Skip to main content

Ιωάννης Κοντάκης: Η στρατηγική σημασία της Κρήτης στον πολεμικό σχεδιασμό των αντιπάλων Δυνάμεων (1939 – 1940)

Ιωάννης Κοντάκης

Η στρατηγική σημασία της Κρήτης στον πολεμικό σχεδιασμό των αντιπάλων Δυνάμεων

(1939 – 1940)

 

Πριν από 77 χρόνια, το πρωινό της 20ης Μαΐου 1941, περίπου 600 αργοκίνητα Junkers Ju 52 της Γερμανικής Πολεμικής Αεροπορίας (Luftwaffe) απελευθέρωσαν κατά κύματα σχεδόν 14.000 άνδρες της επίλεκτης δύναμης των αλεξιπτωτιστών, με αντικειμενικό στόχο την κατάληψη της Κρήτης, την οποία υπερασπίζονταν 41.435 άνδρες της Βρετανικής Κοινοπολιτείας (κυρίως Αυστραλοί, Νεοζηλανδοί και Βρετανοί) και Έλληνες. Δέκα μέρες αργότερα, μετά από σφοδρές μάχες, οι Συμμαχικές δυνάμεις αναγκάστηκαν να εκκενώσουν το νησί και οι Γερμανοί επικράτησαν αλλά με βαριές απώλειες. Περισσότεροι από 8.000 άνδρες και των δύο πλευρών έχασαν τη ζωή τους και 17.155 άνδρες των Συμμάχων πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Εξίσου υψηλές ήταν και οι υλικές ζημιές: 220 αεροσκάφη της Luftwaffe καταστράφηκαν και 140 ακόμη υπέστησαν σοβαρές ζημιές, 36 βρετανικά αεροσκάφη είχαν καταρριφθεί, 9 πολεμικά πλοία του Βρετανικού Στόλου της Μεσογείου είχαν βυθιστεί, ένα αεροπλανοφόρο και ένα θωρηκτό αποσύρθηκαν για επισκευές και 2 ιταλικά αντιτορπιλικά είχαν υποστεί σημαντικές ζημιές.

 

Η Γερμανική κατάληψη της Κρήτης τον Μάιο του 1941.

 

Η νίκη των Γερμανών ήταν Πύρρειος, είχαν όμως επιτύχει τον στόχο τους: ο έλεγχος της Κρήτης είχε χαθεί για τους Συμμάχους και οι δυνάμεις του Άξονα είχαν τη δυνατότητα να επωφεληθούν από τα πλεονεκτήματα που προσέφερε η στρατηγική θέση του νησιού. Η Κρήτη είναι το πέμπτο μεγαλύτερο νησί της Μεσογείου και το μεγαλύτερο της Ελλάδας, με την οποία ενσωματώθηκε το 1913. Το ανάγλυφο είναι ιδιαίτερα ορεινό, το σχήμα της είναι μακρόστενο με μήκος 260 χιλιόμετρα και πλάτος που κυμαίνεται από 12 έως 60 χιλιόμετρα. Αυτό που την καθιστά πολύτιμη δεν είναι η μορφολογία αλλά η στρατηγική της θέση. Δυτικά της Κρήτης βρίσκεται το Στενό των Αντικυθήρων και Ανατολικά το Στενό της Κάσου, οι δύο προσβάσεις από τις οποίες ελέγχεται η είσοδος και η έξοδος στο Αιγαίο. Βορειοδυτικά, σε απόσταση μικρότερη των 100 χιλιομέτρων είναι η Πελοπόννησος, στα Βόρεια, περίπου 300 χιλιόμετρα μακριά η Αθήνα και περίπου 600 η Θεσσαλονίκη, στα Βορειανατολικά τα Δωδεκάνησα και η Ρόδος βρίσκονται σε απόσταση περίπου 150 χιλιομέτρων και λίγο πιο μακριά είναι οι ακτές της Τουρκίας. Δυτικά του Νησιού βρίσκονται η Μάλτα και η Σικελία, Ανατολικά η Κύπρος, η Συρία, ο Λίβανος και η Παλαιστίνη. Τέλος στα Νότια, σε απόσταση μικρότερη των 350 χιλιομέτρων βρίσκεται η Κυρηναϊκή (Λιβύη) και Νοτιοανατολικά, 600 περίπου χιλιόμετρα μακριά η Αλεξάνδρεια και το Δέλτα του Νείλου[1]. Η ανάπτυξη των αερομεταφορών κατά τον 20ο αιώνα μείωσε τον χρόνο που απαιτούνταν για να καλυφθούν οι παραπάνω αποστάσεις, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο τη σημασία του νησιού. Κατά συνέπεια, όποιος κατείχε την Κρήτη και διέθετε ναυτικές και αεροπορικές βάσεις εκεί, μπορούσε να ελέγξει την ναυσιπλοΐα μεταξύ Αιγαίου, Κεντρικής και Ανατολικής Μεσογείου και να απειλήσει όλες τις εχθρικές δυνάμεις που βρίσκονταν στις παρακείμενες ακτές. Εξαιτίας αυτών των πλεονεκτημάτων η Κρήτη από πολύ νωρίς συγκέντρωσε το ενδιαφέρον των δυνάμεων εκείνων που εποφθαλμιούσαν την κυριαρχία στην ευρύτερη περιοχή.

Ήδη από τον Μεσοπόλεμο, το φασιστικό καθεστώς της Ρώμης είχε υιοθετήσει μια ιμπεριαλιστική ρητορική σύμφωνα με την οποία το ιταλικό έθνος έπρεπε να επεκταθεί και να αποκτήσει τον απαιτούμενο «ζωτικό χώρο» (spazio vitale) προκειμένου να μεγαλουργήσει. Μέρος του χώρου αυτού ήταν και η Κρήτη. Από την έκρηξη του πολέμου τον Σεπτέμβριου του 1939 μέχρι και την εισβολή στην Ελλάδα, το νησί και ειδικότερα οι κινήσεις του αντίπαλου Βρετανικού Στόλου της Μεσογείου παρακολουθούνταν από την Ιταλική Αεροπορία (Regia Aeronautica). Φαίνεται ότι οι Ιταλοί φοβόντουσαν το ενδεχόμενο κατοχής του Νησιού από τους Βρετανούς και τη συνακόλουθη ισχυροποίηση που προσέφερε η γεωγραφική του θέση. Αποτέλεσμα ήταν σε πολλές περιπτώσεις η ιταλική Κυβέρνηση να διαμαρτυρηθεί στην ουδέτερη Ελλάδα για τον δήθεν ελλιμενισμό βρετανικών πλοίων στην Κρήτη αλλά και αλλού.

Σμήνος αεροσκαφών της Regia Aeronautica σε αναγνωριστική αποστολή το 1940.

Παράλληλα, από τον Ιούνιο του 1940, όταν και η Ιταλία εξήλθε στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας, οι ιταλικές δυνάμεις τέθηκαν αντιμέτωπες με τις βρετανικές στη Μεσόγειο και τη Βόρεια Αφρική. Στο πλαίσιο των σχεδιαζόμενων επιχειρήσεων εναντίον της Αιγύπτου, ο επικεφαλής των εκεί μονάδων, στρατηγός Rodolfo Graziani, είχε εκφράσει την επιθυμία να καταληφθεί η Κρήτη. Η κατοχή του νησιού θα επέτρεπε στους Ιταλούς να διαθέτουν ένα ορμητήριο-βάση ανεφοδιασμού στα πλευρά των βρετανικών θέσεων. Με τον τρόπο αυτόν θα μπορούσαν να παρεμποδίσουν τον δια θαλάσσης ανεφοδιασμό των εχθρικών δυνάμεων και να απειλήσουν τις βάσεις του βρετανικού στόλου και την ναυσιπλοΐα στη Διώρυγα του Σουέζ. Ωστόσο, τον Σεπτέμβριο του 1940 η έλλειψη εφοδίων ανέκοψε πρόωρα την προέλαση του Graziani και δεν εκπονήθηκε κανένα επίσημο σχέδιο για κατάληψη της Κρήτης.

Την ίδια περίοδο οι Ιταλοί σχεδίαζαν να επιτεθούν στην Ελλάδα. Η στρατιωτική κατάκτηση της χώρας, εφόσον κρινόταν απαραίτητη, θεωρούταν εύκολη και η κατοχή της θα προσέφερε μια σειρά από πλεονεκτήματα στην Ρώμη με κυριότερα την απόκτηση των στρατηγικής σημασίας ελληνικών λιμανιών, την ένταξη της χώρας στην ιταλική οικονομική σφαίρα και τον έλεγχο των μοναδικών αποθεμάτων νικελίου στην Νότια Ευρώπη, υλικού χρήσιμου στην κατασκευή των θωρακίσεων.

Ωστόσο, στα σχέδια επίθεσης που καταρτίστηκαν δεν γινόταν λόγος για την Κρήτη. Μια επιχείρηση με μοναδικό στόχο την κατάληψη του νησιού απαιτούσε την συμμετοχή μεγάλου μέρους του ιταλικού στόλου, ισχυρή αεροπορική υποστήριξη και τις απαραίτητες χερσαίες δυνάμεις που θα αναλάμβαναν την κατάκτηση και τη διατήρηση του νησιού. Επιπλέον η απειλητική παρουσία του βρετανικού στόλου έπρεπε να συμπεριληφθεί στις όποιες δυσχέρειες παρουσίαζε η επιχείρηση. Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, η κατάληψη της Κρήτης είχε υψηλό οικονομικό κόστος και παρουσίαζε μεγάλη επικινδυνότητα. Παρά το ενδιαφέρον που είχε εκδηλωθεί από την ηγεσία της Ιταλικής Αεροπορίας για την απόκτηση βάσεων στο νησί, οι Ιταλοί δίσταζαν  να εκθέσουν σε τόσο μεγάλο κίνδυνο το ναυτικό τους, επειδή δεν ήταν σε θέση να αναπληρώσουν εύκολα τις όποιες απώλειες. Επιπρόσθετα, θεωρήθηκε από την ιταλική ηγεσία ότι η σφοδρότητα με την οποία ετοιμαζόταν να διεξαγάγει την επιχείρηση κατά της Ελλάδας, θα ήταν αρκετή για να προκαλέσει την γρήγορη κατάρρευση της άμυνας και τη συνακόλουθη κυριαρχία επί του συνόλου της ελληνικής επικράτειας, συμπεριλαμβανομένης επομένως και της Κρήτης. Η μόνη δράση που αφορούσε το νησί ήταν αποτρεπτικής φύσης, προερχόταν από τη Regia Aeronautica και προέβλεπε την παρεμπόδιση οποιασδήποτε απόπειρας των Βρετανών να αποβιβάσουν δυνάμεις στο νησί και να ενισχύσουν την άμυνά του.

Francesco Pricolo (1891-1980), Διοικητής της Ιταλικής Πολεμικής Αεροπορίας (1939-1941). Τις παραμονές της ιταλικής επίθεσης στην Ελλάδα είχε εκφράσει στον Μουσολίνι την επιθυμία να δημιουργηθεί αεροπορική βάση στην Κρήτη, σχέδιο που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.

Όμως, την 1η Νοεμβρίου 1940 οι Βρετανοί κατάφεραν να αποβιβάσουν στρατεύματα στην Κρήτη. Η προσπάθεια αποτροπής εκ μέρους της Ιταλικής Αεροπορίας δεν ήταν ιδιαίτερα δυναμική καθώς με μόλις 15 βομβαρδιστικά οι Ιταλοί δεν προκάλεσαν απώλειες ή σοβαρά προβλήματα. Έκτοτε, η όποια δράση των ιταλικών δυνάμεων περιορίστηκε σε μικρής κλίμακας αεροπορικές και ναυτικές επιθέσεις. Η αιτία αυτής της υποτονικής δράσης ήταν η αρνητική εξέλιξη των πολεμικών γεγονότων σε όλα τα μέτωπα. Πρώτα οι Έλληνες αντεπιτέθηκαν στην Αλβανία, αναγκάζοντας τους Ιταλούς να υποχωρήσουν, έπειτα οι Βρετανοί επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στις δυνάμεις του Graziani στη Βόρεια Αφρική και ταυτόχρονα ο βρετανικός στόλος προκάλεσε σοβαρά πλήγματα στον αντίστοιχο ιταλικό.

Η κατάσταση ανατράπηκε και άρχισε να εξελίσσεται θετικά για τις δυνάμεις του Άξονα από την άνοιξη του 1941. Στις 6 Απριλίου γερμανικές δυνάμεις εξαπέλυσαν ταυτόχρονη επίθεση εναντίον της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας και μέχρι τα τέλη του μήνα είχαν επικρατήσει παντού. Η Κρήτη, όμως παρέμενε υπό συμμαχική κατοχή και από γερμανικής πλευράς κρίθηκε απαραίτητη η κατάληψη της. Ενώ η μάχη της Κρήτης βρισκόταν σε εξέλιξη, οι Ιταλοί αποφάσισαν να στείλουν ένα εκστρατευτικό σώμα (1500-1600 άνδρες) προκειμένου να καταλάβει την Ανατολική Κρήτη. Η συμμετοχή τους έγινε για λόγους γοήτρου, ώστε οι Ιταλοί να συνεισφέρουν τον απαραίτητο «φόρο αίματος» στην επιχείρηση, καθώς η Κρήτη ανήκε στον ιταλικό ζωτικό χώρο και για λόγους προπαγάνδας το φασιστικό καθεστώς επιθυμούσε να φανεί ότι λαμβάνει μέρος στην επίθεση. Ειδικότερα η Ρώμη ενδιαφερόταν να αποκτήσει τον έλεγχο του ανατολικού άκρου του νησιού, καθώς αυτό λειτουργούσε ως ένα «φυσικό» συμπλήρωμα στα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα, επιτρέποντας τον πλήρη έλεγχο του Στενού της Κάσου, της ανατολικής εισόδου στο Αιγαίο Πέλαγος.

Αντίθετα με τους συμμάχους τους, οι Γερμανοί επέδειξαν εντονότερο ενδιαφέρον για την κατάληψη του νησιού. Από πολύ νωρίς και χωρίς να έχει άμεσα συμφέροντα στη Μεσόγειο, το Βερολίνο θεώρησε ότι η κατοχή της Κρήτης ήταν ένα σημαντικό πλεονέκτημα για τις δυνάμεις του Άξονα. Ωστόσο, η Μεσόγειος δεν συμπεριλαμβανόταν στο στόχαστρο του Hitler, ο οποίος είχε αναγνωρίσει την ιταλική προτεραιότητα στην περιοχή. Αντίθετα, το Βερολίνο θεωρούσε την Βαλκανική Χερσόνησο δικό του οικονομικό χώρο και όσο η υφιστάμενη κατάσταση εξυπηρετούσε τα συμφέροντά του, οποιαδήποτε διαταραχή εκεί ήταν ανεπιθύμητη. Για τον λόγο αυτόν, όταν από τα τέλη Μαΐου του 1940 οι Ιταλοί ετοιμαζόταν να εξέλθουν στον πόλεμο, οι Γερμανοί προσπαθούσαν να τους αποτρέψουν από επιχειρήσεις στη Βαλκανική. Εναλλακτικά, προωθούσαν την κατάληψη της Κρήτης επισημαίνοντας τις δυνατότητες που προσέφερε η κατοχή της στις επιχειρήσεις εναντίον της Αιγύπτου. Με τον τρόπο αυτόν οι ισορροπίες στη Βαλκανική δεν θα διαταράσσονταν και παράλληλα οι Βρετανοί θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν μια διπλή, ταυτόχρονη επίθεση στην Αίγυπτο και στα Βρετανικά Νησιά, με αποτέλεσμα την γενικότερη εξασθένισή τους.

Τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους, όταν πλέον είχε γίνει σαφές ότι οι Ιταλοί δεν συμμερίζονταν την άποψη των Γερμανών, η ηγεσία του Γερμανικού Ναυτικού επεξεργαζόταν την προοπτική μιας έγκαιρης κατάληψης του Νησιού από γερμανικές δυνάμεις, προτού προλάβουν οι Βρετανοί να αποβιβάσουν στρατεύματα εκεί. Την ίδια περίοδο διεξαγόταν η Μάχη της Αγγλίας. Η Luftwaffe δεν είχε καταφέρει να κάμψει την αντίσταση της RAF και η αδυναμία κυριαρχίας στους βρετανικούς αιθέρες καθιστούσε αδύνατη την προοπτική απόβασης στα βρετανικά νησιά. Τότε (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1940) το ενδιαφέρον του Βερολίνου στράφηκε νότια με στόχο την πραγματοποίηση ενός ισχυρού έμμεσου χτυπήματος στην βρετανική Μέση Ανατολή. Στα σχέδια αυτά η κατοχή της Κρήτης θα διαδραμάτιζε ουσιαστικό ρόλο στις επιχειρήσεις εναντίον της Αιγύπτου και της Αλεξάνδρειας ειδικότερα, επειδή μπορούσε να λειτουργήσει ως βάση ανεφοδιασμού και ορμητήριο της Γερμανικής Αεροπορίας. Παράλληλα όμως, η κατάληψη της υπολογιζόταν ότι θα απαιτούσε μεγάλο αριθμό αεροπορικών και χερσαίων δυνάμεων.

Ωστόσο, τα γεγονότα οδήγησαν στην εγκατάλειψη αυτών των σχεδίων. Η ιταλική εισβολή στην Ελλάδα έδωσε την δυνατότητα στους Βρετανούς να χρησιμοποιήσουν τα ελληνικά λιμάνια και αεροδρόμια. Η εξέλιξη αυτή σήμαινε ότι απειλούνταν οι ζωτικής σημασίας για τους Γερμανούς πετρελαιοπηγές του Πλόεστι στη Ρουμανία. Το αποτέλεσμα ήταν να σταματήσουν τα οποιαδήποτε επιθετικά σχέδια αφορούσαν τη Μεσόγειο. Παράλληλα, οι σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση άρχισαν να παίρνουν διαφορετική τροπή από αυτή που επιθυμούσε ο Hitler με αποτέλεσμα στις 18 Δεκεμβρίου του 1940, ο Führer να κοινοποιήσει την υπ΄ αριθμό 21 Οδηγία, με στόχο την άμεση συντριβή της Ρωσίας, πριν ακόμα τη λήξη του πολέμου με την Αγγλία.

Βασική προϋπόθεση για την επιτυχία της επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα», όπως ονομάστηκε το παραπάνω εγχείρημα, ήταν η απομάκρυνση των Βρετανών από τα Βαλκάνια, διαφορετικά, τα πλευρά της γερμανικής νότιας στρατιάς που θα επιτιθόταν στην ΕΣΣΔ θα βρισκόταν εκτεθειμένα και οι πετρελαιοπηγές του Πλόεστι υπό την συνεχή απειλή της RAF. Για τον λόγο αυτόν, στις 13 Δεκεμβρίου 1940 είχε προηγηθεί η έκδοση της υπ’ αριθμόν 20 Οδηγίας (επιχείρηση «Μαρίτα») με στόχο την εκδίωξη των Βρετανών από την Ελλάδα. Οι Γερμανοί πλέον ενδιαφέρονταν για την εξασφάλιση των κεκτημένων τους και για τον λόγο αυτόν τα όποια επιθετικά σχέδια είχαν καταρτίσει για την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου έμειναν στα χαρτιά.

Hermann Göring (1893-1946). Μεταξύ άλλων αξιωμάτων που κατείχε, ήταν ο επικεφαλής της Luftwaffe (1933-1945).  Απέδιδε μεγάλη σημασία στην κατοχή της Κρήτης και θεωρούσε την επιχείρηση Ερμής ως μια εξαιρετική ευκαιρία προκειμένου να αποδειχθεί η ισχύς των αλεξιπτωτιστών.

Όταν στα τέλη Απριλίου του 1941 οι Γερμανοί είχαν ολοκληρώσει επιτυχώς την επιχείρηση «Μαρίτα» και θέσει  τα Βαλκάνια υπό τον έλεγχό τους, η Κρήτη επανήλθε στο προσκήνιο. Στο Νησί βρίσκονταν οι τελευταίες ισχυρές δυνάμεις των Συμμάχων, οι οποίες, δυνητικά, ήταν ακόμη σε κατάσταση να προκαλέσουν προβλήματα στην διεξαγωγή της επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα» και στην ασφάλεια των πετρελαιοπηγών και της ναυσιπλοΐας στο Αιγαίο. Γι’ αυτό, στις 25 Απριλίου 1941, ο Hitler εξέδωσε την Οδηγία υπ’ αριθμόν 28 (Επιχείρηση Ερμής – Unternehmen Merkur) με αντικειμενικό στόχο την κατάληψη της νήσου Κρήτης, ώστε η νήσος να χρησιμοποιηθεί ως βάση για αεροπορικές επιχειρήσεις εναντίον των Βρετανών στην Ανατολική Μεσόγειο. Την ευθύνη της επιχείρησης και την διοίκηση των μονάδων θα είχε η Luftwaffe. Η επίθεση – για πρώτη φορά στην ιστορία – θα γινόταν σχεδόν εξολοκλήρου από αλεξιπτωτιστές και αερομεταφερόμενες μονάδες. Ο Hitler κατέστησε σαφές, ότι η προετοιμασία της επιχείρησης δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να παρακωλύσει την συγκέντρωση υλικού και δυνάμεων ενόψει της επιχείρησης Μπαρμπαρόσα. Τέλος, η εντολή για την έναρξη της επίθεσης θα διδόταν από τον ίδιο.

Φαινομενικά υπάρχει μια αντίφαση μεταξύ της ρητορικής του Hitler και του στόχου της επιχείρησης «Ερμής». Μια πιθανή εξήγηση θα μπορούσε να αποτελεί η περιγραφή των στόχων της επιχείρησης Μπαρμπαρόσα , που όριζε την συντριβή της ΕΣΣΔ, προτού ολοκληρωθεί ο πόλεμος με την Βρετανία. Βάσει αυτού ο επιθετικός χαρακτήρας, που δίδεται στην κατάληψη της Κρήτης δεν είναι ασυμβίβαστος με τις μετέπειτα σκέψεις του Hitler, καθώς το Νησί μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν επιθετικό ορμητήριο εναντίον των Βρετανών μετά την ολοκλήρωση των επιχειρήσεων στην Σοβιετική Ένωση. Όμως, όπως αναφέρθηκε, οι λόγοι που η Κρήτη έπρεπε να καταληφθεί άμεσα, ήταν λόγοι οικονομικής και στρατιωτικής ασφάλειας και επομένως, αμυντικού χαρακτήρα.

Γερμανικές δυνάμεις ετοιμάζονται να επιβιβαστούν στα Junkers Ju 52 με προορισμό την Κρήτη. Η επιχείρηση που είχε σχεδιαστεί ήταν πρωτοφανής για τα στρατιωτικά δεδομένα της εποχής.

Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα έπρεπε να οργανωθεί μια πρωτόγνωρη επιχείρηση για τα στρατιωτικά δεδομένα. Επρόκειτο για μια πολύ τολμηρή ενέργεια η οποία προετοιμάστηκε με ταχύτητα, ακρίβεια και μεθοδικότητα και σε ελάχιστο χρόνο. Οι Γερμανοί όμως είχαν παντελώς ανακριβείς πληροφορίες για τις δυνατότητες των αμυνόμενων και τη στάση των Κρητικών και όταν στις 20 Μαΐου 1941 ήρθαν αντιμέτωποι με την πραγματικότητα συνειδητοποίησαν το μέγεθος της παραπλάνησής τους.

 Από την πλευρά τους οι Σύμμαχοι είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον για τον έλεγχο της Κρήτης λίγους μήνες μετά το ξέσπασμα του πολέμου. Παρίσι και Λονδίνο θεωρούσαν σχεδόν δεδομένη την θέληση των Ιταλών να καταλάβουν το Νησί και γι’ αυτό, από την άνοιξη του 1940, επεξεργάζονταν σχέδια για προλάβουν να αποβιβαστούν εκείνοι πρώτοι, με την ταχύτητα δράσης να διαδραματίζει κομβικό ρόλο. Οι Γάλλοι ειδικότερα, από το ξέσπασμα του πολέμου μέχρι και την συνθηκολόγηση της χώρας, τον Ιούνιο του 1940, απέδιδαν ολοένα και αυξανόμενη σημασία στην κατοχή της Κρήτης. Η αποβίβαση δυνάμεων στο Νησί πρωτίστως είχε στόχο να εμποδίσει τους Ιταλούς να το καταλάβουν και με τον τρόπο αυτόν να ισχυροποιήσουν τη θέση τους στην Ανατολική Μεσόγειο. Ειδικότερα, το Παρίσι ενδιαφερόταν για την δημιουργία ενός «νέου» Μακεδονικού μετώπου στη Θεσσαλονίκη. Στο πλαίσιο αυτό ο έλεγχος της Κρήτης καθιστούσε ασφαλέστερη τη μετακίνηση εφοδίων και στρατευμάτων μεταξύ των γαλλικών εδαφών στην Ανατολική Μεσόγειο (Συρία και Λίβανος) και της Θεσσαλονίκης. Επιπλέον, ο επικεφαλής των γαλλικών δυνάμεων στην Ανατολή, στρατηγός Weygand, είχε εκφράσει τη σκέψη να χρησιμοποιηθεί η Κρήτη ως κέντρο επιχειρήσεων εναντίον των Δωδεκανήσων και πιθανόν ως ναυτική βάση υποβρυχίων.

Maxime Weygand (1867-1965). Διοικητής των Γαλλικών στρατευμάτων στην υπό Γαλλική εντολή Συρία, θεωρούσε τον έλεγχο της Κρήτης απαραίτητη προϋπόθεση για την διασφάλιση της ναυσιπλοΐας στην Ανατολική Μεσόγειο.

Ανάλογη σημασία απέδιδαν στην Κρήτη και οι Βρετανοί, οι οποίοι μέχρι και την πτώση της Γαλλίας τον Ιούνιο του 1940, σχεδίαζαν από κοινού με τους Γάλλους τις επιχειρήσεις που θα είχαν στόχο τον έλεγχο επί του νησιού. Για τους Βρετανούς η Κρήτη θα χρησίμευε πρωτίστως ως ενδιάμεση βάση εφοδιασμού μεταξύ των ναυτικών τους βάσεων στην Αλεξάνδρεια και τη Μάλτα. Με τον τρόπο αυτόν θα απέτρεπαν την κατάληψη της από τους Ιταλούς και ταυτόχρονα θα προσέφεραν στον Στόλο της Μεσογείου περισσότερο επιχειρησιακό χρόνο. Επιπλέον, σε μεταγενέστερο στάδιο, η Κρήτη θα μετατρεπόταν σε μια ισχυρή βάση κυρίως για τον Στόλο και δευτερευόντως για τη RAF.  Από τα παραπάνω, γίνεται φανερό ότι για τους Συμμάχους, στα πρώτα στάδια του πολέμου, πριν ακόμη η Ιταλία εξέλθει στον πόλεμο, η Κρήτη αποτελούσε μια περιοχή ο έλεγχος της οποίας θα εξασφάλιζε τα συμφέροντά τους στην ευρύτερη Ανατολική Μεσόγειο και θα μετατόπιζε το πεδίο συγκρούσεων με τους Ιταλούς προς την Κεντρική Μεσόγειο, εγγύτερα στις ιταλικές ακτές. Έτσι, τον Μάιο του 1940 εκπόνησαν από κοινού ένα σχέδιο δράσης για την έγκαιρη απόβαση γαλλικών δυνάμεων (από βρετανικά πλοία) στην Κρήτη, μόνο σε περίπτωση που η Ιταλία ενεργούσε κατά της Ελλάδας, ώστε οι Σύμμαχοι να μην παραβιάσουν την ελληνική ουδετερότητα στέλνοντας δυνάμεις νωρίτερα. Σε ό,τι αφορά τη στάση τους απέναντι στην Αθήνα, οι επιτελείς είχαν αποφασίσει να ενημερώσουν την ελληνική κυβέρνηση για την πρόθεσή τους, μόνο εφόσον είχαν ήδη αναχωρήσει τα πλοία, προκειμένου να μην προκαλέσουν περισσότερες απαιτήσεις από την πλευρά των Ελλήνων και ταυτόχρονα να αποτρέψουν τυχόν διαρροή πληροφοριών προς τους Ιταλούς.

Τα γεγονότα όμως πήραν διαφορετική τροπή. Υπό την πίεση της γερμανικής επίθεσης οι Γάλλοι ανέβαλαν τα όποια σχέδια. Όταν τελικά στις 22 Ιουνίου η Γαλλία υπέγραψε ανακωχή με το Βερολίνο και δύο μέρες αργότερα με τη Ρώμη, οι Βρετανοί απέμειναν μόνοι ενάντια στις δυνάμεις του Άξονα και μέσα σε αυτό το πλαίσιο έπρεπε να σχεδιάσουν τις επόμενες κινήσεις τους στη Μεσόγειο.

Αρχικά, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, η οπτική των Βρετανών για τη Μεσόγειο ήταν απαισιόδοξη και έφτανε μέχρι το σημείο να επεξεργάζονταν σχέδια εγκατάλειψης της και μεταφορά του Στόλου στη Σιγκαπούρη. Όμως τα σχέδια αυτά διακόπηκαν εξαιτίας της αποφασιστικής στάσης του ναυάρχου του Στόλου της Μεσογείου, A. B. Cunningham και του πρωθυπουργού Winston Churchill. Αμφότεροι απέδιδαν μεγάλη σημασία στην στρατηγική θέση της Κρήτης και κύριος φόβος τους ήταν να μην περιέλθει στα χέρια των Ιταλών σε περίπτωση που ξεσπούσαν εχθροπραξίες με την Αθήνα. Για τον λόγο αυτό παρακολουθούσαν διαρκώς τις εξελίξεις στις ελληνοϊταλικές σχέσεις και όταν στις 28 Οκτωβρίου 1940 εκδηλώθηκε η ιταλική επίθεση η έγκαιρη αποστολή δυνάμεων (την οποία αιτήθηκε και ο Μεταξάς) στην Κρήτη αποτέλεσε προτεραιότητα .

Sir Andrew B. Cunningham (1883-1963). Ναύαρχος και διοικητής του Βρετανικού Στόλου στη Μεσόγειο (1939-1946). Ο Cunningham εξαρχής επέμενε στην εγκατάσταση βρετανικών δυνάμεων στην Κρήτη, προκειμένου  το ναυτικό να επωφεληθεί από την στρατηγική θέση του νησιού μεταξύ Αλεξάνδρειας και Μάλτας.

Για τους επόμενους έξι μήνες (Νοέμβριος 1940 – Απρίλιος 1941) οι Βρετανοί είχαν αναλάβει επίσημα την άμυνα του νησιού. Ο Churchill θεωρώντας ότι «… Επιτυχημένη άμυνα της Κρήτης σημαίνει ανυπολόγιστη βοήθεια στην Αίγυπτο, απώλειά της θα σήμαινε τεράστια κλιμάκωση όλων των δυσχερειών μας στη Μεσόγειο…». οραματιζόταν τη μετατροπή της Σούδας σε «μια αμφίβια ακρόπολη με οχυρό την Κρήτη… ένα δεύτερο Σκάπα[2]». Πράγματι οι Βρετανοί επιτελείς σχεδίαζαν τη μεταφορά ισχυρών δυνάμεων στο νησί, προκειμένου να μετατραπεί σε μια μεγάλη και καλά εξοπλισμένη και επανδρωμένη αεροναυτική βάση. Σε πρώτη φάση όμως η Κρήτη θα λειτουργούσε ως βάση ανεφοδιασμού για τον Στόλο της Μεσογείου και τη RAF, προσφέροντας περισσότερο επιχειρησιακό χρόνο στο ναυτικό και την αεροπορία. Παράλληλα η βρετανική παρουσία στην Κρήτη δυσκόλευε αισθητά τον ανεφοδιασμό των Δωδεκανήσων από τους Ιταλούς, σε σημείο που να επισημαίνεται εκεί μεγάλη έλλειψη εφοδίων. Επιπλέον, δυνητικά, τα αεροδρόμια του Νησιού προσέφεραν στην RAF την δυνατότητα προσβολής των πετρελαιοπηγών του Πλόεστι στη Ρουμανία, οι οποίες ήταν ύψιστης σημασίας για τον Άξονα.

Ωστόσο η εξέλιξη των πραγμάτων ήταν διαφορετική. Η ανεπάρκεια μέσων και ανθρώπινου δυναμικού στον τομέα της Μέσης Ανατολής και η ταυτόχρονη επιχειρησιακή δραστηριότητα στη Βόρεια Αφρική και αλλού είχε σαν συνέπεια την διαρκή αναβολή αποστολής των απαραίτητων εφοδίων που θα μετέτρεπαν την Κρήτη σε ισχυρή αεροναυτική βάση. Παράλληλα, οι πληροφορίες για επικείμενη κάθοδο γερμανικών δυνάμεων στα Βαλκάνια με τον ερχομό της άνοιξης, αν και θεωρητικά οδήγησαν στην αναβάθμιση της στρατηγικής σημασίας της Κρήτης – ως της πλέον προκεχωρημένης βάσης των Συμμαχικών δυνάμεων στη Νοτιανατολική Ευρώπη –  στην πράξη δεν υπήρξε κάποια ουσιαστική αλλαγή επειδή τον ενδιαφέρον του Λονδίνου στράφηκε και πάλι προς διαφορετική κατεύθυνση. Το αποτέλεσμα ήταν να μην ενισχυθεί η φρουρά της Κρήτης, όπως προγραμματιζόταν και να μην υπάρχουν οι απαραίτητες εγκαταστάσεις και υποδομές που απαιτούνταν, ώστε η Κρήτη να αποτελέσει τη βάση που οι Βρετανοί σχεδίαζαν. Η αδυναμία συνεννόησης μεταξύ του Λονδίνου και του Στρατηγείου της Μέσης Ανατολής στο Κάιρο είχε σαν αποτέλεσμα την δημιουργία μιας ασαφούς εικόνας για την πραγματική κατάσταση που επικρατούσε στο νησί, η οποία δεν ξεκαθάρισε παρά μόνο στα τέλη Απριλίου του 1941, όταν η γερμανική επίθεση στην Κρήτη ήταν πλέον προ των πυλών.

To Βρετανικό θωρηκτό HMS Barham ανεφοδιάζεται στα ανοιχτά του Κόλπου της Σούδας (Φεβρουάριος 1941). Οι εγκαταστάσεις στο λιμάνι της Σούδας δεν ήταν επαρκείς ώστε να φιλοξενήσουν πλοία μεγαλύτερα από τα καταδρομικά.

Παρόλα αυτά, η σπουδαιότητα που είχε το νησί για τον Στόλο της Μεσογείου, η στρατηγική του θέση στην Ανατολική Μεσόγειο και οι (λανθασμένες) πληροφορίες που είχαν οι Βρετανοί, ότι οι Γερμανοί σχεδίαζαν μια μεγάλης κλίμακας επίθεση στη Μέση Ανατολή, συνέβαλλαν στην απόφαση των Βρετανών να προβάλλουν λυσσαλέα άμυνα και να υπερασπιστούν το νησί με κάθε κόστος, προκαλώντας στους Γερμανούς (και ειδικά στο σώμα των αλεξιπτωτιστών) όσο το δυνατόν μεγαλύτερες απώλειες μπορούσαν.

 Κλείνοντας, και για τους τέσσερις εμπόλεμους, η Κρήτη στις διάφορες φάσεις του στρατηγικού σχεδιασμού, αποτελούσε το μέσο για την επίτευξη ενός άλλου ευρύτερου στρατηγικού στόχου, που συνήθως σχετιζόταν με τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Ο λόγος ήταν προφανής: η κατοχή της Κρήτης θα ισχυροποιούσε αισθητά την θέση του κατόχου της στην Ανατολική Μεσόγειο. Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε φορά που τα επιτελεία έστρεφαν το ενδιαφέρον τους στην Ανατολική Μεσόγειο, αυτόματα το Νησί εμφανιζόταν στα σχέδιά τους. Σε κάθε περίπτωση, οι επιτελάρχες των παραπάνω χωρών αφιέρωσαν λιγότερο ή περισσότερο χρόνο, προκειμένου να διερευνήσουν την αξία της Κρήτης και να την τοποθετήσουν σε ένα ευρύτερο στρατηγικό πλαίσιο, ανεξάρτητα από το εάν τελικά τα σχέδια αυτά έγιναν πραγματικότητα ή όχι. Πολιτικοί και στρατιωτικοί πραγματοποίησαν ανταλλαγή αλληλογραφίας, συναντήσεις και συζητήσεις με ομολόγους τους, και εκπόνησαν σχέδια και μελέτες. Πόροι, εφόδια, υλικά, μηχανές και ανθρώπινες ζωές (με εξαίρεση τους Γάλλους) κινητοποιήθηκαν και ενώ θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν αλλού, δεσμεύτηκαν, αξιοποιήθηκαν και σε μεγάλο βαθμό χάθηκαν για την επίτευξη του εκάστοτε στόχου που σχετιζόταν με το Νησί. Όλα τα παραπάνω υπογραμμίζουν τη σημασία του. Η Κρήτη δεν αποτέλεσε το κλειδί για την νίκη στον πόλεμο, ήταν όμως μια πολύτιμη συνιστώσα όλων εκείνων που θα συνέβαλλαν στην τελική επικράτηση επί του εκάστοτε εχθρού.

Ο Ιωάννης Κοντάκης είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού Τίτλου Σπουδών
του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΑΠΘ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α. Πρωτογενείς πηγές

Ι) Αδημοσίευτες πηγές

Service Historique de la Dėfense , Section Armėe de Terre, Serie 27N, carton 16, 248.

Service Historique de la Dėfense, Section Marine, Sėrie TTE, carton No 101

Αρχείο Βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών (Foreign Office): Εθνικά Αρχεία Ηνωμένου Βασιλείου (Τhe National Archives-UK), Λονδίνο, Σειρά 371: Γενικοί Φάκελοι.

Αρχείο Βρετανικού Υπουργικού Συμβουλίου (Cabinet Minutes and Memoranda): Εθνικά Αρχεία Ηνωμένου Βασιλείου (The National Archives-UK), Λονδίνο.

Αρχείο Γραφείου Βρετανού Πρωθυπουργού (PREM: Records of the Prime Minister’s Office): Εθνικά Αρχεία Ηνωμένου Βασιλείου (The National Archives-UK), Λονδίνο.

Γενικό Αρχείο του Κράτους, Αρχείο Μεταξά, Φάκελοι 66, 83.

 

ΙΙ) Δημοσιευμένες πηγές

Documenti Diplomatici Italiani, Nona Serie, Vol. V-VII (Libreria Dello Stato: Roma, 1965, 1986, 1987).

Documents on German Foreign Policy, 1918 – 1945, Series D, (The War Years, 1937-1945) Vol. XI – XII, (Washington, DC: Government Printing Office, 1961, 1962 κ.ε).

Βασιλικόν Υπουργείον των Εξωτερικών, Διπλωματικά Έγγραφα, Η Ιταλική Επίθεση κατά της Ελλάδος, (Ελληνική Εκδοτική Εταιρεία: Αθήναι, 1940).

 

Β. Ημερολόγια – Απομνημονεύματα – Αυτοβιογραφίες

Halder Diaries, War Journal of Franz Halder, Vol, IV-VI. Archives Section, Library Services, Fort Leavenworth, Kansas, 1950.

Τσώρτσιλ, O. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, τ. 2ος . Εκδοτικός Οργανισμός «Ελληνική Μορφωτική Εστία»: Αθήνα, 1948.

Cunningham, Viscount of Hyndhope, A Sailor’s Odyssey, Hutchinson & Co Publishers Ltd: London, 1951.

Γ. Δευτερογενείς πηγές

Baldi, G. Dolce Egeo, Guerra Amara, Ricordi della spedizione italiana a Creta nel 1941. Rizzoli: Milano, 1988.Beevor, A. Κρήτη, Η Μάχη και η Αντίσταση. Γκοβόστη: Αθήνα, 2004.

Butler,J. R. M. Grand Strategy, Vol. II: September 1939-June 1941. HMSO: London, 1957.

Clark, A. The Fall of Crete. Cassel Military Paperbacks: London, 1962.

Joll, J. Η Ευρώπη, 1870 – 1970. Βάνιας: Θεσσαλονίκη, 2006.

Knox, M.  Mussolini Unleashed, 1939-1941, Politics and strategy in Fascist Italy’s last war. Cambridge University Press: New York, 1986.

Liddell Hart, B. H. The other side of the Hill, Germany’s Generals, their rise and fall, with their own account of the military events, 1939 – 1945. Cassel and Company Ltd: London, 1948.

Mourelos, Y. Fictions et realites, La France, La Grece et la strategie des operations peripheriques dans le sud-est europeen (1939-1940). Institute for Balkan Studies: Thessaloniki, 1990.

Rodogno, D. «Το spazio vitale του φασισμού και η είσοδος της Ιταλίας στον πόλεμο», στο Ιστορία της Ελλάδος του 20ου αι.  Χρ. Χατζηιωσήφ, Πρ. Παπαστράτης, Γ’ τόμος, Α μέρος, Αθήνα, 2007, σ. 49-69.

Van Creveld, M. Η στρατηγική του Χίτλερ 1940-1941, Το Βαλκανικό ζήτημα. Γκοβόστη: Αθήνα, 2013.

ΓΕΣ/ΔΙΣ. Ο Ελληνικός Στρατός κατά τον Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον, Η Μάχη της Κρήτης. ΔΙΣ: Αθήναι, 1993 ανατύπωση.

Κολιόπουλος, Γ. Η δικτατορία του Μεταξά και ο πόλεμος του ’40. Παρατηρητής: Θεσσαλονίκη 1996.

Κοπανιτσάνος, Θ. «Στρατιωτικές σχέσεις Ελλάδας – Γαλλίας (1939-1940). Το σχέδιο δημιουργίας Βαλκανικού θεάτρου επιχειρήσεων», στο Οι πολιτικοστρατιωτικές σχέσεις Ελλάδας – Γαλλίας (19ος – 20ος αι.). ΓΕΣ/ΔΙΣ, ΔΙΣ: Αθήνα, 2011.

Σφέτας, Σ. Εισαγωγή στη Βαλκανική Ιστορία, τ.Β΄, Από τον Μεσοπόλεμο στην λήξη του Ψυχρού πολέμου (1919-1989. Βάνιας: Θεσσαλονίκη, 2011.

Φλάϊσερ,  Χ. « Γεωστρατηγικά σχέδια της Ναζιστικής Γερμανίας για τη μεταπολεμική Κρήτη», στο Ιστορικά. Μέλισσα: Αθήνα Ιούνιος 1992. τ. 9, τεύχος 16. σ. 135-158.

 

[1]Όλες οι αποστάσεις είναι υπολογισμένες σε ευθεία γραμμή.

[2]To Σκάπα Φλόου (Scapa Flow) είναι ένα εξαιρετικό φυσικό λιμάνι που σχηματίζεται από μια ομάδα νησιών στη Βόρεια Σκωτία. Την περίοδο εκείνη λειτουργούσε ως μεγάλη βάση του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού.