Skip to main content

Ιωάννης Σαραντίδης: Ξένοι στρατιώτες στην υπηρεσία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (4ος – 6ος αι.)

 Ιωάννης Σαραντίδης

Ξένοι στρατιώτες στην υπηρεσία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (4ος – 6ος αι.)

Η ένταξη ξένων στρατιωτών στον αυτοκρατορικό στρατό της πρώιμης βυζαντινής περιόδου αποτέλεσε μια εκ των κορυφαίων εσωτερικών διαδικασιών και επιλογών του Βυζαντινού κράτους κατά τους 4ο – 6ο αι. Η κεντρική διοίκηση της αυτοκρατορίας ευνόησε τη μαζική πρόσληψη «βαρβάρων» πολεμιστών στους βυζαντινούς σχηματισμούς μάχης κατά την περίοδο 324-565, προκειμένου να ενισχύσει τη στρατιωτική της ισχύ. Η συγκεκριμένη διαδικασία υποδηλώνεται γενικότερα στη σύγχρονη έρευνα ως «εκβαρβαρισμός» (αγγλ. Barbarization, γερμ. Barbarisierung) ή ειδικότερα «γερμανοποίηση» (αγγλ. Germanization, γερμ. Germanisierung)· με αυτούς τους περιγραφικούς όρους τονίζεται η αυξημένη παρουσία πολεμιστών από τα γερμανικά φύλα του Ρήνου και του Δούναβη στις ένοπλες δυνάμεις της ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Για την επίτευξη της στρατιωτικής σύμπραξης και την ευχερή στρατολόγηση, η βυζαντινή ηγεσία συνδεόταν μέσω επίσημων συνθηκών με λαούς και κράτη πέρα από τα σύνορα της αυτοκρατορίας, με μικρότερες ομάδες προσφύγων που επιζητούσαν να μετοικήσουν στη αυτοκρατορία και, σπανιότερα, ακόμη και με επιδρομείς. Οι γραπτές πηγές όμως είναι δυστυχώς ασαφείς σχετικά με τους όρους αυτών των συμφωνιών. Ο λατινικός όρος foedus ή ο ελληνικός σπονδαί χρησιμοποιούνταν για να δηλώσουν γενικά την επίσημη συμφωνία του Ρωμαϊκού και έπειτα του Βυζαντινού κράτους με οποιοδήποτε συμβαλλόμενο μέρος, είτε επρόκειτο για συνθήκη μεταξύ μερών που ήλθαν σε συμφωνία επί ίσοις όροις (= ισοβαρής συνθήκη, λατ. foedera aequa) είτε επρόκειτο για συνθήκη που προήλθε μετά από τη στρατιωτική επικράτηση της αυτοκρατορίας και υποταγή (λατ. deditio) των εχθρών της (= ετεροβαρής συνθήκη, λατ. foedera iniqua)1. Στην περίπτωση της στρατιωτικής επικράτησης η κεντρική εξουσία υποχρέωνε κατά κανόνα τους ηττημένους λαούς να παράσχουν ένοπλα τμήματα για τις στρατιωτικές ανάγκες της αυτοκρατορίας. Οι πηγές όμως δεν παραδίδουν τις ακριβείς υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων μερών, όπως (για παράδειγμα) εάν οι ξένες επικουρίες θα ελάμβαναν από το κρατικό ταμείο χρήματα, εφόδια, εξοπλισμό κ.ά.

Προσφορά δώρων από ξένους απεσταλμένους στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α΄, ανάγλυφο από τον Οβελίσκο του Θεοδοσίου Α΄ στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης (4ος αι.) – Πηγή: φωτογραφικό αρχείο κ. Θ. Κορρέ

Κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο οι κύριες πηγές στρατολόγησης βαρβάρων ήταν τρεις: Οι ξένοι εισέρχονταν για υπηρεσία στον αυτοκρατορικό στρατό κυρίως ως εθελοντές με σκοπό να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης τους ή για να ξεφύγουν από τις κακουχίες, την ανασφάλεια, την εξαθλίωση ή ακόμα τις διώξεις στον τόπο καταγωγής τους. Επιπρόσθετα, το Βυζαντινό κράτος αντλούσε ανθρώπινο δυναμικό για την επάνδρωση των στρατιωτικών μονάδων του από τις ξένες πληθυσμιακές ομάδες που εγκαταστάθηκαν εντός της αυτοκρατορικής επικράτειας, όπως συνέβαινε με τις κοινότητες των laeti και gentiles, των dediticii ή των αιχμαλώτων πολέμου. Παράλληλα, η εδαφική επέκταση του Βυζαντίου στη Δύση, μέσω των κατακτητικών ή ανακτητικών πολέμων (reconquista) του Ιουστινιανού Α΄ (527-565), συνετέλεσε στην ενίσχυση των βυζαντινών στρατευμάτων και με επίστρατους από τους προσφάτως υποταχθέντες ξένους πληθυσμούς (βλ. σχετικά κατωτέρω).

Οι ξένοι από τις παραπάνω πηγές στρατολόγησης κατατάσσονταν μεμονωμένα ή μαζικά για μόνιμη θητεία στους σχηματισμούς μάχης του βυζαντινού στρατού υπό τις διαταγές αυτοκρατορικού αξιωματούχου και ήταν ενταγμένοι πλήρως στην πολεμική μηχανή του Βυζαντίου. Βάρβαροι με καθεστώς υπηρεσίας μακράς διάρκειας μαρτυρούνται στις βυζαντινές μονάδες του στρατού κρούσης (λατ. comitatenses) και των συνοριακών στρατευμάτων (λατ. limitanei) των 4ου και 5ου αι. ή στους λεγόμενους αριθμούς, τους καταλόγους και τα νέα έφιππα φοιδερατικά σώματα του 6ου αι., καθώς επίσης και στην ανακτορική φρουρά των λεγόμενων Παλατινών σχολών (λατ. scolae palatinae)2.  Επιπρόσθετα, ξένοι υπηρέτησαν στις προσωπικές ένοπλες ακολουθίες (bucellarii3) των αυτοκρατορικών αξιωματούχων ή των πλούσιων γαιοκτημόνων, όπως οι Ούννοι και οι Γότθοι στα τέλη του 4ου και τον 5ο αι., ή οι Αρμένιοι και οι Πέρσες τον 6ο αι.

Οι γεωγραφικές «δεξαμενές» προέλευσης των ξένων στρατιωτιών, οι οποίοι εισέρχονταν τελικά στις τάξεις των αυτοκρατορικών δυνάμεων, ήταν κυρίως τρεις: (α) οι περιοχές που εκτείνονταν αμέσως μετά το ανατολικό / ασιατικό σύνορο του κράτους (τουτέστιν από τον Καύκασο στα βόρεια μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα στα νότια)· (β) οι περιφέρειες που βρίσκονταν βορείως του υδάτινου και πολιτικού συνόρου του Δούναβη καθώς και η βορειοανατολικότερη ρωσική στέπα έως τις βόρειες ακτές του Ευξείνου Πόντου· (γ) οι περιοχές της Δύσης, ειδικότερα η δυτική λεκάνη της Μεσογείου και η βορειοδυτική Ευρώπη.

Από τις σημαντικότερες πληθυσμιακές ομάδες της Ανατολής που παρείχαν σταθερά στρατιώτες στο βυζαντινό στρατό ήταν οι λαοί του Καυκάσου. Οι Αρμένιοι ιδιαίτερα κατείχαν εξέχουσα θέση μεταξύ των ξένων στρατιωτών καθ’ όλη τη διάρκεια της πρώιμης βυζαντινής περιόδου. Κατά τον 4ο αι. επαρχιώτες που προέρχονταν από τους συμπαγείς αρμενικούς πληθυσμούς του Πόντου, της Καππαδοκίας και της Μεσοποταμίας «κατέκλυσαν» τις συνοριακές μονάδες, ελαφρού πεζικού και ιππικού, που διοικούσε ο αυτοκρατορικός στρατιωτικός διοικητής dux Armeniae· αποτέλεσμα της ενσωμάτωσής τους ήταν η μετέπειτα «θωράκιση» της Μικράς Ασίας από τις επιδρομές των φύλων του Καυκάσου αλλά και των Περσών. Κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού Α΄ το αρμενικό στοιχείο αυξήθηκε κατακόρυφα και γενικότερα στο βυζαντινό στρατό· μάλιστα, τα τμήματα που επανδρώνονταν αποκλειστικά από Αρμενίους διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην άμυνα του βόρειου τομέα του ανατολικού συνόρου του κράτους αλλά και στους επεκτατικούς πολέμους του Βυζαντίου στη Δύση (κυρίως στην Ιταλία και τη βορειοδυτική Αφρική). Κατά την ίδια περίοδο μαρτυρούνται και στρατιώτες από τους πιο ολιγάριθμους λαούς του Καυκάσου, όπως οι Ίβηρες ή Τζάνοι, Λαζοί και Αβασγοί, ιδιαίτερα μετά την ενσωμάτωση των ηγεμονιών τους στον εδαφικό κορμό του Βυζαντίου κατά τη μακρά περίοδο διακυβέρνησης του Ιουστινιανού.

Το βυζαντινο-περσικό σύνορο και οι λαοί της Ανατολής στις αρχές του 7ου αι. – Πηγή: http://www.iranpoliticsclub.net/maps/maps06/index.htm

Αξιόλογη παρουσία στον αυτοκρατορικό στρατό μαρτυρείται όμως και για τα αραβικά φύλα της συριακής ερήμου. Τα τελευταία ενίσχυσαν το δύσκολο έργο της άμυνας των τομέων του ανατολικού συνόρου (στη Συρία, τη Μεσοποταμία και την Παλαιστίνη) από τις επιδρομές των Σασανιδών Περσών και των συμμάχων τους Λαχμιδών Αράβων· έτσι, συνέχισαν τη μακραίωνη παράδοση συνεργασίας των Αράβων νομάδων με την αυτοκρατορία, η απαρχή της οποίας χρονολογείται ήδη στη ρωμαϊκή εποχή. Ιδιαίτερα με την ενοποίηση της διοίκησης τους υπό την ηγεσία των Γασσανιδών του Αρέθα από τον Ιουστινιανό Α΄ (τέλη της δεκαετίας του 520), τα αραβικά φύλα συνέβαλαν καθοριστικά στην εδαφική ακεραιότητα και την επικράτηση του Βυζαντίου στην Ανατολή κατά τις μείζονες συγκρούσεις με τους Πέρσες4. Παράλληλα, οι «αστικοποιημένοι» αραβικοί επαρχιακοί πληθυσμοί της Συρίας και της Παλαιστίνης επάνδρωσαν μαζικά τις τοπικές συνοριακές μονάδες, κυρίως ελαφρού πεζικού και ιππικού, συντελώντας έτσι στην προστασία των ανατολικών επαρχιών από πάσης φύσεως εχθρική επιβουλή. Εξέχουσα θέση κατείχαν όμως και οι Πέρσες εξόριστοι που κατέφυγαν στη βυζαντινή επικράτεια. Οι τελευταίοι εντάχθηκαν κυρίως σε σχηματισμούς βαρέως ιππικού (clibanarii, clibanariis agittarii) του 4ου αι., κατά μίμηση των αντίστοιχων περσικών. Έτσι, συνέβαλλαν στην αναβάθμιση του ρόλου του ιππικού στην έκβαση των πολεμικών αναμετρήσεων έναντι του κυρίαρχου μέχρι τότε πεζικού αλλά και στη συνολική εξέλιξη της επιχειρησιακής τακτικής του βυζαντινού στρατού κατά τους 5ο και 6ο αι.5

Σημαντικό ήταν όμως και το πλήθος των σωμάτων του αυτοκρατορικού στρατού που επανδρώθηκαν από λαούς του Δούναβη και της ρωσικής στέπας κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο. Από τους λαούς αυτούς διακρίνονταν κυρίως οι γερμανικής καταγωγής Γότθοι στον κάτω Δούναβη, ιδιαίτερα από τις τελευταίες δεκαετίες του 4ου αι. και εξής, οι Έρουλοι και οι Γεπίδες στον άνω Δούναβη κατά τον 6ο αι. καθώς επίσης και τα ουννικά / τουρανικά φύλα της ρωσικής στέπας και του κάτω Δούναβη κατά τους 5ο και 6ο αι. Τα τελευταία μάλιστα άσκησαν, μαζί με τους Πέρσες (βλ. ανωτέρω), σημαντική επίδραση στο βυζαντινό στρατό: οι συγκρούσεις με τους νομάδες της στέπας βαθμιαία συνετέλεσαν στην αύξηση της σημασίας του ιππικού, ιδιαίτερα των τμημάτων ιπποτοξοτών, αλλά και στη γενικότερη εξέλιξη της επιχειρησιακής τακτικής και του εξοπλισμού των αυτοκρατορικών δυνάμεων6. Μικρότερη παρουσία μαρτυρείται και από γερμανικά φύλα του άνω Δούναβη, των Ταϊφάλων και Κουάδων (4ος αι.) αλλά και των Σκίρων και Ρούγων (5ος αι.)· επίσης, από τα ιρανικά φύλα των Σαρματών και Αλανών (4ος και 5ος αι.)· τέλος, από τα σλαβικά φύλα των Σκλαβηνών και Αντών του κάτω Δούναβη (6ος αι.). Οι πολεμιστές και τα σώματα από τους λαούς της Χερσονήσου του Αίμου και της ρωσικής στέπας διακρίθηκαν κυρίως στην άμυνα του παραδουνάβιου συνόρου της αυτοκρατορίας· συμμετείχαν όμως και στις πολεμικές επιχειρήσεις του βυζαντινού στρατού σε άλλα μέτωπα, όπως το ανατολικό σύνορο ή την Ιταλία.

Η διοικητική οργάνωση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και οι βαρβαρικοί λαοί πέρα από τα σύνορα κατά το έτος θανάτου του Θεοδοσίου Α΄ (395) – Πηγή: https://undevicesimus.deviantart.com/art/The-Roman-Empire-AD-395-466568534

Στρατιώτες και μόνιμοι σχηματισμοί μάχης από τους λαούς της Δύσης μαρτυρούνται σε δύο χρονικές περιόδους, τον 4ο και τον 6ο αι. Κατά τον 4ο αι. στις στρατιωτικές διοικήσεις της Βυζαντινής αυτοκρατορίας εμφανίζονται μονάδες των γερμανικών φύλων των Φράγκων, των Αλαμανών και των συγγενών τους Ιουθούγγων, των Σαξόνων και Anglii, των Βανδάλων, του κελτικού φύλου των Atecotti και του αφρικανικού φύλου των Μαυρουσίων. Το μεγαλύτερο μέρος των μονάδων αυτών εντάχθηκαν στα συνοριακά στρατεύματα των ανατολικών επαρχιών από Ρωμαίους αυτοκράτορες του 3ου αι. (Γαλλιηνό, Αυρηλιανό, Διοκλητιανό), ενώ σημαντικό ποσοστό από αυτές εντάχθηκε στον στρατό κρούσης (comitatenses) του Βυζαντίου, ως ενίσχυση του δυτικού τμήματος από τους αυτοκράτορες (π.χ. τους Ιουλιανό και Βαλεντινιανό Α΄). Οι μονάδες αυτές διατήρησαν τον αμιγή εθνικό τους χαρακτήρα μέχρι περίπου τα τέλη του 4ου αι., οπότε με τη διοικητική (σε ανώτερο επίπεδο) «διαίρεση» της αυτοκρατορίας σε δυτικό και ανατολικό τμήμα σταμάτησε η εισροή ξένων από τη Δύση στις αυτοκρατορικές δυνάμεις του ανατολικού τμήματος. Οι στρατιώτες από τη Δύση επανεμφανίστηκαν στο βυζαντινό στρατό κατά την περίοδο διακυβέρνησης του Ιουστινιανού Α΄. Μετά την κατάλυση του Βανδαλικού βασιλείου (534), οι ηττημένοι Βάνδαλοι και Μαυρούσιοι συγκρότησαν τμήματα πεζικού και ιππικού αντίστοιχα και εντάχθηκαν στις αυτοκρατορικές στρατιωτικές δυνάμεις.

Το Βυζάντιο και τα βαρβαρικά κράτη της Δύσης (476) – Πηγή: https://undevicesimus.deviantart.com/art/The-end-of-the-Western-Roman-Empire-AD-476-481124076

Αξιωματούχοι με καταγωγή από τους εκτός συνόρων λαούς σταδιοδρόμησαν στο βυζαντινό στρατό, απέκτησαν σημαντική πολιτική επιρροή στο αυτοκρατορικό επιτελείο και διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα της πρώιμης βυζαντινής περιόδου. Κορυφαίες περιπτώσεις βαρβάρων αξιωματούχων είναι εκείνες του ικανού Βανδάλου magister militum Στηλίχωνα επί Θεοδοσίου Α΄ (379-395) και του διαδόχου του Ονωρίου στα τέλη του 4ου και στις αρχές του 5ου αι., του Αλανού Άσπαρα επί Θεοδοσίου Β΄, Μαρκιανού και Λέοντoς Α΄ τον 5ο αι. και του διακεκριμένου Αρμένιου στρατηγού ευνούχου Ναρσή επί Ιουστινιανού Α΄ τον 6ο αι.

Η βυζαντινή reconquista επί Ιουστινιανού Α΄ και οι βαρβαρικοί λαοί (527-565) – Πηγή: https://undevicesimus.deviantart.com/art/The-Eastern-Roman-Empire-AD-527-565-491648322

Ιδιαιτέρως σημαντική εξέλιξη κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο (πιο συγκεκριμένα από τις τελευταίες δεκαετίες του 4ου αι. και εξής) ήταν η δημιουργία των βαρβαρικών φοιδερατικών σωμάτων. Ξένοι λαοί εγκαταστάθηκαν εντός της αυτοκρατορικής επικράτειας κατόπιν ειδικής συμφωνίας (foedus) των ηγεμόνων τους με τον αυτοκράτορα. Βασικές υποχρεώσεις τους υπήρξαν η παροχή στρατιωτικών σωμάτων για τη συνοριακή άμυνα αλλά και η συμμετοχή τους στις εκστρατείες του βυζαντινού στρατού σε μέτωπα απομακρυσμένα από τον εκάστοτε τόπο εγκατάστασης τους. Οι ξένοι φοιδεράτοι ελάμβαναν καλλιεργήσιμες γαίες στις συνοριακές περιοχές, δώρα, εξοπλισμό, ανεφοδιασμό (λατ. annona foederatica) και χρήματα. Οι παροχές καθορίζονταν δια της συμφωνίας που σύναπταν οι φοιδεράτοι με την αυτοκρατορία. Οι ίδιοι διατηρούσαν τον οπλισμό και τις τακτικές μάχης τους, διέθεταν σχετική πολιτική αυτονομία εντός της αυτοκρατορίας, ενώ παραμένει ασαφές εάν το κράτος τους παραχωρούσε πολιτικά δικαιώματα και το λεγόμενο connubium, δηλαδή το δικαίωμα σύναψης νόμιμου γάμου. Παράλληλα, οι φοιδεράτοι ηγέτες – πολέμαρχοι έπαιρναν τα διάσημα της εξουσίας τους από τον αυτοκράτορα και τις περισσότερες φορές διορίζονταν σε υψηλές θέσεις της στρατιωτικής ιεραρχίας ή ελάμβαναν τιμητικούς τίτλους της αυτοκρατορικής αυλής7. Από τα παραπάνω στοιχεία καθίσταται σαφές ότι οι φοιδεράτοι αποτέλεσαν νέα κατηγορία μόνιμων μονάδων, πλήρως ενταγμένων στο βυζαντινό στρατό.

Σημαντικότερη περίπτωση φοιδεράτων ήταν εκείνη των Γότθων μετά τη βυζαντινο-γοτθική συνθήκη ειρήνης του 382 (επί Θεοδοσίου Α΄). Οι Γότθοι φοιδεράτοι (Βησιγότθοι του Αλάριχου, Γότθοι του Γαϊνά, Γότθοι της Θράκης του Θεοδώριχου Στραβού και Οστρογότθοι του Θεοδωριχου Αμαλού) διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο (συνήθως αρνητικό) στα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα τόσο του ανατολικού όσο και του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας κατά τους 4ο και 5ο αι. Στο χώρο της Ανατολής φοιδερατικό καθεστώς απέκτησαν διάφορα αραβικά φύλα, όπως οι Τανουκίδες τον 4ο αι., οι Σαλιχίδες, οι ομάδες του Ασπέβετου και του Αμόρκεσου τον 5ο αι., και οι Γασσανίδες και Κινδίτες τον 6ο αι.· επίσης, οι άνδρες που υπηρετούσαν στις αρμενικές περιφέρειες Βελαβιτηνή, Σοφηνή, Αντζιτηνή, Ιγκιληνή και Σοφανηνή στη βόρεια Μεσοποταμία στα τέλη του 4ου αι. καθώς επίσης και οι Λαζοί ηγεμόνες στον Καύκασο κατά τον 5ο αι.

Κατά τον 6ο αι. τα φοιδερατικά σώματα εξελίχθηκαν, σύμφωνα με μαρτυρία του Προκοπίου,  σε μικτά επίλεκτα τμήματα βαρβάρων και Βυζαντινών υπηκόων, αν και το ξένο στοιχείο (ιδιαίτερα οι Γότθοι και οι Έρουλοι) συνέχισε να κυριαρχεί· τη διοίκηση τους ανέλαβε μάλλον ο κόμης των φοιδεράτων (λατ. comes foederatorum)8. Παράλληλα, οι λαοί που είχαν καθεστώς παρόμοιο με εκείνο των φοιδεράτων των 4ου και του 5ου αι. αποκαλούνται στις πηγές σύμμαχοι ή ένσπονδοι9. Δεν ενσωματώθηκαν όμως όλοι οι λαοί που απέκτησαν το καθεστώς των συμμάχων στις δομές του Βυζαντινού κράτους. Για παράδειγμα, οι Λογγοβάρδοι στον άνω Δούναβη κατά τη δεκαετία του 540 έγιναν μεν σύμμαχοι του Βυζαντίου, αλλά η ηγεμονία τους  παρέμεινε ουσιαστικά πολιτικώς ανεξάρτητη.

Από την εξέταση της ένταξης ξένων στρατιωτικών σωμάτων διαφαίνεται και η συμβολή του εκάστοτε αυτοκράτορα στον «εκβαρβαρισμό» του βυζαντινού στρατού. Η πολιτική στρατολόγησης ξένων εγκαινιάστηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο (306/24-337) κατά τις πρώτες δεκαετίες του 4ου αι. Ο τελευταίος στηρίχθηκε κυρίως στα βαρβαρικά φύλα της δυτικής Ευρώπης (κυρίως τους Φράγκους και Αλαμανούς) για να νικήσει τους αντιπάλους του (Μαξέντιο, Λικίνιο), ακολουθώντας έτσι την αντίστοιχη πολιτική των προκατόχων του Τετραρχών αυτοκρατόρων (Διοκλητιανού και Κωνστάντιου Χλωρού)10. Την ίδια πολιτική συνέχισαν όμως και οι διάδοχοι του Κωνσταντίνου επιστρατεύοντας πολεμιστές από λαούς που συνόρευαν με τις επικράτειες της δικαιοδοσίας τους. Στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας ο Ιουλιανός και ο Βαλεντινιανός Α΄ ενέταξαν λ.χ. στις στρατιωτικές τους δυνάμεις Φράγκους, Αλαμανούς, Σάξονες, Anglii και Atecotti κατά το β´ μισό του 4ου αι. Στο ανατολικό τμήμα ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος Β΄ (337-361) συγκρότησε αρκετούς σχηματισμούς κατάφρακτου ιππικού με Πέρσες πολεμιστές, ενώ ο Βάλης (364-378) στρατολόγησε μάλλον αρκετά νέα τμήματα Καυκασίων (Αρμενίων, Ιβήρων και Τζάνων). Παράλληλα, οι Τανουκίδες Άραβες επί Ιουλιανού (361-363) και Βάλεντος (364-378) συμμετείχαν ενεργά τόσο στις επιχειρήσεις του βυζαντινού στρατού εναντίον των Περσών όσο και σε εκστρατείες πέρα από το ανατολικό σύνορο, όπως για παράδειγμα στη Θράκη εναντίον των Γότθων το 378. Παρόλ’ αυτά όμως το συνολικό ποσοστό των ξένων πολεμιστών και σωμάτων έως τότε μάλλον δεν υπήρξε μεγάλο. Μέχρι τη δεκαετία του 370 η μεγάλη πλειονότητα των στρατιωτών του δυτικού και του ανατολικού τμήματος προερχόταν δηλαδή από τους επαρχιακούς πληθυσμούς της αυτοκρατορίας.

Ούννοι σε μάχη με τους Αλανούς. Γκραβούρα της δεκαετίας του 1870 – Πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9F%CF%8D%CE%BD%CE%BD%CE%BF%CE%B9#/media/File:Hunnen.jpg

Η είσοδος των ξένων στο βυζαντινό στρατό έλαβε μαζικές διαστάσεις κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α΄ (379-395). Οι τρομακτικές απώλειες που είχαν ήδη υποστεί οι Βυζαντινοί (= Ρωμαίοι της Ανατολής) από τους Γότθους κατά την καταστροφική για τους ίδιους μάχη της Αδριανούπολης (9 Aυγούστου 378) και άλλες συγκρούσεις ανάγκασαν τον Θεοδόσιο να προσλάβει ή να επιστρατεύσει πολυπληθή σώματα ξένων πολεμιστών, προκειμένου να καταστήσει και πάλι αξιόμαχα τα αυτοκρατορικά στρατεύματα. Γότθοι, Ούννοι, Αλανοί από το Δούναβη, Αρμένιοι και Ίβηρες από τον Καύκασο πλαισίωσαν τις βυζαντινές δυνάμεις κατά τις εκστρατείες του Θεοδοσίου στην Ιταλία εναντίον των σφετεριστών Μάξιμου και Ευγενίου. Ξένοι εξακολούθησαν να υπηρετούν στις αυτοκρατορικές δυνάμεις και κατά τις βασιλείες των Αρκαδίου, Θεοδοσίου Β΄, Μαρκιανού, Λέοντος Α΄ και Ζήνωνος από τη δεκαετία του 390 και κατά το μεγαλύτερο διάστημα του 5ου αι. Οι πηγές αναφέρονται σε Γότθους και Ούννους από τη Χερσόνησο του Αίμου αλλά και σε Αρμένιους και Άραβες από την Ανατολή.

Η ορδή των Ούννων εν κινήσει – Πηγή: http://eclass31.weebly.com/iotasigmatauomicronrho943alpha-epsilon900—beta900-epsilonnu972tauetataualpha.html#.Wfweg9Vl_IU

Πλήθος νέων ξένων στρατιωτών εντάχθηκε στο βυζαντινό στρατό και κατά τον 6ο αι. Ο αυτοκράτορας Αναστάσιος Α΄ (491-518) στηρίχθηκε στους Έρουλους, τους Αρμένιους και τα νεοεμφανιζόμενα αραβικά φύλα των Γασσανιδών και των Κινδιτών για την αντιμετώπιση των εξωτερικών και εσωτερικών αντιπάλων του. Αποκορύφωμα όμως της μαζικής στρατολόγησης ξένων αποτέλεσε η μακρά περίοδος διακυβέρνησης του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄ (527-565). Οι συνεχείς πολεμικές συγκρούσεις σε Ανατολή, Χερσόνησο του Αίμου και Δύση καθώς και ο μεγάλος λοιμός τη δεκαετία του 540, ο οποίος αποδεκάτισε τους επαρχιακούς πληθυσμούς της αυτοκρατορίας, συνετέλεσαν στην ολοένα και μεγαλύτερη επιστράτευση σωμάτων και πολεμιστών από τους λαούς του λεγόμενου barbaricum. Αυτή την περίοδο μαρτυρούνται τμήματα Αρμενίων, Τζάνων, Λαζών, Γασσανιδών Αράβων και Περσών από το ανατολικό σύνορο· επίσης, Ερούλων και Γεπιδών, Σκλαβηνών και Αντών, Πρωτοβούλγαρων και άλλων ουννικών / τουρανικών φύλων  από το Δούναβη και τη μετέπειτα ρωσική στέπα (π.χ. Σαβείρων Ούννων, Ούννων Κριμαίας κ.ά.)· τέλος, Οστρογότθων, Βησιγότθων, Βανδάλων και Μαυρουσίων από τα βαρβαρικά βασίλεια της δυτικής λεκάνης της Μεσογείου.

Συνοψίζοντας: κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο (κυρίως από τα τέλη του 4ου αι. και εξής) μεγάλο ποσοστό των στρατιωτών του αυτοκρατορικού στρατού προερχόταν από τους πληθυσμούς πέρα από τα σύνορα της Ρωμανίας (Βυζαντίου). Η κεντρική εξουσία της αυτοκρατορίας ανέπτυξε στενές σχέσεις με τους εκτός συνόρων λαούς, στην προσπάθειά της να εξασφαλίσει τη στρατιωτική τους σύμπραξη στους αναρίθμητους και πολυμέτωπους πολέμους αυτής της περιόδου. Παρά τις μεγάλες καταστροφές που προξένησαν κυρίως οι Γότθοι, μέσω (και) των ξένων στρατιωτών η βυζαντινή ηγεσία πέτυχε να προσαρμόσει τις ένοπλες δυνάμεις της στις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα και να ανταπεξέλθει στις δύσκολες περιστάσεις που δημιούργησαν οι λεγόμενες «μεταναστεύσεις των λαών», ενώ παράλληλα κατάφερε να επεκταθεί εδαφικά τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση.

Ο Ιωάννης Σαραντίδης είναι υποψήφιος διδάκτωρ Βυζαντινής Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΑΠΘ

Παραπομπές

  1. E. Chrysos, Legal Concepts and Patterns for the Barbarian’ Settlement on Roman Soil, στο E. Chrysos – A. Schwarcz (επιμ.), Das Reich und die Barbaren [Veröffentlichungen des Instituts für Österreichische Geschichtsforschung 29], Wien / Köln 1989, σ. 18-19. – P. Heather, Foedera and Foederati of the Fourth Century, στο T. Noble (επιμ.), From Roman Province to Medieval Kingdoms, London / NewYork 2006, σ. 244-245.
  2. Για την οργάνωση του αυτοκρατορικού στρατού κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο, βλ. A. H. M. Jones, The Later Roman Empire 284-602. A Social, Economic and Administrative Survey, τ. II, Oxford 1964, σ. 608-610, 613-614, 621, 649-654. – Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους. Τόμος πρώτος (324-565 μ.Χ.), Θεσσαλονίκη 51995, σ. 622-628.
  3. Γ. Α. Λεβενιώτης, Οbsequentes – privatum obsequium – Οbsequium – Obsequioν – Οpsicion – Οψίκιον. Η εξέλιξη ενός τεχνικού όρου και η πρώιμη περίοδος του «θέματος» Οψικίου, στο Θ. Κορρές – Πολύμνια Κατσώνη – Ι. Λεοντιάδης – Α. Γκουτζιουκώστας (επιμ.), ΦΙΛΟΤΙΜΙΑ. Τιμητικός τόμος για την ομότιμη καθηγήτρια Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα, Θεσσαλονίκη 2011, σ. 361-410, ειδικά 389 κ.ε.
  4. Προκόπιος, Υπέρ των πολέμων λόγοι, έκδ. J. Haury, Procopii Caesariensis Opera Omnia, τ. I (De bello Persico), Lipsiae 1913, 4-304. Addenda et corrigenda adiecit G. Wirth I, Leipzig 1962, 1.17.47.
  5. Grosse, Römische Militärgeschichte von Gallienus bis zum Beginn der Byzantinischen Themenverfassung, Berlin 1920, σ. 254-256. – Καραγιαννόπουλος, ό.π., σ. 639-640. – Λεβενιώτης, ό.π.
  6. Ι. Σαραντίδης, Η βυζαντινή πολιτική της ενσωμάτωσης ξένων λαών στη Χερσόνησο του Αίμου (450-491): προτάσεις ερμηνείας των αυτοκρατορικών πολιτικών στόχων, Βυζαντιακά 33 (2016) 37-54, ειδικά σ. 47, σημ. 24.
  7. Ενδεικτικά, βλ. Ε. Κ. Χρυσός, Το Βυζάντιον και οι Γότθοι.Συμβολή εις την εξωτερικήν πολιτικήν του Bυζαντίου κατά τον δ΄ αιώνα, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 146-166. – P. Heather, Goths and Romans 332-489, Oxford 1994, σ. 158-165.
  8. Προκόπιος, ό.π., τ. I: De belloVandalico, 305-552. Addenda et corrigenda G. WirthI, Leipzig 1962, 1.11.3-4, και, τ. II: De bello Gothico, Lipsiae 1913. Addenda et corrigenda G. Wirth ΙI, Leipzig 1963, 7.33.13. – Codex Justinianus, έκδ. P. Krüger [CJC 2], Berlin 1877, ανατ. Dublin / Zürich 1970, 1.5.12, εδάφιο 17 (a. 527). Για τον κόμητα των φοιδεράτων, βλ. Jones, ό.π., σ. 665. – Καραγιαννόπουλος, ό.π., σ. 636.
  9. Καραγιαννόπουλος, ό.π., σ. 636.
  10. Ζώσιμος, Νέα Ιστορία, έκδ. F. Paschoud, Histoire Nouvelle, τ. I-ΙΙΙ [CUF], Paris 1971-1989, 2.15.1.

 Επιπρόσθετη βιβλιογραφία

  • Adontz, Armenia in the Period of Justinian. The Political Conditions based on the Naxarar System, αγγλ. μτφρ. N. Garsoïan, Lisbon 1970
  • Altheim, Geschichte der Hunnen. Band 1-5, Berlin 1959-1962
  • C. Blockley, East Roman Foreign Policy. Formation and Conduct from Diocletian to Anastasius, Leeds 1992
  • S. Burns, Rome and the Barbarians 100 B.C.-A.D. 400, Baltimore/London 2003
  • Curta (επιμ.), Borders, Barriers and Ethnogenesis. Frontiers in Late Antiquity and Middle Ages [Studies in Early Middle Ages 12], Turnhout 2005
  • Curta (επιμ.), Neglected Barbarians, Turnhout 2010
  • Dignas / E. Winter, Rome and Persia in Late Antiquity, Cambridge 2007
  • Elton, Warfare in Roman Europe, AD 350-425, Oxford 1996
  • Goffart, Barbarian Tides: the Migration Age and the Later Roman Empire, Philadelphia 2006
  • Hoffmann, Das spätrömische Bewegungsheer und die Notitia Dignitatum. Ι-ΙΙ [Epigraphische Studien 7], Düsseldorf 1969-1970
  • Γ. Καλαφίκης, Η οργάνωση του ύστερου ρωμαϊκού στρατού (260-395). Σχηματισμοί μάχης – διοίκηση – οχυρώσεις – αμυντική στρατηγική [ανέκδοτη διδακτορική διατριβή], ΑΠΘ 2008
  • H. W. G. Liebeschuetz, Barbariansand Bishops. Army, Church, and State in the Age of Arcadius and Chrysostom, Oxford 1990
  • J. Maenchen-Helfen, The World of the Huns. Studies in their History and Culture, Berkeley / Los Angeles / London 1973
  • Σ. Πατούρα-Σπανού, Χριστιανισμός και παγκοσμιότητα στο πρώιμο Βυζάντιο: από τη θεωρία στην πράξη [Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. Ινστιτούτο Βυζαντινών Σπουδών. Μονογραφίες 10], Αθήνα 2008
  • Ι. Σαραντίδης, Βαρβαρικοί λαοί και βυζαντινή εξωτερική πολιτική στον Δούναβη (450-491): μια νέα ερμηνευτική θεώρηση, Βυζαντινά 34 (2015-2016) 189-215
  • Shahid, Byzantium and Arabs in the Fourth Century, Washington 1984
  • Shahid, Byzantium and Arabs in the Fifth Century, Washington 1989
  • Shahid, Byzantium and Arabs in the Sixth Century. I.1: Political and Military History, Washington 1995
  • Southern – K. R. Dixon, The Late Roman Army, New Haven/London 1996
  • L. Teall, The Barbarians in Justinian’s Armies, Speculum 40.2 (1965) 294-332
  • Sarantis – N. Christie (επιμ.), War and Warfare in late Antiquity. Current Perspectives [Late Antique Archaeology 8], Leiden / Boston 2013