Δέσποινα Δελίδου
Επιχείρηση “Market-Garden”.
Η πανωλεθρία των Συμμάχων λίγο πριν από τη λήξη του πολέμου.
Η κατάσταση τον Σεπτέμβριο του 1944
Στα τέλη Αυγούστου του 1944 η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στο Δυτικό Μέτωπο ευνοούσε τους Συμμάχους. Με την επιθετικότητά τους ενισχυμένη ύστερα από την επικράτηση στη μάχη της Νορμανδίας, αποφάσισαν να απωθήσουν τους Γερμανούς προς τα ανατολικά με σκοπό να καταφέρουν το τελειωτικό χτύπημα μέσα στην καρδιά της πατρίδας τους, στο Ρουρ, μια από τις πιο ζωτικές βιομηχανικές περιοχές του Τρίτου Ράιχ. Εάν κυριευόταν το Ρουρ, ο Χίτλερ δε θα μπορούσε να συντηρήσει τον πόλεμο. 1 Σε όλα τα συμμαχικά κράτη επικρατούσε η άποψη ότι ο γερμανικός στρατός στη Δύση βρισκόταν στα πρόθυρα της διάλυσης και ότι οι Γερμανοί, πιεζόμενοι και από τους Ρώσους στο Ανατολικό Μέτωπο, θα κατέρρεαν σε μερικές εβδομάδες. 2 Μέχρι τα Χριστούγεννα ο πόλεμος θα είχε τελειώσει.
Επηρεασμένος από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ο στρατηγός Μοντγκόμερυ πρότεινε ένα σχέδιο με το όνομα «Επιχείρηση Κομήτης». Σύμφωνα με αυτό, αν οι Συμμαχικές δυνάμεις κατάφερναν να διαβούν τον Κάτω Ρήνο στη βόρεια Ολλανδία, κοντά στα σύνορα με τη Γερμανία, η Βρετανική 2η Στρατιά θα είχε τη δυνατότητα να φτάσει πίσω από την γερμανική αμυντική γραμμή Ζίγκφριντ και να επιτεθεί στο Ρουρ, ανοίγοντας τον δρόμο για το Βερολίνο. Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελούσε η ρίψη αεραποβατικών δυνάμεων στο Άρνεμ για την κατάληψη της ομώνυμης γέφυρας. Η επιχείρηση έλαβε την έγκριση του Ανώτατου Συμμαχικού Διοικητή, Στρατηγού Ντουάιτ Αϊζενχάουερ και προγραμματίστηκε για τις 7 Σεπτεμβρίου. Εξαιτίας όμως της επιδείνωσης του καιρού, που δεν επέτρεπε αεραποβατικές επιχειρήσεις, αναβλήθηκε με σκοπό να πραγματοποιηθεί την επόμενη ημέρα. 3 Ωστόσο, τον Σεπτέμβριο η συμμαχική προέλαση στο Δυτικό Μέτωπο σταμάτησε. Αμφότεροι οι διοικητές Μοντγκόμερυ και Πάττον βρέθηκαν αντιμέτωποι με την έλλειψη εφοδίων και καυσίμων, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη αντίσταση του εχθρού. 4 Κατά συνέπεια, η «επιχείρηση Κομήτης» ακυρώθηκε, η ιδέα όμως μιας παρόμοιας αεραποβατικής επίθεσης διατηρήθηκε στο μυαλό του στρατάρχη.
Εν τω μεταξύ, το βράδυ της 8ης Σεπτεμβρίου έγινε ρίψη δύο βαλλιστικών πυραύλων V-2 των Γερμανών εναντίον του Λονδίνου, οι οποίοι όμως αστόχησαν και έπληξαν την περιοχή του Έσσεξ, 5 προκαλώντας τρόμο στους κατοίκους και ανησυχία στη βρετανική κυβέρνηση. Τότε ο Τσώρτσιλ με επιτακτικό τρόπο απαίτησε την άμεση εξουδετέρωση των βάσεων του εχθρού, που βρίσκονταν στη Χάγη.
Στις 10 Σεπτεμβρίου, ο Μοντγκόμερυ επισκέφθηκε τον Αϊζενχάουερ με ένα νέο, τολμηρό σχέδιο με σκοπό να επιταχύνει την προέλαση στο Ρουρ. Η πρότασή του ήταν να εισβάλλει στην Γερμανία μέσω της Ολλανδίας με μια ισχυρή μετωπική επίθεση προς Άρνεμ. Πίστευε πως από το Άρνεμ δε θα ήταν δύσκολο να υπερκερκεραστεί το πλευρό των συνοριακών αμυντικών έργων των Γερμανών. 6 Υπήρχε, ωστόσο, κατά μήκος αυτής της διαδρομής το εμπόδιο των πολλών ποταμών, μερικοί από τους οποίους ήταν οι μεγαλύτεροι στην Ευρώπη. Προκειμένου το πρόβλημα να καταστεί προσπελάσιμο, ο Μοντγκόμερυ επανήλθε στο προηγούμενο σχέδιό του, συνιστώντας την ρίψη αεραποβατικών δυνάμεων στο ανατολικό τμήμα της κατεχόμενης Ολλανδίας και την κατάληψη οκτώ γεφυρών κατά μήκος του κυρίου οδικού άξονα μεταξύ Αϊντχόβεν και Άρνεμ. Σκοπός ήταν η δημιουργία ενός «διαδρόμου» μήκους εκατό τριών χιλιομέτρων, που θα απλωνόταν σαν χαλί υπό τον έλεγχο των αλεξιπτωτιστών, έως ότου φτάσουν οι χερσαίες δυνάμεις της Βρετανικής 2ης Στρατιάς που στρατοπέδευαν στα σύνορα Βελγίου – Ολλανδίας. 7
Άλλωστε, η κατάσταση για τους Συμμάχους, παρά τις προηγούμενες επιτυχίες τους, είχε διαφοροποιηθεί. Οι άξονες ανεφοδιασμού είχαν επιμηκυνθεί υπερβολικά αγγίζοντας τα πεντακόσια, περίπου, χιλιόμετρα, καθώς όλα τα εφόδια μεταφέρονταν ακόμη από την Νορμανδία, κυρίως από το Χερβούργο, τη Χάβρη και από ορισμένα άλλα απομακρυσμένα λιμάνια του Ατλαντικού. 8 Το σημαντικότερο, όμως, πρόβλημα ήταν ότι κατά μήκος του άξονα προέλασης του 30ου Σώματος του στρατηγού Μπράιαν Χόρροκς, που έφερε την ευθύνη για την κύρια επιθετική προσπάθεια, υπήρχαν επτά σοβαρά υδάτινα κωλύματα. Η διάβαση των κωλυμάτων αυτών με πλωτά μέσα γεφυροσκευής ήταν και δαπανηρή και χρονοβόρα. Ο χρόνος πίεζε, καθότι οι βάσεις των πυραύλων V-2 έπρεπε να τεθούν εκτός λειτουργίας όσο το δυνατό πιο σύντομα. Συνεπώς, η μόνη λύση για να προχωρήσουν γρήγορα οι δυνάμεις του βρετανικού 30ου Σώματος ήταν η υποχρεωτική χρησιμοποίηση της δημόσιας οδού Αϊντχόβεν – Άρνεμ, το μοναδικό, δηλαδή, δρομολόγιο που θα εξυπηρετούσε τον άξονα προέλασής τους.

Παρόλο που δεν πείστηκε απόλυτα για την ορθότητα του σχεδίου του Μοντγκόμερυ και παρά τις αντιρρήσεις του στρατηγού Ομάρ Μπράντλεϋ, διοικητή του Β΄ Σώματος Στρατού ο οποίος δεν ανεχόταν τους Βρετανούς σε πρώτο ρόλο, ο Αϊζενχάουερ έδωσε την συγκατάθεσή του για την πραγματοποίηση του σχεδίου. Με τον άσπονδο εχθρό του, τον Πάττον, εγκλωβισμένο στο Μετς της ανατολικής Γαλλίας, ο Μοντγκόμερυ άρχισε να σχεδιάζει την επίθεση, η έναρξη της οποίας ορίστηκε για τις 17 Σεπτεμβρίου και έλαβε το κωδικό όνομα «επιχείρηση Market Garden».
«Market» ονομάστηκε το αεραποβατικό σκέλος της, το οποίο ανέλαβε να εκτελέσει το βρετανικό 1ο αεραποβατικό σώμα του Στρατηγού Μπράουνινγκ με τρεις αερομεταφερόμενες Μεραρχίες, τις αμερικανικές 82η και 101η και την 1η βρετανική, μία πολωνική ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών και μία αεροπροσγειούμενη Μεραρχία, την 52η βρετανική. «Garden» ονομάστηκε η χερσαία επίθεση του πεζικού και των αρμάτων, που αφορούσε τη φάλαγγα των βρετανικών τανκς του 30ου σώματος με κατεύθυνση προς τον βορρά, κατά μήκος του αυτοκινητόδρομου 69, αποκαλούμενου και «αυτοκινητόδρομου της κόλασης» από τους Αμερικανούς, υπό τη διοίκηση του Στρατηγού Μπράιαν Χόρροκς. Αυτός ο δρόμος βρισκόταν ένα μέτρο πάνω από το έδαφος, γεγονός που σήμαινε ότι οτιδήποτε κινούνταν επάνω του θα αποτελούσε ιδανικό στόχο στόχο για το πυροβολικό των αμυνομένων Γερμανών.
Το σχέδιο
Οι γέφυρες του Άρνεμ, μια οδική, μια σιδηροδρομική και ένα πορθμείο, βρίσκονταν στο βορειότερο σημείο της ζώνης ενεργείας του Βρετανικού 30ού Σώματος Στρατού. Το αρχικό σχέδιο του Μοντγκόμερυ προέβλεπε την παρακάτω ακολουθία ενεργειών. Σε πρώτη φάση η Βρετανική 1η αεραποβατική μεραρχία με διοικητή τον υποστράτηγο Ρόμπερτ Έρκαρτ, συνεπικουρούμενη από ένα σύνταγμα ανεμοπτέρων και από την ανεξάρτητη πολωνική 1η ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών του Στάνισλαβ Σοσαμπόβσκι, θα αναλάμβανε την κατάληψη των γεφυρών και της πόλης του Άρνεμ που βρισκόταν 97 χιλιόμετρα πίσω από τις εχθρικές γραμμές, εγκαθιδρύοντας ένα αεροπρογεφύρωμα στην περιοχή. Σε δεύτερη φάση έπρεπε να προετοιμάσει διαδρόμους, για να προσγειωθεί η Βρετανική 52η Αεροπροσγειούμενη Μεραρχία. Σκοπός αυτής της Μεραρχίας μετά την προσγείωσή της θα ήταν να εξασφαλίσει ευνοϊκές συνθήκες για την εξαπόλυση της επίθεσης μέσα στο γερμανικό έδαφος.

Ταυτόχρονα, η Αμερικανική 82η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία του στρατηγού Τζέημς Γκάβιν, θα προσγειωνόταν νότια του Άρνεμ, κοντά στο Ναϊμέγκεν, για να δημιουργήσει και αυτή ένα αεροπρογεφύρωμα, αφού βέβαια πρώτα θα κατελάμβανε τις γέφυρες – κλειδιά στη δημόσια οδό βόρεια του Γκράβ προς Ναϊμέγκεν και πέρα απ’ αυτό. Νοτιότερα και κοντά στο Αϊντχόβεν θα προσγειωνόταν η Αμερικανική 101η αεραποβατική Μεραρχία του στρατηγού Μάξουελ Τέιλορ, με αποστολή να εξασφαλίσει τις βασικές γέφυρες στα κανάλια της Βιλελμίνης και του Γουλιέλμου, στους ποταμούς Μάας, Βάαλ και Ρήνο, καθώς και στους παραποτάμους τους. Αν εξασφαλίζονταν άθικτες οι γέφυρες αυτές, θα άνοιγε πλέον ο δρόμος για να προελάσει το 30ο σώμα του Χόρροκς προς το Άρνεμ.

Λόγω της μεγάλης κλίμακας αεραπόβασης σε τρεις διαφορετικές περιοχές, εκτελούμενης από τρεις αντίστοιχα μεραρχίες, τα διαθέσιμα αεροπορικά μεταφορικά μέσα δεν ήταν επαρκή, ώστε να καλυφθεί η μεταφορά 45.000 ανδρών με ένα και μοναδικό δρομολόγιο. Για μια επιτυχή κατάληψη των γεφυρών του Άρνεμ και της ίδιας της πόλης, η 1η αεραποβατική Μεραρχία του Έρκαρτ έπρεπε να χρησιμοποιήσει το σύνολο του δυναμικού της κατά την πρώτη ημέρα. Η ανάγκη όμως αυτή προσέκρουε στην έντονη έλλειψη μεταφορικών αεροσκαφών. Τα 519 αεροσκάφη, που διατέθηκαν στη Μεραρχία, μπορούσαν να μεταφέρουν με μια διαδρομή στο πεδίο της μάχης μόνο δύο ταξιαρχίες, στην ουσία, δηλαδή, δύο συντάγματα, τη στιγμή που οι 82η και 101η αμερικανικές αερομεταφερόμενες Μεραρχίες θα διέθεταν τρία συντάγματα, υποστηριζόμενα από την επόμενη κιόλας ημέρα από αντίστοιχα τάγματα πυροβολικού άμεσης υποστήριξης, σε έναν λίγότερο, συγκριτικά, νευραλγικό τομέα. Αν, μάλιστα, ληφθεί υπόψη ότι από τις δύο ταξιαρχίες των Βρετανών, η μία θα χρησιμοποιούνταν για να εξασφαλίσει τις ζώνες ρίψεων και προσγειώσεων των ενισχύσεων που θα έφθαναν την επόμενη ημέρα, τότε η ευθύνη για την κατάληψη των γεφυρών και του Άρνεμ θα έπεφτε εξολοκλήρου στην άλλη. Σε κάθε περίπτωση η σχεδίαση έπρεπε να ολοκληρωθεί, γι’ αυτό το επιτελείο της Μεραρχίας αποφάσισε να κλιμακώσει την αερομεταφορά των μονάδων της σε τρεις διαδοχικές ημέρες, εκτελώντας ένα δρομολόγιο ανά ημέρα.

Κατά συνέπεια, το σχέδιο επιχειρήσεων διαμορφώθηκε ως εξής. 9 Την πρώτη ημέρα θα πραγματοποιούνταν ρίψη με αλεξίπτωτα της 1ης ταξιαρχίας αλεξιπτωτιστών του Λάθμπουρυ και προσγείωση με ανεμοπλάνα της 1ης αερομεταφερόμενης ταξιαρχίας του Χικς, μαζί με μια μοίρα πυροβολικού, ένα λόχο μηχανικού, ένα λόχο υγειονομικού και διοικητικής μέριμνας. Μαζί τους θα προσγειωνόταν και το τακτικό στρατηγείο της Μεραρχίας. Η προσγείωση των αερομεταφερόμενων στρατευμάτων θα γινόταν 7 μίλια δυτικά του Άρνεμ, με σκοπό να εξασφαλισθούν οι υπόλοιπες σχεδιασθείσες ζώνες ρίψης και ζώνες προσγείωσης για τις επόμενες ημέρες.
Η 1η ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών με τα τρία τάγματά της και ενισχυμένη με τη μεραρχιακή μονάδα αναγνώρισης θα προσγειωνόταν επίσης και το κάθε τάγμα θα ακολουθούσε δικό του δρομολόγιο για να καταλάβει τις γέφυρες του Άρνεμ. Το πρώτο θα προχωρούσε βόρεια της σιδηροδρομικής γραμμής και θα καταλάμβανε τα υψώματα βόρεια και βορειοδυτικά της πόλης. Μπροστά από αυτό θα προπορευόταν εποχούμενη διμοιρία αναγνώρισης. Το δεύτερο, κινούμενο παράλληλα με την κοίτη του ποταμού, θα έμπαινε στην πόλη, θα απέκοπτε τον κεντρικό δρόμο προς την οδική γέφυρα και θα εξασφάλιζε την σιδηροδρομική γραμμή και το πορθμείο που βρισκόταν ανάμεσά τους. Αυτό το τάγμα με διοικητή τον αντισυνταγματάρχη Τζων Φροστ, επωμίστηκε τελικά το μεγαλύτερο βάρος της μάχης. Το τρίτο τάγμα, θα έμπαινε στο Άρνεμ, θα βοηθούσε στην κατάληψη της οδικής γέφυρας σε συνεργασία με το δεύτερο και θα λάμβανε αμυντική διάταξη, δημιουργώντας ένα προγεφύρωμα ανατολικά της πόλης.
Σε ό,τι αφορά τις αμερικανικές δυνάμεις, η 82η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία θα εξασφάλιζε το κεντρικό τμήμα γύρω από το Ναϊμέγκεν. Ο Διοικητής της, υποστράτηγος Γκάβιν, ήταν αποφασισμένος να αποτρέψει το διασκορπισμό των αντρών του. Ως εκ τούτου, επέμενε στο να επιλεγούν οι ζώνες ρίψεων των μονάδων του όχι μόνο όσο το δυνατόν πλησιέστρα στους στόχους, αλλά και σε μικρή απόσταση η μια από την άλλη. Κατά τη σχεδίαση έδωσε προτεραιότητα στην κατάληψη του υψώματος Γκρόσμπικ και στις γέφυρες κοντά στο Γκράβ και στο μικρό κανάλι που συνέδεε τους ποταμούς Μάας και Βάαλ. Εκεί ανέμενε ισχυρή και άμεση εχθρική αντεπίθεση από την κατεύθυνση του Ράιχσβαλντ, ενός πυκνού δάσους μέσα στη γερμανική μεθόριο, όπου πιθανώς θα είχαν συγκεντρωθεί γερμανικά στρατεύματα. Για την κατάληψη των γεφυρών στο Ναϊμέγκεν, μιας οδικής και μιας σιδηροδρομικής, δόθηκε δεύτερη προτεραιότητα, με το σκεπτικό ότι η κατάληψή τους εκ των προτέρων δε θα είχε αξία, αν δεν είχαν εξασφαλιστεί οι γέφυρες στο Γκράβ και στο μικρό κανάλι Μάας – Βάαλ.
Η ζώνη ρίψης της 101ης Αερομεταφερόμενης Μεραρχίας ορίστηκε κοντά στο Αϊντχόβεν, στη νότια άκρη του διαδρόμου. Το πρόβλημα της διασποράς των μονάδων του κατά τη ρίψη απασχολούσε και τον διοικητή της, υποστράτηγο Tέιλορ. Γι’ αυτό και επέλεξε δύο μόνο ζώνες κοντά στους αντικειμενικούς του στόχους, τη μία προς τα βόρεια για το 501 Σύνταγμα, που ήταν επιφορτισμένο με την εξασφάλιση των γεφυρών γύρω από το χωριό Βέγκελ, και τη δεύτερη νοτιότερα, ανάμεσα στα χωριά Σαιν Οντενρόντε και Σον για τα 502 και 506 συντάγματα, τα οποία έπρεπε να εξασφαλίσουν τις γέφυρες νότια του Βέγκελ και την πόλη του Αϊντχόβεν.
Το έργο ήταν δύσκολο και για τις δύο αεραποβατικές μεραρχίες των Αμερικανών, γιατί τα συντάγματα έπρεπε να κινηθούν προς τους στόχους τους μέσα από πεδινά εδάφη, χωρίς επαρκή μεταφορικά οχήματα και κυρίως χωρίς αντιαρματικά όπλα. Λίγα γερμανικά άρματα τοποθετημένα σε κατάλληλες θέσεις θα μπορούσαν να τα αναχαιτίσουν και να πετύχουν την ανατροπή των επιχειρησιακών τους σχεδίων.
Τη δεύτερη ημέρα, στον τομέα του Άρνεμ, η 4η ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών θα επιχειρούσε ρίψη ένα μίλι δυτικά της πόλης. Τα τάγματά της θα ενίσχυαν και θα εξασφάλιζαν το αεροπρογεφύρωμα βόρεια και βορειοδυτικά. Μαζί με αυτήν την ταξιαρχία θα προσγειώνονταν με ανεμοπλάνα μονάδα πυροβολικού και τα β’ κλιμάκια της 1ης αερομεταφερόμενης ταξιαρχίας.
Την τρίτη ημέρα, η 1η πολωνική ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών θα έκανε ρίψη νότια του ποταμού και, καλύπτοντας την οδική γέφυρα, θα εξασφάλιζε το αεροπρογεφύρωμα ανατολικά του Άρνεμ για ενίσχυση του αγώνα της 1ης Tαξιαρχίας αλεξιπτωτιστών των Βρετανών, αφού πρώτα θα συνενωνόταν με την πυροβολαρχία της. Μετά την ολοκλήρωση των ρίψεων και των προσγειώσεων η 1η αερομεταφερόμενη ταξιαρχία, που μέχρι τότε ασφάλιζε τις ζώνες ρίψης και προσγείωσης, θα αναδιπλωνόταν και θα εξασφάλιζε το δυτικό πλευρό του αεροπρογεφυρώματος, ενώ η 1η ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών θα αναδιατασσόταν για να καλύψει τη νότια πλευρά του αεροπρογεφυρώματος.
Την τέταρτη και πέμπτη ημέρα θα πραγματοποιούνταν εκτέλεση συνένωσης με τα προελαύνοντα τμήματα του βρετανικού 30ου Σώματος στρατού. Στη συνέχεια η μεραρχία θα αποτελούσε ακολουθούσα δύναμη του παραπάνω σώματος, ενώ καθημερινά θα ανεφοδιαζόταν από αέρος με ρίψη εφοδίων και υλικών.
Λόγω της ανησυχίας των αεροπόρων της ΡΑΦ για ύπαρξη αντιαεροπορικών πυροβολαρχιών στην περιοχή αλλά και για να αποφύγουν το έδαφος γύρω από τις γέφυρες του Άρνεμ που ήταν ακατάλληλο για προσγειώσεις ανεμοπτέρων, παραβλέφθηκε ο πρώτος κανόνας κάθε αεραποβατικής επιχείρησης, «πέσε κοντά στον στόχο, για να εξασφαλίσεις αιφνιδιασμό» 10 και όλες οι ζώνες ρίψης και προσγείωσης σχεδιάστηκαν μακριά από τις γέφυρες σε αποστάσεις πάνω από 13 χιλιόμετρα, ειδικά εκείνες της 1ης ημέρας. Επίσης, η ανάγκη εξασφάλισης ζωνών ρίψης εφοδίων για τα στρατεύματα οδήγησε τους επιτελείς στην σχεδίαση αεροπρογεφυρώματος, η περίμετρος του οποίου έφτανε τα 29 χιλιόμετρα και περιέκλειε όλη την πόλη του Άρνεμ.

υποδιοικητής της 1ης Συμμαχικής Αεραποβατικής Στρατιάς.
Κύριος σκοπός του Μοντγκόμερυ ήταν η κατάληψη της μεγάλης οδικής γέφυρας του Κάτω Ρήνου στο Άρνεμ και ανατέθηκε στην 1η Αεραποβατική Μεραρχία και στους Πολωνούς, υπό τον υποστράτηγο Έρκαρτ. Οι «Κόκκινοι Διάβολοί» του θα έπρεπε να αντέξουν μέχρι την άφιξη της 2ης Στρατιάς και σε περίπτωση μη ευόδωσης του σχεδίου θα έπρεπε να επωμιστούν εκείνοι όλο το βάρος. Παρά τις αναφορές της Ολλανδικής Αντίστασης σχετικά με την ύπαρξη γερμανικών τεθωρακισμένων μονάδων κοντά στο Άρνεμ, οι οποίες επιβεβαιώνονταν και από αεροφωτογραφίες της ΡΑΦ, η ενημέρωση που έγινε στους άντρες της 1ης Αεραποβατικής τους προετοίμασε για ασθενή αντίσταση από τμήματα δεύτερης κατηγορίας. Πριν την συγκέντρωση των μονάδων για την επιχείρηση οι ανώτατοι διοικητές εξέφρασαν αμφιβολίες. Στην τελευταία σύσκεψη πριν την έναρξη της επίθεσης ο αντιστράτηγος Φρέντερικ Μπράουνινγκ, υποδιοικητής της 1ης Συμμαχικής Αεραποβατικής Στρατιάς, υπήρξε επιφυλακτικός ως προς τις δυνατότητες πλήρους εφαρμογής του σχεδίου. Ο Μπράουνινγκ θέλησε να μάθει σε πόσες ημέρες θα έφτανε η Βρετανική 2η Στρατιά, ώστε να αντικαταστήσει τους αλεξιπτωτιστές που θα έπεφταν πίσω από τις γραμμές του εχθρού. Όταν ο Μοντγκόμερυ του απάντησε με αυτοπεποίθηση ότι θα έφτανε σε δύο ημέρες, εκείνος, μελετώντας έναν χάρτη της περιοχής, φέρεται να είπε τα εξής: «Όμως, κύριε, νομίζω ότι μπορεί να πηγαίνουμε μια γέφυρα πολύ πιο μακριά» (A bridge too far), λόγια που μια εβδομάδα αργότερα επαληθεύτηκαν με τον χειρότερο τρόπο. 11
Η κατάσταση υπό την οπτική του Άξονα
Μετά τα διαδοχικά και ισχυρά χτυπήματα που δέχθηκαν τους δύο προηγούμενους μήνες, οι γερμανικές δυνάμεις είχαν αναμφίβολα εξαντληθεί και το ηθικό τους είχε πληγεί. Ο κύριος όγκος τους στη Δύση είχε ριχτεί στη μάχη της Νορμανδίας και με διαταγή του Χίτλερ διατηρήθηκε εκεί ώσπου κατέρρευσαν και ένα μεγάλο μέρος τους παγιδεύτηκε. Η άμυνα της Βέρμαχτ είχε αποσυντεθεί, οι μονάδες βρίσκονταν σε χαμηλά ποσοστά επάνδρωσης και στερούνταν των αναγκαίων υλικών και πυρομαχικών, ενώ η Λουφτβάφε ήταν επίσης φανερά αποδυναμωμένη. Οι δύο τελευταίες εβδομάδες του Αυγούστου και οι πρώτες του Σεπτεμβρίου είναι γνωστές στους Γερμανούς διοικητές ως «το Κενό». Στις 4 Σεπτεμβρίου ο στρατάρχης Μόντελ προειδοποίησε τον Χίτλερ ότι αν δεν είχε στη διάθεσή του μέχρι τις 15 του μηνός δέκα μεραρχίες πεζικού και πέντε ή έξι μηχανοκίνητες, η πόρτα για την βορειοδυτική Ευρώπη θα ήταν πλέον ανοιχτή στον εχθρό. Η αντίδραση του Φύρερ από το στρατηγείο του στο Ανατολικό Μέτωπο υπήρξε άμεση. Την ίδια ημέρα διέταξε τον Στρατηγό Στούντεντ, επικεφαλής των αλεξιπτωτιστών που βρισκόταν στο Βερολίνο, να αναλάβει τη διοίκηση της δεξιάς πτέρυγας του Δυτικού Μετώπου στη Διώρυγα του Αλβέρτου, με την ευθύνη να καλύψει το κενό από την Αμβέρσα μέχρι το Μάαστριχ και να σχηματίσει μια γραμμή άμυνας κατά μήκος του, με όσα στρατεύματα μπορούσε να συγκεντρώσει από την Ολλανδία. Επίσης, να κατευθύνει προς τα εκεί τις μονάδες αλεξιπτωτιστών που εκπαιδεύονταν σε διάφορα μέρη της Γερμανίας, ενώνοντάς τες υπό τον τίτλο της «Πρώτης Στρατιάς Αλεξιπτωτιστών», ενέργειες όμως που δεν απέδωσαν σημαντικά σε ανθρώπινο δυναμικό ή σε οπλισμό.
Ωστόσο η δεκαπενθήμερη απραξία των Συμμάχων από τις 4 έως 17 Σεπτεμβρίου, έδωσε τη δυνατότητα στην γερμανική πολεμική μηχανή να ανασυνταχθεί και να ισχυροποιήσει τη θέση της. Δημιουργήθηκαν νέες μονάδες, συγκροτήθηκαν εφεδρείες, οργανώθηκαν αμυντικές τοποθεσίες και αποκαταστάθηκε πλήρως ο έλεγχος και η διοίκηση στο πεδίο της μάχης. Ο Στρατάρχης Βάλτερ Μόντελ, Διοικητής της Β΄ ομάδας στρατιών, εγκατέστησε το στρατηγείο του στο ξενοδοχείο Τάφελμπεργκ στο Άρνεμ σαράντα οχτώ ώρες πριν αρχίσει η αεραπόβαση.
Στην ίδια περιοχή είχε συμπτυχθεί από τη Νορμανδία και το 2ο μηχανοκίνητο σώμα των Ες – Ες με τις δύο μηχανοκίνητες Μεραρχίες του, την 9η και 10η, για αναδιοργάνωση και επανεξοπλισμό. Οι μετακινήσεις αυτές των γερμανικών μονάδων ήταν γνωστές στους Συμμάχους από μια σειρά αποκωδικοποιημένων σημάτων, αλλά δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι οι Γερμανοί θα πρόβαλλαν σθεναρή αντίσταση στη Νότια Ολλανδία με μονάδες αποδιοργανωμένες και απογυμνωμένες, όπως πίστευαν, από άρματα και τεθωρακισμένα οχήματα. Θεωρούσαν πιθανότερη την υποχώρηση πέρα από τον Ρήνο με την έναρξη της Συμμαχικής επίθεσης.
Η έναρξη των επιχειρήσεων
Το κυριακάτικο πρωινό της 17ης Σεπτεμβρίου 1944 άρχισε στη νότια Ολλανδία με μια ελαφριά ομίχλη, που γρήγορα διαλύθηκε και ακολούθησε μια ωραία όψιμη καλοκαιρινή ημέρα. Στις 09:00π.μ. βρετανικά αεροσκάφη βομβάρδισαν έναν στόχο στο Άρνεμ. Ακολούθησαν αμερικανικά βομβαρδιστικά που έπληξαν άλλους στόχους, μεταξύ των οποίων και το αεροδρόμιο στο Deelen. Στις 10:00π.μ. της ίδιας ημέρας ο εναέριος χώρος πάνω από τη νοτιοανατολική Αγγλία σειόταν από το τρομερό βουητό των μηχανών των αεροσκαφών. Από είκοσι τέσσερα αεροδρόμια απογειώθηκαν χίλια πεντακόσια πενήντα μεταφορικά αεροσκάφη και πεντακόσια ανεμόπτερα, που μετέφεραν τους άντρες και τα μέσα υποστήριξης μάχης των τριών αεραποβατικών μεραρχιών των Συμμάχων. Πάνω από τις αγγλικές ακτές συγκρότησαν μια τεράστια αρμάδα με τον αεροπορικό στόλο των βρετανικών και αμερικανικών αεροπλάνων και σε στενούς σχηματισμούς κατευθύνθηκαν ανατολικά προς την Ολλανδία. Η πτήση των δύο εναέριων φαλαγγών μέχρι τις ολλανδικές ακτές ήταν γενικά απρόσκοπτη και αρχικά συνάντησαν μικρή αντίσταση. Μέχρι τις 14:00μμ όλα τα αεραποβατικά στρατεύματα των Συμμάχων του πρώτου κύματος είχαν προσγειωθεί στο ολλανδικό έδαφος, αποτελώντας ένα επιβλητικό σύνολο από 19.400 άντρες.

Με την έναρξη της επιχείρησης ακολούθησε σφοδρός βομβαρδισμός των γερμανικών θέσεων κατά μήκος της ζώνης της «Market Garden» και μπροστά από το μέτωπο του 30ου Σώματος, το οποίο με την προσγείωση των πρώτων αεραποβατικών στρατευμάτων πραγματοποίησε αρχικά σημαντική πρόοδο στην προέλασή του. Γρήγορα, όμως, συνάντησε και αυτό σοβαρότερη αντίσταση από όση ανέμενε εκ μέρους των Γερμανών και υποχρεώθηκε σύντομα σε μια βραδεία πορεία πάνω στη στενή και ευπρόσβλητη οδό προς Αϊντχόβεν, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να διατηρήσει τον ρυθμό προέλασης που προέβλεπε το χρονοδιάγραμμα του σχεδίου. Επιπλέον, οι ηλικιωμένοι και τα παιδιά που η Συμμαχική Υπηρεσία Πληροφοριών πίστευε ότι υπερασπίζονταν το Άρνεμ, αποδείχτηκε ότι ήταν δύο εμπειροπόλεμες μεραρχίες Ες – Ες Πάντσερ και ένα τάγμα Πάντσερ Γρεναδιέρων, εφοδιασμένο με πολλαπλούς πειραματικούς πυραυλοκίνητους όλμους. 12

Η 1η Αερομεταφερόμενη Ταξιαρχία απέκρουσε την γερμανική επίθεση και οι προσγειώσεις των ανεμοπτέρων ήταν σε γενικές γραμμές επιτυχημένες, αν και σημειώθηκαν κάποια ατυχήματα. Στο μεταξύ τα τρία τάγματα της 1ης Ταξιαρχίας Αλεξιπτωτιστών ξεκίνησαν για τη γέφυρα, ακολουθώντας το καθένα το καθορισμένο σύμφωνα με το σχέδιο δρομολόγιό του. Η πορεία τους όμως επιβραδύνθηκε από πλήθη ενθουσιασμένων Ολλανδών, αντίδραση που οι Ολλανδοί πλήρωσαν, καθώς μετά την συμμαχική ήττα οι Γερμανοί εκτόπισαν όλο τον πληθυσμό και ανακήρυξαν την πόλη στρατιωτική περιοχή. Επιπλέον, καθώς τα τάγματα κινήθηκαν σε δασωμένες και κατοικημένες περιοχές διαπιστώθηκε ότι οι ασύρματοί τους έπαψαν να λειτουργούν, ένα σοβαρό πρόβλημα που θα επιδρούσε σημαντικά στη διεξαγωγή και τελική έκβαση της μάχης. Το 1ο και το 3ο τάγμα που κινούνταν από κύριους δρόμους, στον βορρά και στο κέντρο αντίστοιχα, σύντομα εμποδίστηκαν από εχθρικά πυρά. Αντίθετα, ο αντισυνταγματάρχης Τζον Φροστ και το 2ο τάγμα του προχώρησαν γρήγορα στον νότο χρησιμοποιώντας δευτερεύουσες οδούς κατά μήκος του ποταμού Ρήνου και κατέλαβαν τη βόρεια πλευρά της οδικής γέφυρας, που ήταν και ο αντικειμενικός του στόχος. Η κατάληψη της βόρειας πλευράς από τους Βρετανούς προκάλεσε μεγάλες δυσκολίες στο 2ο Σώμα Ες – Ες Πάντσερ, οι στρατιώτες του οποίου ενεπλάκησαν σε σφοδρή μάχη με το τάγμα του Φροστ και προσπάθησαν επανειλημμένα να το απωθήσουν. Ωστόσο, οι ενισχύσεις για τους Βρετανούς δεν έφτασαν καθώς τα οχήματα της μεραρχιακής μονάδας αναγνώρισης, που όφειλαν να σπεύσουν να καταλάβουν την οδική γέφυρα, καταστράφηκαν είτε κατά την προσγείωση είτε πέφτοντας πάνω σε γερμανική ενέδρα. Επιπλέον το 1ο και 3ο τάγμα, που ενεργούσαν στο αριστερό πλευρό του 2ου τάγματος, σύντομα καθηλώθηκαν από τις μονάδες της Μεραρχίας του Τετάου. Συνεπώς, μια επιτυχής και πολλά υποσχόμενη έναρξη της επιχείρησης «Market-Garden» προσέκρουσε σε σοβαρές δυσκολίες. Λέγεται ότι μερικές ώρες μετά τις προσγειώσεις, οι Γερμανοί είχαν βρει ολόκληρο το συμμαχικό πολεμικό σχέδιο της επιχείρησης σε ένα ανεμόπτερο που συνετρίβη μέσα στις γραμμές τους κοντά στο Αϊντχόβεν και κατόρθωσαν να κινήσουν σε ελάχιστο χρόνο όλες τις μάχιμες μονάδες τους στη νότια Ολλανδία.
Αναφορικά με τις αμερικανικές δυνάμεις, στον τομέα της 82ης Μεραρχίας, δεκαπέντε μίλια προς νότο, η κατάσταση φαινόταν να είναι καλύτερη. Τα τρία εμπειροπόλεμα συντάγματα αλεξιπτωτιστών της είχαν εκτελέσει κατά τον καλύτερο τρόπο όλες σχεδόν τις αποστολές που τους είχαν ανατεθεί για την πρώτη ημέρα. Η ευκαιρία όμως να καταληφθεί η οδική γέφυρα του Βάαλ και να ανοίξει η οδός προς Άρνεμ χάθηκε, διότι το τάγμα που ορίστηκε να την εξασφαλίσει έχασε τον προσανατολισμό του μέσα στην πόλη του Ναϊμέγκεν και έδωσε τον χρόνο στους Γερμανούς να ενισχύσουν τη φρουρά της. Τα τάγματα της 101ης Μεραρχίας του Tέιλορ κινήθηκαν με ταχύτητα και κατέλαβαν δύο σημαντικές γέφυρες. Κινούμενα όμως προς Αϊντχόβεν διαπίστωσαν ότι η γέφυρα στο κανάλι της Βιλελμίνης είχε ανατιναχθεί από τους Γερμανούς και χρειάζονταν δέκα τουλάχιστον ώρες για να επισκευασθεί. Παρ’ όλα αυτά διέβησαν τον ποταμό με αυτοσχέδια πλωτά μέσα και προήλασαν προς το Αϊντχόβεν το οποίο και κατέλαβαν, για να συνενωθούν τις τελευταίες απογευματινές ώρες της 18ης Σεπτεμβρίου με τις προελαύνουσες δυνάμεις του 30ου σώματος.
Οι εξελίξεις κατά τις επόμενες ημέρες
Η Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου επεφύλαξε στους Συμμάχους μια ακόμη ανατροπή του σχεδίου. Λόγω της πρωινής ομίχλης η αναχώρηση της υπόλοιπης 1ης Αεραποβατικής Μεραρχίας που ήταν προγραμματισμένη για τις 10:00π.μ. αναβλήθηκε και έφτασε τελικά στο Άρνεμ τέσσερις ώρες αργότερα, δυσχεραίνοντας περισσότερο το έργο του 2ου τάγματος του Φροστ, που ανέμενε την συνδρομή της 4ης ταξιαρχίας για να αντιμετωπίσει τις ισχυρές γερμανικές δυνάμεις που είχε απέναντί του. Εξακολουθούσε βέβαια να ελέγχει το βόρειο τμήμα της γέφυρας, αν και το τίμημα σε απώλειες ήταν βαρύ. Η πιο αρνητική εξέλιξη ωστόσο ήταν ότι δεν υπήρχαν νέα από την 2η Στρατιά η εμπροσθοφυλακή της οποίας, η Τεθωρακισμένη Μεραρχία Φρουρών, σύμφωνα με το σκέλος Garden της επιχείρησης, όφειλε να προσεγγίζει το Άρνεμ. Την Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου, η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο. Οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες, ένας συνδυασμός ομίχλης και βροχής, δεν επέτρεψαν την προγραμματισμένη ρίψη της 1ης Πολωνικής Ταξιαρχίας, τμήματα της οποίας σε ανεμόπτερα αναχώρησαν τελικά αργά από αεροδρόμια στον νότο της Αγγλίας, όταν όμως προσγειώθηκαν, βρέθηκαν εν μέσω μαχών και βλήθηκαν από εχθρικά αλλά και φίλια πυρά. Επιπλέον, την ημέρα εκείνη η μεραρχία ανέμενε φορτίο βασικών εφοδίων και επειδή οι ζώνες ρίψης είχαν καταληφθεί, ο Έρκαρτ ζητούσε από τα αεροπλάνα να αδειάσουν τα φορτία τους κοντά στο στρατηγείο του, το ξενοδοχείο Χαρτενστάιν. Καθώς όμως ο ασύρματος δε λειτουργούσε σωστά τα σήματα δε λήφθηκαν, με αποτέλεσμα το πολύτιμο βρετανικό φορτίο να πέσει στα χέρια των Γερμανών. Από τριακόσιους ενενήντα τόνους πυρομαχικών, τροφίμων και υγειονομικού υλικού μόλις τριάντα ένας λήφθηκαν από την 1η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία.

Εξαιτίας των πολλαπλών προβλημάτων και των μεγάλων απωλειών σε όλους τους τομείς, ο Έρκαρτ αναγκάστηκε την νύχτα της 19ης Σεπτεμβρίου να εγκαταλείψει το τάγμα του Φροστ, το οποίο στο εξής θα έπρεπε να συνεχίσει μόνο του την επιχείρηση κατάληψης της οδικής γέφυρας του Άρνεμ. Ό,τι είχε απομείνει από την 1η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία θα αποσυρόταν για να σχηματίσει αμυντική περίμετρο γύρω από το ξενοδοχείο Χαρτενστάιν, όπου οι επιζώντες θα επιχειρούσαν να αποκρούσουν τις επιθέσεις μέχρι την άφιξη της 2ης Στρατιάς, που βρισκόταν σε απόσταση 16 χιλιομέτρων νότια και πολεμώντας άνοιγε δρόμο.

Εν τω μεταξύ, τη νύχτα της 19ης/20ης Σεπτεμβρίου, στον κεντρικό τομέα, η Αμερικανική 82η Μεραρχία πέτυχε τη συνένωση με τις προφυλακές του 30ου Σώματος, καλύπτοντας τα δύο τρίτα της απόστασης προς το Άρνεμ. Οι δύο διαβάσεις προς την πόλη, οι γέφυρες του Βάαλ, φυλάσσονταν από ισχυρές δυνάμεις του 2ου μηχανοκινήτου Σώματος των Ες – Ες, καθότι όμως πολύ σημαντικές για το 30ο Σώμα, κυρίως η οδική, έπρεπε με κάθε θυσία να καταληφθούν άθικτες. Σύμφωνα με το σχέδιο του Γκάβιν στις 20 Σεπτεμβρίου εξαπολύθηκε ταυτόχρονη επίθεση στις βόρειες και τις νότιες άκρες και των δύο γεφυρών. Μετά από σκληρή μάχη οι άντρες του κατατρόπωσαν τον εχθρό και η τεθωρακισμένη Μεραρχία φρουρών έστειλε τέσσερα άρματα μέσα από τη γέφυρα, για να συνενωθούν με τους άντρες του Κουκ που βρίσκονταν στη βόρεια άκρη της. Την τελευταία στιγμή οι Γερμανοί προσπάθησαν να την ανατινάξουν αλλά ο πυροκροτητής μυστηριωδώς δε λειτούργησε και η οδική γέφυρα του Ναϊμέγκεν πάνω στον Βάαλ περιήλθε στα χέρια των Συμμάχων. Στην συνέχεια κατελήφθη και η σιδηροδρομική γέφυρα, αλλά με την κατάληψη της οδικής έχασε την σπουδαιότητά της. Με την εξασφάλιση της διάβασης του Βάαλ υπολειπόταν μόνο η συνένωση του 30ου σώματος με την 1η αεραποβατική Μεραρχία, τα τμήματα της οποίας ήταν ακόμη καθηλωμένα μέσα στα κτιριακά τετράγωνα των δυτικών προαστίων του Άρνεμ. Εξαίρεση αποτελούσε το 2ο τάγμα του Φροστ που εξακολουθούσε να μάχεται ηρωικά πάνω στην γέφυρα. Μέχρι αργά το βράδυ όσοι μπορούσαν να πολεμήσουν έριχναν τις τελευταίες σφαίρες τους, ενώ οι θέσεις τους είχαν πλέον καταληφθεί. Με το ξημέρωμα της 21ης Σεπτεμβρίου τα άρματα του Μπίτριχ πέρασαν τη γέφυρα του Κάτω Ρήνου και αντιμετώπισαν την επερχόμενη 2η Στρατιά. Το επόμενο πρωί, της Παρασκευής, 4 μέρες και 18 ώρες μετά τις πρώτες προσγειώσεις, απόσπασμα τεθωρακισμένων οχημάτων της 2ης Στρατιάς έφτασε στο Ντριλ και ενώθηκε με την αποδεκατισμένη 1η Αεραποβατική μεραρχία. Το Σάββατο και την Κυριακή πολυάριθμο βρετανικό πεζικό έφτασε στη νότια όχθη, όμως η απόπειρα του 4ου Τάγματος του Ντόρσετ να διαβεί τον ποταμό απέτυχε. Η 1η Αερομεταφερόμενη που βρισκόταν σε οικτρή κατάσταση διατάχθηκε τα χαράματα της Δευτέρας να συμπτυχθεί και να περάσει τον Ρήνο με πλοία. Και τότε δόθηκε στους Βρετανούς η χαριστική βολή. Τα πλοία δεν επαρκούσαν για τόσο μεγάλο αριθμό αντρών, που αναγκάστηκαν να περπατήσουν 18 χλμ μέχρι το Ναϊμέγκεν. Το τίμημα σε νεκρούς και τραυματίες που εγκαταλείφθηκαν και αιχμαλωτίστηκαν ήταν βαρύ. Οι απώλειες έφτασαν τους 1.200 νεκρούς και 6.642 τραυματίες, αιχμαλώτους και αγνοούμενους. 13 Ύστερα από σκληρή δοκιμασία οκτώ ημερών η επιχείρηση έφτανε στο άδοξο τέλος της.

Αποτίμηση της επιχείρησης
Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει κανείς είναι πως ένα φιλόδοξο σχέδιο, υποσχόμενο να προσφέρει στους Συμμάχους ένα σημαντικό πλεονέκτημα, ικανό να κρίνει το αποτέλεσμα του πολέμου, κατέληξε σε συντριπτική ήττα και καίριο πλήγμα για το γόητρο και το ηθικό τους. Ωστόσο, αν και η επιχείρηση απέτυχε ως προς τον κύριο σκοπό της, την διάβαση του Ρήνου με την κατάληψη της γέφυρας στο Άρνεμ και τον αιφνιδιασμό των Γερμανών, κατόρθωσε να απελευθερώσει ένα μεγάλο μέρος της Ολλανδίας. Η περιοχή από το Ναϊμέγκεν μέχρι το Όστερμπεκ παρέμεινε στα χέρια των Συμμάχων μέχρι το τέλος του πολέμου και χρησίμευσε ως εφαλτήριο για την επίθεση κατά της Ρηνανίας τον Φεβρουάριο του 1945.
Διαχείριση της μνήμης

Σήμερα στην πόλη του Άρνεμ η οδική γέφυρα έχει ονομαστεί «γέφυρα Τζον Φροστ» και από κάτω λειτουργεί χώρος πληροφόρησης σχετικά με τη μάχη, ενώ σε κοντινή απόσταση βρίσκεται η πλατεία με το μνημείο για τη μάχη του Άρνεμ, όπου πραγματοποιείται τελετή μνήμης για τους πεσόντες κάθε Σεπτέμβριο. Επίσης σε πολλά σημεία τη πόλης και της γύρω περιοχής όπου εκτυλίχθηκαν σημαντικές στιγμές της μάχης υπάρχουν αναθηματικές στήλες, γνωστές ως battle markers. Στο Όστερμπεκ το ξενοδοχείο Χαρτενστάιν, έδρα των Συμμαχικών δυνάμεων, έχει μετατραπεί σε μουσείο ενώ διατηρείται στην πόλη και συμμαχικό κοιμητήριο. Τέλος, τα τελευταία χρόνια έχει καθιερωθεί την 17η Σεπτεμβρίου, ημέρα έναρξης της μάχης, να γίνεται αναπαράσταση με ρίψεις αλεξιπτωτιστών στη ζώνη ρίψης των Συμμάχων. Μάλιστα το 2011 συμμετείχε η βρετανική 4η ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών. Τις εκδηλώσεις τιμούν με την παρουσία τους πολλοί βετεράνοι και από τις δυο πλευρές. 14

Battlefield S5/E5 -The Battle of Arhem , Operation Market Garden
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1) Λίντελλ Χαρτ, Ιστορία του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, Έκδοση 7ου ΕΓ/ΓΕΣ, Αθήνα, 1991, σελ 654
2) Ken Ford, Operation Market-Garden 1944 (2), The British airborne missions, Osprey Publishing, 2016, σελ 5
3) όπ. π., σελ 8
4) Λίντελλ Χαρτ, όπ. π., σελ 653
5) https://hellasforce.com/2014/10/14/v2/, Alastair Parker, Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, εκδ. Θύραθεν, Θεσ/νίκη, 2004, σελ. 294
6) John MacDonald, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος – Οι μεγάλες Μάχες, μετάφραση – επιμέλεια Γεδεών Δημήτρης, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα, 2005, σελ. 144
7) όπ. π., σελ. 144
8)Alastair Parker, όπ. π., σελ. 288
9) https://tolmwnnika.blogspot.gr/2014/09/blog-post_26.html
10) John MacDonald, όπ. π., σελ. 146
11) όπ. π., σελ. 146
12)όπ. π., σελ. 148
13)όπ. π., σελ. 154
14) War Report