Σπύρος Γαστεράτος
Από το νησί των Φαιάκων στη νύμφη του Θερμαϊκού.
Ο Αλβανικός Γολγοθάς των Σέρβων, η παρουσία τους στην Κέρκυρα και η μεταφορά τους στην Θεσσαλονίκη
(1915 -1916)
Οι σερβικές επιτυχίες κατά το πρώτο έτος του Μεγάλου Πολέμου (μάχες Cer και Kolubara), έκαναν επιτακτικό για τις Κεντρικές Δυνάμεις (Γερμανία, Αυστροουγγαρία) ένα αποτελεσματικότερο σχέδιο για την απαλλαγή από το σερβικό «παράσιτο». H κατάληψη και ο έλεγχος της Σερβίας ήταν ζωτικής σημασίας γι αυτές. Θα διασφάλιζαν την επικοινωνία τους με την σύμμαχο Οθωμανική Αυτοκρατορία, καθώς και τη χερσαία συγκοινωνιακή οδό που ένωνε το Βερολίνο με την Κωνσταντινούπολη και διερχόταν μέσω του σερβικού εδάφους. Το πέρας της επιχείρησης αυτής, επιπλέον, θα είχε αντίκτυπο στις ουδέτερες βαλκανικές χώρες προς όφελος των Κεντρικών Δυνάμεων, αλλά και θα επέφερε ένα σημαντικότατο πλήγμα στην Ρωσία, η οποία θα έχανε το σημαντικότερο έρεισμα, το οποίο διέθετε μέχρι στιγμής στα Βαλκάνια.[1]
Στις 6 Σεπτεμβρίου 1915, η Βουλγαρία συνήψε συμμαχία με τις Κεντρικές Δυνάμεις, με στόχο μία συντονισμένη γερμανική, αυστροουγγρική και βουλγαρική επίθεση σε βάρος της Σερβίας. Η Βουλγαρία όφειλε να επιτεθεί στην γείτονα χώρα από ανατολάς, πέντε μέρες έπειτα από την εκδήλωση της αυστρογερμανικής επίθεσης, επιβραβευόμενη με την σερβική Μακεδονία και την ελληνική ανατολική Μακεδονία, σε περίπτωση που η Ελλάδα εξαπέλυε αναίτια επίθεση εναντίον αυτής και των συμμάχων της.[2] Στις 23 Σεπτεμβρίου, η Βουλγαρία κήρυξε γενική επιστράτευση· η επίθεση ήταν έτοιμη να ξεκινήσει.[3]
Πράγματι, στις 6 Οκτωβρίου αυστρογερμανικά στρατεύματα επιτέθηκαν στην Σερβία. Αρχικά δόθηκε έμφαση στο Βελιγράδι, το οποίο κατελήφθη από τους Αυστριακούς τρεις μέρες αργότερα. Οι Γερμανοί εισέβαλαν από βορειοανατολικά, δηλαδή από την κοιλάδα του ποταμού Μοράβα. Τα αυστρογερμανικά στρατεύματα άρχισαν να διαχέονται στην Κεντρική Σερβία, με τους Σέρβους να υποχωρούν συνεχώς. Το σχέδιο των τελευταίων προέβλεπε σύμπτυξη προς τον νότο και σύνδεση με τα βρετανικά και τα γαλλικά στρατεύματα που είχαν εγκατασταθεί στην Θεσσαλονίκη για την παροχή βοήθειας στην Σερβία.[4]
Η σύμπτυξη των Σέρβων στον νότο ματαιώθηκε όταν, στις 14 Οκτωβρίου, οι Βούλγαροι εξαπέλυσαν επίθεση στο ανατολικό τμήμα της Σερβίας. Ένα μέρος του βουλγαρικού στρατού εισήλθε στη Νότια Σερβία, όπου στις 5 Νοεμβρίου κατέλαβε τη Νiš και συνδέθηκε με τον στρατό του στρατηγού Mackensen. Το άλλο μέρος του εισήλθε στην σερβική Μακεδονία, καταλαμβάνοντας σημαντικές πόλεις (Štip, Kumanovo, Veles, Ohrid).[5]
Το αρχικό σχέδιο των Σέρβων δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί, αφού είχαν αποκοπεί από τα νότια σύνορά τους. Η βοήθεια των Συμμάχων από το νότο ήταν καθυστερημένη και άκαρπη, ενώ και η Ελλάδα δεν προέβη σε στρατιωτική βοήθεια προς την Σερβία.[6] Μέσω του λιμανιού της Θεσσαλονίκης, πάντως, επιτρεπόταν η διέλευση στρατιωτικών ενισχύσεων από την Γαλλία. Σέρβοι τραυματίες επίσης νοσηλεύονταν στην Θεσσαλονίκη, ενώ η Ελλάδα προμήθευε την Σερβία με αλεύρι και σιτάρι.[7]
Η Σερβία πλέον είχε καταληφθεί από αυστρογερμανικά και βουλγαρικά στρατεύματα, ενώ οι Σέρβοι είχαν αποκλειστεί από κάθε σχεδόν πιθανό δρόμο διαφυγής, υποχωρώντας προς την μοναδική δίοδο που είχε απομείνει, προς δυσμάς, την κοιλάδα του Κοσσυφοπεδίου. Είχαν δύο επιλογές: ή να πέσουν ηρωικά σε ακόμη μία μάχη στο Κόσοβο (όπως με τους Οθωμανούς το 1389) και να συνθηκολογήσουν ή να διαβούν τον δύσβατο δρόμο του Μαυροβουνίου και της Αλβανίας κι ύστερα, φτάνοντας στις αλβανικές ακτές, να συνδεθούν με τους συμμάχους τους. Οι πρώιμες χιονοπτώσεις του έτους εκείνου παρεμπόδισαν την προέλαση των Κεντρικών Δυνάμεων στην Σερβία, ενώ, από την άλλη, εξασφάλισαν χρόνο στους Σέρβους.[8]

Στις 25 Νοεμβρίου 1915, η σερβική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία έλαβε την απόφαση για υποχώρηση μέσω Αλβανίας, η οποία έμεινε γνωστή ως «Αλβανικός Γολγοθάς», ξεπερνώντας, κατά τον ανώτατο διοικητή του γαλλικού στρατού, Joseph Joffre, σε φρίκη ο,τιδήποτε άλλο έφερε τον ίδιο χαρακτηρισμό.[9] Οι Σέρβοι διέβησαν δύσβατες και ορεινές περιοχές, αντιμετώπισαν χιονοθύελλες και πολλές φορές θερμοκρασίες κάτω των 20 βαθμών υπό το μηδέν.[10] Οι επιθέσεις των αλβανικών φυλών, παρά την βοήθεια που τους παρείχε ο Essad Pasha Toptani[11], σε συνδυασμό με την έλλειψη φαγητού και ρουχισμού, αλλά και τον τύφο, δυσχέραναν ακόμη περισσότερο την υποχώρηση.[12] Συν τοις άλλοις, ο σερβικός στρατός δεν διέθετε και σημαντικό οπλισμό, καθώς πριν ξεκινήσει την πορεία του μέσα από τα αλβανικά βουνά, κατέστρεψε όλο το βαρύ πολεμικό υλικό στο Kragujevac, στην Πριζρένη (Prizren) και στο Peć. Την υποχώρηση ακολούθησαν μαζί με τον σερβικό στρατό, ο πρωθυπουργός Pašić, ο επιτελάρχης Putnik, ο οποίος εξαιτίας προβλημάτων υγείας μεταφερόταν σε κλειστό καθιστό φορείο, ο βασιλιάς Πέτρος Α’ Karadjordjevic και ο γιος του και διάδοχος του θρόνου, Αλέξανδρος. Επίσης, υπήρχαν πολλοί πρόσφυγες από την Σερβία, οι οποίοι αποχώρησαν φοβούμενοι τις βιαιότητες των κατακτητών[13], αλλά και 20000 Αυστριακοί αιχμάλωτοι από τις μάχες του προηγούμενου χειμώνα. Με τους Σέρβους υποχώρησαν και διάφοροι ξένοι διπλωμάτες, πολεμικοί ανταποκριτές και φωτογράφοι, αλλά και μία υγειονομική ομάδα από την Σκωτική Γυναικεία Ομοσπονδία Σουφραζεττών για να παράσχει ιατρική περίθαλψη στους ασθενείς.[14] Ο «Αλβανικός Γολγοθάς» διήρκεσε περίπου τρεις εβδομάδες. Είναι άγνωστο πόσο ακριβά στοίχισε σε ανθρώπινες ζωές. Σε έκθεση του στρατηγού και υπουργού Στρατιωτικών της Σερβίας, Božidar Terzić προς τον Pašić, στις 22 Δεκεμβρίου 1915, επισημαίνεται ότι στην Αλβανία χάθηκαν 243.877 άτομα.[15] Ο αριθμός των νεκρών θα ήταν σίγουρα πολύ μεγαλύτερος χωρίς την συνδρομή του Essad Pasha.[16]
Αφού οι Σέρβοι έφτασαν στις αλβανικές ακτές, τα αρχικά συμμαχικά σχέδια προέβλεπαν την εγκατάστασή τους στην Αυλώνα (Vlorë). Όμως, σε αυτή την προοπτική αντιτάχθηκε η σύμμαχος της Αντάντ, Ιταλία, η οποία έβλεπε την περιοχή ως βάση για μελλοντική διείσδυσή της στην Βαλκανική χερσόνησο και ταυτόχρονα θεωρούσε την Σερβία ως ανταγωνίστρια δύναμη.[17]
Μπροστά στην αδράνεια που επεδείκνυαν οι Σύμμαχοι σχετικά με το πού θα εγκαθίσταντο οι Σέρβοι, οι οποίοι παράλληλα βομβαρδίζονταν από την αυστριακή αεροπορία, αποφασιστικό ρόλο διαδραμάτισε ο Ρώσος Τσάρος· απείλησε ότι αν δεν στέλνονταν πλοία για την περισυλλογή τους , η Ρωσία θα προέβαινε σε μονομερή ανακωχή.[18] Έτσι, οι Γάλλοι πρότειναν ως εναλλακτική λύση για την ολοκλήρωση της επιχείρησης, την κατάληψη της Κέρκυρας, που βρισκόταν πολύ κοντά στις αλβανικές ακτές και δεν θα προκαλούσε την αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης.[19]

Πράγματι, η κατάληψη του νησιού ξεκίνησε στις 10 Ιανουαρίου 1916 και ολοκληρώθηκε στις επόμενες ημέρες, παρά την βρετανική επιφυλακτικότητα και την αρνητική στάση των Ιταλών. Ο Γάλλος αντιναύαρχος και επικεφαλής της επιχείρησης, Paul Chocheprat, ενημέρωσε τον Κερκυραίο νομάρχη ότι η κατάληψη γινόταν με την έγκριση της ελληνικής κυβέρνησης. Η Αθήνα, όμως, πληροφορήθηκε το γεγονός αφού είχε ήδη δρομολογηθεί η αποβίβαση στο νησί.[20] Ο πρωθυπουργός, Σκουλούδης αντέδρασε, καθώς η ενέργεια αυτή αποτελούσε παραβίαση της ελληνικής ουδετερότητας, αλλά και η Συνθήκη του Λονδίνου (29 Μαρτίου 1864), κατά την οποία η Κέρκυρα και οι Παξοί έπρεπε να είναι εδάφη ουδέτερα και αποστρατιωτικοποιημένα. Επιπλέον, έφερε ως επιχείρημα τον κίνδυνο να κλονιστεί η υγεία του ντόπιου πληθυσμού, λόγω της χολέρας και του τύφου, ασθένειες, από τις οποίες έπασχαν πολλοί Σέρβοι.
Τελικά, η κατάληψη του νησιού δεν απετράπη. Οι Σύμμαχοι προέβαλαν την ανθρωπιστική διάσταση, την προστασία και την προσπάθεια αναδιοργάνωσης των Σέρβων. Καταλήφθηκαν τα ταχυδρομεία και οι τηλεγραφικές υπηρεσίες, το λιμάνι και η τοπική αστυνομία. Επιβλήθηκε, ακόμη, λογοκρισία στην αλληλογραφία και στον τοπικό τύπο, ενώ συνελήφθησαν άτομα με την υποψία ότι ήταν πράκτορες των Γερμανών. Επιπλέον, στις 12 Ιανουαρίου καταλήφθηκε και το Αχίλλειο, μαζί με το προσωπικό του, το οποίο μετατράπηκε σε νοσοκομείο 500 κλινών, ενώ ο κήπος του χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο. Επρόκειτο για μία πράξη συμβολικής σημασίας, αφού αποτελούσε, έως πρόσφατα, θερινή κατοικία του Κάιζερ της Γερμανίας, Γουλιέλμου Β’. Ο Κερκυραίος νομάρχης, Μεταξάς διαμαρτυρήθηκε μόνο τυπικά, αλλά δεν έφερε αντίσταση στην κατάληψη του νησιού.[21]
Το νησί των Φαιάκων, επομένως, επρόκειτο να υποδεχτεί τους εξουθενωμένους από τον «Αλβανικό Γολγοθά» Σέρβους. Από τα λιμάνια του Δυρραχίου, κυρίως, αλλά και της Αυλώνας, μεταφέρθηκαν μεταξύ Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 1916 στην Κέρκυρα, 150.000 περίπου άτομα. Η μεταφορά τους πραγματοποιήθηκε με ιταλικά, γαλλικά και βρετανικά πλοία, ενώ η αποβίβασή τους έγινε στον όρμο των Γουβιών, βόρεια της πρωτεύουσας. Η μεραρχία του ιππικού και ο διάδοχος Αλέξανδρος ήταν από τους τελευταίους που έφυγαν από την Αλβανία για την Κέρκυρα. Επιπλέον, 11.000 Σέρβοι στρατιώτες μεταφέρθηκαν στην Bizerta, της γαλλικής Τυνησίας.[22]

Κατά την παρουσία τους στο νησί, η σερβική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, αλλά και οι πρόσφυγες ήταν συγκεντρωμένοι στην πόλη της Κέρκυρας. Ο Pašić, ο διάδοχος Αλέξανδρος και η σερβική κυβέρνηση διέμεναν στο πολυτελέστερο ξενοδοχείο της πόλης, Bella Venezia, το οποίο αποτελούσε την έδρα όλων των υπουργείων και του Κρατικού Ταμείου της Σερβίας. Επίσης, η Σερβική Βουλή (Skupština) συνεδρίαζε από τον Ιούλιο του 1916 έως και το τέλος του Πολέμου, στο Δημοτικό Θέατρο της πόλης, με πιο σημαντική απόφαση την Διακήρυξη της Κέρκυρας στις 20 Ιουλίου 1917, που αποτελούσε την βάση για την μελλοντική δημιουργία του γιουγκοσλαβικού βασιλείου. Το Γενικό Επιτελείο Στρατού της Σερβίας είχε επίσης την έδρα του στην πόλη της Κέρκυρας, καθώς εκεί βρισκόταν το κύριο στρατιωτικό τηλεφωνικό σύστημα. Αντίθετα, οι στρατιωτικές μονάδες στρατοπέδευσαν σε περιοχές βόρεια ή νότια της πόλης (Ύψος, Κάτω Κορακιάνα, Μεσογγή, Άγιος Ματθαίος, Στρογγυλή, Βραγκανιώτικα). Κατασκευάστηκαν βρύσες πόσιμου νερού, ενώ το οδικό δίκτυο επισκευάστηκε για την επικοινωνία των βόρειων και των νότιων στρατοπέδων. Επίσης, τον Μάρτιο του 1916, η σερβική κυβέρνηση μαζί με το Γενικό Επιτελείο Στρατού, αγόρασαν το πλοίο «Σερβία» για να διευκολύνουν περαιτέρω την επικοινωνία των στρατοπέδων. [23] Το πρόβλημα του υπερπληθυσμού που προέκυψε στην Κέρκυρα με την έλευση των Σέρβων, λύθηκε με την αποστολή Σέρβων μαθητών και σπουδαστών που δεν είχαν κινητοποιηθεί στρατιωτικά, στην Γαλλία, την Βρετανία, την Ελβετία, την Ρωσία και την Ρουμανία με στόχο να συνεχίσουν εκεί την εκπαίδευσή τους. Φυσικά, σερβικές εκπαιδευτικές δραστηριότητες λάμβαναν χώρα και στην Ελλάδα.[24]

Στους Σέρβους παραχωρήθηκαν τρεις εκκλησίες μέσα στην πόλη (Αρχάγγελος Μιχαήλ, Άγιος Νικόλαος των Γερόντων, Αγία Τριάδα), όπου η λειτουργία τελούταν στην εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα, ενώ στην ευρύτερη περιοχή είχαν χτιστεί πρόχειρα παρεκκλήσια. Επιπλέον, από τον Απρίλιο του 1916, εκδιδόταν στην Κέρκυρα με γαλλικό εξοπλισμό, η Srpske Novine (Σερβική Εφημερίδα), που είχε μεγάλη κυκλοφορία αλλά και ο Ratni Presbiro (Πολεμικός Τύπος), με μικρότερη απήχηση. Για την ψυχαγωγία των Σέρβων ιδρύθηκε το θέατρο «Ορφέουμ», διοργανώνονταν πολλές μουσικές συναυλίες, ενώ υπήρχε και στρατιωτική χορωδία που έψελνε στην εκκλησία ύμνους πατριωτικού-θρησκευτικού περιεχομένου. Επίσης, λειτουργούσαν σχολεία εικαστικών τεχνών, υποκριτικής, αλλά και ξένων γλωσσών, για να διευκολυνθεί η επικοινωνία τους με τους Συμμάχους. Από τον Φεβρουάριο του 1917, ακόμη, άρχισαν να λειτουργούν σερβικό δημοτικό σχολείο και γυμνάσιο.

Η οικονομία του νησιού τονώθηκε από την παρουσία των Σέρβων. Η Κέρκυρα γέμισε με νέα εστιατόρια, καφενεία, κρεοπωλεία και αρτοπωλεία, ώστε να καλυφθούν οι αυξημένες ανάγκες των Σέρβων. Το «Σερβικό Καφενείο», αλλά και τα εστιατόρια «Μαύρος Γάτος» και «Γκαμπρίνους» ήταν πολυσύχναστα από τους Σέρβους.[25] Τα φαινόμενα κερδοσκοπίας πάντως δεν έλειψαν και πολλοί Κερκυραίοι επιδόθηκαν σε πλανόδιο εμπόριο διαφόρων αντικειμένων στα στρατόπεδα όπου βρίσκονταν Σέρβοι.[26] Η Κέρκυρα ήταν για τους Σέρβους το «Νησί της Σωτηρίας». Το καταπράσινο κερκυραϊκό τοπίο δεν μπορούσε να συγκριθεί με το αντίστοιχο αφιλόξενο, ορεινό και χιονισμένο αλβανικό, βελτιώνοντας κατά πολύ το πεσμένο τους ηθικό. Οι Σέρβοι ασχολήθηκαν με την κοινωνία και το περιβάλλον του νησιού, ενώ οι περισσότεροι είδαν για πρώτη φορά στην ζωή τους θάλασσα. Υπήρξαν, βέβαια και ορισμένες αναφορές Σέρβων οι οποίοι τόνιζαν κάποια αρνητικά που παρατηρούσαν στην πόλη, όπως την στενότητα των δρόμων, την βρωμιά και τις πολλές πολυκατοικίες, ωστόσο όλοι τους ένιωθαν μία ευγνωμοσύνη για το νησί. Παρότι η ψυχολογική τους κατάσταση βελτιώθηκε, η δίψα των Σέρβων για επιστροφή στην πατρίδα παρέμεινε άσβεστη. Πολλοί από αυτούς έγραφαν ποιήματα νοσταλγίας, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι στην Κέρκυρα συντέθηκε το τραγούδι “Tamo Daleko” (Εκεί Μακριά) από τον Djordje Marinković. Ήταν ένας ύμνος για τους Σέρβους, οι οποίοι μέσω του τραγουδιού εξέφραζαν τον πόνο για την κατεχόμενη πατρίδα τους, αλλά και την επιθυμία για επιστροφή. Το τραγούδι είχε πολύ μεγάλη απήχηση και μεταφράστηκε στα ελληνικά, αγγλικά και γαλλικά.[27]
Όσον αφορά τον τομέα της υγείας, οι δείκτες θνησιμότητας σε μια αρχική φάση ήταν υψηλοί. Η κατάληψη της Κέρκυρας πραγματοποιήθηκε δίχως να έχει προηγηθεί η απαραίτητη προετοιμασία από τους Συμμάχους, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν οι κατάλληλες υποδομές, ώστε το νησί να μπορεί να δεχτεί έναν τόσο μεγάλο αριθμό προσφύγων. Οι Σέρβοι έμεναν εκτεθειμένοι στην καταρρακτώδη βροχή και πέθαιναν στους δρόμους. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε χαντάκια εκατέρωθεν του δρόμου μπορούσε να συναντήσει κανείς πτώματα.[28] Υπολογίζεται ότι περίπου 150 Σέρβοι πέθαιναν καθημερινά από πείνα, τύφο, δυσεντερία, εξάντληση, πνευμονία και άλλες ασθένειες.[29] Εκτός αυτ’ων, με την έλευση των Σέρβων αυξήθηκαν τα κρούσματα χολέρας στον ντόπιο πληθυσμό. Στις 2/15 Μαρτίου, η εφημερίδα Εστία έκανε λόγο για επιτακτική ανάγκη αποστολής αντιχολερικού ορού στο νησί[30], ενώ σε μια έκθεση των ελληνικών αρχών στις αρχές Απριλίου, διαπιστώνοντραν 42 θάνατοι Κερκυραίων από χολέρα.[31] Η υψηλή θνησιμότητα των Σέρβων στρατιωτών είχε ως αποτέλεσμα ήδη από τις αρχές του Ιανουαρίου 1916, οι πιο βαριά ασθενείς να μεταφέρονται στο νησάκι Βίδο, απέναντι από την πόλη της Κέρκυρας, ώστε να είναι απομονωμένοι από αυτούς που διέμεναν στην πρωτεύουσα. Εκεί, γαλλική αποστολή γιατρών είχε στήσει τέσσερεις πρόχειρες σκηνές που χρησιμοποιούνταν σαν νοσοκομεία και οι ασθενείς χωρίζονταν ανάλογα με την κρισιμότητα της κατάστασής τους. Το ιατρικό προσωπικό, όμως, ήταν ανεπαρκές και τα φάρμακα δεν βρίσκονταν σε ικανοποιητικές ποσότητες, με αποτέλεσμα οι στρατιώτες να εξακολουθούν να πεθαίνουν και το Βίδο να αποτελεί το «Νησί του Θανάτου». Το μεγαλύτερο ποσοστό των νεκρών, μάλιστα, ήταν νεοσύλλεκτοι.

Οι πρώτοι νεκροί θάβονταν στο Βίδο, όμως επειδή το έδαφός του ήταν πετρώδες, μη ευνοώντας τον ενταφιασμό και επειδή ο αριθμός των νεκρών όλο και αυξανόταν, οι σοροί των Σέρβων στοιβάζονταν σε γαλλικές βάρκες, μεταφέρονταν στα ανοιχτά του Ιονίου Πελάγους και ρίπτονταν με κάποιο βαρύ αντικείμενο στον βυθό. Το θαλάσσιο αυτό νεκροταφείο έχει μείνει γνωστό ως «Γαλάζιος Τάφος» (“Plava Grobnica”), αποτελώντας την κορωνίδα των σερβικών δεινών του Μεγάλου Πολέμου, με πολλούς Σέρβους να έχουν γράψει γι’ αυτόν, με διασημότερο το ομώνυμο ποίημα του Milutin Bojić.[32]

Παρόλα αυτά, η κατάσταση στο νησί άρχισε να βελτιώνεται σταδιακά. Η υγιεινή αναβαθμιστηκε και οι θάνατοι μειώθηκαν, ενώ ο σερβικός στρατός εφοδιάστηκε με νέα όπλα και στολές. Εφόσον βρισκόταν σε καλύτερη κατάσταση από αυτήν στις αρχές Ιανουαρίου, οι Σύμμαχοι πήραν την απόφαση να τον μεταφέρουν στην Θεσσαλονίκη. Το συμμαχικό σχέδιο προέβλεπε την μεταφορά του σερβικού στρατού ατμοπλοϊκώς στην Πάτρα, εν συνεχεία σιδηροδρομικώς μέσω Αθήνας μέχρι την Λάρισα και από εκεί είτε με πορεία είτε δια θαλάσσης στην Θεσσαλονίκη. Το σχέδιο αυτό προσέφερε μεγαλύτερη ασφάλεια σε αντιδιαστολή με μια μεταφορά δια θαλάσσης εν συνόλω, εξαιτίας του κινδύνου προσβολής των νηοπομπών από τα γερμανικά υποβρύχια.[33]
Ο Σκουλούδης, όμως, έθεσε εμπόδια στην πραγματοποίηση αυτού του σχεδίου, επικαλούμενος φόβους μετάδοσης ασθενειών, προβλήματα στην επικοινωνία και στις συγκοινωνίες. Η ελληνική ουδετερότητα θα παραβιαζόταν για πολλοστή φορά, ενώ θα σημειώνονταν εντάσεις με τις τοπικές ελληνικές. Επέτρεψε, πάραυτα, την μεταφορά του στρατού δια θαλάσσης, ενώ σιδηροδρομικώς επέτρεψε μόνο την μεταφορά του βαρέως υλικού. Επρόκειτο για μία παραχώρηση όχι προς τους Συμμάχους, αλλά προς της Σερβία, ως μία χειρονομία καλής θελήσεως.[34] Από τις 11 Απριλίου ως τα τέλη Μαΐου 1916, 120.000 περίπου Σέρβοι μεταφέρθηκαν με νηοπομπές στην Θεσσαλονίκη, μέσω του Ισθμού της Κορίνθου και του Πορθμού του Ευρίπου. Οι Σύμμαχοι κατέλαβαν το Αργοστόλι για να διαφυλάξουν την μεταφορά και τις κινήσεις των εχθρικών υποβρυχίων, ενώ είχαν προειδοποιήσει τον Έλληνα βασιλιά, Κωνσταντίνο, ότι έστω και ένας θάνατος να σημειωνόταν, οα αποτελούσε casus belli. Κατά την μεταφορά, δεν έλαβε χώρα καμία απολύτως επίθεση στα μεταγωγικά πλοία ούτε και σημειώθηκε απώλεια ζωής.[35]
Οι Κερκυραίοι στέκονταν για μέρες στο λιμάνι αποχαιρετώντας τους Σέρβους που αποχωρούσαν. Πολλοί, μάλιστα, όπως αναφέρουν Σέρβοι στα ημερολόγιά τους, τους αποχαιρετούσαν με δάκρυα.[36] Με την έλευση των Σέρβων ο ντόπιος πληθυσμός, αρχικά, ήταν επιφυλακτικός. Όπως ανέφερε η εφημερίδα Αθήναι, στις 7/20 Ιανουαρίου 1916: «Η γαλλική κατάληψις πιέζει ως εφιάλτης τα στήθη των κατοίκων.»[37] Αυτό δικαιολογούταν, αφενός, από την επίσημη στάση της ελληνικής κυβέρνησης, σύμφωνα με την οποία η παρουσία των Σέρβων στην Κέρκυρα παραβίαζε την ουδετερότητα του νησιού και της χώρας, ενώ και οι ασθένειες πολλών Σέρβων θα έθεταν σε κίνδυνο την υγεία των ντόπιων.[38] Αφετέρου, το γεγονός ότι οι Σέρβοι με την έλευσή τους, αποτελούσαν πλειοψηφία στο νησί (150.000 Σέρβοι την στιγμή που οι ντόπιοι δεν ξεπερνούσαν τους 100.000), σε συνδυασμό με την ρακένδυτη εμφάνισή τους, ενέτειναν την καχυποψία και τον φόβο των Κερκυραίων.
Παρόλα αυτά, η κατάσταση άλλαξε χάρη στην εν γένει συμπεριφορά των Σέρβων. Δεν σημειώθηκαν κλοπές και επεισόδια με τους ντόπιους. Ένας Κερκυραίος έγραψε σχετικά: «Οι Σέρβοι στρατιώτες έκαναν την καλύτερη εντύπωση στην Κέρκυρα. Παρά την πείνα τους στην αρχή, δεν διέπραξαν κλοπές, λεηλασίες και βιαιοπραγίες.»[39] Σημειώθηκαν μάλιστα, όχι μόνο επαγγελματικές, αλλά και στοργικές σχέσεις. Έγιναν πολλοί μεικτοί γάμοι, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι και οι τρεις κόρες του ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου Bella Venezia, Φώτιου Γαζή, παντρεύτηκαν Σέρβους, εκ των οποίων ο ένας ήταν ο μετέπειτα Γιουγκοσλάβος πρωθυπουργός (1935-1939), Milan Stojadinović.[40] Σημειώθηκαν ακόμη και ευεργεσίες ντόπιων. Ο Μαργαρίτης Μιλτιάδης έθεσε όλη του την περιουσία στην διάθεση των Σέρβων προσφύγων και εφοδίασε τον σερβικό στρατό με γαλακτοκομικά από το κατάστημά του. Ο Ιωάννης Γιαννούλης, αγρότης από τον Άγιο Ματθαίο, δεν καλλιέργησε ποτέ ξανά τα χωράφια του όπου είχαν ταφεί Σέρβοι, παρόλο που αργότερα οι σοροί των τελευταίων μεταφέρθηκαν στο Μαυσωλείο του Βίδου και ήταν η μόνη πηγή εσόδων του.[41] Σημαντική, επίσης, ήταν η βοήθεια των Κερκυραίων γιατρών Κωνσταντίνου Παλατιανού και Σπυρίδωνος Παξινού, οι οποίοι παρασημοφορήθηκαν από την σερβική κυβέρνηση.[42] Το απόσπασμα της κερκυραϊκής εφημερίδας Αναγέννησις, δίνει ακριβώς τον τόνο των σχέσεων: «Καλό ταξίδι, παλικάρια! Η ψυχή των Κερκυραίων έμαθε μόνο να σας θαυμάζει.»[43]

Από τον Απρίλιο μέχρι και τον Μάιο του 1916, 120.000 σερβικού στρατού, ο βασιλιάς Πέτρος και ο διάδοχος Αλέξανδρος μεταφέρθηκαν από την Κέρκυρα στην Θεσσαλονίκη. Η σερβική κυβέρνηση και η βουλή παρέμειναν στο νησί μέχρι και το τέλος του πολέμου. Μαζί τους έμειναν και όσοι δεν μπορούσαν να πολεμήσουν, καθώς και μία συμβολική στρατιωτική δύναμη.[44]Οι Σέρβοι στην Θεσσαλονίκη εγκαταστάθηκαν κυρίως στην ευρύτερη περιοχή της Μίκρας (Γαλάτιστα, Σουρωτή, Βασιλικά), 15 περίπου χιλιόμετρα ανατολικά από την πόλη, όπου ενώθηκαν με άλλους Σέρβους που ήταν ήδη στρατοπεδευμένοι εκεί. Ο βασιλιάς Πέτρος και ο Αλέξανδρος έμεναν σε βίλα στην οδό Μιζραχή (σημερινή Φλέμινγκ). Στην περιοχή της Μίκρας εκπαιδεύτηκε το καλοκαίρι ο σερβικός στρατός, ενώ προωθήθηκε την 17η Ιουλίου στην δυτική πτέρυγα του μετώπου, μήκους 60 μιλίων και δυτικά του ποταμού Αξιού, αποτελώντας την αριστερή πτέρυγα των Συμμάχων. Αυτό θα ήταν το μέτωπο στο οποίο θα επιχειρούσε.[45]

Μπορεί ο σερβικός στρατός να ήταν ένα ετερόκλιτο ηλικιακά σώμα, προκαλώντας απορίες στους Συμμάχους σχετικά με την αποτελεσματικότητά του, όμως η έλευση των Σέρβων στην Θεσσαλονίκη βελτίωσε ακόμη περισσότερο την ψυχολογική τους κατάσταση, καθώς το περιβάλλον της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας, γενικότερα, προσιδίαζε περισσότερο με την πατρίδα τους, απ’ ό,τι το νησιωτικό περιβάλλον της Κέρκυρας.[46] Οι Σέρβοι, παρά τις αρχικές ήττες από βουλγαρικές στρατιωτικές δυνάμεις στο μέτωπο, διατηρούσαν τις θέσεις τους, ενώ δέχτηκαν και ενισχύσεις. Στόχος τους ήταν η κατάληψη της στρατηγικής σημασίας πόλης του Μοναστηρίου, η οποία θα άνοιγε τον δρόμο για την επιστροφή στην πατρίδα τους. Αφού κατέλαβαν το Καϊμακτσαλάν μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου και διέσπασαν τις γερμανικές θέσεις στον Εριγώνα (Crna Reka), οι Σέρβοι, μαζί με γαλλικά, ρωσικά και ιταλικά στρατεύματα εισήλθαν στον Μοναστήρι στις 19 Νοεμβρίου 1916. Τέσσερα χρόνια μετά την σερβική κατάληψη της πόλης από τους Οθωμανούς, το όνειρο για επιστροφή στην πατρίδα άρχισε να γίνεται πραγματικότητα.[47]

Serbia’s Exiled Army (1914-1918)
by Britsh Pathe
Παραπομπές
[1] Palmer A., Το Μακεδονικόν Μέτωπον και ο Ελληνικός Διχασμός, μετάφ. Νικόλαος Παπαρρόδου, Συμπληρωματικαί Εκδόσεις Διευθύνσεως εκδόσεων αρχηγείου στρατού, Αθήνα 1977, 53 – Strachan H., Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Εκδόσεις Γκοβόστη (μτφρ Παπαλαζαρίδης Ν.), Αθήνα 2013, 138-143, 190, 207 – Radojević-Dimić, Serbia in the Great War (1914-1918) (trans. Mirjana Jovanovic), Belgrade 2014, 186-187
[2] Radojević M.-Dimić L., όπ.π., 187 – Σφέτας Σ., «Από το Σαράγεβο στην Θεσσαλονίκη: Η βαλκανική διάσταση του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και τα διλήμματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής (1914/1915)», Ημερίδα Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος 1914-1918, 100 χρόνια από την έναρξή του, Οργάνωση ΓΕΕΘΑ, Θεσσαλονίκη 11 Νοεμβρίου 2014, 20
[3] Σφέτας Σ., Εισαγωγή στην Βαλκανική Ιστορία, τ.Α’: Από την οθωμανική κατάκτηση των Βαλκανίων μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (1354-1918), Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2009, 526
[4] Radojević-Dimić, όπ.π., 190-191
[5] Σφέτας Σ., Εισαγωγή στην Βαλκανική Ιστορία, τόμος Α’ : Από την οθωμανική κατάκτηση των Βαλκανίων μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (1354-1918), Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2009, 527
[6] Palmer, όπ.π., 53-55
[7] Sfetas S., “Aspects of Greek-Serbian Relations in 1914 and the Image of the Serbs in the Greek press”, in The Serbs and the First World War, ed. Dragoljub Živoyinović, Proceedings of the International Conference held at the Serbian Academy of Sciences and Arts, Belgrade, June 13-15, 2014, Serbian Academy of Sciences and Arts, Belgrade 2015, pp. 290-298, 290-297
[8] Palmer, όπ.π., 69-70
[9] Tomašević J., Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Ελλάδα στα μάτια του «ξενιτεμένου» σερβικού στρατού, μεταπτυχιακή εργασία, Θεσσαλονίκη 2013, 100
[10] Strachan, όπ.π., 208-209
[11] Essad Pasha Toptani: σερβόφιλος ηγεμόνας της Κεντρικής Αλβανίας, τον οποίον τοποθέτησαν οι Σέρβοι τον Μάιο του 1915, με στόχο την ένωση της Αλβανίας με την Σερβία. – βλ. Σφέτας, Εισαγωγή…, 526-527
[12] Radojević-Dimić, όπ.π., 196
[13] Εκτός από τους αμάχους που ακολούθησαν την πορεία του σερβικού στρατού μέσα από τα αλβανικά βουνά, ένα κύμα προσφύγων διέβη τα ελληνοσερβικά σύνορα τα τέλη Νοεμβρίου και τις αρχές Δεκεμβρίου 1915, περνώντας στην Δυτική Μακεδονία και την Θεσσαλονίκη. Εν τέλει, Σέρβοι πρόσφυγες είχαν διασπαρεί σε πολλά σημεία της Ελλάδας, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι ασκήθηκε φιλοσερβική προπαγάνδα σε περιοχές της ελληνικής Μακεδονίας. Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. Hassiotis L., “The Serbs in Greece: The Serbian Exile in Greece during the First World War”, Godišnjak za društvenu istoriju, VII, 2-3, Beograd 2000, 190- 199. Μετά την κατάρρευση της Σερβίας, πολλοί Σέρβοι στρατιώτες κατέφυγαν στις ορεινές περιοχές της πατρίδας τους, πρωτοστατώντας στην εξέγερση της Toplica, με επικεφαλής τον Kosta Pećanac, τον Φεβρουάριο του 1917, η οποία, όμως κατεστάλη τον επόμενο μήνα. – βλ. Σφέτας, Εισαγωγή…, 540
[14] Palmer, όπ.π., 70-72
[15] Tomašević, όπ.π.,, 16
[16] Σφέτας, Εισαγωγή…, 529
[17] Tounda-Fergadi A., “The Serbian troops on Corfu: the problem of transporting them to Thessaloniki and Greek public opinion on the affair” on Proceedings of the Fifth Greek-Serbian Symposium organized by the Institute for Balkan Studies, Thessaloniki 1987, 32
[18] Σφέτας, Εισαγωγή…, 529
[19] Tounda-Fergadi, “Serbian troops”, 32
[20] Bataković, όπ.π., 72
[21] Χασιώτης Λ., Ελληνοσερβικές σχέσεις (1913-1918): συμμαχικές προτεραιότητες και πολιτικές αντιπαλότητες, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2004, 143-144 – Batakovic, όπ.π., 72-73
[22] Tomašević, όπ.π., 21 – Radojević-Dimić, όπ.π., 200
[23] Tomašević, όπ.π., 31-32
[24] Hassiotis, όπ.π., 194-195 – Radojević-Dimić, όπ.π., 202
[25] Tomašević, όπ.π., 33-37
[26] Αθήναι, 7 Απριλίου 1916, αριθμός φύλλου 5836, σελ. 1
[27] Tomašević, όπ.π., 35-39
[28] Ζαβιτζιάνος, Αι αναμνήσεις του εκ της ιστορικής διαφωνίας Βασιλέως Κωνσταντίνου και Ελευθερίου Βενιζέλου όπως την έζησε (1914-1922), τόμος Α’, Αθήναι 1946, 123-124
[29] Radojević-Dimić, όπ.π., 201
[30] Εστία, 2 Μαρτίου 1916, αριθμός φύλλου 7832, σελ. 3
[31] Χασιώτης, όπ.π., 147
[32] Tomašević, όπ.π., 27
[33] Χασιώτης, όπ.π., 147, 152
[34] Ζαβιτζιάνος, όπ.π., 121-122 – Bataković, όπ.π., 74
[35] Tounda-Fergadi, όπ.π, 37-40
[36] Tomašević, όπ.π., 41-42
[37] Αθήναι, 7 Ιανουαρίου 1916, αριθμός φύλλου 81, σελ. 1
[38] Χασιώτης, όπ.π., 143
[39] Tomašević, όπ.π., 31
[40] Κατσαρός Σ., Ιστορία της νήσου Κέρκυρας, Νέα Έκδοση, Κέρκυρα 2003, 474
[41] Tomašević, όπ.π., 30
[42] Λάσκαρι Ν., «Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, μια στιγμή στην ιστορία της Κέρκυρας», Ίδρυμα κερκυραϊκής κληρονομιάς, 2001.
[43] Tomašević, όπ.π., 41
[44] Χασιώτης, όπ.π., 147
[45] Palmer, όπ.π., 132 – Mann A.J., Το Μέτωπο της Σαλονίκης (Α΄Παγκόσμιος Πόλεμος), Εκδόσεις Εκάτη, Αθήνα 2008 (μτφρ. Παναγιώτης Δημουλέας), 107
[46] Palmer, όπ.π., 110 – Tomašević, όπ.π., 41
[47] Palmer, όπ.π., 137-145, 157-161