Ευάγγελος Παλάσκας
Οι μεταρρυθμίσεις του Κλεομένους Γ’ στην Σπάρτη
Αντικείμενο πραγμάτευσης του παρόντος άρθρου αποτελούν οι μεταρρυθμίσεις του Κλεομένους Γ’ στην Σπάρτη. Ένας τίτλος μπορεί να φανεί εξαιρετικά γενικός και να προκαλέσει διάφορους προβληματισμούς, όπως για παράδειγμα πότε, πού και για ποιους λόγους έλαβαν χώρα τα υπό πραγμάτευση γεγονότα. Ως ιστορικοί πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι πως η αποκάλυψη της αλήθειας δεν είναι πάντα δυνατή. Με το άρθρο αυτό γίνεται η απόπειρα να φωτιστούν αρκετές πτυχές του θέματος, οι οποίες προβληματίζουν έναν ειδικό ερευνητή.
Η βασική απόπειρα αφορά στην ανάδειξή του χαρακτήρα των μεταρρυθμίσεων· προκειμένου όμως αυτές να γίνουν πιο κατανοητές, εξίσου σημαντικό είναι να περιγραφούν οι συνθήκες ανάδειξης του νεαρού βασιλιά Κλεομένους, οι καταβολές του και οι ενέργειές του σε στιγμές εξαιρετικά κρίσιμες για την Σπάρτη. Δευτερευόντως, είναι δύσκολο προς κατανόηση το κίνητρο βάσει του οποίου ο Κλεομένης έκανε πράξη μια σειρά μεταρρυθμίσεων που χαρακτηρίστηκαν ως «κοινωνική επανάσταση». Τέλος θα εξετασθούν οι παράμετροι που επηρέασαν την κρίση του νεαρού βασιλιά: ο δάσκαλος του, Σφαίρος, ο Άγις Δ’, η σύζυγός του, και οι γενικότερες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες.
Ο Κλεομένης της Σπάρτης.
Όπως είναι γνωστό, μέχρι και την Ελληνιστική εποχή το μοντέλο διακυβέρνησης της Σπάρτης, με κάποιες κατά καιρούς διαφοροποιήσεις, ήταν αυτό της δυαδικής βασιλείας. Οι δύο βασιλείς κατάγονταν απ’ τους οίκους των Αγιάδων και των Ευρυπωντιδών και η διαδοχή τους ήταν κληρονομική. Κύρια αρμοδιότητά τους ήταν η ανάληψης της ισόβιας αρχιστρατηγίας. Συνεκτικά σημαίνοντα ρόλο στο πολίτευμα της Σπάρτης διαδραμάτιζαν: η Γερουσία που κατέθετε αποφάσεις στην συνέλευση των πολιτών (Απέλλα) και λειτουργούσε ως δικαστήριο αλλά και οι έφοροι. Οι τελευταίοι ήδη από τα τέλη του 6ου αιώνα κάνουν αισθητή την παρουσία τους και αποτελούν τον ισχυρότερο πόλο άσκησης της εξουσίας στην Σπάρτη.
Ο Κλεομένης ήταν ένας από τους βασιλείς της Σπάρτης, ευδιάκριτος για τις ικανότητές του εξ αρχής. Τα γεγονότα της δολοφονίας του Άγιδος Δ’, κληρονόμου της δυναστείας των Ευρυπωντιδών, και της αυτοεξορίας του αδερφού του Αρχίδαμου στην Μεσσήνη θ’ αφήσουν ως μόνο βασιλέα της Σπάρτης τον πατέρα του Κλεομένη, Λεωνίδα. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι ο Άγις Δ’ προσπάθησε να εφαρμόσει ένα κοινωνικοπολιτικό πρόγραμμα παρόμοιο με αυτό που θα δούμε παρακάτω από τον Κλεομένη Γ’· οι πολιτικοί του αντίπαλοι όμως κρίθηκαν αποτελεσματικότεροι. Από την άλλη πλευρά, η ύπαρξη ενός μόνο βασιλέα αποδυνάμωσε εξαιρετικά το αξίωμα και μέχρι το τέλος της βασιλείας του (235 π.Χ.) ανάγκασε τον Λεωνίδα να κυβερνά -κατόπιν συμβιβασμού- με τους εφόρους.
Κατά την διακυβέρνηση του, ο Λεωνίδας προέβη σε μία κίνηση που εξασφάλισε στον οίκο του εξαιρετική δύναμη και πλούτο. Πάντρεψε, παρανόμως, τον ανήλικο γιο του Κλεομένη Γ’ με την χήρα του Άγιδος Δ’ και κόρη του πλούσιου Γύλιππου, την Αγιάτιδα. Με τον τρόπο αυτό, ο μοναδικός κληρονόμος και γιος του Άγιδος, Ευδαμίδας, θα ήταν πλέον κληρονόμος τόσο του οίκου των Αγιάδων από την πλευρά του Κλεομένους όσο και των Ευρυπωντιδών, εφόσον ο Αρχίδαμος βρίσκονταν εξόριστος στην Μεσσήνη. Η μεταβολή αυτή άλλαξε άρδην την μορφή της διαδοχής και της ύπαρξης δύο βασιλέων στην Σπάρτη. Η διττή βασιλεία ήταν πλέον παρελθόν. Άλλωστε, η ίδια η Σπάρτη ήταν αρκετά πίσω από την εποχή της. Ο θεσμός της πόλης-κράτους είχε αποδυναμωθεί και την θέση των άλλοτε ισχυρών πόλεων είχαν πάρει αφενός οι νέες αυτοκρατορίες (κοσμοπολίτικες και μη) και αφετέρου οι συνομοσπονδίες πόλεων, οι Συμπολιτείες. Η ανάγκη για μια εκ βάθρων μεταβολή στη Σπάρτη ήταν περισσότερο από ποτέ εμφανής.
Έτσι το 235 π.Χ., όταν ο Κλεομένης ανέλαβε την διαδοχή του Λεωνίδα στον θρόνο, «ήταν ο τελευταίος νόμιμος βασιλιάς σύμφωνα με τους κανόνες της κληρονομικής διαδοχής του οίκου των Αγιάδων».[1] Επιπρόσθετα, η αναρρίχησή του στον θρόνο συμπίπτει με γεγονότα που εκτυλίσσονται στην Πελοπόννησο την περίοδο αυτή, τα οποία δεν επέτρεπαν την ύπαρξη ενός λιγότερου δυναμικού προσώπου από αυτό του Κλεομένους Γ’, εφόσον η πόλη της Σπάρτης επιθυμούσε να διατηρήσει κραταιά την θέση της υπό την απειλή της Αχαϊκής Συμπολιτείας.
«Κλεομένειος» πόλεμος.
Την ισχυρή δυναμική που παρουσίαζε η Αχαϊκή Συμπολιτεία κατά τον τρίτο αιώνα στην περιοχή της Πελοποννήσου εξέφραζε ο ηγέτης της, Άρατος από την Σικυώνα. Όσο και αν η κοινωνική επανάσταση του Κλεομένους εκφράστηκε με τις μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της Σπάρτης, η ευκαιρία για την ανατροπή των πολιτικών σταθερών απλόχερα του «χαρίστηκε» από το εξωτερικό.
Τα πρώτα πέντε χρόνια της βασιλείας του Κλεομένους δεν παρατηρήθηκε κάποια ιδιαίτερη δράση εκ μέρους του. Αρχικά, ο νεαρός βασιλιάς δεν μπορούσε να αντιτεθεί στους ισχυρούς εφόρους.[2] Το γεγονός αυτό επιτάθηκε από τη χηρεία του δεύτερου βασιλικού θρόνου. Μία ακόμη ενδιαφέρουσα εικασία θέλει τον νεαρό Κλεομένη Γ’ να προσπαθεί να εξασφαλίσει ως σύμμαχο στην υλοποίηση του σχεδίου του τον «εραστή» του, τον άνθρωπο δηλαδή που είχε αναλάβει την εκπαίδευσή του, τον Ξενάρη. Οι ιδέες που τον είχαν επηρεάσει τόσο από τον δάσκαλό του Σφαίρο όσο και από την χήρα του Άγιδος Δ’ δεν κατάφεραν να πείσουν τον Ξενάρη, ο οποίος αποστασιοποιήθηκε από τον Κλεομένη. Αναπόφευκτα ο νεαρός βασιλιάς δεν κατάφερε να δημιουργήσει έναν κύκλο συμμάχων ή συνεργών ώστε να πετύχει το σχέδιο της πολιτικής ανατροπής που επιθυμούσε.[3]
Αυτό που πραγματικά έδωσε στον Κλεομένη το έναυσμα για την αποφασιστική του πορεία ήταν η κινητικότητα της Αχαϊκής Συμπολιτείας και η ανατροπή ισορροπιών στην Πελοπόννησο. Το 229, όχι απαραίτητα δια πρωτοβουλίας του Κλεομένους, η Σπάρτη κατακτά, κατόπιν και της ανοχής των Αιτωλών, τις αρκαδικές πόλεις της Μαντίνειας, της Τεγέας, του Ορχομενού και των Καφυών. Στις αρχές τους αμέσως επόμενου χρόνου (228 π.Χ.), οι έφοροι εξουσιοδότησαν τον Κλεομένη να κατακτήσει το οχυρό του Αθήναιου κοντά στα σύνορα της Αρκαδίας και στην Βελβίνα, φρούριο ιδιαίτερα σημαντικό για τον έλεγχο της κοιλάδας του Ευρώτα. Ο Άρατος αντεπιτέθηκε την νύχτα στις πόλεις της Τεγέας και του Ορχομενού, μάταια όμως.[4] Η νίκη αυτή εξασφάλισε την αύξηση του κύρους που προσθέτει μια μεγαλειώδης στρατιωτική επιτυχία και λειτούργησε ως καθοριστικό μέσο επιβολής του Κλεομένους στον στρατό. Ο βασιλιάς ήταν πλέον αρχιστράτηγος και στην πράξη. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι, έως την κατάκτηση του Αθήναιου από τον Κλεομένη, οι εχθροπραξίες μεταξύ των δύο πλευρών «ήταν περιορισμένες, πιθανότατα επειδή και η Αχαΐα και η Σπάρτη δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν την υποστήριξη από την πλευρά του Πτολεμαίου Γ’».[5] Προκύπτει επομένως ένα ζήτημα ως προς το ποια ήταν η σχέση του απομακρυσμένου βασιλείου της Αιγύπτου με τις δύο αυτές πόλεις, το οποίο μετέπειτα θα μας απασχολήσει.
To 228 ο Κλεομένειος πόλεμος, όρος που υιοθετήθηκε από το στρατόπεδο των Αχαιών, ήταν πλέον γεγονός. Ο βασιλιάς της Σπάρτης συνέχισε τις εχθροπραξίες στην περιοχή της Αρκαδίας, αντιμετώπισε όμως ιδιαίτερες δυσκολίες εξαιτίας της επιφυλακτικής στάσης που διατηρούσε το συμβούλιο των εφόρων. Ίσως και να είχαν αντιληφθεί έως ένα σημείο τις προθέσεις του Κλεομένους, ίσως κατά κάποιο τρόπο να το είχαν πληροφορηθεί. Μετά την κατάκτηση των Καφυών, οι έφοροι ανακάλεσαν τον Κλεομένη. Η τρέχουσα κατάσταση όμως για άλλη μια φορά θα ευνοήσει τον νεαρό βασιλιά. Οι κινήσεις του Αράτου αναγκάζουν τους εφόρους να στείλουν τον ίδιο τον Κλεομένη στην Αρκαδία, εκεί θα κατακτήσει το Μιθύδριο που είχε προσχωρήσει στην Αχαϊκή συμπολιτεία. Στο μεταξύ, στρατηγός της Συμπολιτείας αυτή την φορά εκλέχθηκε ο Αριστόμαχος, πρώην τύραννος του Άργους και από τους παλαιότερους εχθρούς της Σπάρτης, ο οποίος εκστράτευσε εναντίον του Κλεομένους.

Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι Αχαιοί με αρχηγό τον Αριστόμαχο πλέον, κινήθηκαν εναντίον του Κλεομένους με τον υπεράριθμο στρατό των 20.000 πεζικού και 1.000 ιππικού. Στον αντίποδα, ο Κλεομένης είχε στην κατοχή του μόνο 5.000 άνδρες, δηλαδή μόλις το ένα τέταρτο σχεδόν του έμψυχου δυναμικού των Αχαιών. Παρά την υπεροχή τους, ο Άρατος πείθει τον Αριστόμαχο να μην επιτεθεί, ίσως γιατί πίστευε πως μια πιθανή σύγκρουση με την Σπάρτη θα απογύμνωνε τη Συμπολιτεία από την επιδότηση που προερχόταν από το βασίλειο της Αιγύπτου ή γιατί απλούστερα ο ίδιος διακαώς επιθυμούσε να επανέλθει στο προσκήνιο.
Η συνέχεια γίνεται όλο και πιο ελκυστική για τον Κλεομένη. Η άτυπη αυτή νίκη αποδείχθηκε ιδιαίτερα σημαντική για το ηθικό του σπαρτιατικού στρατού. Οι Αχαιοί χλευάστηκαν συλλήβδην για την υποχώρησή τους παρά την αριθμητική τους υπεροχή. Για μια ακόμη φορά ο Άρατος επανεκλέχθηκε στρατηγός το 227. Παράλληλα, ο Κλεομένης προσπάθησε να ενισχύσει τον θεσμό της βασιλείας και κάλεσε πίσω τον εξόριστο βασιλιά του οίκου των Ευρυπωντιδών. Ωστόσο, ο Αρχίδαμος δολοφονήθηκε σχεδόν αμέσως. Ο Πολύβιος έσπευσε να χαρακτηρίσει ένοχο τον Κλεομένη, γιατί, σύμφωνα με αυτόν, ήθελε να εξουδετερώσει κάθε ανταπαιτητή του θρόνου.[6] Κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενο, ιδίως εάν λάβουμε υπόψη την αρνητικά μεροληπτική άποψη του Πολυβίου για τον Κλεομένη. Η αντίθετη άποψη μάλλον είναι πιο ρεαλιστική: «Ο Κλεομένης κατηγορήθηκε αμέσως από τους Σπαρτιάτες είτε για την οργάνωση είτε για την συνομολόγηση στην δολοφονία του Αρχίδαμου. Η ντροπή που μπορεί να ένιωσε αλλά και η αποδυνάμωση του βασιλικού θεσμού ήταν η κινητήρια δύναμη της πολιτειακής ανατροπής».[7]
Τα γεγονότα όμως υπηρετούσαν μια ακατάπαυστη ροή: ο Κλεομένης, όντας ικανός, πείθει τους εφόρους να αποχωρήσει και να συνεχίσει να ασκεί το καθήκον της αρχιστρατηγίας. Μια σκιά συνομωσίας πλανάται από πάνω του, εντούτοις η λύση γι’ αυτόν προήλθε και πάλι από το εξωτερικό ύστερα από την επιτυχία της κατάκτησης του οχυρού των Λεύκτρων. Το οχυρό των Λεύκτρων βρισκόταν σε απόσταση δέκα περίπου χιλιομέτρων από την Μεγαλόπολη και έμμεσα ελέγχονταν από τις δυνάμεις της Αχαϊκής Συμπολιτείας.[8] Εδώ θα χρειαστεί να γίνει μια μικρή διευκρίνιση. Το πεδίο δράσης του Κλεομένους ήταν τα Λεύκτρα Μεγαλουπόλεως και όχι τα Λεύκτρα Βοιωτίας όπου έλαβε μέρος η κομβική μάχη του 371π.Χ μεταξύ Θηβαίων και Σπαρτιατών.
Αναντίρρητα όσο έκδηλος και αν ήταν ο εσωτερικός αναβρασμός της Σπάρτης, ο Κλεομένης είχε αποδείξει ότι στις δύσκολες στιγμές στρέφονταν πάντα προς το εξωτερικό. Το κύριο προσόν του και αυτό που του εξασφάλιζε κύρος ήταν η δεινότητά του ως αρχιστράτηγος. Έστω και χωρίς τον ουσιαστικό έλεγχο του εσωτερικού της Σπάρτης, ο νεαρός βασιλιάς κατάφερε να αποκτήσει φήμη και συμμάχους έξωθεν της Σπάρτης. Στην ερμητική σπαρτιατική κοινωνία, με τις εκατό οικογένειες των πολιτών που είχαν απομείνει να είναι πολιτικά ανώριμες, το μόνο σώμα που μπορούσε να τον βοηθήσει στα σχέδια του ήταν ο στρατός. Η εξουσία του βασιλιά ήταν αυστηρά περιορισμένη, όμως η αέναη εμμονή της Αχαϊκής Συμπολιτείας για την επικράτησή της στην Πελοπόννησο έδωσε τα μέσα στον Κλεομένη να επιβληθεί
Η επανάσταση.
Δεν μπορούμε να καθορίσουμε με ασφάλεια το χρονικό στίγμα που αποφάσισε να επιβληθεί στους εφόρους και γενικά σ’ ολόκληρη την Σπάρτη. Ενδεχομένως, να ήταν η στιγμή που ο μοναδικός διάδοχος του θρόνου των Ευρυπωντιδών δολοφονήθηκε. Από την άλλη, η ικανότητά του στο πεδίο της μάχης είχε πλέον αποδειχτεί περίτρανα στο παρελθόν. Σίγουρα ο Κλεομένης θεωρούνταν υπολογίσιμος και ικανός από τους αντιπάλους του τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Γεγονός είναι ότι οι έφοροι δεν μπόρεσαν παρά να εξουσιοδοτήσουν την τρίτη εκστρατεία του το 227 π.Χ. Ο Πλούταρχος στους βίους του Άγιδος και του Κλεομένους αναφέρει ότι ο Κλεομένης έπεισε τους εφόρους να εγκρίνουν την τελευταία εκστρατεία του χρηματίζοντάς τους. Εδώ λοιπόν προκύπτει το εξής ερώτημα, ποια ήτανε η προέλευση της οικονομικής αρωγής που λάμβανε;
Ο Κλεομένης ήταν ιδιαίτερα ικανός, ευφυής και δρούσε μεθοδευμένα. Χωρίς καμία ιδιαίτερη δυσκολία έπεισε την μητέρα του Κρατισίκλεια, η οποία γνώριζε τα σχέδια του, να παντρευτεί έναν ισχυρό άντρα της Σπάρτης, τον Μεγιστάνα. Συνάμα η χήρα του Άγιδος Δ’ και σύζυγος του Κλεομένους, Αγιάτιδα, ως κόρη του εύπορου Γύλιππου διέθετε αρκετά μεγάλη περιουσία. Επομένως, οι οικονομικοί πόροι και η επιρροή που διέθετε ο Κλεομένης τόσο για τον (πιθανό) χρηματισμό των εφόρων όσο και για τις εκστρατείες και για το δυναμικό που συγκέντρωνε προέρχονταν άμεσα από την Αγιάτιδα, την Κρατισίκλεια και τον πατριό του, Μεγιστάνα. Μετά την τρίτη εκστρατεία του και αφού κατέλαβε την πόλη Ηραία που ήταν υπό την κατοχή των Αχαιών, κινήθηκε κυκλικά ώστε να εισαγάγει τρόφιμα στον Ορχομενό και παρέμεινε κοντά στην Μαντίνεια. Έχοντας τα στρατεύματα του στην Αρκαδία, άφησε όλους τους στρατιώτες πίσω για να πραγματοποιήσουν ασκήσεις και πήρε μαζί του μια μικρή ομάδα μισθοφόρων, με την βοήθεια των οποίων εκτέλεσε ένα είδος πραξικοπήματος.[9] Πεπεισμένος ότι η μοναρχία που ονειρευόταν μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο με την βία και όχι με την πειθώ, επέλεξε αυτήν την ομάδα των ψυχρών μισθοφόρων για την εκτέλεση του σχεδίου του.[10] Οι μισθοφόροι του Κλεομένους προέρχονταν είτε γενικά από πόλεις της Πελοποννήσου είτε από πρώην φιλοαχαϊκές πόλεις που τάχθηκαν με την Σπάρτη καθώς ο Κλεομένης καταργούσε τα ολιγαρχικά καθεστώτα που τις καταπίεζαν.[11] Πιθανό ακόμη είναι και να επιθυμούσαν την εφαρμογή της διαγραφής των χρεών στις πόλεις τους.
Στην ομάδα που πήρε μαζί του καθοριστική θέση είχαν και οι μόθακες, νόθοι γιοι Σπαρτιατών, είλωτες από την πλευρά της μητέρας τους, οι οποίοι προσδοκούσαν στην ευόδωση της επανάστασης για να αποκτήσουν πολιτικά δικαιώματα τα οποία ως τότε δεν είχαν. Έχοντας αφήσει τον Μεγιστάνα στην Σπάρτη έστειλε μία ομάδα πέντε επίλεκτων στρατιωτών-εκτελεστών, έναν για κάθε έφορο. Δολοφονήθηκαν οι τέσσερις από τους εφόρους και δέκα υποστηρικτές τους. Ο Αγύλαιος, ένας εκ των πέντε εφόρων, διέφυγε τραυματισμένος. Έπειτα, ο Κλεομένης εξόρισε ογδόντα αντιπάλους του και προχώρησε στην εφαρμογή του προγράμματός του. Από το στόχαστρο του Κλεομένους δεν ξέφυγε και η Γερουσία: «Έλεγε δε ότι η Γερουσία είχε ενωθεί με τους βασιλείς από τον καιρό του Λυκούργου και ότι μετέπειτα η πόλη είχε διοικηθεί με τον αυτόν τον τρόπο και για μεγάλο χρονικό διάστημα, δίχως να έχει ανάγκη από άλλους αξιωματούχους».[12] Με τον τρόπο αυτό, προσπάθησε να δείξει πως είναι πιστός στο παράδειγμα του Λυκούργου, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι η Γερουσία ήταν η πεμπτουσία της νομοθεσίας του. Ως απόρροια της σύνδεσης του με τον Λυκούργο δεν θα μπορούσε να εξαφανίσει και την Γερουσία, ο βασιλιάς της Σπάρτης όμως ήταν αποφασισμένος να προχωρήσει σε ριζικές αλλαγές.
Οι μεταρρυθμίσεις.
Το πρόγραμμα αναμόρφωσης της Σπάρτης δέχθηκε επιρροές από πληθώρα προσώπων. Σαφέστατα ο Κλεομένης επηρεάστηκε από την αποτυχημένη προσπάθεια του Άγιδος να το εφαρμόσει και παραδειγματίστηκε από την κατάληξή του. Γνωρίζουμε ακόμη πως επηρεάστηκε από τον δάσκαλό του, τον στωικό φιλόσοφο Σφαίρο από την Βορυσθένη της Μαύρης Θάλασσας. Το σίγουρο είναι πως ο βασιλέας της Σπάρτης προώθησε τις μεταρρυθμίσεις του στηριζόμενος σε ένα γνωστό πρόσωπο που ήταν αποδεκτό από το σύνολο των Σπαρτιατών, τον Λυκούργο. Η βαρύτητα που προσέφερε το πρόσωπο του Λυκούργου στις σκληρές αλλαγές που επέβαλε ο Κλεομένης ήταν ο σημαντικότερος παράγων νομιμοποίησής τους. Ανάμεσα στις μεταρρυθμίσεις που προέβη ήταν η αναδιανομή της γης. Διαίρεσε την γη σε 4.000 κλήρους, εκ των οποίων 2.500 διατέθηκαν στους πολίτες της Σπάρτης με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, 1.400 στους περίοικους και στους ξένους -πιθανώς για να αποκαταστήσει τους μισθοφόρους ως ανταμοιβή που τον βοήθησαν να καρπωθεί την εξουσία- ενώ κράτησε και κάποιους κλήρους για όσους είχαν εξορισθεί. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να σημαίνει είτε πως επρόκειτο να επιστρέψουν είτε πως αποτέλεσαν μέρος της προπαγάνδας του Κλεομένους. Τα χρέη διαγράφηκαν και το σώμα των πολιτών αυξήθηκε σε 5.000 περίπου, μαζί με τους περίοικους και τους μέτοικους. Στα οπισθοδρομικά μέτρα του Κλεομένους –που συνάδουν όμως με την «εκμετάλλευση» του Λυκούργου- συγκαταλέγεται: η επαναφορά της σπαρτιατικής αγωγής, η τήρηση της αυστηρής σπαρτιατικής δίαιτας και η παράδοση της σοδειάς από τους είλωτες στο ακέραιο.[13]
Το πεδίο στο οποίο ο Κλεομένης υπήρξε ιδιαίτερα καινοτόμος ήταν εκείνο του στρατού. Συγκεκριμένα εισήχθη για πρώτη φορά από τον Σπαρτιάτη βασιλιά η υιοθέτηση της μακεδονικής φάλαγγας και του βασικού πολεμικού εξοπλισμού της. Οι Σπαρτιάτες μαθαίνουν να χρησιμοποιούν την σάρισσα, το μακρύ δόρυ που χρησιμοποιούσαν οι Μακεδόνες, και να κουβαλούν την ασπίδα τους με τη χρήση ζώνης.[14] Στο πρωτεύον πρόβλημα της ολιγανθρωπίας απάντησε με την αύξηση του στρατιωτικού σώματος μέσω της ενσωμάτωσης των κορυφαίων περίοικων.
Σε πολιτειακή βάση, στην θέση των εφόρων εγκατέστησε τον πατρονόμο, ένα νέο ετήσιο αξίωμα με σκοπό την προστασία των νόμων. Για να διατηρεί την σχεδόν απόλυτη εξουσία που είχε εξασφαλίσει έπρεπε, σεβόμενος το δόγμα του Λυκούργου να διατηρήσει την Γερουσία, προχώρησε όμως στην υποβάθμιση των εξουσιών της. Αυτός ήταν και ο υποβόσκων ρόλος του αξιώματος του πατρονόμου. Πολύ πιθανόν ο Κλεομένης να αφαίρεσε το τεράστιο κύρος της Γερουσίας μετατρέποντάς την σε ετήσια από αιώνια. Τέλος, έχοντας την πλήρη εξουσία, όρισε συμβασιλέα τον αδερφό του Ευκλείδη.[15] Αποτέλεσμα ήταν να υποτιμηθεί ο γενικότερος θεσμικός ρόλος της Γερουσίας και να παραμερισθεί, αφήνοντας στον Κλεομένη τα περιθώρια να δρα στην κατεύθυνση που επιθυμούσε.
Μολαταύτα ο ακρογωνιαίος λίθος στην επιτυχία της ανατροπής ήταν ο τρόπος που διαχειρίστηκε τους πολιτικούς του αντιπάλους. Χωρίς δισταγμό, εξόρισε ή εξολόθρευσε κάθε λογής απειλή. Η Σπάρτη απέκτησε για λίγο και πάλι τον «λακωνικό» της χαρακτήρα. Ο Κλεομένης, αφού έλαβε όλα αυτά τα μέτρα που τον κατέστησαν ένα πραγματικά ισχυρό ηγεμόνα στο εσωτερικό, συνέχισε την δυναμική εξωστρεφή πολιτική της Σπάρτης.
Ο εξωτερικός παράγων.
Ο συνδυασμός του προσωποπαγούς πολιτεύματος και της αναδιοργάνωσης του στρατού λειτούργησε αρκετά θετικά στην αρχή για την Σπάρτη. Την νίκη της στο πεδίο του Εκατόμβαιου το 226 π.Χ. ακολούθησε η διπλωματική επιτυχία που επικύρωσε την συμμαχία της με το Άργος το 225 π.Χ. Έως το 224, το κοινωνικοπολιτικό μόρφωμα του δυναμικού ηγεμόνα είχε φέρει στο στρατόπεδο της Σπάρτης όχι μόνο το Άργος αλλά και το μεγαλύτερο τμήμα της Αρκαδίας.[16]
Όπως ήτανε φυσικό, ο Άρατος ανησύχησε και αποφάσισε πως έπρεπε να κινηθεί δραστικά. Η στρατιωτική επικράτηση του Κλεομένους στην Πελοπόννησο θα μπορούσε πολύ εύκολα να μετατραπεί σε ένα καθεστώς ηγεμονίας σε ολόκληρη την χερσόνησο. Μέσα σε μεγάλη σύγχυση, ο Άρατος εγκατέλειψε την αντιμακεδονική του πολιτική και εναπόθεσε τις ελπίδες του στους Μακεδόνες, πράξη που έστρεψε το βασίλειο της πτολεμαϊκής Αιγύπτου προς την Σπάρτη. Ο Πτολεμαίος Γ’ δεν ήταν διατεθειμένος να στηρίξει οποιαδήποτε δύναμη συμμαχούσε με την Μακεδονία. Συνεπώς γίνεται εύκολα αντιληπτό πόσο λογική ήτανε η υποστήριξη του Κλεομένους Γ’ από τον ίδιο. Εμφανώς η Σπάρτη υστερούσε πάντα σε χρήματα και σε έμψυχο δυναμικό. Ποια μορφή λοιπόν είχε η υποστήριξη που παρείχε ο Πτολεμαίος; Αρχικά, ήταν χρηματική. Ο Κλεομένης χρηματοδοτήθηκε είτε με μπρούτζινα Αιγυπτιακά νομίσματα είτε με άργυρο που του επέτρεψε να κόψει το ασημένιο τετράδραχμο που χρησιμοποίησε και ο Άγις Δ’.

Ένα τμήμα των χρημάτων κατανεμήθηκε για την αναστήλωση του ναού της Αρτέμιδος Ορθίας και για την ανακαίνιση του «Μεγάλου Ιερού» που ήταν αφιερωμένο στον Λυκούργο. Το μεγαλύτερο όμως μέρος των χρημάτων διατέθηκε για την προετοιμασία του στρατεύματος των πολιτών και των μισθοφόρων εν όψει της μεγάλης μάχης εναντίον της αντισπαρτιατικής συμμαχίας.
Η κάθοδος του Δώσωνος στην Πελοπόννησο δεν αποτέλεσε έναν κεραυνό εν αιθρία για όσους έχουν γνώση των πληροφοριών που μας προσφέρει ο Πολύβιος επί του θέματος. Η σύμπραξη Άρατου και Αντιγόνου ήταν μάλλον παρασκηνιακή. Ο Πολύβιος υποστηρίζει ανοικτά πως σε περίπτωση νίκης του Αντιγόνου Γ’ και εγκαθίδρυσης «de facto» μακεδονικής επικυριαρχίας στην Πελοπόννησο, η κοινή γνώμη θα θεωρούσε αποκλειστικό υπεύθυνο τον Άρατο. Για τον λόγο αυτό ο ίδιος εμπιστεύθηκε το σχέδιο του στους δύο στενούς Μεγαλοπολίτες φίλους του, τον Νικοφάνη και τον Κερκίδα. Οι δύο συνεργάτες γρήγορα έπεισαν τους κατοίκους της Μεγαλόπολης για την αποστολή πρεσβείας στον Μακεδόνα βασιλιά. Ταυτόχρονα ανέλαβαν και την πρεσβεία ακολουθώντας μεθοδικά τις υποδείξεις που τους έκανε ο Άρατος. Στην γραπτή του απάντηση ο Αντίγονος υποσχέθηκε ότι κατόπιν και της επιθυμίας των Αχαιών θα παρείχε την αναμενόμενη βοήθεια στην Μεγαλόπολη.[17]
Η συνεργασία των δύο ανδρών εγκαινιάστηκε με την παράδοση του Ακροκορίνθου, που λίγα χρόνια πριν είχε στερήσει από το Μακεδονικό βασίλειο ο στρατηγός των Αχαιών. Σύμφωνα με τον Πολύβιο ο Άρατος προφασίστηκε την στροφή των Κορινθίων προς τον Κλεομένη Γ’ για την εκδίωξη των Αχαιών από την πόλη. Τότε και μόνον απέκτησε την αφορμή που μανιωδώς αναζητούσε ώστε να παραδώσει τον βράχο του Ακροκορίνθου στους Μακεδόνες. Αβίαστα κανείς συμπεραίνει ότι ο Αντίγονος απέκτησε ένα πανίσχυρο ορμητήριο στην Πελοπόννησο. Η αντίδραση του Κλεομένους ήταν να στρατοπεδεύσει στον Ισθμό. Στο άκουσμα της είδησης πως θα παρουσιαστεί και στην Θεσσαλία ο Αντίγονος κινήθηκε εναντίον του. Οι Αιτωλοί όμως, διόλου ευκαταφρόνητη δύναμη, απαγόρευσαν την διέλευση του Αντιγόνου με τον στρατό του από τις Θερμοπύλες, απειλώντας τον ανοιχτά με πόλεμο. Μην έχοντας άλλη επιλογή ο Αντίγονος κατέφθασε στον Ισθμό μέσω της Εύβοιας. Η άμυνα του Κλεομένους έμοιαζε αδιάτρητη εντούτοις το πρώτο ρήγμα της κατέστη μοιραίο για την κατάρρευση της Σπάρτης.[18]
Με την εξέγερση του Αριστοτέλους στο Άργος υποβοηθούμενη από τους Αχαιούς ο Κλεομένης Γ’ γυρίζει πίσω. Βλέποντας την έκβαση της μάχης υποχωρεί στην Σπάρτη μέσω της Μαντίνειας. Ο Αντίγονος αιφνιδίως άδραξε την ευκαιρία, εισέβαλλε στην Πελοπόννησο και κατέλυσε ένα προς ένα τα φρούρια του Κλεομένους. Το 224π.Χ στην συνέλευση της Αχαϊκής Συμπολιτείας στο Αίγιο ο Αντίγονος Δώσων εκλέχθηκε ηγεμών-στρατηγός της «Συμμαχίας». Την ίδια στιγμή ανέπτυξε και τα σχέδιά του για την «Ελληνική Συμμαχία» που θα αποτελούνταν από συμπολιτείες και «κράτη» ως ανάχωμα προς την Σπάρτη και μελλοντικά προς την Αιτωλική συμπολιτεία. Η συμμαχία αποτελούνταν από Αχαιούς, Μακεδόνες, Θεσσαλούς, Ηπειρώτες, Ακαρνάνες, Βοιωτούς και Φωκείς.[19] Στην πράξη όμως ο Αντίγονος αποφασιστικά καθιέρωσε την μακεδονική ηγεμονία και ανέλαβε επίσημα επικεφαλής του αγώνα κατά του Κλεομένους. Η προσπάθεια του Άρατου να ποδηγετήσει εν καιρώ τον Δώσονα έπεσε στον κενό…



Σε αντίθεση με τον Άρατο, ο Μακεδόνας βασιλέας Αντίγονος Γ’ ήταν ιδιαίτερα ικανός στρατηγός. Οι δυσκολίες που επρόκειτο να αντιμετωπίσει η Σπάρτη ήταν αρκετά σημαντικές και οι συνθήκες μη ευνοϊκές. Οι οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετώπιζε ο Κλεομένης, κυρίως λόγω και της απόσυρσης της οικονομικής αρωγής του Πτολεμαίου λίγο πριν την μάχη εναντίον των Μακεδόνων επιτείνονταν από την ολιγανθρωπία. Ήταν λοιπόν η σειρά του να κάνει μία κίνηση απελπισίας. Όταν ο Αντίγονος Γ’ περιόρισε τον Κλεομένη στην Λακωνία, αυτός ελευθέρωσε τους Είλωτες που μπορούσαν να πληρώσουν το ποσό των πέντε μνων. Με τον τρόπο αυτό συγκέντρωσε 500 τάλαντα και εξόπλισε 3.000 στρατιώτες στον αγώνα του εναντίον της Μακεδονίας.[21] Ωστόσο, στη μάχη που διεξήχθη το 222π.Χ στην Σελλασία, ο στρατός της Σπάρτης ηττήθηκε ολοσχερώς και ο Κλεομένης κατέφυγε στην Αίγυπτο. Τρία χρόνια αργότερα, άφησε την τελευταία του πνοή υποκινώντας εξέγερση εναντίον του Πτολεμαίου Δ’.
Εν κατακλείδι η μάχη στην Σελλασία αποτέλεσε μια διαφοροποίηση της σύγκρουσης της Μακεδονίας και της τεχνικά ανεξάρτητης ακόμη Σπάρτης. Πρόκειται για την σύγκρουση της μακεδονικής αντίληψης για την επικυριαρχία στους νότιους Έλληνες απέναντι στην κοινωνική επανάσταση και σε αυτά που αντιπροσώπευε η επανάσταση του Κλεομένη. Σε μία σύγκρουση εποχών και ιδεών που νικητής αναπόφευκτα θα ήταν η Μακεδονία.


Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-M.M. Αustin, The Hellenistic World from Alexander to the Roman Conquest, Cambridge 1981.
-P.J. Rhodes, Οι ελληνικές πόλεις-κράτη. Μία συλλογή πηγών, (μτφ.-επιμέλεια: Ι.Κ. Ξυδόπουλος), Αθήνα 2010.
-F.W. Walbank, «Macedonia and the Greek Leagues», in Cambridge Ancient History vol. VII.1, Cambridge 1984.
-P. Cartledge-A. Spawforth, Hellenistic and Roman Sparta, 1992.
-F.W Walbank, Ο Ελληνιστικός κόσμος, εκδόσεις Βάνιας, α’ ανατύπωση, (μετάφραση: Τ. Δαρβέρης επιμέλεια: Λ. Μανωλόπουλος – Π. Νίγδελης), Θεσσαλονίκη 1999.
-Otto Morkholm, EARLY HELLENISTIC COINAGE from the accession of Alexander to the peace of Apamea (336-186 B.C), Cambridge University Press, 1991.
-Περικλής Ροδάκης, Κλεομένης Γ΄ της Σπάρτης η μεγάλη κοινωνική επανάσταση, εκδόσεις Καστανιώτη, Γ’ έκδοση, 1994.
-Πηγή: Πλούταρχος, «Άγις και Κλεομένης».
–Barrington atlas of the Greek and Roman world, έκδοση Princeton, N.J. Princeton University Press, 2000.
–Atlas of the Greek and Roman world in antiquity, έκδοση: Park Ridge, N.J. Noyes Press, 1981
-Πολυβίου, «Ιστοριών Β’», εκδόσεις: Στιγμή, (μετάφραση: Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος), Αθήνα 1995.
-ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Κ. ΓΥΙΟΚΑ, «Αντίγονος Δώσων, επίτροπος του Φιλίππου Ε’ και βασιλεύς της Μακεδονίας», Θεσσαλονίκη 1986.
Παραπομπές
Cartledge – Spawforth 1998, 49.
Walbank 1984, 456.
Ροδάκης 1994, 187-88.
Walbank 1984, 456.
Walbank 1984, 457.
P.CARTLEDGE-A.SPAWFORTH, 1992, σ. 50-51.
F.W.WALBANK, 1984, σ. 457.
F.W.WALBANK, 1984, σ. 457-458.
P.CARTLEDGE-A.SPAWFORTH, 1992, σ. 50.
P.CARTLEDGE-A.SPAWFORTH, 1992, σ. 51.
F.W Walbank, 1984, σ. 471.
RJ RHODES, 2010, σ. 123 κείμενο 30.
F.W.WALBANK, 1984, σ. 458.
MM Austin, 1981, σ.111 κείμενο 56.
P.CARTLEDGE-A.SPAWFORTH, 1992, σ. 52.
P.CARTLEDGE-A.SPAWFORTH, 1992, σ. 54.
Πολυβίου, Ιστοριών Β’, 1995, σ.100-105.
Πολύβιου, Ιστοριών,1995, σ.108-111.
F.W.WALBANK, 1984, σ.468-469.
ΓΥΙΟΚΑΣ, 1986, σ.383-387.
F.W.WALBANK,1999, σ. 244