Skip to main content

Ελευθέριος Αρβανίτης – Επαμεινώνδας Γιαβάλκας: Η τελευταία φάση του πολέμου στο Μέτωπο του Ειρηνικού (1944-1945) Μέρος Α΄: Η  ναυμαχία του Leyte και η απελευθέρωση των Φιλιππινών

Ελευθέριος  Αρβανίτης Επαμεινώνδας Γιαβάλκας 

 Η τελευταία φάση του πολέμου στο Μέτωπο του Ειρηνικού (1944-1945)

Μέρος Α΄: Η  ναυμαχία του Leyte και η απελευθέρωση των Φιλιππινών

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 Η επίσημη έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου εντοπίζεται χρονολογικά τον Σεπτέμβριο του 1939 με την γερμανική εισβολή στην Πολωνία. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις στο μέτωπο του Ειρηνικού Ωκεανού, στο οποίο ενεπλάκησαν σχεδόν αποκλειστικά Αμερικανοί και Ιάπωνες, ξεκίνησαν περίπου δύο χρόνια αργότερα. Μετά την κατάρρευση της Γαλλίας και της Ολλανδίας η Ιαπωνία εκμεταλλεύτηκε το γεγονός για να επεκταθεί στην Ινδοκίνα και στις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες, με αποτέλεσμα οι ΗΠΑ να επιβάλλουν εμπάργκο στην Ιαπωνία ως προς τις πωλήσεις μεταχειρισμένου σιδήρου. Η ιαπωνική απάντηση δεν άργησε να έρθει: στις 27 Σεπτεμβρίου 1940 ο πρέσβης της Ιαπωνίας στο Βερολίνο, Saburo Kurusu, υπέγραψε τη συμφωνία προσχώρησης της χώρας του στον Άξονα, παρόλο που ο ίδιος διαφωνούσε έντονα. Οι ΗΠΑ προέβησαν τότε στην επιβολή εμπάργκο και στο πετρέλαιο, ψηφίστηκε το πάγωμα όλων των ιαπωνικών καταθέσεων στη χώρα και ο Πρόεδρος Roosevelt απαίτησε την άμεση αποχώρηση των ιαπωνικών στρατευμάτων από την Ινδοκίνα και από την Κίνα.

Στις 7 Δεκεμβρίου 1941, η Ιαπωνία, δίχως να προβεί σε επίσημη κήρυξη πολέμου, εξαπέλυσε εναέρια επίθεση κατά του ελλιμενισμένου στο Pearl Harbor της Χαβάης αμερικανικού  στόλου του Ειρηνικού. Επρόκειτο περί κατάφωρης παραβίασης του Διεθνούς Δικαίου και επέφερε την κήρυξη πολέμου από τις ΗΠΑ την επομένη. Μάλιστα, ο Roosevelt έκανε λόγο στο Κογκρέσο για πλήρη ατίμωση της χώρας. Κατόπιν τούτου άρχισαν οι πολεμικές δραστηριότητες στον Ειρηνικό Ωκεανό, οι οποίες έμελλαν να διαρκέσουν έως το καλοκαίρι του 1945. Το πρώτο εξάμηνο του 1942, ο ιαπωνικός επεκτατισμός αποδείχθηκε διαρκής και αλματώδης, με αποτέλεσμα τον Φεβρουάριο ο Roosevelt να διατάξει τον Douglas MacArthur να αποχωρήσει από τις Φιλιππίνες (κτήση των ΗΠΑ από τον πόλεμο του 1898 κατά της Ισπανίας) με τον Αμερικανό Στρατηγό να λέει την περίφημη φράση “I shall return”.[1] Εν συνεχεία, η Ιαπωνία κατέλαβε κατά σειρά το Βόρνεο και τις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες στα νοτιοδυτικά των Φιλιππίνων, τη Νέα Γουινέα, τα Νησιά Σολομώντα και τα Νησιά Gilbert. Η ιαπωνική υπεροχή στο πρώτο ήμισυ του 1942 ήταν εμφανής και μετουσιώθηκε σε μία εκτενή αμυντική περίμετρο, που περιέκλειε τις παραπάνω περιοχές. Από την άλλη πλευρά, οι ΗΠΑ επεδίωκαν μία μεγάλη νίκη και την πέτυχαν στην ναυμαχία του Midway στις 4-7 Ιουνίου 1942. Ο ναύαρχος Chester Nimitz, ανώτατος διοικητής του Θεάτρου Επιχειρήσεων του Ειρηνικού, τόνιζε επίμονα πως εάν το αποτέλεσμα της ναυμαχίας ήταν αρνητικό τότε η Χαβάη καθώς και οι δυτικές ακτές των ΗΠΑ θα έμεναν εντελώς ακάλυπτες, δεδομένου πως το Midway βρίσκεται στο μέσον του Ειρηνικού Ωκεανού.

Η αρχή της αμερικανικής αντεπίθεσης στο μέτωπο του Ειρηνικού τοποθετείται στις 7 Αυγούστου 1942, με τις επιχειρήσεις στο Γκουανταλκανάλ, το νοτιότερο νησί των Νήσων του Σολομώντα. Οι επιθετικές ενέργειες ολοκληρώθηκαν στις 9 Φεβρουαρίου 1943, όταν το νησί τέθηκε εξολοκλήρου υπό αμερικανικό έλεγχο.[2]

Οι επιχειρήσεις συνεχίστηκαν στα Νησιά του Σολομώντα, τη Νέα Βρετανία και τη Νέα Γουινέα, ενώ στη συνέχεια τέθηκαν σε ισχύ τα δύο θεμελιώδη επιχειρησιακά σχέδια του αμερικανικού επιτελείου, τα οποία διεκπεραίωσαν οι Chester Nimitz και Douglas MacArthur και περιλάμβαναν από τον ανατολικό τομέα του μετώπου τα Νησιά Gilbert, τα Νησιά Marshall και τις Μαριάνες και αντίστοιχα από τον νότιο τομέα, τη Νέα Γουινέα και τις Φιλιππίνες, το όνειρο του MacArthur. Στόχος του παρόντος πονήματος είναι η παρουσίαση των επιχειρήσεων ανακατάληψης των Φιλιππίνων, της Iwo Jima και της Okinawa. Καταληκτικά, τα προβλήματα όσον αφορά τη γεωγραφία του Ειρηνικού Ωκεανού, τον χρονολογικό καταμερισμό των γεγονότων και των αμέτρητων ονομάτων-τοπωνυμίων υπερκεράστηκαν χάρη στο ενδιαφέρον που παρουσιάζουν τόσο η περιοχή, όσο και τα ίδια τα γεγονότα και οι εξελίξεις που θα αναφερθούν.

Η ανακατάληψη του Ειρηνικού και η πορεία προς τις Ιαπωνικές Νήσους.

  

Η ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ ΤΟΥ MAC ARTHUR

 Η ΑΝΑΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΩΝ ΦΙΛΙΠΠΙΝΩΝ

 

 1) Οι προκαταρκτικές επιχειρήσεις και το τίμημα των Palaus

Η απόφαση για την έναρξη επιχειρήσεων κατά των Φιλιππίνων, είχε ήδη ληφθεί από τις ΗΠΑ και ο Nimitz ήταν έτοιμος να προχωρήσει στους προκαταρκτικούς βομβαρδισμούς. Πιο συγκεκριμένα, τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 1944 διέταξε αεροπορικούς βομβαρδισμούς στα νησιά Borin, Yap, Palaus και Mindanao. Μετά το πέρας αυτών, διαπιστώθηκε πως κανένα από τα παραπάνω νησιά δεν διέθετε ισχυρή φρουρά και οχύρωση, γεγονός που οδήγησε τον MacArthur στην απόφαση για παράκαμψη της νοτιότερης μεγάλης νήσου των Φιλιππίνων, του Mindanao. Ωστόσο, για παν ενδεχόμενο, ο Nimitz διατάχθηκε να κινηθεί κατά του συμπλέγματος νησιών του Palaus, ανατολικά των Φιλιππίνων, ως κάλυψη στον MacArthur, ο οποίος θα εκκαθάριζε αρχικά το Βόρνεο στα δυτικά. Η επιχείρηση έλαβε την κωδική ονομασία “Stalemate”.

Τo συγκρότημα Palaus βρίσκεται ανατολικά των Φιλιππίνων στον δυτικό Ειρηνικό Ωκεανό, στο Αρχιπέλαγος των Καρολίνων νήσων και περιλαμβάνει 200 νησάκια. Αποτέλεσαν Ισπανική αποικία κατά τον Μεσαίωνα, ενώ το 1899 πουλήθηκαν στους Γερμανούς. Μεταπολεμικά  τα Palaus ανήκαν στις ΗΠΑ μέχρι το 1994, οπότε κηρύχθηκε η ανεξαρτησία τους. Έκτοτε, βρίσκονται σε στενότατη οικονομική συνεργασία με τις πρώτες. Μεγαλύτερα νησιά είναι το Angaur, το Babeldaop, το Peleliu και το Kokor. Στόχος των Αμερικανών ήταν αφενός το Peleliu-Angaur και αφετέρου τα νησάκια Yap και Ulithi, τα οποία βρίσκονται στα βορειοδυτικά του των νησιών του Palaus. Σήμερα όλα τα παραπάνω ανήκουν στην Ομοσπονδία της Μικρονησίας. Αρχικά, η επιχείρηση χωρίστηκε σε δύο σκέλη, ενώ στη συνέχεια άρχισαν οι προκαταρκτικοί εναέριοι και ναυτικοί βομβαρδισμοί.

Ο πρωθυπουργός Tojo διέταξε τον Ιάπωνα διοικητή του Peleliu, Inoue, να αντισταθεί μέχρι θανάτου, ενώ έγινε στους πάντες κατανοητό πως δεν υπήρχε επιστροφή από εκεί. Το Peleliu είναι ένα δασώδες νησί με πυκνή βλάστηση και με δύο υψώματα, ενώ διέθετε και δύο αεροπορικές βάσεις. Οι βομβαρδισμοί στις 12-15 Σεπτεμβρίου 1944 διέλυσαν τις εγκαταστάσεις του νησιού καθώς και την πρώτη αεροπορική βάση, η οποία βρισκόταν κοντά στην ακτή όπου θα διεξαγόταν η απόβαση. Την ημέρα εκείνη όμως οι Ιάπωνες από το ύψωμα του Umurbrogol «γάζωσαν» κυριολεκτικά τους πεζοναύτες που επιχειρούσαν, με συνέπεια να χαθούν πολλά “Higgins boats” (αποβατικά σκάφη) καθώς και άρματα μάχης Sherman. Eκτός αυτών, καταστράφηκαν και οι επικοινωνίες των Αμερικανών. Μάλιστα, κατά τις πρώτες τέσσερις ημέρες 1.236 πεζοναύτες βρήκαν το θάνατο εξαιτίας του Umurbogol. Εχθρός τους ήταν επίσης και ο καιρός καθώς επικρατούσαν θερμοκρασίες της τάξεως των 40.5 βαθμών Κελσίου, ενώ δεν υπήρχε αρκετό νερό για τους στρατιώτες, με αποτέλεσμα να επέλθει ταχύτατα κόπωση και εξάντληση. Πολλοί ήταν ήδη τραυματισμένοι, άλλοι υπέφεραν από αφυδάτωση, ενώ το νερό που στάλθηκε από τα πολεμικά πλοία είχε μολυνθεί με πετρέλαιο, με συνέπεια οι μισοί σχεδόν Αμερικανοί που είχαν αποβιβαστεί να υποφέρουν κυριολεκτικά από διάρροιες, εμετούς και πόνους στο στομάχι. Μετά από οκτώ ημέρες, στις 23 Σεπτεμβρίου 1944, η ιαπωνική γραμμή παραβιάστηκε και οι Ιάπωνες απομονώθηκαν στο δεύτερο ύψωμα του νησιού. Μετά από έναν ολόκληρο μήνα άγριων συγκρούσεων στο περιβάλλον ζούγκλας του νησιού, το αμερικανικό επιτελείο αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει στην πρώτη γραμμή της μάχης τους μάγειρες και τους εργάτες των πλυντηρίων, προκειμένου να διατηρηθεί η πίεση και να διασπαστεί η  εχθρική άμυνα.[3]

Στο δεύτερο ύψωμα στο άλλο άκρο του Peleliu, η καταρρακτώδης βροχή (βρισκόμαστε στον Σεπτέμβριο ακόμη) επιβράδυνε και τους δύο εμπλεκόμενους, με αποτέλεσμα οι στρατιώτες να κολλήσουν στη λάσπη και αναγκαστούν να χρησιμοποιήσουν εκτός των όπλων τους, πέτρες, μαχαίρια ακόμα και τις ίδιες τους τις γροθιές. Πολύ γρήγορα έγινε αντιληπτό πως το 1ο Σύνταγμα Πεζοναυτών είχε υποστεί τις μεγαλύτερες απώλειες στην Ιστορία του σώματος  και για να ανακουφιστεί αποφασίστηκε η άμεση απόσυρσή του από το πεδίο της μάχης. Οι Ιάπωνες εφάρμοσαν μία εντελώς νέα τακτκή άμυνας: περιχαρακώθηκαν πολύ καλά στα οχυρωμένα υψώματα του νησιού και αμύνονταν μέχρι θανάτου, αντί να επιχειρήσουν τις γνωστές εφορμήσεις αυτοκτονίας. Η τακτική αυτή θα τελειοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό, όπως θα δούμε αργότερα, στην Iwo Jima και στην Okinawa. Η τακτική αυτή είχε επίσης ως συνέπεια οι Αμερικανοί να προβούν στη χρήση φλογοβόλων και αντιαρματικών όπλων, προκειμένου να αναγκάσουν τους Ιάπωνες να εξέλθουν από τα κρυσφήγετά τους. Αξίζει, επιπρόσθετα, να αναφέρουμε το γεγονός πως κατά τη διάρκεια της νύχτας τα αμερικανικά αεροπλάνα ψέκαζαν το νησί με DDT για την καταπολέμηση των κουνουπιών με τους Ιάπωνες να τα υποδέχονται με ενθουσιασμό και χαρά και φυσικά να τα αφήνουν να ολοκληρώνουν τους ψεκασμούς. Στις 17 Οκτωβρίου 1944 το Peleliu ήταν σε αμερικανικά χέρια, οι τελευταίοι Ιάπωνες αυτοκτόνησαν, ενώ ο τελευταίος που επέζησε επέστρεψε στην Ιαπωνία ως εθνικός ήρωας το 1954. Τις μέρες εκείνες ένα τάγμα πεζοναυτών με μία επιχείρηση άριστου σχεδιασμού και υποδειγματικής εκτέλεσης εξόντωσε την φρουρά των 500 Ιαπώνων του Ngesebns, το οποίο ήταν ένα μικρό νησάκι στα βόρεια. Η φρουρά του Peleliu δεν ήταν ικανή να απειλήσει την προώθηση του MacArthur προς το Mindanao ή τις Κεντρικές Φιλιππίνες καθώς το νησί και γενικά όλο το σύμπλεγμα είχε βομβαρδιστεί και αποδυναμωθεί ήδη από τον Μάρτιο του 1944.[4]

Μακάβρια προειδοποίηση κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων στο Peleliu.

 Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της πρώτης επιχείρησης, η κατάληψη του Angaur θα απέτρεπε την αποστολή ιαπωνικών ενισχύσεων στο Peleliu και αντίστροφα θα επέτρεπε στους Αμερικανούς να εγκαταστήσουν αεροπορική βάση. Στις 17 Σεπτεμβρίου 1944 το Angaur βομβαρδίστηκε με τους 1.400 Ιάπωνες να βρίσκονται οχυρωμένοι στο λόφο του νησιού επί έναν ολόκληρο μήνα. Τελικά, στις 22 Οκτωβρίου, η αντίστασή τους κάμφθηκε, οι Αμερικανοί είχαν 260 νεκρούς και 1.354 τραυματίες, ενώ από τους 1.400 Ιάπωνες επιβίωσαν μόνο 59, οι οποίοι και αιχμαλωτίστηκαν. Η αεροπορική βάση που κατασκευάστηκε χρησιμοποιήθηκε για την υποστήριξη του MacArthur στις Φιλιππίνες αργότερα. Η δεύτερη επιχείρηση περιλάμβανε τους κοραλλιογενείς ύφαλους του Yap και Ulithi που βρίσκονταν δυτικά του συμπλέγματος Palaus. Οι Αμερικανοί προτίμησαν να βομβαρδίσουν απλώς τα μικρά νησάκια του υφάλου του Ulithi και να αποβιβαστούν μόνο στο Yap, όπου και εξόντωσαν γρήγορα την ελάχιστη ιαπωνική φρουρά. Η δεύτερη αυτή επιχείρηση στην περιοχή ήταν και η πιο εύκολη, σε αντίθεση με την πρώτη που βάφτηκε με το αίμα των πεζοναυτών.[5]

Μεταπολεμικά, ο ναύαρχος Nimitz παραδέχτηκε πως η όλη επιχείρηση στα νησιά Palaus ήταν ένα μεγάλο λάθος, που κόστισε εντελώς αναίτια τη ζωή τόσων πεζοναυτών. Συνολικά το 50% των δυνάμεων που συμμετείχαν στις επιχειρήσεις στα Palaus έχασαν τη ζωή τους! Φυσικά οι αντιδράσεις στις ΗΠΑ ήταν σφοδρές καθώς η επιχείρηση επικεντρώθηκε σε ένα δευτερεύοντα στόχο, που δεν διέθετε την παραμικρή στρατηγική σημασία. Ως υπαίτιος της επιχείρησης στο Peleliu, όπου οι πεζοναύτες γνώρισαν τι μεγαλύτερες απώλειες, υποδείχθηκε ο διοικητής Rupertus, ο οποίος ήταν αντιπαθητικός τόσο στους στρατιώτες του, όσο και στους λοιπούς αξιωματικούς. Πέθανε πρόωρα, εξαιτίας των ψυχολογικών προβλημάτων που αποκόμισε από την επιχείρηση στο Peleliu και τα οποία τον βασάνιζαν διαρκώς.

 

2) Η ναυμαχία του Κόλπου του Leyte

Μετά τη διασφάλιση των νησιών του συμπλέγματος του Palaus είχε έρθει η ώρα του Douglas MacArthur να πραγματοποιήσει το πολυπόθητο όνειρό του. Ο Αμερικανός Στρατηγός επιδόθηκε σε έναν πόλεμο προπαγάνδας με προκηρύξεις, αποκαλύπτοντας την τοποθεσία, όπου θα επιχειρούσε την απόβαση. Πριν από αυτό είχε ήδη αποφασιστεί η παράκαμψη του Mindanao στα νότια των Φιλιππίνων καθώς διέθετε ανίσχυρη φρουρά, γεγονός που το καθιστούσε ακίνδυνο. Η απόβαση θα διεξαγόταν στον κόλπο του Leyte, ο οποίος βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του ομώνυμου νησιού. Αξίζει επίσης να αναφέρουμε πως οι Φιλιππίνες διαθέτουν συνολικά  περίπου 7.017 νησιά σε μία έκταση 300.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, ενώ έλαβαν το όνομά τους από τον βασιλιά της Ισπανίας Φίλιππο Β`.

Η επάνοδος του Douglas Mac Arthur στις Φιλιππίνες (20 Οκτωβρίου 1944).

Αρχικά, τον Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 1944 ο Τρίτος Αμερικανικός Στόλος του αντιναυάρχου Halsey[6] εξαπέλυσε αεροπορικές επιθέσεις κατά των Φιλιππίνων, της Formosa και της αλυσίδας των Ryukyus (Okinawa) με αποτέλεσμα την καταστροφή σχεδόν όλων των τοπικών αεροπορικών δυνάμεων που περιλάμβαναν περίπου 1.200 αεροσκάφη. Επιπρόσθετα, τα αμερικανικά υποβρύχια βύθισαν σημαντικό αριθμό ιαπωνικών τάνκερ που είχε ως συνέπεια την μη λειτουργία του ιαπωνικού στόλου ως ενιαίου εξαιτίας της επιδείνωσης του προβλήματος της έλλειψης καυσίμων. Έτσι, ο ναύαρχος Toyoda κράτησε πολλά αεροπλανοφόρα (όσα του είχαν απομείνει) αγκυροβολημένα στα λιμάνια της μητροπολιτικής Ιαπωνίας. Η απόβαση ανατέθηκε στον ναύαρχο Kinkaid[7] που είχε υπό τις διαταγές του τον Έβδομο Αμερικανικό Στόλο και υπαγόταν στον MacArthur, ενώ ο Τρίτος Στόλος του Halsey που τελούσε υπό τις διαταγές του Nimitz, ανέλαβε το έργο της φύλαξης του κόλπου του Leyte σε περίπτωση ιαπωνικής ναυτικής επίθεσης. Το γεγονός αυτό δημιούργησε μία ασυνεννοησία μεταξύ των δύο αντιναυάρχων, ειδικά αν σκεφτούμε πως MacArthur και Nimitz ανταγωνίζονταν ο ένας τον άλλο. Στο αντίπαλο στρατόπεδο, ο Toyoda, προσκολλημένος στο δόγμα της μίας και μόνο καθοριστικής μάχης, αποφάσισε την αποστολή μεγάλου τμήματος του στόλου στις Φιλιππίνες, παρόλο που στερούνταν όχι μόνο καυσίμων, αλλά και αξιόμαχων και έμπειρων πιλότων.

Η απόβαση των δυνάμεων του MacArthur ξεκίνησε στις 20 Οκτωβρίου 1944 στις ακτές του Leyte, υπό την υποστήριξη του στόλου. Ακριβώς τότε τέθηκε σε εφαρμογή και η ιαπωνική επιχείρηση “So-Go 1” (επιχείρηση-νίκη 1), η οποία προέβλεπε τη σύγκλιση τεσσάρων στόλων από τα νότια, τα βόρεια και τα δυτικά στον κόλπο του Leyte με στόχο την εξουδετέρωση της αμερικανικής απόβασης. Η κεντρική δύναμη τελούσε υπό τον ναύαρχο Ozawa και ο υπόλοιπος στόλος χωρίστηκε σε επιμέρους δυνάμεις υπό τους Kurita, Soji και Kiyohide. Πρόκειται για ένα σαφώς τολμηρό και ριψοκίνδυνο σχέδιο, δεδομένου του ό,τι ο ιαπωνικός στόλος δεν ήταν ενιαίος. Επρόκειτο ξεκάθαρα για το τελευταίο χαρτί της Ιαπωνίας στον πόλεμο αυτό.

Η περίφημη ναυμαχία του Leyte διήρκεσε από τις 23 μέχρι τις 25 Οκτωβρίου 1944 και κάλυψε μία έκταση περίπου 100.000 τετραγωνικών μιλίων. Αρχικά, στις 23 Οκτωβρίου, ο αντιναύαρχος Takeo Kurita[8] που διέθετε τις ισχυρότερες δυνάμεις, ερχόμενος από την Σιγκαπούρη κινήθηκε προς τη θάλασσα του Sibuyan, όπου ενεπλάκη με τον Τρίτο Αμερικανικό Στόλο. Ο Ιάπωνας διοικητής διέθετε τα δύο υπερπλοία της εποχής, τα θωρηκτά Musashi και Yamato[9], 12 καταδρομικά και 15 αντιτορπιλικά. Τα αμερικανικά υποβρύχια Darter και Dace κατόρθωσαν να βυθίσουν το ένα εκ των δύο θωρηκτών, το Musashi, δύο καταδρομικά (το Maya και την ναυαρχίδα του Kurita το Atago από την οποία εξήλθε ζωντανός), ένα αντιτορπιλικό και να προκαλέσουν ανεπανόρθωτες ζημιές σε πολλά από τα υπόλοιπα πλοία. Ως συνέπεια αυτών των γεγονότων ο Kurita έκανε νέα ναυαρχίδα του το Yamato και αναγκάστηκε να αποσυρθεί για να περισώσει τον υπόλοιπο στόλο. Παράλληλα, τα ιαπωνικά αεροσκάφη προσπάθησαν από χερσαίες βάσεις να πλήξουν, ως απάντηση, τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα του Τρίτου Στόλου.

Η ναυμαχία του Leyte.

Τη δεύτερη ημέρα της ναυμαχίας, στις 24 Οκτωβρίου, οι ιαπωνικές δυνάμεις από το νότο υπό τους αντιναυάρχους Nishimura Soji και Shima Kiyohide πλησίασαν το στενό Surigao με σκοπό να φτάσουν στον κόλπο του Leyte. Επικράτησε όμως ασυνεννοησία μεταξύ τόσο των δύο στόλων που προπορεύονταν, όσο και μεταξύ των δύο στόλων του Kurita που είχε ήδη δεχθεί ισχυρό πλήγμα την προηγούμενη ημέρα. Από την άλλη πλευρά ο αντιναύαρχος Oldendorf που είχε εφοδιαστεί με το σύνολο σχεδόν της δύναμης κρούσης του Έβδομου Αμερικανικού Στόλου, οχύρωσε εξαιρετικά το στενό παρατάσσοντας τα πλοία το ένα δίπλα στο άλλο, δημιουργώντας, με τον τρόπο αυτό, ένα πραγματικό φράγμα. Τα πλοία των Soji και Kiyohide παρατάχθηκαν το ένα πίσω από το άλλο καθώς το στενό Surigao δεν ευνοεί τον επιτιθέμενο, με αποτέλεσμα η ανάσχεσή τους να είναι εύκολη.  Βυθίστηκαν δύο θωρηκτά, τρία καταδρομικά και τέσσερα αντιτορπιλικά. Στη μάχη αυτή τέθηκαν αντιμέτωπα για πρώτη φορά μεταξύ τους θωρηκτά πλοία, αν και τα αντιτορπιλικά διαδραμάτισαν σπουδαιότερο ρόλο. Οι στόλοι των Soji και Kiyohide αποσύρθηκαν οριστικά από τη ναυμαχία.

 Παράλληλα, ο ναύαρχος Halsey έχοντας αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με την κάθοδο του ναύαρχου Ozawa από το Βορρά προς τον κόλπο του Leyte επεδίωξε την εμπλοκή. Καθώς ήταν γνωστός για τον παρορμητισμό του, έπεσε στην παγίδα των Ιαπώνων, οι οποίοι έστειλαν μόνο λίγα αεροπλανοφόρα για να απομακρύνουν τον Τρίτο Αμερικανικό Στόλο από τις ακτές της απόβασης. Ο Halsey έπεσε στην παγίδα και κινήθηκε βόρεια, αφήνοντας τις αποβατικές δυνάμεις του κόλπου του Leyte εντελώς ακάλυπτες. Ο Kurita κινήθηκε στις 25 Οκτωβρίου προς το Leyte μέσω των στενών του San Bernadino, με αποτέλεσμα να βρεθεί μόλις 25 ναυτικά μίλια από τις ακτές που είχε διεξαχθεί η απόβαση των Αμερικανών. Ωστόσο, δεν γνώριζε πως ο Halsey είχε απομακρυνθεί από το σημείο και έτσι όταν συνάντησε αμερικανικά πλοία θορυβήθηκε, έχοντας ακόμα νωπή την ανάμνηση της βύθισης της ναυαρχίδας του Atago μόλις δύο ημέρες νωρίτερα. Τη στιγμή που ο Kurita έφτανε σε απόσταση αναπνοής από τις ακτές, έλαβαν χώρα δύο σημαντικές αεροναυμαχίες. Η πρώτη διεξήχθη ανατολικά του ακρωτηρίου του Engano της νήσου Luzon, όπου τα αμερικανικά αεροσκάφη του Τρίτου Στόλου έπληξαν τα αεροπλανοφόρα του Ozawa, τον οποίο καταδίωκαν. Το αποτέλεσμα ήταν η βύθιση ενός αεροπλανοφόρου, τριών ελαφρών αεροπλανοφόρων, δύο αντιτορπιλικών και η πρόκληση πολλών ζημιών. Η δεύτερη διεξήχθη ανατολικά του νησιού Samar μεταξύ των δυνάμεων του Kurita και των  αμερικανικών αεροπλανοφόρων συνοδείας που προστάτευαν την απόβαση. Όταν ο Ιάπωνας αντίκρυσε τα αμερικανικά πλοία ταράχτηκε, όπως ήδη αναφέρθηκε, και σε αυτό συνέβαλαν δύο γεγονότα: αρχικά δέχτηκε το μήνυμα των Soji και Kiyohide που ανέφερε την απόσυρσή τους από τη μάχη και εν συνεχεία υπέκλεψε αμερικανικό μήνυμα που αφορούσε έκκληση προς τον Halsey για αποστολή ενισχύσεων. Συνεπώς, με δεδομένο πως ο Kurita δεν γνώριζε ότι ο Τρίτος Αμερικανικός Στόλος του Halsey ήταν μακριά, ήταν απολύτως λογικό να φοβηθεί μία ενδεχόμενη περικύκλωση στον κόλπο του Leyte. Βέβαια το ίδιο μακριά (στο Surigao) ήταν και η κύρια δύναμη του Έβδομου Αμερικανικού Στόλου. Ο Kurita μη γνωρίζοντας τα παραπάνω, αποφάσισε να αποσυρθεί βιαστικά, χάνοντας την ευκαιρία να πλήξει τους Αμερικανούς. Τα λάθη αυτά καταλογίζονται αποκλειστικά στον αντιναύαρχο Halsey, τον οποίο ο Nimitz επέπληξε εντονότατα για τις επιλογές του στη διάρκεια της ναυμαχίας. Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε πως μία ώρα μετά την αποχώρηση του Kurita σημειώθηκαν οι πρώτες επιθέσεις καμικάζι για τις οποίες θα γίνει εκτενής αναφορά παρακάτω και πως οι Αμερικανοί χρειάστηκαν δύο μήνες, μέχρι τα Χριστούγεννα του 1944, για να καταλάβουν ολόκληρο το νησί του Leyte.

Η ναυμαχία του Κόλπου του Leyte θεωρείται από πολλούς ως μία από τις μεγαλύτερες, αν όχι η μεγαλύτερη, στην Ιστορία καθώς ενεπλάκησαν περίπου 190.000 ναύτες (143.000 Αμερικανοί και 43.000 Ιάπωνες) και 282 πλοία. Πρόκειται για μία συμπλοκή, η οποία περιλάμβανε αερομαχίες, αεροναυμαχίες και ναυμαχίες, ενώ παράλληλα ο στρατός ξηράς είχε αποβιβαστεί στις ακτές του κόλπου του Leyte. Οι ΗΠΑ έχασαν συνολικά 6 πλοία, 200 περίπου μαχητικά και 2.200 άνδρες, ενώ η Ιαπωνία 25 πλοία (μαζί με το Musashi), 500 περίπου μαχητικά και άνω των 10.000 ανδρών. Το Ιαπωνικό Ναυτικό αχρηστεύτηκε εντελώς μετά από τη ναυμαχία και πλέον ήταν εντελώς ανίσχυρο.[10] Σήμερα υπάρχει μνημείο μεγάλων διαστάσεων που κοσμεί την παραλία της απόβασης, το οποίο αναπαριστά των MacArthur κατά τη στιγμή αυτή, ενώ γνωστή είναι και η στημένη φωτογραφία της απόβασης το 1944. Επιπλέον, υπάρχει ολόκληρο Μemorial Park, ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις με το όνομα του Αμερικανού Στρατηγού, ενώ ολόκληρη η περιοχή φέρει το όνομα “MacArthur”.

Οι ναύαρχοι Takeo Kurita και William Halsey.

 

3) Luzon και Νότιες Φιλιππίνες

Με την κατάληψη του Leyte τα Χριστούγεννα του 1944 ο MacArthur διέσπασε τις ιαπωνικές δυνάμεις στα δύο. Επόμενος στόχος του Αμερικανού αποτελούσε το νησί του Luzon και η πρωτεύουσα Manila, από όπου είχε εκδιωχθεί τον Φεβρουάριο του 1942. Τo Luzon έχει έκταση 109.965 τετραγωνικά χιλιόμετρα γεγονός που το καθιστά το μεγαλύτερο νησί των Φιλιππίνων και το 15ο παγκοσμίως. Την άμυνά του ανέλαβε ο Στρατηγός Yamashita, ο οποίος διέθετε 250.000 άνδρες, τους οποίους οι ντόπιοι κάτοικοι αντιμετώπιζαν ως κατακτητές.

Ο MacArthur αποφάσισε να ακολουθήσει την ίδια διαδρομή, την οποία είχε ακολουθήσει οι Ιάπωνες το 1942 όταν τον εκδίωξαν, δηλαδή να αποβιβαστεί βόρεια από τον κόλπο του Lingayen. Αντίθετα, ο Ιάπωνας διοικητής του Luzon αποφάσισε να αποσυρθεί στην πόλη Baguio και να υπερασπιστεί τις αεροπορικές βάσεις και τα βουνά που βρίσκονταν στα ανατολικά. Η απόσυρσή του μακριά από τα πεδία των μαχών στοίχισε στους Ιάπωνες καθώς επικράτησε ασυνεννοησία γεγονός, το οποίο τους κόστισε ακριβά. Στις 9 Ιανουαρίου 1945, οι αμερικανικές δυνάμεις του MacArthur αποβιβάστηκαν στον κόλπο του Lingayen (σήμερα υπάρχει μνημείο εις ανάμνηση της απόβασης) και έφτασαν γρήγορα στις 23 του μήνα μέχρι την περιοχή Clark, η οποία βρίσκεται έξω από τη σημερινή πόλη Angeles των Φιλιππίνων. Στα τέλη του Ιανουαρίου, ο MacArthur αποφασίζει την αποστολή τριών μεραρχιών για την κατάληψη της πρωτεύουσας, της Manila. Έτσι στις 3 Φεβρουαρίου 1945, τα αμερικανικά στρατεύματα εισέβαλαν ταυτόχρονα από τα βόρεια και τα νότια της πρωτεύουσας. Ο διοικητής της πόλης, Iwabuchi Mitsuji, διατάχτηκε από τον Yamashita να μην αντισταθεί, ωστόσο, ο ίδιος δεν υπάκουσε και μάζι με τους 18.000 άνδρες του προετοιμάστηκε για μάχη. Στις 6 Φεβρουαρίου, ο MacArthur ανακοίνωσε επίσημα πως η πόλη είχε καταληφθεί, ωστόσο, τότε άρχιζε η πραγματική μάχη. Οι Ιάπωνες προέβαλαν σκληρή αντίσταση σε ένα ατμοκίνητο εργοστάσιο ηλεκτρισμού, ενώ καθώς υποχωρούσαν ανατίναζαν κτίρια και στρατιωτικές εγκαταστάσεις προκαλώντας χάος. Επίσης από τις 9 Φεβρουαρίου και έπειτα, οι Ιάπωνες προέβησαν σε ανεξέλεγκτες βιαιοπραγίες: βίασαν και σκότωσαν γυναίκες, έκαψαν ζωντανούς τους ασθενείς στα νοσοκομεία της πόλης και έβγαλαν τα μάτια από παιδιά και μωρά. Ακόμα και σήμερα τα γεγονότα αυτά που έμειναν γνωστά ως «η σφαγή της Manila» είναι νωπά στη μνήμη πολλών ντόπιων που δεν μπορούν να ξεχάσουν όσα έγιναν.  Στις 17 Φεβρουαρίου, οι Αμερικανοί κατέλαβαν το Γενικό Νοσοκομείο της πόλης και το πανεπιστήμιο, απελευθερώνοντας 7.000 πολίτες. Μάλιστα υπάρχουν μαρτυρίες ντόπιων, οι οποίοι έλεγαν χαρακτηριστικά: “We were with the Americans! We were safe! We were liberated!”. Μεταξύ των κτιρίων που καταστράφηκαν μπορούμε να συμπεριλάβουμε και το μεσαιωνικό κάστρο Intramuros («εντός των τειχών»), το οποίο είχαν κατασκευάσει οι Ισπανοί αποικιοκράτες τον 16ο αιώνα. Σήμερα, δυστυχώς, σώζονται μόνο τα ερείπιά του. Η μάχη για το κάστρο διήρκεσε από τις 23 μέχρι τις 26 Φεβρουαρίου και έληξε με harakiri ή seppuku του Iwabuchi.[11] Στις 3 Μαρτίου 1945 ολοκληρώθηκε από τους Αμερικανούς η οριστική κατάληψη της ισοπεδωμένης πρωτεύουσας των Φιλιππίνων.

Προπαγανδιστικό φυλλάδιο, το οποίο ρίχτηκε από αέρος.

Καταληκτικά, τον Απρίλιο του 1945 οι Αμερικανοί κατέλαβαν το νησάκι του Corregidor στην είσοδο του κόλπου της Manila, στο οποίο διεξήχθησαν σφοδρές μάχες. Σήμερα υπάρχει το “Pacific War Memorial” μαζί με κοιμητήριο των θυμάτων. Στην πόλη υπολογίζεται ότι σκοτώθηκαν 100.000-500.000 άμαχοι πολίτες, 1.110 νεκροί Αμερικανοί και 5.565 τραυματίες, ενώ 16.665 Ιάπωνες βρήκαν το θάνατο. Στην πόλη της Manila υπάρχει το γνωστό μνημείο αφιερωμένο στον άμαχο πληθυσμό που έχασε τη ζωή του κατά τον ένα μήνα της μάχης, ενώ εορτάζεται ετησίως η επέτειος της απελευθέρωσής της. Τέλος, να αναφέρουμε πως στην περιοχή Clark όπως και στην περιοχή του Cabanatuan, ανατολικά της πόλης Angeles, υπάρχουν κοιμητήρια των πεσόντων Αμερικανών και ντόπιων ανταρτών που συνασπίστηκαν με τους πρώτους στη διάρκεια των επιχειρήσεων και συνέβαλαν στην τελική έκβαση με το δικό τους τρόπο. Συνολικά, σε ολόκληρη τη νήσο Luzon, οι Αμερικανοί μέτρησαν 8.200 νεκρούς, 32.700 τραυματίες και 93.400 με ασθένειες εκτός μάχης, οι δε Ιάπωνες 205.000 νεκρούς.[12]

Παράλληλα με τη μάχη για την απελευθέρωση της Manila ο Douglas MacArthur έλαβε την απόφαση για την διεξαγωγή επιχειρήσεων και στο νότιο τμήμα των Φιλιππίνων, των οποίων μεγαλύτερο νησί αποτελεί το Mindanao. Ωστόσο, ενήργησε αυτοβούλως παρόλο που δεν είχε τέτοιες διαταγές από τους ανωτέρους του. Οι λόγοι που τον οδήγησαν στη λήψη μίας τέτοιας απόφασης συνοψίζονται ως εξής: ως γενικός διοικητής του μετώπου, διατηρούσε το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις του όπως εκείνος έκρινε. Επιπλέον, οι Νότιες Φιλιππίνες διέθεταν πολλούς Ιάπωνες, άρα και εξοπλισμό που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, ενώ τα νησιά στην περιοχή είχαν στρατηγική σημασία, καθώς παρεμβάλλονταν μεταξύ της Ιαπωνίας και των Ολλανδικών Ανατολικών Ινδιών, οι οποίες ήταν σημαντικές για τον ανεφοδιασμό σε πρώτες ύλες. Τέλος, στο νότιο τμήμα των Φιλιππίνων υπήρχαν πολλοί αιχμάλωτοι ντόπιοι, συνεπώς από ανθρωπιστικής άποψης είχε έναν παραπάνω λόγο να προχωρήσει στην απελευθέρωσή του. Το Ιαπωνικό Ναυτικό απουσίαζε εντελώς από την περιοχή, η οποία ανατέθηκε στην 8η Αμερικανική Στρατιά με διοικητή τον Robert Eichelberger.[13] Το πεδίο αυτό εκτείνονταν 600 μίλια από δυτικά προς ανατολικά και 400 από το Βορρά μέχρι το Νότο. Το ανάγλυφό της είναι επιβλητικό, καθώς περιλαμβάνει μαγκόβρια και τροπικά δάση (ασυνήθιστα για τους Αμερικανούς) και πανύψηλα και απόκρυμνα όρη, ιδανικά για τους αμυνόμενους Ιάπωνες. Όσον αφορά την αντίπαλη πλευρά, η 35η Ιαπωνική Στρατιά υπό τον διοικητή Sosaku Suzuki, γενικό διοικητή των Νότιων Φιλιππίνων, διέθετε 100.000 άνδρες, ωστόσο, από αυτούς μόνο οι 30.000 ήταν καταλλήλως εκπαιδευμένοι και ετοιμοπόλεμοι. Η καλύτερή του μεραρχία ήταν η 30η που έδρευε στο Mindanao, όμως είχε χάσει περίπου το μισό της δυναμικό στο νησί του Leyte. Οι ισχυρότεροι θύλακες της ιαπωνικής άμυνας βρίσκονταν στο δυτικό Mindanao γύρω από την πόλη του Davao και στην πόλη Cebu.[14]

 Στις 6 Φεβρουαρίου 1945, τρεις ημέρες μετά την είσοδο των αμερικανικών στρατευμάτων στη Manila, ο MacArthur διέταξε την επίσημη έναρξη των επιχειρήσεων στις Νότιες Φιλιππίνες με την κωδική ονομασία “Victor”. Ο Αμερικανός Στρατηγός επιθυμούσε την κατάληψη της πόλης Puerto Princessa στο νησί του Palawan, την κατάληψη της χερσονήσου Zamboanga και της ομώνυμης πόλης που βρίσκεται στο δυτικό άκρο του Mindanao με σκοπό την επίτευξη του ελέγχου της θάλασσας του Sulu ανάμεσα από το Palawan και το Mindanao και της απομόνωσης των νησιών Panay, Negros, Cebu και Bohol, τα οποία βρίσκονται βόρεια του Mindanao. Από το Palawan τα αμερικανικά αεροσκάφη θα είχαν τη δυνατότητα να πλήξουν στόχους στην Ινδοκίνα και το Βόρνεο. Έτσι, στις  28 Φεβρουαρίου μετά από διήμερο βομβαρδισμό ξεκίνησε η επίθεση στο νησί με τους Ιάπωνες να βρίσκονται στο εσωτερικό του. Μετά από πέντε ημέρες άγριων μαχών οι Αμερικανοί κατόρθωσαν να εξουδετερώσουν τις φρουρές των αντιπάλων, ενώ οι εχθροπραξίες και οι μικροσυγκρούσεις διήρκεσαν μέχρι τον Απρίλιο του 1945. Οι Αμερικανοί έχασαν 12 άνδρες και είχαν 50 μόλις τραυματίες, ενώ οι Ιάπωνες είχαν 900 νεκρούς. Παράλληλα με την έναρξη των επιθέσεων στο Palawan, ένα αμερικανικό σύνταγμα κατέλαβε τα νησιά που βρίσκονται βόρεια και νότια από αυτό: στο Βορρά τα νησάκια Dumaran, Busuang, Culion και Coron και στο Νότο Balabac και Pandanan. Αμέσως οι Αμερικανοί ξεκίνησαν τις απαραίτητες εργασίες για την κατασκευή του απαραίτητου για αυτούς αεροδρομίου στο Palawan.[15]

Στη συνέχεια η 41η αμερικανική μεραρχία στράφηκε στον δεύτερο στόχο, τη χερσόνησο του Zamboanga, όπου συνάντησε σκληρή άμυνα από τους 9.000 Ιάπωνες. Η αντίστασή τους κάμφθηκε σχετικά γρήγορα, το αμερικανικό επιτελείο όμως ανησυχούσε καθώς το αεροδρόμιο στο Palawan καθυστερούσε πολύ. Τότε έγινε γνωστό πως οι Φιλιππινέζοι αντάρτες, οι οποίοι είχαν μεγάλη συνδρομή στις επιχειρήσεις, είχαν καταλάβει το αεροδρόμιο της πόλης Dipolog που βρίσκεται 145 μίλια βόρεια της πόλης Zamboanga. Στις 10 Μαρτίου 1945 μετά από τριήμερο βομβαρδισμό δόθηκε το σύνθημα της επίθεσης κατά της Dipolog, η οποία κατελήφθη στις 23 του ίδιου μήνα, ενώ στο υπόλοιπο του μήνα διεξήχθησαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη γύρω περιοχή. Οι απώλειες για τους Ιάπωνες ήταν τεράστιες καθώς έχασαν 6.400 στρατιώτες, σε αντίθεση με τους 290 μόλις Αμερικανούς. Παράλληλα, τα αμερικανικά στρατεύματα κατέλαβαν σχετικά εύκολα τα νησιά της θάλασσας του Sulu, τα Basilan, Malamawi, Tawi Tawi, Sanga Sanga και Bangao που αποτελούν μία αλυσίδα που φτάνουν μέχρι το Βόρνεο. Ισχυρότερη άμυνα διέθετε το νησί Jolo, το οποίο βρίσκεται στο κέντρο της αλυσίδας αυτής και είναι ένα από τα τρία μεγαλύτερα, όπου οι 3.900 Ιάπωνες προέβαλαν σθεναρή αντίσταση γύρω από το βουνό Paho από τις 9 μέχρι τις 29 Απριλίου 1945. Οι Αμερικανοί επιχειρούσαν τους επόμενους δύο μήνες στο δυτικό τμήμα του νησιού αριθμώντας 20 νεκρούς, ενώ η Ιαπωνική φρουρά των 2.000 ανδρών αυτού του τμήματος εξουδετερώθηκε ολόκληρη.[16]

Μετά το πέρας των επιχειρήσεων στους παραπάνω στόχους, ο Douglas MacArthur κινήθηκε για την κατάληψη των νησιών Panay, Negros, Cebu και Bohol, τα οποία τοποθετούνται βόρεια του Mindanao και αποτελούν τέσσερα βασικά νησιά εξαιτίας αφενός του μεγέθους τους και αφετέρου της θέσης τους στο κέντρο περίπου των Φιλιππίνων. Σε αυτά οι Φιλιππινέζοι αντάρτες δρούσαν με μεγάλη αποτελεσματικότητα γεγονός που τους επέτρεπε να ελέγχουν πλήρως την ενδοχώρα των νησιών, με τους 30.000 Ιάπωνες να βρίσκονται κατά βάση στα μεγάλα αστικά παραθαλάσσια κέντρα.

 Στις 18 Μαρτίου 1945, οι Αμερικανοί εφόρμησαν εναντίον του Panay και πιο συγκεκριμένα κατά της πρωτεύουσάς του, την πόλη Lloilo, την οποία ήλεγχαν 2.750 Ιάπωνες. Μέσα σε μόλις δύο ημέρες τα αμερικανικά στρατεύματα, με τη βοήθεια των ανταρτών που είχαν τον έλεγχο του εσωτερικού του νησιού, κατέλαβαν την πόλη και το κοντινό νησί Guimara. Επόμενος στόχος ήταν το νησί Negros, το οποίο υπερασπίζονταν 13.500 Ιάπωνες στρατιώτες. Η επίθεση ξεκίνησε στις 24 Μαρτίου 1945 και οι Αμερικανοί πολύ γρήγορα μέχρι τις αρχές Απριλίου είχαν καταλάβει όλες τις παράκτιες περιοχές του νοτιοδυτικού τμήματος του νησιού. Η ολοκληρωτική επικράτηση επετεύχθει στις 4 Ιουνίου μετά από πολύ σκληρές μάχες μεταξύ των δύο αντιπάλων. Στην παρούσα χρονική στιγμή ο MacArthur είχε καταφέρει να ελέγχει το Panay μαζί με το νοτιοδυτικό Negros, ενώ στη συνέχεια διέταξε αμέσως την εισβολή στο νοτιοανατολικό Negros, το Cebu και το Bohol. Οι Αμερικανοί χτύπησαν με τη βοήθεια 8.500 Φιλιππινέζων ανταρτών στις 26 Μαρτίου 1945 το Cebu, το οποίο διέθετε συνολικά φρουρά 14.500 Ιαπώνων. Στις 27 Μαρτίου οι άνδρες του διοικητή Arnold εισέβαλαν στην ομώνυμη πόλη, ενώ από τις 20 Απριλίου και μετά οι Αμερικανοί διεξήγαγαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις σε όλο το νησί. Μέχρι και τη λήξη του πολέμου το καλοκαίρι του 1945, στο νησί υπήρχαν Ιαπωνικές δυνάμεις. Πριν την ολοκλήρωση της κατάκτησης της πόλης Cebu οι Αμερικανοί έπληξαν το νοτιοανατολικό Negros και το Bohol. Μετά από αρκετές ημέρες συγκρούσεων, στις 11 Απριλίου έφτασαν στην κεντρική πόλη του Bohol, την Tagbilaran, ενώ μέχρι το τέλος μήνα το νησί είχε ασφαλιστεί πλήρως με μόλις 7 Αμερικανούς νεκρούς. Παράλληλα, στις 26 Μαρτίου, ημέρα που ξεκίνησε η επίθεση στο Cebu,  ξεκίνησε και η επιχείρηση στο νοτιοανατολικό Negros. Εκεί οι 1.300 Ιάπωνες ήταν οχυρωμένοι σε βουνό 10 μίλια νοτιοδυτικά της πόλης Dumaguete. Οι Αμερικανοί μετά από μεγάλη προσπάθεια κατόρθωσαν στις 28 Μαΐου 1945 να εξουδετερώσουν την ιαπωνική φρουρά με απώλειες 35 ανδρών έναντι 530 Ιαπώνων. Στο σημείο αυτό ο MacArthur είχε πετύχει με την υπερπολύτιμη βοήθεια των Φιλιππινέζων ανταρτών την απελευθέρωση και των νησιών Visayas, όπως ονομάζονταν τα Panay, Negros, Cebu και Bohol. Αμερικανοί διοικητές απένειμαν σε πολλούς αντάρτες τιμητικές διακρίσεις και μετάλλια για την προσφορά τους.[17]

 

Φρίκη μέσα στη ζούγκλα των Φιλιππίνων.

 Τελευταίος στόχος στις ευρύτερη περιοχή των Νότιων Φιλιππίνων ήταν το νησί του Mindanao, το δεύτερο μεγαλύτερο μετά το Luzon. Συνολικά στο νησί υπήρχαν 43.000 Ιάπωνες, από τους οποίους οι 13.000 ήταν ανεκπαίδευτοι και οι υπόλοιποι 30.000 αποτελούσαν την ικανότατη 30η ιαπωνική μεραρχία, όπως ήδη αναφέρθηκε. Οι Ιάπωνες ανέμεναν την αμερικανική απόβαση στον κόλπο του Davaw στα ανατολικά, γι`αυτό οχύρωσαν την ομώνυμη πόλη και τη ζούγκλα που βρίσκεται βόρειά της. Η κωδική ονομασία της επιχείρησης ήταν “Victor V”, ενώ στην προσπάθεια θα συνέδραμαν και 24.000 αντάρτες. Ο Eichelberger αποφάσισε να πραγματοποιηθεί η απόβαση στον κόλπο Illana στα δυτικά του νησιού έτσι ώστε ο στρατός να προχωρήσει προς την ενδοχώρα μέσα από την ζούγκλα, γλιτώνοντας τις εξουθενωτικές μάχες από την πλευρά του Davaw. Το πλάνο κύλησε όπως είχε σχεδιαστεί και μέσα σε δεκαπέντε ημέρες είχε ήδη ολοκληρωθεί. Στις 4 Απριλίου 1945 καταλήφθηκε η τελευταία πόλη του Mindanao και ο MacArthur αδυνατώντας να κρύψει για άλλη μία φορά την αλαζονεία του συνεχάρη τον Eichelberger λέγοντάς του πως τα κατάφερε σαν να ήταν ο ίδιος στη μάχη. Οι αντάρτες συνέχισαν μέχρι τις 3 Ιουνίου να εξουδετερώνουν μικρές ιαπωνικές ομάδες που είχαν μείνει κρυμμένες μέσα στη ζούγκλα. Στη μάχη για την κατάληψη του Mindanao έχασαν τη ζωή τους 10.000 Ιάπωνες και 820 Αμερικανοί, οι Ιάπωνες είχαν 8.000 άνδρες που δεν  κατάφεραν να επιβιώσουν εξαιτίας ασθενειών και της πείνας και άλλους περίπου 22.000 που παραδόθηκαν. Οι Αμερικανοί διέθεταν, τέλος, 2.800 στρατιώτες που νοσηλεύονταν με τραυματισμούς.[18]

Οι λόγοι για τους οποίους οι αμερικανικές επιχειρήσεις εκπληρώθηκαν με τεράστια επιτυχία μπορούν να αναλυθούν ως εξής: η ιαπωνική τακτική άμυνας στην ενδοχώρα των νησιών ήταν πλήρως αποτυχημένη, διότι το αδύναμο σημείο των Αμερικανών ήταν η στιγμή της απόβασης. Εκτός όμως αυτού, οι ιαπωνικές δυνάμεις δεν ήταν καλα οργανωμένες, δεν διέθεταν τις απαραίτητες προμήθειες και πλήττονταν από πολλές ασθένειες στη ζούγκλα. Καταλυτική αποτέλεσε από ότι αποδείχτηκε η συνεισφορά των Φιλιππινέζων ανταρτών, οι οποίοι γνώριζαν τη γεωμορφολογία και τα περάσματα των νησιών. Καταληκτικά, τα αμερικανικά στρατεύματα ήταν ικανότερα των αντίστοιχων ιαπωνικών στις επιχειρήσεις αυτές, γεγονός που σίγουρα επηρέασε τις εξελίξεις.[19]

 

Οι Επαμεινώνδας Γιαβάλκας και Ελευθέριος Αρβανίτης είναι σπουδαστές του Α΄ κύκλου Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ.

Battlefield The Battle of Leyte Gulf

 

 

 

(Συνεχίζεται)       

Παραπομπές

[1]Jeniffer L. Bailey, Philippine Islands, University of Michigan, Michigan 1992, σσ. 21-23.

[2]Mark D. Roehrs & Williams A. Renzi, World War II in the Pacific, New York 2004, σσ. 37, 77-81, 97-98.

[3]Charles Robert Anderson, Western Pacific, University of Michigan, Michigan 1994, σσ. 24-25.

[4]Derrick Wright, Pacific Victory. Tarawa to Okinawa 1943-1945, Sutton Publishing Press, Cambridge 1981., Tarawa to Okinawa, σσ. 105-107, 112, 116-121, 131, 136-146.

[5]Στο ίδιο, σσ. 127-130.

[6] Ο αντιναύαρχος William “Bull” Halsey διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις ναυτικές επιχειρήσεις κατά των Ιαπώνων στο μέτωπο του Ειρηνικού Ωκεανού. Ήταν δυναμικός, παρορμητικός και αποφασιστικός χαρακτήρας και αυτό φαίνεται και από το παρατσούκλι που διέθετε, σε αντίθεση με τον Spruance. Στη ναυμαχία του Midway δεν συμμετείχε διότι νοσηλευόταν σε νοσοκομείο λόγω μικροτραυμάτων που είχε στο δέρμα. Ο Nimitz τον χρησιμοποίησε στις επιχειρήσεις στα Νησιά Σολομώντα, ενώ μαζί με τον αντιναύαρχο Kinkaid χάραξαν νυχτερινές τακτικές μάχης. Το 1943 ο Nimitz τον μετέφερε στον κεντρικό Ειρηνικό, όπου έγινε διοικητής του Τρίτου Στόλου. Ο στόλος του συμμετείχε στην ναυμαχία του Λέιτε και όπως θα δούμε υπέπεσε σε ολέθριο λάθος, παρά την ιαπωνική ήττα. Βλ. Who`s Who in World War II, Routledge, London 1995, σσ. 69-70.

[7]Ο ναύαρχος Thomas Kinkaid είχε τη φήμη του επιθετικού διοικητή, συμμετείχε στο Γκουανταλκανάλ, στην ανακατάληψη των Αλεούτιων Νήσων και στη ναυμαχία του Leyte. Βλ. Who`s Who, ό.π., σ. 90.

[8]Ο ναύαρχος Takeo Kurita συμμετείχε στη ναυμαχία του Midway, ενώ η μεγαλύτερη εμπλοκή του σημειώθηκε στη ναυμαχία του Leyte. Βλ. Who`s Who, ό.π., σ. 94.

[9]Το θωρηκτό Yamato ήταν το μεγαλύτερο πολεμικό πλοίο παγκοσμίως μαζί με το αδελφό του Musashi, κατασκευάστηκε το 1940, είχε εκτόπισμα 72.800 τόνων, κάθε συστοιχία του αποτελούνταν από 9 ναυτικά πυροβόλα 460 χιλιοστών, τα οποία ήταν τα μεγαλύτερα που είχα τοποθετηθεί ποτέ σε πολεμικό πλοίο. Κάθε πυροβόλο είχε μήκος 21.13 μέτρα, ζύγιζε 147.3 τόνους και μπορούσε να πλήξει στόχους σε απόσταση 42 χιλιομέτρων. Η δευτερεύουσα συστοιχία διέθετε 12 πυροβόλα 155 χιλιοστών εγκατεστημένα σε 4 τριπλούς πύργους, ενώ είχε και 24 αντιαεροπορικά πυροβόλα των 25 χιλιοστών. Όσον αφορά το δεύτερο θωρηκτό, το Musashi, αυτό κατασκευάστηκε την ίδια χρονιά, διέθετε τα ίδια χαρακτηριστικά με το αδελφό του όσον αφορά τον οπλισμό. Διαφοροποιούνταν στο μέγεθος καθώς ήταν κατά 3 μέτρα πλατύτερο από ότι το Yamato. Τέλος, υπήρχε και τρίτο θωρηκτό, το Shinano, το οποίο είχε εκτόπισμα 72.000 τόνων και ενώ αρχικά η κατασκευή του ξεκίνησε ως θωρηκτό, μετατράπηκε σε αεροπλανοφόρο. Σε σχέση με τα παραπάνω θωρηκτά διέθετε ελαφρύτερο οπλισμό. Βλ.  https://www.britannica.com/topic/Yamato-ship, https://www.britannica.com/topic/Musashi-Japanese-battleship.

[10]Roehrs & Renzi, ό.π., σσ. 140-145. Wright, Tarawa to Okinawa, ό.π., σσ. 147-148. John Toland, The Rising Sun, The Decline and the Fall of the Japanese Empire, 1936-1945, Modern Library Paperback Edition, New York 2003, σσ. 547-555. «Η ναυμαχία του Κόλπου της Λέιτε», Καθημερινή, 13.3.2011.

[11]Το seppuku ή harakiri ήταν ειδικός τελετουργικός τρόπος αυτοκτονίας των Ιαπώνων Σαμουράι. Ο πολεμιστής γονατίζει και στρέφεται προς τον ήλιο, στη συνέχεια καρφώνει το σπαθί του στην κοιλιακή χώρα και συνήθως μετά ο αυτόχειρας αποκεφαλίζεται τη στιγμή του πόνου από κάποιον συμπολεμιστή του. Ο τρόπος αυτός αυτοκτονίας απορρέει από τον ηθικό κώδικα bushido στον οποίο έχει γίνει ήδη αναφορά. Βλ. https://www.britannica.com/topic/seppuku.

[12]Roehrs & Renzi, ό.π., σσ. 147-151. Clayton D. James & Sharp Wells, From Pearl Harbor to V-J Day, The American Forces in World War II, The American Ways Series, Chicago 1995, σσ. 161-165.

[13]Ο υπολοχαγός Robert Lawrence Eichelberger είχε υπό τη διοίκησή του το Αμερικανικό 1ο Σώμα Στρατού το 1942, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ανάσχεση των Ιαπώνων στην προσπάθειά τους να προωθηθούν στην Αυστραλία, ενώ το 1943 πέτυχε αποφασιστική νίκη στη μάχη της Buna στην Ν. Γουινέα. Τον Σεπτέμβριο του 1944 διορίστηκε διοικητής της 8ης Αμερικανικής Στρατιάς μέχρι τη λήξη το πολέμου. Βλ. Who`s Who, ό.π., σ. 48.

[14]Lofgren J. Stephen, Southern Philippines, U.S. Army Center of Military History, Washington DC 1996, σσ. 7-8.

[15]Στο ίδιο, σσ. 9-11.

[16]Στο ίδιο, σσ. 11-12.

[17]Στο ίδιο, σσ. 13-18.

[18]Στο ίδιο, σσ. 19-32.

[19]Στο ίδιο, σσ. 33-35.