Ελευθέριος Αρβανίτης – Επαμεινώνδας Γιαβάλκας
Η τελευταία φάση του πολέμου στο Μέτωπο του Ειρηνικού (1944-1945)
Μέρος Β’: Η προέλαση στις Ιαπωνικές Νήσους
Η κατάληψη της Iwo Jima
Στις αρχές του 1945 η Ιαπωνία εναπόθετε τις όποιες ελπίδες διέθετε αποκλειστικά σε μία μεγάλη μάχη που θα της έδινε τη δυνατότητα να περισώσει τμήματα της μεγάλης αυτοκρατορίας της μέσω της συνθηκολόγησης. Μετά την ανακατάληψη των Φιλιππίνων από τα στρατεύματα του Douglas MacArthur, το Ιαπωνικό Ναυτικό είχε σχεδόν διαλυθεί και ο πόλεμος είχε μετατραπεί σε ολοκληρωτικό εφιάλτη. Πλέον το ιαπωνικό μητροπολιτικό έδαφος ήταν ακάλυπτο και οι Αμερικανοί συνέχισαν την πορεία προς την επίτευξη του στόχου τους: την ολοκληρωτική ήττα της Ιαπωνίας. Το αμερικανικό επιτελείο είχε θέσει ως επόμενο στόχο το νησί της Iwo Jima, το οποίο βρίσκεται βόρεια των Μαριάνων Νήσων και ανατολικά της αλυσίδας των Ryukyus, που περιλαμβάνει την Okinawa όπως θα παρατηρήσουμε παρακάτω. Η συγκεκριμένη απόφαση για επίθεση λήφθηκε στις 3 Οκτωβρίου 1944, δηλαδή προτού ξεκινήσουν οι επιχειρήσεις για την ανακατάληψη των Φιλιππίνων. Ο βασικός και κύριος λόγος για την επιλογή αυτή ήταν η ανάγκη για βάσεις κοντά στην μητροπολιτική Ιαπωνία, έτσι ώστε τα καινούργια βομβαρδιστικά, τα περίφημα B-29, να έχουν τη δυνατότητα να επιχειρούν με ασφάλεια και άνεση. Μέχρι τότε, τα B-29 απογειώνονταν από την Saipan και την Tinian[1] προκειμένου να πλήξουν το μητροπολιτικό έδαφος της Ιαπωνίας, ωστόσο, κατά την επιστροφή τους υπήρχε ο κίνδυνος αφενός να μην φτάσουν τα καύσιμα και αφετέρου να πέσει η νύκτα. Στις 3 Μαρτίου 1945 για παράδειγμα, τα αμερικανικά αεροσκάφη έπληξαν το Τόκυο σκορπίζοντας το θάνατο σε 83.793 ανθρώπους (ο απίστευτος αυτός αριθμός αμάχων θυμάτων οφείλεται στο συνδυασμό της ρίψης εμπρηστικών βομβών και των κατασκευασμένων από ξύλο και ριζόχαρτο ιδιωτικών οικιών), ενώ και στις 27 του ίδιου μήνα χτυπήθηκαν ιαπωνικά λιμάνια προκαλώντας μεγάλες καταστροφές. Πολλά βομβαρδιστικά έπεσαν στη θάλασσα εξαιτίας των παραπάνω λόγων με τα 3/4 των πιλότων όμως να περισυλλέγονται από τα αμερικανικά πλοία με ασφάλεια. Συνεπώς, η ανάγκη για μία βάση που θα προσέφερε μεγαλύτερη ασφάλεια στις επιχειρήσεις ήταν επιτακτική. Η βάση αυτή ήταν η Iwo Jima, από την οποία τα B-29 θα είχαν τη δυνατότητα να πλήξουν με χαρακτηριστική άνεση μία περιοχή έκτασης από το Τόκυο μέχρι και τα Νησιά Truk.[2]

Το στρατηγικής σημασίας νησί της Iwo Jima είναι ένα μικρό σε μέγεθος ηφαιστειακό νησί, καθώς διαθέτει το ηφαίστειο του Suribashi με ύψος 169 μέτρα, γεγονός που σημαίνει ότι είναι σεισμογενές. Για το λόγο αυτό οι Αμερικανοί το ονόμαζαν χαρακτηριστικά “The Hard Rock”. Η βλάστηση απουσιάζει και όπου αυτή υπάρχει είναι χαμηλή. Το αφιλόξενο αυτό νησί δεν διέθετε λιμάνι. Αντίθετα, διέθετε δύο ολοκληρωμένες αεροπορικές βάσεις και μία τρίτη υπό κατασκευή. Οι Ιάπωνες είχαν οχυρώσει τόσο το όρος Suribashi, όσο και τα υψώματα στα βορειοανατολικά του νησιού, είχαν εγκαταστήσει ραντάρ και είχαν δημιουργήσει και εδώ σύστημα λαβυρίνθων και σπηλαίων, προκειμένου να αμυνθούν μέχρι τέλους και να δυσκολέψουν τον εχθρό επιφέροντάς του όσο το δυνατόν περισσότερες απώλειες. Ο έμπειρος Ιάπωνας διοικητής Tadamichi Kuribayashi [3] είχε οργανώσει ένα άρτιο δίκτυο άμυνας. Φρόντισε δε να απομακρύνει τους αξιωματικούς που δεν ήταν υπάκουοι και προετοίμασε τους άνδρες του για μία μάχη μέχρις εσχάτων. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή, που ο ίδιος έστειλε στη σύζυγό του στην Ιαπωνία, γράφοντάς της: “Do not plan for my return”. Όλοι γνώριζαν ότι αργά ή γρήγορα το νησί θα έπεφτε στα χέρια των αμερικανικών στρατευμάτων και ως εκ τούτου οι Ιάπωνες είχαν προετοιμαστεί ψυχολογικά για την τελευταία τους μάχη. Η φρουρά της Iwo Jima αριθμούσε περί τους 21.000 στρατιώτες, 23 τεθωρακισμένα οχήματα, 438 πυροβόλα, 33 ναυτικά όπλα, 69 αντιαρματικά και 300 περίπου αντιαεροπορικά όπλα. Το αμερικανικό σχέδιο με την κωδική ονομασία “Detachment” προέβλεπε την απόβαση 110.000 πεζοναυτών με παράλληλη υποστήριξη από 500 περίπου πλοία.[4]

Το αμερικανικό επιτελείο έθεσε ως στόχο την απομόνωση του όρους Suribashi την πρώτη ημέρα, έτσι ώστε στη συνέχεια τα στρατεύματα να στραφούν προς τις αεροπορικές βάσεις στα ανατολικά του νησιού, όπου έδρευε και το αρχηγείο του Kuribayashi. Οι τριήμεροι ναυτικοί βομβαρδισμοί του Αμερικανικού Στόλου απέτυχαν να καταστρέψουν ή ακόμα και να φθείρουν τις αντίπαλες οχυρώσεις. Έτσι, στις 19 Φεβρουαρίου 1945, οι πεζοναύτες ξεκίνησαν την απόβαση στη μεγάλη νότια παραλία της Iwo Jima εν μέσω κακών καιρικών συνθηκών αφού έπνεαν θυελώδεις άνεμοι. Η ακτή είχε χωριστεί σε επτά επιμέρους τομείς με τις κωδικές ονομασίες από τα δυτικά προς τα ανατολικά: Green, Red 1, Red 2, Yellow 1, Yellow 2, Blue 1 και Blue 2. Την ημέρα της απόβασης οι 30.000 πεζοναύτες αντιμετώπισαν προβλήματα καθώς «κόλλησαν» στην ηφαιστειακή άμμο με αποτέλεσμα οι Ιάπωνες από το όρος Suribashi να τους αποδεκατίσουν κυριολεκτικά. Η κατάσταση χειροτέρεψε και έγινε πιό δραματική με συνέπεια να χαθούν την πρώτη ημέρα συνολικά 2.000 άνδρες. Το γόρδιο δεσμό έκοψαν οι εκσκαφείς, οι οποίοι δημιούργησαν ταχύτατα σταθερό έδαφος ώστε να ξεκολλήσουν οι πεζοναύτες και παράλληλα να αποβιβαστούν και τα αμερικανικά οχήματα στην παραλία. Οι πεζοναύτες κατόρθωσαν μέσα σε 90 λεπτά της ώρας να απομονώσουν το όρος Suribashi, ενώ τη δεύτερη ημέρα με τις καιρικές συνθήκες εκ νέου δυσμενείς, ξεκίνησαν την ανάβαση, στη διάρκεια της οποίας ανακαλύφθηκαν 70 ιαπωνικά θωρακισμένα φυλάκια και 50 οχυρωμένες θέσεις. Παράλληλα με τις παραπάνω αρχικές επιθετικές ενέργειες, τα αμερικανικά πλοία στα ανοιχτά της Iwo Jima δέχτηκαν επιθέσεις καμικάζι, πρακτική, η οποία, όπως θα φανεί παρακάτω, κορυφώθηκε στην Okinawa. Μετά από πέντε ημέρες σφοδρών συγκρούσεων, το όρος Suribashi καταλήφθηκε από τους πεζοναύτες, οι οποίοι ύψωσαν την αμερικανική σημαία στην κορυφή του.[5]

Όσον αφορά την ιστορία γύρω από την αμερικανική σημαία, υπάρχει ολόκληρο παρασκήνιο που γενικά δεν είναι ευρέως γνωστό. Όταν η περίφημη 5η μεραρχία ανήλθε στο όρος στις 23 Φεβρουαρίου 1945 και ύψωσε στις 10.20 το πρωί την σημαία με τα 48 τότε αστέρια (Χαβάη και Αλάσκα δεν είχαν ενσωματωθεί ακόμα ως πολιτείες), ακούστηκε μία μεγάλη ιαχή από τους στρατιώτες που βρίσκονταν στις ακτές, ενώ ήχησαν οι σειρήνες των αμερικανικών πλοίων. Ο Kuribayashi καθώς και όλοι οι Ιάπωνες αντιλήφθηκαν τότε το κατόρθωμα των Αμερικανών. Λίγες ώρες αργότερα, ο Υπουργός Ναυτικών των ΗΠΑ, James Forrestal, ο οποίος παρακολούθησε τις μάχες από τη θάλασσα, αποβιβάστηκε στην παραλία και ζήτησε να του παραχωρηθεί η σημαία που υψώθηκε ως αναμνηστικό. Όταν η πληροφορία μεταφέρθηκε στον διοικητή της 5ης μεραρχίας στο Suribashi, εκείνος εξέφρασε έντονα το θυμό και την αγανάκτησή του καθώς έδινε τη σημαία αναφωνόντας: “To hell with that!”. Ωστόσο, πολύ γρήγορα ζήτησε να του δοθεί μία νέα μεγαλύτερη σημαία: “Give me a new one and make it bigger”, τόνισε χαρακτηριστικά. Το αίτημά του ικανοποιήθηκε και το απόγευμα της ίδιας ημέρας ξεκίνησε η πομπή με τη νέα σημαία μαζί με τρεις φωτογράφους. Γύρω στις 6 με 7 το απόγευμα η δεύτερη μεγαλύτερη σημαία υψώθηκε εκ νέου στην κορυφή του όρους Suribashi με τον Joe Rosenthal[6] να απαθανατίζει το στιγμιότυπο τη στιγμή που οι πεζοναύτες την ύψωναν. Η φωτογραφία ήταν στημένη και μάλιστα ο ίδιος ο Rosenthal παραδέχτηκε αργότερα πως παραλίγο να χάσει τη στιγμή. Ο δεύτερος φωτογράφος, ο Bob Campbell, φωτογράφισε τον ίδιο τον Rosenthal, που με τη σειρά του φωτογράφιζε τους πεζοναύτες μπροστά απο την υψωμένη σημαία, ενώ ο τρίτος, o Bill Genaust, που απώλεσε τη ζωή του 9 ημέρες αργότερα, κατέγραψε το φιλμ της στιγμής που αυτή υψωνόταν. Οι δύο σημαίες βρίσκονται σήμερα στο Ιστορικό Κέντρο των Πεζοναυτών, στην Washington. Μάλιστα είναι ενδιαφέρον το γεγονός πως οι ΗΠΑ, τον Ιούνιο του 2016, αποκατέστησαν τη λάθος ταύτιση ενός πεζοναύτη της φωτογραφίας αυτής. Ο εν λόγω πεζοναύτης, που τελικά εικονιζόταν στη φωτογραφία, δεν βρίσκεται εν ζωή καθώς απεβίωσε το 2004. Η φωτογραφία της στιγμής που υψώνεται η σημαία έγινε αμέσως δημοφιλής στις ΗΠΑ. Τυπώθηκαν αναμνηστικά γραμματόσημα με αυτήν, τα οποία έσπασαν κάθε ρεκόρ πωλήσεων, ενώ το σημερινό χάλκινο μνημείο των 100 τόνων του Felix de Weldon κοσμεί το κοιμητήριο στην περιοχή του Arlington στην αμερικανική πρωτεύουσα.[7]

Μετά την κατάκτηση του όρους Suribashi, ο καιρός βελτιώθηκε αισθητά και τα αμερικανικά στρατεύματα συνέχισαν την πορεία τους προς τις δύο αεροπορικές βάσεις στα ανατολικά του νησιού. Τη δέκατη ημέρα από την απαρχή της απόβασης, οι Αμερικανοί είχαν κατορθώσει να ελέγξουν το μισό νησί και να καταλάβουν τις δύο ολοκληρωμένες αεροπορικές βάσεις. Τα αμερικανικά στρατεύματα αναγκάστηκαν για μία ακόμα φορά να χρησιμοποιήσουν φλογοβόλα και καύσιμα προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους Ιάπωνες, οι οποίοι ήταν οχυρωμένοι μέσα στις σπηλιές και στους λαβυρίνθους που είχαν δημιουργήσει. Στις 3 Μαρτίου 1945 πέτυχαν τον έλεγχο των 2/3 της Iwo Jima με το τίμημα μέχρι εκείνη τη στιγμή να είναι αρκετά βαρύ: 3.000 νεκροί σε έντεκα ημέρες, ενώ οι Ιάπωνες διέθεταν πλέον 7.000 άνδρες από τους αρχικούς 21.000.[8]
Τη δέκατη τρίτη ημέρα, άρχισαν να φτάνουν οι πρώτες προμήθειες για τους Αμερικανούς συμπεριλαμβανομένου και του αίματος, αφού η κυβέρνηση των ΗΠΑ καλούσε τους πολίτες σε εθελοντική αιμοδοσία. Αντίθετα, οι Ιάπωνες υπέφεραν εξαιτίας της έλλειψης τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης και για το λόγο αυτό προέβαιναν σε ληστρικές ενέργειες κατά του αμερικανικού στρατοπέδου τη νύχτα. Την ίδια ημέρα έλαβε χώρα ένα πολύ σημαντικό γεγονός: προσγειώθηκε για πρώτη φορά στην Iwo Jima το βομβαρδιστικό Β-29 “Superfortress” λόγω μηχανικής βλάβης και το οποίο ήταν το πρώτο από τα εκατοντάδες που θα προσγειώνονταν στο νησί μέχρι τη λήξη του πολέμου. Είναι χαρακτηριστική η φωτογραφία με τους στρατιώτες συγκεντρωμένους γύρω από το νέο αμερικανικό όπλο, το οποίο αντίκρυζαν για πρώτη φορά από τέτοια απόσταση. Μετά από δύο εβδομάδες σκληρών μαχών οι Αμερικανοί αποφάσισαν να τοποθετήσουν για μία ακόμα φορά μάγειρες, μηχανικούς, υπαλλήλους και οδηγούς προκειμένου να συνεχιστεί η πίεση κατά των αντίπαλων γραμμών άμυνας.[9]Έτσι, μετά από δεκαεπτά ημέρες μαχών 800 Ιάπωνες που είχαν εγκλωβιστεί σε ύψωμα του νησιού έλαβαν την απόφαση για εφόρμηση αυτοκτονίας τη νύχτα. Το αποτέλεσμα ήταν τραγικό καθώς όλοι τους βρήκαν μοιραίο θάνατο, ενώ για τους Αμερικανούς ήταν η μέρα που πέτυχαν τις περισσότερες απώλειες στον εχθρό. Οι απώλειες για τους Αμερικανούς ήταν ανησυχητικά μεγάλες με αποτέλεσμα το ξέσπασμα έντονων αντιδράσεων στις ΗΠΑ και γι`αυτό το λόγο αποφασίστηκε στις 14 Μαρτίου 1945 το νησί να κηρυχθεί ασφαλές. Δέκα ημέρες αργότερα, στις 24 Μαρτίου, ο Ιάπωνας διοικητής Kuribayashi εγκλωβίστηκε σε περιορισμένο χώρο μαζί με τους εναπομείναντες στρατιώτες του. Τότε, έστειλε το τελευταίο του μήνυμα στο αρχηγείο της Chichi Jima αναφέροντας: “All officers and men, goodbye from Iwo!”. Έτσι, στις 26 Μαρτίου ο Kuribayashi εξαπέλυσε τη νύχτα την τελευταία επίθεση κατά των Αμερικανών, οι περισσότεροι από τους οποίους κοιμούνταν. Όλοι οι Ιάπωνες εξοντώθηκαν, ωστόσο, η Iwo Jima έλαβε την σκυτάλη από τα Palaus και έγινε ο τόπος στον οποίο το Σώμα των Πεζοναυτών αρίθμησε τις περισσότερες απώλειες στην ιστορία του: 6.000 περίπου έχασαν τη ζωή τους και 17.272 τραυματίστηκαν, ενώ εξαιτίας των καμικάζι σκοτώθηκαν και 1.917 ναύτες. Οι Ιάπωνες αρίθμησαν 19.977 νεκρούς, ενώ περίπου 1.000 αιχμαλωτίστηκαν. Η Iwo Jima πιστώνεται, όμως, τη σωτηρία περίπου 22.000 αμερικανών πιλότων των B-29 καθώς πλέον είχαν τη δυνατότητα της ασφαλούς προσγείωσης στις βάσεις του νησιού.[10]
Μετά τον πόλεμο οι ΗΠΑ διατήρησαν στην Iwo Jima στρατιωτική βάση για είκοσι χρόνια, ενώ το Αμερικανικό Λιμενικό εξασφάλισε την παρουσία του μέχρι το 1968. Το 1993 η δικαιοδοσία του νησιού παραχωρήθηκε στην Ιαπωνία, η οποία σήμερα διαθέτει ναυτική βάση. H Iwo Jima αποτελεί μνημείο πολέμου, είναι ακατοίκητη, δεν υπάρχουν εγκαταστάσεις για φιλοξενούμενους και ο μόνος τρόπος για τους Δυτικούς να επισκεφτούν το νησί είναι μέσω των ετήσιων εκδρομών που οργανώνει το Σώμα των Πεζοναυτών. Ωστόσο, οι συμμετέχοντες είναι αποκλειστικά βετεράνοι του πολέμου. Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνει χώρα το ετήσιο reunion μεταξύ των βετεράνων των δύο χωρών στην κορυφή του Suribashi, όπου έχουν τοποθετηθεί και τα ανάλογα μνημεία. Το 1945 είχε δημιουργηθεί κοιμητήριο στο νησί, το οποίο αργότερα μεταφέρθηκε στη Χαβάη (Punchbowl Cemetery), ενώ οι σοροί κάποιων πεσόντων επαναπατρίστηκαν στις ΗΠΑ. Δυστυχώς, ιαπωνικό κοιμητήριο δεν κατέστη δυνατό να δημιουργηθεί επειδή οι νεκροί είχαν ταφεί σε μαζικούς τάφους ή είχαν χαθεί στα βάθη των σπηλαίων. Αξίζει, τέλος, να κάνουμε μία αναφορά στον υιό του Tadamichi Kuribayashi, Taro Kuribayashi, ο οποίος αφιέρωσε τη ζωή του στην προσπάθεια σύσφιξης των σχέσεων ΗΠΑ και Ιαπωνίας, ενώ διατήρησε και ένα πλούσιο φωτογραφικό αρχείο του νησιού. Οι τρεις αεροπορικές βάσεις σήμερα έχουν συγχωνευθεί σε μία μεγάλη. Το όρος Suribashi στέκεται επιβλητικά στο άκρο του νησιού, ενώ η ηφαιστειακή άμμος βρίσκεται εκεί για να θυμίζει στους βετεράνους τις δύσκολες ώρες που βίωσαν όταν αποβιβάστηκαν. Ο μεγάλος Αμερικανός σκηνοθέτης Clint Eastwood σκηνοθέτησε δύο υπέροχες ταινίες για την Iwo Jima το 2006. Η πρώτη φέρει τον τίτλο “Flags of our Fathers” και προβάλλει την αμερικανική εκδοχή και οπτική και η δεύτερη “Letters from Iwo Jima” παρουσιάζει την αντίστοιχη ιαπωνική.[11]
Okinawa: Η τελευταία μάχη
Στις αρχές του 1945, προτού, δηλαδή, ξεκινήσουν οι επιχειρήσεις για την Iwo Jima, το αμερικανικό επιτελείο πραγματοποιούσε συσκέψεις σχετικά με τα επόμενα βήματα του στρατού στον Ειρηνικό Ωκεανό. Πλέον ήταν γνωστό σε όλους ότι για την Ιαπωνία ο χρόνος μετρούσε απλά αντίστροφα. Σε μία από τις συσκέψεις αυτές ο αντιναύαρχος Raymond Spruance έθεσε στο τραπέζι των συζητήσεων την πρόταση για την Okinawa και γενικότερα την αλυσίδα των νησιών Ryukyus. Η πρόταση αυτή έγινε δεκτή και εγκρίθηκε από το αμερικανικό επιτελείο λαμβάνοντας το κωδικό όνομα “Operation Iceberg”. Όταν οι επιχειρήσεις στην Iwo Jima ολοκληρώθηκαν με επιτυχία αλλά και με πολλές απώλειες παράλληλα, οι αμερικανικές δυνάμεις κινήθηκαν εναντίον της αλυσίδας των νησιών Ryukyus, της οποίας μεγαλύτερο είναι η Okinawa. Τα νησιά βρίσκονται νότια του μητροπολιτικού εδάφους της Ιαπωνίας και θεωρούνται η πύλη εισόδου για το τελευταίο. Οι Αμερικανοί θα πατούσαν πλέον σε ιαπωνικό έδαφος γνωρίζοντας πως η ήταν θέμα χρόνου μέχρι να υποταχθεί η αυτοκρατορία. Η Okinawa ήταν ιαπωνική από το 1879 και η απόστασή της τόσο από τις ακτές της Κίνας όσο και από της Formosa είναι η ίδια.
Οι αναγνωριστικές πτήσεις των αμερικανικών αεροπλάνων είχαν υποτιμήσει όμως τις ιαπωνικές δυνάμεις στο νησί. Τον Ιούλιο του 1944 ο διοικητής Mitsuru Ushijima[12] αντικατέστησε τον Masao Watanabe και εγκατέστησε το αρχηγείο του στην πόλη Shuri, την δεύτερη μεγαλύτερη του νησιού, η οποία ήταν η αρχαία πρωτεύουσα. Ο Ushijima διέθετε την 32η Ιαπωνική Στρατιά, η οποία αριθμούσε περί τους 120.000 άνδρες. Διέθετε επίσης ισχυρή αεροπορική δύναμη μαζί με μερικά πλοία, όσα είχαν απομείνει, συμπεριλαμβανομένου και του θωρηκτού Yamato. Οι αμερικανικές εκτιμήσεις ανέφεραν την παρουσία 60-70.000 Ιαπώνων, δηλαδή τους μισούς από όσους βρίσκονταν στο νησί στην πραγματικότητα. Από την πλευρά τους οι Αμερικανοί συγκέντρωσαν τη μεγαλύτερη αποβατική δύναμη μέχρι τότε στον Ειρηνικό Ωκεανό για την εφαρμογή του σχεδίου με διοικητή τον Buckner, ο οποίος διέθετε την 10η Αμερικανική Στρατιά: τρεις μεραρχίες πεζοναυτών και τέσσερις μεραρχίες πεζικού με συνολικό αριθμό 155.000 ανδρών. Ωστόσο, στις μάχες θα εμπλέκονταν περίπου 300.000 Αμερικανοί. Όσον αφορά τις ναυτικές επιχειρήσεις, αυτές τις είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου ο αντιναύαρχος Raymond Spruance, ο οποίος χώρισε το στόλο σε τέσσερα τμήματα: η κύρια δύναμη είχε ανατεθεί στον ναύαρχο Richmond Turner[13] (με 300 πολεμικά πλοία και 1.000 μεταφορικά), η δύναμη του Marc Mitscher (με τέσσερις ομάδες αεροπλανοφόρων), η δύναμη του αντιναύαρχου William Bludy και η βρετανική δύναμη του Sir Bernard Rawlings (με βρετανικά αεροπλανοφόρα) που είχε επιφορτιστεί με το ρόλο της κάλυψης του Turner. Στις επιχειρήσεις στην Okinawa συμμετείχε συνεπώς και το Βρετανικό Ναυτικό παρά τις έντονες αντιδράσεις του King, ο οποίος ήταν αγγλοφοβικός και είχε πολλές διαφωνίες. Αντίθετα, τόσο ο Nimitz, όσο και ο Spruance ήταν θετικότατοι στη συμμετοχή αυτή. Ο Winston Churchill είχε πιέσει έντονα, έτσι ώστε τα βρετανικά πλοία να γίνουν αποδεκτά στον Ειρηνικό για καθαρά πολιτικούς λόγους.[14]
Το αμερικανικό σχέδιο προέβλεπε την κατάληψη του νησιού προκειμένου να δημιουργηθούν οι αεροπορικές βάσεις από όπου τα B-29 θα έπλητταν ακόμα πιό άμεσα το μητροπολιτικό έδαφος της Ιαπωνίας. Αρχικά η δύναμη του Bludy θα διεξήγαγε τους προπαρασκευαστικούς βομβαρδισμούς, ενώ θα απογειώνονταν από τα αεροπλανοφόρα αεροσκάφη, τα οποία θα κατέστρεφαν τις αντίπαλες υποδομές και οχυρώσεις. Εν συνεχεία, τα ναρκαλιευτικά πλοία θα απομάκρυναν τις νάρκες έτσι ώστε τα μεταγωγικά πλοία να κατορθώσουν να πλησιάσουν άνετα τις ακτές. Μόλιε εξασφάλιζαν την απόλυτη αεροπορική κυριαρχία, όπως ακριβώς επιθυμούσε ο ναύαρχος Nimitz, τότε θα ετίθετο σε ισχύ το σχέδιο με την κατάκτηση πρώτα κάποιων μικρών νησιών στα δυτικά της Okinawa. Στη συνέχεια, τα αμερικανικά στρατεύματα θα στρέφονταν ενάντια στον κύριο στόχο. Η όλη επιχείρηση χωρίστηκε σε τρία επιμέρους τμήματα: αρχικά κατάληψη του νότιου μέρους, εν συνεχεία κατάληψη της Ie Shima και της βόρειας Okinawa και τέλος δημιουργία αεροπορικών βάσεων στο νησί καθώς και σε άλλα γειτονικά. Όπως θα παρατηρήσουμε, πρώτα καταλήφθηκε το βόρειο τμήμα και στη συνέχεια οι Αμερικανοί κινήθηκαν προς το Νότο.[15]
Η απόβαση ορίστηκε για την Πρωταπριλιά του 1945, ημέρα του Πάσχα., ενώ η δύναμη του Bludy είχε ήδη διεξαγάγει τους προκαταρκτικούς βομβαρδισμούς. Οι βομβαρδισμοί αυτοί περιλάμβαναν και τα γειτονικά νησάκια, τα οποία ισοπεδώθηκαν κυριολεκτικά κι έτσι η 77η μεραρχία κατάφερε να καταλάβει τα νησιά Kerama και να εξουδετερώσει διακόσιες περίπου ιαπωνικές βάρκες αυτοκτονίας, οι οποίες ήταν γεμάτες με εκρηκτικά. Οι Ιάπωνες καμικάζι ,για τους οποίους θα γίνει εκτενής αναφορά παρακάτω, κατόρθωσαν λίγη ώρα πριν την εκδήλωση της απόβασης να πλήξουν τέσσερα αμερικανικά αεροπλανοφόρα, τα οποία υπέστησαν μεγάλες ζημιές. Έτσι, λοιπόν, λίγα λεπτά μετά τις 04.00 τα χαράματα, τα αμερικανικά στρατεύματα ξεκίνησαν την πορεία τους προς στην Okinawa και πιό συγκεκριμένα προς την ακτή Hagushi, όπου θα αποβιβάζονταν. Στις 8.30 οι πρώτες δυνάμεις του Buckner είχαν αποβιβαστεί με ασφάλεια χωρίς να συναντήσουν την παραμικρή αντίσταση, με αποτέλεσμα για πρώτη φορά στο μέτωπου του Ειρηνικού Ωκεανού να μην υπάρξει καμία απώλεια και κανένας τραυματισμός.

Οι πεζοναύτες δημιούργησαν την πρώτη ημέρα ένα προγεφύρωμα δεκατριών χιλιομέτρων, το οποίο περιλάμβανε 60.000 άνδρες. Μεταξύ τους κυριαρχούσε η συζήτηση σχετικά με το που βρίσκονται οι Ιάπωνες και γιατί δεν συνάντησαν καμία αντίσταση μέχρι τη στιγμή εκείνη. Τη δεύτερη ημέρα οι Αμερικανοί κατέλαβαν την κεντρικό τομέα του νησιού μαζί με τα δύο αεροδρόμια, ενώ τότε πληροφορήθηκαν από τους ντόπιους κατοίκους πως οι ιαπωνικές δυνάμεις βρίσκονταν συγκεντρωμένες στο νότιο τμήμα του νησιού. Η σχέση της Ιαπωνίας με την Okinawa ήταν και εξακολουθεί να είναι σε κάποιο βαθμό προβληματική γεγονός που επιβεβαιώθηκε και από τη στάση ανοχής των κατοίκων έναντι των Αμερικανών εισβολεων. Μέσα σε τρεις μόλις ημέρες οι πεζοναύτες κατάφεραν να καλύψουν τον προγραμματισμό τριών εβδομάδων! Ωστόσο, οι εξελίξεις παρέμειναν ευνοϊκές και στη συνέχεια. Σε αντίθεση με τον Kyribayashi, ο Ushijima διέθετε περισσότερο οπλισμό και προμήθειες.[16] Κατά τις πρώτες ημέρες, το 24ο Αμερικανικό Σώμα κινήθηκε προς Νότο, όπου συνάντησε τους αμυνόμενους Ιάπωνες στην γραμμή Machinato, βόρεια της πόλης Shuri. Το μέτωπο στο νότιο τμήμα θα διαρκούσε πολλές εβδομάδες και θα είχε μεγάλο βαθμό δυσκολίας για τους Αμερικανούς, αφού οι ιαπωνικές δυνάμεις μάχονταν μέχρι θανάτου. Παράλληλα με την έναρξη των επιχειρήσεων στο Νότο, ο Buckner αποφάσισε να στείλει μία μεραρχία πεζοναυτών στο Βορρά, προκειμένου να διασφαλιστεί η περιοχή και μία μεραρχία πεζικού στο νησάκι Ie Shima. Η Ie Shima θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως αεροπορική βάση για επιπλέον κάλυψη προς όφελος των δυνάμεων, οι οποίες μάχονταν στην Okinawa. Το συγκεκριμένο νησάκι υπερασπίζονταν 3.000 Ιάπωνες μαζί με 1.500 οπλισμένους πολίτες και απαιτήθηκαν δεκαεπτά ολόκληρες ημέρες, με τις πέντε τελευταίες να περιλαμβάνουν τις πιο σκληρές μάχες του μετώπου, προτού καταληφθεί οριστικά στις 21 Απριλίου 1945. Οι Ιάπωνες έχασαν 4.700 στρατιώτες και πολίτες, ενώ οι Αμερικανοί 218 άνδρες και είχαν 900 τραυματίες. Οι πεζοναύτες στο Βορρά μάχονταν για ημέρες κατά των Ιαπώνων που είχαν οχυρωθεί στο ύψωμα Yae Take (365 μέτρα) στη χερσόνησο Motobu. Κατόπιν προδοσίας των ντόπιων, οι οποίοι αποκάλυψαν το κρησφύγετο των Ιαπώνων, οι Αμερικανοί κατόρθωσαν να τους εξουδετερώσουν και να διασφαλίσουν το βόρειο τμήμα της Okinawa. Εδώ επιβίωσαν μόνο 46 Ιάπωνες, οι οποίοι αιχμαλωτίστηκαν. Τα αμερικανικά στρατεύματα είχαν, από την πλευρά τους 246 νεκρούς και 1.000 τραυματίες.[17]

Στις 6 Απριλίου 1945 εκδηλώθηκε ιαπωνική αεροπορική και ναυτική αντεπίθεση, ως απάντηση στις αμερικανικές ενέργειες μέχρι εκείνη τη στιγμή. Εγκαινιάστηκε η επιχείρηση “Ten-Go”, δηλαδή “Heavenly Operation”, η οποία περιλάμβανε δέκα κύματα καμικάζι με 3.000 αεροσκάφη κατά των αμερικανικών πλοίων. Τη μέρα εκείνη οι πιλότοι αυτοκτονίας κατάφεραν να βυθίσουν έξι αντίπαλα πλοία και να προκαλέσουν σημαντικές ζημιές σε άλλα εικοσι ένα, με αποτέλεσμα τα τελευταία να τεθούν εκτός μάχης. Η λέξη καμικάζι σημαίνει στα Ιαπωνικά θεϊκός άνεμος (kamikaze: kami=θεός, kaze= άνεμος) και ήταν οι πιλότοι αυτοκτονίας, ηλικίας 17-23 ετών αποφασισμένοι να προσφέρουν τη ζωή τους στον αυτοκράτορα και την πατρίδα τους. Το σώμα των καμικάζι δημιουργήθηκε τον Οκτώβριο του 1944 ως ύστατο όπλο. Έτσι εξηγείται γιατί άρχισε να χρησιμοποιείται όταν η κατάσταση είχε περιέλθει, πλέον, σε αδιέξοδο. για να αρχίσουν τα χτυπήματα, έχοντας πλέον βρεθεί σε δυσχερή θέση και αδιέξοδο. Υπήρξαν και επικρίσεις, με το επιχείρημα πως με τον τρόπο αυτό καταστρεφόταν το μέλλον της Ιαπωνίας. Το σύνθημα των καμικάζι ήταν το εξής: «Κι αν ακόμη σκοτωθούμε χωριστά, θα τα ξαναπούμε στο Γιασουκούνι, στην πρωτεύουσα των λουλουδιών, μιαν ανοιξιάτικη μέρα». Το Γιασουκούνι ήταν το περίφημο «Τέμενος του Θεού Στρατιώτη», το οποίο δημιουργήθηκε το 1868 αποτελούσε το δομικό συστατικό της αυταρχικής εθνικής οικοδόμησης υπό τον αυτοκρατορικό θεσμό. Οι Ιάπωνες Β` Παγκόσμιο πόλεμο πίστευαν ότι μαχόμενοι για την ίδια τους την πατρίδα και θυσιάζοντας τη ζωή τους, η ψυχή τους θα μεταβεί στο Γιασουκούνι. Ο αυτοκράτορας και οι στρατιώτες που συμμετείχαν πόλεμο στον πόλεμο επισκεπτόταν το Τέμενος και προσεύχονταν για τις ψυχές των πεσόντων. Γι`αυτό και όταν οι καμικάζι αναχωρούσαν για το ταξίδι χωρίς επιστροφή, χαιρετούσαν τους υπόλοιπους λέγοντας χαρακτηριστικά: Ραντεβού στο «Γιασουκούνι». Οι καμικάζι χρησιμοποιούσαν ειδικό τύπο αεροσκάφους, το περίφημο Ohka, που σημαίνει άνθος κερασιάς. Διέθετε τρεις πυραυλοκίνητους κινητήρες, ήταν προσδεδεμένο κάτω από το βομβαρδιστικό και όταν πλησίαζε το στόχο αφηνόταν ελεύθερο αναπτύσσοντας ταχύτητα 990 χιλιομέτρων την ώρα. Οι Αμερικανοί ναύτες το αποκαλούσαν Baka, δηλαδή «ανόητο» στα Ιαπωνικά, καθώς πίστευαν ότι οι πιλότοι ήταν είτε ναρκωμένοι είτε υπνωτισμένοι. Δεν μπορούσαν να κατανοήσουν το λόγο, για τον οποίο επιχειρούσαν τις αποστολές αυτοκτονίας αυτού του είδους. Η νοοτροπία των Δυτικών είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με την αντίστοιχη των Ασιατών και αυτό φάνηκε αναδύθηκε ανάγλυφα σε πολλές περιπτώσεις στο μέτωπο του Ειρηνικού. Οι ΗΠΑ, μία ισχυρή χώρα, πρότυπο Δημοκρατίας και κράτους δικαίου απέναντι στην Ιαπωνία, μία αυτοκρατορία προσηλωμένη στις παραδόσεις, με αυταρχική ιδεολογία και απόλυτο φανατισμό.[18]

Την επομένη, στις 7 Απριλίου 1945 το θωρηκτό Yamato, το οποίο είχε σταλεί στη μάχη μόνο με 67% καύσιμα, μαζί με άλλα οκτώ αντιτορπιλικά και ένα καταδρομικό δέχτηκαν επίθεση από τα αμερικανικά μαχητικά κάθετης εφόρμησης και τα τορπιλοπλάνα, με συνέπεια να βυθιστούν. Τα ιαπωνικά πλοία επιχείρησαν μία αποστολή αυτοκτονίας καθώς δεν διέθεταν αεροπορική κάλυψη. Όσον αφορά τις προσπάθειες των στρατευμάτων του Buckner στο νότιο τμήμα της Okinawa, οι Ιάπωνες είχαν καταφέρει να τις επιβραδύνουν αισθητα, με αποτέλεσμα μια στασιμότητα των επιχειρήσεων. Από τις 12 Απριλίου και επί έναν ολόκληρο μήνα οι δυο αντίπαλοι αναλώθηκαν σε ατέλειωτες μάχες με αμέτρητα θύματα για αμφότερες τις πλευρές. Παράλληλα, στις 19 Απριλίου, διατάχθηκε ο μεγαλύτερος βομβαρδισμός του μετώπου, τόσο από αέρος, όσο και από θαλάσσης, προκειμένου να διασπαστεί η ιαπωνική γραμμή άμυνας (η γραμμή Machinato). Στις 23 Απριλίου, ο Nimitz αποβιβάστηκε στο νησί καθώς η καθυστέρηση της προέλασης τον ανησυχούσε ιδιαίτερα. Κατέστησε σαφές στον Buckner πως διέθετε πέντε ημέρες για να διασπάσει την αντίπαλη άμυνα, διαφορετικά θα απομακρυνόταν από το μέτωπο. Ωστόσο, οι Ιάπωνες την επόμενη ημέρα αποσύρθηκαν από τη γραμμή αυτή και οχυρώθηκαν λίγο νοτιότερα στην γραμμή Shuri. Στις 3 και 4 Μαΐου, επιχείρησαν αντεπίθεση, στην οποία έχασαν 7.000 άνδρες. Οι Αμερικανοί κινήθηκαν έτσι στις 11 Μαΐου για τη δεύτερη γραμμή άμυνας των Ιαπώνων, τη Shuri.[19]

Μετά από δέκα ημέρες σκληρών μαχών στη συγκεκριμένη γραμμή ο Ushijima αποφάσισε να υποχωρήσει νοτιότερα και να αφήσει 5.000 στρατιώτες να την υπερασπιστούν. Η υποχώρηση έλαβε χώρα με άριστο τρόπο καθώς οι καιρικές συνθήκες ήταν άσχημες και οι Αμερικανοί καθυστερούσαν να προωθηθούν. Η γραμμή Shuri διασπάστηκε οριστικά στις 31 Μαΐου. Ο Ιάπωνας διοικητής, έχοντας, πλέον, μόνο 12.000 άνδρες, έστησε την τελευταία γραμμή άμυνας στην χερσόνησο του Kiyan στο νοτιότερο άκρο της Okinawa, όπου η μορφολογία του εδάφους τον ευνοούσε. Τα αμερικανικά αεροπλάνα ήταν καθηλωμένα στις βάσεις λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών και δεν μπορούσαν να προσφέρουν υποστήριξη στην 32η Στρατιά του Buckner που μαχόταν στο βαλτώδες από τις βροχοπτώσεις έδαφος. Η επίθεση στην τελική γραμμη άρχισε στις 12 Ιουνίου 1945, ενώ παράλληλα δύναμη πεζοναυτών κατέλαβε στα νοτιοδυτικά της χερσονήσου Oroku, όπως ονομάζεται το νότιο τμήμα της Okinawa, ένα μεγάλο αεροδρόμιο. Μέσα σε μία εβδομάδα η άμυνα των Ιαπώνων κατέρρευσε και τότε οι Αμερικανοί έχασαν τον διοικητή τους Buckner, ο οποίος τραυματίστηκε θανάσιμα στο ύψωμα Gaezu-Dake. Τρεις ημέρες αργότερα, ο Ushijima απέρριψε την αμερικανική πρόταση παράδοσης που προσέφερε ασυλία σε όλους τους Ιάπωνες και στις 21 Ιουνίου μαζί με τον επιτελάρχη του διέπραξε χαρακίρι μέσα στο ιαπωνικό αρχηγείο. Έπειτα από περίπου 82 ημέρες άγριων μαχών η Okinawa είχε καταληφθεί οριστικά από τα αμερικανικά στρατεύματα, τα οποία επιδόθηκαν εν συνεχεία σε μικρής κλίμακας εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, καθώς πολλοί Ιάπωνες παρέμεναν εγκλωβισμένοι σε σπηλιές. Ο πόλεμος στην Ευρώπη είχε ήδη λήξει όσο Αμερικανοί και Ιάπωνες μάχονταν στο νότιο τμήμα της Okinawa. Οι Ιάπωνες απώλεσαν 110.000 στρατιώτες, οι Αμερικανοί 7.203 νεκρούς στρατιώτες, 5.000 νεκρούς ναύτες λόγω των επιθέσεων των καμικάζι, ενώ είχαν και 31.000 τραυματίες. Συνολικά οι καμικάζι από το Leyte μέχρι την Okinawa κατάφεραν να βυθίσουν 57 Συμμαχικά πλοία, με τα 22 να χάνονται στις επιχειρήσεις της Okinawa (τα περισσότερα ήταν αμερικανικά και όχι βρετανικά, διότι τα δεύτερα ήταν μεγαλύτερα και είχαν ατσάλινο κατάστρωμα, γεγονός που ελαχιστοποιούσε τις ζημιές, ενώ αντίθετα τα πρώτα ήταν μικρότερα και διέθεταν ξύλινο κατάστρωμα), ενώ άλλα 254 υπέστησαν εκτεταμένες ζημιές και αναγκάστηκαν να αποσυρθούν από το πεδίο της μάχης.[20]

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Μετά το πέρας των επιχειρήσεων στην Okinawa και την αλυσίδα των Ryukyus, η Ιαπωνία είχε κυριολεκτικά καταρρεύσει,αφού ήταν εντελώς ακάλυπτη απέναντι στις ΗΠΑ και είχε απωλέσει το μεγαλύτερο τμήμα του ανθρώπινου δυναμικού της καθώς και των εξοπλισμών-υποδομών της. Τα γεγονότα που ακολούθησαν στους επόμενους μήνες είναι γνωστά: τον Αύγουστο οι ΗΠΑ έπληξαν την Ιαπωνία με το νέο υπερόπλο τους, την ατομική βόμβα, προκαλώντας το θάνατο χιλιάδων αθώων και την ισοπέδωση δύο μεγαλουπόλεων. Η Ιαπωνία υπέγραψε την ταπεινωτική συνθηκολόγηση με τις ΗΠΑ στις 2 Σεπτεμβρίου 1945 στο κατάστρωμα του θωρηκτού Missouri στον κόλπο του Τόκιο.
Ο Β` Παγκόσμιος Πόλεμος είχε λήξει τόσο στην Ευρώπη, όσο και στον Ειρηνικό Ωκεανό με τρομακτικές συνέπειες για την ανθρωπότητα. Ένας ολοκληρωτικός πόλεμος περιλαμβάνει μεταξύ των θυμάτων και αμάχους. Περιλαμβάνει, επίσης, τη χρήση κάθε διαθέσιμου μέσου καθώς και τη μαζική επιστράτευση ή την γενική κινητοποίηση των πολιτών. Τα στοιχεία αυτά είναι κοινά τόσο για το μέτωπο της Ευρώπης όσο και για το αντίστοιχο του Ειρηνικού, ωστόσο η παράμετρος εκείνη, η οποία διαφοροποιεί το ένα από το άλλο είναι η ακόλουθη: στο αχανές περιβάλλον του Ειρηνικού Ωκεανού παρατηρείται ο συνδυασμός δράσης τόσο του Ναυτικού και του Στρατού Ξηράς, όσο και της Αεροπορίας στο πλαίσιο μεικτών επιχειρήσεων. Ειδικότερα, στην έναρξη της σύγκρουσης Ιαπωνίας-ΗΠΑ με αφορμή την επίθεση στο Pearl Harbor και μέχρι την έκβαση της ναυμαχίας του Midway, είμαστε μάρτυρες μιάς αεροναυτικής επιχείρησης, ενώ, στη συνέχεια, όταν ξεκινάει η αμερικανική αντεπίθεση στο Γκουανταλκανάλ βρισκόμαστε ενώπιον συνδυασμού μεταξύ Στρατού Ξηράς και Ναυτικού. Σταδιακά στις επόμενες επιχειρήσεις μέχρι την Okinawa, παρατηρείται η συμμετοχή και των εναέριων μέσων και των ναυτικών μαζί με τον στρατό που δρα στο έδαφος. Κορύφωση του συνδυασμού αυτού, που συνιστά τομή στην στρατιωτική Ιστορία, αποτελεί η σύγκρουση στο Leyte, όπου μέσα σε διάστημα τριών ημερών διεξάγονται ταυτόχρονα αερομαχίες, ναυμαχίες, συνδυασμός αυτών καθώς και απόβαση του στρατού στις ακτές των Φιλιππίνων. Πρόκειται, συνεπώς για ένα νέο στοιχείο, που αντικατοπτρίζει και την σφοδρότητα των συγκρούσεων του συγκεκριμένου επιχειρησιακού θεάτρου.
Καταληκτικά, δύνανται επίσης να εξαχθεί το συμπέρασμα πως οι Ιάπωνες στρατιώτες ήταν περισσότερο εξοικειωμένοι στο περιβάλλον του Ειρηνικού Ωκεανού, αφενός λόγω της προγενέστερης παρουσίας τους στην περιοχή (αρχές του 20ου αιώνα) και αφετέρου λόγω του πανομοιότυπου σχεδόν κλίματος που διαθέτει η ίδια η Ιαπωνία. Σε αντίθεση, οι Αμερικανοί κλήθηκαν να πολεμήσουν κάτω από συνθήκες πρωτόγνωρες για τους περισσότερους, αν όχι όλους, που περιλάμβαναν θερμοκρασίες άνω των 40 βαθμών Κελσίου καθώς και περιβάλλον ζούγκλας με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Επιπρόσθετα, η διαχείριση των υφάλων και των προβλημάτων που ανέκυπταν με την παλίρροια ήταν μία πρωτόγνωρη εμπειρία γι αυτούς, ενώ, αρχικά τουλάχιστον, δεν διέθεταν καμία απολύτως τεχνογνωσία σε επίπεδο αμφίβιων επιθέσεων. Ένα ακόμα συμπέρασμα, τέλος, συνιστά η διαφορετική νοοτροπία και ψυχοσύνθεση των δύο εθνών, Ιαπώνων και Αμερικανών, που αποτυπώθηκε κατά κύριο λόγο τόσο με το φαινόμενο των αποστολών, όσο και των εφορμήσεων αυτοκτονίας.


WWII in Color Part 13: Victory in the Pacific
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Α΄ ΚΑΙ Β΄ ΜΕΡΟΥΣ
Bailey, L. Jennifer, Philippine Islands, University of Michigan, Michigan 1992.
Black, Jeremy, World War II, A Military History, Routledge, London 2003.
Dzwonchy, M. Wayne & Skates, John Ray, A Brief History of the U.S. Army in World War II: the U.S. Army Campaigns of World War II, Center of Military History, United States Army, Washington DC 1992.
Gatchel, Theodore, “The Shortest Road to Tokyo, Nimitz and the Central Pacific War”, σσ. 158-178 στο συλλογικό έργο (ed. Daniel Marston) The Pacific War Companion, From Pearl Harbor to Hiroshima, Osprey Publishing, Oxford 2005.
Goldberg, J. Harold, D-Day in the Pacific, The Battle of Saipan, Indiana University Press, Bloomington 2007.
Hane, Mikiso & Perez, G. Louis, Modern Japan, A Historical Survey, Western Press, Philadelphia 2009.
Henshall, Kenneth, A History of Japan, From Stone Age to Superpower, Palgrave Macmillan, New York 2012.
Iriye, Akira, Power and Culture, The Japanese-American War, 1941-1945, Harvard University Press, Cambridge 1981.
James, D. Clayton & Wells, Sharp, From Pearl Harbor to V-J Day, The American Forces in World War II, The American Ways Series, Chicago 1995.
MacDonald, John, Β` Παγκόσμιος Πόλεμος, οι μεγάλες μάχες, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα 2005.
Manchester, William, American Caesar, Douglas MacArthur 1880-1964, Back Bay Books, New York 2008.
Nalty, C. Bernard, The Pacific War, The Story of the Bitter Struggle in the Pacific Theatre of World War II, Salamander Books Limited, London 1999,
Newell, R. Clayton, Central Pacific, University of Michigan, Michigan 1992.
Robert Anderson, Charles, Western Pacific, University of Michigan, Michigan 1994.
Roehrs, D. Mark & Renzi, A. William, World War II in the Pacific, Routledge, New York 2004.
Stephen, J. Lofgren, Southern Philippines, U.S. Army Center of Military History, Washington DC 1996.
Toland, John, The Rising Sun, The Decline and the Fall of the Japanese Empire, 1936-1945, Modern Library Paperback Edition, New York 2003.
Who`s Who in World War II, Routledge, London 1995.
Wright, Derrick, Pacific Victory. Tarawa to Okinawa 1943-1945, Sutton Publishing Press, Cambridge 1981.
Wright, Derrick, Iwo Jima 1945, The Marines Raise the Flag on Mount Suribashi, Osprey Military Publishing, Oxford 2001.
Παραπομπές
[1]Γύρω από τις αεροπορικές βάσεις στα νησιά των Μαριάνων είχαν δημιουργηθεί μικρές πόλεις με μαγαζιά, τράπεζες, ταχυδρομεία, κινηματογράφους καθώς και άλλες ποικίλες υπηρεσίες για την εξυπηρέτηση του προσωπικού και για την ψυχαγωγία των στρατιωτών. Βλ. Wright, Tarawa to Okinawa, ό.π., σ. 149.
[2]Roehrs & Renzi, ο.π., σσ. 200-201. Wright, Tarawa to Okinawa, ό.π., σ. 149.
[3]Ο Στρατηγός Tadamichi Kuribayashi διορίστηκε τον Ιούνιο του 1944 διοικητής της Iwo Jima. Με την 109η μεραρχία δημιούργησε σύστημα λαβυρίνθων και οχυρώσεων σε όλο το νησί. Ο ίδιος και η φρουρά του βομβαρδίζονταν συνεχόμενα ήδη από το 1944, ενώ είναι αξιοσημείωτο πως είχε ζήσει για 3 χρόνια στις ΗΠΑ και γνώριζε τη βιομηχανική δύναμή τους. Ένα από τα τελευταία του μηνύματα ήταν το εξής: “Have not eaten or drunk for five days. But fighting spirit is running high. We are going to fight bravely to the last moment!”. Βλ. Who`s Who, ό.π., σ. 94.
[4]Wright, Tarawa to Okinawa, ό.π., σσ. 153, 157.
[5]Wright, Tarawa to Okinawa, ό.π., σσ. 160-165, 169-172. Derrick Wright, Iwo Jima 1945, The Marines Raise the Flag on Mount Suribashi, Osprey Military Publishing, Oxford 2001, σσ. 41-43.
[6]Λίγες ημέρες μετά ο Rosenthal κλήθηκε πίσω στις ΗΠΑ, όπου έγινε διάσημος, έλαβε αύξηση στο μισθό του, του απενεμήθη βραβείο Pulitzer, ενώ συναντήθηκε και με τον Πρόεδρο Harry Truman. Μέσα στα επόμενα χρόνια ο Rosenthal κατηγορήθηκε ότι η φωτογραφία ήταν στημένη, ενώ αμφισβητήθηκε ακόμα και το γεγονός πως ο ίδιος την τράβηξε. Σε συνέντευξή του μετά τον πόλεμο, ο Rosenthal τόνισε πως δεν είχε την παραμική σημασία αν ήταν στημένη ή όχι καθώς και αν την τράβηξε ο ίδιος. Η πιό χαρακτηριστική και σημαντική του φράση ήταν η εξής: “America’s fighting men had to die on that island and on other islands, and off the shore, and in the air. What difference does it make who took the picture? I took it, but the Marines took Iwo Jima”. Βλ. Wright, Iwo Jima, ό.π., σ. 84.
[7]Wright, Iwo Jima, ό.π., σσ. 83-84.
[8]Wright, Tarawa to Okinawa, ό.π., σσ. 176, 181. James & Wells, ό.π., σσ. 168-172.
[9]Wright, Tarawa to Okinawa, ό.π., σσ. 182-185.
[10]Wright, Tarawa to Okinawa, ό.π., σσ. 187, 190-194, 196.
[11]Wright, Iwo Jima, ό.π., σ. 77.
[12]Ο Στρατηγός Mitsuru Ushijima ήταν πρώην διοικητής της Στρατιωτικής Ιαπωνικής Ακαδημίας και ορίστηκε ως διοικητής της Okinawa στα τέλη του 1944. Δημιούργησε εξαιρετικό σύστημα οχυρώσεων εκμεταλλευόμενος άριστα το έδαφος του νησιού, ενώ προέβλεψε ορθώς το αμερικανικό σχέδιο απόβασης. Κατόρθωσε να δημιουργήσει στρατό 120.000 ανδρών στρατολογώντας ντόπιους κατοίκους όλων των ηλικιών. Αυτοκτόνησε στις 21 Ιουνίου 1945 όταν η μάχη είχε πλέον κριθεί. Βλ. Who`s Who, ό.π., σσ. 164-165.
[13]Ο ναύαρχος Richmond Kelly Turner ή αλλιώς “Crazy Turner” διορίστηκε διοικητής της Αμφίβιας Δύναμης του Νότιου Ειρηνικού Ωκεανού (TF62). Πρώτη του επιχείρηση αποτέλεσε η απόβαση στο Γκουανταλκανάλ στις 7 Αυγούστου 1942, ενώ συμμετείχε στη συνέχεια στις επιχειρήσεις για το νησί της New Georgia καθώς είχε προσβληθεί από ελονοσία. Διήυθυνε την απόβαση στα Νησιά Gilbert και το 1944 μεταφέρθηκε στον τομέα του Κεντρικού Ειρηνικού Ωκεανού. Συμμετείχε τέλος και στις επιχειρήσεις στα Νησιά Marshall και στην Iwo Jima. Βλ. Who`s Who, ό.π., σ. 162.
[14]Roehrs & Renzi, ό.π., σσ. 203-205. Wright, Tarawa to Okinawa, ό.π., σ. 200. John MacDonald, Β` Παγκόσμιος Πόλεμος, οι μεγάλες μάχες, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα 2005, σ. 180.
[15]MacDonald, ό.π., σ. 181.
[16]Wright, Tarawa to Okinawa, ό.π., σσ. 204, 206. MacDonald, ό.π., σ. 182. «Ατσαλένιος Τυφώνας: Η μάχη της Οκινάουα», Καθημερινή, 5.6.2011.
[17]Wright, Tarawa to Okinawa, ό.π., σσ. 208-209. McDonald, ό.π., σ. 184.
[18]Roehrs & Renzi, ό.π., σ. 208. Wright, Tarawa to Okinawa, ό.π., σ. 226. Wayne M. Dzwonchyk & John Ray Skates, A Brief History of the U.S. Army in World War II: the U.S. Army Campaigns of World War II, Center of Military History, United States Army, Washington DC 1992, σ. 43. «Το Τέμενος του Θεού Στρατιώτη», Εφημερίδα των Συντακτών, 31.7.2016.
[19]Wright, Tarawa to Okinawa, ό.π., σσ. 211-216. MacDonald, ό.π., σ. 184. James & Wells, ό.π., σσ. 173-178.
[20]Wright, Tarawa to Okinawa, ό.π., σσ. 218-220, 223-225. MacDonald, ό.π., σ. 186.