Γιάννης Γκλαβίνας
Η οπτική του λογοκριτή: Η λογοκρισία στην Ελλάδα μέσα από το αρχείο της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών
(1944 – 1974)
Η λογοκρισία στην Ελλάδα θεσμική ή μη, κατασταλτική ή προληπτική εμφανίζεται ήδη από τα πρώτα χρόνια ζωής του νεοελληνικού κράτους αποτελώντας αγαπημένο μέσο προπαγάνδας και χειραγώγησης για τα ολοκληρωτικά και αυταρχικά καθεστώτα, αλλά και την καθεστηκυία τάξη. Η κυρίαρχη εικόνα για την κρατική λογοκρισία στην Ελλάδα διαμορφώνεται, κυρίως, από την εμπειρία της δικτατορίας των Συνταγματαρχών και από μαρτυρίες όσων έπεσαν θύματα του «ψαλιδιού» της λογοκρισίας, δίνοντας, μάλιστα, έμφαση στην ευτράπελη πλευρά της, όπου επιτροπές άσχετων στρατιωτικών αναζητούσαν σε κείμενα και στίχους μηνύματα της κομμουνιστικής προπαγάνδας. Η εικόνα αυτή για την κρατική λογοκρισία του δημόσιου λόγου και της καλλιτεχνικής έκφρασης ήταν αποσπασματική, αφού έλειπαν οι πληροφορίες για την άλλη πλευρά της λογοκρισίας, της συγκρότησης, δηλαδή, και του τρόπου λειτουργίας του μηχανισμού λογοκρισίας καθώς και της κατανόησης της «λογικής» με την οποία δρούσε ο λογοκριτής. Το κενό αυτό καλύπτεται πια, σε ικανοποιητικό βαθμό, από τους φακέλους του αρχείου της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών, της αρμόδιας, δηλαδή, υπηρεσίας για την άσκηση της προληπτικής κρατικής λογοκρισίας την περίοδο 1936 – 1974, αρχείο που φυλάσσεται στην Κεντρική Υπηρεσία των Γενικών Αρχείων του Κράτους.

Το νομικό πλαίσιο και ο μηχανισμός λογοκρισίας
Τομή στην ιστορία των κρατικών πολιτικών λογοκρισίας στην τέχνη και το δημόσιο λόγο αποτελεί η δικτατορία του Μεταξά που εισήγαγε και συστηματοποίησε την έννοια της προληπτικής λογοκρισίας με βασικό μηχανισμό εφαρμογής της το νεοσυσταθέν το 1936 Υφυπουργείο Τύπου και Τουρισμού. Το Υφυπουργείο, σύμφωνα με τον ιδρυτικό του νόμο, αναλάμβανε τη διαφώτιση της κοινής γνώμης και τον έλεγχο όλων των εκδηλώσεων, «ίνα αύται ευρίσκωνται εντός του πλαισίου των εθνικών παραδόσεων και ιδεωδών». Μετά τη σύσταση του Υφυπουργείου, η δικτατορία του Μεταξά αλλά και οι κατοχικές κυβερνήσεις συγκρότησαν ένα νομικό οπλοστάσιο άσκησης προληπτικής λογοκρισίας σε Τύπο, εκδόσεις, κινηματογράφο, θέατρο και τραγούδι.
Ο Τύπος τέθηκε υπό τον πλήρη έλεγχο του καθεστώτος, αφού με υπουργική απόφαση που εκδόθηκε μία μέρα μετά την επιβολή της δικτατορίας απαγορεύονταν η δημοσίευση πληροφοριών που υποδείκνυαν την ύπαρξη προληπτικής λογοκρισίας, η κρίση για το έργο της κυβέρνησης, εκτός αν ήταν θετική, η αρθρογραφία για την ακρίβεια του βίου κ.ά. Τον έλεγχο και τη χειραγώγηση του Τύπου είχε αναλάβει η Διεύθυνση Εσωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού και από το 1938 η Διεύθυνση Λαϊκής Διαφωτίσεως.

Οι μεταξικοί Αναγκαστικοί Νόμοι 445, 446 και 955 του 1937 και 1619 του 1939 και το Ν.Δ. 1108/1942 της κυβέρνησης Τσολάκογλου καθόριζαν το πλαίσιο άσκησης προληπτικής λογοκρισίας σε κινηματογράφο, θέατρο, τραγούδι και βιβλίο. Σύμφωνα με τις διατάξεις των παραπάνω νόμων, εταιρείες κινηματογραφικών ταινιών, θιασάρχες, θεατρικοί συγγραφείς, συνθέτες, εταιρείες παραγωγής «φωνογραφικών δίσκων» και εκδότες έπρεπε να υποβάλλουν στη Διεύθυνση Λαϊκής Διαφωτίσεως αιτήσεις στις οποίες επισύναπταν αντίτυπα σεναρίων και θεατρικών κειμένων, στίχους και παρτιτούρες τραγουδιών ή δοκίμια βιβλίων για τη χορήγηση σχετικής άδειας. Οι αιτήσεις διαβιβάζονταν στις αρμόδιες επιτροπές που αποτελούνταν από ανώτερους υπαλλήλους του Υφυπουργείου Τύπου, αξιωματικούς της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας Πόλεων, τους προέδρους της Εταιρείας Θεατρικών Συγγραφέων, του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, της Ένωσης Διευθυντών Θεάτρων Αθηνών, της Πανελλήνιας Ένωσης Κινηματογράφων καθώς και από δύο ειδικούς στη μουσική. Οι επιτροπές ελέγχου, βάσει των αιτήσεων και της παρακολούθησης της γενικής πρόβας ενός θεατρικού έργου ή της ενώπιών τους εκτέλεσης ενός τραγουδιού ή των δοκιμαστικών προβολών μιας ταινίας, μπορούσαν να απαγορεύσουν ταινίες κ.λπ. και να τροποποιήσουν ή να αφαιρέσουν κείμενα, στίχους, σκηνές ή διαλόγους, εάν έκριναν ότι επιδρούσαν «επιβλαβώς» στη νεολαία, διατάρασσαν τη δημόσια τάξη, προπαγάνδιζαν ανατρεπτικές θεωρίες, δυσφημούσαν τη χώρα, υπονόμευαν «τας υγιείς κοινωνικάς παραδόσεις» των Ελλήνων, καθάπτονταν της χριστιανικής θρησκείας και στερούνταν καλλιτεχνική αξία. Οι επιτροπές μπορούσαν, για τους ίδιους λόγους, να απαγορεύσουν την εξαγωγή μιας ταινίας στο εξωτερικό, ήταν αρμόδιες για τον χαρακτηρισμό μιας ταινίας ως κατάλληλης ή ακατάλληλης δι’ ανηλίκους, ενώ είχαν το δικαίωμα ανά πάσα στιγμή να ανακαλέσουν άδειες «δια λόγους γενικωτέρας φύσεως».

Οι μεταξικές και κατοχικές νομικές διατάξεις προληπτικής λογοκρισίας συνέχισαν να ισχύουν μέχρι το 1974 και διαμόρφωσαν, είτε πρόκειται για δικτατορικά καθεστώτα είτε για καχεκτικές δημοκρατίες, μία ενιαία περίοδο άσκησης θεσμικών και εξωθεσμικών πολιτικών περιστολής του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης στην τέχνη και τον δημόσιο λόγο, πολιτικών που διαπλέκονταν με το φόβο της κομμουνιστικής απειλής, την εθνικοφροσύνη και την ανάγκη περιφρούρησης της ελληνικής κοινωνίας από την επίδραση της «παρηκμασμένης Δύσης».
Με την απελευθέρωση οι αρμοδιότητες του Υφυπουργείου Τύπου μεταβιβάστηκαν στη Γενική Διεύθυνση Τύπου και Πληροφοριών της Προεδρίας της Κυβερνήσεως και η προληπτική λογοκρισία του Τύπου άρθηκε, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, αφού η έκτακτη νομοθεσία του Εμφυλίου άφηνε λίγα περιθώρια ελεύθερης έκφρασης. Το Σύνταγμα του 1952 απαγόρευσε την προληπτική λογοκρισία στις εκδόσεις, καθορίζοντας ταυτόχρονα και τις περιπτώσεις κατάσχεσης εντύπων. Όμως στην περίπτωση του κινηματογράφου, της φωνογραφίας, της ραδιοφωνίας και των δημοσίων θεαμάτων η προληπτική λογοκρισία συνέχιζε να λειτουργεί στο ίδιο πλαίσιο όπως και πριν από το 1944, έστω και αν κάποιες από τις παραπάνω διατάξεις ατόνησαν και δεν εφαρμόζονταν.
Η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 αναζητώντας προκάλυμμα νομιμότητας, εκμεταλλεύτηκε το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο έκτακτης ανάγκης και προληπτικής λογοκρισίας ερμηνεύοντας τις σχετικές διατάξεις διασταλτικά και κατά το δοκούν. Παράλληλα, προχώρησε στον επανέλεγχο κινηματογραφικών ταινιών που είχαν παραχθεί πριν από την 21η Απριλίου, συγκρότησε λίστα με απαγορευμένα βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά, ενώ επέβαλε και προληπτική λογοκρισία στον Τύπο και τις εκδόσεις μέχρι το 1969. Τροποποιήσεις έγιναν και στο νομικό πλαίσιο επιβολής λογοκρισίας, ιδίως στη σύσταση των επιτροπών ελέγχου, που αποτελούνταν μετά το 1969 όχι μόνο από ανώτερα στελέχη της δημόσιας διοίκησης και της αστυνομίας, αλλά και από ιδιώτες, όπως σκηνοθέτες, κινηματογραφικούς παραγωγούς, μουσικοσυνθέτες, θεατρικούς συγγραφείς, καθηγητές πανεπιστημίου, νομικούς, λογοτέχνες κ.λπ. Βεβαίως, στις επιτροπές, ιδίως την περίοδο 1967 – 1969 κυριαρχούσαν οι στρατιωτικοί, με τον συνταγματάρχη Βρυώνη να ήταν επικεφαλής των υπηρεσιών λογοκρισίας. Επιπλέον, το 1970 η Γενική Διεύθυνση Τύπου και Πληροφοριών υπήχθη στον πρωθυπουργό και μετονομάστηκε σε Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών.
Σε όλη την περίοδο 1944 – 1974 μπορεί η λογοκρισία να λειτουργούσε υπό ένα ενιαίο νομικό πλαίσιο, αλλά διακρίνονται φάσεις λειτουργίας του μηχανισμού λογοκρισίας με αυστηρότερους ή λιγότερο αυστηρούς όρους, που έχουν άμεση σχέση με την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Έτσι, οι πολιτικές λογοκρισίας σε σχέση με τη δεκαετία του ‘50 χαλάρωσαν κατά τη διάρκεια της σύντομης άνοιξης της δεκαετίας του ‘60. Στο απριλιανό καθεστώς, η περίοδος 1967 – 1969 αποτέλεσε την σκληρότερη φάση της λογοκρισίας που επιβλήθηκε από τους συνταγματάρχες, ενώ έγινε πιο ελαστική το 1969 – 1973 στο πλαίσιο ενός ψευδεπίγραφου δημοκρατικού ανοίγματος από τον δικτάτορα Παπαδόπουλο. Την περίοδο του Ιωαννίδη ο κύκλος κλείνει με την αυστηρότητα του λογοκρίνειν να επανέρχεται.

Εφαρμόζοντας τις διατάξεις λογοκρισίας
Οι διατάξεις του νομικού πλαισίου προληπτικής λογοκρισίας, καθιστούν προφανές το τι λογοκρίνονταν, αν και το αρχείο της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών (από το οποίο προέρχονται τα παραδείγματα λογοκρισίας που ακολουθούν) αποδεικνύει ότι η φαντασία και ο παραλογισμός των λογοκριτών ήταν ανεξάντλητα.
Στην εμφυλιακή και μετεμφυλιακή Ελλάδα ο αντικομμουνισμός μετατράπηκε σε ακρογωνιαίο λίθο της κυρίαρχης ιδεολογίας του κράτους και της άρχουσας τάξης λαμβάνοντας θεσμικό χαρακτήρα. Οι νικητές του εμφυλίου ήθελαν να θωρακίσουν το αστικό πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς εξαλείφοντας οποιαδήποτε υπαρκτή ή φανταστική κομμουνιστική απειλή και αποκόπτοντας τους κομμουνιστές από τα μέσα προπαγάνδας της ιδεολογίας τους. Έτσι, ταινίες, θεατρικά κείμενα κ.λπ. με αναφορές σε κομμουνισμό ή αριστερή ιδεολογία απαγορεύονταν ή λογοκρίνονταν. Το 1947 απαγορεύτηκε η προβολή της ταινίας Ο Λένιν του Οκτώβρη με την επιτροπή ελέγχου να επισημαίνει ότι η ταινία θα επιφέρει διατάραξη της δημόσιας ασφάλειας, τονίζοντας ότι οι αντιλήψεις της ταινίας επιβάλλουν στην κοινωνική ζωή τον νόμο της ζούγκλας εισάγοντας την πάλη των τάξεων ως νόμο της Ιστορίας. Το 1964 από την ταινία Σταυροδρόμι ή Τέλος και Αρχή του Μάνου Ζαχαρία, κόπηκε, μεταξύ άλλων, η φράση «αν δεν υπήρχαν οι χωροφύλακες δεν θα υπήρχαν κομμουνιστές», ενώ το 1966 από την ταινία Το Μπλόκο του Κύρου κόπηκε η σκηνή όπου εμφανίζεται σύνθημα της ΕΠΟΝ γραμμένο σε τοίχο.
Η αντικομμουνιστική υστερία χτυπά κόκκινο την περίοδο της δικτατορίας των Συνταγματαρχών, άλλωστε η δικτατορία ήταν αναγκαία για τους εμπνευστές της για να αποτραπεί ο κομμουνιστικός κίνδυνος. Στο πλαίσιο αυτό απαγορεύτηκε η ταινία Το θωρηκτό Ποτέμκιν, έργα των Βάρναλη, Ρίτσου, Κορδάτου, η εφημερίδα Αυγή και ξένα κινηματογραφικά επίκαιρα που αναφέρονταν σε Ρώσους κοσμοναύτες. Θύμα της αντικομμουνιστικής υστερίας έπεσε και η Αλίκη Βουγιουκλάκη και η ταινία Η κόρη μου η σοσιαλίστρια, αφού, σύμφωνα με την αρμόδια επιτροπή, η ταινία έπρεπε να απαγορευτεί «λόγω της εμφανίσεως της Μαραθωνίου πορείας της οργανουμένης υπό της αριστεράς και των υποκινούμενων στάσεων εις το εργοστάσιον» και παρά τον κωμικό χαρακτήρα των σκηνών. Την ίδια τύχη είχαν και σκηνές ταινιών όπου εμφανίζεται το σήμα της ειρήνης που ταυτίζεται με τον Λαμπράκη, όπως στην ταινία Χιροσίμα αγάπη μου. Απαγορευτέα ήταν και τα έργα αριστερών ή αντεθνικώς δρώντων δημιουργών, έστω και αν δεν υπήρχε η παραμικρή αναφορά σε κομμουνισμό και αριστερά. Στο index με τα απαγορευμένα βιβλία της Χούντας περιλαμβάνονται έργα, όπως τα Ματωμένα Χώματα της Διδούς Σωτηρίου, η Σονάτα του σεληνόφωτος του Ρίτσου, η Ειρήνη του Αριστοφάνη σε μετάφραση του Κύπριου κομμουνιστή Θεοδόση Πιερίδη και ένα ελληνοβουλγαρικό λεξικό. Για ένα διάστημα οι λογοκριτές απαγόρευσαν και το βιβλίο του Σολζενίτσιν Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς επειδή ο συγγραφέας ήταν Ρώσος, αγνοώντας, μάλλον, τον αντισοβιετικό χαρακτήρα του μυθιστορήματος.
Κόκκινο πανί για την δικτατορία ήταν ο Θεοδωράκης. Όλα τα τραγούδια του μουσικοσυνθέτη είχαν απαγορευτεί να μεταδίδονται ή να τραγουδιούνται ακόμα και όσα δεν είχαν πολιτικό περιεχόμενο. Την ίδια τύχη είχαν και τα έργα δημιουργών ή σε όσα εμφανίζονταν ηθοποιοί που είχαν εκφράσει ανοιχτά την αντίθεσή τους στην απριλιανή δικτατορία, όπως η Μερκούρη, η Ειρήνη Παππά, ο Μιχάλης Κακογιάννης. Έτσι, το 1970 απαγορεύτηκε η προβολή της ταινίας Ηλέκτρα του Κακογιάννη με πρωταγωνίστρια την Ειρήνη Παππά και μουσική του Μίκη Θεοδωράκη.

Εκτός από τις άμεσες αναφορές στην κομμουνιστική ιδεολογία, για τις κρατικές αρχές υπήρχαν ταινίες, τραγούδια κ.λπ. που χαρακτηρίζονταν ως αναρχικά, ανατρεπτικά, αντικοινωνικά ή αντεθνικά και έπρεπε να λογοκριθούν γιατί ασκούσαν κριτική στις δομές του κυρίαρχου αστικού κοινωνικού καθεστώτος, στηλίτευαν την εκμετάλλευση των λαϊκών τάξεων και την αναλγησία των κρατούντων μπροστά στο δράμα των φτωχότερων στρωμάτων του πληθυσμού. Το 1950 η αρμόδια επιτροπή έκοψε διαλόγους και σκηνές από την ταινία Τα σταφύλια της οργής του Στάινμπεργκ – ταινία που αναφέρεται στις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των αμερικανών αγροτών την περίοδο της οικονομικής κρίσης το 1929 – «ως δυνάμενα να ενισχύσουν εμμέσως την αντικοινωνικήν προπαγάνδαν». Στο ίδιο πλαίσιο, από την ταινία Μάνα μου παραστράτησα κόπηκε η φράση «Χωρίσατε σε κοπάδια τους ανθρώπους, σαν νανε πρόβατα. Αλλά μην ξεχνάτε, τα πρόβατα γίνονται λύκοι καμιά φορά και τρώνε τον αφέντη τους». Αντεθνικά κρίνονταν, επίσης, σκηνές και στίχοι που υπαινίσσονταν τη ζοφερή πολιτική κατάσταση στην μεταπολεμική Ελλάδα, όπως τα τραγούδια Κάποια μάνα αναστενάζει (Μπάμπης Μπακάλης – Βασίλης Τσιτσάνης 1947) και Το νύχτωσε χωρίς φεγγάρι (Απόστολος Καλδάρας 1947), ενώ, για τους ίδιους λόγους, το 1966 κόπηκε από την ταινία Έρωτας στην καυτή άμμο η φράση «Εξορία για πολιτικούς λόγους».
Την περίοδο της δικτατορίας οποιαδήποτε νύξη στην πολιτική κατάσταση της χώρας και οι αναφορές σε δημοκρατία και ελευθερία απαγορεύονταν ή λογοκρίνονταν. Έτσι, από την ταινία Σπάρτακος του Κιούμπρικ κόπηκε ο διάλογος: «Δέχομαι λίγη δημοκρατική διαφθορά μαζί με λίγη ελευθερία. Δεν δέχομαι όμως δικτατορία χωρίς καθόλου ελευθερία». Από μια ταινία του Ρομπέν των Δασών του 1967 κόπηκε από τη λογοκρισία η φράση «στο Βασιλιά Ριχάρδο σύντομα να γυρίση να απαλλάξουμε τον τόπο από τον πρίγκηπα Ιωάννη, το Νόττιγχαμ και όλους του τυράννους», ενώ η ταινία Χουαρέζ του 1939 που αναφέρεται στη μεξικανική επανάσταση του 19ου αιώνα απαγορεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 1967 διότι «αι ιδέαι περί δημοκρατίας απαιτούν ανεπτυγμένον κοινόν ίνα μη παρεξηγηθούν υπό τας παρούσας συνθήκας». Το 1968 οι επιτροπές λογοκρισίας δεν έδωσαν, αρχικά, άδεια στον Κάρολο Κουν να ανεβάσει το Περιμένοντας τον Γκοντό του Μπέκετ θεωρώντας ότι «το έργο διαστρεβλώνει τη σύστασιν μιας υγιούς αστικής κοινωνίας». Στον χώρο του τραγουδιού ανατρεπτικά χαρακτηρίστηκαν από τη λογοκρισία το Χασάπικο του Κουγιουμτζή, ο Μέρμηγκας του Λοΐζου και το Ζεϊμπέκικο του Σαββόπουλου. Από το σενάριο Ο Θίασος του Αγγελόπουλου διαγράφηκαν αναφορές σε ελευθερία και Γαλλική Επανάσταση, ενώ από την ταινία Οι θαλασσιές οι χάνδρες η φράση «Τώρα έχουμε δημοκρατία και ο καθένας κάνει ό,τι θέλει». Μεγάλος πονοκέφαλος για τους λογοκριτές της Χούντας ήταν οι θεατρικές επιθεωρήσεις, αφού η απουσία σταθερού σεναρίου και οι αυτοσχεδιασμοί των ηθοποιών αναιρούσαν την έννοια της προληπτικής λογοκρισίας.
Για τις επιτροπές λογοκρισίας και τις αρχές ασφαλείας ταινίες, τραγούδια κ.λπ. που παρουσίαζαν εικόνες εξαθλίωσης της ελληνικής κοινωνίας ήταν κοινωνικώς επικίνδυνα, δυσφημούσαν τη χώρα, την έπλητταν τουριστικά και αναιρούσαν τη διαφημιζόμενη πολιτική των ελληνικών μετεμφυλιακών κυβερνήσεων περί ανασυγκρότησης και ευημερίας. Έτσι, το 1951 οι αρχές αλληλογραφούσαν σχετικά με την απαγόρευση του τραγουδιού της Βέμπο «Φτωχομαχαλάς» που ακούγονταν σε μια επιθεώρηση του Τραϊφόρου διότι προκαλούσε «την πικρίαν και τον πεσιμισμόν των πενομένων τάξεων, στοιχεία άτινα υποβοηθούν την ανάπτυξιν κομμουνιστικών και άλλων ανατρεπτικών ιδεών». Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και το πιο γνωστό παράδειγμα λογοκρισίας της περιόδου, η λογοκρισία της ταινίας Συνοικία το Όνειρο του Αλεξανδράκη έχοντας, βέβαια, και άμεση σχέση με τα κομμουνιστικά φρονήματα πρωταγωνιστών και συντελεστών της ταινίας. Η δικτατορία συνέχισε την ίδια λογική περικοπών και έτσι, οι ταινίες Μαγική πόλις του Κούνδουρου και Κλέφτης του Βούλγαρη κρίθηκαν ακατάλληλες να προβληθούν στο εξωτερικό, αφού παρουσίαζαν εικόνες μιζέριας. Το 1972 η αρμόδια επιτροπή ενέκρινε το σενάριο Ο δρόμος του Κατσουρίδη με την προϋπόθεση της αντικατάστασης των σκηνών του χωριού που «παρουσιάζουν γενικήν αθλιότητα» με σκηνές που «δεν θα προπαγανδίζουν οικονομικήν κατάστασιν μη γνώριμον σήμερον πλέον εν Ελλάδι».

Για όλη την περίοδο 1944 – 1974, αλλά ιδίως για την περίοδο της δικτατορίας, η λογοκρισία έπρεπε να διαφυλάξει την εικόνα ενός ιδεατού κρατικού μηχανισμού απαλλαγμένου από φαινόμενα διαφθοράς και ασυδοσίας. Το 1965, για παράδειγμα, κόπηκε από την ταινία Ουρανοκατέβατος η φράση «ρουσφέτια δεν κάνω εγώ τι με πέρασες για κανέναν υπουργό», ενώ, κατά τη διάρκεια της Χούντας, από την ταινία Μιας πεντάρας νειάτα διαγράφηκε η φράση «τι να κάνης τα προσόντα, εδώ χρειάζονται μέσα, γνωριμίες».
Οι επιτροπές λογοκρισίας ασκούσαν και εξωτερική πολιτική, αφού ταινίες, τραγούδια κ.λπ. θα έπρεπε να προσαρμόζονται στις επιδιώξεις της ελληνικής διπλωματίας. Βασική αρχή της μεταπολεμικής ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ήταν οι καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ και έτσι οι επιτροπές λογοκρισίας, προστατεύοντας τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, έκοψαν το 1962 από ξένη ταινία τη φράση «η σκουπιδιάρης ή Πρόεδρος Ηνωμένων Πολιτειών». Και οι σχέσεις με τη Δυτική Γερμανία, παρά τις νωπές μνήμες της Κατοχής, έπρεπε να ήταν φιλικές στο πλαίσιο των επιδιώξεων του Ψυχρού Πολέμου. Το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών το 1952 ζητούσε από τις επιτροπές ελέγχου κινηματογραφικών ταινιών να μετριάσουν τον αντιγερμανικό τόνο των αντιστασιακών ταινιών, γιατί οι ελληνογερμανικές σχέσεις «υπαγορευόμεναι εκ σκληρών οικονομικών λόγων», έπρεπε να ήταν ομαλές, ενώ για την Αθήνα η γερμανική συνεργασία με τις «δημοκρατικές χώρες» ήταν απαραίτητη για την άμυνα της Ευρώπης. Οι μεταπολεμικές περιπλοκές του μακεδονικού ζητήματος επέβαλαν το 1961 την περικοπή σκηνής με σέρβικο χορό στην ταινία «Στέγνωσαν τα δάκρυα μας», ενώ ανάλογες περικοπές γίνονταν σε ταινίες με αναφορές στο Κυπριακό, όπως η σκηνή Τουρκοκύπριας που κλαίει πάνω σε μνήμα Τουρκοκυπρίου σε γαλλικά επίκαιρα του 1964. Η φιλοαμερικανική πολιτική συνεχίστηκε και την περίοδο της δικτατορίας με τις επιτροπές λογοκρισίας να κόβουν οποιαδήποτε αιχμή εναντίον των ΗΠΑ, όπως τη φράση «οι Αμερικανοί είναι κατακτητές» σε μια ταινία του Ζορό, ενώ από κινηματογραφικά επίκαιρα απαλείφονταν θέματα με διαδηλώσεις εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ. Οι καλές σχέσεις της Χούντας με την κομμουνιστική Βουλγαρία είχαν αντίκτυπo και στο έργο των λογοκριτών που απαγόρευσαν ένα ποντιακό τραγούδι για τη σφαγή της Δράμας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο για να μη «δημιουργηθούν προβλήματα μετά της γείτονος χώρας».
Κατά τη διάρκεια της Χούντας οι επιτροπές λογοκρισίας διαφύλασσαν, παράλληλα, τις καλές σχέσεις των συνταγματαρχών με το οικονομικό κατεστημένο, απαλείφοντας ό,τι αναφερόταν με μελανά χρώματα σε εφοπλιστές ή εργοστασιάρχες, όπως στην ταινία Κάποτε κλαίνε και οι δυνατοί όπου αφαιρέθηκαν φράσεις σχετικά με την πρόταση του εφοπλιστή Βενέτη να βουλιάξει πλοίο για να εισπράξει τα ασφάλιστρα.
Στη μετεμφυλιακή Ελλάδα η λογοκρισία προάσπιζε θεσμούς και αξίες που αποτελούσαν θεμέλιοι λίθοι του κοινωνικού καθεστώτος και συγκροτούσαν αυτό που ο νόμος όριζε ως υγιείς κοινωνικές παραδόσεις του ελληνικού λαού. Κόβονταν σκηνές, στίχοι και διάλογοι που έθιγαν τη θρησκεία, την οικογένεια, τον στρατό, το σχολείο κ.ά. Πριν από το 1967, για παράδειγμα, από την ταινία Δις Διευθυντής κόπηκε η φράση «το αγόρι από εδώ δεν πίνει είναι του Σεμιναρίου», είναι, δηλαδή, του κατηχητικού, θρήσκος. Η λογοκρισία της Χούντας, από την πλευρά της, έχοντας έμβλημα το πατρίς, θρησκεία, οικογένεια θα κόψει από τη Μανταλένα τη σκηνή που ο ιερέας αναποδογυρίζει το φλιτζάνι του καφέ επειδή αντιτίθεται με τις χριστιανικές αντιλήψεις στην Ελλάδα, όπως και την προσβλητική για το στράτευμα σκηνή «ραπίσματος του εν στολή λοχαγού από την κοπέλα» στην ταινία Κονσέρτο για Πολυβόλα, ενώ το 1972 θα απαγορεύσει το θεατρικό Μια μέρα στο Γυμνάσιο της Έλλης Αλεξίου γιατί θίγονταν το εκπαιδευτικό σώμα. Η λογοκρισία την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών ήταν θεματοφύλακας και της ελληνικής γλώσσας, απαγορεύοντας, τουλάχιστον μέχρι το 1969, τη δημοτική, αλλά και τον υποτιτλισμό ταινιών χωρίς τόνους και πνεύματα, γεγονός που θεωρούνταν από το ΓΕΣ μέρος «της κομμουνιστικής προπαγάνδας κατά της Ελληνικής γλώσσης και απομακρύνσεως του νέου Ελληνισμού από τας Ελληνοχριστιανικάς παραδόσεις».
Ο φόβος της ελληνικής κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος για τη φθοροποιό επίδραση της «αθεϊστικής» Δύσης στην ελληνική νεολαία δημιούργησε ηθικό πανικό σε όλη τη διάρκεια της μετεμφυλιακής περιόδου. Οι καινούργιοι τρόποι ψυχαγωγίας, ο κινηματογράφος, ο «τεντιμποϊσμός» δαιμονοποιήθηκαν, ενώ το 1959 ψηφίστηκε ο διαβόητος Νόμος 4000. Το 1961, για παράδειγμα, η Πανελλήνιος Ορθόδοξη Ένωση και η Ιερά Σύνοδος επισήμαιναν την επιβλαβή επίδραση του κινηματογράφου στη νεολαία προτείνοντας τη διενέργεια ελέγχων στις εισαγόμενες ταινίες ανάλογους με αυτούς που γίνονταν στα τρόφιμα για την υγεία του σώματος. Η δικτατορία ακολούθησε την ίδια πολιτική απέναντι στους «διαφθορείς» της νεολαίας, με κορυφαίο παράδειγμα την απαγόρευση το 1970 της προβολής της ταινίας Γούντστοκ με το αιτιολογικό της πρόκλησης υστερικών και αντικοινωνικών εκδηλώσεων από τη νεολαία.
Παράλληλα, η λογοκρισία περιφρουρούσε και «τας περί ηθικής κρατούσας εν Ελλάδι αντιλήψεις» κόβοντας βωμολοχίες, άσεμνες ή βίαιες σκηνές, περικοπές που είχαν άμεση σχέση με το αν μια ταινία θα χαρακτηριζόταν κατάλληλη ή ακατάλληλη για ανηλίκους. Από την ταινία, λοιπόν, Το Δόλωμα με τη Βουγιουκλάκη η επιτροπή το 1964 έκοψε «πλάνο οπισθίων εξαπλωμένης γυναικός επί της αμμουδιάς», το 1961 από την ταινία Ψυχώ του Χίτσκοκ η επιτροπή επέβαλε περιορισμό της διάσημης σκηνής του μαχαιρώματος, ενώ οι σκηνές του στριπτίζ στην ταινία Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη κόπηκαν την περίοδο της δικτατορίας.
Οι λογοκριτές περιφρουρούσαν εκτός από τις αντιλήψεις περί ηθικής και την ορθή αισθητική ανάπτυξη του λαού κόβοντας οτιδήποτε θεωρούσαν ότι στερούνταν καλλιτεχνική αξία. Οι λογοκριτές της Χούντας, για παράδειγμα, απαγόρευσαν το Τραγούδι του Σαββόπουλου «ως αντιτιθέμενον εις το καλλιτεχνικόν αίσθημα», το Ζαβαρακατρανέμια του Μαρκόπουλου «διότι αποτελείται από αγνώστους λέξεις» και το Μια φωτογραφία σου του Λοΐζου επειδή «είναι ασύνδετο από απόψεως εννοίας το ρεφραίν προς το κουπλέ».

Κλείνοντας, κάποιες παρατηρήσεις για τα κοινά χαρακτηριστικά της προληπτικής κρατικής λογοκρισίας την περίοδο 1944 – 1974. Εκτός από τον ενιαίο χαρακτήρα της περιόδου όσον αφορά τη θεσμική και εξωθεσμική πολιτική περιστολής της ελευθερίας της έκφρασης, η άσκηση πολιτικών προληπτικής λογοκρισίας αναδεικνύει ένα κράτος πανεπόπτη που λειτουργώντας πατερναλιστικά όριζε για τον πολίτη τις επιτρεπόμενες ιδεολογίες, τις υγιείς κοινωνικές του παραδόσεις ακόμη και το αισθητικό του κριτήριο. Η κοινωνία αντιμετωπίζονταν ως ανώριμο παιδί που έπρεπε να προστατευτεί μέσω της λογοκρισίας από επιβλαβείς εικόνες, παραστάσεις, στίχους και αναγνώσματα. Τα παραδείγματα λογοκρισίας που αναφέρθηκαν μπορεί να αποκαλύπτουν μια αδέξια και γκροτέσκα πλευρά της λογοκρισίας, όμως ο φόβος και μόνο της ύπαρξης της λογοκρισίας, μπορούσε να οδηγήσει την κοινωνία σε μια συνειδητή παραλυσία απέναντι στον αυταρχισμό και την απώλεια δικαιωμάτων και ελευθεριών, σε αυτολογοκρισία δηλαδή, αποτελώντας ένα από τα ισχυρότερα όπλα επιβολής, αφού έχει το πλεονέκτημα να μην αφήνει ίχνη. Κατά την ίδια περίοδο λειτουργούσε και ένα παράλληλο δίκτυο λογοκρισίας που αποτελούνταν από «αγανακτισμένους» πολίτες, συλλόγους, πολιτευτές, εκκλησιαστικούς φορείς, υπηρεσιακούς παράγοντες, αστυνομικούς, στρατιωτικούς κ.ά. που υποδείκνυαν στις επιτροπές πολιτικά και εθνικά επιλήψιμα, άσεμνα και αντιβαίνοντα στις ελληνοχριστιανικές αρχές αναγνώσματα και δημόσια θεάματα. Το παράλληλο αυτό δίκτυο λογοκρισίας – που επιβιώνει και σήμερα – ήταν πολλές φορές ισχυρότερο από τον επίσημο μηχανισμό λογοκρισίας, έχοντας την «αποκλειστικότητα» στην ερμηνεία του κοινού αισθήματος και του εθνικού συμφέροντος και επιβάλλοντας το κατέβασμα θεατρικών παραστάσεων και έργων τέχνης, την απαγόρευση ταινιών και την απόσυρση βιβλίων.

Ενδεικτική βιβλιογραφία
Γενικά Αρχεία του Κράτους – Κεντρική Υπηρεσία, Αρχείο Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών (υπό ταξινόμηση)
Αγγελής, Βαγγέλης, Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελάει, πατέρα…: Μαθήματα εθνικής αγωγής και νεολαιίστικη προπαγάνδα στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας. Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2006.
Αλιβιζάτος, Νίκος. Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση (1922-1974): όψεις της ελληνικής εμπειρίας, μτφρ. Βενετία Σταυροπούλου. Αθήνα: Θεμέλιο, 1995.
Ανδρίτσος, Γιώργος, «Η λογοκρισία στον ελληνικό κινηματογράφο (1945-1974)» στο Η λογοκρισία στην Ελλάδα , επιμ. Πηνελόπη Πετσίνη – Δημήτρης Χριστόπουλος, 35-42. Αθήνα: Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ – Παράρτημα Ελλάδας, 2016.
Βλάχου, Ελένη, «Οι Συνταγματάρχες και ο Τύπος» στο Η Ελλάδα κάτω από Στρατιωτικό ζυγό, επιμ. Γιώργος Γιαννόπουλος – Richard Clogg, μτφρ. Η. Κανάκη – Γ. Γιαννουλόπουλος, 113-135. Αθήνα: Παπαζήσης, 1976.
Γεωργακάκη, Κωνστάντζα, Βίος και πολιτεία μιας γηραιάς κυρίας στην επταετία: Επιθεώρηση και δικτατορία. Θεσσαλονίκη, Ζήτη, 2015.
Γκλαβίνας, Γιάννης, «Η “Κυρά Αναστασία” και οι Συνταγματάρχες: Η λογοκρισία της δικτατορίας των Συνταγματαρχών στον πολιτισμό και τον δημόσιο λόγο μέσα από το αρχείο της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών» Νέα Εστία 1864:485-498, 2014.
Γκλαβίνας, Γιάννης. «Το προληπτικό “ψαλίδι” του κράτους». Εφημερίδα των Συντακτών, 10.04.2016.
Δούβλης, Βασίλης, Στοργή στο Λαό (ντοκιμαντέρ). Παραγωγή Βουλή Τηλεόραση, 2013.
Ραϊτσίνης, Χάρης, Ρωγμές στο γύψο. Παράνομος Τύπος, Λογοκρισία και Προπαγάνδα στην Ελλάδα των Συνταγματαρχών 1967 – 1974. Αθήνα: Red Marks, 2017.
Ρούφος, Ρόδης, «Η κουλτούρα και οι στρατιωτικοί» στο Η Ελλάδα κάτω από Στρατιωτικό ζυγό, επιμ. Γιώργος Γιαννόπουλος – Richard Clogg, μτφρ. Η. Κανάκη – Γ. Γιαννουλόπουλος, 232-255. Αθήνα: Παπαζήσης, 1976.
Στάθη, Ειρήνη, «Πολιτική λογοκρισία, τέχνη και επικοινωνία: Το έργο της Μαρίας Καραβέλα» στο Η λογοκρισία στην Ελλάδα , επιμ. Πηνελόπη Πετσίνη – Δημήτρης Χριστόπουλος, 97-106. Αθήνα: Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ – Παράρτημα Ελλάδας.,2016.
Χάγερ, Φίλιππος, «Η παράσταση ως πρόφαση· Το Μεγάλο μας Τσίρκο του Ι. Καμπανέλλη ή η Αφήγηση της Ιστορίας σε Χρόνο Ενεστώτα» στο Πρακτικά Πανελληνίου Συνεδρίου προς τιμήν του Ιάκωβου Καμπανέλλη, επιμ. Νίκος Χρυσοχόος – Μαρία Ρενιέρη, 244-253. Πάτρα: Περί Τεχνών. 2006.
Clogg, Richard., «Η ιδεολογία της Επαναστάσεως της 21ης Απριλίου 1967» στο Η Ελλάδα κάτω από Στρατιωτικό ζυγό, επιμ. Γιώργος Γιαννόπουλος – Richard Clogg, μτφρ. Η. Κανάκη – Γ. Γιαννουλόπουλος, 81-112. Αθήνα: Παπαζήσης, 1976.
McDonald, Robert. Pillar & Tinderbox: the Greek Press under Dictatorship, Νέα Υόρκη, Scribner.1983.
Van Dyck, Karen, Η Κασσάνδρα και οι λογοκριτές στην ελληνική ποίηση 1967-1990. Μτφρ. Παλμύρα Ισμυρίδου, Αθήνα, Άγρα.2002.