Britain and France 1938- 1940, Oxford: Oxford University Press 2003
- Jackson, Julian, The Fall of France: the Nazi Invasion of 1940, Oxford: Oxford University Press 2004
- Kershaw, Ian, Χίτλερ 1938- 1945: Νέμεσις, Αθήνα: Scripta 2005
- Michel, Henri, La Seconde Guerre Mondiale, Tome I: Le Succès de l’ Axe, Paris: Presses Universitaires de France 1977
- Nord, Philip, France 1940: Defending the Republic, Yale: Yale University Press 2015
- Parker, Alastair, Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, Θεσσαλονίκη: Θύραθεν 2004
- Ripley, Tom, The Wehrmacht: The German Army in World War 2, New York: Fitzroy Dearborn 2003
- Shepperd, Alan, France 1940: Blitzkrieg in the West, London: Osprey Publishing Ltd. 1990
- Smalley, Edward, The British Expeditionary Force 1939-40, New York: Palgrave Macmillan 2015
- Strachan, Hew, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Αθήνα: Γκοβόστης 2013
- Taylor, Alan John Percivale, The Course of German History, London: Routledge Classics 2001
- The Origins of the Second World War, Harmondsworth: Penguin Books Ltd. 1964
- Vanwelkenhuyzen, Jean, 1940: Pleins feux sur un désastre, Bruxelles: Racine 1995
- Weinberg, Gerhard, A World at Arms, Cambridge: Cambridge University Press 1994
- Woodward, Sir Llewellyn, British Foreign Policy in the Second World War, London: Her Majesty’s Stationary Office 1970.
Παραπομπές
1 Από το όνομα του Υπουργού Άμυνας της Γαλλίας το 1928, André Maginot.
2 Ενδεικτικά για το σχέδιο Schlieffen βλέπε Hew Strachan, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος (μτφ. Ν. Λαζαρίδης), Αθήνα: Γκοβόστης 2013, σελ. 79- 80
3 Ο γαλλικός στρατός ξηράς χωριζόταν σε »μεραρχίες πεδίου» και »μεραρχίες οχυρών», με τις δεύτερες να είναι ανώτερες σε επίπεδο εξοπλισμού και εκπαίδευσης. Οι »μεραρχίες πεδίου» χωρίζονταν με τη σειρά τους σε μεραρχίες Α και Β, ανάλογα με το επίπεδο της ποιότητας τους. Οι μονάδες της 2ης και της 9ης Στρατιάς ήταν μεραρχίες Β.
4 Jean Vanwelkenhuyzen, 1940: Pleins feux sur un désastre, Bruxelles: Racine 1995 σελ. 201