Skip to main content

Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ: Η Aθήνα σε τροχιά αστικού εκσυγχρονισμού, 1875-1922:Πολεοδομική εξέλιξη και αρχιτεκτονική δημιουργία

Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ

Η Aθήνα σε τροχιά αστικού εκσυγχρονισμού, 1875-1922.

Πολεοδομική εξέλιξη και αρχιτεκτονική δημιουργία

Η πολεοδομική εξέλιξη της ελληνικής πρωτεύουσας και η έντεχνη αρχιτεκτονική της από την εποχή του Τρικούπη έως τη Μικρασιατική Καταστροφή, αποτελούν το θέμα αυτού του άρθρου. Ύστερα από την αναγκαία σύνδεση με την προηγούμενη περίοδο, η οποία υπήρξε αντικείμενο εμπεριστατωμένων ερευνών, θα σκιαγραφηθεί ο πολεοδομικός και αρχιτεκτονικός εκσυγχρονισμός της Αθήνας στα σαράντα επτά αυτά χρόνια. Πρόκειται για μια περίοδο της αθηναϊκής πολεοδομίας και αρχιτεκτονικής η οποία, παρά τη σημασία της, έχει απασχολήσει πολύ λιγότερο την επιστημονική έρευνα από ότι η οθωνική περίοδος και ο Μεσοπόλεμος.

Προλεγόμενα

Η ελληνική πρωτεύουσα είναι μια νέα πόλη που δημιουργήθηκε επάνω στα ερείπια της αρχαίας Αθήνας και στα συντρίμμια της οθωμανικής κωμόπολης η οποία αριθμούσε μόλις 10 χιλιάδες κατοίκους. Η πολεοδομία και η νεοκλασική αρχιτεκτονική της κατά την oθωνική περίοδο διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη συγκρότηση της ταυτότητας του νεοελληνικού κράτους. Η προσπάθεια  οργάνωσης του χώρου σύμφωνα με τις αρχές της ευρωπαϊκής πολεοδομίας και η μέριμνα για την ανάδειξη των μνημείων της κλασικής αρχαιότητας σηματοδοτούν τη ρήξη με το oθωμανικό παρελθόν. Χάρη στην εθνικο-ρομαντική αντιμετώπιση του  παρελθόντος κλέους, τις θεσμοθετημένες παρεμβάσεις μέσω των ρυθμιστικών σχεδίων και της νομοθεσίας και με τα νεωτερικά κτίριά της, η ελληνική πρωτεύουσα λειτούργησε ως σύμβολo πολιτισμικής αναγέννησης και εξευρωπαϊσμού. H αστικότητα της νεοκλασικής Αθήνας, που υπήρξε πρότυπο για τις υπόλοιπες πόλεις της παλαιάς Ελλάδας, βοήθησε  τους κρατικούς θεσμούς να ισχυροποιήσουν την παρουσία τους και αποδείχθηκε χρήσιμο εργαλείο για την ομογενοποίηση ενός πληθυσμού πολλαπλών και ετερογενών καταβολών (Παπαγεωργίου-Βενετάς 1996: 135-164· Μαρμαράς 2004: 390, Fessas-Emmanouil, 2017, Hastaoglou-Martinidis, 1993: 99-123 και Αργυρόπουλος, 1983: 49-53).

Για τη σύνταξη των πολεοδομικών σχεδίων, την εποπτεία της ανοικοδόμησης και την εκτέλεση των δημοσίων έργων συστάθηκαν το 1833 δύο ειδικές υπηρεσίες: το αρχιτεκτονικό και το τοπογραφικό τμήμα του Υπουργείου  των Εσωτερικών, που θα διευθύνουν για δέκα χρόνια ο αρχιτέκτων Eduard Schaubert το πρώτο, με υφισταμένους τους ομοτέχνους του Hans Christian Hansen, J. Hoffer και C. Rοeser, και ο γεωμέτρης D. A. Guebhard το δεύτερο. Mετά την παύση των Βαυαρών, τo 1843 και έως το 1878,  τη θέση τους θα πάρουν Έλληνες αξιωματικοί του Σώματος του Mηχανικού αποσπασμένοι στο Υπουργείο των Εσωτερικών (Μπίρης Κ.: 43, 82 και Δανιήλ 2017: 212).

Hans Christian Hansen, αρχιτέκτων (1803-1883)
Τheohilus Hansen, αρχιτέκτων (1813-1891)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Οι ρυθμίσεις  του 19ου αιώνα οι οποίες αφορούσαν στην παραγωγή του κτισμένου περιβάλλοντος είχαν συνέχεια και επάρκεια για τα δεδομένα της εποχής τους (Μονιούδη-Γαβαλά : 27, 85-88).  Το πρώτο μεγαλόπνοο σχέδιο πόλης των Σταμάτη Κλεάνθη και Eduard Schaubert (1933-1834) τροποποιήθηκε από τον Leo von Klenze, συντάκτη του δεύτερου εγκεκριμένου σχεδίου του 1834, το οποίο αποτέλεσε τη βάση για τα επόμενα (Μπίρης Κ.: 26-39, Παπαγεωργίου-Βενετάς, 2001: 45-113, 147- 201, Δανιήλ 2017:  80, Σαρηγιάννης 2000: 71-74, Σαρηγιάννης 2010). Η ισχύς των νομοθετικών διαταγμάτων του 1835 («Περί υγιεινής οικοδομής πόλεων και κωμών»), του 1836 για την εκτέλεση του σχεδίου της Αθήνας και του 1867 («Περί εκτελέσεως των σχεδίων των πόλεων και κωμών»), όπως διαμορφώθηκαν με τις ολιγάριθμες μεταγενέστερες συμπληρώσεις τους, επεκτάθηκε στις πόλεις που ενσωματώθηκαν στον εθνικό κορμό το 1864 και το 1881. Οι διατάξεις αυτές αποτέλεσαν τη βάση και για τις ρυθμίσεις του νόμου του 1923 «Περί σχεδίων πόλεων, κωμών και συνοικισμών του κράτους και οικοδομής αυτών» (Μονιούδη-Γαβαλά, 2012: 23-27 και 2017: 21-22· Μαρμαράς, 2004: 390).

Όμως, σε αντίθεση με την Ευρώπη όπου η αύξηση του αστικού πληθυσμού οφείλεται κυρίως στην εκβιομηχάνιση, η δημογραφική ανάπτυξη της ελληνικής πρωτεύουσας ήταν αποτέλεσμα της μεγέθυνσης του τριτογενούς τομέα και της εντατικής οικοδομικής δραστηριότητας. Σε αυτό συνέβαλε το πελατειακό κράτος, η ισχυρή σχέση των Νεοελλήνων με την έγγεια ιδοκτησία και η αντιμετώπιση των ακινήτων ως των κατεξοχήν επενδυτικών αντικειμένων. Μια άλλη ιδιαιτερότητα της Αθήνας ήταν η έλλειψη της αναγκαίας δημόσιας γης για την ορθολογική συγκρότησή της. Επιπλέον, με την αυθαίρετη δόμηση, η ανάπτυξη της πόλης προηγήθηκε συχνά της επέκτασης  του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου (Τραυλός, 1993: 255). Στις ιδιαιτερότητες αυτές οφείλονται, μεταξύ άλλων,  οι δυσκολίες εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδιασμών που προϋπέθεταν την επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων, την ευθυγράμιση και διαπλάτυνση οδών, τη μεταρρύθμιση ιδιοκτησιών κ.λπ. Εξ’ ού η αμφιθυμία της αθηναϊκής κοινωνίας απέναντι στη νέα πολεοδομική πραγματικότητα: η φιλοδοξία της άρχουσας τάξης, των πολεοδόμων και αρχιτεκτόνων της για μια νέα πρωτεύουσα ευρωπαϊκών προδιαγραφών συνυπάρχει με την αντίθεση των κατοίκων προς τις αυταρχικές παρεμβάσεις της oθωνικής περιόδου (Μονιούδη-Γαβαλά: 23-24).

Κάτω από την πίεση των ιδιοκτητών της αστικής και περιαστικής γής, η οικιστική ανάπτυξη της πρωτεύουσας μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 άρχισε να γίνεται εις βάρος των ελεύθερων χώρων και των μνημείων της (Μπίρης Κ.:191-193, 226). Αυτό αποκαλύπτει το τρίτο εγκεκριμένο σχέδιο της πόλης, το οποίο προσπάθησε να εξορθολογίσει τις επεκτάσεις του σχεδίου Klenze. Εκπονήθηκε το 1864-1865 από τη Διεύθυνση Μηχανικού του Στρατού για λογαριασμό του Υπουργείου Εσωτερικών και με βάση την πρόταση Επιτροπής υπό τον συνταγματάρχη Δ. Σταυρίδη, η οποία συγκροτήθηκε το 1860 με πρωτοβουλία του Δήμου Αθηναίων (Δανιήλ 2017: 289-290). Το εγκεκριμένο σχέδιο εκφράζει την αποδοχή μιας ελαστικότερης ρύθμισης του χώρου προσαρμοσμένης στα καθ’ ημάς. Άλλωστε όλες οι κρατικές παρεμβάσεις στην αθηναϊκή πολεοδομία εξακολούθησαν να είναι αφενός επεκτάσεις των ρυθμιστικών σχεδίων της και αφετέρου τροποποιήσεις μικρότερης ή μεγαλύτερης σημασίας — διανοίξεις δρόμων και πλατειών, διευθετήσεις μικροπεριοχών εκτός σχεδίου, κ.λπ. (Σαρηγιάννης 2000: 76) Επομένως, οι συνθήκες του αστικού εκσυγχρονισμού κάθε άλλο παρά ομαλές και ανώδυνες υπήρξαν για την αθηναϊκή κοινωνία του 19ου αιώνα.

Ο Δήμος Αθηναίων δεν κατόρθωσε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της πόλης, παρά την επιθυμία του και τη στελέχωση της τεχνικής του υπηρεσίας με αξιόλογους μηχανικούς και αρχιτέκτονες. Βασικοί λόγοι αυτής της αδυναμίας ήταν η έλλειψη κτηματικής περιουσίας και οικονομικών πόρων σε συνδυασμό με την ανοχή της  κερδοσκοπίας της γης από τους δημότες – ψηφοφόρους και τη διαρκή αντιμαχία του με την Κυβέρνηση. Στα θέματα της πολεοδομίας ειδικότερα είχε μόνο δικαίωμα γνώμης, μη δεσμευτικής για τις Κυβερνήσεις (Μπίρης Κ. 21995: 86-87 και Δανιήλ 2017: επίλογος).

Τέλος, αρκετά από τα αξιολογότερα δημόσια και εκλησιαστικά κτίρια της Αθήνας σχεδιάστηκαν, ανεγέρθηκαν ή θεμελιώθηκαν στα χρόνια του Όθωνα.  Πολλά από αυτά χρηματοδοτήθηκαν από εύπορους Έλληνες της διασποράς και ήταν έργα διακεκριμένων αρχιτεκτόνων οι οποίοι εμπνεύστηκαν από την επιτόπια μελέτη των αρχαιολογικών μνημείων της. Στις κορυφαίες μορφές της αθηναϊκής αρχιτεκτονικής αυτών των χρόνων ανήκουν οι Γερμανοί Friedrich von Gärtner —αρχιτέκτων των αρχετυπικών Ανακτόρων [1836-1843]— και Leo von Klenze, οι Δανοί αδελφοί Hans Christian και Theophilus Hansen που σχεδίασαν την  Αθηναϊκή Τριλογία στο πνεύμα του ρομαντικού κλασικισμού, ο Έλληνας δημιουργός του Πολυτεχνείου Λύσανδρος Καυταντζόγλου, οι συμπατριώτες του Σταμάτιος Κλεάνθης, Παναγής Κάλκος  και Δημήτριος Ζέζος κ.ά. (Μπίρης Κ. 21995: 113-158, Τραυλός 1967: 22-24 & 27-34, Loyer 2017: 141-156, Παπανικολάου-Κρίστενσεν 1993, Μπαδήμα-Φουντουλάκη 2002 & 2011, Σκαρπιά-Χόϊπελ 1976).

Η Αθηναϊκή Τριλογία, υδατογραφία Th. Hansen, 1885. H.C.Hansen, Πανεπιστήμιο Αθηνών (1839-1843, κέντρο). Th. Hansen, [Σιναία] Ακαδημία των Επιστημών (1859-1887, δεξιά) και Εθνική Βιβλιοθήκη (1883-1888, αριστερά).
Λύσανδρος Καυταντζόγλου, αρχιτέκτων(1811-1885).
Λ. Καυταντζόγλου. Κεντρικό Κτίριο Αβέρωφ του Πολυτεχνείου, 1862-1876.

Πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι η κυριαρχία του νεοκλασικισμού στην πολεοδομία, τα δημόσια κτίρια και τα αστικά μέγαρα της οθωνικής περιόδου δεν θα εξαλείψει τις  παραδοσιακές τυπολογίες και πρακτικές. Στη κατοικία του μέσου Αθηναίου με τη νεοκλασική συχνά όψη επιβιώνει η δυναμική συγκρότηση των χώρων γύρω από μια αυλή, ενώ στην εκτός σχεδίου δόμηση συνεχίζεται αθηναϊκή παράδοση της οργανικής χρήσης του χώρου (Μπίρης Μ. 1987: 29-34, Τραυλός 21993: 247-248, Κωνσταντινίδης 1950).

  1. Η αθηναϊκή πολεοδομία από την εποχή του Τρικούπη έως το 1922

Αποφασιστικό βήμα για τον εκσυγχρονισμό της πολεοδομίας και των δημοσίων έργων υπήρξε ο νόμος ΧΠΗ΄ του 1878 «Περί συστάσεως σώματος των πολιτικών μηχανικών» ο οποίος ανεξαρτητοποιoύσε πλήρως τις τεχνικές υπηρεσίες του Υπουργείου Εσωτερικών από τον στρατό, έχοντας ως πρότυπο την οργάνωση της αντίστοιχης γαλλικής γραφειοκρατίας. Έκτοτε, και έως το 1914 που ιδρύθηκε το Υπουργείο Συγκοινωνίας, ο πολεοδομικός σχεδιασμός μεταφέρθηκε στην αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών μηχανικών του Υπουργείου των Εσωτερικών (Μπίρης 21995: 82-83, Δανιήλ 2017: 212).

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1870, που στην πολιτική ζωή της χώρας κυριαρχεί ο Χαρίλαος Τρικούπης, καταγράφεται μεγάλη αύξηση στον αριθμό των τροποποιήσεων και επεκτάσεων του τρίτου ρυθμιστικού σχεδίου, η οποία συμβαδίζει με την αλματώδη αύξηση του πληθυσμού, τις απαρχές της συγκρότησης του ελληνικού κεφαλαιοκρατικού συστήματος και την αστικοποίηση της αθηναϊκής κοινωνίας. Στο πλαίσιο του ανταγωνισμού ανάμεσα στο μεταρρυθμιστικό Τρικουπικό κόμμα, υπέρμαχο του εξευρωπαϊσμού και της ελεύθερης οικονομίας, και το παραδοσιακό Δηλιγιαννικό κόμμα, οπαδό της κρατικής και κομματικής γραφειοκρα­τίας, η ρύθμιση του αστικού χώρου γίνεται μια ελαστικότερη διαδικασία από εκείνη της προηγούμενης περιόδου. Βασικοί λόγοι αυτής της χαλάρωσης ήταν αφενός η αύξηση των επενδυόμενων κεφαλαίων στην αγορά γης και την ανέγερση οικοδομών και αφετέρου η διεύρυνση του πελατειακού κράτους.

Στα τέλη του 19ου αιώνα η Aθήνα θα έχει προωθήσει αποφασιστικά την πολεοδομική συγκρότηση και τον αρχιτεκτονικό εκσυγχρονισμό της που ενίσχυσαν τη χωρική διαφοροποίηση. Στην ανατολική περιοχή της πόλης υπήρχε το επίσημο κέντρο και η κατοικία της άρχουσας τάξης, ενώ στη δυτική της οι βιοτεχνίες, τα εργαστήρια και οι φτωχογειτονιές. Ο παλαιός πυρήνας —Πλάκα, Ψυρρή, Καλαμιώτη κ.λπ.— θα παραμείνει τόπος διαμονής γηγενών όλων  των τάξεων  (Μπίρης M. 1987: 1- 7, Σαρηγιάννης 2000: 66). Από το 1869 λειτουργούσε ο σιδηρόδρομος Αθηνών-Πειραιώς και από το 1885 οι γραμμές του ατμήλατου σιδηροδρόμου Αθηνών-Κηφισιάς — του περίφημου «θηρίου»— και Αθηνών-Νέου Φαλήρου. Το Νέο Φάληρο γίνεται το κατεξοχήν θέρετρο της πρωτεύουσας με πολυτελείς κατοικίες, ενώ τους εύπορους Αθηναίους και τους ομογενείς προσελκύει και η εξοχική Κηφισιά (Μπίρης Κ. 21995: 196-198, Σαρηγιάννης 2000: 80-87). Παράλληλα θα έχει παραγματοποιηθεί αξιόλογο έργο στην ανάδειξη των μοναδικών αρχαίων μνημείων της ελληνικής πρωτεύουσας (Μπίρης Κ. 21995: 183-185, 226-228). Παρά τις περιπέτειες και την πτώχευση του 1893 η Αθήνα ήταν πλέον μια μεσογειακή πρωτεύουσα ικανή να φιλοξενήσει το 1896 τους πρώτους Oλυμπιακούς Aγώνες των νεότερων χρόνων. Είχε εξελιχθεί σε μια ελκυστική πόλη με ειδυλλιακές εξοχές και αξιόλογα νέα κτίρια, ιδιωτικά και κυρίως δημόσια, που οφείλονταν εν πολλοίς στη γεναιοδωρία Eλλήνων της διασποράς και στους εξαίρετους  αρχιτέκτονες της άρχουσας αστικής τάξης. Aυτή την περιορισμένη σε έκταση Aθήνα των 200.000 περίπου κατοίκων, με τα διώροφα ή τριώροφα το πολύ σπίτια με αυλές και μέγαρα περιτριγυρισμένα από κήπους, παρέδωσε ο 19ος αιώνας στον 20ό (Μπίρης Κ. 21995: 202-205, 219-224, 210).

Πανοραμική φωτογραφία της Αθήνας από την Ακρόπολη, 1890 (φωτ. Αφών Ρωμαΐδη).

Aπό την αυγή του 20ού αιώνα έως το 1922, που ο πληθυσμός της εγγίζει τις 500.000 κατοίκους, η Aθήνα γίνεται ο μοχλός αλλά και ο κύριος αποδέκτης των ιστορικών αλλαγών της χώρας. Το ανορθωτικό έργο του Γεωργίου Θεοτόκη, το ευρύ πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων του Bενιζέλου, οι δύο νικηφόροι Bαλκανικοί Πόλεμοι του 1912 και 1913 και η εισαγωγή πληθώρας νεωτερισμών στην καθημερινή ζωή των Aθηναίων, θα φέρουν την πόλη τους πλησιέστερα προς τα ευρωπαϊκά της πρότυπα. Δεν θα αναιρέσουν όμως τον πολιτισμικό δυισμό της αθηναϊκής κοινωνίας στην οποία η δυτική νεωτερικότητα συνυπάρχει με την ανατολικο-μεσογειακή παράδοση. Ως πόλη που βρίσκεται στο μεταίχμιο της Ανατολής και της Δύσης, χωρίς να ανήκει ευκρινώς σε καμία, περιγράφει την Αθήνα των αρχών του 20ού αιώνα ο δημοσιογράφος Σπυρίδων Παγανέλης (Παγανέλης, 1907: 52-53).

Το αστικό τοπίο αρχίζει να μεταβάλλεται καθώς η ελληνική πρωτεύουσα προσελκύει τον μεγαλύτερο όγκο της εσωτερικής μετανάστευσης και των επαναπατριζόμενων ομογενών. Την εντατικότερη εκμετάλλευση του αστικού εδάφους θα διευκολύνει το διάταγμα του 1919 για τα ύψη των οικοδομών (το μέγιστο ύψος τους καθορίστηκε στα 12/10 του πλάτους του δρόμου, και πάντως όχι μεγαλύτερο των 23 μ.). Παράλληλα, η Αθήνα επεκτείνεται άναρχα και εμφανίζει ορισμένα από τα προβλήματα της βιομηχανικής πόλης: κακές συνθήκες κατοικίας των φτωχών μεταναστών, ανεπαρκείς υποδομές κ.ά. (Μαρμαράς 1991: 44, 77-83, Πολύζος 1985: 24-26).

Tο αισιόδοξο κλίμα της δεκαετίας του 1910 ευνοεί τη συστηματική προσπάθεια για μια σχεδιασμένη ανάπτυξη της πρωτεύουσας ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Όμως τόσο τα μεγαλεπήβολα σχέδια εκσυγχρονισμού της φυσιογνωμίας της που συντάχθηκαν από τον Γερμανό Ludwig Hoffmann (1908-1910) και τον Άγγλο Thomas Mawson (1914-1918) όσο και οι ρεαλιστικότερες προτάσεις του Αριστείδη Μπαλάνου (1917) και του Στυλιανού Λελούδα (1918, 1921) έμειναν στο χαρτί (Schmidt 1979, Πολύζος 1985: 37-39, Μανούδη 1985: 47-54). Ακυρώθηκαν κυρίως το 1922 λόγω του οξύτατου στεγαστικού προβλήματος των 230.000 ομογενών προσφύγων από τη Mικρά Aσία και των μεταναστών από την επαρχία και το εξωτερικό (περιοχές της πρώην Οθωμανικής και της πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας).

  1. 1875-1922: H αρχιτεκτονική δημιουργία

2.1. To έργο των αρχιτεκτόνων κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα

Η αρχιτεκτονική κοσμογονία της Αθήνας θα επιταχυνθεί κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα.  H έντεχνη αρχιτεκτονική της εκσυγχρονίζεται τυπολογικά, κατασκευαστικά, αλλά και μορφολογικά καθώς απομακρύνεται από τον κλασικισμό κάτω από την επίδραση των νέων ρευμάτων της Ευρώπης: του ιστορισμού και του εκλεκτικισμού. Σε αυτό δεν συνέβαλαν μόνο οι αρχιτέκτονες που δραστηριοποιήθηκαν κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, όπως ο Σάξων Ernst Ziller (1837-1923), ο μαθητής του Πάνος Καραθανασόπουλος, οι Γάλλοι Eugène Troump (1846-1929), Piat, Χ. Girard, οι στρατιωτικοί αρχιτέκτονες Ιωάννης Σέχος και Αναστάσιος Θεοφιλάς, κ.ά. (Μπίρης Κ. 21995: 173-183, Σκαρπιά-Χοϊπελ 1976 & 2010: 33-37, Loyer 2017: 165-185). Σημαντικό ρόλο είχαν και οι προτιμήσεις των πελατών τους οι οποίοι ανήκαν στην ανανεωμένη αστική τάξη της εποχής του Τρικούπη.

Ernst Ziller, αρχιτέκτων (1837-1923).

Ωστόσο, η αθηναϊκή αρχιτεκτονική —η έντεχνη και κυρίως η ανώνυμη— θα μείνουν για πολύ περισσότερα χρόνια στον κλασικισμό από ό,τι η αρχιτεκτονική άλλων ευρωπαϊκών πόλεων (Μπίρης Μ.: 153). Χαρακτηριστικά κτίρια όψιμου αθηναϊκού κλασικισμού είναι  το Δημαρχείο (π. 1872-1874, αρχιτέκτων Π. Κάλκος), το Αρεταίειο Νοσοκομείο του Πανεπιστημίου Αθηνών (1896-1898, αρχιτέκτονες Η. Αγγελόπουλος και Ι. Ιωάννου), το νέο Δημοτικό Νοσοκομείο Αθηνών «Η Ελπίς» (1904-1912, αρχιτέκτων Ι. Κολλινιάτης) και το Μαράσλειο Διδασκαλείο (π. 1905, αρχιτέκτων Δ. Καλλίας), ενώ στο πνεύμα του πιο περίτεχνου κλασικισμού της παρισινής École des beaux-arts σχεδιάστηκαν περί το 1873  από τον V.-E. Poitrineau τα μέγαρα Σκουλούδη και Βούρου της πλατείας Συντάγματος, τα οποία κατασκευάστηκαν με επιβλέποντες τους Troump και Piat και κατεδαφίστηκαν μεταπολεμικά για την ανέγερση των ξενοδοχείων King George και Athens Plaza   (Μπίρης Κ. 21995: 178-179, 207-209 & 266, Αναγνωστοπούλου 2013: 524, 536, 680 & 687,  Καλλίας 1906: 103-107 και Loyer 2017: 172-173).

Στα χρόνια του Τρικούπη ολοκληρώθηκαν, ανεγέρθηκαν και θεμελιώθηκαν αξιόλογα δημόσια κτίρια. Το 1887 αποπερατώθηκε, με δωρεές Σίμωνος και Ιφιγένειας Σίνα και επίβλεψη E. Ziller, το εμβληματικό μέγαρο της Ακαδημίας Αθηνών, το αποκαλούμενο τότε «[Σιναία] Aκαδημία των Επιστημών».  To έργο σχεδιάστηκε τo 1856-1859 από τον Τheophil Hansen σε εκλεκτικιστικό πνεύμα με αρχαιοελληνικές αναφορές που ο ίδιος χαρακτήρισε “Hellenische Renaissance” [«Ελληνική Αναγέννηση»] (Φατσέα, 2015: 233-259 και Κασιμάτη – Πανέτσος 2015). Το 1889 ολοκληρώθηκε η κεντρική πτέρυγα και η πρόσοψη του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Ludwig Lange, τροποποιημένων από τους Π. Κάλκο και Ε. Ziller, οι οποίοι ήταν και οι βασικοί επιβλέποντες των εργασιών ανέγερσής του. Το οικόπεδο δώρησε η Ελένη Τοσίτσα και τη χρηματοδότηση προσέφεραν το ελληνικό δημόσιο, η Αρχαιολογική Εταιρεία και οι ομογενείς Δ. και  Ν. Βερναρδάκης από την Πετρούπολη. Ο Τρικούπης προώθησε, μεταξύ άλλων, την ανέγερση δύο σημαντικών δημοσίων κτιρίων, της Εθνικής Βιβλιοθήκης και του Εθνικού Χημείου του Πανεπιστημίου Αθηνών.  Σχεδιασμένο το 1883-1888 από τον Τheophil Hansen σε παρόμοιο πνεύμα με την Ακαδημία  Αθηνών, το μέγαρο της Βιβλιοθήκης θεμελιώθηκε το 1888, ανεγέρθηκε με δωρεά των Κεφαλλήνων Αφών Βαλλιάνων και επίβλεψη του Ziller και αποπερατώθηκε το 1902, ολοκληρώνοντας  την Αθηναϊκή Τριλογία  (Mπίρης K., 21995: 214-216).

Στο, ευρωπαϊκών προδιαγραφών κτίριο του Εθνικού Χημείου του Πανεπιστημίου Αθηνών, που ανεγέρθηκε το 1887-1890 με πρωτοβουλία του σπουδαίου καθηγητή της Χημείας Αναστάσιου Χρηστομάνου,  ο Ziller  θα χρησιμοποιήσει μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή του αρχιτεκτονικού ιδιώματος του μέντορά του Τh. Hansen (Πανέτσος 2010: 38-42, Καρδαμίτση-Αδάμη 2006: 168-171).

Με σχέδια του Ziller ανεγέρθηκαν το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα τα δύο μνημειώδη Θέατρα της Αθήνας, το Δημοτικό και το Βασιλικό. Το πρώτο άρχισε να κτίζεται το 1873 με πρωτοβουλία μετοχικής εταιρείας εύπορων Αθηναίων, η οποία ανέλα­βε να χρηματοδοτήσει την κατασκευή του σε τμήμα της πρώην πλατείας του Λαού (μετέπειτα Λουδοβί­κου και σήμερα Κοτζιά) που παραχωρήθηκε από τον Δήμο Αθηναίων. Οι εργασίες σταμάτησαν για οικονομικούς λόγους τον επόμενο χρόνο, συνεχίστηκαν από τον Δήμο μετά 13 χρόνια και ολοκληρώθηκαν το 1888 χάρη στη δωρεά του Ανδρέα Συγγρού. Tο μυθοποιημένο αυτό αρχιτεκτόνημα του Ziller δεν αποτελούσε μόνο τον φτωχό συγγενή των ομοειδών θεάτρων της Ευρώπης και των Βαλκανικών πρωτευουσών από άποψη κατασκευής, σκηνικού χώρου, εξοπλισμού και διακόσμου. Ήταν επίσης παρωχημένης για την εποχή του τυπολογίας, τεχνολογίας και τεχνοτροπίας. Το εξωτερικό του Δημοτικού Θεάτρου, σχεδιασμένο στο πνεύμα του σαξονικού και βιεννέζικου εκλεκτικισμού της περιόδου 1860-1870, δεν έλυσε με ιδιαίτερη τέχνη ή πρωτοτυπία τα μορφολογικά προβλήματα που έθετε μια αρχιτεκτονική μεγάλων αξιώσεων και περιορισμένων μέσων στην Αθήνα εκείνης της εποχής με τις έντονες νεοκλασικές μνήμες. Μοιραία για την τύχη του κτιρίου στάθηκε η εγκατάσταση σε αυτό 1.500 Μικρασιατών προσφύγων, παρά την αντίθετη γνώμη του δημάρχου Σπύρου Πάτση και της αθηναϊκής κοινής γνώμης (Φεσσά-Εμμανουήλ 1994, Α´: 280-302).

Το εκλεκτικιστικής τεχνοτροπίας Δημοτικό Θέατρο, έργο του E. Ziller (1873/1886-1888), γύρω στα 1900. Επιστολικό δελτάριο.
Το Δημοτικό Θέατρο στα χρόνια του Μεσοπολέμου.

Αντίθετα, το Βασιλικό —και από το 1932 Εθνικό— Θέατρο (1891-1901), δικαίωσε τελικά τις προσδοκίες των δημιουργών του, παρά τις αδυναμίες του: οικόπεδο απόκεντρο και ανεπαρκών διαστάσεων, μικρή αίθουσα, κ.ά. Την πρωτοβουλία για την ανέγερσή του είχε ο Γεώργιος Α´, διαθέτοντας για τον σκοπό αυτό τις δωρεές των ευεργετών Στ. Ράλλη, Μ. Κοργιαλένιου και κρατικά κονδύλια. Το Βασιλικό (Εθνικό) Θέατρο δεν ανήκει στα σημαντικότερα έργα του Ziller, παρά τη σοβαρή μελέτη και την επιμελημένη εκτέλεση των σχεδίων του. Βασική λ.χ. αδυναμία του αρχιτεκτονήματος αυτού ήταν το μπαροκίζον ύφος των των όψεων που τους έδινε μια πλαστικότητα δυσανάλογη προς την κλίμακά τους (Φεσσά-Εμμανουήλ 1994, Α: 302-317).

Ε. Ziller. Πρόσοψη Βασιλικού —σήμερα Εθνικού—Θεάτρου, υδατογραφία 1892. Η ασυμμετρία της οφείλεται στο προϋπάρχον κτίσμα στην δεξιά γωνία του οικοδομικού τετραγώνου.
Το Εθνικό Θέατρο το 2009, μετά την τελευταία ανακαίνιση.

Η ανακατασκευή του Παναθηναϊκού Σταδίου (329-330 π.Χ. και 140-144 μ.Χ.) με χορηγία Γ. Αβέρωφ και σχέδια του Αν. Μεταξά  για τη φιλοξενία των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων των νεότερων χρόνων (1896), υπήρξε το κατεξοχήν έργο γοήτρου της νέας Αθήνας  (πύλη Οδυσσεύς, Μπίρης K. 21995: 219-221, Κασιμάτη 2010:  17, 110-111).

Άποψη του ανακατασκευασμένου Παναθηναϊκού Σταδίου κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 (αρχιτέκτων ανακατασκευής 1894-1896 Αν. Μεταξάς, ανασκαφή 1864-1869 και αποτύπωση Ε. Ziller).

Η κατοικία ήταν το κύριο θέμα της έντεχνης αρχιτεκτονικής κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα  και δεσπόζουσα μορφή της ο παραγωγικότητος Ziller. Τα νέα ηγετικά  στρώματα της αθηναϊκής κοινωνίας προτιμούσαν να προβάλονται με τις ιδιωτικές κατοικίες τους —μέγαρα και επαύλεις— και λιγότερο με την ανέγερση κτιρίων δημόσιας χρήσης, όπως το έκαμαν οι ρομαντικότεροι προκάτοχοί τους της οθωνικής περιόδου (Μπίρης Κ. : 179-183, Loyer 2017: 165, Κασιμάτη 2010: 164-179, 180-235 και Fessas-Emmanouil 2017). Στα αξιολογότερα παραδείγματα αυτής της κατηγορίας ανήκουν τέσσερα νεοαναγεννησιακής μορφολογίας έργα του Ziller —το μέγαρο Schliemann  (1878-1880), σήμερα στέγη του Νομισματικού Μουσείου· το μέγαρο Στ. Ψύχα (1885-1904), μετ. κατοικία πρίγκιπος Νικολάου και σήμερα Ιταλική Πρεσβεία· το μέγαρο του Διαδόχου (1891-1897), σήμερα Προεδρικό μέγαρο και το εκλεκτικιστικό μέγαρο Σταθάτου (μελέτη 1895) που αποτελεί παράρτημα του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης— καθώς και το εκλεκτικιστικής μορφολογίας μέγαρο Λουριώτη – Νεγρεπόντη που ανεγέρθηκε περί το 1880 με σχέδια του Troump, χρησιμοποιήθηκε ως προσωρινό ανάκτορο του διαδόχου Κωνσταντίνου, στέγασε  το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και κατεδαφίστηκε το 1956 (Τραυλός 1967: 182-186, Καρδαμίτση-Αδάμη 2006:  68-72,  98-109, Κασιμάτη 2010: 185-188, 192-196 και Loyer 2017: 165-176).

E. Ziller. Το νεοαναγεννησιακής μορφολογίας μέγαρο Schliemann —«Ιλίου Μέλαθρον»—, επί της λεωφ.Πανεπιστημίου 12 (1878-1880), σήμερα στέγη του Νομισματικού Μουσείου
E. Ziller. Το εκλεκτικιστικό μέγαρο Όθωνος Σταθάτου στη γωνία της λεωφ. Βασ. Σοφίας και Ηροδότου (μελέτη
1895), σήμερα παράρτημα του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης.
E. Troump. Το εκλεκτικιστικής μορφολογίας μέγαρο Λουριώτη – Νεγρεπόντη στη γωνία των οδών Αμαλίας και
Όθωνος που ανεγέρθηκε περί το 1880 και κατεδαφίστηκε το 1956.

2.2. 1900-1922. Η μετάβαση από τον γαλλικό εκλεκτισμό στον μετριοπαθή μοντερνισμό και το μανιφέστο του αρχιτεκτονικού δημοτικισμού

Τα χρόνια αυτά είναι μια εποχή αλλαγών για τη φύση και την άσκηση της αρχιτεκτονικής. Η ανάδυση του νεωτερικού αρχιτέκτονα-σχεδιαστή οφείλεται σε διάφορους λόγους. Ο σημαντικότερος ήταν η εισαγωγή ξένων βιομηχανικών προϊόντων και κατασκευαστικών μεθόδων (οπλισμένο σκυρόδεμα, μεταλλικές κατασκευές κ.ά.) που μόνο όσοι είχαν εκπαιδευτεί στα Πολυτεχνεία της Ευρώπης και της Ελλάδας γνώριζαν να χρησιμοποιούν. Επιπλέον, ο σχεδιασμός κτιρίων ευρωπαϊκού τύπου απαιτούσε επικαιροποιημένες γνώσεις που οι εμπειροτέχνες και οι παλιοί αρχιτέκτονες δεν είχαν. Στο ελληνικό κράτος η κίνηση για την αναβάθμιση των αρχιτεκτόνων έναντι των εμπειροτεχνών και για την κατοχύρωση του επαγγέλματός τους σε σχέση με εκείνο των πολιτικών μηχανικών, εκτός από αργοπορημένη υπήρξε και αλυσιτελής. Παρά την ίδρυση της Σχολής Αρχιτεκτόνων-Μηχανικών του Πολυτεχνείου της Αθήνας το 1917 και του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Διπλωματούχων Ανωτάτων Σχολών (ΣΑΔΑΣ) το 1922, οι κανόνες άσκησης του επαγγέλματος διαμορφώθηκαν τελικά μέσα από θεσμούς συλλογικής εκπροσώπησης των μηχανικών, όπως ήταν ο Πολυτεχνικός Σύλλογος (έτος ιδρύσεως 1899) και το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος (έτος ιδρύσεως 1923), στους οποίους οι αρχιτέκτονες αποτελούσαν αμελητέα μειοψηφία (Αντωνίου 2006:181-193 και Φεσσά-Εμμανουήλ 2001: 313-321).

Οι νέοι τύποι κτιρίων για το εμπόριο και τη βιομηχανία, οι τράπεζες, οι ναοί, οι τόποι και χώροι αναψυχής –λουτροπόλεις, θέρετρα, ξενοδοχεία–, οι μονοκατοικίες –αστικές, προαστιακές, παραθεριστικές– και οι πολυκατοικίες αποτελούν τα βασικά αντικείμενα των αρχιτεκτόνων και αρχιτεκτονούντων μηχανικών αυτής της περιόδου που εργάζονται κυρίως ως ελεύθεροι επαγγελματίες.

Η προσπάθεια ευθυγράμμισης με τα σύγχρονα ρεύματα  και προσαρμογής τους στα τοπικά δεδομένα παραμένει η βασική τάση της αστικής αρχιτεκτονικής των ετών 1900-1922. Στις καλύτερες περιπτώσεις η προσπάθεια κατορθώνει να αφομοιώσει δημιουργικά τις ευρωπαϊκές τυπολογίες και τεχνοτροπίες τόσο τις ακαδημαϊκές όσο και τις νεωτερικές. Στις χειρότερες περιπτώσεις έχουμε την αναχρονιστική ή αδόκιμη εφαρμογή των ευρωπαϊκών κτιριακών τύπων, συνθετικών κανόνων και στιλ. Οι κυρίαρχες τεχνοτροπίες της μεταβατικής αυτής περιόδου είναι ο εκλεκτικισμός του Ziller, το νεομπαρόκ της École des beaux-arts του Παρισιού και ο ανανεωμένος κλασικισμός. Αντίθετα, η επιρροή των νεωτερικών ρευμάτων της  belle époque —art nouveau, Secession, Jugendstil κ.ά— στην αθηναϊκή αρχιτεκτονική θα είναι καθυστερημένη, επίπλαστη και περιορισμένη σε διακοσμητικά μοτίβα (Μπίρης Μ. 1987: 128-139).

Από τους αρχιτέκτονες των δύο πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα ξεχωρίζουν ο ανανεωτής του αθηναϊκού κλασικισμού Αναστάσιος Μεταξάς (1862-1937), δημιουργός του Αιγινήτειου Νοσοκομείου (θ. 1900, απ. 1905/1909), της Χαροκοπείου Σχολής (μελέτη 1906-1909, αποπεράτωση 1920), της Ιονικής Τράπεζας (1911-1916) και πολλών αστικών μεγάρων — Πάλλη στην πλατεία Συντάγματος  (περί το 1910-1911), Χαροκόπου-Μπενάκη (1911) στη γωνία των οδών Βασ. Σοφίας και Κουμπάρη κ.ά.· ο παλαίμαχος Ernst Ziller με την πολυκατοικία Πεσμαζόγλου στη γωνία των οδών Βασ. Σοφίας 4 και Ηρώδου Αττικού (1900) και το Νέο Αρσάκειο (κτίριο γραφείων και καταστημάτων) επί της οδού Σταδίου (1911-1917) και τα δύο τεχνοτροπίας νεομπαρόκ· ο εκλεκτικιστής μαθητής του Πάνος Καραθανασόπουλος, αρχιτέκτων του νεομπαρόκ ξενοδοχείου Ακταίον στο Νέο Φάληρο που εγκαινιάστηκε το 1903 και της Λαϊκής Τράπεζας επί της οδού Πανεπιστημίου απέναντι περίπου από το παλιό Αρσάκειο (1908)· και ο Παναγιώτης Ζίζηλας με την πολυκατοικία Ησαΐα στη γωνία Πατησίων και Ιουλιανού (1923) («Μεταξάς, Αναστάσιος» 1987, Καρδαμίτση-Αδάμη 2006:256-261  και Μπίρης Κ.: 291-292).

Μεταξάς Α. Η Ιονική Τράπεζα επί της οδού Πεσμαζόγλου (1911-1916, δεξιά) και Λαϊκή Τράπεζα στη γωνία της λεωφόρου Πανεπιστημίου και της οδού Πεσμαζόγλου (π. 1927, αριστερά). Προοτικό σκίτσο.

Στο προσκήνιο εμφανίζονται και οι απόφοιτοι της École des beaux-arts του Παρισιού που θα πρωταγωνιστήσουν στους διαγωνισμούς και στην αστική αρχιτεκτονική του Μεσοπολέμου. Ο πρώτος από αυτούς ήταν ο δεξιοτέχνης Αλέξανδρος Νικολούδης (1874-1944) ο οποίος διετέλεσε  καθηγητής της Σχολής Αρχιτεκτόνων του Πολυτεχνείου. Η βράβευσή του σε τρεις από τους σημαντικότερους διαγωνισμούς της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα θα εκτινάξει τη φήμη του στα ύψη, παρά το γεγονός ότι οι προτάσεις του ήταν εκτός ελληνικής πραγματικότητας και γι’ αυτό έμειναν στο χαρτί. Θέματα των τριων διαγωνισμών ήταν: το Υπουργείο Οικονομικών στο οικοδομικό τετράγωνο που όριζαν η λεωφόρος Πανεπιστημίου και οι οδοί Αρσάκη, Σταδίου και Σανταρόζα   (1902, αρχιτέκτων Α. Νικολούδης, β΄ βραβείο) και το Δικαστικό Μέγαρο Αθηνών σε οικόπεδο επί των οδών Κηφισίας και Ρηγίλλης (αρχιτέκτονες Α. Νικολούδης και P. Guidetti, 1901, β΄ βραβείο και 1910-1911, α΄ βραβείο) (Κωτσάκη 2007: και μορφολογικό 27-32, 34—50, 78-82). Κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα τα γνωστά έργα του Νικολούδη που προώθησαν τον εκσυγχρονισμό της αθηναϊκής αρχιτεκτονικής ήταν τέσσερις μονοκατοικίες εύπορων αστών και ένας κινηματογράφος. Ακολουθώντας τις συνθετικές αρχές της École des beaux-arts, ο αρχιτέκτων προσάρμοσε δημιουργικά τις ορθολογιστικές διατάξεις, τις τεχνολογικές καινοτομίες και τη μορφολογία των γαλλικών προτύπων του στα αθηναϊκά δεδομένα. Το μέγαρο Λιβιεράτου στη γωνία των οδών Πατησίων και Ηπείρου (1906-1909), τεκμήριο των συνθετικών και μορφοπλαστικών ικανοτήτων του Νικολούδη, είναι σήμερα ευρύτερα γνωστό ως μέγαρο «Υπατία» που το 2011 φιλοξένησε μετανάστες απεργούς πείνας. Ο κινηματογράφος Αττικόν της οδού Σταδίου (1916), πρώτη αίθουσα αξιώσεων της έβδομης τέχνης στην Αθήνα, έγινε στόχος εμπρηστών στις ταραχές του 2007 και παραμένει έκτοτε μια χαίνουσα πληγή του ιστορικού κέντρου (Κωτσάκη 2007: 168-173 & 144-149, Φεσσά-Εμμανουήλ 1994 Β: 108-113).

Nικολούδης Α. και Guidetti P. Μελέτη Δικαστικού Μεγάρου Αθηνών, όψη επί της λεωφόρου Κηφισίας (1910, α΄
βραβείο διεθνούς [;] αρχιτεκτονικού διαγωνισμού).
Nικολούδης Α. Το μέγαρο Λιβιεράτου, Πατησίων και Ηπείρου,  1906-1909.

Παράλληλα το πνευματικό κλίμα, το οποίο από τα τέλη του 19ου αιώνα στήριξε την ανάπτυξη της λαογραφίας και τον αστικό δημοτικισμό, θα επηρεάσει και τους αρχιτέκτονες.  Το αίτημά τους για αυθεντικότητα βασίζεται στη θέση ότι ο αέναος και μιμητικός εκσυγχρονισμός δεν διευκολύνει τη νεοελληνική αρχιτεκτονική να αποκτήσει την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της, αλλά και τους δημιουργούς της να αναπτύξουν ένα προσωπικό ύφος. Ο πολιτισμικός αντίλογος στον επίπλαστο εξευρωπαϊσμό θα ενισχύσει το αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον για το Βυζάντιο και τη σύνδεσή του με την αυτόχθονη λαϊκή παράδοση ως στοιχείων της νεοελληνικής ταυτότητας. Το ενδιαφέρον αυτό δεν συνδέεται μόνο με τον εθνικό αλυτρωτισμό. Συμβαδίζει και με μεταρρυθμιστικές κινήσεις της belle époque που διαπνέονται από όραμα κοινωνικό, πολιτισμικό και αισθητικό, όπως ήταν τα αγγλικά κινήματα Τέχνες και Χειροτεχνία (Arts and Crafts, 1880-1920) και Domestic revival και o γερμανικός σύνδεσμος Deutscher Werkbund. Τις κινήσεις αυτές γέννησε η αντίθεση προς τα δεινά της βιομηχανικής κοινωνίας. H επιστροφή στη φύση και στις αξίες της παράδοσης ως μέσον αλλαγής αισθητικών κριτηρίων αλλά και ως διαδικασία αυτοπροσδιορισμού —πολιτισμικού ή εθνικού—, ήταν μια κίνηση του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού, επηρεασμένη από τη φιλοσοφία της ιστορίας και την αισθητική του Johann Gottfried von Herder (Φεσσά-Εμμανουήλ 2013: 14-16, 70-71)

Βασικός εκφραστής αυτού του νέου πνεύματος στην αρχιτεκτονική από το 1908 ήταν ο γερμανοσπουδασμένος αρχιτέκτων Αριστοτέλης Ζάχος (1871-1939), ηγετική μορφή του αρχιτεκτονικού δημοτικισμού. Στη επιτόπια μελέτη της λαϊκής αρχιτεκτονικής παράδοσης και του παρελθόντος της —βυζαντινού και παλαιοχριστιανικού́— ο Ζάχος αναζήτησε τη γνήσια έκφραση της ψυχής του ελληνικού λαού. Από τη βαθιά αυτήν δεξαμενή άντλησε συναισθηματική δύναμη, πρότυπα και εκφραστικά μέσα για την αρχιτεκτονική μεταρρύθμισή του, η οποία προαναγγέλλεται με το άρθρο του «Λαϊκή Αρχιτεκτονική» που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ο Καλλιτέχνης, τον  Αύγουστο του 1911. Το μεταρρυθμιστικό όραμα του Ζάχου θα υλοποιηθεί την περίοδο του Μεσοπολέμου στους τομείς της μονοκατοικίας, της ναοδομίας και των εκπαιδευτικών κτιρίων (Φεσσά-Εμμανουήλ  2001: 76-95 και 2013: 43-64).

Ο αρχιτέκτων Αριστοτέλης Ζάχος (1871-1939). Ελαιογραφία Ευ. Ιωαννίδη, 1911.

Βιβλιογραφικές αναφορές

  • Αναγνωστοπούλου Γεωργία Μ. (2013), Κτίρια δημόσιας υγείας στην Αθήνα, 1833-1923, διδακτορική διατριβή ΕΜΠ.
  • Αντωνίου Γιάννης (2006), Οι Έλληνες Μηχανικοί. Θεσμοί και Ιδέες, 1900-1940, Εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα.
  • Αργυρόπουλος Θαλής (1983), «Η χαμένη πολεοδομική παράδοση του Νεοκλασικισμού», στο: Νεοκλασική Πόλη και Αρχιτεκτονική, Πρακτικά Πανελλήνιου Συνεδρίου, Σπουδαστήριο Ιστορίας Αρχιτεκτονικής, Θεσσαλονίκη, σ. 49-53.
  • Δανιήλ, Μαρία (2017), Το έργο της Αρχιτεκτονικής Υπηρεσίας του Δήμου Αθηναίων κατά την περίοδο 1835-1912. Παρεμβάσεις και συμβολή του Δήμου Αθηναίων στη διαμόρφωση της πόλης των Αθηνών, διδακτορική διατριβή ΕΜΠ.
  • Fessas-Emmanouil, Helen (2017), “Neohellenic architecture”, in: Encyclopedia of Romantic Nationalism in Europe, ed. Joep Leerssen (electronic version; Amsterdam: Study Platform on Interlocking Nationalisms, www.romanticnationalism.net : http://ernie.uva.nl/viewer.p/21/56/object/122-280144)
  • Hastaoglou-Martinidis, V. (1995), “City Form and National Identity: Urban Designs in Nineteenth Century Greece”, Journal of Modern Greek Studies, 13, 99-123.
  • Καλλίας, Δημήτριος (1906), «Το Μαράσλειον διδασκαλείον», Αρχιμήδης, 106, σ. 103-106.
  • Καρδαμίτση-Αδάμη, Μάρω (2006), Ερνστ Τσίλλερ 1837-1923. Η Τέχνη του Κλασικού, Εκδοτικός Οίκος Μέλισσα, Αθήνα.
  • Κασιμάτη, Μαριλένα (επιμ.) (2010), Ερνέστος Τσίλλερ Αρχιτέκτων (1837-1923), Κατάλογος έκθεσης, Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, Αθήνα.
  • Κασιμάτη, Μαριλένα Ζ. – Πανέτσος, Γεώργιος Α. (επιμ.) (2015), Hellenische Renaissance: Η αρχιτεκτονική του Θεοφίλου Χάνσεν / The Architecture of Theophil Hansen, Ίδρυμα Β. και Μ. Θεοχαράκη, Αθήνα.
  • Κωνσταντινίδης, Άρης (1950), Τα παλιά αθηναϊκά σπίτια, Αθήνα.
  • Κωτσάκη, Αμαλία (2007), Αλέξανδρος Νικολούδης, 1874-1944. Αρχιτεκτονικά οράματα – Πολιτικές χειρονομίες, Εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα.
  • Loyer, François (2017), L’architecture de la Grèce au XIXe siècle (1821-1912), École Française d’Athènes, Athènes.
  • Μανούδη, Μαρία (1985), «Οι προτάσεις Hoffmann και Mawson και ο αθηναϊκός Τύπος», στο: Η Αθήνα στον 20ό αιώνα. 1900-1940: Αθήνα ελληνική πρωτεύουσα, Kατάλογος έκθεσης, ΥΠΠΟ – Αθήνα Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, Αθήνα, σ. 47-57.
  • Μαρμαράς, Μανόλης Β. (1991), Η αστική πολυκατοικία της μεσοπολεμικής Αθήνας. Η αρχή της εντατικής εκμετάλλευσης του αστικού εδάφους, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα.
  • Μαρμαράς, Εμμανουήλ (2004), «Ελληνική πόλη και μοντερνισμός. 1900-1940», σε: Λαγόπουλος Α.-Φ. (επιμ.), Η ιστορία της ελληνικής πόλης, «Αρχαιολογία & Τέχνες», Εκδοτική Ερμής ΕΠΕ, Αθήνα.
  • «Μεταξάς, Αναστάσιος» (1987), Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμος 6, Εκδοτική Αθηνών., σ. 155.
  • Μονιούδη-Γαβαλά,  Δώρα (2012), Πολεοδομία στο ελληνικό κράτος 1833-1890 / Urban Planning in the Greek State 1833-1890, έκδοση Τμήματος Διαχείρισης Πολιτισμικού Περιβάλλοντος και Νέων Τεχνολογιών του Πανεπιστημίου Δυτικής Ελλάδας (σήμερα Τμήμα του Πανεπιστημίου Πατρών), Αγρίνιο.
  • Μονιούδη-Γαβαλά, Δώρα (2017), Σχεδιασμός και έγγειος ιδιοκτησία στην Αθήνα, 1833-1922, Εκδόσεις Παρασκήνιο, Αθήνα.
  • Μπίρης, Κώστας Η. (21995), Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20όν αιώνα, Εκδοτικός Οίκος Μέλισσα, Αθήνα.
  • Μπίρης, Μάνος (1987), Μισός αιώνας αθηναϊκής αρχιτεκτονικής, Αθήνα.
  • Μπαδήμα-Φουντουλάκη, Όλγα (2002), Σταμάτης Κλεάνθης (1802-1862). Αρχιτέκτων, επιχειρηματίας, οραματιστής, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων, Αθήνα.
  • Μπαδήμα-Φουντουλάκη, Όλγα (2011), Η Δούκισσα της Πλακεντίας και οι αρχιτέκτονές της, Εκδόσεις Επτάλοφος, Αθήνα.
  • Παγανέλης, Σπυρίδων (1907), Αθηναϊκαί ημέραι, Αθήνα.
  • Πανέτσος, Γεώργιος Α. (2010), «Ζητήματα μαθητείας: Η σχέση Θ. Χάνσεν – Ε. Τσίλλερ και ο αθηναϊκός νεοκλασικισμός», στο: Κασιμάτη Μ. (επιμ.), Ερνέστος Τσίλλερ, Αρχιτέκτων (1837-1923), Κατάλογος έκθεσης, Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, Αθήνα.
  • Πανέτσος, Γεώργιος Α. – Κασιμάτη, Μαριλένα Ζ. (2015), «Η “Hellenische Renaissance” του Θεοφίλου Χάνσεν», στο: Hellenische Renaissance: Η αρχιτεκτονική του Θεοφίλου Χάνσεν / The Architecture of Theophil Hansen, Κατάλογος έκθεσης, Ίδρυμα Β. και Μ. Θεοχαράκη, Αθήνα, σ.  29-34 /35-3
  • Παπαγεωργίου-Βενετάς, Αλέξανδρος (2001), Αθήνα. Ένα όραμα του κλασικισμού, Εκδόσεις Καπόν, Αθήνα.
  • Παπανικολάου-Κρίστενσεν, Αριστέα (1993), Χριστιανός Χάνσεν. Επιστολές και σχέδια από την Ελλάδα, Ωκεανίδα, Αθήνα.
  • Πολύζος, Γιάννης (1985), «Η Αθήνα πρωτεύουσα του ελληνισμού» και «Μεταρρυθμιστικά όνειρα και πολεοδομικές ρυθμίσεις» στο: Η Αθήνα στον 20ό αιώνα. 1900-1940: Αθήνα ελληνική πρωτεύουσα, Κατάλογος έκθεσης, ΥΠΠΟ – Αθήνα Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, Αθήνα, σ. 24-31, 36-46.
  • Πύλη Οδυσσεύς – Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού: odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=1777
  • Σαρηγιάννης, Γεώργιος, Μ. (2000), Αθήνα 1830-2000. Εξέλιξη – Πολεοδομία – Μεταφορές, Εκδόσεις Συμμετρία, Αθήνα.
  • Σαρηγιάννης, Γεώργιος, Μ. 2010. Τα ρυθμιστικά σχέδια Αθηνών και οι μεταβολές των πλαισίων τους, greekarchitects.gr (http://www.greekarchitects.gr/gr/αρχιτεκτονικες-ματιες/τα-ρυθμιστικά-σχέδια-αθηνών-και-οι-μεταβολές-των-πλαισίων-τους-id3464).
  • Schmidt, Hartwig (1979), “Das ‘Wilhelminische’ Athen. Ludwig Hoffmanns Generalbebauungsplan für Athen”, Zeitschrift für Geschichte der Baukunst / Journal of the History of Architecture, 9/1979, S. 30-44, Deutscher Kunstverlag, München – Berlin.
  • Σκαρπιά-Χόϊπελ, Ξ. (1976), Η μορφολογία του γερμανικού κλασσικισμού (1789-1848) και η δημιουργική αφομοίωσή του από την ελληνική αρχιτεκτονική (1833-1897), διδακτορική διατριβή, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη.
  • Σκαρπιά-Χόϊπελ, Ξ. (2010), «Ο Ερνέστος Τσίλλερ, το μοντέλο της πλουραλιστικής ιδέας και η συμβολή του στη διαμόρφωση του ώριμου νεοελληνικού κλασικισμού», στο: Κασιμάτη, Μ. (επιμ.) (2010), Ερνέστος Τσίλλερ, Αρχιτέκτων (1837-1923), Κατάλογος έκθεσης, Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, Αθήνα, σ. 33-37.
  • Τραυλός, Ιωάννης (1967), Νεοκλασική Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα. Έκδοσις Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος, Αθήναι.
  • Τραυλός, Ιωάννης (21993), Πολεοδομική εξέλιξις των Αθηνών. Από των προϊστορικών χρόνων μέχρι των αρχών του 19ου αιώνος, Εκδόσεις Καπόν, Αθήνα.
  • Φατσέα, Ειρήνη [Ρένα] (2015), «Το κτήριο της Ακαδημίας Αθηνών του Θεόφιλου Χάνσεν στο πλαίσιο του ρομαντικού κλασικισμού του δέκατου ένατου αιώνα », στο: Hellenische Renaissance. Η αρχιτεκτονική του Θεοφίλου Χάνσεν / The Architecture of Theophil Hansen, Ίδρυμα Β. και Μ. Θεοχαράκη, Αθήνα, σ.   233-259.
  • Φεσσά-Εμμανουήλ, Ελένη  (1994), Η Αρχιτεκτονική του Νεοελληνικού Θεάτρου, 1720-1940, τόμοι Α´και Β´, Αθήνα.
  • Φεσσά-Εμμανουήλ, Ελένη (2001), Δοκίμια για τη νέα ελληνική αρχιτεκτονική, Αθήνα, 2001, σ. 313-321 («Η περιθωριοποίηση των αρχιτεκτόνων στη διαμόρφωση της σύγχρονης ελληνικής πόλης και των σημαντικών κτιρίων της»).
  • Φεσσά-Εμμανουήλ, Ελένη  (2013), Αριστοτέλης Ζάχος & Josef Durm. Η αλληλογραφία ενός πρωτοπόρου αρχιτέκτονα με τον  μέντορά του, Εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα.
Η Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ είναι ιστορικός της Αρχιτεκτονικής και Ομότιμη Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών